Super User

Super User

Πέμπτη, 15 Μάιος 2014 03:00

Ἅγ. Νεκτάριος καί Παπισμός Δ΄

Ψευδοένωση

    Δυστυχῶς ἡ ἄσχημη πολιτική κατάσταση ὁδήγησε τόν αὐτοκράτορα Μιχαήλ Παλαιολόγο σέ ὑπερβάσεις τῆς ἐξουσίας του. Αὐτοβούλως δήλωσε ὑποταγή τῆς Ἀνατολικῆς Ἐκκλησίας στόν πάπα καί πίεζε τόν Πατριάρχη καί τούς ἐπισκόπους νά ἀναγνωρίσουν τήν πίστη τῶν Λατίνων ὡς ὀρθή. Φθάνουμε ἔτσι στήν Σύνοδο τοῦ Λουγδούνου (1274) ὅπου ὁ Μιχαήλ Παλαιολόγος ἐξέλεξε καί ἀπέστειλε μόνος του ὄχι μόνο τήν πολιτική ἀλλά καί τήν ἐκκλησιαστική ἀντιπροσωπεία. Στήν σύνοδο αὐτή ἀποφασίστηκε ἡ ψευδοένωση τῶν δύο ἐκκλησιῶν. Ἡ ἑλληνική ἀντιπροσωπεία ἀποδέχτηκε τήν πλήρη ὑποταγή στόν πάπα καί τήν προσθήκη στό Σύμβολο.

 Τά δεινά τῶν ὀρθοδόξων

    Ὅταν ἐπέστρεψε ἡ ἀντιπροσωπεία στήν Κων/πολη ὁ πατριάρχης Ἰωσήφ ἀρνήθηκε νά ἀναγνωρίσει τήν ψευδοένωση. Ὁ αὐτοκράτορας τόν ἀντικατέστησε καί στόν θρόνο ἀνέβασε τόν Ἰωάννη Βέκκο, πρώην χαρτοφύλακά του. Ὁ Βέκκος στηριζόμενος σέ κάποια ἀποσπασμένα χωρία τῆς διδασκαλίας τῶν πατέρων ἀποδεχόταν τό filioque ὡς ἁπλή λεκτική διαφορά. Ἔλεγε ὅτι ἀντί τοῦ «διά», πού χρησιμοποιοῦν οἱ πατέρες, οἱ Λατῖνοι ἔχουν τό «ἐκ»! Τό φοβερώτερο γεγονός αὐτῆς τῆς ἐποχῆς εἶναι οἱ διωγμοί πού, μέ τήν παρότρυνση τοῦ πάπα, ἐξαπέλυσε ὁ αὐτοκράτορας ἐναντίον ὅσων δέν δέχονταν τίς ἀποφάσεις τῆς Συνόδου. Χαρακτηριστικά σχολιάζει ὁ ἅγιος Νεκτάριος: «Κατά τούς δέκα μεγάλους διωγμούς τῆς Ἐκκλησίας οἱ Ἐθνικοί Αὐτοκράτορες ἦσαν πολύ μετριώτεροι ἐν ταῖς ἀπαιτήσεσιν αὑτῶν, αἱ δέ ἀπειλαί αὐτῶν ἐξεδίδοντο οὐχί κατά κράτους καί ἔθνους ὁλοκλήρου μή ὑποτεταγμένου αὐτοῖς, ἀλλά κατά ὑπηκόων μή δεχομένων τήν θρησκείαν τοῦ κράτους τήν ἀνεγνωρισμένην, καί σεβομένων θρησκείαν μή ἀνεγνωρισμένην, διαβεβλημένην· ὥστε ὁ διωγμός οὗτος ὁ διαταχθείς ὑπό τοῦ Πάπα, τοῦ Χριστιανοῦ τούτου Ρωμαίου Αὐτοκράτορος, ἦτο καί μείζων, καί ἀδικώτατος, καί ἀδικαιολόγητος» (βλ. σελ. 130).

    Ἡ γενική ἀκαταστασία καί ὁ διχασμός κατέπαυσαν, ὅταν ὁ διάδοχος τοῦ Μιχαήλ, Ἀνδρόνικος Παλαιολόγος (1282-1328), ἀνέλαβε τόν αὐτοκρατορικό θρόνο καί ἀποκατέστησε τόν πατριάρχη Ἰωσήφ.  

Ἀπαιτεῖται Οἰκουμενική Σύνοδος

    Ἀφοῦ κατευνάστηκαν τά πάθη καί τά πνεύματα ἠρέμησαν, ἄρχισαν καί πάλι οἱ διαπραγματεύσεις Ἀνατολῆς καί Δύσεως. Τόν 14ο αἰ. ὁ αὐτοκράτορας Ἰωάννης Καντακουζηνός στρέφει τά πράγματα σέ σωστό δρόμο. Μέ εἰλικρίνεια διαμηνύει στόν πάπα: «οὐδέ αὐτός οἴομαι πεισθήσεσθαί ποτε πρίν οἰκουμενικήν σύνοδον ἀθροισθεῖσαν τό δοκοῦν ἀσφαλές ἀποφήνασθαι περί τήν πίστιν» (βλ. σελ. 168-171). Καί ὁ μέν πάπας Κλήμης Στ΄ ἀποδέχθηκε τήν πρόταση γιά σύγκληση οἰκουμενικῆς συνόδου, οἱ συνθῆκες ὅμως δέν τήν εὐόδωσαν.

    Μέ συνεχεῖς ἀποτυχημένες –λόγῳ συνθηκῶν, ἤ λόγῳ τῆς ἀδιαλλαξίας τῶν παπῶν- προσπάθειες φθάνουμε στόν 15ο αἰ., στήν ἐποχή τοῦ Ἰωάννη Παλαιολόγου καί τοῦ πάπα Εὐγενίου Δ΄. Ἐπί τῶν ἡμερῶν τους θά γίνει ἡ τελευταία, πρίν τήν ἅλωση τῆς Κων/λεως, προσπάθεια γιά τήν ἕνωση. Εἶχε κι αὐτή, ὅπως ὅλες οἱ τελευταῖες κινήσεις, πολιτικά κίνητρα, καθώς ὁ φόβος τῶν Τούρκων συσφίγγει ὄχι μόνο τήν καρδιά τοῦ αὐτοκράτορα ἀλλά καί τά τείχη τῆς Πόλεως.

    Ὅταν ἡ αὐτοκρατορική πρεσβεία ἔφθανε στήν Δύση, μεταφέροντας τήν συγκατάθεση τοῦ αὐτοκράτορα -καί ὄχι τοῦ πατριάρχη καί τῶν ἐπισκόπων πού διαφωνοῦσαν- νά συγκληθεῖ Σύνοδος σέ ἔδαφος τῆς λατινικῆς ἐπικράτειας, τά πράγματα γιά τόν πάπα Εὐγένιο Δ΄ δέν ἦταν καθόλου εὐνοϊκά.

Ἡ Δύση πρίν ἀπό τήν Σύνοδο Φερράρας-Φλωρεντίας

    Ὁ 15ος αἰ. ἀποτελεῖ γιά τήν Δύση τήν ἀρχή μίας νέας ἐποχῆς. Τίθεται ὑπό ἀμφισβήτηση τόσο τό παπικό ἀξίωμα, πού εἶχε καταντήσει νά τό διεκδικοῦν ταυτόχρονα τρεῖς πάπες καί ἀντίπαπες, ὅσο καί οἱ ὑπερεξουσίες. Ἤδη τό 1409 ἡ Λατινική Σύνοδος τῆς Πίζας ἔπαυσε τήν μοναρχία τοῦ πάπα καί τόν κατέστησε ὑπόλογο στήν Σύνοδο καί στίς ἀποφάσεις της. Μ’ αὐτόν τόν τρόπο προσπάθησε ὁ δυτικός χριστιανικός κόσμος, κλῆρος καί λαός, νά ἀποκαταστήσει τήν τάξη στήν ἐκκλησιαστική διοίκηση.

    Τό πνεῦμα τῆς Συνόδου τῆς Πίζας ἐξέφραζε καί ἡ ἐν Κωνσταντίᾳ Λατινική Σύνοδος ἡ ὁποία, παρά τίς προσπάθειες ματαίωσής της ἀπό τήν παπική ἕδρα, συγκλήθηκε τό 1414. Ὁ ἱστορικός Fleury ὁμολογεῖ ὅτι: «Ἡ Σύνοδος αὕτη ὡς καί πᾶσαι αἱ ἀκόλουθοι ἔδειξεν ὅτι ἐπί τέλους ἡ Δυτική Ἐκκλησία ᾐσθάνθη τήν ἀνάγκην τῆς Συνοδικῆς διοικήσεως, ἀντί τῆς Παπικῆς μονοκρατορίας, ἥτις παρέσυρεν αὐτήν εἰς πολλάς ἀταξίας, ἐξ ὧν δέν ἠδύνατο νά ἐξέλθῃ οὔτε τῇ βοηθείᾳ τῶν Συνοδικῶν ὁρισμῶν, διότι πολλαί συνήθειαι καί γνῶμαι ἐρριζώθησαν βαθέως προϊόντος τοῦ χρόνου». Ἡ Σύνοδος τῆς Κωνσταντίας ἀποφάσισε μεταξύ ἄλλων καί τά ἑξῆς: «Ἡ Σύνοδος κέκτηται τήν ἑαυτῆς δύναμιν ἀμέσως ἀπό τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ καί πᾶς ἄνθρωπος οἰουδήποτε ἀξιώματος καί αὐτοῦ τοῦ παπικοῦ ὀφείλει νά ὑπακούῃ αὐτῇ ἐν πᾶσι τοῖς ἀφορῶσι τήν πίστιν, τήν ἐκρίζωσιν τοῦ σχίσματος καί τήν ἀναμόρφωσιν τῆς Ἐκκλησίας ἐν τῷ ἀρχηγῷ καί τοῖς μέλεσιν αὐτοῦ». «Πόσον διάφορος», ἀναφωνεῖ ὁ ἅγιος Νεκτάριος, «ἡ ἀπόφασις τῆς Συνόδου τῆς ἀνακηρυξάσης τόν Πάπαν ἀλάθητον κατά τό 1870! πόσον μεταβάλλονται τά φρονήματα τοῦ Δυτικοῦ κλήρου! πόσον διάφορον φρόνημα εἶχον οἱ ἐν Κωνσταντίᾳ συνελθόντες ἀρχηγοί τῆς Ἐκκλησίας περί τοῦ ἄκρου αὐτῶν ἀρχιερέως! ... Καί ἐνῷ ἅπασα ἡ Δυτική Ἐκκλησία μέχρι τοῦ 1414 ἐθεώρει τάς Οἰκουμενικάς Συνόδους ἱσταμένας ὑπεράνω τοῦ Παπικοῦ ἀξιώματος, ἤδη ζητοῦσι νά πείσωσιν ἡμᾶς», συνεχίζει ὁ ἅγιος Νεκτάριος, «ὅτι ὁ Πάπας εἶναι ἀνώτερος τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων καί τῶν ἀποφάσεων αὐτῶν· καί ἐνῷ τότε ἐφρόνουν ὅτι ὁ Πάπας δύναται νά ἁμαρτάνῃ καί νά ἐπιτιμᾶται καί καταδιώκεται ὡς σχισματικός καί αἱρετικός, ἤδη κηρύσσεται ἀλάθητος, ἀδιάπταιστος, τό δέ θαυμασιώτερον ὅτι ζητοῦσι νά πείσωσι καί ἡμᾶς τούς μή μεταβαλόντας γνώμην, ἀλλ’ ἐμμένοντας πιστούς εἰς τό κοινόν ἄλλοτε φρόνημα!» (βλ. σελ. 175-178).

    Παρόμοια πρός τίς δύο προηγούμενες ἐκφράσθηκε καί ἡ ἐν Βασιλείᾳ Λατινική Σύνοδος, γιά τήν ὁποία ὁ ἅγιος Νεκτάριος ἐκτιμᾶ: «Ἡ ἐν Βασιλείᾳ Σύνοδος ἐφρόνει ὀρθῶς καί δικαίως ἐμερίμνα περί τῆς δυνάμεως τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων, καί δικαίως ἐφοβεῖτο τά κακά ἀποτελέσματα τῆς συγκεντρώσεως τῆς ἐκκλησιαστικῆς δυνάμεως εἰς ἕνα μόνον πρόσωπον, ἐδικαίωσεν αὐτήν ὁ χρόνος καί τά ἐπελθόντα μεγάλα ρήγματα ἐν τῇ Δυτικῇ Ἐκκλησίᾳ» (βλ. σελ. 198).

    Ὁ πάπας Εὐγένιος Δ΄ δυσαρεστημένος ἀπό τίς ὑπερεξουσίες τῆς Συνόδου ἀρνήθηκε νά παρευρεθεῖ ὁ ἴδιος στήν Βασιλεία καί μέ κάθε τρόπο ἐξέφραζε τήν ἀντίθεσή του στίς ἀποφάσεις της. Ἡ ρήξη του μέ τήν Σύνοδο κορυφώθηκε ὅταν τέθηκε τό θέμα ποῦ θά γίνει ἡ Σύνοδος μέ τούς Ἀνατολικούς γιά νά συζητηθεῖ ἡ ἕνωση τῶν ἐκκλησιῶν. Στήν Βασιλεία ἦταν ἤδη συγκεντρωμένοι οἱ δυτικοί ἐπίσκοποι ἀλλά ὁ πάπας ἐπέμενε γιά μία περιοχή στή σφαῖρα τῆς δικῆς του ἐπιρροῆς. Κάλεσε λοιπόν τούς περί αὐτῶν στήν Φερράρα καί εἰδοποίησε τούς ἐκπροσώπους τοῦ αὐτοκράτορα Ἰωάννη νά παρουσιαστοῦν ἐκεῖ. Ἡ Σύνοδος τῆς Βασιλείας τότε ἔθεσε σέ ἀργία τόν πάπα Εὐγένιο Δ΄ γιά τίς αὐθαίρετες κινήσεις του καί τόν ἀπείλησε μέ καθαίρεση. Ὅταν λοιπόν ἔφθασε στήν Δύση ἡ ἀντιπροσωπεία τῆς Ἀνατολῆς, δύο Σύνοδοι τῶν Λατίνων διεξήγαγαν μεταξύ τους σφοδρό πόλεμο ἀφορισμῶν, καθαιρέσεων καί ἀπαγορεύσεων.

 

Στέργιος Ν. Σάκκος

Πέμπτη, 15 Μάιος 2014 03:00

Ἅγ. Νεκτάριος καί Παπισμός Γ΄

Αἴτια τοῦ σχίσματος

    Γιά τά αἴτια τοῦ σχίσματος ὁ ἅγιος Νεκτάριος παραθέτει αὐτούσιο ἕνα τμῆμα ἀπό τήν «Ἱστορία τοῦ Ἑλληνικοῦ Ἔθνους». Ἐκεῖ ὁ ἱστορικός Παπαρρηγόπουλος ἐκτιμᾶ ὅτι τά αἴτια τοῦ ὁριστικοῦ σχίσματος ἦταν πολιτικά. Τήν ἴδια γνώμη ἔχει ὁ Παπαρρηγόπουλος καί γιά τό σχίσμα ἐπί Μεγάλου Φωτίου. Ἐντούτοις ὁ ἀείμνηστος ἀρχιμανδρίτης Σπ. Μπιλάλης, στήν ἐμπεριστατωμένη μελέτη του «Ὀρθοδοξία καί Παπισμός» πού ἐκδίδεται σέ τρεῖς τόμους (τόμ. Α΄ «Κριτική τοῦ παπισμοῦ», τόμ. Β΄ «Ἡ ἕνωσις τῶν ἐκκλησιῶν»), ἐπισημαίνει ὅτι «ὁ κορυφαῖος ἱστορικός στερούμενος βαθείας θεολογικῆς μορφώσεως» ἐπηρεάστηκε ἀπό τήν δυτική δυσφημιστική ἐκστρατεία καί «δέν ἠδυνήθη νά συλλάβῃ τά πραγματικά αἴτια τοῦ Σχίσματος τῶν Ἐκκλησιῶν» (βλ. τόμ. Α΄ «Κριτική τοῦ παπισμοῦ», σελ. 219).

    Οἱ δυτικοί θεολόγοι μιλοῦν γιά πολιτικά αἴτια καί προσωπικά κίνητρα, ἐπειδή δέν θέλουν νά παραδεχτοῦν τήν κύρια αἰτία τοῦ σχίσματος, δηλαδή τό πρωτεῖο τοῦ πάπα καί τίς κακοδοξίες τοῦ παπισμοῦ. Δυστυχῶς τήν γραμμή τῶν παπικῶν ἀκολουθοῦν καί πολλοί σύγχρονοι θεολόγοι. Ὁ Σπ. Μπιλάλης ἐφιστᾶ τήν προσοχή: «Δέν ἐπιτρέπεται νά γίνεται σύγχυσις μεταξύ ἐξωτερικῶν ἀφορμῶν καί πραγματικῶν αἰτίων τοῦ Σχίσματος. Οὔτε πάλιν δυνάμεθα νά ἐπικαλούμεθα ὡς αἰτίαν τοῦ Σχίσματος τήν διαφοράν τῆς νοοτροπίας, τήν ὑπάρχουσαν ἀνέκαθεν μεταξύ τοῦ χριστιανικοῦ κόσμου τῆς Δύσεως καί τῆς Ἀνατολῆς» (ἔ.ἀ. σελ. 237).

    Τά πρωταρχικά αἴτια, λοιπόν, τοῦ σχίσματος εἶναι 1) ὁ παπικός θεσμός καί 2) ἡ προσθήκη τοῦ filioque στό Σύμβολο τῆς πίστεως.

Ἡ προσθήκη τοῦ filioque

    Γιά τήν προσθήκη τῆς φράσης «καί ἐκ τοῦ Υἱοῦ» στό Σύμβολο τῆς πίστεως θά γίνουν πολλές συζητήσεις στούς ἑπόμενους αἰῶνες μέχρι καί τήν Σύνοδο τῆς Φερράρας – Φλωρεντίας.

    Τήν προσθήκη αὐτή εἰσηγήθηκε τοπική σύνοδος, πού ἔγινε στό Τολέδο τῆς Ἰσπανίας τό 589, δηλαδή, τρεῖς περίπου αἰῶνες πρίν ἀπό τήν πατριαρχία τοῦ Μεγάλου Φωτίου. Ἄν καί ἀργότερα ἀνακηρύχθηκε σέ δόγμα τῆς πίστεως (Σύνοδος Ἀκυϊσγράνου) παρέμεινε γνωστή σέ περιορισμένα τοπικά πλαίσια. Εἶναι χαρακτηριστικό τό ἑξῆς γεγονός, τό ὁποῖο καταθέτουν πολλοί ἱστορικοί, δυτικοί καί ἀνατολικοί, τό ἀναφέρει δέ καί ὁ ἅγιος Νεκτάριος: Ὅταν τό 809 ὁ Μέγας Κάρολος ἀπαίτησε ἀπό τόν πάπα Λέοντα Γ΄ νά ἐγκρίνει τήν προσθήκη, ἐκεῖνος ἀρνήθηκε. Κι ἐπειδή ἀντιλήφθηκε ὅτι τό θέμα δέν ἦταν ἁπλό ἀλλά ἔθετε σέ κίνδυνο τήν ἀκρίβεια τῆς πίστεως ἐνήργησε ὡς ἑξῆς: Διέταξε καί χάραξαν σέ δύο ἀσημένιες πλάκες στά Ἑλληνικά καί στά Λατινικά τό Σύμβολο τῆς πίστεως χωρίς τήν προσθήκη «καί ἐκ τοῦ Υἱοῦ». Ἀπό κάτω συμπλήρωσε μάλιστα καί τόν λόγο τῆς ἀναγραφῆς τοῦ Συμβόλου: «Haec Leo posuit amore et cautela Orthodoxae fidei», δηλ: «Ταύτην Λέων ἔθετο ἐξ ἀγάπης καί πρός περιφυλακήν τῆς Ὀρθοδόξου πίστεως». Τίς πλάκες αὐτές τίς τοποθέτησε δεξιά καί ἀριστερά τῆς εἰσόδου τοῦ ναοῦ τοῦ Ἁγίου Πέτρου.

    Πολύ ἀργότερα (1014) καί μέ τήν ἐπιμονή τοῦ αὐτοκράτορος Ἐρρίκου Β΄ ἔγινε καί στήν Ρώμη ἀποδεκτή ἡ προσθήκη ἀπό τόν πάπα Βενέδικτο Η΄. Τό 1098 μάλιστα σέ μία μικρή σύνοδο στήν Βάρνη, μέ τήν σύμφωνη γνώμη τοῦ πάπα, ἀναθεματίσθηκαν ὅσοι ἀπορρίπτουν τήν προσθήκη στό Σύμβολο. Ἡ παπική αὐτή ἀπόφαση ἀντιβαίνει πρός ὅλες τίς ἀποφάσεις τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων, οἱ ὁποῖες ἀπαγορεύουν κάθε μεταβολή στό Σύμβολο.

Προσπάθειες ἐπανένωσης

    Μετά τό 1054 γίνονται συνεχεῖς προσπάθειες γιά τήν ἐξάλειψη τοῦ σχίσματος. Ἐντείνονται δέ ἰδιαίτερα, ὅταν παρουσιάζονται στόν ὁρίζοντα ποικίλοι ἐχθροί πού ἀπειλοῦν τόν θρόνο τοῦ πάπα, τίς κτήσεις τῶν δυτικῶν ἡγεμόνων ἤ ἀντίστοιχα τήν βυζαντινή αὐτοκρατορία. Σέ ὅλες τίς εὐκαιρίες πού δόθηκαν γιά διαπραγματεύσεις μέ τήν Δύση τό πατριαρχεῖο Κωνσταντινουπόλεως καί γενικῶς ἡ Ἀνατολική Ἐκκλησία συμμετεῖχε μέ καλές διαθέσεις. Ἀκόμη καί μετά τόν ἀφορισμό τοῦ Κηρουλαρίου οἱ σχέσεις μεταξύ Ἀνατολῆς καί Δύσης δέν διεκόπησαν.

    Στήν ἀλληλογραφία τοῦ Κηρουλαρίου μέ τόν πατριάρχη Ἀντιοχείας Πέτρο ὑπάρχουν αὐθεντικές πληροφορίες γιά τίς τάσεις καί τίς διαθέσεις τῆς Ἀνατολικῆς Ἐκκλησίας. Εἶναι χαρακτηριστική ἡ συμβουλή τοῦ Πέτρου Ἀντιοχείας πρός τόν πατριάρχη Κων/πόλεως: «Καλόν γάρ πρός τό καλοθελές ὁρῶντας ἡμᾶς, καί μᾶλλον ἔνθα μή Θεός ἤ πίστις τό κινδυνευόμενον, νεύειν ἀεί πρός τό εἰρηνικόν τε καί φιλάδελφον· ἀδελφοί γάρ καί ἡμῶν οὗτοι, κἄν ἐξ ἀγροικίας ἤ ἀμαθίας συμβαίνῃ τούτοις πολλάκις ἐκπίπτειν τοῦ εἰκότος, τῷ ἑαυτῶν στοιχοῦντας θελήματι· καί μή τοσαύτην ἀκρίβειαν ἐπιζητεῖν ἐν βαρβάροις ἔθνεσιν, ἥν αὐτοί περί λόγους ἀναστρεφόμενοι ἀπαιτούμεθα». Αὐτά γιά τά δεύτερα ζητήματα. Γιά τά κύρια ὅμως θέματα τῆς πίστεως ὁ Ἀντιοχείας συμφωνεῖ ἀπόλυτα μέ τήν στάση τοῦ Κωνσταντινουπόλεως. Γράφει χαρακτηριστικά: «Περί γάρ τῆς ἐν τῷ ἁγίῳ συμβόλῳ προσθήκης, καί τοῦ μή κοινωνεῖν αὐτούς τῶν ἁγιασμάτων ἀπό γεγαμηκότος (=ἐγγάμου) ἱερέως, καλῶς καί θεοφιλῶς ἡ ἁγιωσύνη σου ἐνίσταται· καί μή παύσαιτό ποτε περί τούτου ἐνισταμένη καί πείθουσα, ἀπό τε τῶν ἁγίων γραφῶν, καί τῶν ἀναγεγραμμένων εὐαγγελικῶν κηρυγμάτων, μέχρις ἄν αὐτούς ἕξεις συντιθεμένους τῇ ἀληθείᾳ», γιά νά καταλήξει παρακάτω: «Εἰ τήν ἐν τῷ ἁγίῳ συμβόλῳ προσθήκην διορθώσαιντο, οὐδέν ἄν ἕτερον ἐπεζήτουν· ἀδιάφορον καταλιπών σύν τοῖς ἄλλοις καί τό περί τῶν ἀζύμων ζήτημα... ἵνα μή τό πᾶν ἐκζητήσαντες, τό πᾶν ἀπολέσωμεν» (βλ. σελ. 69-72).

    Ἀκολούθησαν συζητήσεις καί προσπάθειες γιά τήν συνεννόηση μεταξύ τῶν δύο Ἐκκλησιῶν μέ βασικό θέμα τήν ἐκπόρευση τοῦ ἁγίου Πνεύματος. Παρά τίς διαφορές, οἱ σχέσεις παρέμεναν εἰρηνικές.

   Στά μέσα ὅμως τοῦ 12ου αἰ. οἱ παπικοί κατασκεύασαν τήν συλλογή τῶν ἐκκλησιαστικῶν νόμων, ἕνα συνονθύλευμα κανόνων ἀπό ἀμφιβαλλόμενα καί ψευδῆ κείμενα. Μετά τά ψευδοκλημέντεια καί τά ψευδοϊσιδώρεια κατασκευάσματα, αὐτό τό ἐγχείρημα εἶναι τό «τρίτον πλῆγμα τό κατενεχθέν κατά τῆς ἑνότητος καί τοῦ συνδέσμου τῶν δύο ἐκκλησιῶν», ἐπισημαίνει ὁ ἅγιος Νεκτάριος (βλ. σελ. 92). Τό χάσμα πλέον μεγάλωσε καί τελικά ἡ ἅλωση τῆς Κωνσταντινουπόλεως ἀπό τούς σταυροφόρους (1204) τό ἔκανε σχεδόν ὁριστικό.

Λατινοκρατία

    Κατά τήν περίοδο τῆς Λατινοκρατίας ἡ Ἀνατολική Ἐκκλησία γνώρισε μέρες φρίκης ἀπό τούς σταυροφόρους καί οἱ πιστοί της σύρθηκαν στά μαρτύρια. Μανιασμένοι οἱ Φραγκολατῖνοι ἀπό τό φανατικό σύνθημα «ὑποταγή στόν πάπα ἤ καταδίκη σέ θάνατο» ἐκτράπηκαν σέ ἀκατονόμαστες φρικαλεότητες. Ἡ ἀποτίναξη τοῦ δυτικοῦ ζυγοῦ, μισό αἰώνα περίπου ἀργότερα, ἐξόργισε τόν πάπα Οὐρβανό Δ΄. Μέ ἀπειλές καί ὑβριστικούς χαρακτηρισμούς καταφέρθηκε ἐναντίον τῆς Ἑλληνικῆς Ἐκκλησίας, ἡ ὁποία τόλμησε νά περιφρονήσει τήν παπική «προστασία»! Προσπάθησε μάλιστα ἐπίμονα ὁ Οὐρβανός καί ἔκανε διαβήματα γιά νά συνενώσει τούς δυτικούς ἡγεμόνες, ὥστε νά ἀνακτήσουν τήν Κωνσταντινούπολη. Ἡ δραστηριότητα αὐτή ἀνάγκασε τόν αὐτοκράτορα Μιχαήλ Παλαιολόγο σέ ἀλλεπάλληλες ἀποστολές πρός τόν πάπα. Προφασιζόταν ὅτι ἐπιθυμεῖ τήν ἕνωση τῶν ἐκκλησιῶν. Ἀπώτερος σκοπός του ὅμως ἦταν νά ἐξασφαλίσει τήν εὔνοια τοῦ πάπα, ὥστε νά ἀποφευχθεῖ ἡ ἐπίθεση τῶν δυτικῶν ἡγεμόνων.

 

Στέργιος Ν. Σάκκος

Πέμπτη, 15 Μάιος 2014 03:00

Ἅγ. Νεκτάριος καί Παπισμός Β΄

Πρίν ἀπό τό σχίσμα τοῦ 1054

   Στόν δεύτερο τόμο τοῦ βιβλίου «Μελέτη Ἱστορική περί σχίσματος», ἐκδ. Π. Λεωνῆ, ἐν Ἀθήναις 1912, ὁ ἅγιος Νεκτάριος παρουσιάζει μία σειρά ἀπό κείμενα, ἐπιστολές, ἀποσπάσματα χρονικῶν καί ἱστοριογραφιῶν τῆς σύγχρονης τῶν γεγονότων ἐποχῆς. Σ' αὐτά ἀποτυπώνεται τό πολιτικό, θρησκευτικό καί κοινωνικό πλαίσιο τῆς ἐποχῆς, οἱ διαθέσεις ἀλλά καί τά μυστικά σχέδια τῶν πρωταγωνιστῶν τῶν ἐκκλησιαστικῶν γεγονότων. Σέ ὁρισμένα σημεῖα ὁ ἅγιος ἐκφράζει τήν ἀμφισβήτησή του, γιά τήν ἐγκυρότητα τῶν κειμένων, ἤ τήν προσωπική του ἐκτίμηση γιά πρόσωπα καί γεγονότα.

   Ἤδη στόν πρόλογο διατυπώνει τό συμπέρασμα τῆς ἐνδελεχοῦς ἔρευνάς του στίς ἱστορικές πηγές, σχετικά μέ τό σχίσμα: «Ἐάν τις ἐρευνήσῃ τά αἴτια ὅλων τῶν ἐρίδων καί τῶν σχισμάτων τῶν δύο Ἐκκλησιῶν ἀπό τῶν ἀρχαιοτάτων χρόνων μέχρι τῶν ἐσχάτων, θέλει εὕρει πρῶτον αἴτιον κινοῦν τά ἄλλα αἴτια τήν ἀρχήν τοῦ πρωτείου τοῦ Πάπα. Τό ζήτημα τοῦ πρωτείου τοῦ Πάπα εἶναι κυρίως εἰπεῖν τό ζήτημα τοῦ Σχίσματος».

   Τό συμπέρασμα αὐτό ἰσχύει ὄντως μέχρι σήμερα, ὅπως φάνηκε καί στό συνέδριο τῆς Διεθνοῦς Μικτῆς Ἐπιτροπῆς γιά τόν Θεολογικό Διάλογο μεταξύ Ὀρθοδόξων καί Ρωμαιοκαθολικῶν πού πραγματοποιήθηκε στήν Κύπρο τόν Ὀκτώβριο τοῦ 2009. Ἡ βασική ἐπιδίωξη τοῦ συνεδρίου ἦταν: «νά ἀναγνωριστεῖ ἀπό τήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία τό πρωτεῖο τοῦ Πάπα, καί τά δογματικά θέματα θά τακτοποιηθοῦν ἐν καιρῷ»!

Ἀπό τόν Μέγα Φώτιο μέχρι τόν Μιχαήλ Κηρουλάριο

   Ὁ ἅγιος Νεκτάριος δέν θεωρεῖ πιθανόν ὅτι, μετά τήν ἔνταση τῶν σχέσεων τῶν δύο Ἐκκλησιῶν ἐπί Φωτίου (9ος αἰ.), διαγράφηκε ὁ πάπας ἀπό τά δίπτυχα τῆς Ἀνατολικῆς Ἐκκλησίας. Τά κείμενα πού τό ἰσχυρίζονται αὐτό περιέχουν ἱστορικές ἀνακρίβειες (βλ. σελ. 12-13). Εἶναι ἀλήθεια ὅτι μέ τήν κατάσταση πού ἐπικρατοῦσε στήν παπική ἕδρα καθ' ὅλη τήν διάρκεια τοῦ 10ου αἰώνα θά ἦταν δικαιολογημένη κάθε ἀντίδραση τῆς Ἀνατολικῆς Ἐκκλησίας. Ὡστόσο, δέν σημειώθηκε καμία ἀντιδραστική κίνηση. Τοῦτο κατά τόν ἱστορικό Παπαρρηγόπουλο ἀποδεικνύει «τόν πόθο (τῶν ἀνατολικῶν) τοῦ νά μή μετακινήσωσι τό καθ’ ἑαυτούς τά ἀνέκαθεν ἐν τῇ Ἐκκλησίᾳ τοῦ Χριστοῦ καθεστῶτα καί νά μή δώσωσιν ἀφορμήν εἰς τήν διάστασιν, ὅσῳ εὐπροσώπους καί ἄν εἶχον πρός τοῦτο λόγους. Τούτου ἕνεκα ὑπέμειναν τά αἴσχη...».

   Ἀπό τόν Μέγα Φώτιο μέχρι τήν ἄνοδο τοῦ Μιχαήλ Κηρουλαρίου στόν πατριαρχικό θρόνο (1043), 150 ὁλόκληρα χρόνια, ἡ ἠθική κατάπτωση τῶν παπῶν δέν τούς ἐπέτρεπε νά ἔχουν ἀλαζονικές ἀπαιτήσεις ἤ νά δημιουργοῦν προβλήματα στή σχέση τῶν δύο Ἐκκλησιῶν.

Ἀναζωπύρωση ἐντάσεων

   Ἀκολουθώντας τήν ἐκτίμηση τοῦ Παπαρρηγόπουλου ὁ ἅγιος Νεκτάριος παρουσιάζει ὡς ἀφορμή γιά τήν ἔναρξη τῶν νέων ἐντάσεων μία ἐπιστολή, τήν ὁποία συνέταξαν καί ἀπέστειλαν τό 1053 ὁ πατριάρχης Μιχαήλ Κηρουλάριος καί ὁ ἐπίσκοπος Ἀχρίδος πρός τόν ἐπίσκοπο Τράνης. Ἡ ἐπισκοπή αὐτή ἀρχικά ἀνῆκε στήν Δύση, ἀλλά ἀπό τό 970 μεταβιβάστηκε στήν δικαιοδοσία τοῦ Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως. Σκοπός τῆς ἐπιστολῆς ἦταν ὁ ἔλεγχος τοῦ παραλήπτη ἐπισκόπου γιά τά ἄζυμα, τό πνικτόν, τήν νηστεία τοῦ Σαββάτου, καί ἄλλα λειτουργικά ἔθιμα, τά ὁποῖα τηροῦσε κατά τήν παράδοση τῶν παπῶν.

   Οἱ δυτικοί, οἱ ὁποῖοι πληροφορήθηκαν τό περιεχόμενο τῆς ἐπιστολῆς, προσβλήθηκαν ἀπό τά γραφόμενα γιά τά ἔθιμά τους. Ὁ ἴδιος ὁ πάπας Λέων Θ΄ ἀπάντησε ἐξοργισμένος, κατηγορώντας μέ τήν σειρά του τούς ἀνατολικούς γιά αἱρέσεις καί πλάνες. Στίς ἐπιστολές πού ἀκολούθησαν ἐκ μέρους τοῦ πατριάρχη καί τοῦ αὐτοκράτορα κυριάρχησε ἕνα ἤπιο πνεῦμα. Ὁ πάπας ὅμως ἔστειλε στήν Κων/πολη νέες ἐπιστολές καί τρεῖς ἐκπροσώπους του (βλ. σελ. 18-21).

Τό σχίσμα τοῦ 1054

   Ὁ καρδινάλιος Οὐμβέρτος, ἐπικεφαλῆς τῆς παπικῆς ἀντιπροσωπείας, ἔχοντας φιλεριστικές τάσεις, ὅταν ἔφθασε στήν Κων/πολη, συνέταξε καί δημοσίευσε ὑβριστικά κείμενα κατά τοῦ πατριάρχη καί τοῦ μοναχοῦ Νικήτα Στηθάτου. Ὡς ἀπάντηση σ’ αὐτήν τήν πρόκληση ὁ αὐτοκράτορας ὑποχρέωσε τόν Στηθάτο νά ἀποδοκιμάσει ἐπισήμως ὅσα εἶχε γράψει κατά τῶν ἀζύμων. Ὁ δέ πατριάρχης Μιχαήλ ἐπέμεινε στήν ἄποψη ὅτι γιά τίς κατηγορίες-συκοφαντίες καί τίς διαφορές τῶν δύο Ἐκκλησιῶν ἔπρεπε νά ἀποφανθεῖ ἡ Ἐκκλησία ὡς σῶμα.

   Ἀλλά ἡ μετριοπαθής αὐτή στάση δέν ἔφερε τά ἐπιθυμητά ἀποτελέσματα. Οἱ ἀπεσταλμένοι τοῦ πάπα, σύμφωνα μέ τόν Παπαρρηγόπουλο, «ἐξ ἀρχῆς ἐφάνη ὅτι δέν εἶχον ἔλθει εἰς Κων/πολιν, εἰμή ἵνα προξενήσωσι σκάνδαλα». Ἔτσι φθάνουμε στήν ἀποφράδα μέρα τῆς 16ης Ἰουλίου 1054.

   Ἐνῶ ὁ πατριάρχης τελοῦσε τήν θεία Λειτουργία στόν ναό τῆς τοῦ Θεοῦ Σοφίας, ὁ Οὐμβέρτος καί οἱ περί αὐτόν μπῆκαν μέ πομπώδη τρόπο στόν ναό. Τόν διέσχισαν μέ ἀπρέπεια καί ἰταμή ἀσέβεια στό μυστήριο πού τελοῦνταν καί φθάνοντας στήν ἁγία Τράπεζα κατέθεσαν τόν ἀφορισμό τοῦ πατριάρχη Μιχαήλ Κηρουλαρίου. Θαυμάζει ὁ Παπαρρηγόπουλος: «Ὁπόση ἦτο ἡ ἀνοχή καί ἡ μετριοπάθεια τῶν ἡμετέρων οὐδέποτε ἀπεδείχθη λαμπρότερον ἤ κατά τήν φοβεράν ἐκείνην στιγμήν, καθ’ ἥν ἕν νεῦμα τοῦ πατριάρχου ἠδύνατο νά ἐπαγάγῃ δεινήν τῆς κακουργίας τιμωρίαν». Κι ἐνῶ ὁ αὐτοκράτορας καί ὁ πατριάρχης ἐξάντλησαν κάθε τρόπο συνδιαλλαγῆς μέ τούς ταραξίες, ὁ λαός τῆς Κων/λεως ἐξοργιζόταν μέρα μέ τήν ἡμέρα ὅλο καί περισσότερο. Ὁ αὐτοκράτορας ἀναγκάστηκε νά προτρέψει τούς παπικούς νά φύγουν τό γρηγορότερο ἀπό τήν Πόλη. Παραταῦτα δέν πρόλαβε τήν ἐξέγερση τοῦ λαοῦ, ἡ ὁποία πολύ δύσκολα κατευνάστηκε.

   Ἀξιοθαύμαστη εἶναι καί ἡ περαιτέρω στάση τοῦ Μιχαήλ Κηρουλαρίου, ὁ ὁποῖος σέ σχετική ἐπιστολή του στόν πάπα δέν δίνει καμία λαβή γιά τήν συνέχιση τῆς ἐχθρότητας. Θεωρεῖ μάλιστα τό περιστατικό ὑποκινούμενο ἀπό πολιτικούς παράγοντες -ξένους πρός τήν παπική ἕδρα- πού ἐπηρέαζαν τίς κινήσεις τοῦ καρδινάλιου Οὐμβέρτου.

   Ἤπια καί διαλλακτική ὑπῆρξε ἡ στάση τοῦ πατριάρχη σέ ὅσα προηγήθηκαν τοῦ ἀφορισμοῦ ἀλλά καί σέ ὅσα ἀκολούθησαν (βλ. σελ. 28-33). Εἶναι, λοιπόν, ἄδικη ἡ κατηγορία πού πλανᾶται μέχρι τίς μέρες μας, ὅτι ὁ ἀπότομος, φιλόδοξος καί ἄκαμπτος χαρακτήρας τοῦ πατριάρχη ὁδήγησε στό σχίσμα τῶν δύο Ἐκκλησιῶν. Ὁ Μιχαήλ Κηρουλάριος, ὅπως καί οἱ ἄλλοι ὀρθόδοξοι πατριάρχες, φέρθηκαν μέ σύνεση καί λεπτότητα κάθε φορά πού κλήθηκαν νά ἀντιμετωπίσουν τίς παρεκκλίσεις τῆς δυτικῆς Ἐκκλησίας. Δέν ἀντιμετώπισαν τόν ἑκάστοτε πάπα σάν ἀπομονωμένο ἀντίπαλο. Στάθηκαν μέ σεβασμό μπροστά σέ μία τοπική Ἐκκλησία πού ἀριθμοῦσε πολλές χιλιάδες πιστῶν. Ψυχές, μέλη τῆς μίας ἀδιαίρετης Ἐκκλησίας, «ὑπέρ ὧν Χριστός ἀπέθανεν», κινδύνευαν ἀπό τό σκανδαλισμό. Γι' αὐτό οἱ ὑπεύθυνοι ἀπό πλευρᾶς τῆς ἀνατολικῆς Ἐκκλησίας δέν λειτούργησαν σπασμωδικά οὔτε υἱοθέτησαν ἀδιάλλακτη στάση ἐξ ἀρχῆς. Ἐπέδειξαν ἰδιαίτερη ὑπομονή καί συγκατάβαση ἀκόμη καί στίς ἐξωφρενικές ἀπαιτήσεις τῶν παπῶν.

 Στέργιος Ν. Σάκκος

Πέμπτη, 15 Μάιος 2014 03:00

Ἅγ. Νεκτάριος καί Παπισμός Α΄

    Ἐπίμονη καί ἀκάματη ἡ προσπάθεια τῶν Oἰκουμενιστῶν γιά τήν ἐπιβολή τοῦ παπικοῦ πρωτείου προσλαμβάνει στίς μέρες μας δι­α­στάσεις ἀνησυχητικά ἐντυπωσιακές. Φορεῖς καί προσω­πι­κότητες, συχνά ἀξιόλογες κατά τά ἄλλα, προσπαθοῦν μέ κάθε τρόπο νά ἐπι­βάλουν τόν πάπα ὡς πνευματικό πλανητάρ­χη. Δι­ορ­γανώνουν συνέδρια καί διαλόγους, συγ­γρά­φουν βιβλία καί ἄρθρα μέ κύριο καί μοναδικό στόχο νά μᾶς πείσουν ὅτι ὀφείλου­με ὅλοι νά ἀποδεχθοῦμε τήν κυριαρχία τοῦ ποντίφηκα, διότι μόνον ἔτσι θά ξε­πε­ρα­σθοῦν τά ἀδιέ­ξο­δα καί θά λυθοῦν τά πάσης φύσεως προβλή­ματα πού κατακλύζουν τήν κοινωνία μας. Ἰσχυρίζονται μάλιστα ὅτι κατά τήν πρώ­τη χιλιετία ἦταν ἀπό ὅλους παραδεκτό τό πρωτεῖο τοῦ πάπα.
    Ὁ παραπάνω ἰσχυρισμός εἶναι ἀνιστόρη­τος καί ἀβάσιμος. Ἀποδεικνύεται δέ ὅτι εἶναι ἐπίσης ψευδής καί κακοήθης. Πο­λυ­άριθμες καί σα­φεῖς μαρτυρίες βε­βαιώνουν ὅτι ἀπό τούς πρώτους αἰῶνες δέν προσδίδεται στόν ἐπίσκοπο Ρώ­μης κάποια ἰδιαίτερη ἐξουσία μέσα στήν Ἐκκλησία. Αὐτό φρονοῦν ὄχι μόνο θεολόγοι καί ἐπίσκοποι τόσο τῆς ὀρθοδόξου Ἀνατολῆς ὅσο καί τῆς Δύσεως, ἀλλά καί ὁ­λόκληρες Σύνοδοι. Ἀργότερα, ὄχι μόνο κατά τήν διάρκεια τῆς δεύτερης ἀλλά καί τῆς πρώ­της χιλιετίας, ὅσες φορές ἐκδηλώθηκε ἡ ἀξί­ω­ση νά ἐπιβληθεῖ ὁ πάπας ὡς βικάριος (=ἀ­ν­τι­πρό­σωπος) τοῦ Θε­οῦ καί ὑπέρτατος κυρί­αρχος ὅλης τῆς Ἐκκλη­σίας συνάντησε πάν­τοτε σθενα­ρή ἀντί­σταση. Αὐτή ὑπῆρξε ἡ πά­για θέση τῆς ὀρθο­δόξου Ἐκκλησίας. Σ’ αὐ­τή τήν θέση παρέμεινε πιστή ἡ Ἀνατολή, ὅταν ἡ Δύση ἁλώθηκε ἀπό τούς φράγκους. Αὐτή τήν πίστη μᾶς κλη­ρο­δότησε ἡ Ἐκκλησία ἀπό τήν ἐ­ποχή τοῦ Με­γά­λου Φωτίου μέχρι τόν ἅ­γιο Γρηγόριο Παλα­μᾶ, τόν ἅγιο Μᾶρκο Εὐ­γε­νικό, τόν ἅγιο Νικό­δημο τόν Ἁ­γιορείτη καί τόν νε­οφανῆ ἅ­γιο Νεκτάριο, ἀπό τήν κοί­μη­ση τοῦ ὁποίου οὔτε ἕνας αἰώνας δέν ἔχει πε­ράσει.
    Ὑπῆρχαν καί στήν ἐποχή τοῦ ἁγίου Νε­κταρίου κάποιοι πού ὑποστήριζαν ὅτι στήν πρώτη χιλιετία ὅλη ἡ Ἐκκλησία, ἀνατολική καί δυτική, ἀναγνώριζε τό πρωτεῖο τοῦ πά­πα. Ὁ ἅγιος ἐντρύφησε στό θέμα αὐτό. Συνέ­γραψε μάλιστα τό 1895 εἰδικό δίτομο ἔργο 600 σε­­λί­­δων μέ τίτλο: «Μελέτη ἱστορική περί τῶν αἰ­τίων τοῦ σχί­­σμα­­τος, περί τῆς διαιωνίσεως αὐτοῦ καί περί τοῦ δυνατοῦ ἤ ἀδυνάτου τῆς ἑνώσεως τῶν δύο Ἐκκλησιῶν, τῆς ἀνατολικῆς καί δυτι­κῆς». Ἐ­ρευνώντας ἀξιόπιστες πη­γές συγ­­­­κέν­τρω­σε μαρ­τυρίες μέ τίς ὁποῖες ἀ­πο­δει­κνύ­ει πολλαπλῶς ὅτι ἡ ἀ­ξί­ωση τοῦ πάπα νά ἀναγνωρίζεται ὡς ὁ μο­να­δι­κός ἀντι­πρό­σωπος τοῦ Θεοῦ ἐπί τῆς γῆς ἀπορ­ρί­φθηκε ἀπό ὅλους ἐν τῆ γενέσει της. Ἀπό αὐτή τήν μελέτη τοῦ ἁγίου Νεκταρίου θά παρα­θέσω στήν συνέχεια με­ρι­κές μόνο μαρτυ­ρί­ες πρός ἐνη­μέρω­ση καί πνευματικό καταρτισμό τῶν ἀνα­γνω­στῶν. Παραπέμπω στόν πρῶτο τόμο τῆς Μελέτης, πού τυπώθηκε ἀπό τόν Π. Λεω­νή, ἐν ‘Αθήναις 1911.
    Μέ ἀντικειμενικότητα ἀξιόπιστου ἱστορι­κοῦ ὁ ἅγιος ἐπίσκοπος Πενταπόλεως πα­ρου­σιάζει συνο­πτικά τά αἴτια τοῦ σχί­σμα­τος ὅ­πως τά ἀντι­λαμβάνονται τήν ἐ­πο­χή του καί οἱ δύο πλευ­ρές.
    Κατά τούς δυτικούς: Ἡ βασική αἰτία εἶ­ναι ἡ ὑπεροψία τῆς Ἀνατολικῆς Ἐκ­κλη­σίας ἡ ὁ­ποία ἀρνεῖται στόν πάπα Ρώμης τά πρω­­τεῖα σ’ ὁλόκληρη τήν Ἐκκλησία. Δη­λα­δή δέν δέ­χε­ται α) τήν ἀπονομή ἀ­πο­­στολικοῦ πρωτείου στόν Πέτρο ἀπό τόν Κύριο, β) τήν με­τα­βί­βα­ση αὐτοῦ τοῦ πρωτείου στόν ἑ­κά­στο­τε ρω­μαῖο ποντί­φη­κα, γ) τήν φύση καί τήν οὐσία τοῦ πρωτείου τοῦ πάπα καί δ) τό «ἀλάθητο» τοῦ πάπα.
      Κατά τούς ἀνατολικούς: Τά σπου­δαι­ό­τε­ρα αἴτια εἶναι τρία˙ α) ἡ ἀξίωση τοῦ πρω­τείου ἀ­πό τόν πάπα Ρώμης β) οἱ αὐ­θαί­ρε­τες δογμα­τικές καινοτομίες τῆς Δύσεως καί γ) ἡ ἀθέτη­ση τοῦ κύρους τῶν Ἱερῶν Συν­ό­δων πού μόνο αὐτές κατέχουν τήν ἀλήθεια τῆς Ἐκκλησίας (σελ. 7-8).
    Καί συμπεραίνει ὁ ἅγιος: «Οἱ ὅροι τῆς ἑ­νώ­σεως εἶναι τοιοῦτοι, ὥστε καθιστῶσι τήν ζη­τουμένην ἕνωσιν ἀδύνατον˙ διότι δέν ἔ­χου­σι οὐδέν σημεῖον συναντήσεως, ζη­τοῦσι δέ ἑ­κατέρα παρά τῆς ἑτέρας, οὔτε πλεῖον οὔ­τε ἔ­λαττον, τήν ἄρνησιν ἑαυ­τῆς...» (σελ. 9). Εἶναι προφανές ὅτι μέχρι σή­με­ρα καί παρ’ ὅ­λους τούς δια­λό­γους καί τίς ἑνωτικές προσ­πά­θειες τίποτε δέν ἄλλαξε στίς το­ποθετήσεις τῶν δύο πλευρῶν. Τά τε­λευ­ταῖα μάλι­στα οἰ­κουμε­νι­στι­κά συνέδρια στήν Ραββένα καί στήν Κύπρο ἕνα θέμα ἔ­θε­σαν ὡς βασικό γιά νά ἐπιτευχθεῖ ἡ πλή­ρης ἕνωση: νά ἀπο­δε­χθοῦν οἱ ὀρθό­δο­ξοι μό­νο τό πρωτεῖο τοῦ πάπα καί νά δια­τη­­ρή­­σουν τά δόγματά τους ὅπως ἔχουν. Νά προσχωρήσουν, δηλαδή, στήν Οὐνία. Δέν ὑ­πάρχει, λοιπόν, καμία ὑπο­χώρηση ἀπό τήν ἀρ­χική θέση τῶν Δυτικῶν, ἄρα ἡ ἕ­νωση ἐξα­κολουθεῖ νά πα­ραμένει καί σήμερα ἀνέφικτη.
    Τό πρωτεῖο τοῦ πά­πα Ρώμης πα­ρου­σι­ά­ζει ὁ ἅγιος ὡς θεμελιώδη ἀρχή τῆς Δύσεως καί ἀρχή τῆς ἀπομα­κρύν­­σεώς της ἀπό τήν μία καθολική καί ἀ­πο­στολική Ἐκ­κλη­σία. Εἶναι ἐν­τυπωσιακό ὅτι τήν ἀ­ξί­ωση αὐτή θεωρεῖ συν­ομήλικη μέ τήν ἐκ­κλη­σία τῆς Ρώ­μης καί σύμ­φυτη μέ τόν χα­ρα­κτήρα τῶν Ρω­μαίων, τῶν ‘’πρώτων’’ πο­λι­τῶν τῆς μεγάλης ρωμα­ϊ­κῆς αὐτο­κρα­το­ρίας (σελ. 10). Ἡ ἐπίδραση αὐ­τοῦ τοῦ ἀν­θρώ­πι­νου στοι­­­χεί­ου στούς ἐκ­κλη­σι­α­στι­κούς ἡ­γέ­τες τῆς ρω­μαϊκῆς ἐκ­κλησίας ὑ­πῆρξε διαχρονικά κα­­θο­ρι­στική γιά τήν δια­μόρ­φωση τοῦ ἐκ­κλη­σι­α­στι­κοῦ συ­­στή­ματος τῆς Ρώμης καί βέ­βαια τῶν ἀ­παι­­τή­σεων τῆς ἐκ­κλησιαστικῆς ἡγεσίας ἀ­πό τίς ἐ­κτός Ρώ­μης ἐκ­κλη­σί­ες.
    Ποῦ στήριξαν ὅμως οἱ πάπες τῆς Ρώμης θεο­λο­­γικά τό πρωτεῖο τους;
    Ἰσχυρίζονται ὅτι αὐτό ἀπορρέει ἀπό τό ἀ­ποστολικό πρωτεῖο τοῦ Πέτρου. Ὁ ἅγιος Νε­κτάριος ἀναφέρει τά χωρία τῶν Εὐ­αγγελίων τά ὁποῖα χρησιμο­ποιοῦν πα­ρερ­μηνευμένα οἱ δυ­τικοί γιά νά δια­κη­ρύ­ξουν ὅτι ὁ ἀ­πό­στολος Πέ­τρος εἶχε κυρι­αρ­χική ἐξουσία ἀνάμεσα στούς μα­θητές καί γενικότερα μέσα στήν Ἐκ­κλη­σία. Ὡσ­τόσο ὑπάρχουν πάμπολλα χωρία πού συνη­γο­ροῦν γιά τήν πλή­ρη ἰσότητα μ­ε­τα­ξύ τῶν μα­θη­τῶν. Αὐτά ὅμως οἱ παπικοί τά πα­­ρα­θε­ωροῦν. Στίς Πρά­ξεις τῶν Ἀ­πο­στό­λων π.χ. ὁ ἀπό­στο­λος Πέτρος λόγῳ τοῦ χαρα­κτῆ­ρος του, βέ­βαι­α, προΐ­σταται τῶν μαθητῶν ἀλ­λά ποτέ δέν προ­­­βάλ­λε­ται ὡς ὁ πρῶτος καί κυρί­αρ­χος οὔ­τε καί ὡς ἀ­λά­θη­τος. Δέν ἀ­πο­φα­σίζει πο­τέ μόνος. Λύνει τά προκύπτοντα θέματα πάν­τοτε ἀπό κοινοῦ μέ τούς ἄλλους ἀποστόλους καί μέ τά μέλη τῆς πρώτης ἐκ­κλησίας (βλ. Πρξ 1,15-26˙ 6,2-6). Δέχθηκε μά­λιστα τήν ἐπίπληξη τοῦ ἀποστόλου Παύ­λου (βλ. Γα 2,11-14), ὅπως εἶχε δεχθεῖ καί τοῦ Κυ­ρί­ου (Μθ 16,23).
    Ἀκόμη κι ἄν ἀναγνωριζόταν κάποιο πρω­τεῖο στόν ἀ­πό­στο­λο Πέτρο, μέ ποιά αἰτιο­λο­γία αὐτό θά ἔπρεπε νά μεταβιβασθεῖ στόν προκαθήμενο τῆς Ρώ­μης;
Ἀπό τά πρῶ­­τα χρόνια, σημειώνει ὁ ἅγιος Νεκτάριος, καί ἄλλες τοπικές ἐκκλησίες σε­μ­νύ­νον­ταν νά τιμοῦν ὡς ἱδρυτή τους τόν ἀ­­πό­στο­λο Πέτρο. Κα­­­μία ὅμως δέν διανοήθηκε νά διεκδικήσει πρω­τεῖο ἐξ­ου­σίας. Ἀντίθετα ἡ Ρώμη, γιά τήν ὁ­ποία μό­χθησε δύο καί πλέον ἔτη ὁ ἀπό­στο­λος τῶν ἐθνῶν Παῦλος, ἀρνή­θη­κε τήν πα­τρό­τητά του καί αὐθαίρετα, ὅ­πως ἀπο­δει­κνύει στήν συνέχεια ὁ ἅγιος, το­ποθέ­τησε στόν θρόνο της τόν ἀπόστολο Πέ­τρο μέ στόχο νά στηρίξει σ’ αὐτόν τήν θε­ω­ρία τοῦ πρωτείου της. Ὅπως ἀποδεικνύ­εται ὅμως ἀπό τίς ἁγιογραφικές μαρτυρίες καί τά ἁγιοπα­τε­ρικά κείμενα, ὁ ἀπόστολος Πέτρος ὄχι μόνο δέν πῆγε στήν Ρώμη, ἀλλά «...οὔτε τόν ἀέρα τῆς Ρώμης φρονοῦμεν, πόρρω­θεν ποτέ ἀνέ­πνευσεν» (σελ. 19).
    Ψευδεπίγραφα καί ἀπόκρυφα κείμενα ἐπι­στράτευσαν οἱ παπικοί προκειμένου νά στη­ρίξουν ἐκεῖ τό ἀστήρικτο πρωτεῖο τοῦ πάπα. Τέτοιο κείμενο, ἐπισημαίνει ὁ ἅγιος, εἶ­ναι ἡ λε­γόμενη Ἐπιστολή τοῦ Κλήμεντος Ρώ­μης πρός τόν Ἰάκωβον Ἰε­ροσολύμων, γραμ­μένη κατά τόν 2ο αἰ.. (σελ. 14-16). Κατά τόν 3ο αἰ. οἱ παπικοί δέν δί­στασαν νά πα­ρα­χα­ρά­ξουν τό ἔργο τοῦ Κυ­πριανοῦ Καρ­χηδόνος «Περί τῆς ἑνό­τη­τος τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας». Ἀφιε­ρώ­νει πολλές σελίδες στή μελέτη του ὁ ἅγιος Νε­κτάριος γιά νά ἀποδείξει μέ βά­ση τά κείμενα καί τίς ἐργασίες εἰδικῶν αὐ­τή τήν παραχάρα­ξη (σελ. 50-61).
    Ἀποκορύφωμα τῆς πλαστογράφησης στήν ὁποία ἐπιδόθηκαν οἱ δυτικοί ἀποτε­λοῦν οἱ Ψευδοϊσιδώρειες διατάξεις τοῦ 8ου αἰ. (σελ. 185ἑ.). Τό ψευ­δές αὐτῶν τῶν κειμένων ἀνα­γνω­ρί­ζε­ται ἀκό­μη καί ἀπό καθολικούς ἐπι­στή­μο­νες. Μία ἀ­κόμη προσπάθεια τοῦ 8ου αἰ. ἀνα­φέ­ρει ὁ ἅγι­ος συγγραφέας, τήν «Δωρεά τοῦ Μ. Κων­σταντίνου στόν πάπα Σίλβε­στρο», κείμε­νο μέ τό ὁποῖο ὁ Μ. Κων­σταν­τῖ­νος πα­ραχω­ρεῖ ἰδι­αίτερες ἐξουσίες καί προ­νόμια στόν πά­πα Ρώμης. Ἔχει διαψευ­σθεῖ πολλές φορές καί ἀ­πό πολλούς ἤδη ἀπό τόν 15ο αἰ. (σελ. 189-190).
    Παρ’ ὅλες τίς προσπάθειες τῶν δυτικῶν δέν ἀναγνώρισε ποτέ κανείς πρωτεῖο ἐξου­σίας στόν πάπα.  
    Στήν «Μελέτη» ἀναφέρονται οἱ πρώιμες ἀπόπειρες παπῶν νά ἀσκήσουν ἡγεμονική ἐ­ξουσία σ’ Ἀνατολή καί Δύση καθώς καί οἱ ἀν­τιδράσεις πού προκάλεσαν.
     Ἀφορμή ἔδωσαν οἱ διαφορές μεταξύ Ἀ­να­τολῆς καί Δύσεως ὡς πρός τόν ἑορ­τα­­σμό τοῦ Πάσχα. Πρῶτος ὁ πάπας Ἀνίκητος ἀξίωσε νά γιορ­τάζεται τό Πάσχα παντοῦ τήν ἡμέρα πού τό γιόρταζε ἡ Ρώμη. Ἀντιτάχθηκε ὁ ἅ­γι­ος ἐπί­σκοπος Σμύρνης Πολύκαρπος, ἀλ­λά ἡ δια­φωνία ἔληξε εἰρηνικά καί κάθε το­πική ἐκκλη­σία γιόρταζε τό Πάσχα σύμ­φω­να μέ τήν δική της παράδοση. Τό θέμα ἐπανῆλθε στά τέλη τοῦ 2ου αἰ. Ὁ πάπας Βίκτωρ στάθηκε περισ­σότερο ἀδιάλλακτος καί ἀφόρισε τόν Πολυ­κράτη, ἐπίσκοπο Ἐφέσου, ἀλλά καί ὅσους ἀν­τέδρασαν στίς ἀξιώσεις του. Τελικά ὁ ἀφο­ρι­σμός ἀπεσύρθη καί οἱ Ἐκκλησίες Ἀνατολῆς καί Δύσης ἔμειναν σέ κοινωνία ἀγάπης. Δέν ἔ­γινε τό ἴδιο ὅμως στήν περίπτωση τοῦ πά­πα Στεφάνου, τόν 3ο αἰ. Ἐδῶ τήν ἀφορμή ἔ­δωσε τό θέμα τοῦ ἀ­να­βαπτισμοῦ ὅσων ἐπι­στρέ­φουν ἀπό τίς διά­­φορες αἱρέσεις στήν μία Ἐκ­κλησία. Ὁ Κυ­­πριανός Καρχηδόνος συγκά­λεσε δύο το­πι­κές Συνόδους, οἱ ὁποῖες ἀπεφά­σισαν νά ξα­ναβαπτίζονται οἱ πρώην πλανη­μένοι. Ὁ πά­πας Στέφανος -χωρίς καμία Σύ­νο­δο καί μέ τήν ἀπειλή ἀποκήρυξης- ἀπέρριψε τόν ἀνα­βαπτισμό καί «διέταξε» ὅλους τούς ἐ­πι­σκό­πους νά τηρήσουν τήν ἀπόφασή του. Πλῆθος τοπικῶν Συνόδων στήν Ἀνατολή καί στήν Ἀ­φρική ἐπέκριναν καί στιγμάτισαν τήν στάση τοῦ Στεφάνου. «Ἐκ τούτων», συμπε­ραίνει ὁ ἅ­γιος Νε­κτά­ριος, «δείκνυται τό πό­σον ἡ Ἐκ­κλησία ἀ­νεγνώριζε τῷ πάπᾳ πρω­τεῖ­α, ἡγεμο­νίαν, ἀλάθητον, καί ὅ,τι ἕτερον, ὅπερ ἀξιοῖ ὅ­τι ἔλαβεν» (σελ. 63).
    Τό μόνο «πρωτεῖο» πού δέχεται ὁ ἅ­γιος ὅ­τι ἀπολάμβανε ὁ πάπας ἀπό τούς πρώ­τους αἰῶνες εἶναι τό πρωτεῖο τιμῆς -καί ὄχι ἐ­ξου­σίας- κι αὐτό λόγῳ κάποιων συγκυ­ρι­ῶν:
    α) Ὁ πάπας ἦταν ἐπίσκοπος τῆς πρω­τεύ­ουσας τοῦ ρωμαϊκοῦ κράτους, τῆς πρωτεύ­ουσας τῶν πόλεων.
    β) Ἡ ἐκκλησία τῆς Ρώμης θεμελιώθηκε ἀ­πό τῶν κορυφαῖο τῶν ἀποστόλων Παῦ­λο.
    γ) Στή Δύση μόνο ἡ ρωμαϊκή ἐκκλησία εἶχε τό προνόμιο νά ἱδρυθεῖ ἀπό ἀπόστολο (σελ. 11).
    Μόνο γι’ αὐτούς τούς λόγους ἀποδιδό­ταν στήν ἐκκλησία τῆς Ρώμης τό πρωτεῖο τιμῆς καί ὁ ἐπίσκοπός της ἀναγνωριζόταν ὡς πρῶ­τος μεταξύ ἴσων (primusinterpares) (σελ. 10-12).
    Μία νέα σειρά μαρτυριῶν ἀπό τήν Καινή Διαθήκη, τά συγγράμματα ἀ­πο­στο­­λικῶν καί μεταγενέστερων πατέρων, ἀ­να­το­λι­κῶν ἀλλά καί δυτικῶν (Κλή­μεν­τος, Ὠ­ρι­­γένους καί Αὐ­γου­στί­­νου), ἀνασκευάζει τήν θεωρία τῶν δυ­τι­κῶν ὅτι ὁ ἐπίσκοπoς Ρώμης εἶναι ὁ ἀντι­πρόσωπος τοῦ Χριστοῦ ἐπί γῆς καί ὁ ἑ­νω­τι­κός δεσμός τῆς Ἐκκλησίας (σελ. 77-80).
    Κατά τόν 4ο αἰ. τρεῖς τοπικές Σύνο­δοι (ἐν Ἀγκύρᾳ, ἐν Νεοκαισαρείᾳ καί ἐν Λα­δικείᾳ) συνέρχονται καί ὁρίζουν κανόνες ἀνα­γκαί­ους γιά τήν Ἐκκλησία χωρίς ἐνημέ­ρωση τοῦ πά­πα. Ἐπίσης μέχρι καί τόν 5ο αἰ. συγκα­λοῦν­ται Οἰ­κου­μενικές Σύνοδοι μέ πρωτοβουλία τῶν πα­τριαρχῶν καί τῶν αὐτοκρατόρων καί ὄχι τῶν παπῶν. Οἱ πάπες ἁπλῶς ἐκ­προσ­ω­ποῦν­ται ἀπό κάποιους ἐπισκό­πους τῆς Δύ­σε­ως καί περιορίζονται νά ἐπικυρώνουν τίς ἀ­ποφάσεις καί τούς κανόνες πού ὅριζε ἡ Ἐκ­κλησία στίς Οἰκουμενικές Συνόδους.
    Κατά τά τέλη τοῦ 5ου μέ ἀρχές τοῦ 6ου αἰ. (484-519) δημιουργεῖται ἕνα θερμό ἐπεισόδιο με­τα­ξύ τοῦ πάπα Φήλικος καί τοῦ πατριάρχη Κων/λεως Ἀκακίου, σέ σχέση μέ τήν Δ΄ Οἰ­κου­μενική Σύνοδο στήν Χαλκηδόνα καί τήν κα­­ταδίκη τοῦ Μονοφυσιτισμοῦ. Ὁ Φή­λικας ἀ­­φόρισε τόν Ἀκάκιο, ὁ Ἀκάκιος διέ­γραψε τόν Φήλικα ἀπό τά δίπτυχα τῆς Ἀ­νατολικῆς Ἐκ­­κλησίας. Αὐτή τήν ἔνταση ὁ ἅγιος Νε­κτά­ρι­ος τήν χαρακτηρίζει πρῶτο σχίσμα με­τα­ξύ Ἀνα­τολικῆς καί Δυτικῆς Ἐκκλησίας (σελ. 147ἑ). Τά πρά­γματα ἀποκατέστησε ἀργότερα ὁ πάπας Ἰωάννης Α΄˙ παραιτήθηκε ἀπό τίς ἀντι­κα­­νο­νικές ἀξιώ­σεις τῶν προκατόχων του καί ἦρθε σέ ἐ­πι­κοι­νωνία μέ τίς ἀ­να­τολικές ἐκκλησίες.
    Ὁ ἅγιος Νεκτάριος ἐντοπίζει σ’ αὐτή τήν ἐποχή τήν ἐμφάνιση τοῦ Παπισμοῦ, ἑνός συ­στήματος, ὅπως τό ὀνομάζει, τό ὁποῖο ἄλ­λο­τε ὑπη­ρε­τεῖται ἀπό τήν ἀλαζονεία ὁρισμένων παπῶν κι ἄλλοτε ἀναγκαστῶς τούς κατευθύ­νει σέ μία ἀντιπαράθεση μέ τήν Ἀνα­τολή, πα­ρά τίς δικές τους ἀγαθές δι­αθέσεις: «Ἡ ὀρθό­δοξος δυτική Ἐκκλησία», γράφει σχε­τικά, «πα­ρεσύρθη καί ἐξέβη τῆς εὐθείας ὁδοῦ, πι­ε­σθεῖσα ὑπό τῆς δυνάμεως τοῦ Πα­πι­σμοῦ. Πολ­λάκις τό πρόσωπον τῶν πα­πῶν συν­ε­ταυ­τίζετο μετά τοῦ παπισμοῦ, ἀλλ’ ἦτο δυνατόν καί νά διέφερεν, ἡ δύ­να­μις ὅμως τοῦ Παπι­σμοῦ οὐδέν ἐπέτρεπε τῷ πάπᾳ μή ὑ­παγο­ρευ­όμενον ὑπό τοῦ Παπι­σμοῦ» (σελ. 141).
    Τόν 6ο αἰ. ὁ πάπας Βιργίλιος δημιουργεῖ νέο ἐπεισόδιο. Εὑρισκόμενος στήν Κων­σταν­τινούπολη ἀρνεῖται νά συμμετάσχει στήν Ε΄ Οἰκουμενική Σύνοδο (553 μ.Χ.) ὄχι τόσο ἀπό δο­­γματική ἀντίθεση ὅσο λόγῳ τῶν πα­ρα­σκη­νιακῶν δε­σμεύ­σε­ών του στήν πα­ρά­τα­ξη τῶν μονοφυσιτῶν γιά τήν ἀν­τι­κα­­νονική ἀ­νάρ­ρη­σή του στόν παπικό θρό­νο. Ἐν­τού­τοις ἡ Σύ­νοδος συγκλήθηκε καί ὁ­λο­κλή­ρω­σε τίς ἐργα­σίες της παρά τήν θέ­λη­ση τοῦ πά­πα «ταπει­νοῦσα τήν παπικήν ὀφρῦν» (σελ. 152). Αὐτό εἶναι ἕνα χαρα­κτη­ρι­στι­κό πα­ρά­δει­γμα γιά τή στάση τῆς Ἐκκλησίας ἀ­πέ­ναντι στίς ἀξιώσεις τοῦ προκαθημένου τῆς Δυτικῆς Ἐκκλησίας. Ὅσο γιά τόν Βιρ­γί­λιο ὑπό τήν ἀπειλή τοῦ ἀ­ναθέματος τῆς Συν­όδου συνέταξε καί ἀπέ­στειλε σ’ αὐ­τήν ἐ­πι­στολή ταπεινοῦ καί συν­ε­σταλμένου ὕ­φους. Ἡ κρίση ἀποσοβήθηκε.
    Τόν 7ο αἰ. ἡ Πενθέκτη Οἰκουμενική Σύν­ο­δος ἐπικυρώνει μέ τούς κανόνες της τήν ἐκ­­κλησιαστική αὐτονομία καί ἀπο­κρού­ει τίς ἀ­­ξιώσεις τῶν παπῶν ἐπί τῆς Ἀ­να­τολῆς. Στά τέ­λη τοῦ 8ου αἰ. ἡ Ζ΄ Οἰκουμενική Σύνοδος (787 μ.Χ.) ἀνακηρύσσει τήν ἀναστήλωση τῶν εἰ­κό­νων καί τίς ἀποφάσεις της συν­υ­πογράφει καί ὁ πάπας Ἀδριανός. Λόγῳ πο­λι­τικῶν συμφε­ρόντων τῆς Δύσεως ὅμως τό 826 μ.Χ. ὁ πά­πας Εὐγένιος συναινεῖ στή σύγ­­κληση Συνόδου στό Παρίσι ἀπό φράγ­κους ἐπισκόπους οἱ ὁ­ποῖοι ἀ­κυ­ρώ­νουν τίς ἀ­­ποφάσεις τῆς Ζ΄ Οἰ­κου­μενικῆς Συν­όδου καί τάσσονται ὑπέρ τῶν εἰκονομάχων. Καθώς ἤ­δη ὁ Παπισμός εἶχε προβάλει τό ἀλάθητο τῶν παπῶν εὔλογα ὁ ἅγιος Νεκτάριος ἀναρωτιέται: «Τίς τῶν δύο παπῶν (ὁ Ἀδριανός πού ἐπεκύρωσε τίς ἀπο­φάσεις τῆς Ζ΄ Συνόδου ἤ ὁ Εὐγένιος πού τίς ἀπέρριψε) ἦτο ἀλάθητος;» (σελ. 203).
    Τόν 9ο αἰ. βρισκόμαστε πλέον στήν τε­λι­κή εὐθεία γιά τό σχίσμα καί τήν ἀποκοπή τῆς φραγκεμένης Δύσης ἀπό τήν ὀρθόδοξη ‘Εκ­κλησία. Τήν ἐκκλησιαστική καί πολιτική κατά­στα­­ση περιγράφει μέ ἔντονα χρώματα ὁ ἅ­­γι­ος Νεκτάριος: «Ἡ ἀκάθεκτος φιλαρχία καί φι­λοδοξία τά πάντα ἐμηχανεύ­σαντο, τά πάν­­τα ἐσοφίσθησαν, τά πάντα ἔ­δρασαν, ὅ­πως ἀνα­δείξωσι τούς πάπας ἡγε­μόνας τῆς Ἐκ­­­κλησίας καί τυράννους τῆς οἰ­κου­μέ­νης... αἱ ἁμαρτίαι ἐχαρακτηρίζοντο οὐχί ἐκ τῶν ἠ­­­θικῶν ἀρχῶν τοῦ ἱεροῦ Εὐαγγελίου, ἀλλ’ ἐκ τῶν ἠθικῶν ἀρχῶν τοῦ παπικοῦ προ­γρά­μ­­ματος... τήν εὐ­λάβειαν πρός τόν Θεόν ἀν­τικατέστησεν ἡ πρός τόν πάπα εὐλά­βεια... ἡ ἄρνησις πρός τόν πάπαν εὐλαβείας ἦν πρός τόν Θεόν ἀν­ευλάβεια...» (σελ. 207-208). Ἐπίσης «ἡ στά­σις τῶν παπῶν παρεῖχε πολλάς τῷ κρά­τει στε­νοχωρίας». Καί ἡ ἐπιγραμματική κατα­κλεί­δα: «Ἡ τῶν παπῶν συμ­πε­ρι­φορά κατά τόν ἔνα­τον αἰῶνα ἀπε­θρα­σύν­θη εἰς ἄκρον» (σελ. 209). Ἡ δέ ἀνάρρηση στόν πατριαρχικό θρό­νο τοῦ Φω­τίου ἔδωσε τό ἔν­αυσμα γιά τήν πολυπόθητη, ἐκ μέρους τῶν παπῶν ἀλλά καί τῶν φράγκων ἡγε­μό­νων τῆς Δύ­σεως, ἀνάμει­ξη στά τῆς Ἀνατολῆς.
    Κατά τήν κρίση τοῦ ἁγίου Νεκταρίου - ἀν­τίθετη μέ ἐκείνη πολλῶν ἱστορικῶν- ἡ ἀ­πο­μάκρυνση τοῦ Ἰγνατίου ἀπό τόν πα­τριαρχικό θρόνο καί ἡ ἐκλογή τοῦ Φωτίου ὡς οἰκουμε­νικοῦ πατριάρχη τήν συγ­κε­κρι­μέ­νη ἱστορική στιγμή, ἀ­ποτελεῖ συνετή πο­λι­τική κίνηση ἐκ μέρους τοῦ Βάρ­δα. Ἐντούτοις δημιούργησε καταστάσεις γιά τήν ἀντιμετώπιση τῶν ὁποί­ων ὁ Φώτιος συγκάλεσε τό 861 μ.Χ. Σύνοδο, ὅπου κλήθηκε κανονικά ὡς μέλος καί ὁ πά­πας Νικόλαος Α’. Τόν ἄνθρωπο αὐτόν οἱ ἱ­στορικοί τόν χαρακτηρίζουν φιλόδοξο καί ἀ­­λα­ζό­να «ὅστις ὅσον οὐδείς τῶν προκα­τό­χων του εἶχε τάς παραλογωτέρας ἐπί τοῦ θρό­νου το­υ ἀξιώσεις» (σελ. 205). Ὁ Νικόλαος, λοιπόν, ἐξέλαβε τήν πρόσ­κληση ὡς ἔκ­κλη­τον καί ἀπέ­στειλε στήν Σύνοδο τούς ἀν­τι­προσώπους του μέ δικα­στι­κή ἐξουσία, γιά νά ἐξετά­σουν τά γεγονότα τῆς ἀ­­νά­δειξης τοῦ Φωτίου, νά τόν ἐ­νημε­ρώ­σουν καί ἐκεῖνος ὡς ὑπέρ­τατη ἀρ­χή νά ἀπο­φανθεῖ γιά τό νόμιμο ἤ μή τῆς ἐκ­­λογῆς! Παρά ταῦτα ἡ Σύνοδος τῆς Κων­σταν­τι­νου­πό­λεως ἀδιαφό­ρησε γιά τούς σκο­πούς τοῦ πά­πα καί προ­χώ­ρησε στήν ἀνα­γνώριση τοῦ Φωτίου, στήν ἐκ νέου ἀ­πο­κή­ρυ­ξη τῶν εἰ­κονομάχων πού ἀ­να­ζω­πυ­ροῦν­το, καί συν­έταξε διάφο­ρους κανό­νες ἐ­­σωτερικῆς δι­οίκησης. Ἡ ἀντί­δραση τοῦ πά­πα Νι­κο­λά­ου ἦταν νά συγκαλέσει στήν Ρώ­μη Σύνοδο, ἡ ὁ­ποία καθήρεσε τόν Φώτιο. Τήν ἴ­δια στάση κράτησε καί ὁ διάδοχος τοῦ Νι­κο­λάου Ἀδρι­ανός Β΄. Προσπάθησε μάλι­στα χρη­σι­μο­ποι­ώντας δυ­σαρε­στη­μέ­νους ἀπό τόν Φώ­τιο ἀ­νατολικούς ἐπι­σκό­πους νά συγ­­­­­­κα­λέ­σει «οἰ­κουμενική» Σύ­νοδο καί νά δώ­­σει τήν ἐντύ­πωση τῆς ἑνώ­σε­ως ὑπό τούς ὅρους φυσικά τῆς Δύσεως.
    Μετά τήν τελική ἐπάνοδο τοῦ Φωτίου στόν πατριαρχικό θρόνο τά πράγματα πῆ­ραν ἄλλη τροπή. Πάπας τῆς Ρώμης ἦταν αὐ­τήν τήν ἐποχή ὁ Ἰωάννης Η’, με­τρι­ο­πα­θής στόν χαρακτήρα καί πρό­θυ­μος νά συν­ά­ψει σχέσεις μέ τόν Φώτιο. Δέχθηκε νά μήν ἐ­πεμ­βαίνει στά ἐκκλησιαστικά θέματα τῆς Βουλ­γαρίας καί νά ζητήσει συγχώρεση γιά τίς πα­ρεμβάσεις του σέ ἀπό κοινοῦ συγκαλού­με­νη Σύνοδο. Καλή διά­θεση ἐπέ­δει­ξε καί ὁ Φώ­τιος. Ἔτσι τό 879 μ.Χ. συγκλήθηκε στήν Κων­σταν­τινούπολη Σύνοδος μέ πρόεδρο τόν Φώτιο, ἐκ­προσ­ώ­πους ὅλων τῶν Πατριαρχείων καί τοῦ πάπα Ρώ­μης. Οἱ ἀποφάσεις τῆς Συνόδου, τήν ὁποία ὁ ἅγιος Νεκτάριος ἀ­ναφανδόν ἀ­ποκαλεῖ Η’ Οἰκουμενική Σύν­οδο, ἔχουν ὡς ἑ­ξῆς:
    α) Κυ­ρώθηκε ὁ ὅρος τῆς πίστεως τῆς Α΄ καί Β΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου.
    β) Ἀπαγορεύθηκε ὁποιαδήποτε προ­σθήκη στό Σύμβολο τῆς πίστεως.
    γ) Ἀναγνωρίσθηκε ἡ ἰσότητα τῶν ἀ­ξι­ωμά­των τῶν ἐπισκόπων Ρώμης καί Κων­σταντι­νουπόλεως.
    δ) Ἀναγνωρίσθηκε τό ἀπόλυτο κῦ­ρος τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων.
    Ὁ ἅγιος Νεκτάριος παραθέτει ἐπιστολή τοῦ Ἰωάννου Η΄ σύμφωνα μέ τήν ὁποία γί­νον­ται ἀποδεκτές οἱ ἀποφάσεις τῆς Συν­ό­δου. Οἱ δυτικοί θεολόγοι ὅμως ἀρνοῦνται νά ἀνα­γνωρίσουν αὐτή τήν ἐπικύρωση.
    Ἔτσι ἔχει ἡ κατάσταση ὅταν, γιά κα­θαρά πολιτικές σκοπιμότητες, ὁ αὐτοκράτωρ Λέων­ Στ΄ ἐκ­θρονί­ζει καί ἐξορίζει τόν Φώτιο, ὁ ὁ­ποῖ­ος ἐξόρι­στος θά τελειώσει τήν πολυ­κύ­μαν­τη ζωή του τό 891 μ.Χ. Σ’ αὐτήν τήν ἄδικη καί παράνομη ἐκθρόνιση τοῦ Φωτίου ἡ Δύση κράτησε κα­θαρά μνησίκακη στάση. Ἀποδέ­χθηκε τό γεγο­νός μέ ἔκδηλη χαρά, καθόσον πάγια ἀξίωσή της ἦταν νά δεῖ τόν Φώτιο τα­πει­νωμένο στίς τάξεις τῶν λαϊκῶν.
    Καί ὁ ἅγιος συγγραφέας κλείνει τόν πρῶ­το τόμο τῆς «Μελέτης» του μέ τά ἑξῆς θλιβε­ρά ἐρωτήματα: «Τί πρός ταῦτα νά εἴπῃ τις; νά κλαύσῃ ἤ νά μυκτηρίσῃ τάς τοιαύτας τῶν παπῶν τῆς Δύσεως ἀξιώσεις; Φρονῶ ὅτι δέον νά κλαύσῃ, διότι πολλά τό Ἑλληνικόν Ἔθνος ἔχυσε δάκρυα διά τούς τοιούτους πάπας, οἵ­τινες ἐγένοντο οἱ κακοί δαίμονες τῆς Ἀνατο­λικῆς Ἐκκλησίας καί τοῦ Ἑλληνικοῦ Ἔθνους» (σελ. 298). Δυστυχῶς καί στήν συνέχεια τῆς ἱ­στορικῆς διαδρομῆς δέν μεταβλήθηκαν οἱ ἀ­ξιώσεις καί οἱ ἐπιδιώξεις τῶν παπῶν, ὅπως διαβάζουμε στόν δεύτερο τόμο τῆς Ἱστορικῆς μελέτης τοῦ ἁγίου Νεκταρίου. Περί αὐτοῦ ὅ­μως, ἄλλη φορά.


Στέργιος Ν. Σάκκος

Πέμπτη, 15 Μάιος 2014 03:00

Ἀγωνία, ὄχι φοβία

   Κατά τήν ἐκτίμηση μεγάλων συγχρόνων πνευματικῶν πατέρων, ὁ οἰκουμενισμός χαρακτηρίζεται παναίρεση καί θεωρεῖται ὡς τό πιό ἐπικίνδυνο πρόσωπο τοῦ συγχρόνου ἀντίχριστου.
   Εἶναι, φαντάζομαι, σέ ὅλους γνωστή ἐκείνη ἡ γουστόζικη ἀλλά καί τραγική ἱστορία γιά τόν βοσκό τόν ψεύτη: Φώναζε «λύκος στά πρόβατα», ὄχι διότι πράγματι ἔβλεπε λύκο, ἀλλά γιά νά διασκεδάζει μέ τόν τρόμο τῶν συγχωριανῶν του πού ἀνυποψίαστοι ἔτρεχαν νά τόν βοηθήσουν. Μετά ἀπό ἀλλεπάλληλες διαψεύσεις ὁ ψεύτης βοσκός ἔχασε τήν ἀξιοπιστία του. Ἔτσι, ὅταν πραγματικά κινδύνευε τό κοπάδι του ἀπό τούς λύκους κι ἐκεῖνος ἀπεγνωσμένα κραύγαζε, κανείς δέν ἦρθε νά τόν βοηθήσει. Δέν πίστευαν ὅτι ἐμφανίσθηκε λύκος!
   Φοβοῦμαι πώς σέ ἕνα τέτοιο ἀποτέλεσμα θά ὁδηγήσει ἡ κινδυνολογία περί ἐμφανίσεως τοῦ ἀντιχρίστου καί Δευτέρας Παρουσίας τοῦ Κυρίου, στήν ὁποία ἀρέσκονται διάφοροι σύγχρονοι κήρυκες, θεολόγοι καί θεολογίζοντες ἀριβίστες, κληρικοί καί λαϊκοί. Τό ἐπαναλαμβανόμενο κήρυγμά τους, πρός ἐπίρρωση τοῦ ὁποίου δέν διστάζουν νά παρερμηνεύουν καί νά διαστρεβλώνουν καί τά νοήματα τῆς ἁγίας Γραφῆς, ταράσσει καί ἀναστατώνει τόν εὐσεβῆ ἑλληνικό λαό, γεμίζοντας τίς δικές τους τσέπες (βλ. Ττ 1,11).
   Τό θέμα δέν εἶναι τωρινό. Εἶχε ἀναστατώσει τήν κοινή γνώμη πρίν δυόμισι δεκαετίες ἐξ ἀφορμῆς ἑνός βιβλίου γραμμένου ἀπό κάποια προτεστάντισσα ἀμερικανίδα ἀεροσυνοδό. Στό βιβλίο αὐτό στηρίχθηκαν ἄρθρα, περιοδικά καί βιβλία ξένων καί Ἑλλήνων, αἱρετικῶν ἀλλά καί ὀρθοδόξων, πού μέ ἔμφαση τόνιζαν τήν ἔλευση τοῦ ἀντιχρίστου. Εἶχε γεννηθεῖ, ἔλεγαν, στό Σικάγο ἀπό μία Ἑβραία τῆς φυλῆς Δάν. Τόν παρουσίαζαν μάλιστα καί σέ φωτογραφία! Ἦταν ἕνας νέος εἰκοσιεπτά ἐτῶν μέ ἀπαίσια ἐμφάνιση, πού σύμφωνα μέ τίς «προφητεῖες» θά φανερωνόταν ὡς ἀντίχριστος σέ τρία χρόνια. Δέν ἦταν λίγοι ἐκεῖνοι πού πίστεψαν στά λεγόμενα καί πανικοβλήθηκαν ἀπό αὐτά. Μερικοί, μάλιστα παιδιά, ὁδηγήθηκαν καί σέ ψυχιάτρους. Ὑπῆρξαν δέ καί περιπτώσεις ἀνθρώπων πού παραφρόνησαν ἀπό τόν φόβο καί ἔφθασαν ὥς τήν αὐτοκτονία.
   Σήμερα, μετά ἀπό τριάντα περίπου χρόνια, οἱ περιβόητες «προφητεῖες» παραμένουν ἀνεκπλήρωτες καί ὅσοι τίς πίστεψαν ἀπατημένοι. «Ὁ δέ ταράσσων ὑμᾶς βαστάσει τό κρῖμα, ὅστις ἄν ᾖ» (Γα 5,10), θά ἐπαναλάμβανε μέ πόνο ὁ ἀπόστολος Παῦλος. Ἀλλά ὁ ἀπληροφόρητος καί ἀκαλλιέργητος κόσμος φορτώνει, βέβαια, καί αὐτό τό κρῖμα στήν ἄσπιλη καί ἄμωμη Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ. Ἐκείνην ἐκλαμβάνει ὡς εἰσηγήτρια τῶν ἀντιχριστολογικῶν κηρυγμάτων καί τήν μέμφεται ὡς ἀναξιόπιστη.
   Ἡ βδελυρή αὐτή ἀδικία καί ἀνήκουστη βλασφημία δέν πτοεῖ, δυστυχῶς, καθόλου τούς ἐπίδοξους «προφῆτες». Ἄν καί αὐτοσυστήνονται ὡς ἀμύντορες τῆς Ὀρθοδοξίας, δέν ἀντιλαμβάνονται ὅτι συμπλέουν μέ αἱρετικούς καί προβάλλουν αἱρετικές δοξασίες. Μέ ἀμείωτο ἐνθουσιασμό συνεχίζουν τήν ἀντιχριστολογία καί τήν κινδυνολογία, ἡ ὁποία βεβαίως τούς ἐπιφέρει ἱκανοποιητικά κέρδη. Προβαίνουν σέ νέες ἐκδόσεις, ὅπου ὁρίζουν νέες ἡμερομηνίες. Ὁ κόσμος πανικοβλημένος σπεύδει νά πληροφορηθεῖ τίς καινούργιες «προφητεῖες» νομίζοντας μάλιστα ὅτι ἔτσι ἐκπληρώνει μέγα θρησκευτικό καθῆκον. Ἀπό τήν ἄλλη πλευρά οἱ ὀρθολογίζοντες καί οἱ πάσης φύσεως ἐχθροί τῆς Ἐκκλησίας βρίσκουν ἕνα πολύ εὔλογο ἐπιχείρημα γιά νά τήν κατηγοροῦν καί νά τήν διασύρουν, καί... ὁ χορός καλά κρατεῖ.
   Τό ζήτημα περί ἀντιχρίστου καί Δευτέρας Παρουσίας τοῦ Κυρίου εἶναι βασικό γιά τόν θεολογικό μας καταρτισμό, ἑλκυστικό γιά τό μυστήριο πού κρύβει, ἐπίκαιρο γιά τόν θόρυβο πού δημιουργεῖται γύρω ἀπό αὐτό, ἀλλά καί ἀναγκαῖο νά τό γνωρίζουμε.
   Ἡ ἁγία Γραφή, πού μᾶς ἀποκαλύπτει τόν ἀληθινό Θεό καί μᾶς διδάσκει τόν τρόπο τῆς σωτηρίας, παρουσιάζει ἐπίσης τό πρόσωπο τοῦ σατανᾶ καί ἀποκαλύπτει τίς μεθοδεῖες του ἐναντίον τῆς ψυχῆς μας. Ἐκείνους πού συνειδητά ἐντάσσονται στήν Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ καί ὑποτάσσονται στό δικό Του θέλημα, δέν μπορεῖ νά τούς πειράξει σέ τίποτε ὁ σατανᾶς. Ἔχει ὅμως τήν δυνατότητα νά ἐμπνέει καί νά κατευθύνει ἀπόλυτα ἐκείνους πού τοῦ παραδίδουν τόν ἑαυτό τους. Τούς διαποτίζει μάλιστα μέ τήν σατανική του δύναμη καί τούς μεταχειρίζεται ὡς ὄργανά του στό ἀπαίσιο ἔργο του. Αὐτοί εἶναι οἱ ἀντίχριστοι. Κατεξοχήν δέ ἀντίχριστος ὀνομάζεται τό πρόσωπο στό ὁποῖο ἡ ταύτιση καί ἡ συνεργασία μέ τόν σατανᾶ θά φθάσει στόν τέλειο δυνατό βαθμό. Ὁ ἅγιος Χρυσόστομος γράφει χαρακτηριστικά: «Τίς ὁ ἀντίχριστος ἐστιν; Ἆρα ὁ σατανᾶς; Οὐδαμῶς· ἀλλ᾿ ἄνθρωπός τις πᾶσαν αὐτοῦ δεχόμενος τήν ἐνέργειαν». Ὁ ἀντίχριστος θά εἶναι κάποιος ἄνθρωπος πού θά ἐνεργεῖται ἀπόλυτα ἀπό τόν σατανᾶ. Πότε θά ἐμφανισθεῖ στόν κόσμο; Πρίν ἀπό τήν Δευτέρα Παρουσία τοῦ Κυρίου, τῆς ὁποίας τήν φανέρωση δέν γνωρίζει κανείς (βλ. Πρξ 1,7). Δέν εἶναι τῆς ὥρας οὔτε ὁ περιορισμένος χῶρος ἑνός ἄρθρου ἐπιτρέπει νά ἀναπτύξω τό θέμα αὐτό. Ἄλλωστε ἔχουν γραφεῖ πολλά καί εἶναι γνωστή ἡ σχετική διδασκαλία τῆς ἁγίας Γραφῆς, ὅπως τήν ἀποδίδουν οἱ ἅγιοι πατέρες καί τήν βιώνει ἡ ὀρθόδοξη Ἐκκλησία μας. Ἐδῶ θά ἀρκεσθῶ σέ μία πρακτική παρατήρηση:
   Σύμφωνα μέ τίς μαρτυρίες τῆς ἁγίας Γραφῆς ὁ Κύριος θά ξαναέρθει γιά νά κρίνει τόν κόσμο. Ὁ ἐρχομός του θά γίνει ξαφνικά, σέ ὥρα ἄγνωστη. Αὐτό μᾶς ὑποχρεώνει νά τόν περιμένουμε κάθε στιγμή. Τήν ἀναμονή μάλιστα ἐπιτείνουν «τά σημεῖα τῶν καιρῶν», ἕνα ἀπό τά ὁποῖα εἶναι καί ἡ ἔλευση τοῦ ἀντιχρίστου. Ὁ Κύριος παραγγέλλει νά παρακολουθοῦμε τά σημεῖα τῶν καιρῶν καί νά τά διακρίνουμε, ὥστε νά προσευχόμαστε μέ ἀγωνία καί νά εἴμαστε ἄγρυπνοι τήν ὥρα τῆς κρίσεως. Ἔτσι προετοιμαζόμαστε καί καλλιεργούμαστε πνευματικά, ὥστε κι ἄν δέν συντελεσθεῖ ἡ Δευτέρα Παρουσία κατά τήν ἐπίγεια ζωή μας, ὁ θάνατος νά μᾶς βρεῖ ἕτοιμους.
   Μέ αὐτή τήν νοοτροπία ὁ πιστός ἔχει πάντοτε ἐνδιαφέρον καί ἀγωνία γιά τά θέματα πού προκύπτουν σχετικά μέ τήν ἐμφάνιση τοῦ ἀντιχρίστου. Δέν ἀδιαφορεῖ π.χ. γιά τίς περιβόητες ἠλεκτρονικές ταυτότητες, τόν γραμμικό κώδικα (bar code), τό Α.Μ.Κ.Α. καί τά παρόμοια, γιά τά ὁποῖα τόσος θόρυβος γίνεται σήμερα, ἀλλά οὔτε παρασύρεται ἀπό τούς ἐπιτηδείους. Γιά ὅλα αὐτά, ὅπως καί ἄλλοτε τό ἔχω πεῖ, θά περιμένουμε νά ἀποφανθοῦν οἱ εἰδικοί ἐπιστήμονες καί νά ἀποφασίσουν οἱ ἁρμόδιοι φορεῖς, ἡ Ἱεραρχία τῆς Ἐκκλησίας. Δέν μπορεῖ νά ἀποφαίνεται «ὁ πᾶσα ἕνας», νά καθορίζει καί νά προσδιορίζει τόν χρόνο ἐλεύσεως τοῦ ἀντιχρίστου καί νά ἐντέλλεται στούς χριστιανούς πολεμική ἤ ἀντίδραση ἡ ὁποία τούς ἀποδεικνύει φαιδρούς στά μάτια τοῦ κόσμου, τούς ἀποχαυνώνει πνευματικά καί τελικά τούς ἀπο- προσανατολίζει, τούς ὁδηγεῖ ἐκτός σωτηρίας.
   Σήμερα, γιά παράδειγμα, θέμα μεῖζον γιά τήν πίστη μας εἶναι ὁ οἰκουμενισμός. Κατά τήν ἐκτίμηση μεγάλων συγχρόνων πνευματικῶν πατέρων, ὅπως εἶναι ὁ μακαριστός π. Ἰουστῖνος Πόποβιτς, ὁ γέροντας ἐπίσκοπος π. Αὐγουστῖνος Καντιώτης κ.ἄ., χαρακτηρίζεται παναίρεση καί θεωρεῖται ὡς τό πιό ἐπικίνδυνο πρόσωπο τοῦ συγχρόνου ἀντιχρίστου. Κι εἶναι, στ᾿ ἀλήθεια, τραγικό ὅταν τό ἐνδιαφέρον τῶν χριστιανῶν ἀναλίσκεται στό Α.Μ.Κ.Α. καί σέ παρόμοια ἀμφιλεγόμενα ζητήματα, τήν ὥρα πού ὁ οἰκουμενισμός κυριολεκτικά ἁλωνίζει. Δέν βρίσκεται ἁπλῶς «πρό τῶν πυλῶν», ἀλλά ἔχει ἤδη εἰσβάλει ἀνενόχλητος στήν Ἐκκλησία. Ἀποκοιμίζει τούς χριστιανούς μέ τά δολερά κηρύγματά του περί ἑνότητας καί ἀγάπης.  Κι ἐνῶ ἡ Ἐκκλησία εἶναι μία, ὅπως ἕνας εἶναι ὁ Ἰησοῦς Χριστός, ἡ παναίρεση τοῦ οἰκουμενισμοῦ βαφτίζει «ἀδελφές ἐκκλησίες» καί ὅλες τίς αἱρέσεις, παπισμό, προτεσταντισμό καί ὅ,τι ἄλλο. Ἔτσι δέν ὑποτιμᾶ μόνο τήν μία ἁγία καθολική καί ἀποστολική Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία, ἀλλά ἀδικεῖ καί ὅλους τούς αἱρετικούς· δημιουργώντας τους τήν ἐντύπωση ὅτι καί αὐτοί ἀνήκουν στήν Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ, τούς στερεῖ τήν δυνατότητα νά ἀναζητήσουν τήν ἀλήθεια καί νά ἐπιστρέψουν σ’ αὐτήν. Τούς κρατᾶ ἐκτός σωτηρίας!
   Στῶμεν καλῶς! Ἡ ἁγία Γραφή μᾶς παρέχει ὅλα τά ἀπαραίτητα στοιχεῖα γιά νά κατανοήσουμε τά σημεῖα τῶν καιρῶν καί νά μήν αἰφνιδιασθοῦμε ἀπό τήν ἐμφάνιση τοῦ ἀντιχρίστου. Μᾶς παρέχει ὅμως καί τήν διαβεβαίωση ὅτι ὁ ἀντίχριστος δέν θά μᾶς συμπεριλάβει στούς ὀπαδούς του χωρίς νά τό θέλουμε. Δέν πρέπει, λοιπόν, νά μᾶς τρομάζουν οἱ κατ᾿ ἐπανάληψη διαψευδόμενες «προφητεῖες» τῶν ποικιλωνύμων κινδυνολόγων ψευδοπροφητῶν, τούς ὁποίους ἀποδοκιμάζει ὁ ἴδιος ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ (βλ. Δε18,22).
   Στό χέρι μας εἶναι νά μείνουμε στό βασίλειο τοῦ Χριστοῦ καί μέ μία δημιουργική ἀγωνία νά διατηρήσουμε τήν πίστη μας ἀλώβητη ἀπό τίς πλάνες καί τίς κακοδοξίες καί τήν ζωή μας ἀμίαντη ἀπό τήν διαφθορά. Αὐτό σημαίνει ὅτι δέν θά δεχθοῦμε τό σφράγισμα τοῦ ἀντιχρίστου οὔτε στό μέτωπο οὔτε στό χέρι μας (βλ. Ἀπ 13,16). Ἔτσι, μέ πνευματική ἀγωνία ἀλλά χωρίς φοβίες καί πανικό, ὄχι μόνο θά μείνουμε ἀνέγγιχτοι ἀπό τίς ἐνέργειες τοῦ ἀντιχρίστου, ἀλλά καί θά τόν συντρίψουμε μέ τήν δύναμη τοῦ Θεοῦ, διότι «μείζων ἐστίν ὁ ἐν ὑμῖν ἤ ὁ ἐν τῷ κόσμῳ» (Ἰω 4,4).


Στέργιος Ν. Σάκκος

Πέμπτη, 15 Μάιος 2014 03:00

Ἡ μόνη ἐλπίδα

   ῾Η σθεναρή προσήλωση τῆς ᾿Ορθοδοξίας στά ἱερά δόγματά της δέν ἀντιβαίνει στήν ἱεραποστολικότητα πού τή διακρίνει. Βεβαίως εἶναι ἀνοιχτή σέ ὅλους ἡ ᾿Ορθοδοξία. ῾Η παρουσία της στόν κόσμο ἀποτελεῖ πρόσκληση καί πρόκληση γιά ὅλους τούς καλοπροαίρετους. Χωρίς νά καταδυναστεύει τήν ἐλευθερία τῶν ἑτεροδόξων μέ ἀθέμιτους προσηλυτισμούς, πιστή στήν ἐντολή τοῦ θείου Δομήτορά της ἡ ᾿Εκκλησία πορεύεται πρός «πάντα τά ἔθνη» καί τά καλεῖ νά μαθητεύσουν κοντά της (βλ. Μθ 28,19. Πρβλ. Πρξ 1,8). Μέ ἀπόλυτο σεβασμό πρός τό ἀνθρώπινο πρόσωπο καί πρός τίς ἐθνικές, γλωσσικές, μορφωτικές, πολιτισμικές καί λοιπές ἰδιαιτερότητές του, δέν τό ἀναγκάζει νά πιστεύσει. Τοῦ ἐκθέτει ἁπλῶς τή μαρτυρία της καί τό καλεῖ νά τή γευθεῖ προσωπικά.
    Μνημονεύω ἐνδεικτικά τήν περίπτωση τῶν Σλάβων. Τούς ἐκχριστιάνισε τό ὀρθόδοξο Βυζάντιο, χωρίς ὅμως νά τούς ἐξελληνίσει. Οἱ ἕλληνες, μάλιστα, ἱεραπόστολοι Κύριλλος καί Μεθόδιος ἔγιναν καί οἱ θεμελιωτές τοῦ σλαβικοῦ πολιτισμοῦ καταρτίζοντας τό σλαβικό ἀλφάβητο, τό λεγόμενο κυριλλικό. ᾿Αργότερα, ὅταν ἦρθαν οἱ παπικοί, ἐντελῶς ἀψυχολόγητα καί ἀδικαιολόγητα ἐπιχείρησαν νά ἐκλατινίσουν τούς Σλάβους ἐπιβάλλοντας τή λατινική ὡς λειτουργική γλώσσα.
    Σατανική προσηλυτιστική ἀπόπειρα τῶν παπικῶν γιά τήν κατάλυση τῆς ᾿Ορθοδοξίας ἀποτελεῖ ὁ δούρειος ἵππος τῆς οὐνίας. «᾿Εκμεταλλευόμενοι τήν δυστυχίαν τῶν λαῶν τῆς ᾿Ανατολῆς, μέ δοράς προβάτων ὑπεισῆλθον οἱ φοβεροί αὐτοί λύκοι (οἱ οὐνίτες) εἰς τάς μάνδρας καί ἀπεδεκάτισαν τά πρόβατα», γράφει χαρακτηριστικά ὁ αἰωνόβιος ἐπίσκοπος πρώην Φλωρίνης π. Αὐγουστίνος Καντιώτης (᾿Αντιπαπικά, σελ. 44). ᾿Απευθυνόμενος δέ στό Βατικανό ὁ σεβάσμιος γέροντας τονίζει· «᾿Εάν θέλετε, κύριοι, νά ἔλθῃ ἡ ποθητή ἐκείνη ἡμέρα “τῆς τῶν πάντων ἑνώσεως”, παύσατε νά μεταχειρίζεσθε τοιαύτας μεθόδους, πού... προκαλοῦν φρίκην εἰς πᾶσαν ἀδιάφθορον συνείδησιν καί εὐρύνουν τό ἀνοιγέν χάσμα μεταξύ ᾿Ανατολῆς καί Δύσεως. ῾Η ὁδός ἡ ἄγουσα πρός τήν ἕνωσιν δέν διέρχεται διά τῆς οὐνίας ἀλλά διά τῆς ὁδοῦ ἐκείνης, τήν ὁποίαν ἐχάραξεν ὁ Θεάνθρωπος εἰπών· “Γνώσεσθε τήν ἀλήθειαν καί ἡ ἀλήθεια ἐλευθερώσει ὑμᾶς” (᾿Ιω 8,32)» (ἔ.ἀ., σελ. 51).
    ῾Η οὐνία κατόρθωσε νά παρασύρει στά δίχτυα της πληθυσμούς ὁλόκληρους καί νά ἐπιφέρει μεγάλη ἀναστάτωση. Μόνο ἀπό τήν ὀρθόδοξη ᾿Εκκλησία τῆς Πολωνίας ἔχουν ἀποσπασθεῖ δύο ἑκατομμύρια, πού ὡς οὐνίτες εἶναι ἀπόλυτα ἐνταγμένοι στήν κυριαρχία τοῦ πάπα. Καί πρόσφατα, στή δεκαετία τοῦ 1990, οἱ ὀρθόδοξοι τῆς Οὐκρανίας πού πρόβαλαν ἀντίσταση στίς πιέσεις τῶν οὐνιτῶν, γι᾿ αὐτόν ἀκριβῶς τό λόγο, θρήνησαν τήν ἁρπαγή πολλῶν ναῶν καί τήν κακοποίηση πολλῶν πιστῶν.
    ῾Η οὐνία παρεισφρύει ὕπουλα. ῾Η ᾿Ορθοδοξία φανερά καί ἁπλά καταθέτει τή μαρτυρία της στόν σύγχρονο κόσμο. ῎Ηδη στό ἐξωτερικό, ὅπου ὑπάρχουν κοινότητες ὀρθοδόξων, ἀποτελοῦν μία ζωντανή μαρτυρία τοῦ αὐθεντικοῦ Χριστιανισμοῦ καί ἕναν πόλο ἕλξεως γιά τίς καλοπροαίρετες ψυχές πού βρέθηκαν στήν πλάνη τῆς παπικῆς ἤ προτεσταντικῆς αἱρέσεως. Καί δέν εἶναι σπάνιες οἱ περιπτώσεις ἀνθρώπων οἱ ὁποῖοι ἐπιστρέφουν στήν ᾿Ορθοδοξία, γιά νά βροῦν ἐκεῖ αὐτό πού μάταια ἀναζήτησαν στίς λεγόμενες χριστιανικές ὁμολογίες. Εἶναι ἄπρεπο, ἀνέντιμο καί ἐγκληματικό νά ἀρνούμαστε σ᾿ αὐτούς τούς ἀνθρώπους τήν πρόσβαση στήν ᾿Ορθόδοξη πίστη μέ τή δικαιολογία ὅτι τάχα καί οἱ ἄλλες ὁμολογίες καλές εἶναι, τόν ἴδιο Χριστό πιστεύουν κτλ. ῞Ενας εἶναι ὁ Χριστός, μία καί ἡ σώζουσα πίστη. Δέν σώζει οὔτε ὁ παπικός ὀρθολογισμός οὔτε ἡ προτεσταντική ἐλευθεριότητα.
    ᾿Αξίζει νά θυμηθοῦμε ἐδῶ αὐτό πού εἶχε γράψει πρίν μερικές δεκαετίες ὁ ἀείμνηστος π. ᾿Ιουστίνος Πόποβιτς· «Χωρίς τήν ἀποστολικήν καί ἁγιοπατερικήν ὁδόν, χωρίς τήν ἀποστολικήν καί ἁγιοπατερικήν ἀκολούθησιν ὄπισθεν τοῦ μόνου ἀληθινοῦ καί ἀειζώου Θεοῦ, τοῦ Θεανθρώπου Σωτῆρος Χριστοῦ, εἶναι βέβαιον ὅτι ὁ ἄνθρωπος θά καταποντισθῇ εἰς τήν νεκράν θάλασσαν τῆς εὐρωπαϊκῆς πολιτισμένης εἰδωλολατρίας καί ἀντί τοῦ Ζῶντος καί ᾿Αληθινοῦ Θεοῦ, θά λατρεύσῃ τά ψευδοείδωλα τοῦ αἰῶνος τούτου, εἰς τά ὁποῖα δέν ὑπάρχει σωτηρία, οὔτε ἀνάστασις οὔτε θέωσις διά τό θλιμμένον ὄν, τό ὀνομαζόμενον ἄνθρωπος» (᾿Ορθόδοξος ᾿Εκκλησία καί Οἰκουμενισμός, σελ. 252).
    ῾Η σημερινή κατάσταση τοῦ λεγομένου δυτικοῦ χριστιανικοῦ κόσμου ἐπαληθεύει θλιβερά τήν πρόβλεψη τοῦ ἁγίου ἐκείνου ἀνθρώπου. ῾Η θρησκευτική πλάνη τῆς Δύσης ὁδήγησε σέ ἀδιέξοδα ἀπελπισίας. Οἱ πυκνές αὐτοκτονίες, ἡ ἀπαξίωση τῆς ζωῆς μέ τήν ἀχαλίνωτη ροπή σέ κάθε εἴδους κατάχρηση, τά ναρκωτικά ἀλλά καί ἡ στροφή πολλῶν εὐρωπαίων χριστιανῶν στίς ἀποκρυφιστικές ἀνατολικές θρησκεῖες καί σ᾿ αὐτόν τό Μουσουλμανισμό εἶναι, νομίζω, ἕνας σοβαρός δείκτης. Εἶναι βέβαια γεγονός ὅτι ἡ ραγδαία ἐπίδραση τοῦ δυτικοῦ πολιτισμοῦ κατέστησε συνηθισμένα καί ἐδῶ στήν πατρίδα μας ἔκτροπα αὐτοῦ τοῦ εἴδους. Μπορεῖτε ὅμως νά φαντασθεῖτε πόσο αὐτά θά αὐξηθοῦν, ὅταν ἡ ᾿Ορθοδοξία παραιτηθεῖ ἀπό τήν ἀλήθεια καί ταυτισθεῖ μέ τίς δυτικές αἱρετικές θέσεις;
    ῾Η προχωρημένη κοινωνική ἀποσύνθεση εἶναι ἀδιάψευστος μάρτυρας τῆς πνευματικῆς χρεωκοπίας τῆς Δύσεως. ῾Η νομιμοποίηση τῶν γάμων μεταξύ ὁμοφυλοφίλων, ἡ ἱεροσύνη τῶν γυναικῶν καί τόσες ἄλλες παρεκτροπές ἔχουν ὁδηγήσει πολλούς στήν ἀηδία καί ἀπομάκρυνση ἀπό τόν «δυτικό χριστιανισμό». Εἶναι ἐνδεικτικό τό γεγονός ὅτι στό Λονδίνο καί σέ ἄλλες μεγάλες πόλεις τῆς ᾿Αγγλίας, ἐδῶ καί δεκαετίες, ἔχει ἀρχίσει τό ξεπούλημα τῶν ναῶν. ᾿Από ἄμεση πηγή καί προσωπική ἐμπειρία γνωρίζω ὅτι στήν ᾿Αγγλία τό 1982 περίπου 2.000 ναοί εἶχαν ξεπουληθεῖ σέ διάφορες ἐπιχειρήσεις καί καταστήματα. Παρόμοιες πωλήσεις ἔκαναν καί οἱ παπικοί στή Γερμανία καί σέ ἄλλες χῶρες τῆς Εὐρώπης, ὅπως καί στήν ᾿Αμερική.
    Τί δείχνουν ὅλα αὐτά; Δείχνουν ὅτι δέν μᾶς χρειάζεται «νέα ἐκκλησία», ἀλλά ρίζωμα στήν πρώτη καί αἰώνια ᾿Εκκλησία, στήν ᾿Ορθοδοξία. Εἶναι δέ ἐνθαρρυντικό τό γεγονός ὅτι, παρ᾿ ὅλες τίς ἐλλείψεις τῶν ὀρθοδόξων, ἡ ᾿Ορθοδοξία σήμερα κτίζει ναούς καί ἐπανδρώνει μοναστήρια. «Προτεστάντες καί Ρωμαιοκαθολικοί», γράφει ὁ πρώην προτεστάντης ͺἶὰὃὂ ὣὴ῍ὰὸὺὺὸἶ, «ὡς ἄτομα πρέπει νά προσκληθοῦν νά ἐπιστρέψουν στό σπίτι, στήν ἀληθινή ἀρχαία ᾿Εκκλησία· στήν ᾿Ορθόδοξη ᾿Εκκλησία. Τά θυσιαστήριά μας εἶναι καθαρά, οἱ Λειτουργίες μας ἀνέπαφες καί τό Πνεῦμα κατοικεῖ στά ἱερά μας. ᾿Εμεῖς δέν ἔχουμε ἀλλάξει. ᾿Εμεῖς πρέπει νά μοιραστοῦμε αὐτό τό ζωντανό νερό μέ τόν διψασμένο κόσμο. ᾿Εμεῖς οἱ ᾿Ορθόδοξοι χριστιανοί πρέπει νά ἔχουμε τό θάρρος νά σταθοῦμε στά πόδια μας καί νά μήν εἴμαστε πλέον ἐκεῖνοι πού κάνουν τήν ᾿Ορθόδοξη ᾿Εκκλησία ἀόρατη, “τό πιό καλά κρυμμένο μυστικό στήν ᾿Αμερική”» (᾿Αναζητώντας τήν ᾿Ορθόδοξη πίστη στόν αἰώνα τῶν ψεύτικων θρησκειῶν. Χορεύοντας μόνος, μετφρ. π. Αὐγουστίνου Μύρου, ἔκδ. Β´, Κοζάνη 2004, σελ. 513).
    ῾Η ᾿Ορθοδοξία εἶναι ἡ μόνη ἐλπίδα τοῦ κόσμου καί ὀφείλει νά παραμείνει σταθερή στά δόγματά της, ἀναλλοίωτη καί ἀπαραχάρακτη. ῎Οχι μόνο γιά νά ὁδηγεῖ στή λύτρωση τά παιδιά της ἀλλά καί γιά νά κρατᾶ ἄσβεστο τό φῶς, ὅπου μιά μέρα θά ζητήσει νά ἐπιστρέψει ὁ δυτικός κόσμος.

Στέργιος Ν. Σάκκος

Πέμπτη, 15 Μάιος 2014 03:00

Δέν εἶναι Ἐκκλησία!

   Κάτι δέν πάει καλά «κι ἡ βάρκα μας μπάζει νερά». Αὐτή ἡ διαπίστωση ἐνισχύεται ἀπό τά δύο γεγονότα πού συνέβησαν στά τέλη τοῦ 2006· Τόσο ἡ ἐπίσκεψη τοῦ πάπα στό Φανάρι καί οἱ παρεπόμενες θριαμβολογίες τῶν δημοσιογράφων ὅτι «ὁ πάπας θωρακίζει τό Πατριαρχεῖο», ὅσο καί ἡ μετάβαση τοῦ μακαριστοῦ ἀρχιεπισκόπου κυροῦ Χριστοδούλου στό Βατικανό καί ἡ ἐνθουσιώδης ἐπιθυμία του «νά βιώσωμεν τήν πλήρη ἑνότητα καί νά μεταλάβωμεν τοῦ σώματος καί τοῦ αἵματος τοῦ Κυρίου ἐκ τοῦ αὐτοῦ Ποτηρίου τῆς Ζωῆς», ἐπισημαίνουν ἕνα σοβαρό, καυτό γιά τίς μέρες μας ἐκκλησιολογικό ἐρώτημα· Εἶναι ᾿Εκκλησία ὁ παπισμός;
    Παρακολουθώντας τά δρώμενα, μέ πόνο διαπιστώνει κανείς ὅτι ὁ οἰκουμενισμός ἔχει κάνει καλά τή δουλειά του. Τονίζει τά θετικά στοιχεῖα, πού ὄντως ἔχει ὁ παπισμός καί, μέσα στήν πανσπερμία τῶν αἱρέσεων καί στό ἀλαλούμ τῶν θρησκειῶν, τόν παρουσιάζει πολύ συγγενῆ πρός τήν ᾿Ορθοδοξία. Ποιός μπορεῖ νά ἀμφισβητήσει π.χ. τήν ἀξιόλογη κοινωνική δραστηριότητα τῶν παπικῶν τόσο στήν Εὐρώπη ὅσο καί στίς ἱεραποστολές τῆς ᾿Αμερικῆς, ᾿Ασίας καί ᾿Αφρικῆς, ὅπου ἡρωικά ἀναστήματα ἱεραποστόλων μαρτύρησαν γιά τήν πίστη τους; Ποιός ἀμφισβητεῖ ὅτι χάρη σ᾿ αὐτούς ἑκατομμύρια ἀνθρώπων σέ ὅλο τόν κόσμο καλλιεργοῦνται στή σχέση τους μέ τόν Θεό, ζοῦν μέ εὐλάβεια καί πίστη; Ποιός δέν ἀναγνωρίζει τίς θαυμαστές ἐπιδόσεις τους στίς ἐπιστῆμες καί στίς τέχνες, τή δυναμική ἀπολογία ἔναντι τοῦ ὑλισμοῦ, τῆς ἀθεΐας καί τῆς ἀπιστίας; Μήπως ὅμως παρόμοια ἐπιτεύγματα δέν ἔχουν ἐπιδείξει καί οἱ προτεσταντικές παραφυάδες, ἀκόμη κι αὐτοί οἱ «μάρτυρες τοῦ ᾿Ιεχωβᾶ»;
    Ποιός ἀγνοεῖ ἐπίσης τίς ἐξυπηρετήσεις καί ἐκδουλεύσεις πού προσφέρει ἡ παπική «ἐκκλησία» στούς ὀρθοδόξους τῆς διασπορᾶς, τίς τόσες ὑποτροφίες πού διαθέτει γιά ὀρθοδόξους σπουδαστές καί ἐπιστήμονες; ᾿Αλλά ἀρκεῖ ἡ προσωπική ἐκτίμηση καί ὁ θαυμασμός κάποιων εὐεργετημένων, γιά νά βαφτίσουμε «ἀδελφή ἐκκλησία» τό κοσμικό κράτος τοῦ Βατικανοῦ καί νά ἀνταλλάσσουμε τόν λειτουργικό χαιρετισμό τῆς ἀγάπης μέ τόν αἱρεσιάρχη πάπα;
    ῞Οσο γιά τό γεγονός ὅτι ἀριθμοῦνται χιλιάδες ἅγιοι τῆς παπικῆς «ἐκκλησίας» ἐντελῶς ἄσχετοι πρός τήν ᾿Ορθόδοξη, ὅπως καί τό ὅτι οἱ ἅγιοι τῆς ᾿Ορθοδοξίας δέν ἀναγνωρίζονται ἀπό τούς δυτικούς, αὐτό καί μόνο ὑπογραμμίζει καί τονίζει τό χάσμα πού μᾶς χωρίζει. ᾿Ενῶ δηλαδή οἱ ἅγιοι τῶν κατά τόπους ᾿Ορθοδόξων ἐκκλησιῶν, ὅπως π.χ. τῆς Ρωσίας, τῆς Σερβίας κτλ., εἶναι κοινοί γιά ὅλους τούς ᾿Ορθοδόξους, δέν συμβαίνει τό ἴδιο μέ τούς ἁγίους τῶν δυτικῶν, διότι ἁπλούστατα αὐτοί δέν ἀνήκουν στή μία ᾿Εκκλησία.
   ῎Επειτα, κι ἄν ἑκατομμύρια παπικοί δίδουν καλή μαρτυρία στόν κόσμο, αὐτό δέν ἀμνηστεύει τήν ἄσχημη συμπεριφορά ἄλλων παπικῶν καί μάλιστα κληρικῶν, οὔτε συνιστᾶ τιμή γιά τόν παπισμό. Μᾶλλον τόν ἐνοχοποιεῖ, διότι κρατᾶ στό σκοτάδι τῆς αἱρέσεως ψυχές καλοπροαίρετες. Γι᾿ αὐτές τίς ψυχές εὔχεται ἡ ᾿Ορθόδοξη ᾿Εκκλησία δεομένη στόν θεῖο Δομήτορά της· «τούς πεπλανημένους ἐπανάγαγε καί σύναψον τῇ ἁγίᾳ σου καθολικῇ καί ἀποστολικῇ ἐκκλησίᾳ». Προσεύχεται δέ «ὑπέρ τῆς τῶν πάντων ἑνώσεως» καί ὄχι «ὑπέρ πασῶν τῶν ἐκκλησιῶν», γιά τόν ἁπλούστατο λόγο ὅτι δέν ὑπάρχουν πολλές ἐκκλησίες, ἀλλά μία, στήν ὁποία δεόμεθα νά ἐπιστρέψουν ὅλοι οἱ πλανημένοι.
    Συνεπῶς, σφάλλουν ἐκεῖνοι οἱ ὀρθόδοξοι θεολόγοι καί ἱεράρχες -καλοί καί σεβαστοί κατά τά ἄλλα- πού μέ πολλή φυσικότητα καί ἄνεση ἀποκαλοῦν τόν παπισμό «ἀδελφή ἐκκλησία» τῆς ᾿Ορθοδοξίας. Μέ τόν τρόπο αὐτό ὁμολογοῦν ὅτι ᾿Ορθοδοξία καί παπισμός συναποτελοῦν τή μία ᾿Εκκλησία καί ὅτι ἡ μόνη διαφορά πού μᾶς χωρίζει ἀπό τήν παπική εἶναι ἡ τοπική· ἐμεῖς εἴμαστε στήν ᾿Ανατολή κι αὐτοί στή Δύση!
Στή σκέψη μου ἔρχεται ἕνας ἤδη μακαριστός ἱεράρχης, πού δέν διακρινόταν γιά τή θεολογική κατάρτιση οὔτε γιά τήν ἁβροφροσύνη, εἶχε ὅμως ἔντονο τό αἴσθημα τῆς εὐθύνης ὡς ὀρθόδοξος ἱεράρχης. Κάθε φορά, λοιπόν, πού βρισκόταν σέ συντροφιά θεολόγων, ρωτοῦσε· «Δέν μοῦ λέτε, ρέ σεῖς οἱ θεολόγοι, εἶναι ἐκκλησία ὁ παπισμός;». Κι ὅταν εἰσέπραττε τήν ἀρνητική ἀπάντηση, ἱκανοποιημένος ἐπένευε· «Εἶπα κι ἐγώ»!
    ᾿Εξ ἀφορμῆς ἑνός δημοσιεύματος θυμήθηκα μέ νοσταλγία ἐκείνη τήν ντόμπρα καί σταράτη τοποθέτηση, πού μέσα στήν ἀγροικιά της διέσωζε τήν ἀλήθεια. Συγκεκριμένα, διάβασα σέ βιβλίο πολιοῦ ἐπισκόπου, τόν ὁποῖο παιδιόθεν σέβομαι καί ἀγαπῶ γιά τή μόρφωση καί τήν ἀρετή, τά ἑξῆς· «῾Η Δυτική ᾿Εκκλησία τελεῖ κανονικῶς τά ἱερά Μυστήρια καί οἱ Ρωμαιοκαθολικοί πιστοί πού μετέχουν στή μυστηριακή ζωή ὁδηγοῦνται στή σωτηρία. Γιά λόγους, ὅμως, ἀκριβείας περί τά θέματα τῆς πίστεως, ὅπως τοῦτο προέκυψε ἐξ αἰτίας τοῦ Σχίσματος, διεκόπη ἡ μυστηριακή κοινωνία (Intercommunio) μεταξύ τῆς ᾿Ορθοδόξου καί Ρωμαιοκαθολικῆς ᾿Εκκλησίας. ῾Η διακοπή, βέβαια, αὐτή ἀποτελεῖ τό μέγα σκάνδαλο τῆς χριστιανικῆς ᾿Εκκλησίας, τό ὁποῖο βαρύνει κυρίως τούς θεολόγους καί τούς ἡγέτες τῶν δύο ᾿Εκκλησιῶν».
    Οὔτε λίγο οὔτε πολύ ὁ σεβαστός συγγραφέας ἐπιρρίπτει εὐθύνη καί στήν ἁγία μας ᾿Εκκλησία γιά τήν ἀπόσχιση καί ἀποσκίρτηση τῶν παπικῶν. Πρόκειται ὄντως γιά «μέγα σκάνδαλο», ὅπως τό χαρακτηρίζει, τό ὁποῖο ὅμως δέν βαρύνει τήν ᾿Εκκλησία, ἀλλά αὐτούς πού τό δημιούργησαν διαρρηγνύοντας τόν ἄρραφο χιτώνα τοῦ Χριστοῦ καί πληγώνοντας τήν ἑνότητα τῆς ᾿Εκκλησίας του.
    ῾Ως ὑπευθύνους μάλιστα γιά τήν ἀπόσχιση τῶν παπικῶν ἀπό τή μία ᾿Εκκλησία θεωρεῖ τό ἐν λόγῳ κείμενο «τούς θεολόγους καί τούς ἡγέτες τῶν δύο ᾿Εκκλησιῶν». Καί ὅσον ἀφορᾶ στούς θεολόγους καί ἡγέτες τῆς Δύσεως, δέν συζητῶ τό θέμα. ᾿Επιρρίπτεται ὅμως ἐξίσου εὐθύνη καί στούς θεολόγους καί ἡγέτες τῆς ᾿Ορθοδόξου ᾿Εκκλησίας. Ποιοί εἶναι αὐτοί; Εἶναι προφανῶς: ῾Ο Μ. Φώτιος, πού ἀσφάλισε τήν ᾿Εκκλησία ἀπό τή δικτατορία τοῦ πάπα καί ἔμεινε σύμβολο ᾿Ορθοδοξίας γιά τόν εὐσεβῆ λαό. «Τό ἔλεος τοῦ Θεοῦ καί ἡ ἔμπνευσις αὐτοῦ τοιοῦτον φῶς διέδωκεν εἰς τήν καθαράν ψυχήν τοῦ ἁγιωτάτου πατριάρχου, ὅτι λαμπρύνει καί φωτίζει πᾶσαν τήν κτίσιν» (J. D. Mansi, Sacrorum Concilliorum nova et amplissima collectio, 17Α,484-485), ὁμολογοῦσαν καί αὐτοί ἀκόμη οἱ παπικοί τοποτηρητές τῆς Ρώμης.
    Εἶναι ὁ ᾿Ιωσήφ Βρυέννιος, πού, ἐνῶ στούς δύσκολους καιρούς του θεωρεῖ τήν ἕνωση μέ τούς παπικούς ὡς γεγονός πολύ σπουδαῖο καί σωτήριο γιά τήν ταλανιζόμενη βυζαντινή αὐτοκρατορία, ὡς «δευτέραν οἰκονομίαν Θεοῦ μετά τήν ἔνσαρκον», τονίζει ὅμως ὅτι, ἄν δέν διευθετηθοῦν οἱ διαφορές πού ἀπομάκρυναν ἀπό τήν ᾿Εκκλησία τούς παπικούς, ὁποιαδήποτε ἕνωση εἶναι «τοῦ προτέρου σχίσματος σχίσμα χεῖρον καί διαίρεσις καί κατατομή καί ἀπάτη».
    Εἶναι ὁ μαθητής τοῦ Βρυεννίου Μᾶρκος Εὐγενικός, πού τοποθετώντας τήν ἐλευθερία τῆς πίστεως πάνω ἀπό τῆς πατρίδος τήν ἐλευθερία διακήρυξε· «Οὐ μόνον εἰσίν οἱ Λατῖνοι σχισματικοί, ἀλλά καί αἱρετικοί· καί τοῦτο παρεσιώπησέν το ἡ ἐκκλησία ἡμῶν, διά τό τό γένος εἶναι ἐκείνων πολύ καί ἰσχυρότερον ἡμῶν, ἡμεῖς δέ οὐ δι᾿ ἄλλο τι ἐσχίσθημεν αὐτῶν, εἰ μή ὅτι εἰσίν αἱρετικοί, διό οὐδέ πρέπει ὅλως ἑνωθῆναι αὐτοῖς, εἰ μή ἐκβάλλωσι τήν προσθήκην ἀπό τοῦ συμβόλου καί ὁμολογήσωσι τό σύμβολον καθώς καί ἡμεῖς» (J. D. Mansi, Sacrorum Concilliorum nova et amplissima collectio, 31Α,885DΕ).
    Εἶναι ὁ ἅγιος Νικόδημος ῾Αγιορείτης, κατά τόν ὁποῖο οἱ Λατίνοι «εἶναι παμπάλαιοι αἱρετικοί», ὅπως δείχνουν «τά βιβλία τοῦ ἁγιωτάτου Πατριάρχου ᾿Ιεροσολύμων κυρίου Δοσιθέου τοῦ παπομάστιγος» (Πηδάλιον, σ. 55), στά ὁποῖα παραπέμπει.
    Εἶναι ὁ ἅγιος Κοσμᾶς ὁ Αἰτωλός, πού μέ τήν ἁπλοϊκή διδαχή του ἐπεσήμαινε στούς χριστιανούς νά φοβοῦνται τόν πάπα, διότι αὐτός ἐνσαρκώνει τήν ὕπουλη μορφή τοῦ ἀντιχρίστου (βλ. Σ. Ν. Σάκκου, ῾Ο ἀπόστολος τοῦ σκλαβωμένου γένους, Θεσ/νίκη 1996, σελ. 205).
    Εἶναι ὁ ἅγιος Νεκτάριος, πού μελετώντας τήν ἱστορία τοῦ παπικοῦ σχίσματος σημειώνει· «῾Η ἑνότης τῆς ᾿Εκκλησίας οὐχί ἐν ἑνιαίῳ προσώπῳ ἑνός τῶν ἀποστόλων θεμελιοῦται καί ἑδράζεται, ἀλλ᾿ ἐν τῷ προσώπῳ τοῦ Σωτῆρος ἡμῶν ᾿Ιησοῦ Χριστοῦ... ᾿Εκ τῆς Οἰκουμενικῆς ᾿Εκκλησίας μόνη ἡ ῾Ρωμαϊκή ᾿Εκκλησία ἄλλως ἀντελάβετο τό πνεῦμα τῆς ἑνότητος καί δι᾿ ἄλλων ἐπεζήτησε καί ἐπεδίωξε ταύτην μέσων. ῾Η διάφορος αὕτη ἀντίληψις τοῦ τρόπου τῆς ἑνότητος προὐκάλεσε τό σχίσμα, ὅπερ λαβόν τήν ἀρχήν ἀπό τῶν πρώτων αἰώνων ηὐξάνετο σύν τῷ χρόνῳ καί προέβαινε κατά τό μέτρον τῆς ἐφαρμογῆς τῶν ἀρχῶν τῆς ῾Ρωμαϊκῆς ᾿Εκκλησίας, μέχρις οὗ ἀφίκετο εἰς τήν τελείαν ἀπόσχισιν, ἕνεκα τῆς ἀπαιτήσεως τῶν παπῶν... ᾿Εν τούτῳ δέ κεῖται ὁ λόγος τοῦ σχίσματος, ὅστις ἀληθῶς εἶναι μέγιστος, διότι ἀνατρέπει τό πνεῦμα τοῦ Εὐαγγελίου, καί ὁ σπουδαιότατος δογματικός λόγος, διότι εἶναι ἄρνησις τῶν ἀρχῶν τοῦ Εὐαγγελίου. Οἱ λοιποί δογματικοί λόγοι, καίτοι σπουδαιότατοι, δύνανται νά θεωρηθῶσιν ὡς δευτερεύοντες καί ἀπόρροια τοῦ πρώτου τούτου λόγου» (Μελέτη ἱστορική περί τῶν αἰτίων τοῦ σχίσματος, τόμ. 1ος, ᾿Αθῆναι 1911, σελ. 69).
    Εἶναι ὁ Μιχαήλ Κηρουλάριος, ὁ Γεννάδιος Σχολάριος... Θά μάκραινε πολύ ὁ κατάλογος, γιά νά ἀναφέρουμε ὅλους τούς ἁγίους πατέρες καί διδασκάλους τῆς ᾿Εκκλησίας, οἱ ὁποῖοι μέσα στούς δώδεκα αἰῶνες πού διέρρευσαν ἀπό τήν ἀπόσχιση τῶν παπικῶν μέχρι σήμερα, χωρίς ἐμπάθεια καί κακία ἀλλά μέ σεμνότητα καί παρρησία καταδικάζουν τήν παπική αἵρεση. Θά σταθῶ μόνο στό ὄνομα τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ, ὁ ὁποῖος μέ σθένος ξεσκέπασε τόν φιλοπαπικό ἐκπρόσωπο τῶν ᾿Ορθοδόξων Βαρλαάμ τόν Καλαβρό, ἕνα εἶδος οὐνίτη ἐκείνης τῆς ἐποχῆς. ᾿Ασυμβίβαστος καί ἀκαταγώνιστος ὁ ἅγιος Γρηγόριος καταδικάζει ἔντονα τήν «ἔκφυλον προσθήκην» τῆς ἐκπορεύσεως τοῦ ἁγίου Πνεύματος καί ἐκ τοῦ Υἱοῦ κι ὅλες τίς παπικές κακοδοξίες καί καλεῖ ὅλους τούς πιστούς νά ἐπαγρυπνοῦν στά θέματα τῆς πίστεως. ῾Η σιγή, λέγει, σέ θέματα πίστεως εἶναι τρίτο εἶδος ἀθεΐας μετά ἀπό τήν ἄρνηση τοῦ Θεοῦ καί τήν ἀπόρριψη τοῦ ᾿Ιησοῦ Χριστοῦ.
    Ποιά ἀπήχηση εἶχε στή ζωή καί παράδοση τῆς ᾿Εκκλησίας ὁ ἀγώνας τοῦ ἁγίου Γρηγορίου φαίνεται ἀπό τό γεγονός ὅτι ἡ ᾿Εκκλησία θέσπισε νά τιμᾶται ἡ μνήμη του κατά τή δεύτερη Κυριακή τῆς Μ. Τεσσαρακοστῆς, μετά τήν Κυριακή τῆς ᾿Ορθοδοξίας. Δέν τιμᾶται τότε κάποιος ἀπό τούς ἀρχαίους μεγάλους πατέρες καί θεολόγους τῆς ᾿Εκκλησίας, ὅπως Μ. ᾿Αθανάσιος, Μ. Βασίλειος, Γρηγόριος Θεολόγος κ.ἄ., διότι στή δική τους ἐποχή δέν εἶχε ἀποσκιρτήσει ἀκόμη ἡ Δύση, ἀνῆκε στή μία ᾿Εκκλησία τοῦ Χριστοῦ. ᾿Αργότερα στό θεμελιῶδες καί κυρίαρχο δόγμα περί πρωτείου τοῦ πάπα, πού ὑψώθηκε σάν ἀθεμελίωτος ἑτοιμόρροπος μιναρές, προσκόλλησαν οἱ παπικοί σάν ἀντερείσματα ἕναν ὁλόκληρο ἀστερισμό αἱρετικῶν δογμάτων. ῎Ετσι ἀποστασιοποιήθηκαν καί ἀποκόπηκαν ἀπό τήν ᾿Ορθοδοξία. Τιμᾶται, λοιπόν, ὁ Γρηγόριος Παλαμᾶς ὡς ἐκφραστής καί ἐνσαρκωτής τῆς ᾿Ορθοδοξίας, διότι κατατρόπωσε τόν παπισμό, πού ἐκείνη τήν ἐποχή εἶχε ἤδη ἀποκρυσταλλώσει τίς αἱρετικές του πλάνες.
    Αὐτούς, τούς ἁγίους πατέρες τῆς ᾿Εκκλησίας, πού ξεκάθαρα στιγματίζουν ὡς αἵρεση τόν παπισμό, ἐρχόμαστε ἐμεῖς νά τούς ἀμφισβητήσουμε καί νά τούς ἐπιρρίψουμε εὐθύνες. ῾Ο Θεός νά μᾶς ἐλεήσει καί νά φυλάξει τήν ᾿Εκκλησία του ἀπό τή... θεολογία μας!


Στέργιος Ν. Σάκκος

Δευτέρα, 11 Ιούλιος 2016 03:00

Μία εἶναι ἡ Ἐκκλησία!

   ῾Ο ζῆλος καί ἡ σπουδή τοῦ συγχρόνου Οἰκουμενισμοῦ νά βαφτίσει «ἐκκλησία» τόν παπισμό προσκρούει στήν ἴδια τήν εὐαγγελική ἀλήθεια, ἡ ὁποία ὁλοφάνερα καί ξεκάθαρα δείχνει ὅτι μία εἶναι ἡ ᾿Εκκλησία, ὅπως ἕνας εἶναι ὁ Χριστός.

᾿Επίθετα - ἱστορία

     Κατά τό Εὐαγγέλιο ἡ ᾿Εκκλησία τοῦ Χριστοῦ ὀνομάζεται «πίστις» (Γα 1,23). Εἶναι «ἡ ἅπαξ παραδοθεῖσα τοῖς ἁγίοις πίστις» (᾿Ιδ 3). Εἶναι ἡ «παροῦσα ἀλήθεια» (Β´ Πέ 1,12) καί ἡ «ἁγία ἐντολή» (Β´ Πέ 2,21), πού παραδόθηκε ἀπ᾿ ἀρχῆς καί παραμένει «καινή» εἰς τό διηνεκές. Μία εἶναι ἡ ᾿Εκκλησία καί βεβαίως δέν χρειαζόταν ἄλλο ὄνομα γιά νά διακρίνεται. ᾿Επειδή ὅμως κατά καιρούς ἐμφανίσθηκαν διάφορες παραχαράξεις τῆς ἀλήθειας, οἱ αἱρέσεις, ἡ ᾿Εκκλησία προσέλαβε διάφορες ἐπωνυμίες, ὥστε νά διακρίνεται ἀπό τίς αἱρέσεις.
     Καταρχήν, ἔναντι τοῦ ἁμαρτωλοῦ κόσμου ἡ ᾿Εκκλησία ἐπονομάστηκε ἁγία, δηλαδή κτῆμα, περιουσία τοῦ Θεοῦ.
   ῎Εναντι τῶν πρώτων αἱρετικῶν, νικολαϊτῶν καί γνωστικῶν, ἐπονομάστηκε ἀποστολική, διότι θεμελιώθηκε στή μοναδική παράδοση τῶν ἁγίων ἀποστόλων.
    ῎Εναντι κυρίως τῶν ἀρειανῶν καί πνευματομάχων πῆρε τήν ἐπωνυμία καθολική, διότι ἀγκαλιάζει ὅλη τήν οἰκουμένη.
     ῎Εναντι τῶν μονοφυσιτῶν ἐπονομάστηκε ὀρθόδοξη, ἡ μόνη ὀρθή πίστη.

Μή φοβοῦ τό μικρόν ποίμνιον

naos2῞Ολες οἱ παραπάνω προσωνυμίες περιττεύουν, διότι ἡ ᾿Εκκλησία εἶναι μία καί μοναδική, ὅπως ἕνας εἶναι ὁ ᾿Ιησοῦς Χριστός. «Εἷς Κύριος, μία πίστις, ἕν βάπτισμα» (᾿Εφ 4,5), κηρύττει ὁ ἀπόστολος Παῦλος. Δέν ὑπάρχουν ἐκκλησίες ἀλλά ᾿Εκκλησία. Αὐτή μονοπωλεῖ τήν ἀλήθεια, αὐτή μόνη ἐκπροσωπεῖ τόν Χριστό. Κι ἄν ὑφίστανται ὁρισμένοι χριστιανικοί ὀργανισμοί, μέ περισσότερα μέλη καί καλύτερη ὀργάνωση ἀπό τῆς ᾿Εκκλησίας (πρβλ. παπισμό) ἤ ἐνδεχομένως μέ ἐλάχιστες ἀποκλίσεις, αὐτό καθόλου δέν τῆς ἀφαιρεῖ τήν ἀποκλειστική ἰδιότητά της νά εἶναι αὐτή ἡ ᾿Εκκλησία τοῦ Χριστοῦ. Κι ἄν ἡ ᾿Εκκλησία γίνει ποτέ τό μυριοστό τῶν χριστιανικῶν ὀργανισμῶν, δέν θά παύσει καί τότε τό μικρό αὐτό ποίμνιο νά εἶναι ἡ μία ᾿Εκκλησία τοῦ Χριστοῦ. Τά πνευματικά μεγέθη δέν ὑπολογίζονται μέ τά μέτρα αὐτοῦ τοῦ κόσμου. ᾿Εξάλλου, ὁ Κύριος διαβεβαίωσε· «μή φοβοῦ τό μικρόν ποίμνιον· ὅτι εὐδόκησεν ὁ πατήρ ὑμῶν δοῦναι ὑμῖν τήν βασιλείαν» (Λκ 12,32), μέ τήν προϋπόθεση βέβαια ὅτι τό «μικρόν ποίμνιον» κρατᾶ ὀρθόδοξα τήν ἀλήθεια, τά δόγματα.

 Σταθερή στό δόγμα

     Βέβαια, ἡ ἐποχή μας ἐμφανίζεται ὡς κατεξοχήν ἀντιδογματική, διότι πολλοί ἐκλαμβάνουν τά δόγματα ὡς στεγνούς θεολογικούς ἀφορισμούς, τροχοπέδη τοῦ πολιτισμοῦ καί τῆς προόδου. ᾿Αλλά τά δόγματα εἶναι αὐτές οἱ ἀλήθειες τῆς ἁγίας Γραφῆς, ὅπως προβάλλονται στή ζωή τῆς ᾿Εκκλησίας, μετά ἀπό τή νικηφόρα ἀντίστασή της στήν ἐπιδρομή τῶν αἱρέσεων.
     Οἱ αἱρετικοί, ἀπό τή στιγμή πού ἀποσκίρτησαν ἀπό τή μία ᾿Εκκλησία, ἀθέτησαν τά δόγματά της ἤ πρόσθεσαν κάποια δικά τους δόγματα. Στήν περίπτωση τοῦ παπισμοῦ π.χ. προστέθηκε τό δόγμα γιά τό πρωτεῖο τοῦ πάπα, γιά τό ἀλάθητο, ἡ ἐκπόρευση τοῦ ἁγίου Πνεύματος καί ἐκ τοῦ Υἱοῦ, παρά τή ρητή δήλωση καί σαφῆ διαβεβαίωση τοῦ Κυρίου ὅτι τό Πνεῦμα «παρά τοῦ Πατρός ἐκπορεύεται» (᾿Ιω 15,26), ἡ ἄσπορος σύλληψη τῆς Θεοτόκου κ.ἄ. ῞Ολα αὐτά ἔβγαλαν τούς παπικούς ἀπό τή γραμμή τῆς ᾿Ορθοδόξου ᾿Εκκλησίας, πού παραμένει προσηλωμένη στά δόγματά της, ὅπως τά θέσπισαν οἱ ἅγιες ῾Επτά Οἰκουμενικές Σύνοδοι.

 ῞Ολα εἶναι σημαντικά

     ῾Η σταθερή προσήλωση τῆς ᾿Ορθοδοξίας στά δόγματα δέν ἀφορᾶ μόνο στά μεγάλα καί σοβαρά θέματα· περιλαμβάνει καί τά πιό ἁπλά. Δέν ὑπάρχουν στήν πίστη μας δόγματα δευτέρας κατηγορίας! Καί τά θεωρούμενα μικρά καί ἐλάχιστα ἔχουν θεμελιώδη σημασία. Εἶναι χαρακτηριστικό ὅτι στήν περίφημη ἐπί τοῦ ὄρους ὁμιλία του ὁ Κύριος ἀποβάλλει ἀπό τή βασιλεία του ἐκεῖνον πού θά «λύσῃ μίαν τῶν ἐντολῶν τούτων τῶν ἐλαχίστων καί διδάξῃ οὕτω τούς ἀνθρώπους» (Μθ 5,19). Παρόμοια ἀποφαίνεται ὁ ἀπόστολος ᾿Ιάκωβος γράφοντας «ὅστις γάρ ὅλον τόν νόμον τηρήσῃ, πταίσῃ δέ ἐν ἑνί, γέγονε πάντων ἔνοχος» (᾿Ια 2,10). Συχνά τά μικρά καί ἀσήμαντα ὁδηγοῦν σέ μέγιστες κακοδοξίες καί πλάνες. ῾Η ἐπιμονή π.χ. τῶν ἰουδαϊζόντων νά τηρήσουν τήν περιτομή τούς ὁδήγησε στήν αἱρετική δοξασία ὅτι δέν ἀρκεῖ τό αἷμα τοῦ ᾿Ιησοῦ Χριστοῦ γιά τή λύτρωση τοῦ ἀνθρώπου. Αὐτό, κατά τόν ἀπόστολο Παῦλο, συνιστᾶ «ἕτερον εὐαγγέλιον» (Γα 1,6). Παρόμοια οἱ παπικοί στήν παράδοση τῆς ᾿Εκκλησίας πρόσθεσαν τή «ρωμαϊκή παράδοση», γιά νά ὑποστηρίξουν τίς πλάνες τους. ῎Ετσι δημιούργησαν «ἕτερον εὐαγγέλιον» καί «ἑτέραν ἐκκλησίαν».
     Πιστό στήν εὐαγγελική γραμμή τό ἱερό «Πηδάλιον» τῆς ᾿Εκκλησίας θεσπίζει ὅτι «τό ἐπί δόγμασιν εἴτε μικροῖς εἴτε μεγάλοις ἁμαρτάνειν, ταὐτόν ἐστι· ἐξ ἀμφοτέρων γάρ ὁ νόμος τοῦ Θεοῦ ἀθετεῖται» (ἅγ. Ταράσιος). Δέν ὑπάρχουν μικρά καί ἀσήμαντα δόγματα, ὅλα εἶναι σημαντικά καί ὀφείλουμε νά τά σεβόμαστε καί νά τά διατηροῦμε μέ εὐλάβεια, ὅπως ἔκαναν οἱ ἅγιοι πατέρες μας.

 Δόγμα καί ζωή

     ῾Η οὐσιώδης διαφορά τῆς ὀρθόδοξης χριστιανικῆς πίστεως ἀπό τά διάφορα συστήματα τῶν λεγομένων «χριστιανικῶν ὁμολογιῶν» καί τῶν ποικίλων ἠθικοδιδασκαλιῶν εἶναι ὅτι ἡ ζωή τοῦ ὀρθοδόξου χριστιανοῦ θεμελιώνεται στά δόγματα τῆς πίστεως. Δέν στηρίζεται στόν ἐνάρετο βίο καί στίς καλές πράξεις, τίς ὁποῖες καλλιεργοῦν ὅλες οἱ ὁμολογίες καί θρησκεῖες, διότι ἐκεῖνα παραμερίζουν τόν Χριστό καί καθιστοῦν ἀχρείαστη καί ἄχρηστη τήν ἐνανθρώπηση καί ὅλο τό ἀπολυτρωτικό ἔργο του. ῾Ο ἐνάρετος βίος, τό ἅγιο ἦθος, ἔχει ἀξία μόνον ὡς πρακτική ἔκφραση τοῦ ὀρθοδόξου δόγματος. Μέ ἐπισημότητα καί λαμπρότητα τό διακηρύττει ὁ ἐπουράνιος Πατήρ στό ὄρος τῆς Μεταμορφώσεως· «οὗτός ἐστιν ὁ υἱός μου ὁ ἀγαπητός, ἐν ᾧ εὐδόκησα (δόγμα), αὐτοῦ ἀκούετε (ἦθος)» (Μθ 17,5·  Μρ 9,7· Λκ 9, 35).

 Δέν ἔχουμε τήν ἴδια ρίζα!

     Πολύ κακῶς, λοιπόν, υἱοθετεῖται ἀπό μερικούς ἡ οἰκουμενιστική θεωρία τῶν «πολλῶν κλάδων τοῦ Χριστιανισμοῦ»· 315 ἔχουν ὀνοματίσει, ὅσες οἱ ὁμολογίες πού συμμετέχουν στό λεγόμενο Παγκόσμιο Συμβούλιο τῶν ᾿Εκκλησιῶν. Δέν μπορεῖ ἡ ᾿Ορθοδοξία νά δεχθεῖ ὅτι βρίσκεται πάνω στήν ἴδια ρίζα μαζί μέ ὅλους αὐτούς, ἔστω κι ἄν ἀναγνωρίζεται ὡς τό καλύτερο κλαδί.
     ῎Οχι! Διότι μία ρίζα σημαίνει ἁγία Τριάδα, ὁμοούσια καί ἀχώριστη, σημαίνει ᾿Ιησοῦν Χριστόν «Θεόν τε καί ἄνθρωπον», μυστήρια ὁμολογημένα, ἀποστολική διαδοχή καί ἀρχέγονη παράδοση, κεφάλαια πίστεως καί ζωῆς, πολλά ἀπό τά ὁποῖα ἀγνοοῦν καί διαστρεβλώνουν οἱ διάφοροι κλάδοι τοῦ Χριστιανισμοῦ. Δέν τρέφονται ὅλοι αὐτοί ἀπό τήν ἴδια ρίζα, διότι μόνοι τους ἀποσχίσθηκαν καί ξεκόπηκαν ἀπό τόν κορμό.
     «Οἱ τῆς Χριστοῦ ἐκκλησίας», γράφει ὁ ἅγιος Γρηγόριος Παλαμᾶς, «ὅλοι τῆς ἀληθείας εἰσί, καί οἱ μή τῆς ἀληθείας ὄντες καθάπαξ οὐδέ τῆς τοῦ Χριστοῦ ᾿Εκκλησίας εἰσίν». Εἶναι ἐκτός ἀληθείας οἱ ἐκτός τῆς ᾿Ορθοδοξίας. Γι᾿ αὐτό τό ἅγιο Εὐαγγέλιο ἀπαγορεύει κάθε σχέση μαζί τους. ῾Ο ἴδιος ὁ Κύριος συνιστᾶ νά φυλαγόμαστε «ἀπό τῶν ψευδοπροφητῶν» (Μθ 7,15), ἐνῶ ὁ ἀπόστολος ᾿Ιωάννης,  ὁ μαθητής τῆς ἀγάπης, διδάσκει· «μή λαμβάνετε αὐτόν (τόν αἱρετικό) εἰς οἰκίαν καί χαίρειν αὐτῷ μή λέγετε» (Β´ ᾿Ιω 10). ᾿Ακολουθώντας τήν εὐαγγελική γραμμή οἱ ἱεροί Κανόνες, οἱ ὁποῖοι κατά τό Πηδάλιον «ὑπέρ τούς βασιλικούς νόμους ἰσχύουσιν», μέ αὐστηρότητα ἀπαγορεύουν τή συμπροσευχή καί ὁποιαδήποτε ἄλλη λειτουργική κοινωνία μέ τούς αἱρετικούς (βλ. Καν. ΞΕ´ τῶν ἁγίων ἀποστόλων, Θ´, ΛΓ´ τῆς ἐν Λαοδικείᾳ Συνόδου) τονίζοντας ὅτι «οὐ δεῖ αἱρετικῶν εὐλογίας λαμβάνειν, αἵτινές εἰσιν ἀλογίαι μᾶλλον ἤ εὐλογίαι» (Κανών ΛΒ´ τῆς ἐν Λαοδικείᾳ Συνόδου).

 Μονοπώλιο ἀληθείας

     ῾Η στάση αὐτή ἔναντι τῶν αἱρετικῶν δέν εἶναι φανατισμός· δέν εἶναι μισαλλοδοξία οὔτε ἀλαζονεία! ῎Ετσι ἄλλωστε τήν ἀντιλαμβάνονται καί ὅλοι οἱ καλοπροαίρετοι πού τυχαίνει νά ἀνήκουν στίς διάφορες «χριστιανικές ὁμολογίες». Εἶναι χαρακτηριστική ἡ ἐξομολόγηση τοῦ ᾿Αμερικανοῦ πρώην προτεστάντη Frank Schaeffer, πού ἐπέστρεψε στήν ᾿Ορθοδοξία μαζί μέ χιλιάδες ἄλλους· «Τό κῦμα τῶν προσφάτων προτεσταντῶν προσηλύτων ἦρθε μέσα στήν ᾿Εκκλησία ὄχι ἐξ αἰτίας τῶν εὐγενικῶν τους προσπαθειῶν στόν ‘‘διάλογο’’, ἀλλά ἐξ αἰτίας τῆς αἰώνιας πατερικῆς κι ᾿Αποστολικῆς μαρτυρίας. Σ᾿ αὐτή μπορεῖ νά συμπεριληφθεῖ καί ἡ μαρτυρία ἐκείνη, ἡ ὁποία διακηρύττει μέ δύναμη τήν ἀποκλειστική φύση τῆς ᾿Ορθόδοξης ᾿Εκκλησίας ὡς τῆς ἀληθινῆς ᾿Εκκλησίας. Πρώην προτεστάντες, ὅπως ἐγώ, δέν ἤρθαμε στήν ᾿Ορθοδοξία, καί μάλιστα μέ ἀκριβό προσωπικό κόστος, ἐπειδή κάναμε κάποιον ‘‘διάλογο’’, ἤ ἐπειδή μᾶς εἶπαν ὅτι ‘‘ὅλοι ἐμεῖς εἴμαστε μία εὐτυχισμένη οἰκογένεια χριστιανῶν’’, ἀλλά γιά νά μπορέσουμε νά βροῦμε τήν ἀλήθεια» (᾿Αναζητώντας τήν ᾿Ορθόδοξη πίστη στόν αἰώνα τῶν ψεύτικων θρησκειῶν, Χορεύοντας μόνος, μετφρ. π. Αὐγουστίνου Μύρου, ἔκδ. 2η, Κοζάνη 2004, σελ. 509).
     Οἱ ἄλλες χριστιανικές ὁμάδες καί τά ἄλλα λεγόμενα χριστιανικά συστήματα, ὅσο ποσοστό ἀληθείας κι ἄν διατηροῦν, ἐφόσον δέν εἶναι ἑνωμένα μέ τήν ᾿Εκκλησία τῆς ᾿Ορθοδοξίας, εἶναι πλάνες, καί τά μέλη τους εἶναι πλανεμένα. Δέν ἔχει κανένα νόημα ἄν ἔχουν λίγες ἤ πολλές, μικρές ἤ μεγάλες διαφορές ἀπό τήν ᾿Ορθοδοξία. Οἱ πατέρες εἶναι κατηγορηματικοί· «Τά ἐκκλησιαστικά δέν ρυθμίσθηκαν ποτέ μέ τόν μέσο ὅρο. Δέν ὑπάρχει ἐνδιάμεσο μεταξύ ἀληθείας καί ψεύδους, μεταξύ φωτός καί σκότους», βοᾶ ὁ ἅγιος Μᾶρκος ὁ Εὐγενικός.


Οὐτοπία ἤ παραπλάνηση

     Βέβαια, ἡ «νέα ἐκκλησία» ἐπαγγέλλεται σεβασμό πρός τά δόγματα τῆς κάθε θρησκευτικῆς παρατάξεως. ῎Ηδη ἀκούσθηκε πρόσφατα ἀπό ἐπίσημα χείλη ἡ διαβεβαίωση ὅτι ἐπιδιώκουμε τήν ἕνωση, ἀλλά δέν θά ὑποχωρήσουμε οὔτε στό ἐλάχιστο ἀπό τίς δογματικές θέσεις μας.
     ᾿Αλλά τότε πῶς θά ἑνωθοῦμε, ὅταν τήν ἴδια ἐμμονή στά δικά της δόγματα ἐκφράζει καί ἡ ἄλλη πλευρά; ῾Η ἐν λόγῳ διαβεβαίωση εἶναι τό λιγότερο ἀστήρικτη οὐτοπία, ἄν δέν εἶναι ἐσκεμμένη παραπλάνηση. Δέν μπορεῖ νά γίνει ἕνωση ἄν δέν ἐπιστρέψει στήν ἀρχική πίστη ἡ ἀποσχισμένη Δύση. Αὐτό σημαίνει ὅτι πρέπει ὁ παπισμός νά ἀρνηθεῖ καί νά ἀποκηρύξει τίς εἰκοσιπέντε περίπου πλάνες πού τόν διαφοροποίησαν ἀπό τήν ᾿Ορθοδοξία. Καί οἱ ἑκατοντάδες προτεσταντικές παραφυάδες ἀντίστοιχα νά διαγράψουν τίς ἀναρίθμητες πλάνες καί αὐθαιρεσίες πού πρεσβεύουν. Μέχρις ὅτου πραγματοποιηθεῖ αὐτό, καμία ἕνωση καί καμία κοινωνία δέν εἶναι δυνατή οὔτε θεμιτή.


Στέργιος Ν. Σάκκος

Ἀπολύτρωσις 62 (2007) 68-71

Πέμπτη, 15 Μάιος 2014 03:00

Νέα ἐκκλησία = Οὐνία

   Στίς μέρες μας, πού τόσος λόγος γίνεται γιά τήν περίφημη «νέα τάξη πραγμάτων» καί τήν πολυθρύλητη «νέα ἐποχή», προγραμματίζεται καί ποικιλοτρόπως ἐπιδιώκεται ἡ ἐπικράτηση μιᾶς «νέας ἐκκλησίας». ᾿Ονομάζω ἔτσι τό μοντέλο πρός τό ὁποῖο προσανατολίζονται οἱ οἰκουμενιστικές προσπάθειες.
   Μέ ἔμφαση τονίζουν οἱ οἰκουμενιστές τά καλά καί συμφέροντα πού ἐπαγγέλλεται τό ἐν λόγῳ μοντέλο. Καί πολλά ἀπό τά ἐπιχειρήματά τους παρουσιάζονται εὔλογα, ἐντυπωσιακά καί δελεαστικά·
   Καταρχήν, τό ἐπιταχυνόμενο ἄνοιγμα τῆς κοινωνίας, ἡ ἀναπόφευκτη καί ἐν πολλοῖς εὐεργετική προσέγγιση λαῶν, πολιτισμῶν καί ἰδεῶν, πού προωθεῖ ἡ ἀμφιλεγόμενη ἀλλά σταθερά κυριαρχοῦσα παγκοσμιοποίηση, τό αἴσθημα ἀνασφάλειας, πού ὑποθάλπει ἡ προηγμένη τεχνολογία καί τεχνογνωσία μας, καλλιεργοῦν ἕνα φρόνημα ἀνεπάρκειας. ᾿Εξάλλου, ὁ συνεχῶς αὐξανόμενος ἀριθμός τῶν μικτῶν γάμων, στό ἐξωτερικό ἀλλά καί ἐδῶ στήν πατρίδα μας, πιέζει νά γεφυρωθεῖ τό χάσμα μεταξύ τῶν διαφόρων ὁμολογιῶν καί τῆς ᾿Ορθοδόξου ᾿Εκκλησίας.
   ῾Υπάρχουν, ἔπειτα, σοβαροί κίνδυνοι, οἱ ὁποῖοι ὡς ἄλλη δαμόκλεια σπάθη ἀπειλοῦν ἀπό στιγμή σέ στιγμή νά καρατομήσουν καί νά κονιορτοποιήσουν τήν τάξη καί τήν εἰρήνη τῆς κοινωνίας μας· κίνδυνοι οἰκονομικοί, ἐθνικοί, πολιτικοί κτλ. ῾Ως ὁ πλέον ἐνδεδειγμένος τρόπος ἀποσόβησης καί κατάργησης τῶν κινδύνων αὐτῶν προβάλλεται ἡ θρησκευτική συνένωση ὅλων, ἡ «νέα ἐκκλησία», πού φαντάζει μάλιστα ὡς ἄμεση καί ἀνυπέρθετη ἱστορική ἀναγκαιότητα.
   Κατά τήν πρώτη χιλιετία, ἰσχυρίζονται οἱ οἰκουμενιστές, ἡ ᾿Εκκλησία ἑνωμένη κατέκτησε τόν κόσμο. Κατά τή δεύτερη, μέ τή διαίρεση καί διάσπαση ταπεινώθηκε καί συρρικνώθηκε. Στήν τρίτη χιλιετία, ἄν δέν ἑνωθοῦμε, θά καταποθοῦμε ἀπό τήν ἀθεΐα καί τήν ἀπιστία ἤ θά ἐκτοπισθοῦμε ἀπό τό συνεχῶς ἐπεκτεινόμενο ἰσλαμικό τόξο. ῾Ενωμένες, λένε, οἱ χριστιανικές δυνάμεις θά γίνουν ὑπολογίσιμες καί σεβαστές ἀπό τούς πολιτικούς ἄρχοντες, θά ἔχουν λόγο στά μεγάλα κέντρα ἀποφάσεων καί πρόσβαση στά οἰκονομικά πακέτα τῆς Εὐρώπης. ῎Ετσι θά μποροῦν νά συμβάλουν πιό οὐσιαστικά στήν ἀντιμετώπιση τῶν προβλημάτων καί στίς ἀνάγκες τῶν ἀνθρώπων καί νά διαδώσουν πιό ἄνετα τό μήνυμα τοῦ Εὐαγγελίου.
   ᾿Εφόσον οἱ ἐλπίδες καί οἱ στόχοι τῶν οἰκουμενιστῶν ἐπικεντρώνονται στόν οἰκογενειακό, κοινωνικό, ἐπιστημονικό καί γενικά στόν ἀνθρώπινο τομέα, ἔχουν ὄντως κάποια δόση ἀλήθειας καί ὀρθότητος. Γίνεται ὅμως τό μέγα λάθος νά ἐπεκτείνεται -συνειδητά ἤ ἀσυνείδητα (;)- ἡ προοπτική τους καί στόν τομέα τῆς πίστεως, παραθεωρώντας τίς θέσεις τοῦ Εὐαγγελίου καί καταπατώντας τή γραμμή τῆς Παραδόσεως. Μιλοῦν οἱ οἰκουμενιστές γιά ἑνότητα τῶν χριστιανικῶν δυνάμεων ἀναμειγνύοντας τήν ᾿Ορθόδοξη ᾿Ανατολή μέ τή σαφῶς αἱρετική (παπική καί προτεσταντική) «χριστιανική» Δύση.
   ᾿Αλλά ἡ ἀνάμειξη αὐτή εἶναι ἀθέμιτη, ὅπως σαφῶς καί κατ᾿ ἐπανάληψιν δηλώνεται ἀπό τήν ἁγία Γραφή. Θά μνημονεύσω μόνο τό ἐπιτιμητικό ἐρώτημα τοῦ ἀποστόλου Παύλου· «Τίς γάρ μετοχή δικαιοσύνῃ καί ἀνομίᾳ; τίς δέ κοινωνία φωτί πρός σκότος; τίς δέ συμφώνησις Χριστῷ πρός Βελίαλ; ἤ τίς μερίς πιστῷ μετά ἀπίστου;» (Β´ Κο 6,14-15). Δέν μπορεῖ νά ὑπάρχει σχέση πνευματική μεταξύ πιστῶν καί ἀπίστων ἤ αἱρετικῶν, διότι «ἡμεῖς πεφωτισμένοι τῇ ἀληθείᾳ, ἐκεῖνοι δέ ἐσκοτισμένοι τῇ πλάνῃ» (Ζιγαβηνός).
   Γιά νά λέμε τά πράγματα μέ τό ὄνομά τους, ὄχι μόνο οἱ προτεστάντες ἀλλά καί οἱ παπικοί εἶναι αἱρετικοί, παρ᾿ ὅλα τά καλά χριστιανικά στοιχεῖα πού μπορεῖ νά ἔχουν. Σαφής εἶναι ἡ καταδικαστική ἀπόφαση τοῦ ἁγίου Πνεύματος· «ὅστις γάρ ὅλον τόν νόμον τηρήσῃ, πταίσῃ δέ ἐν ἑνί, γέγονε πάντων ἔνοχος» (᾿Ια 2,10). ῞Οταν, λοιπόν, οἱ οἰκουμενιστές σπεύδουν νά παρουσιάσουν τήν ᾿Ορθοδοξία ὡς ἑταῖρο τοῦ παπισμοῦ, διαπράττουν πολλαπλό σφάλμα· ῎Εναντι τοῦ Εὐαγγελίου καί τῶν ἱερῶν κανόνων πού ἀπορρέουν ἀπό αὐτό, τά ὁποῖα οἱ οἰκουμενιστές παραθεωροῦν καί καταπατοῦν· ἔναντι τοῦ κόσμου, ἀπό τόν ὁποῖο στεροῦν τήν ἐλπίδα δίνοντας τήν ἐντύπωση ὅτι ἡ ᾿Ορθοδοξία ταυτίζεται μέ τίς ἤδη ἀποτυχημένες δυτικές «χριστιανικές» ὁμολογίες· ἔναντι τοῦ ᾿Ορθοδόξου ποιμνίου, τό ὁποῖο σκανδαλίζουν· ἔναντι τῶν ἴδιων τῶν παπικῶν, τούς ὁποίους ἐξαπατοῦν ὅτι δῆθεν δέν διαφέρουμε σέ τίποτε, εἴμαστε τό ἴδιο, ἀφοῦ, ὡς μή ὤφειλε, τούς ὀνομάζουμε «ἀδελφή ἐκκλησία».
   Κι ὅμως εἶναι σαφές ὅτι ὄχι μόνο δέν εἴμαστε ἴδιοι, ἀλλά εἴμαστε ἀντίπαλοι, ἐφόσον οἱ αἱρετικοί παραμένοντας στήν πλάνη τους παρουσιάζουν στόν κόσμο ἕναν ἄλλο Χριστό, ἕνα «ἕτερον εὐαγγέλιον» (Γα 1,6). ᾿Αξίζει νά θυμηθοῦμε ἐδῶ τή διπλή πρακτική τοῦ ἀντιχρίστου· ᾿Επιχειρεῖ ὄχι μόνο νά ἐπιβληθεῖ μέ τή δυναμική μορφή τοῦ θηρίου, ἀλλά καί νά ὑποκαταστήσει τόν Χριστό μέ τήν ὕπουλη μορφή τοῦ ἀρνίου (βλ. ᾿Απ 13).
   ῾Η ᾿Ορθοδοξία εἶναι ἀνεπιθύμητη στή «νέα ἐποχή». Αὐτή θέλει μία ἐκκλησία οἰκουμενιστική, δηλαδή ἕνα συνονθύλευμα ὅλων τῶν «χριστιανικῶν» ὁμολογιῶν καί αἱρέσεων καί -γιατί ὄχι- ὅλων τῶν θρησκειῶν πού ὁμολογοῦν ἕναν Θεό, εἴτε αὐτός λέγεται Τριαδικός εἴτε ᾿Αλλάχ εἴτε ὁτιδήποτε ἄλλο! Πρόσφατα ἀκούσθηκαν, καί μάλιστα ἀπό ἐπίσημα χείλη, ἀπόψεις ὅπως· «Κατά βάθος μία ἐκκλησία ἤ ἕνα τέμενος ἀποβλέπουν στήν ἴδια πνευματική καταξίωση τοῦ ἀνθρώπου»! ᾿Ακόμη ὅτι· «Ρωμαιοκαθολικοί (δηλαδή παπικοί) καί ᾿Ορθόδοξοι, Προτεστάνται καί ῾Εβραῖοι, Μουσουλμάνοι καί ᾿Ινδοί, Βουδισταί καί Κομφουκιανοί... θά πρέπει νά συντελέσωμε ὅλοι μας στήν προώθηση τῶν πνευματικῶν ἀρχῶν τοῦ οἰκουμενισμοῦ, τῆς ἀδελφωσύνης καί τῆς εἰρήνης. Τοῦτο ὅμως θά μπορέσει νά γίνει μόνον ἐάν εἴμεθα ἡνωμένοι ἐν τῷ πνεύματι τοῦ ἑνός Θεοῦ». ᾿Εξαφανίζοντας τίς διαφορές μεταξύ ὁμολογιῶν καί θρησκειῶν, αὐτή ἡ οἰκουμενιστική ἀδελφοσύνη καί εἰρήνη θέτει ἐκτός ζωῆς καί ἐνδιαφέροντος τόν Χριστό καί τό Εὐαγγέλιο, ἀπωθεῖ στά ἀζήτητα τή μία ἀληθινή ᾿Εκκλησία.
   ῾Ο διακαής πόθος καί καημός τῶν οἰκουμενιστῶν εἶναι ἡ ἕνωση, πού συμπίπτει ἄλλωστε καί μέ τό θέλημα τοῦ Κυρίου, ὁ ὁποῖος λίγο πρίν ἀπό τή Γεθσημανῆ δέεται γιά τούς μαθητές του  «ἵνα ὦσιν ἕν» (᾿Ιω 17,11). Τό πράγμα φαίνεται δελεαστικό, ἐκ πρώτης ὄψεως τουλάχιστον. Τί καλύτερο ἀπό τήν ἑνότητα καί τήν ἀγάπη τῶν πάντων, καί μάλιστα ὅταν δέν παραθεωρεῖται ἡ ἰδιαιτερότητα τοῦ καθενός; ῞Οπως π.χ. στό ἴδιο τραπέζι ὁ καθένας τρώει ὅ,τι τοῦ ἐπιτρέπει ἡ ὑγεία του καί τοῦ ὑπαγορεύει ἡ ὄρεξή του -ἄλλος ψητό, ἄλλος τηγανητό, ἄλλος βραστό-, χωρίς αὐτό νά ψυχραίνει τίς σχέσεις μεταξύ τῶν συνδαιτημόνων, ἀλλά ὅλοι εἶναι φίλοι καί ἀγαπημένοι, ἔτσι καί στό θέμα τῆς πίστεως· ὁ καθένας διατηρεῖ τίς δικές του θέσεις, χωρίς φανατισμούς καί μισαλλοδοξίες.
   ᾿Απότοκη αὐτῆς τῆς νοοτροπίας εἶναι ἡ συμφωνία στήν ὁποία κατέληξαν τό 1993 στό Balamand τοῦ Λιβάνου οἱ ἐκπρόσωποι τῶν ὀρθοδόξων οἰκουμενιστῶν καί τοῦ Βατικανοῦ· «῾Εκατέρωθεν ἀναγνωρίζεται ὅτι ὅσα ἐνεπιστεύθη ὁ Χριστός εἰς τήν ᾿Εκκλησίαν του -ὁμολογία τῆς ἀποστολικῆς πίστεως, μετοχή εἰς τά αὐτά μυστήρια, κυρίως εἰς τήν μίαν ἱερωσύνην τήν τελοῦσαν τήν μίαν θυσίαν τοῦ Χριστοῦ, ἀποστολικήν διαδοχήν τῶν ἐπισκόπων- δέν δύνανται νά θεωρηθοῦν ὡς ἀποκλειστική ἰδιοκτησία μιᾶς τῶν ἡμετέρων ᾿Εκκλησιῶν. Εἶναι σαφές ὅτι ἐντός τοῦ πλαισίου τούτου ἀποκλείεται πᾶς ἀναβαπτισμός» («῾Η Οὐνία ὡς μέθοδος ἑνώσεως κατά τό παρελθόν καί σημερινή ἀναζήτησις τῆς πλήρους κοινωνίας», ᾿Εφ. «Καθολική» φ. 2705/20-7-1993).
   ᾿Εφαρμοσμένο πείραμα τῆς παραπάνω συμφωνίας ἀποτελεῖ ἡ Οὐνία, τήν ὁποία ἐπίσημα ἐπικυρώνει καί μεθοδικά προωθεῖ τό Βατικανό. Εἶναι χαρακτηριστικό τό ἀπόσπασμα ἀπό ἐπιστολή τοῦ σημερινοῦ πάπα πρός τόν οὐνίτη ἀρχιεπίσκοπο Οὐκρανίας, καρδινάλιο Λιουμπομίρ Χούζαρ· «᾿Επιβάλλεται νά ἐξασφαλίσουμε τήν παρουσία καί τῶν δύο μεγάλων φορέων τῆς μοναδικῆς παραδόσεως (τοῦ λατινικοῦ καί τοῦ ἀνατολικοῦ)... Διπλή εἶναι ἡ ἀποστολή πού ἔχει ἀνατεθεῖ στήν ῾Ελληνοκαθολική (ἐν. οὐνιτική) ᾿Εκκλησία, πού βρίσκεται σέ πλήρη κοινωνία μέ τόν διάδοχο τοῦ ἀποστόλου Πέτρου (ἐν. τόν πάπα)· ἀπό τή μία πλευρά νά διατηρήσει ὁρατή μέσα στήν καθολική ἐκκλησία τήν ἀνατολική παράδοση· ἀπό τήν ἄλλη πλευρά νά εὐνοήσει τή σύγκλιση τῶν δύο παραδόσεων, μαρτυρώντας ὅτι αὐτές ὄχι μόνο συνδυάζονται μεταξύ τους, ἀλλά καί ἀποτελοῦν μία βαθειά ἑνότητα μέσα στήν ποικιλία τους» (᾿Εφ. «Καθολική» φ. 3046/ 18-4-2006).
   Αὐτή, λοιπόν, εἶναι ἡ ἑνότητα γιά τήν ὁποία «καίγεται» τό Βατικανό, τό σφιχταγκάλιασμά του μέ τήν ᾿Ορθοδοξία καί ὁ πνιγμός τῆς δεύτερης μές στά πλοκάμια τῆς Οὐνίας. Αὐτή εἶναι ἡ περιπόθητη «νέα ἐκκλησία»!
                            

                                                                                                                      Στέργιος Ν. Σάκκος

Πέμπτη, 15 Μάιος 2014 03:00

Ἕνωση ἤ ὑποταγή;

    Μέσα στή χαρακτηριστική τῶν καιρῶν μας γενική σύγχυση καί ἀνατροπή τῶν ἐννοιῶν, γίνεται ἕνα σοβαρό μπέρδεμα, πού προσβάλλει ὅ,τι ἱερότερο σ᾿ αὐτό τόν κόσμο, τήν ἁγία μας ᾿Εκκλησία, καί θέτει σέ κίνδυνο ὅ,τι πολυτιμότερο, τή σωτηρία μας. Ποιό εἶναι τό μπέρδεμα; Θά τό ἐκθέσω ἁπλά· Γνώρισμα τῆς μίας ἁγίας καθολικῆς καί ἀποστολικῆς ᾿Εκκλησίας, τῆς ᾿Ορθοδόξου ᾿Εκκλησίας μας, εἶναι ἡ οἰκουμενικότητα, τό νά ἁπλώνει, δηλαδή, τήν ἀγάπη καί νά προτείνει τή σωστική δύναμή της σέ ὅλη τήν οἰκουμένη. ῾Η ᾿Εκκλησία, κατά τό παράδειγμα τοῦ Κυρίου καί ᾿Αρχηγοῦ της ᾿Ιησοῦ Χριστοῦ, «θέλει πάντας ἀνθρώπους σωθῆναι καί εἰς ἐπίγνωσιν ἀληθείας ἐλθεῖν» (Α´ Τι 2,4). Σέ καμία περίπτωση ὅμως καί γιά κανένα λόγο ἡ ᾿Εκκλησία δέν ἀδικεῖ τήν ἀλήθεια γιά νά ἐξυπηρετήσει δῆθεν τήν ἀγάπη, διότι ἀποκομμένη ἀπό τήν ἀλήθεια ἡ ἀγάπη ἐκφυλίζεται σέ ἀπάτη.
    Αὐτήν τήν ἀπάτη προβάλλει ἐντυπωσιακά καί φαντασμαγορικά ἡ αἵρεση τοῦ Οἰκουμενισμοῦ. ῎Αν μᾶς ἐνοχλεῖ ἡ μαζοποίηση καί χυλοποίηση τῶν πάντων κάτω ἀπό τόν ὁδοστρωτήρα τῆς παγκοσμιοποίησης, δέν εἶναι λιγότερο ἐπικίνδυνη ἡ μετάλλαξη τῆς οἰκουμενικότητας τῆς ᾿Εκκλησίας στό πονηρό καί διάτρητο οἰκουμενιστικό μοντέλο, πού προωθεῖ ὁ Οἰκουμενισμός ἀνασταίνοντας τόν σαρωτικά ἀπέλπιδα συγκρητισμό. Αὐτός θά ἀποτελεῖ τή βάση τῆς προσχεδιασμένης καί ἤδη ἐκκολαπτόμενης νέας ἐκκλησίας.
    ᾿Αλλά τό ἄρθρο αὐτό δέν προτίθεται νά ἀναφερθεῖ διεξοδικά στήν αἵρεση τοῦ Οἰκουμενισμοῦ, γιά τήν ὁποία ἄλλωστε ἔχουν γραφεῖ καί γράφονται πολλά. ῾Ο γράφων, ὡς μέλος τῆς ᾿Ορθοδόξου ᾿Εκκλησίας καί χωρίς καθόλου νά ἀμφισβητεῖ τήν ὀρθοδοξία ὁποιουδήποτε ἄλλου ὀρθοδόξου, αἰσθάνεται τήν ἀνάγκη νά ἐκφράσει τήν ἀγωνία καί τόν πόνο του γιά τά τεκτενόμενα εἰς βάρος τῆς ᾿Ορθοδοξίας· ᾿Εν ὀνόματι τῆς οἰκουμενιστικῆς ἑνότητος καί ἀγάπης καταπατοῦνται κατάφωρα καί ἀσύστολα θεσμοί αἰώνων. Παραθεωρεῖται ὡς ξεπερασμένο καί ἀναχρονιστικό τό ἱερό Πηδάλιο τῆς ᾿Εκκλησίας, διαγράφονται ἱεροί κανόνες, ἀθετεῖται ἡ εὐαγγελική γραμμή, τήν ὁποία μέ ἀκρίβεια καί φόβο Θεοῦ ἀκολούθησαν οἱ ἅγιοι πατέρες μας, καί ἐπιχειρεῖται ἡ «μετάθεσις ὁρίων» τά ὁποῖα ἐκεῖνοι ἔθεσαν καί ὑπερασπίσθηκαν μέ θυσίες, δάκρυ καί αἷμα.
    Σ᾿ αὐτό τό πλαίσιο ἐκτυλίχθηκαν στά τέλη τοῦ 2006 δύο γεγονότα τά ὁποῖα ἀπάδουν πρός τήν παράδοση τῆς ᾿Ορθοδόξου ᾿Εκκλησίας, γι᾿ αὐτό ἐμβάλλουν σέ ἀγωνία καί προβληματισμό, πληγώνουν καί σκανδαλίζουν τόν πιστό λαό· Πρόκειται γιά τήν ἐπίσκεψη τοῦ πάπα Βενεδίκτου Ράτσιγκερ στό Φανάρι κατά τή θρονική ἑορτή τοῦ ἁγίου ᾿Ανδρέα καί ὅλες τίς τιμές πού ἀνεπίτρεπτα τοῦ ἀποδόθηκαν ἀπό τόν Οἰκουμενικό μας Πατριάρχη, σάν νά ἐπρόκειτο γιά κάποιον ὀρθόδοξο πρωθιεράρχη. Δέν προλάβαμε νά συνέλθουμε ἀπό αὐτό καί ἀκολούθησε ἡ παρά τή θέληση τῆς ἱεραρχίας ἐπίσκεψη τοῦ ᾿Αρχιεπισκόπου μας μέ συνοδία ἱεραρχῶν στό Βατικανό, ἡ συνάντησή του μέ τόν πάπα, ἡ κοινή δήλωσή τους.
    Τό χειρότερο εἶναι ὅτι αὐτές οἱ σοβαρές, ἀθέμιτες καί ἀνήκουστες παραβάσεις ἐντέχνως ἀποχρωματίζονται ἀπό τό πνευματικό τους κόστος· ᾿Αποσιωπᾶται ἡ πραγματική ζημία πού προξενοῦν καί διατυμπανίζεται ἕνα κάλπικο κέρδος. Αὐτό κάνουν φλάμπουρο κάποιοι δημοσιογράφοι καί διαμορφώνουν ἀνάλογα τήν κοινή γνώμη. Οἱ παραβάσεις προβάλλονται κυρίως ὡς διπλωματικές ἐπιτυχίες. Καλύπτονται καί ὡραιοποιοῦνται κάτω ἀπό τό χιτώνα τῆς κοινῆς προσπάθειας γιά τήν κοινωνική δικαιοσύνη, τῆς ἀγάπης γιά τόν ἄνθρωπο καί τῆς μέριμνας γιά τά «μείζονα» προβλήματά του, τά ὁποῖα βέβαια ἐκτιμῶνται μέ καθαρά κοσμικά, πολιτικά καί ὑλιστικά κριτήρια. ῾Η θεολογική διάσταση, ἡ ἀλήθεια τοῦ δόγματος ἀγνοεῖται καί ἀποσιωπᾶται ἐντελῶς. Μέσα σ᾿ ἕνα σκόπιμα καλλιεργούμενο κλίμα ἐνθουσιασμοῦ γιά τή «μεγάλη ἐπιτυχία» ὁ κόσμος παραπλανᾶται καί ἀποκοιμίζεται μέ τό γλυκερό παραμύθι τῆς οἰκουμενιστικῆς ἑνότητος, ἐνῶ ὅσοι διαφωνοῦν ἤ ἐκφράζονται μέ δυσπιστία ἤ ἀνησυχία, στιγματίζονται ὡς φανατικοί φονταμενταλιστές, ἀσυγχρόνιστοι, στενοκέφαλοι καί πάντως ἄγευστοι ἀγάπης.
    ᾿Αξιοσημείωτο εἶναι ὅτι στίς συναντήσεις τόσο τῆς Κωνσταντινουπόλεως ὅσο καί τοῦ Βατικανοῦ ἔγινε ἀναφορά στήν ἀνανέωση τοῦ ἀπό καιρό «παγωμένου» θεολογικοῦ διαλόγου ᾿Ορθοδοξίας καί Παπισμοῦ καί ἐκφράσθηκε ἡ λαχτάρα γιά τή μετοχή στό κοινό ποτήριο τοῦ Μυστηρίου. ᾿Εξάλλου ὁ σημερινός πάπας φέρεται ὡς καλός γνώστης καί θαυμαστής τῆς ᾿Ορθοδοξίας. ᾿Αλλά σέ τί τάχα μᾶς ὠφελεῖ αὐτό; Μήπως δήλωσε παραίτηση ἀπό τό παπικό πρωτεῖο; Μήπως ἀποκήρυξε τό ἐπάρατο filioque ἤ κάποια ἀπό τίς ἄλλες δογματικές πλάνες τοῦ παπισμοῦ; Μήπως ἀποδοκίμασε τήν πολυκακούργα Οὐνία καί τό πλῆθος τῶν ἐγκλημάτων τοῦ παπισμοῦ εἰς βάρος τῆς ᾿Ορθοδοξίας; Μήπως ὑποσχέθηκε πώς δέν θά ἐπαναληφθοῦν; ῾Απλῶς εὐχήθηκε γιά τήν ἕνωση γενικά καί ἀόριστα ἤ μᾶλλον πολύ συγκεκριμένα· ὅταν μιλᾶ γιά ἕνωση ὁ παπικός Οἰκουμενισμός ἐννοεῖ τήν ὑποταγή τῆς ᾿Ορθοδοξίας στήν ἐξουσία τοῦ πάπα.
    Εἶναι γνωστή ἀπό παλιά αὐτή ἡ νοοτροπία τοῦ παπισμοῦ. Τό θλιβερό εἶναι ὅτι στίς μέρες μας, δυστυχῶς, βρίσκει ὄχι λίγους ὑποστηρικτές καί μεταξύ τῶν ὀρθοδόξων θεολόγων καί ἱεραρχῶν. Βέβαια, ἡ ἐπιστροφή τῶν πλανεμένων στήν ἀλήθεια τῆς ὀρθοδόξου πίστεως εἶναι ὁ πόθος καί ὁ πόνος ὅλων μας. Οἱ προσπάθειες γιά προσέγγιση ἔχουν ξεκινήσει ἐδῶ καί δέκα αἰῶνες. Πολλές φορές ὅμως ναυάγησε ὁ περιβόητος διάλογος, διότι ἀπό πλευρᾶς τῶν παπικῶν ἐκδηλώθηκαν τάσεις παραγκωνισμοῦ τῆς ἀλήθειας ἐν ὀνόματι τῆς ἀγάπης. Σωστά εἶχε διακηρύξει ὁ μακαριστός᾿Αρχιεπίσκοπος κυρός Χριστόδουλος στό Χαλέπι τό 2003· «῾Ο διάλογος τῆς ἀγάπης διευκολύνει στό νά ὑπάρχει καταλλαγή μέ τούς ρωμαιοκαθολικούς (ἐν. παπικούς), ἀλλά δέν συμβάλλει στήν ἐπί τῆς οὐσίας ἑνότητα καί ἐπί πλέον δρᾶ ἀρνητικά, διότι ὁδηγεῖ στήν περιθωριοποίηση τῶν ἐκκλησιολογικῶν, θεολογικῶν καί δογματικῶν διαφορῶν. Μόνον ἡ ἄρση τῶν διαφορῶν αὐτῶν μπορεῖ νά ὁδηγήσει τόν διάλογο σέ ἀγαθά ἀποτελέσματα».
    ῾Ωστόσο, χωρίς νά συντελεσθεῖ καμία ἄρση τῶν δογματικῶν διαφορῶν σπεύδουμε νά ἀγκαλιάσουμε τόν πάπα σάν νά θέλουμε νά ἐνισχύσουμε τήν ἰδέα του ὅτι εἶναι ὁ θρησκευτικός πλανητάρχης. Μήπως θαμπωθήκαμε ἀπό τήν ἀγαπολογία καί ὡραιολογία τῶν παπικῶν καί λησμονοῦμε τήν ἀλήθεια; ᾿Αλλά, ὅπως ἔλεγε ὁ ἀείμνηστος π. Γεώργιος Φλωρόφσκι, οἱ διάλογοι μέ τό Βατικανό ὀφείλουν νά μεταφέρουν τήν ἀλήθεια τῆς ᾿Ορθοδοξίας· διαφορετικά δέν ἔχουν λόγο διενεργείας.
    Δέν εἶναι τῆς ὥρας μία διεξοδική ἀναφορά στήν ἱστορία, πού μαρτυρεῖ ἀκαταγώνιστα ὅτι ἡ παπική ἀγάπη ἐξαντλεῖται στά λόγια, ἐνῶ στήν οὐσία ἐπιζητεῖ τήν κυριαρχία. Παραπέμπω στή δίτομη «Μελέτη ἱστορική περί τῶν αἰτίων τοῦ σχίσματος», τοῦ ἁγίου Νεκταρίου. ᾿Εκεῖ θά δεῖ ὁ ἀναγνώστης ὅτι οἱ πρῶτες ἀπόπειρες τῶν παπῶν γιά τήν ἐξάσκηση ἡγεμονικῆς ἐξουσίας στήν ᾿Εκκλησία ἐκδηλώνονται ἤδη ἀπό τόν 2ο μ.Χ. αἰώνα, ὅταν ὁ πάπας Βίκτωρ ἀφόριζε ὅλους ὅσοι διαφωνοῦσαν μαζί του!
    Μετά τήν ἀπόσχισή του ἀπό τήν ᾿Ορθοδοξία ὁ παπισμός ζητᾶ στήριγμα στό ξίφος τῆς πολιτικοστρατιωτικῆς δυνάμεως. Τά ἀλλεπάλληλα στίφη τῶν σταυροφόρων, καί μάλιστα τῆς τετάρτης σταυροφορίας (1204 μ.Χ.), πού ἦρθαν μέ τό πρόσχημα νά ἐλευθερώσουν τούς ἁγίους τόπους, ἤθελαν νά ἐπιβάλουν δυναμικά τήν παπική ἐξουσία στήν ὀρθόδοξη ᾿Ανατολή. Πόσο γελάσθηκαν!
    ῾Η προσπάθεια στή Φερράρα-Φλωρεντία, τίς παραμονές τῆς ἁλώσεως τῆς Κωνσταντινουπόλεως ἀπό τούς Τούρκους, ἀπέτυχε. Μέσα στόν γενικό πανικό καί τήν πίεση πού ἀσκοῦσαν οἱ παπικοί, ἦταν ἀρκετή ἡ ἄρνηση ἑνός Μάρκου Εὐγενικοῦ γιά νά ἀκυρώσει τά σχέδιά τους καί νά ἀναγκάσει τόν πάπα νά ὁμολογήσει ἡττημένος· «Μᾶρκος οὐχ ὑπέγραψεν, οὐδέν ἐποιήσαμεν»! ῾Η ψευδοένωση ἐπί Βέκκου ἦταν μία γελοιότητα, ἐνῶ οἱ φοβερές μηχανορραφίες στά χρόνια τῆς Τουρκοκρατίας ἔπεσαν στό κενό, καθώς τά παπικά ἐγκλήματα διόγκωσαν τήν ἀγανάκτηση τοῦ λαοῦ.
    ᾿Αποτροπιαστικά ἐγκλήματα ἔγιναν καί ἀργότερα (1941-1945). Στήν Κροατία οἱ οὔστασι -οἱ ναζοί τοῦ παπισμοῦ- κατακρεούργησαν 800.000 ᾿Ορθοδόξους, οἱ ὁποῖοι ἀρνοῦνταν νά προσχωρήσουν στόν παπισμό. Φρικιαστικές βιαιότητες μέ φωτογραφίες καί νοτκουμέντα περιέχουν δύο ἱστορικές μελέτες γραμμένες μάλιστα ἀπό παπικούς, οἱ ὁποῖοι ὁμολογοῦν ὅτι ντρέπονται γιά τό θρήσκευμά τους. (Βλ. Εd. Ρaris Genoside in Satellite Croatia, 1941-1945, μτφ. L. Perkins, Melburne 1981 καί Μ.Α. Rivelli, L' Archivescovo del genocidio Milano1998). Τόν ἀρχιτέκτονα αὐτῆς τῆς θηριωδίας, καθολικό ἀρχιεπίσκοπο τοῦ Ζάγκρεμπ Στέπινατς εἶχε ἀνακηρύξει ἅγιο ὁ προηγούμενος πάπας ᾿Ιωάννης Παῦλος Βοϊτίλα. Κι ἐμεῖς προσκαλέσαμε καί δεχθήκαμε αὐτόν τόν πάπα στήν ᾿Αθήνα μέ τιμές, ἐνῶ κατά τήν πρόσφατη ἐπίσκεψή του στό Βατικανό ὁ ᾿Αρχιεπίσκοπός μας ἔψαλε στόν τάφο του «αἰωνία ἡ μνήμη»!
    ᾿Από τόν 16ο αἰώνα τήν ἐπέκταση τῆς θρησκευτικοπολιτικῆς ἐξουσίας τοῦ παπισμοῦ στήν ᾿Ανατολή ἀνέλαβε ἡ Οὐνία· Διατηρώντας πλήρως τά δόγματα καί τό λειτουργικό τυπικό τῆς ᾿Ορθοδόξου ἐκκλησίας ἐπιβάλλει μόνο ἕναν ὅρο στούς ᾿Ορθοδόξους πού προσηλυτίζει· τήν ὑποταγή στόν πάπα! ᾿Ασύλληπτα ὄργια διέπραξαν οἱ οὐνίτες παλαιότερα ἀλλά καί πρόσφατα, στίς χῶρες τῆς ᾿Ανατολικῆς Εὐρώπης μετά τήν κατάρρευση τοῦ κομμουνισμοῦ.
    Κατ᾿ ἐπανάληψιν ᾿Ορθόδοξοι ἱεράρχες καταδίκασαν τήν Οὐνία καί τόνισαν ὅτι «τό θέμα αὐτό ἀποτελεῖ τό μεῖζον πρόβλημα» στίς σχέσεις μας μέ τόν παπισμό. ῾Ωστόσο, κατά τήν ἐπίσκεψη τοῦ πάπα στό Φανάρι, ἀνάμεσα στίς ἄλλες ἐκδηλώσεις ἀγάπης, ὁ Οἰκουμενικός Πατριάρχης δώρισε χρυσό σταυρό στόν καρδινάλιο ᾿Ιγνάτιο, ἀρχηγό τῶν οὐνιτῶν! Ξέρουμε τί κάνουμε; Τέτοιες συμπεριφορές παραπέμπουν σ᾿ ἐκεῖνο τό σοφό γιά τήν περίπτωσή του σύστημα τοῦ βασιλιᾶ τοῦ Πόντου Μιθριδάτη (132-63 π.Χ)· Παίρνοντας καθημερινά μεγαλύτερη ἀλλά ὄχι θανατηφόρα ποσότητα δηλητηρίου ἀπέκτησε ἀνοσία στό δηλητήριο. Μ᾿ αὐτόν τόν τρόπο ἤθελε νά προφυλαχθεῖ ἀπό πιθανό δηλητηριασμό ἀπό τούς ἐχθρούς του Ρωμαίους. ᾿Αντίθετα ἐμεῖς μέ καθημερινές μικρές ἤ μεγάλες δόσεις οἰκουμενισμοῦ ἀμβλύνουμε τά κριτήρια τῆς ᾿Ορθοδοξίας, τόσο ὥστε μόνοι μας νά «βγάζουμε τά μάτια μας». Καί φθάσαμε νά μήν ἀντιλαμβανόμαστε κἄν ὅτι ὁ πάπας δέν ζητᾶ ἕνωση ἀλλά ὑποταγή. Τό θέμα ὅμως εἶναι μεγάλο· θά συνεχίσουμε, σύν Θεῷ.

Στέργιος Ν. Σάκκος