Xαῖρε, σκηνὴ τοῦ Θεοῦ καὶ Λόγου·
χαῖρε, ἁγία ἁγίων μείζων! Χαῖρε, κιβωτὲ χρυσωθεῖσα τῷ Πνεύματι·
χαῖρε, θησαυρὲ τῆς ζωῆς ἀδαπάνητε! (Δ´Στάση)
Οἱ δύο αὐτοί διπλοί χαιρετισμοί, πού περιέχονται στήν Δ´ στάση τοῦ Ἀκαθίστου Ὕμνου, παραπέμπουν τήν σκέψη μας στόν πρῶτο ναό τῶν Ἰσραηλιτῶν, στήν λεγόμενη Σκηνή τοῦ Μαρτυρίου. Μετά τήν ἔξοδο τοῦ λαοῦ ἀπό τήν Αἴγυπτο καί κατά τήν πορεία του στήν ἔρημο, ὁ Θεός κάλεσε τόν Μωϋσῆ στήν κορυφή τοῦ ὄρους Σινᾶ καί τοῦ ἔδωσε τίς πλάκες τοῦ νόμου. Τότε, μαζί μέ τόν νόμο, τοῦ ἔδωσε καί λεπτομερεῖς ὁδηγίες γιά τόν χῶρο ὅπου θά φυλάσσονταν ὁ νόμος, καθώς καί γιά τά λειτουργικά σκεύη καί τά ἄμφια πού θά χρησιμοποιοῦσαν οἱ ἱερεῖς κατά τήν λατρεία (βλ. Ἔξ κεφ. 25-28). Κατά τήν ἐντολή τοῦ Θεοῦ, οἱ πλάκες τοῦ νόμου τοποθετήθηκαν σέ ἕνα εἰδικό ἐπιχρυσωμένο κιβώτιο, τήν Κιβωτό τῆς Διαθήκης, τό ὁποῖο ἀσφαλίσθηκε στήν Σκηνή τοῦ Μαρτυρίου.
Ἡ Σκηνή τοῦ Μαρτυρίου, λοιπόν, ἦταν ὁ πρῶτος ναός τοῦ Θεοῦ στήν γῆ. Εἶχε αὐτό τό ὄνομα, διότι ἦταν ἡ σκηνή πού μαρτυροῦσε τήν παρουσία τοῦ Θεοῦ· βεβαίωνε ὅτι ὁ Θεός ἔρχεται καί κατοικεῖ ἀνάμεσα στόν λαό του, τόν συνοδεύει καί τόν κατευθύνει στήν πορεία του, συνομιλεῖ μαζί του (βλ. Ἀρ 12,8)! Ἦταν ἕνας κινητός ναός, τόν ὁποῖο μετέφεραν οἱ Ἰσραηλῖτες στήν ἔρημο, ὅπου κι ἄν πήγαιναν. Συνδύαζε τήν ἁπλότητα μέ τήν μεγαλοπρέπεια καί τήν ἱερότητα. Δέν ἀρκέσθηκε μάλιστα ὁ Θεός μόνο στίς ὁδηγίες γιά τήν κατασκευή ἐκείνου τοῦ ναοῦ, ἀλλά, κατά κάποιο τρόπο ἔδωσε στόν Μωϋσῆ καί τήν μακέτα του. Πρόσεξε, τοῦ εἶπε, θά τά κάνεις ὅλα «κατὰ τὸν τύπον τὸν δεδειγμένον σοι ἐν τῷ ὄρει» (Ἔξ 25,8.40), ὅπως ἀκριβῶς σοῦ τά ἔδειξα πάνω στό ὄρος Σινᾶ. Τό πρότυπο, δηλαδή, τῆς Σκηνῆς τοῦ Μαρτυρίου ἦταν ὁ οὐράνιος ναός, ὅπου κατοικεῖ ὁ Κύριος καί ἀενάως λατρεύεται ἀπό τίς οὐράνιες δυνάμεις.
Ὁ χαιρετισμός τῆς Παναγίας μας ὡς «σκηνῆς τοῦ Θεοῦ καὶ Λόγου» δηλώνει ὅτι αὐτή εἶναι ἡ σκηνή μιᾶς νέας μαρτυρίας τοῦ Θεοῦ. Στήν Σκηνή τοῦ Μαρτυρίου, βέβαια, ἡ παρουσία τοῦ Θεοῦ γινόταν αἰσθητή μέ τήν Κιβωτό τῆς Διαθήκης, μέ τήν φωτεινή νεφέλη κτλ., δέν ἔπαυε ὅμως νά εἶναι ἀόρατος ὁ Θεός. Ἡ Παναγία γίνεται ἡ σκηνή ὄχι τοῦ ἀοράτου Θεοῦ, ἀλλά τοῦ ὁρατοῦ. Καί ὁ ὁρατός Θεός εἶναι ὁ Ἰησοῦς Χριστός· «ὁ ἑωρακὼς ἐμὲ ἑώρακε τὸν πατέρα» (Ἰω 14,9), εἶχε πεῖ ὁ ἴδιος στόν Φίλιππο, ὅταν τοῦ ζητοῦσε νά δεῖ τόν Θεό Πατέρα. «Ὁ Λόγος σὰρξ ἐγένετο καὶ ἐσκήνωσεν ἐν ἡμῖν», ἱστορεῖ ὁ εὐαγγελιστής Ἰωάννης (Ἰω 1,14). Ὁ Υἱός καί Λόγος τοῦ Θεοῦ ἔγινε ἄνθρωπος. Σκήνωσε στήν μήτρα τῆς Παρθένου, ἐνανθρώπησε καί ἐμφανίσθηκε ἀνάμεσα στούς ἀνθρώπους ὡς Θεός καί ἄνθρωπος, Θεάνθρωπος. Ὁ Ἰησοῦς Χριστός εἶναι ὁ ἐπί γῆς Γιαχβέ, τόν ὁποῖο ἡ παρθένος Μαρία κυοφόρησε μέσα στά σπλάγχνα της καί τόν ἔθρεψε μέ τά ἅγια αἵματά της!
Ἡ Σκηνή τοῦ Μαρτυρίου ἦταν χωρισμένη σέ δύο μέρη· τό πρῶτο ὀνομαζόταν Ἅγια, τό δεύτερο Ἅγια τῶν ἁγίων. Στά Ἅγια ἔμπαιναν οἱ ἱερεῖς καθημερινά, γιά νά προσφέρουν τήν θυσία τοῦ θυμιάματος, νά ἐπιμεληθοῦν τούς ἄρτους τῆς προθέσεως καί τήν λυχνία. Στά Ἅγια τῶν ἁγίων, ὅπου ἦταν τοποθετημένη ἡ Κιβωτός τῆς Διαθήκης, ἔμπαινε μόνον ὁ ἀρχιερέας μία φορά τόν χρόνο, κατά τήν μεγάλη ἡμέρα τῆς ἑορτῆς τοῦ ἐξιλασμοῦ. Ἐκεῖ πρόσφερε τήν ἐξιλαστήριο θυσία προτυπώνοντας τήν θυσία τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ, πού μέ τό αἷμα του «καθαρίζει ἡμᾶς ἀπὸ πάσης ἁμαρτίας» (Α´ Ἰω 1,7).
Στόν χαιρετισμό πού μελετοῦμε ἡ Παναγία χαιρετίζεται ἐπίσης ὡς «ἁγία ἁγίων μείζων». Στήν διατύπωση αὐτή ὑπάρχει μία βραχυλογία· χάριν τῆς ποιήσεως, δηλαδή, παραλείπεται ἡ λέξη «ἁγίων». Ὁλόκληρη ἡ φράση θά ἦταν· «χαῖρε, ἁγία ἁγίων (τῶν) ἁγίων μείζων». Ἄν αὐτό δέν τό προσέξουμε, θά ἑρμηνεύσουμε τήν φράση ὡς ἑξῆς· «χαῖρε ἐσύ πού εἶσαι ἁγία μεγαλύτερη ἀπό τούς ἁγίους». Καί εἶναι, βέβαια, ἡ Ἀειπάρθενος πάνω ἀπό ὅλους τούς ἁγίους, γι᾿ αὐτό καί λέγεται «Παναγία». «Τόσο ξεπερνᾶ ὅλους τούς μάρτυρες, ὅσο ὁ ἥλιος ξεπερνᾶ τά ἄστρα», γράφει χαρακτηριστικά ὁ ἐπίσκοπος Σελευκείας Βασίλειος. Ἡ Παρθένος εἶναι, ἀναμφίβολα, τό ἀριστούργημα τῆς ἀνθρώπινης πλάσης, τό σεπτό κειμήλιο ὅλης τῆς οἰκουμένης, ἡ «ὑψηλοτέρα τῶν οὐρανῶν καὶ καθαρωτέρα λαμπηδόνων ἡλιακῶν». Καί μόνον ἡ ἐκλογή τοῦ Θεοῦ, καί μόνον ὁ χαιρετισμός πού τῆς ἀπευθύνει, «χαῖρε, κεχαριτωμένη, ὁ Κύριος μετὰ σοῦ· εὐλογημένη σὺ ἐν γυναιξίν» (Λκ 1,28), τήν συνιστᾶ ὡς τήν ὡραιότερη καί ἱερώτερη ψυχή, τήν εὐγενέστερη καί παγκάλλιστη ὕπαρξη πού ἐμφανίσθηκε στήν ἀνθρωπότητα. Ἐντούτοις, ὁ χαιρετισμός δέν ἔχει αὐτό τό νόημα. Σημαίνει· «Χαῖρε, παρθένε Μαρία, πού εἶσαι ἁγία μεγαλύτερη, ἁγιώτερη, ἀπό τά Ἅγια τῶν ἁγίων».
Ὅπως, δηλαδή, χαρακτηρίζεται ἡ Παναγία «σκηνὴ τοῦ Θεοῦ καὶ Λόγου», ἔτσι ἀποκαλεῖται καί Ἅγια τῶν ἁγίων, καί μάλιστα ἀνώτερη ἀπό τά Ἅγια τῶν ἁγίων. Γιατί εἶναι ἀνώτερη; Διότι ἐκεῖνα τά Ἅγια τῶν ἁγίων ἀποτελοῦσαν μία ἁπλή προτύπωση, προφητεία τῆς Παναγίας. Στά Ἅγια τῶν ἁγίων, ὅπως εἶπα, φυλασσόταν ἡ Κιβωτός τῆς Διαθήκης, ἡ ὁποία περιεῖχε τίς πλάκες τοῦ νόμου, τήν στάμνα μέ τό μάννα καί τήν ράβδο τοῦ Ἀαρών πού βλάστησε (βλ. Ἑβ 9,3-5). Σύμφωνα μέ τίς ὁδηγίες τοῦ Θεοῦ ἡ Κιβωτός τῆς Διαθήκης ἦταν ἐπιχρυσωμένη μέ καθαρό χρυσάφι ἀπό μέσα κι ἀπό ἔξω (βλ. Ἔξ 25,9-21). Ἡ Παναγία μας εἶναι ἡ ἴδια μία κιβωτός, «κιβωτὸς χρυσωθεῖσα τῷ Πνεύματι». Τήν χρύσωσε ὁλόκληρη τό Πνεῦμα τό ἅγιο κατά τήν μεγάλη ἡμέρα τοῦ Εὐαγγελισμοῦ, ὅταν ὁ ἄγγελος Γαβριήλ τῆς εἶπε «Πνεῦμα ἅγιον ἐπελεύσεται ἐπὶ σέ» (Λκ 1,35), καί ἡ ἴδια ἔζησε τήν Πεντηκοστή πρίν ἀπό τούς ἀποστόλους, πρώτη ἀπ’ ὅλους. Ἔγινε τότε ἡ παρθένος Μαρία ἡ μεγάλη, ἡ ἁγία κιβωτός πού κρατᾶ μέσα της ὄχι τίς πλάκες τοῦ νόμου, ἀλλά ὅλη τήν τρισυπόστατη Θεότητα· τόν Λόγο τοῦ Θεοῦ γραμμένο στά σπλάγχνα της ἀπό τόν δάκτυλο τοῦ Πατρός, διά τοῦ ἁγίου Πνεύματος, ὅπως τήν χαιρετίζει ὁ Ὑμνογράφος Ἰωσήφ· «χαῖρε ὁ τόμος ἐν ᾧ δακτύλῳ ἐγγέγραπται Πατρὸς ὁ λόγος, ἁγνή»! Ἀντί τοῦ μάννα πού φυλασσόταν, ἐπίσης, στήν Κιβωτό τῆς Διαθήκης, ἡ Θεοτόκος φιλοξενεῖ μέσα της τόν Ἰησοῦ Χριστό, πού εἶναι ὁ «ἄρτος τῆς ζωῆς» καί «τό ξύλον τῆς ζωῆς», ἀσύγκριτα ἀνώτερο ἀπό τήν ράβδο τοῦ Ἀαρών! Πῶς, λοιπόν, νά μήν τήν χαιρετίζουμε καί ὡς τό ἀδαπάνητο, τό ἀθάνατο θησαυροφυλάκιο, πού ποτέ δέν χάνει τήν ἀξία του καί δέν κινδυνεύει ἀπό καμία πτώχευση ἤ χρεωκοπία; Φυλάγει μέσα της τήν ἴδια τήν ζωή, τήν αἰώνια ζωή͘ «χαῖρε, θησαυρὲ τῆς ζωῆς ἀδαπάνητε!».
Θαυμάζοντας τό μεγαλεῖο τῆς Παναγίας ὁ ἅγιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης ἀναφωνεῖ· «Ποῦ ἠμπορῶ ἐγώ νά ἀπαριθμῶ ὅλα τά μεγαλεῖα ὅσα ἐποίησε ὁ Θεός εἰς τήν Ἀειπάρθενον; Αὐτά εἶναι ἄπειρα κατά τό μέγεθος καί ἀναρίθμητα κατά τό πλῆθος. Καί ἄν ἦταν δυνατόν νά ἑνωθοῦν ὅλοι ὅσοι ἐσώθησαν μέ τόν ἄσπορον Τόκον της, καί νά γίνουν ἕνα στόμα καί μία γλῶσσα πάλιν δέν ἤθελαν δυνηθῇ νά ἀριθμήσουν τά μεγαλεῖα τῆς Θεοτόκου καί νά τά ἐγκωμιάσουν κατά τήν ἀξίαν τους. Τί λέγω; Οὔτε αὐτοί οἱ ἄγγελοι τοῦ οὐρανοῦ οὔτε αὐταί αἱ πρῶται καί ἀνώταται τάξεις τῶν Χερουβίμ καί Σεραφίμ δύνανται νά ἀριθμήσουν καί νά ἐπαινέσουν τά ὑπερφυῆ καί ὑπέρ ἔννοιαν μεγαλεῖα τῆς Μητρός τοῦ Θεοῦ».
Τά ἐξαιρετικά αὐτά προνόμια καί καταπληκτικά μεγαλεῖα πού μ᾿ ἕναν ἐντελῶς ἰδιαίτερο τρόπο ὁ Θεός χάρισε στήν Παναγία μας, τά χαρίζει καί σέ ὅλους τούς πιστούς, οἱ ὁποῖοι τήν τιμοῦν, ὅπως λέγει ὁ ἅγιος Νικόδημος, «μέ καθαράν καί σώφρονα ζωήν καί ἐνάρετον», τήν δοξάζουν καί τήν μεγαλύνουν «μέ ὕμνους θεομητορικούς καί ἐγκώμια καί προπάντων φυλάττοντας τίς προσταγές καί ἐντολές τοῦ Υἱοῦ της». Ὅταν κάποτε μία γυναίκα ἀνώνυμη ἐνθουσιασμένη ἀπό τήν διδασκαλία τοῦ Κυρίου ἀναφώνησε «μακαρία ἡ κοιλία ἡ βαστάσασά σε καὶ μαστοὶ οὓς ἐθήλασας» (Λκ 11,27), Ἐκεῖνος ἀπάντησε· «μενοῦνγε μακάριοι οἱ ἀκούοντες τὸν λόγον τοῦ Θεοῦ καὶ φυλάσσοντες αὐτόν» (Λκ 11,28). Καί βέβαια, ἡ μητέρα μου εἶναι μακαρία, ἀλλά εἶναι ἐπίσης μακάριοι καί ὅλοι ἐκεῖνοι πού ἀκοῦνε τόν λόγο τοῦ Θεοῦ καί τόν ἐφαρμόζουν.
Ἄν ἔχουμε, δηλαδή, τό φρόνημα τῆς Παρθένου, πού ἔδειξε ἀπόλυτη ὑποταγή στήν βουλή τοῦ Θεοῦ λέγοντας «ἰδοὺ ἡ δούλη Κυρίου͘ γένοιτό μοι κατὰ τὸ ῥῆμά σου» (Λκ 1,38)· ἄν ἐκτελοῦμε τό θέλημα τοῦ Θεοῦ πηγαίνοντας κόντρα στό θέλημά μας· ἄν δέν μᾶς παρασύρει ὁ κόσμος μέ τήν νοοτροπία του, τήν μόδα καί τόν εὐδαιμονισμό του· ἄν τηροῦμε στήν ζωή μας τόν λόγο τοῦ Θεοῦ, τότε θά εἴμαστε κι ἐμεῖς κατοικητήριό του, ναός του. «Οὐκ οἴδατε ὅτι ναὸς Θεοῦ ἐστε καὶ τὸ Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ οἰκεῖ ἐν ὑμῖν;» (Α´ Κο 3,16), τονίζει ὁ ἀπόστολος Παῦλος. Εἴμαστε κι ἐμεῖς ναός τοῦ Θεοῦ καί κατοικεῖ μέσα μας τό Πνεῦμα τό ἅγιο! Αὐτό πού ζητᾶ ἀπό μᾶς ὁ Θεός εἶναι μόνο νά κρατοῦμε καθαρό τόν ναό μας μέ τήν μυστηριακή ζωή καί νά φροντίζουμε ὥστε νά «λειτουργεῖται» μέ ἔργα ἀγάπης καί μετανοίας.
Τό μήνυμά μας εἶναι τό μήνυμα τῶν ἀγγέλων πρός τούς ταπεινούς βοσκούς τῆς Βηθλεέμ· «ἐτέχθη ὑμῖν σήμερον σωτήρ» (Λκ 2,11). Ἀπευθύνεται σέ ὅλους τούς ἀγαπητούς μας ἀναγνῶστες ἀλλά καί σέ κάθε ἄνθρωπο τῆς γῆς, ἀφοῦ γι᾿ αὐτό κατέβηκε στή γῆ, ἔλαβε ἀρχή ὁ ἄναρχος καί σάρκα ὁ ἄσαρκος Θεός· γιά νά χαρίσει στόν ἄνθρωπο τή λύτρωση, τή σωτηρία.
Ὡστόσο, εἶναι ἀλήθεια διαπιστωμένη, πού καθημερινά καί πολλαπλά ἐπιβεβαιώνεται, ὅτι εἶναι ἀνησυχητικά πολλοί οἱ ἀλύτρωτοι, οἱ ἄνθρωποι πού παραμένουν μακριά ἀπό τή σωτηρία. Αὐθόρμητο καί εὔλογο ἀνεβαίνει στά χείλη μας τό ἐρώτημα: τάχα γιατί; Ἡ ἀπάντηση ἀποκαλύπτει πολλές καί βαθειές αἰτίες, ὅσο βαθειά καί πολυποίκιλη εἶναι ἡ ἀνθρώπινη ψυχή, ὅσο πλατειά καί ἀνερμήνευτη εἶναι ἡ ἐλευθερία, τήν ὁποία ὁ Θεός ἀναγνωρίζει στό πλάσμα του. Ἐμεῖς θά ἐπισημάνουμε μόνο μία -θεμελιακή, κατά τή γνώμη μας- αἰτία, πού καθιστᾶ ἐπίπονο καί γι᾿ αὐτό ἀνεπιθύμητο τό δρόμο πρός τήν πολυπόθητη σωτηρία. Καί θά μιλήσουμε παραβολικά:
Ὅταν ὁ βασιλιάς Πτολεμαῖος κράτησε στά χέρια του τήν περίφημη «Γεωμετρία», ἔργο τοῦ διάσημου μαθηματικοῦ Εὐκλείδη, θαύμασε τό ἐπίτευγμα. Διαπίστωσε ὅμως πώς τοῦ ἦταν τελείως ἀδύνατο νά κατανοήσει τά γραφόμενα φυλλομετρώντας ἁπλῶς τό βιβλίο. Κάλεσε, λοιπόν, τόν Εὐκλείδη καί τοῦ εἶπε:
- Δέν ὑπάρχει κάποιος εὐκολότερος τρόπος γιά νά γνωρίσει κανείς αὐτά τά σπουδαῖα πράγματα πού γράφεις ἐδῶ; Καί ὁ σοφός μαθηματικός τοῦ ἀπάντησε:
- Μεγαλειότατε, δέν ὑπάρχει βασιλική λεωφόρος πού νά ὁδηγεῖ στή γεωμετρία!
Ἀναμφίβολα εἶναι ποθητή καί περιζήτητη ἀπό ὅλους ἡ σωτηρία. Ἀπαιτεῖ ὅμως τήν τόλμη τῆς μετάνοιας, πού συνεπάγεται τήν πορεία στή «στενή ὁδό» τῆς πίστεως. Αὐτός εἶναι ὁ μοναδικός δρόμος· δέν ὑπάρχει «βασιλική λεωφόρος», πού θά μᾶς φέρει ἄκοπα καί ἄνετα στή σωτηρία. Ἡ μετάνοια προϋποθέτει ταπείνωση, συντριβή, ἀπόθεση τῶν σφαλμάτων, τῶν παθῶν καί τῶν ἀδυναμιῶν ἀλλά καί τῶν ἀρετῶν, τῶν καυχημάτων καί τῶν ἐπιτευγμάτων μας στά πόδια τοῦ ἐνανθρωπήσαντος Θεοῦ. Ἐπιβάλλει ὁλόψυχη ὑποταγή στό θέλημά του. Μόνο στίς ψυχές πού τόν πλησιάζουν μέ τήν ταπείνωση τῶν σοφῶν μάγων, πού τόν ὑποδέχονται μέ τήν ἁπλότητα τῶν ταπεινῶν ποιμένων τῆς Βηθλεέμ χαρίζει ὁ Κύριος τή δυνατότητα νά τόν δοξολογήσουν μαζί μέ τούς ἀγγέλους. Μόνο ὅσοι μετανοοῦν καλοδέχονται στήν καρδιά τους τόν Σωτήρα. Καί σ᾿ αὐτούς ἀποκαλύπτεται τό μεγάλο μυστικό ὅτι εἶναι εὐφρόσυνη κι εὐλογημένη ἡ ὁδός τοῦ Κυρίου.
Ἀδελφέ μου, τό θέμα εἶναι ἁπλό καί ξεκάθαρο: Ὁ Χριστός τά δίνει ὅλα μόνο σ᾿ ἐκείνους πού τοῦ παραδίδουν τόν ἑαυτό τους μέ τή μετάνοια. Ἄς εἶναι αὐτή τό γνώρισμα τῶν Χριστουγέννων πού πλησιάζουν, γιά νά τά ζήσουμε λυτρωτικά, εὐλογημένα. Ἀμήν!
Ἰδού ἕστηκα ἐπί τήν θύραν καί κρούω· ἐάν τις ἀκούσῃ τῆς φωνῆς μου καί ἀνοίξῃ τήν θύραν, καί εἰσελεύσομαι πρός αὐτόν καί δειπνήσω μετ' αὐτοῦ καί αὐτός μετ' ἐμοῦ.
Ὅλο καί περισσότερο πλησιάζει τούς χλιαρούς Λαοδικεῖς χριστιανούς ὁ Χριστός, λές καί θέλει νά τούς θερμάνει μέ τήν πνοή του. Ξεκίνησε σάν ἀμείλικτος κριτής, πού ἐξέφρασε τήν καταδικαστική του κρίση· παρουσιάστηκε σάν αὐστηρός πατέρας, πού συμβούλευσε γιά τήν διόρθωση· ἔγινε στοργικός φίλος, πού παρακίνησε σέ μετάνοια· καί τώρα ἐμφανίζεται σάν φλογερός ἐραστής, πού ζητᾶ νά μπεῖ στό σπίτι τους. «Ἰδού ἕστηκα ἐπί τήν θύραν καί κρούω». Σάν νά ἀκοῦμε τήν φωνή τοῦ ἀδελφιδοῦ στό Ἆσμα Ἀσμάτων πού κράζει ἔξω ἀπό τήν πόρτα τῆς ἀδελφῆς του νύμφης· «Φωνή ἀδελφιδοῦ μου κρούει ἐπί τήν θύραν. Ἄνοιξόν μοι, ἀδελφή μου, ἡ πλησίον μου, περιστερά μου, τελεία μου, ὅτι ἡ κεφαλή μου ἐπλήσθη δρόσου καί οἱ βόστρυχοί μου ψεκάδων νυκτός» (Ἆσ 5,2).
«Θύραν» ὀνομάζει ὁ Κύριος τήν ἀνθρώπινη καρδιά. Θέλει νά τήν ἀνοίξει καί νά μπεῖ μέσα στό φτωχό πλάσμα του, γιά νά τό πλουτίσει. Δέν θέλει ὅμως νά παραβιάσει τήν θύρα, ὅπως ἑρμηνεύουν οἱ πατέρες, ἀλλά περιμένει νά τοῦ ἀνοίξει μόνος του ὁ ἄνθρωπος καί νά τόν δεχθεῖ. Ἡ καρδιά εἶναι κλειστή στήν συγκεκριμένη περίπτωση τῶν χριστιανῶν τῆς Λαοδικείας, ὄχι διότι ἀγνοοῦν τόν Κύριο, ἀλλά διότι ὁ ζῆλος τους γι' αὐτόν ἔχει κρυώσει ἀπό τήν ἀλαζονεία καί τόν συσχηματισμό μέ τόν κόσμο. Ὁ Κύριος ὅμως χτυπᾶ ἐπίμονα. Ἡ μακρόθυμη ἀγάπη του περιμένει, ἀλλά καί προσπαθεῖ νά ταράξει τήν νωθρότητα καί νά προκαλέσει τήν σωτήρια μεταστροφή. Τήν ἐπιμονή δηλώνει ἀφ' ἑνός ὁ παρακείμενος «ἕστηκα», πού ἐκφράζει τήν σταθερή ἀπόφαση νά συνεχίζεται ἐπ' ἀόριστον ἡ ἐνέργεια πού ἤδη ἔχει ἀρχίσει σέ ἄγνωστο χρόνο. Ἀφ' ἑτέρου ὁ ἐνεστώτας «κρούω» ἀποκαλύπτει ἕνα γεγονός ἐπαναλαμβανόμενο σέ ἕνα συνεχές παρόν. Κάθε στιγμή τῆς ἀνθρώπινης ζωῆς εἶναι τό «σήμερον», στό ὁποῖο καλεῖται ὁ ἄνθρωπος νά ἀκούσει «τῆς φωνῆς αὐτοῦ (τοῦ Κυρίου)» (Ἑβ 3,7.15). Κρούει ὁ Κύριος καί δέν παύει νά κρούει τίς πόρτες-καρδιές μέ ποικίλους τρόπους. Σ' αὐτούς περιλαμβάνονται οἱ θλίψεις, ἡ ἀπογοήτευση πού προκαλεῖ ἡ ἁμαρτία, ἡ ἕλξη τοῦ σταυροῦ καί μάλιστα τό παράδειγμα τῶν ἀληθινῶν χριστιανῶν (πρβλ. Α΄ Πέ 3,1-2).
Κρούει καί περιμένει σάν ζητιάνος. «Ὁ περί τούς ἀνθρώπους ἔρως τόν Θεόν ἐκένωσεν». Ἐνῶ ὁ ἴδιος εἶναι «ἡ θύρα» (Ἰω 10,7.9), καί μᾶς προέτρεψε «κρούετε, καί ἀνοιγήσεται ὑμῖν» (Μθ 7,7· Λκ 11,9), συγκαταβαίνει νά στέκεται αὐτός στήν θύρα τοῦ κάθε ἀνθρώπου καί νά χτυπᾶ. Ἡ θύρα θά ἀνοίξει μόνον ἄν ὁ ἄνθρωπος «ἀκούσει» τό χτύπημα καί ὑπακούσει. Εἶναι δική του ἡ ἐπιλογή νά δεχθεῖ τόν Ἐπισκέπτη ἤ ὄχι· ἐπιλογή καθοριστική γιά τό αἰώνιο μέλλον του. Ἀλλά δέν ἀκοῦν ὅλοι τήν φωνή τοῦ Κυρίου, διότι, ὅπως ὁ ἴδιος ἀποκάλυψε στόν Πιλᾶτο, μόνο «πᾶς ὁ ὤν ἐκ τῆς ἀληθείας ἀκούει μου τῆς φωνῆς» (Ἰω 18,37· πρβλ. Ἰω 10,3).
Ὁ ἀκούων καί ὑπακούων ἀνοίγει τήν θύρα καί τότε ὁ Κύριος εἰσέρχεται «πρός αὐτόν». Δέν θά ἀδιαφορήσει μπροστά στήν ἀνοικτή θύρα, πού ἐκφράζει τήν λαχτάρα τοῦ ἀνθρώπου νά Τόν δεχθεῖ. Θά εἰσέλθει «πρός αὐτόν», τιμώντας τον ξεχωριστά καί ἰδιαίτερα «αὐτόν» προσωπικά. Καί θά τοῦ παραθέσει τό δεῖπνο τῆς σωτηρίας, στό ὁποῖο θά εὐφρανθοῦν καί οἱ δύο. Αὐτήν ἀκριβῶς τήν κοινή ἀγαλλίαση ἐκφράζει ἡ διπλή διατύπωση· «καί δειπνήσω μετ' αὐτοῦ καί αὐτός μετ' ἐμοῦ».
Ἡ συμμετοχή σέ κοινό γεῦμα ἦταν γιά τούς ἀνατολῖτες δεῖγμα ἐμπιστοσύνης, φιλίας καί συμπαθείας καί ἔκφραση χαρᾶς. Αὐτά τά αἰσθήματα δείχνει καί ὁ Κύριος μέ τήν ὑπόσχεσή του πρός ἐκεῖνον πού θά τοῦ ἀνοίξει. Ἐκφράζει τήν παραδείσια κατάσταση τῆς οἰκειότητος, τῆς τιμῆς καί τῆς κοινωνίας μαζί Του, πού χαρίζει σέ ὅποιον τόν δέχεται μέ ἀγάπη καί πόθο. Ἡ μυστική καί ἄρρητη ἀγαλλίαση, πού νιώθει ὁ πιστός μέ τήν παρουσία τοῦ Κυρίου στήν καρδιά του, βρίσκει τήν κυριολεκτική της πραγματοποίηση στό μυστηριακό δεῖπνο τῆς θείας Εὐχαριστίας, τό ὁποῖο ἄλλωστε τρέφει καί ἀνανεώνει τήν πνευματική ζωή τοῦ πιστοῦ μέχρι τήν ἀπόλυτη, ὁλοκληρωμένη καί αἰώνια ἕνωσή του μέ τόν Κύριο στήν οὐράνια βασιλεία.
Μέ παρόμοια εἰκόνα περιγράφει ὁ Κύριος τόν ἐρχομό του κατά τήν Δευτέρα Παρουσία μακαρίζοντας τούς δούλους ἐκείνους πού θά γρηγοροῦν καί θά ἀνοίξουν ἀμέσως στόν κρούοντα Κύριο, ὁ ὁποῖος στήν συνέχεια «περιζώσεται καί ἀνακλινεῖ αὐτούς, καί παρελθών διακονήσει αὐτοῖς» (Λκ 12,36-37). Ἐπίσης ὁ Κύριος, γιά νά μιλήσει γιά τόν παράδεισο καί τήν βασιλεία του, χρησιμοποιεῖ τίς παραβολές τοῦ δείπνου (Λκ 14,16-24) καί τοῦ γάμου (Μθ 22,1-14). Ἐξάλλου καί στήν Παλαιά Διαθήκη ἡ μεσσιανική ἐποχή προφητεύεται ὡς περίοδος γιορτῆς καί χαρᾶς (βλ. Ἠσ 65,18-19· Σο 3,17).
Ἡ θεραπεία τῶν δέκα λεπρῶν ἀποτελεῖ ἕνα ἀκόμη διαπιστευτήριο τῆς θεότητος τοῦ Ἰησοῦ Xριστοῦ, μία πρόσθετη εὐκαιρία γιά τούς Ἰουδαίους νά ἀναγνωρίσουν τήν θεϊκή του ἐξουσία. Ἐντούτοις, στά πρόσωπα τῶν ἐννέα λεπρῶν προβάλλει ἡ ἀχαριστία τοῦ εὐεργετημένου λαοῦ. Πράγματι, ὁ Ἰσραήλ ἀποδείχθηκε ἀνάξιος τῆς σωτηρίας πού τοῦ πρόσφερε ὁ Ἰησοῦς Χριστός, ἐνῶ ἕνας Σαμαρείτης κέρδισε τήν σωτηρία. Δέν εἶναι τυχαῖο ὅτι μόνο ὁ Λουκᾶς, ὁ εὐαγγελιστής πού ἀπευθύνεται στούς ἐξ ἐθνῶν χριστιανούς διασώζει τό συγκεκριμένο περιστατικό, ἀκριβῶς διότι μαρτυρεῖ ὅτι ὁ ἰουδαϊκός λαός δέν εἶναι πλέον ὁ προνομιοῦχος κληρονόμος τῶν ἐπαγγελιῶν τοῦ Θεοῦ· ὅτι ἡ σωτηρία προσφέρεται σέ ὅλους ἐκείνους πού πλησιάζουν τόν Ἰησοῦ μέ βαθειά καί γνήσια πίστη. Τό γεγονός, δηλαδή, τῆς θεραπείας τῶν δέκα λεπρῶν, ὅπως ἀκριβῶς περιγράφεται ἀπό τόν εὐαγγελιστή Λουκᾶ, ἀποτελεῖ ἕνα προανάκρουσμα τῆς πίστεως τῶν ἐθνικῶν καί τῆς ἐντάξεώς τους στήν Ἐκκλησία.
17,11. Καὶ ἐγένετο ἐν τῷ πορεύεσθαι αὐτὸν εἰς Ἰερουσαλήμ καὶ αὐτὸς διήρχετο διὰ μέσου Σαμαρείας καὶ Γαλιλαίας.
Γιά τρίτη φορά ὁ εὐαγγελιστής Λουκᾶς σημειώνει ἐν τῷ πορεύεσθαι αὐτὸν εἰς Ἰερουσαλήμ (πρβλ. 9,51· 13,22). Πρόκειται γιά τίς περιοδεῖες πού καλύπτουν τούς τελευταίους 6-8 μῆνες τῆς ἐπίγειας ζωῆς τοῦ Kυρίου καί πού θά καταλήξουν στήν τελευταία ἐπίσκεψή του στήν Ἰερουσαλήμ, ὅπου θά συντελεσθεῖ ἡ σύλληψη καί τά σεπτά πάθη του. Κατά τήν περιοδεία αὐτή διήρχετο διὰ μέσου Σαμαρείας καὶ Γαλιλαίας· καθώς κατευθυνόταν ἀπό τήν βόρεια Παλαιστίνη πρός τήν Ἰουδαία, περνοῦσε ἀπό τά σύνορα μεταξύ Γαλιλαίας καί Σαμάρειας. Δέν εἶναι δυνατόν νά προσδιορισθεῖ ἀκριβῶς ἡ πορεία πού ἀκολουθεῖ ὁ Ἰησοῦς. Eἶναι ὅμως φανερό ὅτι δέν μπαίνει στήν Σαμάρεια ἀλλά καί δέν διασχίζει κατευθεῖαν τήν Περαία ἀπ’ ὅπου προτιμοῦσαν νά περνοῦν οἱ Γαλιλαῖοι καί οἱ Ἰουδαῖοι ἀποφεύγοντας τήν ἐπικοινωνία μέ τούς Σαμαρεῖτες. Ἀκολουθεῖ τήν γραμμή τῶν συνόρων ἀπό τήν Δύση πρός τήν Ἀνατολή, ὥστε νά μποροῦν νά τόν ἀκούσουν καί οἱ κάτοικοι τῆς Σαμαρείας, πού βρίσκεται στά δεξιά του καί οἱ Γαλιλαῖοι, τῶν ὁποίων ἡ περιοχή εἶναι στά ἀριστερά του. Kατευθύνεται πρός τόν Ἰορδάνη ἀπό ὅπου θά περάσει στήν Περαία.
17,12. Καὶ εἰσερχομένου αὐτοῦ εἴς τινα κώμην ἀπήντησαν αὐτῷ δέκα λεπροὶ ἄνδρες, οἳ ἔστησαν πόρρωθεν.
Καθώς ὁ Ἰησοῦς ἔμπαινε σέ ἕνα χωριό τῆς παραμεθόριας περιοχῆς, εἰσερχομένου αὐτοῦ εἴς τινα κώμην, εἶχε ἕνα θλιβερό συναπάντημα· ἀπήντησαν αὐτῷ δέκα λεπροὶ ἄνδρες. Oἱ λεπροί ἔστησαν πόρρωθεν, στάθηκαν μακριά ἀπό τόν Kύριο καί τήν συνοδεία του, διότι σύμφωνα μέ τόν μωσαϊκό νόμο θεωροῦνταν ἀκάθαρτοι καί ἀπαγορευόταν νά πλησιάζουν τούς ὑγιεῖς ἀνθρώπους.
17,13. καὶ αὐτοὶ ἦραν φωνὴν λέγοντες· Ἰησοῦ ἐπιστάτα, ἐλέησον ἡμᾶς.
Ἡ τοπική ἀπόσταση δέν ἐμπόδισε τούς λεπρούς νά βρεθοῦν κοντά στόν Ἰησοῦ μέ τήν ἱκεσία τους· «τῷ μὲν τόπῳ πόρρω ἵσταντο, τῇ δὲ ἱκεσίᾳ ἐγγὺς ἐγένοντο», σχολιάζει ὁ ἅγιος Θεοφύλακτος. Μόλις τόν εἶδαν ἀπό μακριά ἦραν φωνήν, ἔβγαλαν φωνή δυνατή. Φώναξαν καί οἱ δέκα μαζί μέ ὅλη τους τήν δύναμη, ἐπεδή τούς χώριζε κάποια ἀπόσταση καί ἐπιπλέον ἡ φωνή τους ἦταν ἀλλοιωμένη καί βραχνή ἐξαιτίας τῆς ἀρρώστιας. Ἐξάλλου, καί ὁ μεγάλος πόνος τούς ἐξωθοῦσε νά κραυγάσουν. Δέν ἦταν μόνο καταδικασμένοι σέ μία σκληρή καί ἀπεχθῆ ἀσθένεια· ἡ ἐγκατάλειψη καί ἡ ἀποκοπή ἀπό τήν κοινωνία τῶν ἀνθρώπων μεγάλωνε τήν θλίψη τους, τήν ἔκανε ἀβάσταχτη.
Ὁ τρόπος μέ τόν ὁποῖο οἱ δέκα λεπροί ἀπευθύνονται στόν Kύριο δηλώνει τόν ἐξαιρετικό σεβασμό τους πρός Αὐτόν. Στό γνωστό ὄνομά του Ἰησοῦς προσθέτουν τήν προσφώνηση ἐπιστάτα, δηλαδή Κύριε, διδάσκαλε (πρβλ. 5,5). Δείχνουν ἔτσι ὅτι τοῦ ἀναγνωρίζουν κάποια ὑπερφυσική δύναμη καί ἐξουσία. Παρ’ ὅτι ζοῦσαν στήν ἐρημιά οἱ λεπροί φαίνεται ὅτι εἶχαν ἀκούσει γιά τά θαυμαστά σημεῖα τοῦ Ἰησοῦ, μεταξύ τῶν ὁποίων καί θεραπεῖες λεπρῶν. Γι’ αὐτό τόν ἱκετεύουν νά τούς σπλαγχνισθεῖ· ἐλέησον ἡμᾶς. Kαί βέβαια, τό ἔλεος πού ἐκλιπαροῦν εἶναι ἡ θεραπεία τῆς ἀσθένειάς τους. Ἐμπιστεύονται τόν ἑαυτό τους στήν εὐσπλαγχνία του μέ τήν ἐλπίδα ὅτι θά τούς χαρίσει τήν ὑγεία. Eἶναι δέ ἀξιοσημείωτο ὅτι δέν παρακαλοῦν ὁ καθένας γιά τόν ἑαυτό του ἀλλά ὅλοι γιά ὅλους. Aὐτό καθιστᾶ πολύ πιό δυνατή τήν ἱκεσία τους.
17,14. Καὶ ἰδὼν εἶπεν αὐτοῖς· πορευθέντες ἐπιδείξατε ἑαυτοὺς τοῖς ἱερεῦσι. Καὶ ἐγένετο ἐν τῷ ὑπάγειν αὐτοὺς ἐκαθαρίσθησαν.
Ὁ φιλάνθρωπος Ἰησοῦς ἀκούγοντας τήν θερμή ἱκεσία τῶν λεπρῶν, στράφηκε πρός τό μέρος τους. Ἰδὼν, μόλις εἶδε τό οἰκτρό κατάντημά τους, τά παραμορφωμένα πρόσωπα, τά καταφαγωμένα ἀπό τήν λέπρα σώματα, τούς συμπόνεσε καί τούς ἀπηύθυνε τόν λόγο, εἶπεν αὐτοῖς. Δέν τούς λέγει κάποιο λόγο θεραπείας ἤ ἔστω παρηγοριᾶς, ὅπως θά περιμέναμε. Τούς στέλνει στούς ἱερεῖς μέ τήν ἐντολή· πορευθέντες ἐπιδείξατε ἑαυτοὺς τοῖς ἱερεῦσι. Αὐτοί θά τούς ἔδιναν τό πι-στοποιητικό ὑγείας καί τήν ἄδεια νά ἐπιστρέψουν στίς οἰκογένειές τους. Ὅταν ὁ Κύριος θεράπευσε τόν ἕνα λεπρό (βλ. Λκ 5,14· Μθ 8,4) τοῦ εἶπε «δεῖξον σεαυτὸν τῷ ἱερεῖ», ἐδῶ χρησιμοποιεῖ πληθυντικό, διότι ἀνάμεσα στούς δέκα λεπρούς ὑπῆρχε ὁ Σαμαρείτης, ἴσως καί ἄλλοι ὁμοεθνεῖς του. Aὐτοί θά πήγαιναν στούς δικούς τους ἱερεῖς, στόν ναό τους στό ὄρος Γαριζίν, ἐνῶ οἱ Ἰουδαῖοι θά ἔπαιρναν τήν πιστοποίηση τῆς ὑγείας τους ἀπό τόν ἁρμόδιο ἱερέα καί κατόπιν θά πήγαιναν νά προσφέρουν τήν ὁρισμένη θυσία στόν Ναό τοῦ Σολομῶντος.
Ἡ προτροπή τοῦ Ἰησοῦ θέτει σέ δοκιμασία τήν πίστη τῶν λεπρῶν. Δίχως νά ἀσχοληθεῖ καθόλου μέ τήν τραγική κατάστασή τους, δίνει ἐντολή νά παρουσιασθοῦν στούς ἱερεῖς. Kαί ἐκεῖνοι, ἐνῶ εἶναι ἀκόμη λεπροί, δέν ἀμφισβητοῦν τόν λόγο τοῦ Ἰησοῦ. Πιστεύουν στήν δύναμή του, ὑπακοῦν μέ ἐμπιστοσύνη στήν παραγγελία του καί σπεύδουν «ἀδιστάκτως» νά τήν ἐκπληρώσουν. Γι’ αὐτό, καθώς προχωροῦν θεραπεύονται· καὶ ἐγένετο ἐν τῷ ὑπάγειν αὐτοὺς ἐκαθαρίσθησαν. Δέν προσδιορίζεται πόσο εἶχαν ἀπομακρυνθεῖ, ὅταν πραγματοποιήθηκε ἡ θεραπεία τους. Ὁπωσδήποτε ὅμως δέν θά ἦταν πολύ μακρινή ἡ ἀπόσταση, ὥστε νά μποροῦν νά ἐπι-στρέψουν καί νά τόν βροῦν στήν κώμη ἔξω ἀπό τήν ὁποία τούς εἶχε θεραπεύσει.
17,15-16. Εἷς δὲ ἐξ αὐτῶν, ἰδὼν ὅτι ἰάθη, ὑπέστρεψε μετὰ φωνῆς μεγάλης δοξάζων τὸν Θεόν, καὶ ἔπεσεν ἐπὶ πρόσωπον παρὰ τοὺς πόδας αὐτοῦ εὐχαριστῶν αὐτῷ· καὶ αὐτὸς ἦν Σαμαρείτης.
Ἕνας ἀπό τούς δέκα λεπρούς, εἷς δὲ ἐξ αὐτῶν, μόλις εἶδε ὅτι θεραπεύθηκε, ἰδὼν ὅτι ἰάθη, δέν πῆγε στόν ἱερέα, ἀλλά γύρισε πίσω νά βρεῖ τόν εὐεργέτη του Ἰησοῦ. Οἱ δέκα λεπροί εἶχαν ὑψώσει ὅλοι μαζί τήν φωνή τους κάτω ἀπό τήν πίεση τῆς ἀνάγκης· ἕνας μόνον ἐπέστρεψε τώρα μετὰ φωνῆς μεγάλης ὑψώνοντας καί πάλι τήν φωνή του δοξάζων τὸν Θεὸν μέ εὐγνωμοσύνη. Οἱ ἄλλοι θά ἔτρεξαν νά πανηγυρίσουν τό γεγονός μέ τούς δικούς τους. Ἄν μάλιστα ἦταν ὅλοι Ἰουδαῖοι, θά χάρηκαν καί θά ἔνιωσαν κάποια ἀνακούφιση πού ἀπαλλάχθηκαν ἀπό τήν μιαρή γι’ αὐτούς παρουσία τοῦ Σαμαρείτη. Θά πίστευαν ὅτι καί ἐκεῖνος προφανῶς κατευθύνεται πρός τήν οἰκογένειά του. Ὁ Σαμαρείτης ὅμως ἔκανε κάτι ἐντελῶς διαφορετικό. Ἀναζήτησε τόν Ἰησοῦ, ἀποδεικνύοντας ὅτι παρά τήν σκληρή δοκιμασία ἡ ψυχή του διατηροῦσε τήν εὐγένεια, πού ἔλειπε ἀπό τούς Ἰουδαίους.
Δέν ἦταν, ὡστόσο, μόνον ἡ εὐγένεια καί ἡ εὐγνωμοσύνη, βασικά στοιχεῖα τῆς ἀνθρωπιᾶς, πού ὁδήγησαν τόν πρώην λεπρό στά πόδια τοῦ εὐεργέτη του. Μέσα του ὡρίμασε καί ἡ πίστη, πού εἶχε γεννηθεῖ μαζί μέ τήν προσδοκία τῆς θεραπείας καί ηὔξανε συνεχῶς, ὥστε νά ἐπιζητεῖ τήν ἐπικοινωνία μέ Ἐκεῖνον πού καταλάβαινε ὅτι δέν ἦταν ἕνας ἁπλός ἄνθρωπος· ἦταν ὁ μέγας Ἀρχιερέας. Ἡ δική του παρουσία ἔδινε κῦρος στούς ἱερεῖς τοῦ νόμου. Δέν χρειαζόταν, λοιπόν, νά προσέλθει στούς ἱερεῖς ὁ θεραπευμένος λεπρός, ἦρθε στόν ἴδιο τόν Ἀρχιερέα! Κυριευμένος ἀπό δέος, μόλις συνάντησε τόν Ἰησοῦ ἔπεσεν ἐπὶ πρόσωπον παρὰ τοὺς πόδας αὐτοῦ εὐχαριστῶν αὐτῷ, ἔπεσε στά γόνατα καί ἀκούμπησε τό πρόσωπό του μπροστά στά πόδια του ἐκ-φράζοντας τόν βαθύτατο σεβασμό του. Ἡ προσκύνηση, ὅπως καί ἡ δόξα, ἁρμόζει μόνο στόν Θεό (πρβλ. Ἀπ 19,10). Ὁ εὐγνώμων λεπρός δόξαζε τόν Θεό πού δέν ἔβλεπε, καί εὐχαριστοῦσε τόν ἄνθρωπο Ἰησοῦ πού ἔβλεπε. Aὐθόρμητα ὅμως, χωρίς νά τό ἀντιλαμβάνεται, προσκύνησε τόν Θεάνθρωπο, τόν κρυπτόμενο Θεό καί φαινόμενο ἄνθρωπο. Παρ’ ὅλο πού δέν εἶχε ἀκόμη σαφῆ πίστη στήν θεότητα τοῦ Ἰησοῦ Xριστοῦ, διαισθανόταν ὅτι στό πρόσωπό του συναντοῦσε τόν ἴδιο τόν Θεό.
Στήν συνοριακή περιοχή Γαλιλαίας καί Σαμάρειας φαίνεται ὅτι ὑπῆρχε καταυλισμός στόν ὁποῖο ζοῦσαν ἀπομονωμένοι Γαλιλαῖοι καί Σαμαρεῖτες προσβεβλημένοι ἀπό τήν φοβερή ἀσθένεια τῆς λέπρας. Παρά τήν ἀμοιβαία ἐχθρότητα πού ὑπῆρχε ἀνάμεσά τους (πρβλ. Ἰω 4,9), ὁ πόνος τούς εἶχε ἑνώσει στόν ἴδιο τόπο. Mέ ἔμφαση ὁ εὐαγγελιστής σημειώνει ὅτι ὁ εὐγνώμων λεπρός ἦταν Σαμαρείτης· καὶ αὐτὸς ἦν Σαμαρείτης. Ἡ πληροφορία, ὅπως ἑρμηνεύουν οἱ πατέρες, σημειώνεται «ἵνα μηδεὶς ἐθνικὸς ἀπογινώσκῃ καὶ ἵνα μηδεὶς ἐκ προγόνων ἁγίων ὢν καυχῷτο».
17,17-18. Ἀποκριθεὶς δὲ ὁ Ἰησοῦς εἶπεν· οὐχὶ οἱ δέκα ἐκαθαρίσθησαν; Οἱ δὲ ἐννέα ποῦ; Οὐχ εὑρέθησαν ὑποστρέψαντες δοῦναι δόξαν τῷ Θεῷ εἰ μὴ ὁ ἀλλογενὴς οὗτος;
Eἶναι ἀξιοσημείωτο ὅτι δέν ἀναφέρεται τό πρόσωπο στό ὁποῖο ἀπευθύνεται ἀποκριθεὶς ὁ Ἰησοῦς. Προφανῶς ὁ λόγος τόν ὁποῖο εἶπεν δέν εἶναι ἀπάντηση στόν εὐγνώμονα Σαμαρείτη, ἀλλά ἕνα σχόλιο σέ ὅλο τό περιστατικό καί τήν συμπεριφορά τῶν θεραπευθέντων. Tά τρία ἀλλεπάλληλα ἐρωτήματα πού διατυπώνει στιγματίζουν τήν ἀχαριστία τῶν ἐννέα ἰουδαίων λεπρῶν·
α) Οὐχὶ οἱ δέκα ἐκαθαρίσθησαν; Ἀναμφίβολα τό ἐρώτημα, ὅπως καί τά δύο ἑπόμενα, εἶναι ρητορικό· δέν δηλώνει ἄγνοια τοῦ Ἰησοῦ. Ἐκφράζει τήν ἔντονη ἀποδοκιμασία του, διότι δέν αἰσθάνθηκαν ὅλοι οἱ θεραπευμένοι τήν ἀνάγκη νά ἐπιστρέψουν καί νά εὐχαριστήσουν γιά τήν θεραπεία τους. Διέθεταν πίστη καί οἱ δέκα λεπροί, ἀλλά μόνον ἕνας ἀπό αὐτούς ἐκδήλωσε εὐγνωμοσύνη. Τῶν ἄλλων λεπρῶν ἡ πίστη ἦταν νεκρή, χωρίς ἔργα (βλ. Ἰα 2,17).
β) Οἱ δὲ ἐννέα ποῦ; Τό δεύτερο ἐρώτημα ἀντηχεῖ ὅπως ἡ φωνή τοῦ Θεοῦ στόν παράδεισο, ὅταν ἀναζητοῦσε τόν Ἀδάμ μετά τήν πτώση του· «Ἀδάμ, ποῦ εἶ;» (Γέ 3,9). Ἐκφράζει ὅλη τήν θλίψη τοῦ πανάγαθου Κυρίου γιά τήν ἀγνωμοσύνη τοῦ πλάσματος πού τόσο εὐεργέτησε, γιά τήν ἑκούσια ἀπομάκρυνση τοῦ ἀνθρώπου ἀπό τήν προσφορά τῆς θεϊκῆς ἀγάπης. Αὐτή ἡ ἀχαριστία, τήν ὁποία ἐκ τῶν προτέρων γνώριζε ὁ Ἰησοῦς, δέν τόν ἐμπόδισε, ὡστόσο, νά χαρίσει τήν θεραπεία καί στούς ἐννέα ἀχάριστους.
γ) Οὐχ εὑρέθησαν ὑποστρέψαντες δοῦναι δόξαν τῷ Θεῷ εἰ μὴ ὁ ἀλλογενὴς οὗτος; Εἶναι ἰδιαίτερα βαρυσήμαντο τό γεγονός ὅτι εὐγνώμων φάνηκε κάποιος πολύ καταφρονεμένος ἀπό τούς Ἰουδαίους, ἕνας ἀλλογενής Σαμαρείτης. Οἱ Σαμαρεῖτες θεωροῦνταν ἀπό τούς Ἰουδαίους ἀλλοεθνεῖς καί ὄχι γνήσιοι ἀπόγονοι τοῦ Ἰσραήλ, διότι στό βόρειο βασίλειο τοῦ Ἰσραήλ εἶχαν σημειωθεῖ πολλές ἑκούσιες καί ἀναγκαστικές μεταναστεύσεις, ἐποικισμοί καί ποικίλες ἐπιμειξίες, μετά ἀπό τίς διαδοχικές εἰσβολές Ἀσσυρίων, Χαλδαίων, Περσῶν, Ἑλλήνων καί Ρωμαίων. Αὐτή ἡ καταφρόνια πρός τό γένος τοῦ θεραπευμένου Σαμαρείτη ἔκανε τήν εὐγνωμοσύνη του ἀκόμη μεγαλύτερη στό πρόσωπο τοῦ ἰουδαίου Ἰησοῦ, ὁ ὁποῖος τοῦ χάρισε τήν ὑγεία ἀδιαφορώντας γιά τήν προαιώνια ἔχθρα πού χώριζε τούς Ἰουδαίους ἀπό τούς Σαμαρεῖτες.
Ἡ ἀντίθεση ἀνάμεσα στούς ἐννέα ἀγνώμονες λεπρούς καί τόν ἕνα εὐγνώμονα ἐξαίρει περισσότερο τήν εὐγνωμοσύνη τοῦ Σαμαρείτη καί καθιστᾶ βαρύτερη τήν ἀχαριστία τῶν ἄλλων. Θλιβερή ἡ διαπίστωση τοῦ ἁγίου Κυρίλλου· «Ἰουδαῖοι ὄντες, εἰς ἀχάριστον λήθην ἐμπεσόντες, οὐχ ὑπέστρεψαν δοῦναι δόξαν τῷ Θεῷ· ὅθεν σκληροκάρδιον καὶ ἀμνήμονα παντελῶς δεικνύει τὸν Ἰσραήλ».
17,19. Καὶ εἶπεν αὐτῷ· ἀναστὰς πορεύου· ἡ πίστις σου σέσωκέ σε.
Στόν εὐγνώμονα Σαμαρείτη ὁ Κύριος χάρισε κάτι ἀνώτερο ἀπό τήν ὑγεία τοῦ σώματος· τήν σωτηρία, πού εἶναι ἡ ὑγεία τῆς ψυχῆς. Οἱ ἐννέα λεπροί ἔδειξαν πίστη στήν δύναμή του καί ἔλαβαν τήν ἱκανοποίηση τοῦ αἰτήματός τους. Ἡ σχέση τους ὅμως μέ τόν Ἰησοῦ περιορίστηκε σ’ αὐτή τήν «ἰδιοτελῆ δοσοληψία». Δέν θέλησαν νά προχωρήσουν σέ στενώτερη ἐπαφή καί ἐπικοινωνία μαζί του. Ἀνάλογα μέ τήν πίστη τους καί τήν διάθεση τῆς ψυχῆς τους ἔλαβαν καί αὐτοί τήν ἀμοιβή τους. Ὁ Σαμαρείτης ἐπιδίωξε μία ἀμεσώτερη σχέση μέ τόν Ἰησοῦ. Μία τέτοια κίνηση δηλώνει πίστη ἄλλης ποιότητος. Αὐτήν ἐξαίρει ὁ Κύριος διαβεβαιώνοντας τόν Σαμαρείτη ἡ πίστις σου σέσωκέ σε.
Παράλληλα ἡ διαβεβαίωσή του αὐτή εἶναι καί γιά τούς μαθητές μία ἐπιπλέον ἐπιβεβαίωση τῶν θαυμαστῶν ἀποτελεσμάτων πού μπορεῖ νά ἐπιφέρει ἡ δυνατή πίστη, γιά τήν ὁποία τούς εἶχε μιλήσει προηγουμένως (στ. 6). Aὐτή ἡ σωτήρια πίστη ἀμείβεται μέ τόν καθαρισμό τῆς λέπρας ὄχι μόνο τοῦ σώματος ἀλλά καί τῆς ψυχῆς. Ἐλευθερώνει ἀπό τήν ἁμαρτία, πού κρατᾶ τόν ἄνθρωπο ἀποκομμένο ἀπό τήν κοινωνία του μέ τόν Θεό.