Super User

Super User

Παρασκευή, 27 Δεκέμβριος 2019 02:00

Μετά τήν Χριστοῦ Γέννησιν Γα 1,11-19

Θεϊκή ἡ ἀποστολή καί ἡ διδασκαλία τοῦ ἀπ. Παύλου
 
Εἰσαγωγικά στήν πρός Γαλάτας ᾿Επιστολή
 

῾Η Γαλατία βρισκόταν στά βάθη τῆς Μ. ᾿Ασίας, στήν περιοχή τῆς σημερινῆς ῎Αγκυρας. Εἶχε ἔκταση σχεδόν ἴση μέ τή μισή ῾Ελλάδα. Οἱ κάτοικοί της, οἱ λεγόμενοι Γαλάτες, κατάγονταν ἀπό τή σημερινή Γαλλία. Εἶχαν ἐγκατασταθεῖ στήν περιοχή τῆς Γαλατίας τόν 3ο π.Χ. αἰώνα, μετά ἀπό περιπλάνηση στήν ῾Ελλάδα καί τή Μ. ᾿Ασία καί ἀφοῦ εἶχαν νικηθεῖ σέ συγκρούσεις μέ τούς ντόπιους κατοίκους.

 Στήν ἑλληνική τότε Μ. ᾿Ασία οἱ Γαλάτες σιγά-σιγά ἐξελληνίσθηκαν καί ἀργότερα γνώρισαν τόν Χριστό ἀπό τόν ἀπ. Παῦλο, ὁ ὁποῖος τούς ἐπισκέφθηκε στή β´ καί γ´ περιοδεία του (βλ. Πρξ 16,6·18,23). Προφανῶς ἵδρυσε ἐκκλησίες στίς μεγάλες πόλεις τῆς Γαλατίας· δέν γνωρίζουμε ὅμως πόσες. Μετά ἀπό τόν ἀπόστολο πῆγαν στή Γαλατία οἱ ἰουδαΐζοντες. ῏Ηταν ἰουδαῖοι οἱ ὁποῖοι, ἄν καί εἶχαν βαπτισθεῖ χριστιανοί, ἔμεναν φανατικά προσκολλημένοι σέ ὁρισμένα στοιχεῖα τῆς ἰουδαϊκῆς θρησκείας, τά ὁποῖα δέν εἶχαν ἰσχύ καί νόημα στό Χριστιανισμό. Δίδασκαν π.χ. ὅτι δέν ἐπαρκοῦν γιά τή σωτηρία ἡ θυσία καί ἡ ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ, ἀλλά εἶναι ἀπαραίτητη ἡ περιτομή καί ἡ τήρηση τοῦ μωσαϊκοῦ τελετουργικοῦ.

 Οἱ ἰουδαΐζοντες διέβαλλαν τόν ἀπ. Παῦλο στούς χριστιανούς τῆς Γαλατίας καί παρουσίαζαν ὡς σπουδαιότερη τή δική τους διδαχή. ῎Ελεγαν ὅτι ὁ Παῦλος δέν εἶναι ἀπόστολος, διότι δέν ἀνήκει στούς μαθητές τοῦ Χριστοῦ. ῎Ακουσε τή διδασκαλία τοῦ Χριστοῦ ἀπό τούς ἀποστόλους, ἀλλά δέν τή γνωρίζει καλά. ῎Ετσι ἀναστάτωσαν ὁρισμένους ἀπό τούς χριστιανούς τῆς Γαλατίας, ἔσπειραν στίς ψυχές τους τά ζιζάνια τῆς ἀμφιβολίας, τῆς ἀνταρσίας καί τῆς κακοδοξίας. Αὐτό λύπησε καί τάραξε τόν Παῦλο καί τοῦ ἔδωσε τήν ἀφορμή νά γράψει τήν πρός Γαλάτας ᾿Επιστολή, ἡ ὁποία εἶναι ἐγκύκλιος ᾿Επιστολή, ἀπευθύνεται πρός ὅλες τίς ἐκκλησίες τῆς Γαλατίας. ῾Ο ἀπ. Παῦλος τήν ἔγραψε ὁλόκληρη μέ τό χέρι του καί τήν ἔστειλε ὡς αὐτόγραφο (Γα 6,11). Τήν ᾿Επιστολή αὐτή, ὅπως λέει ὁ ἅγιος Χρυσόστομος, τήν καταθέτει ὁ Παῦλος ὡς μία ἔγγραφη μαρτυρία. ῎Εχει σκοπό νά στηρίξει τό ἀποστολικό του κύρος καθώς καί τήν ἀναγκαιότητα καί ἐπάρκεια τῆς θυσίας τοῦ ᾿Ιησοῦ Χριστοῦ γιά τή σωτηρία μας. Θέλει ἐπίσης νά καταδικάσει τό ἐντελῶς ἀνθρώπινο καί κοσμικό κήρυγμα τῶν ψευδαποστόλων.

Δέν εἶναι εὔκολο νά προσδιορισθεῖ πότε καί ἀπό ποῦ ἔγραψε τήν ᾿Επιστολή ὁ Παῦλος. Τό πιθανότερο εἶναι ὅτι τήν ἔγραψε γύρω στο 55 μ.Χ. ἀπό τήν ῎Εφεσο, κατά τήν τριετία πού παρέμεινε ἐκεῖ.

῾Η πρός Γαλάτας ᾿Επιστολή μαζί μέ τίς πρός Ρωμαίους καί πρός ῾Εβραίους ἀποτελοῦν τό κεφάλαιο τῆς διδασκαλίας τοῦ Παύλου, μέ τό ὁποῖο διακρίθηκε καί ἐλευθερώθηκε ἡ χριστιανική πίστη ἀπό τήν ἰουδαΐκή θρησκεία.

 Στήν περικοπή μας ὁ Παῦλος κατοχυρώνει τή θεϊκή καταγωγή τῆς ἀποστολῆς καί τῆς διακονίας του. Εἶναι ἀληθινός ἀπόστολος τοῦ Χριστοῦ καί τό εὐαγγέλιό του δέν προέρχεται ἀπό ἄνθρωπο, ἀλλά τοῦ ἔχει δοθεῖ ἀπό τόν Θεό.
 

α) ῾Ο Παῦλος δέν διδάχθηκε τό Εὐαγγέλιο ἀπό ἀνθρώπους (1,11-14)
 

1,11. Γνωρίζω δέ ὑμῖν, ἀδελφοί, τό εὐαγγέλιον τό εὐαγγελισθέν ὑπ᾿ ἐμοῦ ὅτι οὐκ ἔστι κατά ἄνθρωπον.

bible c῾Η ἔκφραση "γνωρίζω δέ ὑμῖν", εἶναι πολύ προσφιλής στόν ἀπ. Παῦλο. Τή χρησιμοποιεῖ συχνά στίς ᾿Επιστολές του (πρβλ. Α´ Κο 12,3· 15,1· Β´ Κο 8,1). Θέλει μέ αὐτή νά κινήσει τήν προσοχή τῶν μαθητῶν του, γιά νά τούς διδάξει κάποιο νέο μάθημα ἤ νά τούς ὑπενθυμίσει σπουδαῖα καί ὑψηλά θέματα τῆς θείας ἀποκαλύψεως. Αὐτά πρέπει νά τά γνωρίζουν ὅλοι οἱ πιστοί. ῞Οπως ὁ ἴδιος τά γνώρισε μέ τήν ἀποκάλυψη τοῦ Θεοῦ, ἔτσι καί οἱ πιστοί πρέπει νά τά γνωρίσουν μέ τό κήρυγμά του.

῾Η προσφώνηση "ἀδελφοί", δεῖγμα τῆς εἰλικρινοῦς ἀδελφικῆς ἀγάπης, βεβαιώνει ὅτι ὁ ἀπ. Παῦλος, παρ᾿ ὅλο πού ἐκφράζεται σκληρά καί ἐπιπλήττει τούς Γαλάτες, ἐξακολουθεῖ νά τούς ἀγαπᾶ καί νά τούς θεωρεῖ ἀδελφούς του.

"Τό εὐαγγέλιον τό εὐαγγελισθέν ὑπ᾿ ἐμοῦ"· Οἱ ἐχθροί τοῦ Παύλου τόν κατηγόρησαν στούς Γαλάτες ὅτι τούς δίδαξε ἕνα δικό του ἀνθρώπινο, φτωχό εὐαγγέλιο. ῾Ο ἀπόστολος τούς ὑπενθυμίζει ὅτι τό εὐαγγέλιον, πού δίδαξε καί παρέδωσε, "οὐκ ἔστι κατά ἄνθρωπον", δέν εἶναι ἀνθρώπινο, δέν τό ἐπινόησαν ἄνθρωποι. Δέν εἶναι καρπός οὔτε τῆς δικῆς του σκέψεως οὔτε κανενός ἄλλου ἀνθρώπου. Δέν ἔφερε μία νέα θρησκεία στή Γαλατία οὔτε ἀνέπτυξε κάποιο δικό του φιλοσοφικό σύστημα, διότι τίποτα τό ἀνθρώπινο δέν μπορεῖ νά λυτρώσει τόν ἄνθρωπο ἀπό τά δεσμά τῆς ἁμαρτίας καί τῆς φθορᾶς. ῾Η ἀνθρώπινη σκέψη δημιουργεῖ τέχνες καί ἐπιστῆμες πού διευκολύνουν καί ξεκουράζουν πρόσκαιρα τό σῶμα καί τό νοῦ τοῦ ἀνθρώπου, ὄχι ὅμως καί τήν ψυχή. Οἱ Γαλάτες ὅμως ἔχουν τήν ἐμπειρία ὅτι τό εὐαγγέλιο τοῦ Χριστοῦ, πού τούς ἔφερε ὁ Παῦλος, δίνει ὄντως τή λύτρωση καί τή σωτηρία.

Οἱ ἀλήθειες τῆς σωτηρίας ἔχουν ἀποκαλυφθεῖ ἀπό τόν Θεό. Δέν ἦταν δυνατόν νά τίς ἀνακαλύψει ἄνθρωπος, διότι εἶναι ἀνώτερες ἀπό τήν ἀνθρώπινη σκέψη. Τό εὐαγγέλιο τό παρέδωσε στούς ἀποστόλους ὁ ἴδιος ὁ Χριστός. Εἶναι ἡ καθαρή πηγή τῆς ἀληθείας, εἶναι φῶς, ὕδωρ ζῶν. Εἶναι ὁ γνησιότερος ἑρμηνευτής τοῦ θείου θελήματος, πού λύνει κάθε πρόβλημα καί ἀπαντᾶ σέ κάθε ἀγωνία.

᾿Επειδή ἀκριβῶς δέν εἶναι "κατά ἄνθρωπον" τό εὐαγγέλιο, δέν ἱκανοποιεῖ τίς ἁμαρτωλές ἐπιθυμίες μας, γι᾿ αὐτό δυσκολευόμαστε νά τό δεχθοῦμε. Κάποιες φορές θέλουμε νά περικόψουμε τά εὐαγγελικά παραγγέλματα, νά τά κάνουμε κατά ἄνθρωπον. Εἶναι δελεαστικό π.χ. ἕνα εὐαγγέλιο πού δέν κάνει λόγο γιά ἄσκηση, θυσία, σταυρό. Καί στά χρόνια τοῦ ἀπ. Παύλου ἕνα τέτοιο εὐαγγέλιο δέν θά σκανδάλιζε καθόλου τούς ᾿Ιουδαίους οὔτε θά προκαλοῦσε τήν ἐγκόσμια σοφία τῶν ἐθνικῶν (Α´ Κο 1,18-30). Δέν θά εἶχε ὅμως καί τή δύναμη νά σώσει τόν ἄνθρωπο.
 
1,12. οὐδέ γάρ ἐγώ παρά ἀνθρώπου παρέλαβον αὐτό οὔτε ἐδιδάχθην, ἀλλά δι᾿ ἀποκαλύψεως ᾿Ιησοῦ Χριστοῦ.

῾Ο ἀπ. Παῦλος ἐδῶ ἀνασκευάζει τήν κατηγορία ὅτι δέν εἶναι γνήσιος ἀπόστολος, ἐφόσον δέν ἦταν μαθητής καί αὐτόπτης μάρτυρας τοῦ Χριστοῦ -ὅρο πού ἔθεσε ὡς ἀπαράβατο ὁ ἀπ. Πέτρος, ὅταν ἐπρόκειτο νά ἐκλέξουν τόν ἀντικαταστάτη τοῦ ᾿Ιούδα (Πρξ 1,22). ῎Ηδη στό προοίμιο τῆς ᾿Επιστολῆς δηλώνει ὅτι εἶναι «ἀπόστολος οὐκ ἀπ᾿ ἀνθρώπων, οὐδέ δι᾿ ἀνθρώπου, ἀλλά διά ᾿Ιησοῦ Χριστοῦ» (1,1). Δηλαδή, ἄν καί δέν ἦταν ἀπό τούς δώδεκα, ἦταν αὐτόπτης τοῦ Κυρίου μέ τρόπο ὑπερφυσικό, ὅπως ἀναφέρει στό στίχο μας. Οἱ προηγούμενοι ἀπόστολοι παρέλαβαν βέβαια τό εὐαγγέλιο ἀπό τόν ἴδιο τόν Κύριο, διότι ἔζησαν κοντά του μέχρι τό σταυρό, τήν ἀνάσταση καί τήν ἀνάληψή του στούς οὐρανούς. ᾿Αλλά καί στόν ἀπ. Παῦλο ὁ Κύριος παρέδωσε προσωπικά ὁ ἴδιος τό εὐαγγέλιο. Προφανῶς ὁ ἀπόστολος ἀναφέρεται στήν ἀποκάλυψη πού δέχθηκε στό δρόμο πρός τή Δαμασκό (Πρξ 9,3ἑ.), ἀλλά καί ἀργότερα πολλές φορές εἶχε ἀποκαλύψεις, κατά τίς ὁποῖες διδάχθηκε τό εὐαγγέλιο ἀπό τόν ἴδιο τόν Χριστό (πρβλ. Πρξ 22,17· Γα 2,2).

 Δι᾿ ἀποκαλύψεως ᾿Ιησοῦ Χριστοῦ· ῾Η φράση δέν σημαίνει τήν ἀποκάλυψη κάποιων ὑπέρλογων ἀληθειῶν πού ἔκανε ὁ Χριστός στόν Παῦλο, ἀλλά ὅτι ὁ ἴδιος ὁ ᾿Ιησοῦς Χριστός τοῦ ἀποκαλύφθηκε. ῞Ωστε τό εὐαγγέλιο πού παρέλαβε καί διδάχθηκε ὁ Παῦλος εἶναι ὁ ᾿Ιησοῦς Χριστός πού τοῦ φανερώθηκε. Τόν εἶδε, τόν ἄκουσε, τόν παρέλαβε, τόν ἔβαλε μέσα του. Κατά ἀνάλογο τρόπο καί τό εὐαγγέλιο πού κηρύττει ὁ Παῦλος δέν εἶναι μία διδασκαλία ἀλλά ἕνα πρόσωπο μέ τό ὁποῖο καλοῦνται νά ἀποκτήσουν ζωντανή ἐπαφή οἱ πιστοί.
 

1,13. ᾿Ηκούσατε γάρ τήν ἐμήν ἀναστροφήν ποτε ἐν τῷ ᾿Ιουδαϊσμῷ, ὅτι καθ᾿ ὑπερβολήν ἐδίωκον τήν ἐκκλησίαν τοῦ Θεοῦ καί ἐπόρθουν αὐτήν.

῾Ο ἀπόστολος ἐπιχειρεῖ νά ἀποδείξει καί ἱστορικά αὐτό πού ἤδη εἶπε παραπάνω, ὅτι τό εὐαγγέλιό του δέν εἶναι κατ᾿ ἄνθρωπον, ἀλλά δι᾿ ἀποκαλύψεως. ῏Ηταν ἀδύνατο νά πάρει τό εὐαγγέλιο ἀπό ἀνθρώπους, διότι δέν ἦταν μέλος τῆς ᾿Εκκλησίας ἀλλά ἀμείλικτος ἐχθρός της. Μόνο ἡ ἀποκάλυψη τοῦ ᾿Ιησοῦ μπορεῖ νά ἐξηγήσει τή μεταβολή του.

᾿Ηκούσατε· Φαίνεται ὅτι ὁ Παῦλος εἶχε μιλήσει στούς Γαλάτες γιά τήν προηγούμενη σχέση του μέ τόν ᾿Ιουδαϊσμό. Προφανῶς τούς εἶχε πεῖ ὅτι ἀπό μικρός ζοῦσε σύμφωνα μέ τά ἔθιμα καί τίς παραδόσεις τῶν ᾿Ιουδαίων. ῏Ηταν μάλιστα ἕνας φανατικός φαρισαῖος, πού μέ πάθος ὑποστήριζε τή θρησκεία τῶν πατέρων του. Δέν δυσκολεύεται ὁ Παῦλος νά γράψει ἀκόμη ὅτι ἦταν ἕνας σκληρός διώκτης τοῦ Χριστοῦ καί τῆς ᾿Εκκλησίας του, νά ὁμολογήσει ὅτι καθ᾿ ὑπερβολήν, μέ μεγάλη μανία, ἐδίωκε τήν ἐκκλησίαν τοῦ Θεοῦ, τούς χριστιανούς.

Καί ἐπόρθουν αὐτήν· Μέ τή μανία τῆς καταδίωξης, μέ συλλήψεις καί φυλακίσεις τῶν χριστιανῶν, ὁ Παῦλος προσπαθοῦσε νά πολιορκήσει τήν ᾿Εκκλησία καί γρήγορα, νά τήν καταστρέψει, νά τήν κατεδαφίσει καί νά τήν ἀφανίσει. Τώρα «ὡς σοφός ἀρχιτέκτων» (Α´ Κο 3,10) τήν οἰκοδομεῖ!

῾Ο Σαῦλος εἶχε καταδιώξει τήν ᾿Εκκλησία τοῦ Χριστοῦ μέ ἀγαθή συνείδηση, διότι νόμιζε ὅτι αὐτό θέλει ὁ Θεός. Κινοῦνταν ἀπό φανατισμό, ἀπό ζῆλο «οὐ κατ᾿ ἐπίγνωσιν» (Ρω 10,2). Δέν ἀντιλαμβανόταν ὅτι βρισκόταν ἔξω ἀπό τό δρόμο τοῦ Θεοῦ. Μέ τή μεταστροφή του ὅμως κατάλαβε ὅτι ὁ ᾿Ιησοῦς Χριστός καλεῖ καί ἐντάσσει στόν ἐκλεκτό λαό του, στήν ᾿Εκκλησία, ἰουδαίους καί ἐθνικούς πού ἀνεπιφύλακτα δέχονται τό εὐαγγέλιό του.
 

1,14. καί προέκοπτον ἐν τῷ ᾿Ιουδαϊσμῷ ὑπέρ πολλούς συνηλικιώτας ἐν τῷ γένει μου, περισσοτέρως ζηλωτής ὑπάρχων τῶν πατρικῶν μου παραδόσεων.

 Πολύ εὔστοχα, εὐφιέστατα καί παιδαγωγικά ὁ ἀπόστολος Παῦλος ἐλέγχει τούς χριστιανούς τῆς Γαλατίας πού εἶχαν κλονιστεῖ ἀπό τίς διδασκαλίες τῶν ἰουδαϊζόντων. Εἶναι σάν νά τούς λέει· «᾿Εγώ πρῶτος θά εἶχα τήν παρρησία νά σᾶς διδάξω τόν ᾿Ιουδαϊσμό, ἄν ὁδηγοῦσε στή σωτηρία. Διότι ὄχι μόνο τόν ἐφήρμοζα ἀλλά καί προέκοπτον, ἤμουν προκομμένος ἰουδαῖος».

῾Η τάξη τῶν ζηλωτῶν εἶχε δημιουργηθεῖ στά χρόνια τῶν Μακκαβαίων, γιά νά ὑπερασπισθεῖ τό νόμο. Σ᾿ αὐτήν ἀνῆκε ὁ Παῦλος. Εἶχε σπουδάσει τά κλασικά γράμματα καί στίς περίφημες σχολές τῆς πατρίδος του, τῆς Ταρσοῦ, ἀλλά καί στά ᾿Ιεροσόλυμα, στή σχολή τοῦ περίφημου νομοδιδασκάλου Γαμαλιήλ (βλ. Πρξ 22,3). Σέ ὅλες αὐτές τίς σχολές ἦταν ἀνώτερος, πρῶτος ὑπέρ πολλούς συνηλικιώτας, μεταξύ ὅλων τῶν ἰουδαίων συμμαθητῶν του. Στή σημερινή πραγματικότητα θά λέγαμε ὅτι ἦρθε πρῶτος στίς γενικές ἐξετάσεις.

Περισσοτέρως ζηλωτής ὑπάρχων τῶν πατρικῶν μου παραδόσεων· ᾿Επιδείκνυε τόν μεγαλύτερο ζῆλο στή γνώση, στήν ἐφαρμογή τοῦ νόμου ἀλλά καί στή λαχτάρα νά μείνει σταθερό τό γένος του στόν ᾿Ιουδαϊσμό, γιά νά προκόψει.

Πατρικές παραδόσεις εἶναι τά ἑρμηνευτικά σχόλια στό νόμο καί οἱ παραδόσεις πού εἶχαν ἐπινοήσει οἱ ραββίνοι. Γιά νά ἑρμηνεύσουν δῆθεν τό νόμο, πρόβαλλαν ἀνθρώπινες διδασκαλίες, οἱ ὁποῖες ὅμως δέν ἐξέφραζαν τό πραγματικό νόημα τῆς Π.Δ. Οἱ ραββίνοι εἶχαν διατυπώσει συνολικά 613 τέτοιες διατάξεις. Πολλές ἀπό αὐτές ἀποτελοῦσαν τή χειρότερη παρερμηνεία καί διαστρέβλωση τοῦ νόμου. Οἱ παραδόσεις τῶν πατέρων καί τῶν πρεσβυτέρων ἦταν ἀπέραντοι μύθοι καί γενεαλογίες, πού δημιουργοῦσαν μιά ψεύτικη ἐντύπωση ὅτι ἡ βασιλεία τοῦ Μεσσία εἶναι ἀνθρώπινη καί ἐπίγεια. Μέ πολλή αὐστηρότητα ὁ Κύριος ἀναφέρεται σ᾿ αὐτές καί τίς ἀποδοκιμάζει (βλ. Μθ 15· πρβλ. Μρ 7).

῾Ο ἀριστοῦχος Σαῦλος εἶχε ὅλα τά προσόντα νά γίνει ἡγέτης τοῦ ᾿Ιουδαϊσμοῦ. ᾿Αλλά τά ἀπέρριψε ὅλα, ὅταν γνώρισε τόν Χριστό. Καί μόνο ἡ μεταστροφή του ἔπρεπε νά ὁδηγήσει τούς Γαλάτες στό συμπέρασμα ὅτι κάτι τελείως ἔκτακτο τοῦ συνέβη. «Αὕτη ἡ ἀλλοίωσις τῆς δεξιᾶς τοῦ ῾Υψίστου!» (Ψα 76,11). ῾Ο ἅγιος Χρυσόστομος ἐπισημαίνει· «῎Αν δέν ἦταν Θεός αὐτός πού ἀποκαλύφθηκε στόν Παῦλο, δέν θά δεχόταν ἐκεῖνος τόσο ἀκαριαία μεταβολήϜ ᾿Εκεῖνος πού τόσο ἀκαριαῖα ἄλλαξε, ἐνῶ βρισκόταν στό ἀποκορύφωμα τῆς μανίας, εἶναι ὁλοφάνερο ὅτι ξαναβρῆκε τήν πνευματική του ὑγεία, διότι ἀξιώθηκε θεϊκῆς ὁράσεως καί διδασκαλίας».
 

β) ῾Η κλήση καί ἡ ἀποκάλυψη στόν Παῦλο (στ. 15-16α)
 

1,15. ῞Οτε δέ εὐδόκησεν ὁ Θεός ὁ ἀφορίσας με ἐκ κοιλίας μητρός μου καί καλέσας διά τῆς χάριτος αὐτοῦ.

῾Ο ἀπόστολος ἀποκαλύπτει πώς, ἐνῶ ὁ ἴδιος πελαγοδρομοῦσε στίς πατρικές παραδόσεις τῶν ᾿Ιουδαίων, ὁ Θεός εἶχε γι᾿ αὐτόν ἕνα σχέδιο, τό ὁποῖο μάλιστα εἶχε καταστρώσει ἀπό παλιά, πρίν ἀκόμη ὁ Παῦλος δεῖ τό φῶς αὐτοῦ τοῦ κόσμου.

Εἶναι δύσκολο νά μεταφραστεῖ ἀκριβῶς τό ρῆμα εὐδόκησε, γι᾿ αὐτό εἶναι προτιμότερο νά τό ἀφήνουμε ἀμετάφραστο. Τό νόημά του δείχνει ὅτι ὁ Θεός μέ τήν ἄπειρη φιλανθρωπία του θέλησε, εὐαρεστήθηκε, εἶχε τήν καλή διάθεση, τήν εὐδοκία. Οἱ ἐνέργειες αὐτῆς τῆς εὐδοκίας εἶναι ὁ ἀφορισμός (=τό ξεχώρισμα, ἡ ἐκλογή), ἡ κλήση, ἡ ἀποκάλυψη πού δέχθηκε ὁ διώκτης Σαούλ. Σέ ὅλα αὐτά ἐλεύθερα ἀνταποκρίθηκε ὁ Σαῦλος, ὥστε νά μεταστραφεῖ καί νά γίνει ὁ θαυμαστός ἀπόστολος τοῦ Χριστοῦ. Μέ ἰδιαίτερη εὐγνωμοσύνη καί ἱερό δέος σέ ὅλη του τή ζωή ὁ Παῦλος ἀναφέρεται στήν τιμή πού τοῦ ἔκανε ὁ Θεός νά τοῦ ἀποκαλύψει τήν ἀλήθεια του καί νά τόν ἐξαποστείλει κήρυκά του στό κόσμο.

῾Ο ἀφορίσας με· ῾Ο ἀφορισμός, ὅπως καί τό ἀνάθεμα (βλ. στ. 8), στήν Κ.Δ. ἔχει θετική καί ἀρνητική σημασία. Σημαίνει· α) αὐτό πού ξεχωρίζεται ἀπό τόν κόσμο γιά νά δοθεῖ στόν Θεό καί β) αὐτό πού ξεκόβεται ἀπό τόν Θεό καί παραδίδεται στόν διάβολο. ᾿Εδῶ ἡ μετοχή ἀφορίσας με ἔχει τήν πρώτη, τή θετική σημασία· ὁ Θεός διάλεξε τόν Παῦλο γιά τόν ἑαυτό του ἐκ κοιλίας μητρός. Παρόμοια εἶχε διαλέξει τόν ᾿Ιωάννη τόν Βαπτιστή (βλ. Λκ 1,15), τούς προφῆτες Σαμουήλ (βλ. Α´ Βα 1), ᾿Ησαΐα (βλ. ᾿Ησ 49,1) καί ᾿Ιερεμία (᾿Ιε 1,5), καί πολλούς ἄλλους ἐκλεκτούς δούλους του, τούς ὁποίους ἔταξε σέ μιά ὑψηλή ἀποστολή καί τούς κατέστησε συνεργάτες γιά τήν πραγματοποίηση τοῦ σχεδίου του.

῾Η ἐπιλογή τοῦ Θεοῦ βέβαια δέν γίνεται αὐθαίρετα, ὅπως νομίζουμε ἐμεῖς οἱ ἀσθενεῖς ἄνθρωποι, οὔτε καταστρατηγεῖ τήν ἐλευθερία τοῦ ἀνθρώπου. Γίνεται μέ βάση τήν προαίρεση τοῦ ἀνθρώπου, ἡ ὁποία δέν εἶναι ἄγνωστη στόν παντογνώστη Θεό. Στή συγκεκριμένη περίπτωση ὁ Παῦλος ἀφορίζεται ὡς «σκεῦος ἐκλογῆς» (Πρξ 9,15). Γνώριζε ὁ Θεός ὅτι ἦταν ἱκανός νά διακονήσει καί νά κάνει μεγάλο ἔργο, γι᾿ αὐτό τόν κάλεσε. ῾Ο ἴδιος ὅμως τονίζει τή φιλανθρωπία καί τή χάρη τοῦ Θεοῦ ὡς αἴτια τῆς ἐκλογῆς καί τῆς σωτηρίας του. Εἶχε συναίσθηση ὁ Παῦλος ὅτι δέν ἦταν ἄξιος γιά μιά τόσο μεγάλη καί τιμητική κλήση. Αἰσθανόταν ὅτι ἡ θεία χάρη ἐνεργοῦσε ὅλα τά θαυμαστά στή ζωή του καί γι᾿ αὐτό πάντοτε τόνιζε τόν πρωταρχικό της ρόλο.

᾿Αξίζει νά σημειώσουμε ὅτι, παρ᾿ ὅλο πού ἦταν διαλεγμένος ἀπό τόν Θεό ὁ Παῦλος, παραπλανήθηκε τόσα χρόνια στόν ᾿Ιουδαϊσμό καί μάλιστα ἔγινε διώκτης τοῦ Χριστοῦ. ῞Ολη ἐκείνη ἡ πρό Χριστοῦ ζωή ἦταν μιά ἐμπειρία χρήσιμη καί πολύτιμη γιά τήν ἐν Χριστῷ ζωή τοῦ ἀποστόλου. ῞Οπως ἐπέτρεψε ὁ Κύριος νά τόν ἀρνηθεῖ ὁ κορυφαῖος Πέτρος, ὥστε νά ἔχει τήν ἐμπειρία αὐτῆς τῆς ἀρνήσεως, ἔτσι ἐπέτρεψε νά γίνει διώκτης ὁ Παῦλος, γιά νά εἶναι ὁ τύπος καί ἡ ἀπόδειξη ὅτι ὁ Χριστός σώζει ἀκόμη καί τούς πιό σκληρούς διῶκτες, ἀρκεῖ νά μετανοήσουν. Μέσα στό σχέδιο τοῦ Θεοῦ καί οἱ χειρότερες πτώσεις μας ἀξιοποιοῦνται θετικά. «Τοῖς ἀγαπῶσι τόν Θεόν πάντα συνεργεῖ εἰς ἀγαθόν» (Ρω 8,28), θά γράψει καταθέτοντας τήν ἐμπειρία του ὁ Παῦλος.

῾Ο Θεός δέχεται καί ἀντιμετωπίζει τόν Παῦλο ὡς ὁλοκληρωμένο ἄνθρωπο ἐκ κοιλίας μητρός καί τόν ἐκλέγει γιά ἀπόστολό του. ᾿Εδῶ δίδεται ἔμμεσα ἡ ἀπάντηση σ᾿ ἐκείνους πού ἀμφισβητοῦν ὅτι τό ἔμβρυο εἶναι ζωντανή ὕπαρξη, καί γι᾿ αὐτό ἀποτελεῖ ἔγκλημα κάθε ἐπιβουλή ἐναντίον τῆς ζωῆς του. ῾Η ζωή τοῦ κάθε ἀνθρώπου κυβερνᾶται ἀπό κάποιο ἀνώτερο σχέδιο τοῦ Θεοῦ. Καί τό σχέδιο αὐτό τό ἔχει καταρτίσει καί τό πραγματοποιεῖ ὁ Θεός ὄχι μόνο ἀπό τή σύλληψη τοῦ ἀνθρώπου, ἀλλά πρίν ἀκόμη γίνει ὁ κόσμος.

῾Ο σεβασμός τοῦ Θεοῦ στήν ἀνθρώπινη θέληση καί προσωπικότητα φαίνεται ἀπό τή μετοχή ὁ καλέσας με. Εἶχε τήν εὐδοκία του γιά τόν Παῦλο ὁ Θεός, ἀφήνει ὅμως στόν ἴδιο τήν πρωτοβουλία νά δεχθεῖ ἤ νά ἀπορρίψει τήν κλήση. Στό δρόμο πρός τή Δαμασκό ὁ Παῦλος ἀπαντᾶ στή χάρη τοῦ Θεοῦ μέ τή δική του ταπεινή ὑποταγή καί γίνεται χριστιανός καί ἀπόστολος συγχρόνως.
 
1,16α. ἀποκαλύψαι τόν υἱόν αὐτοῦ ἐν ἐμοί, ἵνα εὐαγγελίζωμαι αὐτόν ἐν τοῖς ἔθνεσιν.

Σκοπός τῆς κλήσεως ἦταν νά ἀποκαλύψει ὁ Θεός στόν Παῦλο τόν υἱόν αὐτοῦ. ῾Η ἀποκάλυψη αὐτή ἦταν καθοριστική καί ρυθμιστική γιά τή μετέπειτα ζωή του. Στό δρόμο τῆς Δαμασκοῦ συνειδητοποίησε ὅτι ὁ Θεός δέν βρισκόταν στίς πατρικές παραδόσεις πού μέ σχολαστικότητα καί φανατισμό ὑπηρετοῦσε, ἀλλά ἦταν ἕνα πρόσωπο γεμάτο ἀγάπη γι᾿ αὐτόν. Συνάντησε ὄχι ἕναν δάσκαλο ἀνώτερο ἀπό τόν Γαμαλιήλ, ἀλλά μία ζωντανή παρουσία πού ἐκπλήρωνε, ξεπερνοῦσε καί φώτιζε τίς παραδόσεις τῶν πατέρων, τίς ὁποῖες ὑπεραγαποῦσε. ῎Ετσι ὁ Χριστός, τόν ὁποῖο αὐτός καταδίωκε, τόν συνέλαβε καί τόν κατέστησε συνεργό καί ἀπόστολό του.

Τό ἐν ἐμοί δείχνει ὅτι ὁ Υἱός τοῦ Θεοῦ εἶχε κατακτήσει ὅλη τήν ὕπαρξη τοῦ Παύλου. Στό δρόμο τῆς Δαμασκοῦ ὁ Παῦλος δέν γνώρισε ἁπλῶς μέ τίς ἀνθρώπινες αἰσθήσεις του ἕνα πρόσωπο, τόν ᾿Ιησοῦ Χριστό, ἀλλά μέ τή χάρη τοῦ ἁγίου Πνεύματος, μέ τό ἄκτιστο φῶς εἶχε μία μέθεξη, ἐμπειρία τοῦ θεανθρώπου Κυρίου. ῎Ενιωσε, ὅπως λέγει ὁ ἅγιος Χρυσόστομος, τή θεία ἀποκάλυψη νά λαμπρύνει τήν ψυχή του καί νά τόν γεμίζει μέ Πνεῦμα ἅγιο.

῞Ινα εὐαγγελίζωμαι αὐτόν ἐν τοῖς ἔθνεσιν· ῞Οπως ὁ Χριστός πῆρε τούς δώδεκα μαθητές καί τούς προετοίμασε νά κηρύξουν τό εὐαγγέλιο πρῶτα στήν ᾿Ιερουσαλήμ, ἔπειτα στήν ᾿Ιουδαία, στήν Παλαιστίνη καί κατόπιν στά ἔθνη, ἔτσι πῆρε κι ἐμένα, λέει ὁ Παῦλος, καί μέ ἀπέστειλε στά ἔθνη. ᾿Εξομολογεῖται τό σχέδιο τοῦ Θεοῦ ὅπως τό εἶδε ζωντανό στή ζωή του. ῾Ο πρῶτος σταθμός ἦταν ὅτι ὁ Θεός τόν ξεχώρισε ἀπό τήν κοιλιά τῆς μάνας του. ῞Υστερα τόν κάλεσε καί τοῦ παρέδωσε τό εὐαγγέλιο χωρίς τή μεσολάβηση ἀνθρώπου, ὥστε τό κήρυγμά του νά εἶναι ἀξιόπιστο, αὐθεντικό.
 

γ) ῾Ο Παῦλος μετά τή μεταστροφή του κηρύττει στήν ᾿Αραβία (1,16β-17)
 

1,16β-17. εὐθέως οὐ προσανεθέμην σαρκί καί αἵματι, οὐδέ ἀνῆλθον εἰς ᾿Ιεροσόλυμα πρός τούς πρό ἐμοῦ ἀποστόλους, ἀλλά ἀπῆλθον εἰς ᾿Αραβίαν, καί πάλιν ὑπέστρεψα εἰς Δαμασκόν.

῾Η ἀποστολή τοῦ Παύλου ἔγινε ἀμέσως μετά τήν κλήση του. ῎Αρχισε τό κήρυγμα εὐθέως μετά τή θεραπεία του ἀπό τόν ᾿Ανανία καί τή βάπτισή του. Οὐ προσανεθέμην, δέν συμβουλεύτηκα, λέγει, σαρκί καί αἵματι, κανέναν ἄνθρωπο (πρβλ. Μθ 16,17), δέν μέ κατήχησε οὔτε μέ δίδαξε κανείς.

Οὐδέ ἀνῆλθον εἰς ᾿Ιεροσόλυμα· Πάντοτε στήν Κ.Δ., ὅταν γίνεται λόγος γιά μετακίνηση πρός τά ᾿Ιεροσόλυμα χρησιμοποιεῖται τό ρῆμα ἀναβαίνω (βλ. Μθ 20,17· Μρ 10,32· ᾿Ιω 5,1), ἐνῶ ὅταν κανείς φεύγει ἀπό τά ᾿Ιεροσόλυμα χρησιμοποιεῖται τό ρῆμα «καταβαίνω» (βλ. Λκ 10.30· Πρξ 24,1), διότι τά ᾿Ιεροσόλυμα ἦταν κτισμένα πάνω σέ ὑψηλό ὀροπέδιο. ῾Η ᾿Ιερουσαλήμ ἦταν ἡ βάση τῶν ἀποστόλων καί, ἄν ἤθελε ὁ Παῦλος νά λάβει ἀπό αὐτούς κατευθύνσεις ἤ ἐπικύρωση τῆς ἀποστολῆς του, θά ἔπρεπε ἀρχικά νά πάει ἐκεῖ. Δέν νιώθει ὅμως αὐτή τήν ἀνάγκη. Τό κύρος του ἦταν ἀδιαμφισβήτητο· τό βεβαίωνε περίτρανα ἡ ἀρχή καί ἡ συνέχεια τῆς ἀποστολῆς του. Γι᾿ αὐτό ἡ πειστικότερη ἀπολογία του ἦταν ἡ ἴδια ἡ ἱστορία του καί αὐτήν ἀναφέρει κάθε φορά πού κάποιος ἀμφισβητεῖ τό ἀποστολικό του κύρος.

Πρό ἐμοῦ ἀποστόλους· ῾Υπῆρχαν κήρυκες τοῦ εὐαγγελίου πού δέν γνώρισαν τόν Κύριο. Συνδέθηκαν μέ τούς ἀποστόλους, διδάχθηκαν ἀπ᾿ αὐτούς καί ἔγιναν ἀπόστολοι δεύτερης καί τρίτης γενιᾶς. Οἱ εὐαγγελιστές Λουκᾶς καί Μᾶρκος εἶναι ἀπό τούς ἀποστόλους τῆς δεύτερης γενιᾶς. ῾Ο ἀπ. Παῦλος ὅμως τονίζει στούς Γαλάτες ὅτι εἶναι καί ὁ ἴδιος γνήσιος ἀπόστολος. Στούς ἄλλους ἀποστόλους δέν ἀναγνωρίζει καμία ἄλλη ὑπεροχή παρά μόνο τή χρονική προτεραιότητα στήν κλήση.

 ᾿Απῆλθον εἰς ᾿Αραβίαν· ῾Υπάρχει συζήτηση μεταξύ τῶν ἑρμηνευτῶν γιά τόν καθορισμό τῆς ᾿Αραβίας, τήν ὁποία ἀναφέρει ὁ ἀπόστολος (Βλ. σχετικό ἄρθρο στό περιοδ. ΑΠΟΛΥΤΡΩΣΙΣ ἀρ. φύλ. 483, Μάρτιος 1986, σελ. 37). Δέν πρόκειται γιά τή γνωστή μας χώρα τῆς ᾿Αραβίας, ἀλλά γιά μία περιοχή κοντά στή Δαμασκό, πού ὀνομαζόταν ᾿Αραβία. ῾Η Δαμασκός ἦταν ἐθνική πόλη, πού ὑπαγόταν στή Συρία καί ὄχι στήν Παλαιστίνη. ῾Επομένως ἀπό τήν ἀρχή τῆς ἀποστολικῆς του δράσεως ὁ Παῦλος ἄρχισε τόν εὐαγγελισμό τῶν ἐθνῶν. ᾿Επειδή στήν πόλη τῆς Δαμασκοῦ ἀντιμετώπιζε κινδύνους ὁ ἀπόστολος, βγῆκε στήν ἐπαρχία τῆς Δαμασκοῦ, τή λεγόμενη ᾿Αραβία, ὅπου καί κήρυξε. ῾Ο Λουκᾶς δέν σημειώνει αὐτή τή λεπτομέρεια στίς Πράξεις, διότι ἐκεῖ ἁπλῶς ἐκθέτει τή μεταστροφή τοῦ Παύλου. ᾿Εδῶ ὁ ἴδιος ὁ ἀπόστολος γιά ἀπολογητικούς λόγους ἐξηγεῖ ὅτι ἀμέσως μετά τήν ἐπιστροφή του στόν Χριστό δέν μεσολάβησε νεκρή περίοδος ἤ περίοδος μαθητείας σέ κάποιον ἀπόστολο, ἀλλά ἄρχισε νά κηρύττει καί μάλιστα, πιθανόν, στά ἔθνη.

 Κατά τόν ἅγιο Χρυσόστομο ὁ σκοπός τῆς ἀναχώρησης τοῦ Παύλου στήν ᾿Αραβία ἦταν ἱεραποστολικός. «Φρόντιζε νά ἐπισκέπτεται καί τούς τόπους πού δέν εἶχαν δεχθεῖ ποτέ καλλιέργεια διαλέγοντας ἕναν τρόπο ζωῆς πού ἔχει μεγάλες ἀγωνίες καί πολλούς κόπους».
 

δ) ῾Ο Παῦλος συναντᾶ τούς ἀποστόλους Πέτρο καί ᾿Ιάκωβο (1,18-19)
 

1,18.῎Επειτα μετά ἔτη τρία ἀνῆλθον εἰς ᾿Ιεροσόλυμα ἱστορῆσαι Πέτρον, καί ἐπέμεινα πρός αὐτόν ἡμέρας δεκαπέντε.
Τρία χρόνια μετά ἀπό τήν ἀναχώρησή του ἀπό τά ᾿Ιεροσόλυμα ὁ διώκτης τῶν χριστιανῶν Παῦλος ἐπιστρέφει ὡς ἀπόστολος πλέον.

 Τό ρῆμα ἱστορῆσαι ὅπως καί τό οὐσιαστικό ἱστορία προέρχονται ἀπό τή ρίζα του ρήματος «οἶδα», πού σημαίνει γνωρίζω. Σκοπός τῆς ἐπισκέψεως τοῦ ἀπ. Παύλου στά ᾿Ιεροσόλυμα ἦταν νά γνωρίσει τόν ἀπ. Πέτρο, πού τόν καιρό ἐκεῖνο βρισκόταν στά ᾿Ιεροσόλυμα. ῾Ο ἅγιος Χρυσόστομος ὑπογραμμίζει τήν ἐκτίμηση τοῦ Παύλου γιά τόν Πέτρο. Δέν ἔγραψε, λέει, «ἰδεῖν» ἀλλά ἱστορῆσαι, πού δείχνει τό ἐνδιαφέρον του καί ὅτι θεωρεῖ ὡς πολύ σημαντικό πράγμα καί μόνο νά γνωρίσει τόν σπουδαῖο αὐτόν ἄνδρα.

᾿Αξίζει ἐπίσης νά σημειώσουμε ὅτι ὁ Παῦλος, πού προηγουμένως ἐκφράστηκε γιά τήν ἀποστολικότητά του μέ τρόπο πού θά μποροῦσε νά παρεξηγηθεῖ καί νά θεωρηθεῖ ἀλαζονικός, στή συγκεκριμένη περίπτωση φέρεται πολύ ταπεινά. Στή Γαλατία κινδύνευε ἡ καθαρότητα τοῦ εὐαγγελίου καί ἡ εἰρήνη τῆς ᾿Εκκλησίας· ἔπρεπε νά τονίσει τό ἀποστολικό του ἀξίωμα. Στή συμπεριφορά του ὅμως μέ τούς ἀποστόλους, ὅπου δέν συντρέχουν λόγοι ἀπολογητικοί, πρόθυμα ταπεινώνεται καί ἔρχεται νά τιμήσει ἕναν ἀπ᾿ αὐτούς. Παρ᾿ ὅλο πού, ὅπως ἤδη εἶπε, δέν εἶναι κατώτερος ἀλλά ἰσότιμος μέ τόν Πέτρο, τόν τιμᾶ. Φιλόφρονα τόν ἀναγνωρίζει ὡς ἀνώτερο κι ἔρχεται νά τόν ἐπισκεφθεῖ, διότι εἶναι πρεσβύτερος στήν ἡλικία καί ἀρχαιότερος στήν ἐν Χριστῷ ζωή. Κατέχει τά πρεσβεῖα, ὄχι τό πρωτεῖο. ᾿Εκπληρώνει ἔτσι πρῶτα ὁ ἴδιος ὁ Παῦλος τά παραγγέλματα πού συστήνει στούς χριστιανούς· «τῇ τιμῇ ἀλλήλους προηγούμενοι» (Ρω 12,10) καί «τῇ ταπεινοφροσύνῃ ἀλλήλους ἡγούμενοι ὑπερέχοντας ἑαυτῶν» (Φι 2,3).

᾿Επέμεινε, δηλαδή ἔμενε συνεχῶς μαζί μέ τόν Πέτρο. Φιλοξενήθηκε, λοιπόν, γιά ἡμέρας δεκαπέντε στό σπίτι πού ἔμενε ὁ Πέτρος καί αὐτό δείχνει τή φιλία καί τήν ἀγάπη πού ἐξαρχῆς συνέδεσε τούς δύο κορυφαίους ἀποστόλους. Τό διάστημα τῶν δεκαπέντε ἡμερῶν θά ἦταν ἀνεπαρκές, ἄν ἔπρεπε ὁ Παῦλος νά μαθητεύσει κοντά στόν Πέτρο. ῏Ηταν ὅμως ἀρκετό, γιά νά καταθέσει τά δείγματα τῆς ἀποστολικότητάς του καί νά διαπιστώσουν μαζί μέ τόν Πέτρο ὅτι συμπίπτουν ἀπόλυτα στό εὐαγγέλιο πού κηρύττουν. ῞Ολα τά γεγονότα πού συνέβησαν σ᾿ αὐτές τίς δεκαπέντε μέρες στά ᾿Ιεροσόλυμα, τή γνωριμία μέ τόν Πέτρο, τό κήρυγμα στήν ᾿Ιερουσαλήμ, τίς ἀντιρρήσεις πολλῶν πιστῶν, θά μπορούσαμε νά τά ἐντάξουμε ἱστορικά συσχετίζοντάς τα μέ ὅσα γράφει ὁ Λουκᾶς στό 9ο κεφ. τῶν Πράξεων (στ. 28-29).
 
1,19. ἕτερον δέ τῶν ἀποστόλων οὐκ εἶδον εἰ μή ᾿Ιάκωβον τόν ἀδελφόν τοῦ Κυρίου.

῾Ο ᾿Ιάκωβος εἶναι γιός τοῦ ᾿Ιωσήφ τοῦ μνήστορος καί ἐπειδή ὁ ᾿Ιωσήφ «ἐνομίζετο (=θεωροῦνταν)» πατέρας τοῦ ᾿Ιησοῦ, ὀνομάζεται ἀδελφός τοῦ Κυρίου, ὅπως καί ὁ ᾿Ιούδας ὁ ἀδελφόθεος. Εἶναι ὁ πρῶτος ἐπίσκοπος τῶν ᾿Ιεροσολύμων καί ὡς ἐπίσκοπος ἔπρεπε νά μένει μόνιμα στήν πόλη.

῞Ετερον δέ τῶν ἀποστόλων οὐκ εἶδον· Οἱ ἄλλοι ἀπόστολοι δέν διέμεναν στά ᾿Ιεροσόλυμα καί γι᾿ αὐτό δέν τούς συνάντησε. ῾Η ἐπίσκεψη στόν Πέτρο σήμαινε ἐπίσκεψη στόν ἡγέτη τῶν δώδεκα καί ἡ ἐπίσκεψη στόν ᾿Ιάκωβο σήμαινε ἐπίσκεψη στήν κεφαλή τῆς μητέρας τῶν ἐκκλησιῶν. ᾿Επιπλέον ἡ ἀναφορά στή συνάντηση τοῦ ἀπ. Παύλου μέ τόν ᾿Ιάκωβο ἔχει καί μία ἐντελῶς ἰδιαίτερη σημασία γιά τήν περίσταση. ῾Ο ᾿Ιάκωβος ἦταν, θά λέγαμε, σκληροπυρηνικός ᾿Ιουδαῖος -ἴσως καί φαρισαῖος-, ὥστε νά τόν ἀνέχονται ὡς ἐπίσκοπό τους οἱ ἐξ ἰουδαίων χριστιανοί τῆς ᾿Ιερουσαλήμ. Τό γεγονός ὅτι αὐτός δέχθηκε τόν ἀπ. Παῦλο ἐπιβεβαιώνει τή συμφωνία μαζί του. Οἱ ἰουδαΐζοντες, πού κατηγοροῦν καί ἀπορρίπτουν τόν ἀπ. Παῦλο, ἀποδεικνύονται ψεῦτες καί συκοφάντες, ἀφοῦ ὄχι μόνο ὁ κορυφαῖος Πέτρος ἀλλά καί ὁ ἐπίσκοπος τῶν ἐξ ἰουδαίων χριστιανῶν ἀποδέχεται τόν Παῦλο καί συμφωνεῖ μαζί του.

 Τό συμπέρασμα εἶναι ὅτι ὁ Παῦλος δέν διδάχτηκε τό εὐαγγέλιο οὔτε ἀπό τόν Πέτρο οὔτε ἀπό τούς ἀποστόλους στά ᾿Ιεροσόλυμα, διότι εἶδε μόνο τούς δύο καί αὐτούς γιά λίγες μέρες. Οἱ ἰσχυρισμοί τῶν ψευδαδέλφων ἦταν συκοφαντικοί. Τό ἔργο τοῦ ἀπ. Παύλου ἦταν θεϊκό καί γνήσιο, γι᾿ αὐτό ἄντεξε στή δοκιμασία καί βγῆκε λαμπρότερο, ὅπως τό χρυσάφι, ἀπό τή φωτιά τῆς διαβολῆς καί τοῦ ψεύδους. ῾Ο ἀπόστολος τῶν ἐθνῶν καί τό κήρυγμά του ἐπέζησαν. Καί ἐμεῖς οἱ σύγχρονοι χριστιανοί εἴμαστε καρποί τοῦ ἔργου του.


Στεργίου Ν. Σάκκου,

Ἀποστολικές περικοπές (βοήθημα γιά κυκλάρχες)

Πέμπτη, 14 Δεκέμβριος 2023 02:00

Κυριακή Προπατόρων Κλ 3,4-11

῾Η νέα ἐν Χριστῷ ζωή

 xr ῾Η πρός Κολασσαεῖς ᾿Επιστολή διακρίνεται σέ δύο μέρη, τό δογματικό (κεφ. 1-2) καί τό πρακτικό (κεφ. 3-4).
  Στό α´ μέρος ὁ ἀπ. Παῦλος τονίζει τή θεότητα τοῦ ᾿Ιησοῦ Χριστοῦ καί τήν ἀσύγκριτη ὑπεροχή του ἔναντι ὅλου τοῦ ὁρατοῦ καί τοῦ ἀοράτου κόσμου. ῾Ο Χριστός εἶναι ὁ δημιουργός καί κυβερνήτης τοῦ σύμπαντος. ῎Οχι μόνο ἔπλασε τόν κόσμο ἀλλά καί τόν ἀνέπλασε. Μέ τό σταυρό καί τήν ἀνάστασή Του χαρίζει τή λύτρωση στούς πιστούς.
  Στό β´ μέρος τῆς ᾿Επιστολῆς ὁ ἀπόστολος ἐκθέτει τίς πρακτικές συνέπειες πού ἔχει στή ζωή τῶν χριστιανῶν τό ἀπολυτρωτικό ἔργο τοῦ Χριστοῦ. Θεμελιώνει τήν ἠθική διδασκαλία πάνω στή θεολογική ἀλήθεια καί τήν παρουσιάζει ὡς συνέπεια ἐκείνης.
῾Η περικοπή μας ἀποτελεῖ εἰσαγωγή στό πρακτικό μέρος τῆς ᾿Επιστολῆς καί ἀποκαλύπτει τρεῖς μεγάλες ἀλήθειες, μία πνευματική (στ. 1-4), μία ἠθική (στ. 5-10) καί μία κοινωνική (στ. 11). Οἱ ἀλήθειες αὐτές χορταίνουν καί ξεδιψοῦν τήν ψυχή τοῦ ἀνθρώπου, διότι ἀγκαλιάζουν ὅλα τά προβλήματά του καί ἱκανοποιοῦν τίς οὐσιαστικές ἀναζητήσεις του.
  1) Πνευματική ἀλήθεια· ῾Ο ἄνθρωπος δέν εἶναι τυχαῖο πλάσμα ἀλλά φορέας αἰώνιας ἀξίας. Στό θεανδρικό πρόσωπο τοῦ ᾿Ιησοῦ Χριστοῦ καί στό ἀναστημένο σῶμα του ἔχει κρυφτεῖ ἡ ζωή τοῦ πιστοῦ. Γι᾿ αὐτό ὁ χριστιανός πολιτεύεται στή γῆ ὡς πάροικος καί περαστικός. Τό ἐνδιαφέρον του εἶναι στραμμένο στόν οὐρανό, ὅπου ὁ ἀναστημένος Χριστός. ῞Οταν θά φανερωθεῖ καί πάλι στόν κόσμο ὁ Χριστός, θά φανερωθοῦν καί θά δοξαστοῦν μαζί του καί οἱ πιστοί.
  2) ᾿Ηθική ἀλήθεια· ῾Η ἠθική ζωή τοῦ χριστιανοῦ θεμελιώνεται στή σχέση του μέ τόν Χριστό. Γιά νά εἶναι οὐρανοπολίτης, πρέπει νά νεκρώσει τόν «παλαιόν ἄνθρωπον» μέ ὅλα τά πάθη καί τίς κακίες του καί νά ντυθεῖ τόν «νέον», πού εἶναι εἰκόνα τοῦ Θεοῦ.
  3) Κοινωνική ἀλήθεια· Οἱ κοινωνικές διακρίσεις παύουν νά ὑφίστανται. Στό σῶμα τοῦ Χριστοῦ, τήν ᾿Εκκλησία, ὅλοι εἴμαστε ἑνωμένοι· ἀδελφοί τοῦ Χριστοῦ καί ἀδελφωμένοι μεταξύ μας.
  ῾Η ἀποστολική περικοπή περιλαμβάνει τούς στίχους 4-11 τοῦ 3ου κεφ. ᾿Εμεῖς θά ἀρχίσουμε τήν ἑρμηνεία ἀπό τόν πρῶτο στίχο, γιά νά ἔχουμε ὁλοκληρωμένη τήν ἑνότητα.
 
α) Στραμμένοι πρός τόν ἀναστημένο Κύριο (3,1-3)
 
3,1-2. Εἰ οὖν συνηγέρθητε τῷ Χριστῷ, τά ἄνω ζητεῖτε, οὗ ὁ Χριστός ἐστιν ἐν δεξιᾷ τοῦ Θεοῦ καθήμενος, τά ἄνω φρονεῖτε, μή τά ἐπί τῆς γῆς.
  ῾Η φράση εἰ οὖν δέν ἐκφράζει ὑπόθεση ἤ ἀμφιβολία ἀλλά προϋπόθεση καί βάση γιά τό συμπέρασμα πού ἀκολουθεῖ. Σημαίνει «ἐφόσον».
  ῾Ο ᾿Ιησοῦς Χριστός μέ τήν ἐνανθρώπησή του ἔκανε δική του τήν ἀνθρώπινη φύση, τήν ἁγίασε καί τή θέωσε. Μέ τό θάνατο καί τήν ἀνάστασή του λύτρωσε, ἀνακαίνισε καί δόξασε τό ἀνθρώπινο γένος. ῎Ετσι κάθε ἄνθρωπος πού πιστεύει στόν Χριστό, μέ τή μετάνοια καί τό βάπτισμά του στό ὄνομα τῆς ἁγίας Τριάδος, συνεγείρεται καί συνανασταίνεται μέ τόν Χριστό. Στή νέα ἐν Χριστῷ ζωή ὁ χριστιανός, ἄν καί πορεύεται ἐδῶ στή γῆ, διατηρεῖ ἐπαφή καί ἐπικοινωνία μέ τόν ἀναστημένο Χριστό, ὁ ὁποῖος βρίσκεται στόν οὐρανό.
  ᾿Εφόσον ὁ πιστός πορεύεται ἀκόμα μέσα στόν ἁμαρτωλό κόσμο, καί δέν ἔχει ἀπαλλαγεῖ ἀπό τά πάθη, εἶναι ἀνάγκη συνεχῶς νά ἀγωνίζεται, γιά νά κρατᾶ τόν ἑαυτό του σταθερά καί ἀπαρέγκλιτα προσκολλημένο στόν Κύριο καί τήν οὐράνια πατρίδα του. Γιά τό λόγο αὐτό ὁ ἀπόστολος προτρέπει· τά ἄνω ζητεῖτε, τά ἄνω φρονεῖτε! Μέ τά δύο ρήματα ζητεῖτε καί φρονεῖτε ἀναφέρεται στά βασικά στοιχεῖα πού χαρακτηρίζουν τόν ἄνθρωπο, τίς ἀναζητήσεις καί τό φρόνημά του. Οἱ ἀναζητήσεις ἔχουν σχέση μέ τά πρακτικά θέματα τῆς καθημερινῆς ζωῆς, δηλαδή μέ τή βιοθεωρία του. Τό φρόνημα συνδέεται μέ τά θεωρητικά, μέ τίς ἀπόψεις του γιά τή ζωή, τά «πιστεύω» του, δηλαδή μέ τήν κοσμοθεωρία του. Τό ἀποστολικό παράγγελμα προσανατολίζει τόσο τή βιοθεωρία ὅσο καί τήν κοσμοθεωρία τοῦ χριστιανοῦ πρός τά ἄνω, οὗ ὁ Χριστός ἐστιν. Τά ἐπουράνια νά ἑλκύουν τό ἐνδιαφέρον τοῦ πιστοῦ, διότι ἐκεῖ, στόν οὐρανό, βρίσκεται ὁ Χριστός. «Πλάσθηκες γιά νά βλέπεις τόν Θεό», παρατηρεῖ ὁ ἅγιος Γρηγόριος Νύσσης, «ὄχι γιά νά σέρνεται πάνω στή γῆ ἡ ζωή σου, ὄχι γιά νά ἔχεις τήν κτηνώδη ἀπόλαυση, ἀλλά γιά νά ἀνταποκρίνεσαι στήν οὐράνια πολιτεία». Γιά τόν πιστό ὁ οὐρανός εἶναι μία συγκεκριμένη πραγματικότητα, εἶναι ἡ πατρίδα του, ὁ θησαυρός του, τό μέλλον του, διότι συνδέεται μέ τό πρόσωπο τοῦ ἀναστημένου Χριστοῦ. ῾Ο ἴδιος ὁ Κύριος τόνισε· «ὅπου γάρ ἐστιν ὁ θησαυρός ὑμῶν, ἐκεῖ ἔσται καί ἡ καρδία ὑμῶν» (Μθ 6,21). ῾Ο φυσικός ἄνθρωπος ἑλκύεται ἀπό τόν Θεό, διότι πλάσθηκε «κατ᾿ εἰκόνα καί καθ᾿ ὁμοίωσιν» (Γέ 1,26) δική του. Μέ τήν ὑποταγή του ὅμως στήν ἁμαρτία ξέπεσε ἀπό τή δόξα του καί ἔχασε τό κάλλος του. ῾Ο ᾿Ιησοῦς Χριστός τόν ἐπαναφέρει καί πάλι στήν κοινωνία τοῦ Θεοῦ.
  ῾Η φράση ἐν δεξιᾷ τοῦ Θεοῦ δηλώνει ὅτι ὁ Χριστός εἶναι ὁμοούσιος μέ τόν Πατέρα, ἐνῶ τό καθήμενος ὅτι κάθεται στό θρόνο του καί ἀπολαμβάνει τήν αἰώνια βασιλεία του. ῾Ο ἀπόστολος, γιά νά τραβήξει τό ἐνδιαφέρον τῶν πιστῶν, νά τούς ἀπαλλάξει ἀπό γήινες φιλοδοξίες καί νά τούς στρέψει πρός τήν οὐράνια πραγματικότητα, προβάλλει τόν ἔνδοξο θρόνο τοῦ Χριστοῦ.
  Μέ τή φράση μή τά ἐπί τῆς γῆς (πρβλ. ᾿Ιω 8,23· ᾿Ια 3,15-17) ὁ ἀπόστολος ἐπισημαίνει ἕναν κίνδυνο πού διατρέχουν οἱ πιστοί· ῎Αν καί ἀρχικά ἀπαλλάχθηκαν ἀπό τά ἐπί τῆς γῆς, ἀπό τό καθεστώς τοῦ κόσμου, καί ἐντάχθηκαν στήν ᾿Εκκλησία, μπορεῖ νά παρασυρθοῦν, νά ξεφύγουν ἀπό τήν ὀρθή πίστη καί νά ξαναγυρίσουν πάλι στά τοῦ κόσμου, κρατώντας μόνο ἕνα θρησκευτικό ἐπίχρισμα. Τότε θά ἀνήκουν στούς αἱρετικούς τούς «τά ἐπίγεια φρονοῦντες», ὅπως ἐπισημαίνει ὁ ἀπόστολος στούς Φιλιππησίους (3,19· πρβλ. Ρω 8,5).
 
3,3. ᾿Απεθάνετε γάρ, καί ἡ ζωή ὑμῶν κέκρυπται σύν τῷ Χριστῷ ἐν τῷ Θεῷ.
  ῾Ο ἀπόστολος ἐξηγεῖ γιά ποιό λόγο οἱ πιστοί δέν πρέπει νά φρονοῦν «τά ἐπί τῆς γῆς». Μέ τό βάπτισμά σας, λέει, ἀπεθάνετε μαζί μέ τόν ᾿Ιησοῦ. «Καί ὅπως στήν ᾿Ερυθρά θάλασσα», ἑρμηνεύει ὁ ἅγιος Χρυσόστομος, «βυθίστηκαν οἱ Αἰγύπτιοι καί ἀνυψώθηκαν οἱ ᾿Ισραηλίτες, ἔτσι καί στήν κολυμβήθρα ὁ ἕνας (παλαιός ἄνθρωπος) ἐτάφηκε καί ὁ ἄλλος (ὁ νέος) ἀναστήθηκε. Καί ὅπως ἡ δύναμη τῆς φωτιᾶς συγκολλᾶ τά μεταλλεύματα καί κάνει τό χρυσάφι, ἔτσι καί ἐδῶ ἡ δύναμη τῆς φωτιᾶς ἐξαφάνισε τόν χωμάτινο ἀνδριάντα (τόν χοϊκό ἄνθρωπο), καί στή θέση του ἔδωσε τόν νέο, πού εἶναι ἀνώτερος ἀπό τόν χρυσό, εἶναι οὐράνιος!».
  Μέ τό βάπτισμα καί τή μετάνοια ὁ πιστός πεθαίνει γιά τόν ἑαυτό του καί ζῆ πλέον γιά τόν Χριστό.
  ῾Η ζωή ὑμῶν κέκρυπται σύν τῷ Χριστῷ ἐν τῷ Θεῷ· ῞Οπως ὁ σπόρος, ὅταν σπέρνεται, φαίνεται ὅτι πεθαίνει, στήν πραγματικότητα ὅμως εἶναι κρυμμένος μέσα στή γῆ μαζί μέ τή ζωτικότητά του, ἔτσι καί οἱ πιστοί, πού μέ τό Βάπτισμά τους πέθαναν σύν τῷ Χριστῷ εἶναι κρυμμένοι μέσα στόν Θεό. ῾Ο ἅγιος Χρυσόστομος ἐξηγεῖ· «Στόν οὐρανό δέν βρίσκεται μόνο ὁ Χριστός, ἀλλά μαζί του, μέσα στήν ἀνθρώπινη φύση του, βρίσκεται καί ὁ καλύτερος ἑαυτός τῶν πιστῶν, τόν ὁποῖο δέν μποροῦν νά διακρίνουν οἱ ἄνθρωποι, ὅπως κανείς δέν μπορεῖ νά διακρίνει τό μαργαριτάρι πού βρίσκεται μέσα στό κοχύλι». Οἱ πιστοί ζοῦν μέσα στόν κόσμο, ἀλλά ἡ ἐσωτερική ζωή τους εἶναι κρυμμένη. ῾Η πνευματική ζωή βιώνεται μόνο σύν τῷ Χριστῷ, δηλαδή μόνο ἀπό ἐκείνους πού βρίσκονται μέσα στό σῶμα τοῦ Χριστοῦ, στήν ᾿Εκκλησία.
  Στά χρόνια τοῦ β´ παγκοσμίου πολέμου οἱ πλούσιοι, πού εἶχαν τεράστιες περιουσίες, κρατοῦσαν ἕνα μικρό μέρος γιά τίς ἀνάγκες τους, καί φρόντιζαν νά ἀσφαλίσουν τά πλούτη τους σέ τράπεζες τοῦ ἐξωτερικοῦ. ῎Ετσι καί οἱ χριστιανοί τόν πολύτιμο θησαυρό τῆς πνευματικῆς περιουσίας τους τόν ἔχουν ἀσφαλισμένο στήν τράπεζα τοῦ οὐρανοῦ, μέσα στόν Θεό, μαζί μέ τό ἀναστημένο σῶμα τοῦ ᾿Ιησοῦ Χριστοῦ.
 
β) Μαζί μέ τόν Χριστό ἔνδοξοι καί οἱ πιστοί (3,4)
 
  3,4. ὅταν ὁ Χριστός φανερωθῇ, ἡ ζωή ἡμῶν, τότε καί ὑμεῖς σύν αὐτῷ φανερωθήσεσθε ἐν δόξῃ.
   Οἱ ἄπιστοι δέν γνωρίζουν καί δέν βλέπουν τόν ἀναστημένο Κύριο. Οἱ πιστοί τόν γνωρίζουν, ἀλλά τόν βλέπουν μόνο μέ τά μάτια τῆς πίστεως (βλ. Β´ Κο 5,7· πρβλ. Α´ Πέ 1,8). Θά τόν δοῦν ὅλοι φανερά, ὅταν ὁ Χριστός φανερωθῇ, τήν ἡμέρα τῆς δευτέρας Παρουσίας.
  ῾Ο ἀπόστολος, ἐνῶ μιλᾶ στούς χριστιανούς τῶν Κολοσσῶν, λέει ὅτι ὁ Χριστός εἶναι ἡ ζωή ἡμῶν, συμπεριλαμβάνοντας καί τόν ἑαυτό του. ῾Ο Χριστός, «ὁ ἀρχηγός τῆς ζωῆς» (Πρξ 3,15), εἶναι ἡ ζωή ὅλου τοῦ κόσμου ἀλλά ἰδιαίτερα τῶν πιστῶν. Μέσα στή δική του παρουσία βρίσκει ὁ πιστός τή χαρά καί τό νόημα τῆς ζωῆς. ῾Ο εὐαγγελιστής ᾿Ιωάννης γράφει· «῾Ο ἔχων τόν υἱόν ἔχει τήν ζωήν· ὁ μή ἔχων τόν υἱόν τοῦ Θεοῦ τήν ζωήν οὐκ ἔχει» (Α´ ᾿Ιω 5,12· πρβλ. ᾿Ιω 11,25). ῾Ο Χριστός εἶναι ὁ χορηγός τῆς ζωῆς· μέσα στήν ᾿Εκκλησία μᾶς προσφέρει τή ζωή μέ τό λόγο του καί μέ τά μυστήριά του.
Τότε καί ὑμεῖς σύν αὐτῷ φανερωθήσεσθε ἐν δόξῃ· Τότε, κατά τή δευτέρα Παρουσία τοῦ Χριστοῦ, θά ἐμφανισθοῦν μαζί του καί οἱ πιστοί (πρβλ. Β´ Θε 1,10) καί θά ἀποκαλυφθεῖ σέ ὅλους καί ἡ δική τους δόξα. Εὔστοχα παρατηρεῖ ὁ ἅγιος Χρυσόστομος ὅτι πάντοτε ὁ ἀπόστολος προσπαθεῖ νά δείξει στούς πιστούς ὅτι εἶναι σέ ὅλα μέτοχοι μέ τόν Χριστό. ῎Ετσι στήν περικοπή μας βλέπουμε νά γίνεται λόγος γιά θάνατο, ἀνάσταση, φανέρωση, δόξα καί τοῦ Χριστοῦ καί τῶν χριστιανῶν.
  Γιά τή ζωή τῶν πιστῶν μετά τή δευτέρα Παρουσία ὁ ἀπ. Παῦλος γράφει στούς Θεσσαλονικεῖς· «πάντοτε σύν Κυρίῳ ἐσόμεθα» (Α´ Θε 4,17). ῾Ο εὐαγγελιστής ᾿Ιωάννης ἀποκαλύπτει· «οἴδαμεν δέ ὅτι ἐάν φανερωθῇ, ὅμοιοι αὐτῷ ἐσόμεθα, ὅτι ὀψόμεθα αὐτόν καθώς ἐστι» (Α´ ᾿Ιω 3,2), θά εἴμαστε ὅμοιοι μέ τόν ἀναστημένο Κύριο καί θά μποροῦμε πλέον νά τόν βλέπουμε ὅπως εἶναι. ῾Η ἐλπίδα, ὅτι οἱ πιστοί θά γίνουν ὅμοιοι μέ τόν Κύριο, τούς ἐμπνέει τή δύναμη καί τό ζῆλο, ὥστε νά διατηροῦν ἁγνό τόν ἑαυτό τους (βλ. Α´ ᾿Ιω 3,3). Στούς ἑπόμενους στίχους ὁ ἀπ. Παῦλος θεμελιώνει σ᾿ αὐτή τήν ἐλπίδα τίς προτροπές πού ἀπευθύνει στούς Κολασσαεῖς.
 
γ) Νεκροί γιά τήν ἁμαρτία (3,5-7)
 
  ᾿Αναφέρεται μία πεντάδα παθῶν πού πρέπει νά νεκρώσει ὁ πιστός. ῾Η πεντάδα αὐτή ἔχει σχέση μέ τά σαρκικά πάθη, στά ὁποῖα ἐντάσσεται καί ἡ πλεονεξία.
  3,5. Νεκρώσατε οὖν τά μέλη ὑμῶν τά ἐπί τῆς γῆς, πορνείαν, ἀκαθαρσίαν, πάθος, ἐπιθυμίαν κακήν, καί τήν πλεονεξίαν, ἥτις ἐστίν εἰδωλολατρία.
  Τό παράγγελμα διατυπώνεται ὡς συμπέρασμα τῶν προηγουμένων, ὅπως δηλώνει καί ὁ σύνδεσμος οὖν. ᾿Εφόσον ἔχετε πεθάνει μαζί μέ τόν Χριστό καί θά φανερωθεῖτε μαζί του κατά τή Δευτέρα Παρουσία του, νεκρώσατε, λοιπόν, τά μέλη ὑμῶν τά ἐπί τῆς γῆς.
  Οἱ χριστιανοί μέ τό Βάπτισμά τους ἔγιναν συμμέτοχοι στό θάνατο τοῦ Χριστοῦ, πέθαναν γιά τήν ἁμαρτία καί τόν κόσμο· «Οἱ δέ τοῦ Χριστοῦ τήν σάρκα ἐσταύρωσαν σύν τοῖς παθήμασι καί ταῖς ἐπιθυμίαις» (Γα 5,24). ῎Εμεινε ὅμως μέσα τους ἡ ροπή γιά τήν ἁμαρτία, ἡ ὁποία ἐνεργεῖ καί μετά τό Βάπτισμα. ῾Ο ἀπ. Παῦλος καλεῖ τούς πιστούς μέ τόν συνεχῆ πνευματικό ἀγώνα καί μέ τή χάρη τοῦ Θεοῦ ὄχι μόνο νά ἀπορρίψουν ἤ νά ἀπομακρύνουν, ἀλλά νά ἐξαφανίσουν ἐντελῶς, νά νεκρώσουν αὐτή τή ροπή γιά τήν ἁμαρτία, ὥστε νά μήν ὑπάρχει πλέον. Στήν προτροπή νεκρώσατε βλέπει ὁ ἅγιος Χρυσόστομος τήν ὁλοκληρωτική ἐξαφάνιση τῆς ἁμαρτίας, διότι «τό νεκρό εἶναι μισητό, ἀποτρόπαιο, ἀποσυντεθειμένο. ῎Αν νεκρώσεις τή ροπή γιά τήν ἁμαρτία, δέν μένει νεκρή, ἀλλά φθείρεται ἀμέσως, ὅπως ἀκριβῶς τό σῶμα».
  Διευκρινίζει ἐπίσης ὁ ἅγιος ἑρμηνευτής ὅτι ὁ χαρακτηρισμός τῶν μελῶν ὡς τά ἐπί τῆς γῆς δηλώνει τήν ἁμαρτία. Δέν κατηγορεῖ τά μέλη τοῦ σώματος ὡς αἰτία τῆς ἁμαρτίας. «῎Αν τό μάτι βλέπει τά σώματα, τά κάλλη καί τά χρήματα, τό αὐτί εὐχαριστεῖται μέ τό ἡδυπαθές μέλος, τήν κιθάρα καί τόν αὐλό καί τήν αἰσχρολογία, καί γενικά τά μέλη ἐπιθυμοῦν ὅλες τίς γήινες ἀπολαύσεις, εἶναι μέλη ἐπί τῆς γῆς... ῎Αν τό αὐτί ἀκούει τά λεγόμενα στούς οὐρανούς, τό μάτι δέν στηλώνεται στά ἐδῶ, τό στόμα δέν λέει τίποτα ἀπό τά ἐδῶ, τό χέρι δέν πράττει τίποτε ἀπό τά πονηρά... τότε τά μέλη ἀνήκουν στόν οὐρανό».
  ᾿Εξηγώντας ποιά εἶναι τά μέλη τά ἐπί τῆς γῆς, ὁ ἀπόστολος ἀναφέρει δειγματοληπτικά μερικά μόνο ἀπό αὐτά, γιά νά ἀσφαλίσει τούς πιστούς ἀπό ἁμαρτωλές προκλήσεις ἀλλά, ἴσως, καί γιά νά ἀνακαλέσει στήν τάξη κάποιους χριστιανούς πού ἔπεσαν στίς συγκεκριμένες ἀσχημίες. ᾿Αρχίζει τήν ἀναφορά ἀπό τά σαρκικά πάθη, διότι αὐτά ὀργίαζαν στούς εἰδωλολάτρες τῆς περιοχῆς τῶν Κολοσσῶν. ᾿Αρκεῖ νά θυμηθοῦμε ὅτι τά φρυγικά μυστήρια συνδέονταν μέ ἀκατονόμαστες ἀσέλγειες (πρβλ. ᾿Απ 2,14). Πρῶτα ἀναφέρει τήν πορνείαν. ᾿Ακαθαρσίαν χαρακτηρίζει τήν ἠθική ρυπαρότητα, τήν ἀσέλγεια, τά βρόμικα σαρκικά πάθη, τά ὁποῖα ἀποφεύγει νά ἀναφέρει ὀνομαστικά, διότι «τά γάρ κρυφῆ γινόμενα ὑπ᾿ αὐτῶν αἰσχρόν ἐστι καί λέγειν» (᾿Εφ 5,12).
  Μέ τή λέξη πάθος χαρακτηρίζει αἰσχρά σαρκικά ἁμαρτήματα, τά ὁποῖα καθορίζει ἀλλοῦ ὡς «πάθη ἀτιμίας» (Ρω 1,26) ἤ «πάθος ἐπιθυμίας» (Α´ Θε 4,5). «Πάθος, καθότι ἀληθῶς πάσχει καί τυραννεῖται ὁ ὑπ᾿ αὐτῶν πυρούμενος», σχολιάζει ὁ Νικηφόρος Θεοτόκης.
  ᾿Επιθυμίαν κακήν· ῾Υπάρχει βέβαια καί καλή ἐπιθυμία. ῾Ο προφήτης Δανιήλ χαρακτηρίζεται «ἀνήρ ἐπιθυμιῶν» (Δα 9,23), διότι ἐπιθυμοῦσε ἅγια καί ἱερά πράγματα. Στήν περίπτωσή μας ὅμως πρόκειται γιά τήν κακή ἐπιθυμία καί μάλιστα γι᾿ αὐτή πού μολύνει τήν καρδιά καί ὑποκινεῖ τά σαρκικά πάθη. ᾿Από τό λογισμό καί τήν ἐπιθυμία ξεκινοῦν ὅλα τά κακά.
  Τήν πλεονεξίαν, ἥτις ἐστίν εἰδωλολατρία· Πλεονεξία εἶναι ἡ ἄπληστη ἀναζήτηση τῶν ὑλικῶν ἀγαθῶν καί ἡ προσκόλληση σ᾿ αὐτά. Εὔστοχα χαρακτηρίζεται εἰδωλολατρία (πρβλ. ᾿Εφ 5,5), διότι οἱ πλεονέκτες παύουν νά εἶναι δοῦλοι τοῦ Θεοῦ καί γίνονται δοῦλοι τῶν χρημάτων. Καταπατοῦν τήν ἐντολή τοῦ Θεοῦ· «μή θησαυρίζετε ὑμῖν θησαυρούς ἐπί τῆς γῆς... ὅπου γάρ ἐστιν ὁ θησαυρός ὑμῶν, ἐκεῖ ἔσται καί ἡ καρδία ὑμῶν» (Μθ 6,19-21). ᾿Εξάλλου, ὅπως παρατηρεῖ ὁ Θεοδώρητος, ὁ Κύριος ὀνόμασε τόν μαμωνᾶ (=τόν πλοῦτο) «κύριο», γιά νά μᾶς διδάξει ὅτι ἐκεῖνος πού δουλεύει στό πάθος τῆς πλεονεξίας τιμᾶ τόν πλοῦτο ὡς θεό.
  ῾Ο Νικηφόρος Θεοτόκης ἑρμηνεύει· «Εἶπε ὅτι ἡ πλεονεξία ἐστίν εἰδωλολατρία, διότι καθώς οἱ εἰδωλολάτρες, σχηματίζοντας εἴδωλα χρυσά καί ἀργυρά καί λίθινα καί ἀπό κάθε ἄλλη ὕλη κατασκευασμένα, πάνω σ᾿ αὐτά εἶχαν στηρίξει ὅλη τήν ἐλπίδα τῆς εὐτυχίας τους, ἔτσι καί οἱ πλεονέκτες, συγκεντρώνοντας κάθε εἴδους ἀποκτήματα, ἀπό αὐτά ἐλπίζουν κάθε ὑπεράσπιση καί ἀπόλαυση καί ἀνάπαυση».
  ῾Ο ἄνθρωπος, γιά νά ζήσει τήν ἠθική πού κηρύττει τό εὐαγγέλιο, πρέπει νά καλλιεργηθεῖ ἐσωτερικά, νά ξερριζώσει τά πάθη του καί νά ἀσκήσει τήν ἀγάπη. ῾Η ἠθική ἀποβλέπει στό νά κάνει τούς ἀνθρώπους τίμιους καί μέ τήν ἔννοια τῆς ἐντιμότητος στίς συναλλαγές καί στίς σχέσεις τους μέ τούς συνανθρώπους τους ἀλλά καί μέ τήν ἔννοια τῆς ἁγνότητος. Στό πρῶτο ἀντιτάσσεται ἡ πλεονεξία, στό δεύτερο ἡ σαρκολατρία. Καί τά δύο αὐτά ἁμαρτήματα εἶναι ἐξίσου σοβαρά καί μάλιστα, ὅπως λέει ὁ ἱερός Χρυσόστομος, ἡ πλεονεξία εἶναι χειρότερη καί ἀπό τή σαρκολατρία, διότι ὁ σαρκολάτρης νικιέται ἀπό τή σάρκα, πού εἶναι πράγματι ἕνας σκληρός καί ἰσχυρός ἀντίπαλος, ἐνῶ ὁ πλεονέκτης νικιέται ἀπό τά ὑλικά ἀγαθά καί κυρίως ἀπό τό χρῆμα, πού εἶναι εὐτελές καί ἀνίσχυρο.
  ῾Ο πιστός ἀγωνίζεται μέ χαρά καί ἐνθουσιασμό νά μένει τίμιος· τίμιος στήν ἁγνότητά του καί τίμιος στίς συναλλαγές του. ῾Η ἠθική ζωή του ἀπορρέει ἀπό τήν πίστη του στόν Χριστό καί στήν αἰώνια ἀξία πού ἔχει τό ἀναστημένο του σῶμα. Γιά τό λόγο αὐτό δέν ἀντιμετωπίζει τόν κίνδυνο νά κουραστεῖ ἤ νά ἀποκάμει, νά ἀπογοητευθεῖ ἤ νά δειλιάσει.
 
3,6. δι᾿ ἅ ἔρχεται ἡ ὀργή τοῦ Θεοῦ ἐπί τούς υἱούς τῆς ἀπειθείας.
  Δι᾿ ἅ, γιά ὅλα αὐτά, τά πάθη πού ἀνέφερε προηγουμένως ἔρχεται ἡ ὀργή τοῦ Θεοῦ (πρβλ. ᾿Εφ 5,6· Α´ Θε 2,16). ῾Ο Θεός βέβαια δέν ὀργίζεται. ῾Ο ἄνθρωπος ὅμως ἀπομακρύνεται μέ τήν ἁμαρτία του ἀπό τόν Θεό καί ἡ ἔλλειψη τοῦ Θεοῦ συνιστᾶ τήν ὀργή του. ῞Οπως τά σύννεφα κρύβουν τόν ἥλιο, ἔτσι τά πάθη κρύβουν ἀπό τά μάτια μας τόν Θεό καί τότε νιώθουμε τήν ὀργή του. Κάθε ἀπομάκρυνση ἀπό τό δρόμο τοῦ Θεοῦ πληρώνεται μέ ἀκριβό τίμημα. Τό βαρύ κόστος τῆς παραβάσεως τοῦ θείου θελήματος τό περιγράφει ἀναλυτικά ὁ ἀπόστολος στήν πρός Ρωμαίους ᾿Επιστολή (1,18-32). ῾Ο Θεός ἀφήνει τόν ἄνθρωπο νά χρησιμοποιήσει τήν ἐλευθερία πού τοῦ ἔδωσε ἀκόμα καί γιά τήν καταστροφή του.
  Στήν ἁγία Γραφή ὀργή τοῦ Θεοῦ ὀνομάζεται καί ἡ κόλαση (Μθ 3,7· Ρω 2,5· Α´ Θε 1,10 κ.ἀ.), ἡ ὁποία δέν ἐκδηλώνεται μόνο μετά τό θάνατο ἀλλά καί στήν παροῦσα ζωή. Χαρακτηριστικά παραδείγματα εἶναι ὁ κατακλυσμός πού καταπόντισε τόν κόσμο τήν ἐποχή τοῦ Νῶε (Γέ 7), ἡ φωτιά πού κατέκαυσε τούς διεφθαρμένους κατοίκους τῶν Σοδόμων καί τῆς Γομόρρας (Γέ 19), ἡ τιμωρία τοῦ πλεονέκτη βασιλιᾶ ᾿Αχαάβ (Γ´ Βα 22, 34-38).
᾿Επί τούς υἱούς τῆς ἀπειθείας· Οἱ ἄνθρωποι πού ἐπισύρουν πάνω τους τήν ὀργή τοῦ Θεοῦ εἶναι αὐτοί πού δέν ἁμαρτάνουν ἀπό ἄγνοια ἤ συναρπαγή τοῦ πονηροῦ ἀλλά ἀπό ἀπείθεια. Δέν ἔχουν τή διάθεση νά ὑπακούσουν στόν Θεό, δέν θέλουν νά συμμορφωθοῦν μέ τίς ἐντολές του. Καί ὅπως ἐκεῖνοι πού πετροβολοῦν τά ἄστρα ἤ φτύνουν τόν ἥλιο δέχονται στό κεφάλι τους αὐτά πού ἐκτοξεύουν, ἔτσι καί οἱ ἀπειθεῖς ὑφίστανται τή συνέπεια τῆς ἀπείθειάς τους.
 
3,7. ἐν οἷς καί ὑμεῖς περιεπατήσατέ ποτε, ὅτε ἐζῆτε ἐν αὐτοῖς.
  ῾Υπενθυμίζοντας ὁ ἀπ. Παῦλος στούς παραλῆπτες τῆς ᾿Επιστολῆς τήν προηγούμενη ἁμαρτωλή ζωή τους δέν τούς προσβάλλει. ᾿Αντίθετα, ὅπως ἐξηγεῖ ὁ ἅγιος Χρυσόστομος, τούς ἐγκωμιάζει καί τούς ἐπαινεῖ, διότι ἐνῶ ποτέ, κάποτε, στό παρελθόν, ζοῦσαν ἔτσι, τώρα ἔχουν ἀλλάξει ζωή καί δέν ἔχουν καμία σχέση μέ ὅλες αὐτές τίς ἀσχημίες. ῾Η ὑπενθύμιση αὐτή εἶναι ὠφέλιμη, διότι γίνεται ἀφορμή νά ἀνανεώνουν τή μετάνοιά τους καί νά ζοῦν συντριβή γιά τά χρόνια πού σπατάλησαν στήν ἁμαρτία. «᾿Αρκετός ὁ παρεληλυθώς χρόνος» (Α´ Πέ 4,3), τόν ὁποῖο ξόδευσαν σέ ματαιότητες καί κακίες· τώρα χαίρονται τό φῶς τοῦ Χριστοῦ.
 
δ) ᾿Αποβολή τοῦ παλαιοῦ ἀνθρώπου· ἔνδυση τοῦ νέου (3,8-10)
 
  Στή συνέχεια ὁ ἀπόστολος ἀπαριθμεῖ μία ἄλλη πεντάδα ψυχικῶν παθῶν, τήν ὁποία ἐπιβάλλεται νά καταπολεμήσει καί νά ἀποβάλει ὁ πιστός, ὥστε νά μή ξαναζήσει μέσα του ὁ παλαιός ἄνθρωπος.
 
3,8. νυνί δέ ἀπόθεσθε καί ὑμεῖς τά πάντα, ὀργήν, θυμόν, κακίαν, βλασφημίαν, αἰσχρολογίαν ἐκ τοῦ στόματος ὑμῶν.
  ῾Ο ἀπόστολος ἀντιπαραθέτει στήν προηγούμενη κατάσταση τῶν χριστιανῶν, «ποτέ», τήν τωρινή ζωή τους, νυνί, γιά τήν ὁποία παραγγέλλει ἀπόθεσθε καί ὑμεῖς τά πάντα. Γιά τά πάθη πού ἀνέφερε στό στίχο 6, ἔδωσε τήν ἐντολή «νεκρώσατε». Γι᾿ αὐτά πού θά ἀπαριθμήσει στή συνέχεια προστάζει ἀπόθεστε, ξεφορτωθεῖτε, ἀποβάλετε, διῶξτε. Πρόκειται γιά κακίες καί ψυχικά πάθη πού εἶναι ριζωμένα βαθιά στόν ἄνθρωπο καί δύσκολα ἐξαλείφονται τελείως. Οἱ Κολασσαεῖς καί ὅλοι οἱ χριστιανοί, ὀφείλουν νά ἐπαγρυπνοῦν καί νά προσέχουν τόν ἑαυτό τους. Κάθε φορά πού κινοῦνται στόν ἐσωτερικό τους κόσμο τά πάντα, καθετί ἀρνητικό, ἀντίθετο ἀπό τό θέλημα τοῦ Θεοῦ ὅπως ὀργή, θυμός, κακία, νά τά ἀπομακρύνουν ἀπό τήν ψυχή τους. ᾿Ακόμη, νά μή λερώσουν καί τή γλώσσα τους μέ βλασφημία καί αἰσχρολογίαν.
  Τή διαφορά ἀνάμεσα στήν ὀργήν καί στό θυμόν, ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος τήν προσδιορίζει ὡς ἑξῆς· «Θυμός μέν ἀθρόος ζέσις φρενός, ὀργή δέ θυμός ἐμμένων», δηλαδή, ὁ θυμός εἶναι μία πρόσκαιρη ἔξαψη τῆς ψυχῆς, ἐνῶ ἡ ὀργή εἶναι ὁ ἐπίμονος θυμός πού ἐκδηλώνεται ὡς ὁρμή γιά ἐκδίκηση. ῾Ο θυμός δείχνει ὅτι ἐξαντλήθηκε ἡ μακροθυμία, ἡ ὀργή δηλώνει ὅτι δέν ὑπάρχει πραότητα.
Κακία ὀνομάζει τή μνησικακία, τήν κακεντρέχεια. Αὐτό τό πάθος περιέχει καί μονιμοποιεῖ τά δύο προηγούμενα. ᾿Εκεῖνος πού φιλοξενεῖ στήν καρδιά του τήν ὀργή καί τό θυμό ἔχει κακία.
  Βλασφημία (ἀπό τό ρῆμα βλασφημῶ=βλάπτω τή φήμη κάποιου) λέγεται ἡ κακολογία, ἡ συκοφαντία (πρβλ. Μρ 7,22· ᾿Εφ 4,31· Α´ Τι 6,4 κ.ἀ.). Αἰσχρολογία εἶναι τά βρόμικα καί ἄσεμνα λόγια. Κατά τήν εὔστοχη παρατήρηση τοῦ ἁγίου Χρυσοστόμου, ὁ ἀπόστολος προσθέτει ἐμφατικά στό τέλος τοῦ στίχου τή φράση ἐκ τοῦ στόματος ὑμῶν, γιά νά δηλώσει ὅτι τά δύο τελευταῖα πάθη δέν μολύνουν μόνο τά αὐτιά ἐκείνων πού τά ἀκοῦν ἀλλά κυρίως τό στόμα ἐκείνου πού τά λέει. ῾Ο ἅγιος Θεοφύλακτος ὑπογραμμίζει τή σοβαρότητα τῶν ἁμαρτημάτων αὐτῶν, διότι μολύνουν τό στόμα τό ὁποῖο ἁγιάζεται μέ τή θεία κοινωνία (πρβλ. ᾿Ια 3,10-11).
 
3,9. μή ψεύδεσθε εἰς ἀλλήλους, ἀπεκδυσάμενοι τόν παλαιόν ἄνθρωπον σύν ταῖς πράξεσιν αὐτοῦ.
  Τό παράγγελμα μή ψεύδεσθε εἰς ἀλλήλους συνιστᾶ στούς πιστούς νά μή χρησιμοποιοῦν τό ψέμα, πού ἀφαιρεῖ τήν ἐμπιστοσύνη καί προσβάλλει τή μεταξύ τους ἀγάπη. Τό ψέμα εἶναι καρπός τῆς ἁμαρτίας· οἱ πρωτόπλαστοι ἄρχισαν νά τό χρησιμοποιοῦν ἀπό τή στιγμή πού ἁμάρτησαν. Γιά νά μήν μπαίνουν, λοιπόν, οἱ χριστιανοί στόν πειρασμό νά ποῦν ψέματα γιά νά καλύψουν τά ἁμαρτήματά τους, ὀφείλουν νά ἀγωνισθοῦν ἀπεκδυσάμενοι τόν παλαιόν ἄνθρωπον σύν ταῖς πράξεσιν αὐτοῦ. Νά ξεντυθοῦν τόν παλαιόν ἄνθρωπον, μαζί μέ τίς πράξεις, δηλαδή μέ τά πάθη καί τίς κακίες, τίς ὁποῖες μόλις ὀνόμασε ὁ ἀπόστολος. Παλαιόν ἄνθρωπον ὀνομάζει ἡ Κ.Δ. τήν παλαιωμένη καί ἐξασθενημένη ἀπό τήν ἁμαρτία ζωή τοῦ ἀνθρώπου πού δέν ἀναγεννήθηκε. Αὐτός ὁ ἄνθρωπος ὀνομάζεται καί «ψυχικός» (Α´ Κο 2,14) ἤ «σαρκικός» (Α´ Κο 3,1-4). ῾Ο παλαιός ἄνθρωπος ἔχει πεθάνει μέ τό βάπτισμα καί οἱ πιστοί τόν ξεντύθηκαν καί τόν ἀπέβαλαν ἀπό τόν ἑαυτό τους. Γιά νά διατηρήσουν ὅμως αὐτή τήν καθαρότητα πρέπει διαρκῶς νά ἀγωνίζονται, ὥστε νά μήν ἐπιτρέπουν τήν κυριαρχία τοῦ παλαιοῦ ἀνθρώπου μέσα τους, ἀλλά νά μετανοοῦν γιά τίς πτώσεις τους.
 
3,10. καί ἐνδυσάμενοι τόν νέον τόν ἀνακαινούμενον εἰς ἐπίγνωσιν κατ᾿ εἰκόνα τοῦ κτίσαντος αὐτόν.
  Οἱ πιστοί μέ τό βάπτισμα πέταξαν ἀπό πάνω τους κάθε κακία καί ντύθηκαν τόν νέον ἄνθρωπο, ἄρχισαν μιά νέα ζωή. Σ᾿ αὐτή τή νέα ζωή πρέπει συνεχῶς νά ἀνανεώνονται (πρβλ. Β´ Κο 4,16), ὥστε νά ἔχουν πνευματική αὔξηση. ῾Η αὔξηση γίνεται μέ τήν ἐπίγνωσιν, τή βιωματική προσέγγιση τοῦ Χριστοῦ καί τή μίμησή του.
  Κατ᾿ εἰκόνα τοῦ κτίσαντος αὐτόν· ῾Η ἔκφραση μᾶς θυμίζει τή δημιουργία τοῦ ἀνθρώπου· «Καί εἶπεν ὁ Θεός· ποιήσωμεν ἄνθρωπον κατ᾿ εἰκόνα ἡμετέραν καί καθ᾿ ὁμοίωσιν» (Γέ 1,26). «Εἰκών τοῦ Θεοῦ τοῦ ἀοράτου» (Κλ 1,15) εἶναι ὁ ᾿Ιησοῦς Χριστός, ὁ ὁποῖος εἶναι τό πρότυπο τοῦ χριστιανοῦ. ῾Ο Μ. ᾿Αθανάσιος γράφει σχετικά· «῾Ο τοῦ Θεοῦ Λόγος δι᾿ ἑαυτοῦ παρεγένετο, ἵν᾿ ὡς εἰκών τοῦ Πατρός, τόν κατ᾿ εἰκόνα ἄνθρωπον ἀνακτίσαι δυνηθῇ», δηλαδή ὁ Λόγος τοῦ Θεοῦ, ὁ ὁποῖος εἶναι εἰκόνα τοῦ Πατρός, ἐπισκέφθηκε τή γῆ, γιά νά ἀνακαινίσει τόν ἄνθρωπο πού εἶναι πλασμένος κατ᾿ εἰκόνα Θεοῦ.
 
ε) Κατάργηση τῶν διακρίσεων (3,11)
 
3,11. ὅπου οὐκ ἔνι ῞Ελλην καί ᾿Ιουδαῖος, περιτομή καί ἀκροβυστία, βάρβαρος, Σκύθης, δοῦλος, ἐλεύθερος, ἀλλά τά πάντα καί ἐν πᾶσι Χριστός.
  Γιά τήν κατάργηση τῶν διακρίσεων μέσα στό χῶρο τῆς ᾿Εκκλησίας κάνει λόγο ὁ ἀπόστολος Παῦλος καί στήν πρός Γαλάτας ᾿Επιστολή προσθέτοντας καί τήν κατάργηση τῆς διακρίσεως τῶν δύο φύλων· «οὐκ ἔνι ἄρσεν καί θῆλυ» (3,27-28· πρβλ. Α´ Κο 12,13).
  Τά δύο ζεύγη τῶν ἀντιθέσεων ῞Ελλην καί ᾿Ιουδαῖος, περιτομή καί ἀκροβυστία, δηλώνουν τή θρησκευτική διαφορά πού χώριζε τόν εἰδωλολατρικό κόσμο ἀπό τόν ἰουδαϊκό. Τό πρῶτο ζεῦγος ἀναφέρει τά ὀνόματα τῶν δύο κόσμων. Τό δεύτερο δείχνει τά σημάδια πού διέκριναν τούς δύο αὐτούς κόσμους, σάν νά ἦταν οἱ σημαῖες τους. Δέν ἐννοεῖ βέβαια ὁ ἀπόστολος ὅτι ἐξέλιπε πλέον τό σημεῖο τῆς περιτομῆς, ἀλλά ὅτι καταργεῖται ὅλος ὁ τελετουργικός κώδικας πού ρύθμιζε καί τήν πιό μικρή λεπτομέρεια τῆς ζωῆς τῶν ᾿Ιουδαίων. Καταργεῖται ἐπίσης καί ὁ εἰδωλολατρικός τρόπος ζωῆς πού ἄφηνε τόν ἄνθρωπο στήν ἀσυδοσία. Τήν ἴδια ἀλήθεια διακηρύττει ὁ ἀπόστολος ὅταν γράφει· «οὔτε περιτομή τι ἰσχύει οὔτε ἀκροβυστία, ἀλλά καινή κτίσις» (Γα 6,15 πρβλ. Γα 5,6).
 Στή χριστιανική κοινωνία καταργοῦνται καί οἱ πολιτισμικές διαφορές. Οἱ δύο λέξεις βάρβαρος, Σκύθης δέν δηλώνουν μία ἀντίθεση, ὅπως συμβαίνει μέ τίς προηγούμενες καί μέ τήν ἑπόμενη δυάδα λέξεων, ἀλλά τοποθετοῦνται κλιμακωτά. Βάρβαροι ὀνομάζονταν οἱ ἀπαίδευτοι, οἱ ἀμόρφωτοι λαοί, σέ ἀντίθεση μέ τούς μορφωμένους ῞Ελληνες. Οἱ Σκύθες, ἀσιατικός λαός, ἦταν οἱ πιό ἄγριοι ἀπό ὅλους τούς βαρβάρους, πού, ὅπως μαρτυροῦν ἀρχαῖοι συγγραφεῖς, λίγο διέφεραν ἀπό τά θηρία.
  Μέσα στήν ᾿Εκκλησία δέν ὑπάρχουν πλέον καί οἱ ταξικές διαφορές δοῦλος, ἐλεύθερος πού χώριζαν τούς ἀνθρώπους, διότι παντοῦ κυριαρχεῖ ὁ Χριστός.
«Πάντα ὑμῖν ὁ Χριστός ἔσται, καί ἀξίωμα καί γένος», τονίζει ὁ ἅγιος Χρυσόστομος. ῾Ο Χριστός εἶναι γιά τούς χριστιανούς τό πᾶν· τό Α καί τό Ω, ἡ ἀρχή καί τό τέλος, ὁ μόνος Κύριος καί Σωτήρας τους, ἡ μόνη ἐλπίδα καί εὐτυχία τους.
  ῾Η ἀδυναμία τῶν μελῶν τῆς κοινωνίας νά ζήσουν τήν ἀγάπη καί τήν ἀλήθεια, πού εἶναι παράγοντες εὐτυχίας καί κοινωνικῆς ἁρμονίας, γίνεται αἰτία νά ὑψωθοῦν τείχη ἐχθρικά μεταξύ τῶν διαφόρων ὁμάδων καί παρατάξεων, τίς ὁποῖες δημιουργεῖ ἡ ποικιλία τῆς ἀνθρώπινης ζωῆς. ῎Ετσι παρουσιάζεται ἕνα ἀπό τά πιό σοβαρά προβλήματα τῆς ἐποχῆς μας, καί κάθε ἐποχῆς, τό κοινωνικό πρόβλημα. Μέσα σ᾿ αὐτό περιλαμβάνεται ἡ δικαιοσύνη, ἡ δουλεία, ἡ σχέση τοῦ ἐργάτη-ἐργοδότη, ἡ θέση τῆς γυναίκας, τό πολίτευμα κτλ.
  Σέ ὅλα αὐτά τά θέματα οἱ ἄνθρωποι προσπάθησαν νά δώσουν διάφορες λύσεις, πολλές ἀπό τίς ὁποῖες φαίνονται ἐντυπωσιακές. ῎Ετσι ὑπάρχουν π.χ. πολιτικά συστήματα πού ὑπόσχονται ἰσότητα, τήν ὁποία ὅμως ἐπιβάλλουν μέ ἐξωτερικούς τρόπους καί ἔτσι καταλήγουν στή βία. ῾Η ἰσότητα τήν ὁποία ἐπιδιώκουν τά ἀνθρώπινα συστήματα θυμίζει τήν τακτική τοῦ ἀρχαίου Προκρούστη. Προσπαθεῖ νά φέρει ὅλους τούς ἀνθρώπους στό ἴδιο ὕψος, καί τούς μέν ψηλούς τούς κόβει τά πόδια, τούς δέ κοντούς τούς τεντώνει γιά νά ἀνυψωθοῦν.
  Τό εὐαγγέλιο πρίν μιλήσει γιά ἰσότητα, ἀποκαλύπτει τή μεγάλη ἀλήθεια, ὅτι εἴμαστε ὅλοι ἀδέλφια, παιδιά τοῦ ἴδιου Θεοῦ πατέρα. ᾿Από αὐτή τή θεολογική ἀλήθεια προβάλλει ἡ ἠθική τοῦ χριστιανοῦ, ἡ τίμια καί ἁγνή συναναστροφή του στήν κοινωνία. Καί καλλιεργεῖται ἡ κοινωνική ἀλήθεια. ῞Οταν ζήσουμε αὐτές τίς ἀλήθειες, τότε πράγματι δέν θά ὑπάρχουν φτωχοί καί δυστυχισμένοι ἄνθρωποι, διότι ὁ καθένας θά ἔχει τή θέση του μέσα στήν κοινωνία. Θά εἴμαστε ὅλοι μέλη τῆς μεγάλης οἰκογένειας, τῆς κοινωνίας. Μέσα στήν οἰκογένεια ὁ καθένας προσφέρει αὐτό πού μπορεῖ καί παίρνει αὐτό πού τοῦ χρειάζεται, ἀνάλογα μέ τίς ἀνάγκες του. ᾿Αναφέρω τό ἑξῆς παράδειγμα· Σέ μία οἰκογένεια, πού ἀποτελεῖται ἀπό 8 ἄτομα, δουλεύουν τά 4, ἐνῶ τά 2 σπουδάζουν στό ἐξωτερικό καί τά ἄλλα 2 εἶναι ἀνήμπορα. Τό εἰσόδημα ἀπό τή δουλειά δέν μοιράζεται ἴσα σ᾿ ὅλα τά μέλη. ᾿Εκεῖνοι πού ἐργάζονται καί προσφέρουν στήν οἰκογένεια, ξοδεύουν λιγότερα ἀπό ἐκείνους πού δέν προσφέρουν. ᾿Εδῶ δέν ἔχουμε ἰσότητα, ἔχουμε ὅμως ἀδελφότητα, πού λύνει κάθε πρόβλημα. Τό σύνθημα αὐτό δέν εἶναι ἁπλῶς μία θεωρία. ᾿Εφαρμόσθηκε στή ζωή τῆς πρώτης ᾿Εκκλησίας (πρβλ. Πρξ 4,32-35). Στή ζωή τῆς ᾿Εκκλησίας ὅπου σύμφωνα μέ τό εὐαγγέλιο ἔχουν ὅλοι τά ἴδια δικαιώματα καί ἀπόλυτη ἐλευθερία βρίσκουμε τήν ἀληθινή δημοκρατία.
  Σήμερα ἡ φεμινιστική κίνηση ἔχει σκοπό καί σύνθημα νά ἐξισώσει τή γυναίκα μέ τόν ἄνδρα. ᾿Αλλά καί σ᾿ αὐτό τό σύνθημα πρωτοπόρος εἶναι ὁ χριστιανισμός πού διακήρυξε ὅτι «οὐκ ἔνι ἄρσεν ἤ θῆλυ» καί ἐφήρμοσε τήν ἰσότητα τῶν δύο φύλων.
  Βέβαια τό εὐαγγέλιο δέν καταπιάνεται μέ κοινωνικά θέματα. ῎Αν ὅμως τό μελετήσουμε προσεκτικά καί τό ἑρμηνεύσουμε σωστά, θά βροῦμε σ᾿ αὐτό τά θεμέλια, τίς κατευθύνσεις γιά τή σωστή λύση τῶν κοινωνικῶν θεμάτων, διότι τό εὐαγγέλιο τοποθετεῖ τόν ἄνθρωπο στή σωστή του θέση. Γιά νά δημιουργηθεῖ μία καινούργια κοινωνία μέ ἰσότητα, ἀγάπη, ἀδελφοσύνη εἶναι ἀνάγκη πρῶτα νά ἀναγεννηθοῦν οἱ ἄνθρωποι, νά γίνουν νέοι ἄνθρωποι, κατά τό πρότυπο τοῦ ᾿Ιησοῦ Χριστοῦ. ῾Ο Χριστός, λοιπόν, δέν μᾶς ἐπιφυλάσσει μόνο αἰώνια δόξα στόν οὐρανό. Μᾶς δοξάζει καί ἐδῶ στή γῆ, μέσα στόν κόσμο. Μᾶς καθιστᾶ τήν εὐλογημένη μαγιά γιά τήν ἀνάπλαση τοῦ κόσμου.

Στεργίου Ν. Σάκκου, Ἀποστολικές περικοπές (βοήθημα γιά κυκλάρχες)

Πέμπτη, 12 Οκτώβριος 2023 03:00

Πατέρων Ζ΄ Οἰκουμ. Συνόδου Ττ 3,8-15

Ἀλήθεια καί πλάνη

 Ihsous Xristos 1 «Πιστὸς ὁ λόγος· καὶ περὶ τούτων βούλομαί σε διαβεβαιοῦσθαι, ἵνα φροντίζωσι καλῶν ἔργων προΐστασθαι οἱ πεπιστευκότες τῷ Θεῷ. ταῦτά ἐστι τὰ καλὰ καὶ ὠφέλιμα τοῖς ἀνθρώποις· μωρὰς δὲ ζητήσεις καὶ γενεαλογίας καὶ ἔρεις καὶ μάχας νομικὰς περιΐστασο· εἰσὶ γὰρ ἀνωφελεῖς καὶ μάταιοι. αἱρετικὸν ἄνθρωπον μετὰ μίαν καὶ δευτέραν νουθεσίαν παραιτοῦ, εἰδὼς ὅτι ἐξέστραπται ὁ τοιοῦτος καὶ ἁμαρτάνει ὢν αὐτοκατάκριτος. ῞Οταν πέμψω ᾿Αρτεμᾶν πρός σε ἢ Τυχικόν, σπούδασον ἐλθεῖν πρός με εἰς Νικόπολιν· ἐκεῖ γὰρ κέκρικα παραχειμάσαι. Ζηνᾶν τὸν νομικὸν καὶ ᾿Απολλὼ σπουδαίως πρόπεμψον, ἵνα μηδὲν αὐτοῖς λείπῃ. μανθανέτωσαν δὲ καὶ οἱ ἡμέτεροι καλῶν ἔργων προΐστασθαι εἰς τὰς ἀναγκαίας χρείας, ἵνα μὴ ὦσιν ἄκαρποι. ᾿Ασπάζονταί σε οἱ μετ' ἐμοῦ πάντες. ἄσπασαι τοὺς φιλοῦντας ἡμᾶς ἐν πίστει. ῾Η χάρις μετὰ πάντων ὑμῶν· ἀμήν».
 

Πιστός ὁ λόγος

  Ἕνα ἀπό τά κύρια γνωρίσματα τῶν καιρῶν μας εἶναι ἡ σύγχυση καί ἡ ἀβεβαιότητα γύρω ἀπό μεγάλα καί σπουδαῖα θέματα, πού ἀπασχολοῦν τόν ἄνθρωπο, καί προπάντων γύρω ἀπό τό θεμελιακό θέμα, ποιά εἶναι ἡ ἀλήθεια γιά τόν ἑαυτό μου, τήν ὕπαρξή μου καί τόν προορισμό μου. Μέσα στούς αἰῶνες πού πέρασαν, ἡ ἀνθρώπινη γνώμη πάνω σ’ ὅλα αὐτά πῆρε τίς πιό ποικίλες θέσεις, γιά νά φτάσουμε σήμερα μπροστά στήν ἀπελπιστική ὁμολογία: «Δέν μπορῶ νά ξέρω τίποτε. Δέν εἶμαι σίγουρος γιά τίποτε»! Ποτέ ἀπάντηση ἄλλη δέν ὑπῆρξε τόσο βασανιστική γιά τήν ψυχή μας, τόσο θλιβερή καί τόσο καταθλιπτική. Πουθενά φῶς, πουθενά ἀνάπαυση, πουθενά εἰρήνη!

   Κι ὅμως. Ὑπάρχει σήμερα ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ, πού λάμπει γλυκά καί δυνατά, ὅπως ἔλαμπε πάντοτε ἀπό τήν ἀρχή τῆς ἱστορίας τοῦ ἀνθρώπου. Φάρος στά σκοτάδια τῆς ἀμφιβολίας, πυξίδα στά πελάγη τῆς ἀγνοίας, ἀλήθεια γνήσια καί ἐγγυημένη ἀπό τήν πηγή τῆς ἀλήθειας, τόν Κύριο τοῦ κόσμου καί τόν Πατέρα μας Θεό. Αὐτό τό σημαντικό καί αἰσιόδοξο μήνυμα μᾶς ὑπενθυμίζει τό ἀποστολικό ἀνάγνωσμα τῆς Κυριακῆς τῶν Πατέρων (Ττ 3,8-15). «Πιστός ὁ λόγος», ἀνακράζει ὁ ἀπόστολος Παῦλος πολλές φορές στίς ἐπιστολές του καί τώρα στό γράμμα του πρός τόν Τίτο. Ὅ,τι ἀποκαλύπτει ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ ἀξίζει τήν ἐμπιστοσύνη μας, ἀξίζει πέρα γιά πέρα νά τό παραδεχτοῦμε καί νά τό ἐνστερνιστοῦμε. Καί ὁ σοφότερος τῶν ἀνθρώπων μπορεῖ νά κάνει λάθος καί νά ἀστοχήσει στήν ἀλήθεια, διότι ἡ ἀνθρώπινη γνώση καί διάνοια εἶναι περιορισμένη. Καί ὁ εἰλικρινέστερος τῶν ἀνθρώπων μπορεῖ νά πεῖ ψέματα ἀπό ἄγνοια καί νά ἀπατήσει ἀπό ἀδυναμία. Μόνον ὁ Θεός εἶναι ἀξιόπιστος καί μόνον ὁ Ἰησοῦς Χριστός εἶναι «ὁ μάρτυς ὁ πιστός καί ἀληθινός» (Ἀπ 3,14) μέ τήν ἀπόλυτη ἔννοια, τόν ὁποῖο ζητᾶ ἡ καρδιά μας γιά νά ἀναπαυθεῖ. Αὐτός δέν ὑπάρχει περίπτωση νά λαθέψει, δέν ὑπάρχει περίπτωση νά ψευσθεῖ, διότι εἶναι ἡ ἴδια ἡ Ἀλήθεια καί εἶναι σέ θέση νά μᾶς τήν γνωρίσει. Γι’ αὐτό μπῆκε στήν ἱστορία μας καί μᾶς μίλησε μέ ἀγγέλους, γι’ αὐτό ἔστειλε τούς προφῆτες καί τούς ἁγίους του, γι’ αὐτό, τέλος, ἔγινε ἄνθρωπος καί μᾶς συναναστράφηκε. Τά λόγια του καί τά ἔργα του καταγράφηκαν καί φυλάσσονται ἀπό τήν Ἐκκλησία του μέσα στήν ἁγία Γραφή, πού εἶναι ἡ ζωντανή φωνή του. Εἶναι ὁ «πιστός λόγος». Αὐτόν τόν πιστό λόγο διακόνησαν καί ὑπηρέτησαν οἱ πατέρες τῆς Ἐκκλησίας μας, τούς ὁποίους τιμᾶ ἡ Ἐκκλησία στήν ἑορτή τῶν πατέρων. Ἀγωνίσθηκαν μέ λόγια καί μέ ἔργα νά ἑρμηνεύσουν καί νά διακηρύξουν τόν πιστό λόγο.
 

Ἀνάγκη εὐαγγελισμοῦ

  Ἀλλά πῶς ἡ ἀνθρωπότητα θά μάθει τή σωτήρια ἀλήθεια; Πῶς ὁ σημερινός κόσμος, οἱ ἄνθρωποι πού ζοῦν καί κινοῦνται μαζί μας, μέ τά μεγάλα ἐρωτηματικά στή σκέψη καί τή βαρειά θλίψη στήν καρδιά, πῶς θά μάθουν τόν «πιστό λόγο»; Εἶναι ἔργο τῶν ἀποστόλων κι ὅλων τῶν ἀνθρώπων πού διαλέγει ὁ Θεός γιά συνεργάτες του, εἶναι χρέος αὐτῶν πού ἄκουσαν ἤδη τό εὐαγγέλιο, τό εὐλογημένο ἄγγελμα τοῦ οὐρανοῦ, νά τό κηρύξουν καί στούς ἀλλους. «Καί περί τούτων βούλομαί σε διαβεβαιοῦσθαι», παραγγέλλει ὁ ἀπόστολος Παῦλος στόν Τίτο. Λίγο παραπάνω τοῦ ἀνέφερε πῶς ἐπιτεύχθηκε ἡ λύτρωση τοῦ ἀνθρώπου μέ τήν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ Πατέρα, τή θυσία τοῦ Υἱοῦ καί τή χάρη τοῦ ἁγίου Πνεύματος, πού μᾶς ἐξασφαλίζει τήν αἰώνια ζωή καί εὐτυχία (στίχ. 4-7). Αὐτό, πού εἶναι συνοπτικά τό περιεχόμενο ὅλης τῆς ἁγίας Γραφῆς, θέλει ὁ ἀπόστολος ὄχι ἁπλῶς νά τό διδάσκει ὁ Τίτος, ἀλλά νά τό διαβεβαιώνει, νά τό κηρύττει δηλαδή μέ κῦρος καί αὐθεντία. Κι ὅταν μάλιστα πρόκειται γιά τή μελλοντική κληρονομιά, πού εἶναι τό ἀποτέλεσμα τοῦ ἀπολυτρωτικοῦ ἔργου τοῦ Χριστοῦ, ἐδῶ χρειάζεται ἡ διαβεβαίωση στόν κόσμο τόν ὑλιστικό νά εἶναι ἰσχυρότερη, γιά νά μάθει ὁ κόσμος ὅτι δέν ὑπάρχει μονάχα αὐτή ἡ προσωρινή, ἡ φευγαλέα καί ψεύτικη πραγματικότητα, ἀλλά καί ἡ μέλλουσα πραγματικότητα, πού ἐγγυᾶται ὁ θάνατος καί ἡ ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ καί ἐπιμαρτυρεῖ ἡ Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ στόν κόσμο καί ἔτσι ὁ λόγος της εἶναι πιστός, αὐθεντικός καί ἀξιόπιστος. Μέ ἄλλα λόγια, ὁ Παῦλος καθιερώνει ἐδῶ τή διδασκαλία τοῦ δόγματος.
 

Τά δόγματα φῶς, χαρά, ζωή τῶν πιστῶν

  Λένε πολλοί πώς τό δόγμα εἶναι ἀνελευθερία, εἶναι ὑποτίμηση καί καταναγκασμός τῆς ἀνθρώπινης προσωπικότητας· σέ δεσμεύει καί σοῦ ἐπιβάλλει τήν τυφλή ὑπακοή. Ἀλλά ὅλα αὐτά μπορεῖ νά ἰσχύουν σέ κάθε ἄλλη περίπτωση, ὄχι ὅμως γιά τό λόγο τοῦ Θεοῦ. Διότι, ἁπλούστατα, τά ἀξιώματα πού διατυπώνει ἡ ἁγία Γραφή δέν εἶναι καρπός ἔστω καί τῆς πιό ἀρίστης διανοίας, τοῦ πιό ἀγαθοῦ ἀνθρώπου, ἀλλά εἶναι ἀποκάλυψη τῆς σοφίας τοῦ Θεοῦ, φανέρωμα τῆς νοοτροπίας καί τῆς θελήσεως τοῦ Κυρίου μας. Τό δόγμα στήν πίστη μας εἶναι μεγάλη ὑπόθεση, εἶναι ἡ ἴδια ἡ ἀλήθεια, ἡ βάση καί ἡ ἀρχή τῆς σωτηρίας μας, εἶναι ὁ «πιστός λόγος», ὁ ἀξιόπιστος λόγος, στόν ὁποῖο ἀξίζει πέρα γιά πέρα ὁ ἄνθρωπος νά δώσει ἐμπιστοσύνη. Δέν εἶναι κατεστημένο οὔτε τροχοπέδη. Εἶναι φῶς καί χαρά καί ζωή. Φῶς, διότι ἀπαντᾶ στά ἐρωτήματά μας, χαρά, διότι λύνει τά προβλήματά μας, ζωή, διότι μᾶς ἀναγεννᾶ σ’ ἕναν καινούργιο κόσμο. Κι ἄν τό δόγμα σήμερα σοκάρει, ἄν τό μισοῦν καί τό συκοφαντοῦν, εἶναι κι αὐτό ἀπό μιά μεριά γιά τόν πιστό ἄνθρωπο δεῖγμα τῆς σπουδαιότητός του· διότι ὁ ἐχθρός τό ἔχει συνήθεια καί ἀμετάτρεπτη τακτική νά χτυπάει μέ σφοδρότητα ὅ,τι μέσα στήν πίστη μας ἔχει περισσότερη ἀξία καί δύναμη σωτηριώδη, ὅπως π.χ. τήν ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ ἤ τήν ὀμορφιά τῆς ἁγνότητος. Ἀλλά τό δόγμα τῆς ἁγίας Γραφῆς εἶναι ἀκριβῶς ἡ ἀλήθεια πού διψᾶ ἡ ψυχή μας καί δέν μπορεῖ νά βρεῖ πουθενά ἀλλοῦ, εἶναι ὁ σωστός προσανατολισμός μέσα στούς ἀβέβαιους δρόμους, ὅπου τήν παραπλανοῦν ἰδιαίτερα στούς καιρούς μας οἱ νεφελώδεις καί ὁμιχλώδεις ψευτοφιλοσοφίες. Δόγμα = ἀποκάλυψη Θεοῦ = πίστη = ἁληθινή ζωή.

 

«Καλῶν ἔργων προΐστασθαι»

 Ὅταν ὁ ἐχθρός δέν μπορεῖ ἀλλιῶς νά ἐξουδετερώσει τήν ἀλήθεια -οὔτε μέ τήν ἀδιαφορία, διότι ἡ ἀγωνία μας δέν καθησυχάζει, οὔτε μέ τή συκοφαντία, διότι τό φῶς εἶναι δυνατότερο ἀπό τό σκοτάδι-, ὅταν δέν μπορεῖ κατά μέτωπον νά τήν καταστρέψει, τότε προσπαθεῖ νά τή διαστρέψει. Παίρνει τό σχῆμα της, τή μορφή της καί ντύνει μ’ αύτά τά δικά του ψέματα. Φορᾶ μάσκα, γιά νά ξεγελάσει τούς ἐπιπόλαιους, νά μπεῖ καί νά δράσει ἀνενόχλητα μέσα στό χῶρο τοῦ ἀντιπάλου. Ἔτσι καί μέ τό δόγμα. Ἡ γνήσια ἔκδοση τοῦ δόγματος, ἡ ἀληθινή ἔκφραση τῆς πίστεως εἶναι τά καλά ἔργα, ἡ καλή ζωή. Ἡ θεωρία ἀποκτᾶ οὐσία μέ τήν πράξη, ἡ πίστη δείχνει τήν ἀξία της μέ τήν ἔμπρακτη ἀγάπη καί μέ τή θυσία, καί τό δόγμα φανερώνει τή δύναμή του ὅταν κάνει ἔργο τό θέλημα τοῦ Θεοῦ, ὅταν ἀσκεῖ καί ἐφαρμόζει τίς ἀλήθειες τῆς πίστεως στίς περιστάσεις τῆς κάθε μέρας. Τό λέει καθαρά ὁ ἀπόστολος Παῦλος· «ἵνα φροντίζωσι καλῶν ἔργων προΐστασθαι οἱ πεπιστευκότες τῷ Θεῷ». Οἱ πιστοί, αὐτοί πού ἔχουν δεχθεῖ καί κατέχουν κτῆμα τους καί θησαυρό τους τόν «πιστόν λόγον», πρέπει νά φροντίζουν νά εἶναι πρῶτοι στά καλά ἔργα. Οἱ καλωσύνες δέν εἶναι ἰδιότητες τῶν καλῶν ἀνθρώπων, ἀλλά εἶναι γνώρισμα τῶν πιστῶν. Ὅπως ἑρμηνεύει καί ὁ ἅγιος Χρυσόστομος, κανένα κίνητρο δέν εἶναι τόσο δυνατό καί τόσο ἀσφαλές γιά τήν κοινωνική εὐποιΐα, ὅσο ἡ θεογνωσία, ἡ πίστη ὅτι ὑπάρχει Θεός, πού θυσιάστηκε γιά μᾶς· ἔτσι ὁ πιστός βρίσκει πάντα τή διάθεση καί τή δύναμη νά θυσιασθεῖ γιά τούς ἄλλους. Καί δέν εἶναι μόνο ὅτι οἱ πιστοί πρέπει νά ἐξασκοῦν τήν ἀγάπη, ἀλλά πρέπει νά φροντίζουν, πού σημαίνει νά ἐπιδιώκουν, καί μάλιστα νά προΐστανται, πού σημαίνει νά πρωτοποροῦν, γιά νά μήν εἶναι ἄκαρποι. Ἡ καρποφορία εἶναι γνώρισμα τῆς πίστεως, εἶναι γνώρισμα τῶν μαθητῶν τοῦ Κυρίου. Δέν περιμένουν τούς ἐνδεεῖς νά ‘ρθοῦν σ’ αὐτούς, ἀλλ’ αὐτοί τρέχουν νά τούς βροῦν. Δέν ἀκολουθοῦν τίς εὐκαιρίες, ἀλλά οἱ ἴδιοι τίς δημιουργοῦν. «Ταῦτά ἐστι τά καλά καί ὠφέλιμα τοῖς ἀνθρώποις»· αὐτά εἶναι πού ὠφελοῦν τούς ἀνθρώπους, αὐτή εἶναι ἡ ἀληθινή ἔκφραση τοῦ δόγματος.
 

Ἡ παραχάραξη τῆς ἀλήθειας

  Ἀλλά ἐνῶ τά πράγματα ἔχουν ἔτσι, μέ τήν παρέμβαση τοῦ πονηροῦ συμβαίνει ὥστε, ἀντί τό δόγμα νά βρεῖ διέξοδο στήν ἐφαρμογή του καί νά σκορπίσει ἔργα, διαφθείρεται καί ἐξευτελίζεται σέ ἀνόητες συζητήσεις σκορπίζοντας μόνο λόγια, λόγια κούφια καί ἐπικίνδυνα. Ἐδῶ ἀκριβῶς σημειώνεται ἡ παραχάραξη τῆς ἀλήθειας. Σύνοδοι καί συζητήσεις βεβαίως ἔγιναν καί μποροῦν νά γίνονται κατά καιρούς ἀπό πατέρες καί διδασκάλους τῆς Ἐκκλησίας μας, ἀπό τούς ὑπευθύνους τοῦ πιστοῦ λόγου, πού ἔχουν τή δύναμη, τό προνόμιο καί τήν ἁρμοδιότητα νά τόν ἑρμηνεύουν καί ἀποδεικνύουν τό προνόμιο μέ τήν ἁγία τους ζωή. Ἡ διασάφηση καί κατοχύρωση τοῦ δόγματος εἶναι ἀνάγκη τῆς Ἐκκλησίας. Ἄλλο ὅμως οἱ ἀγῶνες τῶν θεοφωτίστων πατέρων καί διδασκάλων γιά τή διασφάλιση τῆς ἀλήθειας καί τήν προστασία τοῦ ποιμνίου ἀπό τήν πλάνη καί τήν αἵρεση, καί ἄλλο οἱ ἀνούσιες καί φιλόνικες συζητήσεις ἀνεύθυνων προσώπων, πού ξεκινοῦν ἀπό ὑπεροψία ἤ ματαιοδοξία ἤ ξεροκεφαλιά. Ἀσήμαντα ζητήματα, σχολαστικότητες καί λεπτολογίες σκλαβώνουν τό δυναμισμό μας σέ στεῖρες ἀπεραντολογίες, κλέβουν τήν προσοχή μας γιά μηδαμινά καί τιποτένια καί -τό σπουδαιότερο- ταράσσουν τήν ἑνότητα καί τήν εἰρήνη τῆς Ἐκκλησίας. Ἔτσι, ἐνῶ στήν ὑγιᾶ περίπτωση ἡ διαβεβαίωση τοῦ πιστοῦ λόγου καί ἡ ἐφαρμογή τοῦ δόγματος ἔχει σάν ἀποτέλεσμα ἔργα καλά, γεμάτα ἀγάπη, ἀλήθεια καί δικαιοσύνη, πού στάζουν τή γλυκύτητα τῆς χάριτος, στήν ἀρρωστημένη κατάσταση ὁ ἄνθρωπος περιορίζεται σέ ἄσκοπες συζητήσεις, πού προκαλοῦν ἔριδες καί μάχες, καί εἶναι πράγματα κούφια καί ἀνωφελῆ.


Ἐριστικός-αἱρετικός

  Γι’ αὐτό ὁ ἀπόστολος συμβουλεύει· «μωράς δέ ζητήσεις καί γενεαλογίας καί ἔρεις καί μάχας νομικάς περιΐστασο· εἰσί γάρ ἀνωφελεῖς καί μάταιοι». Καί δέν εἶναι μόνον ἄχρηστα καί κούφια πράγματα ὅλες αὐτές οἱ ἐκτροπές γύρω ἀπό τό δόγμα, ἀλλά εἶναι καί ἐπικίνδυνα. Μιά ἰσχυρογνωμοσύνη μπορεῖ εὔκολα νά ὁδηγήσει σέ διαστρέβλωση τῆς θείας ἀλήθειας καί νά ἐξελιχθεῖ σέ σφετερισμό τοῦ ἀγῶνος γιά τήν ὑπεράσπιση τῆς ἀλήθειας. Ἔτσι γεννιέται ὁ αἱρετικός. Εἶναι πράγματι κάτι τό φοβερό ἡ νοοτροπία καί ἡ ψυχολογία τοῦ αἱρετικοῦ. Ξεκινᾶ μέ ὁρισμένα κατάλοιπα τῆς παλιᾶς του ζωῆς, πού δέν κατόρθωσε νά ἀποβάλει, καί τά κατάλοιπα αὐτά –προλήψεις ἤ δεισιδαιμονίες, τυπολατρεῖες καί φτωχοδιατάξεις, ψευτοφιλοσοφίες ἤ ψευτοθεολογίες– τά κάνει ἰδανικά, τά ὑψώνει σέ ἀρετές, καί θέλει νά τά ἐπιβάλει. Ψάχνει τότε νά τά περιβάλει μέ χριστιανικό ἔνδυμα, νά τά κατοχυρώσει μέσα στήν ἁγία Γραφή. Κι ὅταν ἡ ἁγία Γραφή φαίνεται «φτωχιά» κι «ἀνήμπορη» νά τόν ὑποστηρίξει καί νά τόν δικαιολογήσει, καταφεύγει τότε στή «φωτισμένη» καί «ὑψηλή» διάνοιά του, στόν πῆχυ τῆς λογικῆς καί στή ζυγαριά τοῦ ἀνθρώπινου νοῦ ἤ σέ πλαστές καί ἀνίερες παραδόσεις. Μ’ αὐτόν τόν τρόπο βλέπουμε νά ἐμφανίζονται οἱ αἱρετικοί στήν ἱστορία, μ’ αὐτόν τόν τρόπο τούς ξεχωρίζουμε καί στήν ἐποχή μας. Διεφθαρμένοι ἠθικά ἤ διεστραμμένοι ψυχικά καί πνευματικά, ἁμαρτάνουν εἰς βάρος τοῦ δόγματος καί τῆς ζωῆς τοῦ εὐαγγελίου. Καί τό χειρότερο, ἁμαρτάνουν ἀνεπανόρθωτα, χωρίς νά ἀφήνουν στόν ἑαυτό τους περιθώρια μετανοίας καί ἀνανήψεως. «Αἱρετικόν ἄνθρωπον μετά μίαν καί δευτέραν νουθεσίαν παραιτοῦ», λέει ὁ ἀπόστολος Παῦλος, «εἰδώς ὅτι ἐξέστραπται ὁ τοιοῦτος καί ἁμαρτάνει ὤν αὐτοκατάκριτος». Ὅταν ἡ ἔρις γίνεται αἵρεση καί ὁ ἐριστικός αἱρετικός, οἱ νουθεσίες τῶν διδασκάλων εἶναι ἄκαρπες. Ὁ ἄνθρωπος γίνεται σκεῦος πού θέλει φωτιά· οὔτε πλύνεται οὔτε ἐπισκευάζεται οὔτε εὐπρεπίζεται. Ἔτσι καταδικάζει μόνος του τόν ἑαυτό του, εἶναι αὐτοκατάκριτος. Μ’ ἄλλα λόγια, αὐτοκτονεῖ πνευματικά.


Ἔχουμε καρπούς;

  Γύρω μας, ἀγαπητοί ἀναγνῶστες, ἡ σύγχυση ὅλο καί μεγαλώνει, ἡ ἀβεβαιότητα σφίγγει ὅλο καί περισσότερο τίς καρδιές μας στόν κλοιό της, ἡ πλάνη παραμονεύει ὅλο καί συχνότερα στό δρόμο μας. Δέν θέλουμε νά σκεπάσουν τή σκέψη μας τά σύννεφα τοῦ σκεπτικισμοῦ· λαχταρᾶμε τό φῶς τῆς αἰώνιας ἀλήθειας. Δέν θέλουμε νά βυθίσουν τήν ψυχή μας τά βαρίδια τῆς ἀπελπισίας· λαχταρᾶμε τήν ἄνεση τῆς ἐσωτερικῆς χαρᾶς. Ἄς ἀνοίξουμε, λοιπόν, τά μάτια μας στόν Ἥλιο-Χριστό! Μέσα στό βιβλίο του, στήν ἁγία Γραφή του, μᾶς προσκαλεῖ νά βροῦμε τό δόγμα, τό δόγμα πού καθοδηγεῖ, τό δόγμα πού σώζει. Μέσα στήν Ἐκκλησία του μᾶς προσφέρει ὅλα τά μέσα, τά μέσα γιά νά καταλάβουμε, τά μέσα γιά νά γίνουμε δυνατοί, τά μέσα γιά νά ζήσουμε τή ζωή τῆς ἀλήθειας. Καί μέσα στή ζωή, στή ζωή τοῦ καθενός μας, ἀπαιτεῖ ἀπό μᾶς, πού μᾶς γέννησε μέ τό λόγο του, μᾶς ἔθρεψε μέ τά μυστήριά του, ἀπαιτεῖ νά γίνουμε πρωτοπόροι καλῶν ἔργων, νά μή μείνουμε ἄκαρποι. Μᾶς παίρνει ξερές καί φτωχές ρίζες, μᾶς φυτεύει στό περιβόλι του, μᾶς ποτίζει καί μᾶς περιποιεῖται· γίναμε ψηλά καί θαλερά δένδρα. Ἀλλά ποῦ εἶναι οἱ καρποί μας; Ἀλλοίμονο, ἄν ξοδεύουμε τό χυμό μας σέ μικρόλογους ὑπολογισμούς. Ὁ Κύριος περιμένει νά καρποφορήσουμε μιά ζωή γεμάτη ἀγάπη, δικαιοσύνη κι ἐλπίδα. Κι αὐτό εἶναι τό συμφέρον μας, ἀλλά αὐτή εἶναι καί ἡ μαρτυρία πού ἔχουμε νά δώσουμε στό σύγχρονο κόσμο, στόν ἀποσταμένο ἄνθρωπο, στήν ἀναστατωμένη κοινωνία, ὅπως οἱ ἅγιοι πατέρες καί διδάσκαλοι τῆς Ἐκκλησίας μας. Καί μέ τή ζωή τους καί μέ τό παράδειγμά τους καί μέ τό δόγμα πού διεκήρυξαν ἔδωσαν τή μαρτυρία τοῦ εὐαγγελίου καί τῆς ἀναστάσεως τοῦ Χριστοῦ στήν ἐποχή τους.

  Κι ἐμεῖς μέ τό ὀρθόδοξο δόγμα καί μέ τή χριστιανική ζωή, σύμφωνα μέ τό θέλημα τοῦ Κυρίου, ὅπως ἀποκαλύπτεται στό Εὐαγγέλιο, θά δώσουμε τή μαρτυρία τοῦ Κυρίου, θά δώσουμε τό φῶς καί τή χαρά στόν ἄνθρωπο, πού ἐναγώνια στήν ἐποχή μας ζητᾶ, ψάχνει νά τά βρεῖ, καί θά τόν ὁδηγήσουμε στήν πηγή τῆς ζωῆς, τόν Χριστό μας, τόν Λυτρωτή μας.


Στέργιος Ν. Σάκκος

Ἀπολύτρωσις 45 (1990) 129-133

Πέμπτη, 18 Ιανουάριος 2024 03:00

Κυριακή ΚΘ΄ Κλ 3,4-11

῾Η νέα ἐν Χριστῷ ζωή

 Hagiasophia christ ῾Η πρός Κολασσαεῖς ᾿Επιστολή διακρίνεται σέ δύο μέρη, τό δογματικό (κεφ. 1-2) καί τό πρακτικό (κεφ. 3-4).
  Στό α´ μέρος ὁ ἀπ. Παῦλος τονίζει τή θεότητα τοῦ ᾿Ιησοῦ Χριστοῦ καί τήν ἀσύγκριτη ὑπεροχή του ἔναντι ὅλου τοῦ ὁρατοῦ καί τοῦ ἀοράτου κόσμου. ῾Ο Χριστός εἶναι ὁ δημιουργός καί κυβερνήτης τοῦ σύμπαντος. ῎Οχι μόνο ἔπλασε τόν κόσμο ἀλλά καί τόν ἀνέπλασε. Μέ τό σταυρό καί τήν ἀνάστασή Του χαρίζει τή λύτρωση στούς πιστούς.
  Στό β´ μέρος τῆς ᾿Επιστολῆς ὁ ἀπόστολος ἐκθέτει τίς πρακτικές συνέπειες πού ἔχει στή ζωή τῶν χριστιανῶν τό ἀπολυτρωτικό ἔργο τοῦ Χριστοῦ. Θεμελιώνει τήν ἠθική διδασκαλία πάνω στή θεολογική ἀλήθεια καί τήν παρουσιάζει ὡς συνέπεια ἐκείνης.
῾Η περικοπή μας ἀποτελεῖ εἰσαγωγή στό πρακτικό μέρος τῆς ᾿Επιστολῆς καί ἀποκαλύπτει τρεῖς μεγάλες ἀλήθειες, μία πνευματική (στ. 1-4), μία ἠθική (στ. 5-10) καί μία κοινωνική (στ. 11). Οἱ ἀλήθειες αὐτές χορταίνουν καί ξεδιψοῦν τήν ψυχή τοῦ ἀνθρώπου, διότι ἀγκαλιάζουν ὅλα τά προβλήματά του καί ἱκανοποιοῦν τίς οὐσιαστικές ἀναζητήσεις του.
  1) Πνευματική ἀλήθεια· ῾Ο ἄνθρωπος δέν εἶναι τυχαῖο πλάσμα ἀλλά φορέας αἰώνιας ἀξίας. Στό θεανδρικό πρόσωπο τοῦ ᾿Ιησοῦ Χριστοῦ καί στό ἀναστημένο σῶμα του ἔχει κρυφτεῖ ἡ ζωή τοῦ πιστοῦ. Γι᾿ αὐτό ὁ χριστιανός πολιτεύεται στή γῆ ὡς πάροικος καί περαστικός. Τό ἐνδιαφέρον του εἶναι στραμμένο στόν οὐρανό, ὅπου ὁ ἀναστημένος Χριστός. ῞Οταν θά φανερωθεῖ καί πάλι στόν κόσμο ὁ Χριστός, θά φανερωθοῦν καί θά δοξαστοῦν μαζί του καί οἱ πιστοί.
  2) ᾿Ηθική ἀλήθεια· ῾Η ἠθική ζωή τοῦ χριστιανοῦ θεμελιώνεται στή σχέση του μέ τόν Χριστό. Γιά νά εἶναι οὐρανοπολίτης, πρέπει νά νεκρώσει τόν «παλαιόν ἄνθρωπον» μέ ὅλα τά πάθη καί τίς κακίες του καί νά ντυθεῖ τόν «νέον», πού εἶναι εἰκόνα τοῦ Θεοῦ.
  3) Κοινωνική ἀλήθεια· Οἱ κοινωνικές διακρίσεις παύουν νά ὑφίστανται. Στό σῶμα τοῦ Χριστοῦ, τήν ᾿Εκκλησία, ὅλοι εἴμαστε ἑνωμένοι· ἀδελφοί τοῦ Χριστοῦ καί ἀδελφωμένοι μεταξύ μας.
  ῾Η ἀποστολική περικοπή περιλαμβάνει τούς στίχους 4-11 τοῦ 3ου κεφ. ᾿Εμεῖς θά ἀρχίσουμε τήν ἑρμηνεία ἀπό τόν πρῶτο στίχο, γιά νά ἔχουμε ὁλοκληρωμένη τήν ἑνότητα.
 
α) Στραμμένοι πρός τόν ἀναστημένο Κύριο (3,1-3)
 
3,1-2. Εἰ οὖν συνηγέρθητε τῷ Χριστῷ, τά ἄνω ζητεῖτε, οὗ ὁ Χριστός ἐστιν ἐν δεξιᾷ τοῦ Θεοῦ καθήμενος, τά ἄνω φρονεῖτε, μή τά ἐπί τῆς γῆς.
  ῾Η φράση εἰ οὖν δέν ἐκφράζει ὑπόθεση ἤ ἀμφιβολία ἀλλά προϋπόθεση καί βάση γιά τό συμπέρασμα πού ἀκολουθεῖ. Σημαίνει «ἐφόσον».
  ῾Ο ᾿Ιησοῦς Χριστός μέ τήν ἐνανθρώπησή του ἔκανε δική του τήν ἀνθρώπινη φύση, τήν ἁγίασε καί τή θέωσε. Μέ τό θάνατο καί τήν ἀνάστασή του λύτρωσε, ἀνακαίνισε καί δόξασε τό ἀνθρώπινο γένος. ῎Ετσι κάθε ἄνθρωπος πού πιστεύει στόν Χριστό, μέ τή μετάνοια καί τό βάπτισμά του στό ὄνομα τῆς ἁγίας Τριάδος, συνεγείρεται καί συνανασταίνεται μέ τόν Χριστό. Στή νέα ἐν Χριστῷ ζωή ὁ χριστιανός, ἄν καί πορεύεται ἐδῶ στή γῆ, διατηρεῖ ἐπαφή καί ἐπικοινωνία μέ τόν ἀναστημένο Χριστό, ὁ ὁποῖος βρίσκεται στόν οὐρανό.
  ᾿Εφόσον ὁ πιστός πορεύεται ἀκόμα μέσα στόν ἁμαρτωλό κόσμο, καί δέν ἔχει ἀπαλλαγεῖ ἀπό τά πάθη, εἶναι ἀνάγκη συνεχῶς νά ἀγωνίζεται, γιά νά κρατᾶ τόν ἑαυτό του σταθερά καί ἀπαρέγκλιτα προσκολλημένο στόν Κύριο καί τήν οὐράνια πατρίδα του. Γιά τό λόγο αὐτό ὁ ἀπόστολος προτρέπει· τά ἄνω ζητεῖτε, τά ἄνω φρονεῖτε! Μέ τά δύο ρήματα ζητεῖτε καί φρονεῖτε ἀναφέρεται στά βασικά στοιχεῖα πού χαρακτηρίζουν τόν ἄνθρωπο, τίς ἀναζητήσεις καί τό φρόνημά του. Οἱ ἀναζητήσεις ἔχουν σχέση μέ τά πρακτικά θέματα τῆς καθημερινῆς ζωῆς, δηλαδή μέ τή βιοθεωρία του. Τό φρόνημα συνδέεται μέ τά θεωρητικά, μέ τίς ἀπόψεις του γιά τή ζωή, τά «πιστεύω» του, δηλαδή μέ τήν κοσμοθεωρία του. Τό ἀποστολικό παράγγελμα προσανατολίζει τόσο τή βιοθεωρία ὅσο καί τήν κοσμοθεωρία τοῦ χριστιανοῦ πρός τά ἄνω, οὗ ὁ Χριστός ἐστιν. Τά ἐπουράνια νά ἑλκύουν τό ἐνδιαφέρον τοῦ πιστοῦ, διότι ἐκεῖ, στόν οὐρανό, βρίσκεται ὁ Χριστός. «Πλάσθηκες γιά νά βλέπεις τόν Θεό», παρατηρεῖ ὁ ἅγιος Γρηγόριος Νύσσης, «ὄχι γιά νά σέρνεται πάνω στή γῆ ἡ ζωή σου, ὄχι γιά νά ἔχεις τήν κτηνώδη ἀπόλαυση, ἀλλά γιά νά ἀνταποκρίνεσαι στήν οὐράνια πολιτεία». Γιά τόν πιστό ὁ οὐρανός εἶναι μία συγκεκριμένη πραγματικότητα, εἶναι ἡ πατρίδα του, ὁ θησαυρός του, τό μέλλον του, διότι συνδέεται μέ τό πρόσωπο τοῦ ἀναστημένου Χριστοῦ. ῾Ο ἴδιος ὁ Κύριος τόνισε· «ὅπου γάρ ἐστιν ὁ θησαυρός ὑμῶν, ἐκεῖ ἔσται καί ἡ καρδία ὑμῶν» (Μθ 6,21). ῾Ο φυσικός ἄνθρωπος ἑλκύεται ἀπό τόν Θεό, διότι πλάσθηκε «κατ᾿ εἰκόνα καί καθ᾿ ὁμοίωσιν» (Γέ 1,26) δική του. Μέ τήν ὑποταγή του ὅμως στήν ἁμαρτία ξέπεσε ἀπό τή δόξα του καί ἔχασε τό κάλλος του. ῾Ο ᾿Ιησοῦς Χριστός τόν ἐπαναφέρει καί πάλι στήν κοινωνία τοῦ Θεοῦ.
  ῾Η φράση ἐν δεξιᾷ τοῦ Θεοῦ δηλώνει ὅτι ὁ Χριστός εἶναι ὁμοούσιος μέ τόν Πατέρα, ἐνῶ τό καθήμενος ὅτι κάθεται στό θρόνο του καί ἀπολαμβάνει τήν αἰώνια βασιλεία του. ῾Ο ἀπόστολος, γιά νά τραβήξει τό ἐνδιαφέρον τῶν πιστῶν, νά τούς ἀπαλλάξει ἀπό γήινες φιλοδοξίες καί νά τούς στρέψει πρός τήν οὐράνια πραγματικότητα, προβάλλει τόν ἔνδοξο θρόνο τοῦ Χριστοῦ.
  Μέ τή φράση μή τά ἐπί τῆς γῆς (πρβλ. ᾿Ιω 8,23· ᾿Ια 3,15-17) ὁ ἀπόστολος ἐπισημαίνει ἕναν κίνδυνο πού διατρέχουν οἱ πιστοί· ῎Αν καί ἀρχικά ἀπαλλάχθηκαν ἀπό τά ἐπί τῆς γῆς, ἀπό τό καθεστώς τοῦ κόσμου, καί ἐντάχθηκαν στήν ᾿Εκκλησία, μπορεῖ νά παρασυρθοῦν, νά ξεφύγουν ἀπό τήν ὀρθή πίστη καί νά ξαναγυρίσουν πάλι στά τοῦ κόσμου, κρατώντας μόνο ἕνα θρησκευτικό ἐπίχρισμα. Τότε θά ἀνήκουν στούς αἱρετικούς τούς «τά ἐπίγεια φρονοῦντες», ὅπως ἐπισημαίνει ὁ ἀπόστολος στούς Φιλιππησίους (3,19· πρβλ. Ρω 8,5).
 
3,3. ᾿Απεθάνετε γάρ, καί ἡ ζωή ὑμῶν κέκρυπται σύν τῷ Χριστῷ ἐν τῷ Θεῷ.
  ῾Ο ἀπόστολος ἐξηγεῖ γιά ποιό λόγο οἱ πιστοί δέν πρέπει νά φρονοῦν «τά ἐπί τῆς γῆς». Μέ τό βάπτισμά σας, λέει, ἀπεθάνετε μαζί μέ τόν ᾿Ιησοῦ. «Καί ὅπως στήν ᾿Ερυθρά θάλασσα», ἑρμηνεύει ὁ ἅγιος Χρυσόστομος, «βυθίστηκαν οἱ Αἰγύπτιοι καί ἀνυψώθηκαν οἱ ᾿Ισραηλίτες, ἔτσι καί στήν κολυμβήθρα ὁ ἕνας (παλαιός ἄνθρωπος) ἐτάφηκε καί ὁ ἄλλος (ὁ νέος) ἀναστήθηκε. Καί ὅπως ἡ δύναμη τῆς φωτιᾶς συγκολλᾶ τά μεταλλεύματα καί κάνει τό χρυσάφι, ἔτσι καί ἐδῶ ἡ δύναμη τῆς φωτιᾶς ἐξαφάνισε τόν χωμάτινο ἀνδριάντα (τόν χοϊκό ἄνθρωπο), καί στή θέση του ἔδωσε τόν νέο, πού εἶναι ἀνώτερος ἀπό τόν χρυσό, εἶναι οὐράνιος!».
  Μέ τό βάπτισμα καί τή μετάνοια ὁ πιστός πεθαίνει γιά τόν ἑαυτό του καί ζῆ πλέον γιά τόν Χριστό.
  ῾Η ζωή ὑμῶν κέκρυπται σύν τῷ Χριστῷ ἐν τῷ Θεῷ· ῞Οπως ὁ σπόρος, ὅταν σπέρνεται, φαίνεται ὅτι πεθαίνει, στήν πραγματικότητα ὅμως εἶναι κρυμμένος μέσα στή γῆ μαζί μέ τή ζωτικότητά του, ἔτσι καί οἱ πιστοί, πού μέ τό Βάπτισμά τους πέθαναν σύν τῷ Χριστῷ εἶναι κρυμμένοι μέσα στόν Θεό. ῾Ο ἅγιος Χρυσόστομος ἐξηγεῖ· «Στόν οὐρανό δέν βρίσκεται μόνο ὁ Χριστός, ἀλλά μαζί του, μέσα στήν ἀνθρώπινη φύση του, βρίσκεται καί ὁ καλύτερος ἑαυτός τῶν πιστῶν, τόν ὁποῖο δέν μποροῦν νά διακρίνουν οἱ ἄνθρωποι, ὅπως κανείς δέν μπορεῖ νά διακρίνει τό μαργαριτάρι πού βρίσκεται μέσα στό κοχύλι». Οἱ πιστοί ζοῦν μέσα στόν κόσμο, ἀλλά ἡ ἐσωτερική ζωή τους εἶναι κρυμμένη. ῾Η πνευματική ζωή βιώνεται μόνο σύν τῷ Χριστῷ, δηλαδή μόνο ἀπό ἐκείνους πού βρίσκονται μέσα στό σῶμα τοῦ Χριστοῦ, στήν ᾿Εκκλησία.
  Στά χρόνια τοῦ β´ παγκοσμίου πολέμου οἱ πλούσιοι, πού εἶχαν τεράστιες περιουσίες, κρατοῦσαν ἕνα μικρό μέρος γιά τίς ἀνάγκες τους, καί φρόντιζαν νά ἀσφαλίσουν τά πλούτη τους σέ τράπεζες τοῦ ἐξωτερικοῦ. ῎Ετσι καί οἱ χριστιανοί τόν πολύτιμο θησαυρό τῆς πνευματικῆς περιουσίας τους τόν ἔχουν ἀσφαλισμένο στήν τράπεζα τοῦ οὐρανοῦ, μέσα στόν Θεό, μαζί μέ τό ἀναστημένο σῶμα τοῦ ᾿Ιησοῦ Χριστοῦ.
 
β) Μαζί μέ τόν Χριστό ἔνδοξοι καί οἱ πιστοί (3,4)
 
  3,4. ὅταν ὁ Χριστός φανερωθῇ, ἡ ζωή ἡμῶν, τότε καί ὑμεῖς σύν αὐτῷ φανερωθήσεσθε ἐν δόξῃ.
   Οἱ ἄπιστοι δέν γνωρίζουν καί δέν βλέπουν τόν ἀναστημένο Κύριο. Οἱ πιστοί τόν γνωρίζουν, ἀλλά τόν βλέπουν μόνο μέ τά μάτια τῆς πίστεως (βλ. Β´ Κο 5,7· πρβλ. Α´ Πέ 1,8). Θά τόν δοῦν ὅλοι φανερά, ὅταν ὁ Χριστός φανερωθῇ, τήν ἡμέρα τῆς δευτέρας Παρουσίας.
  ῾Ο ἀπόστολος, ἐνῶ μιλᾶ στούς χριστιανούς τῶν Κολοσσῶν, λέει ὅτι ὁ Χριστός εἶναι ἡ ζωή ἡμῶν, συμπεριλαμβάνοντας καί τόν ἑαυτό του. ῾Ο Χριστός, «ὁ ἀρχηγός τῆς ζωῆς» (Πρξ 3,15), εἶναι ἡ ζωή ὅλου τοῦ κόσμου ἀλλά ἰδιαίτερα τῶν πιστῶν. Μέσα στή δική του παρουσία βρίσκει ὁ πιστός τή χαρά καί τό νόημα τῆς ζωῆς. ῾Ο εὐαγγελιστής ᾿Ιωάννης γράφει· «῾Ο ἔχων τόν υἱόν ἔχει τήν ζωήν· ὁ μή ἔχων τόν υἱόν τοῦ Θεοῦ τήν ζωήν οὐκ ἔχει» (Α´ ᾿Ιω 5,12· πρβλ. ᾿Ιω 11,25). ῾Ο Χριστός εἶναι ὁ χορηγός τῆς ζωῆς· μέσα στήν ᾿Εκκλησία μᾶς προσφέρει τή ζωή μέ τό λόγο του καί μέ τά μυστήριά του.
Τότε καί ὑμεῖς σύν αὐτῷ φανερωθήσεσθε ἐν δόξῃ· Τότε, κατά τή δευτέρα Παρουσία τοῦ Χριστοῦ, θά ἐμφανισθοῦν μαζί του καί οἱ πιστοί (πρβλ. Β´ Θε 1,10) καί θά ἀποκαλυφθεῖ σέ ὅλους καί ἡ δική τους δόξα. Εὔστοχα παρατηρεῖ ὁ ἅγιος Χρυσόστομος ὅτι πάντοτε ὁ ἀπόστολος προσπαθεῖ νά δείξει στούς πιστούς ὅτι εἶναι σέ ὅλα μέτοχοι μέ τόν Χριστό. ῎Ετσι στήν περικοπή μας βλέπουμε νά γίνεται λόγος γιά θάνατο, ἀνάσταση, φανέρωση, δόξα καί τοῦ Χριστοῦ καί τῶν χριστιανῶν.
  Γιά τή ζωή τῶν πιστῶν μετά τή δευτέρα Παρουσία ὁ ἀπ. Παῦλος γράφει στούς Θεσσαλονικεῖς· «πάντοτε σύν Κυρίῳ ἐσόμεθα» (Α´ Θε 4,17). ῾Ο εὐαγγελιστής ᾿Ιωάννης ἀποκαλύπτει· «οἴδαμεν δέ ὅτι ἐάν φανερωθῇ, ὅμοιοι αὐτῷ ἐσόμεθα, ὅτι ὀψόμεθα αὐτόν καθώς ἐστι» (Α´ ᾿Ιω 3,2), θά εἴμαστε ὅμοιοι μέ τόν ἀναστημένο Κύριο καί θά μποροῦμε πλέον νά τόν βλέπουμε ὅπως εἶναι. ῾Η ἐλπίδα, ὅτι οἱ πιστοί θά γίνουν ὅμοιοι μέ τόν Κύριο, τούς ἐμπνέει τή δύναμη καί τό ζῆλο, ὥστε νά διατηροῦν ἁγνό τόν ἑαυτό τους (βλ. Α´ ᾿Ιω 3,3). Στούς ἑπόμενους στίχους ὁ ἀπ. Παῦλος θεμελιώνει σ᾿ αὐτή τήν ἐλπίδα τίς προτροπές πού ἀπευθύνει στούς Κολασσαεῖς.
 
γ) Νεκροί γιά τήν ἁμαρτία (3,5-7)
 
  ᾿Αναφέρεται μία πεντάδα παθῶν πού πρέπει νά νεκρώσει ὁ πιστός. ῾Η πεντάδα αὐτή ἔχει σχέση μέ τά σαρκικά πάθη, στά ὁποῖα ἐντάσσεται καί ἡ πλεονεξία.
  3,5. Νεκρώσατε οὖν τά μέλη ὑμῶν τά ἐπί τῆς γῆς, πορνείαν, ἀκαθαρσίαν, πάθος, ἐπιθυμίαν κακήν, καί τήν πλεονεξίαν, ἥτις ἐστίν εἰδωλολατρία.
  Τό παράγγελμα διατυπώνεται ὡς συμπέρασμα τῶν προηγουμένων, ὅπως δηλώνει καί ὁ σύνδεσμος οὖν. ᾿Εφόσον ἔχετε πεθάνει μαζί μέ τόν Χριστό καί θά φανερωθεῖτε μαζί του κατά τή Δευτέρα Παρουσία του, νεκρώσατε, λοιπόν, τά μέλη ὑμῶν τά ἐπί τῆς γῆς.
  Οἱ χριστιανοί μέ τό Βάπτισμά τους ἔγιναν συμμέτοχοι στό θάνατο τοῦ Χριστοῦ, πέθαναν γιά τήν ἁμαρτία καί τόν κόσμο· «Οἱ δέ τοῦ Χριστοῦ τήν σάρκα ἐσταύρωσαν σύν τοῖς παθήμασι καί ταῖς ἐπιθυμίαις» (Γα 5,24). ῎Εμεινε ὅμως μέσα τους ἡ ροπή γιά τήν ἁμαρτία, ἡ ὁποία ἐνεργεῖ καί μετά τό Βάπτισμα. ῾Ο ἀπ. Παῦλος καλεῖ τούς πιστούς μέ τόν συνεχῆ πνευματικό ἀγώνα καί μέ τή χάρη τοῦ Θεοῦ ὄχι μόνο νά ἀπορρίψουν ἤ νά ἀπομακρύνουν, ἀλλά νά ἐξαφανίσουν ἐντελῶς, νά νεκρώσουν αὐτή τή ροπή γιά τήν ἁμαρτία, ὥστε νά μήν ὑπάρχει πλέον. Στήν προτροπή νεκρώσατε βλέπει ὁ ἅγιος Χρυσόστομος τήν ὁλοκληρωτική ἐξαφάνιση τῆς ἁμαρτίας, διότι «τό νεκρό εἶναι μισητό, ἀποτρόπαιο, ἀποσυντεθειμένο. ῎Αν νεκρώσεις τή ροπή γιά τήν ἁμαρτία, δέν μένει νεκρή, ἀλλά φθείρεται ἀμέσως, ὅπως ἀκριβῶς τό σῶμα».
  Διευκρινίζει ἐπίσης ὁ ἅγιος ἑρμηνευτής ὅτι ὁ χαρακτηρισμός τῶν μελῶν ὡς τά ἐπί τῆς γῆς δηλώνει τήν ἁμαρτία. Δέν κατηγορεῖ τά μέλη τοῦ σώματος ὡς αἰτία τῆς ἁμαρτίας. «῎Αν τό μάτι βλέπει τά σώματα, τά κάλλη καί τά χρήματα, τό αὐτί εὐχαριστεῖται μέ τό ἡδυπαθές μέλος, τήν κιθάρα καί τόν αὐλό καί τήν αἰσχρολογία, καί γενικά τά μέλη ἐπιθυμοῦν ὅλες τίς γήινες ἀπολαύσεις, εἶναι μέλη ἐπί τῆς γῆς... ῎Αν τό αὐτί ἀκούει τά λεγόμενα στούς οὐρανούς, τό μάτι δέν στηλώνεται στά ἐδῶ, τό στόμα δέν λέει τίποτα ἀπό τά ἐδῶ, τό χέρι δέν πράττει τίποτε ἀπό τά πονηρά... τότε τά μέλη ἀνήκουν στόν οὐρανό».
  ᾿Εξηγώντας ποιά εἶναι τά μέλη τά ἐπί τῆς γῆς, ὁ ἀπόστολος ἀναφέρει δειγματοληπτικά μερικά μόνο ἀπό αὐτά, γιά νά ἀσφαλίσει τούς πιστούς ἀπό ἁμαρτωλές προκλήσεις ἀλλά, ἴσως, καί γιά νά ἀνακαλέσει στήν τάξη κάποιους χριστιανούς πού ἔπεσαν στίς συγκεκριμένες ἀσχημίες. ᾿Αρχίζει τήν ἀναφορά ἀπό τά σαρκικά πάθη, διότι αὐτά ὀργίαζαν στούς εἰδωλολάτρες τῆς περιοχῆς τῶν Κολοσσῶν. ᾿Αρκεῖ νά θυμηθοῦμε ὅτι τά φρυγικά μυστήρια συνδέονταν μέ ἀκατονόμαστες ἀσέλγειες (πρβλ. ᾿Απ 2,14). Πρῶτα ἀναφέρει τήν πορνείαν. ᾿Ακαθαρσίαν χαρακτηρίζει τήν ἠθική ρυπαρότητα, τήν ἀσέλγεια, τά βρόμικα σαρκικά πάθη, τά ὁποῖα ἀποφεύγει νά ἀναφέρει ὀνομαστικά, διότι «τά γάρ κρυφῆ γινόμενα ὑπ᾿ αὐτῶν αἰσχρόν ἐστι καί λέγειν» (᾿Εφ 5,12).
  Μέ τή λέξη πάθος χαρακτηρίζει αἰσχρά σαρκικά ἁμαρτήματα, τά ὁποῖα καθορίζει ἀλλοῦ ὡς «πάθη ἀτιμίας» (Ρω 1,26) ἤ «πάθος ἐπιθυμίας» (Α´ Θε 4,5). «Πάθος, καθότι ἀληθῶς πάσχει καί τυραννεῖται ὁ ὑπ᾿ αὐτῶν πυρούμενος», σχολιάζει ὁ Νικηφόρος Θεοτόκης.
  ᾿Επιθυμίαν κακήν· ῾Υπάρχει βέβαια καί καλή ἐπιθυμία. ῾Ο προφήτης Δανιήλ χαρακτηρίζεται «ἀνήρ ἐπιθυμιῶν» (Δα 9,23), διότι ἐπιθυμοῦσε ἅγια καί ἱερά πράγματα. Στήν περίπτωσή μας ὅμως πρόκειται γιά τήν κακή ἐπιθυμία καί μάλιστα γι᾿ αὐτή πού μολύνει τήν καρδιά καί ὑποκινεῖ τά σαρκικά πάθη. ᾿Από τό λογισμό καί τήν ἐπιθυμία ξεκινοῦν ὅλα τά κακά.
  Τήν πλεονεξίαν, ἥτις ἐστίν εἰδωλολατρία· Πλεονεξία εἶναι ἡ ἄπληστη ἀναζήτηση τῶν ὑλικῶν ἀγαθῶν καί ἡ προσκόλληση σ᾿ αὐτά. Εὔστοχα χαρακτηρίζεται εἰδωλολατρία (πρβλ. ᾿Εφ 5,5), διότι οἱ πλεονέκτες παύουν νά εἶναι δοῦλοι τοῦ Θεοῦ καί γίνονται δοῦλοι τῶν χρημάτων. Καταπατοῦν τήν ἐντολή τοῦ Θεοῦ· «μή θησαυρίζετε ὑμῖν θησαυρούς ἐπί τῆς γῆς... ὅπου γάρ ἐστιν ὁ θησαυρός ὑμῶν, ἐκεῖ ἔσται καί ἡ καρδία ὑμῶν» (Μθ 6,19-21). ᾿Εξάλλου, ὅπως παρατηρεῖ ὁ Θεοδώρητος, ὁ Κύριος ὀνόμασε τόν μαμωνᾶ (=τόν πλοῦτο) «κύριο», γιά νά μᾶς διδάξει ὅτι ἐκεῖνος πού δουλεύει στό πάθος τῆς πλεονεξίας τιμᾶ τόν πλοῦτο ὡς θεό.
  ῾Ο Νικηφόρος Θεοτόκης ἑρμηνεύει· «Εἶπε ὅτι ἡ πλεονεξία ἐστίν εἰδωλολατρία, διότι καθώς οἱ εἰδωλολάτρες, σχηματίζοντας εἴδωλα χρυσά καί ἀργυρά καί λίθινα καί ἀπό κάθε ἄλλη ὕλη κατασκευασμένα, πάνω σ᾿ αὐτά εἶχαν στηρίξει ὅλη τήν ἐλπίδα τῆς εὐτυχίας τους, ἔτσι καί οἱ πλεονέκτες, συγκεντρώνοντας κάθε εἴδους ἀποκτήματα, ἀπό αὐτά ἐλπίζουν κάθε ὑπεράσπιση καί ἀπόλαυση καί ἀνάπαυση».
  ῾Ο ἄνθρωπος, γιά νά ζήσει τήν ἠθική πού κηρύττει τό εὐαγγέλιο, πρέπει νά καλλιεργηθεῖ ἐσωτερικά, νά ξερριζώσει τά πάθη του καί νά ἀσκήσει τήν ἀγάπη. ῾Η ἠθική ἀποβλέπει στό νά κάνει τούς ἀνθρώπους τίμιους καί μέ τήν ἔννοια τῆς ἐντιμότητος στίς συναλλαγές καί στίς σχέσεις τους μέ τούς συνανθρώπους τους ἀλλά καί μέ τήν ἔννοια τῆς ἁγνότητος. Στό πρῶτο ἀντιτάσσεται ἡ πλεονεξία, στό δεύτερο ἡ σαρκολατρία. Καί τά δύο αὐτά ἁμαρτήματα εἶναι ἐξίσου σοβαρά καί μάλιστα, ὅπως λέει ὁ ἱερός Χρυσόστομος, ἡ πλεονεξία εἶναι χειρότερη καί ἀπό τή σαρκολατρία, διότι ὁ σαρκολάτρης νικιέται ἀπό τή σάρκα, πού εἶναι πράγματι ἕνας σκληρός καί ἰσχυρός ἀντίπαλος, ἐνῶ ὁ πλεονέκτης νικιέται ἀπό τά ὑλικά ἀγαθά καί κυρίως ἀπό τό χρῆμα, πού εἶναι εὐτελές καί ἀνίσχυρο.
  ῾Ο πιστός ἀγωνίζεται μέ χαρά καί ἐνθουσιασμό νά μένει τίμιος· τίμιος στήν ἁγνότητά του καί τίμιος στίς συναλλαγές του. ῾Η ἠθική ζωή του ἀπορρέει ἀπό τήν πίστη του στόν Χριστό καί στήν αἰώνια ἀξία πού ἔχει τό ἀναστημένο του σῶμα. Γιά τό λόγο αὐτό δέν ἀντιμετωπίζει τόν κίνδυνο νά κουραστεῖ ἤ νά ἀποκάμει, νά ἀπογοητευθεῖ ἤ νά δειλιάσει.
 
3,6. δι᾿ ἅ ἔρχεται ἡ ὀργή τοῦ Θεοῦ ἐπί τούς υἱούς τῆς ἀπειθείας.
  Δι᾿ ἅ, γιά ὅλα αὐτά, τά πάθη πού ἀνέφερε προηγουμένως ἔρχεται ἡ ὀργή τοῦ Θεοῦ (πρβλ. ᾿Εφ 5,6· Α´ Θε 2,16). ῾Ο Θεός βέβαια δέν ὀργίζεται. ῾Ο ἄνθρωπος ὅμως ἀπομακρύνεται μέ τήν ἁμαρτία του ἀπό τόν Θεό καί ἡ ἔλλειψη τοῦ Θεοῦ συνιστᾶ τήν ὀργή του. ῞Οπως τά σύννεφα κρύβουν τόν ἥλιο, ἔτσι τά πάθη κρύβουν ἀπό τά μάτια μας τόν Θεό καί τότε νιώθουμε τήν ὀργή του. Κάθε ἀπομάκρυνση ἀπό τό δρόμο τοῦ Θεοῦ πληρώνεται μέ ἀκριβό τίμημα. Τό βαρύ κόστος τῆς παραβάσεως τοῦ θείου θελήματος τό περιγράφει ἀναλυτικά ὁ ἀπόστολος στήν πρός Ρωμαίους ᾿Επιστολή (1,18-32). ῾Ο Θεός ἀφήνει τόν ἄνθρωπο νά χρησιμοποιήσει τήν ἐλευθερία πού τοῦ ἔδωσε ἀκόμα καί γιά τήν καταστροφή του.
  Στήν ἁγία Γραφή ὀργή τοῦ Θεοῦ ὀνομάζεται καί ἡ κόλαση (Μθ 3,7· Ρω 2,5· Α´ Θε 1,10 κ.ἀ.), ἡ ὁποία δέν ἐκδηλώνεται μόνο μετά τό θάνατο ἀλλά καί στήν παροῦσα ζωή. Χαρακτηριστικά παραδείγματα εἶναι ὁ κατακλυσμός πού καταπόντισε τόν κόσμο τήν ἐποχή τοῦ Νῶε (Γέ 7), ἡ φωτιά πού κατέκαυσε τούς διεφθαρμένους κατοίκους τῶν Σοδόμων καί τῆς Γομόρρας (Γέ 19), ἡ τιμωρία τοῦ πλεονέκτη βασιλιᾶ ᾿Αχαάβ (Γ´ Βα 22, 34-38).
᾿Επί τούς υἱούς τῆς ἀπειθείας· Οἱ ἄνθρωποι πού ἐπισύρουν πάνω τους τήν ὀργή τοῦ Θεοῦ εἶναι αὐτοί πού δέν ἁμαρτάνουν ἀπό ἄγνοια ἤ συναρπαγή τοῦ πονηροῦ ἀλλά ἀπό ἀπείθεια. Δέν ἔχουν τή διάθεση νά ὑπακούσουν στόν Θεό, δέν θέλουν νά συμμορφωθοῦν μέ τίς ἐντολές του. Καί ὅπως ἐκεῖνοι πού πετροβολοῦν τά ἄστρα ἤ φτύνουν τόν ἥλιο δέχονται στό κεφάλι τους αὐτά πού ἐκτοξεύουν, ἔτσι καί οἱ ἀπειθεῖς ὑφίστανται τή συνέπεια τῆς ἀπείθειάς τους.
 
3,7. ἐν οἷς καί ὑμεῖς περιεπατήσατέ ποτε, ὅτε ἐζῆτε ἐν αὐτοῖς.
  ῾Υπενθυμίζοντας ὁ ἀπ. Παῦλος στούς παραλῆπτες τῆς ᾿Επιστολῆς τήν προηγούμενη ἁμαρτωλή ζωή τους δέν τούς προσβάλλει. ᾿Αντίθετα, ὅπως ἐξηγεῖ ὁ ἅγιος Χρυσόστομος, τούς ἐγκωμιάζει καί τούς ἐπαινεῖ, διότι ἐνῶ ποτέ, κάποτε, στό παρελθόν, ζοῦσαν ἔτσι, τώρα ἔχουν ἀλλάξει ζωή καί δέν ἔχουν καμία σχέση μέ ὅλες αὐτές τίς ἀσχημίες. ῾Η ὑπενθύμιση αὐτή εἶναι ὠφέλιμη, διότι γίνεται ἀφορμή νά ἀνανεώνουν τή μετάνοιά τους καί νά ζοῦν συντριβή γιά τά χρόνια πού σπατάλησαν στήν ἁμαρτία. «᾿Αρκετός ὁ παρεληλυθώς χρόνος» (Α´ Πέ 4,3), τόν ὁποῖο ξόδευσαν σέ ματαιότητες καί κακίες· τώρα χαίρονται τό φῶς τοῦ Χριστοῦ.
 
δ) ᾿Αποβολή τοῦ παλαιοῦ ἀνθρώπου· ἔνδυση τοῦ νέου (3,8-10)
 
  Στή συνέχεια ὁ ἀπόστολος ἀπαριθμεῖ μία ἄλλη πεντάδα ψυχικῶν παθῶν, τήν ὁποία ἐπιβάλλεται νά καταπολεμήσει καί νά ἀποβάλει ὁ πιστός, ὥστε νά μή ξαναζήσει μέσα του ὁ παλαιός ἄνθρωπος.
 
3,8. νυνί δέ ἀπόθεσθε καί ὑμεῖς τά πάντα, ὀργήν, θυμόν, κακίαν, βλασφημίαν, αἰσχρολογίαν ἐκ τοῦ στόματος ὑμῶν.
  ῾Ο ἀπόστολος ἀντιπαραθέτει στήν προηγούμενη κατάσταση τῶν χριστιανῶν, «ποτέ», τήν τωρινή ζωή τους, νυνί, γιά τήν ὁποία παραγγέλλει ἀπόθεσθε καί ὑμεῖς τά πάντα. Γιά τά πάθη πού ἀνέφερε στό στίχο 6, ἔδωσε τήν ἐντολή «νεκρώσατε». Γι᾿ αὐτά πού θά ἀπαριθμήσει στή συνέχεια προστάζει ἀπόθεστε, ξεφορτωθεῖτε, ἀποβάλετε, διῶξτε. Πρόκειται γιά κακίες καί ψυχικά πάθη πού εἶναι ριζωμένα βαθιά στόν ἄνθρωπο καί δύσκολα ἐξαλείφονται τελείως. Οἱ Κολασσαεῖς καί ὅλοι οἱ χριστιανοί, ὀφείλουν νά ἐπαγρυπνοῦν καί νά προσέχουν τόν ἑαυτό τους. Κάθε φορά πού κινοῦνται στόν ἐσωτερικό τους κόσμο τά πάντα, καθετί ἀρνητικό, ἀντίθετο ἀπό τό θέλημα τοῦ Θεοῦ ὅπως ὀργή, θυμός, κακία, νά τά ἀπομακρύνουν ἀπό τήν ψυχή τους. ᾿Ακόμη, νά μή λερώσουν καί τή γλώσσα τους μέ βλασφημία καί αἰσχρολογίαν.
  Τή διαφορά ἀνάμεσα στήν ὀργήν καί στό θυμόν, ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος τήν προσδιορίζει ὡς ἑξῆς· «Θυμός μέν ἀθρόος ζέσις φρενός, ὀργή δέ θυμός ἐμμένων», δηλαδή, ὁ θυμός εἶναι μία πρόσκαιρη ἔξαψη τῆς ψυχῆς, ἐνῶ ἡ ὀργή εἶναι ὁ ἐπίμονος θυμός πού ἐκδηλώνεται ὡς ὁρμή γιά ἐκδίκηση. ῾Ο θυμός δείχνει ὅτι ἐξαντλήθηκε ἡ μακροθυμία, ἡ ὀργή δηλώνει ὅτι δέν ὑπάρχει πραότητα.
Κακία ὀνομάζει τή μνησικακία, τήν κακεντρέχεια. Αὐτό τό πάθος περιέχει καί μονιμοποιεῖ τά δύο προηγούμενα. ᾿Εκεῖνος πού φιλοξενεῖ στήν καρδιά του τήν ὀργή καί τό θυμό ἔχει κακία.
  Βλασφημία (ἀπό τό ρῆμα βλασφημῶ=βλάπτω τή φήμη κάποιου) λέγεται ἡ κακολογία, ἡ συκοφαντία (πρβλ. Μρ 7,22· ᾿Εφ 4,31· Α´ Τι 6,4 κ.ἀ.). Αἰσχρολογία εἶναι τά βρόμικα καί ἄσεμνα λόγια. Κατά τήν εὔστοχη παρατήρηση τοῦ ἁγίου Χρυσοστόμου, ὁ ἀπόστολος προσθέτει ἐμφατικά στό τέλος τοῦ στίχου τή φράση ἐκ τοῦ στόματος ὑμῶν, γιά νά δηλώσει ὅτι τά δύο τελευταῖα πάθη δέν μολύνουν μόνο τά αὐτιά ἐκείνων πού τά ἀκοῦν ἀλλά κυρίως τό στόμα ἐκείνου πού τά λέει. ῾Ο ἅγιος Θεοφύλακτος ὑπογραμμίζει τή σοβαρότητα τῶν ἁμαρτημάτων αὐτῶν, διότι μολύνουν τό στόμα τό ὁποῖο ἁγιάζεται μέ τή θεία κοινωνία (πρβλ. ᾿Ια 3,10-11).
 
3,9. μή ψεύδεσθε εἰς ἀλλήλους, ἀπεκδυσάμενοι τόν παλαιόν ἄνθρωπον σύν ταῖς πράξεσιν αὐτοῦ.
  Τό παράγγελμα μή ψεύδεσθε εἰς ἀλλήλους συνιστᾶ στούς πιστούς νά μή χρησιμοποιοῦν τό ψέμα, πού ἀφαιρεῖ τήν ἐμπιστοσύνη καί προσβάλλει τή μεταξύ τους ἀγάπη. Τό ψέμα εἶναι καρπός τῆς ἁμαρτίας· οἱ πρωτόπλαστοι ἄρχισαν νά τό χρησιμοποιοῦν ἀπό τή στιγμή πού ἁμάρτησαν. Γιά νά μήν μπαίνουν, λοιπόν, οἱ χριστιανοί στόν πειρασμό νά ποῦν ψέματα γιά νά καλύψουν τά ἁμαρτήματά τους, ὀφείλουν νά ἀγωνισθοῦν ἀπεκδυσάμενοι τόν παλαιόν ἄνθρωπον σύν ταῖς πράξεσιν αὐτοῦ. Νά ξεντυθοῦν τόν παλαιόν ἄνθρωπον, μαζί μέ τίς πράξεις, δηλαδή μέ τά πάθη καί τίς κακίες, τίς ὁποῖες μόλις ὀνόμασε ὁ ἀπόστολος. Παλαιόν ἄνθρωπον ὀνομάζει ἡ Κ.Δ. τήν παλαιωμένη καί ἐξασθενημένη ἀπό τήν ἁμαρτία ζωή τοῦ ἀνθρώπου πού δέν ἀναγεννήθηκε. Αὐτός ὁ ἄνθρωπος ὀνομάζεται καί «ψυχικός» (Α´ Κο 2,14) ἤ «σαρκικός» (Α´ Κο 3,1-4). ῾Ο παλαιός ἄνθρωπος ἔχει πεθάνει μέ τό βάπτισμα καί οἱ πιστοί τόν ξεντύθηκαν καί τόν ἀπέβαλαν ἀπό τόν ἑαυτό τους. Γιά νά διατηρήσουν ὅμως αὐτή τήν καθαρότητα πρέπει διαρκῶς νά ἀγωνίζονται, ὥστε νά μήν ἐπιτρέπουν τήν κυριαρχία τοῦ παλαιοῦ ἀνθρώπου μέσα τους, ἀλλά νά μετανοοῦν γιά τίς πτώσεις τους.
 
3,10. καί ἐνδυσάμενοι τόν νέον τόν ἀνακαινούμενον εἰς ἐπίγνωσιν κατ᾿ εἰκόνα τοῦ κτίσαντος αὐτόν.
  Οἱ πιστοί μέ τό βάπτισμα πέταξαν ἀπό πάνω τους κάθε κακία καί ντύθηκαν τόν νέον ἄνθρωπο, ἄρχισαν μιά νέα ζωή. Σ᾿ αὐτή τή νέα ζωή πρέπει συνεχῶς νά ἀνανεώνονται (πρβλ. Β´ Κο 4,16), ὥστε νά ἔχουν πνευματική αὔξηση. ῾Η αὔξηση γίνεται μέ τήν ἐπίγνωσιν, τή βιωματική προσέγγιση τοῦ Χριστοῦ καί τή μίμησή του.
  Κατ᾿ εἰκόνα τοῦ κτίσαντος αὐτόν· ῾Η ἔκφραση μᾶς θυμίζει τή δημιουργία τοῦ ἀνθρώπου· «Καί εἶπεν ὁ Θεός· ποιήσωμεν ἄνθρωπον κατ᾿ εἰκόνα ἡμετέραν καί καθ᾿ ὁμοίωσιν» (Γέ 1,26). «Εἰκών τοῦ Θεοῦ τοῦ ἀοράτου» (Κλ 1,15) εἶναι ὁ ᾿Ιησοῦς Χριστός, ὁ ὁποῖος εἶναι τό πρότυπο τοῦ χριστιανοῦ. ῾Ο Μ. ᾿Αθανάσιος γράφει σχετικά· «῾Ο τοῦ Θεοῦ Λόγος δι᾿ ἑαυτοῦ παρεγένετο, ἵν᾿ ὡς εἰκών τοῦ Πατρός, τόν κατ᾿ εἰκόνα ἄνθρωπον ἀνακτίσαι δυνηθῇ», δηλαδή ὁ Λόγος τοῦ Θεοῦ, ὁ ὁποῖος εἶναι εἰκόνα τοῦ Πατρός, ἐπισκέφθηκε τή γῆ, γιά νά ἀνακαινίσει τόν ἄνθρωπο πού εἶναι πλασμένος κατ᾿ εἰκόνα Θεοῦ.
 
ε) Κατάργηση τῶν διακρίσεων (3,11)
 
3,11. ὅπου οὐκ ἔνι ῞Ελλην καί ᾿Ιουδαῖος, περιτομή καί ἀκροβυστία, βάρβαρος, Σκύθης, δοῦλος, ἐλεύθερος, ἀλλά τά πάντα καί ἐν πᾶσι Χριστός.
  Γιά τήν κατάργηση τῶν διακρίσεων μέσα στό χῶρο τῆς ᾿Εκκλησίας κάνει λόγο ὁ ἀπόστολος Παῦλος καί στήν πρός Γαλάτας ᾿Επιστολή προσθέτοντας καί τήν κατάργηση τῆς διακρίσεως τῶν δύο φύλων· «οὐκ ἔνι ἄρσεν καί θῆλυ» (3,27-28· πρβλ. Α´ Κο 12,13).
  Τά δύο ζεύγη τῶν ἀντιθέσεων ῞Ελλην καί ᾿Ιουδαῖος, περιτομή καί ἀκροβυστία, δηλώνουν τή θρησκευτική διαφορά πού χώριζε τόν εἰδωλολατρικό κόσμο ἀπό τόν ἰουδαϊκό. Τό πρῶτο ζεῦγος ἀναφέρει τά ὀνόματα τῶν δύο κόσμων. Τό δεύτερο δείχνει τά σημάδια πού διέκριναν τούς δύο αὐτούς κόσμους, σάν νά ἦταν οἱ σημαῖες τους. Δέν ἐννοεῖ βέβαια ὁ ἀπόστολος ὅτι ἐξέλιπε πλέον τό σημεῖο τῆς περιτομῆς, ἀλλά ὅτι καταργεῖται ὅλος ὁ τελετουργικός κώδικας πού ρύθμιζε καί τήν πιό μικρή λεπτομέρεια τῆς ζωῆς τῶν ᾿Ιουδαίων. Καταργεῖται ἐπίσης καί ὁ εἰδωλολατρικός τρόπος ζωῆς πού ἄφηνε τόν ἄνθρωπο στήν ἀσυδοσία. Τήν ἴδια ἀλήθεια διακηρύττει ὁ ἀπόστολος ὅταν γράφει· «οὔτε περιτομή τι ἰσχύει οὔτε ἀκροβυστία, ἀλλά καινή κτίσις» (Γα 6,15 πρβλ. Γα 5,6).
 Στή χριστιανική κοινωνία καταργοῦνται καί οἱ πολιτισμικές διαφορές. Οἱ δύο λέξεις βάρβαρος, Σκύθης δέν δηλώνουν μία ἀντίθεση, ὅπως συμβαίνει μέ τίς προηγούμενες καί μέ τήν ἑπόμενη δυάδα λέξεων, ἀλλά τοποθετοῦνται κλιμακωτά. Βάρβαροι ὀνομάζονταν οἱ ἀπαίδευτοι, οἱ ἀμόρφωτοι λαοί, σέ ἀντίθεση μέ τούς μορφωμένους ῞Ελληνες. Οἱ Σκύθες, ἀσιατικός λαός, ἦταν οἱ πιό ἄγριοι ἀπό ὅλους τούς βαρβάρους, πού, ὅπως μαρτυροῦν ἀρχαῖοι συγγραφεῖς, λίγο διέφεραν ἀπό τά θηρία.
  Μέσα στήν ᾿Εκκλησία δέν ὑπάρχουν πλέον καί οἱ ταξικές διαφορές δοῦλος, ἐλεύθερος πού χώριζαν τούς ἀνθρώπους, διότι παντοῦ κυριαρχεῖ ὁ Χριστός.
«Πάντα ὑμῖν ὁ Χριστός ἔσται, καί ἀξίωμα καί γένος», τονίζει ὁ ἅγιος Χρυσόστομος. ῾Ο Χριστός εἶναι γιά τούς χριστιανούς τό πᾶν· τό Α καί τό Ω, ἡ ἀρχή καί τό τέλος, ὁ μόνος Κύριος καί Σωτήρας τους, ἡ μόνη ἐλπίδα καί εὐτυχία τους.
  ῾Η ἀδυναμία τῶν μελῶν τῆς κοινωνίας νά ζήσουν τήν ἀγάπη καί τήν ἀλήθεια, πού εἶναι παράγοντες εὐτυχίας καί κοινωνικῆς ἁρμονίας, γίνεται αἰτία νά ὑψωθοῦν τείχη ἐχθρικά μεταξύ τῶν διαφόρων ὁμάδων καί παρατάξεων, τίς ὁποῖες δημιουργεῖ ἡ ποικιλία τῆς ἀνθρώπινης ζωῆς. ῎Ετσι παρουσιάζεται ἕνα ἀπό τά πιό σοβαρά προβλήματα τῆς ἐποχῆς μας, καί κάθε ἐποχῆς, τό κοινωνικό πρόβλημα. Μέσα σ᾿ αὐτό περιλαμβάνεται ἡ δικαιοσύνη, ἡ δουλεία, ἡ σχέση τοῦ ἐργάτη-ἐργοδότη, ἡ θέση τῆς γυναίκας, τό πολίτευμα κτλ.
  Σέ ὅλα αὐτά τά θέματα οἱ ἄνθρωποι προσπάθησαν νά δώσουν διάφορες λύσεις, πολλές ἀπό τίς ὁποῖες φαίνονται ἐντυπωσιακές. ῎Ετσι ὑπάρχουν π.χ. πολιτικά συστήματα πού ὑπόσχονται ἰσότητα, τήν ὁποία ὅμως ἐπιβάλλουν μέ ἐξωτερικούς τρόπους καί ἔτσι καταλήγουν στή βία. ῾Η ἰσότητα τήν ὁποία ἐπιδιώκουν τά ἀνθρώπινα συστήματα θυμίζει τήν τακτική τοῦ ἀρχαίου Προκρούστη. Προσπαθεῖ νά φέρει ὅλους τούς ἀνθρώπους στό ἴδιο ὕψος, καί τούς μέν ψηλούς τούς κόβει τά πόδια, τούς δέ κοντούς τούς τεντώνει γιά νά ἀνυψωθοῦν.
  Τό εὐαγγέλιο πρίν μιλήσει γιά ἰσότητα, ἀποκαλύπτει τή μεγάλη ἀλήθεια, ὅτι εἴμαστε ὅλοι ἀδέλφια, παιδιά τοῦ ἴδιου Θεοῦ πατέρα. ᾿Από αὐτή τή θεολογική ἀλήθεια προβάλλει ἡ ἠθική τοῦ χριστιανοῦ, ἡ τίμια καί ἁγνή συναναστροφή του στήν κοινωνία. Καί καλλιεργεῖται ἡ κοινωνική ἀλήθεια. ῞Οταν ζήσουμε αὐτές τίς ἀλήθειες, τότε πράγματι δέν θά ὑπάρχουν φτωχοί καί δυστυχισμένοι ἄνθρωποι, διότι ὁ καθένας θά ἔχει τή θέση του μέσα στήν κοινωνία. Θά εἴμαστε ὅλοι μέλη τῆς μεγάλης οἰκογένειας, τῆς κοινωνίας. Μέσα στήν οἰκογένεια ὁ καθένας προσφέρει αὐτό πού μπορεῖ καί παίρνει αὐτό πού τοῦ χρειάζεται, ἀνάλογα μέ τίς ἀνάγκες του. ᾿Αναφέρω τό ἑξῆς παράδειγμα· Σέ μία οἰκογένεια, πού ἀποτελεῖται ἀπό 8 ἄτομα, δουλεύουν τά 4, ἐνῶ τά 2 σπουδάζουν στό ἐξωτερικό καί τά ἄλλα 2 εἶναι ἀνήμπορα. Τό εἰσόδημα ἀπό τή δουλειά δέν μοιράζεται ἴσα σ᾿ ὅλα τά μέλη. ᾿Εκεῖνοι πού ἐργάζονται καί προσφέρουν στήν οἰκογένεια, ξοδεύουν λιγότερα ἀπό ἐκείνους πού δέν προσφέρουν. ᾿Εδῶ δέν ἔχουμε ἰσότητα, ἔχουμε ὅμως ἀδελφότητα, πού λύνει κάθε πρόβλημα. Τό σύνθημα αὐτό δέν εἶναι ἁπλῶς μία θεωρία. ᾿Εφαρμόσθηκε στή ζωή τῆς πρώτης ᾿Εκκλησίας (πρβλ. Πρξ 4,32-35). Στή ζωή τῆς ᾿Εκκλησίας ὅπου σύμφωνα μέ τό εὐαγγέλιο ἔχουν ὅλοι τά ἴδια δικαιώματα καί ἀπόλυτη ἐλευθερία βρίσκουμε τήν ἀληθινή δημοκρατία.
  Σήμερα ἡ φεμινιστική κίνηση ἔχει σκοπό καί σύνθημα νά ἐξισώσει τή γυναίκα μέ τόν ἄνδρα. ᾿Αλλά καί σ᾿ αὐτό τό σύνθημα πρωτοπόρος εἶναι ὁ χριστιανισμός πού διακήρυξε ὅτι «οὐκ ἔνι ἄρσεν ἤ θῆλυ» καί ἐφήρμοσε τήν ἰσότητα τῶν δύο φύλων.
  Βέβαια τό εὐαγγέλιο δέν καταπιάνεται μέ κοινωνικά θέματα. ῎Αν ὅμως τό μελετήσουμε προσεκτικά καί τό ἑρμηνεύσουμε σωστά, θά βροῦμε σ᾿ αὐτό τά θεμέλια, τίς κατευθύνσεις γιά τή σωστή λύση τῶν κοινωνικῶν θεμάτων, διότι τό εὐαγγέλιο τοποθετεῖ τόν ἄνθρωπο στή σωστή του θέση. Γιά νά δημιουργηθεῖ μία καινούργια κοινωνία μέ ἰσότητα, ἀγάπη, ἀδελφοσύνη εἶναι ἀνάγκη πρῶτα νά ἀναγεννηθοῦν οἱ ἄνθρωποι, νά γίνουν νέοι ἄνθρωποι, κατά τό πρότυπο τοῦ ᾿Ιησοῦ Χριστοῦ. ῾Ο Χριστός, λοιπόν, δέν μᾶς ἐπιφυλάσσει μόνο αἰώνια δόξα στόν οὐρανό. Μᾶς δοξάζει καί ἐδῶ στή γῆ, μέσα στόν κόσμο. Μᾶς καθιστᾶ τήν εὐλογημένη μαγιά γιά τήν ἀνάπλαση τοῦ κόσμου.

Στεργίου Ν. Σάκκου, Ἀποστολικές περικοπές (βοήθημα γιά κυκλάρχες)

Παρασκευή, 08 Δεκέμβριος 2023 02:00

Κυριακή ΚΖ΄ Ἐφ 6,10-17

panoplia

Ὁ ἐξοπλισμός μας

  Ἀκούγεται προκλητικός ὁ τίτλος. Τί γνώμη μπορεῖ νά ἐκφέρει ἕνα χριστιανικό περιοδικό γιά ὅπλα καί ἐξοπλισμούς; Ἀλλά, ἄν ὁ στρατιωτικός ἐξοπλισμός ἀπασχολεῖ καί ἐνδιαφέρει τούς ἰσχυρούς τῆς γῆς, ὁ δικός μας λόγος ἀφορᾶ στόν πνευματικό ἐξοπλισμό. Διότι, ὅπως σημειώνει ὁ ἀπόστολος Παῦλος, «ἐν σαρκί γάρ περιπατοῦντες, οὐ κατά σάρκα στρατευόμεθα» (Β΄ Κο 10,3). Ἐνῶ ζοῦμε σ᾿ αὐτόν τόν κόσμο, εμαστε στρατευμένοι σέ ἀγώνα ὑπερκόσμιο. Ὑπερκόσμια, πνευματικά εἶναι τά ἔπαθλα τοῦ ἀγώνα. Ὑπερκόσμιος, ὑπεράνθρωπος καί πνευματικός εἶναι καί ὁ ἐχθρός διάβολος καί τά ὅπλα πού ἐκεῖνος χρησιμοποιεῖ ἐναντίον μας. «Οὐκ ἔχομεν πάλην πρός ἀνθρώπους ὁμοιοπαθεῖς ἡμῖν καί ἰσοδυνάμους», σχολιάζει ὁ ἅγιος Οἰκουμένιος.
  Γιά τήν ἀπόκρουση τοῦ πονηροῦ χρειαζόμαστε ὁπωσδήποτε τόν ἀνάλογο ὁπλισμό. «Τά γάρ ὅπλα τῆς στρατείας ἡμῶν οὐ σαρκικά» ἀλλά πνευματικά, «δυνατά τῷ Θεῷ πρός καθαίρεσιν ὀχυρωμάτων», τῶν ὀχυρωμάτων τοῦ διαβόλου (Β΄ Κο 10,4). Στά ὁπλοστάσια καί στίς ἀγορές τῆς γῆς δέν βρίσκονται αὐτά τά ὅπλα. Προσφέρονται δωρεάν ἀπό τόν ἀγωνοθέτη Κύριο στόν κάθε πνευματικό ἀγωνιστή. Καί εἶναι αὐτή ἡ ἴδια ἡ πανοπλία τοῦ Θεοῦ, ὅπως τήν παρουσιάζει ὁ προφήτης Ἠσαΐας (59,17-18). «Ὁ Θεός ἅπασι διανέμει τήν βασιλικήν παντευχίαν (= πανοπλία)», τονίζει ὁ Θεοδώρητος. Τά προσωπικά του ὅπλα μᾶς ἐμπιστεύεται ὁ Θεός. Τί θαυμαστό! Ὁ μυθικός Πάτροκλος φορώντας τήν πανοπλία τοῦ φίλου του Ἀχιλλέα κατατρόμαξε τούς Τρῶες καί τούς ἀνάγκασε νά κλεισθοῦν φοβισμένοι στά τείχη. Ἀλλά κι ἐμεῖς γινόμαστε πανίσχυροι, τρομεροί γιά τούς ἐχθρούς δαίμονες φορώντας τή θεϊκή πανοπλία. Στή δική μας περίπτωση μάλιστα συμβαίνει κάτι τό μοναδικό: φορώντας τήν πανοπλία τοῦ Θεοῦ ὑφιστάμεθα τήν ἐσωτερική ἀλλοίωση. Ἡ δειλία μας μεταβάλλεται σέ γενναιότητα, ὁ φόβος σέ θάρρος, ἡ ἀδυναμία σέ δύναμη. Ἔχουμε δική μας τή δύναμη τοῦ Θεοῦ.
  Ἡ θεοκίνητη πένα τοῦ ἀρχιστράτηγου ἀποστόλου Παύλου περιγράφει λιτά τήν πνευματική πανοπλία στό τελευταῖο κεφάλαιο τῆς πρός Ἐφεσίους Ἐπιστολῆς του (6,13-18). Δέσμιος στή φυλακή τῆς Ρώμης ὁ ἀπόστολος, ἔχοντας μπρός στά μάτια του τόν ὁπλισμό τοῦ ρωμαίου στρατιώτη, κατονομάζει τά ὅπλα τοῦ πιστοῦ: ζώνη, θώρακας, ὑποδήματα, θυρεός, περικεφαλαία, μάχαιρα. Ἀξίζει νά τά περιεργασθοῦμε γιά λίγο.
  Ἀπαραίτητο ἐξάρτημα τῆς στρατιωτικῆς στολῆς σήμερα ἀλλά ἰδιαίτερα στήν ἀρχαιότητα ἡ ζώνη, στερέωνε στή μέση τό χιτώνα καί καθιστοῦσε εὐσταλῆ καί εὐκίνητο τόν στρατιώτη, ὥστε μέ ἄνεση νά ἐκτελεῖ τά παραγγέλματα. Τί σημασία ἔχει ἡ ζώνη τῆς πνευματικῆς πανοπλίας; Σημαίνει τήν περιστολή, τόν περιορισμό τῶν παθῶν, καθώς κοντά στή μέση, στά νεφρά, κατά τή βιβλική ἀνθρωπολογία, βρίσκεται ἡ ἕδρα τῶν ἐπιθυμιῶν. Ἡ πονηρή ἐπιθυμία, κατά τόν ἅγιο Ἰωάννη Δαμασκηνό, εἶναι ἐμπαιγμός καί ψέμα. Δέν εἶναι ἡδονή ἡ ἁμαρτία ἀλλά σκιά ἡδονῆς. Γι᾿ αὐτό ὁ ἀπόστολος Παῦλος τονίζει στούς πιστούς νά ζωστοῦν «ἐν ἀληθείᾳ», μέ τήν ἀληθινή ἡδονή, τή σωφροσύνη. Ἡ ἐγκράτεια, λοιπόν, εἶναι τό πρωταρχικό ὅπλο τοῦ πνευματικοῦ ἀγώνα.
  Στή ζώνη οἱ ἀρχαῖοι πολεμιστές στερέωναν τό θώρακα, ὁ ὁποῖος προστάτευε ἀπό τά ἐχθρικά κτυπήματα τό ἐπάνω μέρος τοῦ σώματος. Στήν πνευματική πανοπλία ὁ θώρακας ὀνομάζεται «θώρακας δικαιοσύνης». Εἶναι, ὅπως ἐξηγεῖ ὁ ἅγιος Εὐθύμιος Ζιγαβηνός, ὁ ἐνάρετος βίος, πού «θώρακος δίκην» σκέπει τούς πιστούς καί τούς καθιστᾶ ἄτρωτους ἀπό τά ἐχθρικά βέλη.
  Τά ὑποδήματα, ὄχι ὅπλο ἀλλά ἀπαραίτητο ἐξάρτημα τοῦ στρατιώτη, τόν κρατοῦν σέ κατάσταση ἑτοιμότητος. Γιά τόν πνευματικό πολεμιστή ἡ ὑπόδηση δηλώνει τήν «ἑτοιμασία τοῦ εὐαγγελίου τῆς εἰρήνης», τήν προθυμία καί τόν ἐνθουσιασμό νά μεταφέρει στόν κόσμο τό εὐαγγέλιο. Ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ φτερώνει τά πόδια καί κάνει τόν χριστιανό ἀγγελιοφόρο τῆς εἰρήνης τοῦ Θεοῦ, εὐαγγελιστή τοῦ κόσμου.
  Ὁ θυρεός ἦταν μία τεράστια ἀσπίδα, ἡ ὁποία κάλυπτε ὅλο τό σῶμα, ἕνα κινούμενο τεῖχος, πού ἐξοστράκιζε τά πυρωμένα βέλη τοῦ ἐχθροῦ. Ἀντίστοιχα, ὁ θυρεός τῆς πίστεως εἶναι ἡ ἀκλόνητη καί ρωμαλέα πίστη. Αὐτή προστατεύει τόν πιστό ἀπό τούς δριμύτατους πειρασμούς τῶν πονηρῶν δυνάμεων.
  Γιά νά ἀσφαλίσει τό κεφάλι του ὁ ἀρχαῖος στρατιώτης φοροῦσε πάντα στή μάχη τήν περικεφαλαία. Τά ὀρθόδοξα δόγματα πρόγονο τοῦ σημερινοῦ κράνους. εἶναι ἡ «περικεφαλαία τοῦ σωτηρίου», οἱ σωτήριες ἀλήθειες τῆς πίστεως ἀσφαλίζουν τό νοῦ τοῦ πιστοῦ ἀπό τίς πλάνες θεωρίες, πού σκοτίζουν τή διάνοια.
  Κοντά σ᾿ ὅλα αὐτά τά ἀμυντικά ὅπλα προσθέτει ὁ ἀπόστολος Παῦλος κι ἕνα ἐπιθετικό, τή μάχαιρα. Εἶναι ἡ ρομφαία ἤ τό ξίφος, πού κρεμόταν στόν δεξιό μηρό τοῦ στρατιώτη. Μέ τόν ἐπιδέξιο χειρισμό τοῦ πολεμιστῆ ἐπέφερε θανατηφόρα κτυπήματα στούς ἐχθρούς. Ὁ στρατιώτης τοῦ Χριστοῦ κρατᾶ τή «μάχαιρα τοῦ Πνεύματος», τήν ὁποία κατευθύνει ἐπιδέξια τό Ἅγιο Πνεῦμα. Εἶναι ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ, πού ἔχει τή δύναμη νά διεισδύει ὥς τά βάθη τῆς καρδιᾶς. Μέ τή μάχαιρα τοῦ θείου λόγου συντρίβονται τά δεσμά τοῦ πονηροῦ, καταλύονται τά πάθη, ἀλλά καί διαφωτίζονται ψυχές ἀπό τήν κατοχή τοῦ σατανᾶ ὁδηγοῦνται στό στρατόπεδο τοῦ Χριστοῦ, στήν Ἐκκλησία.
  Ἕνα τελευταῖο ὅπλο σάν μυστικός ἀσύρματος κρατᾶ τόν πιστό σέ συνεχῆ ἐπαφή μέ τόν Κύριο καί τόν συνδέει μέ τούς ἄλλους συναγωνιστές. Εἶναι ἡ προσευχή. Ἡ πνευματική πανοπλία καλύπτει τόν ἀγωνιστή τοῦ Χριστοῦ ἀπό τήν κορφή ὥς τά νύχια καί  τόν καθιστᾶ ἀήττητο. Μέ μιά προϋπόθεση ὅμως: νά μήν ἐμπιστεύεται στίς δικές του δυνάμεις, ἀλλά συνεχῶς νά ζητᾶ τή θεία βοήθεια μέ τήν προσευχή. Ὁ ἐχθρός καιροφυλακτεῖ γιά νά ἐπιτεθεῖ στόν πιστό. Ἀδυνατεῖ ὅμως νά τόν βλάψει, ὅταν ἐκεῖνος μένει ἄγρυπνος, προσεύχεται ἀδιάλειπτα καί διατηρεῖ ἔτσι ἀδιάκοπη ἐπικοινωνία μέ τόν Θεό.
  Ἁγνότητα καί σωφροσύνη, ἁγιότητα ζωῆς, ἀκλόνητη πίστη, ἐμμονή στά ὀρθόδοξα δόγματα, μελέτη τοῦ θείου λόγου, προσευχή ἀδιάλειπτη νά ὁ ἐξοπλισμός μας! Γιά τούς ἀπίστους ὅλα αὐτά εἶναι ἄγνωστα ἤ ἀδιάφορα, πιθανόν καί ἐνοχλητικά. Γιά μᾶς τούς πιστούς τί νόημα ἔχουν; Ποιά εἶναι ἡ θέση τους στή ζωή μας;

            Στέργιος  Ν. Σάκκος