Super User

Super User

Παρασκευή, 20 Οκτώβριος 2023 03:00

Κυριακή Κ΄ Γα 1,11-19

Θεϊκή ἡ ἀποστολή καί ἡ διδασκαλία τοῦ ἀπ. Παύλου
 
Εἰσαγωγικά στήν πρός Γαλάτας ᾿Επιστολή
 

῾Η Γαλατία βρισκόταν στά βάθη τῆς Μ. ᾿Ασίας, στήν περιοχή τῆς σημερινῆς ῎Αγκυρας. Εἶχε ἔκταση σχεδόν ἴση μέ τή μισή ῾Ελλάδα. Οἱ κάτοικοί της, οἱ λεγόμενοι Γαλάτες, κατάγονταν ἀπό τή σημερινή Γαλλία. Εἶχαν ἐγκατασταθεῖ στήν περιοχή τῆς Γαλατίας τόν 3ο π.Χ. αἰώνα, μετά ἀπό περιπλάνηση στήν ῾Ελλάδα καί τή Μ. ᾿Ασία καί ἀφοῦ εἶχαν νικηθεῖ σέ συγκρούσεις μέ τούς ντόπιους κατοίκους.

 Στήν ἑλληνική τότε Μ. ᾿Ασία οἱ Γαλάτες σιγά-σιγά ἐξελληνίσθηκαν καί ἀργότερα γνώρισαν τόν Χριστό ἀπό τόν ἀπ. Παῦλο, ὁ ὁποῖος τούς ἐπισκέφθηκε στή β´ καί γ´ περιοδεία του (βλ. Πρξ 16,6·18,23). Προφανῶς ἵδρυσε ἐκκλησίες στίς μεγάλες πόλεις τῆς Γαλατίας· δέν γνωρίζουμε ὅμως πόσες. Μετά ἀπό τόν ἀπόστολο πῆγαν στή Γαλατία οἱ ἰουδαΐζοντες. ῏Ηταν ἰουδαῖοι οἱ ὁποῖοι, ἄν καί εἶχαν βαπτισθεῖ χριστιανοί, ἔμεναν φανατικά προσκολλημένοι σέ ὁρισμένα στοιχεῖα τῆς ἰουδαϊκῆς θρησκείας, τά ὁποῖα δέν εἶχαν ἰσχύ καί νόημα στό Χριστιανισμό. Δίδασκαν π.χ. ὅτι δέν ἐπαρκοῦν γιά τή σωτηρία ἡ θυσία καί ἡ ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ, ἀλλά εἶναι ἀπαραίτητη ἡ περιτομή καί ἡ τήρηση τοῦ μωσαϊκοῦ τελετουργικοῦ.

 Οἱ ἰουδαΐζοντες διέβαλλαν τόν ἀπ. Παῦλο στούς χριστιανούς τῆς Γαλατίας καί παρουσίαζαν ὡς σπουδαιότερη τή δική τους διδαχή. ῎Ελεγαν ὅτι ὁ Παῦλος δέν εἶναι ἀπόστολος, διότι δέν ἀνήκει στούς μαθητές τοῦ Χριστοῦ. ῎Ακουσε τή διδασκαλία τοῦ Χριστοῦ ἀπό τούς ἀποστόλους, ἀλλά δέν τή γνωρίζει καλά. ῎Ετσι ἀναστάτωσαν ὁρισμένους ἀπό τούς χριστιανούς τῆς Γαλατίας, ἔσπειραν στίς ψυχές τους τά ζιζάνια τῆς ἀμφιβολίας, τῆς ἀνταρσίας καί τῆς κακοδοξίας. Αὐτό λύπησε καί τάραξε τόν Παῦλο καί τοῦ ἔδωσε τήν ἀφορμή νά γράψει τήν πρός Γαλάτας ᾿Επιστολή, ἡ ὁποία εἶναι ἐγκύκλιος ᾿Επιστολή, ἀπευθύνεται πρός ὅλες τίς ἐκκλησίες τῆς Γαλατίας. ῾Ο ἀπ. Παῦλος τήν ἔγραψε ὁλόκληρη μέ τό χέρι του καί τήν ἔστειλε ὡς αὐτόγραφο (Γα 6,11). Τήν ᾿Επιστολή αὐτή, ὅπως λέει ὁ ἅγιος Χρυσόστομος, τήν καταθέτει ὁ Παῦλος ὡς μία ἔγγραφη μαρτυρία. ῎Εχει σκοπό νά στηρίξει τό ἀποστολικό του κύρος καθώς καί τήν ἀναγκαιότητα καί ἐπάρκεια τῆς θυσίας τοῦ ᾿Ιησοῦ Χριστοῦ γιά τή σωτηρία μας. Θέλει ἐπίσης νά καταδικάσει τό ἐντελῶς ἀνθρώπινο καί κοσμικό κήρυγμα τῶν ψευδαποστόλων.

Δέν εἶναι εὔκολο νά προσδιορισθεῖ πότε καί ἀπό ποῦ ἔγραψε τήν ᾿Επιστολή ὁ Παῦλος. Τό πιθανότερο εἶναι ὅτι τήν ἔγραψε γύρω στο 55 μ.Χ. ἀπό τήν ῎Εφεσο, κατά τήν τριετία πού παρέμεινε ἐκεῖ.

῾Η πρός Γαλάτας ᾿Επιστολή μαζί μέ τίς πρός Ρωμαίους καί πρός ῾Εβραίους ἀποτελοῦν τό κεφάλαιο τῆς διδασκαλίας τοῦ Παύλου, μέ τό ὁποῖο διακρίθηκε καί ἐλευθερώθηκε ἡ χριστιανική πίστη ἀπό τήν ἰουδαΐκή θρησκεία.

 Στήν περικοπή μας ὁ Παῦλος κατοχυρώνει τή θεϊκή καταγωγή τῆς ἀποστολῆς καί τῆς διακονίας του. Εἶναι ἀληθινός ἀπόστολος τοῦ Χριστοῦ καί τό εὐαγγέλιό του δέν προέρχεται ἀπό ἄνθρωπο, ἀλλά τοῦ ἔχει δοθεῖ ἀπό τόν Θεό.
 

α) ῾Ο Παῦλος δέν διδάχθηκε τό Εὐαγγέλιο ἀπό ἀνθρώπους (1,11-14)
 

apostolos paulos1,11. Γνωρίζω δέ ὑμῖν, ἀδελφοί, τό εὐαγγέλιον τό εὐαγγελισθέν ὑπ᾿ ἐμοῦ ὅτι οὐκ ἔστι κατά ἄνθρωπον.

῾Η ἔκφραση γνωρίζω δέ ὑμῖν, εἶναι πολύ προσφιλής στόν ἀπ. Παῦλο. Τή χρησιμοποιεῖ συχνά στίς ᾿Επιστολές του (πρβλ. Α´ Κο 12,3· 15,1· Β´ Κο 8,1). Θέλει μέ αὐτή νά κινήσει τήν προσοχή τῶν μαθητῶν του, γιά νά τούς διδάξει κάποιο νέο μάθημα ἤ νά τούς ὑπενθυμίσει σπουδαῖα καί ὑψηλά θέματα τῆς θείας ἀποκαλύψεως. Αὐτά πρέπει νά τά γνωρίζουν ὅλοι οἱ πιστοί. ῞Οπως ὁ ἴδιος τά γνώρισε μέ τήν ἀποκάλυψη τοῦ Θεοῦ, ἔτσι καί οἱ πιστοί πρέπει νά τά γνωρίσουν μέ τό κήρυγμά του.

῾Η προσφώνηση ἀδελφοί, δεῖγμα τῆς εἰλικρινοῦς ἀδελφικῆς ἀγάπης, βεβαιώνει ὅτι ὁ ἀπ. Παῦλος, παρ᾿ ὅλο πού ἐκφράζεται σκληρά καί ἐπιπλήττει τούς Γαλάτες, ἐξακολουθεῖ νά τούς ἀγαπᾶ καί νά τούς θεωρεῖ ἀδελφούς του.

Τό εὐαγγέλιον τό εὐαγγελισθέν ὑπ᾿ ἐμοῦ· Οἱ ἐχθροί τοῦ Παύλου τόν κατηγόρησαν στούς Γαλάτες ὅτι τούς δίδαξε ἕνα δικό του ἀνθρώπινο, φτωχό εὐαγγέλιο. ῾Ο ἀπόστολος τούς ὑπενθυμίζει ὅτι τό εὐαγγέλιον, πού δίδαξε καί παρέδωσε, οὐκ ἔστι κατά ἄνθρωπον, δέν εἶναι ἀνθρώπινο, δέν τό ἐπινόησαν ἄνθρωποι. Δέν εἶναι καρπός οὔτε τῆς δικῆς του σκέψεως οὔτε κανενός ἄλλου ἀνθρώπου. Δέν ἔφερε μία νέα θρησκεία στή Γαλατία οὔτε ἀνέπτυξε κάποιο δικό του φιλοσοφικό σύστημα, διότι τίποτα τό ἀνθρώπινο δέν μπορεῖ νά λυτρώσει τόν ἄνθρωπο ἀπό τά δεσμά τῆς ἁμαρτίας καί τῆς φθορᾶς. ῾Η ἀνθρώπινη σκέψη δημιουργεῖ τέχνες καί ἐπιστῆμες πού διευκολύνουν καί ξεκουράζουν πρόσκαιρα τό σῶμα καί τό νοῦ τοῦ ἀνθρώπου, ὄχι ὅμως καί τήν ψυχή. Οἱ Γαλάτες ὅμως ἔχουν τήν ἐμπειρία ὅτι τό εὐαγγέλιο τοῦ Χριστοῦ, πού τούς ἔφερε ὁ Παῦλος, δίνει ὄντως τή λύτρωση καί τή σωτηρία.

Οἱ ἀλήθειες τῆς σωτηρίας ἔχουν ἀποκαλυφθεῖ ἀπό τόν Θεό. Δέν ἦταν δυνατόν νά τίς ἀνακαλύψει ἄνθρωπος, διότι εἶναι ἀνώτερες ἀπό τήν ἀνθρώπινη σκέψη. Τό εὐαγγέλιο τό παρέδωσε στούς ἀποστόλους ὁ ἴδιος ὁ Χριστός. Εἶναι ἡ καθαρή πηγή τῆς ἀληθείας, εἶναι φῶς, ὕδωρ ζῶν. Εἶναι ὁ γνησιότερος ἑρμηνευτής τοῦ θείου θελήματος, πού λύνει κάθε πρόβλημα καί ἀπαντᾶ σέ κάθε ἀγωνία.

᾿Επειδή ἀκριβῶς δέν εἶναι κατά ἄνθρωπον τό εὐαγγέλιο, δέν ἱκανοποιεῖ τίς ἁμαρτωλές ἐπιθυμίες μας, γι᾿ αὐτό δυσκολευόμαστε νά τό δεχθοῦμε. Κάποιες φορές θέλουμε νά περικόψουμε τά εὐαγγελικά παραγγέλματα, νά τά κάνουμε κατά ἄνθρωπον. Εἶναι δελεαστικό π.χ. ἕνα εὐαγγέλιο πού δέν κάνει λόγο γιά ἄσκηση, θυσία, σταυρό. Καί στά χρόνια τοῦ ἀπ. Παύλου ἕνα τέτοιο εὐαγγέλιο δέν θά σκανδάλιζε καθόλου τούς ᾿Ιουδαίους οὔτε θά προκαλοῦσε τήν ἐγκόσμια σοφία τῶν ἐθνικῶν (Α´ Κο 1,18-30). Δέν θά εἶχε ὅμως καί τή δύναμη νά σώσει τόν ἄνθρωπο.
 
1,12. οὐδέ γάρ ἐγώ παρά ἀνθρώπου παρέλαβον αὐτό οὔτε ἐδιδάχθην, ἀλλά δι᾿ ἀποκαλύψεως ᾿Ιησοῦ Χριστοῦ.

῾Ο ἀπ. Παῦλος ἐδῶ ἀνασκευάζει τήν κατηγορία ὅτι δέν εἶναι γνήσιος ἀπόστολος, ἐφόσον δέν ἦταν μαθητής καί αὐτόπτης μάρτυρας τοῦ Χριστοῦ -ὅρο πού ἔθεσε ὡς ἀπαράβατο ὁ ἀπ. Πέτρος, ὅταν ἐπρόκειτο νά ἐκλέξουν τόν ἀντικαταστάτη τοῦ ᾿Ιούδα (Πρξ 1,22). ῎Ηδη στό προοίμιο τῆς ᾿Επιστολῆς δηλώνει ὅτι εἶναι «ἀπόστολος οὐκ ἀπ᾿ ἀνθρώπων, οὐδέ δι᾿ ἀνθρώπου, ἀλλά διά ᾿Ιησοῦ Χριστοῦ» (1,1). Δηλαδή, ἄν καί δέν ἦταν ἀπό τούς δώδεκα, ἦταν αὐτόπτης τοῦ Κυρίου μέ τρόπο ὑπερφυσικό, ὅπως ἀναφέρει στό στίχο μας. Οἱ προηγούμενοι ἀπόστολοι παρέλαβαν βέβαια τό εὐαγγέλιο ἀπό τόν ἴδιο τόν Κύριο, διότι ἔζησαν κοντά του μέχρι τό σταυρό, τήν ἀνάσταση καί τήν ἀνάληψή του στούς οὐρανούς. ᾿Αλλά καί στόν ἀπ. Παῦλο ὁ Κύριος παρέδωσε προσωπικά ὁ ἴδιος τό εὐαγγέλιο. Προφανῶς ὁ ἀπόστολος ἀναφέρεται στήν ἀποκάλυψη πού δέχθηκε στό δρόμο πρός τή Δαμασκό (Πρξ 9,3ἑ.), ἀλλά καί ἀργότερα πολλές φορές εἶχε ἀποκαλύψεις, κατά τίς ὁποῖες διδάχθηκε τό εὐαγγέλιο ἀπό τόν ἴδιο τόν Χριστό (πρβλ. Πρξ 22,17· Γα 2,2).

 Δι᾿ ἀποκαλύψεως ᾿Ιησοῦ Χριστοῦ· ῾Η φράση δέν σημαίνει τήν ἀποκάλυψη κάποιων ὑπέρλογων ἀληθειῶν πού ἔκανε ὁ Χριστός στόν Παῦλο, ἀλλά ὅτι ὁ ἴδιος ὁ ᾿Ιησοῦς Χριστός τοῦ ἀποκαλύφθηκε. ῞Ωστε τό εὐαγγέλιο πού παρέλαβε καί διδάχθηκε ὁ Παῦλος εἶναι ὁ ᾿Ιησοῦς Χριστός πού τοῦ φανερώθηκε. Τόν εἶδε, τόν ἄκουσε, τόν παρέλαβε, τόν ἔβαλε μέσα του. Κατά ἀνάλογο τρόπο καί τό εὐαγγέλιο πού κηρύττει ὁ Παῦλος δέν εἶναι μία διδασκαλία ἀλλά ἕνα πρόσωπο μέ τό ὁποῖο καλοῦνται νά ἀποκτήσουν ζωντανή ἐπαφή οἱ πιστοί.
 

1,13. ᾿Ηκούσατε γάρ τήν ἐμήν ἀναστροφήν ποτε ἐν τῷ ᾿Ιουδαϊσμῷ, ὅτι καθ᾿ ὑπερβολήν ἐδίωκον τήν ἐκκλησίαν τοῦ Θεοῦ καί ἐπόρθουν αὐτήν.

῾Ο ἀπόστολος ἐπιχειρεῖ νά ἀποδείξει καί ἱστορικά αὐτό πού ἤδη εἶπε παραπάνω, ὅτι τό εὐαγγέλιό του δέν εἶναι κατ᾿ ἄνθρωπον, ἀλλά δι᾿ ἀποκαλύψεως. ῏Ηταν ἀδύνατο νά πάρει τό εὐαγγέλιο ἀπό ἀνθρώπους, διότι δέν ἦταν μέλος τῆς ᾿Εκκλησίας ἀλλά ἀμείλικτος ἐχθρός της. Μόνο ἡ ἀποκάλυψη τοῦ ᾿Ιησοῦ μπορεῖ νά ἐξηγήσει τή μεταβολή του.

᾿Ηκούσατε· Φαίνεται ὅτι ὁ Παῦλος εἶχε μιλήσει στούς Γαλάτες γιά τήν προηγούμενη σχέση του μέ τόν ᾿Ιουδαϊσμό. Προφανῶς τούς εἶχε πεῖ ὅτι ἀπό μικρός ζοῦσε σύμφωνα μέ τά ἔθιμα καί τίς παραδόσεις τῶν ᾿Ιουδαίων. ῏Ηταν μάλιστα ἕνας φανατικός φαρισαῖος, πού μέ πάθος ὑποστήριζε τή θρησκεία τῶν πατέρων του. Δέν δυσκολεύεται ὁ Παῦλος νά γράψει ἀκόμη ὅτι ἦταν ἕνας σκληρός διώκτης τοῦ Χριστοῦ καί τῆς ᾿Εκκλησίας του, νά ὁμολογήσει ὅτι καθ᾿ ὑπερβολήν, μέ μεγάλη μανία, ἐδίωκε τήν ἐκκλησίαν τοῦ Θεοῦ, τούς χριστιανούς.

Καί ἐπόρθουν αὐτήν· Μέ τή μανία τῆς καταδίωξης, μέ συλλήψεις καί φυλακίσεις τῶν χριστιανῶν, ὁ Παῦλος προσπαθοῦσε νά πολιορκήσει τήν ᾿Εκκλησία καί γρήγορα, νά τήν καταστρέψει, νά τήν κατεδαφίσει καί νά τήν ἀφανίσει. Τώρα «ὡς σοφός ἀρχιτέκτων» (Α´ Κο 3,10) τήν οἰκοδομεῖ!

῾Ο Σαῦλος εἶχε καταδιώξει τήν ᾿Εκκλησία τοῦ Χριστοῦ μέ ἀγαθή συνείδηση, διότι νόμιζε ὅτι αὐτό θέλει ὁ Θεός. Κινοῦνταν ἀπό φανατισμό, ἀπό ζῆλο «οὐ κατ᾿ ἐπίγνωσιν» (Ρω 10,2). Δέν ἀντιλαμβανόταν ὅτι βρισκόταν ἔξω ἀπό τό δρόμο τοῦ Θεοῦ. Μέ τή μεταστροφή του ὅμως κατάλαβε ὅτι ὁ ᾿Ιησοῦς Χριστός καλεῖ καί ἐντάσσει στόν ἐκλεκτό λαό του, στήν ᾿Εκκλησία, ἰουδαίους καί ἐθνικούς πού ἀνεπιφύλακτα δέχονται τό εὐαγγέλιό του.
 

1,14. καί προέκοπτον ἐν τῷ ᾿Ιουδαϊσμῷ ὑπέρ πολλούς συνηλικιώτας ἐν τῷ γένει μου, περισσοτέρως ζηλωτής ὑπάρχων τῶν πατρικῶν μου παραδόσεων.

 Πολύ εὔστοχα, εὐφιέστατα καί παιδαγωγικά ὁ ἀπόστολος Παῦλος ἐλέγχει τούς χριστιανούς τῆς Γαλατίας πού εἶχαν κλονιστεῖ ἀπό τίς διδασκαλίες τῶν ἰουδαϊζόντων. Εἶναι σάν νά τούς λέει· «᾿Εγώ πρῶτος θά εἶχα τήν παρρησία νά σᾶς διδάξω τόν ᾿Ιουδαϊσμό, ἄν ὁδηγοῦσε στή σωτηρία. Διότι ὄχι μόνο τόν ἐφήρμοζα ἀλλά καί προέκοπτον, ἤμουν προκομμένος ἰουδαῖος».

῾Η τάξη τῶν ζηλωτῶν εἶχε δημιουργηθεῖ στά χρόνια τῶν Μακκαβαίων, γιά νά ὑπερασπισθεῖ τό νόμο. Σ᾿ αὐτήν ἀνῆκε ὁ Παῦλος. Εἶχε σπουδάσει τά κλασικά γράμματα καί στίς περίφημες σχολές τῆς πατρίδος του, τῆς Ταρσοῦ, ἀλλά καί στά ᾿Ιεροσόλυμα, στή σχολή τοῦ περίφημου νομοδιδασκάλου Γαμαλιήλ (βλ. Πρξ 22,3). Σέ ὅλες αὐτές τίς σχολές ἦταν ἀνώτερος, πρῶτος ὑπέρ πολλούς συνηλικιώτας, μεταξύ ὅλων τῶν ἰουδαίων συμμαθητῶν του. Στή σημερινή πραγματικότητα θά λέγαμε ὅτι ἦρθε πρῶτος στίς γενικές ἐξετάσεις.

Περισσοτέρως ζηλωτής ὑπάρχων τῶν πατρικῶν μου παραδόσεων· ᾿Επιδείκνυε τόν μεγαλύτερο ζῆλο στή γνώση, στήν ἐφαρμογή τοῦ νόμου ἀλλά καί στή λαχτάρα νά μείνει σταθερό τό γένος του στόν ᾿Ιουδαϊσμό, γιά νά προκόψει.

Πατρικές παραδόσεις εἶναι τά ἑρμηνευτικά σχόλια στό νόμο καί οἱ παραδόσεις πού εἶχαν ἐπινοήσει οἱ ραββίνοι. Γιά νά ἑρμηνεύσουν δῆθεν τό νόμο, πρόβαλλαν ἀνθρώπινες διδασκαλίες, οἱ ὁποῖες ὅμως δέν ἐξέφραζαν τό πραγματικό νόημα τῆς Π.Δ. Οἱ ραββίνοι εἶχαν διατυπώσει συνολικά 613 τέτοιες διατάξεις. Πολλές ἀπό αὐτές ἀποτελοῦσαν τή χειρότερη παρερμηνεία καί διαστρέβλωση τοῦ νόμου. Οἱ παραδόσεις τῶν πατέρων καί τῶν πρεσβυτέρων ἦταν ἀπέραντοι μύθοι καί γενεαλογίες, πού δημιουργοῦσαν μιά ψεύτικη ἐντύπωση ὅτι ἡ βασιλεία τοῦ Μεσσία εἶναι ἀνθρώπινη καί ἐπίγεια. Μέ πολλή αὐστηρότητα ὁ Κύριος ἀναφέρεται σ᾿ αὐτές καί τίς ἀποδοκιμάζει (βλ. Μθ 15· πρβλ. Μρ 7).

῾Ο ἀριστοῦχος Σαῦλος εἶχε ὅλα τά προσόντα νά γίνει ἡγέτης τοῦ ᾿Ιουδαϊσμοῦ. ᾿Αλλά τά ἀπέρριψε ὅλα, ὅταν γνώρισε τόν Χριστό. Καί μόνο ἡ μεταστροφή του ἔπρεπε νά ὁδηγήσει τούς Γαλάτες στό συμπέρασμα ὅτι κάτι τελείως ἔκτακτο τοῦ συνέβη. «Αὕτη ἡ ἀλλοίωσις τῆς δεξιᾶς τοῦ ῾Υψίστου!» (Ψα 76,11). ῾Ο ἅγιος Χρυσόστομος ἐπισημαίνει· «῎Αν δέν ἦταν Θεός αὐτός πού ἀποκαλύφθηκε στόν Παῦλο, δέν θά δεχόταν ἐκεῖνος τόσο ἀκαριαία μεταβολήϜ ᾿Εκεῖνος πού τόσο ἀκαριαῖα ἄλλαξε, ἐνῶ βρισκόταν στό ἀποκορύφωμα τῆς μανίας, εἶναι ὁλοφάνερο ὅτι ξαναβρῆκε τήν πνευματική του ὑγεία, διότι ἀξιώθηκε θεϊκῆς ὁράσεως καί διδασκαλίας».
 

β) ῾Η κλήση καί ἡ ἀποκάλυψη στόν Παῦλο (στ. 15-16α)
 

1,15. ῞Οτε δέ εὐδόκησεν ὁ Θεός ὁ ἀφορίσας με ἐκ κοιλίας μητρός μου καί καλέσας διά τῆς χάριτος αὐτοῦ.

῾Ο ἀπόστολος ἀποκαλύπτει πώς, ἐνῶ ὁ ἴδιος πελαγοδρομοῦσε στίς πατρικές παραδόσεις τῶν ᾿Ιουδαίων, ὁ Θεός εἶχε γι᾿ αὐτόν ἕνα σχέδιο, τό ὁποῖο μάλιστα εἶχε καταστρώσει ἀπό παλιά, πρίν ἀκόμη ὁ Παῦλος δεῖ τό φῶς αὐτοῦ τοῦ κόσμου.

Εἶναι δύσκολο νά μεταφραστεῖ ἀκριβῶς τό ρῆμα εὐδόκησε, γι᾿ αὐτό εἶναι προτιμότερο νά τό ἀφήνουμε ἀμετάφραστο. Τό νόημά του δείχνει ὅτι ὁ Θεός μέ τήν ἄπειρη φιλανθρωπία του θέλησε, εὐαρεστήθηκε, εἶχε τήν καλή διάθεση, τήν εὐδοκία. Οἱ ἐνέργειες αὐτῆς τῆς εὐδοκίας εἶναι ὁ ἀφορισμός (=τό ξεχώρισμα, ἡ ἐκλογή), ἡ κλήση, ἡ ἀποκάλυψη πού δέχθηκε ὁ διώκτης Σαούλ. Σέ ὅλα αὐτά ἐλεύθερα ἀνταποκρίθηκε ὁ Σαῦλος, ὥστε νά μεταστραφεῖ καί νά γίνει ὁ θαυμαστός ἀπόστολος τοῦ Χριστοῦ. Μέ ἰδιαίτερη εὐγνωμοσύνη καί ἱερό δέος σέ ὅλη του τή ζωή ὁ Παῦλος ἀναφέρεται στήν τιμή πού τοῦ ἔκανε ὁ Θεός νά τοῦ ἀποκαλύψει τήν ἀλήθεια του καί νά τόν ἐξαποστείλει κήρυκά του στό κόσμο.

῾Ο ἀφορίσας με· ῾Ο ἀφορισμός, ὅπως καί τό ἀνάθεμα (βλ. στ. 8), στήν Κ.Δ. ἔχει θετική καί ἀρνητική σημασία. Σημαίνει· α) αὐτό πού ξεχωρίζεται ἀπό τόν κόσμο γιά νά δοθεῖ στόν Θεό καί β) αὐτό πού ξεκόβεται ἀπό τόν Θεό καί παραδίδεται στόν διάβολο. ᾿Εδῶ ἡ μετοχή ἀφορίσας με ἔχει τήν πρώτη, τή θετική σημασία· ὁ Θεός διάλεξε τόν Παῦλο γιά τόν ἑαυτό του ἐκ κοιλίας μητρός. Παρόμοια εἶχε διαλέξει τόν ᾿Ιωάννη τόν Βαπτιστή (βλ. Λκ 1,15), τούς προφῆτες Σαμουήλ (βλ. Α´ Βα 1), ᾿Ησαΐα (βλ. ᾿Ησ 49,1) καί ᾿Ιερεμία (᾿Ιε 1,5), καί πολλούς ἄλλους ἐκλεκτούς δούλους του, τούς ὁποίους ἔταξε σέ μιά ὑψηλή ἀποστολή καί τούς κατέστησε συνεργάτες γιά τήν πραγματοποίηση τοῦ σχεδίου του.

῾Η ἐπιλογή τοῦ Θεοῦ βέβαια δέν γίνεται αὐθαίρετα, ὅπως νομίζουμε ἐμεῖς οἱ ἀσθενεῖς ἄνθρωποι, οὔτε καταστρατηγεῖ τήν ἐλευθερία τοῦ ἀνθρώπου. Γίνεται μέ βάση τήν προαίρεση τοῦ ἀνθρώπου, ἡ ὁποία δέν εἶναι ἄγνωστη στόν παντογνώστη Θεό. Στή συγκεκριμένη περίπτωση ὁ Παῦλος ἀφορίζεται ὡς «σκεῦος ἐκλογῆς» (Πρξ 9,15). Γνώριζε ὁ Θεός ὅτι ἦταν ἱκανός νά διακονήσει καί νά κάνει μεγάλο ἔργο, γι᾿ αὐτό τόν κάλεσε. ῾Ο ἴδιος ὅμως τονίζει τή φιλανθρωπία καί τή χάρη τοῦ Θεοῦ ὡς αἴτια τῆς ἐκλογῆς καί τῆς σωτηρίας του. Εἶχε συναίσθηση ὁ Παῦλος ὅτι δέν ἦταν ἄξιος γιά μιά τόσο μεγάλη καί τιμητική κλήση. Αἰσθανόταν ὅτι ἡ θεία χάρη ἐνεργοῦσε ὅλα τά θαυμαστά στή ζωή του καί γι᾿ αὐτό πάντοτε τόνιζε τόν πρωταρχικό της ρόλο.

᾿Αξίζει νά σημειώσουμε ὅτι, παρ᾿ ὅλο πού ἦταν διαλεγμένος ἀπό τόν Θεό ὁ Παῦλος, παραπλανήθηκε τόσα χρόνια στόν ᾿Ιουδαϊσμό καί μάλιστα ἔγινε διώκτης τοῦ Χριστοῦ. ῞Ολη ἐκείνη ἡ πρό Χριστοῦ ζωή ἦταν μιά ἐμπειρία χρήσιμη καί πολύτιμη γιά τήν ἐν Χριστῷ ζωή τοῦ ἀποστόλου. ῞Οπως ἐπέτρεψε ὁ Κύριος νά τόν ἀρνηθεῖ ὁ κορυφαῖος Πέτρος, ὥστε νά ἔχει τήν ἐμπειρία αὐτῆς τῆς ἀρνήσεως, ἔτσι ἐπέτρεψε νά γίνει διώκτης ὁ Παῦλος, γιά νά εἶναι ὁ τύπος καί ἡ ἀπόδειξη ὅτι ὁ Χριστός σώζει ἀκόμη καί τούς πιό σκληρούς διῶκτες, ἀρκεῖ νά μετανοήσουν. Μέσα στό σχέδιο τοῦ Θεοῦ καί οἱ χειρότερες πτώσεις μας ἀξιοποιοῦνται θετικά. «Τοῖς ἀγαπῶσι τόν Θεόν πάντα συνεργεῖ εἰς ἀγαθόν» (Ρω 8,28), θά γράψει καταθέτοντας τήν ἐμπειρία του ὁ Παῦλος.

῾Ο Θεός δέχεται καί ἀντιμετωπίζει τόν Παῦλο ὡς ὁλοκληρωμένο ἄνθρωπο ἐκ κοιλίας μητρός καί τόν ἐκλέγει γιά ἀπόστολό του. ᾿Εδῶ δίδεται ἔμμεσα ἡ ἀπάντηση σ᾿ ἐκείνους πού ἀμφισβητοῦν ὅτι τό ἔμβρυο εἶναι ζωντανή ὕπαρξη, καί γι᾿ αὐτό ἀποτελεῖ ἔγκλημα κάθε ἐπιβουλή ἐναντίον τῆς ζωῆς του. ῾Η ζωή τοῦ κάθε ἀνθρώπου κυβερνᾶται ἀπό κάποιο ἀνώτερο σχέδιο τοῦ Θεοῦ. Καί τό σχέδιο αὐτό τό ἔχει καταρτίσει καί τό πραγματοποιεῖ ὁ Θεός ὄχι μόνο ἀπό τή σύλληψη τοῦ ἀνθρώπου, ἀλλά πρίν ἀκόμη γίνει ὁ κόσμος.

῾Ο σεβασμός τοῦ Θεοῦ στήν ἀνθρώπινη θέληση καί προσωπικότητα φαίνεται ἀπό τή μετοχή ὁ καλέσας με. Εἶχε τήν εὐδοκία του γιά τόν Παῦλο ὁ Θεός, ἀφήνει ὅμως στόν ἴδιο τήν πρωτοβουλία νά δεχθεῖ ἤ νά ἀπορρίψει τήν κλήση. Στό δρόμο πρός τή Δαμασκό ὁ Παῦλος ἀπαντᾶ στή χάρη τοῦ Θεοῦ μέ τή δική του ταπεινή ὑποταγή καί γίνεται χριστιανός καί ἀπόστολος συγχρόνως.
 
1,16α. ἀποκαλύψαι τόν υἱόν αὐτοῦ ἐν ἐμοί, ἵνα εὐαγγελίζωμαι αὐτόν ἐν τοῖς ἔθνεσιν.

Σκοπός τῆς κλήσεως ἦταν νά ἀποκαλύψει ὁ Θεός στόν Παῦλο τόν υἱόν αὐτοῦ. ῾Η ἀποκάλυψη αὐτή ἦταν καθοριστική καί ρυθμιστική γιά τή μετέπειτα ζωή του. Στό δρόμο τῆς Δαμασκοῦ συνειδητοποίησε ὅτι ὁ Θεός δέν βρισκόταν στίς πατρικές παραδόσεις πού μέ σχολαστικότητα καί φανατισμό ὑπηρετοῦσε, ἀλλά ἦταν ἕνα πρόσωπο γεμάτο ἀγάπη γι᾿ αὐτόν. Συνάντησε ὄχι ἕναν δάσκαλο ἀνώτερο ἀπό τόν Γαμαλιήλ, ἀλλά μία ζωντανή παρουσία πού ἐκπλήρωνε, ξεπερνοῦσε καί φώτιζε τίς παραδόσεις τῶν πατέρων, τίς ὁποῖες ὑπεραγαποῦσε. ῎Ετσι ὁ Χριστός, τόν ὁποῖο αὐτός καταδίωκε, τόν συνέλαβε καί τόν κατέστησε συνεργό καί ἀπόστολό του.

Τό ἐν ἐμοί δείχνει ὅτι ὁ Υἱός τοῦ Θεοῦ εἶχε κατακτήσει ὅλη τήν ὕπαρξη τοῦ Παύλου. Στό δρόμο τῆς Δαμασκοῦ ὁ Παῦλος δέν γνώρισε ἁπλῶς μέ τίς ἀνθρώπινες αἰσθήσεις του ἕνα πρόσωπο, τόν ᾿Ιησοῦ Χριστό, ἀλλά μέ τή χάρη τοῦ ἁγίου Πνεύματος, μέ τό ἄκτιστο φῶς εἶχε μία μέθεξη, ἐμπειρία τοῦ θεανθρώπου Κυρίου. ῎Ενιωσε, ὅπως λέγει ὁ ἅγιος Χρυσόστομος, τή θεία ἀποκάλυψη νά λαμπρύνει τήν ψυχή του καί νά τόν γεμίζει μέ Πνεῦμα ἅγιο.

῞Ινα εὐαγγελίζωμαι αὐτόν ἐν τοῖς ἔθνεσιν· ῞Οπως ὁ Χριστός πῆρε τούς δώδεκα μαθητές καί τούς προετοίμασε νά κηρύξουν τό εὐαγγέλιο πρῶτα στήν ᾿Ιερουσαλήμ, ἔπειτα στήν ᾿Ιουδαία, στήν Παλαιστίνη καί κατόπιν στά ἔθνη, ἔτσι πῆρε κι ἐμένα, λέει ὁ Παῦλος, καί μέ ἀπέστειλε στά ἔθνη. ᾿Εξομολογεῖται τό σχέδιο τοῦ Θεοῦ ὅπως τό εἶδε ζωντανό στή ζωή του. ῾Ο πρῶτος σταθμός ἦταν ὅτι ὁ Θεός τόν ξεχώρισε ἀπό τήν κοιλιά τῆς μάνας του. ῞Υστερα τόν κάλεσε καί τοῦ παρέδωσε τό εὐαγγέλιο χωρίς τή μεσολάβηση ἀνθρώπου, ὥστε τό κήρυγμά του νά εἶναι ἀξιόπιστο, αὐθεντικό.
 

γ) ῾Ο Παῦλος μετά τή μεταστροφή του κηρύττει στήν ᾿Αραβία (1,16β-17)
 

1,16β-17. εὐθέως οὐ προσανεθέμην σαρκί καί αἵματι, οὐδέ ἀνῆλθον εἰς ᾿Ιεροσόλυμα πρός τούς πρό ἐμοῦ ἀποστόλους, ἀλλά ἀπῆλθον εἰς ᾿Αραβίαν, καί πάλιν ὑπέστρεψα εἰς Δαμασκόν.

῾Η ἀποστολή τοῦ Παύλου ἔγινε ἀμέσως μετά τήν κλήση του. ῎Αρχισε τό κήρυγμα εὐθέως μετά τή θεραπεία του ἀπό τόν ᾿Ανανία καί τή βάπτισή του. Οὐ προσανεθέμην, δέν συμβουλεύτηκα, λέγει, σαρκί καί αἵματι, κανέναν ἄνθρωπο (πρβλ. Μθ 16,17), δέν μέ κατήχησε οὔτε μέ δίδαξε κανείς.

Οὐδέ ἀνῆλθον εἰς ᾿Ιεροσόλυμα· Πάντοτε στήν Κ.Δ., ὅταν γίνεται λόγος γιά μετακίνηση πρός τά ᾿Ιεροσόλυμα χρησιμοποιεῖται τό ρῆμα ἀναβαίνω (βλ. Μθ 20,17· Μρ 10,32· ᾿Ιω 5,1), ἐνῶ ὅταν κανείς φεύγει ἀπό τά ᾿Ιεροσόλυμα χρησιμοποιεῖται τό ρῆμα «καταβαίνω» (βλ. Λκ 10.30· Πρξ 24,1), διότι τά ᾿Ιεροσόλυμα ἦταν κτισμένα πάνω σέ ὑψηλό ὀροπέδιο. ῾Η ᾿Ιερουσαλήμ ἦταν ἡ βάση τῶν ἀποστόλων καί, ἄν ἤθελε ὁ Παῦλος νά λάβει ἀπό αὐτούς κατευθύνσεις ἤ ἐπικύρωση τῆς ἀποστολῆς του, θά ἔπρεπε ἀρχικά νά πάει ἐκεῖ. Δέν νιώθει ὅμως αὐτή τήν ἀνάγκη. Τό κύρος του ἦταν ἀδιαμφισβήτητο· τό βεβαίωνε περίτρανα ἡ ἀρχή καί ἡ συνέχεια τῆς ἀποστολῆς του. Γι᾿ αὐτό ἡ πειστικότερη ἀπολογία του ἦταν ἡ ἴδια ἡ ἱστορία του καί αὐτήν ἀναφέρει κάθε φορά πού κάποιος ἀμφισβητεῖ τό ἀποστολικό του κύρος.

Πρό ἐμοῦ ἀποστόλους· ῾Υπῆρχαν κήρυκες τοῦ εὐαγγελίου πού δέν γνώρισαν τόν Κύριο. Συνδέθηκαν μέ τούς ἀποστόλους, διδάχθηκαν ἀπ᾿ αὐτούς καί ἔγιναν ἀπόστολοι δεύτερης καί τρίτης γενιᾶς. Οἱ εὐαγγελιστές Λουκᾶς καί Μᾶρκος εἶναι ἀπό τούς ἀποστόλους τῆς δεύτερης γενιᾶς. ῾Ο ἀπ. Παῦλος ὅμως τονίζει στούς Γαλάτες ὅτι εἶναι καί ὁ ἴδιος γνήσιος ἀπόστολος. Στούς ἄλλους ἀποστόλους δέν ἀναγνωρίζει καμία ἄλλη ὑπεροχή παρά μόνο τή χρονική προτεραιότητα στήν κλήση.

 ᾿Απῆλθον εἰς ᾿Αραβίαν· ῾Υπάρχει συζήτηση μεταξύ τῶν ἑρμηνευτῶν γιά τόν καθορισμό τῆς ᾿Αραβίας, τήν ὁποία ἀναφέρει ὁ ἀπόστολος (Βλ. σχετικό ἄρθρο στό περιοδ. ΑΠΟΛΥΤΡΩΣΙΣ ἀρ. φύλ. 483, Μάρτιος 1986, σελ. 37). Δέν πρόκειται γιά τή γνωστή μας χώρα τῆς ᾿Αραβίας, ἀλλά γιά μία περιοχή κοντά στή Δαμασκό, πού ὀνομαζόταν ᾿Αραβία. ῾Η Δαμασκός ἦταν ἐθνική πόλη, πού ὑπαγόταν στή Συρία καί ὄχι στήν Παλαιστίνη. ῾Επομένως ἀπό τήν ἀρχή τῆς ἀποστολικῆς του δράσεως ὁ Παῦλος ἄρχισε τόν εὐαγγελισμό τῶν ἐθνῶν. ᾿Επειδή στήν πόλη τῆς Δαμασκοῦ ἀντιμετώπιζε κινδύνους ὁ ἀπόστολος, βγῆκε στήν ἐπαρχία τῆς Δαμασκοῦ, τή λεγόμενη ᾿Αραβία, ὅπου καί κήρυξε. ῾Ο Λουκᾶς δέν σημειώνει αὐτή τή λεπτομέρεια στίς Πράξεις, διότι ἐκεῖ ἁπλῶς ἐκθέτει τή μεταστροφή τοῦ Παύλου. ᾿Εδῶ ὁ ἴδιος ὁ ἀπόστολος γιά ἀπολογητικούς λόγους ἐξηγεῖ ὅτι ἀμέσως μετά τήν ἐπιστροφή του στόν Χριστό δέν μεσολάβησε νεκρή περίοδος ἤ περίοδος μαθητείας σέ κάποιον ἀπόστολο, ἀλλά ἄρχισε νά κηρύττει καί μάλιστα, πιθανόν, στά ἔθνη.

 Κατά τόν ἅγιο Χρυσόστομο ὁ σκοπός τῆς ἀναχώρησης τοῦ Παύλου στήν ᾿Αραβία ἦταν ἱεραποστολικός. «Φρόντιζε νά ἐπισκέπτεται καί τούς τόπους πού δέν εἶχαν δεχθεῖ ποτέ καλλιέργεια διαλέγοντας ἕναν τρόπο ζωῆς πού ἔχει μεγάλες ἀγωνίες καί πολλούς κόπους».
 

δ) ῾Ο Παῦλος συναντᾶ τούς ἀποστόλους Πέτρο καί ᾿Ιάκωβο (1,18-19)
 

1,18.῎Επειτα μετά ἔτη τρία ἀνῆλθον εἰς ᾿Ιεροσόλυμα ἱστορῆσαι Πέτρον, καί ἐπέμεινα πρός αὐτόν ἡμέρας δεκαπέντε.
Τρία χρόνια μετά ἀπό τήν ἀναχώρησή του ἀπό τά ᾿Ιεροσόλυμα ὁ διώκτης τῶν χριστιανῶν Παῦλος ἐπιστρέφει ὡς ἀπόστολος πλέον.

 Τό ρῆμα ἱστορῆσαι ὅπως καί τό οὐσιαστικό ἱστορία προέρχονται ἀπό τή ρίζα του ρήματος «οἶδα», πού σημαίνει γνωρίζω. Σκοπός τῆς ἐπισκέψεως τοῦ ἀπ. Παύλου στά ᾿Ιεροσόλυμα ἦταν νά γνωρίσει τόν ἀπ. Πέτρο, πού τόν καιρό ἐκεῖνο βρισκόταν στά ᾿Ιεροσόλυμα. ῾Ο ἅγιος Χρυσόστομος ὑπογραμμίζει τήν ἐκτίμηση τοῦ Παύλου γιά τόν Πέτρο. Δέν ἔγραψε, λέει, «ἰδεῖν» ἀλλά ἱστορῆσαι, πού δείχνει τό ἐνδιαφέρον του καί ὅτι θεωρεῖ ὡς πολύ σημαντικό πράγμα καί μόνο νά γνωρίσει τόν σπουδαῖο αὐτόν ἄνδρα.

᾿Αξίζει ἐπίσης νά σημειώσουμε ὅτι ὁ Παῦλος, πού προηγουμένως ἐκφράστηκε γιά τήν ἀποστολικότητά του μέ τρόπο πού θά μποροῦσε νά παρεξηγηθεῖ καί νά θεωρηθεῖ ἀλαζονικός, στή συγκεκριμένη περίπτωση φέρεται πολύ ταπεινά. Στή Γαλατία κινδύνευε ἡ καθαρότητα τοῦ εὐαγγελίου καί ἡ εἰρήνη τῆς ᾿Εκκλησίας· ἔπρεπε νά τονίσει τό ἀποστολικό του ἀξίωμα. Στή συμπεριφορά του ὅμως μέ τούς ἀποστόλους, ὅπου δέν συντρέχουν λόγοι ἀπολογητικοί, πρόθυμα ταπεινώνεται καί ἔρχεται νά τιμήσει ἕναν ἀπ᾿ αὐτούς. Παρ᾿ ὅλο πού, ὅπως ἤδη εἶπε, δέν εἶναι κατώτερος ἀλλά ἰσότιμος μέ τόν Πέτρο, τόν τιμᾶ. Φιλόφρονα τόν ἀναγνωρίζει ὡς ἀνώτερο κι ἔρχεται νά τόν ἐπισκεφθεῖ, διότι εἶναι πρεσβύτερος στήν ἡλικία καί ἀρχαιότερος στήν ἐν Χριστῷ ζωή. Κατέχει τά πρεσβεῖα, ὄχι τό πρωτεῖο. ᾿Εκπληρώνει ἔτσι πρῶτα ὁ ἴδιος ὁ Παῦλος τά παραγγέλματα πού συστήνει στούς χριστιανούς· «τῇ τιμῇ ἀλλήλους προηγούμενοι» (Ρω 12,10) καί «τῇ ταπεινοφροσύνῃ ἀλλήλους ἡγούμενοι ὑπερέχοντας ἑαυτῶν» (Φι 2,3).

᾿Επέμεινε, δηλαδή ἔμενε συνεχῶς μαζί μέ τόν Πέτρο. Φιλοξενήθηκε, λοιπόν, γιά ἡμέρας δεκαπέντε στό σπίτι πού ἔμενε ὁ Πέτρος καί αὐτό δείχνει τή φιλία καί τήν ἀγάπη πού ἐξαρχῆς συνέδεσε τούς δύο κορυφαίους ἀποστόλους. Τό διάστημα τῶν δεκαπέντε ἡμερῶν θά ἦταν ἀνεπαρκές, ἄν ἔπρεπε ὁ Παῦλος νά μαθητεύσει κοντά στόν Πέτρο. ῏Ηταν ὅμως ἀρκετό, γιά νά καταθέσει τά δείγματα τῆς ἀποστολικότητάς του καί νά διαπιστώσουν μαζί μέ τόν Πέτρο ὅτι συμπίπτουν ἀπόλυτα στό εὐαγγέλιο πού κηρύττουν. ῞Ολα τά γεγονότα πού συνέβησαν σ᾿ αὐτές τίς δεκαπέντε μέρες στά ᾿Ιεροσόλυμα, τή γνωριμία μέ τόν Πέτρο, τό κήρυγμα στήν ᾿Ιερουσαλήμ, τίς ἀντιρρήσεις πολλῶν πιστῶν, θά μπορούσαμε νά τά ἐντάξουμε ἱστορικά συσχετίζοντάς τα μέ ὅσα γράφει ὁ Λουκᾶς στό 9ο κεφ. τῶν Πράξεων (στ. 28-29).
 
1,19. ἕτερον δέ τῶν ἀποστόλων οὐκ εἶδον εἰ μή ᾿Ιάκωβον τόν ἀδελφόν τοῦ Κυρίου.

῾Ο ᾿Ιάκωβος εἶναι γιός τοῦ ᾿Ιωσήφ τοῦ μνήστορος καί ἐπειδή ὁ ᾿Ιωσήφ «ἐνομίζετο (=θεωροῦνταν)» πατέρας τοῦ ᾿Ιησοῦ, ὀνομάζεται ἀδελφός τοῦ Κυρίου, ὅπως καί ὁ ᾿Ιούδας ὁ ἀδελφόθεος. Εἶναι ὁ πρῶτος ἐπίσκοπος τῶν ᾿Ιεροσολύμων καί ὡς ἐπίσκοπος ἔπρεπε νά μένει μόνιμα στήν πόλη.

῞Ετερον δέ τῶν ἀποστόλων οὐκ εἶδον· Οἱ ἄλλοι ἀπόστολοι δέν διέμεναν στά ᾿Ιεροσόλυμα καί γι᾿ αὐτό δέν τούς συνάντησε. ῾Η ἐπίσκεψη στόν Πέτρο σήμαινε ἐπίσκεψη στόν ἡγέτη τῶν δώδεκα καί ἡ ἐπίσκεψη στόν ᾿Ιάκωβο σήμαινε ἐπίσκεψη στήν κεφαλή τῆς μητέρας τῶν ἐκκλησιῶν. ᾿Επιπλέον ἡ ἀναφορά στή συνάντηση τοῦ ἀπ. Παύλου μέ τόν ᾿Ιάκωβο ἔχει καί μία ἐντελῶς ἰδιαίτερη σημασία γιά τήν περίσταση. ῾Ο ᾿Ιάκωβος ἦταν, θά λέγαμε, σκληροπυρηνικός ᾿Ιουδαῖος -ἴσως καί φαρισαῖος-, ὥστε νά τόν ἀνέχονται ὡς ἐπίσκοπό τους οἱ ἐξ ἰουδαίων χριστιανοί τῆς ᾿Ιερουσαλήμ. Τό γεγονός ὅτι αὐτός δέχθηκε τόν ἀπ. Παῦλο ἐπιβεβαιώνει τή συμφωνία μαζί του. Οἱ ἰουδαΐζοντες, πού κατηγοροῦν καί ἀπορρίπτουν τόν ἀπ. Παῦλο, ἀποδεικνύονται ψεῦτες καί συκοφάντες, ἀφοῦ ὄχι μόνο ὁ κορυφαῖος Πέτρος ἀλλά καί ὁ ἐπίσκοπος τῶν ἐξ ἰουδαίων χριστιανῶν ἀποδέχεται τόν Παῦλο καί συμφωνεῖ μαζί του.

 Τό συμπέρασμα εἶναι ὅτι ὁ Παῦλος δέν διδάχτηκε τό εὐαγγέλιο οὔτε ἀπό τόν Πέτρο οὔτε ἀπό τούς ἀποστόλους στά ᾿Ιεροσόλυμα, διότι εἶδε μόνο τούς δύο καί αὐτούς γιά λίγες μέρες. Οἱ ἰσχυρισμοί τῶν ψευδαδέλφων ἦταν συκοφαντικοί. Τό ἔργο τοῦ ἀπ. Παύλου ἦταν θεϊκό καί γνήσιο, γι᾿ αὐτό ἄντεξε στή δοκιμασία καί βγῆκε λαμπρότερο, ὅπως τό χρυσάφι, ἀπό τή φωτιά τῆς διαβολῆς καί τοῦ ψεύδους. ῾Ο ἀπόστολος τῶν ἐθνῶν καί τό κήρυγμά του ἐπέζησαν. Καί ἐμεῖς οἱ σύγχρονοι χριστιανοί εἴμαστε καρποί τοῦ ἔργου του.


Στεργίου Ν. Σάκκου,

Ἀποστολικές περικοπές (βοήθημα γιά κυκλάρχες)

Σάββατο, 09 Σεπτέμβριος 2023 03:00

Κυρ. πρό τῆς Ὑψώσεως Γα 6,11-18

Τό καύχημα τοῦ Σταυροῦ

῾Ο ἐπίλογος τῆς πρός Γαλάτας ᾿Επιστολῆς

stauros Μέ τήν περικοπή αὐτή ὁ ἀπ. Παῦλος κλείνει τήν πρός Γαλάτας ᾿Επιστολή ἐκφράζοντας τήν ἀγωνία του γιά τούς χριστιανούς τῆς Γαλατίας. Στιγματίζει ἐπιγραμματικά τήν ἀπάτη τῶν ψευδαδέλφων καί ξεσκεπάζει τά ἀκάθαρτα καί ἰδιοτελῆ κίνητρά τους. ᾿Ανακεφαλαιώνοντας, ὑπογραμμίζει ὅτι μοναδικός σωτήρας τοῦ κόσμου εἶναι ὁ ᾿Ιησοῦς Χριστός. Χάρη στή δική του σταυρική θυσία καί μόνο καταργεῖται κάθε διαφορά μεταξύ περιτομῆς καί ἀκροβυστίας. ᾿Ιουδαῖοι καί εἰδωλολάτρες ἀδελφώνονται στήν καινούργια κτίση, τήν ᾿Εκκλησία. Αὐτῆς τῆς ᾿Εκκλησίας ὁ Παῦλος εἶναι γνήσιος ἀπόστολος καί φέρει στό ἴδιο του τό σῶμα τά διαπιστευτήρια τῆς ἀποστολῆς του, τά «στίγματα» τοῦ ᾿Ιησοῦ Χριστοῦ.

α) ᾿Ιδιόχειρη ἡ ᾿Επιστολή (6,11)

 6,11. ῎Ιδετε πηλίκοις ὑμῖν γράμμασιν ἔγραψα τῇ ἐμῇ χειρί.
 Πηλίκοις γράμμασιν· ῾Η ἀντωνυμία πηλίκος σημαίνει «πόσο μεγάλος». Μερικοί ὑποστηρίζουν ὅτι μέ τήν ἔκφραση αὐτή ὁ ἀπόστολος ἐννοεῖ ὅτι ἡ ᾿Επιστολή ἦταν γραμμένη μέ κεφαλαῖα γράμματα. ῾Η ἄποψη αὐτή ὅμως δέν εὐσταθεῖ, διότι μέχρι τόν 9ο μ.Χ. αἰ. ὅλα τά κείμενα γράφονταν στή μεγαλογράμματη γραφή· δέν ἦταν, λοιπόν, δυνατόν νά εἶναι γραμμένη διαφορετικά. ῾Ο ἀπόστολος ἐφιστᾶ τήν προσοχή τῶν Γαλατῶν στό μέγεθος τῶν γραμμάτων του. Σάν νά τούς λέει· «Σᾶς παρακαλῶ νά δεῖτε τή σοβαρότητα τοῦ θέματος καί τήν ἀγωνία μου γιά τή σωτηρία σας καί ἀπό τά μεγάλα καί ἔντονα γράμματά μου».
 ῎Εγραψα τῇ ἐμῇ χειρί· Στήν ἀρχαιότητα ὡς γραφική ὕλη χρησιμοποιοῦσαν πάπυρο ἤ εἰδικά κατεργασμένο δέρμα. Γιά τό λόγο αὐτό τό γράψιμο δέν ἦταν ἁπλή ὑπόθεση. ᾿Απαιτοῦσε χρόνο, κόπο καί εἰδικότητα. ᾿Ακόμη καί οἱ ἐγγράμματοι ἀπέφευγαν νά γράφουν ἰδιόχειρα· ἀνέθεταν τή δουλειά αὐτή σέ εἰδικούς ἐπαγγελματίες καλλιγράφους. ῾Ο ἀπ. Παῦλος συνήθως ὑπαγόρευε τίς ᾿Επιστολές του σέ κάποιον ἀπό τούς μαθητές του, πού εἶχε αὐτή τήν ἱκανότητα (βλ. Ρω 16,22 «ἀσπάζομαι ὑμᾶς ἐγώ Τέρτιος ὁ γράψας τήν ἐπιστολήν»). ῾Ο ἴδιος στό τέλος κάθε ᾿Επιστολῆς ἔγραφε τό χαιρετισμό ὡς ὑπογραφή. Μόνο τήν πρός Φιλήμονα, πού εἶναι πολύ σύντομη ᾿Επιστολή, καί τήν πρός Γαλάτας, ὁ ἀπόστολος τίς ἔγραψε ὁλόκληρες μέ τό χέρι του· «τῇ ἐμῇ χειρί», ὅπως μᾶς βεβαιώνει. ῎Ηθελε νά ἔχουν οἱ Γαλάτες ἰδιόχειρη τή μαρτυρία του, ὥστε καί μέ τόν τρόπο αὐτό νά ἀντιληφθοῦν τήν κρισιμότητα τοῦ θέματος καί τήν ἀγωνία του γιά τόν κίνδυνο πού διέτρεχαν.

β) Ξεσκέπασμα τῆς ὑποκρισίας τῶν ἰουδαϊζόντων (6,12-13)

 6,12. ῞Οσοι θέλουσιν εὐπροσωπῆσαι ἐν σαρκί, οὗτοι ἀναγκάζουσιν ὑμᾶς περιτέμνεσθαι, μόνον ἵνα μή τῷ σταυρῷ τοῦ Χριστοῦ διώκωνται.
 Τό «ὅσοι» ἀναφέρεται στούς ἰουδαΐζοντες ψευδαδέλφους. ῾Ο ἀπόστολος, μέ ὅσα γράφει στό στίχο αὐτό καί στόν ἑπόμενο, ἀποκαλύπτει τά κίνητρα τῶν ἰουδαϊζόντων. Θέλουν· α) νά φαντάξουν καί νά φανοῦν σπουδαῖοι στούς ἀνθρώπους, β) νά ἀποφύγουν τό διωγμό, γ) νά ἱκανοποιήσουν τήν κενοδοξία τους κάνοντας τόν ἡγέτη.
 Θέλουσιν εὐπροσωπῆσαι ἐν σαρκί· Εὐπροσωπῶ σημαίνει παρουσιάζω ὡραῖο πρόσωπο, φαίνομαι στούς ἄλλους καλός ἤ, ὅπως λέμε στή γλώσσα τοῦ λαοῦ, φαντάζω. Μέ τό ρῆμα αὐτό ὁ ἀπόστολος τοποθετεῖ τούς ἰουδαΐζοντες στήν ἴδια κατηγορία μέ τούς ὑποκριτές φαρισαίους, πού ἔκαναν τά πάντα «πρός τό θεαθῆναι» καί τούς ὁποίους ὁ Κύριος παρομοίασε μέ «τάφους κεκονιαμένους» (Μθ 23,27).
 Οἱ ἰουδαΐζοντες ἀναγκάζουν τούς ἐξ ἐθνῶν χριστιανούς νά ὑποστοῦν τήν περιτομή, ἐπειδή «θέλουσιν εὐπροσωπῆσαι ἐν σαρκί», ἐπιδιώκουν νά ἀποσπάσουν τήν ἐκτίμηση καί τό θαυμασμό τῶν συμφυλετῶν τους ᾿Ιουδαίων, πού δέν εἶχαν δεχθεῖ τήν πίστη στόν Χριστό. Δείχνουν μέ τόν τρόπο αὐτό ὅτι δέν κηρύττουν κάτι διαφορετικό ἀπό τήν ἰουδαϊκή θρησκεία.
 ῾Ο Νικηφόρος Θεοτόκης λέει ὅτι ἡ ἀνθρωπαρέσκεια καί τότε προξένησε ποικίλα κακά ἀλλά καί μέχρι σήμερα κατακρημνίζει τούς ἀνθρώπους σέ πολλά καί μεγάλα ἁμαρτήματα. ῾Ο καθένας ζητάει τό δικό του συμφέρον. Σκέφτεται ὅτι μέ τήν ἀγάπη καί τήν προστασία τῶν ἀνθρώπων θά ἀπολαμβάνει ὅ,τι ποθεῖ. ᾿Αγωνίζεται μέ κάθε τρόπο νά τούς φανεῖ εὐάρεστος· ὑπακούει, κολακεύει, δουλεύει, τρέχει στά θελήματά τους, εἴτε εἶναι δίκαια εἴτε ἄδικα, εἴτε νόμιμα εἴτε ἄνομα. ῾Η φιλαυτία τόσο σκοτίζει τό νοῦ του, ὥστε δέν καταλαβαίνει ὅτι ἡ ἀνθρωπαρέσκεια βλάπτει τήν ψυχή του. Πολύ λίγοι βρίσκονται καθαροί ἀπό αὐτό τό πάθος τό ὁποῖο στηρίζεται, τρέφεται καί αὐξάνει ἀπό ἄλλα πάθη, ὅπως ἀπό τόν φόβο, τή φιλοδοξία, τήν ἐπιθυμία τῆς ἀπόλαυσης κάποιων ἀγαθῶν.
 ῾Η λέξη «σάρξ» ἐδῶ ἔχει τή γενική σημασία τῆς ἀνθρώπινης φύσεως, δηλώνει δηλαδή τόν ἄνθρωπο (πρβλ. Μθ 24,22· Γα 5,13).
 Μόνον ἵνα μή τῷ σταυρῷ τοῦ Χριστοῦ διώκωνται· ῾Ο σταυρός τοῦ Χριστοῦ σημαίνει τό κήρυγμα, τήν ὁμολογία ὅτι ἡ σταυρική θυσία τοῦ Χριστοῦ εἶναι τό μοναδικό μέσο τῆς σωτηρίας τοῦ ἀνθρώπου. Αὐτό τό κήρυγμα ξεσήκωνε τούς ἰουδαίους ἐναντίον τῶν χριστιανῶν, τούς ὁποίους θεωροῦσαν καταπατητές τοῦ μωσαϊκοῦ νόμου καί ἀποστάτες ἀπό τήν ἰουδαϊκή θρησκεία. Γι᾿ αὐτό τούς κατέδιδαν ὡς ἐπαναστάτες στούς εἰδωλολάτρες Ρωμαίους, οἱ ὁποῖοι ἀναγνώριζαν ὡς ἐπιτρεπόμενη θρησκεία τόν ᾿Ιουδαϊσμό ὄχι ὅμως καί τό Χριστιανισμό. Δέν εἶχαν ἀρχίσει βέβαια ἀκόμη οἱ μεγάλοι διωγμοί, κατά τόπους ὅμως ὁρισμένοι ἄρχοντες καταδίωκαν τούς χριστιανούς, διότι τούς θεωροῦσαν ἀσεβεῖς, ταραξίες καί ἐπαναστάτες. ῎Ετσι, οἱ κήρυκες τοῦ εὐαγγελίου ἀντιμετώπιζαν τό δίλημμα· Νά κηρύξουν τό σταυρό καί νά ἔχουν διωγμούς ἤ νά διατηρήσουν τά ἰουδαϊκά στοιχεῖα καί νά ζοῦν μέ ἀσφάλεια; Οἱ ἰουδαΐζοντες διάλεξαν τό πιό ἀνώδυνο. Κήρυτταν μέ ζῆλο τήν περιτομή καί ἀνάγκαζαν τούς χριστιανούς νά περιτέμνονται, γιά νά ἀποφύγουν τό διωγμό.
 ῾Η ἀνθρωπαρέσκεια καί ὁ φόβος εἶναι δύο παράγοντες πού ἐπηρεάζουν συχνά καί τή συμπεριφορά τῶν ἀρχόντων. ῾Ο Πιλᾶτος καταδίκασε τόν Χριστό, γιά νά ἱκανοποιήσει τούς ἄρχοντες τῶν ᾿Ιουδαίων, παρ᾿ ὅλο πού ἀναγνώριζε τήν ἀθωότητά του (βλ. ᾿Ιω 19,6-16). ῾Ο ῾Ηρώδης σκότωσε τόν ᾿Ιάκωβο καί φυλάκισε τόν Πέτρο, γιά νά ἀρέσει στό λαό (Πρξ 12,2).

 6,13. Οὐδέ γάρ οἱ περιτετμημένοι αὐτοί νόμον φυλάσσουσιν, ἀλλά θέλουσιν ὑμᾶς περιτέμνεσθαι, ἵνα ἐν τῇ ὑμετέρᾳ σαρκί καυχήσωνται.
 ῾Ο ἀπ. Παῦλος ξεσκεπάζει τήν ὑποκρισία τῶν ἰουδαϊζόντων· «οὐδέ γάρ οἱ περιτετμημένοι αὐτοί νόμον φυλάσσουσιν». Αὐτοί, πού παριστάνουν τούς ζηλωτές τοῦ νόμου, δέν τηροῦν ὅλο τό νόμο παρά μόνο τήν περιτομή καί ἴσως καί κάποιες ἄλλες διατάξεις (σάββατα, νουμηνίες κτλ). Βέβαια, ἐκ τῶν πραγμάτων ἦταν ἀδύνατον νά τηρήσουν ἀκριβῶς τό νόμο μέ τίς 613 διατάξεις του, διότι ζοῦσαν μακριά ἀπό τά ᾿Ιεροσόλυμα. Πῶς νά ἐπιτελέσουν π.χ. τίς ἰουδαϊκές γιορτές, πῶς νά προσφέρουν τίς θυσίες, πού ἔπρεπε νά γίνονται στό ναό τοῦ Σολομῶντος; ᾿Αλλά ὁ ἀπόστολος δέν τούς κατηγορεῖ γι᾿ αὐτές τίς παραβάσεις. ᾿Αποκαλύπτει τήν ἀνειλικρίνειά τους ἀπέναντι ἐκείνων τούς ὁποίους ἀναγκάζουν νά περιτμηθοῦν, διότι δέν τούς διδάσκουν ὅλο τό νόμο ἀλλά μόνο τήν περιτομή.
 Ξεσκεπάζει ἐπίσης ὁ ἀπόστολος καί τήν κενοδοξία τους· «ἵνα ἐν τῇ ὑμετέρᾳ σαρκί καυχήσωνται». Μέ τήν περιτομή πού θά γίνει στό δικό σας σῶμα, Γαλάτες, θά μποροῦν αὐτοί νά καυχῶνται γιά τό κατόρθωμά τους. Θά παριστάνουν τόν ἥρωα, ὅτι κατάφεραν νά ὁδηγήσουν πολλούς στήν περιτομή. ῎Ετσι θά κερδίσουν τήν ἐκτίμηση τῶν ἰουδαίων καί θά ἀποκτήσουν κύρος. Δέν εἶναι δηλαδή μόνο αἰσχροί ὑποκριτές οἱ ἰουδαΐζοντες ἀλλά καί ἀδίστακτοι ἐκμεταλλευτές.

γ) ῾Η «καινή κτίσις» (6,14-16)

 6,14. ᾿Εμοί δέ μή γένοιτο καυχᾶσθαι εἰ μή ἐν τῷ σταυρῷ τοῦ Κυρίου ἡμῶν ᾿Ιησοῦ Χριστοῦ, δι᾿ οὗ ἐμοί κόσμος ἐσταύρωται κἀγώ τῷ κόσμῳ.
 Φαίνεται ὅτι οἱ ἰουδαΐζοντες, κρίνοντας ἐξ ἰδίων, κατηγοροῦσαν τόν Παῦλο ὅτι κηρύττει γιά νά ἀποκτήσει ὀπαδούς καί νά καυχᾶται γιά τήν ἱκανότητα καί τήν πειθώ του μέ τήν αὔξηση τοῦ ἀριθμοῦ τους. Μέ ἔμφαση ὁ ἀπόστολος ἀπαντᾶ στήν κατηγορία αὐτή· «ἐμοί δέ μή γένοιτο καυχᾶσθαι εἰ μή ἐν τῷ σταυρῷ τοῦ Κυρίου ἡμῶν ᾿Ιησοῦ Χριστοῦ». Τό μοναδικό καύχημα τῆς ζωῆς μου εἶναι ὁ σταυρός τοῦ Κυρίου ᾿Ιησοῦ Χριστοῦ.
 Τό «μή γένοιτο», ὅταν συντάσσεται μέ ἀπαρέμφατο («καυχᾶσθαι»), ἔχει τό νόημα τῶν σημερινῶν ἐκφράσεων· «νά μή δώσει ὁ Θεός» ἤ «Θεός φυλάξοι» (πρβλ. Γέ 44,7· ᾿Ιη 22,29· 24,16). Μέ τά λόγια αὐτά, κατά τόν Χρυσόστομο, ὁ Παῦλος δηλώνει ὅτι θεωρεῖ «ὡς τι τῶν ἀτόπων», ἀπαράδεκτη, τήν τακτική τῶν ἰουδαϊζόντων. Εἶναι τό χειρότερο κατάντημα. Πολύ ταπεινά ζητᾶ τή συμμαχία τοῦ Θεοῦ, νά τόν φυλάξει νά μήν πέσει κι αὐτός σ᾿ αὐτό τό ἀνάρμοστο καύχημα. ῎Εμμεσα, ἐπίσης, ἐκφράζει καί τήν εὐχαριστία του πρός τόν Θεό, πού τόν ἀπάλλαξε ἀπό τό καύχημα τῆς περιτομῆς.
 Θαυμάζει ὁ ἅγιος Χρυσόστομος πῶς «ὁ σταυρός τοῦ Χριστοῦ ἔπεισε αὐτόν (τόν Παῦλο) πού ἦταν πρόθυμος καί νά σφαγεῖ ἀκόμη γιά τήν περιτομή καί ἄλλους νά σφάξει». ᾿Αναφέροντας ἀναλυτικά τό περιεχόμενο τῆς καυχήσεως τοῦ Παύλου ὁ ἱερός πατέρας γράφει τά ἑξῆς· «῾Ο Χριστός γιά χάρη μου πῆρε μορφή δούλου καί ἔπαθε ὅσα ἔπαθε, γιά μένα τόν δοῦλο, τόν ἐχθρό, τόν ἀχάριστο. Καί τόσο μέ ἀγάπησε, ὥστε καί τόν ἑαυτό του νά παραδώσει στήν κατάρα τοῦ σταυροῦ. Τί θά μποροῦσε νά βρεθεῖ ἰσάξιο αὐτῆς τῆς ἀγάπης;». ῾Ο ἀπ. Παῦλος νιώθει ὅτι χάρη στό σταυρό τοῦ Χριστοῦ αὐτός, ὁ δέσμιος τῆς ἄγνοιας καί τῆς ἁμαρτίας, λυτρώθηκε· ἦταν τυφλός, κι ἀντίκρυσε τό θεῖο φῶς· ἦταν νεκρός πνευματικά, καί ἀναστήθηκε. ᾿Από ἀδύναμος καί ἐπίγειος ἄνθρωπος ἔγινε πανίσχυρος καί οὐράνιος. Γι᾿ αὐτό αἰσθάνεται τήν ἀνάγκη νά καυχηθεῖ καί νά πανηγυρίσει γιά τίς εὐλογίες πού ξεπήδησαν ἀπό τό σταυρό.
 ῾Ο ἀπόστολος δέν κηρύττει μόνο τό σταυρό ἀλλά καί καυχᾶται «ἐν τῷ σταυρῷ τοῦ Κυρίου ἡμῶν ᾿Ιησοῦ Χριστοῦ», γιά ὅσα ἔπαθε ὁ Χριστός γιά τή σωτηρία τῶν ἀνθρώπων. Τά μηνύματα αὐτῆς τῆς θυσίας τά βλέπει ἁπλά καί πρακτικά ἡ ᾿Εκκλησία στό σύμβολο τοῦ σταυροῦ, τό ὁποῖο καθιερώθηκε ὡς σύμβολο τῆς χριστιανικῆς πίστεως στά τέλη τῆς ἀποστολικῆς ἐποχῆς.
 ῾Ο σταυρός στήν πρό Χριστοῦ ἐποχή ἦταν σύμβολο καταδίκης καί κατάρας. Οἱ ἄνθρωποι ἐπινόησαν τόν σταυρικό θάνατο ὡς τό σκληρότερο εἶδος τιμωρίας τῶν κακούργων· «ἐπικατάρατος πᾶς ὁ κρεμάμενος ἐπί ξύλου» (Γα 3,12 πρβλ. Δε 21,23). Τό ἀκριβότερο τίμημα μέ τό ὁποῖο πλήρωνε ἡ ἁμαρτία τά θύματά της. ᾿Από τότε ὅμως πού ὁ ἀναμάρτητος ᾿Ιησοῦς Χριστός ἀνέβηκε ἑκούσια στό σταυρό καί προσέφερε ἀπό ἀγάπη σέ μᾶς τόν ἑαυτό του θυσία, ἁγίασε τό σταυρό καί τόν κατέστησε σύμβολο εὐλογίας, Τό πολιτιμότερο δῶρο τοῦ Θεοῦ στόν ἄνθρωπο.
 Δι᾿ οὗ ἐμοί κόσμος ἐσταύρωται κἀγώ τῷ κόσμῳ· «Δι᾿ οὗ» σημαίνει «διά τοῦ σταυροῦ».
 ῾Η λέξη «κόσμος» ἔχει στήν ἁγία Γραφή τέσσερις σημασίες. Σημαίνει: α) τό σύμπαν, β) τήν ἀνθρωπότητα ὅλη (βλ. ᾿Ιω 3,16), γ) τόν ἁμαρτωλό κόσμο πού ἐπαναστάτησε ἐναντίον τοῦ Θεοῦ, δ) τό φρόνημα καί τή νοοτροπία τοῦ κόσμου πού εἶναι μακριά ἀπό τόν Θεό. ᾿Εδῶ ἡ λέξη ἔχει τήν τέταρτη σημασία. ῞Ολα αὐτά πού ὁ κόσμος τά θεωρεῖ ἀγαθά καί σπουδαῖα (δόξα, τιμές, ἀπολαύσεις) εἶναι σταυρωμένα, νεκρά γιά τόν ἀπ. Παῦλο (πρβλ. Λκ 14,26-27· Ρω 6,4-6· Γα 2,20). ᾿Αλλά καί ὁ ἴδιος ὁ ἀπόστολος εἶναι σταυρωμένος, νεκρός πλέον γιά τόν κόσμο.
 ῾Ο ἅγιος Χρυσόστομος διευκρινίζει· «Κόσμο ὀνομάζει (ὁ ἀπ. Παῦλος) ὄχι τόν οὐρανό οὔτε τή γῆ ἀλλά τά βιοτικά πράγματα, τόν ἔπαινο τῶν ἀνθρώπων, τή δουλική συνοδεία, τόν πλοῦτο, ὅλα αὐτά πού φαίνονται λαμπρά... Δέν ἀρκέσθηκε ὅμως μόνο σ᾿ αὐτό τόν τρόπο τῆς νεκρώσεως, ἀλλά πρόσθεσε καί ἄλλον λέγοντας «κἀγώ τῷ κόσμῳ», ἐννοώντας ὅτι εἶναι διπλή ἡ νέκρωση. Καί ἐκεῖνα γιά μένα εἶναι νεκρά κι ἐγώ γιά κεῖνα, κι οὔτε μποροῦν αὐτά νά μέ κυριεύσουν καί νά μέ ὑποδουλώσουν· διότι εἶναι νεκρά μιά γιά πάντα καί διότι εἶμαι νεκρός κι ἐγώ γι᾿ αὐτά. Τίποτε μακαριότερο δέν ὑπάρχει ἀπό αὐτή τή νέκρωση· διότι αὐτή ἡ νέκρωση ἀποτελεῖ τή βάση τῆς μακαρίας ζωῆς».
 Γιά νά κατανοήσουμε αὐτή τή διπλή σταύρωση γιά τήν ὁποία μιλᾶ ἐδῶ ὁ Παῦλος, ἀναφέρω δύο ὑποθετικές εἰκόνες:
 α) Φαντασθεῖτε ὅτι γίνεται μία γενική καταστροφή καί μένει ζωντανός μόνο ἕνας ἄνθρωπος ἀπ᾿ ὅλο τόν κόσμο. ῾Ο ἄνθρωπος αὐτός, πού θά ζῆ καί θά κινεῖται ἀνάμεσα στούς νεκρούς, φυσικά δέν θά ἐπηρεάζεται καθόλου οὔτε ἀπό τά θέλγητρα οὔτε ἀπό τά φόβητρα τοῦ κόσμου. Τί νά ἐπιθυμήσει μέσα σ᾿ ἕνα νεκροταφεῖο ἀλλά καί ἀπό τί νά φοβηθεῖ;
 β) ῞Ενας νεκρός ἄνθρωπος μέσα στόν ζωντανό κόσμο πού τόν περιβάλλει μένει ἐπίσης ἀνεπηρέαστος ἀπό τό περιβάλλον. Οὔτε φοβᾶται οὔτε ντρέπεται κανέναν οὔτε ἐπιθυμεῖ τίποτε, ἀφοῦ εἶναι νεκρός. ᾿Αλλά καί ὁ κόσμος, οἱ ζωντανοί πού εἶναι γύρω του, δέν ἔχουν καμία ἀπαίτηση ἀπό τόν νεκρό.
 ῎Ετσι αἰσθάνεται ὁ ἀπ. Παῦλος ὅτι εἶναι νεκρός γιά τόν κόσμο καί ὁ κόσμος νεκρός γι᾿ αὐτόν. Καί αὐτό τό πέτυχε κάνοντας τό σταυρό τοῦ Χριστοῦ σταυρό δικό του. ῾Η ζωή του ἔγινε σταυρωμένη ζωή, ζωή θυσίας.
 Χριστιανός σημαίνει ἕνας μικρός Χριστός, ἕνας σταυροφόρος τοῦ Χριστοῦ. Αὐτή τήν ἀλήθεια μᾶς θυμίζει ἡ ᾿Εκκλησία μας μέ τήν παράδοσή της νά φορᾶ στόν κάθε βαπτιζόμενο ἕναν σταυρό. Βλέποντας καθημερινά τό σταυρό πού φοροῦμε στό λαιμό μας ὀφείλουμε:
 α) Νά σκεπτόμαστε πόσο μᾶς ἀγάπησε ὁ Θεός καί πόσο κοστίσαμε σ' Αὐτόν, πόση ἀξία μᾶς ἔδωσε ἡ σταυρική του θυσία γιά χάρη μας.
 β) Νά ἀνανεώνουμε τή χωρίς ὅρους παράδοσή μας στό θέλημα τοῦ Θεοῦ.
 γ) Νά μετροῦμε τήν ἀγάπη μας στόν Κύριο καί νά θυμόμαστε ὅτι ἀγάπη σημαίνει προσφορά καί θυσία.
 ῾Η θυσία καί ὁ σταυρός δέν εἶναι καθόλου ἐπιθυμητά στόν ἄνθρωπο τῆς εὐδαιμονιστικῆς ἐποχῆς μας. Σήμερα πολλοί τιμοῦν τό σταυρό μόνο ὡς σύμβολο θριάμβου καί νίκης. Λησμονοῦν ὅμως τό βαθύτερο περιεχόμενό του, τή θυσία, τόν ἀγώνα, τό χρέος καί τό μαρτύριο. Εἶναι ἀνάγκη ὅμως νά ἀλλάξουμε νοοτροπία, ἄν θέλουμε νά ἀνήκουμε στούς ἐκλεκτούς τοῦ Κυρίου. Διότι ὁ Κύριος στούς μακαρισμούς του χαρακτήρισε μακάριους τούς «πενθοῦντες», «τούς δεδιωγμένους», «τούς ὀνειδιζομένους». Στήν καλλιέργεια τοῦ σταυρικοῦ φρονήματος μᾶς βοηθᾶ ἡ μελέτη τῶν Παθῶν τοῦ Κυρίου καί τῶν βίων τῶν ἁγίων μας. Οἱ μάρτυρες μέ τή δύναμη τοῦ σταυροῦ ὁμολογοῦσαν τόν Κύριο καί ὑπέμεναν τά μαρτύρια. ῾Ο ἅγιος Κοσμᾶς ὁ Αἰτωλός προσευχόταν· «Τόν Χριστόν μου παρακαλῶ νά μέ ἀξιώσει νά χύσω τό αἷμα μου γιά τήν ἀγάπην του, ὅπως ἐκεῖνος ἔχυσε τό αἷμα του γιά τήν ἀγάπην μου».
 ῾Ο πιστός ἐμπνέεται καί θέλγεται ἀπό τό σταυρό, διότι πέρα ἀπό τήν ὀδύνη τοῦ θανάτου βλέπει στό σταυρό τό θρίαμβο τῆς ᾿Αναστάσεως. Γνωρίζει ἐμπειρικά καί διακηρύττει· «ἰδού γάρ ἦλθε διά τοῦ σταυροῦ χαρά ἐν ὅλῳ τῷ κόσμῳ».
 Οἱ πατέρες τῆς ᾿Εκκλησίας παραλληλίζουν τό νόημα τοῦ σταυροῦ μέ τήν ἔξοδο τῶν ᾿Ισραηλιτῶν ἀπό τή δουλεία τῆς Αἰγύπτου. Οἱ ῾Εβραῖοι φεύγοντας ἀπό τήν Αἴγυπτο ἔπρεπε νά σβήσουν ἀπό μέσα τους καί τήν ἐπιθυμία τῆς χώρας αὐτῆς καί ἔπειτα νά εἰσέλθουν στή γῆ τῆς ἐπαγγελίας. Τό ἴδιο γίνεται καί μέ τούς χριστιανούς. Πρῶτα ἀπομακρύνονται ἀπό τήν ἁμαρτία τροπικά καί τοπικά. «Δι᾿ οὗ ἐμοί κόσμος ἐσταύρωται», δηλ. οὐσιαστικά σταυρώνεται ὁ κόσμος γι᾿ αὐτούς, ἔπειτα ἀπομακρύνουν ἀπό μέσα τους τόν κόσμο τῶν παθῶν καί τήν ἁμαρτωλή ἐπιθυμία, «κἀγώ τῷ κόσμͺῳ», δηλ. ἐλευθερώνονται ἀπό τήν ἐπιθυμία τῆς ἁμαρτίας καί, στή συνέχεια, φθάνουν στή γῆ τῆς ἐπαγγελίας, στή βασιλεία τοῦ Θεοῦ.

 6,15. ᾿Εν γάρ Χριστῷ ᾿Ιησοῦ οὔτε περιτομή τι ἰσχύει οὔτε ἀκροβυστία, ἀλλά καινή κτίσις.
 ῾Η ἔκφραση «ἐν γάρ Χριστῷ ᾿Ιησοῦ» (πρβλ. 5,6) σημαίνει στό καθεστώς τοῦ ᾿Ιησοῦ Χριστοῦ, στήν ᾿Εκκλησία, ἀλλά καί στό κάθε μέλος της, στόν κάθε χριστιανό.
 ῞Οπως ἤδη πολλές φορές ἀναφέρθηκε στήν ᾿Επιστολή, ἡ περιτομή ἀποτελοῦσε τή σφραγίδα τῆς διαθήκης τοῦ Θεοῦ μέ τόν ᾿Ισραήλ, ἐνῶ ἡ ἀκροβυστία, δηλαδή τό νά μήν ἔχει ὁ ἄνθρωπος περιτομή, ἦταν τό γνώρισμα τῆς εἰδωλολατρίας.
 ῾Ο ἀπόστολος τονίζει γιά ἄλλη μιά φορά ὅτι ὅσοι πίστεψαν στόν Χριστό δέν ἔχουν πλέον καμιά σχέση οὔτε μέ τόν ᾿Ιουδαϊσμό οὔτε μέ τήν εἰδωλολατρία. ῞Οπως ὁ ἴδιος τά νιώθει ὅλα αὐτά νεκρά, ἔτσι καί ὅλοι οἱ χριστιανοί πρέπει νά τά νεκρώσουν μέσα τους, γιά νά ἀναστηθοῦν ἐν Χριστῷ.
 Καινή κτίσις· ῾Η πρώτη κτίσις ἦταν ὁ φυσικός κόσμος πού δημιούργησε ὁ Θεός. ῎Επλασε τόν ἄνθρωπο καί τόν ἔβαλε στόν παράδεισο. Μέ τήν παρακοή ὅμως μαζί μέ τόν ἄνθρωπο ὁλόκληρη ἡ κτίσις περιῆλθε στή φθορά καί στό θάνατο. ᾿Αλλά ὁ Θεός ἔδωσε τήν ἐλπίδα μέ τό πρωτευαγγέλιο ὅτι θά στείλει στόν κόσμο Αὐτόν πού θά φέρει τή λύτρωση.
 ῾Ο ᾿Ιησοῦς Χριστός μέ τή σταυρική του θυσία καί τήν ἀνάστασή του προσέφερε τή λύτρωση στούς ἀνθρώπους. Δέν τήν ἐπέβαλε ὅμως. Μέσα στόν παλαιό κόσμο τῆς φθορᾶς δημιούργησε μία καινή κτίση, τόν δικό του κόσμο, τήν ᾿Εκκλησία.
 Γιά νά εἰσέλθουν οἱ ἄνθρωποι σ᾿ αὐτόν τόν νέο κόσμο πρέπει πρῶτα νά πιστέψουν ὅτι ἡ μόνη ὁδός σωτηρίας εἶναι ὁ Χριστός καί ἡ ᾿Εκκλησία του. Νά βαπτισθοῦν καί νά ἀποθέσουν «τόν παλαιόν ἄνθρωπον, τόν φθειρόμενον κατά τάς ἐπιθυμίας τῆς ἀπάτης» (᾿Εφ 4, 22)· νά πετάξουν τά βρόμικα κουρέλια τῆς ἁμαρτίας καί νά ντυθοῦν «τόν καινόν ἄνθρωπον, τόν κατά Θεόν κτισθέντα ἐν δικαιοσύνῃ καί ὁσιότητι τῆς ἀληθείας» (᾿Εφ 4,24). Αὐτός ὁ καινός, ὁ νέος ἄνθρωπος εἶναι ὁ Χριστός· «ὅσοι εἰς Χριστόν ἐβαπτίσθητε, Χριστόν ἐνεδύσασθε» (Γα 3,27).
 Ντύνεται τόν Χριστό ὁ πιστός, καθώς τόν μιμεῖται ὄχι ἐξωτερικά καί ἐπιφανειακά ἀλλά ζώντας στή ζωή του τή ζωή τοῦ Χριστοῦ καί μεταμορφώνοντας τήν ὕπαρξή του μέσα στήν κοινωνία τῆς ἀγάπης Του. ῾Ο ἅγιος Μακάριος ὁ Αἰγύπτιος λέει· «οὐκ ἐν σχήματι καί τύποις ἐξωτέροις ἡ ἀλλοίωσις τῶν χριστιανῶν ὑπάρχει... ἐν γάρ τῇ τοῦ νοός ἀνακαινώσει καί τῇ τῶν λογισμῶν εἰρήνῃ καί τῇ τοῦ Κυρίου ἀγάπῃ καί οὐρανίῳ ἔρωτι ἡ καινή κτίσις τῶν χριστιανῶν πάντων ἀνθρώπων τοῦ κόσμου διαφέρει».
 Τήν καινή κτίση τήν ἀποτελοῦν οἱ χριστιανοί πού ἔχουν ὡς γνωρίσματά τους·
* Καινούργιο ὄνομα, χριστιανοί, πού σημαίνει μικροί Χριστοί. Μιμοῦνται τόν Χριστό βαδίζοντας πάνω στά ἴχνη του.
* Καινούργια οἰκογένεια, τήν ᾿Εκκλησία.
* Καινούργια νομοθεσία, τίς ἐντολές τῆς ἁγίας Γραφῆς.
* Καινούργια καρδιά, πού ἀγκαλιάζει μέ ἀγάπη φίλους καί ἐχθρούς (βλ. Ψα 50,12).
* Καινούργια νοοτροπία, «νοῦν Χριστοῦ» (Α´ Κο 2,16). Ζοῦν ἀνάμεσα στούς ἀνθρώπους ὡς ἕνα ἄλλο εἶδος ἀνθρώπου μέ ζωή θυσίας, προσφορᾶς, ἀνεξικακίας, συγχωρητικότητος.
* Καινούργια τροφή, τή θεία Κοινωνία.
 Συνδυάζοντας τό στίχο μέ τό παράλληλό του στό 5,6 βλέπουμε ὅτι ἡ καινή κτίσις εἶναι «πίστις δι᾿ ἀγάπης ἐνεργουμένη». ῎Εχει, δηλαδή, ἡ καινή κτίσις δύο γνωρίσματα· τήν πίστη, πού συνδέει τά μέλη τῆς ᾿Εκκλησίας μέ τόν Θεό, καί τήν ἀγάπη, πού τά συνδέει μεταξύ τους. Νομίζω ὅτι δέν θά ἦταν αὐθαίρετο νά ἀποδώσουμε τό «καινή κτίσις» μέ τό «καινή διαθήκη» ἐννοώντας· α) τό καθεστώς τῆς ᾿Εκκλησίας, τῆς νέας συμφωνίας τοῦ Θεοῦ μέ τούς ἀνθρώπους καί β) τόν κανόνα τῆς Καινῆς Διαθήκης, πού ἀποτελεῖ τόν καταστατικό χάρτη τῆς ᾿Εκκλησίας. Γι᾿ αὐτόν κάνει λόγο ὁ ἑπόμενος στίχος.

 6,16. Καί ὅσοι τῷ κανόνι τούτῳ στοιχήσουσιν, εἰρήνη ἐπ᾿ αὐτούς καί ἔλεος, καί ἐπί τόν ᾿Ισραήλ τοῦ Θεοῦ.
 «Κανών» λέγεται· α) ὁ χάρακας, ὁ ὑπογραμμός, β) τό ἴσιο ραβδί πού χρησιμοποιεῖ ὁ μαραγκός ἤ ὁ τοπογράφος ὡς μέτρο, γ) κάθε ὑπόδειγμα, κάθε τύπος καί ὑπογραμμός, ὁ νόμος. ῾Ολόκληρη ἡ ἁγία Γραφή καί μάλιστα ἡ Καινή Διαθήκη ὀνομάσθηκε κανόνας, διότι μᾶς εἶναι ὁ ἀπαραίτητος χάρακας, γιά νά εὐθυγραμμίζουμε τό φρόνημα καί τή ζωή μας, γιά νά πιστεύουμε καί νά ζοῦμε ὅπως θέλει ὁ Κύριός μας. ῾Ο ἀπ. Παῦλος χρησιμοποιεῖ τή λέξη κανών μέ τήν ἔννοια τοῦ μέτρου στά χωρία Β´ Κο 10,13.15· Φι 3,16. Στό στίχο πού μελετοῦμε τή χρησιμοποιεῖ μέ τήν ἔννοια τοῦ νόμου, τοῦ ὑποδείγματος. ῾Ο κανόνας γιά τόν ὁποῖο μιλᾶ ἐδῶ ὁ Παῦλος εἶναι «ἡ κατά Χριστόν καινή πολιτεία», γράφει ὁ ἅγιος Θεοφύλακτος, ἡ διδαχή καί ἡ ζωή τῆς ᾿Εκκλησίας. Βέβαια, στά χρόνια τοῦ ἀπ. Παύλου δέν εἶχε συμπληρωθεῖ ἀκόμη ὁ κανόνας τῶν βιβλίων τῆς ἁγίας Γραφῆς, ὅπως τόν ἔχουμε σήμερα. ῾Υπῆρχαν ὅμως ὅλα τά βιβλία τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης, πού τά χρησιμοποιοῦσε ἡ ᾿Εκκλησία, καθώς καί ὁρισμένα κείμενα τῆς Καινῆς Διαθήκης. ᾿Επίσης ὑπῆρχε ἡ προφορική διδασκαλία καί παράδοση τῶν ἀποστόλων, γιά τά ὁποῖα τόσο ὁ Παῦλος καί οἱ ἄλλοι ἀπόστολοι ὅσο καί οἱ χριστιανοί πού διαβάζουν τήν ᾿Επιστολή ἔχουν τή συνείδηση ὅτι ἀποτελοῦν τόν κανόνα, τό ὑπόδειγμα καί τό ρυθμιστή τῆς ζωῆς τῶν πιστῶν (πρβλ. Ρω 6,17, ὅπου ἡ προφορική διδασκαλία χαρακτηρίζεται «τύπος διδαχῆς»).
 Τό ρῆμα στοιχῶ σημαίνει ἐντάσσομαι στό στοῖχο, στέκομαι ἤ περπατῶ στή γραμμή (πρβλ. στοίχηση μαθητῶν στή γυμναστική). ῾Η διαφορά τοῦ «στοιχῶ» ἀπό τό «περιπατῶ» καί τό «ζῶ» εἶναι ὅτι στό στοιχῶ ὑπάρχει καί ἡ ἔννοια τῆς ἑνότητος καί τῆς τάξεως τῆς ᾿Εκκλησίας. Τό «ζῶ» ἀφορᾶ στήν ἀτομική ζωή τοῦ πιστοῦ, ἐνῶ τό στοιχῶ στήν ὁμαδική, στήν ἐκκλησιαστική του ζωή. Τό πρῶτο δηλώνει τήν ὀρθοπραξία, τό νά εἶναι σωστός στή ζωή του ὁ πιστός. Τό δεύτερο σημαίνει τήν ὀρθοδοξία, τό νά πιστεύει ὁ χριστιανός σωστά, σύμφωνα μέ τά δόγματα τῆς ᾿Εκκλησίας, νά μή διασπᾶ οὔτε νά ἀλλοιώνει τό στοῖχο της. (Περισσότερα γιά τή σημασία τῶν δύο ρημάτων βλ. περιοδικό ΑΠΟΛΥΤΡΩΣΙΣ, ᾿Οκτώβριος 2005, σελ. 279-281).
 Εἰρήνη ἐπ᾿ αὐτούς καί ἔλεος· Συνήθως ὁ ἀπ. Παῦλος χρησιμοποιεῖ τήν εὐχή «χάρις καί εἰρήνη» στήν ἀρχή τῶν ᾿Επιστολῶν του (βλ. Ρω 1,7· Α´ Κο 1,3· Β´ Κο 1,2). ᾿Εδῶ, στό τέλος τῆς πρός Γαλάτας, ἀντιστρέφει τή σειρά καί ἀντί τοῦ «χάρις» εὔχεται τό «ἔλεος». Τό ἔλεος εἶναι ἡ ἐκδήλωση τῆς χάριτος τοῦ Θεοῦ, ἡ φιλανθρωπία του. Αὐτό μᾶς χαρίζει τήν ἄφεση τῶν ἁμαρτιῶν. Συνέπεια τῆς ἀφέσεως εἶναι ἡ εἰρήνη στή σχέση μας μέ τόν Θεό. Τά δύο αὐτά μεγάλα δῶρα, τό ἔλεος καί τήν εἰρήνη, τά χαρίζει ὁ Θεός σ᾿ ἐκείνους πού συμμορφώνονται μέ τόν κανόνα Του, πού ζοῦν σύμφωνα μέ τό θέλημά Του. ῾Η συμμόρφωσή μας πρός αὐτόν τόν κανόνα εἶναι ὁ ἀσφαλής δρόμος, ὁ ὁποῖος ἐξασφαλίζει τήν εἰρήνη πρός τόν Θεό, πρός τόν ἑαυτό μας καί πρός τόν συνάνθρωπό μας.
 Καί ἐπί τόν ᾿Ισραήλ τοῦ Θεοῦ· ῾Ο σύνδεσμος «καί» ἐδῶ εἶναι ἐπεξηγηματικός, σημαίνει «δηλαδή». ᾿Εξηγεῖ ποιοί εἶναι αὐτοί στούς ὁποίους χαρίζει ὁ Θεός τήν εἰρήνη καί τό ἔλεός του. «᾿Ισραήλ» σημαίνει «δυνατός μέ τόν Θεό». ῎Ετσι εἶχε ὀνομασθεῖ ὁ ᾿Ιακώβ μετά τήν πάλη του μέ τόν Θεό (βλ. Γέ 32,28). Οἱ ῾Εβραῖοι κράτησαν αὐτό τό ὄνομα τοῦ προπάτορά τους, δηλώνοντας ἔτσι τόν θεοκρατικό χαρακτήρα τοῦ ἔθνους τους. Πράγματι ὁ ᾿Ισραήλ ἦταν ὁ ἐκλεκτός λαός τοῦ Θεοῦ. Συχνά στούς Ψαλμούς βρίσκουμε τήν εὐλογία· «εἰρήνη ἐπί τόν ᾿Ισραήλ» (124,5· 127,6). Στήν Κ.Δ. ὅμως τά πράγματα ἀλλάζουν. ῾Ο παλαιός ᾿Ισραήλ, ὅσοι δέν δέχθηκαν τόν Χριστό, ἔμειναν ἔξω ἀπό τό σχέδιο καί τήν εὐλογία τοῦ Θεοῦ. ῾Ο Θεός ἔχει τώρα νέο λαό, τόν «᾿Ισραήλ τοῦ Θεοῦ». Εἶναι οἱ χριστιανοί πού ἔρχονται σέ ἀντίθεση πρός τόν «᾿Ισραήλ κατά σάρκα» (Α´ Κο 10,18). Στόν ᾿Ισραήλ τοῦ Θεοῦ, στήν ᾿Εκκλησία, περιλαμβάνονται καί πρώην ᾿Ισραηλῖτες ἀλλά καί πρώην ἐθνικοί. Τό κύριο γνώρισμά τους εἶναι ἡ πίστη στόν ᾿Ιησοῦ Χριστό, πού τούς καθιστᾶ «καινή κτίσιν».
 ῾Ο ἀπ. Παῦλος συνιστᾶ στούς χριστιανούς νά συμπεριφέρονται καί νά συμμορφώνονται μέ κανόνα διδασκαλίας τόν ὁποῖο δέν ἐπινόησαν οἱ ἴδιοι, ἀλλά τούς τόν καθόρισε ὁ Θεός. ᾿Αλλά ἀκόμη καί αὐτοί οἱ ὁποῖοι πολιτεύονται σύμφωνα μέ τόν κανόνα αὐτό ἔχουν ἀνάγκη ἀπό τό ἔλεος τοῦ Θεοῦ. Μποροῦν ὅμως νά εἶναι βέβαιοι ὅτι ἡ εἰρήνη καί τό ἔλεος τοῦ Θεοῦ θά τούς ἐπισκιάζει.

δ) Τά στίγματα τοῦ Κυρίου (6,17)

῾Ο στίχος διατυπώνει τήν κεντρική ἰδέα τῆς περικοπῆς ἀλλά καί ὅλης τῆς ᾿Επιστολῆς· α) ὁ ᾿Ιησοῦς Χριστός προσφέρει τή λύτρωση. ῾Η περιτομή εἶναι πλέον ἄχρηστη καί καταργεῖται. β) ῾Ο Παῦλος ἔχει ἀδιαμφισβήτητα διαπιστευτήρια τῆς ἀποστολικότητός του, τίς πληγές καί τά παθήματά του.
 6,17. Τοῦ λοιποῦ κόπους μοι μηδείς παρεχέτω· ἐγώ γάρ τά στίγματα τοῦ Κυρίου ᾿Ιησοῦ ἐν τῷ σώματί μου βαστάζω.
 Μέ τό «κόπους μοι μηδείς παρεχέτω» δέν ἐννοεῖ ὁ ἀπόστολος ὅτι κουράστηκε καί ζητᾶ νά μήν τόν ἐνοχλοῦν. ᾿Εκφράζεται μέ τόν τρόπο αὐτό γιά νά βγάλει τούς μαθητές του ἀπό τή ραθυμία, νά τούς ταρακουνήσει καί νά τούς στερεώσει περισσότερο στή διδαχή πού τούς παρέδωσε. Θέλει μόνοι τους οἱ Γαλάτες νά δώσουν τή μάχη ἔναντι τῶν ἰουδαϊζόντων. ῎Ετσι θά ἐκτιμήσουν περισσότερο τήν ἀλήθεια πού κατέχουν καί θά γίνουν πιό δυνατοί στήν πίστη. ᾿Εξάλλου αὐτός ὅ,τι εἶχε νά τούς πεῖ γιά τό θέμα τῆς περιτομῆς τό εἶπε. ῾Η διδασκαλία αὐτή δέν ἐπιδέχεται καμία μεταβολή, εἶναι ξεκάθαρη· μόνο ὁ Χριστός σώζει· ἡ περιτομή εἶναι ἄχρηστη. Δέν ὑπάρχει λόγος νά ἐπανέρχονται στό θέμα αὐτό.
 ᾿Εγώ γάρ τά στίγματα τοῦ Κυρίου ᾿Ιησοῦ ἐν τῷ σώματί μου βαστάζω· Τό τελευταῖο στοιχεῖο μέ τό ὁποῖο ὁ Παῦλος θέλει νά ἐνισχύσει τούς μαθητές του στήν πίστη τοῦ Χριστοῦ καί νά τούς βεβαιώσει γιά τήν ἀποστολικότητά του εἶναι «τά στίγματα τοῦ Κυρίου ᾿Ιησοῦ»· αὐτά μιλοῦν πιό πειστικά καί ἀπό τά λόγια καί ἀπό τήν ᾿Επιστολή του.
 «Στίγματα» εἶναι τά σημάδια. ῞Οπως σήμερα οἱ γεωργοί χαράζουν ἕνα σημάδι στά δένδρα τους, καί οἱ κτηνοτρόφοι σημαδεύουν τά ζῶα τους, ἔτσι ἦταν συνήθεια τῆς ἐποχῆς ἐκείνης νά σημαδεύουν τά σώματα· α) τῶν δούλων, γιά νά φαίνεται ἡ κυριαρχία τῶν ἀφεντικῶν πάνω τους, β) τῶν ἱερόδουλων, γιά νά φαίνεται ὅτι ἦταν ἰδιοκτησία τῆς θεότητος πού ὑπηρετοῦσαν, γ) τῶν αἰχμαλώτων, γιά νά φαίνεται ὅτι ἦταν λάφυρα, δ) τῶν στρατιωτῶν, γιά νά φαίνεται σέ ποιά στρατιωτική μονάδα ὑπηρετοῦσαν.
 ῾Ο Παῦλος εἶχε τό σῶμα του σημαδεμένο ἀπό τίς πληγές καί τίς κακουχίες πού ὑπέμεινε ὡς πιστός δοῦλος τοῦ Χριστοῦ. Μερικά ἀπό τά παθήματά του ἀναφέρονται ἀναλυτικά στίς Πράξεις τῶν ἀποστόλων (βλ. 14,19· 16,22-30) καί στίς πρός Κορινθίους ᾿Επιστολές (βλ. Α´ Κο 15,32· Β´ Κο 11,23-28). Αὐτά τά στίγματα ἦταν τά ἰσχυρότερα διαπιστευτήρια τῆς ἀποστολικότητός του.
 ῾Ο ἅγιος Χρυσόστομος σχολιάζει ὅτι δέν εἶπε ὁ ἀπόστολος ἁπλῶς «ἔχω», ἀλλά «βαστάζω», πού δείχνει τό καύχημά του γιά τά σημάδια αὐτά. Εἶναι τά τρόπαια τῆς νίκης του. ῞Οπως ἕναν στρατιώτη, πού γυρνᾶ ἀπό τή μάχη ματωμένος καί γεμάτος τραύματα, δέν μπορεῖ νά τόν κατηγορήσει κανείς γιά δειλία, διότι ἔχει πάνω στό σῶμα του τήν ἀπόδειξη τῆς ἀνδραγαθίας, ἔτσι τά στίγματα τοῦ Παύλου δίνουν τήν πιό πειστική ἀπολογία γι᾿ αὐτόν.
 Διδακτικό εἶναι τό ἑξῆς ἱστορικό παράδειγμα ἀπό τή ζωή τοῦ Μάρκου Μπότσαρη: Μετά ἀπό τίς πολύτιμες ὑπηρεσίες πού προσέφερε κατά τήν πρώτη πολιορκία τοῦ Μεσολογγίου, ἡ κυβέρνηση τόν ὀνόμασε στρατηγό. ᾿Επειδή ὅμως προκλήθηκαν δυσαρέσκειες, σέ σύσκεψη τῶν σουλιωτῶν ἀρχηγῶν, ἀφοῦ ἔφερε τό διάταγμα στά χείλη του ὡς ἔνδειξη σεβασμοῦ, τό ἔσχισε δηλώνοντας· «῞Οποιος εἶναι ἄξιος παίρνει τό δίπλωμα μεθαύριο μπροστά στόν ἐχθρό». Καί ὁ ἀπ. Παῦλος στή μάχη γιά τήν ἐξάπλωση τοῦ εὐαγγελίου διακρίθηκε μέ τούς κόπους καί τίς θυσίες του κι αὐτά θεωρεῖ ὡς τά πολύτιμα διάσημά του.

ε) Εὐχή - εὐλογία (6,18)

 6,18. ῾Η χάρις τοῦ Κυρίου ἡμῶν ᾿Ιησοῦ Χριστοῦ μετά τοῦ πνεύματος ὑμῶν, ἀδελφοί· ἀμήν.
 Συνήθως ὁ ἀπόστολος στήν κατακλείδα τῶν ᾿Επιστολῶν, ὅπου διατυπώνει παρόμοιες εὐχές, εὔχεται νά εἶναι ἡ χάρις «μεθ᾿ ὑμῶν» (Κλ 4,18· Α´ Θε 5,28 κ.ἀ.) ἤ «μετά πάντων ὑμῶν» (Ρω 16,24· Φι 4,23 κ.ἀ.). Μόνον ἐδῶ καί στήν πρός Φιλήμονα ᾿Επιστολή (στ. 25) εὔχεται «μετά τοῦ πνεύματος ὑμῶν» (πρβλ. Β´ Τι 4,22). Σύμφωνα μέ τόν ἅγιο Χρυσόστομο ὁ Παῦλος χρησιμοποιεῖ αὐτή τήν ἔκφραση γιά νά ἀπομακρύνει τούς Γαλάτες ἀπό τά σαρκικά (πρβλ. περιτομή) καί νά τούς θυμίσει τήν εὐεργεσία τοῦ Θεοῦ. ᾿Από τότε πού βαπτίσθηκαν πῆραν Πνεῦμα ἅγιο καί ὀφείλουν νά ἔχουν στή ζωή τους ἐμφανεῖς τούς καρπούς του. Αὐτή τή δωρεά δέν τούς τή χάρισε ὁ νόμος καί τά ἔργα του ἀλλά ἡ πίστη στόν Χριστό. Σ᾿ Αὐτόν, λοιπόν, νά μείνουν σταθεροί. Τούς τό γράφει ὄχι μόνο ὡς εὐχή ἀλλά καί ὡς διδασκαλία, ἐπισφραγίζοντας ἔτσι ὅλα ὅσα τούς εἶπε.
 ῾Η τρυφερότητα αὐτοῦ τοῦ τελευταίου στίχου ἀμβλύνει τήν ἐντύπωση πού προκαλεῖ τό αὐστηρό ὕφος τῆς ᾿Επιστολῆς. Δείχνει ὅτι τό κίνητρο τοῦ Παύλου σ᾿ αὐτά πού ἔγραψε δέν εἶναι τίποτε ἄλλο παρά μόνο ἡ ἀγάπη καί ἡ φιλοστοργία του γιά τούς Γαλάτες. Εἶναι σάν νά τούς λέει· «παρ᾿ ὅλα τά λάθη σας δέν παύω νά σᾶς ἀγαπῶ καί νά σᾶς θεωρῶ ἀδελφούς».

Στεργίου Σάκκου, Ἀποστολικές περικοπές (Βοήθημα γιά κυκλάρχες)

Παρασκευή, 14 Ιούλιος 2023 03:00

Πατέρων Δ΄ Οἰκουμ. Συνόδου Ττ 3,8-15

D Oikoumeniki zografiki

Ἀλήθεια καί πλάνη

  «Πιστὸς ὁ λόγος· καὶ περὶ τούτων βούλομαί σε διαβεβαιοῦσθαι, ἵνα φροντίζωσι καλῶν ἔργων προΐστασθαι οἱ πεπιστευκότες τῷ Θεῷ. ταῦτά ἐστι τὰ καλὰ καὶ ὠφέλιμα τοῖς ἀνθρώποις· μωρὰς δὲ ζητήσεις καὶ γενεαλογίας καὶ ἔρεις καὶ μάχας νομικὰς περιΐστασο· εἰσὶ γὰρ ἀνωφελεῖς καὶ μάταιοι. αἱρετικὸν ἄνθρωπον μετὰ μίαν καὶ δευτέραν νουθεσίαν παραιτοῦ, εἰδὼς ὅτι ἐξέστραπται ὁ τοιοῦτος καὶ ἁμαρτάνει ὢν αὐτοκατάκριτος. ῞Οταν πέμψω ᾿Αρτεμᾶν πρός σε ἢ Τυχικόν, σπούδασον ἐλθεῖν πρός με εἰς Νικόπολιν· ἐκεῖ γὰρ κέκρικα παραχειμάσαι. Ζηνᾶν τὸν νομικὸν καὶ ᾿Απολλὼ σπουδαίως πρόπεμψον, ἵνα μηδὲν αὐτοῖς λείπῃ. μανθανέτωσαν δὲ καὶ οἱ ἡμέτεροι καλῶν ἔργων προΐστασθαι εἰς τὰς ἀναγκαίας χρείας, ἵνα μὴ ὦσιν ἄκαρποι. ᾿Ασπάζονταί σε οἱ μετ' ἐμοῦ πάντες. ἄσπασαι τοὺς φιλοῦντας ἡμᾶς ἐν πίστει. ῾Η χάρις μετὰ πάντων ὑμῶν· ἀμήν».
 

Πιστός ὁ λόγος

  Ἕνα ἀπό τά κύρια γνωρίσματα τῶν καιρῶν μας εἶναι ἡ σύγχυση καί ἡ ἀβεβαιότητα γύρω ἀπό μεγάλα καί σπουδαῖα θέματα, πού ἀπασχολοῦν τόν ἄνθρωπο, καί προπάντων γύρω ἀπό τό θεμελιακό θέμα, ποιά εἶναι ἡ ἀλήθεια γιά τόν ἑαυτό μου, τήν ὕπαρξή μου καί τόν προορισμό μου. Μέσα στούς αἰῶνες πού πέρασαν, ἡ ἀνθρώπινη γνώμη πάνω σ’ ὅλα αὐτά πῆρε τίς πιό ποικίλες θέσεις, γιά νά φτάσουμε σήμερα μπροστά στήν ἀπελπιστική ὁμολογία: «Δέν μπορῶ νά ξέρω τίποτε. Δέν εἶμαι σίγουρος γιά τίποτε»! Ποτέ ἀπάντηση ἄλλη δέν ὑπῆρξε τόσο βασανιστική γιά τήν ψυχή μας, τόσο θλιβερή καί τόσο καταθλιπτική. Πουθενά φῶς, πουθενά ἀνάπαυση, πουθενά εἰρήνη!

   Κι ὅμως. Ὑπάρχει σήμερα ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ, πού λάμπει γλυκά καί δυνατά, ὅπως ἔλαμπε πάντοτε ἀπό τήν ἀρχή τῆς ἱστορίας τοῦ ἀνθρώπου. Φάρος στά σκοτάδια τῆς ἀμφιβολίας, πυξίδα στά πελάγη τῆς ἀγνοίας, ἀλήθεια γνήσια καί ἐγγυημένη ἀπό τήν πηγή τῆς ἀλήθειας, τόν Κύριο τοῦ κόσμου καί τόν Πατέρα μας Θεό. Αὐτό τό σημαντικό καί αἰσιόδοξο μήνυμα μᾶς ὑπενθυμίζει τό ἀποστολικό ἀνάγνωσμα τῆς Κυριακῆς τῶν Πατέρων (Ττ 3,8-15). «Πιστός ὁ λόγος», ἀνακράζει ὁ ἀπόστολος Παῦλος πολλές φορές στίς ἐπιστολές του καί τώρα στό γράμμα του πρός τόν Τίτο. Ὅ,τι ἀποκαλύπτει ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ ἀξίζει τήν ἐμπιστοσύνη μας, ἀξίζει πέρα γιά πέρα νά τό παραδεχτοῦμε καί νά τό ἐνστερνιστοῦμε. Καί ὁ σοφότερος τῶν ἀνθρώπων μπορεῖ νά κάνει λάθος καί νά ἀστοχήσει στήν ἀλήθεια, διότι ἡ ἀνθρώπινη γνώση καί διάνοια εἶναι περιορισμένη. Καί ὁ εἰλικρινέστερος τῶν ἀνθρώπων μπορεῖ νά πεῖ ψέματα ἀπό ἄγνοια καί νά ἀπατήσει ἀπό ἀδυναμία. Μόνον ὁ Θεός εἶναι ἀξιόπιστος καί μόνον ὁ Ἰησοῦς Χριστός εἶναι «ὁ μάρτυς ὁ πιστός καί ἀληθινός» (Ἀπ 3,14) μέ τήν ἀπόλυτη ἔννοια, τόν ὁποῖο ζητᾶ ἡ καρδιά μας γιά νά ἀναπαυθεῖ. Αὐτός δέν ὑπάρχει περίπτωση νά λαθέψει, δέν ὑπάρχει περίπτωση νά ψευσθεῖ, διότι εἶναι ἡ ἴδια ἡ Ἀλήθεια καί εἶναι σέ θέση νά μᾶς τήν γνωρίσει. Γι’ αὐτό μπῆκε στήν ἱστορία μας καί μᾶς μίλησε μέ ἀγγέλους, γι’ αὐτό ἔστειλε τούς προφῆτες καί τούς ἁγίους του, γι’ αὐτό, τέλος, ἔγινε ἄνθρωπος καί μᾶς συναναστράφηκε. Τά λόγια του καί τά ἔργα του καταγράφηκαν καί φυλάσσονται ἀπό τήν Ἐκκλησία του μέσα στήν ἁγία Γραφή, πού εἶναι ἡ ζωντανή φωνή του. Εἶναι ὁ «πιστός λόγος». Αὐτόν τόν πιστό λόγο διακόνησαν καί ὑπηρέτησαν οἱ πατέρες τῆς Ἐκκλησίας μας, τούς ὁποίους τιμᾶ ἡ Ἐκκλησία στήν ἑορτή τῶν πατέρων. Ἀγωνίσθηκαν μέ λόγια καί μέ ἔργα νά ἑρμηνεύσουν καί νά διακηρύξουν τόν πιστό λόγο.
 

Ἀνάγκη εὐαγγελισμοῦ

  Ἀλλά πῶς ἡ ἀνθρωπότητα θά μάθει τή σωτήρια ἀλήθεια; Πῶς ὁ σημερινός κόσμος, οἱ ἄνθρωποι πού ζοῦν καί κινοῦνται μαζί μας, μέ τά μεγάλα ἐρωτηματικά στή σκέψη καί τή βαρειά θλίψη στήν καρδιά, πῶς θά μάθουν τόν «πιστό λόγο»; Εἶναι ἔργο τῶν ἀποστόλων κι ὅλων τῶν ἀνθρώπων πού διαλέγει ὁ Θεός γιά συνεργάτες του, εἶναι χρέος αὐτῶν πού ἄκουσαν ἤδη τό εὐαγγέλιο, τό εὐλογημένο ἄγγελμα τοῦ οὐρανοῦ, νά τό κηρύξουν καί στούς ἀλλους. «Καί περί τούτων βούλομαί σε διαβεβαιοῦσθαι», παραγγέλλει ὁ ἀπόστολος Παῦλος στόν Τίτο. Λίγο παραπάνω τοῦ ἀνέφερε πῶς ἐπιτεύχθηκε ἡ λύτρωση τοῦ ἀνθρώπου μέ τήν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ Πατέρα, τή θυσία τοῦ Υἱοῦ καί τή χάρη τοῦ ἁγίου Πνεύματος, πού μᾶς ἐξασφαλίζει τήν αἰώνια ζωή καί εὐτυχία (στίχ. 4-7). Αὐτό, πού εἶναι συνοπτικά τό περιεχόμενο ὅλης τῆς ἁγίας Γραφῆς, θέλει ὁ ἀπόστολος ὄχι ἁπλῶς νά τό διδάσκει ὁ Τίτος, ἀλλά νά τό διαβεβαιώνει, νά τό κηρύττει δηλαδή μέ κῦρος καί αὐθεντία. Κι ὅταν μάλιστα πρόκειται γιά τή μελλοντική κληρονομιά, πού εἶναι τό ἀποτέλεσμα τοῦ ἀπολυτρωτικοῦ ἔργου τοῦ Χριστοῦ, ἐδῶ χρειάζεται ἡ διαβεβαίωση στόν κόσμο τόν ὑλιστικό νά εἶναι ἰσχυρότερη, γιά νά μάθει ὁ κόσμος ὅτι δέν ὑπάρχει μονάχα αὐτή ἡ προσωρινή, ἡ φευγαλέα καί ψεύτικη πραγματικότητα, ἀλλά καί ἡ μέλλουσα πραγματικότητα, πού ἐγγυᾶται ὁ θάνατος καί ἡ ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ καί ἐπιμαρτυρεῖ ἡ Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ στόν κόσμο καί ἔτσι ὁ λόγος της εἶναι πιστός, αὐθεντικός καί ἀξιόπιστος. Μέ ἄλλα λόγια, ὁ Παῦλος καθιερώνει ἐδῶ τή διδασκαλία τοῦ δόγματος.
 

Τά δόγματα φῶς, χαρά, ζωή τῶν πιστῶν

  Λένε πολλοί πώς τό δόγμα εἶναι ἀνελευθερία, εἶναι ὑποτίμηση καί καταναγκασμός τῆς ἀνθρώπινης προσωπικότητας· σέ δεσμεύει καί σοῦ ἐπιβάλλει τήν τυφλή ὑπακοή. Ἀλλά ὅλα αὐτά μπορεῖ νά ἰσχύουν σέ κάθε ἄλλη περίπτωση, ὄχι ὅμως γιά τό λόγο τοῦ Θεοῦ. Διότι, ἁπλούστατα, τά ἀξιώματα πού διατυπώνει ἡ ἁγία Γραφή δέν εἶναι καρπός ἔστω καί τῆς πιό ἀρίστης διανοίας, τοῦ πιό ἀγαθοῦ ἀνθρώπου, ἀλλά εἶναι ἀποκάλυψη τῆς σοφίας τοῦ Θεοῦ, φανέρωμα τῆς νοοτροπίας καί τῆς θελήσεως τοῦ Κυρίου μας. Τό δόγμα στήν πίστη μας εἶναι μεγάλη ὑπόθεση, εἶναι ἡ ἴδια ἡ ἀλήθεια, ἡ βάση καί ἡ ἀρχή τῆς σωτηρίας μας, εἶναι ὁ «πιστός λόγος», ὁ ἀξιόπιστος λόγος, στόν ὁποῖο ἀξίζει πέρα γιά πέρα ὁ ἄνθρωπος νά δώσει ἐμπιστοσύνη. Δέν εἶναι κατεστημένο οὔτε τροχοπέδη. Εἶναι φῶς καί χαρά καί ζωή. Φῶς, διότι ἀπαντᾶ στά ἐρωτήματά μας, χαρά, διότι λύνει τά προβλήματά μας, ζωή, διότι μᾶς ἀναγεννᾶ σ’ ἕναν καινούργιο κόσμο. Κι ἄν τό δόγμα σήμερα σοκάρει, ἄν τό μισοῦν καί τό συκοφαντοῦν, εἶναι κι αὐτό ἀπό μιά μεριά γιά τόν πιστό ἄνθρωπο δεῖγμα τῆς σπουδαιότητός του· διότι ὁ ἐχθρός τό ἔχει συνήθεια καί ἀμετάτρεπτη τακτική νά χτυπάει μέ σφοδρότητα ὅ,τι μέσα στήν πίστη μας ἔχει περισσότερη ἀξία καί δύναμη σωτηριώδη, ὅπως π.χ. τήν ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ ἤ τήν ὀμορφιά τῆς ἁγνότητος. Ἀλλά τό δόγμα τῆς ἁγίας Γραφῆς εἶναι ἀκριβῶς ἡ ἀλήθεια πού διψᾶ ἡ ψυχή μας καί δέν μπορεῖ νά βρεῖ πουθενά ἀλλοῦ, εἶναι ὁ σωστός προσανατολισμός μέσα στούς ἀβέβαιους δρόμους, ὅπου τήν παραπλανοῦν ἰδιαίτερα στούς καιρούς μας οἱ νεφελώδεις καί ὁμιχλώδεις ψευτοφιλοσοφίες. Δόγμα = ἀποκάλυψη Θεοῦ = πίστη = ἁληθινή ζωή.

«Καλῶν ἔργων προΐστασθαι»

 Ὅταν ὁ ἐχθρός δέν μπορεῖ ἀλλιῶς νά ἐξουδετερώσει τήν ἀλήθεια -οὔτε μέ τήν ἀδιαφορία, διότι ἡ ἀγωνία μας δέν καθησυχάζει, οὔτε μέ τή συκοφαντία, διότι τό φῶς εἶναι δυνατότερο ἀπό τό σκοτάδι-, ὅταν δέν μπορεῖ κατά μέτωπον νά τήν καταστρέψει, τότε προσπαθεῖ νά τή διαστρέψει. Παίρνει τό σχῆμα της, τή μορφή της καί ντύνει μ’ αύτά τά δικά του ψέματα. Φορᾶ μάσκα, γιά νά ξεγελάσει τούς ἐπιπόλαιους, νά μπεῖ καί νά δράσει ἀνενόχλητα μέσα στό χῶρο τοῦ ἀντιπάλου. Ἔτσι καί μέ τό δόγμα. Ἡ γνήσια ἔκδοση τοῦ δόγματος, ἡ ἀληθινή ἔκφραση τῆς πίστεως εἶναι τά καλά ἔργα, ἡ καλή ζωή. Ἡ θεωρία ἀποκτᾶ οὐσία μέ τήν πράξη, ἡ πίστη δείχνει τήν ἀξία της μέ τήν ἔμπρακτη ἀγάπη καί μέ τή θυσία, καί τό δόγμα φανερώνει τή δύναμή του ὅταν κάνει ἔργο τό θέλημα τοῦ Θεοῦ, ὅταν ἀσκεῖ καί ἐφαρμόζει τίς ἀλήθειες τῆς πίστεως στίς περιστάσεις τῆς κάθε μέρας. Τό λέει καθαρά ὁ ἀπόστολος Παῦλος· «ἵνα φροντίζωσι καλῶν ἔργων προΐστασθαι οἱ πεπιστευκότες τῷ Θεῷ». Οἱ πιστοί, αὐτοί πού ἔχουν δεχθεῖ καί κατέχουν κτῆμα τους καί θησαυρό τους τόν «πιστόν λόγον», πρέπει νά φροντίζουν νά εἶναι πρῶτοι στά καλά ἔργα. Οἱ καλωσύνες δέν εἶναι ἰδιότητες τῶν καλῶν ἀνθρώπων, ἀλλά εἶναι γνώρισμα τῶν πιστῶν. Ὅπως ἑρμηνεύει καί ὁ ἅγιος Χρυσόστομος, κανένα κίνητρο δέν εἶναι τόσο δυνατό καί τόσο ἀσφαλές γιά τήν κοινωνική εὐποιΐα, ὅσο ἡ θεογνωσία, ἡ πίστη ὅτι ὑπάρχει Θεός, πού θυσιάστηκε γιά μᾶς· ἔτσι ὁ πιστός βρίσκει πάντα τή διάθεση καί τή δύναμη νά θυσιασθεῖ γιά τούς ἄλλους. Καί δέν εἶναι μόνο ὅτι οἱ πιστοί πρέπει νά ἐξασκοῦν τήν ἀγάπη, ἀλλά πρέπει νά φροντίζουν, πού σημαίνει νά ἐπιδιώκουν, καί μάλιστα νά προΐστανται, πού σημαίνει νά πρωτοποροῦν, γιά νά μήν εἶναι ἄκαρποι. Ἡ καρποφορία εἶναι γνώρισμα τῆς πίστεως, εἶναι γνώρισμα τῶν μαθητῶν τοῦ Κυρίου. Δέν περιμένουν τούς ἐνδεεῖς νά ‘ρθοῦν σ’ αὐτούς, ἀλλ’ αὐτοί τρέχουν νά τούς βροῦν. Δέν ἀκολουθοῦν τίς εὐκαιρίες, ἀλλά οἱ ἴδιοι τίς δημιουργοῦν. «Ταῦτά ἐστι τά καλά καί ὠφέλιμα τοῖς ἀνθρώποις»· αὐτά εἶναι πού ὠφελοῦν τούς ἀνθρώπους, αὐτή εἶναι ἡ ἀληθινή ἔκφραση τοῦ δόγματος.
 

Ἡ παραχάραξη τῆς ἀλήθειας

  Ἀλλά ἐνῶ τά πράγματα ἔχουν ἔτσι, μέ τήν παρέμβαση τοῦ πονηροῦ συμβαίνει ὥστε, ἀντί τό δόγμα νά βρεῖ διέξοδο στήν ἐφαρμογή του καί νά σκορπίσει ἔργα, διαφθείρεται καί ἐξευτελίζεται σέ ἀνόητες συζητήσεις σκορπίζοντας μόνο λόγια, λόγια κούφια καί ἐπικίνδυνα. Ἐδῶ ἀκριβῶς σημειώνεται ἡ παραχάραξη τῆς ἀλήθειας. Σύνοδοι καί συζητήσεις βεβαίως ἔγιναν καί μποροῦν νά γίνονται κατά καιρούς ἀπό πατέρες καί διδασκάλους τῆς Ἐκκλησίας μας, ἀπό τούς ὑπευθύνους τοῦ πιστοῦ λόγου, πού ἔχουν τή δύναμη, τό προνόμιο καί τήν ἁρμοδιότητα νά τόν ἑρμηνεύουν καί ἀποδεικνύουν τό προνόμιο μέ τήν ἁγία τους ζωή. Ἡ διασάφηση καί κατοχύρωση τοῦ δόγματος εἶναι ἀνάγκη τῆς Ἐκκλησίας. Ἄλλο ὅμως οἱ ἀγῶνες τῶν θεοφωτίστων πατέρων καί διδασκάλων γιά τή διασφάλιση τῆς ἀλήθειας καί τήν προστασία τοῦ ποιμνίου ἀπό τήν πλάνη καί τήν αἵρεση, καί ἄλλο οἱ ἀνούσιες καί φιλόνικες συζητήσεις ἀνεύθυνων προσώπων, πού ξεκινοῦν ἀπό ὑπεροψία ἤ ματαιοδοξία ἤ ξεροκεφαλιά. Ἀσήμαντα ζητήματα, σχολαστικότητες καί λεπτολογίες σκλαβώνουν τό δυναμισμό μας σέ στεῖρες ἀπεραντολογίες, κλέβουν τήν προσοχή μας γιά μηδαμινά καί τιποτένια καί -τό σπουδαιότερο- ταράσσουν τήν ἑνότητα καί τήν εἰρήνη τῆς Ἐκκλησίας. Ἔτσι, ἐνῶ στήν ὑγιᾶ περίπτωση ἡ διαβεβαίωση τοῦ πιστοῦ λόγου καί ἡ ἐφαρμογή τοῦ δόγματος ἔχει σάν ἀποτέλεσμα ἔργα καλά, γεμάτα ἀγάπη, ἀλήθεια καί δικαιοσύνη, πού στάζουν τή γλυκύτητα τῆς χάριτος, στήν ἀρρωστημένη κατάσταση ὁ ἄνθρωπος περιορίζεται σέ ἄσκοπες συζητήσεις, πού προκαλοῦν ἔριδες καί μάχες, καί εἶναι πράγματα κούφια καί ἀνωφελῆ.


Ἐριστικός-αἱρετικός

  Γι’ αὐτό ὁ ἀπόστολος συμβουλεύει· «μωράς δέ ζητήσεις καί γενεαλογίας καί ἔρεις καί μάχας νομικάς περιΐστασο· εἰσί γάρ ἀνωφελεῖς καί μάταιοι». Καί δέν εἶναι μόνον ἄχρηστα καί κούφια πράγματα ὅλες αὐτές οἱ ἐκτροπές γύρω ἀπό τό δόγμα, ἀλλά εἶναι καί ἐπικίνδυνα. Μιά ἰσχυρογνωμοσύνη μπορεῖ εὔκολα νά ὁδηγήσει σέ διαστρέβλωση τῆς θείας ἀλήθειας καί νά ἐξελιχθεῖ σέ σφετερισμό τοῦ ἀγῶνος γιά τήν ὑπεράσπιση τῆς ἀλήθειας. Ἔτσι γεννιέται ὁ αἱρετικός. Εἶναι πράγματι κάτι τό φοβερό ἡ νοοτροπία καί ἡ ψυχολογία τοῦ αἱρετικοῦ. Ξεκινᾶ μέ ὁρισμένα κατάλοιπα τῆς παλιᾶς του ζωῆς, πού δέν κατόρθωσε νά ἀποβάλει, καί τά κατάλοιπα αὐτά –προλήψεις ἤ δεισιδαιμονίες, τυπολατρεῖες καί φτωχοδιατάξεις, ψευτοφιλοσοφίες ἤ ψευτοθεολογίες– τά κάνει ἰδανικά, τά ὑψώνει σέ ἀρετές, καί θέλει νά τά ἐπιβάλει. Ψάχνει τότε νά τά περιβάλει μέ χριστιανικό ἔνδυμα, νά τά κατοχυρώσει μέσα στήν ἁγία Γραφή. Κι ὅταν ἡ ἁγία Γραφή φαίνεται «φτωχιά» κι «ἀνήμπορη» νά τόν ὑποστηρίξει καί νά τόν δικαιολογήσει, καταφεύγει τότε στή «φωτισμένη» καί «ὑψηλή» διάνοιά του, στόν πῆχυ τῆς λογικῆς καί στή ζυγαριά τοῦ ἀνθρώπινου νοῦ ἤ σέ πλαστές καί ἀνίερες παραδόσεις. Μ’ αὐτόν τόν τρόπο βλέπουμε νά ἐμφανίζονται οἱ αἱρετικοί στήν ἱστορία, μ’ αὐτόν τόν τρόπο τούς ξεχωρίζουμε καί στήν ἐποχή μας. Διεφθαρμένοι ἠθικά ἤ διεστραμμένοι ψυχικά καί πνευματικά, ἁμαρτάνουν εἰς βάρος τοῦ δόγματος καί τῆς ζωῆς τοῦ εὐαγγελίου. Καί τό χειρότερο, ἁμαρτάνουν ἀνεπανόρθωτα, χωρίς νά ἀφήνουν στόν ἑαυτό τους περιθώρια μετανοίας καί ἀνανήψεως. «Αἱρετικόν ἄνθρωπον μετά μίαν καί δευτέραν νουθεσίαν παραιτοῦ», λέει ὁ ἀπόστολος Παῦλος, «εἰδώς ὅτι ἐξέστραπται ὁ τοιοῦτος καί ἁμαρτάνει ὤν αὐτοκατάκριτος». Ὅταν ἡ ἔρις γίνεται αἵρεση καί ὁ ἐριστικός αἱρετικός, οἱ νουθεσίες τῶν διδασκάλων εἶναι ἄκαρπες. Ὁ ἄνθρωπος γίνεται σκεῦος πού θέλει φωτιά· οὔτε πλύνεται οὔτε ἐπισκευάζεται οὔτε εὐπρεπίζεται. Ἔτσι καταδικάζει μόνος του τόν ἑαυτό του, εἶναι αὐτοκατάκριτος. Μ’ ἄλλα λόγια, αὐτοκτονεῖ πνευματικά.


Ἔχουμε καρπούς;

  Γύρω μας, ἀγαπητοί ἀναγνῶστες, ἡ σύγχυση ὅλο καί μεγαλώνει, ἡ ἀβεβαιότητα σφίγγει ὅλο καί περισσότερο τίς καρδιές μας στόν κλοιό της, ἡ πλάνη παραμονεύει ὅλο καί συχνότερα στό δρόμο μας. Δέν θέλουμε νά σκεπάσουν τή σκέψη μας τά σύννεφα τοῦ σκεπτικισμοῦ· λαχταρᾶμε τό φῶς τῆς αἰώνιας ἀλήθειας. Δέν θέλουμε νά βυθίσουν τήν ψυχή μας τά βαρίδια τῆς ἀπελπισίας· λαχταρᾶμε τήν ἄνεση τῆς ἐσωτερικῆς χαρᾶς. Ἄς ἀνοίξουμε, λοιπόν, τά μάτια μας στόν Ἥλιο-Χριστό! Μέσα στό βιβλίο του, στήν ἁγία Γραφή του, μᾶς προσκαλεῖ νά βροῦμε τό δόγμα, τό δόγμα πού καθοδηγεῖ, τό δόγμα πού σώζει. Μέσα στήν Ἐκκλησία του μᾶς προσφέρει ὅλα τά μέσα, τά μέσα γιά νά καταλάβουμε, τά μέσα γιά νά γίνουμε δυνατοί, τά μέσα γιά νά ζήσουμε τή ζωή τῆς ἀλήθειας. Καί μέσα στή ζωή, στή ζωή τοῦ καθενός μας, ἀπαιτεῖ ἀπό μᾶς, πού μᾶς γέννησε μέ τό λόγο του, μᾶς ἔθρεψε μέ τά μυστήριά του, ἀπαιτεῖ νά γίνουμε πρωτοπόροι καλῶν ἔργων, νά μή μείνουμε ἄκαρποι. Μᾶς παίρνει ξερές καί φτωχές ρίζες, μᾶς φυτεύει στό περιβόλι του, μᾶς ποτίζει καί μᾶς περιποιεῖται· γίναμε ψηλά καί θαλερά δένδρα. Ἀλλά ποῦ εἶναι οἱ καρποί μας; Ἀλλοίμονο, ἄν ξοδεύουμε τό χυμό μας σέ μικρόλογους ὑπολογισμούς. Ὁ Κύριος περιμένει νά καρποφορήσουμε μιά ζωή γεμάτη ἀγάπη, δικαιοσύνη κι ἐλπίδα. Κι αὐτό εἶναι τό συμφέρον μας, ἀλλά αὐτή εἶναι καί ἡ μαρτυρία πού ἔχουμε νά δώσουμε στό σύγχρονο κόσμο, στόν ἀποσταμένο ἄνθρωπο, στήν ἀναστατωμένη κοινωνία, ὅπως οἱ ἅγιοι πατέρες καί διδάσκαλοι τῆς Ἐκκλησίας μας. Καί μέ τή ζωή τους καί μέ τό παράδειγμά τους καί μέ τό δόγμα πού διεκήρυξαν ἔδωσαν τή μαρτυρία τοῦ εὐαγγελίου καί τῆς ἀναστάσεως τοῦ Χριστοῦ στήν ἐποχή τους.

  Κι ἐμεῖς μέ τό ὀρθόδοξο δόγμα καί μέ τή χριστιανική ζωή, σύμφωνα μέ τό θέλημα τοῦ Κυρίου, ὅπως ἀποκαλύπτεται στό Εὐαγγέλιο, θά δώσουμε τή μαρτυρία τοῦ Κυρίου, θά δώσουμε τό φῶς καί τή χαρά στόν ἄνθρωπο, πού ἐναγώνια στήν ἐποχή μας ζητᾶ, ψάχνει νά τά βρεῖ, καί θά τόν ὁδηγήσουμε στήν πηγή τῆς ζωῆς, τόν Χριστό μας, τόν Λυτρωτή μας.


Στέργιος Ν. Σάκκος

Ἀπολύτρωσις 45 (1990) 129-133

Σάββατο, 17 Φεβρουάριος 2024 03:00

Κυρ. ΙΖ΄ Β΄ Κο 6,16-7,1

Ναός Θεοῦ - λαός Θεοῦ - παιδιά Θεοῦ

psifidoto  Στήν περικοπή αὐτή ὁ ἀπόστολος Παῦλος συνιστᾶ στά μέλη τῆς ἐκκλησίας τῆς Κορίνθου νά κόψουν κάθε ἐπαφή καί νά διαλύσουν κάθε δεσμό πού δημιούργησαν μέ τούς εἰδωλολάτρες. ᾿Αναφέρει ὁρισμένα χωρία ἀπό τήν Π.Δ., γιά νά τονίσει τήν ἐξαιρετική τιμή καί ἀξία πού δίνει στούς πιστούς ἡ σχέση τους μέ τόν Θεό. Οἱ χριστιανοί εἶναι ναός Θεοῦ, λαός Θεοῦ, παιδιά Θεοῦ κι αὐτό, καταλήγει συμπερασματικά ὁ ἀπόστολος, τούς χρεώνει νά ζοῦν μέ ἁγιοσύνη. Νά καθαρίζουν τό χῶρο τῆς καρδιᾶς τους ἀπό κάθε ἁμαρτωλό καί κοσμικό στοιχεῖο, νά τόν εὐπρεπίζουν, ὥστε νά φιλοξενεῖται ἄνετα ὁ Χριστός.
 ῾Η ΙΖ´ ἀποστολική περικοπή ἀρχίζει ἀπό τό στ. 16, ἐμεῖς ὅμως θά μελετήσουμε καί τούς στ. 14 καί 15, γιά νά ἔχουμε ὁλοκληρωμένο τό νόημά της.

α) ᾿Εκκλησία καί κόσμος (6,14-16α)

  Στούς στ. 14-16α ὁ Παῦλος ὑποβάλλει πέντε ἐρωτήματα τά ὁποῖα μέ τρόπο σαφῆ καί πειστικό ὑπογραμμίζουν τή διαφορά πού ὑπάρχει ἀνάμεσα στήν ᾿Εκκλησία καί στόν κόσμο. ῾Ο ἅγιος Χρυσόστομος σχολιάζει ὅτι ὁ ἀπόστολος στά ἐρωτήματά του «περιγράφει τή μιά φορά τήν ἀπόλυτη ἀρετή καί τήν ἄλλη τήν πιό ἀπαίσια κακία. Μέ τόν τρόπο αὐτό δείχνει ὅτι εἶναι μεγάλη καί ἄπειρη ἡ ἀπόσταση, ὥστε νά μήν ὑπάρχει καμία ἀμφιβολία» ὅτι πρόκειται γιά δύο ἐντελῶς ἀντίθετες καταστάσεις.
 

6,14. Μή γίνεσθε ἑτεροζυγοῦντες ἀπίστοις· τίς γάρ μετοχή δικαιοσύνῃ καί ἀνομίᾳ; τίς δέ κοινωνία φωτί πρός σκότος;
  Μή γίνεσθε ἑτεροζυγοῦντες ἀπίστοις: Τό ρῆμα ἑτεροζυγῶ λέγεται γιά τό ζῶο πού εἶναι ζευγμένο στόν ἴδιο ζυγό μέ ἕνα ζῶο διαφορετικοῦ εἴδους. ῞Οταν π.χ. ἕνα ἄλογο εἶναι στόν ἴδιο ζυγό μέ ἕνα βόδι ἤ μέ ἕνα γαϊδουράκι, τότε λέμε ὅτι ἑτεροζυγεῖ. Στήν Π.Δ. ὁ Θεός ἀπαγορεύει στούς ᾿Ιουδαίους νά κάνουν ἐργασίες βάζοντας στόν ἴδιο ζυγό ἀταίριαστα ζῶα (βλ. Λε 19,19· πρβλ. Δε 22,10), διότι καί τό δυνατό ζῶο δυσκολεύεται νά δουλέψει καί τό ἀδύνατο σέρνεται πίσω του.
  ῎Απιστοι εἶναι αὐτοί πού δέν πίστεψαν στό εὐαγγέλιο (βλ. Α´ Κο 6,6· 7,12· 10,27· 14,22), οἱ εἰδωλολάτρες ἀλλά καί οἱ ἀποστάτες χριστιανοί.
  ῾Ο ἀπόστολος χρησιμοποιεῖ τήν εἰκόνα τῶν ζώων πού ἑτεροζυγοῦν γιά νά πείσει τούς Κορινθίους ὅτι ἡ συναναστροφή τους μέ ἀπίστους εἶναι ἄτοπη καί ἐπικίνδυνη. Οἱ πιστοί πού συναναστρέφονται μέ τέτοιους ἀνθρώπους τελικά τινάζουν ἀπό πάνω τους «τόν χρηστό ζυγό» τοῦ Κυρίου (βλ. Μθ11,30) καί φορτώνονται τό ζυγό τῆς ἀπιστίας καί τῆς ἁμαρτίας.
  Μέ τήν ἀποστολική αὐτή προτροπή δέν ἀπαγορεύονται οἱ ἀναγκαῖες ἐπαγγελματικές συναλλαγές μέ τούς ἐκτός ᾿Εκκλησίας ἀνθρώπους. Οἱ χριστιανοί ὀφείλουν νά δείχνουν ἐνδιαφέρον γιά τούς συνανθρώπους τους, πού δέν γνώρισαν τό εὐαγγέλιο καί νά τούς ἀντιμετωπίζουν μέ κατανόηση. Δέν δικαιολογοῦνται ὅμως νά ἀναπτύσσουν οἰκειότητα μέ τόν κόσμο καί νά συνάπτουν μαζί του φιλία, διότι αὐτή ἡ φιλία εἶναι ἔχθρα πρός τόν Θεό (βλ. ᾿Ια 4,4).
Οἱ στενοί δεσμοί μέ ἀπίστους καί εἰδωλολάτρες ἀπομακρύνουν τούς χριστιανούς ἀπό τόν Θεό, γι᾿ αὐτό ὁ ἀπόστολος τούς προειδοποιεῖ. ᾿Αναφέρεται βέβαια σέ ὅλες τίς κοινωνικές σχέσεις τῶν χριστιανῶν, ἰδιαίτερα ὅμως ἡ προειδοποίησή του ἰσχύει γιά τό θέμα τοῦ γάμου. Στό Α´ Κο 7,12-14 εἶχε τονίσει ὅτι ἄν ἕνας ἀπό τούς δύο συζύγους, πού ἦταν εἰδωλολάτρες, γνώριζε τόν Θεό καί γινόταν χριστιανός, ἐνῶ ὁ ἄλλος  παρέμενε εἰδωλολάτρης, νά μή διαλύσει τό γάμο ὁ χριστιανός. ῾Υπῆρχε ἐλπίδα μέσα στή συζυγία νά ἁγιασθεῖ ὁ ἄπιστος σύζυγος κοντά στόν πιστό. ᾿Εδῶ συνιστᾶ οἱ πιστοί νά μή γίνονται σύζυγοι ἀπίστων, διότι σέ μία τέτοια συζυγία καί ὁ πιστός θά δυσκολεύεται καί ὁ ἄπιστος θά προκαλεῖται. ῎Αν οἱ σύζυγοι δέν εἶναι καί οἱ δύο μέλη τῆς ᾿Εκκλησίας, δέν μποροῦν νά ἔχουν κοινά κριτήρια καί ἀδυνατοῦν νά συμφωνήσουν ἀκόμη καί στά πιό σημαντικά θέματα ζωῆς καί πορείας.
  Τίς γάρ μετοχή δικαιοσύνῃ καί ἀνομίᾳ; Δέν μπορεῖ νά ὑπάρξει μετοχή, συμμετοχή τῆς δικαιοσύνης στήν ἀνομία, διότι ἀνάμεσά τους ὑπάρχει ἀγεφύρωτο χάσμα· ἡ πρώτη δηλώνει τή μεγάλη ἀρετή καί ἡ δεύτερη τή μεγάλη κακία. Χειρότερη ἀπό τήν ἀδικία, ἡ ὁποία βλάπτει τόν συνάνθρωπο, εἶναι ἡ ἀνομία, διότι αὐτή καταπατώντας τό νόμο καταφρονεῖ καί περιφρονεῖ τόν ἴδιο τόν Θεό, τόν χορηγό τοῦ νόμου.
  Τίς δέ κοινωνία φωτί πρός σκότος; ῾Η λέξη κοινωνία εἶναι συγγενής πρός τή μετοχή, ἀλλά ἰσχυρότερη ἐκείνης. Δηλώνει τήν πλήρη ἐπικοινωνία, τήν ταύτιση. Σέ καμία περίπτωση δέν μπορεῖ νά ταυτισθεῖ, νά γίνει ἕνα, τό φῶς μέ τό σκοτάδι, διότι εἶναι ἐντελῶς ἀντίθετα μεταξύ τους. ῞Οπου ἐμφανίζεται τό φῶς διαλύεται τό σκοτάδι καί ὅπου ἐπικρατεῖ τό σκοτάδι δέν ὑπάρχει καθόλου φῶς.
  ῾Η ἀντίθεση ἀνάμεσα στό φῶς καί στό σκότος συναντᾶται συχνά στήν Κ.Δ. (βλ. Ρω 13,12· ᾿Εφ 5,8· Α´ ᾿Ιω 2,9). Φῶς εἶναι ὁ Χριστός (βλ. ᾿Ιω 8,12) καί οἱ χριστιανοί (βλ. Μθ 5,16), ἐνῶ σκοτάδι ὁ διάβολος καί οἱ ὀπαδοί του. «῾Υμεῖς μέν γάρ πεφωτισμένοι τῇ ἀληθείᾳ, ἐκεῖνοι δέ ἐσκοτισμένοι τῇ πλάνῃ», λέει ὁ Ζιγαβηνός.  Οἱ πιστοί ἔγιναν φῶς ἀπό τήν κοινωνία τους μέ τόν Χριστό, τόν ἥλιο τῆς δικαιοσύνης. ᾿Ενῶ οἱ ἄπιστοι ἀπωθοῦν τό φῶς καί γι᾿ αὐτό ἐξακολουθοῦν νά εἶναι βυθισμένοι στό σκοτάδι. Πῶς, λοιπόν, εἶναι δυνατόν νά ἔχουν ἀληθινή ἐπικοινωνία οἱ πιστοί μέ τούς ἀπίστους; Πῶς εἶναι δυνατόν νά συνάψουν μεταξύ τους βαθύτερες σχέσεις;
  Μέσα ἀπό αὐτές τίς ἀντιθέσεις, δικαιοσύνη-ἀνομία, φῶς-σκότος, ὁ ἀπ. Παῦλος τονίζει τή μεγάλη ἀξία τῶν πιστῶν καί τήν ἀθλιότητα τῶν ἀπίστων. Προσπαθεῖ νά φιλοτιμήσει τούς ταλαντευόμενους Κορινθίους ὅπως ἕνας πατέρας, πού  βλέπει τό παιδί του νά παρασύρεται σέ παρέες διεφθαρμένων νέων. ᾿Εκεῖνος γιά νά τό συνετίσει τοῦ λέει· «᾿Εσύ πού ἔχεις εὐγενική καρδιά, λεπτά αἰσθήματα καί ὑψηλούς στόχους, δέν σοῦ ταιριάζει νά ἔχεις τέτοιους φίλους μέ ἄξεστη συμπεριφορά καί ταπεινές ἐπιδιώξεις». ῎Ετσι, κατά τόν ἅγιο Χρυσόστομο, καί ὁ ἀπόστολος συγκρίνει τήν εὐγένεια τῶν πιστῶν μέ τήν ἀτιμία τῶν ἀπίστων. Πετυχαίνει μ᾿ αὐτόν τόν τρόπο νά δεχτοῦν οἱ παραβάτες μέ εὐχαρίστηση τόν ἔλεγχο πού εὐφυῶς ταυτίζεται μέ τόν ἔπαινο.

6,15-16α. Τίς δέ συμφώνησις Χριστῷ πρός Βελίαλ; ἤ τίς μερίς πιστῷ μετά ἀπίστου; τίς δέ συγκατάθεσις ναῷ Θεοῦ μετά εἰδώλων;  
  Τίς δέ συμφώνησις Χριστῷ πρός Βελίαλ; ῾Η λέξη Βελίαλ ἤ Βελίαρ σήμαινε ἀρχικά τό ἀνωφελές καί ἀργότερα τήν ἀδικία (βλ. Δε 13,14· ᾿Ιβ 34,18). Σύμφωνα μέ τήν ἑρμηνεία τοῦ ἁγίου Χρυσοστόμου, στά ἑβραϊκά Βελίαρ λέγεται ὁ ἀποστάτης, ὁ κατεξοχήν ἄνομος καί ἄδικος, ὁ σατανᾶς. ᾿Αρχηγός τῶν πιστῶν εἶναι ὁ Χριστός, ἐνῶ τῶν ἀπίστων ὁ Βελίαλ. ᾿Αφοῦ οἱ ἀρχηγοί τῶν δύο παρατάξεων ἔχουν τελείως ἀντίθετους σκοπούς καί δέν συμφωνοῦν σέ τίποτε, δέν πρέπει νά συμφωνοῦν καί οἱ ὀπαδοί τους.
  ῎Η τίς μερίς πιστῷ μετά ἀπίστου; Μερίδα εἶναι αὐτό πού παίρνει ὁ καθένας σέ μιά μοιρασιά (βλ. Πρξ 8,21). ῾Ο πιστός δέν ἔχει νά μοιράσει μέ τόν ἄπιστο καμιά κοινή περιουσία ἤ κληρονομιά.
  Τίς δέ συγκατάθεσις ναῷ Θεοῦ μετά εἰδώλων; ᾿Ενῶ ἡ συμφώνησις ἀφορᾶ στή συμφωνία πού γίνεται μέ τά λόγια, ἡ συγκατάθεσις δηλώνει τήν ἔνταξη στήν ἴδια παράταξη, στόν ἴδιο χῶρο. Τά εἴδωλα δέν ἔχουν καμιά θέση μέσα στό ναό τοῦ Θεοῦ. ῾Η τοποθέτησή τους ἐκεῖ ἀποτελεῖ βεβήλωση.
  ῾Ο Κύριος γνώριζε ὅτι ὁ κόσμος ἔχει ἀντίθετο καί ἐχθρικό φρόνημα πρός τήν ᾿Εκκλησία καί γι᾿ αὐτό προειδοποίησε τούς μαθητές του· «Εἰ ὁ κόσμος ὑμᾶς μισεῖ, γινώσκετε ὅτι ἐμέ πρῶτον ὑμῶν μεμίσηκεν. Εἰ ἐκ τοῦ κόσμου ἦτε, ὁ κόσμος ἄν τό ἴδιον ἐφίλει· ὅτι δέ ἐκ τοῦ κόσμου οὐκ ἐστέ, ἀλλ᾿ ἐγώ ἐξελεξάμην ὑμᾶς ἐκ τοῦ κόσμου, διά τοῦτο μισεῖ ὑμᾶς ὁ κόσμος» (᾿Ιω 15,18-19). «᾿Εν τῷ κόσμῳ θλῖψιν ἕξετε· ἀλλά θαρσεῖτε, ἐγώ νενίκηκα τόν κόσμον» (᾿Ιω 16,33). ῾Η πίστη δημιουργεῖ ἕνα νέο καθεστώς μέσα στόν κόσμο καί αὐτό προκαλεῖ τό μίσος καί τήν ἀντίδρασή του. ῾Η ᾿Εκκλησία μισεῖ τό φρόνημα τοῦ κόσμου καί τήν ἁμαρτία, ἀγαπᾶ ὅμως τούς ἀνθρώπους καί τούς καλεῖ στούς κόλπους της. ῾Ο ἀπ. Παῦλος, μιμούμενος τόν Κύριό του, προτρέπει τούς χριστιανούς νά μή φύγουν ἀπό τόν κόσμο, ἀλλά νά μείνουν ξένοι πρός τήν ἁμαρτία. ᾿Ιδιαίτερα μάλιστα συνιστᾶ νά προφυλάγονται οἱ πιστοί καί νά ἀποφεύγουν τούς «χριστιανούς» πού συμβιβάζονται μέ τή διαφθορά καί ἀλλοιώνουν τό ἦθος, καθώς καί τούς αἱρετικούς, πού παρέκκλιναν ἀπό τήν πίστη, καί παραποιοῦν τό δόγμα (βλ. Α´ Κο 5,9-12).
 ῎Αν σήμερα βλέπουμε τή χριστιανική κοινωνία νά διαφθείρεται ὅλο καί περισσότερο κάτω ἀπό τήν ἐπίδραση τοῦ κοσμικοῦ φρονήματος, εἶναι διότι δέν προσέξαμε τά κριτήρια αὐτά, πού μᾶς παρουσιάζει ὁ ἀπόστολος ὡς βασικούς νόμους, ὡς ἕνα  πηδάλιο τῆς ᾿Εκκλησίας. ῞Οπως ὁ Χριστός, ὁ ὁποῖος ἀγάπησε τόν κόσμο, θυσιάστηκε γιά τή σωτηρία του (᾿Ιω 3,16), καί «μή ἐκστάς τῆς φύσεως μετέσχε τοῦ ἡμετέρου φυράματος», δέν ἔχει καμιά σχέση μέ τήν ἁμαρτία καί τόν διάβολο, ἔτσι καί ὅσοι εἶναι τοῦ Χριστοῦ δέν πρέπει νά ἔχουν καμιά συνεργασία, καμιά σχέση καί ἐπικοινωνία μέ τήν ἁμαρτία. Νά ἀγαποῦν τούς ἁμαρτωλούς καί νά ἀγωνίζονται γιά τή σωτηρία τους, χωρίς ὅμως νά ἐπηρεάζονται ἀπό τό φρόνημά τους. Νά ζοῦν τοπικά μαζί τους, ἀλλά νά ἀπέχουν τροπικά ἀπό αὐτούς. Νά γίνει ὁ κόσμος ᾿Εκκλησία καί ὄχι νά ἐκκοσμικευθεῖ ἡ ᾿Εκκλησία. ῞Οταν ἔζησε καί πολιτεύτηκε μ᾿ αὐτό τό φρόνημα μέσα στόν κόσμο, μεγαλούργησε καί ἀναδείχθηκε θαυμαστή σέ φίλους καί ἐχθρούς.
  Τά παραγγέλματα αὐτά τοῦ ἀπ. Παύλου μποροῦμε νά τά δοῦμε ἐφαρμοσμένα στή ζωή τῆς πρώτης ἐκκλησίας, ὅπως περιγράφεται στήν πρός Διόγνητον ἐπιστολή· «Οἱ χριστιανοί δέν ξεχωρίζουν ἀπό τούς ἄλλους ἀνθρώπους... Οὔτε σέ ἰδιαίτερες πόλεις κατοικοῦν οὔτε μιλοῦν κάποια ξεχωριστή διάλεκτο οὔτε κάνουν ζωή φανταχτερή. Τήν πίστη τους δέν τήν ἐπινόησε ἀνθρώπινη σκέψη καί φροντίδα οὔτε δημιούργησαν ἀνθρώπινο πιστεύω, ὅπως μερικοί. Κατοικοῦν πόλεις ἑλληνικές καί βαρβαρικές, ὅπως ἔτυχε στόν καθένα, ἀκολουθώντας τά τοπικά ἔθιμα στόν τρόπο τῆς ἐνδυμασίας καί διατροφῆς καί στήν ὑπόλοιπη ζωή κι ὅμως φανερώνουν ἀξιοθαύμαστο καί ὁμολογουμένως παράδοξο τόν τρόπο τῆς ζωῆς τους. Κατοικοῦν στίς πατρίδες τους, ἀλλά ὡς πάροικοι. Συμμετέχουν σέ ὅλα ὡς πολίτες καί ὅλα τά ὑπομένουν σάν ξένοι. Κάθε ξένη χώρα εἶναι πατρίδα τους καί κάθε πατρίδα ξένη. Παντρεύονται ὅπως ὅλοι· γεννοῦν παιδιά, ἀλλά δέν πετοῦν αὐτά πού γεννοῦν. Παραθέτουν κοινό τραπέζι ἀλλά ὄχι κρεβάτι. ῎Εχουν σῶμα, ἀλλά δέν ζοῦν σαρκικά. Στή γῆ κατοικοῦν, ἀλλά στόν οὐρανό πολιτεύονται. ῾Υπακούουν στούς ὑπάρχοντας νόμους καί μέ τή ζωή τους νικοῦν τούς νόμους. ῞Ολους τούς ἀγαποῦν κι ὅμως ἀπό ὅλους διώκονται... Γίνονται φτωχοί κι ὅμως πλουτίζουν πολλούς. ῞Ολα τά στεροῦνται κι ὅλα τά ἔχουν περίσσια. Δέν τιμοῦνται, ἀλλά μές στήν ἀφάνεια δοξάζονται, βλασφημοῦνται καί ὅμως δικαιώνονται. Τούς κακολογοῦν, κι αὐτοί λένε καλά λόγια, δέχονται ὕβρεις καί ἀνταποδίδουν τιμές. Κάνουν τό καλό καί τιμωροῦνται σάν κακοί· κι ἐνῶ τιμωροῦνται, χαίρονται σάν νά ἀνασταίνονται».

β) Τά ἰδανικά τῶν πιστῶν  (6,16β-18)

῾Ο Παῦλος παρουσιάζει στή συνέχεια κάτω ἀπό τό φῶς τοῦ εὐαγγελίου τρία ἰδανικά· ναός Θεοῦ - λαός Θεοῦ - παιδιά Θεοῦ. Τά ἰδανικά αὐτά ἀποτέλεσαν τό καύχημα καί τή χαρά ὄχι μόνο τοῦ ἀποστόλου, ἀλλά καί τῶν ἁγίων καί μαρτύρων τῆς ᾿Εκκλησίας μας, καθώς καί ὅλων τῶν ἀγωνιζόμενων πιστῶν.


6,16β. ῾Υμεῖς γάρ ναός Θεοῦ ἐστε ζῶντος, καθώς εἶπεν ὁ Θεός ὅτι ἐνοικήσω ἐν αὐτοῖς καί ἐμπεριπατήσω, καί ἔσομαι αὐτῶν Θεός, καί αὐτοί ἔσονταί μοι λαός.
  ῾Υμεῖς γάρ ναός Θεοῦ ἐστε ζῶντος: Σεῖς, λέει στούς Κορινθίους ὁ ἀπ. Παῦλος, εἶστε ναός τοῦ ζωντανοῦ Θεοῦ κι ὄχι τῶν ψεύτικων, τῶν νεκρῶν καί ἀνύπαρκτων θεῶν, τῶν εἰδώλων. Γι᾿ αὐτό, πετάξτε μακριά τά πάσης φύσεως εἴδωλα καί κρατῆστε μόνο τόν ἕναν Θεό.
  Ὁ Θεός μας εἶναι ὁ μόνος ζωντανός καί ἀληθινός Θεός. Οἱ χριστιανοί εἴμαστε ἔμψυχοι ναοί ἀφιερωμένοι στόν Θεό, τόν ὁποῖο φιλοξενοῦμε μέσα μας, τόν ὑπηρετοῦμε καί τόν λατρεύουμε. Προσφέρουμε καθημερινά τούς ἑαυτούς μας ὡς «θυσίαν ζῶσαν, ἁγίαν, εὐάρεστον τῷ Θεῷ» (Ρω 12,1), ἐπιτελοῦμε τό θέλημα τοῦ Θεοῦ καί ἡ ζωή μας μοιάζει μέ εὐωδιαστό θυμίαμα. «᾿Εάν ζητᾶς τόπο ὑψηλό καί ἅγιο γιά νά προσευχηθεῖς, κάνε τόν ἑαυτό σου ναόν Θεοῦ», λέει ὁ ἅγιος Αὐγουστίνος. Κατά τόν Μ. Βασίλειο, ναός τοῦ Θεοῦ εἶναι ἐκεῖνος πού ἔχει τόν ἴδιο τόν Θεό μέσα στήν καρδιά του μέ τήν ἀδιάλειπτη μνήμη τοῦ Θεοῦ.
  Οὔτε ἡ Σκηνή τοῦ Μαρτυρίου, πού εἶχε τόση πολυτέλεια, οὔτε ὁ ναός τοῦ Σολομῶντος, πού μέ τόση μεγαλοπρέπεια κτίσθηκε, οὔτε κανένας ἀπό τούς περίλαμπρους ναούς, τούς ὁποίους ὕψωσε ἡ εὐσέβεια τῶν χριστιανῶν, δέν ἱκανοποίησε τόν Θεό, διότι, ὅπως εἶπε θεόπνευστα ὁ πρωτομάρτυς Στέφανος, «οὐχ ὁ ὕψιστος ἐν χειροποιήτοις ναοῖς κατοικεῖ» (Πρξ 7,48). ῾Ο ναός στόν ὁποῖο ἀναπαύεται ὁ Θεός εἴμαστε ἐμεῖς οἱ ἴδιοι καί ὡς ναός πρέπει νά διατηροῦμε τόν ἑαυτό μας καθαρό. ῞Οσοι δέχονται τόν ζωντανό Θεό γιά προσωπικό τους Θεό, ἀποθέτουν στά χέρια του τήν ἁμαρτία τους, ἀγωνίζονται συνεχῶς γιά τόν ἐξαγνισμό τους καί ἱερουργοῦν ἀκατάπαυστα μέσα στά ἄδυτα τῆς καρδιᾶς τους «τήν λογικήν λατρείαν» (Ρω 12,1).
  Ναό τοῦ Θεοῦ ἀποτελεῖ ὁλόκληρη ἡ ὕπαρξη τοῦ ἀνθρώπου συμπεριλαμβανομένου καί τοῦ σώματος, ὅπως τονίζει ἀλλοῦ ὁ ἀπ. Παῦλος· «ἤ οὐκ οἴδατε ὅτι τό σῶμα ὑμῶν ναός τοῦ ἐν ὑμῖν ἁγίου Πνεύματός ἐστιν» (Α´ Κο 6,19). Τό σῶμα μας, λοιπόν, ἔχει ἀσύλληπτη ἀξία καί ἱερότητα. Δέν εἶναι ἁπλῶς τό δημιούργημα τοῦ Θεοῦ, γιά τό ὁποῖο μάλιστα ἰδιαίτερη πρόνοια ἔλαβε ὁ Θεός, δέν εἶναι μόνο «λίθος ζῶν», πού μαζί μέ τούς ἄλλους πιστούς ἀπαρτίζει τήν οἰκοδομή τῆς ᾿Εκκλησίας. Εἶναι ὁ ἴδιος ὁ ναός τῆς ἁγίας Τριάδος καί ἑπομένως ὀφείλουμε νά τό σεβόμαστε. ῾Η βεβήλωση ἑνός ναοῦ μᾶς προκαλεῖ ἀγανάκτηση καί ποτέ δέν θά χρησιμοποιούσαμε γιά κοινή χρήση κάποιο ἀπό τά ἱερά σκεύη τοῦ ναοῦ. Πολύ πιό βδελυρό ὅμως εἶναι νά βεβηλώσουμε καί νά φθείρουμε μέ ἁμαρτωλές καί ἀκάθαρτες πράξεις τό σῶμα μας, γι᾿ αὐτό κάτι τέτοιο ἐπισύρει τήν τιμωρία· «εἴ τις τόν ναόν τοῦ Θεοῦ φθείρει, φθερεῖ τοῦτον ὁ Θεός» (Α´ Κο 3,17).
  ᾿Ακατάπαυστα ὀφείλει ὁ πιστός νά προσφέρει στόν Κύριο τή λογική λατρεία μέσα στό ναό τοῦ σώματός του. Αὐτό τόν βοηθᾶ καί τόν προετοιμάζει ὥστε νά συμμετέχει ζωντανά στήν ἐκκλησιαστική λατρεία, στίς ἀκολουθίες τῆς ᾿Εκκλησίας. ᾿Αλλά καί ἡ συνειδητή συμμετοχή στίς λατρευτικές εὐκαιρίες, πού ἔχει ὁ πιστός στήν ἐνορία του, τόν καλλιεργεῖ καί τόν ἀνεβάζει ὥστε θερμότερα καί καθαρότερα νά ἐπικοινωνεῖ μέ τόν Κύριο στό ναό τοῦ σώματός του. ῎Ετσι μέ εὐλάβεια καί ἱεροπρέπεια ἀναπέμπει τή δοξολογία του μέσα στόν ἀχειροποίητο ναό τοῦ σύμπαντος (βλ. μάθ. 36ο Β´ 9ο).
  Καθώς εἶπεν ὁ Θεός: ᾿Επειδή ἀκούγεται τολμηρή αὐτή ἡ διδασκαλία, ὅτι οἱ πιστοί ἀποτελοῦμε ναό τοῦ Θεοῦ, γιά νά τή στηρίξει ὁ ἀπόστολος χρησιμοποιεῖ τή διαβεβαίωση τοῦ ἴδιου τοῦ Θεοῦ, πού μαρτυρεῖται στήν Π.Δ.  
  ᾿Ενοικήσω ἐν αὐτοῖς καί ἐμπεριπατήσω, καί ἔσομαι αὐτῶν Θεός, καί αὐτοί ἔσονταί μοι λαός: ῾Ο Παῦλος παραθέτει τό χωρίο κατά νόημα ἀπό δυό βιβλία τῆς Π.Δ. Στό Λε 26,11-12 ὁ Θεός ὑπόσχεται στόν Μωυσῆ· «Καί θήσω τήν σκηνήν μου ἐν ὑμῖν, καί οὐ βδελύξεται ἡ ψυχή μου ὑμᾶς, καί ἐμπεριπατήσω ἐν ὑμῖν· καί ἔσομαι ὑμῶν Θεός καί ὑμεῖς ἔσεσθέ μοι λαός». Στό βιβλίο τοῦ προφήτη ᾿Ιεζεκιήλ (37,27) ὁ Θεός λέει· «Καί ἔσται ἡ κατασκήνωσίς μου ἐν αὐτοῖς, καί ἔσομαι αὐτοῖς Θεός, καί αὐτοί μου ἔσονται λαός». ᾿Αλλά καί στήν Κ.Δ. ὁ Κύριος ὑπόσχεται· «καί ὁ πατήρ μου ἀγαπήσει αὐτόν, καί πρός αὐτόν ἐλευσόμεθα καί μονήν παρ᾿ αὐτῷ ποιήσομεν» (᾿Ιω 14,23). Οἱ πιστοί θά ἔχουν τόσο στενή σχέση μέ τόν Θεό, θά τόν ἔχουν συνεχῶς κοντά τους.
  Τά δύο ρήματα ἐνοικήσω καί ἐμπεριπατήσω μᾶς θυμίζουν τόν παράδεισο καί δηλώνουν τόν πνευματικό παράδεισο, τήν ᾿Εκκλησία, ὅπου ἔχουμε τήν ἱστορική ἐκπλήρωση αὐτῆς τῆς θεϊκῆς ὑποσχέσεως. «῾Ο Λόγος σάρξ ἐγένετο καί ἐσκήνωσεν ἐν ἡμῖν» (᾿Ιω 1,14). ῾Ο Θεός στό πρόσωπο τοῦ Υἱοῦ του, ὁ ὁποῖος ἐνανθρώπησε, σκήνωσε στήν Παρθένο Μαρία, κυοφορήθηκε ἀπό αὐτήν, καί κατόπιν ὡς ἄνθρωπος κατοίκησε ἀνάμεσά μας, ἐκείνους πού τόν πίστεψαν τούς κατέστησε λαό του, ἀλλά καί κάτι περισσότερο· κατοικεῖ μέσα τους διά τῆς πίστεως καί διά τῆς χάριτος τοῦ ἁγίου Πνεύματος καί τούς μεταβάλλει σέ ναό του. ῾Η ἐνοίκηση τοῦ Θεοῦ μέσα μας προϋποθέτει θερμή πίστη καί καθαρότητα ζωῆς.
  ῾Ως λαός τοῦ Θεοῦ εἴμαστε οἱ πραγματικοί ἀριστοκράτες, διότι ἔχουμε τό ἄριστο σύνταγμα, πού παραμένει ἀναλλοίωτο 20 αἰῶνες τώρα, τήν ἁγία Γραφή. ῾Ομόνοια καί ἀγάπη βασιλεύει στό κράτος μας, στό κράτος τοῦ Θεοῦ. Μιά γλώσσα μιλοῦμε ὅλοι, τή γλώσσα τῆς ἀγάπης, καί κάτω ἀπό μιά σημαία ἑνωνόμαστε καί συνδεόμαστε ὅλοι, τή σημαία τοῦ σταυροῦ. ῾Ως λαός τοῦ Θεοῦ ἔχουμε τό προνόμιο νά κατευθυνόμαστε ἀπό τόν πιό τέλειο κυβερνήτη τοῦ κόσμου. Ποιός λαός τῆς γῆς ἔχει νά μᾶς δείξει ἕναν ἀρχηγό σάν τόν δικό μας, τόν ᾿Ιησοῦ Χριστό; ᾿Ωχριοῦν μπροστά του καί οἱ πιό σπουδαῖοι τῆς γῆς, διότι καί τῶν πιό εἰρηνικῶν ἡγετῶν τά χέρια στάζουν αἷμα, τό αἷμα ἀθώων ὑπάρξεων, τίς ὁποῖες παραμέρισαν γιά νά κυβερνήσουν αὐτοί. Καί τοῦ δικοῦ μας ἀρχηγοῦ τά χέρια στάζουν αἷμα. Εἶναι ὅμως τό δικό του αἷμα, πού ἔχυσε γιά νά μᾶς ἐξαγοράσει ἀπό τό θάνατο, νά μᾶς πολιτογραφήσει στό κράτος του καί νά μᾶς κάνει λαό δικό του, λαό τοῦ Θεοῦ.

6,17. Διό ἐξέλθατε ἐκ μέσου αὐτῶν καί ἀφορίσθητε, λέγει Κύριος, καί ἀκαθάρτου μή ἅπτεσθε, κἀγώ εἰσδέξομαι ὑμᾶς.
  Διό ἐξέλθατε ἐκ μέσου αὐτῶν καί ἀφορίσθητε, λέγει Κύριος: ῾Ο προφήτης ᾿Ησαΐας προβλέποντας τό τέλος τῆς Βαβυλωνίου αἰχμαλωσίας προτρέπει τούς ᾿Ισραηλίτες νά ἀπέχουν ἀπό τίς πονηρές πράξεις τῶν εἰδωλολατρῶν Χαλδαίων· «᾿Απόστητε, ἀπόστητε, ἐξέλθατε ἐκεῖθεν καί ἀκαθάρτου μή ἅπτεσθε, ἐξέλθατε ἐκ μέσου αὐτῆς, ἀφορίσθητε, οἱ φέροντες τά σκεύη Κυρίου» (᾿Ησ 52,11). Τό νόημα τῆς προφητείας αὐτῆς τό ἐφαρμόζει ἐδῶ ὁ ἀπόστολος στούς χριστιανούς, τούς ὁποίους προτρέπει νά κόψουν κάθε σχέση μέ τούς ἀπίστους καί ἀκαθάρτους. Φυσικά δέν ἐννοεῖ νά φύγουν ἀπό τίς πόλεις, ὅπου κατοικοῦσαν οἱ ἄπιστοι καί ἁμαρτωλοί καί νά βγοῦν στά βουνά. ᾿Εννοεῖ μία τροπική ἀπομάκρυνση, νά μείνουν ἀνεπηρέαστοι στό φρόνημα, ἀπό τίς κακοδοξίες τῶν ἀπίστων καί τή διαφθορά τους. ῞Οπως εἶπε ὁ Κύριος στήν ἀρχιερατική προσευχή· «οὐκ ἐρωτῶ ἵνα ἄρῃς αὐτούς ἐκ τοῦ κόσμου, ἀλλ᾿ ἵνα τηρήσῃς αὐτούς ἐκ τοῦ πονηροῦ» (᾿Ιω 17,15).
  ῾Ο ἀπόστολος Παῦλος μᾶς παραγγέλλει νά  ἀποστρεφόμαστε τή διδασκαλία καί τή συναναστροφή τῶν ἀσεβῶν καί πονηρῶν ἀνθρώπων, διότι «φθείρουσιν ἤθη χρηστά ὁμιλίαι κακαί» (Α´ Κο 15,33).
  Καί ἀκαθάρτου μή ἅπτεσθε: «Καί δέν εἶπε “μή πράττετε ἀκάθαρτα” ἀλλά, θέλοντας νά μιλήσει μέ περισσότερη ἀκρίβεια, λέγει “οὔτε νά τούς ἐγγίζετε, οὔτε νά τούς πλησιάζετε”», σημειώνει ὁ ἅγιος Χρυσόστομος. Νά κάνετε ὅ,τι καί σέ μιά μολυσματική ἀρρώστια τοῦ σώματος. ῞Οπως θά ἀποφεύγατε τήν ἐπικοινωνία μέ τόν ἄνθρωπο πού πάσχει ἀπό μολυσματικό νόσημα, γιά νά μή μεταδοθεῖ καί σέ σᾶς, ἔτσι νά ἀποφεύγετε τήν ἐπικοινωνία μέ τούς διεφθαρμένους καί ἀδιόρθωτους ἁμαρτωλούς.
  Κἀγώ εἰσδέξομαι ὑμᾶς: Καί ἐγώ θά σᾶς δεχτῶ, λέει ὁ Θεός, ὅταν χωριστεῖτε ἀπό τό κακό καί ἔλθετε σέ μένα μέ ὁλόψυχη ἀφοσίωση στό θέλημά μου. «Εἶδες πόσο μεγάλη εἶναι ἡ ἀμοιβή; Θά ἀπαλλαχθοῦμε ἀπό τά κακά, θά ἑνωθοῦμε μέ τόν Θεό», τονίζει ὁ Χρυσόστομος.
  ῾Η παραγγελία αὐτή τοῦ Παύλου φαίνεται πολύ αὐστηρή ἀλλά ἐπαναλαμβάνει αὐτά πού εἶπε ὁ Κύριος· νά ξεκοποῦμε ἀπό τόν κόσμο πού δέν ἔχει σχέση μέ τόν Χριστό, καί ἄν ἀκόμα εἶναι ἡ οἰκογένειά μας, ἡ συγγένειά μας ἤ εἶναι ἐκεῖνα τά πρόσωπα μέ τά ὁποῖα συνδεόμαστε μέ ἰσχυρούς δεσμούς (βλ. Μθ 5,29-30).

6,18. καί ἔσομαι ὑμῖν εἰς πατέρα, καί ὑμεῖς ἔσεσθέ μοι εἰς υἱούς καί θυγατέρας, λέγει Κύριος παντοκράτωρ.
 ῾Ο ἀπόστολος ἔχει ὑπ᾿ ὄψιν του τόν προφήτη ᾿Ιερεμία, ὁ ὁποῖος γράφει γιά τούς ᾿Ιουδαίους πού θά ἐπιστρέψουν ἀπ᾿ ὅλα τά  μέρη τῆς διασπορᾶς· «καί ἔσονταί μοι εἰς λαόν, καί ἐγώ ἔσομαι αὐτοῖς εἰς Θεόν» (᾿Ιε 39,38. πρβλ. ᾿Ιε 38,1.9· ᾿Ησ 43,6). ῾Η προφητεία ἐφαρμόζεται στούς πιστούς, πού εἶναι παιδιά τοῦ Θεοῦ καί ἀποτελοῦν τήν οἰκογένειά του. Διά τῆς πίστεως ἀξιωθήκαμε νά γίνουμε υἱοί καί θυγατέρες Θεοῦ. Αὐτό εἶναι τό πιό μεγάλο χάρισμα. ᾿Εμεῖς οἱ ἀσθενεῖς καί ἀτελεῖς ἔχουμε πατέρα τόν Θεό, τόν δημιουργό τοῦ σύμπαντος καί εἴμαστε κληρονόμοι τῆς βασιλείας τῶν οὐρανῶν!
  Λέγει Κύριος παντοκράτωρ: Μ᾿ αὐτή τήν ἔκφραση οἱ προφῆτες τῆς Π.Δ. ἐπικύρωναν τίς προφητεῖες καί τίς ὑποσχέσεις τοῦ Θεοῦ. ῞Οσα δίδασκαν ἦταν λόγια κι ἀποφάσεις τοῦ Θεοῦ, τά ὁποῖα  αὐτοί ἁπλῶς τά μετέφεραν στό λαό, γι᾿ αὐτό καί ἔχουν αἰώνιο κύρος. Παντοκράτωρ εἶναι ὁ παντοδύναμος, ὁ κυβερνήτης τοῦ σύμπαντος.  
  Σύμφωνα μέ τή διδασκαλία τῆς ἁγίας Γραφῆς ὅλοι οἱ ἄνθρωποι εἶναι πλάσματα καί δημιουργήματα τοῦ Θεοῦ, ἀλλά μόνο «ὅσοι ἔλαβον αὐτόν (τόν ᾿Ιησοῦν Χριστόν), ἔδωκεν αὐτοῖς ἐξουσίαν τέκνα Θεοῦ γενέσθαι» (᾿Ιω 1,12). ῞Ενας εἶναι ὁ κατά φύση υἱός τοῦ Θεοῦ, ὁ ᾿Ιησοῦς Χριστός. ῞Οσοι ὅμως λαμβάνουν τόν ᾿Ιησοῦ Χριστό, ὅσοι πιστεύουν σ᾿ Αὐτόν καί βαπτίζονται στό ὄνομα τῆς ἁγίας Τριάδος, αὐτοί ἐντάσσονται στήν ᾿Εκκλησία, στήν οἰκογένεια τοῦ Θεοῦ. Αὐτό εἶναι τό πιό χαρμόσυνο γεγονός τῆς ζωῆς μας, ἡ πηγή τῆς χαρᾶς μας. ῎Αν ἕνα παιδί πού μεγάλωσε μέσα στή φτώχια καί τήν ὀρφάνια, ὅταν ἐντελῶς ἀναπάντεχα βρεῖ τόν πατέρα του, χαίρεται καί σκιρτᾶ κι εἶναι γεμάτο ἀγαλλίαση γιά τό μεγάλο δῶρο πού δέχεται, τόν πατέρα του, καί γιά τίς συνέπειες πού ἔχει αὐτό στή ζωή του, πολύ περισσότερο χαίρεται ὁ ἄνθρωπος πού ἀνακαλύπτει ὅτι εἶναι παιδί τοῦ Θεοῦ.
  Κάθε παιδί σέβεται καί ἀγαπᾶ τόν πατέρα του, τοῦ μοιάζει στά χαρακτηριστικά,  τόν μιμεῖται στή ζωή. Καί ἐμεῖς ὡς παιδιά τοῦ Θεοῦ ἔχουμε ὑποχρέωση νά ἀγαποῦμε καί νά σεβόμαστε ἕναν τόσο ὑπέροχο πατέρα, πού καταδέχθηκε νά μᾶς κάνει παιδιά του καί νά μᾶς κληροδοτήσει τά πλούτη του. Νά τοῦ μοιάζουμε κατά τό παράγγελμα τοῦ ἰδίου· «ἅγιοι γίνεσθε ὅτι ἐγώ ἅγιός εἰμι» (Λε 20,7. 26· Α´ Πέ 1,16). Νά τόν μιμούμεθα στήν καθημερινή μας ζωή. Καί μίμηση τοῦ Θεοῦ σημαίνει μίμηση τοῦ Χριστοῦ. Τότε εἴμαστε γνήσια καί ἀληθινά παιδιά τοῦ Θεοῦ (πρβλ. ᾿Εφ 5,1).

γ) Καθαροί καί ἅγιοι μέ τό φόβο τοῦ Θεοῦ (7,1)

7,1. Ταύτας οὖν ἔχοντες τάς ἐπαγγελίας, ἀγαπητοί, καθαρίσωμεν ἑαυτούς ἀπό παντός μολυσμοῦ σαρκός καί πνεύματος, ἐπιτελοῦντες ἁγιωσύνην ἐν φόβῳ Θεοῦ.
  Ταύτας οὖν ἔχοντες τάς ἐπαγγελίας: ᾿Αναφέρεται στίς ἐπαγγελίες γιά τίς ὁποῖες ἔκανε λόγο στούς στ. 16-18, ὅπου ὁ Θεός ὑπόσχεται ὅτι θά μᾶς καταστήσει α) ναό Θεοῦ, β) λαό Θεοῦ, γ) παιδιά Θεοῦ.
  ᾿Επαγγελία σημαίνει ὑπόσχεση. Εἶναι τό συμβόλαιο πού ἔχει ὑπογράψει ὁ Θεός κι ἔχει αἰώνια ἰσχύ. Στήν ἀρχή τῆς ἴδιας ᾿Επιστολῆς ὁ Παῦλος ἔγραψε· «῞Οσαι ἐπαγγελίαι Θεοῦ, ἐν αὐτῷ τό ναί καί ἐν αὐτῷ τό ἀμήν» (Β´ Κο 1,20). ῾Η ἐκπλήρωση τῶν ἐπαγγελιῶν τοῦ παρελθόντος ἀποτελεῖ τή βεβαίωση γιά τήν ἐκπλήρωση τῶν ὑποσχέσεων τοῦ μέλλοντος.
  Καθαρίσωμεν ἑαυτούς: ῾Ο Παῦλος χρησιμοποιεῖ τό πρῶτο πληθυντικό πρόσωπο συμπεριλαμβάνοντας στήν προτροπή καί τόν ἑαυτό του, ὄχι μόνο ἀπό ταπεινοφροσύνη ἀλλά καί ἀπό συναίσθηση ὅτι εἶναι μέλος τῆς ἁγίας ᾿Εκκλησίας. ῾Ο κάθε πιστός ἔχει καί τόν δικό του προσωπικό ἀγώνα γιά τήν κάθαρση καί τήν τελείωσή του.
  ᾿Από παντός μολυσμοῦ σαρκός καί πνεύματος. ῾Ο μολυσμός τοῦ ἀνθρώπου εἶναι ἡ ἁμαρτία. Τά ἁμαρτήματα τῆς σαρκός, δηλαδή τά σαρκικά πάθη, εἶναι ἡ πορνεία, ἡ μοιχεία, ἡ ἀνηθικότητα, πού λερώνουν καί μολύνουν τό σῶμα καί μαζί μέ τό σῶμα καί τήν ψυχή. ᾿Ενῶ οἱ πονηροί λογισμοί, ἡ μνησικακία, ἡ ὑπερηφάνια, ἡ ἀλαζονεία, ἡ κατάκριση, ἡ ὀργή, ὁ θυμός, ὁ φθόνος, ἡ κακία, ἡ πλεονεξία προσβάλλουν τό πνεῦμα ἀλλά συγχρόνως βλάπτουν καί τό σῶμα. ῾Η πρώτη ὁμάδα ἁμαρτημάτων ἀναφέρεται στή διαφθορά, ἐνῶ ἡ δεύτερη στήν εἰδωλολατρία. Οἱ χριστιανοί πρέπει νά ἀπέχουν καί ἀπό τά δύο. Νά καθαρίσουν ὅλη τήν ὕπαρξή τους ἀπό κάθε μολυσμό σαρκός καί πνεύματος.
  Γιά νά ἐπιτελέσουμε τήν ἱερουργία τοῦ ἁγιασμοῦ μας, θά πρέπει νά μελετοῦμε τόν ἑαυτό μας μέ τή γνώση καί τό φῶς τοῦ Θεοῦ. Νά ξεκινήσουμε ἀπό τή  θεογνωσία γιά νά φθάσουμε στήν αὐτογνωσία. ῎Ετσι ἀναγνωρίζουμε τά πάθη μας καί ἀποκτοῦμε βαθειά ταπεινοφροσύνη. Μέ τό φῶς τῆς θείας ἀποκαλύψεως, μέ τό ὁποῖο γνωρίζουμε τόν Θεό, εἰσχωροῦμε στά ἄδηλα καί τά κρύφια τῆς ὑπάρξεώς μας καί τήν καθαρίζουμε μέ τά δάκρυα τῆς μετανοίας καί μέ τό αἷμα τοῦ Χριστοῦ. Τό φάρμακο τῆς σωτηρίας εἶναι ἕνα· τά δάκρυα τοῦ ἁμαρτωλοῦ καί τοῦ Χριστοῦ τό αἷμα.
  ῾Ο ἀγώνας γιά τήν κάθαρση εἶναι πολύπλευρος καί ἰσόβιος. ῾Ο προφήτης ᾿Ιερεμίας λέει· «῞Οτι ἀνέβη θάνατος διά τῶν θυρίδων ὑμῶν» (9,21). Θά φρουρήσω τίς θύρες τοῦ ἑαυτοῦ μου, δέν θά ἀφήσω ἀφύλακτες τίς πόρτες τῆς ψυχῆς μου. Θά βάλω φρουρά στίς αἰσθήσεις μου, ὅπως γράφει ὁ ἅγιος Νικόδημος στό βιβλίο του «Περί φυλακῆς τῶν πέντε αἰσθήσεων». Μέ ἰδιαίτερη ἔμφαση μάλιστα μιλᾶ γιά τή φύλαξη τῆς καρδιᾶς ἀπό τήν αἰχμαλωσία τῆς φαντασίας. Καί ὁ ἅγιος ῾Ησύχιος προτρέπει· «ἐν πύλῃ καρδίας ἡμῶν στῶμεν»! Θά φυλάξω τόν ἑαυτό μου, τό ναό τοῦ Θεοῦ καί θά τόν κρατήσω καθαρό, γιά νά ἱερουργῶ ἀκατάπαυστα, ἀέναα μέσα στήν ὕπαρξή μου τόν ἁγιασμό, ὥστε νά δοξάζεται ὁ Κύριος. Βέβαια δέν εἶναι ἀρκετό νά καθαρίσω τόν ἑαυτό μου, ἀλλά χρειάζεται νά πετύχω καί τόν ἁγιασμό τοῦ ἑαυτοῦ μου κατά τήν προτροπή τοῦ ψαλμωδοῦ «ἔκκλινον ἀπό κακοῦ καί ποίησον ἀγαθόν» (Ψα 33,14).
  ᾿Επιτελοῦντες ἁγιωσύνην ἐν φόβῳ Θεοῦ: Τό ρῆμα ἐπιτελῶ ἔχει λειτουργική σημασία, χρησιμοποιεῖται γιά τόν ἱερέα πού ἱερουργεῖ. Σύμφωνα μέ τή διδασκαλία τῆς ἁγίας Γραφῆς ὅλοι οἱ πιστοί ἔχουμε τή γενική ἱεροσύνη (Α΄ Πέ 2,5· 9) καί ἱερουργοῦμε τήν ἀκατάπαυστη λατρεία μας στόν Θεό.
  ῞Αγιος εἶναι ὁ καθαρός καί ἁγιωσύνη ἡ ἀπαλλαγή ἀπό κάθε ἁμαρτία. Εἶναι ἡ καθαρότητα, ἡ ἁγνότητα, πού προέρχεται ἀπό τήν πλήρη παράδοση τοῦ ἑαυτοῦ μας στό σχέδιο τοῦ Θεοῦ. ῾Η ἁγιότητα εἶναι ὁ προορισμός τοῦ ἀνθρώπου. ῾Ο π. Αὐγουστίνος ἐπίσκοπος Φλωρίνης γράφει· «῾Η ἁγιότης! Νά ὁ σκοπός, πρός τόν ὁποῖο πρέπει νά ἀποβλέπει κάθε χριστιανός. ῾Αγιότης! Αὐτός εἶναι ὁ ὕψιστος σκοπός τῆς ὑπάρξεως τοῦ ἀνθρώπου. ῞Οπως παρατηρεῖ διαπρεπής διδάσκαλος τοῦ Εὐαγγελίου, ὅποιος ἀμφιβάλλει γι᾿ αὐτό, αὐτός μοιάζει μέ ἄνθρωπο πού ἀμφιβάλλει ὅτι ὑπάρχει ἥλιος ἐνῶ αὐτός μεσουρανεῖ» («Σπινθῆρες ἀπό τόν ἀπόστολο», σελ. 238).
  Μπορεῖ κάποιος νά ἀγωνίζεται καί νά ἐπιδιώκει τήν ἁγιότητα ἀπό κενοδοξία, ἀνθρωπαρέσκεα ἤ γιά κάποιον ἄλλο λόγο. Στήν περίπτωση αὐτή ἡ ἁγιότητα δέν ἔχει ἀξία. ῾Ο ἀπόστολος βάζει ἐδῶ ὡς θεμέλιο τῆς ἁγιότητος τό φόβο τοῦ Θεοῦ.
  Φόβος Θεοῦ δέν εἶναι ὁ τρόμος μπροστά σ᾿ ἕναν Θεό πού τόν φανταζόμαστε τιμωρό καί ἐκδικητικό, ἀλλά ἡ συναίσθηση τῆς δικῆς μας ἀδυναμίας καί τῆς δικῆς του παντοδυναμίας. Εἶναι ἡ εὐσέβεια καί τό δέος πού νιώθει ἡ ψυχή, ὅταν σκέπτεται τόν Θεό. ῾Ο Θεός δέν εἶναι μόνο ὁ πατέρας πού ὑπόσχεται, ἀλλά εἶναι καί ὁ τελικός κριτής, πού θά δώσει τήν τελική ἀπόφαση. ῞Οπως ὁ ἱερέας οἰκειώνεται τό ἱερό θυσιαστήριο, ἀλλά ποτέ δέν ἐξοικειώνεται μ᾿ αὐτό καί τό πλησιάζει μέ δέος, ἔτσι καί ἐμεῖς πάντοτε μέ σπουδή, προσοχή καί εὐλάβεια, «μετά φόβου καί τρόμου» νά κατεργαζόμαστε τή σωτηρία μας (Φι 2,12). Αὐτός ὁ φόβος ὁδηγεῖ στή γεμάτη συντριβή, μετάνοια καί ταπεινοφροσύνη κοινωνία τοῦ ἀνθρώπου μέ τόν Κύριο· αὐτή ἡ κοινωνία μέ τή σειρά της πληρώνει τήν ψυχή μέ χαρά καί ἀγαλλίαση, διότι «φόβος οὐκ ἔστιν ἐν τῇ ἀγάπῃ, ἀλλ᾿ ἡ τελεία ἀγάπη ἔξω βάλλει τόν φόβον» (Α´ ᾿Ιω 4,18).
  ῾Ως μέλη τῆς ἐκκλησίας γίναμε ἅγιοι μέ τό Βάπτισμα· αὐτή ὅμως τήν ἁγιωσύνη δέν πρέπει νά τή χάσουμε, οὔτε νά ἐπιτρέψουμε νά μᾶς τή φθείρει ὁ κόσμος καί τά δελεάσματα τοῦ σατανᾶ, ἀλλά συνεχῶς νά τήν καλλιεργοῦμε, νά τήν ἀνανεώνουμε καί νά κατεργαζόμαστε ἔτσι τή σωτηρία μας, πού εἶναι ὁ σκοπός καί ὁ προορισμός τῆς ζωῆς μας. ῞Οποιος περιτοιχίζει τήν καρδιά του μέ τόν σωτήριο φόβο, λέει ὁ ἅγιος Χρυσόστομος, μόνον αὐτός μπορεῖ νά νικήσει τή σφοδρή τυραννία καί λύσσα τῶν κακῶν ἐπιθυμιῶν καί νά κρατήσει καθαρή τή διάνοια καί τήν ὕπαρξή του ἀπό τό ρύπο τῶν παθῶν, ἀπό κάθε μολυσμό σαρκός καί πνεύματος. «᾿Εγκράτειαν τίκτει ὁ τοῦ Θεοῦ φόβος», λέει ὁ ἅγιος Μάξιμος. ῾Ο φόβος τοῦ Θεοῦ ἐμπνέει ὄχι μόνο τήν τέλεια ἀποχή ἀπό τό κακό, ἀλλά καί τήν τήρηση τοῦ ἀγαθοῦ ἀπό ἀγάπη πρός τόν Θεόν καί ὄχι ἀπό ἀνθρώπινους ὑπολογισμούς. Μέ αὐτή τήν καθαρότητα θά μπορέσουμε νά λατρεύσουμε τόν Θεό. «Καθαρτέον καί ὕστερον τῷ Θεῷ προσομιλητέον», λέγει ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος.

Στεργίου Σάκκου, Ἀποστολικές περικοπές (βοήθημα κυκλαρχῶν)