Super User

Super User

Παρασκευή, 19 Αύγουστος 2022 03:00

Κυρ. Ι΄ Ματθαίου Α΄ Κο 4,9-16

stayros4,9. Δοκῶ γὰρ ὅτι ὁ Θεὸς ἡμᾶς τοὺς ἀποστόλους ἐσχάτους ἀπέδειξεν, ὡς ἐπιθανατίους, ὅτι θέατρον ἐγενήθημεν τῷ κόσμῳ, καὶ ἀγγέλοις καὶ ἀνθρώποις.
  Μέ τό ρῆμα δοκῶ, πού σημαίνει «νομίζω, ἔχω τήν γνώμη», ὁ ἀπόστολος κάνει μία εἰσαγωγή σέ ἤπιο τόνο καί μέ πολλή διακριτικότητα. ῎Αν καί ζῆ καθημερινά τήν ἀποστολική διακονία σέ κάθε λεπτομέρειά της καί ἡ πείρα, τουλάχιστον, τοῦ δίνει τό δικαίωμα νά μιλήσει γι᾿ αὐτό τό θέμα ὡς αὐθεντία, παρά ταῦτα προσέχει νά μήν ἐρεθίσει ἀπό τήν ἀρχή τούς ἐλεγχόμενους Κορινθίους.
  Ὅταν ὁ Παῦλος λέγει ὅτι ὁ Θεός κατέστησε τούς ἀποστόλους ἐσχάτους, δέν μειώνει τό ὕψιστο ἀποστολικό ἀξίωμα ἀλλά μιλάει κατά τήν ὑπόνοια τῶν ἀκροατῶν. Γιά τόν κόσμο καί γιά ὅποιον σκέφτεται μέ τά κριτήρια τοῦ κόσμου οἱ ἀπόστολοι, ζώντας μιά ζωή ἄσημη καί ταλαιπωρημένη, ἐκτεθειμένοι πάντοτε στίς κακουχίες, στούς ὀνειδισμούς καί στίς διώξεις, εἶναι τελευταῖοι, χωρίς τιμή καί δόξα. Ἐντούτοις, ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ καί γιά ὅσους ἔχουν τό πνεῦμα τοῦ Θεοῦ, ὅταν εἶναι κανείς ἔσχατος, τότε γίνεται πρῶτος (βλ. Μθ 19,30). Ὁ ἴδιος ὁ Χριστός ὑπέστη τήν ἐσχάτη περιφρόνηση. Εἶναι δεῖγμα πνευματικότητος καί γνήσιας χριστιανικῆς ζωῆς, ὅταν οἱ πιστοί ἔχοντας πρότυπό τους τόν Χριστό προτιμοῦν νά εἶναι ἔσχατοι, περιφρονημένοι καί ἄδοξοι.
῾Ως ἐπιθανατίους σημαίνει σάν καταδικασμένους σέ θάνατο. Στά χρόνια τοῦ ἀπ. Παύλου, οἱ νικητές αὐτοκράτορες καί στρατηγοί ἔμπαιναν στήν πόλη μέ παρέλαση. Μπροστά πήγαιναν ὑπερήφανα, μέ τό κεφάλι ψηλά, τά διάφορα σώματα τοῦ στρατοῦ καί ὁ κόσμος θαύμαζε καί χειροκροτοῦσε. Στό τέλος τῆς πομπῆς περνοῦσαν ταπεινωμένοι οἱ ἐπιθανάτιοι, οἱ αἰχμάλωτοι τοῦ πολέμου πού στήν συνέχεια θανατώνονταν. Ἡ παρέλαση ἦταν γι᾽ αὐτούς διαπόμπευση, διότι ὅλοι τούς γιουχάιζαν καί τούς εἰρωνεύονταν. Αὐτή τήν εἰκόνα μεταφέρει ὁ ἀπ. Παῦλος ὅταν χαρακτηρίζει τούς ἀποστόλους ὡς ἐπιθανατίους. Τούς βλέπει νά εἶναι οἱ ἔσχατοι, οἱ τελευταῖοι στήν παρέλαση τῆς ἀνθρωπότητος. Κακοπαθοῦν καί καθημερινά ἑτοιμάζονται γιά τόν ἐπικείμενο μαρτυρικό θάνατο (βλ. Α´ Κο 15,31 Β´ Κο 1,9). Ὁ ἑκούσιος καθημερινός θάνατος, βέβαια, χαρίζει καί τήν ἀνάσταση (βλ. Β´ Κο 6,9). Καί στήν φυσική ζωή τοῦ ἀποστόλου κάθε φυλάκιση ἦταν ἕνας θάνατος καί κάθε διάσωσή του μία ἀνάσταση, ἀλλά καί στόν πνευματικό του ἀγώνα κάθε ἄρνηση τοῦ προσωπικοῦ του θελήματος, κάθε θάνατος τοῦ «ἐγώ» του τόν ἀνάσταινε στήν ἐν Χριστῷ ζωή, ὥστε νά διακηρύττει· «ζῶ δὲ οὐκέτι ἐγώ, ζῇ δὲ ἐν ἐμοὶ Χριστός» (Γα 2,20).
  Ἡ ζωή τῆς ἐκκλησίας, τοῦ κάθε πιστοῦ καί μάλιστα τῶν ἀποστόλων ἀποτελεῖ ἀντικείμενο ἐνδιαφέροντος καί προσοχῆς τοῦ ὁρατοῦ καί τοῦ ἀοράτου κόσμου. Αὐτό δηλώνει ἡ φράση θέατρον ἐγενήθημεν τῷ κόσμῳ, τήν ὁποία ἐπεξηγεῖ ἡ ἑπόμενη καὶ ἀγγέλοις καὶ ἀνθρώποις.
  Οἱ ἄνθρωποι διακρίνονται στούς ἐχθρούς τῆς ἐκκλησίας καί στά μέλη τῆς στρατευομένης ἐκκλησίας. Οἱ ἐχθροί μέ μανία προσπαθοῦν νά ἐμποδίσουν τό ἔργο τοῦ εὐαγγελίου. Εἶναι αὐτοί πού περιφρονοῦσαν καί χλεύαζαν τούς ἀποστόλους, τούς κατα- δίωκαν, τούς κακοποιοῦσαν καί μέ κάθε τρόπο προσπαθοῦσαν νά ἀνακόψουν τόν εὐαγγελισμό τῶν ψυχῶν. Ἀντίθετα, τά μέλη τῆς ἐκκλησίας, ὅπως βλέπουμε στό βιβλίο τῶν Πράξεων, συμπαραστέκονται στούς ἀγῶνες τῶν ἀποστόλων καί συμμετέχουν στό ἔργο τους. Ὅταν π.χ. ὁ Πέτρος κλείσθηκε στήν φυλακή, ἡ ἐκκλησία ἀγρυπνοῦσε στήν προσευχή (βλ. Πρξ 12,5).
  Ἀλλά τήν ἀποστολική διακονία παρακολουθεῖ μέ ἐνδιαφέρον καί ὁ κόσμος τῶν ἀγγέλων, πού καί αὐτοί εἶναι διηρημένοι σέ δύο ἀντίθετες καί ἀντικρουόμενες ὁμάδες. Στήν μία ὁ σατανᾶς καί οἱ δαιμονικές δυνάμεις ἐνισχύουν καί σκοτίζουν τούς ἐχθρούς τῆς ἐκκλησίας καί τούς ὑποδαυλίζουν σέ διωγμούς τῶν ἀποστόλων καί σέ ἄλλες ἐκδηλώσεις κακίας καί βίας. Στήν ἄλλη ὁμάδα οἱ ἀγγελικές δυνάμεις μαζί μέ ὅλη τήν θριαμβεύουσα ἐκκλησία παρακολουθοῦν τούς ἀποστόλους, τούς ἐμπνέουν καί τούς συμπαραστέκονται ἀόρατα.

4,10. Ἡμεῖς μωροὶ διὰ Χριστόν, ὑμεῖς δὲ φρόνιμοι ἐν Χριστῷ· ἡμεῖς ἀσθενεῖς, ὑμεῖς δὲ ἰσχυροί· ὑμεῖς ἔνδοξοι, ἡμεῖς δὲ ἄτιμοι.
  Μέ ζωηρές ἀντιθέσεις ὁ ἀπόστολος Παῦλος παρουσιάζει τίς δυσκολίες, τούς διωγμούς καί τά παθήματα πού ὑφίστανται οἱ ἀπόστολοι γιά νά φωτίσουν, νά καλλιεργήσουν καί νά ὁδηγήσουν στήν βασιλεία τοῦ Θεοῦ τούς πιστούς. Ὅπως οἱ γονεῖς δουλεύουν σέ σκληρές ἐργασίες καί πολλές φορές κινδυνεύουν γιά νά βγάλουν τό μεροκάματο μέ τό ὁποῖο θέλουν νά θρέψουν καί νά σπουδάσουν τά παιδιά τους καί γενικά νά κάνουν ἄνετη καί εὐχάριστη τήν ζωή τῆς οἰκογενείας, ἔτσι καί οἱ ἀπόστολοι θυσιάζονται γιά τούς πιστούς. Στήν Β΄πρός Κορινθίους ἐπιστολή γράφει ὅτι ἐμεῖς οἱ δοῦλοι τοῦ Χριστοῦ εἴμαστε καί δοῦλοι ὅλων τῶν παιδιῶν τοῦ Χριστοῦ, τῆς οἰκογενείας τοῦ Θεοῦ (βλ. Β´ Κο 4,5).
  Δέν τούς ἐλέγχει, ὡστόσο, ἄμεσα ὁ ἀπόστολος, διότι ὁ λόγος του θά γινόταν πολύ αὐστηρός, καί ἴσως δέν θά τόν ἄντεχαν. Προτιμᾶ νά τούς ἐλέγξει μέ ἕναν πλάγιο τρόπο. Ἔτσι τούς λέγει: Ἡμεῖς μωροὶ διὰ Χριστόν, ὑμεῖς δὲ φρόνιμοι ἐν Χριστῷ· ἐμεῖς οἱ ἀπόστολοι ἐμφανιζόμαστε στόν κόσμο ἀνόητοι, ἀκολουθώντας τήν διδασκαλία τοῦ Χριστοῦ καί δαπανώντας τόν ἑαυτό μας στό ἔργο του, γιά ν᾽ ἀποκτήσετε ἐσεῖς τήν σοφία τοῦ Θεοῦ. Ἡμεῖς ἀσθενεῖς, ὑμεῖς δὲ ἰσχυροί· ἐμεῖς στερούμαστε κάθε κοσμική δύναμη (πρβλ. Α´ Κο 2,3), γιά νά ἀναδειχθεῖτε ἐσεῖς ἰσχυροί. Ὑμεῖς ἔνδοξοι, ἡμεῖς δὲ ἄτιμοι· γιά νά ἀπολαύσετε ἐσεῖς τήν αἰώνια δόξα, ἐμεῖς ἀρνηθήκαμε τήν τιμή καί τήν δόξα αὐτοῦ τοῦ κόσμου καί γίναμε ἀντικείμενο χλεύης καί ὀνειδισμοῦ.
  Θά καταλάβουμε καλύτερα τί θέλει νά πεῖ ὁ ἀπόστολος μέ κάποια παραδείγματα ἀπό τήν φυσική ζωή: Σέ μιά οἰκογένεια ἕνα παιδί γεννήθηκε μέ νεφρική ἀνεπάρκεια βαρειᾶς μορφῆς. Γιά νά ἐπιζήσει ἔπρεπε νά βρεθοῦν συμβατοί δότες νά δώσουν νεφρά. Οἱ πρῶτοι πού προσφέρθηκαν ἦταν οἱ γονεῖς του. Ἔδωσε ὁ καθένας ἀπό ἕνα νεφρό καί τό παιδί τους σώθηκε. Αὐτοί οἱ γονεῖς προτίμησαν νά γίνουν οἱ ἴδιοι κατά κάποιο τρόπο ἀσθενεῖς γιά νά εἶναι τό παιδί τους ἀπολύτως ὑγιές. Σέ ἄλλη περίπτωση δύσκολης ἀσθένειας ὁ πατέρας ἀναγκάσθηκε νά πουλήσει τήν περιουσία του, νά δανεισθεῖ γιά νά βρεῖ θεραπεία τό παιδί του. Ἔγινε πτωχός γιά νά δώσει ζωή καί ὑγεία στό παιδί. Ἔτσι καί οἱ διδάσκαλοι τοῦ εὐαγγελίου δίνουν τόν ἑαυτό τους, στεροῦνται δικαίων ἀπολαύσεων, καταναλώνουν τίς σωματικές δυνάμεις τους γιά τό ἔργο τῆς σωτηρίας τῶν πιστῶν. Μιμοῦνται ἔτσι τόν διδάσκαλό τους, τόν Κύριο Ἰησοῦ Χριστό, ὁ ὁποῖος ἔγινε ἀσθενής καί ἄτιμος, γιά νά χαρίσει σέ μᾶς δύναμη, πλοῦτο καί δόξα.
  Ὅπως ἐπισημαίνει ὁ ἅγιος Χρυσόστομος, ὁ ἀπόστολος Παῦλος προσπαθεῖ μέ ἔμμεσο τρόπο νά βοηθήσει τούς Κορινθίους νά συνειδητοποιήσουν ὅτι ὀφείλουν νά ζητοῦν τά τῶν ἀποστόλων, τούς κινδύνους καί τίς προσβολές, ὄχι τίς τιμές καί τίς δόξες. Διότι αὐτό ἀπαιτεῖ τό γνήσιο κήρυγμα.
  Ἐξετάζοντας κανείς τήν προσωπικότητα, τά χαρίσματα καί τήν μόρφωση τοῦ ἀποστόλου Παύλου θά μποροῦσε νά καταλάβει ὅτι πρίν γνωρίσει τόν Χριστό ἀνοίγονταν μπροστά του πλατεῖς ὁρίζοντες ἐξέλιξης στόν ραββινικό κόσμο. Ἡ κατοπινή του πορεία ὅμως ἔκλεισε κάθε δρόμο ἐπίγειας δόξας καί τόν ὁδήγησε σέ φυλακίσεις, βασανιστήρια, ἐξευτελισμούς καί διώξεις. Ἀντί νά γίνει ἄρχοντας τοῦ Ἰσραήλ, ὅπως περίμενε νά τόν καμαρώσει τό ἔθνος του, κατήντησε ὁ κατάδικος τῆς οἰκουμένης. Τόν στεφάνωσε ὅμως ὁ οὐρανός. Μέ τά ἀνθρώπινα κριτήρια μόνο τρέλα μπορεῖ νά χαρακτηρισθεῖ ἡ ἐπιλογή τοῦ Παύλου καί ἡ ἀμετάκλητη ἀπόφασή του νά ἀκολουθήσει τόν Χριστό.
  Σέ κάθε ἐποχή, ὅσοι ζοῦν τήν ἁμαρτωλή καί διεφθαρμένη ζωή τοῦ κόσμου θεωροῦν τρέλα τό νά ἀκολουθεῖς τόν Χριστό, νά ἀντιστέκεσαι στά πάθη καί στίς ἡδονές, νά μοιράζεις ἀντί νά μαζεύεις, νά ὑποχωρεῖς ἀντί νά διεκδικεῖς, νά συγχωρεῖς ἀντί νά ἐκδικεῖσαι. Ἡ ἁγνότητα, ἡ σωφροσύνη, ἡ ἄσκηση, ἡ τιμιότητα, ἡ ἀφιλαργυρία, ἡ ταπείνωση εἶναι γιά τόν κόσμο μωρία καί ἀδυναμία γιά τόν πιστό ὅμως εἶναι ἡ μεγαλύτερη δόξα.

4,11. Ἄχρι τῆς ἄρτι ὥρας καὶ πεινῶμεν καὶ διψῶμεν καὶ γυμνητεύομεν καὶ κολαφιζόμεθα καὶ ἀστατοῦμεν.
  Ὁ ἀπόστολος βεβαιώνει τούς Κορινθίους ὅτι δέν συνάντησε δυσκολίες μόνο στήν ἀρχή τῆς δράσεώς του. Μέχρι καί τήν ὥρα αὐτή πού τούς γράφει ἀπό τήν Ἔφεσο, ζῆ μέ στερήσεις καί ἀντιμετωπίζει διωγμούς. «Δέν διηγοῦμαι παλαιά πράγματα, ἀλλά πράγματα γιά τά ὁποῖα συνεπιμαρτυρεῖ καί ἡ παροῦσα πραγματικότητα», ἑρμηνεύει ὁ ἅγιος Χρυσόστομος καί τονίζει ὅτι τέτοιος πρέπει νά εἶναι ὅλος ὁ βίος τῶν χριστιανῶν καί ὄχι μόνο μία καί δύο ἡμέρες. Διότι ἄν κάποιος ἀθλητής ἐπιτύχει στήν προπόνηση ἀλλά κατόπιν ἡττηθεῖ, δέν στεφανώνεται.
  Οἱ ἀπόστολοι στίς περιοδεῖες τους καί πεινοῦν καί διψοῦν καί στεροῦνται τά κατάλληλα ἐνδύματα γιά τίς κακοκαιρίες (πρβλ. Β´ Κο 11,27), καί δέχονται περιπαιχτικά χτυπήματα αὐτό δηλώνει τό κολαφιζόμεθα (πρβλ. Μθ 26,67 Μρ 14,65 Β΄Κο 12,7 Α΄Πέ 2,20). Συνήθως ἔχουμε τρία εἴδη χτυπημάτων: τό «ράπισμα» δηλαδή τό χαστούκι (βλ. Μρ 14,65 Ἰω 18,22 19,3), ὁ «κόνδυλος» πού σημαίνει τήν γροθιά καί ὁ «κόλαφος» πού εἶναι τό περιπαιχτικό καί περιφρονητικό χτύπημα στό σβέρκο, ἡ καρπαζιά. Τό ἀστατοῦμεν σημαίνει ὅτι ὄχι μόνον διαρκῶς μεταβαίνουν ταλαιπωρημένοι ἀπό τόπο σέ τόπο, χωρίς νά ἔχουν μιά μόνιμη κατοικία γιά νά ἀναπαύονται, ἀλλά καί τό ὅτι σέ ὅποιο μέρος πηγαίνουν ἀντιμετωπίζουν συνήθως διωγμούς.

4,12-13α. καὶ κοπιῶμεν ἐργαζόμενοι ταῖς ἰδίαις χερσί· λοιδορούμενοι εὐλογοῦμεν, διωκόμενοι ἀνεχόμεθα, βλασφημούμενοι παρακαλοῦμεν.
  Σέ ὅλη τήν ἀποστολική του δράση ὁ ἀπόστολος Παῦλος παρέμεινε ἀκτήμονας καί ἀφιλάργυρος, ἐργαζόμενος ὡς σκηνοποιός ταῖς ἰδίαις χερσὶ γιά νά ἀντιμετωπίσει τίς ἀνάγκες καί τά ἔξοδα τά δικά του καί τῶν συνεργατῶν του. Στήν Κόρινθο γνωρίσθηκε μέ τόν Ἀκύλα καί τήν Πρίσκιλλα, «καὶ διὰ τὸ ὁμότεχνον εἶναι ἔμεινε παρ᾿ αὐτοῖς καὶ εἰργάζετο» (Πρξ 18,3). Κανείς δέν μποροῦσε νά τόν κατηγορήσει ὅτι ζοῦσε εἰς βάρος τῶν πιστῶν, ὅπως ἔκαναν πολλοί ἄλλοι πού παρουσιάζονταν ὡς διδάσκαλοι τοῦ εὐαγγελίου (βλ. Α΄ Κο 9,12). Στούς Θεσσαλονικεῖς μέ ἀφορμή τίς ἀταξίες τους στό θέμα τῆς ἐργασίας προβάλλει τόν ἑαυτό του ὡς πρότυπο (βλ. Α´ Θε 2,9). Τά τρία χρόνια πού ἔμεινε στήν Ἔφεσο ὁ Παῦλος ἐξοικονομοῦσε χρόνο γιά νά δουλεύει. Στόν ἀποχαιρετιστήριο λόγο του πρός τούς πρεσβυτέρους τῆς περιοχῆς τῆς Ἐφέσου, πού τόν γνώριζαν, διακηρύττει· «αὐτοὶ γινώσκετε ὅτι ταῖς χρείαις μου καὶ τοῖς οὖσι μετ᾿ ἐμοῦ ὑπηρέτησαν αἱ χεῖρες αὗται» (Πρξ 20,34). Πολύ πιθανόν νά σήκωσε τότε καί νά ἔδειξε τίς παλάμες του, τά χέρια του τά ροζιασμένα ἀπό τήν σκληρή χειρωνακτική δουλειά. Μιμήθηκε καί σ᾿ αὐτό τόν Κύριό μας, πού ἦταν «τέκτων» (Μρ 6,3), χειρώναξ, καί ἀπό μικρός ἔμαθε στήν Ναζαρέτ νά κάνει ὅλες τίς σκληρές χειρωνακτικές ἐργασίες. Τό παράδειγμά του ἀποτελεῖ θαυμαστό ὑπόδειγμα ἀνιδιοτέλειας ἀλλά συγχρόνως καί ἔλεγχο ὅλων τῶν ἐργατῶν τοῦ Χριστοῦ.
  Τήν τακτική τῆς ἀφιλαργυρίας, τῆς ἀκτημοσύνης, τῆς αὐταπάρνησης καί τῆς κακοπάθειας, πού εἶναι ἕνα συνεχές μαρτύριο, τήν ἀκολούθησαν οἱ ἅγιοι τῆς Ἐκκλησίας μας. Ἐνδεικτικά ἀναφέρω τόν Μ. Ἀντώνιο, τόν ἅγιο Νικόλαο, τόν ἅγιο Ἰωάννη τόν Χρυσόστομο, τόν ἅγιο Στυλιανό οἱ ὁποῖοι εἶχαν κληρονομήσει τεράστιες περιουσίες ἀπό τούς γονεῖς τους, ὅμως τίς μοίρασαν στούς φτωχούς καί ἔζησαν μέ μεγάλη λιτότητα καί αὐστηρή ἄσκηση. Ἡ διακόνισσα Ὀλυμπιάδα, ἀληθινή ἀριστοκράτισσα καί ἀρχόντισσα τοῦ Βυζαντίου, σκόρπισε μέ ἁπλοχεριά καί ἀγάπη τά πλούτη της στά φιλανθρωπικά ἔργα τῆς Ἐκκλησίας. Τό ἴδιο ἔκανε καί ἡ νεομάρτυς ἁγία Φιλοθέη στήν σκλαβωμένη Ἀθήνα στά μαῦρα χρόνια τῆς τουρκοκρατίας.
  Ὁ ἀπόστολος βεβαιώνει ὅτι δέν δυσανασχετεῖ μέ ὅσα ὑπομένει ἀλλά ἀντίθετα ἀγάλλεται (πρβλ. Μθ 5,12). Αὐτό φαίνεται, κατά τόν ἅγιο Χρυσόστομο, ἀπό τό ὅτι ἀνταποδίδει ἀκριβῶς τά ἀντίθετα λοιδορούμενοι εὐλογοῦμεν, διωκόμενοι ἀνεχόμεθα, βλασφη- μούμενοι παρακαλοῦμεν. «Λοιδορία» σημαίνει βρισιά καί ἐμπαιγμό, κοροϊδία. Μᾶς ὑβρίζουν περιφρονητικά, λέγει ὁ Παῦλος, καί ἐμεῖς μιλοῦμε μέ καλά λόγια καί εὐχόμαστε τό καλό γι᾿ αὐτούς. Ἐκείνους πού μᾶς καταδιώκουν τούς ἀντιμετωπίζουμε μέ πραότητα. Σ᾽ ἐκείνους πού μᾶς συκοφαντοῦν μιλοῦμε γλυκά, ἀποδίδοντας τιμή. Αὐτή ἡ ἀνεξίκακη συμπεριφορά, βέβαια, στά μάτια τῶν ἀνθρώπων φαίνεται μωρία καί ἀδυναμία. Οἱ ἀπόστολοι ὅμως προτιμοῦν νά τηροῦν τήν ἐντολή τοῦ Χριστοῦ· «ἐγὼ δὲ λέγω ὑμῖν, ἀγαπᾶτε τοὺς ἐχθρούς ὑμῶν, εὐλογεῖτε τοὺς καταρωμένους ὑμᾶς, καλῶς ποιεῖτε τοῖς μισοῦσιν ὑμᾶς καὶ προσεύχεσθε ὑπὲρ τῶν ἐπηρεαζόντων ὑμᾶς καὶ διωκόντων ὑμᾶς» (Μθ 5,44).

4,13β. ὡς περικαθάρματα τοῦ κόσμου ἐγενήθημεν, πάντων περίψημα ἕως ἄρτι.
  Περικαθάρματα εἶναι ὅσα ἄχρηστα μαζεύει ἡ σκούπα, τά σκουπίδια, ἐνῶ περίψημα λέγεται ἡ λεπτότερη βρομιά, ἡ ἀκαθαρσία. Ὁ ἀπόστολος τίς χρησιμοποιεῖ μεταφορικά, γιά νά δηλώσει τόν ἄνθρωπο πού εἶναι βδελυρός καί ἄξιος περιφρονήσεως, αὐτός τόν ὁποῖο ἀποκαλοῦμε «σκουπίδι».
  Οἱ ἀπόστολοι πού ἦταν τά ἁγιώτερα πρόσωπα καί οἱ εὐγενέστερες καρδιές, αὐτοί πού εὐαρέστησαν τόν Θεό, τιμήθηκαν καί δοξάσθηκαν ἀπ᾿ αὐτόν, περιφρονήθηκαν ἀπό τούς ἀνθρώπους καί θεωρήθηκαν ὡς σκουπίδια, ὡς ἑστίες μολύνσεως. ῎Αν ὁ Κύριος μέ τήν ἀγάπη καί τήν θυσία του μεταβάλλει τίς ἁμαρτίες μας, πού εἶναι πραγματικά σκουπίδια, σέ ἔργα μετανοίας καί σέ στολίδια ἀρετῶν, πόσο μᾶλλον ἀγαπάει καί δοξάζει τούς διακόνους τοῦ εὐαγγελίου, πού ὁ κόσμος τούς περιφρονεῖ καί τούς θεωρεῖ σκουπίδια, ἐνῶ εἶναι ἀληθινοί θησαυροί!
  Ὅλα ὅσα ἔγραψε ὁ ἀπόστολος Παῦλος ὥς τό σημεῖο αὐτό τῆς Ἐπιστολῆς του ἐνδεχομένως νά στενοχώρησαν τούς πιστούς τῆς Κορίνθου, διότι εἰπώθηκαν μέ κάπως σκληρό καί εἰρωνικό τρόπο. Ὁ ἀπόστολος τώρα τούς διευκρινίζει ὅτι σκοπός του δέν εἶναι νά τούς κάνει νά ντραποῦν, ἀλλά νά τούς παιδαγωγήσει. Δέν αἰσθάνεται πρός τούς Κορινθίους τήν ἁπλή σχέση τοῦ διδασκάλου πρός τούς μαθητές. Νιώθει ὅτι εἶναι ὁ πνευματικός τους πατέρας, διότι τούς ἀναγέννησε, τούς ἐνέταξε στήν Ἐκκλησία, τήν οἰκογένεια τοῦ Θεοῦ. Γι᾽ αὐτό μέ ἀγωνία καί πατρική στοργή παρακολουθεῖ τήν πορεία τους. Μέ τόνο τρυφερότερο τούς παρακαλεῖ νά δείξουν ὅτι εἶναι δικά του παιδιά, νά μοιάσουν στόν πνευματικό τους πατέρα, πού πρότυπό του ἔχει τόν ἴδιο τόν Κύριο Ἰησοῦ Χριστό. Καί δέν περιορίζεται μόνο σ᾽ αὐτήν τήν νουθεσία. Στέλνει καί μιά ζωντανή παράκληση, ἕνα ζωντανό γράμμα, τόν Τιμόθεο, πού εἶναι τέκνο του ἀγαπητό καί γνήσιο, πού τοῦ μοιάζει. Αὐτός θά κάνει τό σπουδαῖο ἔργο νά τούς ὑπενθυμίσει, μέ τόν λόγο ἀλλά καί τό παράδειγμά του, τήν διδασκαλία πού παρέλαβαν ἀπό τόν ἀπ. Παῦλο.

4,14. Οὐκ ἐντρέπων ὑμᾶς γράφω ταῦτα, ἀλλ᾿ ὡς τέκνα μου ἀγαπητὰ νουθετῶ.
  Ἐντρέπω (ἐν+τρέπειν) σημαίνει κάνω κάποιον νά στρέψει ἀλλοῦ τό πρόσωπό του εἴτε ἀπό σεβασμό εἴτε ἀπό ντροπή. Ὁ ἀπόστολος Παῦλος ἐξηγεῖ στούς Κορινθίους τίς προθέσεις του. Κατά τόν ἅγιο Χρυσόστομο, εἶναι ἄριστη αὐτή ἡ θεραπεία, δηλαδή ἀφοῦ πεῖ κανείς ὅ,τι θέλει, νά δικαιολογήσει στήν συνέχεια τόν τρόπο πού σκέπτεται. Ἄν δέν μιλοῦσε καθόλου, θά ἔμεναν ἀδιόρθωτοι. Ἄν περιοριζόταν μόνον στό νά τούς ἐλέγξει θά ἄφηνε ἀνίατη τήν πληγή. Τώρα πού τούς ἐξηγεῖ ὅτι τούς μίλησε ἔτσι ὄχι γιά νά τούς ὀνειδίσει ἀλλά ἐπειδή τούς ἀγαπᾶ, προχωρᾶ βαθύτερα τήν τομή ἀλλά καί ἁπαλύνει τόν πόνο.
  Εἶναι ἀξιοσημείωτο ὅτι ὁ ἀπόστολος δέν ὀνομάζει τούς Κορινθίους μαθητές ἀλλά τέκνα μου ἀγαπητά. Ὁ ἅγιος Χρυσόστομος σχολιάζει: «καὶ οὐχ ἁπλῶς τέκνα, ἀλλὰ ποθούμενα». Τό ἤπιο καί στοργικό ὕφος κάνει τήν νουθεσία εὐκολότερα ἀποδεκτή καί πιό ἀποτελεσματική.
  Τό ρῆμα νουθετῶ (=νοῦν τίθημι) σημαίνει προσπαθῶ νά βάλω κάτι στό μυαλό ἤ νά βάλω τό μυαλό στήν θέση του. Καί μέ τό ρῆμα αὐτό, τό οἰκεῖο καί πατρικό, ὁ ἀπόστολος στοχεύει στό νά τούς φιλοτιμήσει. Ποιός δέν θά δεχόταν νά ἀκούσει ἕναν πατέρα πού μέ πόνο συμβουλεύει ὅσα πρέπει; ρωτᾶ ὁ ἅγιος Χρυσόστομος.

4,15. ἐὰν γὰρ μυρίους παιδαγωγοὺς ἔχητε ἐν Χριστῷ, ἀλλ᾿ οὐ πολλοὺς πατέρας· ἐν γὰρ Χριστῷ Ἰησοῦ διὰ τοῦ εὐαγγελίου ἐγὼ ὑμᾶς ἐγέννησα.
  Στήν ἀρχαιότητα τά σχολεῖα ἦταν ἰδιωτικά. Λίγα ἦταν τά παιδιά πού φοιτοῦσαν σ᾽ αὐτά. Οἱ πλούσιοι κυρίως γονεῖς ἔστελναν τά παιδιά τους στό σχολεῖο. Ἕνας δοῦλος εἶχε τήν φροντίδα νά πηγαίνει τό παιδί στό σχολεῖο, νά τό ἐπιστρέφει στό σπίτι καί νά τό φυλάγει στόν δρόμο ἀπό τούς διαφόρους κινδύνους. Αὐτός λεγόταν παιδαγωγός. Τό παιδί συνδεόταν μέ τόν παιδαγωγό, διότι περνοῦσε πολλές ὧρες τῆς ἡμέρας μαζί του. Ὁ ἅγιος Χρυσόστομος σημειώνει ὅτι ὁ παιδαγωγός δέν ἐναντιωνόταν στόν δάσκαλο, ἀντίθετα συνεργαζόταν μαζί του, καθώς προστάτευε τό παιδί ἀπό κακές ἐπιρροές καί συμπεριφορές καί τό προετοίμαζε νά δεχθεῖ μέ προσοχή τά μαθήματα τοῦ δασκάλου. Σέ καμιά ὅμως περίπτωση δέν μποροῦσε νά συγκριθεῖ ἡ ἀγάπη καί τό ἐνδιαφέρον τοῦ παιδαγωγοῦ γιά τό παιδί μέ τήν στοργική φροντίδα τοῦ πατέρα.
  Ὁ ἀπόστολος Παῦλος ἐξηγεῖ στούς Κορινθίους ὅτι δέν εἶναι γι᾽ αὐτούς ὁ ἁπλός παιδαγωγός πού τούς ἔπιασε ἀπό τό χέρι νά τούς φέρει στό σχολεῖο τοῦ Χριστοῦ, ἀλλά εἶναι ὁ πατέρας. Καί τό ἀποδεικνύει, τονίζει ὁ ἅγιος Χρυσόστομος, ἀναφέροντας συγκε- κριμένο γεγονός ἐν γὰρ Χριστῷ Ἰησοῦ διὰ τοῦ εὐαγγελίου ἐγὼ ὑμᾶς ἐγέννησα, αὐτός πνευματικά τούς ἀναγέννησε. Ἡ πνευματική τους ζωή ἄρχισε ἀπό τότε πού δέχθηκαν τήν ἄφθαρτη σπορά τοῦ θείου λόγου. Ὁ ἀπόστολος Παῦλος ἱερούργησε αὐτήν τήν ἀναγέννηση, γι᾿ αὐτό δικαιοῦται νά ὀνομάζεται πνευματικός τους πατέρας. Ἦλθε στήν πόλη τους καί τούς μετέδωσε ὄχι μόνο τό Εὐαγγέλιο ἀλλά καί τήν ψυχή του (βλ. Α´ Θε 2,7). Ἀγωνίσθηκε μέ πόνο νά μορφώσει μέσα τους τόν Χριστό (βλ. Γα 4,19). Ἄγρυπνα νουθετοῦσε «ἕνα ἕκαστον» καί μάλιστα «μετὰ δακρύων», ἐπιδιώκοντας τήν πνευματική τους οἰκοδομή καί τήν σταθεροποίησή τους στήν ἐν Χριστῷ ζωή (βλ. Πρξ 20,31· Ἐφ 4,12-16). Ἑπομένως, δέν τούς προσφωνεῖ κολακευτικά τέκνα, εἶναι πράγματι ὁ πατέρας τους. Οἱ διδάσκαλοι πού ἀκολούθησαν ἔχουν τήν θέση τοῦ παιδαγωγοῦ, διότι ἀπό αὐτόν τούς παρέλαβαν γιά νά τούς καθοδηγήσουν στήν πνευματική ζωή.
  Ἡ ἀναγέννηση, βέβαια, ἔγινε ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ. Καί αὐτό, κατά τόν ἄγιο Χρυσόστομο, σημαίνει ὅτι ὁ ἀπόστολος δέν θεωρεῖ ὅτι ἔγινε μέ τίς δικές του μόνο δυνάμεις, ὅτι εἶναι ἀποκλειστικά δικό του ἔργο. Γι᾽ αὐτό πλήττει ἐκείνους πού ἀπέδιδαν στόν ἑαυτό τους τήν ἐπιτυχία τῆς διδασκαλίας.
  Στόν δρόμο πού ὁδηγεῖ στήν κοινωνία μέ τόν Χριστό καί τήν θέωση, οἱ πνευματικοί πατέρες μας εἶναι οἱ ἔμπειροι χειραγωγοί καί οἱ ἀκούραστοι συμπαραστάτες. Γιά νά ὑπηρετήσει ὅμως ἕνας ποιμένας τό τόσο ὑψηλό καί ὑπεύθυνο ἔργο ὀφείλει νά εἶναι πράγματι ὄργανο «τῷ Πνεύματι ἁρμοζόμενον καὶ κρουόμενον», ὅπως διδάσκει ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος. Νά ἀποτελεῖ «τύπον τῶν πιστῶν» (Α´ Τι 4,12), νά ἐμπνέει μέ τήν ἐνάρετη ζωή του. Νά παρέχει, κατά τόν Μ. Βασίλειο, τόν τρόπο τῆς βιοτῆς του «ἐναργὲς ὑπόδειγμα πάσης ἐντολῆς τοῦ Κυρίου». Νά οἰκοδομεῖ, δηλαδή, μέ τήν ἀγάπη καί τήν πατρική στοργή του, ἀλλά περισσότερο μέ τό παράδειγμά του.

4,16. παρακαλῶ οὖν ὑμᾶς, μιμηταί μου γίνεσθε.
   Ὁ στίχος αὐτός ἀποτελεῖ τό συμπέρασμα τῆς περικοπῆς. Ἐφόσον ὁ ἀπόστολος Παῦλος εἶναι ὁ πατέρας τῶν Κορινθίων, ὡς γνήσια παιδιά του πρέπει νά τοῦ μοιάζουν. Γι᾿ αὐτό τούς ἀπευθύνει παράκληση καί τούς παροτρύνει νά τόν μιμηθοῦν. Δέν τό ἀπαιτεῖ, ἀλλά παρακαλεῖ, παρακινεῖ μέ εὐγένεια καί ἀγάπη.
   «Βαβαί, πόση τοῦ διδασκάλου ἡ παρρησία!», θαυμάζει ὁ ἅγιος Χρυσόστομος. Μιμήθηκε πρῶτος αὐτός τόν ἀρχηγό τοῦ ἀγώνα, ὅπως θά τό πεῖ παρακάτω, «μιμηταί μου γίνεσθε, καθὼς κἀγὼ Χριστοῦ» (11,1), καί καλεῖ τώρα τούς ἄλλους νά τόν μιμηθοῦν. Δέν τό κάνει αὐτό ὑπερηφανευόμενος, ἀλλά δείχνοντας ὅτι εἶναι εὔκολη ἡ ἀρετή. Ὁ ἅγιος πατέρας βάζει στά χείλη του τά ἑξῆς: «Μή μοῦ πεῖς ὅτι δέν μπορῶ νά σέ μιμηθῶ, διότι ἐσύ εἶσαι διδάσκαλος καί μέγας. Δέν εἶναι τόσο μεγάλη ἡ ἀπόστασή μου ἀπό σᾶς, ὅσο ἡ ἀπόσταση τοῦ Χριστοῦ ἀπό μένα· ἀλλ᾽ ὅμως ἐγώ Ἐκεῖνον μιμήθηκα... Ἐκεῖνος πού θά μιμηθεῖ ἀκριβῶς τήν σφραγίδα μιμεῖται τό πρωτότυπο». Ὁ Νικηφόρος Θεοτόκης σημειώνει τί ἀκριβῶς προσφέρει πρός μίμηση ὁ ἀπόστολος στούς πιστούς: «Μιμηθεῖτε τήν πίστη μου στόν Χριστό, τήν ἀγάπη μου, τήν ταπείνωσή μου, τήν ἐλπίδα μου, τόν ζῆλο μου καί τίς ὑπόλοιπες ἀρετές. Μόνο ὁ Παῦλος καί ὅποιος ἔφθασε στήν τελειότητα τῆς ἀρετῆς του, μπορεῖ μέ θάρρος νά πεῖ μαζί του· μιμηταί μου γίνεσθε».
 Σέ μιά ἐποχή ἄκρατου μιμητισμοῦ, πού χάθηκε τελείως ἡ ἐλευθερία τοῦ προσώπου καί οἱ ἄνθρωποι κατήντησαν ἄβουλα νούμερα μιᾶς ἀπρόσωπης μάζας, εἶναι ἐπίκαιρο τό μήνυμα γιά μίμηση τοῦ Χριστοῦ. Ὅποιος μιμεῖται τόν Χριστό ἀποκτᾶ τήν ἀληθινή ἐλευθερία, τήν ἀπελευθέρωση ἀπό τά δεσμά καί τίς καταπιέσεις τῶν παθῶν.

Στεργίου Σάκκου,

Ἑρμηνεία τῆς Α΄πρός Κορινθίους Ἐπιστολῆς (βοήθημα κυκλαρχῶν)

 
Πέμπτη, 20 Ιούλιος 2023 03:00

Κυρ. Ζ΄ Ματθαίου Ρω 15,1-7

Μάθημα γιά τήν κοινωνική ἰσορροπία

 «Ὀφείλομεν δὲ ἡμεῖς οἱ δυνατοὶ τὰ ἀσθενήματα τῶν ἀδυνάτων βαστάζειν, καὶ μὴ ἑαυτοῖς ἀρέσκειν. 2 ἕκαστος ἡμῶν τῷ πλησίον ἀρεσκέτω εἰς τὸ ἀγαθὸν πρὸς οἰκοδομήν· 3 καὶ γὰρ ὁ Χριστὸς οὐχ ἑαυτῷ ἤρεσεν, ἀλλὰ καθὼς γέγραπται, οἱ ὀνειδισμοὶ τῶν ὀνειδιζόντων σε ἐπέπεσον ἐπ᾿ ἐμέ. 4 ὅσα γὰρ προεγράφη, εἰς τὴν ἡμετέραν διδασκαλίαν προεγράφη, ἵνα διὰ τῆς ὑπομονῆς καὶ τῆς παρακλήσεως τῶν γραφῶν τὴν ἐλπίδα ἔχωμεν. 5 ὁ δὲ Θεὸς τῆς ὑπομονῆς καὶ τῆς παρακλήσεως δῴη ὑμῖν τὸ αὐτὸ φρονεῖν ἐν ἀλλήλοις κατὰ Χριστὸν ᾿Ιησοῦν, 6 ἵνα ὁμοθυμαδὸν ἐν ἑνὶ στόματι δοξάζητε τὸν Θεὸν καὶ πατέρα τοῦ Κυρίου ἡμῶν ᾿Ιησοῦ Χριστοῦ. 7 διὸ προσλαμβάνεσθε ἀλλήλους, καθὼς καὶ ὁ Χριστὸς προσελάβετο ὑμᾶς εἰς δόξαν Θεοῦ». (Ρω 15,1-7)

Τό πρόβλημα

dromos Στό ἐπιτακτικό ἐρώτημα τῆς ἐποχῆς μας, πῶς θά ἐπιτύχουμε μιά ἁρμονική καί εὐτυχισμένη κοινωνία, στήν ἄμεση ἀνάγκη τόσων σημερινῶν ἀνθρώπων νά σπάσουν τά τείχη τῆς μοναξιᾶς τους καί νά νιώσουν ζεστή τήν παρουσία τοῦ ἄλλου δίπλα τους, ἀλλά καί στόν βαθύ πόθο τῶν δυνατῶν ψυχῶν νά ἀξιοποιήσουν οὐσιαστικά τό δυναμικό τους, δίνουν ἀπάντηση, λύση καί πρότυπο τά θεόπνευστα λόγια τοῦ ἀποστόλου Παύλου ἀπό τήν πρός Ρωμαίους Ἐπιστολή, κεφ. 15, στίχ. 1-7. Στό προηγούμενο κεφάλαιο ὁ ἀπόστολος ἀσχολήθηκε μέ ἕνα ὀξύτατο γιά τήν ἐποχή του πρόβλημα, μέ τή διάκριση τροφῶν (σέ καθαρές καί ἀκάθαρτες) καί ἡμερῶν (σέ ἅγιες καί μή) ἐκ μέρους τῶν ἀσθενικῶν στήν πίστη μελῶν τῆς Ἐκκλησίας, καί μέ τήν τακτική πού ὄφειλαν νά ἀκολουθήσουν οἱ πνευματικοί ἀδελφοί ἀπέναντί τους. Λύνοντας αὐτό τό εἰδικό πρόβλημα ὁ Παῦλος μέ τή μέθοδο τῆς ἀγάπης, βγάζει μιά ἐξίσωση, ἕναν τύπο, θά λέγαμε, πάνω στόν ὁποῖο λύνεται κάθε πρόβλημα ἀνθρωπίνων σχέσεων. Βέβαια τό θέμα εἶναι γνήσια πνευματικό καί γι’ αὐτό θεολογικό, ἀλλά μπορεῖ νά ἐφαρμοσθεῖ σέ ὅλους τούς τομεῖς τῆς ζωῆς, κοινωνικούς, οἰκονομικούς ἤ πολιτικούς.

Τό χρέος τῶν δυνατῶν

 Δυνατούς ἀποκαλεῖ ὁ ἀπόστολος ἐκείνους πού ἔχουν εὔρωστο ἐσωτερικό κόσμο, ὑγεία καί δύναμη πνευματική, καί εἶναι προκομμένοι στήν πίστη καί στήν ἀρετή, ὥστε νά διακρίνουν καί νά ἀσκοῦν τό θέλημα τοῦ Θεοῦ. Σ’ αὐτούς ἀπευθύνεται καί σ’ αὐτούς φορτώνει τήν εὐθύνη καί τό βάρος μιᾶς μεγάλης ἀποστολῆς, τῆς ἀγωγῆς καί σωτηρίας τῶν ἀδυνάτων. Ἔχουμε χρέος, λέει, νά βαστάζουμε «τά ἀσθενήματα τῶν ἀδυνάτων», τίς ἀδυναμίες τῶν ἀρχαρίων καί ἀνωρίμων ἀδελφῶν, νά συμπληρώσουμε τίς ἐλλείψεις, νά διορθώσουμε τά λάθη τους, ἀφοῦ ἡ χάρη τοῦ Θεοῦ μᾶς ἔδωσε τή δύναμη καί τήν προκοπή νά κάνουμε τό ἔργο τῆς χάριτος, πού «τά ἀσθενῆ θεραπεύει καί τά ἐλλείποντα ἀναπληροῖ». Ὅπως ὁ ἴδιος ὁ Παῦλος γράφει στήν πρός Γαλάτας, «Ἀδελφοί, ἐάν καί προληφθῇ ἄνθρωπος ἔν τινι παραπτώματι, ὑμεῖς οἱ πνευματικοί καταρτίζετε τόν τοιοῦτον ἐν πνεύματι πρᾳότητος, σκοπῶν σεαυτόν μή καί σύ πειρασθῇς» (Γα 6,1). Ποιός ξέρει δέ, ἄν καί ἐμεῖς σέ κάτι δέν φανοῦμε ἀδύνατοι ἤ ἄν μιά κακιά ὥρα δέν πέσουμε καί θά ἔχουμε ἀνάγκη κάποιος νά μᾶς σηκώσει; Γι’ αὐτό λέει· «Ἀλλήλων τά βάρη βαστάζετε».
 Καί εἶναι πράγματι φορτίο, ὀχληρό πολλές φορές, τά ἐλαττώματα, οἱ εὐθιξίες καί οἱ εὐαισθησίες τῶν ἀνθρώπων πού συναναστρεφόμαστε καί συγκρουόμαστε μαζί τους. Καί εἶναι χρέος, καί ὄχι χάρισμα, ὀφειλή, καί ὄχι δῶρο, ἐκ μέρους τῶν δυνατῶν νά ἀνέχονται, νά ὑπομένουν, νά συγχωροῦν. Ὅπως μέσα σέ μιά οἰκογένεια ἡ μητέρα συγκαταβαίνει στίς ἀδυναμίες τῶν παιδιῶν της καί μασᾶ τήν τροφή στό στόμα της, γιά νά τήν δώσει στό παιδί, ὅπως οἱ γέροι καί μεγάλοι δουλεύουν καί τρῶνε τά ἀνήμπορα μικρά καί οἱ ἄρρωστοι γέροντες, κι αὐτό συνιστᾶ τήν οἰκογενειακή ἑνότητα, ἔτσι μᾶς θέλει σέ ὅλα ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ. Στή δουλειά μας, στίς ἐπαφές μας, στήν κοινωνία καί πρό πάντων μέσα στήν Ἐκκλησία, τήν πνευματική μας οἰκογένεια, οἱ δυνατοί θά δείξουν τή δύναμή τους, ὅταν τήν χρησιμοποιοῦν γιά τούς ἀδυνάτους. Οἱ δυνατοί στόν πλοῦτο θά ἀγκαλιάσουν καί θά μοιραστοῦν τά πλούτη τους μέ τούς φτωχούς, κι ἔτσι δέν θά ὑπάρχουν πλούσιοι καί φτωχοί, διότι οἱ πλούσιοι θά εἶναι ἁπλοί διαχειριστές τοῦ πλούτου τους. Οἱ δυνατοί στή γνώση θά καταδεχτοῦν καί θά βοηθήσουν τούς λιγώτερο ἱκανούς. Οἱ δυνατοί στήν ἀρετή θά σκύψουν καί θά στηρίξουν τούς ἀκατάρτιστους καί ἀτελεῖς.

Ἡ ἐφαρμογή

 Πῶς ὅμως θά γίνει αὐτό; Δύο πράγματα ἐπισημαίνει ὁ ἀπόστολος. Πρῶτον, νά μήν εἴμαστε αὐτάρεσκοι. Ἡ φιλαυτία, ὁ φιλοτομαρισμός καί ἡ ἰδιοτέλεια εἶναι ἡ ρίζα κάθε δυσαρμονίας ἀνάμεσα στούς ἀνθρώπους, εἶναι αὐτή πού σκληραίνει τίς καρδιές μας καί μᾶς κάνει νά ἐπιζητοῦμε μόνο ὅσα εἶναι ἀρεστά σέ μᾶς, νά ἐπαναπαυόμαστε στίς ἀπολαύσεις μας καί νά ἀδιαφοροῦμε γιά τούς ἄλλους. Ὁ Κύριος ὅμως μᾶς θέλει νά ξεχνοῦμε τόν ἑαυτό μας καί νά ξεχύνουμε τή χάρη πού μᾶς ἐμπιστεύεται στούς ἄλλους γύρω μας. Ἡ διάσπαση τοῦ ἀτόμου πόση ἐνέργεια ἀπελευθέρωσε! Καί ἡ διάσπαση τοῦ ἀτομισμοῦ τί ἔργο μπορεῖ νά κάνει! Θά δυναμώσει τούς ἀδυνάτους καί ὄχι μόνο θά ἀσφαλίσει τή δύναμη τῶν δυνατῶν, ἀλλά καί θά τήν ἀξιοποιήσει, θά τήν αὐξήσει.

Δύο ὅροι

 Ἐδῶ ὑπάρχει μιά παγίδα. Πόσες φορές δέν εἴδαμε, πράγματι, νά ἐκμεταλλεύονται τήν καλωσύνη, τή γενναιοδωρία καί τόν ἀλτρουϊσμό τῶν ἄλλων γιά σκοπούς ἀδίκους καί βρωμερούς! Γι’ αὐτό ὁ Παῦλος μᾶς προφυλάσσει μέ μιά δεύτερη παρατήρηση· ὁ καθένας μας νά γίνεται ἀρεστός στόν διπλανό του «εἰς τό ἀγαθόν πρός οἰκοδομήν», λέει. Βάζει δύο ὅρους, πού ἀπό τή μιά ἀποκλείουν τήν ἰδιοτέλεια καί τήν ἀνθρωπαρέσκεια ἀπό τά κίνητρά μας καί ἀπό τήν ἄλλη ἀπαγορεύουν νά ἱκανοποιοῦμε τά πάθη καί τά καπρίτσια τῶν συνανθρώπων μας. Ἐπειδή ὁ ἄλλος εἶναι ἀδύνατος, δέν σημαίνει ὅτι θά ὑπηρετήσουμε τίς κακές του ἐπιθυμίες οὔτε ὅτι θά τόν βοηθήσουμε στίς πονηρές του πράξεις. Ἡ προσφορά μας τότε εἶναι ἀληθινή καί εὐλογημένη, ὅταν δέν προσβάλλει τό ἀγαθό καί δέν γίνεται γιά τήν πνευματική του καταστροφή, ἀλλά γιά τό καλό του καί γιά τή σωτηρία του. Τό πρῶτο μᾶς τό προστάζει ἡ ἀνθρωπιά, τό δεύτερο ἡ πίστη. Τό πρῶτο εἶναι γιά καλούς ἀνθρώπους καί γιά καλή κοινωνία, τό δεύτερο γιά πιστούς καί γιά τήν Ἐκκλησία. Ἐφόσον διετήρησες μέσα σου ἀλώβητη τήν ἀνθρώπινη ὑπόστασή σου, θα κατανοεῖς καί θά συμπονεῖς τήν ἀδυναμία τοῦ πλησίον σου. Και ἐφόσον στό ὄνομα τοῦ Χριστοῦ ἔγινες καί ἐσύ πέτρα τῆς οἰκοδομῆς του, θά φροντίζεις πῶς νά συναρμολογηθεῖς καλύτερα μέ τούς ἄλλους μέσα στήν Ἐκκλησία, πρόθυμα θά θυσιάζεις τό θέλημά σου, πλούσια θά δίνεις τή συμπαράστασή σου, εἰλικρινά θά ἀγαπᾶς. Κριτήριο ἕνα ἡ συνείδησή σου, κριτήριο ἄλλο ὁ φωτισμός τοῦ ἁγίου Πνεύματος σύμφωνα μέ τό ἔργο τῆς Ἐκκλησίας.

Παράδειγμα ὁ Χριστός

 Πρότυπο γιά ὅλα αὐτά, ἀλλά καί πρόσωπο πού μᾶς ἐμπνέει εἶναι ὁ Χριστός. Ἡ μορφή του, ἡ ζωή του καί τό παράδειγμά του λύνει κάθε ἀπορία, ἀποστομώνει κάθε ἀντίρρηση. «Καί γάρ ὁ Χριστός οὐχ ἑαυτῷ ἤρεσεν, ἀλλά καθώς γέγραπται, οἱ ὀνειδισμοί τῶν ὀνειδιζόντων σε ἐπέπεσον ἐπ’ ἐμέ». Μποροῦσε ὁ Κύριός μας Ἰησοῦς νά ζοῦσε, πράγματι, τήν πιό ξένοιαστη ζωή. Μποροῦσε, ἄν ἤθελε, νά μήν ταλαιπωρηθεῖ, νά μή χλευασθεῖ, νά μήν πάθει, ὡς τέλειος καί ἀναμάρτητος ἄνθρωπος πού ἦταν. Δέν θέλησε ὅμως, ἀλλά παρέβλεψε τό συμφέρον του, ὅπως λέει ὁ ἱερός Χρυσόστομος, καί κοίταξε τό δικό μας.
 Ὅταν βλέπεις μπροστά σου τόν Υἱό τοῦ Θεοῦ νά κενώνει τόν ἑαυτό του γιά χάρη καί τοῦ πιό ἄθλιου ἀνθρώπου, νά ἀντιμετωπίζει μέ πραότητα καί ἀγάπη καί τόν πιό μεγάλο ἐχθρό του, νά δέχεται ἀδιαμαρτύρητα βρισιές κι ἐξευτελισμούς καί τήν πιό φοβερή ντροπή, πού ἦταν συγχρόνως καί ὁ πιό τρομερός πόνος, τόν σταυρό, πές μου, ποιά δικαιολογία ἔχεις νά μήν ὑπομένεις πολύ μικρότερα κακά ἀπό τούς ἀδελφούς σου;
 Κριτήριο γιά τίς σχέσεις μας ἀνώτερο καί ἀπό τό ἀγαθό, ἀνώτερο καί ἀπό τήν οἰκοδομή εἶναι τό παράδειγμα τοῦ Χριστοῦ. Στή σκάλα τῶν ἐντολῶν, πού ὑψώνει τό εὐαγγέλιο γιά τήν κοινωνική ἠθική, τό πρῶτο σκαλοπάτι εἶναι ὁ λεγόμενος χρυσός κανόνας. «Καθώς θέλετε ἵνα ποιῶσιν ὑμῖν οἱ ἄνθρωποι καί ὑμεῖς ποιεῖτε αὐτοῖς ὁμοίως» (Λκ 6,31). Καί εἶναι αὐτό, τό πρῶτο καί χαμηλότερο σκαλοπάτι τῶν ἐντολῶν τοῦ Θεοῦ, τό τελευταῖο καί ψηλότερο σκαλοπάτι τῆς ἠθικῆς τοῦ ἀνθρώπου. Τό ὕψιστο ὅμως σκαλοπάτι τῆς ἠθικῆς τοῦ εὐαγγελίου εἶναι· «Καθώς ἐκεῖνος περιεπάτησεν, καί ἡμεῖς οὕτω περιπατεῖν» (Α’ Ἰω 2,6). Τό πρῶτο εἶναι μία ἐντολή, τό ἄλλο εἶναι κάτι τό παράδοξο, ὄχι ἁπλῶς μιά σπουδαία ἐντολή, ἀλλά ἕνα πρόσωπο, τό ἴδιο τό πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ.

Διδάσκαλος ἡ ἁγία Γραφή

 Ἐν τούτοις, ἄν τό παράδειγμα εἶναι ὁ Χριστός, διδάσκαλός μας εἶναι ἡ ἁγία Γραφή. Τά ὅσα γράφτηκαν προφητικά, λέει ὁ ἀπόστολος, γράφτηκαν γιά τή διδασκαλία μας. Ἀποτελεῖ δηλαδή ἡ ἁγία Γραφή ἕνα γράμμα, πού στέλνει ὁ Θεός προσωπικά στόν καθένα μας, γιά νά μᾶς διδάσκει. Αὐτή ζωντανεύει μπροστά μας τό ἔργο καί τήν ἀγάπη τοῦ Κυρίου, τόν ἀγώνα καί τήν ἁγιότητα τῶν ἀνθρώπων τοῦ Θεοῦ καί μᾶς χαρίζει τήν ὑπομονή καί τήν παράκληση, τή δύναμη δηλαδή νά ὑπομένουμε ἀγόγγυστα τίς ἀδυναμίες τῶν ἄλλων καί τήν καλλιέργεια νά τίς ἀντέχουμε πρόθυμα καί εὐχάριστα. Μᾶς νευρώνει καί μᾶς στηρίζει, μᾶς δυναμώνει καί μᾶς καλλιεργεῖ, οὕτως ὥστε νά ζοῦμε τήν ἐλπίδα, πού εἶναι ἡ πρώτη δόση τῆς αἰώνιας ζωῆς σ’ αὐτόν τόν κόσμο, εἶναι ἡ βεβαιότητα τῆς λυτρώσεώς μας ἐν Χριστῷ. Ἕως ὅτου φθάσουμε στήν τελική κληρονομιά καί δόξα τῆς ἐλπίδος, χρειαζόμαστε ὑπομονή, καί ἡ Γραφή μᾶς τήν διδάσκει. Πολλές φορές ὅμως ἡ ὑπομονή μας σαλεύεται ἀπό θλίψεις καί πειρασμούς ἰσχυρούς, ὁπότε χρειαζόμαστε παράκληση, στηριγμό καί καλλιέργεια, καί ἡ Γραφή μᾶς τά χαρίζει. Ἔτσι, μελετώντας τό γράμμα τοῦ Θεοῦ στερεώνεται καί αὐξάνει ἡ ἐλπίδα μας. Διότι, καθώς παρατηρεῖ καί ὁ ἅγιος Χρυσόστομος, αὐτά τά δυό, τό ἕνα κατασκευάζει τό ἄλλο· ἡ ὑπομονή τήν ἐλπίδα καί ἡ ἐλπίδα τήν ὑπομονή, καί τά δύο δέ γεννιοῦνται ἀπό τήν ἁγία Γραφή.

Προσευχή

 Ἀλλά δέν ἀρκεῖ ἡ μελέτη τῆς Γραφῆς γιά νά σταθοῦμε ὄρθιοι καί νά τηρήσουμε ἁρμονικές τίς σχέσεις μεταξύ μας. Χρειάζεται καί ἡ χάρη τοῦ Θεοῦ, γι’ αὐτό ὁ Παῦλος ἐπικαλεῖται στή συνέχεια τόν «Θεό τῆς ὑπομονῆς καί τῆς παρακλήσεως» καί μᾶς μαθαίνει νά λύνουμε τό κάθε μας πρόβλημα μέ τήν προσευχή. Εἶναι ἀξιοσημείωτο ὅτι ὁ Θεός ὀνομάζεται ὅπως καί ἡ ἁγία Γραφή, Θεός τῆς ὑπομονῆς, τῆς παρακλήσεως καί παρακάτω (στίχ. 13) τῆς ἐλπίδος. Σημαίνει αὐτό ὅτι ἡ Γραφή κατέχει τή θέση τοῦ Θεοῦ στή ζωή μας, εἶναι ἡ ζωντανή καί χειροπιαστή παρουσία τοῦ Κυρίου ἀνάμεσά μας.
 Καί ποιό εἶναι τό περιεχόμενο τῆς προσευχῆς τοῦ Παύλου; «Ὁ Θεός τῆς ὑπομονῆς καί τῆς παρακλήσεως νά δώσει ὁμοφροσύνη μεταξύ μας κατά Χριστόν Ἰησοῦν». Ἡ ἑνότητα εἶναι τό μεγάλο αἴτημα τοῦ ἀποστόλου, ὅπως καί τοῦ ἴδιου τοῦ Ἰησοῦ στήν ἀρχιερατική του προσευχή, ἡ ἑνότητα πού πηγάζει ἀπό τό ἴδιο φρόνημα, τήν κοινή πίστη. Κι ὅταν οἱ καρδιές συναντῶνται σύμφωνες στό πρόσωπο τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ, τότε τά χείλη δοξολογοῦν ὁμόφωνα τόν Θεό στήν κοινή λατρεία. Οἱ διαφορές δέν καταργοῦνται, οἱ διακρίσεις δέν καταλύονται, ἀλλά ὁ Θεός δοξάζεται μ’ ἕνα στόμα καί μιά καρδιά, καί ἡ δοξολογία του δέν εἶναι μιά μονότονη μελωδία, ἀλλά μιά πολυφωνική ἁρμονία, πού ἐνορχηστρώνει τό αὐτό Πνεῦμα μέσα στίς καρδιές ὅλων.


Τό πείραμα ἡ Ἐκκλησία

 Ὕστερα ἀπό τόσους αἰῶνες ἀνθρωπίνων προσπαθειῶν γιά τήν ἐναρμόνιση τῶν κοινωνικῶν σχέσεων, ὕστερα ἀπό τόσα συστήματα καί φιλοσοφίες, ἡ διδαχή αὐτή τοῦ Παύλου παραμένει πάντοτε ἡ μοναδική καί ἡ καλύτερη λύση, πού προτάθηκε ποτέ. Καί τό πιό σημαντικό εἶναι ὅτι δέν ἀποτελεῖ μιά θεωρία μόνο, ἀλλά μιά ζωντανή πραγματικότητα μέ τή ζωή τῆς Ἐκκλησίας μέσα στήν ἱστορία, πού εἶναι τό ἐφαρμοσμένο καί ἐπιτυχημένο πείραμα τοῦ εὐαγγελίου. Ὄχι βέβαια οἱ ψεύτικες ἐκκλησίες, οὔτε οἱ ψεύτικοι χριστιανοί, πού ἀναφέρουν ὡς ἐπιχείρημα οἱ ἄπιστοι γιά νά μιλήσουν γιά ἀποτυχία, διότι αὐτά βαρύνουν τήν ἀνθρώπινη ἀδυναμία, ἀλλά ἡ ζωντανή Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ, πού μένει στούς αἰῶνες μικρή μά ἀκμαία, ἀποδεικνύει ὅτι τό πείραμα πέτυχε. Σέ κάθε ἐποχή -καί στή δική μας- ὁ ἄνθρωπος ἔχει τήν εὐκαιρία νά γνωρίσει αὐτό τό θαῦμα τῆς τέλειας κοινωνίας, νά γίνει πολίτης της καί νά λυτρωθεῖ ἀπό τό φαρμάκι πού τόν κερνᾶ ὁ κόσμος. Δέν μένει παρά νά ὑπακούσουμε στό τελικό παράγγελμα τοῦ ἀποστόλου· «Ἀγκαλιάστε ὁ ἕνας τόν ἄλλο, ὅπως καί ὁ Χριστός ἀγκάλιασε ἐσᾶς», καί θά δοξάσουμε τόν Θεό.

Στέργιος Ν. Σάκκος

Ἀπολύτρωσις 45 (1990) 97-100