Πέμπτη, 15 Μάιος 2014 03:00

Ἅγ. Νεκτάριος καί Παπισμός Ε΄

Σύνοδος Φερράρας-Φλωρεντίας

   Τά γεγονότα τῆς Συνόδου Φερράρας - Φλωρεντίας ἱστορεῖ ὁ ἅγιος Νεκτάριος μέ βάση τίς πληροφορίες τῶν πρακτικῶν πού κατέγραψε ὁ Σίλβεστρος Συρόπουλος, μέλος τῆς αὐτοκρατορικῆς συνοδίας στήν Σύνοδο.

   Ἀπό τήν πρώτη στιγμή ὁ πάπας προέβαλε ἀλαζονικές ἀξιώσεις γιά νά ταπεινώσει τούς ἀνατολικούς. Ἐπειδή ὅμως συνάντησε ἰσχυρή ἀντίσταση κατέφυγε σέ ἐκβιασμούς καί ἀπειλές.

   Ἡ κατάσταση τῶν Ἑλλήνων ἄρχισε νά δυσκολεύει ἀπό τίς προσυνεδριάσεις ἀκόμη. Ὁ αὐτοκράτορας εἶχε δεχθεῖ νά γίνει ἡ Σύνοδος στήν Δύση μέ τόν ὅρο τά ἔξοδα τοῦ ταξιδιοῦ καί τῆς συντήρησης τῆς ἀντιπροσωπείας νά τά ἀναλάβει ὁ πάπας. Ἔτσι κάθε ἀντίρρηση γιά ὑποχώρηση σέ θέματα ἐθίμων ἤ καί πίστεως πληρωνόταν μέ στέρηση τοῦ σιτηρεσίου. Ἐπιπλέον σέ ὅλα τά μέλη τῆς ἀντιπροσωπείας -λαϊκούς καί κληρικούς- εἶχε ἀπαγορευθεῖ ἡ ἀπομάκρυνση ἀπό τήν Φερράρα.

   Πρός τό τέλος τοῦ 1438 ἄρχισαν ἀτέλειωτες συνεδριάσεις μέ θέμα τήν προσθήκη στό Σύμβολο τῆς πίστεως. Δέν ὁδήγησαν πουθενά, διότι οἱ Λατῖνοι ἦταν ἀποφασισμένοι νά μήν ὑποχωρήσουν, παρά τά ἀδιαμφισβήτητα ἐπιχειρήματα τοῦ Μάρκου Εὐγενικοῦ, ἐπισκόπου Ἐφέσου. Ὁ πάπας πιστεύοντας ὅτι στήν Φλωρεντία θά ἀπομονώσει καλύτερα τούς Ἕλληνες καί θά τούς καταστήσει περισσότερο εὐάλωτους, ἐπιμένει νά μεταφερθεῖ ἐκεῖ ἡ Σύνοδος. Οἱ Ἕλληνες δέχονται τήν μεταφορά πιεζόμενοι ἀπό τήν πείνα καί τίς κακουχίες.

   Στήν Φλωρεντία συνεχίστηκαν οἱ συνεδριάσεις καί πάλι μέ τό θέμα τῆς προσθήκης τοῦ filioque. Ἐδῶ ἀπέμεινε μόνος ὁ Ἐφέσου «ἀγωνιζόμενος ὑπέρ τῆς ὀρθοδοξίας καί συνιστάς ἀπότε τῆς θείας Γραφῆς καί τῶν συγγραμμάτων τῶν ἁγίων Πατέρων τά ἀληθῆ δόγματα τῆς ἡμετέρας Ἐκκλησίας» (βλ. σελ. 231).

 

Ὁ ἑνωτικός ὅρος

  Τελικά ὁ αὐτοκράτορας γιά νά φθάσει στό ἐπιθυμητό σημεῖο, τήν ἕνωση -καί τήν ἀπορρέουσα ἀπό αὐτήν στρατιωτική βοήθεια-, ἀπαγόρευσε στόν Μᾶρκο νά παρευρεθεῖ στίς τελευταῖες συνεδριάσεις. Ἔτσι, ὅταν ὁ «πολυπόθητος» ὅρος τῆς ἕνωσης τέθηκε πρός ὑπογραφή, ὁ Ἐφέσου δέν ὑπέγραψε.

   Ὁ ἅγιος Νεκτάριος ἱστορεῖ λεπτομερῶς τά περιστατικά πού ὁδήγησαν στήν ὑπογραφή τοῦ ὅρου (1439), καθώς καί ὅ,τι ἀκολούθησε μέχρι τήν ἐπιστροφή τῆς ἀντιπροσωπείας στήν Κων/πολη. Παραθέτει ἀπό τά πρακτικά τοῦ Συρόπουλου τήν θαρρετή καί ξεκάθαρη ὁμολογία τοῦ Μάρκου Ἐφέσου μπροστά στόν πάπα, ὁ ὁποῖος τόν κάλεσε γιά νά τόν πείσει νά ὑπογράψει. Στίς σελίδες 247-249 ὁ ἅγιος παραθέτει ἕναν σχεδόν λέξη πρός λέξη «Ἔλεγχο τοῦ ὅρου τῆς Ἑνώσεως», ἐνῶ παρακάτω (σελ. 252-253) παρουσιάζει ὀκτώ λόγους γιά τούς ὁποίους ἡ σύνοδος Φερράρας - Φλωρεντίας δέν μπορεῖ νά θεωρηθεῖ Οἰκουμενική, ὅπως ἐπεδίωξαν νά τήν ὀνομάσουν οἱ Λατῖνοι.

   Παρουσιάζω αὐτούς τούς λόγους συνοπτικά: 1) Ἡ σύνοδος συγκλήθηκε ὄχι γιά τήν διασφάλιση τῆς πίστεως, ἀλλά γιά ἰδιοτελῆ συμφέροντα τοῦ πάπα καί τοῦ βυζαντινοῦ αὐτοκράτορα. 2) Ὁ ὅρος τῆς συνόδου περιέχει λογική ἀνακολουθία καί δέν στηρίζεται στήν ἀλήθεια. 3) Εἶναι ἀντίθετος (ὅρος) πρός τίς Οἰκουμενικές Συνόδους. 4) Δέν ὑπογράφηκε ἀπό κανέναν προκαθήμενο τῶν πέντε μεγάλων Πατριαρχείων τῆς Ἀνατολῆς. 5) Ἡ συζήτηση τῶν θεμάτων δέν γινόταν μέ πνεῦμα ἐλευθερίας. 6) Ὁ ὅρος ὑπογράφηκε καταναγκαστικά ἀπό τούς ἱεράρχες, ἀλλά καί ἀρκετοί δέν ὑπέγραψαν. 7) Ὁ ὅρος δέν ἦταν τό λογικό συμπέρασμα τῶν συζητήσεων οὔτε ἀναμφισβήτητη ἀπόδειξη τῆς ἀλήθειας. 8) Δέν παρευρίσκονταν στήν σύνοδο οἱ δυτικοί ἐπίσκοποι πού συμμετεῖχαν, ἐκείνη ἀκριβῶς τήν ἐποχή, στήν Λατινική Σύνοδο τῆς Βασιλείας, ὅπου καί ἀφόρισαν τόν πάπα Εὐγένιο Δ΄.

   Ὁ ἅγιος συγγραφέας δέν παραλείπει ἐπίσης νά σημειώσει τήν ἀγενῆ συμπεριφορά τοῦ πάπα πρός τόν αὐτοκράτορα καί ὅλη τήν ἀντιπροσωπεία, τήν ὁποία ἀπέστειλε στήν Κων/πολη κακήν κακῶς (βλ. σελ. 251-252).

 Ὁ ἀντίκτυπος τῆς «ἑνώσεως»

   Ἡ λεγόμενη «ἕνωση» δημιούργησε στήν Κων/πολη διχασμό. Οἱ ἀναταραχές κατέπαυσαν μόνο μετά ἀπό τήν Σύνοδο πού συνεκάλεσε ὁ διάδοχος τοῦ Ἰωάννη Παλαιολόγου, ὁ ἀδελφός του Κωνσταντῖνος. Ἡ Σύνοδος αὐτή (1450) ἀποκήρυξε τήν σύνοδο Φερράρας - Φλωρεντίας καί ἀποκατέστησε τό κῦρος τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων σχετικά μέ τήν ἐκπόρευση τοῦ ἁγίου Πνεύματος.

   Ὡστόσο ὁ ἴδιος αὐτοκράτορας, προσβλέποντας στήν βοήθεια τοῦ πάπα γιά τήν ἀπόκρουση τοῦ Μωάμεθ τοῦ πορθητῆ, δέχθηκε στήν Κων/πολη τόν παπικό ἐκπρόσωπο, τόν καρδινάλιο Ἰσίδωρο, πρώην ἀρχιεπίσκοπο Ρωσίας. Ἐκεῖνος, χωρίς νά προσκομίζει βέβαια κάποια βοήθεια, ἐνδιαφέρθηκε μόνο νά ἐπικυρώσει τήν ἰσχύ τῆς συνόδου τῆς Φλωρεντίας. Γιά τόν λόγο αὐτό συνεκάλεσε στίς 12/12/1452 στόν ναό τῆς Ἁγίας τοῦ Θεοῦ Σοφίας τόν αὐτοκράτορα καί τούς κληρικούς πού εἶχαν ἀποδεχτεῖ τήν ἕνωση, ἀνέγνωσε τόν ὅρο τῆς ἑνώσεως καί τέλεσε κοινή λειτουργία, ὅπου μνημονεύθηκε ὁ πάπας καί ὁ λατινόφρων πρώην πατριάρχης Γρηγόριος.

   Ὁ ἅγιος Νεκτάριος σημειώνει ὅτι βρέθηκαν στόν ναό καί κάποιοι πού δέν πῆραν ἀντίδωρο θεωρώντας βδελυρή θυσία τήν ἑνωτική λειτουργία. Καί κατακλείει τήν ἱστορία τοῦ σχίσματος: «Ἡ ἐν ἁγίᾳ Σοφίᾳ συνέλευσις οὐδέν ἀπέφερε ἀγαθόν, ηὔξησε δέ μόνον τήν σύγχυσιν. Ἡ ἀστοργία τοῦ πάπα κατεδίκασε τήν Ἀνατολήν πᾶσαν νά ὑπομείνῃ τά δεινά σκληροτάτης Τυραννίας, διότι ἡ Ἀνατολική Ἐκκλησία δέν προέδιδε τήν πίστιν τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων, καίτοι τά πάντα παρεχώρει τῷ Πάπᾳ. Ὁ Θεός θέλει κρίνει τήν δικαίαν κρίσιν κατά τήν ἡμέραν τῆς ἀνταποδόσεως τήν μεγάλην» (βλ. σελ. 258-259).

 Συμπερασματικά

   Μελετώντας στήν ἱστορία τούς ἀγῶνες καί τίς ἀλλεπάλληλες προσπάθειες τῆς Ἀνατολικῆς Ἐκκλησίας νά συγκρατήσει τήν ἑνότητα Ἀνατολῆς καί Δύσεως φτάνουμε στό συμπέρασμα ὅτι τελικά ἡ παπική ἀλαζονεία εἶναι αὐτή πού παρέσυρε στό σχίσμα. Ἀπέκοψε ἀπό τήν «μία ἁγία καθολική καί ἀποστολική Ἐκκλησία» ἕνα πλῆθος πιστῶν, ἀπογόνους μαρτύρων καί ἁγίων, πού λάμπρυναν τήν ἐκκλησιαστική ἱστορία τῶν δέκα πρώτων αἰώνων.

   Θαυμάζουμε τήν χρυσή γραμμή τῆς ἀδελφικῆς ἀγάπης ἀλλά καί τῆς σταθερότητας στά τῆς πίστεως καί τῆς ἱερᾶς παραδόσεως, μέ τήν ὁποία πορεύτηκαν οἱ ἅγιοι πατέρες τῆς ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας πού πρωταγωνίστησαν στά γεγονότα.

   Φτάνοντας ὡστόσο στήν Σύνοδο Φερράρας - Φλωρεντίας διαπιστώνουμε ὅτι ὑπερίσχυσε ἡ πίστη στήν δύναμη ἑνός ἀνθρώπου ἀπό τήν ἐμπιστοσύνη στήν θεϊκή ἐπέμβαση. Ἡ αὐτοκρατορική αὐθαιρεσία ὑποκινούμενη ἀπό τόν φόβο τῆς εἰσβολῆς τῶν ὀθωμανῶν ἐπέβαλε τήν ὑποταγή στόν πάπα καί ὁδήγησε στήν μιαρή συνέλευση, τήν ἑνωτική λειτουργία, στήν Ἁγία Σοφία τό 1452.

   Ἡ Ἱστορία πού περιγράφει μέ μελανά χρώματα τήν πτώση τῆς Πόλεως στά χέρια τοῦ Μωάμεθ τοῦ Πορθητῆ ἐπιβεβαιώνει τόν λόγο τοῦ ψαλμωδοῦ· «μή πεποίθατε ἐπ' ἄρχοντας, ἐπί υἱούς ἀνθρώπων, οἷς οὐκ ἔστι σωτηρία» (Ψα 145,3). Μήπως ἡ παπική λειτουργία πού τελέστηκε στήν Ἁγία Σοφία, αὐτό τό βδέλυγμα μπροστά στά μάτια τοῦ Θεοῦ τό «ἑστώς ἐν τόπῳ ἁγίῳ», ἦταν ἡ αἰτία νά ἀποσύρει ὁ Θεός τήν πανσθενουργό δεξιά του ἀπό τό ἑλληνικό ἔθνος ὥστε νά ὑποστεῖ τήν τραγωδία τῆς ἁλώσεως;

   Καί ἐπειδή οἱ λαοί πρέπει νά διδάσκονται ἀπό τήν ἱστορία τους, εἶναι χρήσιμο νά προβληματιστοῦμε σήμερα, πού ἡ ἀπειλή τοῦ μουσουλμανικοῦ ἐπεκτατισμοῦ τρομοκρατεῖ τήν Εὐρώπη καί τήν πατρίδα μας. Μήπως αὐτή ἡ ἀπειλή μᾶς ρίξει πάλι στήν ἀγκαλιά τοῦ ἑωσφορικοῦ παπισμοῦ, πού αὐτή τή φορά ἔρχεται μέ τήν μάσκα τοῦ Οἰκουμενισμοῦ; Τότε δέν ἀποκλείεται νά ἐπαναληφθεῖ ἡ ἱστορία· νά δοῦμε νά κατακλύζουν τήν Ἑλλάδα τζαμιά καί νά ἐπαναλαμβάνονται τά δεινά μιᾶς μουσουλμανικῆς κυριαρχίας.

 

Στέργιος Ν. Σάκκος

Κατηγορία Οἰκουμενισμός
Πέμπτη, 15 Μάιος 2014 03:00

Ἅγ. Νεκτάριος καί Παπισμός Δ΄

Ψευδοένωση

    Δυστυχῶς ἡ ἄσχημη πολιτική κατάσταση ὁδήγησε τόν αὐτοκράτορα Μιχαήλ Παλαιολόγο σέ ὑπερβάσεις τῆς ἐξουσίας του. Αὐτοβούλως δήλωσε ὑποταγή τῆς Ἀνατολικῆς Ἐκκλησίας στόν πάπα καί πίεζε τόν Πατριάρχη καί τούς ἐπισκόπους νά ἀναγνωρίσουν τήν πίστη τῶν Λατίνων ὡς ὀρθή. Φθάνουμε ἔτσι στήν Σύνοδο τοῦ Λουγδούνου (1274) ὅπου ὁ Μιχαήλ Παλαιολόγος ἐξέλεξε καί ἀπέστειλε μόνος του ὄχι μόνο τήν πολιτική ἀλλά καί τήν ἐκκλησιαστική ἀντιπροσωπεία. Στήν σύνοδο αὐτή ἀποφασίστηκε ἡ ψευδοένωση τῶν δύο ἐκκλησιῶν. Ἡ ἑλληνική ἀντιπροσωπεία ἀποδέχτηκε τήν πλήρη ὑποταγή στόν πάπα καί τήν προσθήκη στό Σύμβολο.

 Τά δεινά τῶν ὀρθοδόξων

    Ὅταν ἐπέστρεψε ἡ ἀντιπροσωπεία στήν Κων/πολη ὁ πατριάρχης Ἰωσήφ ἀρνήθηκε νά ἀναγνωρίσει τήν ψευδοένωση. Ὁ αὐτοκράτορας τόν ἀντικατέστησε καί στόν θρόνο ἀνέβασε τόν Ἰωάννη Βέκκο, πρώην χαρτοφύλακά του. Ὁ Βέκκος στηριζόμενος σέ κάποια ἀποσπασμένα χωρία τῆς διδασκαλίας τῶν πατέρων ἀποδεχόταν τό filioque ὡς ἁπλή λεκτική διαφορά. Ἔλεγε ὅτι ἀντί τοῦ «διά», πού χρησιμοποιοῦν οἱ πατέρες, οἱ Λατῖνοι ἔχουν τό «ἐκ»! Τό φοβερώτερο γεγονός αὐτῆς τῆς ἐποχῆς εἶναι οἱ διωγμοί πού, μέ τήν παρότρυνση τοῦ πάπα, ἐξαπέλυσε ὁ αὐτοκράτορας ἐναντίον ὅσων δέν δέχονταν τίς ἀποφάσεις τῆς Συνόδου. Χαρακτηριστικά σχολιάζει ὁ ἅγιος Νεκτάριος: «Κατά τούς δέκα μεγάλους διωγμούς τῆς Ἐκκλησίας οἱ Ἐθνικοί Αὐτοκράτορες ἦσαν πολύ μετριώτεροι ἐν ταῖς ἀπαιτήσεσιν αὑτῶν, αἱ δέ ἀπειλαί αὐτῶν ἐξεδίδοντο οὐχί κατά κράτους καί ἔθνους ὁλοκλήρου μή ὑποτεταγμένου αὐτοῖς, ἀλλά κατά ὑπηκόων μή δεχομένων τήν θρησκείαν τοῦ κράτους τήν ἀνεγνωρισμένην, καί σεβομένων θρησκείαν μή ἀνεγνωρισμένην, διαβεβλημένην· ὥστε ὁ διωγμός οὗτος ὁ διαταχθείς ὑπό τοῦ Πάπα, τοῦ Χριστιανοῦ τούτου Ρωμαίου Αὐτοκράτορος, ἦτο καί μείζων, καί ἀδικώτατος, καί ἀδικαιολόγητος» (βλ. σελ. 130).

    Ἡ γενική ἀκαταστασία καί ὁ διχασμός κατέπαυσαν, ὅταν ὁ διάδοχος τοῦ Μιχαήλ, Ἀνδρόνικος Παλαιολόγος (1282-1328), ἀνέλαβε τόν αὐτοκρατορικό θρόνο καί ἀποκατέστησε τόν πατριάρχη Ἰωσήφ.  

Ἀπαιτεῖται Οἰκουμενική Σύνοδος

    Ἀφοῦ κατευνάστηκαν τά πάθη καί τά πνεύματα ἠρέμησαν, ἄρχισαν καί πάλι οἱ διαπραγματεύσεις Ἀνατολῆς καί Δύσεως. Τόν 14ο αἰ. ὁ αὐτοκράτορας Ἰωάννης Καντακουζηνός στρέφει τά πράγματα σέ σωστό δρόμο. Μέ εἰλικρίνεια διαμηνύει στόν πάπα: «οὐδέ αὐτός οἴομαι πεισθήσεσθαί ποτε πρίν οἰκουμενικήν σύνοδον ἀθροισθεῖσαν τό δοκοῦν ἀσφαλές ἀποφήνασθαι περί τήν πίστιν» (βλ. σελ. 168-171). Καί ὁ μέν πάπας Κλήμης Στ΄ ἀποδέχθηκε τήν πρόταση γιά σύγκληση οἰκουμενικῆς συνόδου, οἱ συνθῆκες ὅμως δέν τήν εὐόδωσαν.

    Μέ συνεχεῖς ἀποτυχημένες –λόγῳ συνθηκῶν, ἤ λόγῳ τῆς ἀδιαλλαξίας τῶν παπῶν- προσπάθειες φθάνουμε στόν 15ο αἰ., στήν ἐποχή τοῦ Ἰωάννη Παλαιολόγου καί τοῦ πάπα Εὐγενίου Δ΄. Ἐπί τῶν ἡμερῶν τους θά γίνει ἡ τελευταία, πρίν τήν ἅλωση τῆς Κων/λεως, προσπάθεια γιά τήν ἕνωση. Εἶχε κι αὐτή, ὅπως ὅλες οἱ τελευταῖες κινήσεις, πολιτικά κίνητρα, καθώς ὁ φόβος τῶν Τούρκων συσφίγγει ὄχι μόνο τήν καρδιά τοῦ αὐτοκράτορα ἀλλά καί τά τείχη τῆς Πόλεως.

    Ὅταν ἡ αὐτοκρατορική πρεσβεία ἔφθανε στήν Δύση, μεταφέροντας τήν συγκατάθεση τοῦ αὐτοκράτορα -καί ὄχι τοῦ πατριάρχη καί τῶν ἐπισκόπων πού διαφωνοῦσαν- νά συγκληθεῖ Σύνοδος σέ ἔδαφος τῆς λατινικῆς ἐπικράτειας, τά πράγματα γιά τόν πάπα Εὐγένιο Δ΄ δέν ἦταν καθόλου εὐνοϊκά.

Ἡ Δύση πρίν ἀπό τήν Σύνοδο Φερράρας-Φλωρεντίας

    Ὁ 15ος αἰ. ἀποτελεῖ γιά τήν Δύση τήν ἀρχή μίας νέας ἐποχῆς. Τίθεται ὑπό ἀμφισβήτηση τόσο τό παπικό ἀξίωμα, πού εἶχε καταντήσει νά τό διεκδικοῦν ταυτόχρονα τρεῖς πάπες καί ἀντίπαπες, ὅσο καί οἱ ὑπερεξουσίες. Ἤδη τό 1409 ἡ Λατινική Σύνοδος τῆς Πίζας ἔπαυσε τήν μοναρχία τοῦ πάπα καί τόν κατέστησε ὑπόλογο στήν Σύνοδο καί στίς ἀποφάσεις της. Μ’ αὐτόν τόν τρόπο προσπάθησε ὁ δυτικός χριστιανικός κόσμος, κλῆρος καί λαός, νά ἀποκαταστήσει τήν τάξη στήν ἐκκλησιαστική διοίκηση.

    Τό πνεῦμα τῆς Συνόδου τῆς Πίζας ἐξέφραζε καί ἡ ἐν Κωνσταντίᾳ Λατινική Σύνοδος ἡ ὁποία, παρά τίς προσπάθειες ματαίωσής της ἀπό τήν παπική ἕδρα, συγκλήθηκε τό 1414. Ὁ ἱστορικός Fleury ὁμολογεῖ ὅτι: «Ἡ Σύνοδος αὕτη ὡς καί πᾶσαι αἱ ἀκόλουθοι ἔδειξεν ὅτι ἐπί τέλους ἡ Δυτική Ἐκκλησία ᾐσθάνθη τήν ἀνάγκην τῆς Συνοδικῆς διοικήσεως, ἀντί τῆς Παπικῆς μονοκρατορίας, ἥτις παρέσυρεν αὐτήν εἰς πολλάς ἀταξίας, ἐξ ὧν δέν ἠδύνατο νά ἐξέλθῃ οὔτε τῇ βοηθείᾳ τῶν Συνοδικῶν ὁρισμῶν, διότι πολλαί συνήθειαι καί γνῶμαι ἐρριζώθησαν βαθέως προϊόντος τοῦ χρόνου». Ἡ Σύνοδος τῆς Κωνσταντίας ἀποφάσισε μεταξύ ἄλλων καί τά ἑξῆς: «Ἡ Σύνοδος κέκτηται τήν ἑαυτῆς δύναμιν ἀμέσως ἀπό τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ καί πᾶς ἄνθρωπος οἰουδήποτε ἀξιώματος καί αὐτοῦ τοῦ παπικοῦ ὀφείλει νά ὑπακούῃ αὐτῇ ἐν πᾶσι τοῖς ἀφορῶσι τήν πίστιν, τήν ἐκρίζωσιν τοῦ σχίσματος καί τήν ἀναμόρφωσιν τῆς Ἐκκλησίας ἐν τῷ ἀρχηγῷ καί τοῖς μέλεσιν αὐτοῦ». «Πόσον διάφορος», ἀναφωνεῖ ὁ ἅγιος Νεκτάριος, «ἡ ἀπόφασις τῆς Συνόδου τῆς ἀνακηρυξάσης τόν Πάπαν ἀλάθητον κατά τό 1870! πόσον μεταβάλλονται τά φρονήματα τοῦ Δυτικοῦ κλήρου! πόσον διάφορον φρόνημα εἶχον οἱ ἐν Κωνσταντίᾳ συνελθόντες ἀρχηγοί τῆς Ἐκκλησίας περί τοῦ ἄκρου αὐτῶν ἀρχιερέως! ... Καί ἐνῷ ἅπασα ἡ Δυτική Ἐκκλησία μέχρι τοῦ 1414 ἐθεώρει τάς Οἰκουμενικάς Συνόδους ἱσταμένας ὑπεράνω τοῦ Παπικοῦ ἀξιώματος, ἤδη ζητοῦσι νά πείσωσιν ἡμᾶς», συνεχίζει ὁ ἅγιος Νεκτάριος, «ὅτι ὁ Πάπας εἶναι ἀνώτερος τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων καί τῶν ἀποφάσεων αὐτῶν· καί ἐνῷ τότε ἐφρόνουν ὅτι ὁ Πάπας δύναται νά ἁμαρτάνῃ καί νά ἐπιτιμᾶται καί καταδιώκεται ὡς σχισματικός καί αἱρετικός, ἤδη κηρύσσεται ἀλάθητος, ἀδιάπταιστος, τό δέ θαυμασιώτερον ὅτι ζητοῦσι νά πείσωσι καί ἡμᾶς τούς μή μεταβαλόντας γνώμην, ἀλλ’ ἐμμένοντας πιστούς εἰς τό κοινόν ἄλλοτε φρόνημα!» (βλ. σελ. 175-178).

    Παρόμοια πρός τίς δύο προηγούμενες ἐκφράσθηκε καί ἡ ἐν Βασιλείᾳ Λατινική Σύνοδος, γιά τήν ὁποία ὁ ἅγιος Νεκτάριος ἐκτιμᾶ: «Ἡ ἐν Βασιλείᾳ Σύνοδος ἐφρόνει ὀρθῶς καί δικαίως ἐμερίμνα περί τῆς δυνάμεως τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων, καί δικαίως ἐφοβεῖτο τά κακά ἀποτελέσματα τῆς συγκεντρώσεως τῆς ἐκκλησιαστικῆς δυνάμεως εἰς ἕνα μόνον πρόσωπον, ἐδικαίωσεν αὐτήν ὁ χρόνος καί τά ἐπελθόντα μεγάλα ρήγματα ἐν τῇ Δυτικῇ Ἐκκλησίᾳ» (βλ. σελ. 198).

    Ὁ πάπας Εὐγένιος Δ΄ δυσαρεστημένος ἀπό τίς ὑπερεξουσίες τῆς Συνόδου ἀρνήθηκε νά παρευρεθεῖ ὁ ἴδιος στήν Βασιλεία καί μέ κάθε τρόπο ἐξέφραζε τήν ἀντίθεσή του στίς ἀποφάσεις της. Ἡ ρήξη του μέ τήν Σύνοδο κορυφώθηκε ὅταν τέθηκε τό θέμα ποῦ θά γίνει ἡ Σύνοδος μέ τούς Ἀνατολικούς γιά νά συζητηθεῖ ἡ ἕνωση τῶν ἐκκλησιῶν. Στήν Βασιλεία ἦταν ἤδη συγκεντρωμένοι οἱ δυτικοί ἐπίσκοποι ἀλλά ὁ πάπας ἐπέμενε γιά μία περιοχή στή σφαῖρα τῆς δικῆς του ἐπιρροῆς. Κάλεσε λοιπόν τούς περί αὐτῶν στήν Φερράρα καί εἰδοποίησε τούς ἐκπροσώπους τοῦ αὐτοκράτορα Ἰωάννη νά παρουσιαστοῦν ἐκεῖ. Ἡ Σύνοδος τῆς Βασιλείας τότε ἔθεσε σέ ἀργία τόν πάπα Εὐγένιο Δ΄ γιά τίς αὐθαίρετες κινήσεις του καί τόν ἀπείλησε μέ καθαίρεση. Ὅταν λοιπόν ἔφθασε στήν Δύση ἡ ἀντιπροσωπεία τῆς Ἀνατολῆς, δύο Σύνοδοι τῶν Λατίνων διεξήγαγαν μεταξύ τους σφοδρό πόλεμο ἀφορισμῶν, καθαιρέσεων καί ἀπαγορεύσεων.

 

Στέργιος Ν. Σάκκος

Κατηγορία Οἰκουμενισμός
Πέμπτη, 15 Μάιος 2014 03:00

Ἅγ. Νεκτάριος καί Παπισμός Γ΄

Αἴτια τοῦ σχίσματος

    Γιά τά αἴτια τοῦ σχίσματος ὁ ἅγιος Νεκτάριος παραθέτει αὐτούσιο ἕνα τμῆμα ἀπό τήν «Ἱστορία τοῦ Ἑλληνικοῦ Ἔθνους». Ἐκεῖ ὁ ἱστορικός Παπαρρηγόπουλος ἐκτιμᾶ ὅτι τά αἴτια τοῦ ὁριστικοῦ σχίσματος ἦταν πολιτικά. Τήν ἴδια γνώμη ἔχει ὁ Παπαρρηγόπουλος καί γιά τό σχίσμα ἐπί Μεγάλου Φωτίου. Ἐντούτοις ὁ ἀείμνηστος ἀρχιμανδρίτης Σπ. Μπιλάλης, στήν ἐμπεριστατωμένη μελέτη του «Ὀρθοδοξία καί Παπισμός» πού ἐκδίδεται σέ τρεῖς τόμους (τόμ. Α΄ «Κριτική τοῦ παπισμοῦ», τόμ. Β΄ «Ἡ ἕνωσις τῶν ἐκκλησιῶν»), ἐπισημαίνει ὅτι «ὁ κορυφαῖος ἱστορικός στερούμενος βαθείας θεολογικῆς μορφώσεως» ἐπηρεάστηκε ἀπό τήν δυτική δυσφημιστική ἐκστρατεία καί «δέν ἠδυνήθη νά συλλάβῃ τά πραγματικά αἴτια τοῦ Σχίσματος τῶν Ἐκκλησιῶν» (βλ. τόμ. Α΄ «Κριτική τοῦ παπισμοῦ», σελ. 219).

    Οἱ δυτικοί θεολόγοι μιλοῦν γιά πολιτικά αἴτια καί προσωπικά κίνητρα, ἐπειδή δέν θέλουν νά παραδεχτοῦν τήν κύρια αἰτία τοῦ σχίσματος, δηλαδή τό πρωτεῖο τοῦ πάπα καί τίς κακοδοξίες τοῦ παπισμοῦ. Δυστυχῶς τήν γραμμή τῶν παπικῶν ἀκολουθοῦν καί πολλοί σύγχρονοι θεολόγοι. Ὁ Σπ. Μπιλάλης ἐφιστᾶ τήν προσοχή: «Δέν ἐπιτρέπεται νά γίνεται σύγχυσις μεταξύ ἐξωτερικῶν ἀφορμῶν καί πραγματικῶν αἰτίων τοῦ Σχίσματος. Οὔτε πάλιν δυνάμεθα νά ἐπικαλούμεθα ὡς αἰτίαν τοῦ Σχίσματος τήν διαφοράν τῆς νοοτροπίας, τήν ὑπάρχουσαν ἀνέκαθεν μεταξύ τοῦ χριστιανικοῦ κόσμου τῆς Δύσεως καί τῆς Ἀνατολῆς» (ἔ.ἀ. σελ. 237).

    Τά πρωταρχικά αἴτια, λοιπόν, τοῦ σχίσματος εἶναι 1) ὁ παπικός θεσμός καί 2) ἡ προσθήκη τοῦ filioque στό Σύμβολο τῆς πίστεως.

Ἡ προσθήκη τοῦ filioque

    Γιά τήν προσθήκη τῆς φράσης «καί ἐκ τοῦ Υἱοῦ» στό Σύμβολο τῆς πίστεως θά γίνουν πολλές συζητήσεις στούς ἑπόμενους αἰῶνες μέχρι καί τήν Σύνοδο τῆς Φερράρας – Φλωρεντίας.

    Τήν προσθήκη αὐτή εἰσηγήθηκε τοπική σύνοδος, πού ἔγινε στό Τολέδο τῆς Ἰσπανίας τό 589, δηλαδή, τρεῖς περίπου αἰῶνες πρίν ἀπό τήν πατριαρχία τοῦ Μεγάλου Φωτίου. Ἄν καί ἀργότερα ἀνακηρύχθηκε σέ δόγμα τῆς πίστεως (Σύνοδος Ἀκυϊσγράνου) παρέμεινε γνωστή σέ περιορισμένα τοπικά πλαίσια. Εἶναι χαρακτηριστικό τό ἑξῆς γεγονός, τό ὁποῖο καταθέτουν πολλοί ἱστορικοί, δυτικοί καί ἀνατολικοί, τό ἀναφέρει δέ καί ὁ ἅγιος Νεκτάριος: Ὅταν τό 809 ὁ Μέγας Κάρολος ἀπαίτησε ἀπό τόν πάπα Λέοντα Γ΄ νά ἐγκρίνει τήν προσθήκη, ἐκεῖνος ἀρνήθηκε. Κι ἐπειδή ἀντιλήφθηκε ὅτι τό θέμα δέν ἦταν ἁπλό ἀλλά ἔθετε σέ κίνδυνο τήν ἀκρίβεια τῆς πίστεως ἐνήργησε ὡς ἑξῆς: Διέταξε καί χάραξαν σέ δύο ἀσημένιες πλάκες στά Ἑλληνικά καί στά Λατινικά τό Σύμβολο τῆς πίστεως χωρίς τήν προσθήκη «καί ἐκ τοῦ Υἱοῦ». Ἀπό κάτω συμπλήρωσε μάλιστα καί τόν λόγο τῆς ἀναγραφῆς τοῦ Συμβόλου: «Haec Leo posuit amore et cautela Orthodoxae fidei», δηλ: «Ταύτην Λέων ἔθετο ἐξ ἀγάπης καί πρός περιφυλακήν τῆς Ὀρθοδόξου πίστεως». Τίς πλάκες αὐτές τίς τοποθέτησε δεξιά καί ἀριστερά τῆς εἰσόδου τοῦ ναοῦ τοῦ Ἁγίου Πέτρου.

    Πολύ ἀργότερα (1014) καί μέ τήν ἐπιμονή τοῦ αὐτοκράτορος Ἐρρίκου Β΄ ἔγινε καί στήν Ρώμη ἀποδεκτή ἡ προσθήκη ἀπό τόν πάπα Βενέδικτο Η΄. Τό 1098 μάλιστα σέ μία μικρή σύνοδο στήν Βάρνη, μέ τήν σύμφωνη γνώμη τοῦ πάπα, ἀναθεματίσθηκαν ὅσοι ἀπορρίπτουν τήν προσθήκη στό Σύμβολο. Ἡ παπική αὐτή ἀπόφαση ἀντιβαίνει πρός ὅλες τίς ἀποφάσεις τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων, οἱ ὁποῖες ἀπαγορεύουν κάθε μεταβολή στό Σύμβολο.

Προσπάθειες ἐπανένωσης

    Μετά τό 1054 γίνονται συνεχεῖς προσπάθειες γιά τήν ἐξάλειψη τοῦ σχίσματος. Ἐντείνονται δέ ἰδιαίτερα, ὅταν παρουσιάζονται στόν ὁρίζοντα ποικίλοι ἐχθροί πού ἀπειλοῦν τόν θρόνο τοῦ πάπα, τίς κτήσεις τῶν δυτικῶν ἡγεμόνων ἤ ἀντίστοιχα τήν βυζαντινή αὐτοκρατορία. Σέ ὅλες τίς εὐκαιρίες πού δόθηκαν γιά διαπραγματεύσεις μέ τήν Δύση τό πατριαρχεῖο Κωνσταντινουπόλεως καί γενικῶς ἡ Ἀνατολική Ἐκκλησία συμμετεῖχε μέ καλές διαθέσεις. Ἀκόμη καί μετά τόν ἀφορισμό τοῦ Κηρουλαρίου οἱ σχέσεις μεταξύ Ἀνατολῆς καί Δύσης δέν διεκόπησαν.

    Στήν ἀλληλογραφία τοῦ Κηρουλαρίου μέ τόν πατριάρχη Ἀντιοχείας Πέτρο ὑπάρχουν αὐθεντικές πληροφορίες γιά τίς τάσεις καί τίς διαθέσεις τῆς Ἀνατολικῆς Ἐκκλησίας. Εἶναι χαρακτηριστική ἡ συμβουλή τοῦ Πέτρου Ἀντιοχείας πρός τόν πατριάρχη Κων/πόλεως: «Καλόν γάρ πρός τό καλοθελές ὁρῶντας ἡμᾶς, καί μᾶλλον ἔνθα μή Θεός ἤ πίστις τό κινδυνευόμενον, νεύειν ἀεί πρός τό εἰρηνικόν τε καί φιλάδελφον· ἀδελφοί γάρ καί ἡμῶν οὗτοι, κἄν ἐξ ἀγροικίας ἤ ἀμαθίας συμβαίνῃ τούτοις πολλάκις ἐκπίπτειν τοῦ εἰκότος, τῷ ἑαυτῶν στοιχοῦντας θελήματι· καί μή τοσαύτην ἀκρίβειαν ἐπιζητεῖν ἐν βαρβάροις ἔθνεσιν, ἥν αὐτοί περί λόγους ἀναστρεφόμενοι ἀπαιτούμεθα». Αὐτά γιά τά δεύτερα ζητήματα. Γιά τά κύρια ὅμως θέματα τῆς πίστεως ὁ Ἀντιοχείας συμφωνεῖ ἀπόλυτα μέ τήν στάση τοῦ Κωνσταντινουπόλεως. Γράφει χαρακτηριστικά: «Περί γάρ τῆς ἐν τῷ ἁγίῳ συμβόλῳ προσθήκης, καί τοῦ μή κοινωνεῖν αὐτούς τῶν ἁγιασμάτων ἀπό γεγαμηκότος (=ἐγγάμου) ἱερέως, καλῶς καί θεοφιλῶς ἡ ἁγιωσύνη σου ἐνίσταται· καί μή παύσαιτό ποτε περί τούτου ἐνισταμένη καί πείθουσα, ἀπό τε τῶν ἁγίων γραφῶν, καί τῶν ἀναγεγραμμένων εὐαγγελικῶν κηρυγμάτων, μέχρις ἄν αὐτούς ἕξεις συντιθεμένους τῇ ἀληθείᾳ», γιά νά καταλήξει παρακάτω: «Εἰ τήν ἐν τῷ ἁγίῳ συμβόλῳ προσθήκην διορθώσαιντο, οὐδέν ἄν ἕτερον ἐπεζήτουν· ἀδιάφορον καταλιπών σύν τοῖς ἄλλοις καί τό περί τῶν ἀζύμων ζήτημα... ἵνα μή τό πᾶν ἐκζητήσαντες, τό πᾶν ἀπολέσωμεν» (βλ. σελ. 69-72).

    Ἀκολούθησαν συζητήσεις καί προσπάθειες γιά τήν συνεννόηση μεταξύ τῶν δύο Ἐκκλησιῶν μέ βασικό θέμα τήν ἐκπόρευση τοῦ ἁγίου Πνεύματος. Παρά τίς διαφορές, οἱ σχέσεις παρέμεναν εἰρηνικές.

   Στά μέσα ὅμως τοῦ 12ου αἰ. οἱ παπικοί κατασκεύασαν τήν συλλογή τῶν ἐκκλησιαστικῶν νόμων, ἕνα συνονθύλευμα κανόνων ἀπό ἀμφιβαλλόμενα καί ψευδῆ κείμενα. Μετά τά ψευδοκλημέντεια καί τά ψευδοϊσιδώρεια κατασκευάσματα, αὐτό τό ἐγχείρημα εἶναι τό «τρίτον πλῆγμα τό κατενεχθέν κατά τῆς ἑνότητος καί τοῦ συνδέσμου τῶν δύο ἐκκλησιῶν», ἐπισημαίνει ὁ ἅγιος Νεκτάριος (βλ. σελ. 92). Τό χάσμα πλέον μεγάλωσε καί τελικά ἡ ἅλωση τῆς Κωνσταντινουπόλεως ἀπό τούς σταυροφόρους (1204) τό ἔκανε σχεδόν ὁριστικό.

Λατινοκρατία

    Κατά τήν περίοδο τῆς Λατινοκρατίας ἡ Ἀνατολική Ἐκκλησία γνώρισε μέρες φρίκης ἀπό τούς σταυροφόρους καί οἱ πιστοί της σύρθηκαν στά μαρτύρια. Μανιασμένοι οἱ Φραγκολατῖνοι ἀπό τό φανατικό σύνθημα «ὑποταγή στόν πάπα ἤ καταδίκη σέ θάνατο» ἐκτράπηκαν σέ ἀκατονόμαστες φρικαλεότητες. Ἡ ἀποτίναξη τοῦ δυτικοῦ ζυγοῦ, μισό αἰώνα περίπου ἀργότερα, ἐξόργισε τόν πάπα Οὐρβανό Δ΄. Μέ ἀπειλές καί ὑβριστικούς χαρακτηρισμούς καταφέρθηκε ἐναντίον τῆς Ἑλληνικῆς Ἐκκλησίας, ἡ ὁποία τόλμησε νά περιφρονήσει τήν παπική «προστασία»! Προσπάθησε μάλιστα ἐπίμονα ὁ Οὐρβανός καί ἔκανε διαβήματα γιά νά συνενώσει τούς δυτικούς ἡγεμόνες, ὥστε νά ἀνακτήσουν τήν Κωνσταντινούπολη. Ἡ δραστηριότητα αὐτή ἀνάγκασε τόν αὐτοκράτορα Μιχαήλ Παλαιολόγο σέ ἀλλεπάλληλες ἀποστολές πρός τόν πάπα. Προφασιζόταν ὅτι ἐπιθυμεῖ τήν ἕνωση τῶν ἐκκλησιῶν. Ἀπώτερος σκοπός του ὅμως ἦταν νά ἐξασφαλίσει τήν εὔνοια τοῦ πάπα, ὥστε νά ἀποφευχθεῖ ἡ ἐπίθεση τῶν δυτικῶν ἡγεμόνων.

 

Στέργιος Ν. Σάκκος

Κατηγορία Οἰκουμενισμός
Πέμπτη, 15 Μάιος 2014 03:00

Ἅγ. Νεκτάριος καί Παπισμός Β΄

Πρίν ἀπό τό σχίσμα τοῦ 1054

   Στόν δεύτερο τόμο τοῦ βιβλίου «Μελέτη Ἱστορική περί σχίσματος», ἐκδ. Π. Λεωνῆ, ἐν Ἀθήναις 1912, ὁ ἅγιος Νεκτάριος παρουσιάζει μία σειρά ἀπό κείμενα, ἐπιστολές, ἀποσπάσματα χρονικῶν καί ἱστοριογραφιῶν τῆς σύγχρονης τῶν γεγονότων ἐποχῆς. Σ' αὐτά ἀποτυπώνεται τό πολιτικό, θρησκευτικό καί κοινωνικό πλαίσιο τῆς ἐποχῆς, οἱ διαθέσεις ἀλλά καί τά μυστικά σχέδια τῶν πρωταγωνιστῶν τῶν ἐκκλησιαστικῶν γεγονότων. Σέ ὁρισμένα σημεῖα ὁ ἅγιος ἐκφράζει τήν ἀμφισβήτησή του, γιά τήν ἐγκυρότητα τῶν κειμένων, ἤ τήν προσωπική του ἐκτίμηση γιά πρόσωπα καί γεγονότα.

   Ἤδη στόν πρόλογο διατυπώνει τό συμπέρασμα τῆς ἐνδελεχοῦς ἔρευνάς του στίς ἱστορικές πηγές, σχετικά μέ τό σχίσμα: «Ἐάν τις ἐρευνήσῃ τά αἴτια ὅλων τῶν ἐρίδων καί τῶν σχισμάτων τῶν δύο Ἐκκλησιῶν ἀπό τῶν ἀρχαιοτάτων χρόνων μέχρι τῶν ἐσχάτων, θέλει εὕρει πρῶτον αἴτιον κινοῦν τά ἄλλα αἴτια τήν ἀρχήν τοῦ πρωτείου τοῦ Πάπα. Τό ζήτημα τοῦ πρωτείου τοῦ Πάπα εἶναι κυρίως εἰπεῖν τό ζήτημα τοῦ Σχίσματος».

   Τό συμπέρασμα αὐτό ἰσχύει ὄντως μέχρι σήμερα, ὅπως φάνηκε καί στό συνέδριο τῆς Διεθνοῦς Μικτῆς Ἐπιτροπῆς γιά τόν Θεολογικό Διάλογο μεταξύ Ὀρθοδόξων καί Ρωμαιοκαθολικῶν πού πραγματοποιήθηκε στήν Κύπρο τόν Ὀκτώβριο τοῦ 2009. Ἡ βασική ἐπιδίωξη τοῦ συνεδρίου ἦταν: «νά ἀναγνωριστεῖ ἀπό τήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία τό πρωτεῖο τοῦ Πάπα, καί τά δογματικά θέματα θά τακτοποιηθοῦν ἐν καιρῷ»!

Ἀπό τόν Μέγα Φώτιο μέχρι τόν Μιχαήλ Κηρουλάριο

   Ὁ ἅγιος Νεκτάριος δέν θεωρεῖ πιθανόν ὅτι, μετά τήν ἔνταση τῶν σχέσεων τῶν δύο Ἐκκλησιῶν ἐπί Φωτίου (9ος αἰ.), διαγράφηκε ὁ πάπας ἀπό τά δίπτυχα τῆς Ἀνατολικῆς Ἐκκλησίας. Τά κείμενα πού τό ἰσχυρίζονται αὐτό περιέχουν ἱστορικές ἀνακρίβειες (βλ. σελ. 12-13). Εἶναι ἀλήθεια ὅτι μέ τήν κατάσταση πού ἐπικρατοῦσε στήν παπική ἕδρα καθ' ὅλη τήν διάρκεια τοῦ 10ου αἰώνα θά ἦταν δικαιολογημένη κάθε ἀντίδραση τῆς Ἀνατολικῆς Ἐκκλησίας. Ὡστόσο, δέν σημειώθηκε καμία ἀντιδραστική κίνηση. Τοῦτο κατά τόν ἱστορικό Παπαρρηγόπουλο ἀποδεικνύει «τόν πόθο (τῶν ἀνατολικῶν) τοῦ νά μή μετακινήσωσι τό καθ’ ἑαυτούς τά ἀνέκαθεν ἐν τῇ Ἐκκλησίᾳ τοῦ Χριστοῦ καθεστῶτα καί νά μή δώσωσιν ἀφορμήν εἰς τήν διάστασιν, ὅσῳ εὐπροσώπους καί ἄν εἶχον πρός τοῦτο λόγους. Τούτου ἕνεκα ὑπέμειναν τά αἴσχη...».

   Ἀπό τόν Μέγα Φώτιο μέχρι τήν ἄνοδο τοῦ Μιχαήλ Κηρουλαρίου στόν πατριαρχικό θρόνο (1043), 150 ὁλόκληρα χρόνια, ἡ ἠθική κατάπτωση τῶν παπῶν δέν τούς ἐπέτρεπε νά ἔχουν ἀλαζονικές ἀπαιτήσεις ἤ νά δημιουργοῦν προβλήματα στή σχέση τῶν δύο Ἐκκλησιῶν.

Ἀναζωπύρωση ἐντάσεων

   Ἀκολουθώντας τήν ἐκτίμηση τοῦ Παπαρρηγόπουλου ὁ ἅγιος Νεκτάριος παρουσιάζει ὡς ἀφορμή γιά τήν ἔναρξη τῶν νέων ἐντάσεων μία ἐπιστολή, τήν ὁποία συνέταξαν καί ἀπέστειλαν τό 1053 ὁ πατριάρχης Μιχαήλ Κηρουλάριος καί ὁ ἐπίσκοπος Ἀχρίδος πρός τόν ἐπίσκοπο Τράνης. Ἡ ἐπισκοπή αὐτή ἀρχικά ἀνῆκε στήν Δύση, ἀλλά ἀπό τό 970 μεταβιβάστηκε στήν δικαιοδοσία τοῦ Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως. Σκοπός τῆς ἐπιστολῆς ἦταν ὁ ἔλεγχος τοῦ παραλήπτη ἐπισκόπου γιά τά ἄζυμα, τό πνικτόν, τήν νηστεία τοῦ Σαββάτου, καί ἄλλα λειτουργικά ἔθιμα, τά ὁποῖα τηροῦσε κατά τήν παράδοση τῶν παπῶν.

   Οἱ δυτικοί, οἱ ὁποῖοι πληροφορήθηκαν τό περιεχόμενο τῆς ἐπιστολῆς, προσβλήθηκαν ἀπό τά γραφόμενα γιά τά ἔθιμά τους. Ὁ ἴδιος ὁ πάπας Λέων Θ΄ ἀπάντησε ἐξοργισμένος, κατηγορώντας μέ τήν σειρά του τούς ἀνατολικούς γιά αἱρέσεις καί πλάνες. Στίς ἐπιστολές πού ἀκολούθησαν ἐκ μέρους τοῦ πατριάρχη καί τοῦ αὐτοκράτορα κυριάρχησε ἕνα ἤπιο πνεῦμα. Ὁ πάπας ὅμως ἔστειλε στήν Κων/πολη νέες ἐπιστολές καί τρεῖς ἐκπροσώπους του (βλ. σελ. 18-21).

Τό σχίσμα τοῦ 1054

   Ὁ καρδινάλιος Οὐμβέρτος, ἐπικεφαλῆς τῆς παπικῆς ἀντιπροσωπείας, ἔχοντας φιλεριστικές τάσεις, ὅταν ἔφθασε στήν Κων/πολη, συνέταξε καί δημοσίευσε ὑβριστικά κείμενα κατά τοῦ πατριάρχη καί τοῦ μοναχοῦ Νικήτα Στηθάτου. Ὡς ἀπάντηση σ’ αὐτήν τήν πρόκληση ὁ αὐτοκράτορας ὑποχρέωσε τόν Στηθάτο νά ἀποδοκιμάσει ἐπισήμως ὅσα εἶχε γράψει κατά τῶν ἀζύμων. Ὁ δέ πατριάρχης Μιχαήλ ἐπέμεινε στήν ἄποψη ὅτι γιά τίς κατηγορίες-συκοφαντίες καί τίς διαφορές τῶν δύο Ἐκκλησιῶν ἔπρεπε νά ἀποφανθεῖ ἡ Ἐκκλησία ὡς σῶμα.

   Ἀλλά ἡ μετριοπαθής αὐτή στάση δέν ἔφερε τά ἐπιθυμητά ἀποτελέσματα. Οἱ ἀπεσταλμένοι τοῦ πάπα, σύμφωνα μέ τόν Παπαρρηγόπουλο, «ἐξ ἀρχῆς ἐφάνη ὅτι δέν εἶχον ἔλθει εἰς Κων/πολιν, εἰμή ἵνα προξενήσωσι σκάνδαλα». Ἔτσι φθάνουμε στήν ἀποφράδα μέρα τῆς 16ης Ἰουλίου 1054.

   Ἐνῶ ὁ πατριάρχης τελοῦσε τήν θεία Λειτουργία στόν ναό τῆς τοῦ Θεοῦ Σοφίας, ὁ Οὐμβέρτος καί οἱ περί αὐτόν μπῆκαν μέ πομπώδη τρόπο στόν ναό. Τόν διέσχισαν μέ ἀπρέπεια καί ἰταμή ἀσέβεια στό μυστήριο πού τελοῦνταν καί φθάνοντας στήν ἁγία Τράπεζα κατέθεσαν τόν ἀφορισμό τοῦ πατριάρχη Μιχαήλ Κηρουλαρίου. Θαυμάζει ὁ Παπαρρηγόπουλος: «Ὁπόση ἦτο ἡ ἀνοχή καί ἡ μετριοπάθεια τῶν ἡμετέρων οὐδέποτε ἀπεδείχθη λαμπρότερον ἤ κατά τήν φοβεράν ἐκείνην στιγμήν, καθ’ ἥν ἕν νεῦμα τοῦ πατριάρχου ἠδύνατο νά ἐπαγάγῃ δεινήν τῆς κακουργίας τιμωρίαν». Κι ἐνῶ ὁ αὐτοκράτορας καί ὁ πατριάρχης ἐξάντλησαν κάθε τρόπο συνδιαλλαγῆς μέ τούς ταραξίες, ὁ λαός τῆς Κων/λεως ἐξοργιζόταν μέρα μέ τήν ἡμέρα ὅλο καί περισσότερο. Ὁ αὐτοκράτορας ἀναγκάστηκε νά προτρέψει τούς παπικούς νά φύγουν τό γρηγορότερο ἀπό τήν Πόλη. Παραταῦτα δέν πρόλαβε τήν ἐξέγερση τοῦ λαοῦ, ἡ ὁποία πολύ δύσκολα κατευνάστηκε.

   Ἀξιοθαύμαστη εἶναι καί ἡ περαιτέρω στάση τοῦ Μιχαήλ Κηρουλαρίου, ὁ ὁποῖος σέ σχετική ἐπιστολή του στόν πάπα δέν δίνει καμία λαβή γιά τήν συνέχιση τῆς ἐχθρότητας. Θεωρεῖ μάλιστα τό περιστατικό ὑποκινούμενο ἀπό πολιτικούς παράγοντες -ξένους πρός τήν παπική ἕδρα- πού ἐπηρέαζαν τίς κινήσεις τοῦ καρδινάλιου Οὐμβέρτου.

   Ἤπια καί διαλλακτική ὑπῆρξε ἡ στάση τοῦ πατριάρχη σέ ὅσα προηγήθηκαν τοῦ ἀφορισμοῦ ἀλλά καί σέ ὅσα ἀκολούθησαν (βλ. σελ. 28-33). Εἶναι, λοιπόν, ἄδικη ἡ κατηγορία πού πλανᾶται μέχρι τίς μέρες μας, ὅτι ὁ ἀπότομος, φιλόδοξος καί ἄκαμπτος χαρακτήρας τοῦ πατριάρχη ὁδήγησε στό σχίσμα τῶν δύο Ἐκκλησιῶν. Ὁ Μιχαήλ Κηρουλάριος, ὅπως καί οἱ ἄλλοι ὀρθόδοξοι πατριάρχες, φέρθηκαν μέ σύνεση καί λεπτότητα κάθε φορά πού κλήθηκαν νά ἀντιμετωπίσουν τίς παρεκκλίσεις τῆς δυτικῆς Ἐκκλησίας. Δέν ἀντιμετώπισαν τόν ἑκάστοτε πάπα σάν ἀπομονωμένο ἀντίπαλο. Στάθηκαν μέ σεβασμό μπροστά σέ μία τοπική Ἐκκλησία πού ἀριθμοῦσε πολλές χιλιάδες πιστῶν. Ψυχές, μέλη τῆς μίας ἀδιαίρετης Ἐκκλησίας, «ὑπέρ ὧν Χριστός ἀπέθανεν», κινδύνευαν ἀπό τό σκανδαλισμό. Γι' αὐτό οἱ ὑπεύθυνοι ἀπό πλευρᾶς τῆς ἀνατολικῆς Ἐκκλησίας δέν λειτούργησαν σπασμωδικά οὔτε υἱοθέτησαν ἀδιάλλακτη στάση ἐξ ἀρχῆς. Ἐπέδειξαν ἰδιαίτερη ὑπομονή καί συγκατάβαση ἀκόμη καί στίς ἐξωφρενικές ἀπαιτήσεις τῶν παπῶν.

 Στέργιος Ν. Σάκκος

Κατηγορία Οἰκουμενισμός
Πέμπτη, 15 Μάιος 2014 03:00

Ἅγ. Νεκτάριος καί Παπισμός Α΄

    Ἐπίμονη καί ἀκάματη ἡ προσπάθεια τῶν Oἰκουμενιστῶν γιά τήν ἐπιβολή τοῦ παπικοῦ πρωτείου προσλαμβάνει στίς μέρες μας δι­α­στάσεις ἀνησυχητικά ἐντυπωσιακές. Φορεῖς καί προσω­πι­κότητες, συχνά ἀξιόλογες κατά τά ἄλλα, προσπαθοῦν μέ κάθε τρόπο νά ἐπι­βάλουν τόν πάπα ὡς πνευματικό πλανητάρ­χη. Δι­ορ­γανώνουν συνέδρια καί διαλόγους, συγ­γρά­φουν βιβλία καί ἄρθρα μέ κύριο καί μοναδικό στόχο νά μᾶς πείσουν ὅτι ὀφείλου­με ὅλοι νά ἀποδεχθοῦμε τήν κυριαρχία τοῦ ποντίφηκα, διότι μόνον ἔτσι θά ξε­πε­ρα­σθοῦν τά ἀδιέ­ξο­δα καί θά λυθοῦν τά πάσης φύσεως προβλή­ματα πού κατακλύζουν τήν κοινωνία μας. Ἰσχυρίζονται μάλιστα ὅτι κατά τήν πρώ­τη χιλιετία ἦταν ἀπό ὅλους παραδεκτό τό πρωτεῖο τοῦ πάπα.
    Ὁ παραπάνω ἰσχυρισμός εἶναι ἀνιστόρη­τος καί ἀβάσιμος. Ἀποδεικνύεται δέ ὅτι εἶναι ἐπίσης ψευδής καί κακοήθης. Πο­λυ­άριθμες καί σα­φεῖς μαρτυρίες βε­βαιώνουν ὅτι ἀπό τούς πρώτους αἰῶνες δέν προσδίδεται στόν ἐπίσκοπο Ρώ­μης κάποια ἰδιαίτερη ἐξουσία μέσα στήν Ἐκκλησία. Αὐτό φρονοῦν ὄχι μόνο θεολόγοι καί ἐπίσκοποι τόσο τῆς ὀρθοδόξου Ἀνατολῆς ὅσο καί τῆς Δύσεως, ἀλλά καί ὁ­λόκληρες Σύνοδοι. Ἀργότερα, ὄχι μόνο κατά τήν διάρκεια τῆς δεύτερης ἀλλά καί τῆς πρώ­της χιλιετίας, ὅσες φορές ἐκδηλώθηκε ἡ ἀξί­ω­ση νά ἐπιβληθεῖ ὁ πάπας ὡς βικάριος (=ἀ­ν­τι­πρό­σωπος) τοῦ Θε­οῦ καί ὑπέρτατος κυρί­αρχος ὅλης τῆς Ἐκκλη­σίας συνάντησε πάν­τοτε σθενα­ρή ἀντί­σταση. Αὐτή ὑπῆρξε ἡ πά­για θέση τῆς ὀρθο­δόξου Ἐκκλησίας. Σ’ αὐ­τή τήν θέση παρέμεινε πιστή ἡ Ἀνατολή, ὅταν ἡ Δύση ἁλώθηκε ἀπό τούς φράγκους. Αὐτή τήν πίστη μᾶς κλη­ρο­δότησε ἡ Ἐκκλησία ἀπό τήν ἐ­ποχή τοῦ Με­γά­λου Φωτίου μέχρι τόν ἅ­γιο Γρηγόριο Παλα­μᾶ, τόν ἅγιο Μᾶρκο Εὐ­γε­νικό, τόν ἅγιο Νικό­δημο τόν Ἁ­γιορείτη καί τόν νε­οφανῆ ἅ­γιο Νεκτάριο, ἀπό τήν κοί­μη­ση τοῦ ὁποίου οὔτε ἕνας αἰώνας δέν ἔχει πε­ράσει.
    Ὑπῆρχαν καί στήν ἐποχή τοῦ ἁγίου Νε­κταρίου κάποιοι πού ὑποστήριζαν ὅτι στήν πρώτη χιλιετία ὅλη ἡ Ἐκκλησία, ἀνατολική καί δυτική, ἀναγνώριζε τό πρωτεῖο τοῦ πά­πα. Ὁ ἅγιος ἐντρύφησε στό θέμα αὐτό. Συνέ­γραψε μάλιστα τό 1895 εἰδικό δίτομο ἔργο 600 σε­­λί­­δων μέ τίτλο: «Μελέτη ἱστορική περί τῶν αἰ­τίων τοῦ σχί­­σμα­­τος, περί τῆς διαιωνίσεως αὐτοῦ καί περί τοῦ δυνατοῦ ἤ ἀδυνάτου τῆς ἑνώσεως τῶν δύο Ἐκκλησιῶν, τῆς ἀνατολικῆς καί δυτι­κῆς». Ἐ­ρευνώντας ἀξιόπιστες πη­γές συγ­­­­κέν­τρω­σε μαρ­τυρίες μέ τίς ὁποῖες ἀ­πο­δει­κνύ­ει πολλαπλῶς ὅτι ἡ ἀ­ξί­ωση τοῦ πάπα νά ἀναγνωρίζεται ὡς ὁ μο­να­δι­κός ἀντι­πρό­σωπος τοῦ Θεοῦ ἐπί τῆς γῆς ἀπορ­ρί­φθηκε ἀπό ὅλους ἐν τῆ γενέσει της. Ἀπό αὐτή τήν μελέτη τοῦ ἁγίου Νεκταρίου θά παρα­θέσω στήν συνέχεια με­ρι­κές μόνο μαρτυ­ρί­ες πρός ἐνη­μέρω­ση καί πνευματικό καταρτισμό τῶν ἀνα­γνω­στῶν. Παραπέμπω στόν πρῶτο τόμο τῆς Μελέτης, πού τυπώθηκε ἀπό τόν Π. Λεω­νή, ἐν ‘Αθήναις 1911.
    Μέ ἀντικειμενικότητα ἀξιόπιστου ἱστορι­κοῦ ὁ ἅγιος ἐπίσκοπος Πενταπόλεως πα­ρου­σιάζει συνο­πτικά τά αἴτια τοῦ σχί­σμα­τος ὅ­πως τά ἀντι­λαμβάνονται τήν ἐ­πο­χή του καί οἱ δύο πλευ­ρές.
    Κατά τούς δυτικούς: Ἡ βασική αἰτία εἶ­ναι ἡ ὑπεροψία τῆς Ἀνατολικῆς Ἐκ­κλη­σίας ἡ ὁ­ποία ἀρνεῖται στόν πάπα Ρώμης τά πρω­­τεῖα σ’ ὁλόκληρη τήν Ἐκκλησία. Δη­λα­δή δέν δέ­χε­ται α) τήν ἀπονομή ἀ­πο­­στολικοῦ πρωτείου στόν Πέτρο ἀπό τόν Κύριο, β) τήν με­τα­βί­βα­ση αὐτοῦ τοῦ πρωτείου στόν ἑ­κά­στο­τε ρω­μαῖο ποντί­φη­κα, γ) τήν φύση καί τήν οὐσία τοῦ πρωτείου τοῦ πάπα καί δ) τό «ἀλάθητο» τοῦ πάπα.
      Κατά τούς ἀνατολικούς: Τά σπου­δαι­ό­τε­ρα αἴτια εἶναι τρία˙ α) ἡ ἀξίωση τοῦ πρω­τείου ἀ­πό τόν πάπα Ρώμης β) οἱ αὐ­θαί­ρε­τες δογμα­τικές καινοτομίες τῆς Δύσεως καί γ) ἡ ἀθέτη­ση τοῦ κύρους τῶν Ἱερῶν Συν­ό­δων πού μόνο αὐτές κατέχουν τήν ἀλήθεια τῆς Ἐκκλησίας (σελ. 7-8).
    Καί συμπεραίνει ὁ ἅγιος: «Οἱ ὅροι τῆς ἑ­νώ­σεως εἶναι τοιοῦτοι, ὥστε καθιστῶσι τήν ζη­τουμένην ἕνωσιν ἀδύνατον˙ διότι δέν ἔ­χου­σι οὐδέν σημεῖον συναντήσεως, ζη­τοῦσι δέ ἑ­κατέρα παρά τῆς ἑτέρας, οὔτε πλεῖον οὔ­τε ἔ­λαττον, τήν ἄρνησιν ἑαυ­τῆς...» (σελ. 9). Εἶναι προφανές ὅτι μέχρι σή­με­ρα καί παρ’ ὅ­λους τούς δια­λό­γους καί τίς ἑνωτικές προσ­πά­θειες τίποτε δέν ἄλλαξε στίς το­ποθετήσεις τῶν δύο πλευρῶν. Τά τε­λευ­ταῖα μάλι­στα οἰ­κουμε­νι­στι­κά συνέδρια στήν Ραββένα καί στήν Κύπρο ἕνα θέμα ἔ­θε­σαν ὡς βασικό γιά νά ἐπιτευχθεῖ ἡ πλή­ρης ἕνωση: νά ἀπο­δε­χθοῦν οἱ ὀρθό­δο­ξοι μό­νο τό πρωτεῖο τοῦ πάπα καί νά δια­τη­­ρή­­σουν τά δόγματά τους ὅπως ἔχουν. Νά προσχωρήσουν, δηλαδή, στήν Οὐνία. Δέν ὑ­πάρχει, λοιπόν, καμία ὑπο­χώρηση ἀπό τήν ἀρ­χική θέση τῶν Δυτικῶν, ἄρα ἡ ἕ­νωση ἐξα­κολουθεῖ νά πα­ραμένει καί σήμερα ἀνέφικτη.
    Τό πρωτεῖο τοῦ πά­πα Ρώμης πα­ρου­σι­ά­ζει ὁ ἅγιος ὡς θεμελιώδη ἀρχή τῆς Δύσεως καί ἀρχή τῆς ἀπομα­κρύν­­σεώς της ἀπό τήν μία καθολική καί ἀ­πο­στολική Ἐκ­κλη­σία. Εἶναι ἐν­τυπωσιακό ὅτι τήν ἀ­ξί­ωση αὐτή θεωρεῖ συν­ομήλικη μέ τήν ἐκ­κλη­σία τῆς Ρώ­μης καί σύμ­φυτη μέ τόν χα­ρα­κτήρα τῶν Ρω­μαίων, τῶν ‘’πρώτων’’ πο­λι­τῶν τῆς μεγάλης ρωμα­ϊ­κῆς αὐτο­κρα­το­ρίας (σελ. 10). Ἡ ἐπίδραση αὐ­τοῦ τοῦ ἀν­θρώ­πι­νου στοι­­­χεί­ου στούς ἐκ­κλη­σι­α­στι­κούς ἡ­γέ­τες τῆς ρω­μαϊκῆς ἐκ­κλησίας ὑ­πῆρξε διαχρονικά κα­­θο­ρι­στική γιά τήν δια­μόρ­φωση τοῦ ἐκ­κλη­σι­α­στι­κοῦ συ­­στή­ματος τῆς Ρώμης καί βέ­βαια τῶν ἀ­παι­­τή­σεων τῆς ἐκ­κλησιαστικῆς ἡγεσίας ἀ­πό τίς ἐ­κτός Ρώ­μης ἐκ­κλη­σί­ες.
    Ποῦ στήριξαν ὅμως οἱ πάπες τῆς Ρώμης θεο­λο­­γικά τό πρωτεῖο τους;
    Ἰσχυρίζονται ὅτι αὐτό ἀπορρέει ἀπό τό ἀ­ποστολικό πρωτεῖο τοῦ Πέτρου. Ὁ ἅγιος Νε­κτάριος ἀναφέρει τά χωρία τῶν Εὐ­αγγελίων τά ὁποῖα χρησιμο­ποιοῦν πα­ρερ­μηνευμένα οἱ δυ­τικοί γιά νά δια­κη­ρύ­ξουν ὅτι ὁ ἀ­πό­στολος Πέ­τρος εἶχε κυρι­αρ­χική ἐξουσία ἀνάμεσα στούς μα­θητές καί γενικότερα μέσα στήν Ἐκ­κλη­σία. Ὡσ­τόσο ὑπάρχουν πάμπολλα χωρία πού συνη­γο­ροῦν γιά τήν πλή­ρη ἰσότητα μ­ε­τα­ξύ τῶν μα­θη­τῶν. Αὐτά ὅμως οἱ παπικοί τά πα­­ρα­θε­ωροῦν. Στίς Πρά­ξεις τῶν Ἀ­πο­στό­λων π.χ. ὁ ἀπό­στο­λος Πέτρος λόγῳ τοῦ χαρα­κτῆ­ρος του, βέ­βαι­α, προΐ­σταται τῶν μαθητῶν ἀλ­λά ποτέ δέν προ­­­βάλ­λε­ται ὡς ὁ πρῶτος καί κυρί­αρ­χος οὔ­τε καί ὡς ἀ­λά­θη­τος. Δέν ἀ­πο­φα­σίζει πο­τέ μόνος. Λύνει τά προκύπτοντα θέματα πάν­τοτε ἀπό κοινοῦ μέ τούς ἄλλους ἀποστόλους καί μέ τά μέλη τῆς πρώτης ἐκ­κλησίας (βλ. Πρξ 1,15-26˙ 6,2-6). Δέχθηκε μά­λιστα τήν ἐπίπληξη τοῦ ἀποστόλου Παύ­λου (βλ. Γα 2,11-14), ὅπως εἶχε δεχθεῖ καί τοῦ Κυ­ρί­ου (Μθ 16,23).
    Ἀκόμη κι ἄν ἀναγνωριζόταν κάποιο πρω­τεῖο στόν ἀ­πό­στο­λο Πέτρο, μέ ποιά αἰτιο­λο­γία αὐτό θά ἔπρεπε νά μεταβιβασθεῖ στόν προκαθήμενο τῆς Ρώ­μης;
Ἀπό τά πρῶ­­τα χρόνια, σημειώνει ὁ ἅγιος Νεκτάριος, καί ἄλλες τοπικές ἐκκλησίες σε­μ­νύ­νον­ταν νά τιμοῦν ὡς ἱδρυτή τους τόν ἀ­­πό­στο­λο Πέτρο. Κα­­­μία ὅμως δέν διανοήθηκε νά διεκδικήσει πρω­τεῖο ἐξ­ου­σίας. Ἀντίθετα ἡ Ρώμη, γιά τήν ὁ­ποία μό­χθησε δύο καί πλέον ἔτη ὁ ἀπό­στο­λος τῶν ἐθνῶν Παῦλος, ἀρνή­θη­κε τήν πα­τρό­τητά του καί αὐθαίρετα, ὅ­πως ἀπο­δει­κνύει στήν συνέχεια ὁ ἅγιος, το­ποθέ­τησε στόν θρόνο της τόν ἀπόστολο Πέ­τρο μέ στόχο νά στηρίξει σ’ αὐτόν τήν θε­ω­ρία τοῦ πρωτείου της. Ὅπως ἀποδεικνύ­εται ὅμως ἀπό τίς ἁγιογραφικές μαρτυρίες καί τά ἁγιοπα­τε­ρικά κείμενα, ὁ ἀπόστολος Πέτρος ὄχι μόνο δέν πῆγε στήν Ρώμη, ἀλλά «...οὔτε τόν ἀέρα τῆς Ρώμης φρονοῦμεν, πόρρω­θεν ποτέ ἀνέ­πνευσεν» (σελ. 19).
    Ψευδεπίγραφα καί ἀπόκρυφα κείμενα ἐπι­στράτευσαν οἱ παπικοί προκειμένου νά στη­ρίξουν ἐκεῖ τό ἀστήρικτο πρωτεῖο τοῦ πάπα. Τέτοιο κείμενο, ἐπισημαίνει ὁ ἅγιος, εἶ­ναι ἡ λε­γόμενη Ἐπιστολή τοῦ Κλήμεντος Ρώ­μης πρός τόν Ἰάκωβον Ἰε­ροσολύμων, γραμ­μένη κατά τόν 2ο αἰ.. (σελ. 14-16). Κατά τόν 3ο αἰ. οἱ παπικοί δέν δί­στασαν νά πα­ρα­χα­ρά­ξουν τό ἔργο τοῦ Κυ­πριανοῦ Καρ­χηδόνος «Περί τῆς ἑνό­τη­τος τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας». Ἀφιε­ρώ­νει πολλές σελίδες στή μελέτη του ὁ ἅγιος Νε­κτάριος γιά νά ἀποδείξει μέ βά­ση τά κείμενα καί τίς ἐργασίες εἰδικῶν αὐ­τή τήν παραχάρα­ξη (σελ. 50-61).
    Ἀποκορύφωμα τῆς πλαστογράφησης στήν ὁποία ἐπιδόθηκαν οἱ δυτικοί ἀποτε­λοῦν οἱ Ψευδοϊσιδώρειες διατάξεις τοῦ 8ου αἰ. (σελ. 185ἑ.). Τό ψευ­δές αὐτῶν τῶν κειμένων ἀνα­γνω­ρί­ζε­ται ἀκό­μη καί ἀπό καθολικούς ἐπι­στή­μο­νες. Μία ἀ­κόμη προσπάθεια τοῦ 8ου αἰ. ἀνα­φέ­ρει ὁ ἅγι­ος συγγραφέας, τήν «Δωρεά τοῦ Μ. Κων­σταντίνου στόν πάπα Σίλβε­στρο», κείμε­νο μέ τό ὁποῖο ὁ Μ. Κων­σταν­τῖ­νος πα­ραχω­ρεῖ ἰδι­αίτερες ἐξουσίες καί προ­νόμια στόν πά­πα Ρώμης. Ἔχει διαψευ­σθεῖ πολλές φορές καί ἀ­πό πολλούς ἤδη ἀπό τόν 15ο αἰ. (σελ. 189-190).
    Παρ’ ὅλες τίς προσπάθειες τῶν δυτικῶν δέν ἀναγνώρισε ποτέ κανείς πρωτεῖο ἐξου­σίας στόν πάπα.  
    Στήν «Μελέτη» ἀναφέρονται οἱ πρώιμες ἀπόπειρες παπῶν νά ἀσκήσουν ἡγεμονική ἐ­ξουσία σ’ Ἀνατολή καί Δύση καθώς καί οἱ ἀν­τιδράσεις πού προκάλεσαν.
     Ἀφορμή ἔδωσαν οἱ διαφορές μεταξύ Ἀ­να­τολῆς καί Δύσεως ὡς πρός τόν ἑορ­τα­­σμό τοῦ Πάσχα. Πρῶτος ὁ πάπας Ἀνίκητος ἀξίωσε νά γιορ­τάζεται τό Πάσχα παντοῦ τήν ἡμέρα πού τό γιόρταζε ἡ Ρώμη. Ἀντιτάχθηκε ὁ ἅ­γι­ος ἐπί­σκοπος Σμύρνης Πολύκαρπος, ἀλ­λά ἡ δια­φωνία ἔληξε εἰρηνικά καί κάθε το­πική ἐκκλη­σία γιόρταζε τό Πάσχα σύμ­φω­να μέ τήν δική της παράδοση. Τό θέμα ἐπανῆλθε στά τέλη τοῦ 2ου αἰ. Ὁ πάπας Βίκτωρ στάθηκε περισ­σότερο ἀδιάλλακτος καί ἀφόρισε τόν Πολυ­κράτη, ἐπίσκοπο Ἐφέσου, ἀλλά καί ὅσους ἀν­τέδρασαν στίς ἀξιώσεις του. Τελικά ὁ ἀφο­ρι­σμός ἀπεσύρθη καί οἱ Ἐκκλησίες Ἀνατολῆς καί Δύσης ἔμειναν σέ κοινωνία ἀγάπης. Δέν ἔ­γινε τό ἴδιο ὅμως στήν περίπτωση τοῦ πά­πα Στεφάνου, τόν 3ο αἰ. Ἐδῶ τήν ἀφορμή ἔ­δωσε τό θέμα τοῦ ἀ­να­βαπτισμοῦ ὅσων ἐπι­στρέ­φουν ἀπό τίς διά­­φορες αἱρέσεις στήν μία Ἐκ­κλησία. Ὁ Κυ­­πριανός Καρχηδόνος συγκά­λεσε δύο το­πι­κές Συνόδους, οἱ ὁποῖες ἀπεφά­σισαν νά ξα­ναβαπτίζονται οἱ πρώην πλανη­μένοι. Ὁ πά­πας Στέφανος -χωρίς καμία Σύ­νο­δο καί μέ τήν ἀπειλή ἀποκήρυξης- ἀπέρριψε τόν ἀνα­βαπτισμό καί «διέταξε» ὅλους τούς ἐ­πι­σκό­πους νά τηρήσουν τήν ἀπόφασή του. Πλῆθος τοπικῶν Συνόδων στήν Ἀνατολή καί στήν Ἀ­φρική ἐπέκριναν καί στιγμάτισαν τήν στάση τοῦ Στεφάνου. «Ἐκ τούτων», συμπε­ραίνει ὁ ἅ­γιος Νε­κτά­ριος, «δείκνυται τό πό­σον ἡ Ἐκ­κλησία ἀ­νεγνώριζε τῷ πάπᾳ πρω­τεῖ­α, ἡγεμο­νίαν, ἀλάθητον, καί ὅ,τι ἕτερον, ὅπερ ἀξιοῖ ὅ­τι ἔλαβεν» (σελ. 63).
    Τό μόνο «πρωτεῖο» πού δέχεται ὁ ἅ­γιος ὅ­τι ἀπολάμβανε ὁ πάπας ἀπό τούς πρώ­τους αἰῶνες εἶναι τό πρωτεῖο τιμῆς -καί ὄχι ἐ­ξου­σίας- κι αὐτό λόγῳ κάποιων συγκυ­ρι­ῶν:
    α) Ὁ πάπας ἦταν ἐπίσκοπος τῆς πρω­τεύ­ουσας τοῦ ρωμαϊκοῦ κράτους, τῆς πρωτεύ­ουσας τῶν πόλεων.
    β) Ἡ ἐκκλησία τῆς Ρώμης θεμελιώθηκε ἀ­πό τῶν κορυφαῖο τῶν ἀποστόλων Παῦ­λο.
    γ) Στή Δύση μόνο ἡ ρωμαϊκή ἐκκλησία εἶχε τό προνόμιο νά ἱδρυθεῖ ἀπό ἀπόστολο (σελ. 11).
    Μόνο γι’ αὐτούς τούς λόγους ἀποδιδό­ταν στήν ἐκκλησία τῆς Ρώμης τό πρωτεῖο τιμῆς καί ὁ ἐπίσκοπός της ἀναγνωριζόταν ὡς πρῶ­τος μεταξύ ἴσων (primusinterpares) (σελ. 10-12).
    Μία νέα σειρά μαρτυριῶν ἀπό τήν Καινή Διαθήκη, τά συγγράμματα ἀ­πο­στο­­λικῶν καί μεταγενέστερων πατέρων, ἀ­να­το­λι­κῶν ἀλλά καί δυτικῶν (Κλή­μεν­τος, Ὠ­ρι­­γένους καί Αὐ­γου­στί­­νου), ἀνασκευάζει τήν θεωρία τῶν δυ­τι­κῶν ὅτι ὁ ἐπίσκοπoς Ρώμης εἶναι ὁ ἀντι­πρόσωπος τοῦ Χριστοῦ ἐπί γῆς καί ὁ ἑ­νω­τι­κός δεσμός τῆς Ἐκκλησίας (σελ. 77-80).
    Κατά τόν 4ο αἰ. τρεῖς τοπικές Σύνο­δοι (ἐν Ἀγκύρᾳ, ἐν Νεοκαισαρείᾳ καί ἐν Λα­δικείᾳ) συνέρχονται καί ὁρίζουν κανόνες ἀνα­γκαί­ους γιά τήν Ἐκκλησία χωρίς ἐνημέ­ρωση τοῦ πά­πα. Ἐπίσης μέχρι καί τόν 5ο αἰ. συγκα­λοῦν­ται Οἰ­κου­μενικές Σύνοδοι μέ πρωτοβουλία τῶν πα­τριαρχῶν καί τῶν αὐτοκρατόρων καί ὄχι τῶν παπῶν. Οἱ πάπες ἁπλῶς ἐκ­προσ­ω­ποῦν­ται ἀπό κάποιους ἐπισκό­πους τῆς Δύ­σε­ως καί περιορίζονται νά ἐπικυρώνουν τίς ἀ­ποφάσεις καί τούς κανόνες πού ὅριζε ἡ Ἐκ­κλησία στίς Οἰκουμενικές Συνόδους.
    Κατά τά τέλη τοῦ 5ου μέ ἀρχές τοῦ 6ου αἰ. (484-519) δημιουργεῖται ἕνα θερμό ἐπεισόδιο με­τα­ξύ τοῦ πάπα Φήλικος καί τοῦ πατριάρχη Κων/λεως Ἀκακίου, σέ σχέση μέ τήν Δ΄ Οἰ­κου­μενική Σύνοδο στήν Χαλκηδόνα καί τήν κα­­ταδίκη τοῦ Μονοφυσιτισμοῦ. Ὁ Φή­λικας ἀ­­φόρισε τόν Ἀκάκιο, ὁ Ἀκάκιος διέ­γραψε τόν Φήλικα ἀπό τά δίπτυχα τῆς Ἀ­νατολικῆς Ἐκ­­κλησίας. Αὐτή τήν ἔνταση ὁ ἅγιος Νε­κτά­ρι­ος τήν χαρακτηρίζει πρῶτο σχίσμα με­τα­ξύ Ἀνα­τολικῆς καί Δυτικῆς Ἐκκλησίας (σελ. 147ἑ). Τά πρά­γματα ἀποκατέστησε ἀργότερα ὁ πάπας Ἰωάννης Α΄˙ παραιτήθηκε ἀπό τίς ἀντι­κα­­νο­νικές ἀξιώ­σεις τῶν προκατόχων του καί ἦρθε σέ ἐ­πι­κοι­νωνία μέ τίς ἀ­να­τολικές ἐκκλησίες.
    Ὁ ἅγιος Νεκτάριος ἐντοπίζει σ’ αὐτή τήν ἐποχή τήν ἐμφάνιση τοῦ Παπισμοῦ, ἑνός συ­στήματος, ὅπως τό ὀνομάζει, τό ὁποῖο ἄλ­λο­τε ὑπη­ρε­τεῖται ἀπό τήν ἀλαζονεία ὁρισμένων παπῶν κι ἄλλοτε ἀναγκαστῶς τούς κατευθύ­νει σέ μία ἀντιπαράθεση μέ τήν Ἀνα­τολή, πα­ρά τίς δικές τους ἀγαθές δι­αθέσεις: «Ἡ ὀρθό­δοξος δυτική Ἐκκλησία», γράφει σχε­τικά, «πα­ρεσύρθη καί ἐξέβη τῆς εὐθείας ὁδοῦ, πι­ε­σθεῖσα ὑπό τῆς δυνάμεως τοῦ Πα­πι­σμοῦ. Πολ­λάκις τό πρόσωπον τῶν πα­πῶν συν­ε­ταυ­τίζετο μετά τοῦ παπισμοῦ, ἀλλ’ ἦτο δυνατόν καί νά διέφερεν, ἡ δύ­να­μις ὅμως τοῦ Παπι­σμοῦ οὐδέν ἐπέτρεπε τῷ πάπᾳ μή ὑ­παγο­ρευ­όμενον ὑπό τοῦ Παπι­σμοῦ» (σελ. 141).
    Τόν 6ο αἰ. ὁ πάπας Βιργίλιος δημιουργεῖ νέο ἐπεισόδιο. Εὑρισκόμενος στήν Κων­σταν­τινούπολη ἀρνεῖται νά συμμετάσχει στήν Ε΄ Οἰκουμενική Σύνοδο (553 μ.Χ.) ὄχι τόσο ἀπό δο­­γματική ἀντίθεση ὅσο λόγῳ τῶν πα­ρα­σκη­νιακῶν δε­σμεύ­σε­ών του στήν πα­ρά­τα­ξη τῶν μονοφυσιτῶν γιά τήν ἀν­τι­κα­­νονική ἀ­νάρ­ρη­σή του στόν παπικό θρό­νο. Ἐν­τού­τοις ἡ Σύ­νοδος συγκλήθηκε καί ὁ­λο­κλή­ρω­σε τίς ἐργα­σίες της παρά τήν θέ­λη­ση τοῦ πά­πα «ταπει­νοῦσα τήν παπικήν ὀφρῦν» (σελ. 152). Αὐτό εἶναι ἕνα χαρα­κτη­ρι­στι­κό πα­ρά­δει­γμα γιά τή στάση τῆς Ἐκκλησίας ἀ­πέ­ναντι στίς ἀξιώσεις τοῦ προκαθημένου τῆς Δυτικῆς Ἐκκλησίας. Ὅσο γιά τόν Βιρ­γί­λιο ὑπό τήν ἀπειλή τοῦ ἀ­ναθέματος τῆς Συν­όδου συνέταξε καί ἀπέ­στειλε σ’ αὐ­τήν ἐ­πι­στολή ταπεινοῦ καί συν­ε­σταλμένου ὕ­φους. Ἡ κρίση ἀποσοβήθηκε.
    Τόν 7ο αἰ. ἡ Πενθέκτη Οἰκουμενική Σύν­ο­δος ἐπικυρώνει μέ τούς κανόνες της τήν ἐκ­­κλησιαστική αὐτονομία καί ἀπο­κρού­ει τίς ἀ­­ξιώσεις τῶν παπῶν ἐπί τῆς Ἀ­να­τολῆς. Στά τέ­λη τοῦ 8ου αἰ. ἡ Ζ΄ Οἰκουμενική Σύνοδος (787 μ.Χ.) ἀνακηρύσσει τήν ἀναστήλωση τῶν εἰ­κό­νων καί τίς ἀποφάσεις της συν­υ­πογράφει καί ὁ πάπας Ἀδριανός. Λόγῳ πο­λι­τικῶν συμφε­ρόντων τῆς Δύσεως ὅμως τό 826 μ.Χ. ὁ πά­πας Εὐγένιος συναινεῖ στή σύγ­­κληση Συνόδου στό Παρίσι ἀπό φράγ­κους ἐπισκόπους οἱ ὁ­ποῖοι ἀ­κυ­ρώ­νουν τίς ἀ­­ποφάσεις τῆς Ζ΄ Οἰ­κου­μενικῆς Συν­όδου καί τάσσονται ὑπέρ τῶν εἰκονομάχων. Καθώς ἤ­δη ὁ Παπισμός εἶχε προβάλει τό ἀλάθητο τῶν παπῶν εὔλογα ὁ ἅγιος Νεκτάριος ἀναρωτιέται: «Τίς τῶν δύο παπῶν (ὁ Ἀδριανός πού ἐπεκύρωσε τίς ἀπο­φάσεις τῆς Ζ΄ Συνόδου ἤ ὁ Εὐγένιος πού τίς ἀπέρριψε) ἦτο ἀλάθητος;» (σελ. 203).
    Τόν 9ο αἰ. βρισκόμαστε πλέον στήν τε­λι­κή εὐθεία γιά τό σχίσμα καί τήν ἀποκοπή τῆς φραγκεμένης Δύσης ἀπό τήν ὀρθόδοξη ‘Εκ­κλησία. Τήν ἐκκλησιαστική καί πολιτική κατά­στα­­ση περιγράφει μέ ἔντονα χρώματα ὁ ἅ­­γι­ος Νεκτάριος: «Ἡ ἀκάθεκτος φιλαρχία καί φι­λοδοξία τά πάντα ἐμηχανεύ­σαντο, τά πάν­­τα ἐσοφίσθησαν, τά πάντα ἔ­δρασαν, ὅ­πως ἀνα­δείξωσι τούς πάπας ἡγε­μόνας τῆς Ἐκ­­­κλησίας καί τυράννους τῆς οἰ­κου­μέ­νης... αἱ ἁμαρτίαι ἐχαρακτηρίζοντο οὐχί ἐκ τῶν ἠ­­­θικῶν ἀρχῶν τοῦ ἱεροῦ Εὐαγγελίου, ἀλλ’ ἐκ τῶν ἠθικῶν ἀρχῶν τοῦ παπικοῦ προ­γρά­μ­­ματος... τήν εὐ­λάβειαν πρός τόν Θεόν ἀν­τικατέστησεν ἡ πρός τόν πάπα εὐλά­βεια... ἡ ἄρνησις πρός τόν πάπαν εὐλαβείας ἦν πρός τόν Θεόν ἀν­ευλάβεια...» (σελ. 207-208). Ἐπίσης «ἡ στά­σις τῶν παπῶν παρεῖχε πολλάς τῷ κρά­τει στε­νοχωρίας». Καί ἡ ἐπιγραμματική κατα­κλεί­δα: «Ἡ τῶν παπῶν συμ­πε­ρι­φορά κατά τόν ἔνα­τον αἰῶνα ἀπε­θρα­σύν­θη εἰς ἄκρον» (σελ. 209). Ἡ δέ ἀνάρρηση στόν πατριαρχικό θρό­νο τοῦ Φω­τίου ἔδωσε τό ἔν­αυσμα γιά τήν πολυπόθητη, ἐκ μέρους τῶν παπῶν ἀλλά καί τῶν φράγκων ἡγε­μό­νων τῆς Δύ­σεως, ἀνάμει­ξη στά τῆς Ἀνατολῆς.
    Κατά τήν κρίση τοῦ ἁγίου Νεκταρίου - ἀν­τίθετη μέ ἐκείνη πολλῶν ἱστορικῶν- ἡ ἀ­πο­μάκρυνση τοῦ Ἰγνατίου ἀπό τόν πα­τριαρχικό θρόνο καί ἡ ἐκλογή τοῦ Φωτίου ὡς οἰκουμε­νικοῦ πατριάρχη τήν συγ­κε­κρι­μέ­νη ἱστορική στιγμή, ἀ­ποτελεῖ συνετή πο­λι­τική κίνηση ἐκ μέρους τοῦ Βάρ­δα. Ἐντούτοις δημιούργησε καταστάσεις γιά τήν ἀντιμετώπιση τῶν ὁποί­ων ὁ Φώτιος συγκάλεσε τό 861 μ.Χ. Σύνοδο, ὅπου κλήθηκε κανονικά ὡς μέλος καί ὁ πά­πας Νικόλαος Α’. Τόν ἄνθρωπο αὐτόν οἱ ἱ­στορικοί τόν χαρακτηρίζουν φιλόδοξο καί ἀ­­λα­ζό­να «ὅστις ὅσον οὐδείς τῶν προκα­τό­χων του εἶχε τάς παραλογωτέρας ἐπί τοῦ θρό­νου το­υ ἀξιώσεις» (σελ. 205). Ὁ Νικόλαος, λοιπόν, ἐξέλαβε τήν πρόσ­κληση ὡς ἔκ­κλη­τον καί ἀπέ­στειλε στήν Σύνοδο τούς ἀν­τι­προσώπους του μέ δικα­στι­κή ἐξουσία, γιά νά ἐξετά­σουν τά γεγονότα τῆς ἀ­­νά­δειξης τοῦ Φωτίου, νά τόν ἐ­νημε­ρώ­σουν καί ἐκεῖνος ὡς ὑπέρ­τατη ἀρ­χή νά ἀπο­φανθεῖ γιά τό νόμιμο ἤ μή τῆς ἐκ­­λογῆς! Παρά ταῦτα ἡ Σύνοδος τῆς Κων­σταν­τι­νου­πό­λεως ἀδιαφό­ρησε γιά τούς σκο­πούς τοῦ πά­πα καί προ­χώ­ρησε στήν ἀνα­γνώριση τοῦ Φωτίου, στήν ἐκ νέου ἀ­πο­κή­ρυ­ξη τῶν εἰ­κονομάχων πού ἀ­να­ζω­πυ­ροῦν­το, καί συν­έταξε διάφο­ρους κανό­νες ἐ­­σωτερικῆς δι­οίκησης. Ἡ ἀντί­δραση τοῦ πά­πα Νι­κο­λά­ου ἦταν νά συγκαλέσει στήν Ρώ­μη Σύνοδο, ἡ ὁ­ποία καθήρεσε τόν Φώτιο. Τήν ἴ­δια στάση κράτησε καί ὁ διάδοχος τοῦ Νι­κο­λάου Ἀδρι­ανός Β΄. Προσπάθησε μάλι­στα χρη­σι­μο­ποι­ώντας δυ­σαρε­στη­μέ­νους ἀπό τόν Φώ­τιο ἀ­νατολικούς ἐπι­σκό­πους νά συγ­­­­­­κα­λέ­σει «οἰ­κουμενική» Σύ­νοδο καί νά δώ­­σει τήν ἐντύ­πωση τῆς ἑνώ­σε­ως ὑπό τούς ὅρους φυσικά τῆς Δύσεως.
    Μετά τήν τελική ἐπάνοδο τοῦ Φωτίου στόν πατριαρχικό θρόνο τά πράγματα πῆ­ραν ἄλλη τροπή. Πάπας τῆς Ρώμης ἦταν αὐ­τήν τήν ἐποχή ὁ Ἰωάννης Η’, με­τρι­ο­πα­θής στόν χαρακτήρα καί πρό­θυ­μος νά συν­ά­ψει σχέσεις μέ τόν Φώτιο. Δέχθηκε νά μήν ἐ­πεμ­βαίνει στά ἐκκλησιαστικά θέματα τῆς Βουλ­γαρίας καί νά ζητήσει συγχώρεση γιά τίς πα­ρεμβάσεις του σέ ἀπό κοινοῦ συγκαλού­με­νη Σύνοδο. Καλή διά­θεση ἐπέ­δει­ξε καί ὁ Φώ­τιος. Ἔτσι τό 879 μ.Χ. συγκλήθηκε στήν Κων­σταν­τινούπολη Σύνοδος μέ πρόεδρο τόν Φώτιο, ἐκ­προσ­ώ­πους ὅλων τῶν Πατριαρχείων καί τοῦ πάπα Ρώ­μης. Οἱ ἀποφάσεις τῆς Συνόδου, τήν ὁποία ὁ ἅγιος Νεκτάριος ἀ­ναφανδόν ἀ­ποκαλεῖ Η’ Οἰκουμενική Σύν­οδο, ἔχουν ὡς ἑ­ξῆς:
    α) Κυ­ρώθηκε ὁ ὅρος τῆς πίστεως τῆς Α΄ καί Β΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου.
    β) Ἀπαγορεύθηκε ὁποιαδήποτε προ­σθήκη στό Σύμβολο τῆς πίστεως.
    γ) Ἀναγνωρίσθηκε ἡ ἰσότητα τῶν ἀ­ξι­ωμά­των τῶν ἐπισκόπων Ρώμης καί Κων­σταντι­νουπόλεως.
    δ) Ἀναγνωρίσθηκε τό ἀπόλυτο κῦ­ρος τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων.
    Ὁ ἅγιος Νεκτάριος παραθέτει ἐπιστολή τοῦ Ἰωάννου Η΄ σύμφωνα μέ τήν ὁποία γί­νον­ται ἀποδεκτές οἱ ἀποφάσεις τῆς Συν­ό­δου. Οἱ δυτικοί θεολόγοι ὅμως ἀρνοῦνται νά ἀνα­γνωρίσουν αὐτή τήν ἐπικύρωση.
    Ἔτσι ἔχει ἡ κατάσταση ὅταν, γιά κα­θαρά πολιτικές σκοπιμότητες, ὁ αὐτοκράτωρ Λέων­ Στ΄ ἐκ­θρονί­ζει καί ἐξορίζει τόν Φώτιο, ὁ ὁ­ποῖ­ος ἐξόρι­στος θά τελειώσει τήν πολυ­κύ­μαν­τη ζωή του τό 891 μ.Χ. Σ’ αὐτήν τήν ἄδικη καί παράνομη ἐκθρόνιση τοῦ Φωτίου ἡ Δύση κράτησε κα­θαρά μνησίκακη στάση. Ἀποδέ­χθηκε τό γεγο­νός μέ ἔκδηλη χαρά, καθόσον πάγια ἀξίωσή της ἦταν νά δεῖ τόν Φώτιο τα­πει­νωμένο στίς τάξεις τῶν λαϊκῶν.
    Καί ὁ ἅγιος συγγραφέας κλείνει τόν πρῶ­το τόμο τῆς «Μελέτης» του μέ τά ἑξῆς θλιβε­ρά ἐρωτήματα: «Τί πρός ταῦτα νά εἴπῃ τις; νά κλαύσῃ ἤ νά μυκτηρίσῃ τάς τοιαύτας τῶν παπῶν τῆς Δύσεως ἀξιώσεις; Φρονῶ ὅτι δέον νά κλαύσῃ, διότι πολλά τό Ἑλληνικόν Ἔθνος ἔχυσε δάκρυα διά τούς τοιούτους πάπας, οἵ­τινες ἐγένοντο οἱ κακοί δαίμονες τῆς Ἀνατο­λικῆς Ἐκκλησίας καί τοῦ Ἑλληνικοῦ Ἔθνους» (σελ. 298). Δυστυχῶς καί στήν συνέχεια τῆς ἱ­στορικῆς διαδρομῆς δέν μεταβλήθηκαν οἱ ἀ­ξιώσεις καί οἱ ἐπιδιώξεις τῶν παπῶν, ὅπως διαβάζουμε στόν δεύτερο τόμο τῆς Ἱστορικῆς μελέτης τοῦ ἁγίου Νεκταρίου. Περί αὐτοῦ ὅ­μως, ἄλλη φορά.


Στέργιος Ν. Σάκκος

Κατηγορία Οἰκουμενισμός
Πέμπτη, 15 Μάιος 2014 03:00

Ἀγωνία, ὄχι φοβία

   Κατά τήν ἐκτίμηση μεγάλων συγχρόνων πνευματικῶν πατέρων, ὁ οἰκουμενισμός χαρακτηρίζεται παναίρεση καί θεωρεῖται ὡς τό πιό ἐπικίνδυνο πρόσωπο τοῦ συγχρόνου ἀντίχριστου.
   Εἶναι, φαντάζομαι, σέ ὅλους γνωστή ἐκείνη ἡ γουστόζικη ἀλλά καί τραγική ἱστορία γιά τόν βοσκό τόν ψεύτη: Φώναζε «λύκος στά πρόβατα», ὄχι διότι πράγματι ἔβλεπε λύκο, ἀλλά γιά νά διασκεδάζει μέ τόν τρόμο τῶν συγχωριανῶν του πού ἀνυποψίαστοι ἔτρεχαν νά τόν βοηθήσουν. Μετά ἀπό ἀλλεπάλληλες διαψεύσεις ὁ ψεύτης βοσκός ἔχασε τήν ἀξιοπιστία του. Ἔτσι, ὅταν πραγματικά κινδύνευε τό κοπάδι του ἀπό τούς λύκους κι ἐκεῖνος ἀπεγνωσμένα κραύγαζε, κανείς δέν ἦρθε νά τόν βοηθήσει. Δέν πίστευαν ὅτι ἐμφανίσθηκε λύκος!
   Φοβοῦμαι πώς σέ ἕνα τέτοιο ἀποτέλεσμα θά ὁδηγήσει ἡ κινδυνολογία περί ἐμφανίσεως τοῦ ἀντιχρίστου καί Δευτέρας Παρουσίας τοῦ Κυρίου, στήν ὁποία ἀρέσκονται διάφοροι σύγχρονοι κήρυκες, θεολόγοι καί θεολογίζοντες ἀριβίστες, κληρικοί καί λαϊκοί. Τό ἐπαναλαμβανόμενο κήρυγμά τους, πρός ἐπίρρωση τοῦ ὁποίου δέν διστάζουν νά παρερμηνεύουν καί νά διαστρεβλώνουν καί τά νοήματα τῆς ἁγίας Γραφῆς, ταράσσει καί ἀναστατώνει τόν εὐσεβῆ ἑλληνικό λαό, γεμίζοντας τίς δικές τους τσέπες (βλ. Ττ 1,11).
   Τό θέμα δέν εἶναι τωρινό. Εἶχε ἀναστατώσει τήν κοινή γνώμη πρίν δυόμισι δεκαετίες ἐξ ἀφορμῆς ἑνός βιβλίου γραμμένου ἀπό κάποια προτεστάντισσα ἀμερικανίδα ἀεροσυνοδό. Στό βιβλίο αὐτό στηρίχθηκαν ἄρθρα, περιοδικά καί βιβλία ξένων καί Ἑλλήνων, αἱρετικῶν ἀλλά καί ὀρθοδόξων, πού μέ ἔμφαση τόνιζαν τήν ἔλευση τοῦ ἀντιχρίστου. Εἶχε γεννηθεῖ, ἔλεγαν, στό Σικάγο ἀπό μία Ἑβραία τῆς φυλῆς Δάν. Τόν παρουσίαζαν μάλιστα καί σέ φωτογραφία! Ἦταν ἕνας νέος εἰκοσιεπτά ἐτῶν μέ ἀπαίσια ἐμφάνιση, πού σύμφωνα μέ τίς «προφητεῖες» θά φανερωνόταν ὡς ἀντίχριστος σέ τρία χρόνια. Δέν ἦταν λίγοι ἐκεῖνοι πού πίστεψαν στά λεγόμενα καί πανικοβλήθηκαν ἀπό αὐτά. Μερικοί, μάλιστα παιδιά, ὁδηγήθηκαν καί σέ ψυχιάτρους. Ὑπῆρξαν δέ καί περιπτώσεις ἀνθρώπων πού παραφρόνησαν ἀπό τόν φόβο καί ἔφθασαν ὥς τήν αὐτοκτονία.
   Σήμερα, μετά ἀπό τριάντα περίπου χρόνια, οἱ περιβόητες «προφητεῖες» παραμένουν ἀνεκπλήρωτες καί ὅσοι τίς πίστεψαν ἀπατημένοι. «Ὁ δέ ταράσσων ὑμᾶς βαστάσει τό κρῖμα, ὅστις ἄν ᾖ» (Γα 5,10), θά ἐπαναλάμβανε μέ πόνο ὁ ἀπόστολος Παῦλος. Ἀλλά ὁ ἀπληροφόρητος καί ἀκαλλιέργητος κόσμος φορτώνει, βέβαια, καί αὐτό τό κρῖμα στήν ἄσπιλη καί ἄμωμη Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ. Ἐκείνην ἐκλαμβάνει ὡς εἰσηγήτρια τῶν ἀντιχριστολογικῶν κηρυγμάτων καί τήν μέμφεται ὡς ἀναξιόπιστη.
   Ἡ βδελυρή αὐτή ἀδικία καί ἀνήκουστη βλασφημία δέν πτοεῖ, δυστυχῶς, καθόλου τούς ἐπίδοξους «προφῆτες». Ἄν καί αὐτοσυστήνονται ὡς ἀμύντορες τῆς Ὀρθοδοξίας, δέν ἀντιλαμβάνονται ὅτι συμπλέουν μέ αἱρετικούς καί προβάλλουν αἱρετικές δοξασίες. Μέ ἀμείωτο ἐνθουσιασμό συνεχίζουν τήν ἀντιχριστολογία καί τήν κινδυνολογία, ἡ ὁποία βεβαίως τούς ἐπιφέρει ἱκανοποιητικά κέρδη. Προβαίνουν σέ νέες ἐκδόσεις, ὅπου ὁρίζουν νέες ἡμερομηνίες. Ὁ κόσμος πανικοβλημένος σπεύδει νά πληροφορηθεῖ τίς καινούργιες «προφητεῖες» νομίζοντας μάλιστα ὅτι ἔτσι ἐκπληρώνει μέγα θρησκευτικό καθῆκον. Ἀπό τήν ἄλλη πλευρά οἱ ὀρθολογίζοντες καί οἱ πάσης φύσεως ἐχθροί τῆς Ἐκκλησίας βρίσκουν ἕνα πολύ εὔλογο ἐπιχείρημα γιά νά τήν κατηγοροῦν καί νά τήν διασύρουν, καί... ὁ χορός καλά κρατεῖ.
   Τό ζήτημα περί ἀντιχρίστου καί Δευτέρας Παρουσίας τοῦ Κυρίου εἶναι βασικό γιά τόν θεολογικό μας καταρτισμό, ἑλκυστικό γιά τό μυστήριο πού κρύβει, ἐπίκαιρο γιά τόν θόρυβο πού δημιουργεῖται γύρω ἀπό αὐτό, ἀλλά καί ἀναγκαῖο νά τό γνωρίζουμε.
   Ἡ ἁγία Γραφή, πού μᾶς ἀποκαλύπτει τόν ἀληθινό Θεό καί μᾶς διδάσκει τόν τρόπο τῆς σωτηρίας, παρουσιάζει ἐπίσης τό πρόσωπο τοῦ σατανᾶ καί ἀποκαλύπτει τίς μεθοδεῖες του ἐναντίον τῆς ψυχῆς μας. Ἐκείνους πού συνειδητά ἐντάσσονται στήν Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ καί ὑποτάσσονται στό δικό Του θέλημα, δέν μπορεῖ νά τούς πειράξει σέ τίποτε ὁ σατανᾶς. Ἔχει ὅμως τήν δυνατότητα νά ἐμπνέει καί νά κατευθύνει ἀπόλυτα ἐκείνους πού τοῦ παραδίδουν τόν ἑαυτό τους. Τούς διαποτίζει μάλιστα μέ τήν σατανική του δύναμη καί τούς μεταχειρίζεται ὡς ὄργανά του στό ἀπαίσιο ἔργο του. Αὐτοί εἶναι οἱ ἀντίχριστοι. Κατεξοχήν δέ ἀντίχριστος ὀνομάζεται τό πρόσωπο στό ὁποῖο ἡ ταύτιση καί ἡ συνεργασία μέ τόν σατανᾶ θά φθάσει στόν τέλειο δυνατό βαθμό. Ὁ ἅγιος Χρυσόστομος γράφει χαρακτηριστικά: «Τίς ὁ ἀντίχριστος ἐστιν; Ἆρα ὁ σατανᾶς; Οὐδαμῶς· ἀλλ᾿ ἄνθρωπός τις πᾶσαν αὐτοῦ δεχόμενος τήν ἐνέργειαν». Ὁ ἀντίχριστος θά εἶναι κάποιος ἄνθρωπος πού θά ἐνεργεῖται ἀπόλυτα ἀπό τόν σατανᾶ. Πότε θά ἐμφανισθεῖ στόν κόσμο; Πρίν ἀπό τήν Δευτέρα Παρουσία τοῦ Κυρίου, τῆς ὁποίας τήν φανέρωση δέν γνωρίζει κανείς (βλ. Πρξ 1,7). Δέν εἶναι τῆς ὥρας οὔτε ὁ περιορισμένος χῶρος ἑνός ἄρθρου ἐπιτρέπει νά ἀναπτύξω τό θέμα αὐτό. Ἄλλωστε ἔχουν γραφεῖ πολλά καί εἶναι γνωστή ἡ σχετική διδασκαλία τῆς ἁγίας Γραφῆς, ὅπως τήν ἀποδίδουν οἱ ἅγιοι πατέρες καί τήν βιώνει ἡ ὀρθόδοξη Ἐκκλησία μας. Ἐδῶ θά ἀρκεσθῶ σέ μία πρακτική παρατήρηση:
   Σύμφωνα μέ τίς μαρτυρίες τῆς ἁγίας Γραφῆς ὁ Κύριος θά ξαναέρθει γιά νά κρίνει τόν κόσμο. Ὁ ἐρχομός του θά γίνει ξαφνικά, σέ ὥρα ἄγνωστη. Αὐτό μᾶς ὑποχρεώνει νά τόν περιμένουμε κάθε στιγμή. Τήν ἀναμονή μάλιστα ἐπιτείνουν «τά σημεῖα τῶν καιρῶν», ἕνα ἀπό τά ὁποῖα εἶναι καί ἡ ἔλευση τοῦ ἀντιχρίστου. Ὁ Κύριος παραγγέλλει νά παρακολουθοῦμε τά σημεῖα τῶν καιρῶν καί νά τά διακρίνουμε, ὥστε νά προσευχόμαστε μέ ἀγωνία καί νά εἴμαστε ἄγρυπνοι τήν ὥρα τῆς κρίσεως. Ἔτσι προετοιμαζόμαστε καί καλλιεργούμαστε πνευματικά, ὥστε κι ἄν δέν συντελεσθεῖ ἡ Δευτέρα Παρουσία κατά τήν ἐπίγεια ζωή μας, ὁ θάνατος νά μᾶς βρεῖ ἕτοιμους.
   Μέ αὐτή τήν νοοτροπία ὁ πιστός ἔχει πάντοτε ἐνδιαφέρον καί ἀγωνία γιά τά θέματα πού προκύπτουν σχετικά μέ τήν ἐμφάνιση τοῦ ἀντιχρίστου. Δέν ἀδιαφορεῖ π.χ. γιά τίς περιβόητες ἠλεκτρονικές ταυτότητες, τόν γραμμικό κώδικα (bar code), τό Α.Μ.Κ.Α. καί τά παρόμοια, γιά τά ὁποῖα τόσος θόρυβος γίνεται σήμερα, ἀλλά οὔτε παρασύρεται ἀπό τούς ἐπιτηδείους. Γιά ὅλα αὐτά, ὅπως καί ἄλλοτε τό ἔχω πεῖ, θά περιμένουμε νά ἀποφανθοῦν οἱ εἰδικοί ἐπιστήμονες καί νά ἀποφασίσουν οἱ ἁρμόδιοι φορεῖς, ἡ Ἱεραρχία τῆς Ἐκκλησίας. Δέν μπορεῖ νά ἀποφαίνεται «ὁ πᾶσα ἕνας», νά καθορίζει καί νά προσδιορίζει τόν χρόνο ἐλεύσεως τοῦ ἀντιχρίστου καί νά ἐντέλλεται στούς χριστιανούς πολεμική ἤ ἀντίδραση ἡ ὁποία τούς ἀποδεικνύει φαιδρούς στά μάτια τοῦ κόσμου, τούς ἀποχαυνώνει πνευματικά καί τελικά τούς ἀπο- προσανατολίζει, τούς ὁδηγεῖ ἐκτός σωτηρίας.
   Σήμερα, γιά παράδειγμα, θέμα μεῖζον γιά τήν πίστη μας εἶναι ὁ οἰκουμενισμός. Κατά τήν ἐκτίμηση μεγάλων συγχρόνων πνευματικῶν πατέρων, ὅπως εἶναι ὁ μακαριστός π. Ἰουστῖνος Πόποβιτς, ὁ γέροντας ἐπίσκοπος π. Αὐγουστῖνος Καντιώτης κ.ἄ., χαρακτηρίζεται παναίρεση καί θεωρεῖται ὡς τό πιό ἐπικίνδυνο πρόσωπο τοῦ συγχρόνου ἀντιχρίστου. Κι εἶναι, στ᾿ ἀλήθεια, τραγικό ὅταν τό ἐνδιαφέρον τῶν χριστιανῶν ἀναλίσκεται στό Α.Μ.Κ.Α. καί σέ παρόμοια ἀμφιλεγόμενα ζητήματα, τήν ὥρα πού ὁ οἰκουμενισμός κυριολεκτικά ἁλωνίζει. Δέν βρίσκεται ἁπλῶς «πρό τῶν πυλῶν», ἀλλά ἔχει ἤδη εἰσβάλει ἀνενόχλητος στήν Ἐκκλησία. Ἀποκοιμίζει τούς χριστιανούς μέ τά δολερά κηρύγματά του περί ἑνότητας καί ἀγάπης.  Κι ἐνῶ ἡ Ἐκκλησία εἶναι μία, ὅπως ἕνας εἶναι ὁ Ἰησοῦς Χριστός, ἡ παναίρεση τοῦ οἰκουμενισμοῦ βαφτίζει «ἀδελφές ἐκκλησίες» καί ὅλες τίς αἱρέσεις, παπισμό, προτεσταντισμό καί ὅ,τι ἄλλο. Ἔτσι δέν ὑποτιμᾶ μόνο τήν μία ἁγία καθολική καί ἀποστολική Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία, ἀλλά ἀδικεῖ καί ὅλους τούς αἱρετικούς· δημιουργώντας τους τήν ἐντύπωση ὅτι καί αὐτοί ἀνήκουν στήν Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ, τούς στερεῖ τήν δυνατότητα νά ἀναζητήσουν τήν ἀλήθεια καί νά ἐπιστρέψουν σ’ αὐτήν. Τούς κρατᾶ ἐκτός σωτηρίας!
   Στῶμεν καλῶς! Ἡ ἁγία Γραφή μᾶς παρέχει ὅλα τά ἀπαραίτητα στοιχεῖα γιά νά κατανοήσουμε τά σημεῖα τῶν καιρῶν καί νά μήν αἰφνιδιασθοῦμε ἀπό τήν ἐμφάνιση τοῦ ἀντιχρίστου. Μᾶς παρέχει ὅμως καί τήν διαβεβαίωση ὅτι ὁ ἀντίχριστος δέν θά μᾶς συμπεριλάβει στούς ὀπαδούς του χωρίς νά τό θέλουμε. Δέν πρέπει, λοιπόν, νά μᾶς τρομάζουν οἱ κατ᾿ ἐπανάληψη διαψευδόμενες «προφητεῖες» τῶν ποικιλωνύμων κινδυνολόγων ψευδοπροφητῶν, τούς ὁποίους ἀποδοκιμάζει ὁ ἴδιος ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ (βλ. Δε18,22).
   Στό χέρι μας εἶναι νά μείνουμε στό βασίλειο τοῦ Χριστοῦ καί μέ μία δημιουργική ἀγωνία νά διατηρήσουμε τήν πίστη μας ἀλώβητη ἀπό τίς πλάνες καί τίς κακοδοξίες καί τήν ζωή μας ἀμίαντη ἀπό τήν διαφθορά. Αὐτό σημαίνει ὅτι δέν θά δεχθοῦμε τό σφράγισμα τοῦ ἀντιχρίστου οὔτε στό μέτωπο οὔτε στό χέρι μας (βλ. Ἀπ 13,16). Ἔτσι, μέ πνευματική ἀγωνία ἀλλά χωρίς φοβίες καί πανικό, ὄχι μόνο θά μείνουμε ἀνέγγιχτοι ἀπό τίς ἐνέργειες τοῦ ἀντιχρίστου, ἀλλά καί θά τόν συντρίψουμε μέ τήν δύναμη τοῦ Θεοῦ, διότι «μείζων ἐστίν ὁ ἐν ὑμῖν ἤ ὁ ἐν τῷ κόσμῳ» (Ἰω 4,4).


Στέργιος Ν. Σάκκος

Κατηγορία Οἰκουμενισμός
Πέμπτη, 15 Μάιος 2014 03:00

Ἡ μόνη ἐλπίδα

   ῾Η σθεναρή προσήλωση τῆς ᾿Ορθοδοξίας στά ἱερά δόγματά της δέν ἀντιβαίνει στήν ἱεραποστολικότητα πού τή διακρίνει. Βεβαίως εἶναι ἀνοιχτή σέ ὅλους ἡ ᾿Ορθοδοξία. ῾Η παρουσία της στόν κόσμο ἀποτελεῖ πρόσκληση καί πρόκληση γιά ὅλους τούς καλοπροαίρετους. Χωρίς νά καταδυναστεύει τήν ἐλευθερία τῶν ἑτεροδόξων μέ ἀθέμιτους προσηλυτισμούς, πιστή στήν ἐντολή τοῦ θείου Δομήτορά της ἡ ᾿Εκκλησία πορεύεται πρός «πάντα τά ἔθνη» καί τά καλεῖ νά μαθητεύσουν κοντά της (βλ. Μθ 28,19. Πρβλ. Πρξ 1,8). Μέ ἀπόλυτο σεβασμό πρός τό ἀνθρώπινο πρόσωπο καί πρός τίς ἐθνικές, γλωσσικές, μορφωτικές, πολιτισμικές καί λοιπές ἰδιαιτερότητές του, δέν τό ἀναγκάζει νά πιστεύσει. Τοῦ ἐκθέτει ἁπλῶς τή μαρτυρία της καί τό καλεῖ νά τή γευθεῖ προσωπικά.
    Μνημονεύω ἐνδεικτικά τήν περίπτωση τῶν Σλάβων. Τούς ἐκχριστιάνισε τό ὀρθόδοξο Βυζάντιο, χωρίς ὅμως νά τούς ἐξελληνίσει. Οἱ ἕλληνες, μάλιστα, ἱεραπόστολοι Κύριλλος καί Μεθόδιος ἔγιναν καί οἱ θεμελιωτές τοῦ σλαβικοῦ πολιτισμοῦ καταρτίζοντας τό σλαβικό ἀλφάβητο, τό λεγόμενο κυριλλικό. ᾿Αργότερα, ὅταν ἦρθαν οἱ παπικοί, ἐντελῶς ἀψυχολόγητα καί ἀδικαιολόγητα ἐπιχείρησαν νά ἐκλατινίσουν τούς Σλάβους ἐπιβάλλοντας τή λατινική ὡς λειτουργική γλώσσα.
    Σατανική προσηλυτιστική ἀπόπειρα τῶν παπικῶν γιά τήν κατάλυση τῆς ᾿Ορθοδοξίας ἀποτελεῖ ὁ δούρειος ἵππος τῆς οὐνίας. «᾿Εκμεταλλευόμενοι τήν δυστυχίαν τῶν λαῶν τῆς ᾿Ανατολῆς, μέ δοράς προβάτων ὑπεισῆλθον οἱ φοβεροί αὐτοί λύκοι (οἱ οὐνίτες) εἰς τάς μάνδρας καί ἀπεδεκάτισαν τά πρόβατα», γράφει χαρακτηριστικά ὁ αἰωνόβιος ἐπίσκοπος πρώην Φλωρίνης π. Αὐγουστίνος Καντιώτης (᾿Αντιπαπικά, σελ. 44). ᾿Απευθυνόμενος δέ στό Βατικανό ὁ σεβάσμιος γέροντας τονίζει· «᾿Εάν θέλετε, κύριοι, νά ἔλθῃ ἡ ποθητή ἐκείνη ἡμέρα “τῆς τῶν πάντων ἑνώσεως”, παύσατε νά μεταχειρίζεσθε τοιαύτας μεθόδους, πού... προκαλοῦν φρίκην εἰς πᾶσαν ἀδιάφθορον συνείδησιν καί εὐρύνουν τό ἀνοιγέν χάσμα μεταξύ ᾿Ανατολῆς καί Δύσεως. ῾Η ὁδός ἡ ἄγουσα πρός τήν ἕνωσιν δέν διέρχεται διά τῆς οὐνίας ἀλλά διά τῆς ὁδοῦ ἐκείνης, τήν ὁποίαν ἐχάραξεν ὁ Θεάνθρωπος εἰπών· “Γνώσεσθε τήν ἀλήθειαν καί ἡ ἀλήθεια ἐλευθερώσει ὑμᾶς” (᾿Ιω 8,32)» (ἔ.ἀ., σελ. 51).
    ῾Η οὐνία κατόρθωσε νά παρασύρει στά δίχτυα της πληθυσμούς ὁλόκληρους καί νά ἐπιφέρει μεγάλη ἀναστάτωση. Μόνο ἀπό τήν ὀρθόδοξη ᾿Εκκλησία τῆς Πολωνίας ἔχουν ἀποσπασθεῖ δύο ἑκατομμύρια, πού ὡς οὐνίτες εἶναι ἀπόλυτα ἐνταγμένοι στήν κυριαρχία τοῦ πάπα. Καί πρόσφατα, στή δεκαετία τοῦ 1990, οἱ ὀρθόδοξοι τῆς Οὐκρανίας πού πρόβαλαν ἀντίσταση στίς πιέσεις τῶν οὐνιτῶν, γι᾿ αὐτόν ἀκριβῶς τό λόγο, θρήνησαν τήν ἁρπαγή πολλῶν ναῶν καί τήν κακοποίηση πολλῶν πιστῶν.
    ῾Η οὐνία παρεισφρύει ὕπουλα. ῾Η ᾿Ορθοδοξία φανερά καί ἁπλά καταθέτει τή μαρτυρία της στόν σύγχρονο κόσμο. ῎Ηδη στό ἐξωτερικό, ὅπου ὑπάρχουν κοινότητες ὀρθοδόξων, ἀποτελοῦν μία ζωντανή μαρτυρία τοῦ αὐθεντικοῦ Χριστιανισμοῦ καί ἕναν πόλο ἕλξεως γιά τίς καλοπροαίρετες ψυχές πού βρέθηκαν στήν πλάνη τῆς παπικῆς ἤ προτεσταντικῆς αἱρέσεως. Καί δέν εἶναι σπάνιες οἱ περιπτώσεις ἀνθρώπων οἱ ὁποῖοι ἐπιστρέφουν στήν ᾿Ορθοδοξία, γιά νά βροῦν ἐκεῖ αὐτό πού μάταια ἀναζήτησαν στίς λεγόμενες χριστιανικές ὁμολογίες. Εἶναι ἄπρεπο, ἀνέντιμο καί ἐγκληματικό νά ἀρνούμαστε σ᾿ αὐτούς τούς ἀνθρώπους τήν πρόσβαση στήν ᾿Ορθόδοξη πίστη μέ τή δικαιολογία ὅτι τάχα καί οἱ ἄλλες ὁμολογίες καλές εἶναι, τόν ἴδιο Χριστό πιστεύουν κτλ. ῞Ενας εἶναι ὁ Χριστός, μία καί ἡ σώζουσα πίστη. Δέν σώζει οὔτε ὁ παπικός ὀρθολογισμός οὔτε ἡ προτεσταντική ἐλευθεριότητα.
    ᾿Αξίζει νά θυμηθοῦμε ἐδῶ αὐτό πού εἶχε γράψει πρίν μερικές δεκαετίες ὁ ἀείμνηστος π. ᾿Ιουστίνος Πόποβιτς· «Χωρίς τήν ἀποστολικήν καί ἁγιοπατερικήν ὁδόν, χωρίς τήν ἀποστολικήν καί ἁγιοπατερικήν ἀκολούθησιν ὄπισθεν τοῦ μόνου ἀληθινοῦ καί ἀειζώου Θεοῦ, τοῦ Θεανθρώπου Σωτῆρος Χριστοῦ, εἶναι βέβαιον ὅτι ὁ ἄνθρωπος θά καταποντισθῇ εἰς τήν νεκράν θάλασσαν τῆς εὐρωπαϊκῆς πολιτισμένης εἰδωλολατρίας καί ἀντί τοῦ Ζῶντος καί ᾿Αληθινοῦ Θεοῦ, θά λατρεύσῃ τά ψευδοείδωλα τοῦ αἰῶνος τούτου, εἰς τά ὁποῖα δέν ὑπάρχει σωτηρία, οὔτε ἀνάστασις οὔτε θέωσις διά τό θλιμμένον ὄν, τό ὀνομαζόμενον ἄνθρωπος» (᾿Ορθόδοξος ᾿Εκκλησία καί Οἰκουμενισμός, σελ. 252).
    ῾Η σημερινή κατάσταση τοῦ λεγομένου δυτικοῦ χριστιανικοῦ κόσμου ἐπαληθεύει θλιβερά τήν πρόβλεψη τοῦ ἁγίου ἐκείνου ἀνθρώπου. ῾Η θρησκευτική πλάνη τῆς Δύσης ὁδήγησε σέ ἀδιέξοδα ἀπελπισίας. Οἱ πυκνές αὐτοκτονίες, ἡ ἀπαξίωση τῆς ζωῆς μέ τήν ἀχαλίνωτη ροπή σέ κάθε εἴδους κατάχρηση, τά ναρκωτικά ἀλλά καί ἡ στροφή πολλῶν εὐρωπαίων χριστιανῶν στίς ἀποκρυφιστικές ἀνατολικές θρησκεῖες καί σ᾿ αὐτόν τό Μουσουλμανισμό εἶναι, νομίζω, ἕνας σοβαρός δείκτης. Εἶναι βέβαια γεγονός ὅτι ἡ ραγδαία ἐπίδραση τοῦ δυτικοῦ πολιτισμοῦ κατέστησε συνηθισμένα καί ἐδῶ στήν πατρίδα μας ἔκτροπα αὐτοῦ τοῦ εἴδους. Μπορεῖτε ὅμως νά φαντασθεῖτε πόσο αὐτά θά αὐξηθοῦν, ὅταν ἡ ᾿Ορθοδοξία παραιτηθεῖ ἀπό τήν ἀλήθεια καί ταυτισθεῖ μέ τίς δυτικές αἱρετικές θέσεις;
    ῾Η προχωρημένη κοινωνική ἀποσύνθεση εἶναι ἀδιάψευστος μάρτυρας τῆς πνευματικῆς χρεωκοπίας τῆς Δύσεως. ῾Η νομιμοποίηση τῶν γάμων μεταξύ ὁμοφυλοφίλων, ἡ ἱεροσύνη τῶν γυναικῶν καί τόσες ἄλλες παρεκτροπές ἔχουν ὁδηγήσει πολλούς στήν ἀηδία καί ἀπομάκρυνση ἀπό τόν «δυτικό χριστιανισμό». Εἶναι ἐνδεικτικό τό γεγονός ὅτι στό Λονδίνο καί σέ ἄλλες μεγάλες πόλεις τῆς ᾿Αγγλίας, ἐδῶ καί δεκαετίες, ἔχει ἀρχίσει τό ξεπούλημα τῶν ναῶν. ᾿Από ἄμεση πηγή καί προσωπική ἐμπειρία γνωρίζω ὅτι στήν ᾿Αγγλία τό 1982 περίπου 2.000 ναοί εἶχαν ξεπουληθεῖ σέ διάφορες ἐπιχειρήσεις καί καταστήματα. Παρόμοιες πωλήσεις ἔκαναν καί οἱ παπικοί στή Γερμανία καί σέ ἄλλες χῶρες τῆς Εὐρώπης, ὅπως καί στήν ᾿Αμερική.
    Τί δείχνουν ὅλα αὐτά; Δείχνουν ὅτι δέν μᾶς χρειάζεται «νέα ἐκκλησία», ἀλλά ρίζωμα στήν πρώτη καί αἰώνια ᾿Εκκλησία, στήν ᾿Ορθοδοξία. Εἶναι δέ ἐνθαρρυντικό τό γεγονός ὅτι, παρ᾿ ὅλες τίς ἐλλείψεις τῶν ὀρθοδόξων, ἡ ᾿Ορθοδοξία σήμερα κτίζει ναούς καί ἐπανδρώνει μοναστήρια. «Προτεστάντες καί Ρωμαιοκαθολικοί», γράφει ὁ πρώην προτεστάντης ͺἶὰὃὂ ὣὴ῍ὰὸὺὺὸἶ, «ὡς ἄτομα πρέπει νά προσκληθοῦν νά ἐπιστρέψουν στό σπίτι, στήν ἀληθινή ἀρχαία ᾿Εκκλησία· στήν ᾿Ορθόδοξη ᾿Εκκλησία. Τά θυσιαστήριά μας εἶναι καθαρά, οἱ Λειτουργίες μας ἀνέπαφες καί τό Πνεῦμα κατοικεῖ στά ἱερά μας. ᾿Εμεῖς δέν ἔχουμε ἀλλάξει. ᾿Εμεῖς πρέπει νά μοιραστοῦμε αὐτό τό ζωντανό νερό μέ τόν διψασμένο κόσμο. ᾿Εμεῖς οἱ ᾿Ορθόδοξοι χριστιανοί πρέπει νά ἔχουμε τό θάρρος νά σταθοῦμε στά πόδια μας καί νά μήν εἴμαστε πλέον ἐκεῖνοι πού κάνουν τήν ᾿Ορθόδοξη ᾿Εκκλησία ἀόρατη, “τό πιό καλά κρυμμένο μυστικό στήν ᾿Αμερική”» (᾿Αναζητώντας τήν ᾿Ορθόδοξη πίστη στόν αἰώνα τῶν ψεύτικων θρησκειῶν. Χορεύοντας μόνος, μετφρ. π. Αὐγουστίνου Μύρου, ἔκδ. Β´, Κοζάνη 2004, σελ. 513).
    ῾Η ᾿Ορθοδοξία εἶναι ἡ μόνη ἐλπίδα τοῦ κόσμου καί ὀφείλει νά παραμείνει σταθερή στά δόγματά της, ἀναλλοίωτη καί ἀπαραχάρακτη. ῎Οχι μόνο γιά νά ὁδηγεῖ στή λύτρωση τά παιδιά της ἀλλά καί γιά νά κρατᾶ ἄσβεστο τό φῶς, ὅπου μιά μέρα θά ζητήσει νά ἐπιστρέψει ὁ δυτικός κόσμος.

Στέργιος Ν. Σάκκος

Κατηγορία Οἰκουμενισμός
Πέμπτη, 15 Μάιος 2014 03:00

Δέν εἶναι Ἐκκλησία!

   Κάτι δέν πάει καλά «κι ἡ βάρκα μας μπάζει νερά». Αὐτή ἡ διαπίστωση ἐνισχύεται ἀπό τά δύο γεγονότα πού συνέβησαν στά τέλη τοῦ 2006· Τόσο ἡ ἐπίσκεψη τοῦ πάπα στό Φανάρι καί οἱ παρεπόμενες θριαμβολογίες τῶν δημοσιογράφων ὅτι «ὁ πάπας θωρακίζει τό Πατριαρχεῖο», ὅσο καί ἡ μετάβαση τοῦ μακαριστοῦ ἀρχιεπισκόπου κυροῦ Χριστοδούλου στό Βατικανό καί ἡ ἐνθουσιώδης ἐπιθυμία του «νά βιώσωμεν τήν πλήρη ἑνότητα καί νά μεταλάβωμεν τοῦ σώματος καί τοῦ αἵματος τοῦ Κυρίου ἐκ τοῦ αὐτοῦ Ποτηρίου τῆς Ζωῆς», ἐπισημαίνουν ἕνα σοβαρό, καυτό γιά τίς μέρες μας ἐκκλησιολογικό ἐρώτημα· Εἶναι ᾿Εκκλησία ὁ παπισμός;
    Παρακολουθώντας τά δρώμενα, μέ πόνο διαπιστώνει κανείς ὅτι ὁ οἰκουμενισμός ἔχει κάνει καλά τή δουλειά του. Τονίζει τά θετικά στοιχεῖα, πού ὄντως ἔχει ὁ παπισμός καί, μέσα στήν πανσπερμία τῶν αἱρέσεων καί στό ἀλαλούμ τῶν θρησκειῶν, τόν παρουσιάζει πολύ συγγενῆ πρός τήν ᾿Ορθοδοξία. Ποιός μπορεῖ νά ἀμφισβητήσει π.χ. τήν ἀξιόλογη κοινωνική δραστηριότητα τῶν παπικῶν τόσο στήν Εὐρώπη ὅσο καί στίς ἱεραποστολές τῆς ᾿Αμερικῆς, ᾿Ασίας καί ᾿Αφρικῆς, ὅπου ἡρωικά ἀναστήματα ἱεραποστόλων μαρτύρησαν γιά τήν πίστη τους; Ποιός ἀμφισβητεῖ ὅτι χάρη σ᾿ αὐτούς ἑκατομμύρια ἀνθρώπων σέ ὅλο τόν κόσμο καλλιεργοῦνται στή σχέση τους μέ τόν Θεό, ζοῦν μέ εὐλάβεια καί πίστη; Ποιός δέν ἀναγνωρίζει τίς θαυμαστές ἐπιδόσεις τους στίς ἐπιστῆμες καί στίς τέχνες, τή δυναμική ἀπολογία ἔναντι τοῦ ὑλισμοῦ, τῆς ἀθεΐας καί τῆς ἀπιστίας; Μήπως ὅμως παρόμοια ἐπιτεύγματα δέν ἔχουν ἐπιδείξει καί οἱ προτεσταντικές παραφυάδες, ἀκόμη κι αὐτοί οἱ «μάρτυρες τοῦ ᾿Ιεχωβᾶ»;
    Ποιός ἀγνοεῖ ἐπίσης τίς ἐξυπηρετήσεις καί ἐκδουλεύσεις πού προσφέρει ἡ παπική «ἐκκλησία» στούς ὀρθοδόξους τῆς διασπορᾶς, τίς τόσες ὑποτροφίες πού διαθέτει γιά ὀρθοδόξους σπουδαστές καί ἐπιστήμονες; ᾿Αλλά ἀρκεῖ ἡ προσωπική ἐκτίμηση καί ὁ θαυμασμός κάποιων εὐεργετημένων, γιά νά βαφτίσουμε «ἀδελφή ἐκκλησία» τό κοσμικό κράτος τοῦ Βατικανοῦ καί νά ἀνταλλάσσουμε τόν λειτουργικό χαιρετισμό τῆς ἀγάπης μέ τόν αἱρεσιάρχη πάπα;
    ῞Οσο γιά τό γεγονός ὅτι ἀριθμοῦνται χιλιάδες ἅγιοι τῆς παπικῆς «ἐκκλησίας» ἐντελῶς ἄσχετοι πρός τήν ᾿Ορθόδοξη, ὅπως καί τό ὅτι οἱ ἅγιοι τῆς ᾿Ορθοδοξίας δέν ἀναγνωρίζονται ἀπό τούς δυτικούς, αὐτό καί μόνο ὑπογραμμίζει καί τονίζει τό χάσμα πού μᾶς χωρίζει. ᾿Ενῶ δηλαδή οἱ ἅγιοι τῶν κατά τόπους ᾿Ορθοδόξων ἐκκλησιῶν, ὅπως π.χ. τῆς Ρωσίας, τῆς Σερβίας κτλ., εἶναι κοινοί γιά ὅλους τούς ᾿Ορθοδόξους, δέν συμβαίνει τό ἴδιο μέ τούς ἁγίους τῶν δυτικῶν, διότι ἁπλούστατα αὐτοί δέν ἀνήκουν στή μία ᾿Εκκλησία.
   ῎Επειτα, κι ἄν ἑκατομμύρια παπικοί δίδουν καλή μαρτυρία στόν κόσμο, αὐτό δέν ἀμνηστεύει τήν ἄσχημη συμπεριφορά ἄλλων παπικῶν καί μάλιστα κληρικῶν, οὔτε συνιστᾶ τιμή γιά τόν παπισμό. Μᾶλλον τόν ἐνοχοποιεῖ, διότι κρατᾶ στό σκοτάδι τῆς αἱρέσεως ψυχές καλοπροαίρετες. Γι᾿ αὐτές τίς ψυχές εὔχεται ἡ ᾿Ορθόδοξη ᾿Εκκλησία δεομένη στόν θεῖο Δομήτορά της· «τούς πεπλανημένους ἐπανάγαγε καί σύναψον τῇ ἁγίᾳ σου καθολικῇ καί ἀποστολικῇ ἐκκλησίᾳ». Προσεύχεται δέ «ὑπέρ τῆς τῶν πάντων ἑνώσεως» καί ὄχι «ὑπέρ πασῶν τῶν ἐκκλησιῶν», γιά τόν ἁπλούστατο λόγο ὅτι δέν ὑπάρχουν πολλές ἐκκλησίες, ἀλλά μία, στήν ὁποία δεόμεθα νά ἐπιστρέψουν ὅλοι οἱ πλανημένοι.
    Συνεπῶς, σφάλλουν ἐκεῖνοι οἱ ὀρθόδοξοι θεολόγοι καί ἱεράρχες -καλοί καί σεβαστοί κατά τά ἄλλα- πού μέ πολλή φυσικότητα καί ἄνεση ἀποκαλοῦν τόν παπισμό «ἀδελφή ἐκκλησία» τῆς ᾿Ορθοδοξίας. Μέ τόν τρόπο αὐτό ὁμολογοῦν ὅτι ᾿Ορθοδοξία καί παπισμός συναποτελοῦν τή μία ᾿Εκκλησία καί ὅτι ἡ μόνη διαφορά πού μᾶς χωρίζει ἀπό τήν παπική εἶναι ἡ τοπική· ἐμεῖς εἴμαστε στήν ᾿Ανατολή κι αὐτοί στή Δύση!
Στή σκέψη μου ἔρχεται ἕνας ἤδη μακαριστός ἱεράρχης, πού δέν διακρινόταν γιά τή θεολογική κατάρτιση οὔτε γιά τήν ἁβροφροσύνη, εἶχε ὅμως ἔντονο τό αἴσθημα τῆς εὐθύνης ὡς ὀρθόδοξος ἱεράρχης. Κάθε φορά, λοιπόν, πού βρισκόταν σέ συντροφιά θεολόγων, ρωτοῦσε· «Δέν μοῦ λέτε, ρέ σεῖς οἱ θεολόγοι, εἶναι ἐκκλησία ὁ παπισμός;». Κι ὅταν εἰσέπραττε τήν ἀρνητική ἀπάντηση, ἱκανοποιημένος ἐπένευε· «Εἶπα κι ἐγώ»!
    ᾿Εξ ἀφορμῆς ἑνός δημοσιεύματος θυμήθηκα μέ νοσταλγία ἐκείνη τήν ντόμπρα καί σταράτη τοποθέτηση, πού μέσα στήν ἀγροικιά της διέσωζε τήν ἀλήθεια. Συγκεκριμένα, διάβασα σέ βιβλίο πολιοῦ ἐπισκόπου, τόν ὁποῖο παιδιόθεν σέβομαι καί ἀγαπῶ γιά τή μόρφωση καί τήν ἀρετή, τά ἑξῆς· «῾Η Δυτική ᾿Εκκλησία τελεῖ κανονικῶς τά ἱερά Μυστήρια καί οἱ Ρωμαιοκαθολικοί πιστοί πού μετέχουν στή μυστηριακή ζωή ὁδηγοῦνται στή σωτηρία. Γιά λόγους, ὅμως, ἀκριβείας περί τά θέματα τῆς πίστεως, ὅπως τοῦτο προέκυψε ἐξ αἰτίας τοῦ Σχίσματος, διεκόπη ἡ μυστηριακή κοινωνία (Intercommunio) μεταξύ τῆς ᾿Ορθοδόξου καί Ρωμαιοκαθολικῆς ᾿Εκκλησίας. ῾Η διακοπή, βέβαια, αὐτή ἀποτελεῖ τό μέγα σκάνδαλο τῆς χριστιανικῆς ᾿Εκκλησίας, τό ὁποῖο βαρύνει κυρίως τούς θεολόγους καί τούς ἡγέτες τῶν δύο ᾿Εκκλησιῶν».
    Οὔτε λίγο οὔτε πολύ ὁ σεβαστός συγγραφέας ἐπιρρίπτει εὐθύνη καί στήν ἁγία μας ᾿Εκκλησία γιά τήν ἀπόσχιση καί ἀποσκίρτηση τῶν παπικῶν. Πρόκειται ὄντως γιά «μέγα σκάνδαλο», ὅπως τό χαρακτηρίζει, τό ὁποῖο ὅμως δέν βαρύνει τήν ᾿Εκκλησία, ἀλλά αὐτούς πού τό δημιούργησαν διαρρηγνύοντας τόν ἄρραφο χιτώνα τοῦ Χριστοῦ καί πληγώνοντας τήν ἑνότητα τῆς ᾿Εκκλησίας του.
    ῾Ως ὑπευθύνους μάλιστα γιά τήν ἀπόσχιση τῶν παπικῶν ἀπό τή μία ᾿Εκκλησία θεωρεῖ τό ἐν λόγῳ κείμενο «τούς θεολόγους καί τούς ἡγέτες τῶν δύο ᾿Εκκλησιῶν». Καί ὅσον ἀφορᾶ στούς θεολόγους καί ἡγέτες τῆς Δύσεως, δέν συζητῶ τό θέμα. ᾿Επιρρίπτεται ὅμως ἐξίσου εὐθύνη καί στούς θεολόγους καί ἡγέτες τῆς ᾿Ορθοδόξου ᾿Εκκλησίας. Ποιοί εἶναι αὐτοί; Εἶναι προφανῶς: ῾Ο Μ. Φώτιος, πού ἀσφάλισε τήν ᾿Εκκλησία ἀπό τή δικτατορία τοῦ πάπα καί ἔμεινε σύμβολο ᾿Ορθοδοξίας γιά τόν εὐσεβῆ λαό. «Τό ἔλεος τοῦ Θεοῦ καί ἡ ἔμπνευσις αὐτοῦ τοιοῦτον φῶς διέδωκεν εἰς τήν καθαράν ψυχήν τοῦ ἁγιωτάτου πατριάρχου, ὅτι λαμπρύνει καί φωτίζει πᾶσαν τήν κτίσιν» (J. D. Mansi, Sacrorum Concilliorum nova et amplissima collectio, 17Α,484-485), ὁμολογοῦσαν καί αὐτοί ἀκόμη οἱ παπικοί τοποτηρητές τῆς Ρώμης.
    Εἶναι ὁ ᾿Ιωσήφ Βρυέννιος, πού, ἐνῶ στούς δύσκολους καιρούς του θεωρεῖ τήν ἕνωση μέ τούς παπικούς ὡς γεγονός πολύ σπουδαῖο καί σωτήριο γιά τήν ταλανιζόμενη βυζαντινή αὐτοκρατορία, ὡς «δευτέραν οἰκονομίαν Θεοῦ μετά τήν ἔνσαρκον», τονίζει ὅμως ὅτι, ἄν δέν διευθετηθοῦν οἱ διαφορές πού ἀπομάκρυναν ἀπό τήν ᾿Εκκλησία τούς παπικούς, ὁποιαδήποτε ἕνωση εἶναι «τοῦ προτέρου σχίσματος σχίσμα χεῖρον καί διαίρεσις καί κατατομή καί ἀπάτη».
    Εἶναι ὁ μαθητής τοῦ Βρυεννίου Μᾶρκος Εὐγενικός, πού τοποθετώντας τήν ἐλευθερία τῆς πίστεως πάνω ἀπό τῆς πατρίδος τήν ἐλευθερία διακήρυξε· «Οὐ μόνον εἰσίν οἱ Λατῖνοι σχισματικοί, ἀλλά καί αἱρετικοί· καί τοῦτο παρεσιώπησέν το ἡ ἐκκλησία ἡμῶν, διά τό τό γένος εἶναι ἐκείνων πολύ καί ἰσχυρότερον ἡμῶν, ἡμεῖς δέ οὐ δι᾿ ἄλλο τι ἐσχίσθημεν αὐτῶν, εἰ μή ὅτι εἰσίν αἱρετικοί, διό οὐδέ πρέπει ὅλως ἑνωθῆναι αὐτοῖς, εἰ μή ἐκβάλλωσι τήν προσθήκην ἀπό τοῦ συμβόλου καί ὁμολογήσωσι τό σύμβολον καθώς καί ἡμεῖς» (J. D. Mansi, Sacrorum Concilliorum nova et amplissima collectio, 31Α,885DΕ).
    Εἶναι ὁ ἅγιος Νικόδημος ῾Αγιορείτης, κατά τόν ὁποῖο οἱ Λατίνοι «εἶναι παμπάλαιοι αἱρετικοί», ὅπως δείχνουν «τά βιβλία τοῦ ἁγιωτάτου Πατριάρχου ᾿Ιεροσολύμων κυρίου Δοσιθέου τοῦ παπομάστιγος» (Πηδάλιον, σ. 55), στά ὁποῖα παραπέμπει.
    Εἶναι ὁ ἅγιος Κοσμᾶς ὁ Αἰτωλός, πού μέ τήν ἁπλοϊκή διδαχή του ἐπεσήμαινε στούς χριστιανούς νά φοβοῦνται τόν πάπα, διότι αὐτός ἐνσαρκώνει τήν ὕπουλη μορφή τοῦ ἀντιχρίστου (βλ. Σ. Ν. Σάκκου, ῾Ο ἀπόστολος τοῦ σκλαβωμένου γένους, Θεσ/νίκη 1996, σελ. 205).
    Εἶναι ὁ ἅγιος Νεκτάριος, πού μελετώντας τήν ἱστορία τοῦ παπικοῦ σχίσματος σημειώνει· «῾Η ἑνότης τῆς ᾿Εκκλησίας οὐχί ἐν ἑνιαίῳ προσώπῳ ἑνός τῶν ἀποστόλων θεμελιοῦται καί ἑδράζεται, ἀλλ᾿ ἐν τῷ προσώπῳ τοῦ Σωτῆρος ἡμῶν ᾿Ιησοῦ Χριστοῦ... ᾿Εκ τῆς Οἰκουμενικῆς ᾿Εκκλησίας μόνη ἡ ῾Ρωμαϊκή ᾿Εκκλησία ἄλλως ἀντελάβετο τό πνεῦμα τῆς ἑνότητος καί δι᾿ ἄλλων ἐπεζήτησε καί ἐπεδίωξε ταύτην μέσων. ῾Η διάφορος αὕτη ἀντίληψις τοῦ τρόπου τῆς ἑνότητος προὐκάλεσε τό σχίσμα, ὅπερ λαβόν τήν ἀρχήν ἀπό τῶν πρώτων αἰώνων ηὐξάνετο σύν τῷ χρόνῳ καί προέβαινε κατά τό μέτρον τῆς ἐφαρμογῆς τῶν ἀρχῶν τῆς ῾Ρωμαϊκῆς ᾿Εκκλησίας, μέχρις οὗ ἀφίκετο εἰς τήν τελείαν ἀπόσχισιν, ἕνεκα τῆς ἀπαιτήσεως τῶν παπῶν... ᾿Εν τούτῳ δέ κεῖται ὁ λόγος τοῦ σχίσματος, ὅστις ἀληθῶς εἶναι μέγιστος, διότι ἀνατρέπει τό πνεῦμα τοῦ Εὐαγγελίου, καί ὁ σπουδαιότατος δογματικός λόγος, διότι εἶναι ἄρνησις τῶν ἀρχῶν τοῦ Εὐαγγελίου. Οἱ λοιποί δογματικοί λόγοι, καίτοι σπουδαιότατοι, δύνανται νά θεωρηθῶσιν ὡς δευτερεύοντες καί ἀπόρροια τοῦ πρώτου τούτου λόγου» (Μελέτη ἱστορική περί τῶν αἰτίων τοῦ σχίσματος, τόμ. 1ος, ᾿Αθῆναι 1911, σελ. 69).
    Εἶναι ὁ Μιχαήλ Κηρουλάριος, ὁ Γεννάδιος Σχολάριος... Θά μάκραινε πολύ ὁ κατάλογος, γιά νά ἀναφέρουμε ὅλους τούς ἁγίους πατέρες καί διδασκάλους τῆς ᾿Εκκλησίας, οἱ ὁποῖοι μέσα στούς δώδεκα αἰῶνες πού διέρρευσαν ἀπό τήν ἀπόσχιση τῶν παπικῶν μέχρι σήμερα, χωρίς ἐμπάθεια καί κακία ἀλλά μέ σεμνότητα καί παρρησία καταδικάζουν τήν παπική αἵρεση. Θά σταθῶ μόνο στό ὄνομα τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ, ὁ ὁποῖος μέ σθένος ξεσκέπασε τόν φιλοπαπικό ἐκπρόσωπο τῶν ᾿Ορθοδόξων Βαρλαάμ τόν Καλαβρό, ἕνα εἶδος οὐνίτη ἐκείνης τῆς ἐποχῆς. ᾿Ασυμβίβαστος καί ἀκαταγώνιστος ὁ ἅγιος Γρηγόριος καταδικάζει ἔντονα τήν «ἔκφυλον προσθήκην» τῆς ἐκπορεύσεως τοῦ ἁγίου Πνεύματος καί ἐκ τοῦ Υἱοῦ κι ὅλες τίς παπικές κακοδοξίες καί καλεῖ ὅλους τούς πιστούς νά ἐπαγρυπνοῦν στά θέματα τῆς πίστεως. ῾Η σιγή, λέγει, σέ θέματα πίστεως εἶναι τρίτο εἶδος ἀθεΐας μετά ἀπό τήν ἄρνηση τοῦ Θεοῦ καί τήν ἀπόρριψη τοῦ ᾿Ιησοῦ Χριστοῦ.
    Ποιά ἀπήχηση εἶχε στή ζωή καί παράδοση τῆς ᾿Εκκλησίας ὁ ἀγώνας τοῦ ἁγίου Γρηγορίου φαίνεται ἀπό τό γεγονός ὅτι ἡ ᾿Εκκλησία θέσπισε νά τιμᾶται ἡ μνήμη του κατά τή δεύτερη Κυριακή τῆς Μ. Τεσσαρακοστῆς, μετά τήν Κυριακή τῆς ᾿Ορθοδοξίας. Δέν τιμᾶται τότε κάποιος ἀπό τούς ἀρχαίους μεγάλους πατέρες καί θεολόγους τῆς ᾿Εκκλησίας, ὅπως Μ. ᾿Αθανάσιος, Μ. Βασίλειος, Γρηγόριος Θεολόγος κ.ἄ., διότι στή δική τους ἐποχή δέν εἶχε ἀποσκιρτήσει ἀκόμη ἡ Δύση, ἀνῆκε στή μία ᾿Εκκλησία τοῦ Χριστοῦ. ᾿Αργότερα στό θεμελιῶδες καί κυρίαρχο δόγμα περί πρωτείου τοῦ πάπα, πού ὑψώθηκε σάν ἀθεμελίωτος ἑτοιμόρροπος μιναρές, προσκόλλησαν οἱ παπικοί σάν ἀντερείσματα ἕναν ὁλόκληρο ἀστερισμό αἱρετικῶν δογμάτων. ῎Ετσι ἀποστασιοποιήθηκαν καί ἀποκόπηκαν ἀπό τήν ᾿Ορθοδοξία. Τιμᾶται, λοιπόν, ὁ Γρηγόριος Παλαμᾶς ὡς ἐκφραστής καί ἐνσαρκωτής τῆς ᾿Ορθοδοξίας, διότι κατατρόπωσε τόν παπισμό, πού ἐκείνη τήν ἐποχή εἶχε ἤδη ἀποκρυσταλλώσει τίς αἱρετικές του πλάνες.
    Αὐτούς, τούς ἁγίους πατέρες τῆς ᾿Εκκλησίας, πού ξεκάθαρα στιγματίζουν ὡς αἵρεση τόν παπισμό, ἐρχόμαστε ἐμεῖς νά τούς ἀμφισβητήσουμε καί νά τούς ἐπιρρίψουμε εὐθύνες. ῾Ο Θεός νά μᾶς ἐλεήσει καί νά φυλάξει τήν ᾿Εκκλησία του ἀπό τή... θεολογία μας!


Στέργιος Ν. Σάκκος

Κατηγορία Οἰκουμενισμός
Πέμπτη, 15 Μάιος 2014 03:00

Ἕνωση ἤ ὑποταγή;

    Μέσα στή χαρακτηριστική τῶν καιρῶν μας γενική σύγχυση καί ἀνατροπή τῶν ἐννοιῶν, γίνεται ἕνα σοβαρό μπέρδεμα, πού προσβάλλει ὅ,τι ἱερότερο σ᾿ αὐτό τόν κόσμο, τήν ἁγία μας ᾿Εκκλησία, καί θέτει σέ κίνδυνο ὅ,τι πολυτιμότερο, τή σωτηρία μας. Ποιό εἶναι τό μπέρδεμα; Θά τό ἐκθέσω ἁπλά· Γνώρισμα τῆς μίας ἁγίας καθολικῆς καί ἀποστολικῆς ᾿Εκκλησίας, τῆς ᾿Ορθοδόξου ᾿Εκκλησίας μας, εἶναι ἡ οἰκουμενικότητα, τό νά ἁπλώνει, δηλαδή, τήν ἀγάπη καί νά προτείνει τή σωστική δύναμή της σέ ὅλη τήν οἰκουμένη. ῾Η ᾿Εκκλησία, κατά τό παράδειγμα τοῦ Κυρίου καί ᾿Αρχηγοῦ της ᾿Ιησοῦ Χριστοῦ, «θέλει πάντας ἀνθρώπους σωθῆναι καί εἰς ἐπίγνωσιν ἀληθείας ἐλθεῖν» (Α´ Τι 2,4). Σέ καμία περίπτωση ὅμως καί γιά κανένα λόγο ἡ ᾿Εκκλησία δέν ἀδικεῖ τήν ἀλήθεια γιά νά ἐξυπηρετήσει δῆθεν τήν ἀγάπη, διότι ἀποκομμένη ἀπό τήν ἀλήθεια ἡ ἀγάπη ἐκφυλίζεται σέ ἀπάτη.
    Αὐτήν τήν ἀπάτη προβάλλει ἐντυπωσιακά καί φαντασμαγορικά ἡ αἵρεση τοῦ Οἰκουμενισμοῦ. ῎Αν μᾶς ἐνοχλεῖ ἡ μαζοποίηση καί χυλοποίηση τῶν πάντων κάτω ἀπό τόν ὁδοστρωτήρα τῆς παγκοσμιοποίησης, δέν εἶναι λιγότερο ἐπικίνδυνη ἡ μετάλλαξη τῆς οἰκουμενικότητας τῆς ᾿Εκκλησίας στό πονηρό καί διάτρητο οἰκουμενιστικό μοντέλο, πού προωθεῖ ὁ Οἰκουμενισμός ἀνασταίνοντας τόν σαρωτικά ἀπέλπιδα συγκρητισμό. Αὐτός θά ἀποτελεῖ τή βάση τῆς προσχεδιασμένης καί ἤδη ἐκκολαπτόμενης νέας ἐκκλησίας.
    ᾿Αλλά τό ἄρθρο αὐτό δέν προτίθεται νά ἀναφερθεῖ διεξοδικά στήν αἵρεση τοῦ Οἰκουμενισμοῦ, γιά τήν ὁποία ἄλλωστε ἔχουν γραφεῖ καί γράφονται πολλά. ῾Ο γράφων, ὡς μέλος τῆς ᾿Ορθοδόξου ᾿Εκκλησίας καί χωρίς καθόλου νά ἀμφισβητεῖ τήν ὀρθοδοξία ὁποιουδήποτε ἄλλου ὀρθοδόξου, αἰσθάνεται τήν ἀνάγκη νά ἐκφράσει τήν ἀγωνία καί τόν πόνο του γιά τά τεκτενόμενα εἰς βάρος τῆς ᾿Ορθοδοξίας· ᾿Εν ὀνόματι τῆς οἰκουμενιστικῆς ἑνότητος καί ἀγάπης καταπατοῦνται κατάφωρα καί ἀσύστολα θεσμοί αἰώνων. Παραθεωρεῖται ὡς ξεπερασμένο καί ἀναχρονιστικό τό ἱερό Πηδάλιο τῆς ᾿Εκκλησίας, διαγράφονται ἱεροί κανόνες, ἀθετεῖται ἡ εὐαγγελική γραμμή, τήν ὁποία μέ ἀκρίβεια καί φόβο Θεοῦ ἀκολούθησαν οἱ ἅγιοι πατέρες μας, καί ἐπιχειρεῖται ἡ «μετάθεσις ὁρίων» τά ὁποῖα ἐκεῖνοι ἔθεσαν καί ὑπερασπίσθηκαν μέ θυσίες, δάκρυ καί αἷμα.
    Σ᾿ αὐτό τό πλαίσιο ἐκτυλίχθηκαν στά τέλη τοῦ 2006 δύο γεγονότα τά ὁποῖα ἀπάδουν πρός τήν παράδοση τῆς ᾿Ορθοδόξου ᾿Εκκλησίας, γι᾿ αὐτό ἐμβάλλουν σέ ἀγωνία καί προβληματισμό, πληγώνουν καί σκανδαλίζουν τόν πιστό λαό· Πρόκειται γιά τήν ἐπίσκεψη τοῦ πάπα Βενεδίκτου Ράτσιγκερ στό Φανάρι κατά τή θρονική ἑορτή τοῦ ἁγίου ᾿Ανδρέα καί ὅλες τίς τιμές πού ἀνεπίτρεπτα τοῦ ἀποδόθηκαν ἀπό τόν Οἰκουμενικό μας Πατριάρχη, σάν νά ἐπρόκειτο γιά κάποιον ὀρθόδοξο πρωθιεράρχη. Δέν προλάβαμε νά συνέλθουμε ἀπό αὐτό καί ἀκολούθησε ἡ παρά τή θέληση τῆς ἱεραρχίας ἐπίσκεψη τοῦ ᾿Αρχιεπισκόπου μας μέ συνοδία ἱεραρχῶν στό Βατικανό, ἡ συνάντησή του μέ τόν πάπα, ἡ κοινή δήλωσή τους.
    Τό χειρότερο εἶναι ὅτι αὐτές οἱ σοβαρές, ἀθέμιτες καί ἀνήκουστες παραβάσεις ἐντέχνως ἀποχρωματίζονται ἀπό τό πνευματικό τους κόστος· ᾿Αποσιωπᾶται ἡ πραγματική ζημία πού προξενοῦν καί διατυμπανίζεται ἕνα κάλπικο κέρδος. Αὐτό κάνουν φλάμπουρο κάποιοι δημοσιογράφοι καί διαμορφώνουν ἀνάλογα τήν κοινή γνώμη. Οἱ παραβάσεις προβάλλονται κυρίως ὡς διπλωματικές ἐπιτυχίες. Καλύπτονται καί ὡραιοποιοῦνται κάτω ἀπό τό χιτώνα τῆς κοινῆς προσπάθειας γιά τήν κοινωνική δικαιοσύνη, τῆς ἀγάπης γιά τόν ἄνθρωπο καί τῆς μέριμνας γιά τά «μείζονα» προβλήματά του, τά ὁποῖα βέβαια ἐκτιμῶνται μέ καθαρά κοσμικά, πολιτικά καί ὑλιστικά κριτήρια. ῾Η θεολογική διάσταση, ἡ ἀλήθεια τοῦ δόγματος ἀγνοεῖται καί ἀποσιωπᾶται ἐντελῶς. Μέσα σ᾿ ἕνα σκόπιμα καλλιεργούμενο κλίμα ἐνθουσιασμοῦ γιά τή «μεγάλη ἐπιτυχία» ὁ κόσμος παραπλανᾶται καί ἀποκοιμίζεται μέ τό γλυκερό παραμύθι τῆς οἰκουμενιστικῆς ἑνότητος, ἐνῶ ὅσοι διαφωνοῦν ἤ ἐκφράζονται μέ δυσπιστία ἤ ἀνησυχία, στιγματίζονται ὡς φανατικοί φονταμενταλιστές, ἀσυγχρόνιστοι, στενοκέφαλοι καί πάντως ἄγευστοι ἀγάπης.
    ᾿Αξιοσημείωτο εἶναι ὅτι στίς συναντήσεις τόσο τῆς Κωνσταντινουπόλεως ὅσο καί τοῦ Βατικανοῦ ἔγινε ἀναφορά στήν ἀνανέωση τοῦ ἀπό καιρό «παγωμένου» θεολογικοῦ διαλόγου ᾿Ορθοδοξίας καί Παπισμοῦ καί ἐκφράσθηκε ἡ λαχτάρα γιά τή μετοχή στό κοινό ποτήριο τοῦ Μυστηρίου. ᾿Εξάλλου ὁ σημερινός πάπας φέρεται ὡς καλός γνώστης καί θαυμαστής τῆς ᾿Ορθοδοξίας. ᾿Αλλά σέ τί τάχα μᾶς ὠφελεῖ αὐτό; Μήπως δήλωσε παραίτηση ἀπό τό παπικό πρωτεῖο; Μήπως ἀποκήρυξε τό ἐπάρατο filioque ἤ κάποια ἀπό τίς ἄλλες δογματικές πλάνες τοῦ παπισμοῦ; Μήπως ἀποδοκίμασε τήν πολυκακούργα Οὐνία καί τό πλῆθος τῶν ἐγκλημάτων τοῦ παπισμοῦ εἰς βάρος τῆς ᾿Ορθοδοξίας; Μήπως ὑποσχέθηκε πώς δέν θά ἐπαναληφθοῦν; ῾Απλῶς εὐχήθηκε γιά τήν ἕνωση γενικά καί ἀόριστα ἤ μᾶλλον πολύ συγκεκριμένα· ὅταν μιλᾶ γιά ἕνωση ὁ παπικός Οἰκουμενισμός ἐννοεῖ τήν ὑποταγή τῆς ᾿Ορθοδοξίας στήν ἐξουσία τοῦ πάπα.
    Εἶναι γνωστή ἀπό παλιά αὐτή ἡ νοοτροπία τοῦ παπισμοῦ. Τό θλιβερό εἶναι ὅτι στίς μέρες μας, δυστυχῶς, βρίσκει ὄχι λίγους ὑποστηρικτές καί μεταξύ τῶν ὀρθοδόξων θεολόγων καί ἱεραρχῶν. Βέβαια, ἡ ἐπιστροφή τῶν πλανεμένων στήν ἀλήθεια τῆς ὀρθοδόξου πίστεως εἶναι ὁ πόθος καί ὁ πόνος ὅλων μας. Οἱ προσπάθειες γιά προσέγγιση ἔχουν ξεκινήσει ἐδῶ καί δέκα αἰῶνες. Πολλές φορές ὅμως ναυάγησε ὁ περιβόητος διάλογος, διότι ἀπό πλευρᾶς τῶν παπικῶν ἐκδηλώθηκαν τάσεις παραγκωνισμοῦ τῆς ἀλήθειας ἐν ὀνόματι τῆς ἀγάπης. Σωστά εἶχε διακηρύξει ὁ μακαριστός᾿Αρχιεπίσκοπος κυρός Χριστόδουλος στό Χαλέπι τό 2003· «῾Ο διάλογος τῆς ἀγάπης διευκολύνει στό νά ὑπάρχει καταλλαγή μέ τούς ρωμαιοκαθολικούς (ἐν. παπικούς), ἀλλά δέν συμβάλλει στήν ἐπί τῆς οὐσίας ἑνότητα καί ἐπί πλέον δρᾶ ἀρνητικά, διότι ὁδηγεῖ στήν περιθωριοποίηση τῶν ἐκκλησιολογικῶν, θεολογικῶν καί δογματικῶν διαφορῶν. Μόνον ἡ ἄρση τῶν διαφορῶν αὐτῶν μπορεῖ νά ὁδηγήσει τόν διάλογο σέ ἀγαθά ἀποτελέσματα».
    ῾Ωστόσο, χωρίς νά συντελεσθεῖ καμία ἄρση τῶν δογματικῶν διαφορῶν σπεύδουμε νά ἀγκαλιάσουμε τόν πάπα σάν νά θέλουμε νά ἐνισχύσουμε τήν ἰδέα του ὅτι εἶναι ὁ θρησκευτικός πλανητάρχης. Μήπως θαμπωθήκαμε ἀπό τήν ἀγαπολογία καί ὡραιολογία τῶν παπικῶν καί λησμονοῦμε τήν ἀλήθεια; ᾿Αλλά, ὅπως ἔλεγε ὁ ἀείμνηστος π. Γεώργιος Φλωρόφσκι, οἱ διάλογοι μέ τό Βατικανό ὀφείλουν νά μεταφέρουν τήν ἀλήθεια τῆς ᾿Ορθοδοξίας· διαφορετικά δέν ἔχουν λόγο διενεργείας.
    Δέν εἶναι τῆς ὥρας μία διεξοδική ἀναφορά στήν ἱστορία, πού μαρτυρεῖ ἀκαταγώνιστα ὅτι ἡ παπική ἀγάπη ἐξαντλεῖται στά λόγια, ἐνῶ στήν οὐσία ἐπιζητεῖ τήν κυριαρχία. Παραπέμπω στή δίτομη «Μελέτη ἱστορική περί τῶν αἰτίων τοῦ σχίσματος», τοῦ ἁγίου Νεκταρίου. ᾿Εκεῖ θά δεῖ ὁ ἀναγνώστης ὅτι οἱ πρῶτες ἀπόπειρες τῶν παπῶν γιά τήν ἐξάσκηση ἡγεμονικῆς ἐξουσίας στήν ᾿Εκκλησία ἐκδηλώνονται ἤδη ἀπό τόν 2ο μ.Χ. αἰώνα, ὅταν ὁ πάπας Βίκτωρ ἀφόριζε ὅλους ὅσοι διαφωνοῦσαν μαζί του!
    Μετά τήν ἀπόσχισή του ἀπό τήν ᾿Ορθοδοξία ὁ παπισμός ζητᾶ στήριγμα στό ξίφος τῆς πολιτικοστρατιωτικῆς δυνάμεως. Τά ἀλλεπάλληλα στίφη τῶν σταυροφόρων, καί μάλιστα τῆς τετάρτης σταυροφορίας (1204 μ.Χ.), πού ἦρθαν μέ τό πρόσχημα νά ἐλευθερώσουν τούς ἁγίους τόπους, ἤθελαν νά ἐπιβάλουν δυναμικά τήν παπική ἐξουσία στήν ὀρθόδοξη ᾿Ανατολή. Πόσο γελάσθηκαν!
    ῾Η προσπάθεια στή Φερράρα-Φλωρεντία, τίς παραμονές τῆς ἁλώσεως τῆς Κωνσταντινουπόλεως ἀπό τούς Τούρκους, ἀπέτυχε. Μέσα στόν γενικό πανικό καί τήν πίεση πού ἀσκοῦσαν οἱ παπικοί, ἦταν ἀρκετή ἡ ἄρνηση ἑνός Μάρκου Εὐγενικοῦ γιά νά ἀκυρώσει τά σχέδιά τους καί νά ἀναγκάσει τόν πάπα νά ὁμολογήσει ἡττημένος· «Μᾶρκος οὐχ ὑπέγραψεν, οὐδέν ἐποιήσαμεν»! ῾Η ψευδοένωση ἐπί Βέκκου ἦταν μία γελοιότητα, ἐνῶ οἱ φοβερές μηχανορραφίες στά χρόνια τῆς Τουρκοκρατίας ἔπεσαν στό κενό, καθώς τά παπικά ἐγκλήματα διόγκωσαν τήν ἀγανάκτηση τοῦ λαοῦ.
    ᾿Αποτροπιαστικά ἐγκλήματα ἔγιναν καί ἀργότερα (1941-1945). Στήν Κροατία οἱ οὔστασι -οἱ ναζοί τοῦ παπισμοῦ- κατακρεούργησαν 800.000 ᾿Ορθοδόξους, οἱ ὁποῖοι ἀρνοῦνταν νά προσχωρήσουν στόν παπισμό. Φρικιαστικές βιαιότητες μέ φωτογραφίες καί νοτκουμέντα περιέχουν δύο ἱστορικές μελέτες γραμμένες μάλιστα ἀπό παπικούς, οἱ ὁποῖοι ὁμολογοῦν ὅτι ντρέπονται γιά τό θρήσκευμά τους. (Βλ. Εd. Ρaris Genoside in Satellite Croatia, 1941-1945, μτφ. L. Perkins, Melburne 1981 καί Μ.Α. Rivelli, L' Archivescovo del genocidio Milano1998). Τόν ἀρχιτέκτονα αὐτῆς τῆς θηριωδίας, καθολικό ἀρχιεπίσκοπο τοῦ Ζάγκρεμπ Στέπινατς εἶχε ἀνακηρύξει ἅγιο ὁ προηγούμενος πάπας ᾿Ιωάννης Παῦλος Βοϊτίλα. Κι ἐμεῖς προσκαλέσαμε καί δεχθήκαμε αὐτόν τόν πάπα στήν ᾿Αθήνα μέ τιμές, ἐνῶ κατά τήν πρόσφατη ἐπίσκεψή του στό Βατικανό ὁ ᾿Αρχιεπίσκοπός μας ἔψαλε στόν τάφο του «αἰωνία ἡ μνήμη»!
    ᾿Από τόν 16ο αἰώνα τήν ἐπέκταση τῆς θρησκευτικοπολιτικῆς ἐξουσίας τοῦ παπισμοῦ στήν ᾿Ανατολή ἀνέλαβε ἡ Οὐνία· Διατηρώντας πλήρως τά δόγματα καί τό λειτουργικό τυπικό τῆς ᾿Ορθοδόξου ἐκκλησίας ἐπιβάλλει μόνο ἕναν ὅρο στούς ᾿Ορθοδόξους πού προσηλυτίζει· τήν ὑποταγή στόν πάπα! ᾿Ασύλληπτα ὄργια διέπραξαν οἱ οὐνίτες παλαιότερα ἀλλά καί πρόσφατα, στίς χῶρες τῆς ᾿Ανατολικῆς Εὐρώπης μετά τήν κατάρρευση τοῦ κομμουνισμοῦ.
    Κατ᾿ ἐπανάληψιν ᾿Ορθόδοξοι ἱεράρχες καταδίκασαν τήν Οὐνία καί τόνισαν ὅτι «τό θέμα αὐτό ἀποτελεῖ τό μεῖζον πρόβλημα» στίς σχέσεις μας μέ τόν παπισμό. ῾Ωστόσο, κατά τήν ἐπίσκεψη τοῦ πάπα στό Φανάρι, ἀνάμεσα στίς ἄλλες ἐκδηλώσεις ἀγάπης, ὁ Οἰκουμενικός Πατριάρχης δώρισε χρυσό σταυρό στόν καρδινάλιο ᾿Ιγνάτιο, ἀρχηγό τῶν οὐνιτῶν! Ξέρουμε τί κάνουμε; Τέτοιες συμπεριφορές παραπέμπουν σ᾿ ἐκεῖνο τό σοφό γιά τήν περίπτωσή του σύστημα τοῦ βασιλιᾶ τοῦ Πόντου Μιθριδάτη (132-63 π.Χ)· Παίρνοντας καθημερινά μεγαλύτερη ἀλλά ὄχι θανατηφόρα ποσότητα δηλητηρίου ἀπέκτησε ἀνοσία στό δηλητήριο. Μ᾿ αὐτόν τόν τρόπο ἤθελε νά προφυλαχθεῖ ἀπό πιθανό δηλητηριασμό ἀπό τούς ἐχθρούς του Ρωμαίους. ᾿Αντίθετα ἐμεῖς μέ καθημερινές μικρές ἤ μεγάλες δόσεις οἰκουμενισμοῦ ἀμβλύνουμε τά κριτήρια τῆς ᾿Ορθοδοξίας, τόσο ὥστε μόνοι μας νά «βγάζουμε τά μάτια μας». Καί φθάσαμε νά μήν ἀντιλαμβανόμαστε κἄν ὅτι ὁ πάπας δέν ζητᾶ ἕνωση ἀλλά ὑποταγή. Τό θέμα ὅμως εἶναι μεγάλο· θά συνεχίσουμε, σύν Θεῷ.

Στέργιος Ν. Σάκκος

Κατηγορία Οἰκουμενισμός
Πέμπτη, 15 Μάιος 2014 03:00

Μηδέν νόθον δόγμα

«Μηδέν νόθον δόγμα τῷ τῆς ἀγάπης προσχήματι παραδέχεσθε»

(Χρυσόστομος, PG 62,191)

  Ακάθιστος  Ὁ «μανικός ἐραστής» τοῦ ᾿Ιησοῦ Χριστοῦ καί ἄριστος ἑρμηνευτής τῶν ἁγίων Γραφῶν, ὁ πολυτάλαντος διδάσκαλος τῆς ἀγάπης καί πολύπαθος μαχητής τῆς ἀλήθειας τοῦ Εὐαγγελίου ἅγιος ᾿Ιωάννης ὁ Χρυσόστομος ἑρμηνεύοντας τήν πρός Φιλιππησίους ᾿Επιστολή συνιστᾶ· «ἵνα μηδέν νόθον δόγμα τῷ τῆς ἀγάπης προσχήματι παραδέχησθε»1.
    Σέ δύο μεγάλα μεγέθη στρέφει τήν σκέψη μας τό παράγγελμα τοῦ Χρυσορρήμονα· στήν ἀγάπη καί στό δόγμα. ᾿Ακριβέστερα ἐφιστᾶ τήν προσοχή μας στήν παραχάραξη αὐτῶν τῶν μεγεθῶν. Μιλᾶ γιά πρόσχημα ἀγάπης καί νόθον δόγμα. Καί τό πατερικό παράγγελμα ἀποκτᾶ ἰδιαίτερη βαρύτητα στούς χαλεπούς καιρούς μας, ὅπου πολύ συχνά «προσχήματι», δηλαδή μέ τό προσωπεῖο, τήν μάσκα, τῆς ἀγάπης, ἐπιχειρεῖται ἡ νόθευση, ἡ παραχάραξη τοῦ  δόγματος ἤ -τό χειρότερο- τό μή νόθον, τό γνήσιο, δηλαδή τό ὀρθόδοξο δόγμα, λοιδορεῖται καί παραθεωρεῖται, διότι θεωρεῖται ἐμπόδιο, ἐπιβουλέας καί ἀπεχθής ἀντίπαλος τῆς ἀγάπης. Εἶναι ὅμως αὐτό ἀληθινό; ᾿Ιδού τό ἐρώτημα στό ὁποῖο καλούμαστε νά ἀπαντήσουμε.


᾿Αγάπη, τό μέγιστο ἀγαθό

    ᾿Αλλά ἄς πάρουμε τά πράγματα ἀπό τήν ἀρχή. ῾Η ἀγάπη εἶναι προσφορά τοῦ τριαδικοῦ Θεοῦ. Τήν πρότυπη ἐφαρμογή της ἀποκαλύπτει στόν κόσμο ἡ ἁγία Τριάδα, ὅπου τά τρία ὁμοούσια πρόσωπα εἶναι ἕνας Θεός. ῾Η λέξη ἀγάπη, ὡς γνωστόν, στήν Καινή Διαθήκη ἀπαντᾶ γιά πρώτη φορά. Βεβαίως καί πρό τῆς ἐνανθρωπήσεως οἱ ἄνθρωποι τοῦ Θεοῦ γνώριζαν ὅτι ὁ Θεός ἀγαπᾶ καί θέλει τήν ἀγάπη καί μεταξύ τῶν ἀνθρώπων του· ἀλλά τό γνώριζαν τόσο μόνο, ὅσο ἀμυδρά φαίνεται τό φῶς ἑνός μακρινοῦ ἀστέρα. ῞Οταν τό φῶς, ὁ Θεός, ἦλθε στόν κόσμο (᾿Ιω 1,9) καί ἐνηνθρώπησε καί «ἐσκήνωσεν ἐν ἡμῖν» (᾿Ιω 1,14), τότε μᾶς ἀποκάλυψε τήν ἀγάπη ὡς «καινή ἐντολή». Τοῦτο ἔγινε κατά τήν παράδοση τῆς ἱερᾶς διαθήκης τοῦ ᾿Ιησοῦ Χριστοῦ (᾿Ιω κεφ. 13-17), ἡ ὁποία εἶναι, θά λέγαμε, τό ἱδρυτικό πρωτόκολλο τῆς ᾿Εκκλησίας. Τό συνέταξε ὁ ᾿Ιησοῦς Χριστός μέ τήν ἀποχαιρετιστήρια ὁμιλία του (᾿Ιω 13-17). Τό ὑπέγραψε μέ τό ἄχραντο αἷμα του καί τό σφράγισε μέ τήν ἔνδοξη ἀνάστασή του.
    Συνήθως προφέρουμε ἀπό τήν καινή ἐντολή μόνο δύο λέξεις «ἀγαπᾶτε ἀλλήλους»· καί τοῦτο διότι, δυστυχῶς, οἱ σύγχρονοι χριστιανοί ἀντιλαμβάνονται τόν Χριστιανισμό ὡς μία βελτίωση τῆς κοινωνικῆς διδασκαλίας, ἔστω καί τήν ἰδανικώτερη, ὄχι ὅμως ὡς ἀποκάλυψη, ὅπως πράγματι εἶναι. ᾿Αλλά μόνο ὁλόκληρο τό χωρίο μᾶς διαφωτίζει νά δοῦμε τό ὑπερφυές μεγαλεῖο τῆς ἐν Χριστῷ ἀγάπης· «᾿Εντολήν καινήν δίδωμι ὑμῖν ἵνα ἀγαπᾶτε ἀλλήλους, καθώς ἐγώ ἠγάπησα ὑμᾶς, ἵνα καί ὑμεῖς ἀγαπᾶτε ἀλλήλους» (᾿Ιω 13,34 ). Τίποτε τό «καινόν», καινούργιο δέν θά ὑπῆρχε στήν ἐντολή αὐτή, ἄν ἐπρόκειτο γιά τήν γνωστή μέχρι τότε ἀγάπη. Τό καινούργιο, αὐτό πού τώρα ἀποκαλύπτεται γιά πρώτη φορά καί τό ὁποῖο οἰκοδομεῖ τεῖχος διαφορᾶς ἀσυμβίβαστης μεταξύ τῆς ἐν Χριστῷ ἀγάπης καί τῆς ἀγάπης τοῦ κόσμου, φαίνεται σαφέστερα στό δεύτερο σκέλος τοῦ χωρίου· «καθώς ἠγάπησα ὑμᾶς, ἵνα καί ὑμεῖς ἀγαπᾶτε ἀλλήλους». Δηλαδή· «᾿Εννοῶ νά ἀγαπᾶτε ὁ ἕνας τόν ἄλλον ὄχι ὅπως συνήθως οἱ ἄνθρωποι ἀγαποῦν, ἀλλά μέ τόν τρόπο πού σᾶς ἀγάπησα ἐγώ». ᾿Εδῶ ἔγκειται ἡ καινότητα τῆς ἐντολῆς. Διαφορετικά, θά ἦταν οὐτοπία νά ὀνομάσει ὁ Κύριος καινή ἐντολή καί ἀποκάλυψη ἕνα πράγμα γνωστό πανανθρώπινα.
    ῾Υπάρχει, λοιπόν, τεράστια διαφορά, διαφορά οὐσίας, ἀνάμεσα στήν κατά Θεόν ἀγάπη καί στό ὁμώνυμο πανανθρώπινο συναίσθημα. Αὐτήν ἀκριβῶς τήν διαφορά ἐπισημαίνει ὁ Κύριος, ὅταν πρίν τήν ἀναχώρησή του ἀπό αὐτό τόν κόσμο προτρέπει τούς μαθητές του· «Μείνατε ἐν τῇ ἀγάπῃ τῇ ἐμῇ» (᾿Ιω 15,9). Τούς φανερώνει μάλιστα καί τόν ἀσφαλῆ τρόπο γιά νά προστατευθοῦν ἀπό κάθε παραχάραξη τῆς ἀγάπης καί νά μείνουν στήν ἀληθινή ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ· «ἐάν τάς ἐντολάς μου τηρήσητε, μενεῖτε ἐν τῇ ἀγάπῃ μου» (᾿Ιω 15,10). Τό ἐχέγγυο τῆς ἀγάπης εἶναι ἡ τήρηση τῶν ἐντολῶν, δηλαδή ἡ διατήρηση τῆς ἀλήθειας τοῦ Θεοῦ. Τό ὑπογραμμίζω αὐτό καί, παρακαλῶ, νά τό κρατήσετε.
    Μόλις πού χρειάζεται νά ἐπισημάνω ὅτι ἡ ἀγάπη εἶναι μεγάλο καί σπουδαῖο, τό μέγιστο ἀγαθό, «τῶν ἀρετῶν τό κεφάλαιον» καί «πασῶν τῶν τοῦ Θεοῦ ἐντολῶν ὁ θεμέλιος»2. Τήν πιό τιμητική καί αὐθεντική κατοχύρωση τῆς ἀξίας τῆς ἀγάπης, τήν προσφέρει ὁ ἴδιος ὁ Κύριος ἡμῶν ᾿Ιησοῦς Χριστός. ῾Ως ὁ δεύτερος τῆς Τριάδος, ὁ Λόγος τοῦ Θεοῦ, εἶναι ἡ ἐνυπόστατη ᾿Αγάπη. Μέ τήν ἐνανθρώπησή του ἀποκαλύπτεται στόν κόσμο ὡς ἡ ἐνσάρκωση τῆς ᾿Αγάπης. Εἶναι δέ ἡ ἐνσαρκωμένη ἀγάπη ἡ πραγματοποιημένη βασιλεία τοῦ Θεοῦ ἐπί τῆς γῆς, ἡ ᾿Εκκλησία. Στήν ᾿Εκκλησία ἐφαρμόζεται τό κατεξοχήν εὐαγγέλιο τῆς ἀγάπης, πού ἀποκαλύπτει στόν κόσμο ὅτι «ὁ Θεός ἀγάπη ἐστί» (Α´ ᾿Ιω 4,8) καί μόνον αὐτό ὀνομάζει τόν Θεό «Θεό τῆς ἀγάπης» (Β´ Κο 13,11).
    ᾿Αλλά ὁ Θεός τῆς ἀγάπης εἶναι ἐπίσης καί τῆς ἀλήθειας ὁ Θεός. ῾Ως ἀλήθεια αὐτοπροσδιορίζεται ὁ Κύριος ἡμῶν ᾿Ιησοῦς Χριστός· «ἐγώ εἰμι ἡ ὁδός καί ἡ ἀλήθεια καί ἡ ζωή» (᾿Ιω 14,6). ῾Ο Λόγος τοῦ Θεοῦ, ἡ ἐνυπόστατη ᾿Αγάπη, εἶναι καί ἡ ἐνυπόστατη ᾿Αλήθεια. ῾Υπάρχει, θά λέγαμε, ὑποστατική ἕνωση τῆς ἀγάπης μέ τήν ἀλήθεια. Καί ἡ ἀλήθεια στήν ᾿Εκκλησία ἐκφράζεται μέσα ἀπό τά δόγματα.


Μία σοβαρή παρεξήγηση

    Θά μοῦ ἐπιτραπεῖ ἐδῶ μία παρέκβαση· Εἶναι γεγονός ὅτι ὁ σύγχρονος ἄνθρωπος δέν ἐκδηλώνει ἐνδιαφέρον γιά τά πνευματικά καί μάλιστα γιά τά δογματικά θέματα, πού ἀποτελοῦν τό θεμέλιο καί τήν πηγή τῆς πνευματικῆς ζωῆς καί τῆς σωτηρίας. ῾Η σημερινή κουλτούρα καί γενικότερα ἡ περιρρέουσα ἀτμόσφαιρα ὄχι μόνο εὐνοεῖ μιά τέτοια νοοτροπία, ἀλλά καί ἐξωθεῖ σ᾿ αὐτήν. Τό ἐπιταχυνόμενο ἄνοιγμα τῆς κοινωνίας, τό ἀναπόφευκτο καί ἐν πολλοῖς εὐεργετικό πλησίασμα λαῶν, πολιτισμῶν καί ἰδεῶν, πού προωθεῖ ἡ ἀμφιλεγόμενη ἀλλά σταθερά κυριαρχοῦσα παγκοσμιοποίηση, τό αἴσθημα ἀνασφάλειας, πού ὑποθάλπει ἡ προηγμένη τεχνολογία καί τεχνογνωσία μας, εἶναι μερικοί ἀπό τούς παράγοντες πού βραχυκυκλώνουν τόν σημερινό ὀρθόδοξο χριστιανό. ῎Αλλωστε τό στίγμα τοῦ «φονταμενταλισμοῦ» συνοδεύει ἀνεξέλεγκτα ὁποιασδήποτε μορφῆς προσπάθεια γιά τήν διατήρηση τῶν παραδεδομένων ἀξιῶν πού ἀποτελοῦν τά θεμέλια τοῦ πολιτισμοῦ καί τῆς πνευματικῆς μας οἰκοδομῆς. Καί τέτοια ἀξία-θεμέλιο ἀποτελεῖ τό δόγμα.
    Κάτω ἀπό ὅλες αὐτές τίς ἔμμεσες πιέσεις ὁ σημερινός ὀρθόδοξος χριστιανός ἀβασάνιστα ἀποδέχεται τά δελεαστικά κηρύγματα τοῦ Οἰκουμενισμοῦ, αὐτοῦ τοῦ ὁδοστρωτήρα καί ἰσοπεδωτῆ τῶν δογμάτων, καί περνᾶ στά «ψιλά γράμματα» τίς δογματικές διαφορές. ᾿Ασύστολα ἐνασμενίζεται στούς ἐναγκαλισμούς μέ τίς πάσης φύσεως αἱρέσεις. Προσβάλλει ἔτσι καί βεβηλώνει βάναυσα τήν γραμμή τῶν πατέρων, γιά τούς ὁποίους, κατά τά ἄλλα, σεμνύνεται· μεγαλόπρεπα τούς «τιμᾶ» καί πανηγυρικά τούς «ἑορτάζει».

 
Τί εἶναι τό δόγμα;

     Δόγμα γενικά εἶναι ἡ ἀποφθεγματικά διατυπωμένη θεωρία, πού γίνεται παραδεκτή, διότι ἀπορρέει ἀπό κάποια αὐθεντία, ἕνα ἀναμφισβήτητα ἀποδεκτό πρόσωπο ἤ φορέα. Μέ τήν ἔννοια αὐτή ἡ ζωή μας εἶναι γεμάτη δογματισμούς πού τούς καθιερώνει ἡ κοινωνία, γιά νά μπορέσει νά ἐπιβιώσει. Δόγματα, π.χ., εἶναι οἱ συμβουλές τοῦ πατέρα πρός τό παιδί του, οἱ νουθεσίες τοῦ δασκάλου πρός τόν μαθητή, οἱ διαταγές τοῦ ἀξιωματικοῦ στόν στρατιώτη, οἱ κανόνες κυκλοφορίας καί οἱ τόσοι κανόνες καί κανονισμοί πού διέπουν τήν ζωή μας.
    ῾Η μεγαλύτερη καί ἀπόλυτη αὐθεντία εἶναι ὁ Θεός, ὁ δημιουργός καί κυβερνήτης τοῦ κόσμου, ἡ Αὐτοαλήθεια. Γι᾿ αὐτό τά δόγματα τῆς πίστεως στέκουν πάνω ἀπ᾿ ὅλα τά ἀνθρώπινα δόγματα. Εἶναι οἱ ἀλήθειες τίς ὁποῖες ἀποκάλυψε ὁ θεόπνευστος λόγος, ἡ ἁγία Γραφή, ὁ «πιστός λόγος» καί «πάσης ἀποδοχῆς ἄξιος», πού δέν ἐπιδέχεται καμία κριτική ἤ βελτίωση. Αὐτές τίς ἀλήθειες παρέλαβε καί ἐφήρμοσε ἡ ᾿Εκκλησία, τίς διατήρησε ἀλώβητες καί ἀπαραχάρακτες ἀπό τίς διαστρεβλωτικές ἐπιχειρήσεις τῶν αἱρετικῶν, τίς συστηματοποίησε καί μᾶς τίς παρέδωσε ὡς ῾Ιερά Παράδοση. Τό δόγμα δέν εἶναι μεσαιωνικός σκοταδισμός οὔτε θεολογικός σχολαστικισμός. Εἶναι ἡ θεωρία πού ἑδραιώνεται, καθώς συμπληρώνεται ἀπό τήν πράξη. Εἶναι ἡ ἀλήθεια πού λάμπει, ὅταν ἐφαρμόζεται, ἡ τροφή πού ἀξιοποιεῖται, ὅταν ἀφομοιώνεται ἀπό τόν ὀργανισμό, ὥστε νά τόν διατηρεῖ ζωντανό καί ἀκμαῖο.
     Γιά τούς πιστούς -καί ὑπογραμμίζω· μόνο γι᾿ αὐτούς- τά δόγματα τῆς ᾿Εκκλησίας ἔχουν μοναδικό κῦρος καί ἰσχύ. Διότι αὐτοί παραδέχονται ὅτι «ἔστι Θεός καί... μισθαποδότης γίνεται» (῾Εβ 11,6), ὅτι ὁ ᾿Ιησοῦς Χριστός «ἀπέθανεν... καί ἐτάφη, ἀνέστη καί ὤφθη» (πρβλ. Α´ Κο 15,3-5· Α´ Θε 4,14). Αὐτή ἡ τοποθέτηση τούς ἐμπνέει νά ἀναγνωρίζουν τό δόγμα καί νά ὑποτάσσονται σ᾿ αὐτό. Νά μήν τό θεωροῦν ἐξωτερικό καταναγκασμό ἀλλά ἔκφραση τῆς ἐσωτερικῆς τους πίστεως. Κάτι περισσότερο· Γιά τόν πιστό τό δόγμα ταυτίζεται μέ τήν ἴδια τήν ζωή του.


Δόγμα καί ζωή

    ῾Η θεωρητική τεκμηρίωση τῆς πρακτικῆς τοῦ Χριστιανισμοῦ εἶναι αὐτονόητη. ῾Ο ἴδιος ὁ Κύριος ἐξάλλου εἶναι «ὁ διδάσκαλος», πού ἀποκαλύπτει τήν ἀλήθεια, καί -συγχρόνως- «ὁ καθηγητής», πού καθοδηγεῖ τούς πιστούς στόν δρόμο τῆς ζωῆς (Μθ 5,19). Φεύγοντας ἀπό τόν κόσμο αὐτό ἀποστέλλει τούς μαθητές μέ τό παράγγελμα· «πορευθέντες μαθητεύσατε πάντα τά ἔθνη, βαπτίζοντες αὐτούς εἰς τό ὄνομα τοῦ Πατρός καί τοῦ Υἱοῦ καί τοῦ ῾Αγίου Πνεύματος, διδάσκοντες αὐτούς τηρεῖν πάντα ὅσα ἐνετειλάμην ὑμῖν» (Μθ 28,19). Δίπλα στήν δογματική διδασκαλία, ἡ ὁποία ὁμολογεῖται μέ τό βάπτισμα, θέτει καί τήν «παραγγελία περί πολιτείας. Οὐκ ἀρκεῖ γάρ τό βάπτισμα καί τά δόγματα εἰ μή καί πολιτεία προσείη», ἐξηγεῖ ὁ Ζιγαβηνός3.
    ῾Ο Παῦλος καί οἱ ἄλλοι ἀπόστολοι, καί στήν συνέχεια οἱ πατέρες καί διδάσκαλοι τῆς ᾿Εκκλησίας, θεμελιώνουν τήν ἠθική διδασκαλία τους πάντοτε στήν θεολογία τῆς πίστεως. Τόσο στά ἑρμηνευτικά ἔργα ὅσο καί στούς λόγους τους τονίζουν ὅτι γιά τήν σωτηρία εἶναι ἀπαραίτητο τό ὀρθό δόγμα καί τό ἅγιο ἦθος. Νά συνυπάρχει ὀρθότητα πίστεως καί ἁγιότητα ζωῆς, συνέπεια φρονήματος καί πράξεως, κοσμοθεωρίας καί βιοθεωρίας. Νά συμβαδίζει ἡ ἀλήθεια μέ τήν ἀγάπη, ἡ ὀρθοδοξία μέ τήν ὀρθοπραξία. ᾿Από τό πλῆθος τῶν πατερικῶν μαρτυριῶν θά ἀναφέρω ἐλάχιστες.
    ῾Ο Κύριος, γράφει ὁ ἅγιος Γρηγόριος Νύσσης, διαιρεῖ «εἰς δύο τήν τῶν χριστιανῶν πολιτείαν, εἴς τε τό ἠθικόν μέρος, καί εἰς τήν δογμάτων ἀκρίβειαν»4. Κλασικό τό χωρίο τοῦ ἁγίου Κυρίλλου ᾿Ιεροσολύμων στίς Κατηχήσεις του διασαφηνίζει ὅτι «ὁ τῆς θεοσεβείας τρόπος ἐκ δύο τούτων συνέστηκε, δογμάτων εὐσεβῶν καί πράξεων ἀγαθῶν· καί οὔτε τά δόγματα χωρίς ἔργων ἀγαθῶν εὐπρόσδεκτα τῷ Θεῷ οὔτε τά μή μετ᾿ εὐσεβῶν δογμάτων ἔργα τελούμενα προσδέχεται ὁ Θεός»5. «Βίος διεφθαρμένος πονηρά τίκτει δόγματα», διδάσκει ὁ ἅγιος ᾿Ιωάννης ὁ Χρυσόστομος6. Γι᾿ αὐτό, «Οὐκ ἀρκεῖ πρός σωτηρίαν ἡμῖν μόνη ἡ τῶν ὀρθῶν δογμάτων γνῶσις, ἀλλά δεῖ καί πολιτείας ἀρίστης»7.
    ῾Η οὐσιώδης διαφορά τῆς χριστιανικῆς πίστεως ἀπό τά συστήματα τῶν ἠθικοδιδασκάλων ἀλλά καί ἀπό τίς ποικίλες αἱρέσεις εἶναι ὅτι ἡ ζωή τοῦ χριστιανοῦ θεμελιώνεται στά δόγματα τῆς πίστεως8.
    Τήν στενή σχέση δόγματος καί ζωῆς ἐκφράζει ἡ ᾿Εκκλησία μας καί μέ τήν διάταξη τῶν πέντε πρώτων Κυριακῶν τῆς Μ. Τεσσαρακοστῆς· Οἱ δύο πρῶτες Κυριακές, τῆς ᾿Ορθοδοξίας καί τοῦ ἁγίου Γρηγορίου Παλαμᾶ, διατρανώνουν τό ὀρθόδοξο δόγμα καί τήν κυριαρχία του ἀπό τά χρόνια τῆς Εἰκονομαχίας μέχρι τόν καιρό τῶν παπικῶν αὐθαιρεσιῶν, στίς ὁποῖες ἀντιτάχθηκε ὁ ἅγιος Γρηγόριος Παλαμᾶς· θά ἐπανέλθω σ᾿ αὐτό. ῾Η τέταρτη Κυριακή καί ἡ πέμπτη, ὅπου προβάλλονται ἀντίστοιχα οἱ μορφές τοῦ ἁγίου ᾿Ιωάννου τῆς Κλίμακος, δοτοῦ τῷ Κυρίῳ ἐκ κοιλίας μητρός, καί τῆς ὁσίας Μαρίας τῆς Αἰγυπτίας, ἐξαγνισμένης διά τῆς μετανοίας καί τοῦ αἵματος τοῦ ᾿Ιησοῦ Χριστοῦ, παρουσιάζουν τήν ἐν Χριστῷ ζωή. Κι ἀνάμεσα στίς δύο δυάδες, ἡ Κυριακή τῆς Σταυροπροσκυνήσεως, δείχνει πῶς ὁ σταυρός, σύμβολο καί χαρακτηριστικό γνώρισμα τῆς ᾿Ορθοδοξίας, συμπλέκει καί ἑνώνει τό δόγμα μέ τήν ζωή. Τό κατακόρυφο δοκάρι του ἑνώνει τόν οὐρανό μέ τήν γῆ ἀποκαλύπτοντας τήν μοναδική ἀλήθεια, τήν πίστη, πού συμφιλιώνει τόν ἄνθρωπο μέ τόν Θεό, καί τό ὁριζόντιο ἑνώνει ὅλα τά μήκη καί πλάτη τῆς γῆς ἐφαρμόζοντας τήν ἐν Χριστῷ ἀγάπη.
     Εὐνόητο εἶναι ὅτι τά δόγματα ἀφοροῦν σέ ὅλους τούς πιστούς πού ἐνδιαφέρονται γιά τήν σωτηρία τῆς ψυχῆς τους καί τήν συμμόρφωση τῆς ζωῆς τους μέ τό θέλημα τοῦ Θεοῦ. ῞Οπως τά πορίσματα τῆς ἰατρικῆς διατυπώνονται βέβαια ἀπό τούς εἰδικούς ἐπιστήμονες, ἐνδιαφέρουν ὅμως καί τόν πιό ἁπλοϊκό πολίτη, ἔτσι καί τά δόγματα δέν εἶναι μόνο τῶν θεολόγων ζητήματα. Δέν εἶναι, λοιπόν, παρωνυχίδα ἡ ἐνημέρωση ὅλων στά θέματα τῆς πίστεως. Εἶναι θέμα ζωῆς ἤ θανάτου πνευματικοῦ, σωτηρίας ἤ αἰώνιας ἀπώλειας τῆς ψυχῆς μας. Καί βεβαίως, ἡ σταθερή προσήλωση στό ὀρθόδοξο δόγμα δέν ἀποτελεῖ τροχοπέδη ἀλλά ὠστική δύναμη γιά τήν πνευματική ζωή. ᾿Από τήν στάση ἔναντι τοῦ δόγματος ἐξαρτᾶται ἡ ποιότητα τῆς ζωῆς τοῦ καθενός. Μέ ἁπλά λόγια δέν μπορεῖ νά ὑπάρξει ὀρθοπραξία χωρίς τήν ὀρθοδοξία καί ἀντίστροφα. Φθορά τοῦ δόγματος ὁδηγεῖ σέ διαφθορά τῆς ζωῆς καί ἀβαρίες στήν ἠθική συνεπάγονται ναυάγιο στήν πίστη (Α´ Τι 1,6).
    Τά δόγματα ἀποτελοῦν ὅρμο καί ὁρμητήριο γιά πνευματικές νίκες καί οὐράνιες κατακτήσεις. Τό ξεθώριασμά τους στήν συνείδηση τῶν χριστιανῶν τούς καθιστᾶ χλιαρούς, συμβατικούς καί τελικά ἀχρίστιανους. Νά γιατί εἶναι ἀπόλυτη ἀνάγκη νά φυλαχθοῦμε ἀπό κάθε «νόθον δόγμα», πού μᾶς προσφέρεται «προσχήματι ἀγάπης». Νά διαφυλάξουμε μέ εὐλάβεια τά ὀρθόδοξα δόγματα πού παραλάβαμε ἀπό τούς ἁγίους πατέρες καί νά μήν ἐπιτρέψουμε σέ κανέναν τήν παραχάραξη καί διασάλευσή τους!


Γνωρίσματα τῆς ᾿Ορθοδοξίας

    ῾Η παρουσία τῶν αἱρέσεων αὐξάνει τήν εὐθύνη μας νά μήν ἐγκαταλείψουμε τήν ἀλήθεια· νά μήν παρασυρθοῦμε ἀπό τήν αἵρεση, ἀλλά νά φυλάξουμε τό ὀρθό δόγμα. «Πιστευτέον τοῖς βεβαίως ἐχομένοις τῆς ἀληθείας»9. ᾿Επειδή, ὅπως προεῖπα, ὑπάρχει ἀδιάρρηκτη ἕνωση μεταξύ ἀγάπης καί ἀλήθειας, δηλαδή μεταξύ ἀγάπης καί δόγματος, ἀναπόφευκτα ἡ νόθευση τοῦ ἑνός συνεπάγεται τήν παραχάραξη τῆς ἄλλης. Τό «νόθον δόγμα» δέν μπορεῖ νά συνυπάρχει μέ τήν ἀνυπόκριτη, τήν ἐν Χριστῷ ἀγάπη. ῞Οσο κι ἄν διατείνεται καί ἐπαγγέλλεται ἀγάπη, δέν μπορεῖ παρά νά προσφέρει ὑποκατάστατο, πρόσχημα τῆς ἀγάπης, ἀφοῦ αὐτό διαθέτει! Μόνο τό ἀληθινό, τό ὀρθόδοξο δόγμα κατέχει τήν γνήσια ἀγάπη καί μόνο αὐτό μονοπωλεῖ τήν ἀγάπη, ὅπως μονοπωλεῖ καί τήν ἀλήθεια. Σέ καμία περίπτωση, δηλαδή, τό ὀρθόδοξο δόγμα δέν ἐμποδίζει τήν ἐπικράτηση τῆς ἀγάπης, γιά τόν ἁπλούστατο λόγο ὅτι ταυτίζεται μαζί της. ῞Οπως τό καθένα ἀπό τά τρία πρόσωπα τῆς ἁγίας Τριάδος ἔχει τό δικό του ἀποκλειστικό γνώρισμα, τά λεγόμενα ἰδιώματα, ἔτσι ἡ ἀγάπη καί ἡ ἀλήθεια συναποτελοῦν ἰδιώματα τῆς ᾿Ορθοδοξίας, προσδιορίζουν τήν ἰδιοπροσωπία της.
    ῾Η ἀγάπη ὑπαγορεύει στήν ᾿Ορθοδοξία τήν εὐθύνη καί ὑποχρέωση νά προσφέρει σέ ὅλους τήν ἀλήθεια της· μέ ταπείνωση καί ἠπιότητα ἀλλά καί χωρίς νά ἀπεμπολήσει τήν αὐτοσυνειδησία της, ὅτι εἶναι ἡ ταμιοῦχος τῆς ἀποκεκαλυμμένης ἀλήθειας, «ἡ ἅπαξ παραδοθεῖσα πίστις» (᾿Ιδ 3), «ἡ ἁγία ἐντολή» (Β´ Πέ 2,21), «ἡ παροῦσα ἀλήθεια» (Β´ Πέ 1,12), ἤ, ὅπως διατυπώνεται στό Σύμβολο τῆς πίστεως, «ἡ μία ἁγία καθολική καί ἀποστολική ᾿Εκκλησία». Κι ἐπειδή ἕνας εἶναι ὁ Χριστός, ἡ κεφαλή τῆς ᾿Εκκλησίας, μία εἶναι καί ἡ ᾿Εκκλησία, τό σῶμα τοῦ Χριστοῦ, ἡ ᾿Ορθοδοξία. Μόνον αὐτή ἁγιάζει τόν ἄνθρωπο, ἀποκαθιστᾶ τήν σχέση του μέ τόν Θεό, τόν ἐπαναφέρει στόν παράδεισο. Μ᾿ ἕνα λόγο τόν σώζει. Γι᾿ αὐτό πολύ σωστά καί σύμφωνα μέ τήν ὀρθόδοξη ἐκκλησιολογία εἶχε γράψει ὁ ἀείμνηστος π. Σπυρίδων Μπιλάλης· «῾Η ἕνωσις, ἡ ἀληθής ἕνωσις καί ὄχι ἡ παρῳδία ἑνώσεως, ἡ χαλκευομένη εἰς τάς ἡμέρας ἡμῶν ὑπό τοῦ παναιρετικοῦ Οἰκουμενισμοῦ τῆς ᾿Ανατολῆς καί τῆς Δύσεως, θά ἐπιτευχθῇ μόνον διά τῆς ἄρσεως πασῶν τῶν αἱρετικῶν καινοτομιῶν τῆς Δύσεως»10.
    ᾿Ασφαλῶς κανείς δέν ἀμφισβητεῖ τήν ταπείνωση τοῦ Χριστοῦ, αὐτός εἶναι «ἡ ἄκρα ταπείνωσις»· κανείς δέν ἀμφιβάλλει γιά τήν ἀγάπη του, εἶναι «ἡ ἐνσαρκωμένη ᾿Αγάπη»· κανείς δέν προβληματίζεται γιά τήν εἰρηνοφιλία του, εἶναι ὁ «ἄρχων εἰρήνης» (᾿Ησ 9,6). Κι ὅμως ὁ ᾿Ιησοῦς Χριστός μέ παρρησία διακηρύττει «ἐγώ εἰμι τό φῶς τοῦ κόσμου» (᾿Ιω 8,12), «ἐγώ εἰμι ἡ ὁδός καί ἡ ἀλήθεια καί ἡ ζωή» (᾿Ιω 14,6) καί τά τόσα ἄλλα «ἐγώ εἰμί», πού τονίζουν τήν αὐθεντική κυριότητα καί κυριαρχία του στήν ἱστορία. ᾿Απαιτεῖ νά κατέχει τήν πρώτη θέση στήν καρδιά τῶν μαθητῶν του· «εἴ τις ἔρχεται πρός με καί οὐ μισεῖ τόν πατέρα ἑαυτοῦ καί τήν μητέρα καί τήν γυναῖκα καί τά τέκνα καί τούς ἀδελφούς καί τάς ἀδελφάς, ἔτι δέ καί τήν ἑαυτοῦ ψυχήν, οὐ δύναταί μου μαθητής εἶναι» (Λκ 14,26). ᾿Ακόμη, δέν διστάζει ὁ Κύριος νά ἀποκαλύψει ὅτι «οὐκ ἦλθον βαλεῖν εἰρήνην, ἀλλά μάχαιραν» (Μθ 10,34). ῞Οπως κανείς δέν θά τολμοῦσε νά χαρακτηρίσει ὡς ἐγωιστή ἤ ἐχθρό τῆς ἀγάπης καί τῆς εἰρήνης τόν Κύριο γιά τίς παραπάνω διακηρύξεις του, ἔτσι οὔτε τήν ᾿Εκκλησία μπορεῖ νά κατηγορήσει γιά ἀλαζονεία ἤ ἔλλειψη ἀγάπης, ὅταν αὐτή καταθέτει μέ παρρησία τήν ταυτότητά της.
     Μέ ἄλλα λόγια, δέν εἶναι ἔπαρση ἤ ἀλαζονεία νά γνωρίζουμε καί νά κηρύττουμε ὅτι ἡ ᾿Ορθόδοξη ᾿Εκκλησία κρατᾶ ἀκέραια καί ἀνόθευτη τήν διδασκαλία καί τόν τρόπο τῆς σωτηρίας· ἑπομένως σώζονται μόνο ὅσοι καθίστανται μέλη της. Τά ἄλλα χριστιανικά συστήματα καί οἱ ἄλλες λεγόμενες χριστιανικές ὁμολογίες ὅσο ποσοστό ἀλήθειας κι ἄν διατηροῦν, ἐφόσον δέν συνδέονται ὀργανικά μέ τήν ᾿Ορθόδοξη ᾿Εκκλησία εἶναι πλάνες καί τά μέλη τους πλανῶνται. Δέν ἔχει κανένα νόημα ἄν ἐνοχοποιοῦνται γιά λίγες ἤ πολλές, μικρές ἤ μεγάλες διαφορές ἀπό τήν ᾿Ορθοδοξία· ὅπως δέν ἔχει κανένα νόημα ἄν τό γάλα εἶναι λίγο ἤ πολύ δηλητηριασμένο ἤ ἄν ὁ πνιγμένος βρίσκεται σέ μικρό ἤ σέ μεγάλο βάθος κάτω ἀπό τήν ἐπιφάνεια τῆς θάλασσας. «Τό γάρ ἐπί δόγμασιν, εἴτε μικροῖς εἴτε μεγάλοις ἁμαρτάνειν, ταὐτόν ἐστιν· ἐξ ἀμφοτέρων γάρ ὁ νόμος τοῦ Θεοῦ ἀθετεῖται»11, διατρανώνει ἡ Ζ´ Οἰκουμενική Σύνοδος. Σωστά ἐπεσήμανε ὁ ἀείμνηστος π. Γ. Φλωρόφσκυ ὅτι μέσα «εἰς τήν διῃρημένην χριστιανοσύνην... ἡ ᾿Ορθόδοξος ᾿Εκκλησία εἶναι ἐντελῶς ἰδία κατά τήν οὐσίαν μέ τήν ᾿Εκκλησίαν ὅλων τῶν αἰώνων καί μάλιστα μέ τήν πρώτην ᾿Εκκλησίαν.... ᾿Ενταῦθα ὑπάρχει τι περισσότερον μιᾶς ἁπλῆς ἀδιασπάστου συνεχείας, ἡ ὁποία εἶναι πράγματι καταφανής. ῾Υπεράνω πάντων ὑπάρχει μία τελική πνευματική καί ὀντολογική ταυτότης, ἡ ἰδία πίστις, τό ἴδιο πνεῦμα, τά ἴδια ἤθη. Καί αὐτό ἀποτελεῖ τό διακριτικόν σημεῖον τῆς ᾿Ορθοδοξίας»12.


῾Η οἰκουμενικότητα τῆς ᾿Ορθοδοξίας

    Μέ αὐτή τήν βάση, ἡ ᾿Ορθοδοξία εἶναι ἀνοιχτή σέ ὅλους. Μέ ὅλους διαλέγεται καί ὅλους τούς καλεῖ στήν ἀλήθεια. ᾿Εξάλλου, ἡ οἰκουμενικότητα καί ἡ παγκοσμιότητα ἀποτελοῦν βασικά στοιχεῖα τοῦ Εὐαγγελίου καί τῆς χριστιανικῆς πίστεως. Νά μή μᾶς διαφεύγει αὐτό ἀλλά οὔτε καί νά συγχέουμε τίς ἔννοιες. ῞Οπως ἄλλο θέωση καί ἄλλο θεοποίηση, τήν ὁποία ψευδόμενος ὁ σατανᾶς ὑποσχέθηκε στόν ᾿Αδάμ, ἔτσι ἄλλο παγκοσμιότητα καί ἄλλο παγκοσμιοποίηση, τουτέστιν ἰσοπέδωση τῶν πάντων ἐν ὀνόματι τῆς οἰκονομικῆς ἀνόδου· ἄλλο οἰκουμενικότητα καί ἄλλο οἰκουμενισμός, τουτέστιν συγκρητισμός μέ τό πρόχημα τῆς ἑνότητος· ἄλλο ταπείνωση καί ἄλλο ταπεινολογία καί ταπεινοσχημία, διά τῆς ὁποίας ἀδικοῦμε τήν ᾿Ορθοδοξία καί στραγγαλίζουμε τήν ἀλήθεια. Αὐτό πράττουμε ὅταν, δῆθεν ἀπό ἀγάπη καί ταπείνωση, ὑποβιβάζουμε τήν ᾿Ορθοδοξία στή θέση ἑνός ἀπό «τούς πολλούς κλάδους τοῦ Χριστιανισμοῦ», ἔστω κι ἄν ἰσχυριζόμαστε πώς εἶναι ὁ καλύτερος, ὁ ὑγιέστερος, ὁ ἀρχαιότερος κλάδος. Μέ αὐτή τήν τακτική «τά ἰσοπεδώνουμε ὅλα» καί ἔτσι «σήμερα βλέπεις ἕναν νερόβραστο κόσμο», ὅπως ἔλεγε ὁ ἀείμνηστος π. Παΐσιος13.
    ῞Οπως ὁ Κύριος ἡμῶν ᾿Ιησοῦς Χριστός, Θεός ὤν, προσέλαβε τήν ἀνθρώπινη φύση «καί μή ἐκστάς τῆς φύσεως μετέσχε τοῦ ἡμετέρου φυράματος»14, γιά νά σώσει τόν κόσμο, ἔτσι καί τό σῶμα του, ἡ ᾿Ορθόδοξη ᾿Εκκλησία προτείνει σέ ὅλους τήν ἀλήθεια τοῦ δόγματός της γιά νά ὁδηγήσει ὅλους στή σωτηρία. Καί τοῦτο χωρίς οὐδέ εἰς τό ἐλάχιστο νά ἀποστεῖ τοῦ δόγματός της, χωρίς σέ τίποτε νά τό ἀλλοιώσει ἤ νά τό ἀντικαταστήσει μέ νόθα δόγματα. ᾿Αρχή καί εὐθύνη της εἶναι, ὅπως γράφει ἡ «’Επιστολή τοῦ ἁγιωτάτου ἀρχιεπισκόπου Ρώμης Λέοντος πρός Φλαβιανόν ἀρχιεπίσκοπον Κωνσταντινουπόλεως», ἡ ὁποία καταχωρίσθηκε στά πρακτικά τῆς Δ´ Οἰκουμενικῆς Συνόδου (ἐν Χαλκηδόνι) «μάλιστα φροντίζειν ὥστε ἐκτός θορύβου καί φιλονεικίας καί τήν ἀγάπην φυλάττεσθαι καί τήν ἀλήθειαν ἐκδικεῖσθαι»15. Διαλεγομένη ἐπιμένει ἀδιάλλακτα στήν σώζουσα ἀλήθεια, τήν ὁποία αὐτή μόνη κατέχει. ῞Οσοι τό ἀμφισβητοῦν αὐτό, δέν ἔχουν λόγο νά συζητοῦν καί νά διαλέγονται μέ τήν ᾿Ορθοδοξία.
    Αὐτή τήν τακτική μᾶς ὑπέδειξε ὁ ᾿Αρχηγός τῆς ᾿Ορθοδόξου ᾿Εκκλησίας, ὁ ᾿Ιησοῦς Χριστός. Διαλέχθηκε καί μέ τούς φαρισαίους καί μέ τούς σαδδουκαίους καί μέ τούς ἠρωδιανούς καί μέ τούς φανατικούς μαθητές τοῦ Προδρόμου καί μέ τούς τελῶνες, μέ ὅλους. ῞Ολους τούς ἀγαποῦσε· «ἠγάπησε τόν κόσμον» (᾿Ιω 3,16). ᾿Αλλά πῶς τόν ἠγάπησε; ῞Οπως οἱ ἀκτῖνες τοῦ ἥλιου φωτίζουν καί θερμαίνουν τά πάντα πάνω στή γῆ· ὄμορφα καί ἄσχημα, καθαρά καί βρώμικα, πολυτελῆ καί εὐτελῆ, χωρίς καθόλου νά ἐπηρεάζονται ἤ νά ἀλλοιώνονται οἱ ἴδιες, ἔτσι καί ὁ ἥλιος Χριστός ἀγάπησε τόν κόσμο, ὄχι γιά νά τόν ἀκολουθήσει καί νά ἐξομοιωθεῖ μέ αὐτόν. Τόν ἠγάπησε γιά νά τόν ὁδηγήσει, νά τόν μεταμορφώσει καί νά τόν καταστήσει ἀκόλουθο δικό του.
    ῞Οσοι δέν δέχονται αὐτή τήν προϋπόθεση δέν ὑπάρχει λόγος νά συζητοῦν μαζί του. «Καί οὐδείς ἐδύνατο ἀποκριθῆναι αὐτῷ λόγον, οὐδέ ἐτόλμησέ τις ἀπ᾿ ἐκείνης τῆς ἡμέρας ἐπερωτῆσαι αὐτόν οὐκέτι» (Μθ 22,46), σημειώνει ὁ εὐαγγελιστής Ματθαῖος. Εἶναι δέ χαρακτηριστικό ὅτι στίς ἔντονες συζητήσεις του μέ τούς ᾿Ιουδαίους, τίς ὁποῖες διασώζει ὁ εὐαγγελιστής ᾿Ιωάννης στά κεφ. 7 καί 8, ὅταν ἐκεῖνοι ἀνεπίδεκτοι ἀληθείας ἐπέμεναν νά ἀμφισβητοῦν τήν ἴδια τήν ὑπόστασή του καί ἐπαναλάμβαναν τήν ἐρώτηση «σύ τίς εἶ», τούς ἀποστόμωσε μέ τόν παροιμιώδη λόγο «τήν ἀρχήν ὅτι καί λαλῶ ὑμῖν» (᾿Ιω 7,25), πολύ εἶναι πού κάθομαι καί συζητῶ μαζί σας16. Διακόπτει τόν διάλογο!


Χωρισμός τῆς ἀγάπης ἀπό τήν ἀλήθεια

    Μπορεῖ κανείς νά ἰσχυρισθεῖ ὅτι δέν ἀγαποῦσε ὁ Κύριος; Καί ἀγαποῦμε περισσότερο ἐμεῖς, πού ἄλλοτε μέ τό διαβόητο «Παγκόσμιο Συμβούλιο ᾿Εκκλησιῶν», ἄλλοτε μέ τούς ἀτελέσφορους καί ἀνούσιους διαλόγους ᾿Ορθοδόξων καί Ρωμαιοκαθολικῶν, «πωλοῦμε» ἀγάπη, τήν ὁποία κακῶς θεοποιήσαμε; «῾Ο Θεός ἀγάπη ἐστί», τό μαρτυρεῖ ἡ ἁγία Γραφή, ἀλλά ἡ ἀγάπη δέν εἶναι θεός! Οἱ ἅγιοι ἀπόστολοι διακηρύττουν ὅτι ἡμεῖς «ἀγαπῶμεν ἐν ἀληθείᾳ» (Α´ ᾿Ιω 3,18· Β´ ᾿Ιω 1) καί συγχρόνως «ἀληθεύομεν ἐν ἀγάπῃ» (᾿Εφ 4,15). Δέν διαχώρισαν ποτέ τήν ἀγάπη ἀπό τήν ἀλήθεια, διότι ἡ ἀγάπη «συγχαίρει τῇ ἀληθείᾳ» (Α´ Κο 13,6)· δέν μπορεῖ νά ὑπάρξει χωρίς τήν ἀλήθεια, εἶναι φυτό ἀληθοχαρές!
    Στήν ἴδια γραμμή κινοῦνται οἱ ἅγιοι πατέρες. «Εἴ που τήν εὐσέβειαν παραβλαπτομένην ἴδοις», λέγει ὁ ἅγιος Χρυσόστομος, «μή προτίμα τήν ὁμόνοιαν τῆς ἀληθείας». Στάσου γενναῖος μέχρι θανάτου καί διατηρώντας τήν φιλική διάθεση πρός ὅλους, σέ τίποτε μήν προδόσεις τήν ἀλήθεια17.
    Δέν χωρίζεται ἡ ἀγάπη ἀπό τήν ἀλήθεια. ῾Ο διαχωρισμός τους, ἐπί ζημίᾳ βέβαια καί τῶν δύο, εἶναι τῶν ἡμερῶν μας ἐπίτευγμα. Εἶναι τό κατόρθωμα τοῦ συγχρόνου διαχριστιανικοῦ συγκρητισμοῦ! Ποτέ ἄλλοτε ἡ λέξη ἀγάπη δέν χρησιμοποιήθηκε τόσο πρόχειρα, ἀνεύθυνα καί ὕπουλα εἰς βάρος τῆς ἀλήθειας. Ποτέ στήν ἱστορία τῆς ᾿Εκκλησίας δέν χρησιμοποιήθηκαν στίς σχέσεις μέ τούς αἱρετικούς οἱ ἀνταλλαγές ἐπισκέψεων καί δώρων, οἱ ἑκατέρωθεν φιλοφρονήσεις, οἱ ἐναγκαλισμοί καί οἱ ἀσπασμοί μέ πλήρη ἤ ἔστω μερική παραθεώρηση τῆς ἀλήθειας.
    Διαλέχθηκαν μέ τούς ἑτεροδόξους οἱ πατέρες μας, ἀλλ᾿ ἐν ἀνυποκρίτῳ ἀγάπῃ καί ἀληθείᾳ. «Οὐ γάρ νικῆσαι ζητοῦμεν, ἀλλά προσλαβεῖν ἀδελφούς, ὧν τῷ χωρισμῷ σπαρασσόμεθα»18, ἐξομολογεῖται ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος. Ποτέ ἡ ἀγάπη δέν κατήργησε οὔτε ὑποβίβασε τό δόγμα. Ποτέ δέν παραμερίσθηκε ἡ ἀλήθεια χάριν μιᾶς κατ᾿ ἐπίφασιν εἰρήνης. «῎Αν ἡ εἰρήνη περιορίζεται μόνο στά λόγια, εἶναι καταγέλαστη», γράφει ὁ Μ. Βασίλειος19, ἐνῶ ὁ εὐαίσθητος καί πραότατος Θεολόγος Γρηγόριος διαγγέλλει· «Κρείττων γάρ ἐπαινετός πόλεμος εἰρήνης χωριζούσης Θεοῦ· καί διάτοῦτο τόν πραΰν μαχητήν ὁπλίζει τό Πνεῦμα, ὡς καλῶς πολεμεῖν δυνάμενον»20. Εἶναι μία ρήση ὄντως σκληρή, ἀλλά διαφωτιστική καί σωτήρια, ὅπως κατ᾿ ἐπανάληψιν ἀπέδειξε ἡ ἱστορία. Τήν ἐπιβεβαιώνει καί ὁ ἅγιος Χρυσόστομος, ὁ ὁποῖος τεκμηριώνοντας τόν λόγο του μέ παραδείγματα τῆς βιβλικῆς ἱστορίας συνάγει·· «῎Εστιν οὖν σχισθῆναι καλῶς καί ἔστιν ὁμονοῆσαι κακῶς... ῞Ωστε οὐ πανταχοῦ ὁμόνοια καλόν, ὥσπερ οὖν οὐδέ πανταχοῦ ἡ διάστασις κακόν21.
     ῞Οταν οἱ αἱρετικοί ἐπέμεναν στίς κακοδοξίες τους οἱ πατέρες ἔπαυαν νά συζητοῦν μαζί τους ἐφαρμόζοντας τήν ἀποστολική παραγγελία «αἱρετικόν ἄνθρωπον μετά μίαν καί δευτέραν νουθεσίαν παραιτοῦ, εἰδώς ὅτι ἐξέστραπται ὁ τοιοῦτος καί ἁμαρτάνει ὤν αὐτοκατάκριτος» (Ττ 3,10). Μαχητικός καί ἀνένδοτος ὁ ἅγιος Χρυσόστομος θεωρεῖ αὐτονόητο ὅτι πρός τό συμφέρον τῆς εἰρήνης, πρέπει νά ἀποκόπτονται ἀπό τό σῶμα τῆς ᾿Εκκλησίας ὅσοι δέν συμμορφώνονται πρός τίς ἀρχές της. «῎Αν κόβουμε», λέγει «τό σάπιο καί ἀθεράπευτο μέλος τοῦ σώματος, ὄχι διότι τό περιφρονοῦμε, ἀλλά διότι ἔτσι θά διασφαλίσουμε τό ὑπόλοιπο σῶμα, πόσο πιό ἀναγκαῖο εἶναι νά ἀκολουθοῦμε αὐτή τήν τακτική στήν περίπτωση τῆς κακίας;... Αὐτή ἡ τακτική πολλές φορές ἀποβαίνει ὠφέλιμη ὄχι μόνο γιά τήν ᾿Εκκλησία ἀλλά καί γιά τούς ἴδιους (τούς παρεκτρεπομένους)»22. Μέ αὐστηρότητα στιγματίζει ὁ ἅγιος πατέρας κάθε ἐπιπόλαιη προσέγγιση πρός τούς αἱρετικούς καί τήν παραβάλλει πρός τόν διάλογο τῆς Εὔας μέ τόν ὄφι. Τόσο μεγάλο κακό εἶναι νά ἀποκαλύπτουμε σέ ὅλους ἀβασάνιστα τά θεῖα μυστήρια. ῎Ας τό ἀκούσουν, λέει, «οἱ ἁπλῶς καί ἀδιαφόρως πρός ἅπαντας διαλεγόμενοι»23. Τότε καί τώρα. Κρατοῦμε τήν πίστη μας γράφει ὁ ἐπίσκοπος ᾿Αντιοχείας ἅγιος ᾿Αναστάσιος ὁ Α´ «πίστει κραταιούμενοι καί κατά τῶν αἱρετικῶν ἀγωνιζόμενοι τῶν διαιρούντων ἤ συγχεόντων ἤ οὐχ ὁμολογούντων τήν ἀλήθειαν»24. ῾Η καταπάτηση τῆς ἀλήθειας δέν συνάδει μέ τήν ἀγάπη, εἶναι πρόσχημα, προσωπεῖο, μάσκα ἀγάπης. Καί ἐπειδή, λέγει ὁ Μέγας Βασίλειος, τό πρόσχημα τῆς ἀγάπης ἐπιφέρει μεγάλη ζημία, «σκοπεῖν ὀφείλομεν οἷς ἑαυτούς ἀναμίγνυμεν»25, πρέπει νά προσέχουμε πολύ μέ ποιούς συναναστρεφόμαστε.


Περιττά τά δόγματα σήμερα;

    Πρώτη φορά στήν ἐποχή μας ἀκούσθηκαν ἀπό κορυφαίους ἐκπροσώπους τῆς ᾿Ορθοδόξου ᾿Εκκλησίας προτάσεις ὅπως «νά ἀφήσουμε τούς θεολογικούς διαλόγους καί νά κάνουμε διάλογο ἀγάπης», διότι «ἡ θεολογία διαιρεῖ, ἐνῶ ἡ ἀγάπη ἑνώνει» ἤ ἐκεῖνο τό βλάσφημο, ὅτι τά δόγματα πρέπει νά τεθοῦν στό θησαυροφυλάκιο τῆς ᾿Εκκλησίας26! Θά θυμηθῶ ἐδῶ τήν ὑπόδειξη τοῦ Παναγιώτη Τρεμπέλα πρός τόν πατριάρχη ᾿Αθηναγόρα· «῾Η θεωρία περί θεολογίας τῆς ἀγάπης εἶναι ὅλως ξένη καί ἄγνωστος πρός τήν ἀποστολικήν διδασκαλίαν καί τήν παράδοσιν τῶν πατέρων, οἵτινες ἠγωνίσθησαν ἀνυποχωρήτως κατά πάσης πλάνης καί ὅταν ἀκόμη αὐτή ἐνεφανίζετο ὑπό μορφήν τοσούτῳ λεπτήν, ὥστε ἡμεῖς οἱ νεώτεροι ἐνίοτε νά δυσκολευώμεθα, παρ᾿ ὅλην τήν ἐπιστήμην μας νά διακρίνωμεν ταύτην»27.
     Καί ἡ ἐλάχιστη παρέκκλιση, παραποιεῖ, νοθεύει τό δόγμα, ἀποφαίνεται ὁ ἅγιος Χρυσόστομος. Παραβάλλει δέ τήν παρέμβαση στό δόγμα μέ τήν νόθευση τῶν νομισμάτων. ῞Οπως ἐκεῖ, ἡ παραμικρή περικοπή καθιστᾶ τό νόμισμα κίβδηλο, ἔτσι καί «ὁ τῆς ὑγιοῦς πίστεως καί τό βραχύτατον ἀνατρέψας, τῷ παντί λυμαίνεται ἐπί τά χείρονα προϊών ἀπό τῆς ἀρχῆς»28. ῎Αν, συνεχίζει ὁ ἅγιος διδάσκαλος, τιμωρήθηκε σκληρά ὁ ᾿Ισραηλίτης πού μάζευε ξύλα τό Σάββατο καταπατώντας τήν ἐντολή τοῦ Θεοῦ (᾿Αρ 15,32-36), «ὁ δόγματα φρικτά καί ἀπόρρητα λυμηνάμενος, οὗτος ἀπολογίας τεύξεται καί συγγνώμης; Οὐκ ἔστι ταῦτα, οὐκ ἔστιν· ἀλλά καί αὐτό μέν οὖν τοῦτό ἐστι τό πάντων αἴτιον τῶν κακῶν, τό μή ὑπέρ τῶν μικρῶν τούτων ἀγανακτεῖν»29. Δέν ἔχουμε δικαίωμα νά διακρίνουμε μεγάλες καί μικρές ἀποκλίσεις ἀπό τήν ἀλήθεια. Καί δέν ἔχουν καθόλου δίκαιο ἐκεῖνοι πού ἰσχυρίζονται ὅτι μέ τόν μέν προτεσταντισμό μᾶς χωρίζουν πολλά, μέ τόν παπισμό ὅμως, μποροῦμε νά τά βροῦμε. Διότι, λέει, ᾿Ορθοδοξία καί Καθολικισμός (τουτέστιν παπισμός) εἶναι «οἱ δύο πνεύμονες» τῆς χριστιανοσύνης30. Τέτοιες διακηρύξεις ὁδηγοῦν στήν ἀσφυξία τήν χριστιανοσύνη. Δέν συνάδουν οὔτε μέ τό ὀρθόδοξο δόγμα οὔτε μέ τό ὀρθόδοξο ἦθος.


Οἱ ἐκτός τῆς ᾿Ορθοδοξίας ἐκτός ἀληθείας

    Γιά νά λέμε τά πράγματα μέ τό ὄνομά τους ὄχι μόνο ὁ προτεσταντισμός ἀλλά καί ὁ παπισμός εἶναι αἵρεση, παρ᾿ ὅλα τά καλά χριστιανικά στοιχεῖα πού μπορεῖ νά διαθέτουν καί οἱ δύο, ὅπως καί κάθε ἄλλη αἵρεση. Σαφής εἶναι ἡ καταδικαστική ἀπόφαση τοῦ ἁγίου Πνεύματος· «ὅστις γάρ ὅλον τόν νόμον τηρήσῃ, πταίσῃ δέ ἐν ἑνί, γέγονε πάντων ἔνοχος» (᾿Ια 2,10). «Οἱ τῆς τοῦ Χριστοῦ ἐκκλησίας», γράφει ὁ ἅγιος Γρηγόριος Παλαμᾶς, «τῆς ἀληθείας εἰσί· καί οἱ μή τῆς ἀληθείας ὄντες οὐδέ τῆς τοῦ Χριστοῦ ᾿Εκκλησίας εἰσίν»31. Εἶναι ἐκτός ἀληθείας οἱ ἐκτός τῆς ᾿Ορθοδοξίας. Γι᾿ αὐτό τό ἅγιο Εὐαγγέλιο ἀπαγορεύει κάθε πνευματική σχέση μαζί τους. ῾Ο ἴδιος ὁ Κύριος συνιστᾶ νά φυλαγόμαστε «ἀπό τῶν ψευδοπροφητῶν» (Μθ 7,15), ἐνῶ ὁ ἀπόστολος ᾿Ιωάννης, ὁ μαθητής τῆς ἀγάπης διδάσκει τόν αἱρετικόν «μή λαμβάνετε εἰς οἰκίαν καί χαίρειν αὐτῷ μή λέγετε» (Β´ ᾿Ιω 10). ᾿Ακολουθώντας τήν εὐαγγελική γραμμή οἱ ἱεροί Κανόνες μέ αὐστηρότητα ἀπαγορεύουν τήν συμπροσευχή καί ὁποιαδήποτε ἄλλη λειτουργική κοινωνία μέ τούς αἱρετικούς32.
    Σήμερα, ὅπως ἤδη προανέφερα, δέν τίθεται θέμα παραχάραξης ἤ ἀλλοίωσης τῶν  ὀρθοδόξων δογμάτων. ᾿Επίσημα χείλη μάλιστα μᾶς διαβεβαίωσαν ὅτι «δέν πρόκειται νά ἀλλοιώσουμε οὐδέ εἰς τό ἐλάχιστο τά δόγματά μας». ᾿Αλλά πῶς λησμονοῦμε ὅτι αὐτά τά δόγματα μᾶς ἀπαγορεύουν τήν ἀνάμιξη μέ τούς αἱρετικούς; Εἶναι ἀθέμιτος ὁ συμφυρμός μέ ἑτεροδόξους, ὅπως σαφῶς καί κατ᾿ ἐπανάληψιν δηλώνεται ἀπό τήν ἁγία Γραφή. Θά ἀναφέρω ἐδῶ μόνο τά ἐπιτιμητικά ἐρωτήματα τοῦ ἀποστόλου Παύλου· «Τίς γάρ μετοχή δικαιοσύνῃ καί ἀνομίᾳ; τίς δέ κοινωνία φωτί πρός σκότος; τίς δέ συμφώνησις Χριστῷ πρός Βελίαρ; ἤ τίς μερίς πιστῷ μετά ἀπίστου;» (Β´ Κο 6,14-15). Δέν μπορεῖ νά ὑπάρχει σχέση πνευματική μεταξύ πιστῶν καί ἀπίστων ἤ αἱρετικῶν, διότι «ἡμεῖς πεφωτισμένοι τῇ ἀληθείᾳ, ἐκεῖνοι δέ ἐσκοτισμένοι τῇ πλάνῃ»33, ἑρμηνεύει ὁ Ζιγαβηνός. Τό φῶς τοῦ Χριστοῦ φωτίζει μόνον ὅσους παραμένουν στήν ἀλήθεια του. Οἱ αἱρετικοί, ἐφόσον ἀποκόπτονται ἀπό τήν ἀλήθεια τοῦ Χριστοῦ, βυθίζονται στό σκοτάδι καί οἱ υἱοί τοῦ φωτός δέν μποροῦν νά συμφύρονται μέ αὐτούς. «Κάνει νά ἀνακατέψουμε χρυσό καί μπακίρι;»34, πού ἔλεγε ὁ π. Παΐσιος; ῎Οχι, βέβαια!


Προσοχή στήν παγίδα!

    ῎Επειτα, τό νά διατηροῦμε τά δόγματά μας συναγελαζόμενοι μέ τούς αἱρετικούς -ὅσο κι ἄν, ἐκ πρώτης ὄψεως, φαίνεται δελεαστικό- εἶναι μία καλοστημένη οἰκουμενιστική παγίδα. Πράγματι, τί καλύτερο ἀπό τήν ἑνότητα καί τήν ἀγάπη τῶν πάντων, ὅταν μάλιστα δέν παρακωλύεται καί ἡ ἰδιαιτερότητα τοῦ καθενός; ῞Οπως, π.χ., στό ἴδιο τραπέζι, ὁ καθένας τρώει ὅ,τι τοῦ ἐπιτρέπει ἡ ὑγεία του καί τοῦ ὑπαγορεύει ἡ ὄρεξή του -ἄλλος ψητό, ἄλλος τηγανιτό, ἄλλος βραστό-, χωρίς αὐτό νά ψυχραίνει τίς σχέσεις μεταξύ τῶν συνδαιτημόνων, ἀλλά ὅλοι εἶναι φίλοι καί ἀγαπημένοι, ἔτσι καί στό θέμα τῆς πίστεως· ὁ καθένας διατηρεῖ τίς δικές του θέσεις, χωρίς φανατισμούς καί μισαλλοδοξίες!
    Αὐτό ἀκριβῶς εἶναι τό ἐπικίνδυνο, πού ὁδηγεῖ πρός τήν ἐπικράτηση μιᾶς «νέας ἐκκλησίας», ὅπως ἔγραψα σέ μία σειρά ἄρθρων35. Πρόκειται γιά μία παγκόσμια θρησκευτική συνένωση τῶν πάντων. Προβάλλεται ὡς ἡ πλέον ἐνδεδειγμένη ἀντιμετώπιση τῶν ποικίλων καί σοβαρῶν κινδύνων, οἱ ὁποῖοι ὡς ἄλλη δαμόκλεια σπάθη ἀπειλοῦν ἀπό στιγμή σέ στιγμή νά καρατομήσουν καί νά ἐξαφανίσουν τόν Χριστιανισμό. Κατά τήν πρώτη χιλιετία, ἰσχυρίζονται οἱ Οἰκουμενιστές, ἡ ᾿Εκκλησία ἑνωμένη κατέκτησε τόν κόσμο. Κατά τήν δεύτερη, μέ τήν διαίρεση καί διάσπαση ταπεινώθηκε καί συρρικνώθηκε. Στήν τρίτη χιλιετία, ἄν δέν ἑνωθοῦμε, θά καταπωθοῦμε ἀπό τήν ἀθεΐα καί τήν ἀπιστία ἤ θά συντριβοῦμε ἀπό τό συνεχῶς ἐπεκτεινόμενο ἰσλαμικό τόξο.
    Δέν ἀμφιβάλλω ὅτι ὅσον ἀφορᾶ στόν κοινωνικό, στόν ἐπιστημονικό καί γενικά στόν ἀνθρώπινο τομέα, π.χ. σέ θέματα βιοηθικῆς ἤ περιβαλλοντικῆς εὐαισθησίας, ὑπάρχει ὄντως κάποια δόση ἀλήθειας καί ὀρθότητος στίς οἰκουμενιστικές προτάσεις. ᾿Ασφαλῶς ὡς ἄνθρωποι «μηδενί μηδέν ὀφείλομεν εἰ μή τό ἀγαπᾶν ἀλλήλους» (βλ. Ρω 13,8). Νά ἀγαποῦμε, νά βοηθοῦμε, νά συνεργαζόμαστε μέ ὅλους, ἀνεπηρέαστοι ἀπό τίς θρησκευτικές τους πεποιθήσεις. ῎Οχι ὅμως νά ἐπεκτείνουμε αὐτή τήν ἑνότητα καί στόν τομέα τῆς πίστεως, παραθεωρώντας τίς θέσεις τοῦ Εὐαγγελίου καί καταπατώντας τήν γραμμή τῆς Παραδόσεως! Διότι τότε παραφθείρουμε τήν ἀγάπη, τήν ἐκφυλίζουμε σέ πρόσχημα, μάσκα ἀγάπης· τήν καθιστοῦμε μέσο γιά τήν νοθεία τοῦ δόγματος καί τήν καταστρατήγηση τῆς ἀλήθειας. Δυστυχῶς αὐτό μαρτυρεῖ ἡ πείρα ὀρθοδόξων θεολόγων πού ἔλαβαν μέρος σέ διαχριστιανικούς διαλόγους.
    Γράφει ἕνας ἀπ᾿ αὐτούς, ὁ ἐκλεκτός συνάδελφος αἰδεσιμολογιώτατος π. Γεώργιος Μεταλληνός· «᾿Εδῶ καί δεκαετίες ἡ μέθοδος τῶν ἑτεροδόξων εἶναι· Καλλιέργεια προσωπικῶν σχέσεων καί κλίματος (κοσμικῆς) φιλίας μεταξύ τῶν θεολόγων, μέ ὅλα τά διαθέσιμα μέσα, ἀλλά καί ἡ παροχή οἰκονομικῶν ἐνισχύσεων· (ἀρκετοί μητροπολίτες μας θεωροῦν καύχηση νά ἀναγράφουν στά ῾Ιδρύματά τους τήν εὐγνωμοσύνη τους πρός τό Π.Σ.Ε. ἤ τό Βατικανό, γιά τήν προσφερθεῖσα οἰκονομική βοήθεια). Καί ὅλα αὐτά γιά τήν ἄμβλυνση καί ἀποδυνάμωση κάθε διαθέσεως μαρτυρίας καί ὁμολογίας». ῎Ετσι «ὁ διάλογος νοεῖται ὡς “ἀμοιβαία ἀναγνώριση” καί ὄχι συνάντηση στήν ᾿Αλήθεια, στόν ἕνα Χριστό δηλαδή, ὅπως παραδίδεται στό λόγο καί στήν πολιτεία τῶν ἁγίων μας»36.
    ῾Η φιλική, «προσχήματι ἀγάπης», διάθεση πρός τόν παπισμό προβάλλεται ἀπό τούς οἰκουμενιστές ὡς διάσωση τοῦ Χριστιανισμοῦ στήν Εὐρώπη. ᾿Αλλά γιά ποιό Χριστιανισμό μιλᾶμε, ὅταν στηρίζουμε τόν παπισμό καί τόν ὀνομάζουμε, ὡς μή ὤφειλε, «ἀδελφή ἐκκλησία»; ῞Οταν μέ τήν στάση μας ἐπιβεβαιώνουμε τόν τίτλο τοῦ πάπα ὡς «πλανητάρχη»; Δέν ἐπαναλαμβάνουμε ἔτσι τό σφάλμα πού διέπραξαν οἱ ἱεράρχες τοῦ Βυζαντίου, ὅταν στήν σύνοδο Φερράρας-Φλωρεντίας τάχθηκαν στό πλευρό τοῦ πάπα; Καί τότε μέν βρέθηκε ἕνας Μᾶρκος Εὐγενικός, γιά νά διακηρύξει ὅτι· «Δέν εἶναι οἱ Λατίνοι μόνο σχισματικοί, ἀλλά καί αἱρετικοί. Αὐτό τό ἀποσιώπησε ἡ ᾿Εκκλησία μας, διότι εἶναι πολλοί καί ἰσχυρότεροί μας, ἀλλά ἐμεῖς δέν διακόψαμε τίς σχέσεις μαζί τους γιά κάποιον ἄλλο λόγο παρά διότι εἶναι αἱρετικοί. Καί δέν μποροῦμε νά συμφωνήσουμε μαζί τους, ἄν πρῶτα δέν μετανοήσουν καί ὁμολογήσουν τό αὐτό Σύμβολο τῆς πίστεως»37. Σήμερα ὅμως ποιός θά μιλήσει γι᾿ αὐτή τήν ἀνάγκη μετανοίας;


Προωθεῖται ἡ Οὐνία

    ᾿Αλλά, θά πεῖ κάποιος, ἤδη ἔχουμε δήλωση μετανοίας· ῾Ο πάπας Παῦλος-᾿Ιωάννης Β´ εἶχε ζητήσει συγγνώμη γιά τά ὄντως ἀνήκουστα κακά καί τούς βανδαλισμούς πού διέπραξαν οἱ παπικοί σταυροφόροι, τά ὁποῖα στιγματίζουν ἀκόμη καί ὁμόδοξοί τους ἱστορικοί. ᾿Αλλά τί νόημα ἔχει ἡ δήλωση μετανοίας καί ἡ αἴτηση συγγνώμης, ὅταν οἱ ἴδιες ἀγριότητες ἐπαναλήφθηκαν καί ἐξακολουθοῦν νά ἐπαναλαμβάνονται; ᾿Αρκεῖ νά ὑπενθυμίσω τά ἐγκλήματα τῶν παπικῶν Οὔστασι ἐναντίον τῶν ὀρθοδόξων Σέρβων στήν Κροατία κατά τόν περασμένο αἰώνα. Τό σπουδαῖο εἶναι ὅτι οἱ Οὔστασι δροῦσαν μέ τίς εὐλογίες τοῦ διαβόητου ἀρχιεπισκόπου Στέπινατς, τόν ὁποῖο κατόπιν οἱ παπικοί ἁγιοποίησαν. Καί μάλιστα τήν ἁγιοποίηση εἰσηγήθηκε ὁ ἴδιος πάπας πού μᾶς ζήτησε συγγνώμη!
    Καί τί νά πεῖ κανείς γιά τόν ὕπουλο θεσμό τῆς Οὐνίας, τήν ὁποία τό Βατικανό ἐπίσημα ἐπικυρώνει καί μεθοδικά προωθεῖ38; Εἶναι χαρακτηριστικό τό ἀπόσπασμα ἀπό ἐπιστολή τοῦ σημερινοῦ πάπα Βενεδίκτου Ράτσιγκερ πρός τόν οὐνίτη ἀρχιεπίσκοπο Οὐκρανίας, καρδινάλιο Λιουμπομίρ Χούζαρ· «᾿Επιβάλλεται νά ἐξασφαλίσουμε τήν παρουσία καί τῶν δύο μεγάλων φορέων τῆς μοναδικῆς παραδόσεως (τοῦ λατινικοῦ καί τοῦ ἀνατολικοῦ)... Διπλή εἶναι ἡ ἀποστολή πού ἔχει ἀνατεθεῖ στήν ῾Ελληνοκαθολική (ἐν. Οὐνιτική) ᾿Εκκλησία, πού βρίσκεται σέ πλήρη κοινωνία μέ τόν διάδοχο τοῦ ἀποστόλου Πέτρου (ἐν. τόν πάπα)· ἀπό τή μία πλευρά νά διατηρήσει ὁρατή μέσα στήν καθολική ἐκκλησία τήν ἀνατολική παράδοση· ἀπό τήν ἄλλη πλευρά νά εὐνοήσει τήν σύγκλιση τῶν δύο παραδόσεων, μαρτυρώντας ὅτι αὐτές ὄχι μόνο συνδυάζονται μεταξύ τους, ἀλλά καί ἀποτελοῦν μία βαθειά ἑνότητα μέσα στήν ποικιλία τους»39.
    Αὐτή, λοιπόν, εἶναι ἡ ἀγάπη καί ἑνότητα γιά τήν ὁποία «καίγεται» τό Βατικανό· τό σφιχταγκάλιασμά του μέ τήν ᾿Ορθοδοξία καί ὁ πνιγμός της μές στά πλοκάμια τῆς Οὐνίας. «᾿Εκμεταλλευόμενοι τήν δυστυχίαν τῶν λαῶν τῆς ᾿Ανατολῆς, μέ δοράς προβάτων ὑπεισῆλθον οἱ φοβεροί αὐτοί λύκοι (οἱ οὐνίτες) εἰς τάς μάνδρας καί ἀπεδεκάτισαν τά πρόβατα»40, γράφει χαρακτηριστικά ὁ αἰωνόβιος ἐπίσκοπος πρώην Φλωρίνης π. Αὐγουστῖνος Καντιώτης. ᾿Απευθυνόμενος δέ στό Βατικανό ὁ σεβάσμιος γέροντας τονίζει· «᾿Εάν θέλετε, κύριοι, νά ἔλθῃ ἡ ποθητή ἐκείνη ἡμέρα “τῆς τῶν πάντων ἑνώσεως”, παύσατε νά μεταχειρίζεσθε τοιαύτας μεθόδους, πού... προκαλοῦν φρίκην εἰς πᾶσαν ἀδιάφθορον συνείδησιν καί εὐρύνουν τό ἀνοιγέν χάσμα μεταξύ ᾿Ανατολῆς καί Δύσεως. ῾Η ὁδός ἡ ἄγουσα πρός τήν ἕνωσιν δέν διέρχεται διά τῆς οὐνίας ἀλλά διά τῆς ὁδοῦ ἐκείνης, τήν ὁποίαν ἐχάραξεν ὁ Θεάνθρωπος εἰπών· “Γνώσεσθε τήν ἀλήθειαν καί ἡ ἀλήθεια ἐλευθερώσει ὑμᾶς” (᾿Ιω 8,32)»41.
    ᾿Εμεῖς ὄχι μόνο δέν τολμοῦμε νά ἀπαιτήσουμε ἀπό τούς παπικούς εἰλικρινῆ μετάνοια, ἀλλά τούς ἀποκλείουμε κάθε δυνατότητα ἐπιστροφῆς στήν ᾿Ορθόδοξη πίστη, ἀφοῦ ὅπως διακηρύχθηκε ἤδη τό 1993, μέ τή συμφωνία τοῦ Balamand, τήν ὁποία συνυπέγραψαν ᾿Ορθόδοξοι Οἰκουμενιστές μέ ἐκπροσώπους τοῦ Βατικανοῦ· «῾Εκατέρωθεν ἀναγνωρίζεται ὅτι ὅσα ἐνεπιστεύθη ὁ Χριστός εἰς τήν ᾿Εκκλησίαν του -ὁμολογία τῆς ἀποστολικῆς πίστεως, μετοχή εἰς τά αὐτά μυστήρια, κυρίως εἰς τήν μίαν ἱερωσύνην τήν τελοῦσαν τήν μίαν θυσίαν τοῦ Χριστοῦ, ἀποστολικήν διαδοχήν τῶν ἐπισκόπων- δέν δύνανται νά θεωρηθοῦν ὡς ἀποκλειστική ἰδιοκτησία μιᾶς τῶν ἡμετέρων ᾿Εκκλησιῶν. Εἶναι σαφές ὅτι ἐντός τοῦ πλαισίου τούτου ἀποκλείεται πᾶς ἀναβαπτισμός»42. Καί πρός ἐπίρρωση τῆς συμφωνίας, μόλις πρίν δύο χρόνια, κατά τήν ἐπίσκεψη τοῦ πάπα στήν Κωνσταντινούπολη ὁ Οἰκουμενικός Πατριάρχης μας προσέφερε ὡς δῶρο ἕναν σταυρό στόν ἀρχηγό τῶν οὐνιτῶν καρδινάλιο ᾿Ιγνάτιο. ῎Ετσι δώσαμε στόν πάπα τό δικαίωμα νά διακηρύξει, λίγο ἀργότερα, ὅτι ἡ «ρωμαϊκή ἐκκλησία» εἶναι ἡ μοναδική πραγματική ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ καί ὅτι «οἱ ᾿Ορθόδοξες τοπικές ἐκκλησίες εἶναι ἐλλειμματικές, ἐπειδή δέν ἔχουν κοινωνία μέ τόν διάδοχο τοῦ Πέτρου»!43.


Στήν γραμμή τῶν πατέρων

    Αὐτή εἶναι ἡ τακτική τῶν πατέρων μας πού ἐπί αἰῶνες τόνιζαν ὅτι εἶναι νόθον τό παπικό δόγμα; Μήπως ἐμεῖς ἔχουμε περισσότερη ἀγάπη ἀπό τόν Μέγα Φώτιο, ὁ ὁποῖος ἀσφάλισε τήν ᾿Εκκλησία ἀπό τήν δικτατορία τοῦ πάπα καί ἔμεινε σύμβολο ᾿Ορθοδοξίας γιά τόν εὐσεβῆ λαό44;
    ᾿Ασφαλῶς δέν διέθετε λιγότερη ἀγάπη ἀπό ἐμᾶς ὁ ᾿Ιωσήφ Βρυέννιος. Στούς χαλεπούς καιρούς του θεωρεῖ τήν ἕνωση μέ τούς παπικούς ὡς γεγονός πολύ σπουδαῖο καί σωτήριο γιά τήν ταλανιζόμενη Ρωμανία, δηλαδή τήν βυζαντινή αὐτοκρατορία, ὡς «δευτέραν οἰκονομίαν Θεοῦ μετά τήν ἔνσαρκον». Τονίζει ὅμως ὅτι, ἄν δέν διευθετηθοῦν οἱ διαφορές πού ἀπομάκρυναν ἀπό τήν ᾿Εκκλησία τούς παπικούς, ὁποιαδήποτε ἕνωση εἶναι «τοῦ προτέρου σχίσματος σχίσμα χεῖρον καί διαίρεσις καί κατατομή καί ἀπάτη». Καί στι γματίζοντας ἐκείνους πού ἔσπευδαν πρός τήν ἐπαίσχυντη ἕνωση, γράφει· «Μή δέ νομίσῃς, ὅτι ἐξουσιάζεται ἡ πίστις ἡμῶν Πατριαρχικῷ τινι ἤ Βασιλικῷ προσώπῳ κἄν τις ἰσχύσῃ τούτους μεταβαλεῖν καί τούς λοιπούς διά τούτων μεταπεῖσαι δυνήσεται... Καί τοῦτο πολλάκις ἡ πεῖρα παρέστησεν· ὅτι ἀφ᾿ οὗπερ χριστιανοί ἐπεκλήθημεν, Πατριάρχαι πολλοί καί Βασιλεῖς σύν αὐτοῖς, αἱρεσιῶται γεγόνασι καί τούτοις συναπήχθησάν τινες τῶν ὑπ᾿ αὐτούς· ἡ μέν τοι πίστις ἀσάλευτος ἔμεινε»45.
    Δέν εἴμαστε πιό φιλάδελφοι ἐμεῖς ἀπό τόν μαθητή τοῦ Βρυεννίου, τόν ἅγιο Μᾶρκο Εὐγενικό, ὁ ὁποῖος τοποθετώντας τήν ἐλευθερία τῆς ᾿Εκκλησίας πάνω ἀπό τῆς πατρίδος τήν ἐλευθερία διακήρυξε ὅτι· «Σέ καμία περίπτωση δέν πρέπει νά ἑνωθοῦμε μέ τούς λατίνους, ἄν αὐτοί δέν ἀποβάλουν ἀπό τό Σύμβολο τῆς πίστεως τήν προσθήκη καί δέν ὁμολογήσουν τό Σύμβολο ὅπως ἐμεῖς»46.
    Θά ἀναφέρω ἀκόμη·
    Τόν ἅγιο Κοσμᾶ τόν Αἰτωλό, πού μέ τήν ἁπλοϊκή διδαχή του ἐπεσήμαινε στούς χριστιανούς νά φοβοῦνται τόν πάπα, διότι αὐτός ἐνσαρκώνει τήν ὕπουλη μορφή τοῦ ἀντιχρίστου47.
    Τόν ἅγιο Νικόδημο ῾Αγιορείτη, κατά τόν ὁποῖο οἱ Λατῖνοι «εἶναι παμπάλαιοι αἱρετικοί», ὅπως δείχνουν «τά βιβλία τοῦ ἁγιωτάτου Πατριάρχου ᾿Ιεροσολύμων κυρίου Δοσιθέου τοῦ παπομάστιγος», στά ὁποῖα παραπέμπει48.
    Τόν ἅγιο τοῦ περασμένου αἰώνα, τόν Πενταπόλεως Νεκτάριο, πού μελετώντας τήν ἱστορία τοῦ παπικοῦ σχίσματος γράφει· «῾Η ἑνότης τῆς ᾿Εκκλησίας οὐχί ἐν ἑνιαίῳ προσώπῳ ἑνός τῶν ἀποστόλων θεμελιοῦται καί ἑδράζεται, ἀλλ᾿ ἐν τῷ προσώπῳ τοῦ Σωτῆρος ἡμῶν ᾿Ιησοῦ Χριστοῦ... ᾿Εκ τῆς Οἰκουμενικῆς ᾿Εκκλησίας μόνη ἡ ῾Ρωμαϊκή ᾿Εκκλησία ἄλλως ἀντελάβετο τό πνεῦμα τῆς ἑνότητος καί δι᾿ ἄλλων ἐπεζήτησε καί ἐπεδίωξε ταύτην μέσων. ῾Η διάφορος αὕτη ἀντίληψις τοῦ τρόπου τῆς ἑνότητος προὐκάλεσε τό σχίσμα, ὅπερ λαβόν τήν ἀρχήν ἀπό τῶν πρώτων αἰώνων ηὐξάνετο σύν τῷ χρόνῳ καί προέβαινε κατά τό μέτρον τῆς ἐφαρμογῆς τῶν ἀρχῶν τῆς ῾Ρωμαϊκῆς ᾿Εκκλησίας, μέχρις οὗ ἀφίκετο εἰς τήν τελείαν ἀπόσχισιν, ἕνεκα τῆς ἀπαιτήσεως τῶν παπῶν τῆς ὑποταγῆς τῆς Οἰκουμενικῆς ᾿Εκκλησίας, τῆς μίας καθολικῆς καί ἀποστολικῆς Έκκλησίας, τῇ ἐπισκοπῇ τῆς Ρώμης. ᾿Εν τούτῳ δέ κεῖται ὁ λόγος τοῦ σχίσματος, ὅστις ἀληθῶς εἶναι μέγιστος, διότι ἀνατρέπει τό πνεῦμα τοῦ Εὐαγγελίου, καί ὁ σπουδαιότατος δογματικός λόγος, διότι εἶναι ἄρνησις τῶν ἀρχῶν τοῦ Εὐαγγελίου. Οἱ λοιποί δογματικοί λόγοι, καίτοι σπουδαιότατοι, δύνανται νά θεωρηθῶσιν ὡς δευτερεύοντες καί ἀπόρροια τοῦ πρώτου τούτου λόγου»49.
    Παρατρέχω τόν Μιχαήλ Κηρουλάριο, τόν Γεννάδιο Σχολάριο καί τόσους ἄλλους ἁγίους πατέρες καί διδασκάλους τῆς ᾿Εκκλησίας, οἱ ὁποῖοι μέσα στούς δώδεκα αἰῶνες πού μεσολάβησαν ἀπό τήν ἀπόσχιση τῶν παπικῶν μέχρι σήμερα, χωρίς ἐμπάθεια καί κακία ἀλλά μέ σεμνότητα καί παρρησία καταδικάζουν τήν παπική αἵρεση. Θά σταθῶ μόνο στό ὄνομα τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ, πού προανέφερα. Μέ σθένος ὁ Παλαμᾶς ξεσκέπασε τόν φιλοπαπικό ἐκπρόσωπο τῶν ᾿Ορθοδόξων Βαρλαάμ τόν Καλαβρό, ἕνα εἶδος οὐνίτη ἐκείνης τῆς ἐποχῆς. ᾿Ασυμβίβαστος καί ἀκαταγώνιστος ὁ ἅγιος Γρηγόριος καταδικάζει ἔντονα τήν «ἔκφυλον προσθήκην» τῆς ἐκπορεύσεως τοῦ ἁγίου Πνεύματος καί ἐκ τοῦ Υἱοῦ κι ὅλες τίς παπικές κακοδοξίες καί καλεῖ ὅλους τούς πιστούς νά ἐπαγρυπνοῦν στά θέματα τῆς πίστεως. ῾Η σιγή, λέγει, σέ θέματα πίστεως εἶναι τρίτο εἶδος ἀθεΐας μετά ἀπό τήν ἄρνηση τοῦ Θεοῦ καί τήν ἀπόρριψη τοῦ ᾿Ιησοῦ Χριστοῦ50.
    Ποιά ἀπήχηση εἶχε στήν ζωή καί παράδοση τῆς ᾿Εκκλησίας ὁ ἀγώνας τοῦ ἁγίου Γρηγορίου φαίνεται ἀπό τό γεγονός ὅτι, ὅπως εἶπα,  ἡ ᾿Εκκλησία θέσπισε νά τιμᾶται ἡ μνήμη του κατά τήν δεύτερη Κυριακή τῆς Μ. Τεσσαρακοστῆς. Κι ἐνῶ κατά τήν πρώτη, τήν Κυριακή τῆς ᾿Ορθοδοξίας, μέ τήν ἀναστήλωση τῶν ἁγίων εἰκόνων ἡ ᾿Εκκλησία πανηγυρίζει τήν νίκη της ἐναντίον τῶν αἱρέσεων τῶν ὀκτώ πρώτων αἰώνων, μέ τήν Κυριακή τοῦ ἁγίου Γρηγορίου Παλαμᾶ γιορτάζει τήν κατατρόπωση τῆς αἱρέσεως τοῦ παπισμοῦ, πού πάσχισε νά στηλώσει τήν εἰκόνα τοῦ πάπα-πλανητάρχη. Εἶναι ἀξιοσημείωτο ὅτι τήν μεγάλη αὐτή ἡμέρα δέν τιμᾶ ἡ ᾿Εκκλησία κάποιον ἀπό τούς ἀρχαίους μεγάλους πατέρες καί θεολόγους της, ὅπως Μ. ᾿Αθανάσιο, Μ. Βασίλειο, Γρηγόριο Θεολόγο κ.ἄ., διότι στήν δική τους ἐποχή δέν εἶχε ἀποσκιρτήσει ἀκόμη ἡ Δύση, ἀνῆκε στήν μία ᾿Εκκλησία τοῦ Χριστοῦ. ᾿Αργότερα οἱ παπικοί προσπαθώντας νά  στηρίξουν τό θεμελιῶδες καί κυρίαρχο δόγμα τους περί πρωτείου τοῦ πάπα, πού πρόβαλε σάν ἀθεμελίωτος ἑτοιμόρροπος μιναρές, προσκόλλησαν σ᾿ αὐτό σάν ἀντερείσματα ἕναν ὁλόκληρο ἀστερισμό αἱρετικῶν δογμάτων. ῎Ετσι ἀποστασιοποιήθηκαν καί ἀποκόπηκαν ἀπό τήν ᾿Ορθοδοξία. Τιμᾶται, λοιπόν, ὁ Γρηγόριος Παλαμᾶς ὡς ἐκφραστής καί ἐνσαρκωτής τῆς ᾿Ορθοδοξίας, διότι κατατρόπωσε τόν παπισμό, πού ἐκείνη τήν ἐποχή εἶχε ἤδη διαμορφώσει τίς αἱρετικές του πλάνες.


᾿Ανεπίκαιροι οἱ πατέρες;

    Βεβαίως οἱ Οἰκουμενιστές διακηρύττουν ὅτι ἀγαποῦν καί τιμοῦν τούς πατέρες. Δυστυχῶς ὅμως δέν ἀκολουθοῦν τήν τακτική ἐκείνων, διότι τούς θεωροῦν ἀνεπίκαιρους51. Σήμερα, λένε, οἱ ἀπαιτήσεις τῶν καιρῶν ἐπιβάλλουν νά συμμορφωθοῦμε μέ τό πνεῦμα τῆς ἐποχῆς. ᾿Αλλά τό πέρασμα τοῦ χρόνου δέν ἀλλοιώνει σέ τίποτε τήν ἀλήθεια τοῦ Εὐαγγελίου. ῾Η πίστη δέν παλιώνει οὔτε χρειάζεται ἐκσυγχρονισμό ἤ βελτίωση. Τροποποιοῦνται καί ἐκσυγχρονίζονται τά ἀνθρώπινα δημιουργήματα ὄχι τά ἔργα τοῦ Θεοῦ. Οἱ προσπάθειες τῶν ἐπιστημόνων π.χ. στρέφονται γύρω ἀπό τό πῶς θά ἀξιοποιήσουν τήν ἡλιακή ἐνέργεια, κανείς δέν σκέφθηκε νά βελτιώσει τόν ἥλιο. Πολύ περισσότερο δέν ἔχουμε δικαίωμα νά «ἀνακαινίσουμε» τήν ἀλήθεια πού ὁ ᾿Ιησοῦς Χριστός, ὁ νοητός ἥλιος τῆς δικαιοσύνης μᾶς ἔχει ἀποκαλύψει.
    Καί γιά νά θυμηθῶ τόν μεγάλο δογματικό τῆς ᾿Εκκλησίας μας ᾿Ιωάννη Δαμασκηνό ἡ θέση τῶν ᾿Ορθοδόξων στόν σύγχρονο κόσμο εἶναι ἀκριβῶς ὅπως τήν διασάφησε ἐκεῖνος· «Πάντα τοίνυν τά παραδεδομένα ἡμῖν διά τε νόμου καί προφητῶν καί ἀποστόλων καί εὐαγγελιστῶν δεχόμεθα καί γινώσκομεν καί σέβομεν, οὐδέν περαιτέρω τούτων ζητοῦντες... Ταῦτα ἡμεῖς στέρξωμεν, καί ἐν αὐτοῖς μείνωμεν, μή μεταίροντες ὅρια αἰώνια, μηδέ ὑπερβαίνοντες τήν θείαν παράδοσιν»52.
    Φυσικά καθόλου δέν συνάδουν μέ τήν «θείαν παράδοσιν» οἱ διαθρησκειακές συναντήσεις καί συμπροσευχές (πρβλ. Καμπέρα,  ᾿Ασσίζη κτλ), ὅπου συμμετεῖχαν καί ἐκπρόσωποι τῶν ᾿Ορθοδόξων. «Προσχήματι ἀγάπης» σέρνουμε τήν ἄσπιλη ᾿Ορθοδοξία στόν κυκεώνα τῶν νόθων δογμάτων. ῎Ετσι καταντοῦμε περίγελως ἀκόμη καί τῶν μαρτύρων τοῦ ᾿Ιεχωβᾶ. Εἶδα σέ κάποιο ἀπό τά βιβλία τους φωτογραφία μιᾶς τέτοιας διαθρησκειακῆς συμπροσευχῆς μέ δηκτικά σχόλια.
    ῾Η νέα ἐποχή θέλει μία ἐκκλησία οἰκουμενιστική, δηλαδή ἕνα συνονθύλευμα ὅλων τῶν «χριστιανικῶν» ὁμολογιῶν καί αἱρέσεων -γιατί ὄχι- καί ὅλων τῶν θρησκειῶν, πού ὁμολογοῦν ἕνα Θεό εἴτε αὐτός λέγεται Τριαδικός εἴτε ᾿Αλλάχ εἴτε ὁτιδήποτε ἄλλο! Πρόσφατα ἀκούσθηκαν καί μάλιστα ἀπό ἐπίσημα χείλη ἀπόψεις ὅπως· «Κατά βάθος μία ἐκκλησία ἤ ἕνα τέμενος ἀποβλέπουν στήν ἴδια πνευματική καταξίωση τοῦ ἀνθρώπου»53! ᾿Ακόμη, ὅτι «Ρωμαιοκαθολικοί (δηλαδή παπικοί) καί ᾿Ορθόδοξοι, Προτεστάνται καί ῾Εβραῖοι, Μουσουλμάνοι καί ᾿Ινδοί, Βουδισταί καί Κομφουκιανοί... θά πρέπει νά συντελέσωμε ὅλοι μας στήν προώθηση τῶν πνευματικῶν ἀρχῶν τοῦ οἰκουμενισμοῦ, τῆς ἀδελφωσύνης καί τῆς εἰρήνης. Τοῦτο ὅμως θά μπορέσει νά γίνει μόνον ἐάν εἴμεθα ἡνωμένοι ἐν τῷ πνεύματι τοῦ ἑνός Θεοῦ»54. Μέ τό πρόσχημα τῆς ἀγάπης αὐτή ἡ οἰκουμενιστική ἀδελφωσύνη καί εἰρήνη, ἐξαφανίζει τίς διαφορές μεταξύ ὁμολογιῶν καί θρησκειῶν, σχετικοποιεῖ τήν πίστη καί ἐπιβάλλει τό νόθον δόγμα. Θέτει ἐκτός ζωῆς καί ἐνδιαφέροντος τόν Χριστό καί τό Εὐαγγέλιο, ἀπωθεῖ στά ἀζήτητα τήν μία ἀληθινή ᾿Εκκλησία.


Τραγικός ἀπολογισμός

    «᾿Αγάπην δείκνυσι γνησίαν», διακηρύττει ὁ ἅγιος Χρυσόστομος, «οὐ κοινωνία τραπέζης, οὐδέ πρόσρησις ὑψηλή, οὐδέ κολακεία ρημάτων, ἀλλά τό διορθῶσαι καί σκοπῆσαι τό συμφέρον τοῦ πλησίον καί τόν πεπτωκότα διαναστῆσαι...»55. Σέ τί ἔχομε ἀνορθώσει τούς ἑτεροδόξους μέ τούς ἀτέλειωτους διαλόγους μας; Πόσους ἔχουμε ὁδηγήσει στήν ἀλήθεια; ῾Ο ἀπολογισμός εἶναι τραγικός. Μεταφέρω τήν ἐνδιαφέρουσα ὁμολογία ἑνός πρωήν προτεστάντη τοῦ γνωστοῦ Frank Schaeffer· «῾Η Οἰκουμενική Κίνηση ἀποτελεῖ ἀποτυχία ἀπό τήν ᾿Ορθόδοξη ἄποψη. Εἶναι ἕνα ἄθλιο φιάσκο, ἰσότιμο μέ τήν ἄτυχη Λεγεώνα τῶν ἐθνῶν, ἕνα ἄλλο προϊόν τῆς μανίας τοῦ οὐτοπισμοῦ πού κυρίευσε τόν εἰκοστό αἰώνα. ῾Η ᾿Ορθοδοξία δέν “ζύμωσε ὅλη τή ζύμη”. Μᾶλλον τό ἀντίθετο συνέβη. ῾Η ἀποστασία τοῦ φιλελευθέρου Προτεσταντισμοῦ καί ἡ ἀποδοχή ἀπό τίς προτεσταντικές ὁμολογίες τῆς ἀνηθικότητας καί τῆς διαστροφῆς ἔχουν αὐξηθεῖ φανερά κατά τή διάρκεια τῆς “οἰκουμενιστικῆς ἐποχῆς”.
    Σέ μία ἐκ τῶν ὑστέρων ἐξέταση φαίνεται καθαρά ὅτι ἔχει γίνει κατάχρηση τῆς ἀθώας καλῆς θέλησης τῶν ὀρθοδόξων στήν Οἰκουμενική Κίνηση. Στήν πραγματικότητα ἡ ἐμπλοκή τῶν ὀρθοδόξων δέν πέτυχε νά μαρτυρήσει τήν ἀλήθεια, ἀλλά μόνο νά προσδώσει κῦρος σ᾿ ἕνα σκάνδαλο καί νά φέρει σέ σύγχυση τούς πιστούς γιά τό ποιός εἶναι ὁ πραγματικός χαρακτήρας τῆς ἀποστασίας τοῦ Προτεσταντισμοῦ καί τῆς σχετικοκρατίας. ᾿Αποτελεῖ τραγική εἰρωνεία τό γεγονός ὅτι οἱ χιλιάδες προτεστάντες, οἱ ὁποῖοι ἔχουν πρόσφατα μεταστραφεῖ στήν ᾿Ορθοδοξία, συμπεριλαμβανομένου καί ἱκανοῦ ἀριθμοῦ λαϊκῶν εὐαγγελικῶν ποιμένων καί ἱερέων ἀπό διάφορη ὁμολογιακή προέλευση, δέν ἦρθαν στήν ᾿Ορθοδοξία ἀπό τήν ᾿Ορθόδοξη “μαρτυρία”῾ στίς οἰκουμενιστικές συναντήσεις, ἀλλά συνέβη ἀκριβῶς τό ἀντίθετο. Τό κῦμα τῶν προσφάτων προτεσταντῶν προσηλύτων ἦρθε μέσα στήν ᾿Εκκλησία ὄχι ἐξ αἰτίας τῶν εὐγενικῶν τους προσπαθειῶν στόν “διάλογο”, ἀλλά ἐξ αἰτίας τῆς αἰώνιας, τῆς πατερικῆς καί ἀποστολικῆς μαρτυρίας. Σ᾿ αὐτή μπορεῖ νά συμπεριληφθεῖ καί ἡ μαρτυρία ἐκείνη, ἡ ὁποία διακηρύττει μέ δύναμη τήν ἀποκλειστική φύση τῆς ᾿Ορθόδοξης ᾿Εκκλησίας ὡς τῆς ἀληθινῆς ᾿Εκκλησίας.
    Πρώην προτεστάντες, ὅπως ἐγώ, δέν ἤρθαμε στήν ᾿Ορθοδοξία, καί μάλιστα μέ ἀκριβό προσωπικό κόστος, ἐπειδή κάναμε κάποιον “διάλογο” ἤ μᾶς εἶπαν ὅτι “ὅλοι ἐμεῖς εἴμαστε μία εὐτυχισμένη οἰκογένεια χριστιανῶν’’, ἀλλά γιά νά μπορέσουμε νά βροῦμε τήν ἀλήθεια»56.
    ῾Η προσφορά αὐτῆς τῆς ἀλήθειας γιά τήν ὁποία διψοῦν οἱ αἱρετικοί ἀποτελεῖ τήν ὕψιστη ἔκφραση ἀγάπης. Δέν ἔχουμε, λοιπόν, τό δικαίωμα μέ τό πρόσχημα τῆς ἀγάπης νά τούς ἀποκρύπτουμε τήν ἀλήθεια, νά ἐξισώνουμε τό ὀρθόδοξο δόγμα μέ τά δικά τους νόθα δόγματα.
    ᾿Αξίζει νά θυμηθοῦμε ἐδῶ αὐτό πού εἶχε γράψει πρίν μερικές δεκαετίες ὁ ἀείμνηστος π. ᾿Ιουστίνος Πόποβιτς· «Χωρίς τήν ἀποστολικήν καί ἁγιοπατερικήν ὁδόν, χωρίς τήν ἀποστολικήν καί ἁγιοπατερικήν ἀκολούθησιν ὄπισθεν τοῦ μόνου ἀληθινοῦ καί ἀειζώου Θεοῦ, τοῦ Θεανθρώπου Σωτῆρος Χριστοῦ, εἶναι βέβαιον ὅτι ὁ ἄνθρωπος θά καταποντισθῇ εἰς τήν νεκράν θάλασσαν τῆς εὐρωπαϊκῆς πολιτισμένης εἰδωλολατρίας καί ἀντί τοῦ Ζῶντος καί ᾿Αληθινοῦ Θεοῦ, θά λατρεύσῃ τά ψευδοείδωλα τοῦ αἰῶνος τούτου, εἰς τά ὁποῖα δέν ὑπάρχει σωτηρία, οὔτε ἀνάστασις, οὔτε θέωσις διά τό θλιμμένον ὄν, τό ὀνομαζόμενον ἄνθρωπος»57.
     ῾Η σημερινή κατάσταση τοῦ λεγομένου δυτικοῦ χριστιανικοῦ κόσμου ἐπαληθεύει θλιβερά τήν πρόβλεψη τοῦ ἁγίου ἐκείνου ἀνθρώπου. ῾Η θρησκευτική πλάνη τῆς Δύσεως ὁδήγησε σέ ἀδιέξοδα ἀπελπισίας. Οἱ πυκνές αὐτοκτονίες, ἡ ἀπαξίωση τῆς ζωῆς μέ τήν ἀχαλίνωτη ροπή σέ κάθε εἴδους κατάχρηση, τά ναρκωτικά, ἀλλά καί ἡ στροφή πολλῶν εὐρωπαίων χριστιανῶν στίς ἀποκρυφιστικές ἀνατολικές θρησκεῖες καί σ᾿ αὐτόν τόν μουσουλμανισμό ἀποτελοῦν, νομίζω, ἕναν σοβαρό δείκτη. Εἶναι βέβαια γεγονός ὅτι ἡ ραγδαία ἐπίδραση τοῦ δυτικοῦ πολιτισμοῦ κατέστησε συνηθισμένα καί ἐδῶ στήν πατρίδα μας ἔκτροπα τέτοιου εἴδους. Μπορεῖτε ὅμως νά φαντασθῆτε πόσο αὐτά θά αὐξηθοῦν, ὅταν ἡ ᾿Ορθοδοξία παραιτηθεῖ ἀπό τήν ἀλήθεια καί ταυτισθεῖ μέ τίς δυτικές αἱρετικές θέσεις;
    ῾Η προχωρημένη κοινωνική ἀποσύνθεση μαρτυρεῖ ἀδιάψευστα τήν πνευματική χρεωκοπία τῆς Δύσεως. ῾Η νομιμοποίηση τῶν γάμων μεταξύ ὁμοφυλοφίλων, ἡ ἱερωσύνη τῶν γυναικῶν καί τόσες ἄλλες παρεκτροπές ἔχουν ὁδηγήσει πολλούς στήν ἀηδία καί ἀπομάκρυνση ἀπό τόν «δυτικό Χριστιανισμό». Εἶναι ἐνδεικτικό τό γεγονός ὅτι στό Λονδίνο καί σέ ἄλλες μεγάλες πόλεις τῆς ᾿Αγγλίας ἐδῶ καί δεκαετίες ἔχει ἀρχίσει τό ξεπούλημα τῶν ναῶν. ᾿Από ἄμεση πηγή καί προσωπική ἐμπειρία γνωρίζω ὅτι στήν ᾿Αγγλία τό 1982 περίπου 2.000 ναοί εἶχαν πουληθεῖ σέ διάφορες ἐπιχειρήσεις καί καταστήματα.


῾Η ἐπείγουσα ἀνάγκη

     Τί ἀποδεικνύουν ὅλα αὐτά; ᾿Αποδεικνύουν ὅτι δέν μᾶς χρειάζεται «νέα ἐκκλησία», ἀλλά ρίζωμα στήν πρώτη καί αἰώνια ᾿Εκκλησία, στήν ᾿Ορθοδοξία. Δέν μᾶς χρειάζονται ἀτέλειωτοι διάλογοι πού δέν βγάζουν πουθενά καί μόνον καθιστοῦν τήν ᾿Ορθόδοξη πίστη μας συνεργό καί «ἀβανταδόρο» γιά τήν ἀναγνώριση καί προώθηση τῶν νόθων δογμάτων. Εἶναι καιρός οἱ ἱεράρχες καί οἱ θεολόγοι μας νά ἐπαναλάβουν  ἐκεῖνο πού εἶχε γράψει ὁ πατριάρχης ᾿Ιερεμίας Τρανός στήν δεύτερη ᾿Απόκρισή του πρός τούς προτεστάντες θεολόγους τῆς Τυβίγγης· «῞Ωστε τό καθ᾿ ὑμᾶς ἀπαλλάξατε τῶν φροντίδων ἡμᾶς. Τήν ὑμετέραν οὖν πορευόμενοι, μηκέτι μέν περί δογμάτων, φιλίας δέ μόνης ἕνεκα εἰ βουλητόν γράφετε»58.
     ῞Οσο γιά τό ὀρθόδοξο πλήρωμα ὀφείλει μέ ζῆλο ἱερό νά ἐντρυφήσει στά λόγια τοῦ ἁγίου ᾿Ιωάννη τοῦ Δαμασκηνοῦ· «Εἰπέ μοι, ὦ ἄνθρωπε, τίνας ὑπακούσομεν, τόν χορόν τῶν σεπτῶν πατριαρχῶν τῶν ἐκλαμψάντων ἀπό τῆς ἁγίας καί οἰκουμενικῆς πρώτης Συνόδου ἕως τῆς ἕκτης, ἥν καί πᾶσα χώρα, ἀπ᾿ ἄκρου τοῦ οὐρανοῦ ἕως τῶν ἄκρων ἐσφράγισεν, ἤ τούς ὑποκριτάς ἱερεῖς τούς νόθον δόγμα ὕστερον τῇ ᾿Εκκλησίᾳ περιφέροντας, ὅ οὐδείς τῶν πατριαρχῶν καί τῶν θρόνων ἐκύρωσεν, ἀλλά μᾶλλον καί ἐξωστράκισαν, καί στηλιτευτικούς αὐτῶν λόγους ἐξαπέστειλαν, ὡς ἐχθρῶδες Θεῷ δόγμα μελετήσαντας, καί τῶν ἐκκλησιαστικῶν κανόνων ἀλλότρια θεσπίσαντας;»59.
     Τέλος, εἶναι ἐνθαρρυντικό τό γεγονός ὅτι παρ᾿ ὅλες τίς ἐλλείψεις καί τά λάθη τῶν ὀρθοδόξων, ἡ ᾿Ορθοδοξία σήμερα κτίζει ναούς καί ἐπανδρώνει μοναστήρια. «Προτεστάντες καί Ρωμαιοκαθολικοί», γράφει ὁ προαναφερθείς Frank Schaeffer, «ὡς ἄτομα πρέπει νά προσκληθοῦν νά ἐπιστρέψουν στό σπίτι, στήν ἀληθινή ἀρχαία ᾿Εκκλησία, στήν ᾿Ορθόδοξη ᾿Εκκλησία. Τά θυσιαστήριά μας εἶναι καθαρά, οἱ Λειτουργίες μας ἀνέπαφες καί τό Πνεῦμα κατοικεῖ στά ἱερά μας. ᾿Εμεῖς δέν ἔχουμε ἀλλάξει. ᾿Εμεῖς πρέπει νά μοιραστοῦμε αὐτό τό ζωντανό νερό μέ τόν διψασμένο κόσμο. ᾿Εμεῖς οἱ ᾿Ορθόδοξοι χριστιανοί πρέπει νά ἔχουμε τό θάρρος νά σταθοῦμε στά πόδια μας καί νά μήν εἴμαστε πλέον ἐκεῖνοι πού κάνουν τήν ᾿Ορθόδοξη ᾿Εκκλησία ἀόρατη, “τό πιό καλά κρυμμένο μυστικό στήν ᾿Αμερική”»60. ῾Ο ἴδιος σέ πρόσφατο ἄρθρο του ἐπαναλαμβάνει· «᾿Εάν θέλουμε πραγματική ἑνότητα μεταξύ ὅλων τῶν χριστιανῶν, θά πρέπει νά ἐπικεντρώσουμε τήν προσοχή μας στόν ᾿Ορθόδοξο εὐαγγελισμό. Θά πρέπει νά κηρύξουμε τά καλά νέα τῆς ᾿Ορθοδοξίας καί νά καλέσουμε ὅλους ὅσους πιστεύουν στόν Χριστό, στήν πληρότητα τῆς μίας ἁγίας καθολικῆς καί ἀποστολικῆς ᾿Εκκλησίας»61.
    ῾Η ᾿Ορθοδοξία εἶναι ἡ μόνη ἐλπίδα τοῦ κόσμου καί ὀφείλει νά παραμείνει σταθερή στά δόγματά της, ἀναλλοίωτη καί ἀπαραχάρακτη. ῎Οχι μόνο γιά νά ὁδηγεῖ στήν λύτρωση τά παιδιά της, ἀλλά καί γιά νά κρατᾶ ἄσβεστο τό φῶς, στό ὁποῖο μιά μέρα θά ζητήσει νά ἐπιστρέψει ὁ δυτικός κόσμος. Αὐτό τῆς ὑπαγορεύει τό γνήσιο δόγμα της, αὐτό τῆς ἐπιβάλλει ἡ ἀληθινή ἀγάπη της. Αὐτό διαγγέλλει δυναμικά καί θριαμβευτικά ἡ αὐριανή Κυριακή τῆς ᾿Ορθοδοξίας!


ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
1. ᾿Ιω. Χρυσοστόμου, Εἰς Φιλιππησίους 2,1· PG 62,191· ΕΠΕ 21,392.
2. ᾿Ιω. Χρυσοστόμου, Εἰς Γένεσιν 55,3· PG 54,483· ΕΠΕ 4,394.
3. Ζιγαβηνοῦ, Εἰς Ματθαῖον, PG 129,764Β.
4. Γρηγορίου Νύσσης, ᾿Επιστ. κδ´, ῾Ηρακλειανῷ αἱρετικῷ, PG 46,1089Α.
5. Κυρίλλου ᾿Ιεροσολύμων, Κατηχήσεις 4,2· PG 33,456· ΕΠΕ 1,134.
6. ᾿Ιω. Χρυσοστόμου, Εἰς Α´ Κορινθίους 40,3· PG 61,351· ΕΠΕ 18Α,658.
7. ᾿Ιω. Χρυσοστόμου, Περί τοῦ μή δεῖν εἰς ἱπποδρομίας..., PG 63,516· ΕΠΕ 33,350. ᾿Επίμονα ὁ ἅγιος πατέρας ἐξαίρει ὡς γνώρισμα τῆς ᾿Ορθοδοξίας τήν σύμφωνη πρός τά δόγματα, τήν «ἀκριβῆ πολιτείαν» (᾿Ιω. Χρυσοστόμου, Εἰς τό οὐδέποτε ἀφ᾿ ἑαυτοῦ ποιεῖ ὁ Υἱός οὐδέν..., PG 56,256· ΕΠΕ 27,604). Πρβλ. τοῦ αὐτοῦ, Εἰς Α´ Κορινθίους 8,2· PG 61,70· ΕΠΕ 18,222· «Βίος ἀκάθαρτος ἐμποδίζει δόγμασιν ὑψηλοῖς, οὐκ ἀφείς τό διορατικόν φανῆναι τῆς διανοίας... Χρή πάντων καθαρεύειν τῶν παθῶν τόν μέλλοντα θηρᾶν τήν ἀλήθειαν». ᾿Επίσης ᾿Ιω. Χρυσοστόμου, Εἰς ᾿Ιωάννην 66,3· PG 59,369· ΕΠΕ 14,282· «Οὐδέν γάρ ὄφελος βίου καθαροῦ, δογμάτων διεφθαρμένων· ὥσπερ οὖν οὐδέ τοὐναντίον, δογμάτων ὑγιῶν, ἐάν βίος ᾖ διεφθαρμένος».
8. Βλ. ᾿Ιω. Χρυσοστόμου, Εἰς τό οὐδέποτε ἀφ᾿ ἑαυτοῦ ποιεῖ ὁ Υἱός οὐδέν...· PG 56,256· ΕΠΕ 27,604· «᾿Αποστρεφόμεθα τῶν αἱρετικῶν τούς συλλόγους, ἐχώμεθα δέ διηνεκῶς τῆς ὀρθῆς πίστεως, καί βίον ἀκριβῆ καί πολιτείαν τοῖς δόγμασιν ἴσην ἐπιδειξώμεθα». Πρβλ. τοῦ αὐτοῦ Εἰς Γένεσιν 13,4· PG 53,110· ΕΠΕ 2,344· «τά ὑγιῆ δόγματα σπουδάζωμεν ἐναποτίθεσθαι ταῖς ἑαυτῶν ψυχαῖς καί μετά τούτων καί βίου ἀκρίβειαν ἐπιδείκνυσθαι, ἵνα καί ὁ βίος μαρτυρῇ τοῖς δόγμασι...», διότι «τόν χριστιανόν οὐδέν ὀνίνησι τά ὀρθά δόγματα, ἐάν τῆς κατά τόν βίον πολιτείας ἀμελῇ».
9. Κλήμεντος ᾿Αλεξανδρέως, Στρωματεῖς 7,15· PG 9,525Α· ΕΠΕ 4,452-454.«Μή τι οὖν, εἰ καί παραβαίη τις συνθήκας, καί τήν ὁμολογίαν παρέλθοι τήν πρός ἡμᾶς, διά τόν ψευσάμενον τήν ὁμολογίαν ἀφεξόμεθα τῆς ἀληθείας καί ἡμεῖς; ᾿Αλλ᾿ ὡς ἀψευδεῖν χρή τόν ἐπιεικῆ καί μηδέν ὧν ὑπέσχηται ἀκυροῦν, κἄν ἄλλοι τινές παραβαίνωσι συνθήκας· οὕτω καί ἡμᾶς κατά μηδένα τρόπον τόν ἐκκλησιαστικόν παραβαίνειν προσήκει κανόνα· καί μάλιστα τήν περί τῶν μεγίστων ὁμολογίαν ἡμεῖς μέν φυλάττομεν, οἱ δέ παραβαίνουσι. Πιστευτέον οὖν τοῖς βεβαίως ἐχομένοις τῆς ἀληθείας».
10. Σπ. Μπιλάλη, ῾Η αἵρεσις τοῦ Filioque, τόμ. Α´, ῾Ιστορική καί κριτική θεώρησις τοῦ Filioque, ἔκδ. «᾿Ορθοδόξου τύπου», ᾿Αθῆναι 1972, σελ. 456.
11. J. D. Mansi, Sacrorum Consiliorum nova et amplissima collectio 12,1031-1034.
12. G. Florovsky, «The ethos of Orthodox Church», The Ecumenical Review 2 (1960), σελ. 186.    
13. Γέροντος Παϊσίου, Πνευματική ᾿Αφύπνιση, τ. Β´, ἔκδ. ῾Ησυχ. ἁγ. ᾿Ιω. Θεολόγου Σουρωτῆς 1999, σελ. 46.
14. Γ´ Κάθισμα ῎Ορθρου 25ης Δεκεμβρίου, Μηναῖον Δεκεμβρίου, ἔκδ. «᾿Αποστολικῆς Διακονίας», σελ. 505.
15. Consilium universale Chalcedonense anno 451, ἔκδ. Ε. Schwartz, Acta consiliorum oecomenicorum, τόμ. 2ος, μέρ. 2ον, Berlin 1962, σελ. 47.
16. Βλ. Στ. Ν. Σάκκου, Περί τῆς μεταφράσεως τῆς Καινῆς Διαθήκης, τεῦχ. Α´, ᾿Αθῆναι 1970, σελ. 40-43.
17. Εἰς Ρωμαίους 22,2· PG  60,611· ΕΠΕ 17,472· «Εἴ που τήν εὐσέβειαν παραβλαπτομένην ἴδοις, μή προτίμα τήν ὁμόνοιαν τῆς ἀληθείας, ἀλλ᾿ ἵστασο γενναίως ἕως θανάτου... ἀλλ᾿ ἔσο φίλος κατά γνώμην... τήν ἀλήθειαν μηδαμοῦ προδιδούς».
18. Γρηγορίου Θεολόγου, Εἰς Πεντηκοστήν 8· PG 36,440Β· ΕΠΕ 5,130.
19. Μ. Βασιλείου, Πατροφίλῳ ἐπισκόπῳ τῆς ἐν Αἰγεαῖς ἐκκλησίας, ᾿Επιστολή σν´· PG 32,932Α· ΕΠΕ 2,88.
20. Γρηγορίου Θεολόγου, Λόγος Β´, ᾿Απολογητικός τῆς εἰς τόν Πόντον φυγῆς 82·  PG 35,488C· ΕΠΕ 1,176. Πρβλ. ᾿Ισιδώρου Πηλουσιώτου, Πέτρῳ μοναχῷ, ᾿Επιστολή 4,36· PG 78,1088C· ΕΠΕ 4,66-68· «῎Εστιν, ὦ σοφέ, καί πόλεμος εὐαγής καί εἰρήνη πάσης ἀσπόνδου μάχης ἀργαλεωτέρα... Λησταί μέν γάρ πρός ἀλλήλους σπένδονται κατά τῶν μηδέν ἀδικούντων ὁπλιζόμενοι... καί ὁ μέν μοιχός εἰρηνεύει πρός τήν μοιχευομένην, ὁ δέ πόρνος πρός τήν πορνευομένην. Μή τοίνυν πανταχοῦ τήν εἰρήνην νόμιζε εἶναι καλόν. ῎Εστι γάρ πολλάκις παντός πολέμου χαλεπωτέρα».
21. ᾿Ιω. Χρυσοστόμου, Εἰς ᾿Ιωάννην 47,2· PG 59,314· ΕΠΕ 14,58.
22. Αὐτόθι 47,3· PG 59,314· ΕΠΕ 14,58.
23. ᾿Ιω. Χρυσοστόμου, Εἰς Γένεσιν 16,2· PG 53,127-128· ΕΠΕ 2,416.
24. Διάλεκτος Β´ 3,48· Σ. Ν. Σάκκου, ᾿Αναστασίου Α´ ᾿Αντιοχείας ἅπαντα, Θεσ/νίκη 1976.
25. Μ. Βασιλείου, Περί ἀγάπης τῆς πρός Θεόν καί τόν πλησίον (᾿Επιλογή Συμεών Μεταφραστοῦ), PG 32,1149Β.
26. Βλ. Κ. Μουρατίδου, Οἰκουμενική Κίνησις- ῾Ο σύγχρονος μέγας πειρασμός τῆς ᾿Ορθοδοξίας, ᾿Αθῆναι 1973, σελ. 59.
27. Παν. Τρεμπέλα, ᾿Επί τῆς Οἰκουμενικῆς Κινήσεως καί τῶν θεολογικῶν διαλόγων ἡμιεπίσημα ἔγγραφα, ᾿Αθῆναι 1972, σελ. 19.
28. ᾿Ιω. Χρυσοστόμου, Εἰς Γαλάτας 1,6· PG 61,622· ΕΠΕ 20,194.
29. Αὐτόθι, PG 61,623· ΕΠΕ 20,196.
30. Τόν ὅρο εἶχε χρησιμοποιήσει ὁ πάπας ᾿Ιωάννης-Παῦλος Β´ σέ ἐγκύκλιό του πρός τούς Ρωμαιοκαθολικούς μέ θέμα τήν ἕνωση τῶν ἐκκλησιῶν (25/3/1995). Σχολιασμό τῆς ἐγκυκλίου βλ. ᾿Ι. Παναγοπούλου, «Τό Βατικανό καί ἡ ἕνωση τῶν χριστιανικῶν ἐκκλησιῶν», ἐφ. ῾Η Καθημερινή, Κυριακή 30 ᾿Ιουλίου 1995. Πρβλ. ᾿Αρχιμ. Γεωργίου (Καψάνη), ᾿Ορθοδοξία καί Ρωμαιοκαθολικισμός (Παπισμός), ἔκδ. ῾Ι. Μ. ῾Οσίου Γρηγορίου, ῞Αγιον ῎Ορος 2006, σελ. 33-36.
31. Γρηγορίου Παλαμᾶ, Ἀναίρεσις γράμματος ᾿Ιγνατίου ᾿Αντιοχείας, 3· ΕΠΕ 3,608.
32. Βλ. Κανόνες· ΞΕ´ τῶν ἁγίων ἀποστόλων, Θ´ καί ΛΓ´ τῆς ἐν Λαοδικείᾳ Συνόδου. Πηδάλιον, ἐκδ. Ρηγοπούλου, Θεσ/νίκη 1982, σελ. 84. 423. 433.
33. Εὐ. Ζιγαβηνοῦ, ῾Ερμηνεία εἰς τάς ᾿Επιστολάς τοῦ ἀπ. Παύλου καί εἰς τάς Ζ´ Καθολικάς, ἐκδ. Νικηφόρου Καλογερᾶ, τόμ, 1ος, ᾿Αθῆναι 1887, σελ. 429.
34. ὅ.π. σελ. 347-348.
35. Σ. Ν. Σάκκου, «Πρός νέαν ἐκκλησίαν;», ἐφ. ᾿Ορθόδοξος Τύπος, ἀρ. φύλ. 1673(19/1/2007) - 1680(9/3/2007) καί περ. ᾿Απολύτρωσις, ἀρ. φύλ. 733-741(᾿Ιαν. - Σεπτ. 2007)4-7. 36-39. 68-71. 100-103. 132-134. 164-166. 196-197. 228-230.
36. π. Γ. Μεταλληνοῦ, Οἱ διάλογοι χωρίς προσωπεῖο, σελ. 7.
37. «Οὐ μόνον εἰσίν οἱ Λατῖνοι σχισματικοί, ἀλλά καί αἱρετικοί. Καί τοῦτο παρεσιώπησεν ἡ ἐκκλησία ἡμῶν, διά τό γένος ἐκείνων εἶναι πολύ καί ἰσχυρότερον ἡμῶν. ῾Ημεῖς δέ οὐδέ δι᾿ ἄλλο τι ἐσχίσθημεν αὐτῶν, εἰ μή ὅτι εἰσίν αἱρετικοί. Διό οὐδέ πρέπει ὅλως ἑνωθῆναι αὐτοῖς, εἰ μή ἐκβάλωσι τήν προσθήκην ἀπό τοῦ συμβόλου καί ὁμολογήσωσι τό σύμβολον καθώς καί ἡμεῖς» (J. D. Mansi, Sacrorum Consiliorum nova et amplissima collectio 31Α,885DE).
38. Σύντομες ἀλλά πολύ κατατοπιστικές γιά τό θέμα εἶναι οἱ μελέτες τοῦ ἐκλεκτοῦ συναδέλφου π. Θεοδώρου Ζήση, Οὐνία. ῾Η καταδίκη της, Θεσσαλονίκη 1993. Τοῦ αὐτοῦ, Οὐνία. Νεώτερες ἐξελίξεις, Θεσσαλονίκη 1994.
39. ᾿Εφ. Καθολική , ἀ.φ. 3046/18-4-2006.
40. Αὐ. Καντιώτη, ᾿Αντιπαπικά, σελ. 44
41. Αὐτόθι, σελ. 51.
42.«῾Η Οὐνία ὡς μέθοδος ἑνώσεως κατά τό παρελθόν καί σημερινή ἀναζήτησις τῆς πλήρους κοινωνίας», ᾿Εφ. Καθολική ἀ.φ. 2705/20-7-1993.
43. Βλ. περ. ᾿Απολύτρωσις, ἀρ. φύλ. 741(Σεπτ. 2007),240.
44. «Τό ἔλεος τοῦ Θεοῦ καί ἡ ἔμπνευσις αὐτοῦ τοιοῦτον φῶς δέδωκεν εἰς τήν καθαράν ψυχήν τοῦ ἁγιωτάτου πατριάρχου, ὅτι λαμπρύνει καί φωτίζει πᾶσαν τήν κτίσιν» (J. D. Mansi, Sacrorum Consiliorum nova et amplissima collectio  17Α, 484) ὁμολογοῦσαν καί αὐτοί ἀκόμη οἱ παπικοί τοποτηρητές τῆς Ρώμης.
45. ᾿Ιωσήφ Βρυεννίου, Τά εὑρεθέντα, τόμ. Α´, σελ. 452-453.
46. J. D. Mansi, Sacrorum Consiliorum nova et amplissima collectio 31Α,885DE.
47. Βλ. Αὐγ. Καντιώτου, Κοσμᾶς ὁ Αἰτωλός, ἔκδ. 16η, ᾿Αθῆναι 1993, σελ. 286-287. Πρβλ. Σ. Ν. Σάκκου, ῾Ο ἀπόστολος τοῦ σκλαβωμένου γένους, Θεσ/νίκη 1996, σελ. 205.
48. Πηδάλιον, σ. 55.
49. Μελέτη ἱστορική περί τῶν αἰτίων τοῦ σχίσματος, τόμ. 1ος, ᾿Αθῆναι 1911, σελ. 69.
50. Γρηγορίου Παλαμᾶ, Συγγράμματα, τόμ. 2ος, ἔκδ. Π. Χρήστου, Θεσ/νίκη 1966, σελ. 482.
51. Εὔστοχα γράφει ὁ Ν. Π. Βασιλειάδης· «᾿Εκεῖνοι (οἱ πατέρες) ὑπέτασσαν τήν ἀγάπην πρός τά πρόσωπα εἰς τήν ἀγάπην πρός τόν Θεάνθρωπον Κύριον καί τήν ᾿Εκκλησίαν, τό μυστικόν σῶμα τοῦ Χριστοῦ. ῞Οσοι ἀπό τούς σημερινούς σπεύδουν ἀσυγκράτητοι πρός τήν ἕνωσιν καί κρίνουν τά πράγματα μέ κριτήρια κοσμικά, ὑποτάσσουν τήν ἀγάπην πρός τόν Σωτῆρα Κύριον καί τήν ᾿Εκκλησίαν του εἰς τήν ἀγάπην πρός πρόσωπα, τά ὁποῖα παρεχάραξαν τό ᾿Ορθόδοξον δόγμα καί ἔσχισαν τήν ἁγίαν ᾿Εκκλησίαν τοῦ Χριστοῦ» (῾Ο ἅγιος Μᾶρκος ὁ Εὐγενικός καί ἡ ἕνωσις τῶν ᾿Εκκλησιῶν, ᾿Αθῆναι 1998, σελ. 116).
52. ᾿Ιω. Δαμασκηνοῦ, ῎Εκδ. ᾿Ορθοδόξου Πίστεως PG 94,792· ΕΠΕ 1,56.
53. Περ. ᾿Επίσκεψις, ἀρ. φύλ. 494(1993), 23.
54. Περ. ᾿Επίσκεψις, ἀρ. φύλ. 511(1994), 28.
55. ᾿Ιω. Χρυσοστόμου, Εἰς τήν Γένεσιν 9,2· PG 54, 623.
56. Frank Schaeffer, Χορεύοντας μόνος, μετφρ ἀρχιμ. π. Αὐγ. Μύρου, β´ ἔκδ., σελ. 505-506.
57. ᾿Ιουστίνου Πόποβιτς, ᾿Ορθόδοξος ᾿Εκκλησία καί Οἰκουμενισμός, σελ. 252.
58. Βλ. Καρμίρη, Τά Δογματικά καί Συμβολικά Μνημεῖα τῆς ᾿Ορθ. Καθολικῆς ᾿Εκκλησίας, Graz 1968, 2,489.
59. ᾿Ιω. Δαμασκηνοῦ, Περί ἁγίων εἰκόνων, PG 95,332.23.
60. Frank Schaeffer, ὅ.π., σελ. 513.
61. Frank Schaeffer, Letters to Father Aristotle, let. 24, μετφρ. ᾿Ασκάλωνος Νικηφόρου, σελ. 169-172.

Στέργιος Ν. Σάκκος

 

Κατηγορία Οἰκουμενισμός