Super User

Super User

Πέμπτη, 18 Ιανουάριος 2024 03:00

Κυριακή ΚΘ΄ Κλ 3,4-11

῾Η νέα ἐν Χριστῷ ζωή

 Hagiasophia christ ῾Η πρός Κολασσαεῖς ᾿Επιστολή διακρίνεται σέ δύο μέρη, τό δογματικό (κεφ. 1-2) καί τό πρακτικό (κεφ. 3-4).
  Στό α´ μέρος ὁ ἀπ. Παῦλος τονίζει τή θεότητα τοῦ ᾿Ιησοῦ Χριστοῦ καί τήν ἀσύγκριτη ὑπεροχή του ἔναντι ὅλου τοῦ ὁρατοῦ καί τοῦ ἀοράτου κόσμου. ῾Ο Χριστός εἶναι ὁ δημιουργός καί κυβερνήτης τοῦ σύμπαντος. ῎Οχι μόνο ἔπλασε τόν κόσμο ἀλλά καί τόν ἀνέπλασε. Μέ τό σταυρό καί τήν ἀνάστασή Του χαρίζει τή λύτρωση στούς πιστούς.
  Στό β´ μέρος τῆς ᾿Επιστολῆς ὁ ἀπόστολος ἐκθέτει τίς πρακτικές συνέπειες πού ἔχει στή ζωή τῶν χριστιανῶν τό ἀπολυτρωτικό ἔργο τοῦ Χριστοῦ. Θεμελιώνει τήν ἠθική διδασκαλία πάνω στή θεολογική ἀλήθεια καί τήν παρουσιάζει ὡς συνέπεια ἐκείνης.
῾Η περικοπή μας ἀποτελεῖ εἰσαγωγή στό πρακτικό μέρος τῆς ᾿Επιστολῆς καί ἀποκαλύπτει τρεῖς μεγάλες ἀλήθειες, μία πνευματική (στ. 1-4), μία ἠθική (στ. 5-10) καί μία κοινωνική (στ. 11). Οἱ ἀλήθειες αὐτές χορταίνουν καί ξεδιψοῦν τήν ψυχή τοῦ ἀνθρώπου, διότι ἀγκαλιάζουν ὅλα τά προβλήματά του καί ἱκανοποιοῦν τίς οὐσιαστικές ἀναζητήσεις του.
  1) Πνευματική ἀλήθεια· ῾Ο ἄνθρωπος δέν εἶναι τυχαῖο πλάσμα ἀλλά φορέας αἰώνιας ἀξίας. Στό θεανδρικό πρόσωπο τοῦ ᾿Ιησοῦ Χριστοῦ καί στό ἀναστημένο σῶμα του ἔχει κρυφτεῖ ἡ ζωή τοῦ πιστοῦ. Γι᾿ αὐτό ὁ χριστιανός πολιτεύεται στή γῆ ὡς πάροικος καί περαστικός. Τό ἐνδιαφέρον του εἶναι στραμμένο στόν οὐρανό, ὅπου ὁ ἀναστημένος Χριστός. ῞Οταν θά φανερωθεῖ καί πάλι στόν κόσμο ὁ Χριστός, θά φανερωθοῦν καί θά δοξαστοῦν μαζί του καί οἱ πιστοί.
  2) ᾿Ηθική ἀλήθεια· ῾Η ἠθική ζωή τοῦ χριστιανοῦ θεμελιώνεται στή σχέση του μέ τόν Χριστό. Γιά νά εἶναι οὐρανοπολίτης, πρέπει νά νεκρώσει τόν «παλαιόν ἄνθρωπον» μέ ὅλα τά πάθη καί τίς κακίες του καί νά ντυθεῖ τόν «νέον», πού εἶναι εἰκόνα τοῦ Θεοῦ.
  3) Κοινωνική ἀλήθεια· Οἱ κοινωνικές διακρίσεις παύουν νά ὑφίστανται. Στό σῶμα τοῦ Χριστοῦ, τήν ᾿Εκκλησία, ὅλοι εἴμαστε ἑνωμένοι· ἀδελφοί τοῦ Χριστοῦ καί ἀδελφωμένοι μεταξύ μας.
  ῾Η ἀποστολική περικοπή περιλαμβάνει τούς στίχους 4-11 τοῦ 3ου κεφ. ᾿Εμεῖς θά ἀρχίσουμε τήν ἑρμηνεία ἀπό τόν πρῶτο στίχο, γιά νά ἔχουμε ὁλοκληρωμένη τήν ἑνότητα.
 
α) Στραμμένοι πρός τόν ἀναστημένο Κύριο (3,1-3)
 
3,1-2. Εἰ οὖν συνηγέρθητε τῷ Χριστῷ, τά ἄνω ζητεῖτε, οὗ ὁ Χριστός ἐστιν ἐν δεξιᾷ τοῦ Θεοῦ καθήμενος, τά ἄνω φρονεῖτε, μή τά ἐπί τῆς γῆς.
  ῾Η φράση εἰ οὖν δέν ἐκφράζει ὑπόθεση ἤ ἀμφιβολία ἀλλά προϋπόθεση καί βάση γιά τό συμπέρασμα πού ἀκολουθεῖ. Σημαίνει «ἐφόσον».
  ῾Ο ᾿Ιησοῦς Χριστός μέ τήν ἐνανθρώπησή του ἔκανε δική του τήν ἀνθρώπινη φύση, τήν ἁγίασε καί τή θέωσε. Μέ τό θάνατο καί τήν ἀνάστασή του λύτρωσε, ἀνακαίνισε καί δόξασε τό ἀνθρώπινο γένος. ῎Ετσι κάθε ἄνθρωπος πού πιστεύει στόν Χριστό, μέ τή μετάνοια καί τό βάπτισμά του στό ὄνομα τῆς ἁγίας Τριάδος, συνεγείρεται καί συνανασταίνεται μέ τόν Χριστό. Στή νέα ἐν Χριστῷ ζωή ὁ χριστιανός, ἄν καί πορεύεται ἐδῶ στή γῆ, διατηρεῖ ἐπαφή καί ἐπικοινωνία μέ τόν ἀναστημένο Χριστό, ὁ ὁποῖος βρίσκεται στόν οὐρανό.
  ᾿Εφόσον ὁ πιστός πορεύεται ἀκόμα μέσα στόν ἁμαρτωλό κόσμο, καί δέν ἔχει ἀπαλλαγεῖ ἀπό τά πάθη, εἶναι ἀνάγκη συνεχῶς νά ἀγωνίζεται, γιά νά κρατᾶ τόν ἑαυτό του σταθερά καί ἀπαρέγκλιτα προσκολλημένο στόν Κύριο καί τήν οὐράνια πατρίδα του. Γιά τό λόγο αὐτό ὁ ἀπόστολος προτρέπει· τά ἄνω ζητεῖτε, τά ἄνω φρονεῖτε! Μέ τά δύο ρήματα ζητεῖτε καί φρονεῖτε ἀναφέρεται στά βασικά στοιχεῖα πού χαρακτηρίζουν τόν ἄνθρωπο, τίς ἀναζητήσεις καί τό φρόνημά του. Οἱ ἀναζητήσεις ἔχουν σχέση μέ τά πρακτικά θέματα τῆς καθημερινῆς ζωῆς, δηλαδή μέ τή βιοθεωρία του. Τό φρόνημα συνδέεται μέ τά θεωρητικά, μέ τίς ἀπόψεις του γιά τή ζωή, τά «πιστεύω» του, δηλαδή μέ τήν κοσμοθεωρία του. Τό ἀποστολικό παράγγελμα προσανατολίζει τόσο τή βιοθεωρία ὅσο καί τήν κοσμοθεωρία τοῦ χριστιανοῦ πρός τά ἄνω, οὗ ὁ Χριστός ἐστιν. Τά ἐπουράνια νά ἑλκύουν τό ἐνδιαφέρον τοῦ πιστοῦ, διότι ἐκεῖ, στόν οὐρανό, βρίσκεται ὁ Χριστός. «Πλάσθηκες γιά νά βλέπεις τόν Θεό», παρατηρεῖ ὁ ἅγιος Γρηγόριος Νύσσης, «ὄχι γιά νά σέρνεται πάνω στή γῆ ἡ ζωή σου, ὄχι γιά νά ἔχεις τήν κτηνώδη ἀπόλαυση, ἀλλά γιά νά ἀνταποκρίνεσαι στήν οὐράνια πολιτεία». Γιά τόν πιστό ὁ οὐρανός εἶναι μία συγκεκριμένη πραγματικότητα, εἶναι ἡ πατρίδα του, ὁ θησαυρός του, τό μέλλον του, διότι συνδέεται μέ τό πρόσωπο τοῦ ἀναστημένου Χριστοῦ. ῾Ο ἴδιος ὁ Κύριος τόνισε· «ὅπου γάρ ἐστιν ὁ θησαυρός ὑμῶν, ἐκεῖ ἔσται καί ἡ καρδία ὑμῶν» (Μθ 6,21). ῾Ο φυσικός ἄνθρωπος ἑλκύεται ἀπό τόν Θεό, διότι πλάσθηκε «κατ᾿ εἰκόνα καί καθ᾿ ὁμοίωσιν» (Γέ 1,26) δική του. Μέ τήν ὑποταγή του ὅμως στήν ἁμαρτία ξέπεσε ἀπό τή δόξα του καί ἔχασε τό κάλλος του. ῾Ο ᾿Ιησοῦς Χριστός τόν ἐπαναφέρει καί πάλι στήν κοινωνία τοῦ Θεοῦ.
  ῾Η φράση ἐν δεξιᾷ τοῦ Θεοῦ δηλώνει ὅτι ὁ Χριστός εἶναι ὁμοούσιος μέ τόν Πατέρα, ἐνῶ τό καθήμενος ὅτι κάθεται στό θρόνο του καί ἀπολαμβάνει τήν αἰώνια βασιλεία του. ῾Ο ἀπόστολος, γιά νά τραβήξει τό ἐνδιαφέρον τῶν πιστῶν, νά τούς ἀπαλλάξει ἀπό γήινες φιλοδοξίες καί νά τούς στρέψει πρός τήν οὐράνια πραγματικότητα, προβάλλει τόν ἔνδοξο θρόνο τοῦ Χριστοῦ.
  Μέ τή φράση μή τά ἐπί τῆς γῆς (πρβλ. ᾿Ιω 8,23· ᾿Ια 3,15-17) ὁ ἀπόστολος ἐπισημαίνει ἕναν κίνδυνο πού διατρέχουν οἱ πιστοί· ῎Αν καί ἀρχικά ἀπαλλάχθηκαν ἀπό τά ἐπί τῆς γῆς, ἀπό τό καθεστώς τοῦ κόσμου, καί ἐντάχθηκαν στήν ᾿Εκκλησία, μπορεῖ νά παρασυρθοῦν, νά ξεφύγουν ἀπό τήν ὀρθή πίστη καί νά ξαναγυρίσουν πάλι στά τοῦ κόσμου, κρατώντας μόνο ἕνα θρησκευτικό ἐπίχρισμα. Τότε θά ἀνήκουν στούς αἱρετικούς τούς «τά ἐπίγεια φρονοῦντες», ὅπως ἐπισημαίνει ὁ ἀπόστολος στούς Φιλιππησίους (3,19· πρβλ. Ρω 8,5).
 
3,3. ᾿Απεθάνετε γάρ, καί ἡ ζωή ὑμῶν κέκρυπται σύν τῷ Χριστῷ ἐν τῷ Θεῷ.
  ῾Ο ἀπόστολος ἐξηγεῖ γιά ποιό λόγο οἱ πιστοί δέν πρέπει νά φρονοῦν «τά ἐπί τῆς γῆς». Μέ τό βάπτισμά σας, λέει, ἀπεθάνετε μαζί μέ τόν ᾿Ιησοῦ. «Καί ὅπως στήν ᾿Ερυθρά θάλασσα», ἑρμηνεύει ὁ ἅγιος Χρυσόστομος, «βυθίστηκαν οἱ Αἰγύπτιοι καί ἀνυψώθηκαν οἱ ᾿Ισραηλίτες, ἔτσι καί στήν κολυμβήθρα ὁ ἕνας (παλαιός ἄνθρωπος) ἐτάφηκε καί ὁ ἄλλος (ὁ νέος) ἀναστήθηκε. Καί ὅπως ἡ δύναμη τῆς φωτιᾶς συγκολλᾶ τά μεταλλεύματα καί κάνει τό χρυσάφι, ἔτσι καί ἐδῶ ἡ δύναμη τῆς φωτιᾶς ἐξαφάνισε τόν χωμάτινο ἀνδριάντα (τόν χοϊκό ἄνθρωπο), καί στή θέση του ἔδωσε τόν νέο, πού εἶναι ἀνώτερος ἀπό τόν χρυσό, εἶναι οὐράνιος!».
  Μέ τό βάπτισμα καί τή μετάνοια ὁ πιστός πεθαίνει γιά τόν ἑαυτό του καί ζῆ πλέον γιά τόν Χριστό.
  ῾Η ζωή ὑμῶν κέκρυπται σύν τῷ Χριστῷ ἐν τῷ Θεῷ· ῞Οπως ὁ σπόρος, ὅταν σπέρνεται, φαίνεται ὅτι πεθαίνει, στήν πραγματικότητα ὅμως εἶναι κρυμμένος μέσα στή γῆ μαζί μέ τή ζωτικότητά του, ἔτσι καί οἱ πιστοί, πού μέ τό Βάπτισμά τους πέθαναν σύν τῷ Χριστῷ εἶναι κρυμμένοι μέσα στόν Θεό. ῾Ο ἅγιος Χρυσόστομος ἐξηγεῖ· «Στόν οὐρανό δέν βρίσκεται μόνο ὁ Χριστός, ἀλλά μαζί του, μέσα στήν ἀνθρώπινη φύση του, βρίσκεται καί ὁ καλύτερος ἑαυτός τῶν πιστῶν, τόν ὁποῖο δέν μποροῦν νά διακρίνουν οἱ ἄνθρωποι, ὅπως κανείς δέν μπορεῖ νά διακρίνει τό μαργαριτάρι πού βρίσκεται μέσα στό κοχύλι». Οἱ πιστοί ζοῦν μέσα στόν κόσμο, ἀλλά ἡ ἐσωτερική ζωή τους εἶναι κρυμμένη. ῾Η πνευματική ζωή βιώνεται μόνο σύν τῷ Χριστῷ, δηλαδή μόνο ἀπό ἐκείνους πού βρίσκονται μέσα στό σῶμα τοῦ Χριστοῦ, στήν ᾿Εκκλησία.
  Στά χρόνια τοῦ β´ παγκοσμίου πολέμου οἱ πλούσιοι, πού εἶχαν τεράστιες περιουσίες, κρατοῦσαν ἕνα μικρό μέρος γιά τίς ἀνάγκες τους, καί φρόντιζαν νά ἀσφαλίσουν τά πλούτη τους σέ τράπεζες τοῦ ἐξωτερικοῦ. ῎Ετσι καί οἱ χριστιανοί τόν πολύτιμο θησαυρό τῆς πνευματικῆς περιουσίας τους τόν ἔχουν ἀσφαλισμένο στήν τράπεζα τοῦ οὐρανοῦ, μέσα στόν Θεό, μαζί μέ τό ἀναστημένο σῶμα τοῦ ᾿Ιησοῦ Χριστοῦ.
 
β) Μαζί μέ τόν Χριστό ἔνδοξοι καί οἱ πιστοί (3,4)
 
  3,4. ὅταν ὁ Χριστός φανερωθῇ, ἡ ζωή ἡμῶν, τότε καί ὑμεῖς σύν αὐτῷ φανερωθήσεσθε ἐν δόξῃ.
   Οἱ ἄπιστοι δέν γνωρίζουν καί δέν βλέπουν τόν ἀναστημένο Κύριο. Οἱ πιστοί τόν γνωρίζουν, ἀλλά τόν βλέπουν μόνο μέ τά μάτια τῆς πίστεως (βλ. Β´ Κο 5,7· πρβλ. Α´ Πέ 1,8). Θά τόν δοῦν ὅλοι φανερά, ὅταν ὁ Χριστός φανερωθῇ, τήν ἡμέρα τῆς δευτέρας Παρουσίας.
  ῾Ο ἀπόστολος, ἐνῶ μιλᾶ στούς χριστιανούς τῶν Κολοσσῶν, λέει ὅτι ὁ Χριστός εἶναι ἡ ζωή ἡμῶν, συμπεριλαμβάνοντας καί τόν ἑαυτό του. ῾Ο Χριστός, «ὁ ἀρχηγός τῆς ζωῆς» (Πρξ 3,15), εἶναι ἡ ζωή ὅλου τοῦ κόσμου ἀλλά ἰδιαίτερα τῶν πιστῶν. Μέσα στή δική του παρουσία βρίσκει ὁ πιστός τή χαρά καί τό νόημα τῆς ζωῆς. ῾Ο εὐαγγελιστής ᾿Ιωάννης γράφει· «῾Ο ἔχων τόν υἱόν ἔχει τήν ζωήν· ὁ μή ἔχων τόν υἱόν τοῦ Θεοῦ τήν ζωήν οὐκ ἔχει» (Α´ ᾿Ιω 5,12· πρβλ. ᾿Ιω 11,25). ῾Ο Χριστός εἶναι ὁ χορηγός τῆς ζωῆς· μέσα στήν ᾿Εκκλησία μᾶς προσφέρει τή ζωή μέ τό λόγο του καί μέ τά μυστήριά του.
Τότε καί ὑμεῖς σύν αὐτῷ φανερωθήσεσθε ἐν δόξῃ· Τότε, κατά τή δευτέρα Παρουσία τοῦ Χριστοῦ, θά ἐμφανισθοῦν μαζί του καί οἱ πιστοί (πρβλ. Β´ Θε 1,10) καί θά ἀποκαλυφθεῖ σέ ὅλους καί ἡ δική τους δόξα. Εὔστοχα παρατηρεῖ ὁ ἅγιος Χρυσόστομος ὅτι πάντοτε ὁ ἀπόστολος προσπαθεῖ νά δείξει στούς πιστούς ὅτι εἶναι σέ ὅλα μέτοχοι μέ τόν Χριστό. ῎Ετσι στήν περικοπή μας βλέπουμε νά γίνεται λόγος γιά θάνατο, ἀνάσταση, φανέρωση, δόξα καί τοῦ Χριστοῦ καί τῶν χριστιανῶν.
  Γιά τή ζωή τῶν πιστῶν μετά τή δευτέρα Παρουσία ὁ ἀπ. Παῦλος γράφει στούς Θεσσαλονικεῖς· «πάντοτε σύν Κυρίῳ ἐσόμεθα» (Α´ Θε 4,17). ῾Ο εὐαγγελιστής ᾿Ιωάννης ἀποκαλύπτει· «οἴδαμεν δέ ὅτι ἐάν φανερωθῇ, ὅμοιοι αὐτῷ ἐσόμεθα, ὅτι ὀψόμεθα αὐτόν καθώς ἐστι» (Α´ ᾿Ιω 3,2), θά εἴμαστε ὅμοιοι μέ τόν ἀναστημένο Κύριο καί θά μποροῦμε πλέον νά τόν βλέπουμε ὅπως εἶναι. ῾Η ἐλπίδα, ὅτι οἱ πιστοί θά γίνουν ὅμοιοι μέ τόν Κύριο, τούς ἐμπνέει τή δύναμη καί τό ζῆλο, ὥστε νά διατηροῦν ἁγνό τόν ἑαυτό τους (βλ. Α´ ᾿Ιω 3,3). Στούς ἑπόμενους στίχους ὁ ἀπ. Παῦλος θεμελιώνει σ᾿ αὐτή τήν ἐλπίδα τίς προτροπές πού ἀπευθύνει στούς Κολασσαεῖς.
 
γ) Νεκροί γιά τήν ἁμαρτία (3,5-7)
 
  ᾿Αναφέρεται μία πεντάδα παθῶν πού πρέπει νά νεκρώσει ὁ πιστός. ῾Η πεντάδα αὐτή ἔχει σχέση μέ τά σαρκικά πάθη, στά ὁποῖα ἐντάσσεται καί ἡ πλεονεξία.
  3,5. Νεκρώσατε οὖν τά μέλη ὑμῶν τά ἐπί τῆς γῆς, πορνείαν, ἀκαθαρσίαν, πάθος, ἐπιθυμίαν κακήν, καί τήν πλεονεξίαν, ἥτις ἐστίν εἰδωλολατρία.
  Τό παράγγελμα διατυπώνεται ὡς συμπέρασμα τῶν προηγουμένων, ὅπως δηλώνει καί ὁ σύνδεσμος οὖν. ᾿Εφόσον ἔχετε πεθάνει μαζί μέ τόν Χριστό καί θά φανερωθεῖτε μαζί του κατά τή Δευτέρα Παρουσία του, νεκρώσατε, λοιπόν, τά μέλη ὑμῶν τά ἐπί τῆς γῆς.
  Οἱ χριστιανοί μέ τό Βάπτισμά τους ἔγιναν συμμέτοχοι στό θάνατο τοῦ Χριστοῦ, πέθαναν γιά τήν ἁμαρτία καί τόν κόσμο· «Οἱ δέ τοῦ Χριστοῦ τήν σάρκα ἐσταύρωσαν σύν τοῖς παθήμασι καί ταῖς ἐπιθυμίαις» (Γα 5,24). ῎Εμεινε ὅμως μέσα τους ἡ ροπή γιά τήν ἁμαρτία, ἡ ὁποία ἐνεργεῖ καί μετά τό Βάπτισμα. ῾Ο ἀπ. Παῦλος καλεῖ τούς πιστούς μέ τόν συνεχῆ πνευματικό ἀγώνα καί μέ τή χάρη τοῦ Θεοῦ ὄχι μόνο νά ἀπορρίψουν ἤ νά ἀπομακρύνουν, ἀλλά νά ἐξαφανίσουν ἐντελῶς, νά νεκρώσουν αὐτή τή ροπή γιά τήν ἁμαρτία, ὥστε νά μήν ὑπάρχει πλέον. Στήν προτροπή νεκρώσατε βλέπει ὁ ἅγιος Χρυσόστομος τήν ὁλοκληρωτική ἐξαφάνιση τῆς ἁμαρτίας, διότι «τό νεκρό εἶναι μισητό, ἀποτρόπαιο, ἀποσυντεθειμένο. ῎Αν νεκρώσεις τή ροπή γιά τήν ἁμαρτία, δέν μένει νεκρή, ἀλλά φθείρεται ἀμέσως, ὅπως ἀκριβῶς τό σῶμα».
  Διευκρινίζει ἐπίσης ὁ ἅγιος ἑρμηνευτής ὅτι ὁ χαρακτηρισμός τῶν μελῶν ὡς τά ἐπί τῆς γῆς δηλώνει τήν ἁμαρτία. Δέν κατηγορεῖ τά μέλη τοῦ σώματος ὡς αἰτία τῆς ἁμαρτίας. «῎Αν τό μάτι βλέπει τά σώματα, τά κάλλη καί τά χρήματα, τό αὐτί εὐχαριστεῖται μέ τό ἡδυπαθές μέλος, τήν κιθάρα καί τόν αὐλό καί τήν αἰσχρολογία, καί γενικά τά μέλη ἐπιθυμοῦν ὅλες τίς γήινες ἀπολαύσεις, εἶναι μέλη ἐπί τῆς γῆς... ῎Αν τό αὐτί ἀκούει τά λεγόμενα στούς οὐρανούς, τό μάτι δέν στηλώνεται στά ἐδῶ, τό στόμα δέν λέει τίποτα ἀπό τά ἐδῶ, τό χέρι δέν πράττει τίποτε ἀπό τά πονηρά... τότε τά μέλη ἀνήκουν στόν οὐρανό».
  ᾿Εξηγώντας ποιά εἶναι τά μέλη τά ἐπί τῆς γῆς, ὁ ἀπόστολος ἀναφέρει δειγματοληπτικά μερικά μόνο ἀπό αὐτά, γιά νά ἀσφαλίσει τούς πιστούς ἀπό ἁμαρτωλές προκλήσεις ἀλλά, ἴσως, καί γιά νά ἀνακαλέσει στήν τάξη κάποιους χριστιανούς πού ἔπεσαν στίς συγκεκριμένες ἀσχημίες. ᾿Αρχίζει τήν ἀναφορά ἀπό τά σαρκικά πάθη, διότι αὐτά ὀργίαζαν στούς εἰδωλολάτρες τῆς περιοχῆς τῶν Κολοσσῶν. ᾿Αρκεῖ νά θυμηθοῦμε ὅτι τά φρυγικά μυστήρια συνδέονταν μέ ἀκατονόμαστες ἀσέλγειες (πρβλ. ᾿Απ 2,14). Πρῶτα ἀναφέρει τήν πορνείαν. ᾿Ακαθαρσίαν χαρακτηρίζει τήν ἠθική ρυπαρότητα, τήν ἀσέλγεια, τά βρόμικα σαρκικά πάθη, τά ὁποῖα ἀποφεύγει νά ἀναφέρει ὀνομαστικά, διότι «τά γάρ κρυφῆ γινόμενα ὑπ᾿ αὐτῶν αἰσχρόν ἐστι καί λέγειν» (᾿Εφ 5,12).
  Μέ τή λέξη πάθος χαρακτηρίζει αἰσχρά σαρκικά ἁμαρτήματα, τά ὁποῖα καθορίζει ἀλλοῦ ὡς «πάθη ἀτιμίας» (Ρω 1,26) ἤ «πάθος ἐπιθυμίας» (Α´ Θε 4,5). «Πάθος, καθότι ἀληθῶς πάσχει καί τυραννεῖται ὁ ὑπ᾿ αὐτῶν πυρούμενος», σχολιάζει ὁ Νικηφόρος Θεοτόκης.
  ᾿Επιθυμίαν κακήν· ῾Υπάρχει βέβαια καί καλή ἐπιθυμία. ῾Ο προφήτης Δανιήλ χαρακτηρίζεται «ἀνήρ ἐπιθυμιῶν» (Δα 9,23), διότι ἐπιθυμοῦσε ἅγια καί ἱερά πράγματα. Στήν περίπτωσή μας ὅμως πρόκειται γιά τήν κακή ἐπιθυμία καί μάλιστα γι᾿ αὐτή πού μολύνει τήν καρδιά καί ὑποκινεῖ τά σαρκικά πάθη. ᾿Από τό λογισμό καί τήν ἐπιθυμία ξεκινοῦν ὅλα τά κακά.
  Τήν πλεονεξίαν, ἥτις ἐστίν εἰδωλολατρία· Πλεονεξία εἶναι ἡ ἄπληστη ἀναζήτηση τῶν ὑλικῶν ἀγαθῶν καί ἡ προσκόλληση σ᾿ αὐτά. Εὔστοχα χαρακτηρίζεται εἰδωλολατρία (πρβλ. ᾿Εφ 5,5), διότι οἱ πλεονέκτες παύουν νά εἶναι δοῦλοι τοῦ Θεοῦ καί γίνονται δοῦλοι τῶν χρημάτων. Καταπατοῦν τήν ἐντολή τοῦ Θεοῦ· «μή θησαυρίζετε ὑμῖν θησαυρούς ἐπί τῆς γῆς... ὅπου γάρ ἐστιν ὁ θησαυρός ὑμῶν, ἐκεῖ ἔσται καί ἡ καρδία ὑμῶν» (Μθ 6,19-21). ᾿Εξάλλου, ὅπως παρατηρεῖ ὁ Θεοδώρητος, ὁ Κύριος ὀνόμασε τόν μαμωνᾶ (=τόν πλοῦτο) «κύριο», γιά νά μᾶς διδάξει ὅτι ἐκεῖνος πού δουλεύει στό πάθος τῆς πλεονεξίας τιμᾶ τόν πλοῦτο ὡς θεό.
  ῾Ο Νικηφόρος Θεοτόκης ἑρμηνεύει· «Εἶπε ὅτι ἡ πλεονεξία ἐστίν εἰδωλολατρία, διότι καθώς οἱ εἰδωλολάτρες, σχηματίζοντας εἴδωλα χρυσά καί ἀργυρά καί λίθινα καί ἀπό κάθε ἄλλη ὕλη κατασκευασμένα, πάνω σ᾿ αὐτά εἶχαν στηρίξει ὅλη τήν ἐλπίδα τῆς εὐτυχίας τους, ἔτσι καί οἱ πλεονέκτες, συγκεντρώνοντας κάθε εἴδους ἀποκτήματα, ἀπό αὐτά ἐλπίζουν κάθε ὑπεράσπιση καί ἀπόλαυση καί ἀνάπαυση».
  ῾Ο ἄνθρωπος, γιά νά ζήσει τήν ἠθική πού κηρύττει τό εὐαγγέλιο, πρέπει νά καλλιεργηθεῖ ἐσωτερικά, νά ξερριζώσει τά πάθη του καί νά ἀσκήσει τήν ἀγάπη. ῾Η ἠθική ἀποβλέπει στό νά κάνει τούς ἀνθρώπους τίμιους καί μέ τήν ἔννοια τῆς ἐντιμότητος στίς συναλλαγές καί στίς σχέσεις τους μέ τούς συνανθρώπους τους ἀλλά καί μέ τήν ἔννοια τῆς ἁγνότητος. Στό πρῶτο ἀντιτάσσεται ἡ πλεονεξία, στό δεύτερο ἡ σαρκολατρία. Καί τά δύο αὐτά ἁμαρτήματα εἶναι ἐξίσου σοβαρά καί μάλιστα, ὅπως λέει ὁ ἱερός Χρυσόστομος, ἡ πλεονεξία εἶναι χειρότερη καί ἀπό τή σαρκολατρία, διότι ὁ σαρκολάτρης νικιέται ἀπό τή σάρκα, πού εἶναι πράγματι ἕνας σκληρός καί ἰσχυρός ἀντίπαλος, ἐνῶ ὁ πλεονέκτης νικιέται ἀπό τά ὑλικά ἀγαθά καί κυρίως ἀπό τό χρῆμα, πού εἶναι εὐτελές καί ἀνίσχυρο.
  ῾Ο πιστός ἀγωνίζεται μέ χαρά καί ἐνθουσιασμό νά μένει τίμιος· τίμιος στήν ἁγνότητά του καί τίμιος στίς συναλλαγές του. ῾Η ἠθική ζωή του ἀπορρέει ἀπό τήν πίστη του στόν Χριστό καί στήν αἰώνια ἀξία πού ἔχει τό ἀναστημένο του σῶμα. Γιά τό λόγο αὐτό δέν ἀντιμετωπίζει τόν κίνδυνο νά κουραστεῖ ἤ νά ἀποκάμει, νά ἀπογοητευθεῖ ἤ νά δειλιάσει.
 
3,6. δι᾿ ἅ ἔρχεται ἡ ὀργή τοῦ Θεοῦ ἐπί τούς υἱούς τῆς ἀπειθείας.
  Δι᾿ ἅ, γιά ὅλα αὐτά, τά πάθη πού ἀνέφερε προηγουμένως ἔρχεται ἡ ὀργή τοῦ Θεοῦ (πρβλ. ᾿Εφ 5,6· Α´ Θε 2,16). ῾Ο Θεός βέβαια δέν ὀργίζεται. ῾Ο ἄνθρωπος ὅμως ἀπομακρύνεται μέ τήν ἁμαρτία του ἀπό τόν Θεό καί ἡ ἔλλειψη τοῦ Θεοῦ συνιστᾶ τήν ὀργή του. ῞Οπως τά σύννεφα κρύβουν τόν ἥλιο, ἔτσι τά πάθη κρύβουν ἀπό τά μάτια μας τόν Θεό καί τότε νιώθουμε τήν ὀργή του. Κάθε ἀπομάκρυνση ἀπό τό δρόμο τοῦ Θεοῦ πληρώνεται μέ ἀκριβό τίμημα. Τό βαρύ κόστος τῆς παραβάσεως τοῦ θείου θελήματος τό περιγράφει ἀναλυτικά ὁ ἀπόστολος στήν πρός Ρωμαίους ᾿Επιστολή (1,18-32). ῾Ο Θεός ἀφήνει τόν ἄνθρωπο νά χρησιμοποιήσει τήν ἐλευθερία πού τοῦ ἔδωσε ἀκόμα καί γιά τήν καταστροφή του.
  Στήν ἁγία Γραφή ὀργή τοῦ Θεοῦ ὀνομάζεται καί ἡ κόλαση (Μθ 3,7· Ρω 2,5· Α´ Θε 1,10 κ.ἀ.), ἡ ὁποία δέν ἐκδηλώνεται μόνο μετά τό θάνατο ἀλλά καί στήν παροῦσα ζωή. Χαρακτηριστικά παραδείγματα εἶναι ὁ κατακλυσμός πού καταπόντισε τόν κόσμο τήν ἐποχή τοῦ Νῶε (Γέ 7), ἡ φωτιά πού κατέκαυσε τούς διεφθαρμένους κατοίκους τῶν Σοδόμων καί τῆς Γομόρρας (Γέ 19), ἡ τιμωρία τοῦ πλεονέκτη βασιλιᾶ ᾿Αχαάβ (Γ´ Βα 22, 34-38).
᾿Επί τούς υἱούς τῆς ἀπειθείας· Οἱ ἄνθρωποι πού ἐπισύρουν πάνω τους τήν ὀργή τοῦ Θεοῦ εἶναι αὐτοί πού δέν ἁμαρτάνουν ἀπό ἄγνοια ἤ συναρπαγή τοῦ πονηροῦ ἀλλά ἀπό ἀπείθεια. Δέν ἔχουν τή διάθεση νά ὑπακούσουν στόν Θεό, δέν θέλουν νά συμμορφωθοῦν μέ τίς ἐντολές του. Καί ὅπως ἐκεῖνοι πού πετροβολοῦν τά ἄστρα ἤ φτύνουν τόν ἥλιο δέχονται στό κεφάλι τους αὐτά πού ἐκτοξεύουν, ἔτσι καί οἱ ἀπειθεῖς ὑφίστανται τή συνέπεια τῆς ἀπείθειάς τους.
 
3,7. ἐν οἷς καί ὑμεῖς περιεπατήσατέ ποτε, ὅτε ἐζῆτε ἐν αὐτοῖς.
  ῾Υπενθυμίζοντας ὁ ἀπ. Παῦλος στούς παραλῆπτες τῆς ᾿Επιστολῆς τήν προηγούμενη ἁμαρτωλή ζωή τους δέν τούς προσβάλλει. ᾿Αντίθετα, ὅπως ἐξηγεῖ ὁ ἅγιος Χρυσόστομος, τούς ἐγκωμιάζει καί τούς ἐπαινεῖ, διότι ἐνῶ ποτέ, κάποτε, στό παρελθόν, ζοῦσαν ἔτσι, τώρα ἔχουν ἀλλάξει ζωή καί δέν ἔχουν καμία σχέση μέ ὅλες αὐτές τίς ἀσχημίες. ῾Η ὑπενθύμιση αὐτή εἶναι ὠφέλιμη, διότι γίνεται ἀφορμή νά ἀνανεώνουν τή μετάνοιά τους καί νά ζοῦν συντριβή γιά τά χρόνια πού σπατάλησαν στήν ἁμαρτία. «᾿Αρκετός ὁ παρεληλυθώς χρόνος» (Α´ Πέ 4,3), τόν ὁποῖο ξόδευσαν σέ ματαιότητες καί κακίες· τώρα χαίρονται τό φῶς τοῦ Χριστοῦ.
 
δ) ᾿Αποβολή τοῦ παλαιοῦ ἀνθρώπου· ἔνδυση τοῦ νέου (3,8-10)
 
  Στή συνέχεια ὁ ἀπόστολος ἀπαριθμεῖ μία ἄλλη πεντάδα ψυχικῶν παθῶν, τήν ὁποία ἐπιβάλλεται νά καταπολεμήσει καί νά ἀποβάλει ὁ πιστός, ὥστε νά μή ξαναζήσει μέσα του ὁ παλαιός ἄνθρωπος.
 
3,8. νυνί δέ ἀπόθεσθε καί ὑμεῖς τά πάντα, ὀργήν, θυμόν, κακίαν, βλασφημίαν, αἰσχρολογίαν ἐκ τοῦ στόματος ὑμῶν.
  ῾Ο ἀπόστολος ἀντιπαραθέτει στήν προηγούμενη κατάσταση τῶν χριστιανῶν, «ποτέ», τήν τωρινή ζωή τους, νυνί, γιά τήν ὁποία παραγγέλλει ἀπόθεσθε καί ὑμεῖς τά πάντα. Γιά τά πάθη πού ἀνέφερε στό στίχο 6, ἔδωσε τήν ἐντολή «νεκρώσατε». Γι᾿ αὐτά πού θά ἀπαριθμήσει στή συνέχεια προστάζει ἀπόθεστε, ξεφορτωθεῖτε, ἀποβάλετε, διῶξτε. Πρόκειται γιά κακίες καί ψυχικά πάθη πού εἶναι ριζωμένα βαθιά στόν ἄνθρωπο καί δύσκολα ἐξαλείφονται τελείως. Οἱ Κολασσαεῖς καί ὅλοι οἱ χριστιανοί, ὀφείλουν νά ἐπαγρυπνοῦν καί νά προσέχουν τόν ἑαυτό τους. Κάθε φορά πού κινοῦνται στόν ἐσωτερικό τους κόσμο τά πάντα, καθετί ἀρνητικό, ἀντίθετο ἀπό τό θέλημα τοῦ Θεοῦ ὅπως ὀργή, θυμός, κακία, νά τά ἀπομακρύνουν ἀπό τήν ψυχή τους. ᾿Ακόμη, νά μή λερώσουν καί τή γλώσσα τους μέ βλασφημία καί αἰσχρολογίαν.
  Τή διαφορά ἀνάμεσα στήν ὀργήν καί στό θυμόν, ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος τήν προσδιορίζει ὡς ἑξῆς· «Θυμός μέν ἀθρόος ζέσις φρενός, ὀργή δέ θυμός ἐμμένων», δηλαδή, ὁ θυμός εἶναι μία πρόσκαιρη ἔξαψη τῆς ψυχῆς, ἐνῶ ἡ ὀργή εἶναι ὁ ἐπίμονος θυμός πού ἐκδηλώνεται ὡς ὁρμή γιά ἐκδίκηση. ῾Ο θυμός δείχνει ὅτι ἐξαντλήθηκε ἡ μακροθυμία, ἡ ὀργή δηλώνει ὅτι δέν ὑπάρχει πραότητα.
Κακία ὀνομάζει τή μνησικακία, τήν κακεντρέχεια. Αὐτό τό πάθος περιέχει καί μονιμοποιεῖ τά δύο προηγούμενα. ᾿Εκεῖνος πού φιλοξενεῖ στήν καρδιά του τήν ὀργή καί τό θυμό ἔχει κακία.
  Βλασφημία (ἀπό τό ρῆμα βλασφημῶ=βλάπτω τή φήμη κάποιου) λέγεται ἡ κακολογία, ἡ συκοφαντία (πρβλ. Μρ 7,22· ᾿Εφ 4,31· Α´ Τι 6,4 κ.ἀ.). Αἰσχρολογία εἶναι τά βρόμικα καί ἄσεμνα λόγια. Κατά τήν εὔστοχη παρατήρηση τοῦ ἁγίου Χρυσοστόμου, ὁ ἀπόστολος προσθέτει ἐμφατικά στό τέλος τοῦ στίχου τή φράση ἐκ τοῦ στόματος ὑμῶν, γιά νά δηλώσει ὅτι τά δύο τελευταῖα πάθη δέν μολύνουν μόνο τά αὐτιά ἐκείνων πού τά ἀκοῦν ἀλλά κυρίως τό στόμα ἐκείνου πού τά λέει. ῾Ο ἅγιος Θεοφύλακτος ὑπογραμμίζει τή σοβαρότητα τῶν ἁμαρτημάτων αὐτῶν, διότι μολύνουν τό στόμα τό ὁποῖο ἁγιάζεται μέ τή θεία κοινωνία (πρβλ. ᾿Ια 3,10-11).
 
3,9. μή ψεύδεσθε εἰς ἀλλήλους, ἀπεκδυσάμενοι τόν παλαιόν ἄνθρωπον σύν ταῖς πράξεσιν αὐτοῦ.
  Τό παράγγελμα μή ψεύδεσθε εἰς ἀλλήλους συνιστᾶ στούς πιστούς νά μή χρησιμοποιοῦν τό ψέμα, πού ἀφαιρεῖ τήν ἐμπιστοσύνη καί προσβάλλει τή μεταξύ τους ἀγάπη. Τό ψέμα εἶναι καρπός τῆς ἁμαρτίας· οἱ πρωτόπλαστοι ἄρχισαν νά τό χρησιμοποιοῦν ἀπό τή στιγμή πού ἁμάρτησαν. Γιά νά μήν μπαίνουν, λοιπόν, οἱ χριστιανοί στόν πειρασμό νά ποῦν ψέματα γιά νά καλύψουν τά ἁμαρτήματά τους, ὀφείλουν νά ἀγωνισθοῦν ἀπεκδυσάμενοι τόν παλαιόν ἄνθρωπον σύν ταῖς πράξεσιν αὐτοῦ. Νά ξεντυθοῦν τόν παλαιόν ἄνθρωπον, μαζί μέ τίς πράξεις, δηλαδή μέ τά πάθη καί τίς κακίες, τίς ὁποῖες μόλις ὀνόμασε ὁ ἀπόστολος. Παλαιόν ἄνθρωπον ὀνομάζει ἡ Κ.Δ. τήν παλαιωμένη καί ἐξασθενημένη ἀπό τήν ἁμαρτία ζωή τοῦ ἀνθρώπου πού δέν ἀναγεννήθηκε. Αὐτός ὁ ἄνθρωπος ὀνομάζεται καί «ψυχικός» (Α´ Κο 2,14) ἤ «σαρκικός» (Α´ Κο 3,1-4). ῾Ο παλαιός ἄνθρωπος ἔχει πεθάνει μέ τό βάπτισμα καί οἱ πιστοί τόν ξεντύθηκαν καί τόν ἀπέβαλαν ἀπό τόν ἑαυτό τους. Γιά νά διατηρήσουν ὅμως αὐτή τήν καθαρότητα πρέπει διαρκῶς νά ἀγωνίζονται, ὥστε νά μήν ἐπιτρέπουν τήν κυριαρχία τοῦ παλαιοῦ ἀνθρώπου μέσα τους, ἀλλά νά μετανοοῦν γιά τίς πτώσεις τους.
 
3,10. καί ἐνδυσάμενοι τόν νέον τόν ἀνακαινούμενον εἰς ἐπίγνωσιν κατ᾿ εἰκόνα τοῦ κτίσαντος αὐτόν.
  Οἱ πιστοί μέ τό βάπτισμα πέταξαν ἀπό πάνω τους κάθε κακία καί ντύθηκαν τόν νέον ἄνθρωπο, ἄρχισαν μιά νέα ζωή. Σ᾿ αὐτή τή νέα ζωή πρέπει συνεχῶς νά ἀνανεώνονται (πρβλ. Β´ Κο 4,16), ὥστε νά ἔχουν πνευματική αὔξηση. ῾Η αὔξηση γίνεται μέ τήν ἐπίγνωσιν, τή βιωματική προσέγγιση τοῦ Χριστοῦ καί τή μίμησή του.
  Κατ᾿ εἰκόνα τοῦ κτίσαντος αὐτόν· ῾Η ἔκφραση μᾶς θυμίζει τή δημιουργία τοῦ ἀνθρώπου· «Καί εἶπεν ὁ Θεός· ποιήσωμεν ἄνθρωπον κατ᾿ εἰκόνα ἡμετέραν καί καθ᾿ ὁμοίωσιν» (Γέ 1,26). «Εἰκών τοῦ Θεοῦ τοῦ ἀοράτου» (Κλ 1,15) εἶναι ὁ ᾿Ιησοῦς Χριστός, ὁ ὁποῖος εἶναι τό πρότυπο τοῦ χριστιανοῦ. ῾Ο Μ. ᾿Αθανάσιος γράφει σχετικά· «῾Ο τοῦ Θεοῦ Λόγος δι᾿ ἑαυτοῦ παρεγένετο, ἵν᾿ ὡς εἰκών τοῦ Πατρός, τόν κατ᾿ εἰκόνα ἄνθρωπον ἀνακτίσαι δυνηθῇ», δηλαδή ὁ Λόγος τοῦ Θεοῦ, ὁ ὁποῖος εἶναι εἰκόνα τοῦ Πατρός, ἐπισκέφθηκε τή γῆ, γιά νά ἀνακαινίσει τόν ἄνθρωπο πού εἶναι πλασμένος κατ᾿ εἰκόνα Θεοῦ.
 
ε) Κατάργηση τῶν διακρίσεων (3,11)
 
3,11. ὅπου οὐκ ἔνι ῞Ελλην καί ᾿Ιουδαῖος, περιτομή καί ἀκροβυστία, βάρβαρος, Σκύθης, δοῦλος, ἐλεύθερος, ἀλλά τά πάντα καί ἐν πᾶσι Χριστός.
  Γιά τήν κατάργηση τῶν διακρίσεων μέσα στό χῶρο τῆς ᾿Εκκλησίας κάνει λόγο ὁ ἀπόστολος Παῦλος καί στήν πρός Γαλάτας ᾿Επιστολή προσθέτοντας καί τήν κατάργηση τῆς διακρίσεως τῶν δύο φύλων· «οὐκ ἔνι ἄρσεν καί θῆλυ» (3,27-28· πρβλ. Α´ Κο 12,13).
  Τά δύο ζεύγη τῶν ἀντιθέσεων ῞Ελλην καί ᾿Ιουδαῖος, περιτομή καί ἀκροβυστία, δηλώνουν τή θρησκευτική διαφορά πού χώριζε τόν εἰδωλολατρικό κόσμο ἀπό τόν ἰουδαϊκό. Τό πρῶτο ζεῦγος ἀναφέρει τά ὀνόματα τῶν δύο κόσμων. Τό δεύτερο δείχνει τά σημάδια πού διέκριναν τούς δύο αὐτούς κόσμους, σάν νά ἦταν οἱ σημαῖες τους. Δέν ἐννοεῖ βέβαια ὁ ἀπόστολος ὅτι ἐξέλιπε πλέον τό σημεῖο τῆς περιτομῆς, ἀλλά ὅτι καταργεῖται ὅλος ὁ τελετουργικός κώδικας πού ρύθμιζε καί τήν πιό μικρή λεπτομέρεια τῆς ζωῆς τῶν ᾿Ιουδαίων. Καταργεῖται ἐπίσης καί ὁ εἰδωλολατρικός τρόπος ζωῆς πού ἄφηνε τόν ἄνθρωπο στήν ἀσυδοσία. Τήν ἴδια ἀλήθεια διακηρύττει ὁ ἀπόστολος ὅταν γράφει· «οὔτε περιτομή τι ἰσχύει οὔτε ἀκροβυστία, ἀλλά καινή κτίσις» (Γα 6,15 πρβλ. Γα 5,6).
 Στή χριστιανική κοινωνία καταργοῦνται καί οἱ πολιτισμικές διαφορές. Οἱ δύο λέξεις βάρβαρος, Σκύθης δέν δηλώνουν μία ἀντίθεση, ὅπως συμβαίνει μέ τίς προηγούμενες καί μέ τήν ἑπόμενη δυάδα λέξεων, ἀλλά τοποθετοῦνται κλιμακωτά. Βάρβαροι ὀνομάζονταν οἱ ἀπαίδευτοι, οἱ ἀμόρφωτοι λαοί, σέ ἀντίθεση μέ τούς μορφωμένους ῞Ελληνες. Οἱ Σκύθες, ἀσιατικός λαός, ἦταν οἱ πιό ἄγριοι ἀπό ὅλους τούς βαρβάρους, πού, ὅπως μαρτυροῦν ἀρχαῖοι συγγραφεῖς, λίγο διέφεραν ἀπό τά θηρία.
  Μέσα στήν ᾿Εκκλησία δέν ὑπάρχουν πλέον καί οἱ ταξικές διαφορές δοῦλος, ἐλεύθερος πού χώριζαν τούς ἀνθρώπους, διότι παντοῦ κυριαρχεῖ ὁ Χριστός.
«Πάντα ὑμῖν ὁ Χριστός ἔσται, καί ἀξίωμα καί γένος», τονίζει ὁ ἅγιος Χρυσόστομος. ῾Ο Χριστός εἶναι γιά τούς χριστιανούς τό πᾶν· τό Α καί τό Ω, ἡ ἀρχή καί τό τέλος, ὁ μόνος Κύριος καί Σωτήρας τους, ἡ μόνη ἐλπίδα καί εὐτυχία τους.
  ῾Η ἀδυναμία τῶν μελῶν τῆς κοινωνίας νά ζήσουν τήν ἀγάπη καί τήν ἀλήθεια, πού εἶναι παράγοντες εὐτυχίας καί κοινωνικῆς ἁρμονίας, γίνεται αἰτία νά ὑψωθοῦν τείχη ἐχθρικά μεταξύ τῶν διαφόρων ὁμάδων καί παρατάξεων, τίς ὁποῖες δημιουργεῖ ἡ ποικιλία τῆς ἀνθρώπινης ζωῆς. ῎Ετσι παρουσιάζεται ἕνα ἀπό τά πιό σοβαρά προβλήματα τῆς ἐποχῆς μας, καί κάθε ἐποχῆς, τό κοινωνικό πρόβλημα. Μέσα σ᾿ αὐτό περιλαμβάνεται ἡ δικαιοσύνη, ἡ δουλεία, ἡ σχέση τοῦ ἐργάτη-ἐργοδότη, ἡ θέση τῆς γυναίκας, τό πολίτευμα κτλ.
  Σέ ὅλα αὐτά τά θέματα οἱ ἄνθρωποι προσπάθησαν νά δώσουν διάφορες λύσεις, πολλές ἀπό τίς ὁποῖες φαίνονται ἐντυπωσιακές. ῎Ετσι ὑπάρχουν π.χ. πολιτικά συστήματα πού ὑπόσχονται ἰσότητα, τήν ὁποία ὅμως ἐπιβάλλουν μέ ἐξωτερικούς τρόπους καί ἔτσι καταλήγουν στή βία. ῾Η ἰσότητα τήν ὁποία ἐπιδιώκουν τά ἀνθρώπινα συστήματα θυμίζει τήν τακτική τοῦ ἀρχαίου Προκρούστη. Προσπαθεῖ νά φέρει ὅλους τούς ἀνθρώπους στό ἴδιο ὕψος, καί τούς μέν ψηλούς τούς κόβει τά πόδια, τούς δέ κοντούς τούς τεντώνει γιά νά ἀνυψωθοῦν.
  Τό εὐαγγέλιο πρίν μιλήσει γιά ἰσότητα, ἀποκαλύπτει τή μεγάλη ἀλήθεια, ὅτι εἴμαστε ὅλοι ἀδέλφια, παιδιά τοῦ ἴδιου Θεοῦ πατέρα. ᾿Από αὐτή τή θεολογική ἀλήθεια προβάλλει ἡ ἠθική τοῦ χριστιανοῦ, ἡ τίμια καί ἁγνή συναναστροφή του στήν κοινωνία. Καί καλλιεργεῖται ἡ κοινωνική ἀλήθεια. ῞Οταν ζήσουμε αὐτές τίς ἀλήθειες, τότε πράγματι δέν θά ὑπάρχουν φτωχοί καί δυστυχισμένοι ἄνθρωποι, διότι ὁ καθένας θά ἔχει τή θέση του μέσα στήν κοινωνία. Θά εἴμαστε ὅλοι μέλη τῆς μεγάλης οἰκογένειας, τῆς κοινωνίας. Μέσα στήν οἰκογένεια ὁ καθένας προσφέρει αὐτό πού μπορεῖ καί παίρνει αὐτό πού τοῦ χρειάζεται, ἀνάλογα μέ τίς ἀνάγκες του. ᾿Αναφέρω τό ἑξῆς παράδειγμα· Σέ μία οἰκογένεια, πού ἀποτελεῖται ἀπό 8 ἄτομα, δουλεύουν τά 4, ἐνῶ τά 2 σπουδάζουν στό ἐξωτερικό καί τά ἄλλα 2 εἶναι ἀνήμπορα. Τό εἰσόδημα ἀπό τή δουλειά δέν μοιράζεται ἴσα σ᾿ ὅλα τά μέλη. ᾿Εκεῖνοι πού ἐργάζονται καί προσφέρουν στήν οἰκογένεια, ξοδεύουν λιγότερα ἀπό ἐκείνους πού δέν προσφέρουν. ᾿Εδῶ δέν ἔχουμε ἰσότητα, ἔχουμε ὅμως ἀδελφότητα, πού λύνει κάθε πρόβλημα. Τό σύνθημα αὐτό δέν εἶναι ἁπλῶς μία θεωρία. ᾿Εφαρμόσθηκε στή ζωή τῆς πρώτης ᾿Εκκλησίας (πρβλ. Πρξ 4,32-35). Στή ζωή τῆς ᾿Εκκλησίας ὅπου σύμφωνα μέ τό εὐαγγέλιο ἔχουν ὅλοι τά ἴδια δικαιώματα καί ἀπόλυτη ἐλευθερία βρίσκουμε τήν ἀληθινή δημοκρατία.
  Σήμερα ἡ φεμινιστική κίνηση ἔχει σκοπό καί σύνθημα νά ἐξισώσει τή γυναίκα μέ τόν ἄνδρα. ᾿Αλλά καί σ᾿ αὐτό τό σύνθημα πρωτοπόρος εἶναι ὁ χριστιανισμός πού διακήρυξε ὅτι «οὐκ ἔνι ἄρσεν ἤ θῆλυ» καί ἐφήρμοσε τήν ἰσότητα τῶν δύο φύλων.
  Βέβαια τό εὐαγγέλιο δέν καταπιάνεται μέ κοινωνικά θέματα. ῎Αν ὅμως τό μελετήσουμε προσεκτικά καί τό ἑρμηνεύσουμε σωστά, θά βροῦμε σ᾿ αὐτό τά θεμέλια, τίς κατευθύνσεις γιά τή σωστή λύση τῶν κοινωνικῶν θεμάτων, διότι τό εὐαγγέλιο τοποθετεῖ τόν ἄνθρωπο στή σωστή του θέση. Γιά νά δημιουργηθεῖ μία καινούργια κοινωνία μέ ἰσότητα, ἀγάπη, ἀδελφοσύνη εἶναι ἀνάγκη πρῶτα νά ἀναγεννηθοῦν οἱ ἄνθρωποι, νά γίνουν νέοι ἄνθρωποι, κατά τό πρότυπο τοῦ ᾿Ιησοῦ Χριστοῦ. ῾Ο Χριστός, λοιπόν, δέν μᾶς ἐπιφυλάσσει μόνο αἰώνια δόξα στόν οὐρανό. Μᾶς δοξάζει καί ἐδῶ στή γῆ, μέσα στόν κόσμο. Μᾶς καθιστᾶ τήν εὐλογημένη μαγιά γιά τήν ἀνάπλαση τοῦ κόσμου.

Στεργίου Ν. Σάκκου, Ἀποστολικές περικοπές (βοήθημα γιά κυκλάρχες)

Παρασκευή, 08 Δεκέμβριος 2023 02:00

Κυριακή ΚΖ΄ Ἐφ 6,10-17

panoplia

Ὁ ἐξοπλισμός μας

  Ἀκούγεται προκλητικός ὁ τίτλος. Τί γνώμη μπορεῖ νά ἐκφέρει ἕνα χριστιανικό περιοδικό γιά ὅπλα καί ἐξοπλισμούς; Ἀλλά, ἄν ὁ στρατιωτικός ἐξοπλισμός ἀπασχολεῖ καί ἐνδιαφέρει τούς ἰσχυρούς τῆς γῆς, ὁ δικός μας λόγος ἀφορᾶ στόν πνευματικό ἐξοπλισμό. Διότι, ὅπως σημειώνει ὁ ἀπόστολος Παῦλος, «ἐν σαρκί γάρ περιπατοῦντες, οὐ κατά σάρκα στρατευόμεθα» (Β΄ Κο 10,3). Ἐνῶ ζοῦμε σ᾿ αὐτόν τόν κόσμο, εμαστε στρατευμένοι σέ ἀγώνα ὑπερκόσμιο. Ὑπερκόσμια, πνευματικά εἶναι τά ἔπαθλα τοῦ ἀγώνα. Ὑπερκόσμιος, ὑπεράνθρωπος καί πνευματικός εἶναι καί ὁ ἐχθρός διάβολος καί τά ὅπλα πού ἐκεῖνος χρησιμοποιεῖ ἐναντίον μας. «Οὐκ ἔχομεν πάλην πρός ἀνθρώπους ὁμοιοπαθεῖς ἡμῖν καί ἰσοδυνάμους», σχολιάζει ὁ ἅγιος Οἰκουμένιος.
  Γιά τήν ἀπόκρουση τοῦ πονηροῦ χρειαζόμαστε ὁπωσδήποτε τόν ἀνάλογο ὁπλισμό. «Τά γάρ ὅπλα τῆς στρατείας ἡμῶν οὐ σαρκικά» ἀλλά πνευματικά, «δυνατά τῷ Θεῷ πρός καθαίρεσιν ὀχυρωμάτων», τῶν ὀχυρωμάτων τοῦ διαβόλου (Β΄ Κο 10,4). Στά ὁπλοστάσια καί στίς ἀγορές τῆς γῆς δέν βρίσκονται αὐτά τά ὅπλα. Προσφέρονται δωρεάν ἀπό τόν ἀγωνοθέτη Κύριο στόν κάθε πνευματικό ἀγωνιστή. Καί εἶναι αὐτή ἡ ἴδια ἡ πανοπλία τοῦ Θεοῦ, ὅπως τήν παρουσιάζει ὁ προφήτης Ἠσαΐας (59,17-18). «Ὁ Θεός ἅπασι διανέμει τήν βασιλικήν παντευχίαν (= πανοπλία)», τονίζει ὁ Θεοδώρητος. Τά προσωπικά του ὅπλα μᾶς ἐμπιστεύεται ὁ Θεός. Τί θαυμαστό! Ὁ μυθικός Πάτροκλος φορώντας τήν πανοπλία τοῦ φίλου του Ἀχιλλέα κατατρόμαξε τούς Τρῶες καί τούς ἀνάγκασε νά κλεισθοῦν φοβισμένοι στά τείχη. Ἀλλά κι ἐμεῖς γινόμαστε πανίσχυροι, τρομεροί γιά τούς ἐχθρούς δαίμονες φορώντας τή θεϊκή πανοπλία. Στή δική μας περίπτωση μάλιστα συμβαίνει κάτι τό μοναδικό: φορώντας τήν πανοπλία τοῦ Θεοῦ ὑφιστάμεθα τήν ἐσωτερική ἀλλοίωση. Ἡ δειλία μας μεταβάλλεται σέ γενναιότητα, ὁ φόβος σέ θάρρος, ἡ ἀδυναμία σέ δύναμη. Ἔχουμε δική μας τή δύναμη τοῦ Θεοῦ.
  Ἡ θεοκίνητη πένα τοῦ ἀρχιστράτηγου ἀποστόλου Παύλου περιγράφει λιτά τήν πνευματική πανοπλία στό τελευταῖο κεφάλαιο τῆς πρός Ἐφεσίους Ἐπιστολῆς του (6,13-18). Δέσμιος στή φυλακή τῆς Ρώμης ὁ ἀπόστολος, ἔχοντας μπρός στά μάτια του τόν ὁπλισμό τοῦ ρωμαίου στρατιώτη, κατονομάζει τά ὅπλα τοῦ πιστοῦ: ζώνη, θώρακας, ὑποδήματα, θυρεός, περικεφαλαία, μάχαιρα. Ἀξίζει νά τά περιεργασθοῦμε γιά λίγο.
  Ἀπαραίτητο ἐξάρτημα τῆς στρατιωτικῆς στολῆς σήμερα ἀλλά ἰδιαίτερα στήν ἀρχαιότητα ἡ ζώνη, στερέωνε στή μέση τό χιτώνα καί καθιστοῦσε εὐσταλῆ καί εὐκίνητο τόν στρατιώτη, ὥστε μέ ἄνεση νά ἐκτελεῖ τά παραγγέλματα. Τί σημασία ἔχει ἡ ζώνη τῆς πνευματικῆς πανοπλίας; Σημαίνει τήν περιστολή, τόν περιορισμό τῶν παθῶν, καθώς κοντά στή μέση, στά νεφρά, κατά τή βιβλική ἀνθρωπολογία, βρίσκεται ἡ ἕδρα τῶν ἐπιθυμιῶν. Ἡ πονηρή ἐπιθυμία, κατά τόν ἅγιο Ἰωάννη Δαμασκηνό, εἶναι ἐμπαιγμός καί ψέμα. Δέν εἶναι ἡδονή ἡ ἁμαρτία ἀλλά σκιά ἡδονῆς. Γι᾿ αὐτό ὁ ἀπόστολος Παῦλος τονίζει στούς πιστούς νά ζωστοῦν «ἐν ἀληθείᾳ», μέ τήν ἀληθινή ἡδονή, τή σωφροσύνη. Ἡ ἐγκράτεια, λοιπόν, εἶναι τό πρωταρχικό ὅπλο τοῦ πνευματικοῦ ἀγώνα.
  Στή ζώνη οἱ ἀρχαῖοι πολεμιστές στερέωναν τό θώρακα, ὁ ὁποῖος προστάτευε ἀπό τά ἐχθρικά κτυπήματα τό ἐπάνω μέρος τοῦ σώματος. Στήν πνευματική πανοπλία ὁ θώρακας ὀνομάζεται «θώρακας δικαιοσύνης». Εἶναι, ὅπως ἐξηγεῖ ὁ ἅγιος Εὐθύμιος Ζιγαβηνός, ὁ ἐνάρετος βίος, πού «θώρακος δίκην» σκέπει τούς πιστούς καί τούς καθιστᾶ ἄτρωτους ἀπό τά ἐχθρικά βέλη.
  Τά ὑποδήματα, ὄχι ὅπλο ἀλλά ἀπαραίτητο ἐξάρτημα τοῦ στρατιώτη, τόν κρατοῦν σέ κατάσταση ἑτοιμότητος. Γιά τόν πνευματικό πολεμιστή ἡ ὑπόδηση δηλώνει τήν «ἑτοιμασία τοῦ εὐαγγελίου τῆς εἰρήνης», τήν προθυμία καί τόν ἐνθουσιασμό νά μεταφέρει στόν κόσμο τό εὐαγγέλιο. Ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ φτερώνει τά πόδια καί κάνει τόν χριστιανό ἀγγελιοφόρο τῆς εἰρήνης τοῦ Θεοῦ, εὐαγγελιστή τοῦ κόσμου.
  Ὁ θυρεός ἦταν μία τεράστια ἀσπίδα, ἡ ὁποία κάλυπτε ὅλο τό σῶμα, ἕνα κινούμενο τεῖχος, πού ἐξοστράκιζε τά πυρωμένα βέλη τοῦ ἐχθροῦ. Ἀντίστοιχα, ὁ θυρεός τῆς πίστεως εἶναι ἡ ἀκλόνητη καί ρωμαλέα πίστη. Αὐτή προστατεύει τόν πιστό ἀπό τούς δριμύτατους πειρασμούς τῶν πονηρῶν δυνάμεων.
  Γιά νά ἀσφαλίσει τό κεφάλι του ὁ ἀρχαῖος στρατιώτης φοροῦσε πάντα στή μάχη τήν περικεφαλαία. Τά ὀρθόδοξα δόγματα πρόγονο τοῦ σημερινοῦ κράνους. εἶναι ἡ «περικεφαλαία τοῦ σωτηρίου», οἱ σωτήριες ἀλήθειες τῆς πίστεως ἀσφαλίζουν τό νοῦ τοῦ πιστοῦ ἀπό τίς πλάνες θεωρίες, πού σκοτίζουν τή διάνοια.
  Κοντά σ᾿ ὅλα αὐτά τά ἀμυντικά ὅπλα προσθέτει ὁ ἀπόστολος Παῦλος κι ἕνα ἐπιθετικό, τή μάχαιρα. Εἶναι ἡ ρομφαία ἤ τό ξίφος, πού κρεμόταν στόν δεξιό μηρό τοῦ στρατιώτη. Μέ τόν ἐπιδέξιο χειρισμό τοῦ πολεμιστῆ ἐπέφερε θανατηφόρα κτυπήματα στούς ἐχθρούς. Ὁ στρατιώτης τοῦ Χριστοῦ κρατᾶ τή «μάχαιρα τοῦ Πνεύματος», τήν ὁποία κατευθύνει ἐπιδέξια τό Ἅγιο Πνεῦμα. Εἶναι ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ, πού ἔχει τή δύναμη νά διεισδύει ὥς τά βάθη τῆς καρδιᾶς. Μέ τή μάχαιρα τοῦ θείου λόγου συντρίβονται τά δεσμά τοῦ πονηροῦ, καταλύονται τά πάθη, ἀλλά καί διαφωτίζονται ψυχές ἀπό τήν κατοχή τοῦ σατανᾶ ὁδηγοῦνται στό στρατόπεδο τοῦ Χριστοῦ, στήν Ἐκκλησία.
  Ἕνα τελευταῖο ὅπλο σάν μυστικός ἀσύρματος κρατᾶ τόν πιστό σέ συνεχῆ ἐπαφή μέ τόν Κύριο καί τόν συνδέει μέ τούς ἄλλους συναγωνιστές. Εἶναι ἡ προσευχή. Ἡ πνευματική πανοπλία καλύπτει τόν ἀγωνιστή τοῦ Χριστοῦ ἀπό τήν κορφή ὥς τά νύχια καί  τόν καθιστᾶ ἀήττητο. Μέ μιά προϋπόθεση ὅμως: νά μήν ἐμπιστεύεται στίς δικές του δυνάμεις, ἀλλά συνεχῶς νά ζητᾶ τή θεία βοήθεια μέ τήν προσευχή. Ὁ ἐχθρός καιροφυλακτεῖ γιά νά ἐπιτεθεῖ στόν πιστό. Ἀδυνατεῖ ὅμως νά τόν βλάψει, ὅταν ἐκεῖνος μένει ἄγρυπνος, προσεύχεται ἀδιάλειπτα καί διατηρεῖ ἔτσι ἀδιάκοπη ἐπικοινωνία μέ τόν Θεό.
  Ἁγνότητα καί σωφροσύνη, ἁγιότητα ζωῆς, ἀκλόνητη πίστη, ἐμμονή στά ὀρθόδοξα δόγματα, μελέτη τοῦ θείου λόγου, προσευχή ἀδιάλειπτη νά ὁ ἐξοπλισμός μας! Γιά τούς ἀπίστους ὅλα αὐτά εἶναι ἄγνωστα ἤ ἀδιάφορα, πιθανόν καί ἐνοχλητικά. Γιά μᾶς τούς πιστούς τί νόημα ἔχουν; Ποιά εἶναι ἡ θέση τους στή ζωή μας;

            Στέργιος  Ν. Σάκκος
Πέμπτη, 23 Νοέμβριος 2023 02:00

Κυριακή ΚΕ΄ Ἐφ 4,1-7

῾Η κλήση τοῦ Θεοῦ· ἡ διαφύλαξη τῆς ἑνότητος
 

   Στά τρία πρῶτα κεφάλαια τῆς πρός ᾿Εφεσίους ᾿Επιστολῆς ὁ ἀπ. Παῦλος ἀναλύει τό μυστήριο τῆς ἐν Χριστῷ σωτηρίας. Παρουσιάζει τό ἀπολυτρωτικό ἔργο τοῦ Χριστοῦ καί ἀποκαλύπτει μεγάλες θεολογικές ἀλήθειες πού συνδέονται μ᾿ αὐτό· ῾Ο Χριστός δημιούργησε μέ τή θυσία του μία νέα κοινωνία, τήν ᾿Εκκλησία, ὅπου οἱ ἄνθρωποι ζοῦν ἑνωμένοι μέ τόν Θεό καί μεταξύ τους.

   ῾Ο ἀπόστολος μετά τή θεολογική τοποθέτηση ἐκθέτει στά κεφ. 4-6 τίς πρακτικές συνέπειες τῆς προσφορᾶς τοῦ Χριστοῦ στή ζωή τῶν χριστιανῶν, τό χρέος τους· α) Νά διατηρήσουν τήν ἑνότητα, πού εἶναι δῶρο τοῦ Θεοῦ. β) Νά κόψουν κάθε σχέση μέ τήν ἁμαρτία καί νά εὐθυγραμμίσουν μέ τή ζωή τοῦ Χριστοῦ ὅλες τίς ἐκδηλώσεις τῆς καθημερινῆς ζωῆς τους.

 kyrios toxo2  ῾Η περικοπή μας ἀποτελεῖ τήν εἰσαγωγή στό πρακτικό μέρος τῆς ᾿Επιστολῆς. ᾿Αρχίζει μέ μία θερμή ἔκκληση πρός τούς πιστούς, νά ζοῦν ἀντάξια πρός τήν κλήση τοῦ Θεοῦ καί νά διατηροῦν τήν ἑνότητα τῆς ᾿Εκκλησίας. Αὐτό εἶναι τό ἀποτέλεσμα ἀλλά καί ὁ στόχος τοῦ σωτηρίου ἔργου τοῦ Χριστοῦ.
 

α) ῾Η ζωή τῶν πιστῶν ἀντάξια τῆς θείας κλήσεως (4,1)
 

4,1. Παρακαλῶ οὖν ὑμᾶς ἐγώ ὁ δέσμιος ἐν Κυρίῳ ἀξίως περιπατῆσαι τῆς κλήσεως ἧς ἐκλήθητε.

   Μέ τόν συμπερασματικό σύνδεσμο οὖν περνᾶ ὁ ἀπόστολος ἀπό τό θεολογικό μέρος τῆς ᾿Επιστολῆς στό πρακτικό, θεμελιώνοντας στό ἀπολυτρωτικό ἔργο τοῦ Χριστοῦ τήν ἠθική διδασκαλία πού ἀκολουθεῖ (πρβλ. Ρω 12,1· Κλ 3,1). Δέν μιλᾶ σάν ἕνας ἠθικολόγος πού διδάσκει καλά πράγματα, ἀλλά ὡς θεολόγος. Θέτει τή θεολογική βάση τῶν πραγμάτων. ῎Ετσι γίνεται φανερό ὅτι κάθε ἀγαθό καί ὡραῖο πηγάζει ἀπό τήν ἀγάπη καί τή χάρη τοῦ Θεοῦ.

   Τό ρῆμα παρακαλῶ δηλώνει τήν εὐγένεια καί τήν ταπείνωση τοῦ Παύλου. ᾿Ενῶ ὡς ἀπόστολος καί διδάσκαλος ἔχει δικαίωμα νά ἀπευθύνει ἐντολές καί παραγγέλματα στούς μαθητές του, ὡστόσο δέν τούς προστάζει, ἀλλά ταπεινά τούς προτρέπει καί παρακλητικά τούς νουθετεῖ μέ ἀγάπη καί διάκριση.

   ᾿Εγώ ὁ δέσμιος ἐν Κυρίῳ· ῾Η προσωπική ἀντωνυμία ἐγώ πού χρησιμοποιεῖ ὁ Παῦλος δέν ἐκφράζει ἐγωισμό ἀλλά συναίσθηση τοῦ χρέους καί τῆς εὐθύνης του. ῾Ως ἀπόστολος ἔχει τή συνείδηση ὅτι εἶναι πνευματοκίνητος· «δοκῶ δέ κἀγώ πνεῦμα Θεοῦ ἔχειν», γράφει στούς Κορινθίους (Α´ Κο 7,40). Τό ἐπίθετο δέσμιος προσδιορίζει τίς συνθῆκες κάτω ἀπό τίς ὁποῖες ὁ ἀπόστολος γράφει τήν ᾿Επιστολή. βρίσκεται φυλακισμένος στή Ρώμη. ᾿Αλλά δέν εἶναι τυχαῖος φυλακισμένος, εἶναι δέσμιος ἐν Κυρίῳ. Τό γεγονός αὐτό δίνει ἰδιαίτερο κύρος στά παραγγέλματα πού ἀπευθύνει στούς μαθητές του. ᾿Αναμοχλεύει τήν εὐγνωμοσύνη τους, κινεῖ τό φιλότιμό τους, διεγείρει τή συμπάθειά τους. Εἶναι δέσμιος ὄχι ἀπό δικά του σφάλματα ἀλλά ἀπό πόθο γιά τή δική τους σωτηρία. ῞Οπως σημειώνει ὁ Θεοδώρητος· «῾Η θύμηση τῶν δεσμῶν ἔχει τή δύναμη ἀκόμη καί αὐτούς πού εἶναι ἀναίσθητοι ἀπό σοβαρά πάθη νά τούς ἀνάβει τόν πόθο γιά τήν ἀρετή».

 ῾Ο προσδιορισμός ἐν Κυρίῳ ἐκφράζει τή στενή σχέση καί τό σύνδεσμο τοῦ ἀποστόλου μέ τόν Χριστό. Εἶναι ἀδιάρρηκτα δεμένος μαζί του, νιώθει τό Πάθος τοῦ Κυρίου δικό του (πρβλ. Γα 2,20). Τώρα πού εἶναι φυλακισμένος ἀξιώνεται νά ἔχει στό ἴδιο του τό σῶμα τά παθήματα τοῦ Χριστοῦ. Τά δεσμά του τά θεωρεῖ ὡς ἕνα λαμπρό παράσημο, διότι ἐπιβεβαιώνουν τόν ἐσωτερικό δεσμό του μέ τόν Κύριο. Γι᾿ αὐτό τοποθετεῖ στήν ἀρχή τῆς προτροπῆς του τό δέσμιος ἐν Κυρίῳ ὡς μιά ἰδιότητα πολύτιμη, ὡς ἕνα μεγάλο ἀξίωμα. ῾Ο ἅγιος Χρυσόστομος πλέκει τό ἐγκώμιο τῶν δεσμῶν τοῦ Παύλου καί μεταξύ τῶν ἄλλων γράφει· «Τίποτε, λοιπόν, δέν εἶναι τόσο λαμπρό ὅσο ἡ φυλακή γιά τόν Χριστό, ὅσο οἱ ἁλυσίδες πού κρατοῦν δέσμια τά ἅγια ἐκεῖνα χέρια. ᾿Από τό νά εἶναι ἀπόστολος, ἀπό τό νά εἶναι διδάσκαλος, ἀπό τό νά εἶναι εὐαγγελιστής, αὐτό εἶναι λαμπρότερο· τό νά εἶναι δέσμιος γιά τόν Χριστό. Τό νά φυλακίζεται κάποιος γιά τόν Χριστό εἶναι καλό ὄχι διότι αὐτό τοῦ χαρίζει τή βασιλεία ἀλλά διότι ὑπομένει γιά τόν Κύριο τοῦ οὐρανοῦ». Προτείνει μάλιστα ὁ ἱερός πατέρας πρακτικούς τρόπους μέ τούς ὁποίους μποροῦμε νά μιμηθοῦμε τόν Παῦλο ἐπιβάλλοντας ἑκούσια δεσμά στόν ἑαυτό μας. Μέ τό φόβο τοῦ Θεοῦ, λέει, νά δέσουμε τά χέρια μας ἐμποδίζοντάς τα ἀπό τήν πλεονεξία· νά δέσουμε τή σκέψη μας, γιά νά μή ξεφεύγει στούς πονηρούς λογισμούς κτλ.

  ῞Ενας φυλακισμένος ζητάει συνήθως στά γράμματά του νά τόν βοηθήσουν στά προβλήματα πού ἀντιμετωπίζει καί νά φροντίσουν γιά τήν ἀποφυλάκισή του. ῾Ο ἀπ. Παῦλος ὅμως δέν παρακαλεῖ γιά τόν ἑαυτό του. ῾Η ἀγωνία καί τό ἐνδιαφέρον του γιά τούς παραλῆπτες τῆς ᾿Επιστολῆς τόν κάνει νά παρακαλεῖ γιά τή δική τους πνευματική πρόοδο.

 ᾿Αξίως περιπατῆσαι τῆς κλήσεως ἧς ἐκλήθητε· Εἶναι γνωστό ἀπό τήν Π.Δ. ὅτι ὁ λαός τοῦ Θεοῦ περιπλανήθηκε καί περπάτησε πολύ μέχρι νά φθάσει ἀπό τήν Αἴγυπτο στή γῆ τῆς ᾿Επαγγελίας. ῾Η ζωή τοῦ πιστοῦ εἶναι μία πορεία γιά τή νέα γῆ τῆς ᾿Επαγγελίας, γιά τή βασιλεία τοῦ Θεοῦ. ῾Ο Χριστός εἶναι «ἡ ὁδός» (᾿Ιω 14,6) ἀλλά καί ὁ ὁδηγός, ὁ καθηγητής (Μθ 23,10) πού μᾶς καθοδηγεῖ στήν πορεία γιά τόν οὐρανό. Μεταξύ τῶν ἄλλων ὀνομάτων πού πῆραν οἱ πρῶτοι χριστιανοί εἶναι καί τό χαρακτηριστικό ὄνομα «οἱ τῆς ὁδοῦ» (Πρξ 9,2). Μᾶς θυμίζει ὅτι βρισκόμαστε σέ πορεία, εἴμαστε περαστικοί ἀπό τόν κόσμο αὐτό καί δέν πρέπει νά χάσουμε ἀπό τό στόχο μας τόν ᾿Ιησοῦ Χριστό, πού εἶναι ἡ ἀσφαλής ὁδός καί ὁ μόνος κατάλληλος ὁδηγός.

  ῾Ο ἀπ. Παῦλος συνιστᾶ στούς πιστούς ἀξίως περιπατῆσαι τῆς κλήσεως καί ἀλλοῦ «ἀξίως τοῦ εὐαγγελίου» (Φι 1,27) ἤ «ἀξίως τοῦ Κυρίου» (Κλ 1,10) ἤ «ἀξίως τοῦ Θεοῦ» (Α´ Θε 2,12). ῞Ολες αὐτές οἱ ἐκφράσεις ἀποδίδουν τό ἴδιο νόημα· Κλήση εἶναι τό προσκλητήριο πού μᾶς ἀπευθύνει ὁ Κύριος, ὁ Θεός, τό Εὐαγγέλιο. ῾Ο Κύριος μέ τό Εὐαγγέλιό του μᾶς καλεῖ νά συμμετέχουμε στούς γάμους τοῦ ᾿Αρνίου, στήν καινή ζωή. Κατά τό Βάπτισμά μας ἀποδεχτήκαμε αὐτή τήν κλήση τοῦ Θεοῦ. Τό ὄνομα πού πήραμε ὁ καθένας, ὄνομα ἑνός ἁγίου, εἶναι μία συνεχής κλήση καί ὑπόμνηση νά βαδίσουμε στά χνάρια τοῦ ἁγίου μας, γιά νά τόν ἔχουμε προστάτη καί παραστάτη ἐδῶ στή γῆ καί νά συναντηθοῦμε μαζί του στή χαρά τοῦ παραδείσου. ᾿Επιπλέον, «ἡ σφραγίς δωρεᾶς πνεύματος ῾Αγίου», μέ τήν ὁποία σφραγιστήκαμε στό Βάπτισμα, ἀποτύπωσε στήν ἴδια τήν ὕπαρξή μας τό προσκλητήριο τοῦ Θεοῦ. Εἶναι τό ὄνομα χριστιανός, τό ὄνομα τοῦ Χριστοῦ, μέ τό ὁποῖο μᾶς τιμᾶ ὁ Κύριος. Αὐτό δέν πρέπει νά τό λησμονοῦμε. ῾Ο Μ. Βασίλειος στήν ὁμιλία του «Εἰς τούς ἁγίους Τεσσαράκοντα μάρτυρας» ἀναφέρει ὅτι ὁ καθένας ἀπό τούς στρατιῶτες πού παρουσιάστηκε στόν ἀλαζόνα τύραννο δέν δήλωσε ἄλλο ὄνομα, ἀλλά εἶπε· «Χριστιανός εἰμι!». Αὐτό πού ἔλαβε ἀπό τό κοινό ὄνομα τοῦ Σωτῆρος.

   Τό ὄνομα χριστιανός δηλώνει ὅτι εἴμαστε α) μιμητές τοῦ Χριστοῦ, μικροί Χριστοί, β) ἀδελφοί τοῦ Χριστοῦ. γ) Μᾶς ἐξασφαλίζει τήν υἱοθεσία ἀπό τόν Θεό Πατέρα (βλ. ᾿Ιω 1,12) καί μᾶς κάνει συγκληρονόμους τοῦ Χριστοῦ στόν οὐρανό. ῾Ο ἅγιος Θεοφύλακτος λέει· «Κληθήκατε σέ μεγάλα ἀξιώματα· νά καθίσετε μαζί μέ τόν Χριστό, νά συμβασιλεύσετε μαζί του».

   Οἱ προσκεκλημένοι σέ ἐπίσημες δεξιώσεις ὀφείλουν νά πηγαίνουν ἐκεῖ κατάλληλα ντυμένοι. Καί ὁ πιστός ὀφείλει νά ἀνταποκριθεῖ στό προσκλητήριο τοῦ Χριστοῦ, νά περιπατεῖ ἀξίως τῆς κλήσεως. Στήν παραβολή τῶν γάμων ὁ Κύριος μᾶς λέει ὅτι ἐκδίωξε ἀπό τό γαμήλιο τραπέζι ἕναν καλεσμένο, ὁ ὁποῖος δέχθηκε μέν τήν πρόσκληση, ἀλλά παρουσιάσθηκε χωρίς «ἔνδυμα γάμου» (Μθ 22,1-14). Μόνο μέ τόν Χριστό ὡς ἔνδυμα θά παρουσιασθοῦμε ἄφοβα μπροστά στόν Κύριο.
 

β) Οἱ ἀρετές πού συντελοῦν στή διατήρηση τῆς ἑνότητος (4,2-3)
 

   ᾿Αναλύοντας τό «ἀξίως τῆς κλήσεως» ὁ ἀπόστολος περιγράφει τά γνωρίσματα τῆς συμπεριφορᾶς τῶν χριστιανῶν. ᾿Εφόσον ὁ κάθε πιστός καλλιεργεῖ τίς ἀρετές πού τό ἅγιο Πνεῦμα τοῦ ἔχει χαρίσει, προάγεται πνευματικά ὁ ἴδιος καί ἀποκτᾶ τίς προϋποθέσεις ὥστε νά ἀγωνίζεται γιά τή διατήρηση τῆς ἑνότητος τῆς ᾿Εκκλησίας.
 

4,2. μετά πάσης ταπεινοφροσύνης καί πρᾳότητος, μετά μακροθυμίας, ἀνεχόμενοι ἀλλήλων ἐν ἀγάπῃ.

 ῾Ο χριστιανός, γιά νά περιπατήσει ἀξίως τῆς κλήσεώς του καί νά βαδίσει μέ ἀσφάλεια τήν ὁδό τοῦ Κυρίου, ἔχει πρωτίστως ἀνάγκη ἀπό ταπεινοφροσύνη καί πρᾳότητα. Πρέπει δέ συνεχῶς νά προάγεται σ᾿ αὐτές τίς ἀρετές· αὐτό σημαίνει τό μετά πάσης. Σέ ὅλες, δηλαδή, τίς ὧρες καί κάτω ἀπό ὁποιεσδήποτε συνθῆκες, στίς ἀποτυχίες ἤ στίς ἐπιτυχίες, ἀλλά καί πρός ὅλους τούς ἀνθρώπους, φίλους ἤ ἐχθρούς, μεγάλους ἤ μικρούς, ὁ χριστιανός νά εἶναι ταπεινόφρων καί πρᾶος.

 ῾Η ταπεινοφροσύνη εἶναι ἡ φυσιολογική, ἡ ὑγιής κατάσταση τοῦ ἀνθρώπου. Τόν βοηθᾶ ὥστε νά ἔχει συναίσθηση τῆς ἀδυναμίας του ἀλλά καί τῶν δωρεῶν πού τοῦ χάρισε ὁ Θεός. ᾿Αντίθετα, ἡ ὑπερηφάνεια χαρακτηρίζεται ὡς ἀπόνοια, τρέλα. Τό ταπεινό φρόνημα εἶναι ἡ ἀπαραίτητη προϋπόθεση, γιά νά ἑλκύσει ὁ ἄνθρωπος τή χάρη τοῦ Θεοῦ. «Κύριος ὑπερηφάνοις ἀντιτάσσεται, ταπεινοῖς δέ δίδωσι χάριν» (Πρμ 3,34· πρβλ. ᾿Ια 4,6· Α´ Πέ 5,5). Στήν ἐπί τοῦ ὄρους ὁμιλία ὁ Χριστός μακαρίζει πρῶτα ἀπ᾿ ὅλους τούς ταπεινόφρονες· «μακάριοι οἱ πτωχοί τῷ πνεύματι, ὅτι αὐτῶν ἐστιν ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν» (Μθ 5,3). Παρέχει δέ τόν ἑαυτό του ὡς ὑπόδειγμα ταπεινώσεως, διότι «ἐταπείνωσεν ἑαυτόν γενόμενος ὑπήκοος μέχρι θανάτου, θανάτου δέ σταυροῦ» (Φι 2,8).

  Οἱ πατέρες τῆς ᾿Εκκλησίας μας παρομοιάζουν τόν ταπεινό ἄλλοτε μέ κατάκαρπο δένδρο πού, καθώς βαραίνει ἀπό τούς καρπούς, γέρνει πρός τά κάτω τά κλαδιά του, καί ἄλλοτε μέ δοχεῖο βαρύ καί γεμάτο, πού δέν κάνει θόρυβο ἄν τό χτυπήσεις. ᾿Ονομάζουν δέ τήν ταπείνωση ἁγία, ὁσία, πανοσία, χριστομίμητη, ὑψοποιό, καύτρα τῶν δαιμόνων, σύντομη ὁδό σωτηρίας, πηγή καί σύνδεσμο ὅλων τῶν ἀρετῶν.

  Γιά τήν ἀπόκτηση τῆς ταπεινοφροσύνης οἱ πατέρες συνιστοῦν τά ἑξῆς μέσα·

α) Νά μελετοῦμε τήν ἴδια τή φύση μας. Εἴμαστε θνητοί ἄνθρωποι, φτωχοί καί ἀδύναμοι. Γιά ποιό λόγο νά καυχηθοῦμε;

β) Νά συγκρίνουμε τόν ἑαυτό μας μέ τούς ἁγίους. Βλέποντας τή δική τους τελειότητα καί ἀντικρύζοντας τή δύναμή τους θά συνειδητοποιοῦμε τήν ἀθλιότητα καί τήν ἀδυναμία μας.

γ) Τά προτερήματά μας νά τά ἀποδίδουμε στή θεία χάρη. «Εἶναι λάμποντα ἐλαττώματα οἱ ἀρετές καί τά κατορθώματά μας, ἐφόσον δέν ἔχουμε ταπεινοφροσύνη», λέει ὁ ἱερός Αὐγουστίνος.

Σέ συνάρτηση μέ τήν ταπεινοφροσύνη βρίσκεται ἡ πρᾳότης. ῾Η πρᾳότης δέν εἶναι ἁπλῶς μία ἀρετή πού μᾶς προφυλάγει κατά τήν ὥρα τοῦ θυμοῦ, ἀλλά μία κατάσταση γλυκύτητος καί εἰρήνης, πού ἐξασφαλίζει τίς προϋποθέσεις ὥστε νά μήν προκαλούμαστε οὔτε νά προκαλοῦμε τούς ἄλλους. Γλυκαίνει μέσα μας κάθε πικρία πού δημιουργεῖται ἀπό τά λάθη τῶν ἄλλων καί μᾶς ὁπλίζει μέ τέτοια δύναμη, ὥστε νά μεταστρέφουμε τήν ὀργή σέ χαμόγελο, τήν ταραχή σέ εἰρήνη. ῞Οπως οἱ ἀστροναῦτες, μέ τήν εἰδική στολή πού φοροῦν, ζοῦν καί κινοῦνται ἄνετα σέ περιβάλλοντα πού δέν μποροῦν νά ζήσουν οἱ ἄλλοι ἄνθρωποι, ἔτσι καί οἱ πρᾶοι παραμένουν γαλήνιοι καί εἰρηνικοί μέσα στήν ταραχή καί τήν ἀναστάτωση. Μέ τήν πραότητα ὁ πιστός προγεύεται τή μακαριότητα τοῦ παραδείσου.

῾Η ταπεινοφροσύνη καί ἡ πραότης εἶναι δύο ἀρετές πού κάνουν τόν χριστιανό νά μοιάζει μέ τόν Χριστό, ὁ ὁποῖος εἶπε· «μάθετε ἀπ᾿ ἐμοῦ, ὅτι πρᾷός εἰμι καί ταπεινός τῇ καρδίᾳ καί εὑρήσετε ἀνάπαυσιν ταῖς ψυχαῖς ὑμῶν» (Μθ 11,29).

῾Ο ἀπόστολος συνιστᾶ ἀκόμη στούς πιστούς νά συμπεριφέρονται μετά μακροθυμίας, μέ μεγαλοψυχία καί ὑπομονή. ᾿Ενῶ ἡ πραότητα ἐκδηλώνεται πρός ἴσους ἤ πρός τούς μεγαλυτέρους, ἡ μακροθυμία χαρακτηρίζει τή σχέση τοῦ ἀνωτέρου πρός τόν κατώτερο. Στόν ἀπόλυτο βαθμό ἡ μακροθυμία εἶναι γνώρισμα τοῦ Θεοῦ, ὁ ὁποῖος παρά τήν ἀθλιότητα τοῦ ἀνθρώπου «μακροθυμεῖ εἰς ἡμᾶς, μή βουλόμενός τινας ἀπολέσθαι, ἀλλά πάντας εἰς μετάνοιαν χωρῆσαι» (Β´ Πέ 3,9). ῾Η δική μας μακροθυμία εἶναι ἀντανάκλαση τῆς μακροθυμίας τοῦ Θεοῦ στή ζωή μας. ῾Ο μακρόθυμος δέν παραιτεῖται ἀπό τήν ἐλπίδα ὅτι ὅλα μποροῦν νά βελτιωθοῦν. ῎Ετσι εἶναι ἐπιεικής σ᾿ ἐκείνους πού τόν ἀδικοῦν καί τούς βοηθᾶ νά γίνουν καλύτεροι. Εἶναι «βραδύς εἰς ὀργήν» (᾿Ια 1,19)· ὅταν ἀδικεῖται δέν σπεύδει νά τιμωρήσει.

Στήν πρός Κολασσαεῖς ᾿Επιστολή ὁ ἀπ. Παῦλος ἀναφέρει μαζί μέ ἄλλες ἀρετές τήν ταπεινοφροσύνη, τήν πραότητα καί τή μακροθυμία ὡς τά λαμπρά ἐνδύματα πού φοροῦν οἱ «ἐκλεκτοί τοῦ Θεοῦ» (3,12-13).

᾿Ανεχόμενοι ἀλλήλων· ῾Η ἀνοχή ἀποτελεῖ τή συνισταμένη τῆς ταπεινοφροσύνης, τῆς πραότητος καί τῆς μακροθυμίας. Οἱ διαφορετικοί χαρακτῆρες, τά ποικίλα χαρίσματα ἀλλά καί οἱ ἀνθρώπινες ἀτέλειες καί ἀδυναμίες ἀπαιτοῦν τήν ἀνοχή τοῦ ἑνός χριστιανοῦ πρός τόν ἄλλο. ᾿Εφόσον δέν ὑπάρχει τέλειος ἄνθρωπος, φυσικό εἶναι νά προκύπτουν διαφωνίες ἀνάμεσα σέ συνεργάτες, σέ φίλους, στά μέλη μιᾶς οἰκογένειας. Μόνο μέ τήν ἀνοχή μποροῦν νά ξεπεραστοῦν ὁμαλά ὅλα τά προβλήματα. ῾Ο ἅγιος Χρυσόστομος διδάσκει ὅτι θά κατορθώσουμε νά εἴμαστε ἀνεκτικοί, ὅταν ἔχουμε αὐτογνωσία. «῎Αν δέν ἀνέχεσαι τόν πλησίον σου», ρωτᾶ ὁ ἱερός πατέρας, «πῶς θά σέ ἀνεχθεῖ ὁ Θεός; ῎Αν δέν ὑπομένεις τόν σύνδουλό σου, πῶς θά σέ ὑπομείνει ὁ Κύριος;».

῾Η ἀνοχή χαρακτηρίστηκε ὡς ἡ μητέρα καί ὁ φύλακας τῆς ἑνότητος. Εἶναι ὁ σπόγγος πού σβήνει τίς παρεξηγήσεις καί ἀποκαθιστᾶ τήν ἠρεμία. Δένει τούς ἀνθρώπους, γλυκαίνει τίς σχέσεις, ἁπαλύνει τίς ἀντιθέσεις, οἰκοδομεῖ τήν εἰρηνική συμβίωση. Μέ τήν ἀνοχή διατηροῦμε τή γαλήνη τῆς ψυχῆς μας, ἀφοῦ ἀποφεύγουμε τίς συχνές καί ὀδυνηρές συγκρούσεις μέ τούς ἄλλους καί ἀποσποῦμε τήν εὐλογία καί τή χάρη τοῦ Θεοῦ.

 ῾Η ἀνοχή δέν σημαίνει ἀδιαφορία γιά τόν ἀδελφό. ῎Αν δοῦμε ὅτι οἱ ἀδυναμίες του βλάπτουν τόν ἴδιο καί ὄχι ἐμᾶς, μέ προσευχή, διάκριση καί λεπτότητα πρέπει νά τοῦ τίς ἐπισημάνουμε. ῾Ο Νικηφόρος Θεοτόκης, θέλοντας νά προλάβει τόν κίνδυνο τῆς ἀδιαφορίας, συνιστᾶ· «Προσέχετε, ἵνα μή, μετερχόμενοι παραλόγως τήν ἀνοχήν, κρημνισθεῖτε εἰς τῆς ἀδιαφορίας τό βάραθρον. Βαστάζετε ἀλλήλων τά βάρη, ἵνα ἀλλήλους σώσητε· μή ἀδιαφορεῖτε, ἵνα μή ἀλλήλους ἀπολέσητε».

Στό τέλος τοῦ στίχου ὁ ἀπόστολος μέ ἔμφαση προσθέτει· ἐν ἀγάπῃ, γιά νά τονίσει ὅτι αὐτή εἶναι ἡ πηγή ἀπό τήν ὁποία πηγάζουν ὅλες οἱ ἀρετές πού ἀνέφερε προηγουμένως. Αὐτή εἶναι τό κίνητρο πού δίνει χρῶμα καί περιεχόμενο σ᾿ αὐτές. Μπορεῖ ἕνας ἄνθρωπος νά δείξει ταπεινοφροσύνη, πραότητα, μακροθυμία, ἀνοχή, κινούμενος ἀπό νωθρότητα ἤ ἀδιαφορία ἤ ἀκόμη ἀπό ὑπερηφάνεια. «Δέν πάλεψα μέ κανέναν», ἔγραφε κάποιος, «διότι κανείς δέν ἄξιζε τή διαμάχη μου». Γιά τόν χριστιανό ὅμως ὅλες οἱ ἀρετές εἶναι ἀποτέλεσμα τῆς ἀγάπης. Λέγεται πώς κάποτε ἕνας βασιλιάς ἀνέθεσε στόν ζωγράφο τῶν ἀνακτόρων του νά τοῦ φτιάξει τό πορτραῖτο. ῾Ο καλλιτέχνης βρέθηκε σέ δύσκολη θέση, διότι ὁ βασιλιάς εἶχε στό πρόσωπο μιά ἄσχημη οὐλή, ἀπό τραῦμα σέ κάποια μάχη. ῎Αν ζωγράφιζε τό πρόσωπο ὅπως ἦταν, θά φαινόταν ἡ δυσμορφία. Τότε ἡ ἀγάπη τοῦ καλλιτέχνη πρός τόν γενναῖο βασιλιά βρῆκε τρόπο νά τακτοποιήσει τή δυσκολία. «Μεγαλειότατε», τοῦ εἶπε, «θέλω νά σᾶς ζωγραφίσω σέ μιά ἀπό τίς ἱερότερες στιγμές τῆς ζωῆς σας. ᾿Εκεῖ πού κάθεστε στό γραφεῖο σας μέ ἀκουμπισμένο τό χέρι στό πρόσωπό σας καί μελετᾶτε ἀπορροφημένος τά σοβαρά προβλήματα τοῦ κράτους». ῎Ετσι, βάζοντας τό χέρι στό πρόσωπο τοῦ βασιλιᾶ, τοῦ ἔκρυψε τό βαθύ τραῦμα. Παρόμοιες πληγές καί ἀσχήμιες ἔχουμε καί ἐμεῖς καί οἱ ἄλλοι πού μᾶς περιβάλλουν. ῾Η ἀγάπη καί ἡ ἀνοχή τίς κρύβει, τίς καλύπτει. Προσέχει μόνο τίς ἀρετές τοῦ ἄλλου, ἐνῶ ἀνέχεται τίς ἐλλείψεις καί τίς ἀδυναμίες του.
 

4,3. σπουδάζοντες τηρεῖν τήν ἑνότητα τοῦ Πνεύματος ἐν τῷ συνδέσμῳ τῆς εἰρήνης.

 Οἱ ἀρετές, πού προηγουμένως ἀνέφερε ὁ ἀπόστολος ὡς γνώρισμα τοῦ χριστιανοῦ, ἔχουν στόχο νά διαφυλάξουν τήν ἑνότητα, τό πιό χαρακτηριστικό γνώρισμα τῆς ᾿Εκκλησίας. Κάθε διαίρεση πλήττει τήν ἴδια τήν ὑπόσταση τῆς ᾿Εκκλησίας, θέτει σέ κίνδυνο τήν ἀποστολή της καί ἀποδεικνύει τά μέλη της ἀνάξια νά φέρουν τό ὄνομα χριστιανός.

 ῾Η ᾿Εκκλησία, πού ὡς σύνολο εἶναι τό σῶμα τοῦ Χριστοῦ στόν κόσμο, συνεχίζει τό ἔργο τῆς ἀνάπλασης τῶν ἀνθρώπων καί τῆς ἑνότητος τῆς διαιρεμένης ἀνθρωπότητος. ῾Ο Νικηφόρος Θεοτόκης ἐξηγεῖ τί σημαίνει ἑνότης τοῦ Πνεύματος· «Εἶναι ἡ συμφωνία τῶν πιστῶν στά τῆς πίστεως καί ἡ μεταξύ τους ἀγάπη καί ἡ τελεία ὁμόνοια». Αὐτή ἡ ἀγάπη καί ἡ ὁμοφροσύνη εἶναι ἔργο τοῦ ἁγίου Πνεύματος. ᾿Από τήν ἡμέρα τῆς Πεντηκοστῆς, δηλαδή ἀπό τήν ἵδρυση τῆς ᾿Εκκλησίας, παρουσιάζεται μέσα στούς κόλπους της, καθώς ὁ Θεός πατέρας ἑνώνει ἁρμονικά ὅλους τούς πιστούς στό ὄνομά Του.

 ῾Ο ἀπόστολος δέν ζητᾶ ἀπό τούς πιστούς νά ἐπιτύχουμε τήν ἑνότητα, διότι εἶναι ἕνα ἀγαθό πού μᾶς δόθηκε ἀπό τόν Θεό. Προτρέπει μόνο νά τήν τηρήσουμε, νά τή διατηρήσουμε καί νά τή διαφυλάξουμε, ὡς ἕναν πολύτιμο θησαυρό πού μᾶς ἐμπιστεύθηκε ὁ Κύριος. Καί τό ἔργο τῆς διατήρησης τῆς ἑνότητος εἶναι μεγάλο καί σοβαρό. ᾿Απαιτεῖ προσοχή καί ἐπιμέλεια, φροντίδα καί θεῖο ζῆλο. Σπουδάζοντες τηρεῖν τήν ἑνότητα, τονίζει ὁ ἀπόστολος. ῎Αν, γιά νά σπουδάσουμε μία ἐπιστήμη ἤ νά ἐπιτύχουμε μία ἐπίγεια σταδιοδρομία, καταβάλλουμε ἐπί χρόνια ἐπίπονη προσπάθεια, πόσο μᾶλλον πρέπει νά κοπιάσουμε γιά τή διατήρηση αὐτοῦ τοῦ θεϊκοῦ δώρου; «Οὐκ ἀκόπως ἰσχύσομεν εἰρηνεύειν», σχολιάζει ὁ ἅγιος Θεοφύλακτος.

῾Η προσπάθεια τοῦ πιστοῦ γιά τή διατήρηση τῆς ἑνότητος στηρίζεται στήν προσωπική καί ζωντανή του σχέση μέ τό Πνεῦμα τό ἅγιο, τήν πηγή τῆς ἑνότητος. ῾Η ἐξωτερική ἁρμονία καί ὁμόνοια εἶναι ἀποτέλεσμα τῆς ἐσωτερικῆς πνευματικῆς ζωῆς. ῾Ο ὅλος ἀγώνας τοῦ πιστοῦ καί ἡ συνεχής πνευματική του τροφοδοσία μέ τά μυστήρια, τήν προσευχή καί τή μελέτη τοῦ λόγου τοῦ Θεοῦ τόν διαφυλάττουν μέσα στήν παρουσία τοῦ Πνεύματος. Τότε, ὄχι μόνο ὁ ἴδιος δέν δίνει ἀφορμές γιά συγκρούσεις καί διαιρέσεις, ἀλλά καί ὅταν τίς προξενοῦν οἱ ἄλλοι, τίς ἐξουδετερώνει μέ σύνεση καί ἀγάπη.

᾿Εν τῷ συνδέσμῳ τῆς εἰρήνης· Τό συνδετικό ὑλικό πού ἑνώνει τούς πιστούς μέσα στήν ᾿Εκκλησία εἶναι ἡ εἰρήνη καί ἡ ἀγάπη (βλ. Κλ 3,14). ῾Ο ἴδιος ὁ ᾿Ιησοῦς Χριστός εἶναι ἡ εἰρήνη μας ἀλλά καί ὁ σύνδεσμος, τό συνδετικό ὑλικό, πού μᾶς συνδέει καί μέ τά ἄλλα μέλη τῆς ᾿Εκκλησίας. ῾Ο Χριστός, χαρίζοντάς μας τήν ἄφεση τῶν ἁμαρτιῶν, μᾶς κάνει χαρούμενους, γαλήνιους καί εἰρηνικούς. ῞Οταν ὅμως εἴμαστε χαρούμενοι καί εἰρηνικοί μέσα μας, εἴμαστε καί μέ τούς γύρω μας γλυκεῖς, ἀνεκτικοί, ὑποχωρητικοί.
 

γ) ῾Ο Κύριος πηγή τῆς ἑνότητος (4,4-6)
 

Στούς στίχους 4-6 τονίζεται ἔντονα ἡ ἑνότητα τῆς ᾿Εκκλησίας μέ τή συνεχῆ ἐπανάληψη τοῦ ἐπιθέτου εἷς, μία, ἕν (ὑπάρχουν ἑπτά τύποι τοῦ ἐπιθέτου μέσα σέ τρεῖς στίχους). πρότυπο γιά τήν ἑνότητα τῶν μελῶν τῆς ᾿Εκκλησίας παρουσιάζει ὁ ἀπόστολος τήν ἑνότητα τῶν προσώπων τῆς ἁγίας Τριάδος. Τήν πρακτική καί ἠθική διδαχή του τή στηρίζει στή θεολογική καί δογματική ἀλήθεια.
 

 4,4. ῞Εν σῶμα καί ἕν Πνεῦμα, καθώς καί ἐκλήθητε ἐν μιᾷ ἐλπίδι τῆς κλήσεως ὑμῶν.

῾Ο ᾿Ιησοῦς Χριστός δέν σώζει ἁπλῶς τούς ἀνθρώπους, ἀλλά τούς ἑνώνει μέ τόν Θεό καί μέ τούς ἄλλους λυτρωμένους εἰς ἕν σῶμα, τήν ᾿Εκκλησία, πού ἔχει κεφαλή της τόν Χριστό. ῾Η εἰκόνα τοῦ σώματος χρησιμοποιεῖται συχνά στήν Κ.Δ., γιά νά δηλώσει τήν ᾿Εκκλησία (βλ. Α´ Κο 12,13-27· ᾿Εφ 1,23· 2,15-16 κ.ἀ.). ῞Οπως στό ἀνθρώπινο σῶμα ὅλα τά μέλη ἐπικοινωνοῦν μέ τόν ἐγκέφαλο καί αὐτός ἐξασφαλίζει τήν κοινωνία τῶν μελῶν μεταξύ τους, ἔτσι τό ἕν Πνεῦμα, πού κατοικεῖ μέ τά μυστήρια στόν κάθε πιστό ξεχωριστά, ἐξασφαλίζει τήν κοινωνία τῶν πιστῶν καί τούς κρατᾶ ἑνωμένους μέσα στή μία ᾿Εκκλησία.

῾Ο Νικηφόρος Θεοτόκης λέει ὅτι εἴμαστε ἕνα σῶμα, διότι μεταλαμβάνουμε ἀπό τόν ἴδιο ἄρτο τῆς θείας Εὐχαριστίας, ὁ ὁποῖος εἶναι τό σῶμα τοῦ ᾿Ιησοῦ Χριστοῦ. Συναπτόμαστε καί ἑνωνόμαστε μαζί του σέ ἕνα σῶμα πνευματικό· «ὅτι εἷς ἄρτος, ἕν σῶμα οἱ πολλοί ἐσμεν· οἱ γάρ πάντες ἐκ τοῦ ἑνός ἄρτου μετέχομεν» (Α´ Κο 10,17).

 Μέ τήν πρόθεση ἐν δηλώνεται ἡ κατάσταση στήν ὁποία βρέθηκαν οἱ ἄνθρωποι καθώς καί ἐκλήθησαν, ἀμέσως μετά ἀπό τήν κλήση τους. Εἴτε ἦταν εἰδωλολάτρες εἴτε ἰουδαῖοι, δέν ἔγινε διάκριση· ἐκλήθησαν ἐν μιᾷ ἐλπίδι τῆς κλήσεως, στόν αὐτό τρόπο σωτηρίας καί γιά τίς ἴδιες μέλλουσες ἐπαγγελίες.

῾Υπάρχουν περιπτώσεις στίς ὁποῖες πολλοί, ἐπιδιώκοντας νά πετύχουν ἕνα πράγμα, συγκρούονται μεταξύ τους καί διαιροῦνται. Π.χ. οἱ ἀθλητές πού ἀγωνίζονται γιά τό ἴδιο βραβεῖο, συνάδελφοι πού ἐπιδιώκουν τήν ἴδια προαγωγή καί διάκριση. ῾Η κοινή ὅμως ἐλπίδα τῶν χριστιανῶν δέν τούς χωρίζει ἀλλά τούς ἑνώνει. ῾Ο ἅγιος Χρυσόστομος παρατηρεῖ· «῾Ο Θεός σᾶς κάλεσε στά ἴδια· δέν ἔδωσε στόν ἕνα τίποτε περισσότερο ἀπό ὅ,τι στόν ἄλλο. Σέ ὅλους χάρισε τήν ἀθανασία, σέ ὅλους τήν αἰώνια ζωή, σέ ὅλους τήν ἀθάνατη δόξαϜ ὅλους τούς συνανέστησε καί τούς συνεκάθισε μαζί του στούς οὐρανούς. Σεῖς, λοιπόν, πού στά πνευματικά ἔχετε τόση ἰσοτιμία, γιά ποιό λόγο νά μεγαλοφρονεῖτε καί νά διχάζεσθε;».

Μέ τή φράση ἐλπίς τῆς κλήσεως ὑμῶν ἐννοεῖται ἡ ἐλπίς τῆς αἰωνίου ζωῆς. Αὐτή ἡ ἐλπίς βιώνεται μέσα στή στρατευομένη ᾿Εκκλησία. Περιλαμβάνει τήν ἄφεση τῶν ἁμαρτιῶν, τήν υἱοθεσία, τά μυστήρια καί γενικά ὅλα τά ἀγαθά πού ἀπολαμβάνουν οἱ πιστοί ὡς μέλη τῆς ᾿Εκκλησίας. Αὐτά ἀποτελοῦν τόν «ἀρραβῶνα τοῦ Πνεύματος» (Β´ Κο 1,22· 5,5· ᾿Εφ 1,14), τήν πρόγευση τῆς αἰωνιότητος καί τῆς μελλοντικῆς εὐδαιμονίας καί βεβαιώνουν τούς πιστούς γιά τή μέλλουσα μακαριότητα, πού θά ἀπολαύσουν ἐν μέρει μετά τήν ἔξοδό τους ἀπό τόν κόσμο αὐτό καί πού θά ὁλοκληρωθεῖ μετά τή Β´ Παρουσία τοῦ Κυρίου καί τήν ἀνάσταση τῶν σωμάτων.
 

4,5. εἷς Κύριος, μία πίστις, ἕν βάπτισμα.

῾Η ἑνότητα τοῦ Πνεύματος, συνεχίζει ὁ ἀπόστολος, στηρίζεται πάνω σέ τρία θεμέλια, πού στήν οὐσία εἶναι ἕνα καί τό αὐτό. ῾Η μία πίστις εἶναι ἡ μοναδική ἀλήθεια πού ἀποκάλυψε ὁ θεάνθρωπος ᾿Ιησοῦς Χριστός καί ἡ σωτηρία πού προσφέρει. Μέ τό ἕν βάπτισμα ντυνόμαστε τόν Χριστό καί πολιτογραφούμαστε στήν ᾿Εκκλησία Του. ῾Η ἑνότητα στηρίζεται στόν ἕνα Κύριο, τόν ᾿Ιησοῦ Χριστό· Αὐτός ἀποτελεῖ τήν ἐγγύηση τῆς πραγματικῆς ἑνότητος.

Μέ τή δεύτερη αὐτή τριάδα ἐπαναλαμβάνει ὁ ἀπόστολος τό νόημα τό ὁποῖο διατύπωσε μέ τήν τριάδα τοῦ προηγούμενου στίχου. Στό «ἕν σῶμα» ἀντιστοιχεῖ τό εἷς Κύριος, ὁ ᾿Ιησοῦς Χριστός, πού εἶναι ἡ κεφαλή τοῦ σώματος τῆς ᾿Εκκλησίας. Τό «ἕν Πνεῦμα» διατυπώνεται ἐδῶ ὡς ἕν βάπτισμα, διότι τό ἅγιο Πνεῦμα εἶναι αὐτό πού τελεῖ τά μυστήρια τῆς ᾿Εκκλησίας. ῾Η «μία ἐλπίς τῆς κλήσεως» εἶναι ἡ μία πίστις.

῾Ο Νικηφόρος Θεοτόκης, θέλοντας νά ἀσφαλίσει τούς πιστούς ἀπό τίς διάφορες αἱρέσεις, ἐπισημαίνει· «Μία μόνη ἐστίν ἡ ἀληθής καί σωτήριος πίστις, ἐκείνη δηλονότι ἥν ὁ ᾿Ιησοῦς Χριστός ἐδίδαξε καί οἱ θεοφόροι ἀπόστολοι ἐκήρυξαν καί οἱ ἅγιοι μάρτυρες ὁμολόγησαν καί οἱ θεῖοι πατέρες ἐστήριξαν».
 

4,6. εἷς Θεός καί πατήρ πάντων, ὁ ἐπί πάντων, καί διά πάντων, καί ἐν πᾶσιν ἡμῖν.

῾Ο εἷς τριαδικός Θεός ἀποτελεῖ τήν πηγή καί τό ὑπόδειγμα τῆς ἑνότητος τῶν μελῶν τῆς ᾿Εκκλησίας. Μέ τήν ἐπανάληψη τοῦ ἐπιθέτου «πᾶς» στίς φράσεις πάντων, ἐπί πάντων, διά πάντων καί ἐν πᾶσιν ἡμῖν, ὁ ἀπ. Παῦλος θέλει νά τονίσει μέ ἔμφαση ὅτι ὅλοι ἀποτελοῦν ἕνα σῶμα, τήν ᾿Εκκλησία. Κατά τήν ἑρμηνεία τοῦ ἁγίου Χρυσοστόμου, τόν ὁποῖο ἀκολουθοῦν καί ἄλλοι πατέρες, τό ἐπί πάντων σημαίνει τήν κυριαρχία καί δεσποτεία τοῦ Θεοῦ, τό διά πάντων τήν πρόνοια καί τό ἐν πᾶσιν ἡμῖν τήν ἐνοίκηση· «ἐνοικήσω ἐν αὐτοῖς καί ἐμπεριπατήσω» (Β´ Κο 6,16· πρβλ. Λε 26,12).

῾Ο Θεός βέβαια κυριαρχεῖ, κυβερνᾶ καί φροντίζει γιά ὅλο τό σύμπαν. ῾Οπωσδήποτε ὅμως ὁ ἀπόστολος γράφει ἔχοντας ὑπ᾿ ὅψιν του τή σχέση τοῦ Θεοῦ μέ τούς παραλῆπτες τῆς ᾿Επιστολῆς. ῾Ο εἷς Θεός εἶναι ὁ πατέρας ὅλων τῶν μελῶν τῆς ᾿Εκκλησίας, ὁ κυρίαρχος καί δεσπότης, πού προνοεῖ γιά ὅλους καί κατοικεῖ μέσα στίς καρδιές τους. ῾Επομένως, ὅλοι ὀφείλουν νά ἀποτελοῦν μία οἰκογένεια, νά ἔχουν μία καρδιά, νά εἶναι ἑνωμένοι.
 

4,7. ῾Ενί δέ ἑκάστῳ ἡμῶν ἐδόθη ἡ χάρις κατά τό μέτρον τῆς δωρεᾶς τοῦ Χριστοῦ.

 ᾿Από τό σύνολο τῆς ᾿Εκκλησίας ὁ ἀπόστολος περνᾶ ἑνί δέ ἑκάστῳ, στά μέλη πού τήν ἀπαρτίζουν. Καθώς τά ἄτομα μπαίνουν στήν ᾿Εκκλησία καί ἑνώνονται σέ ἕνα σῶμα, δέν γίνονται μάζα. ᾿Απεναντίας, τό Πνεῦμα τό ἅγιο μέ τή δύναμή του διασπᾶ τό κάθε ἄτομο καί τό μετατρέπει σέ πρόσωπο, σέ ἐλεύθερη προσωπικότητα. Καί ἐνῶ στό ἄτομο κυριαρχεῖ τό «ἐγώ», ἡ ἰδιοτέλεια, ἡ φιλαυτία, στό πρόσωπο κυριαρχεῖ τό ἐκκλησιαστικό φρόνημα, τό πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ, πού ἀνακαινίζει καί ἐξαγιάζει τά ἀτομικά χαρακτηριστικά καί προάγει τόν ἄνθρωπο.

 ῾Η χάρις εἶναι ἡ πρακτική ἐκδήλωση τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ, τά διάφορα χαρίσματα. Οἱ πατέρες διακρίνουν· α) γενικά χαρίσματα· πίστη, υἱοθεσία, μυστήρια τῆς ᾿Εκκλησίας, β) εἰδικά χαρίσματα· τά τάλαντα μέ τά ὁποῖα ὁ Θεός ἔχει προικίσει τόν κάθε πιστό καί γ) ἔκτακτα χαρίσματα· χαρισματικές ἐνέργειες καί δυνάμεις.

 Τά πρῶτα, πού εἶναι καί ἀπαραίτητα γιά τή σωτηρία, εἶναι κοινά σέ ὅλους· τά ἄλλα ποικίλλουν. ῞Ολα τά μέλη τῆς ᾿Εκκλησίας, ἀνεξάρτητα ἀπό τά προσωπικά τους χαρίσματα, ἔχουν τά γενικά, ἐκεῖνα ἀπό τά ὁποῖα ἐξαρτᾶται ἡ σωτηρία. Τά εἰδικά καί τά ἔκτακτα χαρίσματα δίδονται ἀπό τήν ἴδια πηγή, τόν Χριστό. Δέν γίνεται αὐθαίρετα ἡ διανομή ἀλλά κατά τό μέτρον τῆς δωρεᾶς τοῦ Χριστοῦ. Γι᾿ αὐτό εἶναι καί σωστή ἀλλά καί συμφέρουσα γιά τούς πιστούς ἡ δωρεά.

῾Ο Χριστός δίδει τά χαρίσματα γιά τό καλό τῆς ᾿Εκκλησίας, γιά τήν οἰκοδομή τοῦ σώματος τοῦ Χριστοῦ (4,12). Καθένας ἔχει λάβει τά δικά του προσόντα καί τάλαντα, μέ τά ὁποῖα ἐπιτελεῖ κάποια διακονία καί διακρίνεται. Αὐτό ὅμως δέν βλάπτει οὔτε ἐμποδίζει τήν ἑνότητα· ἀντίθετα τήν ἐνισχύει, ὅπως ἀποδεικνύει ὁ ἀπόστολος στούς στ. 7-16. Στό ἴδιο θέμα ἀναφέρεται ὁ ἀπ. Παῦλος καί ἀλλοῦ (βλ. Ρω 12,3-8· Α´ Κο 12,12-27), ἐνισχύοντας τή διδασκαλία του μέ τό παράδειγμα τοῦ ἀνθρωπίνου σώματος. ῾Η ποικιλία τῶν μελῶν δίνει στό σῶμα τήν ἁρμονία καί τήν ἑνότητα. ῎Ετσι, ὁ καθένας ὀφείλει νά χαίρεται καί νά ἀπολαμβάνει τά χαρίσματα τῶν ἄλλων καί νά τά θεωρεῖ δικά του, καθώς ἐπίσης καί νά μήν ὑπερηφανεύεται γιά τά προσωπικά του χαρίσματα, ἀλλά νά αἰσθάνεται ὅτι ἀνήκουν σέ ὅλους. ᾿Επιπλέον, κανείς δέν μπορεῖ νά νιώθει ὅτι εἶναι αὐτάρκης. ῾Ο καθένας ἔχει ἀνάγκη ἀπό τούς ἄλλους, ἀκόμη καί τούς πιό ἄσημους, διότι κάθε πιστός συνεισφέρει στήν οἰκοδομή τῆς ᾿Εκκλησίας.

 Εἶναι ἐκτροπή ἀπό τό χάρισμα καί προσβολή τοῦ ἁγίου Πνεύματος νά χρησιμοποιήσει κανείς τά χαρίσματά του, γιά νά καταφρονήσει αὐτούς πού δέν ἔχουν χαρίσματα ἤ πού ἔχουν μικρότερα χαρίσματα. ῞Οπως ἐπίσης εἶναι προσβολή κατά τοῦ ἁγίου Πνεύματος νά αἰσθάνεται ἡττοπάθεια καί κατωτερότητα καί νά μαραίνεται ἐκεῖνος πού δέν βλέπει νά ἔχει μεγάλα καί σπουδαῖα χαρίσματα. Αὐτός ὁ μαρασμός μαραίνει τό σῶμα τῆς ᾿Εκκλησίας καί διασπᾶ τήν ἑνότητα. ῾Ο ἅγιος Χρυσόστομος συμβουλεύει· «᾿Εάν ὁ τάδε ἔχει κάποιο χάρισμα περισσότερο, μή στενοχωριέσαι, διότι καί ὁ κόπος εἶναι σ᾿ αὐτόν περισσότερος. Καί ἀπό ἐκεῖνον ὁ ὁποῖος ἔλαβε τά πέντε τάλαντα, πέντε τοῦ ζητήθηκαν· ἐκεῖνος δέ πού ἔλαβε τά δύο, δύο μόνο προσέφερε, καί τίποτα λιγότερο δέν ἔλαβε ἀπό τόν προηγούμενο».

Στεργίου Σάκκου, Ἀποστολικές περικοπές (βοήθημα γιά κυκλάρχες)

Τετάρτη, 15 Νοέμβριος 2023 02:00

Κυριακή ΚΔ΄ Ἐφ 2,14-22

῾Η ᾿Εκκλησία τοῦ Χριστοῦ κοινωνία ἀγάπης καί εἰρήνης

 

 Στό πρῶτο μέρος τοῦ 2ου κεφ. ὁ ἀπ. Παῦλος ἔγραψε στούς ᾿Εφεσίους ὅτι ὁ πολυέλεος Θεός ἀνέστησε ἀπό τόν πνευματικό θάνατο τόσο τούς ἰουδαίους ὅσο καί τούς εἰδωλολάτρες καί τούς ὁδήγησε στή σωτηρία διά τῆς χάριτος. ῞Ολοι αὐτοί χαίρονται τώρα τή νέα ἐν Χριστῷ ζωή, γνώρισμα τῆς ὁποίας εἶναι ἡ ἀγαθοεργία.

 Στήν περικοπή μας ὁ ἀπόστολος ἐπιμένει στό ἴδιο θέμα παρουσιάζοντας καί ἄλλες πλευρές τοῦ μυστηρίου τῆς λυτρώσεως. Καλεῖ τούς ἀναγνῶστες τῆς ᾿Επιστολῆς νά θυμηθοῦν τήν προηγούμενη κατάστασή τους, τότε πού ἡ ἀνθρωπότητα ἦταν διχασμένη σέ δύο ἐχθρικές μερίδες, ἀποξενωμένες ἀπό τόν Θεό. ῾Ο ᾿Ιησοῦς Χριστός μέ τήν ἐνανθρώπησή του καί τή σταυρική του θυσία συμφιλίωσε τίς δύο ἀντιμαχόμενες παρατάξεις, τίς ἀνέπλασε καί τίς κατέστησε οἰκογένεια τοῦ Θεοῦ. ῾Η ἑνότητα καί ἡ εἰρήνη τῶν μελῶν τῆς ᾿Εκκλησίας εἶναι ἀποτέλεσμα τοῦ ἀπολυτρωτικοῦ ἔργου τοῦ Χριστοῦ. Εἰδωλολάτρες καί ἰουδαῖοι ἀναγεννημένοι καί συμφιλιωμένοι ἀποτελοῦν ὅλοι μαζί τή θεία οἰκοδομή, στήν ὁποία κατοικεῖ ὁ ἴδιος ὁ Θεός.
 

α) ῾Ο Χριστός γκρέμισε τό μεσότοιχο, ἔφερε τήν ἑνότητα (2,14-18)
 

2,14. Αὐτός γάρ ἐστιν ἡ εἰρήνη ἡμῶν, ὁ ποιήσας τά ἀμφότερα ἕν καί τό μεσότοιχον τοῦ φραγμοῦ λύσας.

Kyrios2 ῾Η ἁμαρτία μπῆκε στόν παράδεισο καί διασάλευσε τίς σχέσεις τοῦ ἀνθρώπου μέ τόν Θεό. Τό γεγονός αὐτό προκάλεσε στή συνέχεια τή σύγκρουση τοῦ ἀνθρώπου μέ τόν ἴδιο τόν ἑαυτό του καί μέ τόν συνάνθρωπό του. ῾Η διασάλευση αὐτή εἶχε ἀντίκτυπο ἀκόμη καί στή φυσική δημιουργία. ῾Η κτίση ὁλόκληρη ἐπαναστάτησε ἐναντίον τοῦ ἀποστάτη καί παραβάτη ἀνθρώπου. ῎Αρχισε καί αὐτή νά «συστενάζει» καί νά «συνωδίνει» (Ρω 8,22). ῾Η τάξη καί ἡ ἁρμονία σαλεύτηκαν στήν κοινωνία τῶν ἀνθρώπων καί στόν κόσμο.

 Αὐτός, δηλαδή ὁ ᾿Ιησοῦς Χριστός, ἐστίν ἡ εἰρήνη ἡμῶν, λέει ὁ ἀπόστολος. Αὐτός μόνο μπόρεσε νά φέρει τήν εἰρήνη στόν σαλευμένο κόσμο μας. ῎Ηδη ἀπό τήν Π.Δ. προφητεύθηκε ὁ Χριστός ὡς «ἄρχων εἰρήνης» (᾿Ησ 9,6). Στή γέννησή του οἱ ἄγγελοι ἔψαλλαν «ἐπί γῆς εἰρήνη» (Λκ 2,14). Καί ὅταν ὁ ἀναστημένος Κύριος συνάντησε τούς μαθητές του, τούς χαιρέτησε μέ τό «εἰρήνη ὑμῖν» (Λκ 24,36· ᾿Ιω 20,19.21.26). ῾Ο Χριστός στό πρόσωπό του ἕνωσε τήν ἀνθρώπινη μέ τή θεία φύση καί ἀποκατέστησε τή σχέση ἀνθρώπου καί Θεοῦ. Μέ τή σταυρική του θυσία εἰρήνευσε ἐσωτερικά τόν ἄνθρωπο καί τόν συμφιλίωσε μέ τόν συνάνθρωπό του.

 ῎Αν ὑπάρχει μιά λέξη πού μέ γλυκύτητα καί ἀνακούφιση ἀκοῦν ὅλοι οἱ ἄνθρωποι εἶναι ἡ λέξη εἰρήνη. «Εἰρήνη ὄνομα γλυκύ καί πράγμα γλυκύτερον», ἔλεγε συχνά ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ θεολόγος.

 ῾Η εἰρήνη, τό ποθητό αὐτό ἀγαθό, λείπει καί σήμερα ἀπό τόν ταραγμένο κόσμο μας, ἀφοῦ λείπει ἀπό τή ζωή μας ὁ Χριστός. Λείπει ἀπό τίς πόλεις καί τά χωριά μας πού τά πληγώνουν μίση καί ἔχθρες. Λείπει ἀπό τά σπίτια μας καί ἀπό τούς ἴδιους τούς ἑαυτούς μας. Δέν εἶναι δυνατόν νά εἰρηνεύεις μέ τούς ἄλλους, ὅταν ἔχεις μέσα σου διχασμό καί ἀναστάτωση.

 Οἱ ἄνθρωποι, γιά νά βροῦν τήν ψυχική τους γαλήνη, καταφεύγουν σέ πολλά μέσα. ῎Αλλοι κυνηγοῦν τά πλούτη, διότι νομίζουν ὅτι ἡ φτώχια τούς κάνει ἀνειρήνευτους. ῎Αλλοι καταφεύγουν στό κάπνισμα, στό πιοτό καί στά ναρκωτικά. Πολλοί ἐπιδίδονται στόν τουρισμό, ἀναζητώντας ἡσυχία μακριά ἀπό τή ρουτίνα τῆς ζωῆς. ῞Ολα αὐτά εἶναι ἀνίκανα νά χαρίσουν στόν ἄνθρωπο τήν εἰρήνη, ἡ ὁποία εἶναι ἐσωτερική κατάσταση.

 ῾Η εἰρήνη εἶναι καρπός τοῦ ἁγίου Πνεύματος (βλ. Γα 5,22). Πηγάζει ἀπό τόν ἴδιο τόν «ἄρχοντα τῆς εἰρήνης», τόν ᾿Ιησοῦ Χριστό, καί καλλιεργεῖται μέ τή μελέτη τοῦ θείου λόγου (βλ. Ψα 118,165), μέ τήν προσευχή καί μέ τά μυστήρια τῆς ᾿Εκκλησίας. Θά πλημμυρίσει τήν καρδιά μας, ὅταν θελήσουμε νά τήν κατακτήσουμε μέ προσπάθεια καί ἀγώνα. «Εἰρήνην διώκετε», συνιστᾶ στούς πιστούς ὁ ἀπ. Παῦλος (῾Εβ 12,14) καί εὔχεται· «Αὐτός δέ ὁ Κύριος τῆς εἰρήνης δῴη ὑμῖν τήν εἰρήνην διά παντός ἐν παντί τρόπῳ» (Β´ Θε 3,16). ῞Οταν ζήσουμε ὅλοι μέσα μας αὐτή τήν ἀληθινή εἰρήνη, τότε θά ἔχουμε εἰρήνη καί μέ τούς ἀνθρώπους πού εἶναι γύρω μας, μέ τήν οἰκογένειά μας, μέ τό περιβάλλον καί μέ τήν κοινωνία μας. ῾Ο ἅγιος Σεραφείμ τοῦ Σάρωφ ἔλεγε· «Βρές ἐσύ τήν ἐσωτερική σου εἰρήνη, καί πλῆθος ἀνθρώπων θά βροῦν τή σωτηρία κοντά σου».

 Στό Μέγαρο Πίτι τῆς Φλωρεντίας ὑπάρχει μία ἐλαιογραφία πού παριστάνει καταιγίδα στή θάλασσα. ῎Αγρια κύματα, μαῦρα σύννεφα καί ζωηρές λάμψεις αὐλακώνουν τό στερέωμα. Τά συντρίμμια ἑνός ναυαγίου πλέουν στούς ἀφρούς. Κάποια χέρια ζητοῦν ἀπελπισμένα βοήθεια. ῎Εξω ἀπό τήν ἐπιφάνεια τῆς θάλασσας προβάλλει ἕνας βράχος, πάνω στόν ὁποῖο σπάζουν τά κύματα. Στό κοίλωμα τοῦ βράχου ὑπάρχει λίγη πρασινάδα κι ἐκεῖ ἕνα ἀγριοπερίστερο κοιτάζει ἤρεμο καί ἀτάραχο τήν καταιγίδα. ῾Η εἰκόνα αὐτή φανερώνει τήν εἰρήνη πού βασιλεύει στήν ψυχή τοῦ πιστοῦ, ὁ ὁποῖος ἀνάμεσα στίς καταιγίδες τῆς ζωῆς μένει ἤρεμος, διότι ἐμπιστεύεται τά πάντα στόν Θεό.

  Χαρακτηριστικό γνώρισμα τοῦ χριστιανοῦ εἶναι νά ζῆ βαθιά του τήν εἰρήνη καί νά τή μεταδίδει γύρω του. ῾Ο Κύριος μακάρισε τούς εἰρηνοποιούς, πού ἐπιδιώκουν τήν εἰρήνη καί βαδίζουν τό δρόμο της (βλ. Μθ 5,9). ῾Ο Μ. Βασίλειος ὑπογραμμίζει ὅτι «οὐδέν οὕτως ἴδιόν ἐστι χριστιανοῦ, ὡς τό εἰρηνοποιεῖν».

 ῾Ο Χριστός εἶναι ὁ ποιήσας τά ἀμφότερα ἕν καί τό μεσότοιχον τοῦ φραγμοῦ λύσας. ῾Η φράση γίνεται κατανοητή ἄν ἔχουμε ὑπ᾿ ὄψιν μας τή διάταξη πού ὑπῆρχε στό ναό τοῦ Σολομώντα. ῞Ενα μεγάλο καταπέτασμα χώριζε καί ἀπομόνωνε τό τμῆμα τοῦ ναοῦ πού λεγόταν «ἅγια» ἀπό τά «ἅγια τῶν ἁγίων». ῾Ο Θεός κατοικοῦσε «στά ἅγια τῶν ἁγίων», ἀλλά ἦταν ἀπρόσιτος καί χωρισμένος ἀπό τούς ἀνθρώπους μέ τό καταπέτασμα. Μόνο μιά φορά τό χρόνο εἰσερχόταν ἐκεῖ ὁ ἀρχιερέας, γιά νά κάνει τή θυσία τοῦ ἐξιλασμοῦ.

 Στή σταύρωση τοῦ Χριστοῦ «τό καταπέτασμα τοῦ ναοῦ ἐσχίσθη εἰς δύο ἀπό ἄνωθεν ἕως κάτω» (Μθ 27,51). ῏Ηταν ἕνα σημεῖο πού δήλωνε ὅτι ἄνοιξε ὁ οὐρανός καί ὁ Θεός συμφιλιώθηκε μέ τούς ἀνθρώπους. Παρέμεινε ὅμως ἀκόμη τό μεσότοιχον ἀνάμεσα στούς ἰουδαίους καί στούς ἐθνικούς, οἱ ὁποῖοι ἦταν ἐντελῶς ξένοι καί ἐχθρικοί μεταξύ τους. ῾Ο στεγανός διαχωρισμός τους φαινόταν χαρακτηριστικά στό ναό τοῦ Σολομώντα. Τό μέρος ὅπου μποροῦσαν νά μπαίνουν οἱ ἐθνικοί ἦταν ἡ «αὐλή τῶν ἐθνῶν», πού χωριζόταν μέ εἰδικό τεῖχος ἀπό τό ὑπόλοιπο μέρος τοῦ ναοῦ. Πάνω στό τεῖχος αὐτό ὑπῆρχαν κατά διαστήματα ἐπιγραφές πού ἀπαγόρευαν στούς ἐθνικούς νά τό περάσουν. ῾Η ποινή γιά τήν καταπάτηση τῆς ἐντολῆς αὐτῆς ἦταν θάνατος. ῾Ο ἀπ. Παῦλος ὡς πρώην ζηλωτής ἰουδαῖος γνώριζε ἀπό προσωπική πείρα μέ πόσο ζῆλο οἱ ἰουδαῖοι τηροῦσαν τό ἀδιαπέραστο αὐτοῦ τοῦ τείχους. Στίς Πράξεις τῶν ἀποστόλων ἄλλωστε ἀναφέρεται ἕνα περιστατικό κατά τό ὁποῖο ὁ ἀπ. Παῦλος κατηγορήθηκε ὅτι «῞Ελληνας εἰσήγαγεν εἰς τό ἱερόν καί κεκοίνωκε τόν ἅγιον τόπον τοῦτον» (21,28). Τό περιστατικό αὐτό, ἄν δέν ἐπενέβαινε ὁ Θεός, λίγο ἔλειψε νά γίνει ἀφορμή νά τόν θανατώσουν οἱ ἐχθροί του. Στάθηκε μάλιστα ἡ αἰτία γιά νά ὁδηγηθεῖ στή φυλακή τῆς Καισάρειας καί κατόπιν τῆς Ρώμης.

 ῾Ο ἅγιος Χρυσόστομος, τόν ὁποῖο ἀκολουθοῦν καί ἄλλοι πατέρες τῆς ᾿Εκκλησίας, λέει ὅτι ὁ φραγμός εἶναι ὁ μωσαϊκός νόμος. ῾Ο Θεός εἶχε δώσει στούς ἰουδαίους τό νόμο σάν ἕνα φραγμό, γιά νά τούς ἀσφαλίσει ἀπό τήν εἰδωλολατρία καί νά τούς κρατᾶ δικό του λαό. ᾿Εκεῖνοι ὅμως κατάντησαν τό νόμο ἕνα φραγμό, πού δέν τούς ἀπομόνωσε μόνο ἀπό τούς ἄλλους λαούς, ἀλλά μέ τήν τυπολατρία τούς ἀπέκοψε καί ἀπό τόν ἴδιο τόν Θεό.
 

2,15. τήν ἔχθραν, ἐν τῇ σαρκί αὐτοῦ τόν νόμον τῶν ἐντολῶν ἐν δόγμασι καταργήσας, ἵνα τούς δύο κτίσῃ ἐν ἑαυτῷ εἰς ἕνα καινόν ἄνθρωπον ποιῶν εἰρήνην.

῾Ο Χριστός κατέλυσε τήν ἔχθραν, ἡ ὁποία ἐκφραζόταν ὡς ἁμαρτία μέ τή διπλή μορφή· α) ἀπομάκρυνση ὅλης τῆς ἀνθρωπότητος ἀπό τόν Θεό, β) ἀμοιβαία ὑποτίμηση καί μίσος ἰουδαίων καί ἐθνικῶν.

᾿Εν τῇ σαρκί αὐτοῦ· Σάρκα ὀνομάζει ὁ ἀπόστολος τόν σαρκωθέντα Κύριο, τόν ἐνανθρωπήσαντα Θεό, ὅλη τήν ἐπί γῆς ζωή τοῦ Χριστοῦ καί κυρίως τή σταυρική του θυσία. ῾Ο Κύριος «γενόμενος ἐκ γυναικός, γενόμενος ὑπό νόμον» (Γα 4,4), καταργεῖ τήν ἁμαρτία, καταργεῖ καί τό νόμο καί μᾶς χαρίζει τήν υἱοθεσία.

 Τόν νόμον τῶν ἐντολῶν ἐν δόγμασι καταργήσας· Θά μποροῦσε ὁ Παῦλος νά ἀναφέρει μόνο τή μία ἀπό τίς τρεῖς λέξεις, διότι ἔχουν σχεδόν τό ἴδιο νόημα. ῾Η λέξη δόγματα ἐδῶ σημαίνει τίς διατάξεις τίς ὁποῖες θέσπισαν ἄνθρωποι, τίς συμπεριέλαβαν στόν μωσαϊκό νόμο καί τίς εἶχαν ὡς ἐντολές, καθώς καί πολλές τυπικές διατάξεις τοῦ μωσαϊκοῦ νόμου πού ἔχασαν τό νόημά τους. ῾Ο Χριστός κατήργησε τό τυπικό μέρος τοῦ νόμου, πού ἦταν περίπλοκο, κουραστικό καί εἶχε καταντήσει ἕνας βαρύς ζυγός, ὅπως ὁμολογεῖ ὁ ἀπ. Πέτρος (βλ. Πρξ 15,10) καί ὁ ἀπ. Παῦλος (πρβλ. Γα 6,13). «῏Ω ἄπειρη φιλανθρωπία!», ἀναφωνεῖ ὁ ἅγιος Χρυσόστομος. «῎Εδωσε σέ μᾶς νόμο γιά νά τόν τηροῦμε· ἐπειδή δέν τόν τηρήσαμε καί ἔπρεπε νά τιμωρηθοῦμε, κατήργησε τό νόμο. ῞Οπως ἐάν κάποιος γονιός, ἐνῶ ἔχει παραδώσει τό παιδί του σέ παιδαγωγό, ἐπειδή ἐκεῖνο δέν ὑπακούει, τό ἐλευθερώνει καί ἀπό τόν παιδαγωγό καί τό παίρνει πίσω στό σπίτι του».

 ῾Ο Νικηφόρος Θεοτόκης ἐξηγεῖ μέ ποιόν τρόπο ὁ Κύριος κατήργησε τό τυπικό μέρος τοῦ νόμου· «τήν μέν σαρκικήν περιτομήν διά τοῦ θείου βαπτίσματος, τήν δέ τῶν ζώων θυσίαν διά τῆς ἀναιμάκτου ἱερουργίας, τήν δέ τυπικήν ἱεροσύνην διά τῆς ἐν χάριτι ἱερατικῆς ἐξουσίας, τάς δέ συμβολικάς τελετάς διά τῆς ἐν πνεύματι ἀληθινῆς λατρείας».

 ῞Ινα τούς δύο κτίσῃ ἐν ἑαυτῷ· ῾Ο Χριστός μέ τούς δύο, ἰουδαίους καί ἐθνικούς, ἔκτισε, δημιούργησε ἐν ἑαυτῷ, μέσα στόν ἑαυτό του, ἕνα καινόν ἄνθρωπον. «῎Αν    καί εἶναι ἀόρατη αὐτή ἡ δημιουργία, δέν εἶναι κατώτερη ἀπό ἐκείνη (τήν πρώτη δημιουργία τοῦ ἀνθρώπου)», παρατηρεῖ ὁ ἅγιος Χρυσόστομος. ῾Ο Χριστός εἶναι ὁ γενάρχης τῆς νέας ἀνθρωπότητος, τῆς ᾿Εκκλησίας, πού εἶναι τό ἴδιο του τό σῶμα. ᾿Ιουδαῖοι καί ἐθνικοί ἑνώθηκαν μεταξύ τους, διότι προηγουμένως ἑνώθηκαν μέ τόν Χριστό. Καί ὅπως ἕνας χρυσοχόος λειώνει δύο παλιά μεταλλικά ἀντικείμενα, χύνει τό κράμα τους καί μέ τό νέο αὐτό κράμα κατασκευάζει ἕνα καινούργιο ἀντικείμενο, ἔτσι καί ὁ Χριστός νέκρωσε μέ τό θάνατό του ἰουδαίους καί ἐθνικούς, διότι ὅλοι κατάγονταν ἀπό τόν ᾿Αδάμ, καί μέ τήν ἀνάστασή του αὐτός ὡς νέος ᾿Αδάμ δημιούργησε ἕναν νέο τύπο ἀνθρώπου, τόν χριστιανό.

 ῞Οπως ἐμβαθύνει ὁ ἅγιος Χρυσόστομος, τό ἐν ἑαυτῷ σημαίνει ὅτι ὁ Χριστός εἶναι ὁ τύπος καί τό ὑπόδειγμα τῶν καινῶν ἀνθρώπων, τῶν χριστιανῶν. Στήν πρός Διόγνητον ἐπιστολή λέγεται ὅτι «οἱ χριστιανοί, ἐνῶ κατοικοῦν σέ ἑλληνικές καί βάρβαρες πόλεις καί ἐνῶ ἀκολουθοῦν ὡς πρός τό ἔνδυμα καί τήν τροφή τούς ἄλλους, ἐντούτοις ἡ πολιτεία τους εἶναι θαυμαστή καί παράδοξη. Κατοικοῦν σέ ὁρισμένες πατρίδες, ἀλλά συγχρόνως ζοῦν ὡς πάροικοι. Κάθε ξένη χώρα εἶναι πατρίδα τους καί κάθε πατρίδα εἶναι ξένη. ῾Υπακούουν στούς ὁρισμένους νόμους κάθε χώρας, ἀλλά μέ τό βίο πού διάγουν νικοῦν καί ὑπερβαίνουν τούς νόμους».

 ῾Ο Θεοφύλακτος παρατηρεῖ ὅτι ἀμφοτέρους (ἰουδαίους καί ἐθνικούς) τούς ἀνέβασε ὁ Χριστός «εἰς κρείττω κατάστασιν», σέ μία καλύτερη, ἀνώτερη κατάσταση, στήν ἐν Χριστῷ ζωή, στήν ᾿Εκκλησία.
 

2,16. καί ἀποκαταλλάξῃ τούς ἀμφοτέρους ἐν ἑνί σώματι τῷ Θεῷ διά τοῦ σταυροῦ, ἀποκτείνας τήν ἔχθραν ἐν αὐτῷ.

 Στό ἀμφοτέρους περιλαμβάνονται οἱ τρεῖς δυάδες ἀντιθέσεων πού ἀναφέρθηκαν στό στ. 14. ῾Ο Χριστός κατήργησε τήν ἔχθρα πού χώριζε τούς ἰουδαίους ἀπό τούς εἰδωλολάτρες, τήν ἀνθρωπότητα ἀπό τόν Θεό καί τόν κάθε ἄνθρωπο ἀπό τόν ἑαυτό του, καθώς ἡ ἁμαρτία δίχασε τήν προσωπικότητά του (πρβλ. Ρω 7,15-25). ῎Ετσι ἐπῆλθε ἡ ἑνότητα τῆς ἀνθρωπότητος καί ἡ εἰρήνη της μέ τόν Θεό. Αὐτή τή διπλή συμφιλίωση ἐκφράζει τό ἑξῆς παράδειγμα· Δύο συνεχόμενα δωμάτια χωρίζονται μεταξύ τους μέ τό μεσότοιχο· ἡ ὀροφή τά χωρίζει ἀπό τόν οὐρανό. ῞Οταν γκρεμίζονται τό μεσότοιχο καί ἡ ὀροφή, τότε τά δύο δωμάτια ἐπικοινωνοῦν μεταξύ τους καί μέ τόν οὐρανό.

 Στό ἀναστημένο σῶμα τοῦ Χριστοῦ, πού βρίσκεται βέβαια στόν οὐρανό, συμμετέχει συμφιλιωμένη ὅλη ἡ ἀνθρωπότητα. ῎Εχει ὅμως αὐτό τό θεῖο σῶμα καί ἐδῶ στή γῆ τό ἀντίκρυσμά του, τήν ᾿Εκκλησία, τῆς ὁποίας κεφαλή εἶναι ὁ Χριστός. Μέσα στήν ᾿Εκκλησία ἐν ἑνί σώματι, στό σῶμα τοῦ Χριστοῦ, συμφιλιώνονται τά διεστῶτα καί ἀνήκουν πλέον στόν Θεό. ῾Η καταλλαγή, τό μεγάλο καί θαυμαστό αὐτό ἀποτέλεσμα, ἐπετεύχθη διά τοῦ σταυροῦ, χάρη στή σταυρική θυσία τοῦ Χριστοῦ.

 ᾿Αποκαταλλάξῃ· ῾Ο τρόπος μέ τόν ὁποῖο ὁ Χριστός ἔκανε τήν ἀποκαταλλαγή δηλώνεται μέ τή φράση· ἀποκτείνας τήν ἔχθραν ἐν αὐτῷ. ῎Εχθρα εἶναι ἡ ἁμαρτία. ῾Ο Χριστός, ὁ ὁποῖος «ἁμαρτίαν οὐκ ἐποίησεν» (Α´ Πέ 2,22), φορτώθηκε πάνω του τήν ἁμαρτία ὅλου τοῦ κόσμου, ἔγινε ὅλος ἁμαρτία καί μέ τό θάνατό του ἀπέκτεινε, θανάτωσε, τήν ἁμαρτία (πρβλ. ῾Εβ 2,14). ῾Η μετοχή ἀποκτείνας, ἑρμηνεύει ὁ ἅγιος Χρυσόστομος, δείχνει ὅτι τελεσίδικα πλέον καταργήθηκε ἡ ἁμαρτία. Δέν ὑπάρχει περίπτωση νά ἀναστηθεῖ καί νά ξαναζήσει.

῾Ο ἀπ. Παῦλος, συγκλονισμένος ἀπό τό λυτρωτικό καί εἰρηνευτικό ἔργο τοῦ Χριστοῦ, μιλᾶ συνεχῶς γι᾿ αὐτό. Κηρύττει ὅτι ὁ Χριστός μέ τή σταυρική του θυσία γκρέμισε τό μεσότοιχο πού χώριζε τίς κοινωνίες τῶν ἀνθρώπων καί ἕνωσε ὅλη τήν ἀνθρωπότητα σ᾿ ἕνα ἁρμονικό σύνολο.

῾Η ἑνότητα εἶναι ἀγαθό ἀναγκαῖο καί ἐπίκαιρο γιά τήν ἐποχή μας. Καθημερινά ἀκοῦμε γιά τίς προσπάθειες πού κάνουν οἱ ἄνθρωποι τῆς γῆς νά ἑνωθοῦν μεταξύ τους. ῾Ιδρύουν ὀργανισμούς καί ὁμοσπονδίες, κάνουν συνθῆκες καί κοινότητες. Μετά τόν Β´ παγκόσμιο πόλεμο, ἱδρύθηκε ὁ Ο.Η.Ε. μέ σκοπό νά διατηρήσει τήν εἰρήνη καί τήν ἑνότητα τῶν κρατῶν. ῾Ωστόσο, οἱ διχασμοί συνεχίστηκαν καί οἱ πόλεμοι δέν ἔπαυσαν. Πολλές φορές μάλιστα γίνονται σκληροί ἐμφύλιοι πόλεμοι. Οἱ ταραχές καί οἱ συγκρούσεις εἶναι πυκνές. Καί μέσα στίς οἰκογένειες ἀκόμη, συχνά συμβαίνει τά μέλη νά εἶναι τόσο ξένα μεταξύ τους ὅσο καί οἱ ἔνοικοι ἑνός ξενοδοχείου.

 ῾Ο Κύριος τό βράδυ τῆς Μ. Πέμπτης, παραδίδοντας στούς μαθητές του τήν καινή του διαθήκη, προσευχήθηκε γιά τήν ἑνότητα τῆς ᾿Εκκλησίας του καί παρακάλεσε γιά τούς δικούς του· «ἵνα ὦσιν ἕν» (᾿Ιω 17,12). Στά πρῶτα χρόνια ἡ ᾿Εκκλησία ἦταν πράγματι ἑνωμένη· «Τοῦ δέ πλήθους τῶν πιστευσάντων ἦν ἡ καρδία καί ἡ ψυχή μία» (Πρξ 4,32). ῾Η ἑνότητα τῶν πρώτων χριστιανῶν ἦταν ἕνα θαῦμα καί πολλοί πίστευαν στόν Χριστό βλέποντας τήν ἑνότητα τῶν πιστῶν.

 Στήν ἀρχιερατική προσευχή ὡς ὑπόδειγμα τῆς ἑνότητος τῶν ἀνθρώπων ὁ Κύριος προβάλλει τή δική του ἑνότητα μέ τόν Πατέρα· «ἵνα ὦσιν ἕν καθώς ἡμεῖς ἕν ἐσμεν» (᾿Ιω 17,22). ῾Ο ἀπ. Παῦλος παραγγέλλει νά διατηρήσουμε «τήν ἑνότητα τοῦ Πνεύματος ἐν τῷ συνδέσμῳ τῆς εἰρήνης» (᾿Εφ 4,3). Δέν λέει νά ἀποκτήσουμε ἑνότητα, ἀλλά νά διατηρήσουμε τήν ἑνότητα πού μᾶς δίνει τό Πνεῦμα τό ἅγιο. ῞Οπως δέν μποροῦμε νά ἑνώσουμε δύο σίδερα, ἄν τά δέσουμε μέ σύρματα ἤ μέ σχοινιά, ἀλλά πρέπει νά τά πυρακτώσουμε καί νά τά σφυρηλατήσουμε γιά νά ἑνωθοῦν, ἔτσι οἱ ἄνθρωποι ἑνώνονται ἀληθινά, ὅταν πυρακτωθοῦν μέσα στήν παρουσία τοῦ ἁγίου Πνεύματος. Τό κοινό εὐαγγέλιο, πού κηρύττει τήν ἴδια πίστη καί καθιερώνει τό ἕνα Βάπτισμα, τό μυστήριο τῆς θείας Εὐχαριστίας εἶναι τά μέσα μέ τά ὁποῖα τό ἅγιο Πνεῦμα μᾶς ἑνώνει μεταξύ μας.

 Αὐτό εἶναι τό μυστικό τῆς ἀληθινῆς ἑνότητος τῶν λαῶν τῆς γῆς καί τῶν ἐθνῶν τοῦ κόσμου. ῞Οταν οἱ ἄνθρωποι ἀποκτήσουν τήν ἴδια πίστη καί τό ἴδιο φρόνημα, τότε μποροῦν νά συνδεθοῦν καί μέ τήν ἴδια ἀγάπη. Παραστατικά μποροῦμε νά παρουσιάσουμε αὐτή τήν ἀλήθεια μέ τήν ἑξῆς εἰκόνα· ῎Αν ὑποθέσουμε ὅτι στή μία γωνία τοῦ δωματίου πού βρισκόμαστε ἔχουμε τήν εἰκόνα τοῦ ἐσταυρωμένου Κυρίου, καί ἀποφασίσουμε ὅλοι νά πᾶμε νά ἀγκαλιάσουμε τόν ἐσταυρωμένο, στήν προσπάθειά μας αὐτή θά βρεθοῦμε ἀγκαλιασμένοι καί ἑνωμένοι καί μεταξύ μας.

 ᾿Απαραίτητη προϋπόθεση γιά τήν ἑνότητα τῶν ἀνθρώπων εἶναι ἡ κοινή πίστη. Αὐτό ἰδιαίτερα πρέπει νά τό προσέξουμε στίς μέρες μας, πού ἡ ἐπικίνδυνη κίνηση τοῦ οἰκουμενισμοῦ παρουσιάζεται μέ ὡραῖα καί δελεαστικά συνθήματα. ῾Ο οἰκουμενισμός θέλει νά ἑνώσει ὅλους τούς αἱρετικούς μέ τήν ᾿Ορθόδοξη ᾿Εκκλησία, ἀδιαφορώντας γιά τό ὅτι δέν ἔχουν τήν ἴδια πίστη. Δέν πρόκειται ὅμως ἔτσι νά γίνει ποτέ μιά πραγματική ἕνωση.
 

2,17. καί ἐλθών εὐηγγελίσατο εἰρήνην ὑμῖν τοῖς μακράν καί τοῖς ἐγγύς.

 Τό ἐλθών ἀναφέρεται στήν ἐνανθρώπηση τοῦ Κυρίου. ᾿Ενῶ ἱστορικά ἡ ἐνανθρώπηση προηγήθηκε τοῦ σταυρικοῦ θανάτου, ὁ ἀπόστολος δέν ἐμποδίζεται νά μιλήσει στόν προηγούμενο στίχο πρῶτα γιά τό σταυρό καί μετά γιά τήν ἐνανθρώπηση, ἀπό τήν ὁποία ἀρχίζει ὁ εὐαγγελισμός τῆς ἀνθρωπότητος καί ἡ ἐφαρμογή τοῦ σχεδίου τῆς θείας οἰκονομίας. «῾Ο ἴδιος ὁ Χριστός ἐλθών», παρατηρεῖ ὁ ἅγιος Χρυσόστομος, «εὐηγγελίσατο εἰρήνην ὑμῖν, μᾶς ἔφερε διά τοῦ ἑαυτοῦ του τό χαρμόσυνο μήνυμα τῆς εἰρήνης. Οὔτε ἄγγελο οὔτε ἀρχάγγελο ἀπέστειλε, διότι τή διόρθωση τόσων κακῶν καί τήν ἀναγγελία τόσων ἀγαθῶν πού ὁ Θεός μᾶς προσφέρει δέν θά τήν κατόρθωνε παρά μόνο ἡ δική του παρουσία».

 ῾Ο κόσμος μέχρι τότε ἀποτελοῦνταν ἀπό τούς μακράν ἐθνικούς καί τούς ἐγγύς ἰουδαίους. «Μακράν τούς ἐξ ἐθνῶν αἰνιττόμενος ὡς ξένους τῶν διαθηκῶν ὄντας», κατά τόν ἅγιο Χρυσόστομο. «᾿Εγγύς οἱ ᾿Ιουδαῖοι ὡς γενόμενοι λαός τοῦ Θεοῦ καί νόμον ἐξ αὐτοῦ λαβόντες», κατά τόν Ζιγαβηνό. Μέ τήν κάθοδο τοῦ ἁγίου Πνεύματος κατά τήν πεντηκοστή καταργεῖται πλέον ἐπίσημα ὁ παλιός ᾿Ισραήλ καί ἀντικαθίσταται μέ τόν νέο ᾿Ισραήλ. ῾Η ᾿Εκκλησία ἀποτελοῦνταν ἀπό τούς ἐγγύς, διότι οἱ πρῶτοι χριστιανοί ἦταν ἐξ ᾿Ιουδαίων, ἀλλά στή συνέχεια ἐντάχθηκαν καί οἱ μακράν στό ἴδιο σῶμα τῆς ᾿Εκκλησίας. Παρουσιάστηκαν βέβαια ὁρισμένα ἐμπόδια, ἀλλά ὅλα αὐτά παραμερίστηκαν μέ τή βιαία πνοή τοῦ ἁγίου Πνεύματος καί μέ τή φωτισμένη τακτική τοῦ ἀπ. Παύλου.
 

2,18. ὅτι δι᾿ αὐτοῦ ἔχομεν τήν προσαγωγήν οἱ ἀμφότεροι ἐν ἑνί πνεύματι πρός τόν πατέρα.

 Δι᾿ αὐτοῦ ἐν ἑνί πνεύματι· Τό ἐν χρησιμοποιεῖται καί ἐδῶ (ὅπως καί σέ ἄλλα χωρία) ὡς διά, ἐξηγεῖ ὁ ἅγιος Χρυσόστομος. «῞Ωστε, ὁ Χριστός δι᾿ αὐτοῦ (διά τοῦ ἑαυτοῦ του) καί διά τοῦ ἁγίου Πνεύματος μᾶς ὁδήγησε πρός τόν Πατέρα».

 Πολλοί πατέρες καί ἑρμηνευτές διακρίνουν ἐδῶ τόν τριαδικό Θεό. Βλέπουν τή συνεργασία τῶν προσώπων τῆς ἁγίας Τριάδος γιά τή σωτηρία μας. ῾Ο Μ. ᾿Αθανάσιος σύντομα ἀλλά καί παραστατικά παρουσιάζει αὐτή τήν ἀλήθεια· «῾Ο Πατήρ δι᾿ Υἱοῦ ἐν Πνεύματι ἁγίῳ ποιεῖ τά πάντα. ῞Οπως τό σύμπαν ἔγινε ἀπό τόν τριαδικό Θεό, ἔτσι ὁ Πατήρ δι᾿ Υἱοῦ ἐν Πνεύματι ἁγίῳ ποιεῖ τό ἔργο τῆς σωτηρίας μας καί τῆς ἀπολυτρώσεώς μας». ῾Ο Πατήρ δέχεται τήν προσαγωγή τῶν ἀνθρώπων. ῾Ο Υἱός μέ τή θυσία του προσφέρει τήν ἀπολύτρωση καί τήν ἑνότητα τῶν ἀνθρώπων, καθώς τούς προσάγει στόν Πατέρα. Τό ἅγιο Πνεῦμα διατηρεῖ τήν ἑνότητα τοῦ σώματος τῆς ᾿Εκκλησίας, ἡ ὁποία δοξάζει τόν τριαδικό Θεό.

 Θέλαμε οἱ ἀμφότεροι (ἰουδαῖοι καί ἐθνικοί) νά πλησιάσουμε τόν Θεό, ἀλλά δέν μπορούσαμε νά προσέλθουμε μόνοι μας, διότι μετά τήν ἀποστασία μας δέν εἴχαμε τίς προϋποθέσεις γι᾿ αὐτή τήν προσαγωγή. «Οὐδείς ἔρχεται πρός τόν Πατέρα εἰ μή δι᾿ ἐμοῦ» (᾿Ιω 14,6), μᾶς βεβαίωσε ὁ Χριστός. Μόνο αὐτός μέ τήν ἐνανθρώπηση καί τή σταυρική του θυσία ἔγινε ὁ μεσάζων, πού τακτοποίησε τή σχέση τῆς ἀνθρωπότητος μέ τόν Θεό. Μέ τή συγγένεια πού ἀπέκτησε μαζί μας, μᾶς πῆρε ἀπό τό χέρι καί μᾶς προσήγαγε στόν Θεό, μέ τόν ὁποῖο τόσο πολύ συνδέεται ἀφοῦ καί ὁ ἴδιος ἔχει τή θεία φύση. Διά τοῦ Χριστοῦ πλέον «προσερχώμεθα μετά παρρησίας (μέ θάρρος) τῷ θρόνῳ τῆς χάριτος, ἵνα λάβωμεν ἔλεον καί χάριν εὕρωμεν εἰς εὔκαιρον βοήθειαν» (῾Εβ 4,16). Δέν φοβόμαστε τόν Θεό, ἀφοῦ εἴδαμε τήν ἀγάπη του στό πρόσωπο τοῦ ᾿Ιησοῦ Χριστοῦ.

 Σκόπιμα ὁ ἀπ. Παῦλος κλείνει τό στίχο μέ τή φράση πρός τόν πατέρα, καί μᾶς προετοιμάζει γιά τήν εἰκόνα τῆς οἰκογένειας, τήν ὁποία θά μᾶς παρουσιάσει στή συνέχεια. ῞Ολοι οἱ λυτρωμένοι συνδέονται μέ τόν Θεό μέ μία δυνατή καί τρυφερή σχέση· τόν ἔχουν πατέρα. Τό ἅγιο, τό μεγάλο, ἀλλά καί τό τρυφερό καί προσφιλές ὄνομα τοῦ Θεοῦ εἶναι τό ὄνομα πατέρας, πού ἀντικατέστησε καί τό Γιαχβέ, καί τό ᾿Ελωχίμ καί τό ᾿Αδωναΐ καί τό Σαβαώθ τῆς Π.Δ. Γι᾿ αὐτό καί ὁ Κύριος στήν προσευχή του προσφωνεῖ τόν Θεό· «πάτερ δίκαιε» (᾿Ιω 17,25). ῎Ετσι ἔμαθε καί μᾶς νά προσφωνοῦμε τόν Θεό· «πάτερ ἡμῶν ὁ ἐν τοῖς οὐρανοῖς» (Μθ 6,9).
β) Συμπολίτες τῶν ἁγίων καί οἰκεῖοι τοῦ Θεοῦ (2,19)
 

2,19. ῎Αρα οὖν οὐκέτι ἐστέ ξένοι καί πάροικοι, ἀλλά συμπολῖται τῶν ἁγίων καί οἰκεῖοι τοῦ Θεοῦ.

 ῾Ο ἀπόστολος καταλήγει σέ ἕνα συμπέρασμα πού τό διατυπώνει καί ἀρνητικά καί θετικά.

 Ξένοι καί πάροικοι· Ξένος λεγόταν ὁ περαστικός, ἐκεῖνος πού ἐρχόταν σέ μία πολιτεία ἀπό ἕνα ξένο μέρος, γιά νά μείνει προσωρινά. Πάροικος λεγόταν ὁ ξένος πού ἦταν ἐγκαταστημένος σέ μία πολιτεία καί εἶχε ὁρισμένα δικαιώματα σ᾿ αὐτή, δέν εἶχε ὅμως τό δικαίωμα τοῦ πολίτη. Τόσο οἱ ξένοι ὅσο καί οἱ πάροικοι στόν ἀρχαῖο κόσμο βρίσκονταν σέ πολύ μειονεκτική θέση ἔναντι τῶν πολιτῶν. Συνήθως αὐτοί οἱ ὅροι χρησιμοποιοῦνται στήν ἁγία Γραφή γιά νά δείξουν ὅτι ἐμεῖς οἱ πιστοί εἴμαστε προσωρινοί στόν κόσμο αὐτό (πρβλ. Α´ Πέ 2,11)· μόνιμη πατρίδα μας εἶναι ὁ οὐρανός (Φι 3,20).

 ᾿Εδῶ ἡ χρήση τῶν λέξεων εἶναι διαφορετική. Τό ξένοι καί πάροικοι λέγεται γιά τούς ἐθνικούς, γιά νά δείξει τήν ἀποξένωσή τους ἀπό τήν πολιτεία τοῦ Θεοῦ, τόν περιούσιο λαό του, τούς ᾿Ισραηλίτες. Αὐτή ἡ κατάσταση ὅμως δέν ἰσχύει πλέον. Αὐτό δηλώνει τό οὐκέτι. Οἱ ἐθνικοί, ἐνῶ πρῶτα ἦταν πάροικοι, ἔγιναν συμπολίτες τῶν ἁγίων, συμμετέχουν καί αὐτοί στήν πολιτεία τοῦ Θεοῦ, στήν ᾿Εκκλησία. ᾿Ενῶ ἦταν ξένοι ἔγιναν οἰκεῖοι τοῦ Θεοῦ, μπῆκαν στήν οἰκογένεια τοῦ Θεοῦ. ῞Αγιοι εἶναι τά μέλη τῆς ᾿Εκκλησίας, ὅσοι ἀποκόπηκαν ἀπό τόν κόσμο καί τήν ἁμαρτία καί ἀνήκουν στόν Θεό.

 Αὐτή ἡ ἀλήθεια εἶναι πολύ παρήγορη, διότι τονίζει ὅτι ὅλοι οἱ ἄνθρωποι μποροῦν νά γίνουν οἰκεῖοι τοῦ Θεοῦ καί συμπολῖται τῶν ἁγίων μέ τή θυσία τοῦ Χριστοῦ μέ τήν πίστη καί μέ τή μετάνοιά τους. Καί ἔχουμε πάρα πολλά τέτοια παραδείγματα στήν ἱστορία τῆς ᾿Εκκλησίας μας.
 

γ) Ναός ἅγιος μέ ἀγκωνάρι τόν Χριστό (2,20-22)
 

2,20. ᾿Εποικοδομηθέντες ἐπί τῷ θεμελίῳ τῶν ἀποστόλων καί προφητῶν, ὄντος ἀκρογωνιαίου αὐτοῦ ᾿Ιησοῦ Χριστοῦ.

῾Η οἰκογένεια τοῦ Θεοῦ ἔχει ἀνάγκη ἀπό τήν οἰκοδομή, τό σπίτι, ὅπου θά κατοικήσει. ῾Ο ἀπ. Παῦλος προχωρεῖ σέ μία πιό συγκλονιστική ἀποκάλυψη. Οἱ πρώην ξένοι καί πάροικοι ἀποτελοῦν οἰκοδομικό ὑλικό στήν οἰκοδομή τοῦ Θεοῦ, τήν ᾿Εκκλησία. Στήν Κ.Δ. βλέπουμε συχνά νά χρησιμοποιεῖται ἡ εἰκόνα τῆς οἰκοδομῆς γιά τήν ᾿Εκκλησία (βλ. Μθ 16,18· Α´ Κο 3,9-13· Α´ Πέ 2,5).

᾿Εποικοδομῶ σημαίνει κτίζω ἐπάνω σέ κάτι πού προϋπάρχει. Θεμέλιον, ἐπάνω στό ὁποῖο συνεχίζεται ἡ οἰκοδομή τῆς ᾿Εκκλησίας, λέγεται ἐδῶ ὅτι εἶναι οἱ ἀπόστολοι καί οἱ προφῆτες. Δέν πρόκειται γιά τούς προφῆτες τῆς Π.Δ., ἀλλά γιά χαρισματοῦχα πρόσωπα τῆς Κ.Δ., πού ἦταν συνεργάτες τῶν ἀποστόλων καί διδάσκαλοι τοῦ εὐαγγελίου (πρβλ. ᾿Εφ 3,5· 4,11).

Στήν Α´ πρός Κορινθίους ᾿Επιστολή ὁ ἀπ. Παῦλος λέει ὅτι θεμέλιον τῆς ᾿Εκκλησίας εἶναι ὁ Χριστός· «θεμέλιον γάρ ἄλλον οὐδείς δύναται θεῖναι παρά τόν κείμενον, ὅς ἐστιν ᾿Ιησοῦς Χριστός» (3,11) καί ὁ ἴδιος ὁ ἀπόστολος εἶναι ὁ σοφός ἀρχιτέκτονας, πού κτίζει ἐπάνω στό θεμέλιο-Χριστό (3,10). Τό ἕνα χωρίο δέν ἔρχεται σέ ἀντίθεση μέ τό ἄλλο. ῾Η λέξη «θεμέλιο» στήν περίπτωση αὐτή εἶναι ταυτόσημη μέ τόν «ἀκρογωνιαῖο» λίθο πού χρησιμοποιεῖ ἐδῶ ὁ ἀπόστολος.

᾿Ασφαλῶς θεμέλιο τῆς ᾿Εκκλησίας εἶναι ὁ Χριστός. Πάνω σ᾿ αὐτόν συναρμολογεῖται καί ὑψώνεται ἡ οἰκοδομή. Οἱ πρῶτοι λίθοι πού ἐποικοδομήθηκαν πάνω στόν Χριστό εἶναι οἱ ἀπόστολοι. Γι᾿ αὐτό ὀνομάζονται κι αὐτοί θεμέλιο τῆς ᾿Εκκλησίας. Εἶναι δέ οἱ λίθοι αὐτοί «λίθοι ζῶντες» (πρβλ. Α´ Πέ 2,5), πού σημαίνει ὅτι οἱ ἴδιοι εἶναι οἰκοδομικό ὑλικό ἀλλά καί οἰκοδόμοι συγχρόνως. ῞Ενα ἁπλό παράδειγμα θά μᾶς βοηθήσει νά καταλάβουμε τό χαρακτηρισμό αὐτό· Πολλές φορές στίς γυμναστικές ἐπιδείξεις οἱ μαθητές παρατάσσονται μέ τέτοιο τρόπο, ὥστε νά σχηματίζουν μία πυραμίδα, πού ἀποτελεῖται ἀπό ζωντανούς ἀνθρώπους. ῎Ετσι οἱ πιστοί κατάλληλα συναρμολογημένοι καί τοποθετημένοι ὁ ἕνας δίπλα ἤ ἐπάνω στόν ἄλλο ἀποτελοῦν τήν πνευματική οἰκοδομή τῆς ᾿Εκκλησίας. Γι᾿ αὐτό ὁ ἀπ. Παῦλος μπορεῖ νά εἶναι συγχρόνως καί λίθος καί ἀρχιτέκτων στήν οἰκοδομή τῆς ᾿Εκκλησίας.

῎Οντος ἀκρογωνιαίου αὐτοῦ ᾿Ιησοῦ Χριστοῦ· ᾿Ακρογωνιαῖος λίθος λέγεται τό ἀγκωνάρι, ὁ λίθος πού μπαίνει θεμέλιο στή γωνία τῆς οἰκοδομῆς καί ἔτσι στηρίζει ἀλλά καί ἑνώνει δύο τοίχους. Συχνά ἡ ἁγία Γραφή χρησιμοποιεῖ αὐτό τό χαρακτηρισμό γιά τόν Χριστό (βλ. ᾿Ησ 28,16· πρβλ. Ψα 117,22· Μθ 21,42· Πρξ 4,11). Δείχνει ἔτσι ὅτι ὁ Χριστός συγκρατεῖ καί ἑνώνει τά δύο διαφορετικά σύνολα, τούς ἰουδαίους καί τά ἔθνη, πού ἀπαρτίζουν μαζί τήν ᾿Εκκλησία.

῾Ο ἅγιος Χρυσόστομος λέει· «Αὐτός πού τά πάντα συνέχει εἶναι ὁ Χριστός. Διότι ὁ ἀκρογωνιαῖος λίθος καί τούς τοίχους συγκρατεῖ καί τά θεμέλια... Καί ὅ,τι κι ἄν ἀναφέρεις ἀπ᾿ τήν οἰκοδομή, ὀροφή, τοίχους ἤ ὁτιδήποτε ἄλλο, ὅλα ὁ Χριστός τά συγκρατεῖ».
 

2,21. ἐν ᾧ πᾶσα οἰκοδομή συναρμολογουμένη αὔξει εἰς ναόν ἅγιον ἐν Κυρίῳ.

᾿Εν ᾧ, πάνω στό θεμέλιο-Χριστό, πᾶσα οἰκοδομή, ὁ κάθε πιστός καί ἡ κάθε τοπική ἐκκλησία, καθώς συναρμολογεῖται αὐξάνει ἀπαρτίζοντας τή μία καθολική ᾿Εκκλησία. Θεμελιωμένη πάνω στόν Χριστό ἡ ᾿Εκκλησία αὔξει, θά αὐξάνει ποσοτικά, καί συναρμολογουμένη, μέ τήν ἁρμονία τῶν μελῶν της θά προκόβει ποιοτικά, ὥστε νά καταστεῖ ναός ἅγιος ἐν Κυρίῳ.

Πολύ σοφά ὁ ἀπόστολος, καθώς μιλᾶ γιά τήν αὔξηση τῆς οἰκοδομῆς, κάνει λόγο καί γιά τήν ἁρμονία της. Αὐτό ἀπαιτεῖ τό γεγονός ὅτι ἡ ᾿Εκκλησία εἶναι ζωντανός οἶκος, ἀποτελεῖται ἀπό «λίθους ζῶντας». ῾Η ᾿Εκκλησία πρέπει νά αὐξάνει καί νά δοξάζεται. Τά μέλη της νά ἔχουν ἀδιάκοπη κοινωνία μέ τόν Κύριο καί εἰλικρινῆ ἀγάπη μεταξύ τους (πρβλ. Κλ 2,7). ᾿Αλλά ποτέ δέν ἐπιτρέπεται ἡ ποσοτική αὔξηση νά εἶναι εἰς βάρος τῆς ἑνότητος καί τῆς καθαρότητος τῆς ᾿Εκκλησίας.
 

2,22. ἐν ᾧ καί ὑμεῖς συνοικοδομεῖσθε εἰς κατοικητήριον τοῦ Θεοῦ ἐν Πνεύματι.

᾿Εν ᾧ, σ᾿ αὐτόν τό ναό τόν ἅγιο, στήν ᾿Εκκλησία, εἶστε κι ἐσεῖς οἰκοδομικό ὑλικό. ᾿Ενῶ προηγουμένως εἶπε ὁ ἀπόστολος ὅτι ὁ Θεός παίρνει τούς ἀνθρώπους στόν οἶκο του καί τούς κάνει οἰκείους (στ. 19), ἐδῶ οἱ ἄνθρωποι, οἱ πιστοί, ἀποτελοῦν τό κατοικητήριον τοῦ Θεοῦ, τόν οἶκο στόν ὁποῖο γίνεται ἔνοικος καί κατοικεῖ ὁ Θεός. ῎Ετσι ὁ Θεός, πού κατοικεῖ στούς οὐρανούς, στό Σινά, στό ναό τοῦ Σολομῶντος, κατοικεῖ καί στήν καρδιά τοῦ κάθε πιστοῦ ἐν Πνεύματι, διά τοῦ ἁγίου Πνεύματος. Κι αὐτό εἶναι μία ὕψιστη τιμή, τήν ὁποία χαρίζει ὁ Κύριος στά μέλη τῆς ᾿Εκκλησίας του. Εἶναι ὅμως συγχρόνως καί μία βαρειά εὐθύνη γιά τόν κάθε πιστό.

Στεργίου Σάκκου, Ἀποστολικές περικοπές (βοήθημα γιά κυκλάρχες)

Πέμπτη, 17 Νοέμβριος 2022 03:00

Κυριακή ΚΓ΄ Ἐφ 2,4-10

῾Η σωτηρία δωρεά τῆς χάριτος
 

Εἰσαγωγικά στήν πρός ᾿Εφεσίους ᾿Επιστολή
 

 agia grafi ῾Η ῎Εφεσος στά ἀρχαῖα χρόνια ἦταν μία ὡραία καί ἐπιφανής πόλη. Βρισκόταν στά μικρασιατικά παράλια, ἀνάμεσα στή Σμύρνη καί στή Μίλητο. Στήν ἐποχή τοῦ ἀπ. Παύλου ἦταν ἡ τέταρτη μεγάλη πόλη τῆς ρωμαϊκῆς αὐτοκρατορίας, μετά ἀπό τή Ρώμη, τήν ᾿Αλεξάνδρεια καί τήν ᾿Αντιόχεια. ῏Ηταν ἡ πρωτεύουσα τῆς ρωμαϊκῆς ἐπαρχίας πού ὀνομαζόταν ᾿Ασία καί ὅλης τῆς χερσονήσου τῆς Μ. ᾿Ασίας. ᾿Εκεῖ εἶχε τήν ἕδρα του ὁ ἀνθύπατος, ὁ κυβερνήτης τῆς ἐπαρχίας. ῾Η πανάρχαια αὐτή πόλη δέν ὑπάρχει σήμερα· σώζονται μόνο ἐρείπιά της.

῾Ο πλοῦτος καί ἡ φήμη τῆς πόλεως συνετέλεσαν στήν ἀνάπτυξη τῆς εἰδωλολατρίας καί στήν κατασκευή πολλῶν εἰδωλολατρικῶν ναῶν. ᾿Ονομαστός ἦταν ὁ ναός τῆς θεᾶς ᾿Αρτέμιδος, πού θεωροῦνταν ὡς ἕνα ἀπό τά ἑπτά θαύματα τοῦ ἀρχαίου κόσμου. Στά χρόνια τῶν Ρωμαίων χτίστηκαν καί ναοί ἀφιερωμένοι σέ διάφορους αὐτοκράτορες (Νέρωνα, ᾿Αδριανό κτλ.).

 ῾Ο ἀπ. Παῦλος ἐπισκέφθηκε τήν ῎Εφεσο κατά τήν γ´ περιοδεία του καί παρέμεινε ἐκεῖ τρία ὁλόκληρα χρόνια· τόσο μεγάλο χρονικό διάστημα δέν ἔμεινε σέ κανέναν ἄλλον τόπο. Δύο περιστατικά πού ἱστοροῦνται στίς Πράξεις τῶν ἀποστόλων, τό κάψιμο τῶν μαγικῶν βιβλίων (βλ. 19,19) καί ἡ ἀναστάτωση πού προκάλεσαν οἱ κατασκευαστές εἰδωλίων (βλ. 19,23-41), δείχνουν ὅτι ἡ νίκη τοῦ ἀπ. Παύλου στήν ῎Εφεσο ἦταν λαμπρή. Τό εὐαγγέλιο κατέκτησε τίς καρδιές τῶν ἀνθρώπων καί ἱδρύθηκε ἐκεῖ ἐκκλησία. ῾Η πόλη αὐτή ἀποτέλεσε τό κέντρο καί τό ὁρμητήριο τοῦ ἀποστόλου γιά τήν ἐξάπλωση τοῦ εὐαγγελίου στίς μικρασιατικές πόλεις (Κολοσσές, Σμύρνη, Μαγνησία, Λαοδίκεια κτλ.).

῾Η πρός ᾿Εφεσίους ᾿Επιστολή εἶναι ἐγκύκλιος. ᾿Απευθύνεται ὄχι μόνο στήν ἐκκλησία τῆς ᾿Εφέσου ἀλλά καί στίς ἄλλες ἐκκλησίες τῆς ᾿Ασίας. ῞Οταν ὁ ἀπόστολος κάνει λόγο στήν πρός Κολοσσαεῖς γιά ἐπιστολή πρός Λαοδικεῖς (βλ. 4,16), ἐννοεῖ τήν πρός ᾿Εφεσίους.

 ῾Η ᾿Επιστολή αὐτή μαζί μέ τίς πρός Κολοσσαεῖς, πρός Φιλιππησίους καί πρός Φιλήμονα ἀνήκει στίς ᾿Επιστολές τῆς αἰχμαλωσίας. Γράφτηκε κατά τήν πρώτη φυλάκιση τοῦ ἀποστόλου στή Ρώμη τό 62-64 μ.Χ. Κατά τόν ἅγιο Χρυσόστομο εἶναι ἡ ᾿Επιστολή πού ἔχει τά πιό ὑψηλά καί θεολογικά μηνύματα· «῎Εστι νοημάτων μεστή ὑψηλῶν καί δογμάτων».

 ῾Ο σκοπός γιά τόν ὁποῖο γράφτηκε εἶναι προληπτικός. ῎Ηθελε ὁ ἀπόστολος νά στερεώσει τούς ᾿Εφεσίους στήν ὀρθή πίστη καί νά τούς προφυλάξει ἀπό τήν αἵρεση τοῦ νικολαϊτισμοῦ, πού ξέσπασε στίς Κολοσσές καί ἀπειλοῦσε ὅλες τίς ἐκκλησίες τῆς ᾿Ασίας.

῾Η κεντρική ἰδέα τῆς ᾿Επιστολῆς εἶναι ὅτι τό ἀπολυτρωτικό ἔργο τοῦ ᾿Ιησοῦ Χριστοῦ ἐξασφαλίζει τήν εἰρήνη τῶν πιστῶν μέ τόν Θεό καί τήν ἑνότητα τῶν μελῶν τῆς ᾿Εκκλησίας μεταξύ τους.
 

α) ᾿Ανάσταση ἀπό τόν πνευματικό θάνατο (2,4-7)
 

 Στήν ἀρχή τῆς ᾿Επιστολῆς ὁ ἀπ. Παῦλος, μελετώντας τήν ἄπειρη ἀγάπη καί τή χάρη τοῦ Θεοῦ στό σχέδιο τῆς σωτηρίας τοῦ πεπτωκότος ἀνθρώπου, ξεσπᾶ σέ δοξολογία. Αὐτή τή σωτηρία τή χάρισε ὁ Κύριός μας ᾿Ιησοῦς Χριστός μέ τήν ἀπολυτρωτική του θυσία σέ ὅλους τούς εἰδωλολάτρες, πού εἶχαν νεκρωθεῖ ἐργαζόμενοι στά πάθη τους καί ἀκολουθώντας πιστά τόν διάβολο. Αὐτόν τόν «ἄρχοντα τοῦ ἀέρος» συνεχίζουν νά ἀκολουθοῦν οἱ «υἱοί τῆς ἀπειθείας» (2,1-2). ᾿Αλλά καί ἐμεῖς οἱ ᾿ἰουδαῖοι, ἐπισημαίνει ὁ ἀπόστολος, δέν ἤμασταν καλύτεροι ἀπό ἐκείνους· ἤμασταν «τέκνα φύσει ὀργῆς, ὡς καί οἱ λοιποί» (2,3).
 

2,4. ὁ δέ Θεός πλούσιος ὤν ἐν ἐλέει, διά τήν πολλήν ἀγάπην αὐτοῦ ἥν ἠγάπησεν ἡμᾶς.

 ῾Ο Θεός εἶναι πλούσιος. ῾Η ἀπέραντη δημιουργία, τό σύμπαν μέ τούς ἀμέτρητους γαλαξίες καί τά ἀπειράριθμα ἀστέρια εἶναι ὅλα δική του περιουσία. Συγχρόνως ὅμως εἶναι πλούσιος καί σέ ἔλεος, σέ εὐσπλαγχνία καί μακροθυμία. Στήν ἁγία Γραφή γίνεται συχνά λόγος γιά τό πλούσιο ἔλεος τοῦ Θεοῦ πού εἶναι ἡ πηγή τῆς λυτρώσεώς μας. Στήν Π.Δ. καί ἰδιαίτερα στό βιβλίο τῶν Ψαλμῶν συναντοῦμε ἕνα πλῆθος χωρίων πού ἀναφέρονται στό ἔλεος τοῦ Θεοῦ. ῾Ο Δαυΐδ ἀρχίζει τόν 50ό ψαλμό ζητώντας τό θεῖο ἔλεος· «᾿Ελέησόν με, ὁ Θεός, κατά τό μέγα ἔλεός σου» (βλ. 5,7· 6,4· 12,5· 16,7· 20,7· 22,6· 24,7· 25,3· 30,8· 31,10· 32,22· 35,8· 58,11· 68,17). Στήν Κ.Δ. ἡ θεία εὐσπλαγχνία καί τό ἔλεος ἀναβλύζουν ἀπό τή σταυρική θυσία τοῦ ᾿Ιησοῦ Χριστοῦ. Μᾶς παρέχουν τή συγχώρηση καί τήν ἄφεση τῶν ἁμαρτιῶν, μέ σκοπό νά καθαρισθεῖ ὅλη ἡ ἀνθρωπότητα ἀπό τήν ἁμαρτία καί τήν ἀθλιότητα, νά ἐπέλθει ἡ συμφιλίωση καί νά ἀποκατασταθεῖ ἡ εἰρήνη μέ τόν Θεό.

Διά τήν πολλήν ἀγάπην αὐτοῦ ἥν ἠγάπησεν ἡμᾶς· ῾Η πολλή ἀγάπη τοῦ Θεοῦ σάν ἕνας τεράστιος ἀγωγός συνδέει τόν πολυεύσπλαγχνο Θεό μέ μᾶς τούς ἁμαρτωλούς καί μᾶς παρέχει μεγάλες δωρεές.

Διηγοῦνται γιά κάποιον σπουδαῖο ἄρχοντα ὅτι, ὅταν ἕνας φτωχός ὑπηρέτης τοῦ ζήτησε δέκα λίρες γιά τίς ἀνάγκες του, ἐκεῖνος τοῦ ἔδωσε ἑκατοντάδες λέγοντας· «᾿Εγώ εἶμαι ἄρχοντας, δέν μπορῶ νά δίνω λίγα». Πόσο μᾶλλον ὁ Θεός, ὁ μεγάλος καί στοργικός πατέρας, δίνει σέ μᾶς τά παιδιά του ὅσα δέν θά τολμούσαμε οὔτε νά ζητήσουμε οὔτε νά φαντασθοῦμε (βλ. ᾿Εφ 3,20)! Εἶναι πράγματι εὐτυχισμένος ὁ ἄνθρωπος πού μπόρεσε νά προσεγγίσει τόν θεόπνευστο λόγο καί νά ἀπολαύσει μέσα στήν ᾿Εκκλησία αὐτή τήν ὑπερβολική ἀγάπη τοῦ Θεοῦ. Αὐτή πληρώνει τήν ὕπαρξή του μέ τή χαρά τῆς λυτρώσεως.
 

 2,5. καί ὄντας ἡμᾶς νεκρούς τοῖς παραπτώμασι συνεζωοποίησε τῷ Χριστῷ· χάριτί ἐστε σεσωσμένοι.

Καί ὄντας ἡμᾶς νεκρούς τοῖς παραπτώμασι· Τή φράση αὐτή ὁ ἀπόστολος τή χρησιμοποίησε λίγο νωρίτερα· «καί ὑμᾶς (τούς ἐξ ἐθνῶν πιστούς) ὄντας νεκρούς τοῖς παραπτώμασι καί ταῖς ἁμαρτίαις» (2,1). ᾿Εδῶ, μέ τό ἡμᾶς προσθέτει καί τούς ἐξ ἰουδαίων πιστούς καί συμπεριλαμβάνει ἔτσι ὅλα τά μέλη τῆς ᾿Εκκλησίας, εἴτε προέρχονται ἀπό τούς εἰδωλολάτρες εἴτε ἀπό τούς ἰουδαίους.

 ῾Ο ἀπόστολος ἐκθέτει τά ἀποτελέσματα τῆς παραβάσεως καί τῆς παρακοῆς μας. ῾Ο Θεός προειδοποίησε τούς πρωτοπλάστους ὅτι, ἄν παραβοῦν τό θέλημά του καί φᾶνε ἀπό «τοῦ ξύλου τοῦ γινώσκειν καλόν καί πονηρόν» (Γέ 2,17), θά πεθάνουν. Πράγματι, μόλις ὁ ᾿Αδάμ περιφρόνησε τήν ἐντολή τοῦ Θεοῦ καί ἁμάρτησε, ἔχασε τήν ἐπαφή του μέ τόν Θεό, πέθανε πνευματικά. ῞Ομως δέν εἶναι μόνο ὁ ᾿Αδάμ πού ἁμάρτησε. ῞Ολοι οἱ ἄνθρωποι γινόμαστε συνένοχοι στήν ἀποστασία καθώς, παρακούοντας τό θέλημα τοῦ Θεοῦ, ποιοῦμε «τά θελήματα τῆς σαρκός καί τῶν διανοιῶν» μας (2,3). Τοιουτοτρόπως ἀπομακρυνόμαστε ἀπό τόν ζωοδότη Θεό. Συνέπεια ὅμως καί καρπός τοῦ πνευματικοῦ θανάτου εἶναι ὁ σωματικός θάνατος. Τό σύνδεσμο αὐτῶν τῶν δύο μᾶς βοηθᾶ νά τόν κατανοήσουμε τό ἑξῆς ἁπλό παράδειγμα· ῞Οταν μία ἠλεκτρική συσκευή, π.χ. μία θερμάστρα, τή βγάλουμε ἀπό τήν πρίζα, χάνει τή θερμότητά της, διότι κόπηκε ἡ ἐπαφή της μέ τήν πηγή τοῦ ἠλεκτρικοῦ ρεύματος. Αὐτό ὅμως δέν γίνεται ἀμέσως ἀντιληπτό ἀλλά μετά ἀπό ὥρα. Παρόμοια, ὁ πνευματικός θάνατος τοῦ ἀνθρώπου εἶναι ἀκαριαῖος, μόλις χάσει τήν ἐπαφή του μέ τόν Θεό, ἐνῶ ὁ φυσικός θάνατος ἔρχεται ἀργότερα.

῾Η καλύτερη ἑρμηνεία τοῦ στίχου μας βρίσκεται στήν πρός Ρωμαίους ᾿Επιστολή· «τά γάρ ὀψώνια τῆς ἁμαρτίας θάνατος, τό δέ χάρισμα τοῦ Θεοῦ ζωή αἰώνιος ἐν Χριστῷ ᾿Ιησοῦ τῷ Κυρίῳ ἡμῶν» (6,23).

Συνεζωοποίησε τῷ Χριστῷ· ῾Ο ἀπόστολος, ἀφοῦ ἐξέθεσε τό μέγεθος τῆς συμφορᾶς στήν ὁποία ὁδηγηθήκαμε μέ τήν ἀποστασία μας, ἐκθέτει τό ἔργο τοῦ πολυεύσπλαγχνου Κυρίου· Μέ τό πλούσιο ἔλεος καί μέ τήν πολλή ἀγάπη Του ἐμᾶς, πού ἤμασταν δηλητηριασμένοι ἀπό τό κακό, νεκρωμένοι ἀπό τήν ἁμαρτία, μᾶς ἐπανέφερε στή ζωή, ζωοποιώντας μας μαζί μέ τόν Χριστό.

῾Ο Χριστός εἶναι ἡ ζωή (βλ. ᾿Ιω 11,25) ἀλλά καί αὐτός πού χαρίζει ζωή στά μέλη τῆς ᾿Εκκλησίας, καθώς γινόμαστε μέλη τοῦ Χριστοῦ καί ἑπομένως κοινωνοί τῆς ζωῆς (βλ. ᾿Ιω 6,51). ῾Ο Χριστός ἀναστήθηκε ἀπό τόν τάφο καί ἀνασταίνει κι ἐμᾶς πνευματικά ἀπό τό θάνατο τῆς ἁμαρτίας. ᾿Ανασταίνει πρῶτα τή νεκρή ἀπό τά πάθη ψυχή μας καί κατά τή δευτέρα Παρουσία θά ἀναστήσει καί τό σῶμα μας.

῎Εχει ἰδιαίτερη σημασία ὅτι ὁ Θεός δέν μᾶς ζωοποίησε ἁπλῶς, ἀλλά μᾶς συνεζωοποίησε μέ τόν Χριστό. Δέν μᾶς ἔφερε στήν πνευματική ζωή μέ ἕναν λόγο του, ὅπως τό ἔκανε γιά τή φυσική ζωή μας, ἀλλά ὑποβλήθηκε στή θυσία νά γίνει ἄνθρωπος στό πρόσωπο τοῦ ᾿Ιησοῦ Χριστοῦ. Καί, ἐπειδή ὡς ἀναμάρτητος ἦταν ἀθάνατος, ἔγινε παθητός, θέλησε νά θυσιασθεῖ, νά ἐνταφιασθεῖ, νά ἀναστηθεῖ. ῎Ετσι μέ τήν ἀνάστασή Του συνανέστησε τήν ἀνθρώπινη φύση. Εἶναι φανερό ὅτι δέν μᾶς σώζει μέ τή θεϊκή Του παντοδυναμία ἀλλά μέ τήν ἀπροσμέτρητη συγκατάβασή Του.

῾Η συζωοποίηση μέ τόν Χριστό ἀρχίζει γιά τόν κάθε χριστιανό μέ τό μυστήριο τοῦ Βαπτίσματος. ῞Οταν ἦρθε ὁ Χριστός στόν κόσμο, ἔδωσε στόν ἄνθρωπο πρῶτα τήν πνευματική ἀνάσταση, τόν ξανασυνέδεσε μέ τόν Θεό, καί στή συνέχεια θά δώσει καί τή σωματική ἀνάσταση. ῾Ο θάνατος βέβαια ὑπάρχει καί μετά τήν ἐνανθρώπηση καί τή σταυρική θυσία τοῦ Χριστοῦ. Οὐσιαστικά ὅμως ἔχει νικηθεῖ ἀπό τόν Χριστό. ῞Οπως μετά τήν πτώση τους οἱ πρωτόπλαστοι, ἄν καί ζοῦσαν, οὐσιαστικά ἦταν νεκροί, ἔτσι καί μετά τή Βάπτισή μας οἱ πιστοί, ἄν καί πεθαίνουμε, ἐξακολουθοῦμε νά εἴμαστε μέτοχοι τῆς αἰώνιας ζωῆς. Στό σῶμα τοῦ ἀναστημένου Χριστοῦ βλέπουμε καί τή δική μας ἀνάσταση. Γιά τό λόγο αὐτό θριαμβευτικά ψάλλουμε· «Χριστός ἀνέστη ἐκ νεκρῶν θανάτῳ θάνατον πατήσας καί τοῖς ἐν τοῖς μνήμασι ζωήν χαρισάμενος!».

Αὐτή ἡ θεολογική ἀλήθεια ἐκφράζεται πρακτικά στή ζωή μας μέ τήν ἐμπειρία τῆς πνευματικῆς ἀναστάσεως. ῞Οσοι γευθήκαμε αὐτή τήν ἀνάσταση πού χαρίζει ὁ Χριστός, δηλαδή ἀναστηθήκαμε μέ τή μετάνοια ἀπό τά μνήματα τῶν παθῶν καί τῶν ἐπιθυμιῶν μας, εἴμαστε βέβαιοι ὅτι κατά τήν ἡμέρα τῆς γενικῆς ἀναστάσεως ὁ Χριστός θά ἀναστήσει καί τό νεκρό σῶμα μας, θά τό βγάλει μέσα ἀπό τόν τάφο. Τότε ἀφθαρτοποιημένοι θά χαιρόμαστε τήν αἰώνια βασιλεία τοῦ Θεοῦ.

Χάριτί ἐστε σεσωσμένοι· ῾Η φράση συνοψίζει τήν κεντρική ἰδέα τῆς περικοπῆς. Μοιάζει σάν μία ἀναφώνηση, μέ τήν ὁποία ὁ ἀπόστολος ἐκφράζει τήν ἔκπληξή του γιά τή σωτηρία πού προσφέρει ὁ Χριστός στούς ἁμαρτωλούς. Οὔτε οἱ προσπάθειες τῶν εἰδωλολατρῶν οὔτε ὁ νόμος τῶν ἰουδαίων μποροῦν νά σώσουν τόν ἄνθρωπο· τόν σώζει ἡ χάρις τοῦ Θεοῦ.

Θά ἀναφέρουμε πάλι ἕνα παράδειγμα, γιά νά κατανοήσουμε ὅσο τό δυνατόν τό μέγεθος τῆς χάριτος τοῦ Θεοῦ. Φαντασθεῖτε ἕναν πάμπλουτο ἄρχοντα, ὁ ὁποῖος ἀνοίγει τό ἀρχοντικό του καί καλεῖ ὅλους τούς φτωχούς καί δυστυχισμένους νά φᾶνε, νά ντυθοῦν, νά ἀπολαύσουν κάθε ἀγαθό. Αὐτοί ὅμως ὄχι μόνο δέν δέχονται τήν πρόσκληση, ἀλλά κάνουν συμμορία καί ἀποφασίζουν νά ἐπιτεθοῦν στό ἀρχοντικό, νά κλέψουν τά ἀγαθά του καί νά κακοποιήσουν τόν ἄρχοντα. Τήν ὥρα, λοιπόν, πού κάνουν τήν ἐπίθεση ἀποτυγχάνουν, πέφτουν κάτω, τραυματίζονται. Σ᾿ αὐτή τήν κατάσταση τούς βρίσκει ὁ ἄρχοντας καί ὄχι μόνο δέν τούς τιμωρεῖ γιά τήν κακία τους, ἀλλά τούς φροντίζει ὁ ἴδιος προσωπικά. Τούς σηκώνει ἀπό τό χῶμα, περιποιεῖται τίς πληγές τους, τούς δίνει τροφή καί φάρμακα, τούς γεμίζει καί τούς φορτώνει μέ τά ἀγαθά του.

᾿Ασφαλῶς κανείς δέν ἔζησε μιά τόσο δυνατή καί ἀνεξίκακη ἀγάπη. Οὔτε κανείς θά μποροῦσε νά τή συλλάβει, ἀκόμη καί μέ τήν πιό ζωηρή φαντασία. Κι ὅμως αὐτό τό συγκινητικό παράδειγμα, μόλις πού μπορεῖ νά ζωγραφίσει κάπως στή σκέψη μας τήν ἀπέραντη ἀγάπη τοῦ Θεοῦ γιά μᾶς. Γιά χάρη μας ἔπλασε τό σύμπαν, τή γῆ μέ ὅλα τά ἀγαθά της. ᾿Από ἀγάπη μᾶς ἔφερε στή ζωή. Θά μπορούσαμε νά ζοῦμε γιά πάντα εὐτυχισμένοι κοντά Του. ᾿Εμεῖς ὅμως δέν θελήσαμε νά εἴμαστε παιδιά Του. Συμμαχήσαμε μέ τόν διάβολο καί θελήσαμε νά κάνουμε ἐπίθεση ἐναντίον Του, νά ἁρπάξουμε τήν περιουσία Του καί νά τόν βγάλουμε ἀπ᾿ τή ζωή μας. ᾿Αλλά στήν ἐπίθεση αὐτή τραυματισθήκαμε θανάσιμα. Πέσαμε κάτω νεκροί ἀπό τά παραπτώματα καί τίς ἁμαρτίες μας. Τότε ὁ Θεός ἦρθε νά μᾶς βρεῖ. Γιά νά ἀναστήσει ἐμᾶς, τούς ἀποστάτες, ἔγινε ἄνθρωπος, ἔπαθε καί σταυρώθηκε. Νά, πόση εἶναι ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ! «Συνίστησι δέ τήν ἑαυτοῦ ἀγάπην εἰς ἡμᾶς ὁ Θεός ὅτι ἔτι ἁμαρτωλῶν ὄντων ἡμῶν Χριστός ὑπέρ ἡμῶν ἀπέθανε» (Ρω 5,8).

῾Ο παρακείμενος σεσωσμένοι σημαίνει ὅτι ὅσο ἐξαρτᾶται ἀπό τόν Θεό ἡ σωτηρία εἶναι δεδομένη. ῾Ο Θεός ἀπήλλαξε τούς πιστούς ἀπό τό θάνατο τῆς ἁμαρτίας. ᾿Από τήν ἀνθρώπινη πλευρά ὅμως ὑπάρχει πάντα ὁ κίνδυνος νά πέσουμε καί πάλι στήν ἁμαρτία καί στό θάνατο. ῞Ενας πού σώζεται ἀπό ναυάγιο καί μπαίνει σέ ἕνα γερό καράβι, γιά νά τόν μεταφέρει στό λιμάνι, σώθηκε μέν ἀπό τό ναυάγιο, ἀλλά δέν εἶναι ἀσφαλής ἡ σωτηρία του, ἀφοῦ δέν ἔφθασε ἀκόμη στό λιμάνι, Κατ᾿ αὐτόν τόν τρόπο οἱ πιστοί δέν ἔχουμε βεβαίως ἀμφιβολία γιά τή σωτηρία μας, ἔχουμε ὅμως ἀγωνία. Θά ἀνήκουμε στούς σεσωσμένους, ἐφόσον μέ τήν πίστη καί τή μετάνοια μείνουμε μέχρι τέλους συνειδητά μέλη τῆς ᾿Εκκλησίας.
 

2,6. καί συνήγειρε καί συνεκάθισεν ἐν τοῖς ἐπουρανίοις ἐν Χριστῷ ᾿Ιησοῦ.

῾Η ἀσύλληπτη ἀγάπη τοῦ Θεοῦ δέν σταματᾶ στή σωτηρία μας. ᾿Ανέβηκε καί σ᾿ ἄλλη κορυφή, ψηλότερη καί πιό θαυμαστή. Στά τρία ρήματα «συνεζωοποίησε» - συνήγειρε - συνεκάθισεν ἔχουμε τό ἀποκορύφωμα τοῦ ἐλέους καί τῆς θείας ἀγάπης.

Καί συνήγειρε· ῾Η πρόθεση σύν ὑπογραμμίζει τήν ἕνωσή μας μέ τόν Χριστό. ῾Ο Θεός μᾶς ἀνέστησε μαζί μέ τόν Χριστό. ᾿Εφόσον πιστεύσαμε στόν ἀναστάντα Κύριο καί βαπτισθήκαμε στό ὄνομά του τό ἅγιο, γίναμε συμμέτοχοι τοῦ σταυρικοῦ του θανάτου. «Συνετάφημεν οὖν αὐτῷ διά τοῦ βαπτίσματος εἰς τόν θάνατον, ἵνα ὥσπερ ἠγέρθη Χριστός ἐκ νεκρῶν διά τῆς δόξης τοῦ πατρός, οὕτω καί ἡμεῖς ἐν καινότητι ζωῆς περιπατήσωμεν» (Ρω 6,4). Μαζί μέ τόν ἀναστάντα ἐκ τοῦ τάφου Κύριο, ἀναστηθήκαμε κι ἐμεῖς. ᾿Αναστηθήκαμε ἀπό τό θάνατο τῆς ἁμαρτίας καί λάβαμε τό δικαίωμα καί τῆς μελλοντικῆς μας ἀναστάσεως. ῾Η ᾿Εκκλησία μᾶς τό ὑπενθυμίζει στήν ὑμνολογία τῆς Κυριακῆς τῶν Βαΐων, τίς παραμονές τοῦ σεπτοῦ πάθους τοῦ Κυρίου· «Συνταφέντες σοι διά τοῦ βαπτίσματος, Χριστέ ὁ Θεός ἡμῶν, τῆς ἀθανάτου ζωῆς ἠξιώθημεν τῇ ἀναστάσει σου».

Καί συνεκάθισεν ἐν τοῖς ἐπουρανίοις· ῾Ως μέλη τοῦ σώματος τοῦ Χριστοῦ συμμετέχουμε ὄχι μόνο στήν ἀνάστασή του, μέ τήν πνευματική μας ἀνάσταση, ἀλλά καί στήν ἀφθαρσία καί στήν οὐράνια δόξα του. Στό πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ ὅλη ἡ ἀνθρώπινη φύση συμμετέχει στή δόξα καί βρίσκεται στόν οὐρανό. ῾Ο Θεός Λόγος μέ τή γέννησή του ἀπό τήν Παρθένο Μαρία καί τό ἅγιο Πνεῦμα πῆρε σῶμα ἀπό τή δική μας ἀνθρώπινη φύση. Αὐτό τό ἀνθρώπινο σῶμα τό ἀνέστησε, τό ἀφθαρτοποίησε καί τό ἔχει ὁ ἴδιος στό θρόνο τῆς θεότητος. Διά τοῦ ᾿Ιησοῦ Χριστοῦ γίναμε ἄφθαρτοι καί ἀθάνατοι, ἐπειδή «οἷος ὁ χοϊκός, τοιοῦτοι καί οἱ χοϊκοί, καί οἷος ὁ ἐπουράνιος, τοιοῦτοι καί οἱ ἐπουράνιοι» (Α´ Κο 15,48). ῾Ο ἐπουράνιος ἄνθρωπος, ὁ Κύριός μας, «ἐκάθισεν ἐν δεξιᾷ τοῦ θρόνου τῆς μεγαλωσύνης ἐν τοῖς οὐρανοῖς» (῾Εβ 8,1). Τό καλύτερο μέρος τοῦ ἑαυτοῦ μας ἀναστημένο κάθεται στό θρόνο τοῦ οὐρανοῦ μαζί μέ τόν Χριστό. Καί ὅπως λέει ἡ η´ εὐχή ἀπό τήν ἀκολουθία τῆς θείας Μεταλήψεως· «ὁ τῇ ἐνδόξῳ σου ᾿Αναλήψει τῆς σαρκός θεώσας τό πρόσλημμα καί τοῦτο τῇ δεξιᾷ καθέδρα τιμήσας τοῦ Πατρός».

Μᾶς κατέστησε κληρονόμους τῆς βασιλείας του ὁ ἴδιος ὁ Θεός καί μᾶς ἐγκατέστησε συμβασιλεῖς στό θρόνο του! Ποιός μπορεῖ νά κατανοήσει μιά τέτοια ἀγάπη; Γλώσσα ἀνθρώπινη δέν μπορεῖ νά τήν ψάλει οὔτε καρδιά νά τήν αἰσθανθεῖ καί νά τή χωρέσει. ῾Η αἰωνιότητα μόνο θά τήν ἀποκαλύψει τελείως.
 

2,7. ἵνα ἐνδείξηται ἐν τοῖς αἰῶσι τοῖς ἐπερχομένοις τόν ὑπερβάλλοντα πλοῦτον τῆς χάριτος αὐτοῦ ἐν χρηστότητι ἐφ᾿ ἡμᾶς ἐν Χριστῷ ᾿Ιησοῦ.

Στό στίχο αὐτό δηλώνεται ὁ σκοπός γιά τόν ὁποῖο εὐδόκησε ὁ Θεός νά προσφέρει τή σωτηρία στήν ἀνθρωπότητα.

᾿Εν τοῖς αἰῶσι τοῖς ἐπερχομένοις· ῾Η ἔκφραση σημαίνει τόν μέλλοντα αἰῶνα, τήν ἀτέλειωτη αἰωνιότητα, πού θά ἀκολουθήσει μετά τήν κοινή ἀνάσταση καί τήν τελική κρίση τοῦ Θεοῦ γιά τόν κάθε ἄνθρωπο. ῞Οπως ἡ πρόθεση τοῦ Θεοῦ νά εὐλογήσει τούς δικούς του ὑπῆρχε «πρό καταβολῆς κόσμου» (᾿Εφ 1,4), ἔτσι τά ἀποτελέσματα τῆς εὐλογίας ἐκδηλώνονται πλήρως μετά τήν ἀνάστασή μας καί τή συντέλεια αὐτοῦ τοῦ κόσμου. Οἱ ἄπιστοι δέν μποροῦν καθόλου νά καταλάβουν τά μέλλοντα ἀγαθά πού ὁ Θεός μᾶς προσφέρει. Οἱ πιστοί σ᾿ αὐτή τή ζωή τά ἀπολαμβάνουν ἐν μέρει, διά τῆς πίστεως. ᾿Απόλυτα θά τά ζήσουν στήν αἰωνιότητα. Τότε θά δοῦν τήν ἀνθρώπινη φύση πού ντύθηκε ὁ Χριστός νά προσκυνεῖται ἀπό ὅλη τήν κτίση καί οἱ ἅγιοι νά συμβασιλεύουν μαζί μέ τόν Χριστό.

Τόν ὑπερβάλλοντα πλοῦτον τῆς χάριτος αὐτοῦ ἐν χρηστότητι ἐφ᾿ ἡμᾶς ἐν Χριστῷ ᾿Ιησοῦ· Χρηστότητα εἶναι ἡ καλοσύνη, ἡ ἐπιείκεια. Μόνο στή δόξα πού θά ἀπολαμβάνουμε οἱ πιστοί στόν παράδεισο θά φανερωθεῖ ὁ ὑπερβάλλων πλοῦτος, ἡ ὑπερβολικά πλούσια χάρις τοῦ Χριστοῦ, ἡ ἀπέραντη ἀγάπη καί τό ἔλεος πού ἔδειξε ἐφ᾿ ἡμᾶς, πρός ὅλα τά μέλη τῆς ᾿Εκκλησίας. «῎Οντως ὑπερβάλλων ὁ πλοῦτος, ὄντως ὑπερβάλλον τό μέγεθος τῆς δυνάμεως Αὐτοῦ, μετά Χριστοῦ καθίσαι!», θαυμάζει ὁ ἅγιος Χρυσόστομος.
 

β) ῾Η σωτηρία καρπός τῆς χάριτος καί ὄχι τῶν ἔργων μας (2,8-9)
 

2,8. Τῇ γάρ χάριτί ἐστε σεσωσμένοι διά τῆς πίστεως.

᾿Επαναλαμβάνει ὁ ἀπ. Παῦλος αὐτό πού εἶπε στό στ. 5, προσθέτοντας τήν ἀνθρώπινη συμμετοχή· διά τῆς πίστεως. ῾Η σωτηρία προσφέρεται δωρεάν ἀπό τόν Θεό πρός ὅλους. Δέν παραβιάζει ὅμως τήν ἐλευθερία κανενός. ᾿Αφήνει τόν ἄνθρωπο ἐλεύθερο νά τή δεχθεῖ ἤ νά τήν ἀπορρίψει. Γιά νά τή δεχθεῖ ὁ ἄνθρωπος πρέπει νά προσφέρει τήν πίστη του στόν Θεό. ῾Η σωτηρία εἶναι ἀποτέλεσμα συνεργασίας Θεοῦ καί ἀνθρώπου. «῾Η χάρις καί ἡ πίστις εἰσί τά δύο ὄργανα τῆς σωτηρίας», κατά τόν Νικηφόρο Θεοτόκη. ῞Ενα ἁπλό παράδειγμα θά μᾶς βοηθήσει νά κατανοήσουμε τή βαθειά θεολογική ἔννοια τῶν λόγων τοῦ ἀποστόλου. ῞Ενας πού πνίγεται μέσα στό πέλαγος, γιά νά ἀποφύγει τό θάνατο, πρέπει νά ἁπλώσει τό χέρι του καί νά πιάσει τό σωσίβιο πού τοῦ ρίχνει τό ναυαγοσωστικό. ᾿Αντίστοιχα ὁ ἄνθρωπος πού πνίγεται μέσα στό πέλαγος τῆς ἁμαρτίας πρέπει νά δεχθεῖ τό σωσίβιο τῆς σωτηρίας, τήν πίστη, πού τήν προσφέρει μέ τή χάρη του ὁ Θεός.

 ῾Η πίστη, γιά νά μᾶς σώσει, πρέπει νά καλλιεργηθεῖ. ῾Ο Κύριος δίνει σέ ὅλους πίστη· ἄλλοι τήν περιφρονοῦν καί ἄλλοι τήν καλλιεργοῦν καί ἀπολαμβάνουν τούς καρπούς της.
 

2,9. καί τοῦτο οὐκ ἐξ ὑμῶν, Θεοῦ τό δῶρον, οὐκ ἐξ ἔργων, ἵνα μή τις καυχήσηται.

Καί τοῦτο, ἡ πίστη καί ἡ σωτηρία πού ἀπολαμβάνουμε διά τῆς πίστεως, εἶναι Θεοῦ τό δῶρον, τονίζει ὁ ἀπ. Παῦλος, ἄν καί φαίνεται ὅτι προέρχεται ἀποκλειστικά ἀπό τόν ἄνθρωπο. Τή χαρίζει ὁ Κύριος σέ ὅποιον βλέπει διάθεση ὑποταγῆς στό θέλημά του, πόθο ἱερό, ἀγάπη καί εὐσέβεια.

῾Ο Οἰκουμένιος κάνει μία σπουδαία παρατήρηση· «Οὔτε καί αὐτή ἡ πίστη θά εἶχε ἀπό μόνη της τή δύναμη νά μᾶς σώσει, ἐάν ὁ Θεός δέν ἤθελε διά τῆς πίστεως νά μᾶς χαρίσει τή σωτηρία. ῞Ωστε, καί τό νά πιστεύουμε εἶναι δῶρον Θεοῦ καί τό διά πίστεως νά σωζόμαστε δῶρον Θεοῦ».

Οὐκ ἐξ ἔργων, ἵνα μή τις καυχήσηται· Τό νόημα τῶν λόγων τοῦ ἀποστόλου ἑρμηνεύει ὁ ἅγιος Χρυσόστομος ὡς ἑξῆς· «Δέν λέει ἐδῶ ὁ ἀπόστολος ὅτι ἐνῶ εἴχατε ἔργα, σᾶς ἀποστράφηκε ὁ Θεός, ἀλλά ὅτι ἐνῶ τά ἔργα σας σᾶς εἶχαν προδώσει, δηλαδή δέν εἴχατε νά παρουσιάσετε καλά ἔργα, σᾶς ἔσωσε μέ τή χάρη του. ῎Ετσι κανείς δέν μπορεῖ νά καυχηθεῖ ὅτι πέτυχε τή σωτηρία».

Θά βοηθήσει ἴσως στήν κατανόηση τῶν λόγων τοῦ ἀποστόλου τό ἑξῆς παράδειγμα· ῞Ενας ἄνθρωπος προσπαθεῖ νά ἀνεβάσει ἕνα βάρος σέ μιά ἀνηφοριά. Κοπιάζει, ταλαιπωρεῖται, ἀλλά τό βάρος συνεχῶς τοῦ πέφτει σάν τό λίθο τοῦ μυθικοῦ Σισύφου. Κατασκευάζει ἕνα καρότσι γιά νά τό μεταφέρει, ἀλλά καί πάλι ἀποτυγχάνει. ῎Ερχεται ὅμως ἕνα αὐτοκίνητο, παίρνει καί τόν ἄνθρωπο καί τό βάρος του καί σέ λίγη ὥρα βρίσκεται στήν κορυφή. Μπορεῖ νά καυχηθεῖ ὅτι κατόρθωσε ν᾿ ἀνεβεῖ μαζί μέ τό βάρος πού μετέφερε; Στήν περίπτωσή μας ὅλα ὅσα χρειάζονται γιά τή σωτηρία μας τά προσφέρει ἡ χάρη τοῦ Θεοῦ. ῾Ο ἄνθρωπος ἁπλῶς ζητιανεύει τή χάρη τοῦ Θεοῦ μέ τήν πίστη του. Δέν μπορεῖ νά καυχηθεῖ γι᾿ αὐτό. Οὔτε οἱ μάρτυρες καυχῶνται γιά τό μαρτύριο οὔτε οἱ ἀσκητές γιά τήν ἄσκησή τους οὔτε οἱ μεγάλοι διδάσκαλοι γιά τή διδασκαλία τους. Καυχῶνται μόνο γιά τόν Χριστό, γιά τό σταυρό τοῦ Κυρίου, διότι γνωρίζουν πώς ὅ,τι καλό ἔχουν εἶναι τοῦ Θεοῦ· δική τους εἶναι μόνο ἡ ἀθλιότητα.
 

γ) Τά ἀγαθά ἔργα γνώρισμα τῆς νέας ἐν Χριστῷ ζωῆς (2,10)
 

῾Ο ἀπόστολος θέλει στή συνέχεια νά προφυλάξει τούς ἀναγνῶστες τῆς ᾿Επιστολῆς ἀπό μία παρανόηση πού μποροῦσε νά δημιουργηθεῖ γιά τήν ἀναγκαιότητα τῶν καλῶν ἔργων. Δέν ἀδιαφορεῖ, τούς λέει, ὁ Θεός γιά τά ἔργα. Εὐχαριστεῖται, ὅταν βλέπει νά τά ἐργάζονται οἱ πιστοί. ᾿Αλλά αὐτά δέν δίδουν τό δικαίωμα στόν ἄνθρωπο νά ζητήσει τόν παράδεισο. Εἶναι τόσο μικρή ἡ ἀρετή μας καί τόσο ἀσήμαντα τά καλά μας ἔργα, ὥστε, ὅ,τι καί ἄν κάνουμε, νά νιώθουμε, ὅπως μᾶς εἶπε ὁ Κύριος, «ὅτι δοῦλοι ἀχρεῖοί ἐσμεν, ὅτι ὅ ὠφείλομεν ποιῆσαι πεποιήκαμεν» (Λκ 17,10).
 

2,10. Αὐτοῦ γάρ ἐσμεν ποίημα, κτισθέντες ἐν Χριστῷ ᾿Ιησοῦ ἐπί ἔργοις ἀγαθοῖς, οἷς προητοίμασεν ὁ Θεός ἵνα ἐν αὐτοῖς περιπατήσωμεν.

 Στό στίχο αὐτό προσδιορίζεται ἀκριβέστερα ἡ σχέση σωτηρίας καί ἔργων· Τά καλά ἔργα δέν ἀποτελοῦν προϋπόθεση ἀλλά συνέπεια τῆς πίστεως, καρπό τῆς σωτηρίας, ἡ ὁποία δωρίζεται διά τῆς πίστεως.

Αὐτοῦ γάρ ἐσμεν ποίημα· ῾Ο Θεός εἶναι ὁ ποιητής, ὁ δημιουργός, κι ἐμεῖς ποίημα, δημιούργημά Του. ῾Ο ἄνθρωπος ἔχει μιά μοναδική ἀξία, περικλείει ἕνα μεγαλεῖο. Εἶναι πράγματι τό πιό ὑπέροχο ἀπό τά ἐπίγεια δημιουργήματα. Τό μόνο πού πλάστηκε μέ τόση φροντίδα «κατ᾿ εἰκόνα Θεοῦ» (Γέ 1,26). Κάθε καλό ἔργο μας ἔχει τήν αἰτία του στόν Δημιουργό, πού μᾶς ἔπλασε ἔτσι, ὥστε νά μποροῦμε νά κατορθώσουμε τήν ἀρετή. Σ᾿ Αὐτόν ἀνήκει ἡ καύχηση, ἡ δόξα καί ἡ τιμή.

Κτισθέντες ἐν Χριστῷ ᾿Ιησοῦ· Δυό φορές μᾶς δημιούργησε ὁ Θεός· α) Κατά τή δημιουργία τοῦ κόσμου ἔπλασε τόν ἄνθρωπο. β) Μετά τήν παράβαση καί παρακοή τοῦ ἀνθρώπου ἔστειλε τόν μονογενῆ Υἱό του στόν κόσμο καί διά τῆς θυσίας τοῦ Χριστοῦ μᾶς ἀνέπλασε· κτισθήκαμε ἐν Χριστῷ ᾿Ιησοῦ. Μᾶς ἔκανε ἁγίους, μέλη τοῦ σώματος τοῦ Χριστοῦ, τῆς ᾿Εκκλησίας, πού εἶναι «ἐν Χριστῷ, καινή κτίσις» (Β´ Κο 5,17· πρβλ. Γα 6,15)

῞Οπως στή δημιουργία ὁ Θεός ἔπλασε τόν πρῶτο ἄνθρωπο, τόν ᾿Αδάμ, καί ἀπό αὐτόν προῆλθε ὅλη ἡ ἀνθρωπότητα, ἔτσι τή δεύτερη φορά ἀναδημιουργηθήκαμε ἀπό τόν νέο ᾿Αδάμ, τόν ἀναστημένο ᾿Ιησοῦ Χριστό, καί ἀπό Αὐτόν προῆλθε ὅλη ἡ πνευματική ἀνθρωπότητα, τά μέλη τῆς ᾿Εκκλησίας. ῾Ο ἄνθρωπος τώρα δέν δημιουργεῖται κατ᾿ εἰκόνα Θεοῦ, ὅπως στή φυσική δημιουργία, ἀλλά γίνεται ἐν Χριστῷ ἄνθρωπος, εἰκόνα τοῦ Χριστοῦ. Αὐτό δηλώνει καί τό ὄνομα χριστιανός. ῾Ο ἅγιος Χρυσόστομος ἑρμηνεύει· «Τήν ἀναγέννησιν ἐνταῦθα αἰνίττεται. ῎Οντως κτίσις ἑτέρα ἐστίν· ἐκ τοῦ μή ὄντος εἰς τό εἶναι παρήχθημεν».

Τήν ἔκφραση ἐν Χριστῷ εἶναι δύσκολο νά τήν ἐξηγήσουμε μέ μία νεοελληνική ἔκφραση. Δέν σημαίνει μόνο σύμφωνα μέ τό θέλημα τοῦ Χριστοῦ ἤ μέ τή δύναμη τοῦ Χριστοῦ, ἀλλά ἐκφράζει ἕνα νέο καθεστώς, ἕναν νέο κόσμο, τήν ᾿Εκκλησία, καί τούς πολίτες αὐτοῦ τοῦ νέου καθεστῶτος, τούς χριστιανούς.

᾿Επί ἔργοις ἀγαθοῖς· ῾Ο ἀπόστολος ἐπισημαίνει ὅτι ὁ σκοπός γιά τόν ὁποῖο μᾶς ἀνέπλασε ὁ Θεός εἶναι ἐπί ἔργοις ἀγαθοῖς, γιά νά κάνουμε ἀγαθά ἔργα. ῾Ο Μ. Φώτιος ἑρμηνεύει· «χρωστᾶτε νά κάνετε τό καλό, καί τό χρέος σας εἶναι ἀρχαῖο, μάλιστα δέ ἔχει αὐξηθεῖ μέ τόκους. Πρέπει, λοιπόν, μέ σπουδή καί ἐπιμέλεια νά ξεπληρώσετε τά χρεωστούμενα». Καί ὁ ἅγιος Χρυσόστομος παρατηρεῖ ὅτι δέν μᾶς προστάζει ὁ ἀπόστολος νά κάνουμε ἕνα καλό ἔργο, ἀλλά ὅλα τά καλά ἔργα. ῞Οπως ἔχουμε πέντε αἰσθήσεις καί τίς χρησιμοποιοῦμε ὅλες, ἔτσι κι ὅλες τίς ἀρετές νά τίς ἀσκοῦμε.

Τά ἔργα χαρακτηρίζονται ὡς ἀγαθά ὄχι ἁπλῶς διότι εἶναι καλά καί ὠφέλιμα, ἀλλά διότι ἀποτελοῦν στοιχεῖα τῆς ζωῆς τοῦ Χριστοῦ. Τά ἀγαθά ἔργα εἶναι ὁ τρόπος πού ὁ Κύριος ἔζησε, ἔπραξε, ἐλάλησε καί ἐκήρυξε. ῞Ολα αὐτά ἀποτελοῦν μία πορεία, χαράσσουν μία ὁδό. ῎Ετσι φαίνεται κι ἐδῶ πόσο στενά συνδέεται τό δόγμα μέ τήν ἠθική, ἡ πίστη μέ τή ζωή, τό φρόνημα μέ τήν πράξη. ῾Ο Χριστός εἶναι καί ὁ διδάσκαλός μας καί τό μάθημά μας. Εἶναι καί ὁ ὁδηγός μας καί ἡ ὁδός μας. Αὐτός μᾶς ἀναδημιουργεῖ, μᾶς κάνει καινούργιους ἀνθρώπους, ἀλλά συγχρόνως εἶναι καί ἡ νέα ζωή τήν ὁποία θά ζήσουμε. ῾Η νέα ζωή καί ἡ πορεία μας δέν καθορίζεται οὔτε προσδιορίζεται ἀπό τή συνείδησή μας ἀλλά ἀπό τή ζωή τοῦ Χριστοῦ. Χριστιανός σημαίνει αὐτός πού ἔχει πρότυπο τόν Χριστό, περπατεῖ στά ἴχνη του, εἶναι μιμητής του. ῎Ετσι ἐκπληρώνεται καί ὁ ἀρχικός σκοπός τῆς φυσικῆς δημιουργίας μας, νά φθάσουμε στό «καθ᾿ ὁμοίωσιν» (Γέ 1,26).

 οἷς προητοίμασεν ὁ Θεός· Μέ τό προφητικό κήρυγμα, μέ τήν ἴδια τήν ἐπί γῆς ζωή τοῦ Χριστοῦ, μέ τή διδασκαλία τῶν Εὐαγγελίων, ἀλλά καί μέ τά παραδείγματα τῶν ἁγίων ὁ Θεός προητοίμασεν τήν ὁδό τῆς ἀρετῆς, μᾶς ἔδειξε ποιά εἶναι τά καλά ἔργα.

῞Ινα ἐν αὐτοῖς περιπατήσωμεν· ῾Η ζωή τῆς ἁμαρτίας παρουσιάστηκε ἀπό τόν ἀπόστολο προηγουμένως (στ. 2) σάν μία πορεία πρός τόν πνευματικό θάνατο, τήν ὁποία βάδισαν ἰουδαῖοι καί εἰδωλολάτρες. ῞Οσοι ὅμως ἐν Χριστῷ ἀναστήθηκαν ἀπό τό θάνατο τῆς ἁμαρτίας, ἀναγεννήθηκαν καί ἔγιναν μέλη τῆς ᾿Εκκλησίας προορίζονται νά περιπατοῦν, δηλαδή νά ζοῦν μία νέα ζωή, τῆς ὁποίας γνώρισμα εἶναι τά καλά ἔργα. «Οὐχ ἵνα ἀρξώμεθα, ἀλλ᾿ ἵνα περιπατήσωμεν», κατά τόν ἅγιο Χρυσόστομο. ῾Η ζωή τοῦ χριστιανοῦ, λοιπόν, εἶναι μία συνεχής πορεία, πού σημαδεύεται ἀπό τήν πίστη καί τά καλά ἔργα. Αὐτά τά δύο δέν ξεχωρίζουν. ῾Η πίστη ἐκδηλώνεται μέ τά ἔργα καί τά ἔργα πηγάζουν ἀπό τήν πίστη. Δέν μποροῦμε νά χωρίσουμε τή ζωή τῆς πίστεως ἀπό τήν εὐσέβεια. «Τουτέστι πᾶσαν τήν ὁδόν τοῦ βίου διανύσωμεν ἐν τούτοις», κατά τόν ἅγιο Θεοφύλακτο.

῾Ο Χριστός δέν μᾶς δίνει μόνο τόν ἑαυτό του· δέν γινόμαστε μόνο μέλη τοῦ σώματός του, ἀλλά μᾶς δίνει καί τήν ὁδό στήν ὁποία θά περπατήσουμε. ῾Ο ἴδιος, πού εἶναι ἀρχηγός καί ὁδηγός μας, εἶναι καί ἡ ὁδός μας. ῎Ετσι, ὅσοι συμμετέχουν στή ζωή τοῦ Χριστοῦ, συμμετέχουν καί στήν πορεία του. Καί ὁ ἑαυτός μας νά εἶναι τοῦ Χριστοῦ καί ἡ πορεία μας. Δέν μπορεῖ ἐμεῖς νά εἴμαστε χριστιανοί καί ἡ πορεία μας νά μήν εἶναι ἡ πορεία τοῦ Χριστοῦ. ῾Η ζωή τοῦ Χριστοῦ εἶναι ὁ δρόμος μας, ὁ Χριστός τό πρότυπό μας πού μᾶς ὁδηγεῖ στήν αἰώνια δόξα του.

᾿Εκεῖνος πού ἀναγεννήθηκε μέσα στήν ᾿Εκκλησία τοῦ Χριστοῦ, πού ἔζησε τήν πλούσια ἀγάπη τοῦ Θεοῦ, ἔνιωσε νά κυλᾶ στίς ἀρτηρίες του τό αἷμα τοῦ Χριστοῦ καί νά φωτίζει τήν ὕπαρξή του τό Πνεῦμα τό ἅγιο, αὐθόρμητα κινεῖται πρός τήν ἀγαθοεργία. Καθώς συνειδητοποιεῖ τήν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ, γεννιέται μέσα του καί ἡ εἰλικρινής ἀγάπη γιά τά ὑπόλοιπα παιδιά τοῦ Κυρίου, τούς ἀδελφούς του.

Στεργίου Σάκκου, Ἀποστολικές περικοπές (βοήθημα γιά κυκλάρχες)

Παρασκευή, 03 Νοέμβριος 2023 02:00

Κυριακή ΚΒ΄ Γα 6,11-18

Τό καύχημα τοῦ Σταυροῦ

῾Ο ἐπίλογος τῆς πρός Γαλάτας ᾿Επιστολῆς

stauros Μέ τήν περικοπή αὐτή ὁ ἀπ. Παῦλος κλείνει τήν πρός Γαλάτας ᾿Επιστολή ἐκφράζοντας τήν ἀγωνία του γιά τούς χριστιανούς τῆς Γαλατίας. Στιγματίζει ἐπιγραμματικά τήν ἀπάτη τῶν ψευδαδέλφων καί ξεσκεπάζει τά ἀκάθαρτα καί ἰδιοτελῆ κίνητρά τους. ᾿Ανακεφαλαιώνοντας, ὑπογραμμίζει ὅτι μοναδικός σωτήρας τοῦ κόσμου εἶναι ὁ ᾿Ιησοῦς Χριστός. Χάρη στή δική του σταυρική θυσία καί μόνο καταργεῖται κάθε διαφορά μεταξύ περιτομῆς καί ἀκροβυστίας. ᾿Ιουδαῖοι καί εἰδωλολάτρες ἀδελφώνονται στήν καινούργια κτίση, τήν ᾿Εκκλησία. Αὐτῆς τῆς ᾿Εκκλησίας ὁ Παῦλος εἶναι γνήσιος ἀπόστολος καί φέρει στό ἴδιο του τό σῶμα τά διαπιστευτήρια τῆς ἀποστολῆς του, τά «στίγματα» τοῦ ᾿Ιησοῦ Χριστοῦ.

α) ᾿Ιδιόχειρη ἡ ᾿Επιστολή (6,11)

 6,11. ῎Ιδετε πηλίκοις ὑμῖν γράμμασιν ἔγραψα τῇ ἐμῇ χειρί.
 Πηλίκοις γράμμασιν· ῾Η ἀντωνυμία πηλίκος σημαίνει «πόσο μεγάλος». Μερικοί ὑποστηρίζουν ὅτι μέ τήν ἔκφραση αὐτή ὁ ἀπόστολος ἐννοεῖ ὅτι ἡ ᾿Επιστολή ἦταν γραμμένη μέ κεφαλαῖα γράμματα. ῾Η ἄποψη αὐτή ὅμως δέν εὐσταθεῖ, διότι μέχρι τόν 9ο μ.Χ. αἰ. ὅλα τά κείμενα γράφονταν στή μεγαλογράμματη γραφή· δέν ἦταν, λοιπόν, δυνατόν νά εἶναι γραμμένη διαφορετικά. ῾Ο ἀπόστολος ἐφιστᾶ τήν προσοχή τῶν Γαλατῶν στό μέγεθος τῶν γραμμάτων του. Σάν νά τούς λέει· «Σᾶς παρακαλῶ νά δεῖτε τή σοβαρότητα τοῦ θέματος καί τήν ἀγωνία μου γιά τή σωτηρία σας καί ἀπό τά μεγάλα καί ἔντονα γράμματά μου».
 ῎Εγραψα τῇ ἐμῇ χειρί· Στήν ἀρχαιότητα ὡς γραφική ὕλη χρησιμοποιοῦσαν πάπυρο ἤ εἰδικά κατεργασμένο δέρμα. Γιά τό λόγο αὐτό τό γράψιμο δέν ἦταν ἁπλή ὑπόθεση. ᾿Απαιτοῦσε χρόνο, κόπο καί εἰδικότητα. ᾿Ακόμη καί οἱ ἐγγράμματοι ἀπέφευγαν νά γράφουν ἰδιόχειρα· ἀνέθεταν τή δουλειά αὐτή σέ εἰδικούς ἐπαγγελματίες καλλιγράφους. ῾Ο ἀπ. Παῦλος συνήθως ὑπαγόρευε τίς ᾿Επιστολές του σέ κάποιον ἀπό τούς μαθητές του, πού εἶχε αὐτή τήν ἱκανότητα (βλ. Ρω 16,22 «ἀσπάζομαι ὑμᾶς ἐγώ Τέρτιος ὁ γράψας τήν ἐπιστολήν»). ῾Ο ἴδιος στό τέλος κάθε ᾿Επιστολῆς ἔγραφε τό χαιρετισμό ὡς ὑπογραφή. Μόνο τήν πρός Φιλήμονα, πού εἶναι πολύ σύντομη ᾿Επιστολή, καί τήν πρός Γαλάτας, ὁ ἀπόστολος τίς ἔγραψε ὁλόκληρες μέ τό χέρι του· «τῇ ἐμῇ χειρί», ὅπως μᾶς βεβαιώνει. ῎Ηθελε νά ἔχουν οἱ Γαλάτες ἰδιόχειρη τή μαρτυρία του, ὥστε καί μέ τόν τρόπο αὐτό νά ἀντιληφθοῦν τήν κρισιμότητα τοῦ θέματος καί τήν ἀγωνία του γιά τόν κίνδυνο πού διέτρεχαν.

β) Ξεσκέπασμα τῆς ὑποκρισίας τῶν ἰουδαϊζόντων (6,12-13)

 6,12. ῞Οσοι θέλουσιν εὐπροσωπῆσαι ἐν σαρκί, οὗτοι ἀναγκάζουσιν ὑμᾶς περιτέμνεσθαι, μόνον ἵνα μή τῷ σταυρῷ τοῦ Χριστοῦ διώκωνται.
 Τό «ὅσοι» ἀναφέρεται στούς ἰουδαΐζοντες ψευδαδέλφους. ῾Ο ἀπόστολος, μέ ὅσα γράφει στό στίχο αὐτό καί στόν ἑπόμενο, ἀποκαλύπτει τά κίνητρα τῶν ἰουδαϊζόντων. Θέλουν· α) νά φαντάξουν καί νά φανοῦν σπουδαῖοι στούς ἀνθρώπους, β) νά ἀποφύγουν τό διωγμό, γ) νά ἱκανοποιήσουν τήν κενοδοξία τους κάνοντας τόν ἡγέτη.
 Θέλουσιν εὐπροσωπῆσαι ἐν σαρκί· Εὐπροσωπῶ σημαίνει παρουσιάζω ὡραῖο πρόσωπο, φαίνομαι στούς ἄλλους καλός ἤ, ὅπως λέμε στή γλώσσα τοῦ λαοῦ, φαντάζω. Μέ τό ρῆμα αὐτό ὁ ἀπόστολος τοποθετεῖ τούς ἰουδαΐζοντες στήν ἴδια κατηγορία μέ τούς ὑποκριτές φαρισαίους, πού ἔκαναν τά πάντα «πρός τό θεαθῆναι» καί τούς ὁποίους ὁ Κύριος παρομοίασε μέ «τάφους κεκονιαμένους» (Μθ 23,27).
 Οἱ ἰουδαΐζοντες ἀναγκάζουν τούς ἐξ ἐθνῶν χριστιανούς νά ὑποστοῦν τήν περιτομή, ἐπειδή «θέλουσιν εὐπροσωπῆσαι ἐν σαρκί», ἐπιδιώκουν νά ἀποσπάσουν τήν ἐκτίμηση καί τό θαυμασμό τῶν συμφυλετῶν τους ᾿Ιουδαίων, πού δέν εἶχαν δεχθεῖ τήν πίστη στόν Χριστό. Δείχνουν μέ τόν τρόπο αὐτό ὅτι δέν κηρύττουν κάτι διαφορετικό ἀπό τήν ἰουδαϊκή θρησκεία.
 ῾Ο Νικηφόρος Θεοτόκης λέει ὅτι ἡ ἀνθρωπαρέσκεια καί τότε προξένησε ποικίλα κακά ἀλλά καί μέχρι σήμερα κατακρημνίζει τούς ἀνθρώπους σέ πολλά καί μεγάλα ἁμαρτήματα. ῾Ο καθένας ζητάει τό δικό του συμφέρον. Σκέφτεται ὅτι μέ τήν ἀγάπη καί τήν προστασία τῶν ἀνθρώπων θά ἀπολαμβάνει ὅ,τι ποθεῖ. ᾿Αγωνίζεται μέ κάθε τρόπο νά τούς φανεῖ εὐάρεστος· ὑπακούει, κολακεύει, δουλεύει, τρέχει στά θελήματά τους, εἴτε εἶναι δίκαια εἴτε ἄδικα, εἴτε νόμιμα εἴτε ἄνομα. ῾Η φιλαυτία τόσο σκοτίζει τό νοῦ του, ὥστε δέν καταλαβαίνει ὅτι ἡ ἀνθρωπαρέσκεια βλάπτει τήν ψυχή του. Πολύ λίγοι βρίσκονται καθαροί ἀπό αὐτό τό πάθος τό ὁποῖο στηρίζεται, τρέφεται καί αὐξάνει ἀπό ἄλλα πάθη, ὅπως ἀπό τόν φόβο, τή φιλοδοξία, τήν ἐπιθυμία τῆς ἀπόλαυσης κάποιων ἀγαθῶν.
 ῾Η λέξη «σάρξ» ἐδῶ ἔχει τή γενική σημασία τῆς ἀνθρώπινης φύσεως, δηλώνει δηλαδή τόν ἄνθρωπο (πρβλ. Μθ 24,22· Γα 5,13).
 Μόνον ἵνα μή τῷ σταυρῷ τοῦ Χριστοῦ διώκωνται· ῾Ο σταυρός τοῦ Χριστοῦ σημαίνει τό κήρυγμα, τήν ὁμολογία ὅτι ἡ σταυρική θυσία τοῦ Χριστοῦ εἶναι τό μοναδικό μέσο τῆς σωτηρίας τοῦ ἀνθρώπου. Αὐτό τό κήρυγμα ξεσήκωνε τούς ἰουδαίους ἐναντίον τῶν χριστιανῶν, τούς ὁποίους θεωροῦσαν καταπατητές τοῦ μωσαϊκοῦ νόμου καί ἀποστάτες ἀπό τήν ἰουδαϊκή θρησκεία. Γι᾿ αὐτό τούς κατέδιδαν ὡς ἐπαναστάτες στούς εἰδωλολάτρες Ρωμαίους, οἱ ὁποῖοι ἀναγνώριζαν ὡς ἐπιτρεπόμενη θρησκεία τόν ᾿Ιουδαϊσμό ὄχι ὅμως καί τό Χριστιανισμό. Δέν εἶχαν ἀρχίσει βέβαια ἀκόμη οἱ μεγάλοι διωγμοί, κατά τόπους ὅμως ὁρισμένοι ἄρχοντες καταδίωκαν τούς χριστιανούς, διότι τούς θεωροῦσαν ἀσεβεῖς, ταραξίες καί ἐπαναστάτες. ῎Ετσι, οἱ κήρυκες τοῦ εὐαγγελίου ἀντιμετώπιζαν τό δίλημμα· Νά κηρύξουν τό σταυρό καί νά ἔχουν διωγμούς ἤ νά διατηρήσουν τά ἰουδαϊκά στοιχεῖα καί νά ζοῦν μέ ἀσφάλεια; Οἱ ἰουδαΐζοντες διάλεξαν τό πιό ἀνώδυνο. Κήρυτταν μέ ζῆλο τήν περιτομή καί ἀνάγκαζαν τούς χριστιανούς νά περιτέμνονται, γιά νά ἀποφύγουν τό διωγμό.
 ῾Η ἀνθρωπαρέσκεια καί ὁ φόβος εἶναι δύο παράγοντες πού ἐπηρεάζουν συχνά καί τή συμπεριφορά τῶν ἀρχόντων. ῾Ο Πιλᾶτος καταδίκασε τόν Χριστό, γιά νά ἱκανοποιήσει τούς ἄρχοντες τῶν ᾿Ιουδαίων, παρ᾿ ὅλο πού ἀναγνώριζε τήν ἀθωότητά του (βλ. ᾿Ιω 19,6-16). ῾Ο ῾Ηρώδης σκότωσε τόν ᾿Ιάκωβο καί φυλάκισε τόν Πέτρο, γιά νά ἀρέσει στό λαό (Πρξ 12,2).

 6,13. Οὐδέ γάρ οἱ περιτετμημένοι αὐτοί νόμον φυλάσσουσιν, ἀλλά θέλουσιν ὑμᾶς περιτέμνεσθαι, ἵνα ἐν τῇ ὑμετέρᾳ σαρκί καυχήσωνται.
 ῾Ο ἀπ. Παῦλος ξεσκεπάζει τήν ὑποκρισία τῶν ἰουδαϊζόντων· «οὐδέ γάρ οἱ περιτετμημένοι αὐτοί νόμον φυλάσσουσιν». Αὐτοί, πού παριστάνουν τούς ζηλωτές τοῦ νόμου, δέν τηροῦν ὅλο τό νόμο παρά μόνο τήν περιτομή καί ἴσως καί κάποιες ἄλλες διατάξεις (σάββατα, νουμηνίες κτλ). Βέβαια, ἐκ τῶν πραγμάτων ἦταν ἀδύνατον νά τηρήσουν ἀκριβῶς τό νόμο μέ τίς 613 διατάξεις του, διότι ζοῦσαν μακριά ἀπό τά ᾿Ιεροσόλυμα. Πῶς νά ἐπιτελέσουν π.χ. τίς ἰουδαϊκές γιορτές, πῶς νά προσφέρουν τίς θυσίες, πού ἔπρεπε νά γίνονται στό ναό τοῦ Σολομῶντος; ᾿Αλλά ὁ ἀπόστολος δέν τούς κατηγορεῖ γι᾿ αὐτές τίς παραβάσεις. ᾿Αποκαλύπτει τήν ἀνειλικρίνειά τους ἀπέναντι ἐκείνων τούς ὁποίους ἀναγκάζουν νά περιτμηθοῦν, διότι δέν τούς διδάσκουν ὅλο τό νόμο ἀλλά μόνο τήν περιτομή.
 Ξεσκεπάζει ἐπίσης ὁ ἀπόστολος καί τήν κενοδοξία τους· «ἵνα ἐν τῇ ὑμετέρᾳ σαρκί καυχήσωνται». Μέ τήν περιτομή πού θά γίνει στό δικό σας σῶμα, Γαλάτες, θά μποροῦν αὐτοί νά καυχῶνται γιά τό κατόρθωμά τους. Θά παριστάνουν τόν ἥρωα, ὅτι κατάφεραν νά ὁδηγήσουν πολλούς στήν περιτομή. ῎Ετσι θά κερδίσουν τήν ἐκτίμηση τῶν ἰουδαίων καί θά ἀποκτήσουν κύρος. Δέν εἶναι δηλαδή μόνο αἰσχροί ὑποκριτές οἱ ἰουδαΐζοντες ἀλλά καί ἀδίστακτοι ἐκμεταλλευτές.

γ) ῾Η «καινή κτίσις» (6,14-16)

 6,14. ᾿Εμοί δέ μή γένοιτο καυχᾶσθαι εἰ μή ἐν τῷ σταυρῷ τοῦ Κυρίου ἡμῶν ᾿Ιησοῦ Χριστοῦ, δι᾿ οὗ ἐμοί κόσμος ἐσταύρωται κἀγώ τῷ κόσμῳ.
 Φαίνεται ὅτι οἱ ἰουδαΐζοντες, κρίνοντας ἐξ ἰδίων, κατηγοροῦσαν τόν Παῦλο ὅτι κηρύττει γιά νά ἀποκτήσει ὀπαδούς καί νά καυχᾶται γιά τήν ἱκανότητα καί τήν πειθώ του μέ τήν αὔξηση τοῦ ἀριθμοῦ τους. Μέ ἔμφαση ὁ ἀπόστολος ἀπαντᾶ στήν κατηγορία αὐτή· «ἐμοί δέ μή γένοιτο καυχᾶσθαι εἰ μή ἐν τῷ σταυρῷ τοῦ Κυρίου ἡμῶν ᾿Ιησοῦ Χριστοῦ». Τό μοναδικό καύχημα τῆς ζωῆς μου εἶναι ὁ σταυρός τοῦ Κυρίου ᾿Ιησοῦ Χριστοῦ.
 Τό «μή γένοιτο», ὅταν συντάσσεται μέ ἀπαρέμφατο («καυχᾶσθαι»), ἔχει τό νόημα τῶν σημερινῶν ἐκφράσεων· «νά μή δώσει ὁ Θεός» ἤ «Θεός φυλάξοι» (πρβλ. Γέ 44,7· ᾿Ιη 22,29· 24,16). Μέ τά λόγια αὐτά, κατά τόν Χρυσόστομο, ὁ Παῦλος δηλώνει ὅτι θεωρεῖ «ὡς τι τῶν ἀτόπων», ἀπαράδεκτη, τήν τακτική τῶν ἰουδαϊζόντων. Εἶναι τό χειρότερο κατάντημα. Πολύ ταπεινά ζητᾶ τή συμμαχία τοῦ Θεοῦ, νά τόν φυλάξει νά μήν πέσει κι αὐτός σ᾿ αὐτό τό ἀνάρμοστο καύχημα. ῎Εμμεσα, ἐπίσης, ἐκφράζει καί τήν εὐχαριστία του πρός τόν Θεό, πού τόν ἀπάλλαξε ἀπό τό καύχημα τῆς περιτομῆς.
 Θαυμάζει ὁ ἅγιος Χρυσόστομος πῶς «ὁ σταυρός τοῦ Χριστοῦ ἔπεισε αὐτόν (τόν Παῦλο) πού ἦταν πρόθυμος καί νά σφαγεῖ ἀκόμη γιά τήν περιτομή καί ἄλλους νά σφάξει». ᾿Αναφέροντας ἀναλυτικά τό περιεχόμενο τῆς καυχήσεως τοῦ Παύλου ὁ ἱερός πατέρας γράφει τά ἑξῆς· «῾Ο Χριστός γιά χάρη μου πῆρε μορφή δούλου καί ἔπαθε ὅσα ἔπαθε, γιά μένα τόν δοῦλο, τόν ἐχθρό, τόν ἀχάριστο. Καί τόσο μέ ἀγάπησε, ὥστε καί τόν ἑαυτό του νά παραδώσει στήν κατάρα τοῦ σταυροῦ. Τί θά μποροῦσε νά βρεθεῖ ἰσάξιο αὐτῆς τῆς ἀγάπης;». ῾Ο ἀπ. Παῦλος νιώθει ὅτι χάρη στό σταυρό τοῦ Χριστοῦ αὐτός, ὁ δέσμιος τῆς ἄγνοιας καί τῆς ἁμαρτίας, λυτρώθηκε· ἦταν τυφλός, κι ἀντίκρυσε τό θεῖο φῶς· ἦταν νεκρός πνευματικά, καί ἀναστήθηκε. ᾿Από ἀδύναμος καί ἐπίγειος ἄνθρωπος ἔγινε πανίσχυρος καί οὐράνιος. Γι᾿ αὐτό αἰσθάνεται τήν ἀνάγκη νά καυχηθεῖ καί νά πανηγυρίσει γιά τίς εὐλογίες πού ξεπήδησαν ἀπό τό σταυρό.
 ῾Ο ἀπόστολος δέν κηρύττει μόνο τό σταυρό ἀλλά καί καυχᾶται «ἐν τῷ σταυρῷ τοῦ Κυρίου ἡμῶν ᾿Ιησοῦ Χριστοῦ», γιά ὅσα ἔπαθε ὁ Χριστός γιά τή σωτηρία τῶν ἀνθρώπων. Τά μηνύματα αὐτῆς τῆς θυσίας τά βλέπει ἁπλά καί πρακτικά ἡ ᾿Εκκλησία στό σύμβολο τοῦ σταυροῦ, τό ὁποῖο καθιερώθηκε ὡς σύμβολο τῆς χριστιανικῆς πίστεως στά τέλη τῆς ἀποστολικῆς ἐποχῆς.
 ῾Ο σταυρός στήν πρό Χριστοῦ ἐποχή ἦταν σύμβολο καταδίκης καί κατάρας. Οἱ ἄνθρωποι ἐπινόησαν τόν σταυρικό θάνατο ὡς τό σκληρότερο εἶδος τιμωρίας τῶν κακούργων· «ἐπικατάρατος πᾶς ὁ κρεμάμενος ἐπί ξύλου» (Γα 3,12 πρβλ. Δε 21,23). Τό ἀκριβότερο τίμημα μέ τό ὁποῖο πλήρωνε ἡ ἁμαρτία τά θύματά της. ᾿Από τότε ὅμως πού ὁ ἀναμάρτητος ᾿Ιησοῦς Χριστός ἀνέβηκε ἑκούσια στό σταυρό καί προσέφερε ἀπό ἀγάπη σέ μᾶς τόν ἑαυτό του θυσία, ἁγίασε τό σταυρό καί τόν κατέστησε σύμβολο εὐλογίας, Τό πολιτιμότερο δῶρο τοῦ Θεοῦ στόν ἄνθρωπο.
 Δι᾿ οὗ ἐμοί κόσμος ἐσταύρωται κἀγώ τῷ κόσμῳ· «Δι᾿ οὗ» σημαίνει «διά τοῦ σταυροῦ».
 ῾Η λέξη «κόσμος» ἔχει στήν ἁγία Γραφή τέσσερις σημασίες. Σημαίνει: α) τό σύμπαν, β) τήν ἀνθρωπότητα ὅλη (βλ. ᾿Ιω 3,16), γ) τόν ἁμαρτωλό κόσμο πού ἐπαναστάτησε ἐναντίον τοῦ Θεοῦ, δ) τό φρόνημα καί τή νοοτροπία τοῦ κόσμου πού εἶναι μακριά ἀπό τόν Θεό. ᾿Εδῶ ἡ λέξη ἔχει τήν τέταρτη σημασία. ῞Ολα αὐτά πού ὁ κόσμος τά θεωρεῖ ἀγαθά καί σπουδαῖα (δόξα, τιμές, ἀπολαύσεις) εἶναι σταυρωμένα, νεκρά γιά τόν ἀπ. Παῦλο (πρβλ. Λκ 14,26-27· Ρω 6,4-6· Γα 2,20). ᾿Αλλά καί ὁ ἴδιος ὁ ἀπόστολος εἶναι σταυρωμένος, νεκρός πλέον γιά τόν κόσμο.
 ῾Ο ἅγιος Χρυσόστομος διευκρινίζει· «Κόσμο ὀνομάζει (ὁ ἀπ. Παῦλος) ὄχι τόν οὐρανό οὔτε τή γῆ ἀλλά τά βιοτικά πράγματα, τόν ἔπαινο τῶν ἀνθρώπων, τή δουλική συνοδεία, τόν πλοῦτο, ὅλα αὐτά πού φαίνονται λαμπρά... Δέν ἀρκέσθηκε ὅμως μόνο σ᾿ αὐτό τόν τρόπο τῆς νεκρώσεως, ἀλλά πρόσθεσε καί ἄλλον λέγοντας «κἀγώ τῷ κόσμῳ», ἐννοώντας ὅτι εἶναι διπλή ἡ νέκρωση. Καί ἐκεῖνα γιά μένα εἶναι νεκρά κι ἐγώ γιά κεῖνα, κι οὔτε μποροῦν αὐτά νά μέ κυριεύσουν καί νά μέ ὑποδουλώσουν· διότι εἶναι νεκρά μιά γιά πάντα καί διότι εἶμαι νεκρός κι ἐγώ γι᾿ αὐτά. Τίποτε μακαριότερο δέν ὑπάρχει ἀπό αὐτή τή νέκρωση· διότι αὐτή ἡ νέκρωση ἀποτελεῖ τή βάση τῆς μακαρίας ζωῆς».
 Γιά νά κατανοήσουμε αὐτή τή διπλή σταύρωση γιά τήν ὁποία μιλᾶ ἐδῶ ὁ Παῦλος, ἀναφέρω δύο ὑποθετικές εἰκόνες:
 α) Φαντασθεῖτε ὅτι γίνεται μία γενική καταστροφή καί μένει ζωντανός μόνο ἕνας ἄνθρωπος ἀπ᾿ ὅλο τόν κόσμο. ῾Ο ἄνθρωπος αὐτός, πού θά ζῆ καί θά κινεῖται ἀνάμεσα στούς νεκρούς, φυσικά δέν θά ἐπηρεάζεται καθόλου οὔτε ἀπό τά θέλγητρα οὔτε ἀπό τά φόβητρα τοῦ κόσμου. Τί νά ἐπιθυμήσει μέσα σ᾿ ἕνα νεκροταφεῖο ἀλλά καί ἀπό τί νά φοβηθεῖ;
 β) ῞Ενας νεκρός ἄνθρωπος μέσα στόν ζωντανό κόσμο πού τόν περιβάλλει μένει ἐπίσης ἀνεπηρέαστος ἀπό τό περιβάλλον. Οὔτε φοβᾶται οὔτε ντρέπεται κανέναν οὔτε ἐπιθυμεῖ τίποτε, ἀφοῦ εἶναι νεκρός. ᾿Αλλά καί ὁ κόσμος, οἱ ζωντανοί πού εἶναι γύρω του, δέν ἔχουν καμία ἀπαίτηση ἀπό τόν νεκρό.
 ῎Ετσι αἰσθάνεται ὁ ἀπ. Παῦλος ὅτι εἶναι νεκρός γιά τόν κόσμο καί ὁ κόσμος νεκρός γι᾿ αὐτόν. Καί αὐτό τό πέτυχε κάνοντας τό σταυρό τοῦ Χριστοῦ σταυρό δικό του. ῾Η ζωή του ἔγινε σταυρωμένη ζωή, ζωή θυσίας.
 Χριστιανός σημαίνει ἕνας μικρός Χριστός, ἕνας σταυροφόρος τοῦ Χριστοῦ. Αὐτή τήν ἀλήθεια μᾶς θυμίζει ἡ ᾿Εκκλησία μας μέ τήν παράδοσή της νά φορᾶ στόν κάθε βαπτιζόμενο ἕναν σταυρό. Βλέποντας καθημερινά τό σταυρό πού φοροῦμε στό λαιμό μας ὀφείλουμε:
 α) Νά σκεπτόμαστε πόσο μᾶς ἀγάπησε ὁ Θεός καί πόσο κοστίσαμε σ' Αὐτόν, πόση ἀξία μᾶς ἔδωσε ἡ σταυρική του θυσία γιά χάρη μας.
 β) Νά ἀνανεώνουμε τή χωρίς ὅρους παράδοσή μας στό θέλημα τοῦ Θεοῦ.
 γ) Νά μετροῦμε τήν ἀγάπη μας στόν Κύριο καί νά θυμόμαστε ὅτι ἀγάπη σημαίνει προσφορά καί θυσία.
 ῾Η θυσία καί ὁ σταυρός δέν εἶναι καθόλου ἐπιθυμητά στόν ἄνθρωπο τῆς εὐδαιμονιστικῆς ἐποχῆς μας. Σήμερα πολλοί τιμοῦν τό σταυρό μόνο ὡς σύμβολο θριάμβου καί νίκης. Λησμονοῦν ὅμως τό βαθύτερο περιεχόμενό του, τή θυσία, τόν ἀγώνα, τό χρέος καί τό μαρτύριο. Εἶναι ἀνάγκη ὅμως νά ἀλλάξουμε νοοτροπία, ἄν θέλουμε νά ἀνήκουμε στούς ἐκλεκτούς τοῦ Κυρίου. Διότι ὁ Κύριος στούς μακαρισμούς του χαρακτήρισε μακάριους τούς «πενθοῦντες», «τούς δεδιωγμένους», «τούς ὀνειδιζομένους». Στήν καλλιέργεια τοῦ σταυρικοῦ φρονήματος μᾶς βοηθᾶ ἡ μελέτη τῶν Παθῶν τοῦ Κυρίου καί τῶν βίων τῶν ἁγίων μας. Οἱ μάρτυρες μέ τή δύναμη τοῦ σταυροῦ ὁμολογοῦσαν τόν Κύριο καί ὑπέμεναν τά μαρτύρια. ῾Ο ἅγιος Κοσμᾶς ὁ Αἰτωλός προσευχόταν· «Τόν Χριστόν μου παρακαλῶ νά μέ ἀξιώσει νά χύσω τό αἷμα μου γιά τήν ἀγάπην του, ὅπως ἐκεῖνος ἔχυσε τό αἷμα του γιά τήν ἀγάπην μου».
 ῾Ο πιστός ἐμπνέεται καί θέλγεται ἀπό τό σταυρό, διότι πέρα ἀπό τήν ὀδύνη τοῦ θανάτου βλέπει στό σταυρό τό θρίαμβο τῆς ᾿Αναστάσεως. Γνωρίζει ἐμπειρικά καί διακηρύττει· «ἰδού γάρ ἦλθε διά τοῦ σταυροῦ χαρά ἐν ὅλῳ τῷ κόσμῳ».
 Οἱ πατέρες τῆς ᾿Εκκλησίας παραλληλίζουν τό νόημα τοῦ σταυροῦ μέ τήν ἔξοδο τῶν ᾿Ισραηλιτῶν ἀπό τή δουλεία τῆς Αἰγύπτου. Οἱ ῾Εβραῖοι φεύγοντας ἀπό τήν Αἴγυπτο ἔπρεπε νά σβήσουν ἀπό μέσα τους καί τήν ἐπιθυμία τῆς χώρας αὐτῆς καί ἔπειτα νά εἰσέλθουν στή γῆ τῆς ἐπαγγελίας. Τό ἴδιο γίνεται καί μέ τούς χριστιανούς. Πρῶτα ἀπομακρύνονται ἀπό τήν ἁμαρτία τροπικά καί τοπικά. «Δι᾿ οὗ ἐμοί κόσμος ἐσταύρωται», δηλ. οὐσιαστικά σταυρώνεται ὁ κόσμος γι᾿ αὐτούς, ἔπειτα ἀπομακρύνουν ἀπό μέσα τους τόν κόσμο τῶν παθῶν καί τήν ἁμαρτωλή ἐπιθυμία, «κἀγώ τῷ κόσμͺῳ», δηλ. ἐλευθερώνονται ἀπό τήν ἐπιθυμία τῆς ἁμαρτίας καί, στή συνέχεια, φθάνουν στή γῆ τῆς ἐπαγγελίας, στή βασιλεία τοῦ Θεοῦ.

 6,15. ᾿Εν γάρ Χριστῷ ᾿Ιησοῦ οὔτε περιτομή τι ἰσχύει οὔτε ἀκροβυστία, ἀλλά καινή κτίσις.
 ῾Η ἔκφραση «ἐν γάρ Χριστῷ ᾿Ιησοῦ» (πρβλ. 5,6) σημαίνει στό καθεστώς τοῦ ᾿Ιησοῦ Χριστοῦ, στήν ᾿Εκκλησία, ἀλλά καί στό κάθε μέλος της, στόν κάθε χριστιανό.
 ῞Οπως ἤδη πολλές φορές ἀναφέρθηκε στήν ᾿Επιστολή, ἡ περιτομή ἀποτελοῦσε τή σφραγίδα τῆς διαθήκης τοῦ Θεοῦ μέ τόν ᾿Ισραήλ, ἐνῶ ἡ ἀκροβυστία, δηλαδή τό νά μήν ἔχει ὁ ἄνθρωπος περιτομή, ἦταν τό γνώρισμα τῆς εἰδωλολατρίας.
 ῾Ο ἀπόστολος τονίζει γιά ἄλλη μιά φορά ὅτι ὅσοι πίστεψαν στόν Χριστό δέν ἔχουν πλέον καμιά σχέση οὔτε μέ τόν ᾿Ιουδαϊσμό οὔτε μέ τήν εἰδωλολατρία. ῞Οπως ὁ ἴδιος τά νιώθει ὅλα αὐτά νεκρά, ἔτσι καί ὅλοι οἱ χριστιανοί πρέπει νά τά νεκρώσουν μέσα τους, γιά νά ἀναστηθοῦν ἐν Χριστῷ.
 Καινή κτίσις· ῾Η πρώτη κτίσις ἦταν ὁ φυσικός κόσμος πού δημιούργησε ὁ Θεός. ῎Επλασε τόν ἄνθρωπο καί τόν ἔβαλε στόν παράδεισο. Μέ τήν παρακοή ὅμως μαζί μέ τόν ἄνθρωπο ὁλόκληρη ἡ κτίσις περιῆλθε στή φθορά καί στό θάνατο. ᾿Αλλά ὁ Θεός ἔδωσε τήν ἐλπίδα μέ τό πρωτευαγγέλιο ὅτι θά στείλει στόν κόσμο Αὐτόν πού θά φέρει τή λύτρωση.
 ῾Ο ᾿Ιησοῦς Χριστός μέ τή σταυρική του θυσία καί τήν ἀνάστασή του προσέφερε τή λύτρωση στούς ἀνθρώπους. Δέν τήν ἐπέβαλε ὅμως. Μέσα στόν παλαιό κόσμο τῆς φθορᾶς δημιούργησε μία καινή κτίση, τόν δικό του κόσμο, τήν ᾿Εκκλησία.
 Γιά νά εἰσέλθουν οἱ ἄνθρωποι σ᾿ αὐτόν τόν νέο κόσμο πρέπει πρῶτα νά πιστέψουν ὅτι ἡ μόνη ὁδός σωτηρίας εἶναι ὁ Χριστός καί ἡ ᾿Εκκλησία του. Νά βαπτισθοῦν καί νά ἀποθέσουν «τόν παλαιόν ἄνθρωπον, τόν φθειρόμενον κατά τάς ἐπιθυμίας τῆς ἀπάτης» (᾿Εφ 4, 22)· νά πετάξουν τά βρόμικα κουρέλια τῆς ἁμαρτίας καί νά ντυθοῦν «τόν καινόν ἄνθρωπον, τόν κατά Θεόν κτισθέντα ἐν δικαιοσύνῃ καί ὁσιότητι τῆς ἀληθείας» (᾿Εφ 4,24). Αὐτός ὁ καινός, ὁ νέος ἄνθρωπος εἶναι ὁ Χριστός· «ὅσοι εἰς Χριστόν ἐβαπτίσθητε, Χριστόν ἐνεδύσασθε» (Γα 3,27).
 Ντύνεται τόν Χριστό ὁ πιστός, καθώς τόν μιμεῖται ὄχι ἐξωτερικά καί ἐπιφανειακά ἀλλά ζώντας στή ζωή του τή ζωή τοῦ Χριστοῦ καί μεταμορφώνοντας τήν ὕπαρξή του μέσα στήν κοινωνία τῆς ἀγάπης Του. ῾Ο ἅγιος Μακάριος ὁ Αἰγύπτιος λέει· «οὐκ ἐν σχήματι καί τύποις ἐξωτέροις ἡ ἀλλοίωσις τῶν χριστιανῶν ὑπάρχει... ἐν γάρ τῇ τοῦ νοός ἀνακαινώσει καί τῇ τῶν λογισμῶν εἰρήνῃ καί τῇ τοῦ Κυρίου ἀγάπῃ καί οὐρανίῳ ἔρωτι ἡ καινή κτίσις τῶν χριστιανῶν πάντων ἀνθρώπων τοῦ κόσμου διαφέρει».
 Τήν καινή κτίση τήν ἀποτελοῦν οἱ χριστιανοί πού ἔχουν ὡς γνωρίσματά τους·
* Καινούργιο ὄνομα, χριστιανοί, πού σημαίνει μικροί Χριστοί. Μιμοῦνται τόν Χριστό βαδίζοντας πάνω στά ἴχνη του.
* Καινούργια οἰκογένεια, τήν ᾿Εκκλησία.
* Καινούργια νομοθεσία, τίς ἐντολές τῆς ἁγίας Γραφῆς.
* Καινούργια καρδιά, πού ἀγκαλιάζει μέ ἀγάπη φίλους καί ἐχθρούς (βλ. Ψα 50,12).
* Καινούργια νοοτροπία, «νοῦν Χριστοῦ» (Α´ Κο 2,16). Ζοῦν ἀνάμεσα στούς ἀνθρώπους ὡς ἕνα ἄλλο εἶδος ἀνθρώπου μέ ζωή θυσίας, προσφορᾶς, ἀνεξικακίας, συγχωρητικότητος.
* Καινούργια τροφή, τή θεία Κοινωνία.
 Συνδυάζοντας τό στίχο μέ τό παράλληλό του στό 5,6 βλέπουμε ὅτι ἡ καινή κτίσις εἶναι «πίστις δι᾿ ἀγάπης ἐνεργουμένη». ῎Εχει, δηλαδή, ἡ καινή κτίσις δύο γνωρίσματα· τήν πίστη, πού συνδέει τά μέλη τῆς ᾿Εκκλησίας μέ τόν Θεό, καί τήν ἀγάπη, πού τά συνδέει μεταξύ τους. Νομίζω ὅτι δέν θά ἦταν αὐθαίρετο νά ἀποδώσουμε τό «καινή κτίσις» μέ τό «καινή διαθήκη» ἐννοώντας· α) τό καθεστώς τῆς ᾿Εκκλησίας, τῆς νέας συμφωνίας τοῦ Θεοῦ μέ τούς ἀνθρώπους καί β) τόν κανόνα τῆς Καινῆς Διαθήκης, πού ἀποτελεῖ τόν καταστατικό χάρτη τῆς ᾿Εκκλησίας. Γι᾿ αὐτόν κάνει λόγο ὁ ἑπόμενος στίχος.

 6,16. Καί ὅσοι τῷ κανόνι τούτῳ στοιχήσουσιν, εἰρήνη ἐπ᾿ αὐτούς καί ἔλεος, καί ἐπί τόν ᾿Ισραήλ τοῦ Θεοῦ.
 «Κανών» λέγεται· α) ὁ χάρακας, ὁ ὑπογραμμός, β) τό ἴσιο ραβδί πού χρησιμοποιεῖ ὁ μαραγκός ἤ ὁ τοπογράφος ὡς μέτρο, γ) κάθε ὑπόδειγμα, κάθε τύπος καί ὑπογραμμός, ὁ νόμος. ῾Ολόκληρη ἡ ἁγία Γραφή καί μάλιστα ἡ Καινή Διαθήκη ὀνομάσθηκε κανόνας, διότι μᾶς εἶναι ὁ ἀπαραίτητος χάρακας, γιά νά εὐθυγραμμίζουμε τό φρόνημα καί τή ζωή μας, γιά νά πιστεύουμε καί νά ζοῦμε ὅπως θέλει ὁ Κύριός μας. ῾Ο ἀπ. Παῦλος χρησιμοποιεῖ τή λέξη κανών μέ τήν ἔννοια τοῦ μέτρου στά χωρία Β´ Κο 10,13.15· Φι 3,16. Στό στίχο πού μελετοῦμε τή χρησιμοποιεῖ μέ τήν ἔννοια τοῦ νόμου, τοῦ ὑποδείγματος. ῾Ο κανόνας γιά τόν ὁποῖο μιλᾶ ἐδῶ ὁ Παῦλος εἶναι «ἡ κατά Χριστόν καινή πολιτεία», γράφει ὁ ἅγιος Θεοφύλακτος, ἡ διδαχή καί ἡ ζωή τῆς ᾿Εκκλησίας. Βέβαια, στά χρόνια τοῦ ἀπ. Παύλου δέν εἶχε συμπληρωθεῖ ἀκόμη ὁ κανόνας τῶν βιβλίων τῆς ἁγίας Γραφῆς, ὅπως τόν ἔχουμε σήμερα. ῾Υπῆρχαν ὅμως ὅλα τά βιβλία τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης, πού τά χρησιμοποιοῦσε ἡ ᾿Εκκλησία, καθώς καί ὁρισμένα κείμενα τῆς Καινῆς Διαθήκης. ᾿Επίσης ὑπῆρχε ἡ προφορική διδασκαλία καί παράδοση τῶν ἀποστόλων, γιά τά ὁποῖα τόσο ὁ Παῦλος καί οἱ ἄλλοι ἀπόστολοι ὅσο καί οἱ χριστιανοί πού διαβάζουν τήν ᾿Επιστολή ἔχουν τή συνείδηση ὅτι ἀποτελοῦν τόν κανόνα, τό ὑπόδειγμα καί τό ρυθμιστή τῆς ζωῆς τῶν πιστῶν (πρβλ. Ρω 6,17, ὅπου ἡ προφορική διδασκαλία χαρακτηρίζεται «τύπος διδαχῆς»).
 Τό ρῆμα στοιχῶ σημαίνει ἐντάσσομαι στό στοῖχο, στέκομαι ἤ περπατῶ στή γραμμή (πρβλ. στοίχηση μαθητῶν στή γυμναστική). ῾Η διαφορά τοῦ «στοιχῶ» ἀπό τό «περιπατῶ» καί τό «ζῶ» εἶναι ὅτι στό στοιχῶ ὑπάρχει καί ἡ ἔννοια τῆς ἑνότητος καί τῆς τάξεως τῆς ᾿Εκκλησίας. Τό «ζῶ» ἀφορᾶ στήν ἀτομική ζωή τοῦ πιστοῦ, ἐνῶ τό στοιχῶ στήν ὁμαδική, στήν ἐκκλησιαστική του ζωή. Τό πρῶτο δηλώνει τήν ὀρθοπραξία, τό νά εἶναι σωστός στή ζωή του ὁ πιστός. Τό δεύτερο σημαίνει τήν ὀρθοδοξία, τό νά πιστεύει ὁ χριστιανός σωστά, σύμφωνα μέ τά δόγματα τῆς ᾿Εκκλησίας, νά μή διασπᾶ οὔτε νά ἀλλοιώνει τό στοῖχο της. (Περισσότερα γιά τή σημασία τῶν δύο ρημάτων βλ. περιοδικό ΑΠΟΛΥΤΡΩΣΙΣ, ᾿Οκτώβριος 2005, σελ. 279-281).
 Εἰρήνη ἐπ᾿ αὐτούς καί ἔλεος· Συνήθως ὁ ἀπ. Παῦλος χρησιμοποιεῖ τήν εὐχή «χάρις καί εἰρήνη» στήν ἀρχή τῶν ᾿Επιστολῶν του (βλ. Ρω 1,7· Α´ Κο 1,3· Β´ Κο 1,2). ᾿Εδῶ, στό τέλος τῆς πρός Γαλάτας, ἀντιστρέφει τή σειρά καί ἀντί τοῦ «χάρις» εὔχεται τό «ἔλεος». Τό ἔλεος εἶναι ἡ ἐκδήλωση τῆς χάριτος τοῦ Θεοῦ, ἡ φιλανθρωπία του. Αὐτό μᾶς χαρίζει τήν ἄφεση τῶν ἁμαρτιῶν. Συνέπεια τῆς ἀφέσεως εἶναι ἡ εἰρήνη στή σχέση μας μέ τόν Θεό. Τά δύο αὐτά μεγάλα δῶρα, τό ἔλεος καί τήν εἰρήνη, τά χαρίζει ὁ Θεός σ᾿ ἐκείνους πού συμμορφώνονται μέ τόν κανόνα Του, πού ζοῦν σύμφωνα μέ τό θέλημά Του. ῾Η συμμόρφωσή μας πρός αὐτόν τόν κανόνα εἶναι ὁ ἀσφαλής δρόμος, ὁ ὁποῖος ἐξασφαλίζει τήν εἰρήνη πρός τόν Θεό, πρός τόν ἑαυτό μας καί πρός τόν συνάνθρωπό μας.
 Καί ἐπί τόν ᾿Ισραήλ τοῦ Θεοῦ· ῾Ο σύνδεσμος «καί» ἐδῶ εἶναι ἐπεξηγηματικός, σημαίνει «δηλαδή». ᾿Εξηγεῖ ποιοί εἶναι αὐτοί στούς ὁποίους χαρίζει ὁ Θεός τήν εἰρήνη καί τό ἔλεός του. «᾿Ισραήλ» σημαίνει «δυνατός μέ τόν Θεό». ῎Ετσι εἶχε ὀνομασθεῖ ὁ ᾿Ιακώβ μετά τήν πάλη του μέ τόν Θεό (βλ. Γέ 32,28). Οἱ ῾Εβραῖοι κράτησαν αὐτό τό ὄνομα τοῦ προπάτορά τους, δηλώνοντας ἔτσι τόν θεοκρατικό χαρακτήρα τοῦ ἔθνους τους. Πράγματι ὁ ᾿Ισραήλ ἦταν ὁ ἐκλεκτός λαός τοῦ Θεοῦ. Συχνά στούς Ψαλμούς βρίσκουμε τήν εὐλογία· «εἰρήνη ἐπί τόν ᾿Ισραήλ» (124,5· 127,6). Στήν Κ.Δ. ὅμως τά πράγματα ἀλλάζουν. ῾Ο παλαιός ᾿Ισραήλ, ὅσοι δέν δέχθηκαν τόν Χριστό, ἔμειναν ἔξω ἀπό τό σχέδιο καί τήν εὐλογία τοῦ Θεοῦ. ῾Ο Θεός ἔχει τώρα νέο λαό, τόν «᾿Ισραήλ τοῦ Θεοῦ». Εἶναι οἱ χριστιανοί πού ἔρχονται σέ ἀντίθεση πρός τόν «᾿Ισραήλ κατά σάρκα» (Α´ Κο 10,18). Στόν ᾿Ισραήλ τοῦ Θεοῦ, στήν ᾿Εκκλησία, περιλαμβάνονται καί πρώην ᾿Ισραηλῖτες ἀλλά καί πρώην ἐθνικοί. Τό κύριο γνώρισμά τους εἶναι ἡ πίστη στόν ᾿Ιησοῦ Χριστό, πού τούς καθιστᾶ «καινή κτίσιν».
 ῾Ο ἀπ. Παῦλος συνιστᾶ στούς χριστιανούς νά συμπεριφέρονται καί νά συμμορφώνονται μέ κανόνα διδασκαλίας τόν ὁποῖο δέν ἐπινόησαν οἱ ἴδιοι, ἀλλά τούς τόν καθόρισε ὁ Θεός. ᾿Αλλά ἀκόμη καί αὐτοί οἱ ὁποῖοι πολιτεύονται σύμφωνα μέ τόν κανόνα αὐτό ἔχουν ἀνάγκη ἀπό τό ἔλεος τοῦ Θεοῦ. Μποροῦν ὅμως νά εἶναι βέβαιοι ὅτι ἡ εἰρήνη καί τό ἔλεος τοῦ Θεοῦ θά τούς ἐπισκιάζει.

δ) Τά στίγματα τοῦ Κυρίου (6,17)

῾Ο στίχος διατυπώνει τήν κεντρική ἰδέα τῆς περικοπῆς ἀλλά καί ὅλης τῆς ᾿Επιστολῆς· α) ὁ ᾿Ιησοῦς Χριστός προσφέρει τή λύτρωση. ῾Η περιτομή εἶναι πλέον ἄχρηστη καί καταργεῖται. β) ῾Ο Παῦλος ἔχει ἀδιαμφισβήτητα διαπιστευτήρια τῆς ἀποστολικότητός του, τίς πληγές καί τά παθήματά του.
 6,17. Τοῦ λοιποῦ κόπους μοι μηδείς παρεχέτω· ἐγώ γάρ τά στίγματα τοῦ Κυρίου ᾿Ιησοῦ ἐν τῷ σώματί μου βαστάζω.
 Μέ τό «κόπους μοι μηδείς παρεχέτω» δέν ἐννοεῖ ὁ ἀπόστολος ὅτι κουράστηκε καί ζητᾶ νά μήν τόν ἐνοχλοῦν. ᾿Εκφράζεται μέ τόν τρόπο αὐτό γιά νά βγάλει τούς μαθητές του ἀπό τή ραθυμία, νά τούς ταρακουνήσει καί νά τούς στερεώσει περισσότερο στή διδαχή πού τούς παρέδωσε. Θέλει μόνοι τους οἱ Γαλάτες νά δώσουν τή μάχη ἔναντι τῶν ἰουδαϊζόντων. ῎Ετσι θά ἐκτιμήσουν περισσότερο τήν ἀλήθεια πού κατέχουν καί θά γίνουν πιό δυνατοί στήν πίστη. ᾿Εξάλλου αὐτός ὅ,τι εἶχε νά τούς πεῖ γιά τό θέμα τῆς περιτομῆς τό εἶπε. ῾Η διδασκαλία αὐτή δέν ἐπιδέχεται καμία μεταβολή, εἶναι ξεκάθαρη· μόνο ὁ Χριστός σώζει· ἡ περιτομή εἶναι ἄχρηστη. Δέν ὑπάρχει λόγος νά ἐπανέρχονται στό θέμα αὐτό.
 ᾿Εγώ γάρ τά στίγματα τοῦ Κυρίου ᾿Ιησοῦ ἐν τῷ σώματί μου βαστάζω· Τό τελευταῖο στοιχεῖο μέ τό ὁποῖο ὁ Παῦλος θέλει νά ἐνισχύσει τούς μαθητές του στήν πίστη τοῦ Χριστοῦ καί νά τούς βεβαιώσει γιά τήν ἀποστολικότητά του εἶναι «τά στίγματα τοῦ Κυρίου ᾿Ιησοῦ»· αὐτά μιλοῦν πιό πειστικά καί ἀπό τά λόγια καί ἀπό τήν ᾿Επιστολή του.
 «Στίγματα» εἶναι τά σημάδια. ῞Οπως σήμερα οἱ γεωργοί χαράζουν ἕνα σημάδι στά δένδρα τους, καί οἱ κτηνοτρόφοι σημαδεύουν τά ζῶα τους, ἔτσι ἦταν συνήθεια τῆς ἐποχῆς ἐκείνης νά σημαδεύουν τά σώματα· α) τῶν δούλων, γιά νά φαίνεται ἡ κυριαρχία τῶν ἀφεντικῶν πάνω τους, β) τῶν ἱερόδουλων, γιά νά φαίνεται ὅτι ἦταν ἰδιοκτησία τῆς θεότητος πού ὑπηρετοῦσαν, γ) τῶν αἰχμαλώτων, γιά νά φαίνεται ὅτι ἦταν λάφυρα, δ) τῶν στρατιωτῶν, γιά νά φαίνεται σέ ποιά στρατιωτική μονάδα ὑπηρετοῦσαν.
 ῾Ο Παῦλος εἶχε τό σῶμα του σημαδεμένο ἀπό τίς πληγές καί τίς κακουχίες πού ὑπέμεινε ὡς πιστός δοῦλος τοῦ Χριστοῦ. Μερικά ἀπό τά παθήματά του ἀναφέρονται ἀναλυτικά στίς Πράξεις τῶν ἀποστόλων (βλ. 14,19· 16,22-30) καί στίς πρός Κορινθίους ᾿Επιστολές (βλ. Α´ Κο 15,32· Β´ Κο 11,23-28). Αὐτά τά στίγματα ἦταν τά ἰσχυρότερα διαπιστευτήρια τῆς ἀποστολικότητός του.
 ῾Ο ἅγιος Χρυσόστομος σχολιάζει ὅτι δέν εἶπε ὁ ἀπόστολος ἁπλῶς «ἔχω», ἀλλά «βαστάζω», πού δείχνει τό καύχημά του γιά τά σημάδια αὐτά. Εἶναι τά τρόπαια τῆς νίκης του. ῞Οπως ἕναν στρατιώτη, πού γυρνᾶ ἀπό τή μάχη ματωμένος καί γεμάτος τραύματα, δέν μπορεῖ νά τόν κατηγορήσει κανείς γιά δειλία, διότι ἔχει πάνω στό σῶμα του τήν ἀπόδειξη τῆς ἀνδραγαθίας, ἔτσι τά στίγματα τοῦ Παύλου δίνουν τήν πιό πειστική ἀπολογία γι᾿ αὐτόν.
 Διδακτικό εἶναι τό ἑξῆς ἱστορικό παράδειγμα ἀπό τή ζωή τοῦ Μάρκου Μπότσαρη: Μετά ἀπό τίς πολύτιμες ὑπηρεσίες πού προσέφερε κατά τήν πρώτη πολιορκία τοῦ Μεσολογγίου, ἡ κυβέρνηση τόν ὀνόμασε στρατηγό. ᾿Επειδή ὅμως προκλήθηκαν δυσαρέσκειες, σέ σύσκεψη τῶν σουλιωτῶν ἀρχηγῶν, ἀφοῦ ἔφερε τό διάταγμα στά χείλη του ὡς ἔνδειξη σεβασμοῦ, τό ἔσχισε δηλώνοντας· «῞Οποιος εἶναι ἄξιος παίρνει τό δίπλωμα μεθαύριο μπροστά στόν ἐχθρό». Καί ὁ ἀπ. Παῦλος στή μάχη γιά τήν ἐξάπλωση τοῦ εὐαγγελίου διακρίθηκε μέ τούς κόπους καί τίς θυσίες του κι αὐτά θεωρεῖ ὡς τά πολύτιμα διάσημά του.

ε) Εὐχή - εὐλογία (6,18)

 6,18. ῾Η χάρις τοῦ Κυρίου ἡμῶν ᾿Ιησοῦ Χριστοῦ μετά τοῦ πνεύματος ὑμῶν, ἀδελφοί· ἀμήν.
 Συνήθως ὁ ἀπόστολος στήν κατακλείδα τῶν ᾿Επιστολῶν, ὅπου διατυπώνει παρόμοιες εὐχές, εὔχεται νά εἶναι ἡ χάρις «μεθ᾿ ὑμῶν» (Κλ 4,18· Α´ Θε 5,28 κ.ἀ.) ἤ «μετά πάντων ὑμῶν» (Ρω 16,24· Φι 4,23 κ.ἀ.). Μόνον ἐδῶ καί στήν πρός Φιλήμονα ᾿Επιστολή (στ. 25) εὔχεται «μετά τοῦ πνεύματος ὑμῶν» (πρβλ. Β´ Τι 4,22). Σύμφωνα μέ τόν ἅγιο Χρυσόστομο ὁ Παῦλος χρησιμοποιεῖ αὐτή τήν ἔκφραση γιά νά ἀπομακρύνει τούς Γαλάτες ἀπό τά σαρκικά (πρβλ. περιτομή) καί νά τούς θυμίσει τήν εὐεργεσία τοῦ Θεοῦ. ᾿Από τότε πού βαπτίσθηκαν πῆραν Πνεῦμα ἅγιο καί ὀφείλουν νά ἔχουν στή ζωή τους ἐμφανεῖς τούς καρπούς του. Αὐτή τή δωρεά δέν τούς τή χάρισε ὁ νόμος καί τά ἔργα του ἀλλά ἡ πίστη στόν Χριστό. Σ᾿ Αὐτόν, λοιπόν, νά μείνουν σταθεροί. Τούς τό γράφει ὄχι μόνο ὡς εὐχή ἀλλά καί ὡς διδασκαλία, ἐπισφραγίζοντας ἔτσι ὅλα ὅσα τούς εἶπε.
 ῾Η τρυφερότητα αὐτοῦ τοῦ τελευταίου στίχου ἀμβλύνει τήν ἐντύπωση πού προκαλεῖ τό αὐστηρό ὕφος τῆς ᾿Επιστολῆς. Δείχνει ὅτι τό κίνητρο τοῦ Παύλου σ᾿ αὐτά πού ἔγραψε δέν εἶναι τίποτε ἄλλο παρά μόνο ἡ ἀγάπη καί ἡ φιλοστοργία του γιά τούς Γαλάτες. Εἶναι σάν νά τούς λέει· «παρ᾿ ὅλα τά λάθη σας δέν παύω νά σᾶς ἀγαπῶ καί νά σᾶς θεωρῶ ἀδελφούς».

Στεργίου Σάκκου, Ἀποστολικές περικοπές (Βοήθημα γιά κυκλάρχες)

Παρασκευή, 20 Οκτώβριος 2023 03:00

Κυριακή Κ΄ Γα 1,11-19

Θεϊκή ἡ ἀποστολή καί ἡ διδασκαλία τοῦ ἀπ. Παύλου
 
Εἰσαγωγικά στήν πρός Γαλάτας ᾿Επιστολή
 

῾Η Γαλατία βρισκόταν στά βάθη τῆς Μ. ᾿Ασίας, στήν περιοχή τῆς σημερινῆς ῎Αγκυρας. Εἶχε ἔκταση σχεδόν ἴση μέ τή μισή ῾Ελλάδα. Οἱ κάτοικοί της, οἱ λεγόμενοι Γαλάτες, κατάγονταν ἀπό τή σημερινή Γαλλία. Εἶχαν ἐγκατασταθεῖ στήν περιοχή τῆς Γαλατίας τόν 3ο π.Χ. αἰώνα, μετά ἀπό περιπλάνηση στήν ῾Ελλάδα καί τή Μ. ᾿Ασία καί ἀφοῦ εἶχαν νικηθεῖ σέ συγκρούσεις μέ τούς ντόπιους κατοίκους.

 Στήν ἑλληνική τότε Μ. ᾿Ασία οἱ Γαλάτες σιγά-σιγά ἐξελληνίσθηκαν καί ἀργότερα γνώρισαν τόν Χριστό ἀπό τόν ἀπ. Παῦλο, ὁ ὁποῖος τούς ἐπισκέφθηκε στή β´ καί γ´ περιοδεία του (βλ. Πρξ 16,6·18,23). Προφανῶς ἵδρυσε ἐκκλησίες στίς μεγάλες πόλεις τῆς Γαλατίας· δέν γνωρίζουμε ὅμως πόσες. Μετά ἀπό τόν ἀπόστολο πῆγαν στή Γαλατία οἱ ἰουδαΐζοντες. ῏Ηταν ἰουδαῖοι οἱ ὁποῖοι, ἄν καί εἶχαν βαπτισθεῖ χριστιανοί, ἔμεναν φανατικά προσκολλημένοι σέ ὁρισμένα στοιχεῖα τῆς ἰουδαϊκῆς θρησκείας, τά ὁποῖα δέν εἶχαν ἰσχύ καί νόημα στό Χριστιανισμό. Δίδασκαν π.χ. ὅτι δέν ἐπαρκοῦν γιά τή σωτηρία ἡ θυσία καί ἡ ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ, ἀλλά εἶναι ἀπαραίτητη ἡ περιτομή καί ἡ τήρηση τοῦ μωσαϊκοῦ τελετουργικοῦ.

 Οἱ ἰουδαΐζοντες διέβαλλαν τόν ἀπ. Παῦλο στούς χριστιανούς τῆς Γαλατίας καί παρουσίαζαν ὡς σπουδαιότερη τή δική τους διδαχή. ῎Ελεγαν ὅτι ὁ Παῦλος δέν εἶναι ἀπόστολος, διότι δέν ἀνήκει στούς μαθητές τοῦ Χριστοῦ. ῎Ακουσε τή διδασκαλία τοῦ Χριστοῦ ἀπό τούς ἀποστόλους, ἀλλά δέν τή γνωρίζει καλά. ῎Ετσι ἀναστάτωσαν ὁρισμένους ἀπό τούς χριστιανούς τῆς Γαλατίας, ἔσπειραν στίς ψυχές τους τά ζιζάνια τῆς ἀμφιβολίας, τῆς ἀνταρσίας καί τῆς κακοδοξίας. Αὐτό λύπησε καί τάραξε τόν Παῦλο καί τοῦ ἔδωσε τήν ἀφορμή νά γράψει τήν πρός Γαλάτας ᾿Επιστολή, ἡ ὁποία εἶναι ἐγκύκλιος ᾿Επιστολή, ἀπευθύνεται πρός ὅλες τίς ἐκκλησίες τῆς Γαλατίας. ῾Ο ἀπ. Παῦλος τήν ἔγραψε ὁλόκληρη μέ τό χέρι του καί τήν ἔστειλε ὡς αὐτόγραφο (Γα 6,11). Τήν ᾿Επιστολή αὐτή, ὅπως λέει ὁ ἅγιος Χρυσόστομος, τήν καταθέτει ὁ Παῦλος ὡς μία ἔγγραφη μαρτυρία. ῎Εχει σκοπό νά στηρίξει τό ἀποστολικό του κύρος καθώς καί τήν ἀναγκαιότητα καί ἐπάρκεια τῆς θυσίας τοῦ ᾿Ιησοῦ Χριστοῦ γιά τή σωτηρία μας. Θέλει ἐπίσης νά καταδικάσει τό ἐντελῶς ἀνθρώπινο καί κοσμικό κήρυγμα τῶν ψευδαποστόλων.

Δέν εἶναι εὔκολο νά προσδιορισθεῖ πότε καί ἀπό ποῦ ἔγραψε τήν ᾿Επιστολή ὁ Παῦλος. Τό πιθανότερο εἶναι ὅτι τήν ἔγραψε γύρω στο 55 μ.Χ. ἀπό τήν ῎Εφεσο, κατά τήν τριετία πού παρέμεινε ἐκεῖ.

῾Η πρός Γαλάτας ᾿Επιστολή μαζί μέ τίς πρός Ρωμαίους καί πρός ῾Εβραίους ἀποτελοῦν τό κεφάλαιο τῆς διδασκαλίας τοῦ Παύλου, μέ τό ὁποῖο διακρίθηκε καί ἐλευθερώθηκε ἡ χριστιανική πίστη ἀπό τήν ἰουδαΐκή θρησκεία.

 Στήν περικοπή μας ὁ Παῦλος κατοχυρώνει τή θεϊκή καταγωγή τῆς ἀποστολῆς καί τῆς διακονίας του. Εἶναι ἀληθινός ἀπόστολος τοῦ Χριστοῦ καί τό εὐαγγέλιό του δέν προέρχεται ἀπό ἄνθρωπο, ἀλλά τοῦ ἔχει δοθεῖ ἀπό τόν Θεό.
 

α) ῾Ο Παῦλος δέν διδάχθηκε τό Εὐαγγέλιο ἀπό ἀνθρώπους (1,11-14)
 

apostolos paulos1,11. Γνωρίζω δέ ὑμῖν, ἀδελφοί, τό εὐαγγέλιον τό εὐαγγελισθέν ὑπ᾿ ἐμοῦ ὅτι οὐκ ἔστι κατά ἄνθρωπον.

῾Η ἔκφραση γνωρίζω δέ ὑμῖν, εἶναι πολύ προσφιλής στόν ἀπ. Παῦλο. Τή χρησιμοποιεῖ συχνά στίς ᾿Επιστολές του (πρβλ. Α´ Κο 12,3· 15,1· Β´ Κο 8,1). Θέλει μέ αὐτή νά κινήσει τήν προσοχή τῶν μαθητῶν του, γιά νά τούς διδάξει κάποιο νέο μάθημα ἤ νά τούς ὑπενθυμίσει σπουδαῖα καί ὑψηλά θέματα τῆς θείας ἀποκαλύψεως. Αὐτά πρέπει νά τά γνωρίζουν ὅλοι οἱ πιστοί. ῞Οπως ὁ ἴδιος τά γνώρισε μέ τήν ἀποκάλυψη τοῦ Θεοῦ, ἔτσι καί οἱ πιστοί πρέπει νά τά γνωρίσουν μέ τό κήρυγμά του.

῾Η προσφώνηση ἀδελφοί, δεῖγμα τῆς εἰλικρινοῦς ἀδελφικῆς ἀγάπης, βεβαιώνει ὅτι ὁ ἀπ. Παῦλος, παρ᾿ ὅλο πού ἐκφράζεται σκληρά καί ἐπιπλήττει τούς Γαλάτες, ἐξακολουθεῖ νά τούς ἀγαπᾶ καί νά τούς θεωρεῖ ἀδελφούς του.

Τό εὐαγγέλιον τό εὐαγγελισθέν ὑπ᾿ ἐμοῦ· Οἱ ἐχθροί τοῦ Παύλου τόν κατηγόρησαν στούς Γαλάτες ὅτι τούς δίδαξε ἕνα δικό του ἀνθρώπινο, φτωχό εὐαγγέλιο. ῾Ο ἀπόστολος τούς ὑπενθυμίζει ὅτι τό εὐαγγέλιον, πού δίδαξε καί παρέδωσε, οὐκ ἔστι κατά ἄνθρωπον, δέν εἶναι ἀνθρώπινο, δέν τό ἐπινόησαν ἄνθρωποι. Δέν εἶναι καρπός οὔτε τῆς δικῆς του σκέψεως οὔτε κανενός ἄλλου ἀνθρώπου. Δέν ἔφερε μία νέα θρησκεία στή Γαλατία οὔτε ἀνέπτυξε κάποιο δικό του φιλοσοφικό σύστημα, διότι τίποτα τό ἀνθρώπινο δέν μπορεῖ νά λυτρώσει τόν ἄνθρωπο ἀπό τά δεσμά τῆς ἁμαρτίας καί τῆς φθορᾶς. ῾Η ἀνθρώπινη σκέψη δημιουργεῖ τέχνες καί ἐπιστῆμες πού διευκολύνουν καί ξεκουράζουν πρόσκαιρα τό σῶμα καί τό νοῦ τοῦ ἀνθρώπου, ὄχι ὅμως καί τήν ψυχή. Οἱ Γαλάτες ὅμως ἔχουν τήν ἐμπειρία ὅτι τό εὐαγγέλιο τοῦ Χριστοῦ, πού τούς ἔφερε ὁ Παῦλος, δίνει ὄντως τή λύτρωση καί τή σωτηρία.

Οἱ ἀλήθειες τῆς σωτηρίας ἔχουν ἀποκαλυφθεῖ ἀπό τόν Θεό. Δέν ἦταν δυνατόν νά τίς ἀνακαλύψει ἄνθρωπος, διότι εἶναι ἀνώτερες ἀπό τήν ἀνθρώπινη σκέψη. Τό εὐαγγέλιο τό παρέδωσε στούς ἀποστόλους ὁ ἴδιος ὁ Χριστός. Εἶναι ἡ καθαρή πηγή τῆς ἀληθείας, εἶναι φῶς, ὕδωρ ζῶν. Εἶναι ὁ γνησιότερος ἑρμηνευτής τοῦ θείου θελήματος, πού λύνει κάθε πρόβλημα καί ἀπαντᾶ σέ κάθε ἀγωνία.

᾿Επειδή ἀκριβῶς δέν εἶναι κατά ἄνθρωπον τό εὐαγγέλιο, δέν ἱκανοποιεῖ τίς ἁμαρτωλές ἐπιθυμίες μας, γι᾿ αὐτό δυσκολευόμαστε νά τό δεχθοῦμε. Κάποιες φορές θέλουμε νά περικόψουμε τά εὐαγγελικά παραγγέλματα, νά τά κάνουμε κατά ἄνθρωπον. Εἶναι δελεαστικό π.χ. ἕνα εὐαγγέλιο πού δέν κάνει λόγο γιά ἄσκηση, θυσία, σταυρό. Καί στά χρόνια τοῦ ἀπ. Παύλου ἕνα τέτοιο εὐαγγέλιο δέν θά σκανδάλιζε καθόλου τούς ᾿Ιουδαίους οὔτε θά προκαλοῦσε τήν ἐγκόσμια σοφία τῶν ἐθνικῶν (Α´ Κο 1,18-30). Δέν θά εἶχε ὅμως καί τή δύναμη νά σώσει τόν ἄνθρωπο.
 
1,12. οὐδέ γάρ ἐγώ παρά ἀνθρώπου παρέλαβον αὐτό οὔτε ἐδιδάχθην, ἀλλά δι᾿ ἀποκαλύψεως ᾿Ιησοῦ Χριστοῦ.

῾Ο ἀπ. Παῦλος ἐδῶ ἀνασκευάζει τήν κατηγορία ὅτι δέν εἶναι γνήσιος ἀπόστολος, ἐφόσον δέν ἦταν μαθητής καί αὐτόπτης μάρτυρας τοῦ Χριστοῦ -ὅρο πού ἔθεσε ὡς ἀπαράβατο ὁ ἀπ. Πέτρος, ὅταν ἐπρόκειτο νά ἐκλέξουν τόν ἀντικαταστάτη τοῦ ᾿Ιούδα (Πρξ 1,22). ῎Ηδη στό προοίμιο τῆς ᾿Επιστολῆς δηλώνει ὅτι εἶναι «ἀπόστολος οὐκ ἀπ᾿ ἀνθρώπων, οὐδέ δι᾿ ἀνθρώπου, ἀλλά διά ᾿Ιησοῦ Χριστοῦ» (1,1). Δηλαδή, ἄν καί δέν ἦταν ἀπό τούς δώδεκα, ἦταν αὐτόπτης τοῦ Κυρίου μέ τρόπο ὑπερφυσικό, ὅπως ἀναφέρει στό στίχο μας. Οἱ προηγούμενοι ἀπόστολοι παρέλαβαν βέβαια τό εὐαγγέλιο ἀπό τόν ἴδιο τόν Κύριο, διότι ἔζησαν κοντά του μέχρι τό σταυρό, τήν ἀνάσταση καί τήν ἀνάληψή του στούς οὐρανούς. ᾿Αλλά καί στόν ἀπ. Παῦλο ὁ Κύριος παρέδωσε προσωπικά ὁ ἴδιος τό εὐαγγέλιο. Προφανῶς ὁ ἀπόστολος ἀναφέρεται στήν ἀποκάλυψη πού δέχθηκε στό δρόμο πρός τή Δαμασκό (Πρξ 9,3ἑ.), ἀλλά καί ἀργότερα πολλές φορές εἶχε ἀποκαλύψεις, κατά τίς ὁποῖες διδάχθηκε τό εὐαγγέλιο ἀπό τόν ἴδιο τόν Χριστό (πρβλ. Πρξ 22,17· Γα 2,2).

 Δι᾿ ἀποκαλύψεως ᾿Ιησοῦ Χριστοῦ· ῾Η φράση δέν σημαίνει τήν ἀποκάλυψη κάποιων ὑπέρλογων ἀληθειῶν πού ἔκανε ὁ Χριστός στόν Παῦλο, ἀλλά ὅτι ὁ ἴδιος ὁ ᾿Ιησοῦς Χριστός τοῦ ἀποκαλύφθηκε. ῞Ωστε τό εὐαγγέλιο πού παρέλαβε καί διδάχθηκε ὁ Παῦλος εἶναι ὁ ᾿Ιησοῦς Χριστός πού τοῦ φανερώθηκε. Τόν εἶδε, τόν ἄκουσε, τόν παρέλαβε, τόν ἔβαλε μέσα του. Κατά ἀνάλογο τρόπο καί τό εὐαγγέλιο πού κηρύττει ὁ Παῦλος δέν εἶναι μία διδασκαλία ἀλλά ἕνα πρόσωπο μέ τό ὁποῖο καλοῦνται νά ἀποκτήσουν ζωντανή ἐπαφή οἱ πιστοί.
 

1,13. ᾿Ηκούσατε γάρ τήν ἐμήν ἀναστροφήν ποτε ἐν τῷ ᾿Ιουδαϊσμῷ, ὅτι καθ᾿ ὑπερβολήν ἐδίωκον τήν ἐκκλησίαν τοῦ Θεοῦ καί ἐπόρθουν αὐτήν.

῾Ο ἀπόστολος ἐπιχειρεῖ νά ἀποδείξει καί ἱστορικά αὐτό πού ἤδη εἶπε παραπάνω, ὅτι τό εὐαγγέλιό του δέν εἶναι κατ᾿ ἄνθρωπον, ἀλλά δι᾿ ἀποκαλύψεως. ῏Ηταν ἀδύνατο νά πάρει τό εὐαγγέλιο ἀπό ἀνθρώπους, διότι δέν ἦταν μέλος τῆς ᾿Εκκλησίας ἀλλά ἀμείλικτος ἐχθρός της. Μόνο ἡ ἀποκάλυψη τοῦ ᾿Ιησοῦ μπορεῖ νά ἐξηγήσει τή μεταβολή του.

᾿Ηκούσατε· Φαίνεται ὅτι ὁ Παῦλος εἶχε μιλήσει στούς Γαλάτες γιά τήν προηγούμενη σχέση του μέ τόν ᾿Ιουδαϊσμό. Προφανῶς τούς εἶχε πεῖ ὅτι ἀπό μικρός ζοῦσε σύμφωνα μέ τά ἔθιμα καί τίς παραδόσεις τῶν ᾿Ιουδαίων. ῏Ηταν μάλιστα ἕνας φανατικός φαρισαῖος, πού μέ πάθος ὑποστήριζε τή θρησκεία τῶν πατέρων του. Δέν δυσκολεύεται ὁ Παῦλος νά γράψει ἀκόμη ὅτι ἦταν ἕνας σκληρός διώκτης τοῦ Χριστοῦ καί τῆς ᾿Εκκλησίας του, νά ὁμολογήσει ὅτι καθ᾿ ὑπερβολήν, μέ μεγάλη μανία, ἐδίωκε τήν ἐκκλησίαν τοῦ Θεοῦ, τούς χριστιανούς.

Καί ἐπόρθουν αὐτήν· Μέ τή μανία τῆς καταδίωξης, μέ συλλήψεις καί φυλακίσεις τῶν χριστιανῶν, ὁ Παῦλος προσπαθοῦσε νά πολιορκήσει τήν ᾿Εκκλησία καί γρήγορα, νά τήν καταστρέψει, νά τήν κατεδαφίσει καί νά τήν ἀφανίσει. Τώρα «ὡς σοφός ἀρχιτέκτων» (Α´ Κο 3,10) τήν οἰκοδομεῖ!

῾Ο Σαῦλος εἶχε καταδιώξει τήν ᾿Εκκλησία τοῦ Χριστοῦ μέ ἀγαθή συνείδηση, διότι νόμιζε ὅτι αὐτό θέλει ὁ Θεός. Κινοῦνταν ἀπό φανατισμό, ἀπό ζῆλο «οὐ κατ᾿ ἐπίγνωσιν» (Ρω 10,2). Δέν ἀντιλαμβανόταν ὅτι βρισκόταν ἔξω ἀπό τό δρόμο τοῦ Θεοῦ. Μέ τή μεταστροφή του ὅμως κατάλαβε ὅτι ὁ ᾿Ιησοῦς Χριστός καλεῖ καί ἐντάσσει στόν ἐκλεκτό λαό του, στήν ᾿Εκκλησία, ἰουδαίους καί ἐθνικούς πού ἀνεπιφύλακτα δέχονται τό εὐαγγέλιό του.
 

1,14. καί προέκοπτον ἐν τῷ ᾿Ιουδαϊσμῷ ὑπέρ πολλούς συνηλικιώτας ἐν τῷ γένει μου, περισσοτέρως ζηλωτής ὑπάρχων τῶν πατρικῶν μου παραδόσεων.

 Πολύ εὔστοχα, εὐφιέστατα καί παιδαγωγικά ὁ ἀπόστολος Παῦλος ἐλέγχει τούς χριστιανούς τῆς Γαλατίας πού εἶχαν κλονιστεῖ ἀπό τίς διδασκαλίες τῶν ἰουδαϊζόντων. Εἶναι σάν νά τούς λέει· «᾿Εγώ πρῶτος θά εἶχα τήν παρρησία νά σᾶς διδάξω τόν ᾿Ιουδαϊσμό, ἄν ὁδηγοῦσε στή σωτηρία. Διότι ὄχι μόνο τόν ἐφήρμοζα ἀλλά καί προέκοπτον, ἤμουν προκομμένος ἰουδαῖος».

῾Η τάξη τῶν ζηλωτῶν εἶχε δημιουργηθεῖ στά χρόνια τῶν Μακκαβαίων, γιά νά ὑπερασπισθεῖ τό νόμο. Σ᾿ αὐτήν ἀνῆκε ὁ Παῦλος. Εἶχε σπουδάσει τά κλασικά γράμματα καί στίς περίφημες σχολές τῆς πατρίδος του, τῆς Ταρσοῦ, ἀλλά καί στά ᾿Ιεροσόλυμα, στή σχολή τοῦ περίφημου νομοδιδασκάλου Γαμαλιήλ (βλ. Πρξ 22,3). Σέ ὅλες αὐτές τίς σχολές ἦταν ἀνώτερος, πρῶτος ὑπέρ πολλούς συνηλικιώτας, μεταξύ ὅλων τῶν ἰουδαίων συμμαθητῶν του. Στή σημερινή πραγματικότητα θά λέγαμε ὅτι ἦρθε πρῶτος στίς γενικές ἐξετάσεις.

Περισσοτέρως ζηλωτής ὑπάρχων τῶν πατρικῶν μου παραδόσεων· ᾿Επιδείκνυε τόν μεγαλύτερο ζῆλο στή γνώση, στήν ἐφαρμογή τοῦ νόμου ἀλλά καί στή λαχτάρα νά μείνει σταθερό τό γένος του στόν ᾿Ιουδαϊσμό, γιά νά προκόψει.

Πατρικές παραδόσεις εἶναι τά ἑρμηνευτικά σχόλια στό νόμο καί οἱ παραδόσεις πού εἶχαν ἐπινοήσει οἱ ραββίνοι. Γιά νά ἑρμηνεύσουν δῆθεν τό νόμο, πρόβαλλαν ἀνθρώπινες διδασκαλίες, οἱ ὁποῖες ὅμως δέν ἐξέφραζαν τό πραγματικό νόημα τῆς Π.Δ. Οἱ ραββίνοι εἶχαν διατυπώσει συνολικά 613 τέτοιες διατάξεις. Πολλές ἀπό αὐτές ἀποτελοῦσαν τή χειρότερη παρερμηνεία καί διαστρέβλωση τοῦ νόμου. Οἱ παραδόσεις τῶν πατέρων καί τῶν πρεσβυτέρων ἦταν ἀπέραντοι μύθοι καί γενεαλογίες, πού δημιουργοῦσαν μιά ψεύτικη ἐντύπωση ὅτι ἡ βασιλεία τοῦ Μεσσία εἶναι ἀνθρώπινη καί ἐπίγεια. Μέ πολλή αὐστηρότητα ὁ Κύριος ἀναφέρεται σ᾿ αὐτές καί τίς ἀποδοκιμάζει (βλ. Μθ 15· πρβλ. Μρ 7).

῾Ο ἀριστοῦχος Σαῦλος εἶχε ὅλα τά προσόντα νά γίνει ἡγέτης τοῦ ᾿Ιουδαϊσμοῦ. ᾿Αλλά τά ἀπέρριψε ὅλα, ὅταν γνώρισε τόν Χριστό. Καί μόνο ἡ μεταστροφή του ἔπρεπε νά ὁδηγήσει τούς Γαλάτες στό συμπέρασμα ὅτι κάτι τελείως ἔκτακτο τοῦ συνέβη. «Αὕτη ἡ ἀλλοίωσις τῆς δεξιᾶς τοῦ ῾Υψίστου!» (Ψα 76,11). ῾Ο ἅγιος Χρυσόστομος ἐπισημαίνει· «῎Αν δέν ἦταν Θεός αὐτός πού ἀποκαλύφθηκε στόν Παῦλο, δέν θά δεχόταν ἐκεῖνος τόσο ἀκαριαία μεταβολήϜ ᾿Εκεῖνος πού τόσο ἀκαριαῖα ἄλλαξε, ἐνῶ βρισκόταν στό ἀποκορύφωμα τῆς μανίας, εἶναι ὁλοφάνερο ὅτι ξαναβρῆκε τήν πνευματική του ὑγεία, διότι ἀξιώθηκε θεϊκῆς ὁράσεως καί διδασκαλίας».
 

β) ῾Η κλήση καί ἡ ἀποκάλυψη στόν Παῦλο (στ. 15-16α)
 

1,15. ῞Οτε δέ εὐδόκησεν ὁ Θεός ὁ ἀφορίσας με ἐκ κοιλίας μητρός μου καί καλέσας διά τῆς χάριτος αὐτοῦ.

῾Ο ἀπόστολος ἀποκαλύπτει πώς, ἐνῶ ὁ ἴδιος πελαγοδρομοῦσε στίς πατρικές παραδόσεις τῶν ᾿Ιουδαίων, ὁ Θεός εἶχε γι᾿ αὐτόν ἕνα σχέδιο, τό ὁποῖο μάλιστα εἶχε καταστρώσει ἀπό παλιά, πρίν ἀκόμη ὁ Παῦλος δεῖ τό φῶς αὐτοῦ τοῦ κόσμου.

Εἶναι δύσκολο νά μεταφραστεῖ ἀκριβῶς τό ρῆμα εὐδόκησε, γι᾿ αὐτό εἶναι προτιμότερο νά τό ἀφήνουμε ἀμετάφραστο. Τό νόημά του δείχνει ὅτι ὁ Θεός μέ τήν ἄπειρη φιλανθρωπία του θέλησε, εὐαρεστήθηκε, εἶχε τήν καλή διάθεση, τήν εὐδοκία. Οἱ ἐνέργειες αὐτῆς τῆς εὐδοκίας εἶναι ὁ ἀφορισμός (=τό ξεχώρισμα, ἡ ἐκλογή), ἡ κλήση, ἡ ἀποκάλυψη πού δέχθηκε ὁ διώκτης Σαούλ. Σέ ὅλα αὐτά ἐλεύθερα ἀνταποκρίθηκε ὁ Σαῦλος, ὥστε νά μεταστραφεῖ καί νά γίνει ὁ θαυμαστός ἀπόστολος τοῦ Χριστοῦ. Μέ ἰδιαίτερη εὐγνωμοσύνη καί ἱερό δέος σέ ὅλη του τή ζωή ὁ Παῦλος ἀναφέρεται στήν τιμή πού τοῦ ἔκανε ὁ Θεός νά τοῦ ἀποκαλύψει τήν ἀλήθεια του καί νά τόν ἐξαποστείλει κήρυκά του στό κόσμο.

῾Ο ἀφορίσας με· ῾Ο ἀφορισμός, ὅπως καί τό ἀνάθεμα (βλ. στ. 8), στήν Κ.Δ. ἔχει θετική καί ἀρνητική σημασία. Σημαίνει· α) αὐτό πού ξεχωρίζεται ἀπό τόν κόσμο γιά νά δοθεῖ στόν Θεό καί β) αὐτό πού ξεκόβεται ἀπό τόν Θεό καί παραδίδεται στόν διάβολο. ᾿Εδῶ ἡ μετοχή ἀφορίσας με ἔχει τήν πρώτη, τή θετική σημασία· ὁ Θεός διάλεξε τόν Παῦλο γιά τόν ἑαυτό του ἐκ κοιλίας μητρός. Παρόμοια εἶχε διαλέξει τόν ᾿Ιωάννη τόν Βαπτιστή (βλ. Λκ 1,15), τούς προφῆτες Σαμουήλ (βλ. Α´ Βα 1), ᾿Ησαΐα (βλ. ᾿Ησ 49,1) καί ᾿Ιερεμία (᾿Ιε 1,5), καί πολλούς ἄλλους ἐκλεκτούς δούλους του, τούς ὁποίους ἔταξε σέ μιά ὑψηλή ἀποστολή καί τούς κατέστησε συνεργάτες γιά τήν πραγματοποίηση τοῦ σχεδίου του.

῾Η ἐπιλογή τοῦ Θεοῦ βέβαια δέν γίνεται αὐθαίρετα, ὅπως νομίζουμε ἐμεῖς οἱ ἀσθενεῖς ἄνθρωποι, οὔτε καταστρατηγεῖ τήν ἐλευθερία τοῦ ἀνθρώπου. Γίνεται μέ βάση τήν προαίρεση τοῦ ἀνθρώπου, ἡ ὁποία δέν εἶναι ἄγνωστη στόν παντογνώστη Θεό. Στή συγκεκριμένη περίπτωση ὁ Παῦλος ἀφορίζεται ὡς «σκεῦος ἐκλογῆς» (Πρξ 9,15). Γνώριζε ὁ Θεός ὅτι ἦταν ἱκανός νά διακονήσει καί νά κάνει μεγάλο ἔργο, γι᾿ αὐτό τόν κάλεσε. ῾Ο ἴδιος ὅμως τονίζει τή φιλανθρωπία καί τή χάρη τοῦ Θεοῦ ὡς αἴτια τῆς ἐκλογῆς καί τῆς σωτηρίας του. Εἶχε συναίσθηση ὁ Παῦλος ὅτι δέν ἦταν ἄξιος γιά μιά τόσο μεγάλη καί τιμητική κλήση. Αἰσθανόταν ὅτι ἡ θεία χάρη ἐνεργοῦσε ὅλα τά θαυμαστά στή ζωή του καί γι᾿ αὐτό πάντοτε τόνιζε τόν πρωταρχικό της ρόλο.

᾿Αξίζει νά σημειώσουμε ὅτι, παρ᾿ ὅλο πού ἦταν διαλεγμένος ἀπό τόν Θεό ὁ Παῦλος, παραπλανήθηκε τόσα χρόνια στόν ᾿Ιουδαϊσμό καί μάλιστα ἔγινε διώκτης τοῦ Χριστοῦ. ῞Ολη ἐκείνη ἡ πρό Χριστοῦ ζωή ἦταν μιά ἐμπειρία χρήσιμη καί πολύτιμη γιά τήν ἐν Χριστῷ ζωή τοῦ ἀποστόλου. ῞Οπως ἐπέτρεψε ὁ Κύριος νά τόν ἀρνηθεῖ ὁ κορυφαῖος Πέτρος, ὥστε νά ἔχει τήν ἐμπειρία αὐτῆς τῆς ἀρνήσεως, ἔτσι ἐπέτρεψε νά γίνει διώκτης ὁ Παῦλος, γιά νά εἶναι ὁ τύπος καί ἡ ἀπόδειξη ὅτι ὁ Χριστός σώζει ἀκόμη καί τούς πιό σκληρούς διῶκτες, ἀρκεῖ νά μετανοήσουν. Μέσα στό σχέδιο τοῦ Θεοῦ καί οἱ χειρότερες πτώσεις μας ἀξιοποιοῦνται θετικά. «Τοῖς ἀγαπῶσι τόν Θεόν πάντα συνεργεῖ εἰς ἀγαθόν» (Ρω 8,28), θά γράψει καταθέτοντας τήν ἐμπειρία του ὁ Παῦλος.

῾Ο Θεός δέχεται καί ἀντιμετωπίζει τόν Παῦλο ὡς ὁλοκληρωμένο ἄνθρωπο ἐκ κοιλίας μητρός καί τόν ἐκλέγει γιά ἀπόστολό του. ᾿Εδῶ δίδεται ἔμμεσα ἡ ἀπάντηση σ᾿ ἐκείνους πού ἀμφισβητοῦν ὅτι τό ἔμβρυο εἶναι ζωντανή ὕπαρξη, καί γι᾿ αὐτό ἀποτελεῖ ἔγκλημα κάθε ἐπιβουλή ἐναντίον τῆς ζωῆς του. ῾Η ζωή τοῦ κάθε ἀνθρώπου κυβερνᾶται ἀπό κάποιο ἀνώτερο σχέδιο τοῦ Θεοῦ. Καί τό σχέδιο αὐτό τό ἔχει καταρτίσει καί τό πραγματοποιεῖ ὁ Θεός ὄχι μόνο ἀπό τή σύλληψη τοῦ ἀνθρώπου, ἀλλά πρίν ἀκόμη γίνει ὁ κόσμος.

῾Ο σεβασμός τοῦ Θεοῦ στήν ἀνθρώπινη θέληση καί προσωπικότητα φαίνεται ἀπό τή μετοχή ὁ καλέσας με. Εἶχε τήν εὐδοκία του γιά τόν Παῦλο ὁ Θεός, ἀφήνει ὅμως στόν ἴδιο τήν πρωτοβουλία νά δεχθεῖ ἤ νά ἀπορρίψει τήν κλήση. Στό δρόμο πρός τή Δαμασκό ὁ Παῦλος ἀπαντᾶ στή χάρη τοῦ Θεοῦ μέ τή δική του ταπεινή ὑποταγή καί γίνεται χριστιανός καί ἀπόστολος συγχρόνως.
 
1,16α. ἀποκαλύψαι τόν υἱόν αὐτοῦ ἐν ἐμοί, ἵνα εὐαγγελίζωμαι αὐτόν ἐν τοῖς ἔθνεσιν.

Σκοπός τῆς κλήσεως ἦταν νά ἀποκαλύψει ὁ Θεός στόν Παῦλο τόν υἱόν αὐτοῦ. ῾Η ἀποκάλυψη αὐτή ἦταν καθοριστική καί ρυθμιστική γιά τή μετέπειτα ζωή του. Στό δρόμο τῆς Δαμασκοῦ συνειδητοποίησε ὅτι ὁ Θεός δέν βρισκόταν στίς πατρικές παραδόσεις πού μέ σχολαστικότητα καί φανατισμό ὑπηρετοῦσε, ἀλλά ἦταν ἕνα πρόσωπο γεμάτο ἀγάπη γι᾿ αὐτόν. Συνάντησε ὄχι ἕναν δάσκαλο ἀνώτερο ἀπό τόν Γαμαλιήλ, ἀλλά μία ζωντανή παρουσία πού ἐκπλήρωνε, ξεπερνοῦσε καί φώτιζε τίς παραδόσεις τῶν πατέρων, τίς ὁποῖες ὑπεραγαποῦσε. ῎Ετσι ὁ Χριστός, τόν ὁποῖο αὐτός καταδίωκε, τόν συνέλαβε καί τόν κατέστησε συνεργό καί ἀπόστολό του.

Τό ἐν ἐμοί δείχνει ὅτι ὁ Υἱός τοῦ Θεοῦ εἶχε κατακτήσει ὅλη τήν ὕπαρξη τοῦ Παύλου. Στό δρόμο τῆς Δαμασκοῦ ὁ Παῦλος δέν γνώρισε ἁπλῶς μέ τίς ἀνθρώπινες αἰσθήσεις του ἕνα πρόσωπο, τόν ᾿Ιησοῦ Χριστό, ἀλλά μέ τή χάρη τοῦ ἁγίου Πνεύματος, μέ τό ἄκτιστο φῶς εἶχε μία μέθεξη, ἐμπειρία τοῦ θεανθρώπου Κυρίου. ῎Ενιωσε, ὅπως λέγει ὁ ἅγιος Χρυσόστομος, τή θεία ἀποκάλυψη νά λαμπρύνει τήν ψυχή του καί νά τόν γεμίζει μέ Πνεῦμα ἅγιο.

῞Ινα εὐαγγελίζωμαι αὐτόν ἐν τοῖς ἔθνεσιν· ῞Οπως ὁ Χριστός πῆρε τούς δώδεκα μαθητές καί τούς προετοίμασε νά κηρύξουν τό εὐαγγέλιο πρῶτα στήν ᾿Ιερουσαλήμ, ἔπειτα στήν ᾿Ιουδαία, στήν Παλαιστίνη καί κατόπιν στά ἔθνη, ἔτσι πῆρε κι ἐμένα, λέει ὁ Παῦλος, καί μέ ἀπέστειλε στά ἔθνη. ᾿Εξομολογεῖται τό σχέδιο τοῦ Θεοῦ ὅπως τό εἶδε ζωντανό στή ζωή του. ῾Ο πρῶτος σταθμός ἦταν ὅτι ὁ Θεός τόν ξεχώρισε ἀπό τήν κοιλιά τῆς μάνας του. ῞Υστερα τόν κάλεσε καί τοῦ παρέδωσε τό εὐαγγέλιο χωρίς τή μεσολάβηση ἀνθρώπου, ὥστε τό κήρυγμά του νά εἶναι ἀξιόπιστο, αὐθεντικό.
 

γ) ῾Ο Παῦλος μετά τή μεταστροφή του κηρύττει στήν ᾿Αραβία (1,16β-17)
 

1,16β-17. εὐθέως οὐ προσανεθέμην σαρκί καί αἵματι, οὐδέ ἀνῆλθον εἰς ᾿Ιεροσόλυμα πρός τούς πρό ἐμοῦ ἀποστόλους, ἀλλά ἀπῆλθον εἰς ᾿Αραβίαν, καί πάλιν ὑπέστρεψα εἰς Δαμασκόν.

῾Η ἀποστολή τοῦ Παύλου ἔγινε ἀμέσως μετά τήν κλήση του. ῎Αρχισε τό κήρυγμα εὐθέως μετά τή θεραπεία του ἀπό τόν ᾿Ανανία καί τή βάπτισή του. Οὐ προσανεθέμην, δέν συμβουλεύτηκα, λέγει, σαρκί καί αἵματι, κανέναν ἄνθρωπο (πρβλ. Μθ 16,17), δέν μέ κατήχησε οὔτε μέ δίδαξε κανείς.

Οὐδέ ἀνῆλθον εἰς ᾿Ιεροσόλυμα· Πάντοτε στήν Κ.Δ., ὅταν γίνεται λόγος γιά μετακίνηση πρός τά ᾿Ιεροσόλυμα χρησιμοποιεῖται τό ρῆμα ἀναβαίνω (βλ. Μθ 20,17· Μρ 10,32· ᾿Ιω 5,1), ἐνῶ ὅταν κανείς φεύγει ἀπό τά ᾿Ιεροσόλυμα χρησιμοποιεῖται τό ρῆμα «καταβαίνω» (βλ. Λκ 10.30· Πρξ 24,1), διότι τά ᾿Ιεροσόλυμα ἦταν κτισμένα πάνω σέ ὑψηλό ὀροπέδιο. ῾Η ᾿Ιερουσαλήμ ἦταν ἡ βάση τῶν ἀποστόλων καί, ἄν ἤθελε ὁ Παῦλος νά λάβει ἀπό αὐτούς κατευθύνσεις ἤ ἐπικύρωση τῆς ἀποστολῆς του, θά ἔπρεπε ἀρχικά νά πάει ἐκεῖ. Δέν νιώθει ὅμως αὐτή τήν ἀνάγκη. Τό κύρος του ἦταν ἀδιαμφισβήτητο· τό βεβαίωνε περίτρανα ἡ ἀρχή καί ἡ συνέχεια τῆς ἀποστολῆς του. Γι᾿ αὐτό ἡ πειστικότερη ἀπολογία του ἦταν ἡ ἴδια ἡ ἱστορία του καί αὐτήν ἀναφέρει κάθε φορά πού κάποιος ἀμφισβητεῖ τό ἀποστολικό του κύρος.

Πρό ἐμοῦ ἀποστόλους· ῾Υπῆρχαν κήρυκες τοῦ εὐαγγελίου πού δέν γνώρισαν τόν Κύριο. Συνδέθηκαν μέ τούς ἀποστόλους, διδάχθηκαν ἀπ᾿ αὐτούς καί ἔγιναν ἀπόστολοι δεύτερης καί τρίτης γενιᾶς. Οἱ εὐαγγελιστές Λουκᾶς καί Μᾶρκος εἶναι ἀπό τούς ἀποστόλους τῆς δεύτερης γενιᾶς. ῾Ο ἀπ. Παῦλος ὅμως τονίζει στούς Γαλάτες ὅτι εἶναι καί ὁ ἴδιος γνήσιος ἀπόστολος. Στούς ἄλλους ἀποστόλους δέν ἀναγνωρίζει καμία ἄλλη ὑπεροχή παρά μόνο τή χρονική προτεραιότητα στήν κλήση.

 ᾿Απῆλθον εἰς ᾿Αραβίαν· ῾Υπάρχει συζήτηση μεταξύ τῶν ἑρμηνευτῶν γιά τόν καθορισμό τῆς ᾿Αραβίας, τήν ὁποία ἀναφέρει ὁ ἀπόστολος (Βλ. σχετικό ἄρθρο στό περιοδ. ΑΠΟΛΥΤΡΩΣΙΣ ἀρ. φύλ. 483, Μάρτιος 1986, σελ. 37). Δέν πρόκειται γιά τή γνωστή μας χώρα τῆς ᾿Αραβίας, ἀλλά γιά μία περιοχή κοντά στή Δαμασκό, πού ὀνομαζόταν ᾿Αραβία. ῾Η Δαμασκός ἦταν ἐθνική πόλη, πού ὑπαγόταν στή Συρία καί ὄχι στήν Παλαιστίνη. ῾Επομένως ἀπό τήν ἀρχή τῆς ἀποστολικῆς του δράσεως ὁ Παῦλος ἄρχισε τόν εὐαγγελισμό τῶν ἐθνῶν. ᾿Επειδή στήν πόλη τῆς Δαμασκοῦ ἀντιμετώπιζε κινδύνους ὁ ἀπόστολος, βγῆκε στήν ἐπαρχία τῆς Δαμασκοῦ, τή λεγόμενη ᾿Αραβία, ὅπου καί κήρυξε. ῾Ο Λουκᾶς δέν σημειώνει αὐτή τή λεπτομέρεια στίς Πράξεις, διότι ἐκεῖ ἁπλῶς ἐκθέτει τή μεταστροφή τοῦ Παύλου. ᾿Εδῶ ὁ ἴδιος ὁ ἀπόστολος γιά ἀπολογητικούς λόγους ἐξηγεῖ ὅτι ἀμέσως μετά τήν ἐπιστροφή του στόν Χριστό δέν μεσολάβησε νεκρή περίοδος ἤ περίοδος μαθητείας σέ κάποιον ἀπόστολο, ἀλλά ἄρχισε νά κηρύττει καί μάλιστα, πιθανόν, στά ἔθνη.

 Κατά τόν ἅγιο Χρυσόστομο ὁ σκοπός τῆς ἀναχώρησης τοῦ Παύλου στήν ᾿Αραβία ἦταν ἱεραποστολικός. «Φρόντιζε νά ἐπισκέπτεται καί τούς τόπους πού δέν εἶχαν δεχθεῖ ποτέ καλλιέργεια διαλέγοντας ἕναν τρόπο ζωῆς πού ἔχει μεγάλες ἀγωνίες καί πολλούς κόπους».
 

δ) ῾Ο Παῦλος συναντᾶ τούς ἀποστόλους Πέτρο καί ᾿Ιάκωβο (1,18-19)
 

1,18.῎Επειτα μετά ἔτη τρία ἀνῆλθον εἰς ᾿Ιεροσόλυμα ἱστορῆσαι Πέτρον, καί ἐπέμεινα πρός αὐτόν ἡμέρας δεκαπέντε.
Τρία χρόνια μετά ἀπό τήν ἀναχώρησή του ἀπό τά ᾿Ιεροσόλυμα ὁ διώκτης τῶν χριστιανῶν Παῦλος ἐπιστρέφει ὡς ἀπόστολος πλέον.

 Τό ρῆμα ἱστορῆσαι ὅπως καί τό οὐσιαστικό ἱστορία προέρχονται ἀπό τή ρίζα του ρήματος «οἶδα», πού σημαίνει γνωρίζω. Σκοπός τῆς ἐπισκέψεως τοῦ ἀπ. Παύλου στά ᾿Ιεροσόλυμα ἦταν νά γνωρίσει τόν ἀπ. Πέτρο, πού τόν καιρό ἐκεῖνο βρισκόταν στά ᾿Ιεροσόλυμα. ῾Ο ἅγιος Χρυσόστομος ὑπογραμμίζει τήν ἐκτίμηση τοῦ Παύλου γιά τόν Πέτρο. Δέν ἔγραψε, λέει, «ἰδεῖν» ἀλλά ἱστορῆσαι, πού δείχνει τό ἐνδιαφέρον του καί ὅτι θεωρεῖ ὡς πολύ σημαντικό πράγμα καί μόνο νά γνωρίσει τόν σπουδαῖο αὐτόν ἄνδρα.

᾿Αξίζει ἐπίσης νά σημειώσουμε ὅτι ὁ Παῦλος, πού προηγουμένως ἐκφράστηκε γιά τήν ἀποστολικότητά του μέ τρόπο πού θά μποροῦσε νά παρεξηγηθεῖ καί νά θεωρηθεῖ ἀλαζονικός, στή συγκεκριμένη περίπτωση φέρεται πολύ ταπεινά. Στή Γαλατία κινδύνευε ἡ καθαρότητα τοῦ εὐαγγελίου καί ἡ εἰρήνη τῆς ᾿Εκκλησίας· ἔπρεπε νά τονίσει τό ἀποστολικό του ἀξίωμα. Στή συμπεριφορά του ὅμως μέ τούς ἀποστόλους, ὅπου δέν συντρέχουν λόγοι ἀπολογητικοί, πρόθυμα ταπεινώνεται καί ἔρχεται νά τιμήσει ἕναν ἀπ᾿ αὐτούς. Παρ᾿ ὅλο πού, ὅπως ἤδη εἶπε, δέν εἶναι κατώτερος ἀλλά ἰσότιμος μέ τόν Πέτρο, τόν τιμᾶ. Φιλόφρονα τόν ἀναγνωρίζει ὡς ἀνώτερο κι ἔρχεται νά τόν ἐπισκεφθεῖ, διότι εἶναι πρεσβύτερος στήν ἡλικία καί ἀρχαιότερος στήν ἐν Χριστῷ ζωή. Κατέχει τά πρεσβεῖα, ὄχι τό πρωτεῖο. ᾿Εκπληρώνει ἔτσι πρῶτα ὁ ἴδιος ὁ Παῦλος τά παραγγέλματα πού συστήνει στούς χριστιανούς· «τῇ τιμῇ ἀλλήλους προηγούμενοι» (Ρω 12,10) καί «τῇ ταπεινοφροσύνῃ ἀλλήλους ἡγούμενοι ὑπερέχοντας ἑαυτῶν» (Φι 2,3).

᾿Επέμεινε, δηλαδή ἔμενε συνεχῶς μαζί μέ τόν Πέτρο. Φιλοξενήθηκε, λοιπόν, γιά ἡμέρας δεκαπέντε στό σπίτι πού ἔμενε ὁ Πέτρος καί αὐτό δείχνει τή φιλία καί τήν ἀγάπη πού ἐξαρχῆς συνέδεσε τούς δύο κορυφαίους ἀποστόλους. Τό διάστημα τῶν δεκαπέντε ἡμερῶν θά ἦταν ἀνεπαρκές, ἄν ἔπρεπε ὁ Παῦλος νά μαθητεύσει κοντά στόν Πέτρο. ῏Ηταν ὅμως ἀρκετό, γιά νά καταθέσει τά δείγματα τῆς ἀποστολικότητάς του καί νά διαπιστώσουν μαζί μέ τόν Πέτρο ὅτι συμπίπτουν ἀπόλυτα στό εὐαγγέλιο πού κηρύττουν. ῞Ολα τά γεγονότα πού συνέβησαν σ᾿ αὐτές τίς δεκαπέντε μέρες στά ᾿Ιεροσόλυμα, τή γνωριμία μέ τόν Πέτρο, τό κήρυγμα στήν ᾿Ιερουσαλήμ, τίς ἀντιρρήσεις πολλῶν πιστῶν, θά μπορούσαμε νά τά ἐντάξουμε ἱστορικά συσχετίζοντάς τα μέ ὅσα γράφει ὁ Λουκᾶς στό 9ο κεφ. τῶν Πράξεων (στ. 28-29).
 
1,19. ἕτερον δέ τῶν ἀποστόλων οὐκ εἶδον εἰ μή ᾿Ιάκωβον τόν ἀδελφόν τοῦ Κυρίου.

῾Ο ᾿Ιάκωβος εἶναι γιός τοῦ ᾿Ιωσήφ τοῦ μνήστορος καί ἐπειδή ὁ ᾿Ιωσήφ «ἐνομίζετο (=θεωροῦνταν)» πατέρας τοῦ ᾿Ιησοῦ, ὀνομάζεται ἀδελφός τοῦ Κυρίου, ὅπως καί ὁ ᾿Ιούδας ὁ ἀδελφόθεος. Εἶναι ὁ πρῶτος ἐπίσκοπος τῶν ᾿Ιεροσολύμων καί ὡς ἐπίσκοπος ἔπρεπε νά μένει μόνιμα στήν πόλη.

῞Ετερον δέ τῶν ἀποστόλων οὐκ εἶδον· Οἱ ἄλλοι ἀπόστολοι δέν διέμεναν στά ᾿Ιεροσόλυμα καί γι᾿ αὐτό δέν τούς συνάντησε. ῾Η ἐπίσκεψη στόν Πέτρο σήμαινε ἐπίσκεψη στόν ἡγέτη τῶν δώδεκα καί ἡ ἐπίσκεψη στόν ᾿Ιάκωβο σήμαινε ἐπίσκεψη στήν κεφαλή τῆς μητέρας τῶν ἐκκλησιῶν. ᾿Επιπλέον ἡ ἀναφορά στή συνάντηση τοῦ ἀπ. Παύλου μέ τόν ᾿Ιάκωβο ἔχει καί μία ἐντελῶς ἰδιαίτερη σημασία γιά τήν περίσταση. ῾Ο ᾿Ιάκωβος ἦταν, θά λέγαμε, σκληροπυρηνικός ᾿Ιουδαῖος -ἴσως καί φαρισαῖος-, ὥστε νά τόν ἀνέχονται ὡς ἐπίσκοπό τους οἱ ἐξ ἰουδαίων χριστιανοί τῆς ᾿Ιερουσαλήμ. Τό γεγονός ὅτι αὐτός δέχθηκε τόν ἀπ. Παῦλο ἐπιβεβαιώνει τή συμφωνία μαζί του. Οἱ ἰουδαΐζοντες, πού κατηγοροῦν καί ἀπορρίπτουν τόν ἀπ. Παῦλο, ἀποδεικνύονται ψεῦτες καί συκοφάντες, ἀφοῦ ὄχι μόνο ὁ κορυφαῖος Πέτρος ἀλλά καί ὁ ἐπίσκοπος τῶν ἐξ ἰουδαίων χριστιανῶν ἀποδέχεται τόν Παῦλο καί συμφωνεῖ μαζί του.

 Τό συμπέρασμα εἶναι ὅτι ὁ Παῦλος δέν διδάχτηκε τό εὐαγγέλιο οὔτε ἀπό τόν Πέτρο οὔτε ἀπό τούς ἀποστόλους στά ᾿Ιεροσόλυμα, διότι εἶδε μόνο τούς δύο καί αὐτούς γιά λίγες μέρες. Οἱ ἰσχυρισμοί τῶν ψευδαδέλφων ἦταν συκοφαντικοί. Τό ἔργο τοῦ ἀπ. Παύλου ἦταν θεϊκό καί γνήσιο, γι᾿ αὐτό ἄντεξε στή δοκιμασία καί βγῆκε λαμπρότερο, ὅπως τό χρυσάφι, ἀπό τή φωτιά τῆς διαβολῆς καί τοῦ ψεύδους. ῾Ο ἀπόστολος τῶν ἐθνῶν καί τό κήρυγμά του ἐπέζησαν. Καί ἐμεῖς οἱ σύγχρονοι χριστιανοί εἴμαστε καρποί τοῦ ἔργου του.


Στεργίου Ν. Σάκκου,

Ἀποστολικές περικοπές (βοήθημα γιά κυκλάρχες)