Σάββατο, 02 Αύγουστος 2014 03:00

Ἀγρύπνια τῶν ἀγγέλων

agrypniaΠερασμένα μεσάνυχτα. Ὥρα καλή γιά κείνους π᾿ ἀγρυπνοῦν μετρώντας κόμπο-κόμπο τά «Κύριε ἐλέησον» ἤ διαβάζοντας τό Μεσονυκτικό. Ὥρα καλή, πού μέσα στή σιωπή της γίνεται εὐκολότερη ἡ κοινωνία μέ τόν Θεό. Μά καί ὥρα κακή γιά ὅσους, τυλιγμένοι τό σκοτεινό της μανδύα, ξεγλιστροῦν, νομίζουν, ἀπό τό βλέμμα τοῦ Θεοῦ καί προσπαθοῦν μές στό βαθύ σκοτάδι νά πράξουν τά ἀνόσια.
 Κατέβηκε νυχοπατώντας τή σκάλα ὁ Μιχάλης καί βρέθηκε μπροστά στήν πόρτα τοῦ ὑπόγειου διαμερίσματος. Τοῦ ἦταν ὅλα ἐκεῖ τόσο γνώριμα, ἀκόμα κι ἡ μυρωδιά τῆς εἰσόδου τῆς πολυκατοικίας· μιά μυρωδιά πετρελαίου ἀνακατωμένη μέ τό ἄρωμα τοῦ ἀπορρυπαντικοῦ πού χρησιμοποιοῦσε ἡ καθαρίστρια.
 Παρασκευή βράδυ καί περασμένα μεσάνυχτα. Στάθηκε μπρός στήν πόρτα μέ καρδιοχτύπι. Κι ἄν ἦταν μέσα ὁ φοιτητής πού τό νοίκιαζε; Ἄν τρόμαζε κι ἔβαζε τίς φωνές μέσα στή νύχτα; Θά χτυποῦσε πρῶτα τό κουδούνι κι ἄν ἦταν μέσα, θά τοῦ ἔλεγε πώς ἔκανε λάθος, πώς ἔψαχνε κάποιον χωριανό του.
 Χτύπησε μέ τρεμάμενο χέρι τό κουδούνι ὁ Μιχάλης καί περίμενε. Ξαναχτύπησε καί ξαναπερίμενε, κι ὅταν πιά σιγουρεύτηκε πώς ὁ ἔνοικος ἔλειπε, ἔβγαλε ἀπό τήν τσέπη τό κλειδί. Τί καλά ἔκανε καί κράτησε ἀντικλείδι, ὅταν τό ξενοίκιασε πρίν ἀπό δύο χρόνια! Ἔβαλε τό κλειδί στήν κλειδαριά καί ἄνοιξε. Μπῆκε μέσα σάν νοικοκύρης καί ἄναψε τό φῶς. Ἡ ματιά πού ἔρριξε γύρω του τόν βεβαίωσε πώς δέν θά πήγαινε ἄδικος ὁ κόπος του. Τουλάχιστον θά ἔπαιρνε μαζί του ἕναν πολύ καλό ὑπολογιστή. Ἐπιτέλους θά ἱκανοποιοῦσε τήν παρέα του. Στή σκέψη τῆς παρέας ἔνιωσε ἕνα τσίμπημα στήν καρδιά, καθώς τά λόγια τῆς Μαίρης τόν ἔσφαζαν σάν μαχαίρι: «Δέν εἶσαι γιά δῶ, ρέ Μιχάλη, ξεκόλλα ἀπό μᾶς. Δέν εἶσαι ἱκανός νά γίνεις κλέφτης». Ἀπόψε θά ἀνέβαινε στά μάτια της, θά τόν ἐκτιμοῦσε ἀπό δῶ καί πέρα, ὅπως ἐκτιμοῦσε τόν Λάκη καί τόν Πέτρο. Πῆγε χωρίς νά βιάζεται στήν κουζίνα κι ἄνοιξε τό ψυγεῖο. Ὅλα τ᾿ ἀγαθά τοῦ Ἀβραάμ λές καί στοιβάχτηκαν ἀπόψε ἐκεῖ μέσα γιά χατίρι του. Διάλεξε ὅ,τι ἤθελε καί πῆγε νά τ᾿ ἀφήσει στό τραπέζι. Πῆγε νά ξεφωνίσει ἀπ᾿ τή χαρά του. Ἐκεῖ, στή μέση τοῦ τραπεζιοῦ, ἦταν σκεπασμένο ἕνα ταψί μέ μιά ὡραιότατη χωριάτικη τυρόπιτα καί δίπλα ἀφημένο ἕνα κουτί ἀπό χρυσοχοεῖο. Ἄνοιξε μέ βουλιμία τό κουτί καί βρῆκε μέσα ἕνα πανάκριβο ρολόι μάρκας. Ὕστερα μέ τήν ἴδια βουλιμία ρίχτηκε στήν πίτα.
 «Σάν τήν πίτα τῆς μάνας μου», σκέφτηκε μόλις τή δάγκωσε, κι ἡ δαγκωματιά λές κι ἔφτασε ὥς στήν καρδιά του. Ἄν μάθαινε ἡ μάνα του τί ἔκανε ἀπόψε ὁ γιός της, ἄλλη νύχτα δέν θά ζοῦσε. Ἀπόμεινε στή σκέψη του ἡ μάνα του καί τήν εἶδε μπροστά του ὁλοζώντανη νά ἀνοίγει τό φύλλο χαρούμενη, νά ἁπλώνει τό τυρί, νά βάζει τήν πίτα στό φοῦρνο κι ὕστερα νά χωρίζει τό καλύτερο κομμάτι γιά τόν κανακάρη της.
 Πόση ὥρα κοιτοῦσε τήν πίτα δέν κατάλαβε. Οὔτε κατάλαβε πότε στάθηκαν στήν πόρτα τῆς κουζίνας ἐκεῖνοι πού τόν κοιτοῦσαν ὄχι τόσο ξαφνιασμένα ἀλλά, θά μποροῦσε νά τό πεῖ, πονετικά. Τινάχτηκε μόλις τούς εἶδε κι ἄρχισε νά τρέμει ἀπό τό φόβο του.
 - Μή φοβᾶσαι, παιδί μου, τοῦ μίλησε γλυκά ἡ γυναίκα.
 Κοίταζε μιά τή γυναίκα πού τοῦ μιλοῦσε καί μιά τόν νεαρό πού ἦταν πλάι της. Προσπάθησε νά κρατηθεῖ στά πόδια του, μά ἐκείνη ἡ τρεμούλα δέν ἔλεγε νά τόν ἀφήσει.
 Ἡ γυναίκα τόν πλησίασε, τόν ἀκούμπησε ἁπαλά καί τόν ἔβαλε νά καθίσει. Ὕστερα ἅπλωσε πάνω στά λερά μαλλιά του τό χέρι της καί τόν χάιδεψε.
 - Πῶς μπῆκες μέσα; τόν ρώτησε ὁ νέος πού ἦταν μαζί μέ τήν κυρία.
  Ἔβγαλε συντριμμένος τό κλειδί ἀπό τήν τσέπη ὁ Μιχάλης καί τ᾿ ἄφησε πάνω στό τραπέζι. Πρίν δύο χρόνια ἔμενα ἐδῶ. Νόμιζα... δηλαδή εἶχα μάθει πώς ἔφευγες κάθε Παρασκευή στό σπίτι σου, εἶπε καί χαμήλωσε τό κεφάλι.
 Αὐτή τή φορά ἦρθα ἐγώ, γιατί αὔριο ὁ Μιχάλης μου γιορτάζει καί θά ἔρθουν ἐδῶ οἱ φίλοι του νά τόν γιορτάσουν. Πήγαμε ἀπόψε στήν ἀγρυπνία. Ἀπό ἐκεῖ ἐρχόμαστε, παιδί μου. Ὁ Θεός φύλαξε καί δέν ἔγινε τό κακό. Κάθισε, λοιπόν, μαζί μας νά φᾶμε κι ὕστερα τραβᾶς στό καλό. Ἔλα, Μιχάλη μου, βόηθα με νά στρώσω γρήγορα μιά κι ἔχουμε μουσαφίρη!
 - Δέν θά φωνάξετε τήν ἀστυνομία; ρώτησε ἀπορημένος καί γεμάτος ἐλπίδα ὁ Μιχάλης.
 - Δέν πῆρες τίποτα, πῆρες; τόν ρώτησε γλυκά ἡ μάνα.
 - Δέν πρόλαβα, ὁμολόγησε ταπεινά ἐκεῖνος καί ξέσπασε σέ κλάματα. Κάθισε δίπλα του ἡ μάνα ἡ χωρική, ὅμοια κι ἀπαράλλαχτη μέ τή δική του μάνα, καί τοῦ ᾿πε λόγια σοφά, συμβουλευτικά. Πότε τόν μάλωνε γιά τό κατάντημά του καί πότε τοῦ μιλοῦσε τρυφερά. Πότε τοῦ ἔδειχνε τήν Παναγιά, πού ἀπ᾿ ἀπέναντι τούς κοιτοῦσε γλυκά, καί πότε τοῦ θύμιζε τή μάνα του, πού τόν περίμενε νά γυρίσει ἐπιστήμονας κοντά της. Κι ὅταν πιά στέρεψαν τά δάκρυα τοῦ νέου καί σώθηκαν τά λόγια τῆς καρδιᾶς της, ἐκεῖνος ἅρπαξε τά δυό της χέρια καί τά φίλησε.
 - Οὔτε τό ὄνομά σου δέν μᾶς εἶπες, παιδί μου, εἶπε ἡ μάνα καί τόν κοίταξε μέ ὅση ἀγάπη ἔκρυβε ἡ πλατειά καρδιά της.
 - Μιχάλης, ἀπάντησε γεμάτος ντροπή πού εἶχε τό ἴδιο ὄνομα μέ τό τίμιο παιδί τῆς ὑπέροχης, τῆς ἁγίας αὐτῆς γυναίκας.
 - Μιχάλης! Καί δέ μᾶς τό λές τόση ὥρα! Χρόνια πολλά, Μιχάλη! Χρόνια πολλά, παιδί μου! εἶπε συγκινημένη.
 Καί πρίν προλάβει νά πεῖ «εὐχαριστῶ» ὁ Μιχάλης, ἔνιωσε τά μητρικά της χείλη ν᾿ ἀκουμποῦν στό ἱδρωμένο του μέτωπο.
  Ἦταν σχεδόν ξημέρωμα, ὅταν ὁ Μιχάλης ἄφηνε πίσω τό παλιό του διαμέρισμα καί τούς καινούργιους του φίλους. Στά χέρια του δέν κρατοῦσε οὔτε τόν ὑπολογιστή οὔτε κανένα ἄλλο λάφυρο. Στά χέρια του ἔσφιγγε δυνατά τό χαρτονόμισμα πού τοῦ ἔβαλε στό χέρι ἡ γλυκειά γυναίκα ψιθυρίζοντάς του τρυφερά: «Πήγαινε νά γιορτάσεις σήμερα μέ τή μανούλα σου, μέ τούς δικούς σου!».
 Ἔφτασε στό πρακτορεῖο καί περίμενε ν᾿ ἀνοίξει. Πῆρε τό πρῶτο λεωφορεῖο καί ξεκίνησε. Τήν ἴδια ὥρα στό χωριό του, ἡ μάνα του μέ χίλιες ἐλπίδες στήν καρδιά πῆρε τό πρόσφορο πού ζύμωσε, ἔγραψε τό ὄνομα «Μιχαήλ» στό χαρτί καί τράβηξε γιά τήν ἐκκλησία. Δέν τόν περίμενε, μ᾿ αὐτός τῆς ἐρχόταν. Αὐτό ἦταν ἀπό τά ἀνέλπιστα, πού ἀναπάντεχα χαρίζει ὁ Θεός.
 Ὅταν τό λεωφορεῖο σταμάτησε στό χωριό του, ἦταν ἡ ὥρα πού σχολνοῦσε ἡ ἐκκλησία κι ἡ μάνα του, θές ἀπό ἔνστικτο, θές ἀπό ἐλπίδα, στύλωσε τά μάτια στήν πόρτα του. Κι ἄρχισε ἡ καρδιά της ἕνα φτεροκόπημα ὅμοιο, θαρρεῖς, μέ κεῖνο πού ἔκαναν οἱ ἄγγελοι στόν οὐρανό, καθώς πετώντας γιόρταζαν τή γιορτή τοῦ Μιχαήλ, τοῦ γιοῦ της πού ἐπέστρεψε.
 Ἑ.Β.

Κατηγορία Διηγήματα
Παρασκευή, 03 Νοέμβριος 2023 03:00

Οἱ πατέρες γιά τούς ἀγγέλους

aggeloiΟἱ ἄγγελοι εἶναι κτίσματα τοῦ Θεοῦ.
Μ. Ἀθανάσιος
 
Ὁ ἄγγελος εἶναι οὐσία νοερά, ἀεικίνητη, αὐτεξούσια, ἀσώματη, πού ὑπηρετεῖ τόν Θεό. Κατά χάριν ἔλαβε τήν ἀθανασία τῆς φύσεως.
Ἰω. Δαμασκηνός
 
Εἶναι δυσμετάθετοι πρός τό κακό, διότι μέ τήν δωρεά τοῦ ἁγίου Πνεύματος μονιμοποιήθηκαν στό καλό.
Μ. Βασίλειος
 
Ὑπάρχουν μύριες μυριάδες ἀγγέλων στόν οὐρανό καί χίλιες χιλιάδες ἀρχαγγέλων, καί θρόνοι, κυριότητες, ἀρχές καί ἐξουσίες, ἄπειροι δῆμοι ἀσωμάτων δυνάμεων, καί ὅλες αὐτές τίς ἔπλασε ὁ Θεός μέ τόση εὐκολία ὅση εἶναι ἀδύνατο νά περιγράψουν τά λόγια, μέ μόνη τήν θεία βουλή του.
Ἰω. Χρυσόστομος
 
Εἶναι φυσικό νά δημιουργήθηκαν μαζί μέ τόν οὐρανό καί τή γῆ. Δέν βλάπτει τήν εὐσέβεια νά ποῦμε ὅτι οἱ δῆμοι τῶν ἀγγέλων ἔγιναν πρίν ἀπό τόν οὐρανό καί τή γῆ.
Θεοδώρητος
 
Ἀκατάπαυστα δοξάζουν καί προσκυνοῦν τόν Θεό. Ἀδιάλειπτα ἀναπέμπουν τίς ἐπινίκιες καί μυστικές ὠδές μέ πολλή φρίκη.
Ἰω. Χρυσόστομος
 
Ἕνας μόνον ἄγγελος ἀξίζει ὅσο ὅλη αὐτή ἡ ὁρατή κτίση ἤ μᾶλλον εἶναι πολύ πιό πολύτιμος. Διότι, ἄν ὅλος ὁ κόσμος δέν εἶναι ἰσάξιος πρός ἕνα δίκαιο ἄνθρωπο, πολύ περισσότερο δέν θά γινόταν ποτέ ἰσάξιος πρός ἕνα ἄγγελο, καθόσον οἱ ἄγγελοι εἶναι πολύ πιό ἀνώτεροι ἀπό τούς δικαίους.
Ἰω. Χρυσόστομος
 
Περιστατική ἐνέργειά τους εἶναι ἡ ἐπιμέλεια καί ἐπιστασία τῶν ἀνθρώπων.
Μ. Βασίλειος
 
Ζωή καί εἰρήνη χορηγεῖ στούς ἀξίους διά τῶν ἀγγέλων ὁ Κύριος τῶν ἀγγέλων, ἐνῶ ὁ σατανᾶς θυμό καί ὀργή καί θλίψη ἀποστέλλει διά τῶν πονηρῶν ἀγγέλων.
Γρ. Νύσσης
 
Οἱ ἄγγελοι παρακολουθοῦν τά φανερά καί ἀφανῆ κινήματα καί οἱ πονηροί ἄγγελοι ἐπιβουλεύονται τήν συνήθεια, τήν αἴσθηση καί τήν διάνοιά μας.
Μάξιμος Ὁμολογητής
 
Οἱ δαίμονες πολλές φορές μετασχηματίζονται σέ ἄγγελο φωτός καί μᾶς δείχνουν πράγματα θεῖα καί ἅγια, γιά νά μᾶς πλανήσουν μέ αὐτά νά νομίζουμε πώς εἴμαστε ἅγιοι καί ὅταν ξυπνήσουμε νά μᾶς βουτήξουν στήν οἴηση... Οἱ καλοί ἄγγελοι μᾶς δείχνουν ἄλλοτε τίς τιμωρίες τῆς κολάσεως καί ἄλλοτε τήν φοβερή κρίση... πού μᾶς ἀναγκάζουν νά ξυπνήσουμε ἔντρομοι... καί νά μετανοοῦμε γιά τίς ἁμαρτίες μας.
Ἰω. Κλίμακος

Κατηγορία ΝΟΕΜΒΡΙΟΣ
Σάββατο, 24 Μάιος 2014 03:00

Ἅγιε ἄγγελε, σοῦ δέομαι...

 Ἡ μέρα τοῦ Νοέμβρη ἔκλινε, χαμηλωμένο γκρίζο πάνω ἀπό τίς στέγες μας.
 «Ἅγιε ἄγγελε», ψιθύριζα λέγοντας τήν εὐχή τήν τελευταία τοῦ Ἀποδείπνου: «Ἅγιε ἄγγελε, ὁ ἐφεστώς τῆς ἀθλίας μου ψυχῆς και ταλαιπώρου μου ζωῆς...»
 Τήν εἶχα πεῖ πολλές φορές ἐτούτη τήν εὐχή, μά κείνη τή φορά, μέρα πού ἡ Ἐκκλησία γιόρταζε τούς ἀγγέλους της, ἠχοῦσε μέσα μου ἀλλιώτικα... πάνω ἀπό τό χαμηλωμένο γκρίζο μας, φτερά πού σκέπαζαν τή γῆ...
«Ἅγιε ἄγγελε», ψιθύριζα· μέσα στίς λέξεις τῆς εὐχῆς ζωντάνευαν εἰκόνες παιδικές, λόγια καί προσευχές, μία φιγούρα ἀστραφτερή, ὁλόλευκη, πρώτη μου μαθητεία στήν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ, πρῶτο μου ἀκούμπημα στά πατρικά του γόνατα...
 Ἅγιε ἄγγελε, ὅταν ἡ νύχτα ἔπεφτε τυλίγοντας τούς φόβους τούς παιδιάτικους, ἤσουν ἐσύ... σ᾿ ἔβλεπα ζωγραφιά ν᾿ ἀνοίγεις τά γαλάζια σου φτερά πάνω ἀπό τό κρεβάτι μου. Κι ἄλλοτε πάλι σέ κοιτοῦσα -ἀγαπημένη ζωγραφιά- νά μέ σκεπάζεις στοργικά, παιδάκι πού ἔτρεχα ἀμέριμνο στίς ἄκρες τῶν γκρεμῶν, ἀνυποψίαστο πάνω σ᾿ ἕνα γεφύρι ἑτοιμόρροπο...
Ἄγγελε φύλακα, προστάτη μου, πρώτη μου προσευχή, εἰκόνα ἀγαπημένη τῆς ἀθώας μου ζωῆς, καθώς μεγαλωμένη σοῦ μιλῶ τήν κάθε νύχτα μου, τώρα πού σέ γνωρίζω ἑξαπτέρυγο κάτω ἀπ᾿ τούς τρούλους τῶν ναῶν καί δορυφόρο μυστικό, μετάρσιο στήν ὑπερούσια θυσία τοῦ Θεοῦ μου κάθε Κυριακή, σοῦ δέομαι: Ἔλα ξανά στή νύχτα μου, ἅγιε ἄγγελε ἐσύ, μαντατοφόρο φῶς πάνω ἀπ᾿ τό λίκνο τοῦ Θεοῦ, φώτισε τά σκοτάδια τῆς ψυχῆς μου τά δυσμάχητα. Τύλιξε στά γαλάζια σου φτερά τή ματωμένη μου ψυχή, ράκος κατάστικτο, νά μεταλάβει πάλι στή λευκότητα.
 Ἀθέατη στοργή μου, φῶς καί φυλαχτό, ἄσβηστο μανουάλι τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ, καθώς σέ βλέπω λυπημένο νά μετρᾶς τή φτώχια μου, τό κεκλεισμένο μου «ἐγώ» -κηλίδα πάνω στήν ψυχή μου τήν κατάστικτη-, σοῦ δέομαι: Δῶσε νά μαθητεύσω στό ἀθέατό σου δόσιμο, στή σιωπηλή σου διακονία· νά κοινωνήσω ἀπό τό φῶς σου φῶς. Μέ τήν ψυχή μου φλόγα μυστική καί τό κορμί μου ἕνα κερί, λευκή λαμπάδα τῆς Ἀνάστασης, δῶσε νά καίω τή μωρία τοῦ «ἐγώ», νά καίω μυστικά, καντήλι ζωντανό μπρός στίς εἰκόνες τοῦ Θεοῦ· τόσες εἰκόνες τοῦ Θεοῦ πεσμένες γύρω μου, πού περιμένουν τήν ἀνάσταση!
 Ἅγιε ἄγγελε, παρθένο «ἀλληλούια» στό θρόνο τοῦ Θεοῦ, πάρε τό χωματένιο μου κορμί καί τήν ψυχή μου τήν προσκολλημένη γῆ. Ἐσύ, ρανίδα οὐρανοῦ, ἔλα νά μεταγγίσεις οὐρανό στή δίψα μου. Ἄκου τά σπαραγμένα μου ψελλίσματα, τά χείλη μου, πού νοσταλγοῦν νά ψιθυρίσουνε ξανά τίς προσευχές τῆς ἀθωότητας. Κομματιασμένο «ἀλληλούια» ὁ δρόμος μου στή γῆ· συνάρμοσέ το, ἅγιε ἄγγελε, ἀπό τά πήλινα συντρίμμια τοῦ ἑαυτοῦ μου, πού ἀνεβάζεις κάθε νύχτα στόν Θεό μές στά δικά σου ἀκατάπαυστα «ἀλληλούια»...
Ἔλα καί πάλι στό γεφύρι μου, ἅγιε ἄγγελε, πάνω ἀπ᾿ τήν πρόσκαιρη ζωή μου τή μετέωρη, ἐδῶ πού δρασκελίζω ἀνυπεράσπιστη, γυρεύοντας τήν ἄλλη ὄχθη, τοῦ αἰώνιου. Στάσου σταυρός, τά δυό σου χέρια ἀνοιχτά πάνω ἀπό τίς κακοτοπιές, πάνω ἀπ᾿ τό ρῆγμα τῆς φθορᾶς μου τ᾿ ἀδυσώπητο, μήν ξεγλιστρήσω στούς γκρεμούς τοῦ κόσμου μου.
 Ναί, ἅγιε ἄγγελε, φτερά πού μοῦ σκεπάσαν στοργικά τήν παιδική ζωή, καθώς μεγαλωμένη σέ κοιτῶ τοῦ παραδείσου πυλωρό πάνω στά τέμπλα τῶν ναῶν, μέ γυμνωμένη τή φρικτή ρομφαία σου, σοῦ δέομαι:
Ἐσύ, χαμόγελο τοῦ παραδείσου μυστικό, πάνω ἀπ᾿ τό βρεφικό κρεβάτι μου ἀνταύγεια οὐρανοῦ, ἔλα καί πάλι, ἀγγελούδι μου. Ὅταν θά χαμηλώνουνε τά φῶτα στό γεφύρι μου, σβήνοντας τίς εἰκόνες ἀπ᾿ τά πρόσκαιρα, μεῖνε εἰκόνα ὑστερινή, ἀντιφεγγιά τοῦ παραδείσου στό μεταίχμιο. Σήκωσε τή ρομφαία σου ἀπαγόρευση στίς δολερές δυνάμεις, τίς ἀντίμαχες -χάδι παρηγορητικό τῆς ἀγωνίας μου- καί πάρε τήν ψυχή μου, ἅγιε ἄγγελε, αὐτήν πού τόσα χρόνια διακονοῦσες, μαργαριτάρι ἀνέγγιχτο ἀπ᾿ τή λάσπη μου, ἕνα κομμάτι δάκρυο καί γῆ, πού ὅμως ἀνυποχώρητα διψοῦσε οὐρανό... Κλεῖσε την στή λευκή σου ἀγκαλιά κι ἀνέβασέ την λευκοφόρα στούς νυμφῶνες τοῦ παράδεισου.
 Ναί, ἅγιε ἄγγελε, ὁδήγησέ με πάλι στήν οὐράνια πατρίδα μου, τή νοσταλγία τήν κρυφή τοῦ σπιτικοῦ, ἐδῶ πού ζητιανεύω μίσθια στή φθορά, λιμοκτονώντας τή θωπεία τοῦ Πατέρα μου.
 Ἅγιε ἄγγελε, ἀθόρυβε ἀχθοφόρε τῆς ὀδύνης μου, ἀξίωσέ με νά σέ δῶ, νά ψηλαφήσω τή φωτόκτιστη ὀμορφιά, ν᾿ ἀκούσω τό χερουβικό σου κεκραγάριο κάτω ἀπ᾿ τούς τρούλους τ᾿ οὐρανοῦ.
Θεόδοτή μου συντροφιά, βήματα δίπλα στά δικά μου ἀθέατα, καθώς κουρνιάζω κάθε νύχτα στή φροντίδα σου, προσεύχομαι:
 Μεῖνε κοντά μου, ἅγιε ἄγγελε, φῶς καί χαρά μου, εὐχή καί προσμονή.
Μεῖνε κοντά μου, ἅγιε ἄγγελε, μαζί νά περπατήσουμε στό ἐφήμερο, μαζί ν᾿ ἀγγίξουμε τίς ἀγκαλιές τῶν οὐρανῶν.
Μεῖνε κοντά μου, ἅγιε ἄγγελε, μόνο ἐσύ ἀπ᾿ τά δικά μου αὐτῆς τῆς γῆς πού θά περάσουνε στή χώρα τοῦ αἰώνιου. Ν᾿ ἁπλώσεις τότε τά γαλάζια σου φτερά καί νά προσφέρεις τήν ψυχή μου στόν Θεό ἕνα λουλούδι εὐγνωμοσύνης καί ταπείνωσης, ἕνα λουλούδι προσφορᾶς, ἕνα λουλούδι πού φυτέψανε τά χέρια σου σια στό περιβόλι τοῦ παράδεισου.

Μαρία Παστουρματζῆ
Φιλόλογος

Κατηγορία ΝΟΕΜΒΡΙΟΣ
Σάββατο, 24 Μάιος 2014 03:00

Ἄγγελε φύλακα

Σάν ἤμουνα μικρό παιδί,
κοντά ἐκεῖ στό προσκεφάλι
σέ φώναζα γοργά νά ᾿ρθεῖς,
νά μέ φυλάγεις κάθε βράδυ.

Καί μέ τόν ἥλιο τῆς αὐγῆς
πάντα γλυκά σέ χαιρετοῦσα,
καλέ μου ἄγγελε, εὐθύς
ἐσένα πρῶτα ἀναζητοῦσα.

Πέρασαν χρόνια, καί θωρῶ
τό πρόσωπό σου νά προβάλλει,
ὅταν στ᾿ Ἀπόδειπνο ζητῶ
τήν προστασία σου καί πάλι.

Δῶρο ἀπ᾿ τόν ἅγιο Θεό,
ἄγγελε φύλακα προστάτη.
Ὁ σύμβουλός μου ὁ καλός
στοῦ πειρασμοῦ τήν κάθε ἀπάτη.

Μεῖνε ὥς τή δύση τή στερνή
μέχρι τήν τελευταία ὥρα,
πού θά ἀφήσω αὐτή τή γῆ
γιά τοῦ Παράδεισου τή χώρα.           
  

Δ. Δ.

          

Κατηγορία ΝΟΕΜΒΡΙΟΣ
Σάββατο, 24 Μάιος 2014 03:00

Ἱ. Ν. Παμμεγίστων Ταξιαρχῶν

 Θεσσαλονίκη. Πόλη τοῦ ἀποστόλου τῶν ἐθνῶν Παύλου καί τοῦ ἁγίου Δημητρίου. Πόλη πού κάθε στενό της ὁδηγεῖ καί σέ μιά ἐκκλησία, ὅπου τό φῶς τῶν κεριῶν σήμερα ἑνώνεται μέ τίς προσευχές τῶν πρώτων χριστιανῶν, στούς ὁποίους ὁ ἀπόστολος Παῦλος γράφει· «ἀφ᾿ ὑμῶν γάρ ἐξήχηται ὁ λόγος τοῦ Κυρίου· οὐ μόνον ἐν τῇ Μακεδονίᾳ καί ἐν τῇ Ἀχαΐᾳ, ἀλλά καί ἐν παντί τόπῳ ἡ πίστις ὑμῶν ἡ πρός τόν Θεόν ἐξελήλυθεν, ὥστε μή χρείαν ἡμᾶς ἔχειν λαλεῖν τι» (Α' Θε 1,8).
 Στή Θεσσαλονίκη, τήν πόλη τῶν ἁγίων, ψηλά στήν Ἄνω πόλη, κάτω ἀπ᾿ τά τείχη, ἀπό τόν 14ο αἰώνα ὀρθώνεται μία ἐκκλησία μικρή καί ταπεινή. Αἰῶνες τώρα δέν παύει νά φιλοξενεῖ κάθε ἁμαρτωλή ψυχή, πού δέεται γιά τή σωτηρία της καί νά ἀκούει τίς προσευχές τῶν παιδιῶν της.
 Ὡς φρούριο Ὀρθοδοξίας δεσπόζει ὁ ἱ.ν. Παμμεγίστων Ταξιαρχῶν, νά μαρτυρεῖ τή ζωντανή παρουσία τῆς Ἐκκλησίας στούς αἰῶνες.
 Λίγες πληροφορίες γιά τήν ἱστορία τοῦ ναοῦ ἔχουν σωθεῖ. Ἡ ὀνομασία του κατά τούς βυζαντινούς χρόνους εἶναι ἄγνωστη. Παλιότερα διατυπώθηκε ἡ ἄποψη ὅτι πρόκειται γιά τό ναό τῶν ἁγίων Ἀσωμάτων, πού ἀναφέρεται κατά τούς χρόνους ἐκείνους στή βιβλιογραφία, ὅμως τελικά ἡ ἄποψη αὐτή δέν ἔγινε ἀποδεκτή. Σύμφωνα μέ τήν παράδοση πού διασώθηκε ἀπό τό λαό, τό βυζαντινό ὄνομα τοῦ ναοῦ ἦταν «Ταξιάρχες» (ναός ἀφιερωμένος στούς ἀρχαγγέλους Μιχαήλ καί Γαβριήλ).
 Ἦρθαν ὅμως τά δύσκολα χρόνια τῆς τουρκοκρατίας στή «συμβασιλεύουσα» καί ὁ ναός τῶν Ταξιαρχῶν μετατράπηκε ἀπό τόν Giazi Huseyin Bey σέ τζαμί μέ τό ὄνομα iki Serife ἤ iki Serifeli (τζαμί τῶν δύο ἐξωστῶν), ὀνομασία πού ὀφειλόταν στούς δύο ἐξῶστες τοῦ μιναρέ τοῦ τζαμιοῦ. Κατά τή ντόπια παράδοση οἱ δύο αὐτοί ἐξῶστες συμβόλιζαν τούς δύο ἀρχαγγέλους.
 Τήν ὀνομασία αὐτή διατήρησε ὁ ναός ὥς τήν ἀπελευθέρωση, στά 1912, ὁπότε τό τζαμί ἔγινε πάλι χριστιανική ἐκκλησία ἀφιερωμένη στούς Ταξιάρχες, Μιχαήλ καί Γαβριήλ.
 Σήμερα εἶναι δύσκολο νά ἀναγνωριστεῖ ὁ ἀρχικός ναός, ὕστερα ἀπό τίς ἀναγκαῖες ἐπισκευές καί προσθῆκες πού ἔγιναν στό πέρασμα τῶν αἰώνων. Πρόκειται γιά μονόχωρη μικρή βασιλική, ὅπου ὁ κεντρικός χῶρος περικλειόταν στίς τρεῖς πλευρές του ἀπό στοά σέ σχῆμα «π». Τά δύο σκέλη κατέληγαν ἀνατολικά σέ δύο παρεκκλήσια μέ θολωτή στέγαση δεξιά κι ἀριστερά ἀπό τό ἱερό βῆμα καί ἐπικοινωνοῦσαν μέ τόν ὑπόλοιπο χῶρο μέ ἀνοίγματα. Αὐτά τά δύο παρεκκλήσια χρησίμευαν ὡς «πρόθεση» (βόρεια) καί ὡς «διακονικό» (νότια).
 Ἐκεῖνο ὅμως πού ξεχωρίζει σ᾿ αὐτήν τήν ἔπαλξη τῆς Ὀρθοδοξίας εἶναι ἡ κρύπτη, πού ὑπάρχει στό κάτω μέρος τοῦ ναοῦ. Δεξιά καί ἀριστερά κατά μῆκος τῆς κρύπτης ἀνοίγονται διαδοχικά χωνευτές σαρκοφάγοι. Ὅπως καταλήγουν οἱ μελετητές, οἱ σαρκοφάγοι χρησίμευαν γιά τήν ταφή χριστιανῶν, καί μάλιστα γιά τήν ταφή τῶν μοναχῶν τῆς μονῆς, καθώς ὁ σημερινός ναός τῶν Ταξιαρχῶν φαίνεται νά ἦταν κατά τούς βυζαντινούς χρόνους καθολικό κάποιας μονῆς, τό ὄνομα τῆς ὁποίας δέν σώζεται.
 Σώζεται ὅμως ἡ κρύπτη καί ὁ ναός μέ τό καμπαναριό, πού χρόνια ὁλόκληρα δέν σταματᾶ νά καλεῖ τούς πιστούς στή θεϊκή καταφυγή. Στήν ὑλιστική ἐποχή μας κραυγάζει στόν κάθε διαβάτη ἤ εὐλαβῆ προσκυνητή· «Ζῇ Κύριος». Στέκει ὁ ναός τῶν Ταξιαρχῶν στήν Ἄνω πόλη, κάτω ἀπ᾿ τά τείχη, ἕτοιμος νά ξεδιψάσει κάθε διψασμένη ψυχή πού θά πάει κοντά του, νά τήν ὁδηγήσει στή λύτρωση.
 Ἀπό ἐδῶ οἱ «ἀρχιστράτηγοι τῶν οὐρανίων στρατιῶν» φρουροῦν τήν πόλη τοῦ Δημητρίου καί σκεπάζουν προστατευτικά τά παιδιά τοῦ Θεοῦ καί ὅλους ὅσους μέ πίστη καταφεύγουν στή βοήθειά τους, προσπίπτοντες καί βοῶντες· «ἐκ τῶν κινδύνων λυτρώσασθε ἡμᾶς ὡς Ταξιάρχαι τῶν ἄνω Δυνάμεων».

«Ἡλιανή»

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
Ξυγγόπουλου, Ἀ., Τέσσαρες Μικροί Ναοί τῆς Θεσσαλονίκης (ἐκ τῶν χρόνων τῶν Παλαιολόγων), Θεσ/νίκη 1952.
Παπαγιαννόπουλου, Ἀπ., Μνημεῖα τῆς Θεσ/νίκης, ἐκδ. Ρέκος.
Τσιούμη, Μ.Χ., Βυζαντινή Θεσσαλονίκη.

    
     

Κατηγορία ΝΟΕΜΒΡΙΟΣ
Σάββατο, 24 Μάιος 2014 03:00

"Ὕμνον ἐπινίκιον ἄδοντες..."

 Ἡ λειτουργία τοῦ νοητικοῦ καί πνευματικοῦ μας χώρου δημιουργεῖ συνειρμούς ἀναζήτησης γιά κείνη τήν ἄλλη θέα, τή θέα τοῦ παραδείσου· «διελογισάμην ἡμέρας ἀρχαίας καί ἔτη αἰώνια ἐμνήσθην καί ἐμελέτησα». Ὁ ψαλμωδός, βέβαιος γι’ αὐτή τήν ἀναγκαιότητα γυρίζει πίσω στήν πρώτη τοῦ ἀνθρώπου νιότη. Τό στόμα, πικρό ἀκόμη ἀπό τόν καρπό τῆς παρακοῆς, κι ἡ Πύρινη Ρομφαία, ἔλεγχος καί μνημόνιο τῆς πληρότητας καί τῆς τρυφῆς. Τῆς Εὔας τά παιδιά συγκλονισμένα στέκουν μπροστά στά σκηνώματα τῆς βασιλείας τοῦ Θεοῦ. Στό ἐρώτημά τους συμπυκνώνεται ὅλος ὁ σπαραγμός τους. Ἄραγε, αἰώνια μᾶς ἐγκατέλειψε ἡ χάρη καί τό ἔλεος; Ἄραγε, πέσαμε στή λησμοσύνη τοῦ Θεοῦ; Μά τότε, τί ᾿ναι τάχα ὅ,τι μᾶς ἀπόμεινε; «Τί γάρ μοι ὑπάρχει ἐν τῷ οὐρανῷ καί παρά σέ τί ἠθέλησα ἐπί τῆς γῆς;». Τό μέτρο τοῦ πραγματικοῦ εἶναι τό αἴσθημα τῆς ματαιότητας.
 Ἀλλά, ἀνέλπιστα, στήν κρίσιμη ὥρα τοῦ θανάτου ἡ ἀτέρμονη ἀγάπη τοῦ Θεοῦ φανερώνει τούς οἰκτιρμούς της «ἐν χειρί ἀγγέλου αὐτοῦ» ἀποκτένοντος «πᾶν πρωτότοκον ἐν γῇ Αἰγύπτου». Ἡ συγκίνηση τῶν παιδιῶν τοῦ Θεοῦ γίνεται ὠδή καί δοξολογία.
 Ὅμως, ἡ ἀνθρώπινη μνημοσύνη σπάνια διατήρησε τήν εὐγνωμοσύνη καί τήν εὐχαριστία κι ἐλάχιστες φορές ἀπέτρεψε τήν κυριαρχία τῆς λήθης. Κι οἱ γιοί τοῦ Θεοῦ «ἐπελάθοντο τῶν εὐεργεσιῶν αὐτοῦ καί τῶν θαυμασίων αὐτοῦ». Οἱ συνέπειες τῆς ἀμφιταλαντευόμενης ἀνθρώπινης πορείας δέν μπορεῖ παρά νά εἶναι καταλυτικές. Ἡ ἐμμονή στήν παρακοή δέν μπορεῖ παρά νά πλαταίνει τό χάσμα ἀνάμεσα στό ἀνθρώπινο καί στό θεῖο. Ἀλλά καί ἡ ἐμμονή τῶν οἰκτιρμῶν τοῦ Θεοῦ συνιστᾶ τό παράδοξο ὅσο καί τό πραγματικό. Ἡ ἀνόρθωση τοῦ κατερραγμένου ἀνθρώπου εἶναι ἡ μέριμνά του. Κι ἔτσι, «ὁ ποιῶν τούς ἀγγέλους αὐτοῦ πνεύματα καί τούς λειτουργούς αὐτοῦ πυρός φλόγα» ἀποστέλλει πάλι τόν ἄγγελό του νά «λειτουργήσει τῷ θαύματι». «Καί εἶπεν αὐτῇ ὁ ἄγγελος· Ἰδού, συλλήψῃ ἐν γαστρί καί τέξῃ Υἱόν... καί τῆς βασιλείας αὐτοῦ οὐκ ἔσται τέλος». Ὁ ἀρχάγγελος, τοῦ ὁποίου «τῇ φωνῇ ἡ πλάνη ἐκμειοῦται», γεύεται πρῶτος τήν ἔκπληξη καί τήν ἀγαλλίαση, πρῶτος θαυμάζει τῆς εὐδοκίας τήν παραχώρηση. Καί μέ δέος περιμένει τήν ὥρα πού θά συνδοξολογήσει Αὐτόν πού δοξολογεῖται «ἀσιγήτοις δοξολογίας καί ἀκαταπαύστοις στόμασι» ἀπό Ἀγγέλους, Ἀρχαγγέλους, Θρόνους, Κυριότητες, Δυνάμεις, Ἐξουσίες, τά Χερουβίμ καί τά Σεραφίμ μαζί μέ τήν πεσμένη ἀλλά στραμμένη πρός τόν οὐρανό ἀνθρώπινη φύση. «Ἰδού, εὐαγγελίζομαι ὑμῖν χαράν μεγάλην, ἥτις ἔσται παντί τῷ λαῶ». Ἔκπληκτοι οἱ «δυνατοί ἰσχύι, οἱ ποιοῦντες τόν λόγον αὐτοῦ» ἄγγελοι παρακολουθοῦν τόν «μεγάλης βουλῆς Ἄγγελον» νά οἰκοδομεῖ τήν Ἐκκλησία Του: «ἀπαγγελῶ τό ὄνομά σου τοῖς ἀδελφοῖς μου...». Καί διακονοῦν στό ἔργο τῆς σωτηρίας μέχρι καί τήν ὁριοθέτηση τῆς Ἀνάστασης.
 Στήν ἱκεσία· «ἐμφάνηθι ὁ καθήμενος ἐπί τῶν Χερουβίμ καί ἐξεγέρθητι», ἄγγελος μέ τήν «ἰδέα αὐτοῦ ὡς ἀστραπή καί τό ἔνδυμα αὐτοῦ λευκόν ὡσεί χιών» δείχνει τόν ἄδειο τάφο. «Ἠγέρθη, οὐκ ἔστιν ὧδε ἀλλ’ ὑπάγετε, επατε τοῖς μαθηταῖς αυτοῦ». Τά «λειτουργικά πνεύματα εἰς διακονίαν ἀποστελλόμενα» μεταφέρουν τό μήνυμα τῆς χάρης τῆς θεϊκῆς καί τῆς αἰώνιας Βασιλείας στούς νέους ἀγγέλους, πού θά τούς διαδεχτοῦν στή διακονία «διά τούς μέλλοντας κληρονομεῖν σωτηρίαν». Ὁ Κύριος τῶν Δυνάμεων, ὁ ἀναπαυόμενος καί μεταφερόμενος ἐπί τῶν Χερουβίμ, θά ἀποκαλύπτεται στόν κόσμο στήν κοινωνία μέ τήν Ἐκκλησία του· «Καί τῷ ἀγγέλῳ τῆς... ἐκκλησίας γράψον».
 Στό ἀγωνιῶδες ἐρώτημα τοῦ ἀνθρώπου τῆς παρακοῆς «Κύριε, τίς παροικήσει ἐν τῷ σκηνώματί σου;», ὁ Κύριος «ἔκλινεν οὐρανούς καί κατέβη καί ἐπέβη ἐπί Χερουβίμ καί ἐπετάσθη», γιά νά τόν ἀνεβάσει μαζί Του στή βασιλεία Του.
 Ἀπερινόητο τό θαῦμα, ἀδιαμφισβήτητο τό μυστήριο! «Ἄσωμεν τῷ Κυρίῳ, ἐνδόξως γάρ δεδόξασται!», «...σύν ἀρχαγγέλοις ὑμνήσωμεν Χριστόν...».

Κύριλλος

Κατηγορία ΝΟΕΜΒΡΙΟΣ
Παρασκευή, 03 Νοέμβριος 2023 03:00

Οἱ φίλοι μας οἱ ἄγγελοι

  93 Γι᾿ ἄλλους ἀποτελοῦν οὐτοπία, γι᾿ ἄλλους ρομαντικό κατάλοιπο τῶν παιδικῶν χρόνων. Γιά τούς πιστούς ὅμως εἶναι πραγματικότητα. ᾿Αόρατη ἀλλά ὑπαρκτή ὀντότητα, πού τήν καθιστᾶ αἰσθητή ἡ εἰδικότητα τῆς πίστεως. Οἱ ἄγγελοι, τά πρῶτα λογικά πλάσματα τοῦ Θεοῦ, πού ἔλαβαν ζωή πολύ πρίν δεῖ τό φῶς ἡ ἔνυλη καί ὁρατή δημιουργία· πρίν γίνει ὁ οὐρανός καί πρίν θεμελιωθεῖ ἡ γῆ, πρίν πλασθεῖ ὁ ἄνθρωπος (᾿Ιβ 38,7).
  ᾿Ασύλληπτη καί ἀπερίγραπτη γιά μᾶς ἡ φύση καί ἡ ζωή τους, ἀφοῦ κινεῖται στήν ὑπερφυσική πραγματικότητα. ᾿Ακατάληπτη ἡ ἱστορία τους. Καθώς πλάσθηκαν ἐλεύθεροι κι ἦταν τά πλησιέστερα στόν Θεό δημιουργήματα, ἕνας ἀπ᾿ αὐτούς, ὁ ῾Εωσφόρος, ἀποστάτησε ἀπό τόν Δημιουργό καί παρέσυρε μαζί του ἕνα μέρος τῶν ἀγγέλων, πού ἀπό τότε ἔγιναν πονηρά πνεύματα, δαίμονες. Μισοῦν τόν Θεό καί ἀδυνατώντας νά τόν βλάψουν, στρέφουν τό μένος τους ἐναντίον τοῦ ἀγαπημένου πλάσματός του, τοῦ ἀνθρώπου. Οἱ ἄλλοι, οἱ ἀγαθοί ἄγγελοι, μένουν ἀμετακίνητοι στό καλό. Μυριάδες μυριάδων, ὅπως τούς εἶδε ὁ προφήτης ᾿Ησαΐας (κεφ. 6 ) ἀλλά καί ὁ εὐαγγελιστής ᾿Ιωάννης στήν ᾿Αποκάλυψη (5,11), κυκλώνουν τό θρόνο τοῦ Θεοῦ δοξολογώντας τον ἀκατάπαυστα. ᾿Αδιάλειπτα ἀναπέμπουν τίς ἐπινίκιες καί μυστικές ὠδές στόν Κύριο τοῦ παντός.
  ᾿Αλλά δέν συνδέονται μόνο μέ τόν Θεό οἱ ἄγγελοι. ᾿Αγαπώντας ᾿Εκεῖνον ἀγαποῦν κι ἐμᾶς τά λογικά πλάσματά του. ῎Εχοντας τίς ἰδιότητες τῆς πνευματικῆς ὀντότητος, μένουν ἀνεμπόδιστοι ἀπό τό χῶρο καί τό χρόνο καί στέκουν ἀνάμεσα σ᾿ ἐμᾶς καί στόν Δημιουργό. Μᾶς τούς ἀποστέλλει ὁ Θεός ὡς ἀγγελιοφόρους του σέ διάφορα περιστατικά. Τούς ἀναθέτει ἀκόμη τήν ἐπιμέλεια καί προστασία μας, ὡς ἀτόμων καί λαῶν. ῾Ο ἄρχων Μιχαήλ, γιά παράδειγμα, εἶναι ὁ ἀρχιστράτηγος τοῦ ᾿Ισραήλ, μπροστά στόν ὁποῖο ὑποκλίνεται ὁ ᾿Ιησοῦς τοῦ Ναυή (5,13-15). Μᾶς τούς δίνει ὡς βοηθούς καί φίλους μας στόν ἀγώνα γιά τή σωτηρία μας. ῎Ετσι, καί τή δική τους ἀγαθότητα ἱκανοποιεῖ, ἀλλά καί τή δική μας ἀνάγκη παραμυθεῖ μέ φιλανθρωπία περισσή.
  ῾Ο Θεός μᾶς χαρίζει ὡς συνεργό ὄχι τήν ἀπρόσωπη δύναμή του, ἀλλά ἕνα συγκεκριμένο πρόσωπο, τόν ἄγγελό μας. ῾Η προκοπή μας ἡ πνευματική εἶναι γι᾿ αὐτόν χαρά καί ἀνάπαυση. ῾Η ἁμαρτία μας τόν λυπεῖ. ῾Η μετάνοια καί ἐπιστροφή μας στόν Θεό τόν μεθᾶ ἀπό χαρά. Εἶναι ὁ χειραγωγός μας γιά τόν παράδεισο τοῦ Θεοῦ. Καθώς συνεργαζόμαστε μαζί του, καλλιεργοῦμε τόν πόθο καί τή σχέση μας μέ τήν ἄυλη πραγματικότητα, τήν αἰώνια πατρίδα μας στόν οὐρανό.
  Στόν κόσμο μας τόν ὑλιστικό καί πεζό ἡ παρουσία τῶν ἀγγέλων εἶναι μία συνεχής ὑπόμνηση ἀλλά καί ἐνίσχυση γιά τή διατήρηση τοῦ δεσμοῦ μας μέ τόν ἀληθινό κόσμο τοῦ ὑπερπέραν. Στόν κόσμο μας τόν ἄσπονδο καί ἄφιλο οἱ ἄγγελοι, οἱ καλοί μας φίλοι, εἶναι μία παρουσία ἐλπίδος· ἡ διαβεβαίωση τῆς χάρης καί τῆς εὐλογίας τοῦ Θεοῦ. Αὐτό μᾶς θυμίζει ἡ ᾿Εκκλησία μας μέ τή Σύναξη τῶν παμμεγίστων ταξιαρχῶν, τήν 8η τοῦ μηνός Νοεμβρίου.
 
           

      Στέργιος Ν. Σάκκος

Ἀπολύτρωσις 53 (1998) 219
    

Κατηγορία ΝΟΕΜΒΡΙΟΣ