Δευτέρα, 25 Ιούλιος 2016 03:00

Μάθημα ἀπό μιά φτωχή

apo-ftoxiὍταν ἔχουμε μιά μεγάλη θλίψη ἀκόμη καί τό φῶς νομίζουμε ὅτι μᾶς ἐνοχλεῖ... Ἀκριβῶς τό ἀντίθετο συνέβη μέ τή χήρα πρός τήν ὁποία ἔστειλε ὁ Θεός τόν προφήτη Ἠλία (βλ. Γ΄ Βα 17). Ὅταν εἶδε τόν προφήτη πού ἦλθε γιά νά τῆς γίνει βάρος, κι ἐνῶ ἡ ἴδια ἦταν καταπονημένη ἀπό τήν πείνα, ὄχι μόνο δέν ἀδιαφόρησε γι᾿ αὐτόν τόν ἄνθρωπο, ἀλλά παραμέρισε ὅλη τή φτώχεια της γιά νά ὑποδεχθεῖ καί νά φιλοξενήσει ἐκεῖνον πού εἶχε προξενήσει τήν πείνα. Τῆς ζήτησε ψωμί, μά αὐτή δέν εἶχε ψωμί. Φοβήθηκε, λοιπόν, μήπως, ἐνῶ αὐτή θά ἑτοίμαζε τό ψωμί καί θά καθυστεροῦσε, ὁ προφήτης στενοχωρηθεῖ γιά τήν ἀργοπορία καί δέν περιμένει, μήπως ἀπομακρυνθεῖ ὁ προφήτης καί τῆς διαφύγει ἡ εὐκαιρία τῆς φιλοξενίας. Γι᾿ αὐτό τόν προλαβαίνει μέ τόν ὅρκο, λέγοντας ὄχι ὅτι δέν ἔχει ἀλεύρι, ἀλλ᾿ ὅτι δέν ἔχει ψωμί, ἀλλά ἔχει ἀλεύρι. Καί τόν βεβαιώνει ὄχι μόνο μέ τόν ὅρκο ἀλλά καί μέ τίς ἴδιες τίς πράξεις της.
 Ἄς τ᾿ ἀκούσουν ἐκεῖνοι πού χτίζουν περίλαμπρα σπίτια κι ἀγοράζουν πανάκριβα χωράφια καί περιφέρουν στήν ἀγορά κοπάδια δούλων. Μᾶλλον νά τ’ ἀκούσουν ὅλοι, καί πλούσιοι καί φτωχοί. Διότι, μετά ἀπ᾿ αὐτή τή χήρα κανείς δέν μπορεῖ νά δικαιολογηθεῖ. Τόσο μεγάλα ἐμπόδια ὑπῆρχαν κι αὐτή τά παραμέρισε καί τά ξεπέρασε...  Ἄς τ᾿ ἀκούσουν οἱ χῆρες πού τρέφουν παιδιά, πώς δέν ἀποτελεῖ αὐτό σοβαρή δικαιολογία γιά νά μήν κάνουν ἐλεημοσύνη καί νά μήν εἶναι φιλόξενες.
 Ἀλλά ἴσως κάποιος θά πεῖ· φέρε μου κι ἐμένα ἕναν προφήτη καί θά τόν ὑποδεχθῶ μέ τήν ἴδια εὔνοια. Δός μου, λοιπόν, αὐτή τήν ὑπόσχεση καί θά σοῦ φέρω τόν προφήτη. Ἀλλά τί λέω τόν προφήτη; Θά σοῦ φέρω τόν ἴδιο τόν κύριο τοῦ προφήτη, τόν Θεό μας καί Κύριο, τόν Χριστό, διότι ὁ ἴδιος λέγει «μέ εἴδατε πεινασμένο καί μέ θρέψατε» (Μθ 25,35).
 Ποιά συγχώρεση θά βροῦμε, ἄν μετά ἀπό τέτοιες προτροπές, ἄν μετά ἀπό τέτοια ἔπαθλα πού μᾶς ὑπόσχεται ὁ Κύριος -τή βασιλεία τῶν οὐρανῶν!-, δέν φθάσουμε στό ἐπίπεδο τῆς φιλανθρωπίας τῆς χήρας; Ἐμεῖς πού καί τίς προφητεῖες γνωρίζουμε, καί τά θεϊκά διδάγματα ἀπολαμβάνουμε, πού ἔχουμε τή δυνατότητα νά γνωρίζουμε πολλά γιά τή μέλλουσα ζωή, πού δέν ἀπειλούμαστε ἀπό τήν πείνα κι ἔχουμε πολύ περισσότερα ἀγαθά ἀπ᾿ ὅσα εἶχε ἡ χήρα, ποιά ἀπολογία θά παρουσιάσουμε, ὅταν φροντίζουμε γιά τά ὑλικά καί ἀδιαφοροῦμε γιά τή σωτηρία μας;

Ἰω. Χρυσοστόμου,
 Εἰς τόν Ἠλίαν καί τήν χήραν, ΡG 51,337
 Ἀπόδοση Κ.Π.
    

Κατηγορία Πατερικά
Σάββατο, 05 Μάρτιος 2022 02:00

Περί νηστείας

nistiaΜέσα στό κλίμα τοῦ διάχυτου εὐδαιμονισμοῦ, ὅπου μᾶς παρασύρει ὁ συρμός τοῦ καταναλωτισμοῦ, ἡ ᾿Ορθόδοξη ᾿Εκκλησία -μόνη αὐτή- ὑψώνει τή σημαία τοῦ ἀγώνα τῆς ἐγκράτειας. ᾿Από τίς 15 Νοεμβρίου μέχρι τίς 25 Δεκεμβρίου οἱ πιστοί καλοῦνται νά προετοιμαστοῦν γιά τό μεγάλο γεγονός τῆς ἐνανθρώπησης τοῦ Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ. ῞Ενα μέσο προετοιμασίας εἶναι καί ἡ ἄσκηση τῆς νηστείας. ῾Ο ἱερός Χρυσόστομος μᾶς παροτρύνει νά τήν ὑποδεχτοῦμε:

«῞Οταν δημιούργησε τόν ἄνθρωπο ὁ Θεός, τόν παρέδωσε σ᾿ ἕναν σπουδαῖο παιδαγωγό, στή νηστεία. Διότι ἕνα εἶδος νηστείας ἦταν ἡ ἐντολή πού περιγράφεται στή Γένεση· «ἀπό παντός ξύλου τοῦ ἐν τῷ παραδείσῳ βρώσει φαγῇ, ἀπό δέ τοῦ ξύλου τοῦ γινώσκειν καλόν καί πονηρόν, οὐ φάγεσθε ἀπ᾿ αὐτοῦ» (2,16-17).

Κι ἄν στόν παράδεισο ἦταν ἀναγκαία ἡ νηστεία, πόσο περισσότερο μᾶς χρειάζεται ἐκτός παραδείσου! ῾Η δύναμή της μπορεῖ νά ἀνατρέψει καί τήν καταδικαστική ἀπόφαση τοῦ Θεοῦ καί νά σώσει ἀπ᾿ τό θάνατο ὄχι δυό, τρία, δέκα ἤ εἴκοσι ἄτομα ἀλλά κι ὁλόκληρο λαό. Αὐτό συνέβη στήν πραγματικότητα μέ τή θαυμαστή πόλη τῆς Νινευή.

Χάρη στή νηστεία καί ὁ Δανιήλ ἐπικοινώνησε μέ τά λιοντάρια σάν νά ἦταν πρόβατα καί βγῆκε ἀβλαβής ἀπ᾿ τό λάκκο τῆς καταδίκης του. ᾿Αλλά καί οἱ τρεῖς παῖδες βγῆκαν λαμπρότεροι καί ἐνδοξότεροι ἀπό τό πῦρ τῆς βαβυλωνιακῆς καμίνου μέ τή βοήθεια τῆς νηστείας.

῎Ας ὑποδεχτοῦμε, λοιπόν, μέ θαυμασμό καί ἀνοιχτή ἀγκαλιά αὐτή τή βασίλισσα πού καί μέσα στήν κάμινο βοηθᾶ, καί μέσα στό λάκκο τῶν λεόντων διαφυλάσσει, καί δαίμονες ἀπομακρύνει, καί τόν Θεό κάνει νά ἀναστέλλει τίς ἀποφάσεις του, καί τήν μανία τῶν παθῶν καταστέλλει, καί στήν ἐλευθερία μᾶς ἐπαναφέρει, καί πολλή γαλήνη ἐπιφέρει στούς λογισμούς μας.

Εἶναι δυνατόν νά φοβόμαστε καί νά ἀποφεύγουμε ἕναν τόσο μεγάλο εὐεργέτη; Δέν εἶναι τρέλα κάτι τέτοιο; «Τή φοβόμαστε», λένε κάποιοι, «διότι φθείρει τό σῶμα καί τό κάνει ἀσθενικό». ᾿Αλλά, ὅπως λέει ὁ μεγάλος ἐκεῖνος ἀπόστολος, ὅσο φθείρεται ὁ ἐξωτερικός ἄνθρωπος, δηλαδή τό σῶμα, τόσο ὁ ἐσωτερικός, δηλαδή ἡ ψυχή, ἀνανεώνεται μέρα μέ τήν ἡμέρα (Β' Κο 4,16). ῎Αν ἐξετάσουμε, μάλιστα, καλύτερα τό πράγμα, θά διαπιστώσουμε ὅτι ἡ νηστεία εἶναι ἡ μητέρα τῆς ὑγείας. ῎Αν πρέπει κάτι νά φοβόμαστε αὐτό εἶναι ἡ μέθη καί ἡ πολυφαγία κι ὄχι ἡ νηστεία. ῾Η γαστριμαργία μας εἶναι αὐτή πού, ἀφοῦ μᾶς δέσει πισθάγκωνα, μᾶς παραδίδει δούλους στήν τυραννική δύναμη τῶν παθῶν μας. ᾿Απ᾿ αὐτή τήν τυραννία μποροῦμε νά γλυτώσουμε μόνο μέ τή βοήθεια τῆς ἁγίας νηστείας».

Κατηγορία Πατερικά

 zhmia-thisavrosΑὐτό εἶναι ἡ ζωή μας, αὐτό ὑγεία καί πλοῦτος μας, αὐτό τό ὕψιστο τῶν ἀγαθῶν: ἡ προσευχή μέ καθαρή καί ἁγνή ψυχή. Ὅ,τι εἶναι γιά τό σῶμα τό φῶς τοῦ ἥλιου, τό ἴδιο ἀκριβῶς εἶναι γιά τήν ψυχή ἡ προσευχή. Ἄν, λοιπόν, ὑποφέρει ὁ τυφλός πού δέν βλέπει τόν ἥλιο, πόσο ζημιώνεται ὁ χριστιανός, ὅ­ταν δέν προσεύχεται συνεχῶς καί στερεῖ τήν ψυχή του ἀπό τό φῶς τοῦ Χριστοῦ; Κι ὅμως, ποιός δέν ἐκπλήσσεται καί δέν ἀ­πο­ρεῖ μέ τή φιλανθρωπία τοῦ Θεοῦ, ὁ ὁποῖος χαρίζει ἕνα τόσο μεγά­λο προνόμιο στούς ἀνθρώπους, ὥστε ν᾿ ἀξιώνονται νά προσεύχονται καί νά συναναστρέφον­ται τόν ἴδιο; Διότι ἀληθινά τήν ὥρα τῆς προσευχῆς συνομιλοῦμε μαζί Του...
 Ἄς πλησιάζουμε τόν Θεό μέ χαρά και φόβο· μέ φόβο, μήπως φανοῦμε ἀνάξιοι τῆς προσευχῆς, ἀλλά καί γεμάτοι χαρά γιά τό μέγεθος τῆς τιμῆς... Θησαυρούς ἐναποθέτει στίς ψυχές μας ἡ προσευχή καί αὐτή εἶναι πού μᾶς ὁδηγεῖ στή θεάρεστη ζωή. Πρα­γμα­τι­κά, εἴτε κανείς ἀγαπᾶ τήν παρθενία εἴτε τιμᾶ τήν κοινωνία τοῦ γάμου εἴτε ἀγωνίζεται νά κυριαρχήσει στό θυμό εἴτε νά μείνει καθαρός ἀπό τό φθόνο, ἡ προσευχή προηγεῖ­ται καί ἐξομαλύνει τό δρόμο τῆς εὐσεβείας, ὥστε νά τόν καταστήσει εὐ­κολοδιάβατο.

Ἰ. Χρυσοστόμου,
Περί προσευχῆς 1· ΕΠΕ 31,180-183­
Ἀπόδοση Β.Τ.

Κατηγορία Πατερικά
Σάββατο, 05 Ιούλιος 2014 03:00

Ὁ παράξενος ἔμπορος

paraxenos-emporosΣάν τόν καλό τεχνίτη πού ἀνακάλυψε πολύτιμο ὑλικό κι ἔσπευσε νά κατασκευάσει τό πιό ὡραῖο σκεῦος, ἔτσι καί ὁ Χριστός, μόλις βρῆκε τῆς Παρθένου τό ἅγιο σῶμα καί τήν ψυχή, κατασκεύασε γιά τόν ἑαυτό του ἕναν ἔμψυχο ναό, πλάθοντας μέσα στήν Παρθένο τόν ἄνθρωπο ἔτσι ὅπως τόν θέλησε. Καί νά, μ᾿ αὐτόν ὡς ἔνδυμά του σήμερα ἔρχεται στόν κόσμο, δίχως νά ντραπεῖ τήν ἀσχήμια τῆς φύσεώς μας. Οὔτε τό θεώρησε προσβλητικό νά ἐνδυθεῖ τό ἔργο τό δικό του· τό πλάσμα, λοιπόν, ἔγινε ἔνδυμα τοῦ τεχνίτη, καρπώθηκε τήν πιό μεγάλη δόξα!
 Πραγματικά, ὅπως ἀκριβῶς κατά τήν πρώτη δημιουργία ἦταν ἀδύνατον νά πλασθεῖ ὁ ἄνθρωπος, πρίν πάρει ὁ Δημιουργός στά χέρια του τόν πηλό, ἔτσι καί τό φθαρμένο μας σκεῦος ἦταν ἀδύνατον νά μεταποιηθεῖ, ἄν δέν γινόταν πρῶτα ἔνδυμα τοῦ πλαστουργοῦ. ...
 Μέ ἀφήνει ἔκπληκτο τό θαῦμα! «Ὁ παλαιός τῶν ἡμερῶν» γίνεται παιδί· αὐτός πού καθόταν σέ θρόνο ὑψηλό καί μεγαλοπρεπῆ τοποθετεῖται σέ φάτνη· ὁ ἀναφής καί ἀσώματος βαστάζεται στά ἀνθρώπινα χέρια· αὐτός πού ἔσπασε τά δεσμά τῆς ἁμαρτίας τυλίγεται σέ σπάργανα, ἐπειδή αὐτό θέλει. Θέλει, δηλαδή, νά μεταβάλει τήν ἀτιμία σέ τιμή, νά ἐνδύσει τήν ἀδοξία μέ δόξα... Γι᾿ αὐτό μπαίνει μέσα στή φύση μου, γιά νά χωρέσω ἐγώ μέσα μου τόν Λόγο του. Γι᾿ αὐτό παίρνει τή σάρκα μου, γιά νά μοῦ δώσει τό Πνεῦμα του, ὥστε μ᾿ αὐτή τή δοσοληψία ὁ παράξενος αὐτός ἔμπορος νά βάλει στά χέρια μου τό θησαυρό τῆς ζωῆς.

 Ἰ. Χρυσοστόμου, Εἰς τό Γενέθλιον
τοῦ Σωτῆρος ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ 2·
ΕΠΕ 35,470-472.
Ἀπόδοση Β.Τ.

Κατηγορία Πατερικά

 den-arkeiΠροσμένοντας τόν ἄρχοντα
 Σήμερα ἔχουμε λαμπρό πανηγύρι κι εἶναι πιό χαρούμενη ἀπό τό συνηθισμένο ἡ σύναξή μας. Ποιά λοιπόν εἶναι ἡ αἰτία; Τῆς νηστείας εἶναι αὐτό τό κατόρθωμα. Τό ξέρω κι ἐγώ· τῆς νηστείας, πού δέν εἶναι παροῦσα, ἀλλά τήν περιμένουμε. Ἐκείνη, λοιπόν, μᾶς συγκέντρωσε στό πατρικό σπίτι· ἐκείνη καί κείνους πού προηγουμένως ἦταν πιό ράθυμοι, σήμερα τούς ἔφερε καί πάλι στά χέρια τῆς μητέρας. Κι ἄν μόνο πού τήν περιμένουμε μᾶς ἔφερε τόση ἐγρήγορση, ὅταν θά φανεῖ καί θά φθάσει, πόση εὐλάβεια θά δημιουργήσει μέσα μας! Ἔτσι καί μιά πόλη, ὅταν πρόκειται νά μπεῖ σ’ αὐτήν κάποιος φοβερός ἄρχοντας, ἀφήνει κάθε ραθυμία καί γίνεται πολύ βιαστική. Ἀλλά μή φοβηθεῖτε πού ἀκούσατε ὅτι ἡ νηστεία εἶναι φοβερός ἄρχοντας. Γιατί δέν εἶναι γιά μᾶς φοβερή, ἀλλά γιά τή φύση τῶν δαιμόνων. Ἄν κάποιος εἶναι σεληνιαζόμενος, δεῖξε του τό πρόσωπο τῆς νηστείας. Θά μείνει πιό ἀκίνητος κι ἀπ’ αὐτές τίς πέτρες, γιατί θά παγώσει ἀπό τόν φόβο του καί θά ‘ναι σάν δεμένος μέ κάποιο δεσμό, ἰδιαίτερα δέ ὅταν δεῖ νά συνδέεται μέ τή νηστεία ἡ ἀδελφή καί ὁμόζυγος τῆς νηστείας, ἡ προσευχή. Γι’ αὐτό καί ὁ Χριστός λέει· τό γένος αὐτό δέν βγαίνει παρά μέ προσευχή καί νηστεία. Ὅταν, λοιπόν, ἔτσι διώχνει τούς ἐχθρούς τῆς σωτηρίας μας κι εἶναι τόσο φοβερή στούς ἐχθρούς τῆς ζωῆς μας, πρέπει νά τήν ἀγαποῦμε καί νά τή δεχόμαστε καί ὄχι νά τή φοβόμαστε.
Φίλη καί εὐεργέτις
 Ἄν χρειάζεται φόβος, τή μέθη καί τήν πολυφαγία πρέπει νά φοβόμαστε, ὄχι τή νηστεία. Γιατί ἐκείνη δένοντάς μας τά χέρια πίσω, μᾶς παραδίδει δούλους καί αἰχμάλωτους στήν τυραννία τῶν παθῶν, σάν σέ κάποια φοβερή κυρία. Ἀντίθετα ἡ νηστεία, ἐνῶ μᾶς βρίσκει δούλους καί δεμένους, μᾶς ἀπαλλάσσει ἀπό τήν τυραννία καί μᾶς ἐπαναφέρει στήν πρώτη ἐλευθερία. Ὅταν, λοιπόν, καί ἐναντίον τῶν ἐχθρῶν μας πολεμεῖ καί ἀπό τή δουλεία μᾶς ἀπαλλάσσει καί στήν ἐλευθερία μᾶς ἐπαναφέρει, ποιά ἄλλη μεγαλύτερη ἀπόδειξη τῆς φιλίας της πρός τό γένος μας ζητᾶς; Ἡ πιό μεγάλη ἀπόδειξη φιλίας θεωρεῖται ὅτι εἶναι τό νά ἀγαπᾶ καί νά μισεῖ κάποιος τούς ἴδιους μ’ ἐμᾶς. Θέλεις νά μάθεις πόσο στολίδι γιά τούς ἀνθρώπους εἶναι ἡ νηστεία, πόση πειριφρούρηση καί ἀσφάλεια παρέχει; Σκέψου τό μακάριο καί θαυμαστό γένος τῶν μοναχῶν. Αὐτοί πού διέφυγαν τούς σύγχρονους θορύβους κι ἔτρεξαν πάνω πρός τίς κορυφές τῶν βουνῶν κι ἔστησαν τίς καλύβες τους στήν ἡσυχία τῆς ἐρημιᾶς, σάν σέ κάποιο φιλόξενο λιμάνι, πῆραν αὐτήν σάν συνέμπορο καί συγκοινωνό ὅλης τῆς ζωῆς. Καί ἀγγέλους, λοιπόν, ἀπό ἀνθρώπους, τούς ἔκανε. Καί ὄχι μόνον ἐκείνους, ἀλλά καί στίς πόλεις ὅσους βρεῖ νά τήν προτιμοῦν τούς ἀνεβάζει σ’ αὐτό τό ὕψος τῆς φιλοσοφίας.
Ὅπλο ἀπαραίτητο
 Καί ὁ Μωϋσῆς καί ὁ Ἠλίας, οἱ πύργοι τῶν προφητῶν τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης, ἄν καί θεωροῦνταν ἀπό τούς ἄλλους λαμπροί καί μεγάλοι καί εἶχαν πολλή παρρησία, ὅταν ἤθελαν νά πλησιάσουν καί νά μιλήσουν στόν Θεό, ὅπως μποροῦσε ἄνθρωπος, σ’ αὐτήν κατέφυγαν καί μέ τά δικά της χέρια ἔκαναν προσφορά σ’ αὐτόν. Γι’ αὐτό καί ὁ Θεός ἀπ’ τήν ἀρχή, ὅταν ἔπλασε τόν ἄνθρωπο, ἀμέσως τόν ἔφερε καί τόν ἐμπιστεύτηκε στά χέρια τῆς νηστείας, σάν σέ φιλόστοργη μητέρα καί ἄριστη δασκάλα, βάζοντας στά δικά της χέρια τή σωτηρία ἐκείνου. Γιατί τό «ἀπό παντός ξύλου τοῦ παραδείσου βρώσει φαγῇ, ἀπό δέ τοῦ ξύλου τοῦ γινώσκειν καλόν καί πονηρόν οὐ φάγεσθε» εἶναι ἕνα εἶδος νηστείας.
 Κι ἄν στόν παράδεισο ἦταν ἀναγκαία ἡ νηστεία, εἶναι πολύ περισσότερο ἔξω ἀπό τόν παράδεισο. Ἄν πρίν πληγωθοῦμε ἦταν χρήσιμο τό φάρμακο, εἶναι πολύ περισσότερο μετά τό πλήγωμα. Ἄν μᾶς ἦταν κατάλληλο ὅπλο ὅταν ἀκόμη δέν εἶχε ξεσηκωθεῖ ὁ πόλεμος τῶν ἐπιθυμιῶν, εἶναι πολύ περισσότερο ἀναγκαία ἡ συμμαχία τῆς νηστείας μετά ἀπό τήν τόσο μεγάλη μάχη, τήν ὁποία κινοῦν οἱ ἐπιθυμίες, οἱ δαίμονες. Ἄν ἄκουγε αὐτή τή φωνή ὁ Ἀδάμ, δέν θά ἄκουγε τή δεύτερη, πού ἔλεγε: «Γῆ εἶ καί εἰς γῆν ἀπελεύσῃ». Ἀλλά ἐπειδή παρήκουσε αὐτήν, γι’ αὐτό ὑπάρχει θάνατος καί φροντίδες καί κόποι καί ἀθυμίες καί ζωή μικρότερη κι ἀπό τόν θάνατο. Γι’ αὐτό ἀγκάθια καί τριβόλια, γι’ αὐτό κόποι καί πόνοι καί ζωή γεμάτη μόχθους…
Νηστεία παθῶν
 Γι’ αὐτό εἶναι ἡ νηστεία καί ἡ τεσσαρακοστή καί οἱ συνάξεις καί οἱ ἀκροάσεις καί οἱ προσευχές καί οἱ διδασκαλίες τόσων πολλῶν ἡμερῶν, ὥστε μέ κάθε τρόπο τά ἁμαρτήματα, πού ὅλο τό χρόνο κόλλησαν πάνω μας νά τά καθαρίσουμε μ’ αὐτή τή σπουδή τῶν θεϊκῶν ἐντολῶν κι ἔτσι μέ παρρησία πνευματική καί μέ εὐλάβεια νά μετέχουμε στήν ἀναίμακτη ἐκείνη θυσία. Γιατί, ἄν δέν συμβεῖ αὐτό, ἄδικα, στά χαμένα καί ἐντελῶς ἀνώφελα ὑπομείναμε τόν τόσο μεγάλο κόπο. Καθένας, λοιπόν, ἄς ἀναλογισθεῖ μόνος του ποιό ἐλάττωμα διόρθωσε, ποιό κατόρθωμα ἀπέκτησε ἐπιπλέον, ποιά ἁμαρτία ἀπέβαλε, ποιά κηλίδα ξέπλυνε, σέ τί ἔγινε καλύτερος. Κι ἄν μέν βρεῖ ὅτι μέ τή νηστεία ἀπέκτησε κάτι παραπάνω γι’ αὐτό τό ὡραῖο ἐμπόριο, καί δεῖ ὅτι πολύ φρόντισε γιά τά τραύματά του, ἄς προσέλθει. Ἄν ὅμως ἔμεινε ἀμελής κι ἔχει μόνο τή νηστεία νά ἐπιδείξει ἐνῶ δέν κατόρθωσε τίποτε ἀπό τἀ ἄλλα, ἄς μείνει ἔξω καί τότε νά εἰσέλθει, ὅταν θά καθαρίσει ὅλα τά ἁμαρτήματα.
 Κανείς νά μή στηρίζεται μόνο στή νηστεία, ἄν ἔμεινε ἀδιόρθωτος στά κακά. Γιατί ἐκεῖνος μέν πού δέν νηστεύει εἶναι φυσικό καί νά βρεῖ συγχώρηση, ἄν προβάλλει τήν ἀσθένεια τοῦ σώματος. Ἐκεῖνος ὅμως πού δέν διόρθωσε τά σφάλματά του, εἶναι ἀδύνατο νά βρεῖ ἀπολογία. Δέν νήστευσες, γιά τήν ἀσθένεια τῆς σαρκός. Μέ τούς ἐχθρούς σου γιατί δέν συμφιλιώθηκες; Πές μου. Μήπως κι ἐδῶ μπορεῖς νά προβάλεις τήν ἀσθένεια τοῦ σώματος; Ἄν πάλι ἐπιμένεις νά ἔχεις κακία καί φθόνο, ποιά ἀπολογία θά ἔχεις; Πές μου. Γιατί, γι’ αὐτά τά ἐλαττώματα δέν μπορεῖς καθόλου νά καταφύγεις σέ ἀσθένεια σώματος.

Ἰωάννου Χρυσοστόμου
Ἀπό τούς λόγους εἰς τούς ἀνδριάντας
PG 49,197-198.305-308

Κατηγορία Πατερικά

staurosΤίποτε πιό ἀταίριαστο καί πιό ξένο γιά ἕναν χριστιανό ἀπό τό νά ἐπιζητεῖ τήν ἄνεση καί τήν ἀνάπαυση. Κι ὅμως ὑπάρχουν μερικοί πού ἐμφανίζονται ὡς χριστιανοί, ἐνῶ ζοῦν μιά ἄνετη καί τρυφηλή ζωή. Οἱ ἀνέσεις καί οἱ ἀπολαύσεις εἶναι ἀντίθετες ἀπό τό σταυρό.
 Ὁ σταυρός εἶναι χαρακτηριστικό ἀγωνιζόμενης ψυχῆς, πού εἶναι διατεθειμένη νά πεθάνει καί δέν ζητᾶ καμία ἄνεση. Ὅσοι ἀναζητοῦν ἀπολαύσεις καί ἐπιδιώκουν ἀνέσεις πολιτεύονται ἐνάντια στό σταυρό. Ἀκόμη κι ἄν λένε ὅτι εἶναι τοῦ Χριστοῦ, εἶναι ἐχθροί τοῦ σταυροῦ. Ἄν ἀγαποῦσαν τό σταυρό, θά προσπαθοῦσαν νά ζοῦν καί σταυρική ζωή. Δέν σταυρώθηκε ὁ Κύριός σου; Μιμήσου τον! Σταύρωσε τόν ἑαυτό σου, κι ἄν κανείς δέν σέ σταυρώνει· δέν ἐννοῶ νά αὐτοκτονήσεις (μή γένοιτο! αὐτό εἶναι ἀσέβεια), ἀλλά σταύρωσε τόν ἑαυτό σου, ὅπως ὁ Παῦλος πού ἔγραφε· «ἐμοί κόσμος ἐσταύρωται, κἀγώ τῷ κόσμῳ».
 Ἄν ἀγαπᾶς, λοιπόν, τόν Δεσπότη σου, πέθανε κι ἐσύ μέ τόν δικό του θάνατο· μάθε πόση εἶναι ἡ δύναμη τοῦ σταυροῦ, πόσα κατόρθωσε καί πόσα κατορθώνει καί ἀσφαλίζει τή ζωή τοῦ πιστοῦ. Εἴτε βρισκόμαστε στό δρόμο εἴτε στό σπίτι ἤ ὁπουδήποτε ἀλλοῦ ὁ σταυρός εἶναι μεγάλο ἀγαθό, σωτήριο ὅπλο, ἀκαταμάχητη ἀσπίδα, ἀντίπαλος τοῦ διαβόλου. Ὅταν ἀντιστρατεύεσαι σ᾿ αὐτόν τόν ἐχθρό, τότε βαστάζεις στ᾿ ἀλήθεια τόν σταυρό, ὄχι ἁπλῶς σημειώνοντάς τον πάνω σου σάν σφραγίδα, ἀλλά ζώντας τίς συνέπειες τοῦ σταυροῦ. Ὁ Χριστός ὀνόμασε, ὅπως ξέρεις, τά πάθη σταυρό, ὅταν εἶπε· «ἐάν μή τις ἄρῃ τόν σταυρόν αὐτοῦ καί ἀκολουθήσῃ μοι», ἐάν, δηλαδή, ἐκεῖνος πού θά τόν ἀκολουθήσει δέν εἶναι ἕτοιμος γιά θάνατο.
 Ὅσοι ὅμως ἀγαποῦν τήν ἄνετη ζωή καί τήν καλοπέραση τοῦ σώματός τους καί ἐκεῖνοι πού ἀγωνιοῦν γιά τήν ἐξασφάλιση τῆς παρούσης ζωῆς καί γιά τήν κατάκτηση τῶν ἐπίγειων ἀπολαύσεων εἶναι ἐχθροί τοῦ σταυροῦ· τοῦ σταυροῦ, τόν ὁποῖο ὁ Παῦλος ἔχει γιά μοναδικό καύχημά του καί τόν ἐναγκαλίζεται καί ἐπείγεται νά κολλήσει πάνω του, γιά νά ἑνωθεῖ μέ τόν ἐσταυρωμένο Κύριό του.

Ἰω. Χρυσοστόμου, Εἰς Φιλιππησίους 13,1
ΕΠΕ 22,8-10
Ἀπόδοση κειμένου Β.Σ.

Κατηγορία Πατερικά
Πέμπτη, 03 Δεκέμβριος 2020 03:00

Καί τί πειράζει αὐτό;

  DarkἌν ἕνας ἄνθρωπος παραδώσει τούς λογισμούς του στό μεθύσι καί στή μανία τοῦ πάθους, πρέπει νά ἔχει πολύ γενναία ψυχή γιά νά ἀντισταθεῖ στήν πτώση.
 Εἶναι φοβερά τά πάθη. Φοβερά! Γι᾿ αὐτό σᾶς παρακαλῶ νά κάνουμε τό πᾶν, ὥστε ὅταν μᾶς ἐπιτίθενται νά βρίσκουν τίς εἰσόδους ὀχυρωμένες καλά. Ἀλίμονο ἄν κυριαρχήσουν μέσα μας! Προκαλοῦν τέτοια καταστροφή, ἀνάβουν τέτοια πυρκαγιά, ὅπως ἡ φωτιά στό δάσος.
 Καί ἄς μήν ξεγελᾶμε τούς ἑαυτούς μας μέ τήν ψυχρή καί ὑπολογιστική ἐκείνη σκέψη «καί τί πειράζει αὐτό;», «καί τί πειράζει ἐκεῖνο;». Διότι ἐδῶ ἔχουν τή ρίζα τους ὅλα τά κακά. Δέν πρέπει νά ἀγνοοῦμε ὅτι ὁ διάβολος δουλεύει μέ σύστημα: δέν ἀρχίζει νά βάλλει ἐναντίον μας μέ τά μεγαλύτερα ὅπλα του, ἀλλά μέ τά μικρότερα. Αὐτά πού θεωροῦμε ἐμεῖς ἀσήμαντα. Σκέψου:

     Δέν παρακίνησε τόν Κάιν στό φόνο τοῦ ἀδελφοῦ του ἀμέσως, διότι ἀσφαλῶς θά τόν τρόμαζε, δέν θά τόν ἔπειθε. Ἀλλά τί ἔκανε; Τόν ὤθησε πρῶτα νά προσφέρει στόν Θεό θυσία εὐτελῆ μέ τή σκέψη: «Μή σέ νοιάζει· δέν εἶναι τίποτε αὐτό». Ἔπειτα ἄναψε μέσα του τό φθόνο κατά τοῦ Ἄβελ λέγοντάς του πάλι: «Δέν ἁμαρτάνεις· ὅλα εἶναι ἐντάξει». Μέχρι πού στό τέλος τόν ὁδήγησε στό τρομερό βάραθρο τῆς δολοφονίας.
    Μήπως καί μέ τόν Ἰούδα τό ἴδιο δέν ἔγινε; Διότι, ἄν αὐτός δέν θεωροῦσε μικρό πράγμα τό νά κλέβει τά χρήματα τῶν φτωχῶν, δέν θά ἔφθανε στό σημεῖο νά προδώσει τόν Κύριο.

  Ἀλλά δές τί συμβαίνει καί μεταξύ μας:

    Βλέπεις κάποιον νά γελᾶ ἄκαιρα καί προκλητικά καί τοῦ ἐφιστᾶς τήν προσοχή. Ἐπεμβαίνει τότε ἕνας ἄλλος, τρίτος, καί δικαιώνει ἐκεῖνον πού γελοῦσε, ὑποστηρίζοντας ὅτι τό γέλιο του δέν ἦταν κάτι τό κακό: «Καί τί πειράζει;», σοῦ λέει, «δέν βλάπτει σέ τίποτε αὐτό». Κι ὅμως· ὁ ἀνόητος ἀστεϊσμός, ἡ βωμολοχία, ἡ αἰσχρολογία καί κατόπιν ἡ αἰσχρή πράξη ἀπό τέτοιο γέλιο γεννιοῦνται.
    Ἄλλος πάλι σχολιάζει καί κατηγορεῖ τόν συνάνθρωπό του. Ἄν προσπαθήσεις νά τόν σταματήσεις, θά σοῦ πεῖ: «Καί τί ἔγινε; Λόγια εἶναι». Κι ὅμως, αὐτά τά λόγια γεννοῦν μίσος ἀπύθμενο, ἔχθρα ἀδιάλλακτη καί προσβολές καί ὕβρεις πάμπολλες. Οἱ ἀντίδικοι φθάνουν στό σημεῖο νά χτυπηθοῦν ἤ καί στό φόνο ἀκόμη.

 Ἄς προσέξουμε, λοιπόν! Ἡ ἀνθρώπινη ψυχή διακρίνεται ἐκ φύσεως ἀπό κάποια αἰδῶ, ντροπή· δέν ὑποχωρεῖ ἀμέσως στό κακό, ἀλλά λίγο-λίγο, σταδιακά. Καί ὑποχωρεῖ, ὅταν ἀμελεῖ. Ὅταν δέν φροντίζει νά ξεριζώνει τήν ἁμαρτία ἀπό τήν πρώτη της κιόλας ἐκδήλωση. Ἀδιαφοροῦμε γιά ἕνα ἁμάρτημα, ἐπειδή τό θεωροῦμε μικρό, καί κοιμόμαστε μακαρίως· κι ὅμως, ἄν αὐτό τό «μικρό» δέν ἀντιμετωπισθεῖ ἀμέσως, θά γίνει γρήγορα μεγάλο καί θά μᾶς καταστρέψει, θά μᾶς παρασύρει στόν ὄλεθρο. Ὄχι συνεπῶς στή σκέψη «καί τί πειράζει αὐτό;». Εἶναι ἀπάτη καί παγίδα τρομερή. Ἀντιθέτως, νά ἀγωνιζόμαστε πάντοτε νηφάλιοι, μέ ὄρεξη καί ἀνυποχώρητα γιά τήν εὐσέβεια· γιά τήν ἀρετή, πού κινδυνεύει ἀπό τή ραθυμία μας.

 Ἰω. Χρυσόστομος,
Εἰς Ματθαῖον 86,34, PG 58,766770.
Ἀπόδοση Ε.
   

Κατηγορία Πατερικά
Παρασκευή, 11 Νοέμβριος 2022 03:00

Ὁ ἱερός Χρυσόστομος διδάσκει καί σήμερα


Ὁ Χριστός τό πᾶν γιά μένα

joannis chrys Δίκαια, λοιπόν, δέν μᾶς ἀποστρέφεται (ὁ Θεός) καί δέν μᾶς τιμωρεῖ, ὅταν μᾶς προσφέρει τόν ἑαυτό σέ ὅλα κι ἐμεῖς ἀντιστεκόμαστε; Εἶναι βέβαια φανερό στόν καθένα. Γιατί λέει· εἴτε θέλεις νά στολισθεῖς, τόν δικό μου στολισμό· εἴτε νά ὁπλισθεῖς, τά δικά μου ὅπλα· εἴτε νά ντυθεῖς, τό δικό μου ροῦχο· εἴτε νά τραφεῖς, στό δικό μου τραπέζι· εἴτε νά περπατήσεις, τόν δικό μου δρόμο· εἴτε νά κληρονομήσεις, τή δική μου κληρονομιά· εἴτε νά μπεῖς σέ πατρίδα, στήν πόλη τῆς ὁποίας τεχνίτης καί δημιουργός εἶμαι ἐγώ· εἴτε νά κτίσεις σπίτι, στίς δικές μου σκηνές, γιατί ἐγώ γιά ὅσα σοῦ δίνω δέν ἀπαιτῶ μισθό, ἀλλά ἐπιπλέον σοῦ χρωστῶ μισθό καί γι’ αὐτό, ἄν θελήσεις, νά χρησιμοποιήσεις ὅλα τά δικά μου. Τί θά μποροῦσε νά εἶναι ἴσο μέ μία τέτοια φιλοτιμία; Ἐγώ πατέρας, ἐγώ ἀδελφός, ἐγώ νυμφίος, ἐγώ σπίτι, ἐγώ διατροφεύς, ἐγώ ροῦχο, ἐγώ ρίζα, ἐγώ θεμέλιο. Κάθε τι πού θέλεις, ἐγώ· νά μή σοῦ λείψει τίποτε. Ἐγώ καί θά σέ ὑπηρετήσω, γιατί ἦρθα νά διακονήσω καί ὄχι νά διακονηθῶ. Ἐγώ καί φίλος, καί μέλος, καί κεφαλή καί ἀδελφός καί ἀδελφή καί μητέρα, τά πάντα ἐγώ. Μόνο νά αἰσθάνεσαι οἰκειότητα μέ ἐμένα.
 Ἐγώ ἔγινα φτωχός γιά σένα καί περιπλανώμενος ὁδοιπόρος γιά σένα, στό σταυρό γιά σένα, στόν τάφο γιά σένα. Πάνω γιά σένα παρακαλῶ τόν Πατέρα, κάτω γιά χάρη σου ἦρθα πρεσβευτής ἀπό τόν Πατέρα. Τά πάντα μοῦ εἶσαι ἐσύ, καί ἀδελφός καί συγκληρονόμος καί φίλος καί μέλος. Τί περισσότερο θέλεις; Τί ἀποστρέφεσαι αὐτόν πού τόσο σ’ ἀγαπᾶ; Γιατί κουράζεσαι γιά τόν κόσμο; Γιατί ἀντλεῖς σέ τρύπιο πιθάρι; Γιατί αὐτό σημαίνει τό νά ταλαιπωρεῖσαι γιά τόν παρόντα βίο. Τί ματαιοπονεῖς; Τί γρονθοκοπᾶς τόν ἀέρα; Τί τρέχεις στά χαμένα;

Ὅλα τά γήινα εἶναι μάταια

Κάθε τέχνη δέν ἔχει τό σκοπό της; Εἶναι φανερό στόν καθένα. Δεῖξε μου καί σύ τό σκοπό τῆς βιοτικῆς σπουδῆς. Δέν ἔχεις· γιατί εἶναι ματαιότης ματαιοτήτων τά πάντα ματαιότης. Ἄς πᾶμε στούς τάφους. Δεῖξε μου τόν πατέρα, δεῖξε μου τή γυναίκα. Ποῦ εἶναι ἐκεῖνος, πού ἦταν ντυμένος μέ χρυσά ροῦχα; Ἐκεῖνος πού καθόταν σέ ὄχημα; Ἐκεῖνος πού εἶχε στρατόπεδα, πού φοροῦσε ζώνη, πού εἶχε τήν ἐμπροσθοφυλακή γιά νά τοῦ ἀναγγέλλει; Ἐκεῖνος πού ἄλλους σκότωνε κι ἄλλους τούς ἔκλεινε στή φυλακή; Ἐκεῖνος πού σκότωνε ὅποιους ἤθελε κι ἀπελευθέρωνε ὅποιους ἤθελε; Δέν βλέπω τίποτε ἐκτός ἀπό κόκκαλα καί σκόρο καί ἀράχνη. Ὅλα ἐκεῖνα ἦταν γῆ, ὅλα μῦθος, ὅλα ὄνειρα καί σκιά κι ἕνα φθηνό παραμύθι.

 

Ἡ μέλλουσα κρίση ἀναγκαία


 Σίγουρα θά σταθοῦμε μπροστά στό βῆμα τοῦ Χριστοῦ καί θά γίνει ἀκριβής ἐξέταση τῶν πάντων. Κι ἄν κάποιος ἀπιστεῖ στή μέλλουσα κρίση, ἄς δεῖ τά ἐδῶ· αὐτούς πού εἶναι σέ φυλακές, στά μεταλλεῖα, αὐτούς πού εἶναι σέ κοπριές, τούς δαιμονισμένους, τούς παραπαίοντας, αὐτούς πού παλεύουν μέ ἀνίατες ἀσθένειες, πού γρονθοκοποῦνται μέ τή συνεχῆ φτώχεια, πού ζοῦν μέ συντροφιά τήν πεῖνα, πού εἶναι φορτωμένοι μέ ἀσήκωτα πένθη, πού ζοῦν σέ αἰχμαλωσίες. Δέν θά τά πάθαιναν αὐτοί τώρα αὐτά, ἄν δέν ἐπρόκειτο νά περιμένει τιμωρία καί κόλαση ὅλους τούς ἄλλους, πού ἔκαναν παρόμοιες ἁμαρτίες. Κι ἄν δέν ὑπέμειναν τίποτε ἐδῶ οἱ ἄλλοι, αὐτό πρέπει νά τό θεωρήσεις σημάδι ὅτι ὁπωσδήποτε ὑπάρχει κάτι μετά τήν ἀποδημία ἀπό ἐδῶ. Γιατί, ἀφοῦ εἶναι Θεός ὅλων, δέν θά τιμωροῦσε ἄλλους καί θά ἄφηνε ἄλλους ἀτιμώρητους, ἐνῶ ἔκαναν τά ἴδια ἤ καί χειρότερα ἁμαρτήματα, ἄν δέν ἐπρόκειτο νά τούς ἐπιβάλει ἐκεῖ κάποια τιμωρία.

P.G. 58, 700-702

Μακριά ἀπό τήν ὑπερηφάνεια!

Τέτοια εἶναι ἡ φύση τῆς ὑπερηφάνειας. Σπάει τό σύνδεσμο τῆς ἀγάπης κι ἀποχωρίζει τόν πλησίον καί κάνει τόν καθένα πού τήν ἔχει νά εἶναι ἀπομονωμένος. Κι ὅπως ἕνας τοῖχος πού φούσκωσε διαλύει τήν οἰκοδομή, ἔτσι καί ἡ ψυχή πού φούσκωσε δέν ἀνέχεται τή σχέση μέ τόν ἄλλο.

P.G. 51, 151

 Ὅπως τό νά θυμόμαστε τά ἁμαρτήματά μας εἶναι καλό, ἔτσι εἶναι καλό καί τό νά λησμονοῦμε τά κατορθώματα. Γιατί; Γιατί ἡ μέν μνήμη τῶν κατορθωμάτων μᾶς ὑψώνει πρός τήν ἀλαζονεία, ἐνῶ ἡ μνήμη τῶν ἁμαρτημάτων συμμαζεύει τό μυαλό καί τό ταπεινώνει. Κι ἐκείνη μέν (ἡ ὑπερηφάνεια) μᾶς κάνει πιό ράθυμους, αὐτή δέ (ἡ ταπείνωση) πιό ξύπνιους.

P.G. 51, 366

Ἄν θέλεις νά κάνεις μεγάλα τά κατορθώματά σου, μή τά θεωρεῖς ὅτι εἶναι μεγάλα καί τότε θά εἶναι μεγάλα.

P.G. 57, 38

 Ὁ Ἰησοῦς Χριστός ἔγινε δοῦλος, γι’ αὐτό εἶναι δεσπότης τῶν πάντων καί τῶν ἀγγέλων καί ὅλων τῶν ἄλλων. Ὥστε κι ἐμεῖς νά μή νομίζουμε ὅτι κατεβαίνουμε ἀπό τό ἀξίωμα ὅταν ταπεινώσουμε τόν ἑαυτό μας. Γιατί τότε θά εἶναι φυσικό νά ὑψωθοῦμε· τότε θά κερδίσουμε πάρα πολύ τόν θαυμασμό.

P.G. 62, 234

Δῶρο καί προνόμιο ἡ προσευχή

 Μεγάλο ὅπλο ἡ προσευχή, μεγάλο στολίδι ἡ προσευχή καί ἀσφάλεια καί λιμάνι καί θησαυροφυλάκιο ἀγαθῶν καί ἀσφαλισμένος πλοῦτος.

P.G. 55, 526


 Αὐτός πού προσεύχεται, πρίν ἀκόμη πάρει αὐτά πού ζητᾶ, δρέπει μεγάλα ἀγαθά ἀπό τήν προσευχή. Κατασιγάζει ὅλα τά πάθη, μαλακώνει τό θυμό, βγάζει ἔξω τό φθόνο, λειώνει τήν ἐπιθυμία, μαραίνει τόν πόθο τῶν βιοτικῶν, γαληνεύει βαθειά τήν ψυχή του κι ἀνεβαίνει πλέον σ’ αὐτόν τόν οὐρανό. Ὅπως, ὅταν πέφτει ἡ βροχή στή σκληρή γῆ, ἤ μπαίνει τό σίδερο στή φωτιά, μαλακώνει, ἔτσι τή σκληρότητα τῆς σκέψεως, πού τήν προκαλοῦν τά πάθη, τήν μαλακώνει καί τήν διαποτίζει μιά τέτοια προσευχή, περισσότερο ἀπό τή φωτιά καί τή βροχή.
 Ὅποιος δέν προσεύχεται στόν Θεό οὔτε ἐπιθυμεῖ συνεχῶς νά ἀπολαμβάνει τή θεία συνομιλία, εἶναι νεκρός καί ἄψυχος καί δέν ἔχει φρόνηση. Γιατί αὐτό εἶναι τό μεγαλύτερο σημάδι τῆς ἀφροσύνης, τό νά μή γνωρίζεις τό μέγεθος τῆς τιμῆς καί νά μήν ἀγαπᾶς τήν προσευχή καί νά μή θεωρεῖς θάνατο τῆς ψυχῆς τό νά μή προσκυνᾶ τόν Θεό.

P.G. 50, 776

Ὁ Θεός δέν ἀναβάλλει νά μᾶς δώσει αὐτά πού τοῦ ζητοῦμε, ἐπειδή μᾶς μισεῖ, οὔτε ἐπειδή μᾶς ἀποστρέφεται, ἀλλά ἐπειδή θέλει νά μᾶς κρατᾶ πάντα κοντά του μέ τήν ἔγνοια τῆς δόσεως, ὅπως κάνουν καί οἱ φιλόστοργοι πατέρες. Κι ἐκεῖνοι σοφίζονται νά 'ναι συνεχῶς κοντά τους τά πιό ράθυμα παιδιά τους, ἀναβάλλοντας νά τούς δώσουν. Σέ ἄκουσε; Εὐχαρίστησε γι’ αὐτό, ἐπειδή σέ ἄκουσε. Δέν σέ ἄκουσε; Ἐπίμενε γιά νά σέ ἀκούσει. Δέν ἔχεις ἀνάγκη ἀπό μεσίτες οὔτε ἀπό πολλά περιτρεχάματα κι ἀπ’ τό νά κολακεύεις τούς ἄλλους, ἀλλά κι ἄν εἶσαι ἔρημος κι ἄν ἀπροστάτευτος, ὁ ἴδιος διά τοῦ ἑαυτοῦ σου θά παρακαλέσεις τόν Θεό καί θά ἐπιτύχεις ὁπωσδήποτε.

P.G. 63, 580

Κατηγορία ΝΟΕΜΒΡΙΟΣ
Σάββατο, 24 Μάιος 2014 03:00

Τό τίμημα τῆς ἀγάπης

Ἔσερνε τά κουρασμένα βήματά του στούς καρρόδρομους τῆς Κουκουσοῦ. Ἡ ἐξορία στόν Πόντο μοιάζει ἀτέλειωτο βασανιστήριο· λιγοστό τό νερό, ἴσαμε νά βρέξει τά χείλη του. Καί τό φαγητό ἐλάχιστο. Ξερός ὁ τόπος. Μά πιό πολύ τόν μαστιγώνει ἡ ξέρα τῶν ἀνθρώπων, πού τήν κουβαλάει μέσα του χρόνια τώρα.
 Πάει καιρός πού κατάλαβε τί σήμαινε ἐκεῖνο τό «ἐν Χριστῷ» πού πολλοί «ἀδελφοί» του ἐπίσκοποι πρόσθεταν στούς λόγους τους ἄλλοτε γι᾿ αὐτόν. Γεύθηκε ὅλη τήν πίκρα πού αὐτό τό «ἐν Χριστῷ» τοῦ πρόσφερε. Καταδιωγμένος τώρα συλλογίζεται ἐκεῖνα τά πρόσωπα, τά γεγονότα. Μέσα στή σιωπή ἀντηχοῦν πιό καθαρά, σχεδόν αὐθεντικά, οἱ φωνές τῶν ἐχθρῶν του: «Κλέφτης», «καταχραστής», «καταλύει τήν παράδοση τῆς νηστείας»! Αἰσχρές συκοφαντίες. Λόγια μικρόνοων, παθιασμένων κληρικῶν, ἀνθρώπων πού τόσες φορές εὐεργέτησε!
 Αὐτός ὅμως τούς ἀγαποῦσε ὅλους, ἕναν πρός ἕναν. Τούς μνημόνευε στίς προσευχές του μέ δάκρυα. Κι ἄς μήν ἤθελαν ἐκεῖνοι οὔτε τά ἴχνη ἀπό τά ὑποδήματά του νά βλέπουν. Μόνο τήν ἁμαρτία τους μισοῦσε. Αὐτήν τή μισοῦσε πάντα καί ποτέ δέν συμβιβάστηκε μαζί της. Τή σιχαινόταν, σάν τήν ἔβλεπε νά περπατάει ἀγέρωχα στά ἀνάκτορα, στίς πλατεῖες, στά θέατρα, στόν ἱππόδρομο. Σάν τοῦ ἔγνεφε εἰρωνικά ἀπό τά χρυσοκλωσμένα ἐνδύματα ξιππασμένων ἱερέων καί ἀρχιερέων. Ἀπό τίς τορνευτές τους ἅμαξες, πού τίς μετέφεραν ταλαίπωροι δοῦλοι. Ἔνιωθε τότε τό χρέος του νά σφίγγει τήν καρδιά του. Ὅρμησε καί ράπισε τήν ἁμαρτία μέ δύναμη ὅπου τή βρῆκε. Καί κείνη τοῦ ἀπάντησε μέ τόν μόνο τρόπο πού ἤξερε: ἕνα πλοῖο, μερικοί στρατιῶτες, μιά καταδικαστική ἀπόφαση.
 Ἔγειρε τό τίμιο κεφάλι του λίγο νά ξαποστάσει ἀπό τό δρόμο. Πόσο γρήγορα τόν πῆρε ὁ ὕπνος! Μπροστά του, ἀνάμεσα στό σκοτάδι, τοῦ ἀποκάλυψε τή ζωή του. Ἦταν ταλαίπωρη, μέ τά στίγματα τοῦ διωγμοῦ νά τῆς χαρακώνουν τό σεμνό ἔνδυμα. Μιά ὀδύνη ἀλλά καί μιά καύχηση ἱερή ζωγραφιζόταν στό βλέμμα της. Ξαφνικά εἶδε νά τήν περικυκλώνουν πρόσωπα ὕποπτα μέ τό σταυρό στά χέρια. Βούιζαν στ᾿ αὐτιά του οἱ κατάρες τῆς βασίλισσας, οἱ ἀφορισμοί τῶν ἐπισκόπων τῆς ἄνομης Συνόδου, τά ποδοβολητά τῶν μισθοφόρων. Κι ἀνάμεσά τους οἱ θρῆνοι τῶν γυναικῶν. Τό κλάμα τῆς θυγατέρας του Ὀλυμπιάδας καί τῆς ἀφοσιωμένης συνοδίας της. Τόση ἀδικία, Θεέ μου, καί τόσος πόνος γιά τήν τιμή τῆς ἀλήθειας!
 Πῆρε νά ξημερώνει. Τό νεφύδριο παρῆλθε. Τό φῶς νίκησε τή μαυρίλα τῆς νύχτας. Στόν ὁρίζοντα τῆς καρδιᾶς του μόνο μιά μορφή δέσποζε πιά. Τή γνώρισε ἀμέσως. Ἦταν «ὁ ἀστήρ ὁ λαμπρός ὁ πρωινός». Ἦταν ὁ «Δεσπότης» του. Γι᾿ αὐτόν πάθαινε ὅλα τοῦτα. Ἀπό τότε πού τά ἁγνά χέρια τῆς μητέρας του Ἀνθούσας χάραξαν τήν εἰκόνα του στήν παιδική του ψυχή, μέ μιά ἀνάσα ζοῦσε. Νά εἶναι δικός του. Κι αὐτό του τό ὄνειρο οὔτε κι ἕνας Λιβάνιος μπόρεσε νά σβήσει. Ἔπειτα πέρασαν οἱ φίλοι, ἦρθαν οἱ ἐνάντιοι, μά δέν τόν ἔνοιαζε. Ὅλα γίνονταν γιά Ἐκεῖνον.
 Τώρα, τό καταλάβαινε, ἔφτασε ἡ «δωδεκάτη» ὥρα του. Πόσο ποθοῦσε νά τόν πάρει ὁ «Δεσπότης» του στά χέρια του, ὅπως τό ζοῦσε κάποτε μικρό ὀρφανό στήν Ἀντιόχεια! Νά τόν γλυτώσει ἀπό τόν ψευτοχριστιανισμό τῶν μαζῶν, ἀπό τούς γλυκανάλατους συμβιβασμένους. Ἀπό τούς κενούς του ἐκπροσώπους καί ὅλους ὅσους εἶχαν βάλει τόν Ἰησοῦ του θεμέλιο στό οἰκοδόμημα τῆς προσωπικῆς τους μωροφιλοδοξίας.
 Ἄς τόν ἔπαιρνε μαζί του κι ἄς πήγαιναν ὅπου Ἐκεῖνος ἤθελε! Σ᾿ ὅποια γωνιά τῆς γῆς καί τ᾿ οὐρανοῦ. Δικά του ἦταν. Μόνο μαζί του!

Εὐάγγελος Δάκας
Δρ. Θεολογίας

Κατηγορία ΝΟΕΜΒΡΙΟΣ

 Ἦταν με­­γάλη πό­­λη, τά Πον­τικά Κό­­μανα, συνηθισμένος σταθμός τῶν ταξι­διω­­τῶν, ὅπου ἔβρισκαν κάθε ε­ἴδους προ­­μήθειες καί ἀνά­παυση. Ἀλ­λά ὁ ἄ­σπλαχνος ἀξιωματικός ἔδωσε σῆμα νά προχωρήσουν πα­ραπέρα καί διέσχισαν τήν πόλη ὅπως περνᾶ κα­νείς μιά γέφυρα.
 Σέ ἀπόσταση δέκα ἤ ἕντεκα χιλιομέτρων ἀπό κεῖ βρισκόταν μικρός ἔ­­ρημος ναός, ὅπου οἱ ἀξιωματικοί διέταξαν νά σταθμεύσει ἡ φρουρά. Ὁ Χρυ­­σό­στομος ἐξαντλημένος τοποθετήθηκε σ᾿ ἕνα ἀπό τά παραρτήματα τοῦ ναϋδρίου. Τό ἐξωκκλήσι αὐτό ἦ­ταν ἀ­φιερωμένο στόν ἅγιο μάρ­τυρα Βα­­­σι­λί­σκο. Ἐκεῖ μέσα βρισκόταν κι ὁ τά­φος του. Ὁ Βασιλίσκος ἦταν ἐπίσκοπος Κο­­μά­νων τόν 3ο αἰ­ώνα. Διώχθηκε γιά τήν πίστη στήν Ἀντιόχεια μαζί μέ τόν μάρτυρα Λουκιανό κατά τό διωγμό τοῦ Μαξι­μί­νου Δάια. Κατά τή διάρκεια τῆς νύχτας ὁ Χρυ­σό­στο­μος εἶδε ἕνα ὅ­ραμα. Τοῦ φάνηκε ὅτι ὁ ἐπίσκοπος Βα­σι­λί­σκος στε­κόταν ὄρ­θιος μπροστά του καί τοῦ ἀπηύθυνε τά ἑξῆς λόγια: «Ἔχε θάρρος, Ἰω­άν­νη, ἀδελφέ μου· αὔ­­­ριο θά εμαστε μα­ζί». Τήν ἴδια νύ­χτα ἤ τήν προηγούμενη ὁ ἱερέας, ὁ κα­θ­ο­ρι­σμέ­νος γιά τή συντήρηση τοῦ να­οῦ καί τή φύλαξη τοῦ τάφου, εἶδε πα­ρόμοιο ὅρα­μα. Ὁ μάρτυρας τοῦ εἶχε πεῖ: «Ἑτοίμασε θέ­ση γιά τόν ἀ­δελφό μας Ἰωάννη. Πρόκειται νά ἔλθει». Αὐτός ὁ ἱερέας βε­βαί­ωσε ἀρ­γό­­τερα τήν ἀλή­θεια τοῦ ὁ­ρά­ματος. Ὁ Χρυσόστομος, μέ τή σι­γου­ριά ὅτι πῆρε ἐν­τολή ἀπό τόν Θεό, προσπάθησε τήν ἑπομένη τό πρωί νά ἐμποδίσει τήν ἀναχώρησή τους. «Μείνετε, σᾶς ἱκετεύω», παρακα­λοῦ­­σε τούς ἀξι­ωματικούς, «μείνετε του­­­λά­χι­στον ὥς τήν πέμπτη ὥρα». Ἀ­ναμ­φί­βο­λα πίστευε ὅτι ἡ ὥρα αὐτή τοῦ ὑπο­δεί­χθηκε μέ τρόπο ὑπερφυσικό. Ἀλ­­­­λά οἱ πραιτωριανοί, ἀντί νά ὑπο­χωρή­σουν, ἐ­πιτάχυναν τήν ἀναχώρηση.
 Εἶχαν βαδίσει περίπου πέντε χι­λιό­­μετρα, ὅταν ὁ ἐξόριστος κυ­ριεύ­θηκε ἀπό ἕνα παραλήρημα πυρετοῦ, πού ἔ­θεσε σέ κίνδυνο τή ζωή του. Τρο­­μαγμένοι μήπως τόν δοῦν νά πε­θαίνει στά χέρια τους, πάνω στό δρό­μο, οἱ στρατιῶτες γύρισαν πίσω καί ξα­ναμπῆκαν στό ἐξω­κκλή­σι, πού εἶ­χαν ἀ­φήσει λίγες ὧρες πρίν. Ὁ Χρυ­σό­­­στο­μος, δίχως νά μπορεῖ πιά νά στηριχθεῖ, ὁδηγήθηκε κον­τά στήν ἁγία τρά­πε­ζα. Ἀπό τόν φύ­­λακα ἱε­ρέα τοῦ ναοῦ ζήτησε νά φο­ρέσει ὁ­λό­λευ­κα ἄμ­φια. Ἔ­νιωθε ὅτι πλη­σιάζει τό τέ­λος του. Ὁ ἱε­ρέ­ας τοῦ τά ἔφερε κα­τά τήν ἐπιθυμία του. Κι ὁ Χρυσόστομος ντύθηκε, ἀ­φοῦ πρῶτα μοί­­ρασε ὅλα ὅ­σα εἶχε, ἀκόμη καί τά παπούτσια του, στούς παρ­ευ­ρι­σκο­­μέ­νους. Στή συνέχεια, θέλησε νά κοι­νωνή­σει τά ἄ­χραν­­τα μυστήρια ἀπό τά χέρια τοῦ ἱερέα. Μετά τή θεία Κοινωνία προσ­ευχήθηκε μέ θέρμη. Ἀποτέλειωσε τήν τε­λευ­ταία του προσευχή μ᾿ ἐ­κεί­νη τή φρά­ση πού συχνά ἀνέβαινε στά χεί­λη του: «Δόξα τῷ Θεῷ πάντων ἕνεκεν. Ἀμήν!». Ἔκανε τό σημεῖο τοῦ σταυ­ροῦ κι ἔγειρε πάνω στό πλακό­στρω­το, γιά νά μήν ξανα­ση­κω­θεῖ πιά.
 «Ἡ ψυχή του», λέει ὁ ἱστορικός Παλ­­­­λάδιος γιά τή συγκινητι­κή αὐτή σκη­νή, «τί­ναξε τή σκόνη ἀπ᾿ αὐτή τή θνη­τή ζω­ή. Ἑνώθηκε μέ τούς πατέρες του». Κον­τά στό ναό κατά τύχη πρόσφατα εἶχε ἀνοιχθεῖ ἕνας τάφος. Τόν μετέφε­ραν ἐκεῖ. Κι ὁ δεύτερος αὐτός μάρτυρας τάφηκε δίπλα στόν πρῶτο. Αὐτό συνέβη στίς 18 τῶν καλενδῶν τοῦ Ὀ­κτωβρίου, κα­τά τήν ἕβδομη ὑπατεία τοῦ Ὁνωρίου καί τή δεύτερη τοῦ νέου Θεοδοσίου. Συμ­πίπτει μέ τίς 14 Σε­πτεμ­βρίου τοῦ 407 μ.Χ. Ὁ Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος ἔ­ζη­σε ἑξήντα χρόνια. Διετέ­λεσε ἐπί­σκο­­πος ἐν­νιά χρόνια κι ἑπτά μῆνες πε­ρί­που. Ἀπό τό διάστημα αὐτό τρία χρό­νια καί τρεῖς μῆνες ἦταν ἐξόριστος.

Amedee Thierry
   

Κατηγορία ΝΟΕΜΒΡΙΟΣ