Τό καύχημα τοῦ Σταυροῦ
῾Ο ἐπίλογος τῆς πρός Γαλάτας ᾿Επιστολῆς
Μέ τήν περικοπή αὐτή ὁ ἀπ. Παῦλος κλείνει τήν πρός Γαλάτας ᾿Επιστολή ἐκφράζοντας τήν ἀγωνία του γιά τούς χριστιανούς τῆς Γαλατίας. Στιγματίζει ἐπιγραμματικά τήν ἀπάτη τῶν ψευδαδέλφων καί ξεσκεπάζει τά ἀκάθαρτα καί ἰδιοτελῆ κίνητρά τους. ᾿Ανακεφαλαιώνοντας, ὑπογραμμίζει ὅτι μοναδικός σωτήρας τοῦ κόσμου εἶναι ὁ ᾿Ιησοῦς Χριστός. Χάρη στή δική του σταυρική θυσία καί μόνο καταργεῖται κάθε διαφορά μεταξύ περιτομῆς καί ἀκροβυστίας. ᾿Ιουδαῖοι καί εἰδωλολάτρες ἀδελφώνονται στήν καινούργια κτίση, τήν ᾿Εκκλησία. Αὐτῆς τῆς ᾿Εκκλησίας ὁ Παῦλος εἶναι γνήσιος ἀπόστολος καί φέρει στό ἴδιο του τό σῶμα τά διαπιστευτήρια τῆς ἀποστολῆς του, τά «στίγματα» τοῦ ᾿Ιησοῦ Χριστοῦ.
α) ᾿Ιδιόχειρη ἡ ᾿Επιστολή (6,11)
6,11. ῎Ιδετε πηλίκοις ὑμῖν γράμμασιν ἔγραψα τῇ ἐμῇ χειρί.
Πηλίκοις γράμμασιν· ῾Η ἀντωνυμία πηλίκος σημαίνει «πόσο μεγάλος». Μερικοί ὑποστηρίζουν ὅτι μέ τήν ἔκφραση αὐτή ὁ ἀπόστολος ἐννοεῖ ὅτι ἡ ᾿Επιστολή ἦταν γραμμένη μέ κεφαλαῖα γράμματα. ῾Η ἄποψη αὐτή ὅμως δέν εὐσταθεῖ, διότι μέχρι τόν 9ο μ.Χ. αἰ. ὅλα τά κείμενα γράφονταν στή μεγαλογράμματη γραφή· δέν ἦταν, λοιπόν, δυνατόν νά εἶναι γραμμένη διαφορετικά. ῾Ο ἀπόστολος ἐφιστᾶ τήν προσοχή τῶν Γαλατῶν στό μέγεθος τῶν γραμμάτων του. Σάν νά τούς λέει· «Σᾶς παρακαλῶ νά δεῖτε τή σοβαρότητα τοῦ θέματος καί τήν ἀγωνία μου γιά τή σωτηρία σας καί ἀπό τά μεγάλα καί ἔντονα γράμματά μου».
῎Εγραψα τῇ ἐμῇ χειρί· Στήν ἀρχαιότητα ὡς γραφική ὕλη χρησιμοποιοῦσαν πάπυρο ἤ εἰδικά κατεργασμένο δέρμα. Γιά τό λόγο αὐτό τό γράψιμο δέν ἦταν ἁπλή ὑπόθεση. ᾿Απαιτοῦσε χρόνο, κόπο καί εἰδικότητα. ᾿Ακόμη καί οἱ ἐγγράμματοι ἀπέφευγαν νά γράφουν ἰδιόχειρα· ἀνέθεταν τή δουλειά αὐτή σέ εἰδικούς ἐπαγγελματίες καλλιγράφους. ῾Ο ἀπ. Παῦλος συνήθως ὑπαγόρευε τίς ᾿Επιστολές του σέ κάποιον ἀπό τούς μαθητές του, πού εἶχε αὐτή τήν ἱκανότητα (βλ. Ρω 16,22 «ἀσπάζομαι ὑμᾶς ἐγώ Τέρτιος ὁ γράψας τήν ἐπιστολήν»). ῾Ο ἴδιος στό τέλος κάθε ᾿Επιστολῆς ἔγραφε τό χαιρετισμό ὡς ὑπογραφή. Μόνο τήν πρός Φιλήμονα, πού εἶναι πολύ σύντομη ᾿Επιστολή, καί τήν πρός Γαλάτας, ὁ ἀπόστολος τίς ἔγραψε ὁλόκληρες μέ τό χέρι του· «τῇ ἐμῇ χειρί», ὅπως μᾶς βεβαιώνει. ῎Ηθελε νά ἔχουν οἱ Γαλάτες ἰδιόχειρη τή μαρτυρία του, ὥστε καί μέ τόν τρόπο αὐτό νά ἀντιληφθοῦν τήν κρισιμότητα τοῦ θέματος καί τήν ἀγωνία του γιά τόν κίνδυνο πού διέτρεχαν.
β) Ξεσκέπασμα τῆς ὑποκρισίας τῶν ἰουδαϊζόντων (6,12-13)
6,12. ῞Οσοι θέλουσιν εὐπροσωπῆσαι ἐν σαρκί, οὗτοι ἀναγκάζουσιν ὑμᾶς περιτέμνεσθαι, μόνον ἵνα μή τῷ σταυρῷ τοῦ Χριστοῦ διώκωνται.
Τό «ὅσοι» ἀναφέρεται στούς ἰουδαΐζοντες ψευδαδέλφους. ῾Ο ἀπόστολος, μέ ὅσα γράφει στό στίχο αὐτό καί στόν ἑπόμενο, ἀποκαλύπτει τά κίνητρα τῶν ἰουδαϊζόντων. Θέλουν· α) νά φαντάξουν καί νά φανοῦν σπουδαῖοι στούς ἀνθρώπους, β) νά ἀποφύγουν τό διωγμό, γ) νά ἱκανοποιήσουν τήν κενοδοξία τους κάνοντας τόν ἡγέτη.
Θέλουσιν εὐπροσωπῆσαι ἐν σαρκί· Εὐπροσωπῶ σημαίνει παρουσιάζω ὡραῖο πρόσωπο, φαίνομαι στούς ἄλλους καλός ἤ, ὅπως λέμε στή γλώσσα τοῦ λαοῦ, φαντάζω. Μέ τό ρῆμα αὐτό ὁ ἀπόστολος τοποθετεῖ τούς ἰουδαΐζοντες στήν ἴδια κατηγορία μέ τούς ὑποκριτές φαρισαίους, πού ἔκαναν τά πάντα «πρός τό θεαθῆναι» καί τούς ὁποίους ὁ Κύριος παρομοίασε μέ «τάφους κεκονιαμένους» (Μθ 23,27).
Οἱ ἰουδαΐζοντες ἀναγκάζουν τούς ἐξ ἐθνῶν χριστιανούς νά ὑποστοῦν τήν περιτομή, ἐπειδή «θέλουσιν εὐπροσωπῆσαι ἐν σαρκί», ἐπιδιώκουν νά ἀποσπάσουν τήν ἐκτίμηση καί τό θαυμασμό τῶν συμφυλετῶν τους ᾿Ιουδαίων, πού δέν εἶχαν δεχθεῖ τήν πίστη στόν Χριστό. Δείχνουν μέ τόν τρόπο αὐτό ὅτι δέν κηρύττουν κάτι διαφορετικό ἀπό τήν ἰουδαϊκή θρησκεία.
῾Ο Νικηφόρος Θεοτόκης λέει ὅτι ἡ ἀνθρωπαρέσκεια καί τότε προξένησε ποικίλα κακά ἀλλά καί μέχρι σήμερα κατακρημνίζει τούς ἀνθρώπους σέ πολλά καί μεγάλα ἁμαρτήματα. ῾Ο καθένας ζητάει τό δικό του συμφέρον. Σκέφτεται ὅτι μέ τήν ἀγάπη καί τήν προστασία τῶν ἀνθρώπων θά ἀπολαμβάνει ὅ,τι ποθεῖ. ᾿Αγωνίζεται μέ κάθε τρόπο νά τούς φανεῖ εὐάρεστος· ὑπακούει, κολακεύει, δουλεύει, τρέχει στά θελήματά τους, εἴτε εἶναι δίκαια εἴτε ἄδικα, εἴτε νόμιμα εἴτε ἄνομα. ῾Η φιλαυτία τόσο σκοτίζει τό νοῦ του, ὥστε δέν καταλαβαίνει ὅτι ἡ ἀνθρωπαρέσκεια βλάπτει τήν ψυχή του. Πολύ λίγοι βρίσκονται καθαροί ἀπό αὐτό τό πάθος τό ὁποῖο στηρίζεται, τρέφεται καί αὐξάνει ἀπό ἄλλα πάθη, ὅπως ἀπό τόν φόβο, τή φιλοδοξία, τήν ἐπιθυμία τῆς ἀπόλαυσης κάποιων ἀγαθῶν.
῾Η λέξη «σάρξ» ἐδῶ ἔχει τή γενική σημασία τῆς ἀνθρώπινης φύσεως, δηλώνει δηλαδή τόν ἄνθρωπο (πρβλ. Μθ 24,22· Γα 5,13).
Μόνον ἵνα μή τῷ σταυρῷ τοῦ Χριστοῦ διώκωνται· ῾Ο σταυρός τοῦ Χριστοῦ σημαίνει τό κήρυγμα, τήν ὁμολογία ὅτι ἡ σταυρική θυσία τοῦ Χριστοῦ εἶναι τό μοναδικό μέσο τῆς σωτηρίας τοῦ ἀνθρώπου. Αὐτό τό κήρυγμα ξεσήκωνε τούς ἰουδαίους ἐναντίον τῶν χριστιανῶν, τούς ὁποίους θεωροῦσαν καταπατητές τοῦ μωσαϊκοῦ νόμου καί ἀποστάτες ἀπό τήν ἰουδαϊκή θρησκεία. Γι᾿ αὐτό τούς κατέδιδαν ὡς ἐπαναστάτες στούς εἰδωλολάτρες Ρωμαίους, οἱ ὁποῖοι ἀναγνώριζαν ὡς ἐπιτρεπόμενη θρησκεία τόν ᾿Ιουδαϊσμό ὄχι ὅμως καί τό Χριστιανισμό. Δέν εἶχαν ἀρχίσει βέβαια ἀκόμη οἱ μεγάλοι διωγμοί, κατά τόπους ὅμως ὁρισμένοι ἄρχοντες καταδίωκαν τούς χριστιανούς, διότι τούς θεωροῦσαν ἀσεβεῖς, ταραξίες καί ἐπαναστάτες. ῎Ετσι, οἱ κήρυκες τοῦ εὐαγγελίου ἀντιμετώπιζαν τό δίλημμα· Νά κηρύξουν τό σταυρό καί νά ἔχουν διωγμούς ἤ νά διατηρήσουν τά ἰουδαϊκά στοιχεῖα καί νά ζοῦν μέ ἀσφάλεια; Οἱ ἰουδαΐζοντες διάλεξαν τό πιό ἀνώδυνο. Κήρυτταν μέ ζῆλο τήν περιτομή καί ἀνάγκαζαν τούς χριστιανούς νά περιτέμνονται, γιά νά ἀποφύγουν τό διωγμό.
῾Η ἀνθρωπαρέσκεια καί ὁ φόβος εἶναι δύο παράγοντες πού ἐπηρεάζουν συχνά καί τή συμπεριφορά τῶν ἀρχόντων. ῾Ο Πιλᾶτος καταδίκασε τόν Χριστό, γιά νά ἱκανοποιήσει τούς ἄρχοντες τῶν ᾿Ιουδαίων, παρ᾿ ὅλο πού ἀναγνώριζε τήν ἀθωότητά του (βλ. ᾿Ιω 19,6-16). ῾Ο ῾Ηρώδης σκότωσε τόν ᾿Ιάκωβο καί φυλάκισε τόν Πέτρο, γιά νά ἀρέσει στό λαό (Πρξ 12,2).
6,13. Οὐδέ γάρ οἱ περιτετμημένοι αὐτοί νόμον φυλάσσουσιν, ἀλλά θέλουσιν ὑμᾶς περιτέμνεσθαι, ἵνα ἐν τῇ ὑμετέρᾳ σαρκί καυχήσωνται.
῾Ο ἀπ. Παῦλος ξεσκεπάζει τήν ὑποκρισία τῶν ἰουδαϊζόντων· «οὐδέ γάρ οἱ περιτετμημένοι αὐτοί νόμον φυλάσσουσιν». Αὐτοί, πού παριστάνουν τούς ζηλωτές τοῦ νόμου, δέν τηροῦν ὅλο τό νόμο παρά μόνο τήν περιτομή καί ἴσως καί κάποιες ἄλλες διατάξεις (σάββατα, νουμηνίες κτλ). Βέβαια, ἐκ τῶν πραγμάτων ἦταν ἀδύνατον νά τηρήσουν ἀκριβῶς τό νόμο μέ τίς 613 διατάξεις του, διότι ζοῦσαν μακριά ἀπό τά ᾿Ιεροσόλυμα. Πῶς νά ἐπιτελέσουν π.χ. τίς ἰουδαϊκές γιορτές, πῶς νά προσφέρουν τίς θυσίες, πού ἔπρεπε νά γίνονται στό ναό τοῦ Σολομῶντος; ᾿Αλλά ὁ ἀπόστολος δέν τούς κατηγορεῖ γι᾿ αὐτές τίς παραβάσεις. ᾿Αποκαλύπτει τήν ἀνειλικρίνειά τους ἀπέναντι ἐκείνων τούς ὁποίους ἀναγκάζουν νά περιτμηθοῦν, διότι δέν τούς διδάσκουν ὅλο τό νόμο ἀλλά μόνο τήν περιτομή.
Ξεσκεπάζει ἐπίσης ὁ ἀπόστολος καί τήν κενοδοξία τους· «ἵνα ἐν τῇ ὑμετέρᾳ σαρκί καυχήσωνται». Μέ τήν περιτομή πού θά γίνει στό δικό σας σῶμα, Γαλάτες, θά μποροῦν αὐτοί νά καυχῶνται γιά τό κατόρθωμά τους. Θά παριστάνουν τόν ἥρωα, ὅτι κατάφεραν νά ὁδηγήσουν πολλούς στήν περιτομή. ῎Ετσι θά κερδίσουν τήν ἐκτίμηση τῶν ἰουδαίων καί θά ἀποκτήσουν κύρος. Δέν εἶναι δηλαδή μόνο αἰσχροί ὑποκριτές οἱ ἰουδαΐζοντες ἀλλά καί ἀδίστακτοι ἐκμεταλλευτές.
γ) ῾Η «καινή κτίσις» (6,14-16)
6,14. ᾿Εμοί δέ μή γένοιτο καυχᾶσθαι εἰ μή ἐν τῷ σταυρῷ τοῦ Κυρίου ἡμῶν ᾿Ιησοῦ Χριστοῦ, δι᾿ οὗ ἐμοί κόσμος ἐσταύρωται κἀγώ τῷ κόσμῳ.
Φαίνεται ὅτι οἱ ἰουδαΐζοντες, κρίνοντας ἐξ ἰδίων, κατηγοροῦσαν τόν Παῦλο ὅτι κηρύττει γιά νά ἀποκτήσει ὀπαδούς καί νά καυχᾶται γιά τήν ἱκανότητα καί τήν πειθώ του μέ τήν αὔξηση τοῦ ἀριθμοῦ τους. Μέ ἔμφαση ὁ ἀπόστολος ἀπαντᾶ στήν κατηγορία αὐτή· «ἐμοί δέ μή γένοιτο καυχᾶσθαι εἰ μή ἐν τῷ σταυρῷ τοῦ Κυρίου ἡμῶν ᾿Ιησοῦ Χριστοῦ». Τό μοναδικό καύχημα τῆς ζωῆς μου εἶναι ὁ σταυρός τοῦ Κυρίου ᾿Ιησοῦ Χριστοῦ.
Τό «μή γένοιτο», ὅταν συντάσσεται μέ ἀπαρέμφατο («καυχᾶσθαι»), ἔχει τό νόημα τῶν σημερινῶν ἐκφράσεων· «νά μή δώσει ὁ Θεός» ἤ «Θεός φυλάξοι» (πρβλ. Γέ 44,7· ᾿Ιη 22,29· 24,16). Μέ τά λόγια αὐτά, κατά τόν Χρυσόστομο, ὁ Παῦλος δηλώνει ὅτι θεωρεῖ «ὡς τι τῶν ἀτόπων», ἀπαράδεκτη, τήν τακτική τῶν ἰουδαϊζόντων. Εἶναι τό χειρότερο κατάντημα. Πολύ ταπεινά ζητᾶ τή συμμαχία τοῦ Θεοῦ, νά τόν φυλάξει νά μήν πέσει κι αὐτός σ᾿ αὐτό τό ἀνάρμοστο καύχημα. ῎Εμμεσα, ἐπίσης, ἐκφράζει καί τήν εὐχαριστία του πρός τόν Θεό, πού τόν ἀπάλλαξε ἀπό τό καύχημα τῆς περιτομῆς.
Θαυμάζει ὁ ἅγιος Χρυσόστομος πῶς «ὁ σταυρός τοῦ Χριστοῦ ἔπεισε αὐτόν (τόν Παῦλο) πού ἦταν πρόθυμος καί νά σφαγεῖ ἀκόμη γιά τήν περιτομή καί ἄλλους νά σφάξει». ᾿Αναφέροντας ἀναλυτικά τό περιεχόμενο τῆς καυχήσεως τοῦ Παύλου ὁ ἱερός πατέρας γράφει τά ἑξῆς· «῾Ο Χριστός γιά χάρη μου πῆρε μορφή δούλου καί ἔπαθε ὅσα ἔπαθε, γιά μένα τόν δοῦλο, τόν ἐχθρό, τόν ἀχάριστο. Καί τόσο μέ ἀγάπησε, ὥστε καί τόν ἑαυτό του νά παραδώσει στήν κατάρα τοῦ σταυροῦ. Τί θά μποροῦσε νά βρεθεῖ ἰσάξιο αὐτῆς τῆς ἀγάπης;». ῾Ο ἀπ. Παῦλος νιώθει ὅτι χάρη στό σταυρό τοῦ Χριστοῦ αὐτός, ὁ δέσμιος τῆς ἄγνοιας καί τῆς ἁμαρτίας, λυτρώθηκε· ἦταν τυφλός, κι ἀντίκρυσε τό θεῖο φῶς· ἦταν νεκρός πνευματικά, καί ἀναστήθηκε. ᾿Από ἀδύναμος καί ἐπίγειος ἄνθρωπος ἔγινε πανίσχυρος καί οὐράνιος. Γι᾿ αὐτό αἰσθάνεται τήν ἀνάγκη νά καυχηθεῖ καί νά πανηγυρίσει γιά τίς εὐλογίες πού ξεπήδησαν ἀπό τό σταυρό.
῾Ο ἀπόστολος δέν κηρύττει μόνο τό σταυρό ἀλλά καί καυχᾶται «ἐν τῷ σταυρῷ τοῦ Κυρίου ἡμῶν ᾿Ιησοῦ Χριστοῦ», γιά ὅσα ἔπαθε ὁ Χριστός γιά τή σωτηρία τῶν ἀνθρώπων. Τά μηνύματα αὐτῆς τῆς θυσίας τά βλέπει ἁπλά καί πρακτικά ἡ ᾿Εκκλησία στό σύμβολο τοῦ σταυροῦ, τό ὁποῖο καθιερώθηκε ὡς σύμβολο τῆς χριστιανικῆς πίστεως στά τέλη τῆς ἀποστολικῆς ἐποχῆς.
῾Ο σταυρός στήν πρό Χριστοῦ ἐποχή ἦταν σύμβολο καταδίκης καί κατάρας. Οἱ ἄνθρωποι ἐπινόησαν τόν σταυρικό θάνατο ὡς τό σκληρότερο εἶδος τιμωρίας τῶν κακούργων· «ἐπικατάρατος πᾶς ὁ κρεμάμενος ἐπί ξύλου» (Γα 3,12 πρβλ. Δε 21,23). Τό ἀκριβότερο τίμημα μέ τό ὁποῖο πλήρωνε ἡ ἁμαρτία τά θύματά της. ᾿Από τότε ὅμως πού ὁ ἀναμάρτητος ᾿Ιησοῦς Χριστός ἀνέβηκε ἑκούσια στό σταυρό καί προσέφερε ἀπό ἀγάπη σέ μᾶς τόν ἑαυτό του θυσία, ἁγίασε τό σταυρό καί τόν κατέστησε σύμβολο εὐλογίας, Τό πολιτιμότερο δῶρο τοῦ Θεοῦ στόν ἄνθρωπο.
Δι᾿ οὗ ἐμοί κόσμος ἐσταύρωται κἀγώ τῷ κόσμῳ· «Δι᾿ οὗ» σημαίνει «διά τοῦ σταυροῦ».
῾Η λέξη «κόσμος» ἔχει στήν ἁγία Γραφή τέσσερις σημασίες. Σημαίνει: α) τό σύμπαν, β) τήν ἀνθρωπότητα ὅλη (βλ. ᾿Ιω 3,16), γ) τόν ἁμαρτωλό κόσμο πού ἐπαναστάτησε ἐναντίον τοῦ Θεοῦ, δ) τό φρόνημα καί τή νοοτροπία τοῦ κόσμου πού εἶναι μακριά ἀπό τόν Θεό. ᾿Εδῶ ἡ λέξη ἔχει τήν τέταρτη σημασία. ῞Ολα αὐτά πού ὁ κόσμος τά θεωρεῖ ἀγαθά καί σπουδαῖα (δόξα, τιμές, ἀπολαύσεις) εἶναι σταυρωμένα, νεκρά γιά τόν ἀπ. Παῦλο (πρβλ. Λκ 14,26-27· Ρω 6,4-6· Γα 2,20). ᾿Αλλά καί ὁ ἴδιος ὁ ἀπόστολος εἶναι σταυρωμένος, νεκρός πλέον γιά τόν κόσμο.
῾Ο ἅγιος Χρυσόστομος διευκρινίζει· «Κόσμο ὀνομάζει (ὁ ἀπ. Παῦλος) ὄχι τόν οὐρανό οὔτε τή γῆ ἀλλά τά βιοτικά πράγματα, τόν ἔπαινο τῶν ἀνθρώπων, τή δουλική συνοδεία, τόν πλοῦτο, ὅλα αὐτά πού φαίνονται λαμπρά... Δέν ἀρκέσθηκε ὅμως μόνο σ᾿ αὐτό τόν τρόπο τῆς νεκρώσεως, ἀλλά πρόσθεσε καί ἄλλον λέγοντας «κἀγώ τῷ κόσμῳ», ἐννοώντας ὅτι εἶναι διπλή ἡ νέκρωση. Καί ἐκεῖνα γιά μένα εἶναι νεκρά κι ἐγώ γιά κεῖνα, κι οὔτε μποροῦν αὐτά νά μέ κυριεύσουν καί νά μέ ὑποδουλώσουν· διότι εἶναι νεκρά μιά γιά πάντα καί διότι εἶμαι νεκρός κι ἐγώ γι᾿ αὐτά. Τίποτε μακαριότερο δέν ὑπάρχει ἀπό αὐτή τή νέκρωση· διότι αὐτή ἡ νέκρωση ἀποτελεῖ τή βάση τῆς μακαρίας ζωῆς».
Γιά νά κατανοήσουμε αὐτή τή διπλή σταύρωση γιά τήν ὁποία μιλᾶ ἐδῶ ὁ Παῦλος, ἀναφέρω δύο ὑποθετικές εἰκόνες:
α) Φαντασθεῖτε ὅτι γίνεται μία γενική καταστροφή καί μένει ζωντανός μόνο ἕνας ἄνθρωπος ἀπ᾿ ὅλο τόν κόσμο. ῾Ο ἄνθρωπος αὐτός, πού θά ζῆ καί θά κινεῖται ἀνάμεσα στούς νεκρούς, φυσικά δέν θά ἐπηρεάζεται καθόλου οὔτε ἀπό τά θέλγητρα οὔτε ἀπό τά φόβητρα τοῦ κόσμου. Τί νά ἐπιθυμήσει μέσα σ᾿ ἕνα νεκροταφεῖο ἀλλά καί ἀπό τί νά φοβηθεῖ;
β) ῞Ενας νεκρός ἄνθρωπος μέσα στόν ζωντανό κόσμο πού τόν περιβάλλει μένει ἐπίσης ἀνεπηρέαστος ἀπό τό περιβάλλον. Οὔτε φοβᾶται οὔτε ντρέπεται κανέναν οὔτε ἐπιθυμεῖ τίποτε, ἀφοῦ εἶναι νεκρός. ᾿Αλλά καί ὁ κόσμος, οἱ ζωντανοί πού εἶναι γύρω του, δέν ἔχουν καμία ἀπαίτηση ἀπό τόν νεκρό.
῎Ετσι αἰσθάνεται ὁ ἀπ. Παῦλος ὅτι εἶναι νεκρός γιά τόν κόσμο καί ὁ κόσμος νεκρός γι᾿ αὐτόν. Καί αὐτό τό πέτυχε κάνοντας τό σταυρό τοῦ Χριστοῦ σταυρό δικό του. ῾Η ζωή του ἔγινε σταυρωμένη ζωή, ζωή θυσίας.
Χριστιανός σημαίνει ἕνας μικρός Χριστός, ἕνας σταυροφόρος τοῦ Χριστοῦ. Αὐτή τήν ἀλήθεια μᾶς θυμίζει ἡ ᾿Εκκλησία μας μέ τήν παράδοσή της νά φορᾶ στόν κάθε βαπτιζόμενο ἕναν σταυρό. Βλέποντας καθημερινά τό σταυρό πού φοροῦμε στό λαιμό μας ὀφείλουμε:
α) Νά σκεπτόμαστε πόσο μᾶς ἀγάπησε ὁ Θεός καί πόσο κοστίσαμε σ' Αὐτόν, πόση ἀξία μᾶς ἔδωσε ἡ σταυρική του θυσία γιά χάρη μας.
β) Νά ἀνανεώνουμε τή χωρίς ὅρους παράδοσή μας στό θέλημα τοῦ Θεοῦ.
γ) Νά μετροῦμε τήν ἀγάπη μας στόν Κύριο καί νά θυμόμαστε ὅτι ἀγάπη σημαίνει προσφορά καί θυσία.
῾Η θυσία καί ὁ σταυρός δέν εἶναι καθόλου ἐπιθυμητά στόν ἄνθρωπο τῆς εὐδαιμονιστικῆς ἐποχῆς μας. Σήμερα πολλοί τιμοῦν τό σταυρό μόνο ὡς σύμβολο θριάμβου καί νίκης. Λησμονοῦν ὅμως τό βαθύτερο περιεχόμενό του, τή θυσία, τόν ἀγώνα, τό χρέος καί τό μαρτύριο. Εἶναι ἀνάγκη ὅμως νά ἀλλάξουμε νοοτροπία, ἄν θέλουμε νά ἀνήκουμε στούς ἐκλεκτούς τοῦ Κυρίου. Διότι ὁ Κύριος στούς μακαρισμούς του χαρακτήρισε μακάριους τούς «πενθοῦντες», «τούς δεδιωγμένους», «τούς ὀνειδιζομένους». Στήν καλλιέργεια τοῦ σταυρικοῦ φρονήματος μᾶς βοηθᾶ ἡ μελέτη τῶν Παθῶν τοῦ Κυρίου καί τῶν βίων τῶν ἁγίων μας. Οἱ μάρτυρες μέ τή δύναμη τοῦ σταυροῦ ὁμολογοῦσαν τόν Κύριο καί ὑπέμεναν τά μαρτύρια. ῾Ο ἅγιος Κοσμᾶς ὁ Αἰτωλός προσευχόταν· «Τόν Χριστόν μου παρακαλῶ νά μέ ἀξιώσει νά χύσω τό αἷμα μου γιά τήν ἀγάπην του, ὅπως ἐκεῖνος ἔχυσε τό αἷμα του γιά τήν ἀγάπην μου».
῾Ο πιστός ἐμπνέεται καί θέλγεται ἀπό τό σταυρό, διότι πέρα ἀπό τήν ὀδύνη τοῦ θανάτου βλέπει στό σταυρό τό θρίαμβο τῆς ᾿Αναστάσεως. Γνωρίζει ἐμπειρικά καί διακηρύττει· «ἰδού γάρ ἦλθε διά τοῦ σταυροῦ χαρά ἐν ὅλῳ τῷ κόσμῳ».
Οἱ πατέρες τῆς ᾿Εκκλησίας παραλληλίζουν τό νόημα τοῦ σταυροῦ μέ τήν ἔξοδο τῶν ᾿Ισραηλιτῶν ἀπό τή δουλεία τῆς Αἰγύπτου. Οἱ ῾Εβραῖοι φεύγοντας ἀπό τήν Αἴγυπτο ἔπρεπε νά σβήσουν ἀπό μέσα τους καί τήν ἐπιθυμία τῆς χώρας αὐτῆς καί ἔπειτα νά εἰσέλθουν στή γῆ τῆς ἐπαγγελίας. Τό ἴδιο γίνεται καί μέ τούς χριστιανούς. Πρῶτα ἀπομακρύνονται ἀπό τήν ἁμαρτία τροπικά καί τοπικά. «Δι᾿ οὗ ἐμοί κόσμος ἐσταύρωται», δηλ. οὐσιαστικά σταυρώνεται ὁ κόσμος γι᾿ αὐτούς, ἔπειτα ἀπομακρύνουν ἀπό μέσα τους τόν κόσμο τῶν παθῶν καί τήν ἁμαρτωλή ἐπιθυμία, «κἀγώ τῷ κόσμͺῳ», δηλ. ἐλευθερώνονται ἀπό τήν ἐπιθυμία τῆς ἁμαρτίας καί, στή συνέχεια, φθάνουν στή γῆ τῆς ἐπαγγελίας, στή βασιλεία τοῦ Θεοῦ.
6,15. ᾿Εν γάρ Χριστῷ ᾿Ιησοῦ οὔτε περιτομή τι ἰσχύει οὔτε ἀκροβυστία, ἀλλά καινή κτίσις.
῾Η ἔκφραση «ἐν γάρ Χριστῷ ᾿Ιησοῦ» (πρβλ. 5,6) σημαίνει στό καθεστώς τοῦ ᾿Ιησοῦ Χριστοῦ, στήν ᾿Εκκλησία, ἀλλά καί στό κάθε μέλος της, στόν κάθε χριστιανό.
῞Οπως ἤδη πολλές φορές ἀναφέρθηκε στήν ᾿Επιστολή, ἡ περιτομή ἀποτελοῦσε τή σφραγίδα τῆς διαθήκης τοῦ Θεοῦ μέ τόν ᾿Ισραήλ, ἐνῶ ἡ ἀκροβυστία, δηλαδή τό νά μήν ἔχει ὁ ἄνθρωπος περιτομή, ἦταν τό γνώρισμα τῆς εἰδωλολατρίας.
῾Ο ἀπόστολος τονίζει γιά ἄλλη μιά φορά ὅτι ὅσοι πίστεψαν στόν Χριστό δέν ἔχουν πλέον καμιά σχέση οὔτε μέ τόν ᾿Ιουδαϊσμό οὔτε μέ τήν εἰδωλολατρία. ῞Οπως ὁ ἴδιος τά νιώθει ὅλα αὐτά νεκρά, ἔτσι καί ὅλοι οἱ χριστιανοί πρέπει νά τά νεκρώσουν μέσα τους, γιά νά ἀναστηθοῦν ἐν Χριστῷ.
Καινή κτίσις· ῾Η πρώτη κτίσις ἦταν ὁ φυσικός κόσμος πού δημιούργησε ὁ Θεός. ῎Επλασε τόν ἄνθρωπο καί τόν ἔβαλε στόν παράδεισο. Μέ τήν παρακοή ὅμως μαζί μέ τόν ἄνθρωπο ὁλόκληρη ἡ κτίσις περιῆλθε στή φθορά καί στό θάνατο. ᾿Αλλά ὁ Θεός ἔδωσε τήν ἐλπίδα μέ τό πρωτευαγγέλιο ὅτι θά στείλει στόν κόσμο Αὐτόν πού θά φέρει τή λύτρωση.
῾Ο ᾿Ιησοῦς Χριστός μέ τή σταυρική του θυσία καί τήν ἀνάστασή του προσέφερε τή λύτρωση στούς ἀνθρώπους. Δέν τήν ἐπέβαλε ὅμως. Μέσα στόν παλαιό κόσμο τῆς φθορᾶς δημιούργησε μία καινή κτίση, τόν δικό του κόσμο, τήν ᾿Εκκλησία.
Γιά νά εἰσέλθουν οἱ ἄνθρωποι σ᾿ αὐτόν τόν νέο κόσμο πρέπει πρῶτα νά πιστέψουν ὅτι ἡ μόνη ὁδός σωτηρίας εἶναι ὁ Χριστός καί ἡ ᾿Εκκλησία του. Νά βαπτισθοῦν καί νά ἀποθέσουν «τόν παλαιόν ἄνθρωπον, τόν φθειρόμενον κατά τάς ἐπιθυμίας τῆς ἀπάτης» (᾿Εφ 4, 22)· νά πετάξουν τά βρόμικα κουρέλια τῆς ἁμαρτίας καί νά ντυθοῦν «τόν καινόν ἄνθρωπον, τόν κατά Θεόν κτισθέντα ἐν δικαιοσύνῃ καί ὁσιότητι τῆς ἀληθείας» (᾿Εφ 4,24). Αὐτός ὁ καινός, ὁ νέος ἄνθρωπος εἶναι ὁ Χριστός· «ὅσοι εἰς Χριστόν ἐβαπτίσθητε, Χριστόν ἐνεδύσασθε» (Γα 3,27).
Ντύνεται τόν Χριστό ὁ πιστός, καθώς τόν μιμεῖται ὄχι ἐξωτερικά καί ἐπιφανειακά ἀλλά ζώντας στή ζωή του τή ζωή τοῦ Χριστοῦ καί μεταμορφώνοντας τήν ὕπαρξή του μέσα στήν κοινωνία τῆς ἀγάπης Του. ῾Ο ἅγιος Μακάριος ὁ Αἰγύπτιος λέει· «οὐκ ἐν σχήματι καί τύποις ἐξωτέροις ἡ ἀλλοίωσις τῶν χριστιανῶν ὑπάρχει... ἐν γάρ τῇ τοῦ νοός ἀνακαινώσει καί τῇ τῶν λογισμῶν εἰρήνῃ καί τῇ τοῦ Κυρίου ἀγάπῃ καί οὐρανίῳ ἔρωτι ἡ καινή κτίσις τῶν χριστιανῶν πάντων ἀνθρώπων τοῦ κόσμου διαφέρει».
Τήν καινή κτίση τήν ἀποτελοῦν οἱ χριστιανοί πού ἔχουν ὡς γνωρίσματά τους·
* Καινούργιο ὄνομα, χριστιανοί, πού σημαίνει μικροί Χριστοί. Μιμοῦνται τόν Χριστό βαδίζοντας πάνω στά ἴχνη του.
* Καινούργια οἰκογένεια, τήν ᾿Εκκλησία.
* Καινούργια νομοθεσία, τίς ἐντολές τῆς ἁγίας Γραφῆς.
* Καινούργια καρδιά, πού ἀγκαλιάζει μέ ἀγάπη φίλους καί ἐχθρούς (βλ. Ψα 50,12).
* Καινούργια νοοτροπία, «νοῦν Χριστοῦ» (Α´ Κο 2,16). Ζοῦν ἀνάμεσα στούς ἀνθρώπους ὡς ἕνα ἄλλο εἶδος ἀνθρώπου μέ ζωή θυσίας, προσφορᾶς, ἀνεξικακίας, συγχωρητικότητος.
* Καινούργια τροφή, τή θεία Κοινωνία.
Συνδυάζοντας τό στίχο μέ τό παράλληλό του στό 5,6 βλέπουμε ὅτι ἡ καινή κτίσις εἶναι «πίστις δι᾿ ἀγάπης ἐνεργουμένη». ῎Εχει, δηλαδή, ἡ καινή κτίσις δύο γνωρίσματα· τήν πίστη, πού συνδέει τά μέλη τῆς ᾿Εκκλησίας μέ τόν Θεό, καί τήν ἀγάπη, πού τά συνδέει μεταξύ τους. Νομίζω ὅτι δέν θά ἦταν αὐθαίρετο νά ἀποδώσουμε τό «καινή κτίσις» μέ τό «καινή διαθήκη» ἐννοώντας· α) τό καθεστώς τῆς ᾿Εκκλησίας, τῆς νέας συμφωνίας τοῦ Θεοῦ μέ τούς ἀνθρώπους καί β) τόν κανόνα τῆς Καινῆς Διαθήκης, πού ἀποτελεῖ τόν καταστατικό χάρτη τῆς ᾿Εκκλησίας. Γι᾿ αὐτόν κάνει λόγο ὁ ἑπόμενος στίχος.
6,16. Καί ὅσοι τῷ κανόνι τούτῳ στοιχήσουσιν, εἰρήνη ἐπ᾿ αὐτούς καί ἔλεος, καί ἐπί τόν ᾿Ισραήλ τοῦ Θεοῦ.
«Κανών» λέγεται· α) ὁ χάρακας, ὁ ὑπογραμμός, β) τό ἴσιο ραβδί πού χρησιμοποιεῖ ὁ μαραγκός ἤ ὁ τοπογράφος ὡς μέτρο, γ) κάθε ὑπόδειγμα, κάθε τύπος καί ὑπογραμμός, ὁ νόμος. ῾Ολόκληρη ἡ ἁγία Γραφή καί μάλιστα ἡ Καινή Διαθήκη ὀνομάσθηκε κανόνας, διότι μᾶς εἶναι ὁ ἀπαραίτητος χάρακας, γιά νά εὐθυγραμμίζουμε τό φρόνημα καί τή ζωή μας, γιά νά πιστεύουμε καί νά ζοῦμε ὅπως θέλει ὁ Κύριός μας. ῾Ο ἀπ. Παῦλος χρησιμοποιεῖ τή λέξη κανών μέ τήν ἔννοια τοῦ μέτρου στά χωρία Β´ Κο 10,13.15· Φι 3,16. Στό στίχο πού μελετοῦμε τή χρησιμοποιεῖ μέ τήν ἔννοια τοῦ νόμου, τοῦ ὑποδείγματος. ῾Ο κανόνας γιά τόν ὁποῖο μιλᾶ ἐδῶ ὁ Παῦλος εἶναι «ἡ κατά Χριστόν καινή πολιτεία», γράφει ὁ ἅγιος Θεοφύλακτος, ἡ διδαχή καί ἡ ζωή τῆς ᾿Εκκλησίας. Βέβαια, στά χρόνια τοῦ ἀπ. Παύλου δέν εἶχε συμπληρωθεῖ ἀκόμη ὁ κανόνας τῶν βιβλίων τῆς ἁγίας Γραφῆς, ὅπως τόν ἔχουμε σήμερα. ῾Υπῆρχαν ὅμως ὅλα τά βιβλία τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης, πού τά χρησιμοποιοῦσε ἡ ᾿Εκκλησία, καθώς καί ὁρισμένα κείμενα τῆς Καινῆς Διαθήκης. ᾿Επίσης ὑπῆρχε ἡ προφορική διδασκαλία καί παράδοση τῶν ἀποστόλων, γιά τά ὁποῖα τόσο ὁ Παῦλος καί οἱ ἄλλοι ἀπόστολοι ὅσο καί οἱ χριστιανοί πού διαβάζουν τήν ᾿Επιστολή ἔχουν τή συνείδηση ὅτι ἀποτελοῦν τόν κανόνα, τό ὑπόδειγμα καί τό ρυθμιστή τῆς ζωῆς τῶν πιστῶν (πρβλ. Ρω 6,17, ὅπου ἡ προφορική διδασκαλία χαρακτηρίζεται «τύπος διδαχῆς»).
Τό ρῆμα στοιχῶ σημαίνει ἐντάσσομαι στό στοῖχο, στέκομαι ἤ περπατῶ στή γραμμή (πρβλ. στοίχηση μαθητῶν στή γυμναστική). ῾Η διαφορά τοῦ «στοιχῶ» ἀπό τό «περιπατῶ» καί τό «ζῶ» εἶναι ὅτι στό στοιχῶ ὑπάρχει καί ἡ ἔννοια τῆς ἑνότητος καί τῆς τάξεως τῆς ᾿Εκκλησίας. Τό «ζῶ» ἀφορᾶ στήν ἀτομική ζωή τοῦ πιστοῦ, ἐνῶ τό στοιχῶ στήν ὁμαδική, στήν ἐκκλησιαστική του ζωή. Τό πρῶτο δηλώνει τήν ὀρθοπραξία, τό νά εἶναι σωστός στή ζωή του ὁ πιστός. Τό δεύτερο σημαίνει τήν ὀρθοδοξία, τό νά πιστεύει ὁ χριστιανός σωστά, σύμφωνα μέ τά δόγματα τῆς ᾿Εκκλησίας, νά μή διασπᾶ οὔτε νά ἀλλοιώνει τό στοῖχο της. (Περισσότερα γιά τή σημασία τῶν δύο ρημάτων βλ. περιοδικό ΑΠΟΛΥΤΡΩΣΙΣ, ᾿Οκτώβριος 2005, σελ. 279-281).
Εἰρήνη ἐπ᾿ αὐτούς καί ἔλεος· Συνήθως ὁ ἀπ. Παῦλος χρησιμοποιεῖ τήν εὐχή «χάρις καί εἰρήνη» στήν ἀρχή τῶν ᾿Επιστολῶν του (βλ. Ρω 1,7· Α´ Κο 1,3· Β´ Κο 1,2). ᾿Εδῶ, στό τέλος τῆς πρός Γαλάτας, ἀντιστρέφει τή σειρά καί ἀντί τοῦ «χάρις» εὔχεται τό «ἔλεος». Τό ἔλεος εἶναι ἡ ἐκδήλωση τῆς χάριτος τοῦ Θεοῦ, ἡ φιλανθρωπία του. Αὐτό μᾶς χαρίζει τήν ἄφεση τῶν ἁμαρτιῶν. Συνέπεια τῆς ἀφέσεως εἶναι ἡ εἰρήνη στή σχέση μας μέ τόν Θεό. Τά δύο αὐτά μεγάλα δῶρα, τό ἔλεος καί τήν εἰρήνη, τά χαρίζει ὁ Θεός σ᾿ ἐκείνους πού συμμορφώνονται μέ τόν κανόνα Του, πού ζοῦν σύμφωνα μέ τό θέλημά Του. ῾Η συμμόρφωσή μας πρός αὐτόν τόν κανόνα εἶναι ὁ ἀσφαλής δρόμος, ὁ ὁποῖος ἐξασφαλίζει τήν εἰρήνη πρός τόν Θεό, πρός τόν ἑαυτό μας καί πρός τόν συνάνθρωπό μας.
Καί ἐπί τόν ᾿Ισραήλ τοῦ Θεοῦ· ῾Ο σύνδεσμος «καί» ἐδῶ εἶναι ἐπεξηγηματικός, σημαίνει «δηλαδή». ᾿Εξηγεῖ ποιοί εἶναι αὐτοί στούς ὁποίους χαρίζει ὁ Θεός τήν εἰρήνη καί τό ἔλεός του. «᾿Ισραήλ» σημαίνει «δυνατός μέ τόν Θεό». ῎Ετσι εἶχε ὀνομασθεῖ ὁ ᾿Ιακώβ μετά τήν πάλη του μέ τόν Θεό (βλ. Γέ 32,28). Οἱ ῾Εβραῖοι κράτησαν αὐτό τό ὄνομα τοῦ προπάτορά τους, δηλώνοντας ἔτσι τόν θεοκρατικό χαρακτήρα τοῦ ἔθνους τους. Πράγματι ὁ ᾿Ισραήλ ἦταν ὁ ἐκλεκτός λαός τοῦ Θεοῦ. Συχνά στούς Ψαλμούς βρίσκουμε τήν εὐλογία· «εἰρήνη ἐπί τόν ᾿Ισραήλ» (124,5· 127,6). Στήν Κ.Δ. ὅμως τά πράγματα ἀλλάζουν. ῾Ο παλαιός ᾿Ισραήλ, ὅσοι δέν δέχθηκαν τόν Χριστό, ἔμειναν ἔξω ἀπό τό σχέδιο καί τήν εὐλογία τοῦ Θεοῦ. ῾Ο Θεός ἔχει τώρα νέο λαό, τόν «᾿Ισραήλ τοῦ Θεοῦ». Εἶναι οἱ χριστιανοί πού ἔρχονται σέ ἀντίθεση πρός τόν «᾿Ισραήλ κατά σάρκα» (Α´ Κο 10,18). Στόν ᾿Ισραήλ τοῦ Θεοῦ, στήν ᾿Εκκλησία, περιλαμβάνονται καί πρώην ᾿Ισραηλῖτες ἀλλά καί πρώην ἐθνικοί. Τό κύριο γνώρισμά τους εἶναι ἡ πίστη στόν ᾿Ιησοῦ Χριστό, πού τούς καθιστᾶ «καινή κτίσιν».
῾Ο ἀπ. Παῦλος συνιστᾶ στούς χριστιανούς νά συμπεριφέρονται καί νά συμμορφώνονται μέ κανόνα διδασκαλίας τόν ὁποῖο δέν ἐπινόησαν οἱ ἴδιοι, ἀλλά τούς τόν καθόρισε ὁ Θεός. ᾿Αλλά ἀκόμη καί αὐτοί οἱ ὁποῖοι πολιτεύονται σύμφωνα μέ τόν κανόνα αὐτό ἔχουν ἀνάγκη ἀπό τό ἔλεος τοῦ Θεοῦ. Μποροῦν ὅμως νά εἶναι βέβαιοι ὅτι ἡ εἰρήνη καί τό ἔλεος τοῦ Θεοῦ θά τούς ἐπισκιάζει.
δ) Τά στίγματα τοῦ Κυρίου (6,17)
῾Ο στίχος διατυπώνει τήν κεντρική ἰδέα τῆς περικοπῆς ἀλλά καί ὅλης τῆς ᾿Επιστολῆς· α) ὁ ᾿Ιησοῦς Χριστός προσφέρει τή λύτρωση. ῾Η περιτομή εἶναι πλέον ἄχρηστη καί καταργεῖται. β) ῾Ο Παῦλος ἔχει ἀδιαμφισβήτητα διαπιστευτήρια τῆς ἀποστολικότητός του, τίς πληγές καί τά παθήματά του.
6,17. Τοῦ λοιποῦ κόπους μοι μηδείς παρεχέτω· ἐγώ γάρ τά στίγματα τοῦ Κυρίου ᾿Ιησοῦ ἐν τῷ σώματί μου βαστάζω.
Μέ τό «κόπους μοι μηδείς παρεχέτω» δέν ἐννοεῖ ὁ ἀπόστολος ὅτι κουράστηκε καί ζητᾶ νά μήν τόν ἐνοχλοῦν. ᾿Εκφράζεται μέ τόν τρόπο αὐτό γιά νά βγάλει τούς μαθητές του ἀπό τή ραθυμία, νά τούς ταρακουνήσει καί νά τούς στερεώσει περισσότερο στή διδαχή πού τούς παρέδωσε. Θέλει μόνοι τους οἱ Γαλάτες νά δώσουν τή μάχη ἔναντι τῶν ἰουδαϊζόντων. ῎Ετσι θά ἐκτιμήσουν περισσότερο τήν ἀλήθεια πού κατέχουν καί θά γίνουν πιό δυνατοί στήν πίστη. ᾿Εξάλλου αὐτός ὅ,τι εἶχε νά τούς πεῖ γιά τό θέμα τῆς περιτομῆς τό εἶπε. ῾Η διδασκαλία αὐτή δέν ἐπιδέχεται καμία μεταβολή, εἶναι ξεκάθαρη· μόνο ὁ Χριστός σώζει· ἡ περιτομή εἶναι ἄχρηστη. Δέν ὑπάρχει λόγος νά ἐπανέρχονται στό θέμα αὐτό.
᾿Εγώ γάρ τά στίγματα τοῦ Κυρίου ᾿Ιησοῦ ἐν τῷ σώματί μου βαστάζω· Τό τελευταῖο στοιχεῖο μέ τό ὁποῖο ὁ Παῦλος θέλει νά ἐνισχύσει τούς μαθητές του στήν πίστη τοῦ Χριστοῦ καί νά τούς βεβαιώσει γιά τήν ἀποστολικότητά του εἶναι «τά στίγματα τοῦ Κυρίου ᾿Ιησοῦ»· αὐτά μιλοῦν πιό πειστικά καί ἀπό τά λόγια καί ἀπό τήν ᾿Επιστολή του.
«Στίγματα» εἶναι τά σημάδια. ῞Οπως σήμερα οἱ γεωργοί χαράζουν ἕνα σημάδι στά δένδρα τους, καί οἱ κτηνοτρόφοι σημαδεύουν τά ζῶα τους, ἔτσι ἦταν συνήθεια τῆς ἐποχῆς ἐκείνης νά σημαδεύουν τά σώματα· α) τῶν δούλων, γιά νά φαίνεται ἡ κυριαρχία τῶν ἀφεντικῶν πάνω τους, β) τῶν ἱερόδουλων, γιά νά φαίνεται ὅτι ἦταν ἰδιοκτησία τῆς θεότητος πού ὑπηρετοῦσαν, γ) τῶν αἰχμαλώτων, γιά νά φαίνεται ὅτι ἦταν λάφυρα, δ) τῶν στρατιωτῶν, γιά νά φαίνεται σέ ποιά στρατιωτική μονάδα ὑπηρετοῦσαν.
῾Ο Παῦλος εἶχε τό σῶμα του σημαδεμένο ἀπό τίς πληγές καί τίς κακουχίες πού ὑπέμεινε ὡς πιστός δοῦλος τοῦ Χριστοῦ. Μερικά ἀπό τά παθήματά του ἀναφέρονται ἀναλυτικά στίς Πράξεις τῶν ἀποστόλων (βλ. 14,19· 16,22-30) καί στίς πρός Κορινθίους ᾿Επιστολές (βλ. Α´ Κο 15,32· Β´ Κο 11,23-28). Αὐτά τά στίγματα ἦταν τά ἰσχυρότερα διαπιστευτήρια τῆς ἀποστολικότητός του.
῾Ο ἅγιος Χρυσόστομος σχολιάζει ὅτι δέν εἶπε ὁ ἀπόστολος ἁπλῶς «ἔχω», ἀλλά «βαστάζω», πού δείχνει τό καύχημά του γιά τά σημάδια αὐτά. Εἶναι τά τρόπαια τῆς νίκης του. ῞Οπως ἕναν στρατιώτη, πού γυρνᾶ ἀπό τή μάχη ματωμένος καί γεμάτος τραύματα, δέν μπορεῖ νά τόν κατηγορήσει κανείς γιά δειλία, διότι ἔχει πάνω στό σῶμα του τήν ἀπόδειξη τῆς ἀνδραγαθίας, ἔτσι τά στίγματα τοῦ Παύλου δίνουν τήν πιό πειστική ἀπολογία γι᾿ αὐτόν.
Διδακτικό εἶναι τό ἑξῆς ἱστορικό παράδειγμα ἀπό τή ζωή τοῦ Μάρκου Μπότσαρη: Μετά ἀπό τίς πολύτιμες ὑπηρεσίες πού προσέφερε κατά τήν πρώτη πολιορκία τοῦ Μεσολογγίου, ἡ κυβέρνηση τόν ὀνόμασε στρατηγό. ᾿Επειδή ὅμως προκλήθηκαν δυσαρέσκειες, σέ σύσκεψη τῶν σουλιωτῶν ἀρχηγῶν, ἀφοῦ ἔφερε τό διάταγμα στά χείλη του ὡς ἔνδειξη σεβασμοῦ, τό ἔσχισε δηλώνοντας· «῞Οποιος εἶναι ἄξιος παίρνει τό δίπλωμα μεθαύριο μπροστά στόν ἐχθρό». Καί ὁ ἀπ. Παῦλος στή μάχη γιά τήν ἐξάπλωση τοῦ εὐαγγελίου διακρίθηκε μέ τούς κόπους καί τίς θυσίες του κι αὐτά θεωρεῖ ὡς τά πολύτιμα διάσημά του.
ε) Εὐχή - εὐλογία (6,18)
6,18. ῾Η χάρις τοῦ Κυρίου ἡμῶν ᾿Ιησοῦ Χριστοῦ μετά τοῦ πνεύματος ὑμῶν, ἀδελφοί· ἀμήν.
Συνήθως ὁ ἀπόστολος στήν κατακλείδα τῶν ᾿Επιστολῶν, ὅπου διατυπώνει παρόμοιες εὐχές, εὔχεται νά εἶναι ἡ χάρις «μεθ᾿ ὑμῶν» (Κλ 4,18· Α´ Θε 5,28 κ.ἀ.) ἤ «μετά πάντων ὑμῶν» (Ρω 16,24· Φι 4,23 κ.ἀ.). Μόνον ἐδῶ καί στήν πρός Φιλήμονα ᾿Επιστολή (στ. 25) εὔχεται «μετά τοῦ πνεύματος ὑμῶν» (πρβλ. Β´ Τι 4,22). Σύμφωνα μέ τόν ἅγιο Χρυσόστομο ὁ Παῦλος χρησιμοποιεῖ αὐτή τήν ἔκφραση γιά νά ἀπομακρύνει τούς Γαλάτες ἀπό τά σαρκικά (πρβλ. περιτομή) καί νά τούς θυμίσει τήν εὐεργεσία τοῦ Θεοῦ. ᾿Από τότε πού βαπτίσθηκαν πῆραν Πνεῦμα ἅγιο καί ὀφείλουν νά ἔχουν στή ζωή τους ἐμφανεῖς τούς καρπούς του. Αὐτή τή δωρεά δέν τούς τή χάρισε ὁ νόμος καί τά ἔργα του ἀλλά ἡ πίστη στόν Χριστό. Σ᾿ Αὐτόν, λοιπόν, νά μείνουν σταθεροί. Τούς τό γράφει ὄχι μόνο ὡς εὐχή ἀλλά καί ὡς διδασκαλία, ἐπισφραγίζοντας ἔτσι ὅλα ὅσα τούς εἶπε.
῾Η τρυφερότητα αὐτοῦ τοῦ τελευταίου στίχου ἀμβλύνει τήν ἐντύπωση πού προκαλεῖ τό αὐστηρό ὕφος τῆς ᾿Επιστολῆς. Δείχνει ὅτι τό κίνητρο τοῦ Παύλου σ᾿ αὐτά πού ἔγραψε δέν εἶναι τίποτε ἄλλο παρά μόνο ἡ ἀγάπη καί ἡ φιλοστοργία του γιά τούς Γαλάτες. Εἶναι σάν νά τούς λέει· «παρ᾿ ὅλα τά λάθη σας δέν παύω νά σᾶς ἀγαπῶ καί νά σᾶς θεωρῶ ἀδελφούς».
Στεργίου Σάκκου, Ἀποστολικές περικοπές (Βοήθημα γιά κυκλάρχες)
Ἀλήθεια καί πλάνη
«Πιστὸς ὁ λόγος· καὶ περὶ τούτων βούλομαί σε διαβεβαιοῦσθαι, ἵνα φροντίζωσι καλῶν ἔργων προΐστασθαι οἱ πεπιστευκότες τῷ Θεῷ. ταῦτά ἐστι τὰ καλὰ καὶ ὠφέλιμα τοῖς ἀνθρώποις· μωρὰς δὲ ζητήσεις καὶ γενεαλογίας καὶ ἔρεις καὶ μάχας νομικὰς περιΐστασο· εἰσὶ γὰρ ἀνωφελεῖς καὶ μάταιοι. αἱρετικὸν ἄνθρωπον μετὰ μίαν καὶ δευτέραν νουθεσίαν παραιτοῦ, εἰδὼς ὅτι ἐξέστραπται ὁ τοιοῦτος καὶ ἁμαρτάνει ὢν αὐτοκατάκριτος. ῞Οταν πέμψω ᾿Αρτεμᾶν πρός σε ἢ Τυχικόν, σπούδασον ἐλθεῖν πρός με εἰς Νικόπολιν· ἐκεῖ γὰρ κέκρικα παραχειμάσαι. Ζηνᾶν τὸν νομικὸν καὶ ᾿Απολλὼ σπουδαίως πρόπεμψον, ἵνα μηδὲν αὐτοῖς λείπῃ. μανθανέτωσαν δὲ καὶ οἱ ἡμέτεροι καλῶν ἔργων προΐστασθαι εἰς τὰς ἀναγκαίας χρείας, ἵνα μὴ ὦσιν ἄκαρποι. ᾿Ασπάζονταί σε οἱ μετ' ἐμοῦ πάντες. ἄσπασαι τοὺς φιλοῦντας ἡμᾶς ἐν πίστει. ῾Η χάρις μετὰ πάντων ὑμῶν· ἀμήν».
Πιστός ὁ λόγος
Ἕνα ἀπό τά κύρια γνωρίσματα τῶν καιρῶν μας εἶναι ἡ σύγχυση καί ἡ ἀβεβαιότητα γύρω ἀπό μεγάλα καί σπουδαῖα θέματα, πού ἀπασχολοῦν τόν ἄνθρωπο, καί προπάντων γύρω ἀπό τό θεμελιακό θέμα, ποιά εἶναι ἡ ἀλήθεια γιά τόν ἑαυτό μου, τήν ὕπαρξή μου καί τόν προορισμό μου. Μέσα στούς αἰῶνες πού πέρασαν, ἡ ἀνθρώπινη γνώμη πάνω σ’ ὅλα αὐτά πῆρε τίς πιό ποικίλες θέσεις, γιά νά φτάσουμε σήμερα μπροστά στήν ἀπελπιστική ὁμολογία: «Δέν μπορῶ νά ξέρω τίποτε. Δέν εἶμαι σίγουρος γιά τίποτε»! Ποτέ ἀπάντηση ἄλλη δέν ὑπῆρξε τόσο βασανιστική γιά τήν ψυχή μας, τόσο θλιβερή καί τόσο καταθλιπτική. Πουθενά φῶς, πουθενά ἀνάπαυση, πουθενά εἰρήνη!
Κι ὅμως. Ὑπάρχει σήμερα ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ, πού λάμπει γλυκά καί δυνατά, ὅπως ἔλαμπε πάντοτε ἀπό τήν ἀρχή τῆς ἱστορίας τοῦ ἀνθρώπου. Φάρος στά σκοτάδια τῆς ἀμφιβολίας, πυξίδα στά πελάγη τῆς ἀγνοίας, ἀλήθεια γνήσια καί ἐγγυημένη ἀπό τήν πηγή τῆς ἀλήθειας, τόν Κύριο τοῦ κόσμου καί τόν Πατέρα μας Θεό. Αὐτό τό σημαντικό καί αἰσιόδοξο μήνυμα μᾶς ὑπενθυμίζει τό ἀποστολικό ἀνάγνωσμα τῆς Κυριακῆς τῶν Πατέρων (Ττ 3,8-15). «Πιστός ὁ λόγος», ἀνακράζει ὁ ἀπόστολος Παῦλος πολλές φορές στίς ἐπιστολές του καί τώρα στό γράμμα του πρός τόν Τίτο. Ὅ,τι ἀποκαλύπτει ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ ἀξίζει τήν ἐμπιστοσύνη μας, ἀξίζει πέρα γιά πέρα νά τό παραδεχτοῦμε καί νά τό ἐνστερνιστοῦμε. Καί ὁ σοφότερος τῶν ἀνθρώπων μπορεῖ νά κάνει λάθος καί νά ἀστοχήσει στήν ἀλήθεια, διότι ἡ ἀνθρώπινη γνώση καί διάνοια εἶναι περιορισμένη. Καί ὁ εἰλικρινέστερος τῶν ἀνθρώπων μπορεῖ νά πεῖ ψέματα ἀπό ἄγνοια καί νά ἀπατήσει ἀπό ἀδυναμία. Μόνον ὁ Θεός εἶναι ἀξιόπιστος καί μόνον ὁ Ἰησοῦς Χριστός εἶναι «ὁ μάρτυς ὁ πιστός καί ἀληθινός» (Ἀπ 3,14) μέ τήν ἀπόλυτη ἔννοια, τόν ὁποῖο ζητᾶ ἡ καρδιά μας γιά νά ἀναπαυθεῖ. Αὐτός δέν ὑπάρχει περίπτωση νά λαθέψει, δέν ὑπάρχει περίπτωση νά ψευσθεῖ, διότι εἶναι ἡ ἴδια ἡ Ἀλήθεια καί εἶναι σέ θέση νά μᾶς τήν γνωρίσει. Γι’ αὐτό μπῆκε στήν ἱστορία μας καί μᾶς μίλησε μέ ἀγγέλους, γι’ αὐτό ἔστειλε τούς προφῆτες καί τούς ἁγίους του, γι’ αὐτό, τέλος, ἔγινε ἄνθρωπος καί μᾶς συναναστράφηκε. Τά λόγια του καί τά ἔργα του καταγράφηκαν καί φυλάσσονται ἀπό τήν Ἐκκλησία του μέσα στήν ἁγία Γραφή, πού εἶναι ἡ ζωντανή φωνή του. Εἶναι ὁ «πιστός λόγος». Αὐτόν τόν πιστό λόγο διακόνησαν καί ὑπηρέτησαν οἱ πατέρες τῆς Ἐκκλησίας μας, τούς ὁποίους τιμᾶ ἡ Ἐκκλησία στήν ἑορτή τῶν πατέρων. Ἀγωνίσθηκαν μέ λόγια καί μέ ἔργα νά ἑρμηνεύσουν καί νά διακηρύξουν τόν πιστό λόγο.
Ἀνάγκη εὐαγγελισμοῦ
Ἀλλά πῶς ἡ ἀνθρωπότητα θά μάθει τή σωτήρια ἀλήθεια; Πῶς ὁ σημερινός κόσμος, οἱ ἄνθρωποι πού ζοῦν καί κινοῦνται μαζί μας, μέ τά μεγάλα ἐρωτηματικά στή σκέψη καί τή βαρειά θλίψη στήν καρδιά, πῶς θά μάθουν τόν «πιστό λόγο»; Εἶναι ἔργο τῶν ἀποστόλων κι ὅλων τῶν ἀνθρώπων πού διαλέγει ὁ Θεός γιά συνεργάτες του, εἶναι χρέος αὐτῶν πού ἄκουσαν ἤδη τό εὐαγγέλιο, τό εὐλογημένο ἄγγελμα τοῦ οὐρανοῦ, νά τό κηρύξουν καί στούς ἀλλους. «Καί περί τούτων βούλομαί σε διαβεβαιοῦσθαι», παραγγέλλει ὁ ἀπόστολος Παῦλος στόν Τίτο. Λίγο παραπάνω τοῦ ἀνέφερε πῶς ἐπιτεύχθηκε ἡ λύτρωση τοῦ ἀνθρώπου μέ τήν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ Πατέρα, τή θυσία τοῦ Υἱοῦ καί τή χάρη τοῦ ἁγίου Πνεύματος, πού μᾶς ἐξασφαλίζει τήν αἰώνια ζωή καί εὐτυχία (στίχ. 4-7). Αὐτό, πού εἶναι συνοπτικά τό περιεχόμενο ὅλης τῆς ἁγίας Γραφῆς, θέλει ὁ ἀπόστολος ὄχι ἁπλῶς νά τό διδάσκει ὁ Τίτος, ἀλλά νά τό διαβεβαιώνει, νά τό κηρύττει δηλαδή μέ κῦρος καί αὐθεντία. Κι ὅταν μάλιστα πρόκειται γιά τή μελλοντική κληρονομιά, πού εἶναι τό ἀποτέλεσμα τοῦ ἀπολυτρωτικοῦ ἔργου τοῦ Χριστοῦ, ἐδῶ χρειάζεται ἡ διαβεβαίωση στόν κόσμο τόν ὑλιστικό νά εἶναι ἰσχυρότερη, γιά νά μάθει ὁ κόσμος ὅτι δέν ὑπάρχει μονάχα αὐτή ἡ προσωρινή, ἡ φευγαλέα καί ψεύτικη πραγματικότητα, ἀλλά καί ἡ μέλλουσα πραγματικότητα, πού ἐγγυᾶται ὁ θάνατος καί ἡ ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ καί ἐπιμαρτυρεῖ ἡ Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ στόν κόσμο καί ἔτσι ὁ λόγος της εἶναι πιστός, αὐθεντικός καί ἀξιόπιστος. Μέ ἄλλα λόγια, ὁ Παῦλος καθιερώνει ἐδῶ τή διδασκαλία τοῦ δόγματος.
Τά δόγματα φῶς, χαρά, ζωή τῶν πιστῶν
Λένε πολλοί πώς τό δόγμα εἶναι ἀνελευθερία, εἶναι ὑποτίμηση καί καταναγκασμός τῆς ἀνθρώπινης προσωπικότητας· σέ δεσμεύει καί σοῦ ἐπιβάλλει τήν τυφλή ὑπακοή. Ἀλλά ὅλα αὐτά μπορεῖ νά ἰσχύουν σέ κάθε ἄλλη περίπτωση, ὄχι ὅμως γιά τό λόγο τοῦ Θεοῦ. Διότι, ἁπλούστατα, τά ἀξιώματα πού διατυπώνει ἡ ἁγία Γραφή δέν εἶναι καρπός ἔστω καί τῆς πιό ἀρίστης διανοίας, τοῦ πιό ἀγαθοῦ ἀνθρώπου, ἀλλά εἶναι ἀποκάλυψη τῆς σοφίας τοῦ Θεοῦ, φανέρωμα τῆς νοοτροπίας καί τῆς θελήσεως τοῦ Κυρίου μας. Τό δόγμα στήν πίστη μας εἶναι μεγάλη ὑπόθεση, εἶναι ἡ ἴδια ἡ ἀλήθεια, ἡ βάση καί ἡ ἀρχή τῆς σωτηρίας μας, εἶναι ὁ «πιστός λόγος», ὁ ἀξιόπιστος λόγος, στόν ὁποῖο ἀξίζει πέρα γιά πέρα ὁ ἄνθρωπος νά δώσει ἐμπιστοσύνη. Δέν εἶναι κατεστημένο οὔτε τροχοπέδη. Εἶναι φῶς καί χαρά καί ζωή. Φῶς, διότι ἀπαντᾶ στά ἐρωτήματά μας, χαρά, διότι λύνει τά προβλήματά μας, ζωή, διότι μᾶς ἀναγεννᾶ σ’ ἕναν καινούργιο κόσμο. Κι ἄν τό δόγμα σήμερα σοκάρει, ἄν τό μισοῦν καί τό συκοφαντοῦν, εἶναι κι αὐτό ἀπό μιά μεριά γιά τόν πιστό ἄνθρωπο δεῖγμα τῆς σπουδαιότητός του· διότι ὁ ἐχθρός τό ἔχει συνήθεια καί ἀμετάτρεπτη τακτική νά χτυπάει μέ σφοδρότητα ὅ,τι μέσα στήν πίστη μας ἔχει περισσότερη ἀξία καί δύναμη σωτηριώδη, ὅπως π.χ. τήν ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ ἤ τήν ὀμορφιά τῆς ἁγνότητος. Ἀλλά τό δόγμα τῆς ἁγίας Γραφῆς εἶναι ἀκριβῶς ἡ ἀλήθεια πού διψᾶ ἡ ψυχή μας καί δέν μπορεῖ νά βρεῖ πουθενά ἀλλοῦ, εἶναι ὁ σωστός προσανατολισμός μέσα στούς ἀβέβαιους δρόμους, ὅπου τήν παραπλανοῦν ἰδιαίτερα στούς καιρούς μας οἱ νεφελώδεις καί ὁμιχλώδεις ψευτοφιλοσοφίες. Δόγμα = ἀποκάλυψη Θεοῦ = πίστη = ἁληθινή ζωή.
«Καλῶν ἔργων προΐστασθαι»
Ὅταν ὁ ἐχθρός δέν μπορεῖ ἀλλιῶς νά ἐξουδετερώσει τήν ἀλήθεια -οὔτε μέ τήν ἀδιαφορία, διότι ἡ ἀγωνία μας δέν καθησυχάζει, οὔτε μέ τή συκοφαντία, διότι τό φῶς εἶναι δυνατότερο ἀπό τό σκοτάδι-, ὅταν δέν μπορεῖ κατά μέτωπον νά τήν καταστρέψει, τότε προσπαθεῖ νά τή διαστρέψει. Παίρνει τό σχῆμα της, τή μορφή της καί ντύνει μ’ αύτά τά δικά του ψέματα. Φορᾶ μάσκα, γιά νά ξεγελάσει τούς ἐπιπόλαιους, νά μπεῖ καί νά δράσει ἀνενόχλητα μέσα στό χῶρο τοῦ ἀντιπάλου. Ἔτσι καί μέ τό δόγμα. Ἡ γνήσια ἔκδοση τοῦ δόγματος, ἡ ἀληθινή ἔκφραση τῆς πίστεως εἶναι τά καλά ἔργα, ἡ καλή ζωή. Ἡ θεωρία ἀποκτᾶ οὐσία μέ τήν πράξη, ἡ πίστη δείχνει τήν ἀξία της μέ τήν ἔμπρακτη ἀγάπη καί μέ τή θυσία, καί τό δόγμα φανερώνει τή δύναμή του ὅταν κάνει ἔργο τό θέλημα τοῦ Θεοῦ, ὅταν ἀσκεῖ καί ἐφαρμόζει τίς ἀλήθειες τῆς πίστεως στίς περιστάσεις τῆς κάθε μέρας. Τό λέει καθαρά ὁ ἀπόστολος Παῦλος· «ἵνα φροντίζωσι καλῶν ἔργων προΐστασθαι οἱ πεπιστευκότες τῷ Θεῷ». Οἱ πιστοί, αὐτοί πού ἔχουν δεχθεῖ καί κατέχουν κτῆμα τους καί θησαυρό τους τόν «πιστόν λόγον», πρέπει νά φροντίζουν νά εἶναι πρῶτοι στά καλά ἔργα. Οἱ καλωσύνες δέν εἶναι ἰδιότητες τῶν καλῶν ἀνθρώπων, ἀλλά εἶναι γνώρισμα τῶν πιστῶν. Ὅπως ἑρμηνεύει καί ὁ ἅγιος Χρυσόστομος, κανένα κίνητρο δέν εἶναι τόσο δυνατό καί τόσο ἀσφαλές γιά τήν κοινωνική εὐποιΐα, ὅσο ἡ θεογνωσία, ἡ πίστη ὅτι ὑπάρχει Θεός, πού θυσιάστηκε γιά μᾶς· ἔτσι ὁ πιστός βρίσκει πάντα τή διάθεση καί τή δύναμη νά θυσιασθεῖ γιά τούς ἄλλους. Καί δέν εἶναι μόνο ὅτι οἱ πιστοί πρέπει νά ἐξασκοῦν τήν ἀγάπη, ἀλλά πρέπει νά φροντίζουν, πού σημαίνει νά ἐπιδιώκουν, καί μάλιστα νά προΐστανται, πού σημαίνει νά πρωτοποροῦν, γιά νά μήν εἶναι ἄκαρποι. Ἡ καρποφορία εἶναι γνώρισμα τῆς πίστεως, εἶναι γνώρισμα τῶν μαθητῶν τοῦ Κυρίου. Δέν περιμένουν τούς ἐνδεεῖς νά ‘ρθοῦν σ’ αὐτούς, ἀλλ’ αὐτοί τρέχουν νά τούς βροῦν. Δέν ἀκολουθοῦν τίς εὐκαιρίες, ἀλλά οἱ ἴδιοι τίς δημιουργοῦν. «Ταῦτά ἐστι τά καλά καί ὠφέλιμα τοῖς ἀνθρώποις»· αὐτά εἶναι πού ὠφελοῦν τούς ἀνθρώπους, αὐτή εἶναι ἡ ἀληθινή ἔκφραση τοῦ δόγματος.
Ἡ παραχάραξη τῆς ἀλήθειας
Ἀλλά ἐνῶ τά πράγματα ἔχουν ἔτσι, μέ τήν παρέμβαση τοῦ πονηροῦ συμβαίνει ὥστε, ἀντί τό δόγμα νά βρεῖ διέξοδο στήν ἐφαρμογή του καί νά σκορπίσει ἔργα, διαφθείρεται καί ἐξευτελίζεται σέ ἀνόητες συζητήσεις σκορπίζοντας μόνο λόγια, λόγια κούφια καί ἐπικίνδυνα. Ἐδῶ ἀκριβῶς σημειώνεται ἡ παραχάραξη τῆς ἀλήθειας. Σύνοδοι καί συζητήσεις βεβαίως ἔγιναν καί μποροῦν νά γίνονται κατά καιρούς ἀπό πατέρες καί διδασκάλους τῆς Ἐκκλησίας μας, ἀπό τούς ὑπευθύνους τοῦ πιστοῦ λόγου, πού ἔχουν τή δύναμη, τό προνόμιο καί τήν ἁρμοδιότητα νά τόν ἑρμηνεύουν καί ἀποδεικνύουν τό προνόμιο μέ τήν ἁγία τους ζωή. Ἡ διασάφηση καί κατοχύρωση τοῦ δόγματος εἶναι ἀνάγκη τῆς Ἐκκλησίας. Ἄλλο ὅμως οἱ ἀγῶνες τῶν θεοφωτίστων πατέρων καί διδασκάλων γιά τή διασφάλιση τῆς ἀλήθειας καί τήν προστασία τοῦ ποιμνίου ἀπό τήν πλάνη καί τήν αἵρεση, καί ἄλλο οἱ ἀνούσιες καί φιλόνικες συζητήσεις ἀνεύθυνων προσώπων, πού ξεκινοῦν ἀπό ὑπεροψία ἤ ματαιοδοξία ἤ ξεροκεφαλιά. Ἀσήμαντα ζητήματα, σχολαστικότητες καί λεπτολογίες σκλαβώνουν τό δυναμισμό μας σέ στεῖρες ἀπεραντολογίες, κλέβουν τήν προσοχή μας γιά μηδαμινά καί τιποτένια καί -τό σπουδαιότερο- ταράσσουν τήν ἑνότητα καί τήν εἰρήνη τῆς Ἐκκλησίας. Ἔτσι, ἐνῶ στήν ὑγιᾶ περίπτωση ἡ διαβεβαίωση τοῦ πιστοῦ λόγου καί ἡ ἐφαρμογή τοῦ δόγματος ἔχει σάν ἀποτέλεσμα ἔργα καλά, γεμάτα ἀγάπη, ἀλήθεια καί δικαιοσύνη, πού στάζουν τή γλυκύτητα τῆς χάριτος, στήν ἀρρωστημένη κατάσταση ὁ ἄνθρωπος περιορίζεται σέ ἄσκοπες συζητήσεις, πού προκαλοῦν ἔριδες καί μάχες, καί εἶναι πράγματα κούφια καί ἀνωφελῆ.
Ἐριστικός-αἱρετικός
Γι’ αὐτό ὁ ἀπόστολος συμβουλεύει· «μωράς δέ ζητήσεις καί γενεαλογίας καί ἔρεις καί μάχας νομικάς περιΐστασο· εἰσί γάρ ἀνωφελεῖς καί μάταιοι». Καί δέν εἶναι μόνον ἄχρηστα καί κούφια πράγματα ὅλες αὐτές οἱ ἐκτροπές γύρω ἀπό τό δόγμα, ἀλλά εἶναι καί ἐπικίνδυνα. Μιά ἰσχυρογνωμοσύνη μπορεῖ εὔκολα νά ὁδηγήσει σέ διαστρέβλωση τῆς θείας ἀλήθειας καί νά ἐξελιχθεῖ σέ σφετερισμό τοῦ ἀγῶνος γιά τήν ὑπεράσπιση τῆς ἀλήθειας. Ἔτσι γεννιέται ὁ αἱρετικός. Εἶναι πράγματι κάτι τό φοβερό ἡ νοοτροπία καί ἡ ψυχολογία τοῦ αἱρετικοῦ. Ξεκινᾶ μέ ὁρισμένα κατάλοιπα τῆς παλιᾶς του ζωῆς, πού δέν κατόρθωσε νά ἀποβάλει, καί τά κατάλοιπα αὐτά –προλήψεις ἤ δεισιδαιμονίες, τυπολατρεῖες καί φτωχοδιατάξεις, ψευτοφιλοσοφίες ἤ ψευτοθεολογίες– τά κάνει ἰδανικά, τά ὑψώνει σέ ἀρετές, καί θέλει νά τά ἐπιβάλει. Ψάχνει τότε νά τά περιβάλει μέ χριστιανικό ἔνδυμα, νά τά κατοχυρώσει μέσα στήν ἁγία Γραφή. Κι ὅταν ἡ ἁγία Γραφή φαίνεται «φτωχιά» κι «ἀνήμπορη» νά τόν ὑποστηρίξει καί νά τόν δικαιολογήσει, καταφεύγει τότε στή «φωτισμένη» καί «ὑψηλή» διάνοιά του, στόν πῆχυ τῆς λογικῆς καί στή ζυγαριά τοῦ ἀνθρώπινου νοῦ ἤ σέ πλαστές καί ἀνίερες παραδόσεις. Μ’ αὐτόν τόν τρόπο βλέπουμε νά ἐμφανίζονται οἱ αἱρετικοί στήν ἱστορία, μ’ αὐτόν τόν τρόπο τούς ξεχωρίζουμε καί στήν ἐποχή μας. Διεφθαρμένοι ἠθικά ἤ διεστραμμένοι ψυχικά καί πνευματικά, ἁμαρτάνουν εἰς βάρος τοῦ δόγματος καί τῆς ζωῆς τοῦ εὐαγγελίου. Καί τό χειρότερο, ἁμαρτάνουν ἀνεπανόρθωτα, χωρίς νά ἀφήνουν στόν ἑαυτό τους περιθώρια μετανοίας καί ἀνανήψεως. «Αἱρετικόν ἄνθρωπον μετά μίαν καί δευτέραν νουθεσίαν παραιτοῦ», λέει ὁ ἀπόστολος Παῦλος, «εἰδώς ὅτι ἐξέστραπται ὁ τοιοῦτος καί ἁμαρτάνει ὤν αὐτοκατάκριτος». Ὅταν ἡ ἔρις γίνεται αἵρεση καί ὁ ἐριστικός αἱρετικός, οἱ νουθεσίες τῶν διδασκάλων εἶναι ἄκαρπες. Ὁ ἄνθρωπος γίνεται σκεῦος πού θέλει φωτιά· οὔτε πλύνεται οὔτε ἐπισκευάζεται οὔτε εὐπρεπίζεται. Ἔτσι καταδικάζει μόνος του τόν ἑαυτό του, εἶναι αὐτοκατάκριτος. Μ’ ἄλλα λόγια, αὐτοκτονεῖ πνευματικά.
Ἔχουμε καρπούς;
Γύρω μας, ἀγαπητοί ἀναγνῶστες, ἡ σύγχυση ὅλο καί μεγαλώνει, ἡ ἀβεβαιότητα σφίγγει ὅλο καί περισσότερο τίς καρδιές μας στόν κλοιό της, ἡ πλάνη παραμονεύει ὅλο καί συχνότερα στό δρόμο μας. Δέν θέλουμε νά σκεπάσουν τή σκέψη μας τά σύννεφα τοῦ σκεπτικισμοῦ· λαχταρᾶμε τό φῶς τῆς αἰώνιας ἀλήθειας. Δέν θέλουμε νά βυθίσουν τήν ψυχή μας τά βαρίδια τῆς ἀπελπισίας· λαχταρᾶμε τήν ἄνεση τῆς ἐσωτερικῆς χαρᾶς. Ἄς ἀνοίξουμε, λοιπόν, τά μάτια μας στόν Ἥλιο-Χριστό! Μέσα στό βιβλίο του, στήν ἁγία Γραφή του, μᾶς προσκαλεῖ νά βροῦμε τό δόγμα, τό δόγμα πού καθοδηγεῖ, τό δόγμα πού σώζει. Μέσα στήν Ἐκκλησία του μᾶς προσφέρει ὅλα τά μέσα, τά μέσα γιά νά καταλάβουμε, τά μέσα γιά νά γίνουμε δυνατοί, τά μέσα γιά νά ζήσουμε τή ζωή τῆς ἀλήθειας. Καί μέσα στή ζωή, στή ζωή τοῦ καθενός μας, ἀπαιτεῖ ἀπό μᾶς, πού μᾶς γέννησε μέ τό λόγο του, μᾶς ἔθρεψε μέ τά μυστήριά του, ἀπαιτεῖ νά γίνουμε πρωτοπόροι καλῶν ἔργων, νά μή μείνουμε ἄκαρποι. Μᾶς παίρνει ξερές καί φτωχές ρίζες, μᾶς φυτεύει στό περιβόλι του, μᾶς ποτίζει καί μᾶς περιποιεῖται· γίναμε ψηλά καί θαλερά δένδρα. Ἀλλά ποῦ εἶναι οἱ καρποί μας; Ἀλλοίμονο, ἄν ξοδεύουμε τό χυμό μας σέ μικρόλογους ὑπολογισμούς. Ὁ Κύριος περιμένει νά καρποφορήσουμε μιά ζωή γεμάτη ἀγάπη, δικαιοσύνη κι ἐλπίδα. Κι αὐτό εἶναι τό συμφέρον μας, ἀλλά αὐτή εἶναι καί ἡ μαρτυρία πού ἔχουμε νά δώσουμε στό σύγχρονο κόσμο, στόν ἀποσταμένο ἄνθρωπο, στήν ἀναστατωμένη κοινωνία, ὅπως οἱ ἅγιοι πατέρες καί διδάσκαλοι τῆς Ἐκκλησίας μας. Καί μέ τή ζωή τους καί μέ τό παράδειγμά τους καί μέ τό δόγμα πού διεκήρυξαν ἔδωσαν τή μαρτυρία τοῦ εὐαγγελίου καί τῆς ἀναστάσεως τοῦ Χριστοῦ στήν ἐποχή τους.
Κι ἐμεῖς μέ τό ὀρθόδοξο δόγμα καί μέ τή χριστιανική ζωή, σύμφωνα μέ τό θέλημα τοῦ Κυρίου, ὅπως ἀποκαλύπτεται στό Εὐαγγέλιο, θά δώσουμε τή μαρτυρία τοῦ Κυρίου, θά δώσουμε τό φῶς καί τή χαρά στόν ἄνθρωπο, πού ἐναγώνια στήν ἐποχή μας ζητᾶ, ψάχνει νά τά βρεῖ, καί θά τόν ὁδηγήσουμε στήν πηγή τῆς ζωῆς, τόν Χριστό μας, τόν Λυτρωτή μας.
Στέργιος Ν. Σάκκος
Ἀπολύτρωσις 45 (1990) 129-133
Ναός Θεοῦ - λαός Θεοῦ - παιδιά Θεοῦ
Στήν περικοπή αὐτή ὁ ἀπόστολος Παῦλος συνιστᾶ στά μέλη τῆς ἐκκλησίας τῆς Κορίνθου νά κόψουν κάθε ἐπαφή καί νά διαλύσουν κάθε δεσμό πού δημιούργησαν μέ τούς εἰδωλολάτρες. ᾿Αναφέρει ὁρισμένα χωρία ἀπό τήν Π.Δ., γιά νά τονίσει τήν ἐξαιρετική τιμή καί ἀξία πού δίνει στούς πιστούς ἡ σχέση τους μέ τόν Θεό. Οἱ χριστιανοί εἶναι ναός Θεοῦ, λαός Θεοῦ, παιδιά Θεοῦ κι αὐτό, καταλήγει συμπερασματικά ὁ ἀπόστολος, τούς χρεώνει νά ζοῦν μέ ἁγιοσύνη. Νά καθαρίζουν τό χῶρο τῆς καρδιᾶς τους ἀπό κάθε ἁμαρτωλό καί κοσμικό στοιχεῖο, νά τόν εὐπρεπίζουν, ὥστε νά φιλοξενεῖται ἄνετα ὁ Χριστός.
῾Η ΙΖ´ ἀποστολική περικοπή ἀρχίζει ἀπό τό στ. 16, ἐμεῖς ὅμως θά μελετήσουμε καί τούς στ. 14 καί 15, γιά νά ἔχουμε ὁλοκληρωμένο τό νόημά της.
α) ᾿Εκκλησία καί κόσμος (6,14-16α)
Στούς στ. 14-16α ὁ Παῦλος ὑποβάλλει πέντε ἐρωτήματα τά ὁποῖα μέ τρόπο σαφῆ καί πειστικό ὑπογραμμίζουν τή διαφορά πού ὑπάρχει ἀνάμεσα στήν ᾿Εκκλησία καί στόν κόσμο. ῾Ο ἅγιος Χρυσόστομος σχολιάζει ὅτι ὁ ἀπόστολος στά ἐρωτήματά του «περιγράφει τή μιά φορά τήν ἀπόλυτη ἀρετή καί τήν ἄλλη τήν πιό ἀπαίσια κακία. Μέ τόν τρόπο αὐτό δείχνει ὅτι εἶναι μεγάλη καί ἄπειρη ἡ ἀπόσταση, ὥστε νά μήν ὑπάρχει καμία ἀμφιβολία» ὅτι πρόκειται γιά δύο ἐντελῶς ἀντίθετες καταστάσεις.
6,14. Μή γίνεσθε ἑτεροζυγοῦντες ἀπίστοις· τίς γάρ μετοχή δικαιοσύνῃ καί ἀνομίᾳ; τίς δέ κοινωνία φωτί πρός σκότος;
Μή γίνεσθε ἑτεροζυγοῦντες ἀπίστοις: Τό ρῆμα ἑτεροζυγῶ λέγεται γιά τό ζῶο πού εἶναι ζευγμένο στόν ἴδιο ζυγό μέ ἕνα ζῶο διαφορετικοῦ εἴδους. ῞Οταν π.χ. ἕνα ἄλογο εἶναι στόν ἴδιο ζυγό μέ ἕνα βόδι ἤ μέ ἕνα γαϊδουράκι, τότε λέμε ὅτι ἑτεροζυγεῖ. Στήν Π.Δ. ὁ Θεός ἀπαγορεύει στούς ᾿Ιουδαίους νά κάνουν ἐργασίες βάζοντας στόν ἴδιο ζυγό ἀταίριαστα ζῶα (βλ. Λε 19,19· πρβλ. Δε 22,10), διότι καί τό δυνατό ζῶο δυσκολεύεται νά δουλέψει καί τό ἀδύνατο σέρνεται πίσω του.
῎Απιστοι εἶναι αὐτοί πού δέν πίστεψαν στό εὐαγγέλιο (βλ. Α´ Κο 6,6· 7,12· 10,27· 14,22), οἱ εἰδωλολάτρες ἀλλά καί οἱ ἀποστάτες χριστιανοί.
῾Ο ἀπόστολος χρησιμοποιεῖ τήν εἰκόνα τῶν ζώων πού ἑτεροζυγοῦν γιά νά πείσει τούς Κορινθίους ὅτι ἡ συναναστροφή τους μέ ἀπίστους εἶναι ἄτοπη καί ἐπικίνδυνη. Οἱ πιστοί πού συναναστρέφονται μέ τέτοιους ἀνθρώπους τελικά τινάζουν ἀπό πάνω τους «τόν χρηστό ζυγό» τοῦ Κυρίου (βλ. Μθ11,30) καί φορτώνονται τό ζυγό τῆς ἀπιστίας καί τῆς ἁμαρτίας.
Μέ τήν ἀποστολική αὐτή προτροπή δέν ἀπαγορεύονται οἱ ἀναγκαῖες ἐπαγγελματικές συναλλαγές μέ τούς ἐκτός ᾿Εκκλησίας ἀνθρώπους. Οἱ χριστιανοί ὀφείλουν νά δείχνουν ἐνδιαφέρον γιά τούς συνανθρώπους τους, πού δέν γνώρισαν τό εὐαγγέλιο καί νά τούς ἀντιμετωπίζουν μέ κατανόηση. Δέν δικαιολογοῦνται ὅμως νά ἀναπτύσσουν οἰκειότητα μέ τόν κόσμο καί νά συνάπτουν μαζί του φιλία, διότι αὐτή ἡ φιλία εἶναι ἔχθρα πρός τόν Θεό (βλ. ᾿Ια 4,4).
Οἱ στενοί δεσμοί μέ ἀπίστους καί εἰδωλολάτρες ἀπομακρύνουν τούς χριστιανούς ἀπό τόν Θεό, γι᾿ αὐτό ὁ ἀπόστολος τούς προειδοποιεῖ. ᾿Αναφέρεται βέβαια σέ ὅλες τίς κοινωνικές σχέσεις τῶν χριστιανῶν, ἰδιαίτερα ὅμως ἡ προειδοποίησή του ἰσχύει γιά τό θέμα τοῦ γάμου. Στό Α´ Κο 7,12-14 εἶχε τονίσει ὅτι ἄν ἕνας ἀπό τούς δύο συζύγους, πού ἦταν εἰδωλολάτρες, γνώριζε τόν Θεό καί γινόταν χριστιανός, ἐνῶ ὁ ἄλλος παρέμενε εἰδωλολάτρης, νά μή διαλύσει τό γάμο ὁ χριστιανός. ῾Υπῆρχε ἐλπίδα μέσα στή συζυγία νά ἁγιασθεῖ ὁ ἄπιστος σύζυγος κοντά στόν πιστό. ᾿Εδῶ συνιστᾶ οἱ πιστοί νά μή γίνονται σύζυγοι ἀπίστων, διότι σέ μία τέτοια συζυγία καί ὁ πιστός θά δυσκολεύεται καί ὁ ἄπιστος θά προκαλεῖται. ῎Αν οἱ σύζυγοι δέν εἶναι καί οἱ δύο μέλη τῆς ᾿Εκκλησίας, δέν μποροῦν νά ἔχουν κοινά κριτήρια καί ἀδυνατοῦν νά συμφωνήσουν ἀκόμη καί στά πιό σημαντικά θέματα ζωῆς καί πορείας.
Τίς γάρ μετοχή δικαιοσύνῃ καί ἀνομίᾳ; Δέν μπορεῖ νά ὑπάρξει μετοχή, συμμετοχή τῆς δικαιοσύνης στήν ἀνομία, διότι ἀνάμεσά τους ὑπάρχει ἀγεφύρωτο χάσμα· ἡ πρώτη δηλώνει τή μεγάλη ἀρετή καί ἡ δεύτερη τή μεγάλη κακία. Χειρότερη ἀπό τήν ἀδικία, ἡ ὁποία βλάπτει τόν συνάνθρωπο, εἶναι ἡ ἀνομία, διότι αὐτή καταπατώντας τό νόμο καταφρονεῖ καί περιφρονεῖ τόν ἴδιο τόν Θεό, τόν χορηγό τοῦ νόμου.
Τίς δέ κοινωνία φωτί πρός σκότος; ῾Η λέξη κοινωνία εἶναι συγγενής πρός τή μετοχή, ἀλλά ἰσχυρότερη ἐκείνης. Δηλώνει τήν πλήρη ἐπικοινωνία, τήν ταύτιση. Σέ καμία περίπτωση δέν μπορεῖ νά ταυτισθεῖ, νά γίνει ἕνα, τό φῶς μέ τό σκοτάδι, διότι εἶναι ἐντελῶς ἀντίθετα μεταξύ τους. ῞Οπου ἐμφανίζεται τό φῶς διαλύεται τό σκοτάδι καί ὅπου ἐπικρατεῖ τό σκοτάδι δέν ὑπάρχει καθόλου φῶς.
῾Η ἀντίθεση ἀνάμεσα στό φῶς καί στό σκότος συναντᾶται συχνά στήν Κ.Δ. (βλ. Ρω 13,12· ᾿Εφ 5,8· Α´ ᾿Ιω 2,9). Φῶς εἶναι ὁ Χριστός (βλ. ᾿Ιω 8,12) καί οἱ χριστιανοί (βλ. Μθ 5,16), ἐνῶ σκοτάδι ὁ διάβολος καί οἱ ὀπαδοί του. «῾Υμεῖς μέν γάρ πεφωτισμένοι τῇ ἀληθείᾳ, ἐκεῖνοι δέ ἐσκοτισμένοι τῇ πλάνῃ», λέει ὁ Ζιγαβηνός. Οἱ πιστοί ἔγιναν φῶς ἀπό τήν κοινωνία τους μέ τόν Χριστό, τόν ἥλιο τῆς δικαιοσύνης. ᾿Ενῶ οἱ ἄπιστοι ἀπωθοῦν τό φῶς καί γι᾿ αὐτό ἐξακολουθοῦν νά εἶναι βυθισμένοι στό σκοτάδι. Πῶς, λοιπόν, εἶναι δυνατόν νά ἔχουν ἀληθινή ἐπικοινωνία οἱ πιστοί μέ τούς ἀπίστους; Πῶς εἶναι δυνατόν νά συνάψουν μεταξύ τους βαθύτερες σχέσεις;
Μέσα ἀπό αὐτές τίς ἀντιθέσεις, δικαιοσύνη-ἀνομία, φῶς-σκότος, ὁ ἀπ. Παῦλος τονίζει τή μεγάλη ἀξία τῶν πιστῶν καί τήν ἀθλιότητα τῶν ἀπίστων. Προσπαθεῖ νά φιλοτιμήσει τούς ταλαντευόμενους Κορινθίους ὅπως ἕνας πατέρας, πού βλέπει τό παιδί του νά παρασύρεται σέ παρέες διεφθαρμένων νέων. ᾿Εκεῖνος γιά νά τό συνετίσει τοῦ λέει· «᾿Εσύ πού ἔχεις εὐγενική καρδιά, λεπτά αἰσθήματα καί ὑψηλούς στόχους, δέν σοῦ ταιριάζει νά ἔχεις τέτοιους φίλους μέ ἄξεστη συμπεριφορά καί ταπεινές ἐπιδιώξεις». ῎Ετσι, κατά τόν ἅγιο Χρυσόστομο, καί ὁ ἀπόστολος συγκρίνει τήν εὐγένεια τῶν πιστῶν μέ τήν ἀτιμία τῶν ἀπίστων. Πετυχαίνει μ᾿ αὐτόν τόν τρόπο νά δεχτοῦν οἱ παραβάτες μέ εὐχαρίστηση τόν ἔλεγχο πού εὐφυῶς ταυτίζεται μέ τόν ἔπαινο.
6,15-16α. Τίς δέ συμφώνησις Χριστῷ πρός Βελίαλ; ἤ τίς μερίς πιστῷ μετά ἀπίστου; τίς δέ συγκατάθεσις ναῷ Θεοῦ μετά εἰδώλων;
Τίς δέ συμφώνησις Χριστῷ πρός Βελίαλ; ῾Η λέξη Βελίαλ ἤ Βελίαρ σήμαινε ἀρχικά τό ἀνωφελές καί ἀργότερα τήν ἀδικία (βλ. Δε 13,14· ᾿Ιβ 34,18). Σύμφωνα μέ τήν ἑρμηνεία τοῦ ἁγίου Χρυσοστόμου, στά ἑβραϊκά Βελίαρ λέγεται ὁ ἀποστάτης, ὁ κατεξοχήν ἄνομος καί ἄδικος, ὁ σατανᾶς. ᾿Αρχηγός τῶν πιστῶν εἶναι ὁ Χριστός, ἐνῶ τῶν ἀπίστων ὁ Βελίαλ. ᾿Αφοῦ οἱ ἀρχηγοί τῶν δύο παρατάξεων ἔχουν τελείως ἀντίθετους σκοπούς καί δέν συμφωνοῦν σέ τίποτε, δέν πρέπει νά συμφωνοῦν καί οἱ ὀπαδοί τους.
῎Η τίς μερίς πιστῷ μετά ἀπίστου; Μερίδα εἶναι αὐτό πού παίρνει ὁ καθένας σέ μιά μοιρασιά (βλ. Πρξ 8,21). ῾Ο πιστός δέν ἔχει νά μοιράσει μέ τόν ἄπιστο καμιά κοινή περιουσία ἤ κληρονομιά.
Τίς δέ συγκατάθεσις ναῷ Θεοῦ μετά εἰδώλων; ᾿Ενῶ ἡ συμφώνησις ἀφορᾶ στή συμφωνία πού γίνεται μέ τά λόγια, ἡ συγκατάθεσις δηλώνει τήν ἔνταξη στήν ἴδια παράταξη, στόν ἴδιο χῶρο. Τά εἴδωλα δέν ἔχουν καμιά θέση μέσα στό ναό τοῦ Θεοῦ. ῾Η τοποθέτησή τους ἐκεῖ ἀποτελεῖ βεβήλωση.
῾Ο Κύριος γνώριζε ὅτι ὁ κόσμος ἔχει ἀντίθετο καί ἐχθρικό φρόνημα πρός τήν ᾿Εκκλησία καί γι᾿ αὐτό προειδοποίησε τούς μαθητές του· «Εἰ ὁ κόσμος ὑμᾶς μισεῖ, γινώσκετε ὅτι ἐμέ πρῶτον ὑμῶν μεμίσηκεν. Εἰ ἐκ τοῦ κόσμου ἦτε, ὁ κόσμος ἄν τό ἴδιον ἐφίλει· ὅτι δέ ἐκ τοῦ κόσμου οὐκ ἐστέ, ἀλλ᾿ ἐγώ ἐξελεξάμην ὑμᾶς ἐκ τοῦ κόσμου, διά τοῦτο μισεῖ ὑμᾶς ὁ κόσμος» (᾿Ιω 15,18-19). «᾿Εν τῷ κόσμῳ θλῖψιν ἕξετε· ἀλλά θαρσεῖτε, ἐγώ νενίκηκα τόν κόσμον» (᾿Ιω 16,33). ῾Η πίστη δημιουργεῖ ἕνα νέο καθεστώς μέσα στόν κόσμο καί αὐτό προκαλεῖ τό μίσος καί τήν ἀντίδρασή του. ῾Η ᾿Εκκλησία μισεῖ τό φρόνημα τοῦ κόσμου καί τήν ἁμαρτία, ἀγαπᾶ ὅμως τούς ἀνθρώπους καί τούς καλεῖ στούς κόλπους της. ῾Ο ἀπ. Παῦλος, μιμούμενος τόν Κύριό του, προτρέπει τούς χριστιανούς νά μή φύγουν ἀπό τόν κόσμο, ἀλλά νά μείνουν ξένοι πρός τήν ἁμαρτία. ᾿Ιδιαίτερα μάλιστα συνιστᾶ νά προφυλάγονται οἱ πιστοί καί νά ἀποφεύγουν τούς «χριστιανούς» πού συμβιβάζονται μέ τή διαφθορά καί ἀλλοιώνουν τό ἦθος, καθώς καί τούς αἱρετικούς, πού παρέκκλιναν ἀπό τήν πίστη, καί παραποιοῦν τό δόγμα (βλ. Α´ Κο 5,9-12).
῎Αν σήμερα βλέπουμε τή χριστιανική κοινωνία νά διαφθείρεται ὅλο καί περισσότερο κάτω ἀπό τήν ἐπίδραση τοῦ κοσμικοῦ φρονήματος, εἶναι διότι δέν προσέξαμε τά κριτήρια αὐτά, πού μᾶς παρουσιάζει ὁ ἀπόστολος ὡς βασικούς νόμους, ὡς ἕνα πηδάλιο τῆς ᾿Εκκλησίας. ῞Οπως ὁ Χριστός, ὁ ὁποῖος ἀγάπησε τόν κόσμο, θυσιάστηκε γιά τή σωτηρία του (᾿Ιω 3,16), καί «μή ἐκστάς τῆς φύσεως μετέσχε τοῦ ἡμετέρου φυράματος», δέν ἔχει καμιά σχέση μέ τήν ἁμαρτία καί τόν διάβολο, ἔτσι καί ὅσοι εἶναι τοῦ Χριστοῦ δέν πρέπει νά ἔχουν καμιά συνεργασία, καμιά σχέση καί ἐπικοινωνία μέ τήν ἁμαρτία. Νά ἀγαποῦν τούς ἁμαρτωλούς καί νά ἀγωνίζονται γιά τή σωτηρία τους, χωρίς ὅμως νά ἐπηρεάζονται ἀπό τό φρόνημά τους. Νά ζοῦν τοπικά μαζί τους, ἀλλά νά ἀπέχουν τροπικά ἀπό αὐτούς. Νά γίνει ὁ κόσμος ᾿Εκκλησία καί ὄχι νά ἐκκοσμικευθεῖ ἡ ᾿Εκκλησία. ῞Οταν ἔζησε καί πολιτεύτηκε μ᾿ αὐτό τό φρόνημα μέσα στόν κόσμο, μεγαλούργησε καί ἀναδείχθηκε θαυμαστή σέ φίλους καί ἐχθρούς.
Τά παραγγέλματα αὐτά τοῦ ἀπ. Παύλου μποροῦμε νά τά δοῦμε ἐφαρμοσμένα στή ζωή τῆς πρώτης ἐκκλησίας, ὅπως περιγράφεται στήν πρός Διόγνητον ἐπιστολή· «Οἱ χριστιανοί δέν ξεχωρίζουν ἀπό τούς ἄλλους ἀνθρώπους... Οὔτε σέ ἰδιαίτερες πόλεις κατοικοῦν οὔτε μιλοῦν κάποια ξεχωριστή διάλεκτο οὔτε κάνουν ζωή φανταχτερή. Τήν πίστη τους δέν τήν ἐπινόησε ἀνθρώπινη σκέψη καί φροντίδα οὔτε δημιούργησαν ἀνθρώπινο πιστεύω, ὅπως μερικοί. Κατοικοῦν πόλεις ἑλληνικές καί βαρβαρικές, ὅπως ἔτυχε στόν καθένα, ἀκολουθώντας τά τοπικά ἔθιμα στόν τρόπο τῆς ἐνδυμασίας καί διατροφῆς καί στήν ὑπόλοιπη ζωή κι ὅμως φανερώνουν ἀξιοθαύμαστο καί ὁμολογουμένως παράδοξο τόν τρόπο τῆς ζωῆς τους. Κατοικοῦν στίς πατρίδες τους, ἀλλά ὡς πάροικοι. Συμμετέχουν σέ ὅλα ὡς πολίτες καί ὅλα τά ὑπομένουν σάν ξένοι. Κάθε ξένη χώρα εἶναι πατρίδα τους καί κάθε πατρίδα ξένη. Παντρεύονται ὅπως ὅλοι· γεννοῦν παιδιά, ἀλλά δέν πετοῦν αὐτά πού γεννοῦν. Παραθέτουν κοινό τραπέζι ἀλλά ὄχι κρεβάτι. ῎Εχουν σῶμα, ἀλλά δέν ζοῦν σαρκικά. Στή γῆ κατοικοῦν, ἀλλά στόν οὐρανό πολιτεύονται. ῾Υπακούουν στούς ὑπάρχοντας νόμους καί μέ τή ζωή τους νικοῦν τούς νόμους. ῞Ολους τούς ἀγαποῦν κι ὅμως ἀπό ὅλους διώκονται... Γίνονται φτωχοί κι ὅμως πλουτίζουν πολλούς. ῞Ολα τά στεροῦνται κι ὅλα τά ἔχουν περίσσια. Δέν τιμοῦνται, ἀλλά μές στήν ἀφάνεια δοξάζονται, βλασφημοῦνται καί ὅμως δικαιώνονται. Τούς κακολογοῦν, κι αὐτοί λένε καλά λόγια, δέχονται ὕβρεις καί ἀνταποδίδουν τιμές. Κάνουν τό καλό καί τιμωροῦνται σάν κακοί· κι ἐνῶ τιμωροῦνται, χαίρονται σάν νά ἀνασταίνονται».
β) Τά ἰδανικά τῶν πιστῶν (6,16β-18)
῾Ο Παῦλος παρουσιάζει στή συνέχεια κάτω ἀπό τό φῶς τοῦ εὐαγγελίου τρία ἰδανικά· ναός Θεοῦ - λαός Θεοῦ - παιδιά Θεοῦ. Τά ἰδανικά αὐτά ἀποτέλεσαν τό καύχημα καί τή χαρά ὄχι μόνο τοῦ ἀποστόλου, ἀλλά καί τῶν ἁγίων καί μαρτύρων τῆς ᾿Εκκλησίας μας, καθώς καί ὅλων τῶν ἀγωνιζόμενων πιστῶν.
6,16β. ῾Υμεῖς γάρ ναός Θεοῦ ἐστε ζῶντος, καθώς εἶπεν ὁ Θεός ὅτι ἐνοικήσω ἐν αὐτοῖς καί ἐμπεριπατήσω, καί ἔσομαι αὐτῶν Θεός, καί αὐτοί ἔσονταί μοι λαός.
῾Υμεῖς γάρ ναός Θεοῦ ἐστε ζῶντος: Σεῖς, λέει στούς Κορινθίους ὁ ἀπ. Παῦλος, εἶστε ναός τοῦ ζωντανοῦ Θεοῦ κι ὄχι τῶν ψεύτικων, τῶν νεκρῶν καί ἀνύπαρκτων θεῶν, τῶν εἰδώλων. Γι᾿ αὐτό, πετάξτε μακριά τά πάσης φύσεως εἴδωλα καί κρατῆστε μόνο τόν ἕναν Θεό.
Ὁ Θεός μας εἶναι ὁ μόνος ζωντανός καί ἀληθινός Θεός. Οἱ χριστιανοί εἴμαστε ἔμψυχοι ναοί ἀφιερωμένοι στόν Θεό, τόν ὁποῖο φιλοξενοῦμε μέσα μας, τόν ὑπηρετοῦμε καί τόν λατρεύουμε. Προσφέρουμε καθημερινά τούς ἑαυτούς μας ὡς «θυσίαν ζῶσαν, ἁγίαν, εὐάρεστον τῷ Θεῷ» (Ρω 12,1), ἐπιτελοῦμε τό θέλημα τοῦ Θεοῦ καί ἡ ζωή μας μοιάζει μέ εὐωδιαστό θυμίαμα. «᾿Εάν ζητᾶς τόπο ὑψηλό καί ἅγιο γιά νά προσευχηθεῖς, κάνε τόν ἑαυτό σου ναόν Θεοῦ», λέει ὁ ἅγιος Αὐγουστίνος. Κατά τόν Μ. Βασίλειο, ναός τοῦ Θεοῦ εἶναι ἐκεῖνος πού ἔχει τόν ἴδιο τόν Θεό μέσα στήν καρδιά του μέ τήν ἀδιάλειπτη μνήμη τοῦ Θεοῦ.
Οὔτε ἡ Σκηνή τοῦ Μαρτυρίου, πού εἶχε τόση πολυτέλεια, οὔτε ὁ ναός τοῦ Σολομῶντος, πού μέ τόση μεγαλοπρέπεια κτίσθηκε, οὔτε κανένας ἀπό τούς περίλαμπρους ναούς, τούς ὁποίους ὕψωσε ἡ εὐσέβεια τῶν χριστιανῶν, δέν ἱκανοποίησε τόν Θεό, διότι, ὅπως εἶπε θεόπνευστα ὁ πρωτομάρτυς Στέφανος, «οὐχ ὁ ὕψιστος ἐν χειροποιήτοις ναοῖς κατοικεῖ» (Πρξ 7,48). ῾Ο ναός στόν ὁποῖο ἀναπαύεται ὁ Θεός εἴμαστε ἐμεῖς οἱ ἴδιοι καί ὡς ναός πρέπει νά διατηροῦμε τόν ἑαυτό μας καθαρό. ῞Οσοι δέχονται τόν ζωντανό Θεό γιά προσωπικό τους Θεό, ἀποθέτουν στά χέρια του τήν ἁμαρτία τους, ἀγωνίζονται συνεχῶς γιά τόν ἐξαγνισμό τους καί ἱερουργοῦν ἀκατάπαυστα μέσα στά ἄδυτα τῆς καρδιᾶς τους «τήν λογικήν λατρείαν» (Ρω 12,1).
Ναό τοῦ Θεοῦ ἀποτελεῖ ὁλόκληρη ἡ ὕπαρξη τοῦ ἀνθρώπου συμπεριλαμβανομένου καί τοῦ σώματος, ὅπως τονίζει ἀλλοῦ ὁ ἀπ. Παῦλος· «ἤ οὐκ οἴδατε ὅτι τό σῶμα ὑμῶν ναός τοῦ ἐν ὑμῖν ἁγίου Πνεύματός ἐστιν» (Α´ Κο 6,19). Τό σῶμα μας, λοιπόν, ἔχει ἀσύλληπτη ἀξία καί ἱερότητα. Δέν εἶναι ἁπλῶς τό δημιούργημα τοῦ Θεοῦ, γιά τό ὁποῖο μάλιστα ἰδιαίτερη πρόνοια ἔλαβε ὁ Θεός, δέν εἶναι μόνο «λίθος ζῶν», πού μαζί μέ τούς ἄλλους πιστούς ἀπαρτίζει τήν οἰκοδομή τῆς ᾿Εκκλησίας. Εἶναι ὁ ἴδιος ὁ ναός τῆς ἁγίας Τριάδος καί ἑπομένως ὀφείλουμε νά τό σεβόμαστε. ῾Η βεβήλωση ἑνός ναοῦ μᾶς προκαλεῖ ἀγανάκτηση καί ποτέ δέν θά χρησιμοποιούσαμε γιά κοινή χρήση κάποιο ἀπό τά ἱερά σκεύη τοῦ ναοῦ. Πολύ πιό βδελυρό ὅμως εἶναι νά βεβηλώσουμε καί νά φθείρουμε μέ ἁμαρτωλές καί ἀκάθαρτες πράξεις τό σῶμα μας, γι᾿ αὐτό κάτι τέτοιο ἐπισύρει τήν τιμωρία· «εἴ τις τόν ναόν τοῦ Θεοῦ φθείρει, φθερεῖ τοῦτον ὁ Θεός» (Α´ Κο 3,17).
᾿Ακατάπαυστα ὀφείλει ὁ πιστός νά προσφέρει στόν Κύριο τή λογική λατρεία μέσα στό ναό τοῦ σώματός του. Αὐτό τόν βοηθᾶ καί τόν προετοιμάζει ὥστε νά συμμετέχει ζωντανά στήν ἐκκλησιαστική λατρεία, στίς ἀκολουθίες τῆς ᾿Εκκλησίας. ᾿Αλλά καί ἡ συνειδητή συμμετοχή στίς λατρευτικές εὐκαιρίες, πού ἔχει ὁ πιστός στήν ἐνορία του, τόν καλλιεργεῖ καί τόν ἀνεβάζει ὥστε θερμότερα καί καθαρότερα νά ἐπικοινωνεῖ μέ τόν Κύριο στό ναό τοῦ σώματός του. ῎Ετσι μέ εὐλάβεια καί ἱεροπρέπεια ἀναπέμπει τή δοξολογία του μέσα στόν ἀχειροποίητο ναό τοῦ σύμπαντος (βλ. μάθ. 36ο Β´ 9ο).
Καθώς εἶπεν ὁ Θεός: ᾿Επειδή ἀκούγεται τολμηρή αὐτή ἡ διδασκαλία, ὅτι οἱ πιστοί ἀποτελοῦμε ναό τοῦ Θεοῦ, γιά νά τή στηρίξει ὁ ἀπόστολος χρησιμοποιεῖ τή διαβεβαίωση τοῦ ἴδιου τοῦ Θεοῦ, πού μαρτυρεῖται στήν Π.Δ.
᾿Ενοικήσω ἐν αὐτοῖς καί ἐμπεριπατήσω, καί ἔσομαι αὐτῶν Θεός, καί αὐτοί ἔσονταί μοι λαός: ῾Ο Παῦλος παραθέτει τό χωρίο κατά νόημα ἀπό δυό βιβλία τῆς Π.Δ. Στό Λε 26,11-12 ὁ Θεός ὑπόσχεται στόν Μωυσῆ· «Καί θήσω τήν σκηνήν μου ἐν ὑμῖν, καί οὐ βδελύξεται ἡ ψυχή μου ὑμᾶς, καί ἐμπεριπατήσω ἐν ὑμῖν· καί ἔσομαι ὑμῶν Θεός καί ὑμεῖς ἔσεσθέ μοι λαός». Στό βιβλίο τοῦ προφήτη ᾿Ιεζεκιήλ (37,27) ὁ Θεός λέει· «Καί ἔσται ἡ κατασκήνωσίς μου ἐν αὐτοῖς, καί ἔσομαι αὐτοῖς Θεός, καί αὐτοί μου ἔσονται λαός». ᾿Αλλά καί στήν Κ.Δ. ὁ Κύριος ὑπόσχεται· «καί ὁ πατήρ μου ἀγαπήσει αὐτόν, καί πρός αὐτόν ἐλευσόμεθα καί μονήν παρ᾿ αὐτῷ ποιήσομεν» (᾿Ιω 14,23). Οἱ πιστοί θά ἔχουν τόσο στενή σχέση μέ τόν Θεό, θά τόν ἔχουν συνεχῶς κοντά τους.
Τά δύο ρήματα ἐνοικήσω καί ἐμπεριπατήσω μᾶς θυμίζουν τόν παράδεισο καί δηλώνουν τόν πνευματικό παράδεισο, τήν ᾿Εκκλησία, ὅπου ἔχουμε τήν ἱστορική ἐκπλήρωση αὐτῆς τῆς θεϊκῆς ὑποσχέσεως. «῾Ο Λόγος σάρξ ἐγένετο καί ἐσκήνωσεν ἐν ἡμῖν» (᾿Ιω 1,14). ῾Ο Θεός στό πρόσωπο τοῦ Υἱοῦ του, ὁ ὁποῖος ἐνανθρώπησε, σκήνωσε στήν Παρθένο Μαρία, κυοφορήθηκε ἀπό αὐτήν, καί κατόπιν ὡς ἄνθρωπος κατοίκησε ἀνάμεσά μας, ἐκείνους πού τόν πίστεψαν τούς κατέστησε λαό του, ἀλλά καί κάτι περισσότερο· κατοικεῖ μέσα τους διά τῆς πίστεως καί διά τῆς χάριτος τοῦ ἁγίου Πνεύματος καί τούς μεταβάλλει σέ ναό του. ῾Η ἐνοίκηση τοῦ Θεοῦ μέσα μας προϋποθέτει θερμή πίστη καί καθαρότητα ζωῆς.
῾Ως λαός τοῦ Θεοῦ εἴμαστε οἱ πραγματικοί ἀριστοκράτες, διότι ἔχουμε τό ἄριστο σύνταγμα, πού παραμένει ἀναλλοίωτο 20 αἰῶνες τώρα, τήν ἁγία Γραφή. ῾Ομόνοια καί ἀγάπη βασιλεύει στό κράτος μας, στό κράτος τοῦ Θεοῦ. Μιά γλώσσα μιλοῦμε ὅλοι, τή γλώσσα τῆς ἀγάπης, καί κάτω ἀπό μιά σημαία ἑνωνόμαστε καί συνδεόμαστε ὅλοι, τή σημαία τοῦ σταυροῦ. ῾Ως λαός τοῦ Θεοῦ ἔχουμε τό προνόμιο νά κατευθυνόμαστε ἀπό τόν πιό τέλειο κυβερνήτη τοῦ κόσμου. Ποιός λαός τῆς γῆς ἔχει νά μᾶς δείξει ἕναν ἀρχηγό σάν τόν δικό μας, τόν ᾿Ιησοῦ Χριστό; ᾿Ωχριοῦν μπροστά του καί οἱ πιό σπουδαῖοι τῆς γῆς, διότι καί τῶν πιό εἰρηνικῶν ἡγετῶν τά χέρια στάζουν αἷμα, τό αἷμα ἀθώων ὑπάρξεων, τίς ὁποῖες παραμέρισαν γιά νά κυβερνήσουν αὐτοί. Καί τοῦ δικοῦ μας ἀρχηγοῦ τά χέρια στάζουν αἷμα. Εἶναι ὅμως τό δικό του αἷμα, πού ἔχυσε γιά νά μᾶς ἐξαγοράσει ἀπό τό θάνατο, νά μᾶς πολιτογραφήσει στό κράτος του καί νά μᾶς κάνει λαό δικό του, λαό τοῦ Θεοῦ.
6,17. Διό ἐξέλθατε ἐκ μέσου αὐτῶν καί ἀφορίσθητε, λέγει Κύριος, καί ἀκαθάρτου μή ἅπτεσθε, κἀγώ εἰσδέξομαι ὑμᾶς.
Διό ἐξέλθατε ἐκ μέσου αὐτῶν καί ἀφορίσθητε, λέγει Κύριος: ῾Ο προφήτης ᾿Ησαΐας προβλέποντας τό τέλος τῆς Βαβυλωνίου αἰχμαλωσίας προτρέπει τούς ᾿Ισραηλίτες νά ἀπέχουν ἀπό τίς πονηρές πράξεις τῶν εἰδωλολατρῶν Χαλδαίων· «᾿Απόστητε, ἀπόστητε, ἐξέλθατε ἐκεῖθεν καί ἀκαθάρτου μή ἅπτεσθε, ἐξέλθατε ἐκ μέσου αὐτῆς, ἀφορίσθητε, οἱ φέροντες τά σκεύη Κυρίου» (᾿Ησ 52,11). Τό νόημα τῆς προφητείας αὐτῆς τό ἐφαρμόζει ἐδῶ ὁ ἀπόστολος στούς χριστιανούς, τούς ὁποίους προτρέπει νά κόψουν κάθε σχέση μέ τούς ἀπίστους καί ἀκαθάρτους. Φυσικά δέν ἐννοεῖ νά φύγουν ἀπό τίς πόλεις, ὅπου κατοικοῦσαν οἱ ἄπιστοι καί ἁμαρτωλοί καί νά βγοῦν στά βουνά. ᾿Εννοεῖ μία τροπική ἀπομάκρυνση, νά μείνουν ἀνεπηρέαστοι στό φρόνημα, ἀπό τίς κακοδοξίες τῶν ἀπίστων καί τή διαφθορά τους. ῞Οπως εἶπε ὁ Κύριος στήν ἀρχιερατική προσευχή· «οὐκ ἐρωτῶ ἵνα ἄρῃς αὐτούς ἐκ τοῦ κόσμου, ἀλλ᾿ ἵνα τηρήσῃς αὐτούς ἐκ τοῦ πονηροῦ» (᾿Ιω 17,15).
῾Ο ἀπόστολος Παῦλος μᾶς παραγγέλλει νά ἀποστρεφόμαστε τή διδασκαλία καί τή συναναστροφή τῶν ἀσεβῶν καί πονηρῶν ἀνθρώπων, διότι «φθείρουσιν ἤθη χρηστά ὁμιλίαι κακαί» (Α´ Κο 15,33).
Καί ἀκαθάρτου μή ἅπτεσθε: «Καί δέν εἶπε “μή πράττετε ἀκάθαρτα” ἀλλά, θέλοντας νά μιλήσει μέ περισσότερη ἀκρίβεια, λέγει “οὔτε νά τούς ἐγγίζετε, οὔτε νά τούς πλησιάζετε”», σημειώνει ὁ ἅγιος Χρυσόστομος. Νά κάνετε ὅ,τι καί σέ μιά μολυσματική ἀρρώστια τοῦ σώματος. ῞Οπως θά ἀποφεύγατε τήν ἐπικοινωνία μέ τόν ἄνθρωπο πού πάσχει ἀπό μολυσματικό νόσημα, γιά νά μή μεταδοθεῖ καί σέ σᾶς, ἔτσι νά ἀποφεύγετε τήν ἐπικοινωνία μέ τούς διεφθαρμένους καί ἀδιόρθωτους ἁμαρτωλούς.
Κἀγώ εἰσδέξομαι ὑμᾶς: Καί ἐγώ θά σᾶς δεχτῶ, λέει ὁ Θεός, ὅταν χωριστεῖτε ἀπό τό κακό καί ἔλθετε σέ μένα μέ ὁλόψυχη ἀφοσίωση στό θέλημά μου. «Εἶδες πόσο μεγάλη εἶναι ἡ ἀμοιβή; Θά ἀπαλλαχθοῦμε ἀπό τά κακά, θά ἑνωθοῦμε μέ τόν Θεό», τονίζει ὁ Χρυσόστομος.
῾Η παραγγελία αὐτή τοῦ Παύλου φαίνεται πολύ αὐστηρή ἀλλά ἐπαναλαμβάνει αὐτά πού εἶπε ὁ Κύριος· νά ξεκοποῦμε ἀπό τόν κόσμο πού δέν ἔχει σχέση μέ τόν Χριστό, καί ἄν ἀκόμα εἶναι ἡ οἰκογένειά μας, ἡ συγγένειά μας ἤ εἶναι ἐκεῖνα τά πρόσωπα μέ τά ὁποῖα συνδεόμαστε μέ ἰσχυρούς δεσμούς (βλ. Μθ 5,29-30).
6,18. καί ἔσομαι ὑμῖν εἰς πατέρα, καί ὑμεῖς ἔσεσθέ μοι εἰς υἱούς καί θυγατέρας, λέγει Κύριος παντοκράτωρ.
῾Ο ἀπόστολος ἔχει ὑπ᾿ ὄψιν του τόν προφήτη ᾿Ιερεμία, ὁ ὁποῖος γράφει γιά τούς ᾿Ιουδαίους πού θά ἐπιστρέψουν ἀπ᾿ ὅλα τά μέρη τῆς διασπορᾶς· «καί ἔσονταί μοι εἰς λαόν, καί ἐγώ ἔσομαι αὐτοῖς εἰς Θεόν» (᾿Ιε 39,38. πρβλ. ᾿Ιε 38,1.9· ᾿Ησ 43,6). ῾Η προφητεία ἐφαρμόζεται στούς πιστούς, πού εἶναι παιδιά τοῦ Θεοῦ καί ἀποτελοῦν τήν οἰκογένειά του. Διά τῆς πίστεως ἀξιωθήκαμε νά γίνουμε υἱοί καί θυγατέρες Θεοῦ. Αὐτό εἶναι τό πιό μεγάλο χάρισμα. ᾿Εμεῖς οἱ ἀσθενεῖς καί ἀτελεῖς ἔχουμε πατέρα τόν Θεό, τόν δημιουργό τοῦ σύμπαντος καί εἴμαστε κληρονόμοι τῆς βασιλείας τῶν οὐρανῶν!
Λέγει Κύριος παντοκράτωρ: Μ᾿ αὐτή τήν ἔκφραση οἱ προφῆτες τῆς Π.Δ. ἐπικύρωναν τίς προφητεῖες καί τίς ὑποσχέσεις τοῦ Θεοῦ. ῞Οσα δίδασκαν ἦταν λόγια κι ἀποφάσεις τοῦ Θεοῦ, τά ὁποῖα αὐτοί ἁπλῶς τά μετέφεραν στό λαό, γι᾿ αὐτό καί ἔχουν αἰώνιο κύρος. Παντοκράτωρ εἶναι ὁ παντοδύναμος, ὁ κυβερνήτης τοῦ σύμπαντος.
Σύμφωνα μέ τή διδασκαλία τῆς ἁγίας Γραφῆς ὅλοι οἱ ἄνθρωποι εἶναι πλάσματα καί δημιουργήματα τοῦ Θεοῦ, ἀλλά μόνο «ὅσοι ἔλαβον αὐτόν (τόν ᾿Ιησοῦν Χριστόν), ἔδωκεν αὐτοῖς ἐξουσίαν τέκνα Θεοῦ γενέσθαι» (᾿Ιω 1,12). ῞Ενας εἶναι ὁ κατά φύση υἱός τοῦ Θεοῦ, ὁ ᾿Ιησοῦς Χριστός. ῞Οσοι ὅμως λαμβάνουν τόν ᾿Ιησοῦ Χριστό, ὅσοι πιστεύουν σ᾿ Αὐτόν καί βαπτίζονται στό ὄνομα τῆς ἁγίας Τριάδος, αὐτοί ἐντάσσονται στήν ᾿Εκκλησία, στήν οἰκογένεια τοῦ Θεοῦ. Αὐτό εἶναι τό πιό χαρμόσυνο γεγονός τῆς ζωῆς μας, ἡ πηγή τῆς χαρᾶς μας. ῎Αν ἕνα παιδί πού μεγάλωσε μέσα στή φτώχια καί τήν ὀρφάνια, ὅταν ἐντελῶς ἀναπάντεχα βρεῖ τόν πατέρα του, χαίρεται καί σκιρτᾶ κι εἶναι γεμάτο ἀγαλλίαση γιά τό μεγάλο δῶρο πού δέχεται, τόν πατέρα του, καί γιά τίς συνέπειες πού ἔχει αὐτό στή ζωή του, πολύ περισσότερο χαίρεται ὁ ἄνθρωπος πού ἀνακαλύπτει ὅτι εἶναι παιδί τοῦ Θεοῦ.
Κάθε παιδί σέβεται καί ἀγαπᾶ τόν πατέρα του, τοῦ μοιάζει στά χαρακτηριστικά, τόν μιμεῖται στή ζωή. Καί ἐμεῖς ὡς παιδιά τοῦ Θεοῦ ἔχουμε ὑποχρέωση νά ἀγαποῦμε καί νά σεβόμαστε ἕναν τόσο ὑπέροχο πατέρα, πού καταδέχθηκε νά μᾶς κάνει παιδιά του καί νά μᾶς κληροδοτήσει τά πλούτη του. Νά τοῦ μοιάζουμε κατά τό παράγγελμα τοῦ ἰδίου· «ἅγιοι γίνεσθε ὅτι ἐγώ ἅγιός εἰμι» (Λε 20,7. 26· Α´ Πέ 1,16). Νά τόν μιμούμεθα στήν καθημερινή μας ζωή. Καί μίμηση τοῦ Θεοῦ σημαίνει μίμηση τοῦ Χριστοῦ. Τότε εἴμαστε γνήσια καί ἀληθινά παιδιά τοῦ Θεοῦ (πρβλ. ᾿Εφ 5,1).
γ) Καθαροί καί ἅγιοι μέ τό φόβο τοῦ Θεοῦ (7,1)
7,1. Ταύτας οὖν ἔχοντες τάς ἐπαγγελίας, ἀγαπητοί, καθαρίσωμεν ἑαυτούς ἀπό παντός μολυσμοῦ σαρκός καί πνεύματος, ἐπιτελοῦντες ἁγιωσύνην ἐν φόβῳ Θεοῦ.
Ταύτας οὖν ἔχοντες τάς ἐπαγγελίας: ᾿Αναφέρεται στίς ἐπαγγελίες γιά τίς ὁποῖες ἔκανε λόγο στούς στ. 16-18, ὅπου ὁ Θεός ὑπόσχεται ὅτι θά μᾶς καταστήσει α) ναό Θεοῦ, β) λαό Θεοῦ, γ) παιδιά Θεοῦ.
᾿Επαγγελία σημαίνει ὑπόσχεση. Εἶναι τό συμβόλαιο πού ἔχει ὑπογράψει ὁ Θεός κι ἔχει αἰώνια ἰσχύ. Στήν ἀρχή τῆς ἴδιας ᾿Επιστολῆς ὁ Παῦλος ἔγραψε· «῞Οσαι ἐπαγγελίαι Θεοῦ, ἐν αὐτῷ τό ναί καί ἐν αὐτῷ τό ἀμήν» (Β´ Κο 1,20). ῾Η ἐκπλήρωση τῶν ἐπαγγελιῶν τοῦ παρελθόντος ἀποτελεῖ τή βεβαίωση γιά τήν ἐκπλήρωση τῶν ὑποσχέσεων τοῦ μέλλοντος.
Καθαρίσωμεν ἑαυτούς: ῾Ο Παῦλος χρησιμοποιεῖ τό πρῶτο πληθυντικό πρόσωπο συμπεριλαμβάνοντας στήν προτροπή καί τόν ἑαυτό του, ὄχι μόνο ἀπό ταπεινοφροσύνη ἀλλά καί ἀπό συναίσθηση ὅτι εἶναι μέλος τῆς ἁγίας ᾿Εκκλησίας. ῾Ο κάθε πιστός ἔχει καί τόν δικό του προσωπικό ἀγώνα γιά τήν κάθαρση καί τήν τελείωσή του.
᾿Από παντός μολυσμοῦ σαρκός καί πνεύματος. ῾Ο μολυσμός τοῦ ἀνθρώπου εἶναι ἡ ἁμαρτία. Τά ἁμαρτήματα τῆς σαρκός, δηλαδή τά σαρκικά πάθη, εἶναι ἡ πορνεία, ἡ μοιχεία, ἡ ἀνηθικότητα, πού λερώνουν καί μολύνουν τό σῶμα καί μαζί μέ τό σῶμα καί τήν ψυχή. ᾿Ενῶ οἱ πονηροί λογισμοί, ἡ μνησικακία, ἡ ὑπερηφάνια, ἡ ἀλαζονεία, ἡ κατάκριση, ἡ ὀργή, ὁ θυμός, ὁ φθόνος, ἡ κακία, ἡ πλεονεξία προσβάλλουν τό πνεῦμα ἀλλά συγχρόνως βλάπτουν καί τό σῶμα. ῾Η πρώτη ὁμάδα ἁμαρτημάτων ἀναφέρεται στή διαφθορά, ἐνῶ ἡ δεύτερη στήν εἰδωλολατρία. Οἱ χριστιανοί πρέπει νά ἀπέχουν καί ἀπό τά δύο. Νά καθαρίσουν ὅλη τήν ὕπαρξή τους ἀπό κάθε μολυσμό σαρκός καί πνεύματος.
Γιά νά ἐπιτελέσουμε τήν ἱερουργία τοῦ ἁγιασμοῦ μας, θά πρέπει νά μελετοῦμε τόν ἑαυτό μας μέ τή γνώση καί τό φῶς τοῦ Θεοῦ. Νά ξεκινήσουμε ἀπό τή θεογνωσία γιά νά φθάσουμε στήν αὐτογνωσία. ῎Ετσι ἀναγνωρίζουμε τά πάθη μας καί ἀποκτοῦμε βαθειά ταπεινοφροσύνη. Μέ τό φῶς τῆς θείας ἀποκαλύψεως, μέ τό ὁποῖο γνωρίζουμε τόν Θεό, εἰσχωροῦμε στά ἄδηλα καί τά κρύφια τῆς ὑπάρξεώς μας καί τήν καθαρίζουμε μέ τά δάκρυα τῆς μετανοίας καί μέ τό αἷμα τοῦ Χριστοῦ. Τό φάρμακο τῆς σωτηρίας εἶναι ἕνα· τά δάκρυα τοῦ ἁμαρτωλοῦ καί τοῦ Χριστοῦ τό αἷμα.
῾Ο ἀγώνας γιά τήν κάθαρση εἶναι πολύπλευρος καί ἰσόβιος. ῾Ο προφήτης ᾿Ιερεμίας λέει· «῞Οτι ἀνέβη θάνατος διά τῶν θυρίδων ὑμῶν» (9,21). Θά φρουρήσω τίς θύρες τοῦ ἑαυτοῦ μου, δέν θά ἀφήσω ἀφύλακτες τίς πόρτες τῆς ψυχῆς μου. Θά βάλω φρουρά στίς αἰσθήσεις μου, ὅπως γράφει ὁ ἅγιος Νικόδημος στό βιβλίο του «Περί φυλακῆς τῶν πέντε αἰσθήσεων». Μέ ἰδιαίτερη ἔμφαση μάλιστα μιλᾶ γιά τή φύλαξη τῆς καρδιᾶς ἀπό τήν αἰχμαλωσία τῆς φαντασίας. Καί ὁ ἅγιος ῾Ησύχιος προτρέπει· «ἐν πύλῃ καρδίας ἡμῶν στῶμεν»! Θά φυλάξω τόν ἑαυτό μου, τό ναό τοῦ Θεοῦ καί θά τόν κρατήσω καθαρό, γιά νά ἱερουργῶ ἀκατάπαυστα, ἀέναα μέσα στήν ὕπαρξή μου τόν ἁγιασμό, ὥστε νά δοξάζεται ὁ Κύριος. Βέβαια δέν εἶναι ἀρκετό νά καθαρίσω τόν ἑαυτό μου, ἀλλά χρειάζεται νά πετύχω καί τόν ἁγιασμό τοῦ ἑαυτοῦ μου κατά τήν προτροπή τοῦ ψαλμωδοῦ «ἔκκλινον ἀπό κακοῦ καί ποίησον ἀγαθόν» (Ψα 33,14).
᾿Επιτελοῦντες ἁγιωσύνην ἐν φόβῳ Θεοῦ: Τό ρῆμα ἐπιτελῶ ἔχει λειτουργική σημασία, χρησιμοποιεῖται γιά τόν ἱερέα πού ἱερουργεῖ. Σύμφωνα μέ τή διδασκαλία τῆς ἁγίας Γραφῆς ὅλοι οἱ πιστοί ἔχουμε τή γενική ἱεροσύνη (Α΄ Πέ 2,5· 9) καί ἱερουργοῦμε τήν ἀκατάπαυστη λατρεία μας στόν Θεό.
῞Αγιος εἶναι ὁ καθαρός καί ἁγιωσύνη ἡ ἀπαλλαγή ἀπό κάθε ἁμαρτία. Εἶναι ἡ καθαρότητα, ἡ ἁγνότητα, πού προέρχεται ἀπό τήν πλήρη παράδοση τοῦ ἑαυτοῦ μας στό σχέδιο τοῦ Θεοῦ. ῾Η ἁγιότητα εἶναι ὁ προορισμός τοῦ ἀνθρώπου. ῾Ο π. Αὐγουστίνος ἐπίσκοπος Φλωρίνης γράφει· «῾Η ἁγιότης! Νά ὁ σκοπός, πρός τόν ὁποῖο πρέπει νά ἀποβλέπει κάθε χριστιανός. ῾Αγιότης! Αὐτός εἶναι ὁ ὕψιστος σκοπός τῆς ὑπάρξεως τοῦ ἀνθρώπου. ῞Οπως παρατηρεῖ διαπρεπής διδάσκαλος τοῦ Εὐαγγελίου, ὅποιος ἀμφιβάλλει γι᾿ αὐτό, αὐτός μοιάζει μέ ἄνθρωπο πού ἀμφιβάλλει ὅτι ὑπάρχει ἥλιος ἐνῶ αὐτός μεσουρανεῖ» («Σπινθῆρες ἀπό τόν ἀπόστολο», σελ. 238).
Μπορεῖ κάποιος νά ἀγωνίζεται καί νά ἐπιδιώκει τήν ἁγιότητα ἀπό κενοδοξία, ἀνθρωπαρέσκεα ἤ γιά κάποιον ἄλλο λόγο. Στήν περίπτωση αὐτή ἡ ἁγιότητα δέν ἔχει ἀξία. ῾Ο ἀπόστολος βάζει ἐδῶ ὡς θεμέλιο τῆς ἁγιότητος τό φόβο τοῦ Θεοῦ.
Φόβος Θεοῦ δέν εἶναι ὁ τρόμος μπροστά σ᾿ ἕναν Θεό πού τόν φανταζόμαστε τιμωρό καί ἐκδικητικό, ἀλλά ἡ συναίσθηση τῆς δικῆς μας ἀδυναμίας καί τῆς δικῆς του παντοδυναμίας. Εἶναι ἡ εὐσέβεια καί τό δέος πού νιώθει ἡ ψυχή, ὅταν σκέπτεται τόν Θεό. ῾Ο Θεός δέν εἶναι μόνο ὁ πατέρας πού ὑπόσχεται, ἀλλά εἶναι καί ὁ τελικός κριτής, πού θά δώσει τήν τελική ἀπόφαση. ῞Οπως ὁ ἱερέας οἰκειώνεται τό ἱερό θυσιαστήριο, ἀλλά ποτέ δέν ἐξοικειώνεται μ᾿ αὐτό καί τό πλησιάζει μέ δέος, ἔτσι καί ἐμεῖς πάντοτε μέ σπουδή, προσοχή καί εὐλάβεια, «μετά φόβου καί τρόμου» νά κατεργαζόμαστε τή σωτηρία μας (Φι 2,12). Αὐτός ὁ φόβος ὁδηγεῖ στή γεμάτη συντριβή, μετάνοια καί ταπεινοφροσύνη κοινωνία τοῦ ἀνθρώπου μέ τόν Κύριο· αὐτή ἡ κοινωνία μέ τή σειρά της πληρώνει τήν ψυχή μέ χαρά καί ἀγαλλίαση, διότι «φόβος οὐκ ἔστιν ἐν τῇ ἀγάπῃ, ἀλλ᾿ ἡ τελεία ἀγάπη ἔξω βάλλει τόν φόβον» (Α´ ᾿Ιω 4,18).
῾Ως μέλη τῆς ἐκκλησίας γίναμε ἅγιοι μέ τό Βάπτισμα· αὐτή ὅμως τήν ἁγιωσύνη δέν πρέπει νά τή χάσουμε, οὔτε νά ἐπιτρέψουμε νά μᾶς τή φθείρει ὁ κόσμος καί τά δελεάσματα τοῦ σατανᾶ, ἀλλά συνεχῶς νά τήν καλλιεργοῦμε, νά τήν ἀνανεώνουμε καί νά κατεργαζόμαστε ἔτσι τή σωτηρία μας, πού εἶναι ὁ σκοπός καί ὁ προορισμός τῆς ζωῆς μας. ῞Οποιος περιτοιχίζει τήν καρδιά του μέ τόν σωτήριο φόβο, λέει ὁ ἅγιος Χρυσόστομος, μόνον αὐτός μπορεῖ νά νικήσει τή σφοδρή τυραννία καί λύσσα τῶν κακῶν ἐπιθυμιῶν καί νά κρατήσει καθαρή τή διάνοια καί τήν ὕπαρξή του ἀπό τό ρύπο τῶν παθῶν, ἀπό κάθε μολυσμό σαρκός καί πνεύματος. «᾿Εγκράτειαν τίκτει ὁ τοῦ Θεοῦ φόβος», λέει ὁ ἅγιος Μάξιμος. ῾Ο φόβος τοῦ Θεοῦ ἐμπνέει ὄχι μόνο τήν τέλεια ἀποχή ἀπό τό κακό, ἀλλά καί τήν τήρηση τοῦ ἀγαθοῦ ἀπό ἀγάπη πρός τόν Θεόν καί ὄχι ἀπό ἀνθρώπινους ὑπολογισμούς. Μέ αὐτή τήν καθαρότητα θά μπορέσουμε νά λατρεύσουμε τόν Θεό. «Καθαρτέον καί ὕστερον τῷ Θεῷ προσομιλητέον», λέγει ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος.
Στεργίου Σάκκου, Ἀποστολικές περικοπές (βοήθημα κυκλαρχῶν)
4,9. Δοκῶ γὰρ ὅτι ὁ Θεὸς ἡμᾶς τοὺς ἀποστόλους ἐσχάτους ἀπέδειξεν, ὡς ἐπιθανατίους, ὅτι θέατρον ἐγενήθημεν τῷ κόσμῳ, καὶ ἀγγέλοις καὶ ἀνθρώποις.
Μέ τό ρῆμα δοκῶ, πού σημαίνει «νομίζω, ἔχω τήν γνώμη», ὁ ἀπόστολος κάνει μία εἰσαγωγή σέ ἤπιο τόνο καί μέ πολλή διακριτικότητα. ῎Αν καί ζῆ καθημερινά τήν ἀποστολική διακονία σέ κάθε λεπτομέρειά της καί ἡ πείρα, τουλάχιστον, τοῦ δίνει τό δικαίωμα νά μιλήσει γι᾿ αὐτό τό θέμα ὡς αὐθεντία, παρά ταῦτα προσέχει νά μήν ἐρεθίσει ἀπό τήν ἀρχή τούς ἐλεγχόμενους Κορινθίους.
Ὅταν ὁ Παῦλος λέγει ὅτι ὁ Θεός κατέστησε τούς ἀποστόλους ἐσχάτους, δέν μειώνει τό ὕψιστο ἀποστολικό ἀξίωμα ἀλλά μιλάει κατά τήν ὑπόνοια τῶν ἀκροατῶν. Γιά τόν κόσμο καί γιά ὅποιον σκέφτεται μέ τά κριτήρια τοῦ κόσμου οἱ ἀπόστολοι, ζώντας μιά ζωή ἄσημη καί ταλαιπωρημένη, ἐκτεθειμένοι πάντοτε στίς κακουχίες, στούς ὀνειδισμούς καί στίς διώξεις, εἶναι τελευταῖοι, χωρίς τιμή καί δόξα. Ἐντούτοις, ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ καί γιά ὅσους ἔχουν τό πνεῦμα τοῦ Θεοῦ, ὅταν εἶναι κανείς ἔσχατος, τότε γίνεται πρῶτος (βλ. Μθ 19,30). Ὁ ἴδιος ὁ Χριστός ὑπέστη τήν ἐσχάτη περιφρόνηση. Εἶναι δεῖγμα πνευματικότητος καί γνήσιας χριστιανικῆς ζωῆς, ὅταν οἱ πιστοί ἔχοντας πρότυπό τους τόν Χριστό προτιμοῦν νά εἶναι ἔσχατοι, περιφρονημένοι καί ἄδοξοι.
῾Ως ἐπιθανατίους σημαίνει σάν καταδικασμένους σέ θάνατο. Στά χρόνια τοῦ ἀπ. Παύλου, οἱ νικητές αὐτοκράτορες καί στρατηγοί ἔμπαιναν στήν πόλη μέ παρέλαση. Μπροστά πήγαιναν ὑπερήφανα, μέ τό κεφάλι ψηλά, τά διάφορα σώματα τοῦ στρατοῦ καί ὁ κόσμος θαύμαζε καί χειροκροτοῦσε. Στό τέλος τῆς πομπῆς περνοῦσαν ταπεινωμένοι οἱ ἐπιθανάτιοι, οἱ αἰχμάλωτοι τοῦ πολέμου πού στήν συνέχεια θανατώνονταν. Ἡ παρέλαση ἦταν γι᾽ αὐτούς διαπόμπευση, διότι ὅλοι τούς γιουχάιζαν καί τούς εἰρωνεύονταν. Αὐτή τήν εἰκόνα μεταφέρει ὁ ἀπ. Παῦλος ὅταν χαρακτηρίζει τούς ἀποστόλους ὡς ἐπιθανατίους. Τούς βλέπει νά εἶναι οἱ ἔσχατοι, οἱ τελευταῖοι στήν παρέλαση τῆς ἀνθρωπότητος. Κακοπαθοῦν καί καθημερινά ἑτοιμάζονται γιά τόν ἐπικείμενο μαρτυρικό θάνατο (βλ. Α´ Κο 15,31 Β´ Κο 1,9). Ὁ ἑκούσιος καθημερινός θάνατος, βέβαια, χαρίζει καί τήν ἀνάσταση (βλ. Β´ Κο 6,9). Καί στήν φυσική ζωή τοῦ ἀποστόλου κάθε φυλάκιση ἦταν ἕνας θάνατος καί κάθε διάσωσή του μία ἀνάσταση, ἀλλά καί στόν πνευματικό του ἀγώνα κάθε ἄρνηση τοῦ προσωπικοῦ του θελήματος, κάθε θάνατος τοῦ «ἐγώ» του τόν ἀνάσταινε στήν ἐν Χριστῷ ζωή, ὥστε νά διακηρύττει· «ζῶ δὲ οὐκέτι ἐγώ, ζῇ δὲ ἐν ἐμοὶ Χριστός» (Γα 2,20).
Ἡ ζωή τῆς ἐκκλησίας, τοῦ κάθε πιστοῦ καί μάλιστα τῶν ἀποστόλων ἀποτελεῖ ἀντικείμενο ἐνδιαφέροντος καί προσοχῆς τοῦ ὁρατοῦ καί τοῦ ἀοράτου κόσμου. Αὐτό δηλώνει ἡ φράση θέατρον ἐγενήθημεν τῷ κόσμῳ, τήν ὁποία ἐπεξηγεῖ ἡ ἑπόμενη καὶ ἀγγέλοις καὶ ἀνθρώποις.
Οἱ ἄνθρωποι διακρίνονται στούς ἐχθρούς τῆς ἐκκλησίας καί στά μέλη τῆς στρατευομένης ἐκκλησίας. Οἱ ἐχθροί μέ μανία προσπαθοῦν νά ἐμποδίσουν τό ἔργο τοῦ εὐαγγελίου. Εἶναι αὐτοί πού περιφρονοῦσαν καί χλεύαζαν τούς ἀποστόλους, τούς κατα- δίωκαν, τούς κακοποιοῦσαν καί μέ κάθε τρόπο προσπαθοῦσαν νά ἀνακόψουν τόν εὐαγγελισμό τῶν ψυχῶν. Ἀντίθετα, τά μέλη τῆς ἐκκλησίας, ὅπως βλέπουμε στό βιβλίο τῶν Πράξεων, συμπαραστέκονται στούς ἀγῶνες τῶν ἀποστόλων καί συμμετέχουν στό ἔργο τους. Ὅταν π.χ. ὁ Πέτρος κλείσθηκε στήν φυλακή, ἡ ἐκκλησία ἀγρυπνοῦσε στήν προσευχή (βλ. Πρξ 12,5).
Ἀλλά τήν ἀποστολική διακονία παρακολουθεῖ μέ ἐνδιαφέρον καί ὁ κόσμος τῶν ἀγγέλων, πού καί αὐτοί εἶναι διηρημένοι σέ δύο ἀντίθετες καί ἀντικρουόμενες ὁμάδες. Στήν μία ὁ σατανᾶς καί οἱ δαιμονικές δυνάμεις ἐνισχύουν καί σκοτίζουν τούς ἐχθρούς τῆς ἐκκλησίας καί τούς ὑποδαυλίζουν σέ διωγμούς τῶν ἀποστόλων καί σέ ἄλλες ἐκδηλώσεις κακίας καί βίας. Στήν ἄλλη ὁμάδα οἱ ἀγγελικές δυνάμεις μαζί μέ ὅλη τήν θριαμβεύουσα ἐκκλησία παρακολουθοῦν τούς ἀποστόλους, τούς ἐμπνέουν καί τούς συμπαραστέκονται ἀόρατα.
4,10. Ἡμεῖς μωροὶ διὰ Χριστόν, ὑμεῖς δὲ φρόνιμοι ἐν Χριστῷ· ἡμεῖς ἀσθενεῖς, ὑμεῖς δὲ ἰσχυροί· ὑμεῖς ἔνδοξοι, ἡμεῖς δὲ ἄτιμοι.
Μέ ζωηρές ἀντιθέσεις ὁ ἀπόστολος Παῦλος παρουσιάζει τίς δυσκολίες, τούς διωγμούς καί τά παθήματα πού ὑφίστανται οἱ ἀπόστολοι γιά νά φωτίσουν, νά καλλιεργήσουν καί νά ὁδηγήσουν στήν βασιλεία τοῦ Θεοῦ τούς πιστούς. Ὅπως οἱ γονεῖς δουλεύουν σέ σκληρές ἐργασίες καί πολλές φορές κινδυνεύουν γιά νά βγάλουν τό μεροκάματο μέ τό ὁποῖο θέλουν νά θρέψουν καί νά σπουδάσουν τά παιδιά τους καί γενικά νά κάνουν ἄνετη καί εὐχάριστη τήν ζωή τῆς οἰκογενείας, ἔτσι καί οἱ ἀπόστολοι θυσιάζονται γιά τούς πιστούς. Στήν Β΄πρός Κορινθίους ἐπιστολή γράφει ὅτι ἐμεῖς οἱ δοῦλοι τοῦ Χριστοῦ εἴμαστε καί δοῦλοι ὅλων τῶν παιδιῶν τοῦ Χριστοῦ, τῆς οἰκογενείας τοῦ Θεοῦ (βλ. Β´ Κο 4,5).
Δέν τούς ἐλέγχει, ὡστόσο, ἄμεσα ὁ ἀπόστολος, διότι ὁ λόγος του θά γινόταν πολύ αὐστηρός, καί ἴσως δέν θά τόν ἄντεχαν. Προτιμᾶ νά τούς ἐλέγξει μέ ἕναν πλάγιο τρόπο. Ἔτσι τούς λέγει: Ἡμεῖς μωροὶ διὰ Χριστόν, ὑμεῖς δὲ φρόνιμοι ἐν Χριστῷ· ἐμεῖς οἱ ἀπόστολοι ἐμφανιζόμαστε στόν κόσμο ἀνόητοι, ἀκολουθώντας τήν διδασκαλία τοῦ Χριστοῦ καί δαπανώντας τόν ἑαυτό μας στό ἔργο του, γιά ν᾽ ἀποκτήσετε ἐσεῖς τήν σοφία τοῦ Θεοῦ. Ἡμεῖς ἀσθενεῖς, ὑμεῖς δὲ ἰσχυροί· ἐμεῖς στερούμαστε κάθε κοσμική δύναμη (πρβλ. Α´ Κο 2,3), γιά νά ἀναδειχθεῖτε ἐσεῖς ἰσχυροί. Ὑμεῖς ἔνδοξοι, ἡμεῖς δὲ ἄτιμοι· γιά νά ἀπολαύσετε ἐσεῖς τήν αἰώνια δόξα, ἐμεῖς ἀρνηθήκαμε τήν τιμή καί τήν δόξα αὐτοῦ τοῦ κόσμου καί γίναμε ἀντικείμενο χλεύης καί ὀνειδισμοῦ.
Θά καταλάβουμε καλύτερα τί θέλει νά πεῖ ὁ ἀπόστολος μέ κάποια παραδείγματα ἀπό τήν φυσική ζωή: Σέ μιά οἰκογένεια ἕνα παιδί γεννήθηκε μέ νεφρική ἀνεπάρκεια βαρειᾶς μορφῆς. Γιά νά ἐπιζήσει ἔπρεπε νά βρεθοῦν συμβατοί δότες νά δώσουν νεφρά. Οἱ πρῶτοι πού προσφέρθηκαν ἦταν οἱ γονεῖς του. Ἔδωσε ὁ καθένας ἀπό ἕνα νεφρό καί τό παιδί τους σώθηκε. Αὐτοί οἱ γονεῖς προτίμησαν νά γίνουν οἱ ἴδιοι κατά κάποιο τρόπο ἀσθενεῖς γιά νά εἶναι τό παιδί τους ἀπολύτως ὑγιές. Σέ ἄλλη περίπτωση δύσκολης ἀσθένειας ὁ πατέρας ἀναγκάσθηκε νά πουλήσει τήν περιουσία του, νά δανεισθεῖ γιά νά βρεῖ θεραπεία τό παιδί του. Ἔγινε πτωχός γιά νά δώσει ζωή καί ὑγεία στό παιδί. Ἔτσι καί οἱ διδάσκαλοι τοῦ εὐαγγελίου δίνουν τόν ἑαυτό τους, στεροῦνται δικαίων ἀπολαύσεων, καταναλώνουν τίς σωματικές δυνάμεις τους γιά τό ἔργο τῆς σωτηρίας τῶν πιστῶν. Μιμοῦνται ἔτσι τόν διδάσκαλό τους, τόν Κύριο Ἰησοῦ Χριστό, ὁ ὁποῖος ἔγινε ἀσθενής καί ἄτιμος, γιά νά χαρίσει σέ μᾶς δύναμη, πλοῦτο καί δόξα.
Ὅπως ἐπισημαίνει ὁ ἅγιος Χρυσόστομος, ὁ ἀπόστολος Παῦλος προσπαθεῖ μέ ἔμμεσο τρόπο νά βοηθήσει τούς Κορινθίους νά συνειδητοποιήσουν ὅτι ὀφείλουν νά ζητοῦν τά τῶν ἀποστόλων, τούς κινδύνους καί τίς προσβολές, ὄχι τίς τιμές καί τίς δόξες. Διότι αὐτό ἀπαιτεῖ τό γνήσιο κήρυγμα.
Ἐξετάζοντας κανείς τήν προσωπικότητα, τά χαρίσματα καί τήν μόρφωση τοῦ ἀποστόλου Παύλου θά μποροῦσε νά καταλάβει ὅτι πρίν γνωρίσει τόν Χριστό ἀνοίγονταν μπροστά του πλατεῖς ὁρίζοντες ἐξέλιξης στόν ραββινικό κόσμο. Ἡ κατοπινή του πορεία ὅμως ἔκλεισε κάθε δρόμο ἐπίγειας δόξας καί τόν ὁδήγησε σέ φυλακίσεις, βασανιστήρια, ἐξευτελισμούς καί διώξεις. Ἀντί νά γίνει ἄρχοντας τοῦ Ἰσραήλ, ὅπως περίμενε νά τόν καμαρώσει τό ἔθνος του, κατήντησε ὁ κατάδικος τῆς οἰκουμένης. Τόν στεφάνωσε ὅμως ὁ οὐρανός. Μέ τά ἀνθρώπινα κριτήρια μόνο τρέλα μπορεῖ νά χαρακτηρισθεῖ ἡ ἐπιλογή τοῦ Παύλου καί ἡ ἀμετάκλητη ἀπόφασή του νά ἀκολουθήσει τόν Χριστό.
Σέ κάθε ἐποχή, ὅσοι ζοῦν τήν ἁμαρτωλή καί διεφθαρμένη ζωή τοῦ κόσμου θεωροῦν τρέλα τό νά ἀκολουθεῖς τόν Χριστό, νά ἀντιστέκεσαι στά πάθη καί στίς ἡδονές, νά μοιράζεις ἀντί νά μαζεύεις, νά ὑποχωρεῖς ἀντί νά διεκδικεῖς, νά συγχωρεῖς ἀντί νά ἐκδικεῖσαι. Ἡ ἁγνότητα, ἡ σωφροσύνη, ἡ ἄσκηση, ἡ τιμιότητα, ἡ ἀφιλαργυρία, ἡ ταπείνωση εἶναι γιά τόν κόσμο μωρία καί ἀδυναμία γιά τόν πιστό ὅμως εἶναι ἡ μεγαλύτερη δόξα.
4,11. Ἄχρι τῆς ἄρτι ὥρας καὶ πεινῶμεν καὶ διψῶμεν καὶ γυμνητεύομεν καὶ κολαφιζόμεθα καὶ ἀστατοῦμεν.
Ὁ ἀπόστολος βεβαιώνει τούς Κορινθίους ὅτι δέν συνάντησε δυσκολίες μόνο στήν ἀρχή τῆς δράσεώς του. Μέχρι καί τήν ὥρα αὐτή πού τούς γράφει ἀπό τήν Ἔφεσο, ζῆ μέ στερήσεις καί ἀντιμετωπίζει διωγμούς. «Δέν διηγοῦμαι παλαιά πράγματα, ἀλλά πράγματα γιά τά ὁποῖα συνεπιμαρτυρεῖ καί ἡ παροῦσα πραγματικότητα», ἑρμηνεύει ὁ ἅγιος Χρυσόστομος καί τονίζει ὅτι τέτοιος πρέπει νά εἶναι ὅλος ὁ βίος τῶν χριστιανῶν καί ὄχι μόνο μία καί δύο ἡμέρες. Διότι ἄν κάποιος ἀθλητής ἐπιτύχει στήν προπόνηση ἀλλά κατόπιν ἡττηθεῖ, δέν στεφανώνεται.
Οἱ ἀπόστολοι στίς περιοδεῖες τους καί πεινοῦν καί διψοῦν καί στεροῦνται τά κατάλληλα ἐνδύματα γιά τίς κακοκαιρίες (πρβλ. Β´ Κο 11,27), καί δέχονται περιπαιχτικά χτυπήματα αὐτό δηλώνει τό κολαφιζόμεθα (πρβλ. Μθ 26,67 Μρ 14,65 Β΄Κο 12,7 Α΄Πέ 2,20). Συνήθως ἔχουμε τρία εἴδη χτυπημάτων: τό «ράπισμα» δηλαδή τό χαστούκι (βλ. Μρ 14,65 Ἰω 18,22 19,3), ὁ «κόνδυλος» πού σημαίνει τήν γροθιά καί ὁ «κόλαφος» πού εἶναι τό περιπαιχτικό καί περιφρονητικό χτύπημα στό σβέρκο, ἡ καρπαζιά. Τό ἀστατοῦμεν σημαίνει ὅτι ὄχι μόνον διαρκῶς μεταβαίνουν ταλαιπωρημένοι ἀπό τόπο σέ τόπο, χωρίς νά ἔχουν μιά μόνιμη κατοικία γιά νά ἀναπαύονται, ἀλλά καί τό ὅτι σέ ὅποιο μέρος πηγαίνουν ἀντιμετωπίζουν συνήθως διωγμούς.
4,12-13α. καὶ κοπιῶμεν ἐργαζόμενοι ταῖς ἰδίαις χερσί· λοιδορούμενοι εὐλογοῦμεν, διωκόμενοι ἀνεχόμεθα, βλασφημούμενοι παρακαλοῦμεν.
Σέ ὅλη τήν ἀποστολική του δράση ὁ ἀπόστολος Παῦλος παρέμεινε ἀκτήμονας καί ἀφιλάργυρος, ἐργαζόμενος ὡς σκηνοποιός ταῖς ἰδίαις χερσὶ γιά νά ἀντιμετωπίσει τίς ἀνάγκες καί τά ἔξοδα τά δικά του καί τῶν συνεργατῶν του. Στήν Κόρινθο γνωρίσθηκε μέ τόν Ἀκύλα καί τήν Πρίσκιλλα, «καὶ διὰ τὸ ὁμότεχνον εἶναι ἔμεινε παρ᾿ αὐτοῖς καὶ εἰργάζετο» (Πρξ 18,3). Κανείς δέν μποροῦσε νά τόν κατηγορήσει ὅτι ζοῦσε εἰς βάρος τῶν πιστῶν, ὅπως ἔκαναν πολλοί ἄλλοι πού παρουσιάζονταν ὡς διδάσκαλοι τοῦ εὐαγγελίου (βλ. Α΄ Κο 9,12). Στούς Θεσσαλονικεῖς μέ ἀφορμή τίς ἀταξίες τους στό θέμα τῆς ἐργασίας προβάλλει τόν ἑαυτό του ὡς πρότυπο (βλ. Α´ Θε 2,9). Τά τρία χρόνια πού ἔμεινε στήν Ἔφεσο ὁ Παῦλος ἐξοικονομοῦσε χρόνο γιά νά δουλεύει. Στόν ἀποχαιρετιστήριο λόγο του πρός τούς πρεσβυτέρους τῆς περιοχῆς τῆς Ἐφέσου, πού τόν γνώριζαν, διακηρύττει· «αὐτοὶ γινώσκετε ὅτι ταῖς χρείαις μου καὶ τοῖς οὖσι μετ᾿ ἐμοῦ ὑπηρέτησαν αἱ χεῖρες αὗται» (Πρξ 20,34). Πολύ πιθανόν νά σήκωσε τότε καί νά ἔδειξε τίς παλάμες του, τά χέρια του τά ροζιασμένα ἀπό τήν σκληρή χειρωνακτική δουλειά. Μιμήθηκε καί σ᾿ αὐτό τόν Κύριό μας, πού ἦταν «τέκτων» (Μρ 6,3), χειρώναξ, καί ἀπό μικρός ἔμαθε στήν Ναζαρέτ νά κάνει ὅλες τίς σκληρές χειρωνακτικές ἐργασίες. Τό παράδειγμά του ἀποτελεῖ θαυμαστό ὑπόδειγμα ἀνιδιοτέλειας ἀλλά συγχρόνως καί ἔλεγχο ὅλων τῶν ἐργατῶν τοῦ Χριστοῦ.
Τήν τακτική τῆς ἀφιλαργυρίας, τῆς ἀκτημοσύνης, τῆς αὐταπάρνησης καί τῆς κακοπάθειας, πού εἶναι ἕνα συνεχές μαρτύριο, τήν ἀκολούθησαν οἱ ἅγιοι τῆς Ἐκκλησίας μας. Ἐνδεικτικά ἀναφέρω τόν Μ. Ἀντώνιο, τόν ἅγιο Νικόλαο, τόν ἅγιο Ἰωάννη τόν Χρυσόστομο, τόν ἅγιο Στυλιανό οἱ ὁποῖοι εἶχαν κληρονομήσει τεράστιες περιουσίες ἀπό τούς γονεῖς τους, ὅμως τίς μοίρασαν στούς φτωχούς καί ἔζησαν μέ μεγάλη λιτότητα καί αὐστηρή ἄσκηση. Ἡ διακόνισσα Ὀλυμπιάδα, ἀληθινή ἀριστοκράτισσα καί ἀρχόντισσα τοῦ Βυζαντίου, σκόρπισε μέ ἁπλοχεριά καί ἀγάπη τά πλούτη της στά φιλανθρωπικά ἔργα τῆς Ἐκκλησίας. Τό ἴδιο ἔκανε καί ἡ νεομάρτυς ἁγία Φιλοθέη στήν σκλαβωμένη Ἀθήνα στά μαῦρα χρόνια τῆς τουρκοκρατίας.
Ὁ ἀπόστολος βεβαιώνει ὅτι δέν δυσανασχετεῖ μέ ὅσα ὑπομένει ἀλλά ἀντίθετα ἀγάλλεται (πρβλ. Μθ 5,12). Αὐτό φαίνεται, κατά τόν ἅγιο Χρυσόστομο, ἀπό τό ὅτι ἀνταποδίδει ἀκριβῶς τά ἀντίθετα λοιδορούμενοι εὐλογοῦμεν, διωκόμενοι ἀνεχόμεθα, βλασφη- μούμενοι παρακαλοῦμεν. «Λοιδορία» σημαίνει βρισιά καί ἐμπαιγμό, κοροϊδία. Μᾶς ὑβρίζουν περιφρονητικά, λέγει ὁ Παῦλος, καί ἐμεῖς μιλοῦμε μέ καλά λόγια καί εὐχόμαστε τό καλό γι᾿ αὐτούς. Ἐκείνους πού μᾶς καταδιώκουν τούς ἀντιμετωπίζουμε μέ πραότητα. Σ᾽ ἐκείνους πού μᾶς συκοφαντοῦν μιλοῦμε γλυκά, ἀποδίδοντας τιμή. Αὐτή ἡ ἀνεξίκακη συμπεριφορά, βέβαια, στά μάτια τῶν ἀνθρώπων φαίνεται μωρία καί ἀδυναμία. Οἱ ἀπόστολοι ὅμως προτιμοῦν νά τηροῦν τήν ἐντολή τοῦ Χριστοῦ· «ἐγὼ δὲ λέγω ὑμῖν, ἀγαπᾶτε τοὺς ἐχθρούς ὑμῶν, εὐλογεῖτε τοὺς καταρωμένους ὑμᾶς, καλῶς ποιεῖτε τοῖς μισοῦσιν ὑμᾶς καὶ προσεύχεσθε ὑπὲρ τῶν ἐπηρεαζόντων ὑμᾶς καὶ διωκόντων ὑμᾶς» (Μθ 5,44).
4,13β. ὡς περικαθάρματα τοῦ κόσμου ἐγενήθημεν, πάντων περίψημα ἕως ἄρτι.
Περικαθάρματα εἶναι ὅσα ἄχρηστα μαζεύει ἡ σκούπα, τά σκουπίδια, ἐνῶ περίψημα λέγεται ἡ λεπτότερη βρομιά, ἡ ἀκαθαρσία. Ὁ ἀπόστολος τίς χρησιμοποιεῖ μεταφορικά, γιά νά δηλώσει τόν ἄνθρωπο πού εἶναι βδελυρός καί ἄξιος περιφρονήσεως, αὐτός τόν ὁποῖο ἀποκαλοῦμε «σκουπίδι».
Οἱ ἀπόστολοι πού ἦταν τά ἁγιώτερα πρόσωπα καί οἱ εὐγενέστερες καρδιές, αὐτοί πού εὐαρέστησαν τόν Θεό, τιμήθηκαν καί δοξάσθηκαν ἀπ᾿ αὐτόν, περιφρονήθηκαν ἀπό τούς ἀνθρώπους καί θεωρήθηκαν ὡς σκουπίδια, ὡς ἑστίες μολύνσεως. ῎Αν ὁ Κύριος μέ τήν ἀγάπη καί τήν θυσία του μεταβάλλει τίς ἁμαρτίες μας, πού εἶναι πραγματικά σκουπίδια, σέ ἔργα μετανοίας καί σέ στολίδια ἀρετῶν, πόσο μᾶλλον ἀγαπάει καί δοξάζει τούς διακόνους τοῦ εὐαγγελίου, πού ὁ κόσμος τούς περιφρονεῖ καί τούς θεωρεῖ σκουπίδια, ἐνῶ εἶναι ἀληθινοί θησαυροί!
Ὅλα ὅσα ἔγραψε ὁ ἀπόστολος Παῦλος ὥς τό σημεῖο αὐτό τῆς Ἐπιστολῆς του ἐνδεχομένως νά στενοχώρησαν τούς πιστούς τῆς Κορίνθου, διότι εἰπώθηκαν μέ κάπως σκληρό καί εἰρωνικό τρόπο. Ὁ ἀπόστολος τώρα τούς διευκρινίζει ὅτι σκοπός του δέν εἶναι νά τούς κάνει νά ντραποῦν, ἀλλά νά τούς παιδαγωγήσει. Δέν αἰσθάνεται πρός τούς Κορινθίους τήν ἁπλή σχέση τοῦ διδασκάλου πρός τούς μαθητές. Νιώθει ὅτι εἶναι ὁ πνευματικός τους πατέρας, διότι τούς ἀναγέννησε, τούς ἐνέταξε στήν Ἐκκλησία, τήν οἰκογένεια τοῦ Θεοῦ. Γι᾽ αὐτό μέ ἀγωνία καί πατρική στοργή παρακολουθεῖ τήν πορεία τους. Μέ τόνο τρυφερότερο τούς παρακαλεῖ νά δείξουν ὅτι εἶναι δικά του παιδιά, νά μοιάσουν στόν πνευματικό τους πατέρα, πού πρότυπό του ἔχει τόν ἴδιο τόν Κύριο Ἰησοῦ Χριστό. Καί δέν περιορίζεται μόνο σ᾽ αὐτήν τήν νουθεσία. Στέλνει καί μιά ζωντανή παράκληση, ἕνα ζωντανό γράμμα, τόν Τιμόθεο, πού εἶναι τέκνο του ἀγαπητό καί γνήσιο, πού τοῦ μοιάζει. Αὐτός θά κάνει τό σπουδαῖο ἔργο νά τούς ὑπενθυμίσει, μέ τόν λόγο ἀλλά καί τό παράδειγμά του, τήν διδασκαλία πού παρέλαβαν ἀπό τόν ἀπ. Παῦλο.
4,14. Οὐκ ἐντρέπων ὑμᾶς γράφω ταῦτα, ἀλλ᾿ ὡς τέκνα μου ἀγαπητὰ νουθετῶ.
Ἐντρέπω (ἐν+τρέπειν) σημαίνει κάνω κάποιον νά στρέψει ἀλλοῦ τό πρόσωπό του εἴτε ἀπό σεβασμό εἴτε ἀπό ντροπή. Ὁ ἀπόστολος Παῦλος ἐξηγεῖ στούς Κορινθίους τίς προθέσεις του. Κατά τόν ἅγιο Χρυσόστομο, εἶναι ἄριστη αὐτή ἡ θεραπεία, δηλαδή ἀφοῦ πεῖ κανείς ὅ,τι θέλει, νά δικαιολογήσει στήν συνέχεια τόν τρόπο πού σκέπτεται. Ἄν δέν μιλοῦσε καθόλου, θά ἔμεναν ἀδιόρθωτοι. Ἄν περιοριζόταν μόνον στό νά τούς ἐλέγξει θά ἄφηνε ἀνίατη τήν πληγή. Τώρα πού τούς ἐξηγεῖ ὅτι τούς μίλησε ἔτσι ὄχι γιά νά τούς ὀνειδίσει ἀλλά ἐπειδή τούς ἀγαπᾶ, προχωρᾶ βαθύτερα τήν τομή ἀλλά καί ἁπαλύνει τόν πόνο.
Εἶναι ἀξιοσημείωτο ὅτι ὁ ἀπόστολος δέν ὀνομάζει τούς Κορινθίους μαθητές ἀλλά τέκνα μου ἀγαπητά. Ὁ ἅγιος Χρυσόστομος σχολιάζει: «καὶ οὐχ ἁπλῶς τέκνα, ἀλλὰ ποθούμενα». Τό ἤπιο καί στοργικό ὕφος κάνει τήν νουθεσία εὐκολότερα ἀποδεκτή καί πιό ἀποτελεσματική.
Τό ρῆμα νουθετῶ (=νοῦν τίθημι) σημαίνει προσπαθῶ νά βάλω κάτι στό μυαλό ἤ νά βάλω τό μυαλό στήν θέση του. Καί μέ τό ρῆμα αὐτό, τό οἰκεῖο καί πατρικό, ὁ ἀπόστολος στοχεύει στό νά τούς φιλοτιμήσει. Ποιός δέν θά δεχόταν νά ἀκούσει ἕναν πατέρα πού μέ πόνο συμβουλεύει ὅσα πρέπει; ρωτᾶ ὁ ἅγιος Χρυσόστομος.
4,15. ἐὰν γὰρ μυρίους παιδαγωγοὺς ἔχητε ἐν Χριστῷ, ἀλλ᾿ οὐ πολλοὺς πατέρας· ἐν γὰρ Χριστῷ Ἰησοῦ διὰ τοῦ εὐαγγελίου ἐγὼ ὑμᾶς ἐγέννησα.
Στήν ἀρχαιότητα τά σχολεῖα ἦταν ἰδιωτικά. Λίγα ἦταν τά παιδιά πού φοιτοῦσαν σ᾽ αὐτά. Οἱ πλούσιοι κυρίως γονεῖς ἔστελναν τά παιδιά τους στό σχολεῖο. Ἕνας δοῦλος εἶχε τήν φροντίδα νά πηγαίνει τό παιδί στό σχολεῖο, νά τό ἐπιστρέφει στό σπίτι καί νά τό φυλάγει στόν δρόμο ἀπό τούς διαφόρους κινδύνους. Αὐτός λεγόταν παιδαγωγός. Τό παιδί συνδεόταν μέ τόν παιδαγωγό, διότι περνοῦσε πολλές ὧρες τῆς ἡμέρας μαζί του. Ὁ ἅγιος Χρυσόστομος σημειώνει ὅτι ὁ παιδαγωγός δέν ἐναντιωνόταν στόν δάσκαλο, ἀντίθετα συνεργαζόταν μαζί του, καθώς προστάτευε τό παιδί ἀπό κακές ἐπιρροές καί συμπεριφορές καί τό προετοίμαζε νά δεχθεῖ μέ προσοχή τά μαθήματα τοῦ δασκάλου. Σέ καμιά ὅμως περίπτωση δέν μποροῦσε νά συγκριθεῖ ἡ ἀγάπη καί τό ἐνδιαφέρον τοῦ παιδαγωγοῦ γιά τό παιδί μέ τήν στοργική φροντίδα τοῦ πατέρα.
Ὁ ἀπόστολος Παῦλος ἐξηγεῖ στούς Κορινθίους ὅτι δέν εἶναι γι᾽ αὐτούς ὁ ἁπλός παιδαγωγός πού τούς ἔπιασε ἀπό τό χέρι νά τούς φέρει στό σχολεῖο τοῦ Χριστοῦ, ἀλλά εἶναι ὁ πατέρας. Καί τό ἀποδεικνύει, τονίζει ὁ ἅγιος Χρυσόστομος, ἀναφέροντας συγκε- κριμένο γεγονός ἐν γὰρ Χριστῷ Ἰησοῦ διὰ τοῦ εὐαγγελίου ἐγὼ ὑμᾶς ἐγέννησα, αὐτός πνευματικά τούς ἀναγέννησε. Ἡ πνευματική τους ζωή ἄρχισε ἀπό τότε πού δέχθηκαν τήν ἄφθαρτη σπορά τοῦ θείου λόγου. Ὁ ἀπόστολος Παῦλος ἱερούργησε αὐτήν τήν ἀναγέννηση, γι᾿ αὐτό δικαιοῦται νά ὀνομάζεται πνευματικός τους πατέρας. Ἦλθε στήν πόλη τους καί τούς μετέδωσε ὄχι μόνο τό Εὐαγγέλιο ἀλλά καί τήν ψυχή του (βλ. Α´ Θε 2,7). Ἀγωνίσθηκε μέ πόνο νά μορφώσει μέσα τους τόν Χριστό (βλ. Γα 4,19). Ἄγρυπνα νουθετοῦσε «ἕνα ἕκαστον» καί μάλιστα «μετὰ δακρύων», ἐπιδιώκοντας τήν πνευματική τους οἰκοδομή καί τήν σταθεροποίησή τους στήν ἐν Χριστῷ ζωή (βλ. Πρξ 20,31· Ἐφ 4,12-16). Ἑπομένως, δέν τούς προσφωνεῖ κολακευτικά τέκνα, εἶναι πράγματι ὁ πατέρας τους. Οἱ διδάσκαλοι πού ἀκολούθησαν ἔχουν τήν θέση τοῦ παιδαγωγοῦ, διότι ἀπό αὐτόν τούς παρέλαβαν γιά νά τούς καθοδηγήσουν στήν πνευματική ζωή.
Ἡ ἀναγέννηση, βέβαια, ἔγινε ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ. Καί αὐτό, κατά τόν ἄγιο Χρυσόστομο, σημαίνει ὅτι ὁ ἀπόστολος δέν θεωρεῖ ὅτι ἔγινε μέ τίς δικές του μόνο δυνάμεις, ὅτι εἶναι ἀποκλειστικά δικό του ἔργο. Γι᾽ αὐτό πλήττει ἐκείνους πού ἀπέδιδαν στόν ἑαυτό τους τήν ἐπιτυχία τῆς διδασκαλίας.
Στόν δρόμο πού ὁδηγεῖ στήν κοινωνία μέ τόν Χριστό καί τήν θέωση, οἱ πνευματικοί πατέρες μας εἶναι οἱ ἔμπειροι χειραγωγοί καί οἱ ἀκούραστοι συμπαραστάτες. Γιά νά ὑπηρετήσει ὅμως ἕνας ποιμένας τό τόσο ὑψηλό καί ὑπεύθυνο ἔργο ὀφείλει νά εἶναι πράγματι ὄργανο «τῷ Πνεύματι ἁρμοζόμενον καὶ κρουόμενον», ὅπως διδάσκει ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος. Νά ἀποτελεῖ «τύπον τῶν πιστῶν» (Α´ Τι 4,12), νά ἐμπνέει μέ τήν ἐνάρετη ζωή του. Νά παρέχει, κατά τόν Μ. Βασίλειο, τόν τρόπο τῆς βιοτῆς του «ἐναργὲς ὑπόδειγμα πάσης ἐντολῆς τοῦ Κυρίου». Νά οἰκοδομεῖ, δηλαδή, μέ τήν ἀγάπη καί τήν πατρική στοργή του, ἀλλά περισσότερο μέ τό παράδειγμά του.
4,16. παρακαλῶ οὖν ὑμᾶς, μιμηταί μου γίνεσθε.
Ὁ στίχος αὐτός ἀποτελεῖ τό συμπέρασμα τῆς περικοπῆς. Ἐφόσον ὁ ἀπόστολος Παῦλος εἶναι ὁ πατέρας τῶν Κορινθίων, ὡς γνήσια παιδιά του πρέπει νά τοῦ μοιάζουν. Γι᾿ αὐτό τούς ἀπευθύνει παράκληση καί τούς παροτρύνει νά τόν μιμηθοῦν. Δέν τό ἀπαιτεῖ, ἀλλά παρακαλεῖ, παρακινεῖ μέ εὐγένεια καί ἀγάπη.
«Βαβαί, πόση τοῦ διδασκάλου ἡ παρρησία!», θαυμάζει ὁ ἅγιος Χρυσόστομος. Μιμήθηκε πρῶτος αὐτός τόν ἀρχηγό τοῦ ἀγώνα, ὅπως θά τό πεῖ παρακάτω, «μιμηταί μου γίνεσθε, καθὼς κἀγὼ Χριστοῦ» (11,1), καί καλεῖ τώρα τούς ἄλλους νά τόν μιμηθοῦν. Δέν τό κάνει αὐτό ὑπερηφανευόμενος, ἀλλά δείχνοντας ὅτι εἶναι εὔκολη ἡ ἀρετή. Ὁ ἅγιος πατέρας βάζει στά χείλη του τά ἑξῆς: «Μή μοῦ πεῖς ὅτι δέν μπορῶ νά σέ μιμηθῶ, διότι ἐσύ εἶσαι διδάσκαλος καί μέγας. Δέν εἶναι τόσο μεγάλη ἡ ἀπόστασή μου ἀπό σᾶς, ὅσο ἡ ἀπόσταση τοῦ Χριστοῦ ἀπό μένα· ἀλλ᾽ ὅμως ἐγώ Ἐκεῖνον μιμήθηκα... Ἐκεῖνος πού θά μιμηθεῖ ἀκριβῶς τήν σφραγίδα μιμεῖται τό πρωτότυπο». Ὁ Νικηφόρος Θεοτόκης σημειώνει τί ἀκριβῶς προσφέρει πρός μίμηση ὁ ἀπόστολος στούς πιστούς: «Μιμηθεῖτε τήν πίστη μου στόν Χριστό, τήν ἀγάπη μου, τήν ταπείνωσή μου, τήν ἐλπίδα μου, τόν ζῆλο μου καί τίς ὑπόλοιπες ἀρετές. Μόνο ὁ Παῦλος καί ὅποιος ἔφθασε στήν τελειότητα τῆς ἀρετῆς του, μπορεῖ μέ θάρρος νά πεῖ μαζί του· μιμηταί μου γίνεσθε».
Σέ μιά ἐποχή ἄκρατου μιμητισμοῦ, πού χάθηκε τελείως ἡ ἐλευθερία τοῦ προσώπου καί οἱ ἄνθρωποι κατήντησαν ἄβουλα νούμερα μιᾶς ἀπρόσωπης μάζας, εἶναι ἐπίκαιρο τό μήνυμα γιά μίμηση τοῦ Χριστοῦ. Ὅποιος μιμεῖται τόν Χριστό ἀποκτᾶ τήν ἀληθινή ἐλευθερία, τήν ἀπελευθέρωση ἀπό τά δεσμά καί τίς καταπιέσεις τῶν παθῶν.
Στεργίου Σάκκου,
Ἑρμηνεία τῆς Α΄πρός Κορινθίους Ἐπιστολῆς (βοήθημα κυκλαρχῶν)