Σάββατο, 02 Αύγουστος 2014 03:00

Σάν ἄλλοτε Χριστούγεννα

allote christmans Ἡ  πολυτέλεια τοῦ μεγάλου σαλονιοῦ τοῦ σπιτιοῦ τῆς κ. Ἀλίκης μαρτυροῦσε τόν πλοῦτο καί τήν μεγάλη οἰκονομική ἄνεση. Ἡ χλιδή συνταιριασμένη μέ τό γοῦστο τῆς οἰκοδέσποινας ἄφηναν ἕνα αἴσθημα θαυμασμοῦ σέ ὅποιον τίς μέρες αὐτές ἐπισκέπτονταν τήν οἰκογένεια τοῦ κ. Λόντου. Μά ἡ κ. Ἀλίκη σήμερα δέν εἶχε μάτια νά δεῖ τό σαλόνι της, οὔτε καρδιά γιά νά χαρεῖ ὅτι μέ μεράκι καί ἔξοδα τόσο ὄμορφα εἶχε στολίσει.
 Γιά ποιούς τό στόλισε; γιά ποιόν ἔκανε τό σπίτι της ὄμορφο ὥστε ὅλοι νά τό θαυμάζουν καί νά τό ζηλεύουν;
 - Μαμά, τῆς εἶπε τό πρωΐ ὁ γιός της, μόλις κλείσουν τά σχολεῖα γιά τά Χριστούγεννα θά φύγουμε μέ τήν παρέα μου γιά κάποιο χιονοδρομικό κέντρο.
 - Ἄς κάνουμε, παιδί μου, πρῶτα ὅλοι μαζί Χριστούγεννα καί φεύγεις μετά, τοῦ εἶπε μαλακά ἡ Ἀλίκη.
 - Γιατί μήπως ἐκεῖ ποῦ θά πᾶμε δέν θά ἔχει Χριστουγεννιάτικα φαγητά ἤ μήπως δέν θά στόλισαν τά σαλέ μέ Χριστουγεννιάτικα στολίδια; Ἄσε μέ ρέ μαμά καί σύ, ἐκτός, τόνισε μιά μιά τίς λέξεις ὁ Δημήτρης, ἄν ἐννοεῖς ὅτι θά πᾶμε ὅλοι μαζί στήν ἐκκλησία, ὅπως τότε ποῦ ζοῦσε ἡ γιαγιά ἡ Θοδώρα.
 Δέν ἀπάντησε ἡ κ. Ἀλίκη στό ἐρώτημα τοῦ γιοῦ της μά ὅλη τή μέρα δέν ἔπαψε νά τό σκέφτεται. Ἡ κουβέντα πού τῆς εἶπε ὁ Δημήτρης τήν ἀναστάτωσε. Κάτι παρόμοιο τῆς εἶπε καί ἡ Γιάννα ἡ κόρη της τίς προάλλες.
 - Ὅταν ζοῦσε ἡ γιαγιά ἡ Θοδώρα, ὅλα στό σπίτι μας ἦταν διαφορετικά, πιό ζεστά, πιό ὄμορφα, τῆς εἶπε.
 Γύρισε ἡ Ἀλίκη καί κοίταξε τή θέση πού ἦταν ἄλλοτε τό καντήλι καί τό εἰκονοστάσι. Ὅσο ἦταν ἡ μάνα της στή ζωή ἐκεῖνο ἦταν ἀκοίμητο. Ποιός τολμοῦσε νά πεῖ πώς ἦταν ἀταίριαστο σ᾽ ἕνα τόσο χλιδάτο σαλόνι; Ἡ γριά ἦταν σίγουρη πώς ἐκείνη ἡ γωνιά ἦταν ἡ ὀμορφότερη καί ἡ ἀλήθεια εἶναι πώς κανείς δέν ἤθελε νά στενοχωρέσει τή γιαγιά. Μά σάν ἔφυγε ὑπέκυψε στίς πιέσεις τῶν φίλων. Ὄχι, δέν ταίριαζε ἐκεῖ. Ὁ Θεός εἶναι προσωπική ὑπόθεση τοῦ καθενός. Σ᾽ ἕνα σαλόνι πού δέχεται κόσμο καί κοσμάκη μιᾶς ὑψηλῆς κοινωνίας δέν ταίριαζε εἰκονοστάσι καί καντήλι.
 Καί μαζί μ᾽ αὐτό ἔδιωξε ἡ κ. Ἀλίκη καί τόν ἴδιο τό Θεό. Τρία χρόνια ἀφότου ἔφυγε ἡ γιαγιά ἡ κ. Ἀλίκη ἄρχισε νά προβληματίζεται, ἄρχισε ν᾽ ἀνησυχεῖ. Κάτι δέν πήγαινε καλά σ᾽ αὐτό τό πλούσιο σπίτι. Ὅσο κι ἄν πάσχιζε νά τό κάνει ὄμορφο καί θελκτικό γιά τά δυό παιδιά της, ἐκεῖνα ἔδειχναν πώς τίποτε δέν τά τραβοῦσε μέσα σ᾽ αὐτό.
 Κάθισε καί ἄρχισε νά λογαριάζει ἡ κ. Ἀλίκη. Πόσους καί ποιούς θά καλοῦσε στό Χριστουγεννιάτικο ρεβεγιόν;   Ἔγραψε ὀνόματα, ὀνόματα τόσα πολλά πού γέμισε ἡ σελίδα, γέμισε ὁλόκληρο τό τεράστιο σαλόνι. Γιά μιά στιγμή ξέχασε ἀνησυχίες καί προβληματισμούς καί ἀφέθηκε στήν εὐδαιμονία τῆς φαντασίας.
 - Ὡραῖο τό σπίτι σου, καλή μου, θά τῆς ἔλεγε ἡ μιά.
 - Τί γοῦστο! θά τῆς ἔλεγε ἡ ἄλλη.
 Ἔμεινε γιά πολλή ὥρα βυθισμένη στίς σκέψεις της ὡς τή στιγμή πού ἡ φωνή τῆς κόρης της τήν ἔφερε στήν πραγματικότητα.
 - Μαμά, μοῦ ἐπιτρέπεις νά πάω νά κάνω Χριστούγεννα στή θεία Ἑλένη στό χωριό;
 - Στό χωριό; ρώτησε ξαφνιασμένη ἡ κ. Ἀλίκη.
 Μά, μά ἐδῶ θά ἔχουμε ρεβεγιόν, ἐδῶ θά ἔχουμε τόσο κόσμο, τῆς εἶπε δείχνοντας της τήν λίστα μέ τά ὀνόματα.
- Μαμά θέλω νά κάνω Χριστούγεννα κι ὄχι ρεβεγιόν, τό καταλαβαίνεις;
 Ἡ νεαρή κοπέλα κοίταξε μέ οἶκτο τή μάνα της πού τήν κοιτοῦσε σαστισμένη.
 - Μαμά, δέν μᾶς λείπει τό φαγητό καί τό ποτό, δέν μᾶς λείπει τό ξενύχτι καί ἡ διασκέδαση. Ἡ γιαγιά μᾶς λείπει, μητέρα, ἡ γιαγιά κι ὁ Θεός της.
 - Ἡ γιαγιά κι ὁ Θεός της; ἐπανέλαβε γεμάτη ἀπορία ἡ κ. Ἀλίκη.
 - Ἐσένα, μαμά, δέ σοῦ λείπει, πῶς δέ μοῦ λείπει ὅμως.
 - Ὅμως δέν κάνεις τίποτε γιά νά ξαναγυρίσει.
 - Ποιός ἡ γιαγιά; μπά σέ καλό σου, παιδάκι μου, τί σ᾽ ἔπιασε σήμερα, ἔκανε τάχα γελώντας ἡ κ. Ἀλίκη.
 - Ὁ Θεός, μητέρα, ὁ Θεός τῆς γιαγιᾶς!
 Κοίταξε τήν κόρη της σάν χαμένη ἡ κ. Ἀλίκη.
 - Ἴσως, ἴσως ἔχεις δίκιο εἶπε ταπεινά καί δέν ξαναμίλησε ὡς τό βράδυ πού γύρισε στό σπίτι ὁ ἄνδρας της.
 - Χρῆστο, μπορεῖς νά βάλεις αὐτό τό μεγάλο καρφί σ᾽ ἐκείνη τή γωνία; τοῦ εἶπε μέ μάτια χαμηλωμένα.
 - Ποῦ ἐκεῖ πού ἦταν τό καντήλι, εἶπε κι ἔνιωσε στό στῆθος της νά λευτερώνεται.
 Σάν γύρισαν τά δυό παιδιά ἀργά τή νύχτα τό σαλόνι ἦταν ἄδειο καί οἱ γονεῖς της εἶχαν ἤδη ἀποσυρθεῖ στό δωμάτιο τους. Πρῶτος εἶδε τό ἀναμμένο καντῆλι ὁ Δημήτρης καί χωρίς νά τό καταλάβει τοῦ ξέφυγε μιά θριαμβευτική κραυγή.
 - Γιές!
 - Τί ἔπαθες τόν ρώτησε ξαφνιασμένη ἡ ἀδελφή του.
 - Κοίτα, τῆς εἶπε δείχνοντάς της τό εἰκονοστάσι μέ τό ἀναμμένο καντῆλι.
 Ἀγκάλιασε τόν ἀδελφό της συγκινημένη ἡ Γιάννα καί πῆγαν μαζί κάτω ἀπό τό καντήλι. Ἔκαναν εὐλαβικά τό σταυρό τους καί ὕστερα κοιτάχτηκαν χαρούμενοι. Μπροστά της στό μεγάλο τραπέζι τοῦ σαλονιοῦ ἦταν ἀφημένο τό χαρτί μέ τά ὀνόματά τῶν καλεσμένων γιά τό ρεβεγιόν. Ἕνα μεγάλο Χ τά διέγραφε ὅλα καί ἀπό κάτω ἦταν γραμμένα τέσσερα ὀνόματα, Ἀλίκη, Χρῆστος Γιάννα καί Δημήτρης. Θά γιορτάσουμε οἰκογενειακά.
Τά παιδιά κοίταξαν μιά τό χαρτί καί μιά τό καντῆλι. Ἐπιτέλους ἐπέστρεψε ὁ Θεός. Ἦταν πιά καί οἱ δυό σίγουροι πώς μόνο στό σπίτι τους θά γιόρταζαν Χριστούγεννα καί δέν εἶχαν ὄρεξη νά πᾶνε πουθενά, μά πουθενά παρά μόνο τό πρωΐ στήν Ἐκκλησία.
 - Θά τό ἀναβω μιά μέρα ἐγώ καί μιά ἐσύ τοῦ εἶπε χαρούμενα ἡ Γιάννα.
 - Θά τό ἀνάβω κάθε μέρα ἐγώ, εἶπε γλυκά ἡ Ἀλίκη πού στάθηκε ἀθόρυβα πίσω της εἶναι δικό μου χρεός.
 - Σάν τή γιαγιά τή Θοδώρα εἶπε ὁ Δημήτρης.
 - Σάν τή γιαγιά τή Θοδώρα ἐπανέλαβε συγκεκριμένη ἡ κ. Ἀλίκη καί ἔκλεισε τά δυό παιδιά της στήν ἀγκαλιά της. Κι ἦταν τόσο ζεστή ἐκείνη ἡ ἀγκαλιά, ὅσο καί ἡ φλόγα πού ἔκαιγε στό καντηλάκι, ὅσο καί τά χνώτα πού ζέσταιναν τόν νεογέννητο Χριστό, ὅσο καί ἡ ἀγκαλιά τῆς Παναγίας πού τόν κρατοῦσε. Ποιός εἶπε πώς δέν ἦρθαν ἀκόμα τά Χριστούγεννα;

Ε. Β.

 

Κατηγορία Διηγήματα
Τετάρτη, 24 Δεκέμβριος 2014 02:00

Τά ὡραιότερα κάλαντα

kalanta Τούς περίμενε ὅλους ἡ γιαγιά Εὐγενία, παιδιά, νύφες, γαμπρούς κι ἐγγόνια.
 Τούς περίμενε ὅπως κάθε χρόνο γιά νά γιορτάσουν ὅλοι μαζί μέσα στό ἁπλόχωρο σπίτι της τά Χριστούγεννα. Ὁ σύζυγός της ὁ κύρ Γιάννης ἔκανε ὅπως πάντα τό κουμάντο του. Τό ψυγεῖο ξέχειλο ἀπό κρέατα, ποτά καί σαλάτες. Ξέχειλες κι οἱ καρδιές τους πού τούς περίμεναν.
 - Μόνο μήν πιάσει κανένα χιόνι καί δέν μπορέσουν ν᾿ ἀνεβοῦν, εἶπε μέ ἀγωνία ἡ κυρία Εὐγενία.
 - Ἄ, γυναίκα, ξέχνα τίς παλιές ἐποχές. Σήμερα ὅλοι ἔχουν χειμωνιάτικα λάστιχα, ἔχουν κι ἁλυσίδες, μήν ἀνησυχεῖς θά γιομίσει καί πάλι τό παλατάκι μας, τήν καθησύχασε ὁ κύρ Γιάννης.
 Συνήθιζαν ὅλοι νά ἔρχονται τήν παραμονή πού γιόρταζε καί ἡ κυρα-Εὐγενία, γιά νά γιορτάσουν γιαγιά κι ἐγγονές, μαζί.
 Τό βράδυ γινόταν ὁλόκληρο πανηγύρι.
 Ποιός θά κοιμηθεῖ μέ ποιόν, ποιός στρωματσάδα πάνω στή μεγάλη κόκκινη φλοκάτη καί ποιός ἀγκαλιά μέ τή γιαγιά. Χαμογέλασε ἡ κυρά Εὐγενία καί τά μάτια της γέμισαν νοσταλγία καί προσμονή.
 - Αὔριο θά ἔρθουν, σιγομουρμούρισε καί κατέβασε ἀπό τή φωτιά τό σιρόπι γιά τά μελομακάρονα.
 Παράτησε τήν κατσαρόλα γιά νά σηκώσει τό τηλέφωνο πού χτυποῦσε.
 - Ἐμπρός!
 Τό ρόδινο χρῶμα ἄρχισε νά ὑποχωρεῖ ἀπό τά στρόγγυλα μάγουλά της. Ὅση ὥρα μιλοῦσε, ὁ κύρ Γιάννης τήν κοιτοῦσε γεμάτος ἀγωνία.
 - Τί ἔγινε, ποιός ἦταν; ρώτησε μόλις ἐκείνη κατέβασε τό ἀκουστικό.
 - Ὁ Κώστας, ἀπάντησε ἕτοιμη νά βάλει τά κλάματα ἐκείνη. Δέν θά μπορέσουν φέτος νά ἔρθουν. Νά μήν τούς ὑπολογίσουμε, λέει, αὐτούς.
 - Αὐτό ἦταν; Ἔλα, γυναίκα, μήν κάνεις ἔτσι καί μέ κοψοχόλιασες. Δέν πειράζει, κάτι σπουδαῖο θά τούς ἔτυχε.  Θά λείπει ὁ Κώστας, μά θά ᾿ναι ὅλοι οἱ ἄλλοι.
 Μά ὁ κύρ Γιάννης τό βράδυ δέν εἶχε οὔτε μιά λέξη γιά νά τήν παρηγορήσει, γιατί κι ὁ ἴδιος ἦταν ἀπαρηγόρητος.  Ἀκοῦς ἐκεῖ, καί στούς πέντε κάτι συνέβη καί δέν θά ᾿ρθουν φέτος! Πέντε φορές κτύπησε σήμερα ἐκεῖνο τό εὐλογημένο καί οἱ πέντε φαρμακερές!
 - Εὐτυχῶς, κυρα-Βγενιώ, πού ἔχουμε κι ἕνα κορίτσι ἐδῶ. Τουλάχιστον θά ἔρθει ἡ Ἀγγελική μέ τόν Σταῦρο καί τά παιδιά καί δέν θά γιορτάσουμε σάν μαγκούφηδες.
 - Εὐτυχῶς! Τ’ ἀπάντησε ἡ κυρα-Εὐγενία, ὅμως ἡ καρδιά της, ἡ καρδιά τῆς μάνας ἦταν ἀνήσυχη. Τέτοια σύμπτωση! Σέ ὅλους πρώτη φορά φέτος κάτι νά συμβαίνει...
 Μαῦρο ὕπνο ἔκανε ἡ κυρα-Εὐγενία μά σάν χτύπησε ἡ καμπάνα γιά τίς Ὧρες τῶν Χριστουγέννων τίποτε δέν τήν κρατοῦσε πιά στό στρῶμα. Πῆρε τή ζυμωτή λειτουργιά της κι ἔτρεξε στήν ἐκκλησιά. Ἐκεῖ ἄφησε τή γεμάτη ἀγωνία καρδιά της στά χέρια τῆς Παρθένου. Τῆς μίλησε ξεχωριστά γιά κάθε ἕνα ἀπό τά ἕξι της παιδιά καί σάν τελείωσε κι εἶπε ὁ παπάς τό «δι’ εὐχῶν», ἡ κυρα-Εὐγενία ἔφευγε μέ τήν καρδιά ἀνάλαφρη, δίχως κανένα παράπονο ἀπό κανένα της παιδί.
 Βρῆκε στό σπίτι της τήν κόρη της, τήν Ἀγγελική, νά τήν περιμένει.
 - Χρόνια πολλά, μάνα! τῆς εὐχήθηκε καί χώθηκε στήν ἀγκαλιά της.
 Ὄχι, δέν λάθευε τό μάτι τῆς μάνας, ἡ κόρη της δέν τήν κοιτοῦσε στά μάτια, οὔτε κἄν τή φίλησε.
 - Τί συμβαίνει, κόρη μου; τή ρώτησε στοργικά, καί κείνη ἀναλύθηκε σέ δάκρυα.
 - Μάνα, νομίζω πώς τή ζημιά τήν ἔκανα ἐγώ. Ἐγώ εἶπα στόν Κώστα πώς σκέφτεσαι νά μοῦ γράψεις τό σπίτι στό χωριό.
 - Μά ποτέ δέ σοῦ εἶπα, παιδί μου, κάτι τέτοιο, εἶπε αὐστηρά ἡ κυρα-Εὐγενία. Ἄλλωστε ὁ πατέρας σου δέ σοῦ ἔκτισε κοτζάμ σπίτι;
 - Εἶπες ὅμως πώς τό σπίτι σου ἐπιθυμεῖς νά τό δώσεις σέ κάποιον πού μένει στό χωριό, εἶπε διστακτικά ἡ Ἀγγελική.
 - Ἔχεις δίκιο, κόρη μου, τό εἶπα· μά... Κοίτα, παιδί μου, πάρε τους ὅλους καί πές τους ὅτι κατάλαβες λάθος, ὅτι δέν ἔχω σκοπό νά γράψω σέ σένα τό σπίτι, πές τους ὅ,τι θέλεις, μόνο πεῖσε τους νά ᾿ρθουν σήμερα ἐδῶ.
 Ὁ κύρ Γιάννης, πού γυρνοῦσε ἐκείνη τήν ὥρα ἀπό τήν ἐκκλησία, παραξενεύτηκε πού εἶδε τήν κόρη τους νά κλαίει μά πιό πολύ παραξενεύτηκε, ὅταν ἅπλωσε τό χέρι του νά εὐχηθεῖ στή γυναίκα του.
 - Πᾶμε τοῦ εἶπε, καί βγῆκαν μαζί ἔξω. Ἦρθε ἡ ὥρα, Γιάννη, τοῦ εἶπε, πᾶμε νά τό ποῦμε στόν παπα-Λεωνίδα.
Ὅταν γύρισαν στό σπίτι, ἦταν περασμένο μεσημέρι. Ἡ παπαδιά ἐπέμενε καί τούς κράτησε στό τραπέζι. Ἔξω ἀπό τήν αὐλή τους ἦταν ἤδη παρκαρισμένα τ᾿ αὐτοκίνητα ἀπό τά δύο παιδιά τους. Ὥς ἀργά τό ἀπόγευμα φτάσαν κι οἱ ὑπόλοιποι. Στήν ἀρχή ὅλοι τους ἦταν μουδιασμένοι, λιγάκι, θαρρεῖς, ντροπιασμένοι, μά ἡ ἀγάπη τῶν γονιῶν τους ὅλα τά κάλυψε.
 Τό βράδυ στό λιτό τραπέζι ἡ γιαγιά ἔκανε νόημα στόν παππού τόν Γιάννη καί κεῖνος σηκώθηκε ὄρθιος.
 - Ὁ παππούς θά βγάλει λόγο, φώναξε ὁ μεγάλος Γιάννης κι ὅλοι χειροκρότησαν.
 - Θέλουμε ἀπόψε πού θά γεννηθεῖ ὁ Χριστός μας νά σᾶς ποῦμε ἐγώ καί ἡ κυρά μου κάτι. Κοίταξε τήν κυρά του γιά νά πάρει θάρρος καί συνέχισε. Ὅταν ἤσασταν μικρά, καλά μου παιδιά, πάντα λυπόσασταν πού ὁ μικρός Χριστός δέν εἶχε ποῦ νά γεννηθεῖ καί γεννήθηκε σ’ ἕνα στάβλο. Κι εἴχατε δίκιο νά λυπᾶστε. Εἴπαμε, λοιπόν, μέ τή μάνα σας φέτος νά τοῦ χαρίσουμε τό σπίτι μας.
 Ἀπόμειναν ὅλοι νά τόν κοιτάζουν δίχως νά μποροῦν νά καταλάβουν.
 - Ὁ παπα-Νικόλας, πού πέθανε πέρσι, ἄφησε χήρα τήν παπαδιά του μέ ἑφτά παιδιά, συνέχισε ἡ κυρα-Εὐγενία, βγάζοντας ἀπό τή δύσκολη θέση τόν κύρ Γιάννη. Μέχρι τώρα μένουν στό ἐνοριακό σπίτι μά ὁ καινούργιος παπάς ἔχει κι αὐτός οἰκογένεια, πρέπει νά ἀδειάσει τό σπίτι ἡ χήρα. Ὅμως οὔτε ὁ παπα-Λεωνίδας διανοεῖται νά διώξει τήν οἰκογένεια τοῦ παπα-Νικόλα μά οὔτε κι ἡ χήρα ἔχει κάπου νά πάει.
 - Λοιπόν, πιστεύω πώς ὅλοι συμφωνεῖτε, πῆρε καί πάλι τό λόγο ὁ κύρ Γιάννης, πώς τό μεγάλο αὐτό σπίτι χωρᾶ καί τή μάνα σας καί τόν πατέρα σας, χωρᾶ καί τή χήρα παπαδιά μέ τά ἑφτά ὀρφανά. Μετά τά Χριστούγεννα θά γράψουμε τό σπίτι στή φαμίλια τοῦ παπα-Νικόλα.
 Κανένας δέν γύρισε νά κοιτάξει τόν ἄλλο. Ὅλοι κοιτοῦσαν στά μάτια τόν κύρ Γιάννη πού ἦταν ἀπόψε φωτεινός σάν ἄγγελος. Κοιτοῦσαν δίπλα του τήν κυρα-Εὐγενία πού ᾿μοιαζε ἀπόψε μέ στοργική Παναγιά.
 - Πατέρα, ἔσπασε τή σιωπή συγκινημένος ὁ πρωτογιός τους ὁ Κώστας, ὡραιότερα κάλαντα ἀπ᾿ αὐτά πού ἀκούσαμε ἀπόψε ἀπό σένα καί τή μάνα μας οὔτε ἀκούσαμε ποτέ οὔτε εἴπαμε. Σᾶς εὐχαριστοῦμε!
 Τό χειροκρότημα πού ξέσπασε ἔφτασε στόν οὐρανό σάν ὕμνος ἀγγέλων· καί ἄν κάποιος ἔρριχνε ἀπόψε μιά ματιά πρός τό μεγάλο σπίτι τοῦ κύρ Γιάννη καί τῆς κυρα- Εὐγενίας, σίγουρα θά πραξενευότανε πολύ πού θά ἔβλεπε ἕνα μεγάλο ἀστέρι ἐπάνω του σταματημένο. Κι ἄν εἶχε καθαρή καρδιά, θά ἔβλεπε μέσα στό σπίτι τους τόν νεογέννητο Χριστό ἐπάνω στήν κόκκινη φλοκάτη χαρούμενο καί εὐχαριστημένο.

Ε.Β.

Κατηγορία Διηγήματα
Σάββατο, 02 Αύγουστος 2014 03:00

Ἀγρύπνια τῶν ἀγγέλων

agrypniaΠερασμένα μεσάνυχτα. Ὥρα καλή γιά κείνους π᾿ ἀγρυπνοῦν μετρώντας κόμπο-κόμπο τά «Κύριε ἐλέησον» ἤ διαβάζοντας τό Μεσονυκτικό. Ὥρα καλή, πού μέσα στή σιωπή της γίνεται εὐκολότερη ἡ κοινωνία μέ τόν Θεό. Μά καί ὥρα κακή γιά ὅσους, τυλιγμένοι τό σκοτεινό της μανδύα, ξεγλιστροῦν, νομίζουν, ἀπό τό βλέμμα τοῦ Θεοῦ καί προσπαθοῦν μές στό βαθύ σκοτάδι νά πράξουν τά ἀνόσια.
 Κατέβηκε νυχοπατώντας τή σκάλα ὁ Μιχάλης καί βρέθηκε μπροστά στήν πόρτα τοῦ ὑπόγειου διαμερίσματος. Τοῦ ἦταν ὅλα ἐκεῖ τόσο γνώριμα, ἀκόμα κι ἡ μυρωδιά τῆς εἰσόδου τῆς πολυκατοικίας· μιά μυρωδιά πετρελαίου ἀνακατωμένη μέ τό ἄρωμα τοῦ ἀπορρυπαντικοῦ πού χρησιμοποιοῦσε ἡ καθαρίστρια.
 Παρασκευή βράδυ καί περασμένα μεσάνυχτα. Στάθηκε μπρός στήν πόρτα μέ καρδιοχτύπι. Κι ἄν ἦταν μέσα ὁ φοιτητής πού τό νοίκιαζε; Ἄν τρόμαζε κι ἔβαζε τίς φωνές μέσα στή νύχτα; Θά χτυποῦσε πρῶτα τό κουδούνι κι ἄν ἦταν μέσα, θά τοῦ ἔλεγε πώς ἔκανε λάθος, πώς ἔψαχνε κάποιον χωριανό του.
 Χτύπησε μέ τρεμάμενο χέρι τό κουδούνι ὁ Μιχάλης καί περίμενε. Ξαναχτύπησε καί ξαναπερίμενε, κι ὅταν πιά σιγουρεύτηκε πώς ὁ ἔνοικος ἔλειπε, ἔβγαλε ἀπό τήν τσέπη τό κλειδί. Τί καλά ἔκανε καί κράτησε ἀντικλείδι, ὅταν τό ξενοίκιασε πρίν ἀπό δύο χρόνια! Ἔβαλε τό κλειδί στήν κλειδαριά καί ἄνοιξε. Μπῆκε μέσα σάν νοικοκύρης καί ἄναψε τό φῶς. Ἡ ματιά πού ἔρριξε γύρω του τόν βεβαίωσε πώς δέν θά πήγαινε ἄδικος ὁ κόπος του. Τουλάχιστον θά ἔπαιρνε μαζί του ἕναν πολύ καλό ὑπολογιστή. Ἐπιτέλους θά ἱκανοποιοῦσε τήν παρέα του. Στή σκέψη τῆς παρέας ἔνιωσε ἕνα τσίμπημα στήν καρδιά, καθώς τά λόγια τῆς Μαίρης τόν ἔσφαζαν σάν μαχαίρι: «Δέν εἶσαι γιά δῶ, ρέ Μιχάλη, ξεκόλλα ἀπό μᾶς. Δέν εἶσαι ἱκανός νά γίνεις κλέφτης». Ἀπόψε θά ἀνέβαινε στά μάτια της, θά τόν ἐκτιμοῦσε ἀπό δῶ καί πέρα, ὅπως ἐκτιμοῦσε τόν Λάκη καί τόν Πέτρο. Πῆγε χωρίς νά βιάζεται στήν κουζίνα κι ἄνοιξε τό ψυγεῖο. Ὅλα τ᾿ ἀγαθά τοῦ Ἀβραάμ λές καί στοιβάχτηκαν ἀπόψε ἐκεῖ μέσα γιά χατίρι του. Διάλεξε ὅ,τι ἤθελε καί πῆγε νά τ᾿ ἀφήσει στό τραπέζι. Πῆγε νά ξεφωνίσει ἀπ᾿ τή χαρά του. Ἐκεῖ, στή μέση τοῦ τραπεζιοῦ, ἦταν σκεπασμένο ἕνα ταψί μέ μιά ὡραιότατη χωριάτικη τυρόπιτα καί δίπλα ἀφημένο ἕνα κουτί ἀπό χρυσοχοεῖο. Ἄνοιξε μέ βουλιμία τό κουτί καί βρῆκε μέσα ἕνα πανάκριβο ρολόι μάρκας. Ὕστερα μέ τήν ἴδια βουλιμία ρίχτηκε στήν πίτα.
 «Σάν τήν πίτα τῆς μάνας μου», σκέφτηκε μόλις τή δάγκωσε, κι ἡ δαγκωματιά λές κι ἔφτασε ὥς στήν καρδιά του. Ἄν μάθαινε ἡ μάνα του τί ἔκανε ἀπόψε ὁ γιός της, ἄλλη νύχτα δέν θά ζοῦσε. Ἀπόμεινε στή σκέψη του ἡ μάνα του καί τήν εἶδε μπροστά του ὁλοζώντανη νά ἀνοίγει τό φύλλο χαρούμενη, νά ἁπλώνει τό τυρί, νά βάζει τήν πίτα στό φοῦρνο κι ὕστερα νά χωρίζει τό καλύτερο κομμάτι γιά τόν κανακάρη της.
 Πόση ὥρα κοιτοῦσε τήν πίτα δέν κατάλαβε. Οὔτε κατάλαβε πότε στάθηκαν στήν πόρτα τῆς κουζίνας ἐκεῖνοι πού τόν κοιτοῦσαν ὄχι τόσο ξαφνιασμένα ἀλλά, θά μποροῦσε νά τό πεῖ, πονετικά. Τινάχτηκε μόλις τούς εἶδε κι ἄρχισε νά τρέμει ἀπό τό φόβο του.
 - Μή φοβᾶσαι, παιδί μου, τοῦ μίλησε γλυκά ἡ γυναίκα.
 Κοίταζε μιά τή γυναίκα πού τοῦ μιλοῦσε καί μιά τόν νεαρό πού ἦταν πλάι της. Προσπάθησε νά κρατηθεῖ στά πόδια του, μά ἐκείνη ἡ τρεμούλα δέν ἔλεγε νά τόν ἀφήσει.
 Ἡ γυναίκα τόν πλησίασε, τόν ἀκούμπησε ἁπαλά καί τόν ἔβαλε νά καθίσει. Ὕστερα ἅπλωσε πάνω στά λερά μαλλιά του τό χέρι της καί τόν χάιδεψε.
 - Πῶς μπῆκες μέσα; τόν ρώτησε ὁ νέος πού ἦταν μαζί μέ τήν κυρία.
  Ἔβγαλε συντριμμένος τό κλειδί ἀπό τήν τσέπη ὁ Μιχάλης καί τ᾿ ἄφησε πάνω στό τραπέζι. Πρίν δύο χρόνια ἔμενα ἐδῶ. Νόμιζα... δηλαδή εἶχα μάθει πώς ἔφευγες κάθε Παρασκευή στό σπίτι σου, εἶπε καί χαμήλωσε τό κεφάλι.
 Αὐτή τή φορά ἦρθα ἐγώ, γιατί αὔριο ὁ Μιχάλης μου γιορτάζει καί θά ἔρθουν ἐδῶ οἱ φίλοι του νά τόν γιορτάσουν. Πήγαμε ἀπόψε στήν ἀγρυπνία. Ἀπό ἐκεῖ ἐρχόμαστε, παιδί μου. Ὁ Θεός φύλαξε καί δέν ἔγινε τό κακό. Κάθισε, λοιπόν, μαζί μας νά φᾶμε κι ὕστερα τραβᾶς στό καλό. Ἔλα, Μιχάλη μου, βόηθα με νά στρώσω γρήγορα μιά κι ἔχουμε μουσαφίρη!
 - Δέν θά φωνάξετε τήν ἀστυνομία; ρώτησε ἀπορημένος καί γεμάτος ἐλπίδα ὁ Μιχάλης.
 - Δέν πῆρες τίποτα, πῆρες; τόν ρώτησε γλυκά ἡ μάνα.
 - Δέν πρόλαβα, ὁμολόγησε ταπεινά ἐκεῖνος καί ξέσπασε σέ κλάματα. Κάθισε δίπλα του ἡ μάνα ἡ χωρική, ὅμοια κι ἀπαράλλαχτη μέ τή δική του μάνα, καί τοῦ ᾿πε λόγια σοφά, συμβουλευτικά. Πότε τόν μάλωνε γιά τό κατάντημά του καί πότε τοῦ μιλοῦσε τρυφερά. Πότε τοῦ ἔδειχνε τήν Παναγιά, πού ἀπ᾿ ἀπέναντι τούς κοιτοῦσε γλυκά, καί πότε τοῦ θύμιζε τή μάνα του, πού τόν περίμενε νά γυρίσει ἐπιστήμονας κοντά της. Κι ὅταν πιά στέρεψαν τά δάκρυα τοῦ νέου καί σώθηκαν τά λόγια τῆς καρδιᾶς της, ἐκεῖνος ἅρπαξε τά δυό της χέρια καί τά φίλησε.
 - Οὔτε τό ὄνομά σου δέν μᾶς εἶπες, παιδί μου, εἶπε ἡ μάνα καί τόν κοίταξε μέ ὅση ἀγάπη ἔκρυβε ἡ πλατειά καρδιά της.
 - Μιχάλης, ἀπάντησε γεμάτος ντροπή πού εἶχε τό ἴδιο ὄνομα μέ τό τίμιο παιδί τῆς ὑπέροχης, τῆς ἁγίας αὐτῆς γυναίκας.
 - Μιχάλης! Καί δέ μᾶς τό λές τόση ὥρα! Χρόνια πολλά, Μιχάλη! Χρόνια πολλά, παιδί μου! εἶπε συγκινημένη.
 Καί πρίν προλάβει νά πεῖ «εὐχαριστῶ» ὁ Μιχάλης, ἔνιωσε τά μητρικά της χείλη ν᾿ ἀκουμποῦν στό ἱδρωμένο του μέτωπο.
  Ἦταν σχεδόν ξημέρωμα, ὅταν ὁ Μιχάλης ἄφηνε πίσω τό παλιό του διαμέρισμα καί τούς καινούργιους του φίλους. Στά χέρια του δέν κρατοῦσε οὔτε τόν ὑπολογιστή οὔτε κανένα ἄλλο λάφυρο. Στά χέρια του ἔσφιγγε δυνατά τό χαρτονόμισμα πού τοῦ ἔβαλε στό χέρι ἡ γλυκειά γυναίκα ψιθυρίζοντάς του τρυφερά: «Πήγαινε νά γιορτάσεις σήμερα μέ τή μανούλα σου, μέ τούς δικούς σου!».
 Ἔφτασε στό πρακτορεῖο καί περίμενε ν᾿ ἀνοίξει. Πῆρε τό πρῶτο λεωφορεῖο καί ξεκίνησε. Τήν ἴδια ὥρα στό χωριό του, ἡ μάνα του μέ χίλιες ἐλπίδες στήν καρδιά πῆρε τό πρόσφορο πού ζύμωσε, ἔγραψε τό ὄνομα «Μιχαήλ» στό χαρτί καί τράβηξε γιά τήν ἐκκλησία. Δέν τόν περίμενε, μ᾿ αὐτός τῆς ἐρχόταν. Αὐτό ἦταν ἀπό τά ἀνέλπιστα, πού ἀναπάντεχα χαρίζει ὁ Θεός.
 Ὅταν τό λεωφορεῖο σταμάτησε στό χωριό του, ἦταν ἡ ὥρα πού σχολνοῦσε ἡ ἐκκλησία κι ἡ μάνα του, θές ἀπό ἔνστικτο, θές ἀπό ἐλπίδα, στύλωσε τά μάτια στήν πόρτα του. Κι ἄρχισε ἡ καρδιά της ἕνα φτεροκόπημα ὅμοιο, θαρρεῖς, μέ κεῖνο πού ἔκαναν οἱ ἄγγελοι στόν οὐρανό, καθώς πετώντας γιόρταζαν τή γιορτή τοῦ Μιχαήλ, τοῦ γιοῦ της πού ἐπέστρεψε.
 Ἑ.Β.

Κατηγορία Διηγήματα
Σάββατο, 02 Αύγουστος 2014 03:00

Καί ἐπί γῆς εἰρἠνη

 Ὁ Μανώλης τράβηξε τήν κουρτίνα τοῦ παραθύρου του καί εἶδε μέ ἱκανοποίηση ὅτι ὁ καιρός τό γύρισε σέ χιόνι. Ὅλη τή μέρα ἔβρεχε, μά μέσα στή βροχή ἔβλεπε μερικές νιφάδες πού πάλευαν νά ἐπικρατήσουν. Κι ἐπιτέλους τά κατάφεραν! Ἄρχισε ἤδη νά τό στρώνει.

 Τοῦ ἦρθε στή σκέψη τό χωριό. Εἶχαν νά πᾶνε ἐκεῖ γιά Χριστούγεννα τρία χρόνια καί ἀκριβῶς τόσα χρόνια εἶχε νά δεῖ τούς θείους καί τά ξαδέλφια του. Ἦταν πολύ ὄμορφα στό χωριό ὅταν χιόνιζε, μά ἀπό τότε πού εἶχαν οἱ μεγάλοι ἐκείνη τήν ἀνόητη παρεξήγηση, δέν ξαναπάτησαν ἐ­κεῖ οὔτε Χριστούγεννα οὔτε καλοκαίρι. Οὔτε πού θυμόταν καλά-καλά πῶς ἄρχισε ἡ παρεξήγηση. Θυμᾶται ὅτι ὁ μπαμπάς του ἀστειεύθηκε λέγοντας πώς οἱ λαχανοσαρμάδες τῆς θείας ἦταν καλοί, ὅμως ὄχι σάν τῆς γυναίκας του. Θυμᾶται ὅτι ἡ θεία ἡ Σμαρώ κατέβασε τά μοῦτρα της καί δέν τά ξανανέβασε ὅλη τή μέρα. Τή δεύτερη μέρα τῶν Χριστουγέννων ἡ θεία πεισμωμένη δέν μαγείρεψε τίποτε κι ὁ ἀδελφός της, ὁ πατέρας του δηλαδή, θύμωσε, τούς πῆρε ὅλους κι ἔφυγε κι ὁρκίστηκε νά μήν ξαναπατήσει στό χωριό.
 - Κοίτα, φίλε μου, τί μᾶς κάνανε οἱ λαχανοσαρμάδες! εἶπε δυνατά.
 - Μανώλη, τί ἔπαθες; Παραμιλᾶς;
 Ἡ ἀδελφή του ἡ Χρυσούλα, πού μπῆκε ἐκείνη τήν ὥρα στό δωμάτιο, τόν κοίταζε κοροϊδευτικά.
 - Ὄχι, Χρύσα μου, δέν παραμιλάω. Ὅμως ἔλα νά δεῖς· τό ἔστρωσε κιόλας. Φαντάζεσαι τί ὄμορφα πού θά εἶναι τώρα στό χωριό!
 - Κατάλαβα, εἶπε βγάζοντας ἕναν βαθύ ἀναστεναγμό ἡ Χρυσούλα. Ἴσως γι᾿ αὐτό νά μή μ᾿ ἀρέσουν καί οἱ λαχανοσαρμάδες.
 Ἔφυγε ἡ Χρυσούλα κι ἔμεινε μόνος καί πάλι ὁ Μανώλης μπροστά στό χιονισμένο τοπίο.
 «Κάτι πρέπει νά γίνει, σκέφτηκε. Τί στό καλό; Ὁ μπαμπάς μέ τή θεία εἶναι ἀδέλφια· δέν μπορεῖ νά μήν ἀγαπιοῦνται, νά μήν πεθύμησε τόσα χρόνια ὁ ἕνας τόν ἄλλον. Ναί, κάτι πρέπει νά γίνει. Τί ὅμως;»
 Ὁ μπαμπάς του -τό ἤξερε καλά ὁ Μανώλης- ποτέ δέν ὑποχωροῦσε πρῶ­τος. Εὔκολα ἔκανε τό δεύτερο βῆμα σέ μιά συμφιλίωση, ποτέ ὅμως τό πρῶτο. Ἡ μαμά ὅμως ἦταν πιό ἁπλός ἄνθρωπος, πιό ταπεινός. Κι ὁ διος ἦταν πιά δεκάξι χρονῶν καί μποροῦσε νά τό καταλάβει πολύ καλά αὐτό. Θά συνεργαζόταν, λοιπόν, μέ τή μαμά.
 Τή βρῆκε ὅπως ἦταν φυσικό στήν κουζίνα. Τά εἶπαν μάνα καί γιός καί ὕστερα κατάστρωσαν τό σχέδιό τους. Τό βράδυ στό τραπέζι ὁ Μανώλης κοίταξε ἱκετευτικά τόν πατέρα του κι ὕστερα τοῦ μίλησε ὅσο πιό ἤρεμα μποροῦσε:
 - Πατέρα, θέλω νά σοῦ ζητήσω μιά χάρη.
 Ἐκεῖνος σταμάτησε νά τρώει καί κοίταξε τό γιό του ξαφνιασμένος.
 - Θέλω νά μοῦ δώσεις ἄδεια, αὔριο πού κλείνουν τά σχολεῖα, νά πάω στό χωριό καί νά κάνω ἐκεῖ Χριστούγεννα.
 - Θέλεις νά κάνεις Χριστούγεννα μακριά ἀπό τήν οἰκογένειά σου; τόν ρώτησε ταραγμένος ἐκεῖνος.
 - Πατέρα, θεωρῶ γελοία τήν ἀφορμή τῆς παρεξήγησής σου μέ τή θεία Σμαρώ καί ἀφοῦ ἐσύ χωρίς σπουδαῖο λόγο δέν θές νά πᾶς, νομίζω πώς ἔχω τό δικαίωμα ἐγώ νά πάω νά γιορτάσω μαζί μέ τούς θείους καί τά ξαδέλφια μου.
 - Ἀφοῦ τό θέλεις πήγαινε, ἀπάντησε ὁ πατέρας του, καί τά λόγια του -παράξενο- δέν φαίνονταν νά βγαίνουν ἀπό θιγμένο ἄνθρωπο.
 Τήν ἄλλη μέρα χαιρέτησε τούς δικούς του ὁ Μανώλης κι ἔφυγε μέ τό τραῖνο γιά τό χωριό.
 - Κανονικά ἔπρεπε ὅλοι νά πᾶμε, τούς εἶπε φιλώντας τους. Καί μήν ξε­χνᾶς, μπαμπά, ἐσύ κάποτε μοῦ εἶπες πώς Χρι­στούγεννα σημαίνει εἰρήνη καί ὅτι εἰρήνη σημαίνει συμφιλίωση.
 Δέν εἶπε τίποτε ὁ κύρ Ἀλέκος, ὅμως στό βάθος του ζήλεψε τό παιδί του, γιατί καί κεῖνος περισσότερο ἀπό ὁτιδήποτε ἐπιθυμοῦσε ν᾿ ἀνέβει στό τραῖνο καί νά πάει στό χωριό.
 Τό βράδυ ἀργά κτύπησε τό τηλέφωνο. Ὁ κύρ Ἀλέκος τό σήκωσε ἀνήσυχος.
 - Ἀλέκο μου, ἡ Σμαρώ εἶμαι· τό παιδί ἔφτασε καλά. Σ᾿ εὐχαριστῶ πολύ πού μέ συγχώρησες. Ὁ Μανώλης μοῦ εἶπε πώς θά ᾿ρθεῖτε καί σεῖς αὔριο καί κλαίω, Ἀλέκο μου, ἀπό τή χαρά μου. Ἤμουν ἀνόητη, Ἀλέκο μου, τ᾿ ἀκοῦς; Ἀνόητη.
 - Σᾶς εἶπε ὁ Μανώλης ὅτι αὔριο θά ᾿ρθοῦμε καί μεῖς; ρώτησε ὁ κύρ Ἀλέκος συγκινημένος μ᾿ ὅλα αὐτά πού ἄκουγε.
 - Ναί μᾶς τό ᾿πε καί πῆρα νά σᾶς πῶ νά ᾿ρθεῖτε μέ τό τραῖνο, γιατί στό χωριό ἔ­χουμε ἕνα μέτρο χιόνι. Καί ... καί κάτι ἄλλο, Ἀλέκο μου. Πές στή γυναίκα σου, ἄν μπορεῖ, ἄς φτιάξει καί κάμποσους λαχανοσαρμάδες, πού τούς φτιάχνει τόσο νόστιμους, καί νά τούς φέρει μαζί της. Ἐγώ ἔχω τρία χρόνια νά τούς μαγειρέψω καί φοβᾶμαι πώς δέν θά τούς πετύχω. Καλή ἀντάμωση, ἀδελφέ μου. Μέ τό καλό νά ᾿ρθεῖτε!
 Ἔκλεισε τό τηλέφωνο ὁ κύρ Ἀλέκος καί γύρισε δακρυσμένος πρός τή γυναίκα του.
 - Μιά χαρά μᾶς τήν κατάφερε ὁ μικρός, τῆς εἶπε. Αὔριο πρωί-πρωί πρέπει νά φτιάξεις λαχανοσαρμάδες.
 -Ἔχεις τρία χρόνια νά μοῦ τό ζητήσεις αὐτό. Σοῦ ὑπόσχομαι πώς θά εἶναι οἱ νοστιμότεροι λαχανοσαρμάδες πού ἔφαγες ποτέ, τοῦ εἶπε ἐκείνη κι ἡ σκέψη της ἔτρεξε μακριά στό χωριό στό γιό της τόν Μανώλη.
 Μέσα στήν καρδιά της ξεχώρισε καθαρά τή φωνή του. Ναί! Ἀνάμεσα στίς φωνές τίς ἀγγελικές ἄκουγε καί τή φωνή τοῦ Μανώλη της: «Δόξα ἐν ὑψίστοις Θεῷ καί ἐπί γῆς εἰρήνη».
 Κι ἡ καρδιά της πῆρε νά κτυπᾶ χαρμόσυνα: «καί ἐπί γῆς εἰρήνη», «καί ἐπί γῆς εἰρήνη»... Ἐπιτέλους ὕστερα ἀπό τρία ὁλόκληρα χρόνια θά γιόρταζαν ἀληθινά Χριστούγεννα!

 

Ἑ.Β.

Κατηγορία Διηγήματα
Τετάρτη, 25 Ιούνιος 2014 03:00

Ποιήματα Χριστουγεννιάτικα

ΖΗΤΩΝΤΑΣ ΤΟ ΦΩΣ
 
-Νυχτωμένοι στρατοκόποι,
στά σκοτάδια πού γυρνᾶτε,
σάν τί νά 'ναι πού ζητᾶτε;
Τόσος δρόμος, τόσοι κόποι
μές στό σκοτεινό στρατί
τ' ἀνηφορικό, γιατί,
νυχτωμένοι στρατοκόποι;
 
Νά! Σέ λίγο ἀρχίζει ἡ μπόρα:
Σύγνεφα, βροντή, καπνός·
καί τό λιγοστό ἀστροφῶς,
πού σᾶς σιγοφέγγει τώρα,
ὅπου νά 'ν' κι αὐτό θά σβήσει.
Καί σεῖς τρέχετε, γυρνᾶτε,
λές καί βιάζεστε νά πᾶτε
σέ νυχτερινό μεθύσι.
 
Τόσος δρόμος, τόσοι κόποι!
Σάν τί νά 'ναι πού ζητᾶτε
στά σκοτάδια πού γυρνᾶτε,
νυχτωμένοι στρατοκόποι;
 
- Τί ζητᾶμε; Φῶς, διαβάτη:
Εἶν' ὁ πόθος ὁ βαθύς
κάθε ἀνθρώπινης ψυχῆς.
Σάν ποιό νά 'ν' τό μονοπάτι
πού στό φῶς θέ νά μᾶς φέρει;
Ἄχ! κανείς μας δέν τό ξέρει.
 
Φῶς ζητᾶμε, Φῶς, διαβάτη.
Πήραμ' ἕνα γιδοστράτι
καί χυθήκαμε στά σκότη
ἀπ' τήν πρώτη μας τή νιότη.
Καί ζητᾶμε κι ὅλο πᾶμε
κι ὅσο πᾶμε καί ζητᾶμε.
 
Πόσα χρόνια πᾶνε τώρα;
Χίλια; Δυό χιλιάδες; Τρεῖς;
Μέτρησέ μας τα ἄν μπορεῖς.
Μέ τήν ἴδια πάντα φόρα,
στό σκοτάδι, στ' ἀστροφῶς,
τριγυρνᾶμε σάν ἀλῆτες,
νυχτωμένοι παρωρίτες,
καί γυρεύουμε τό Φῶς.
 
Πήγαμε στή Βαβυλώνα,
στό Θιβέτ, στήν Καρχηδόνα,
στῆς Αἰγύπτου τίς ἐρμιές.
Μᾶς ἐμάθαν ὅλ' οἱ δρόμοι
κι ὅλες οἱ νεροσυρμές
ὥς τήν Κίνα κι ὥς τή Ρώμη.
 
Τϊποτα! Νεκρές ἐλπίδες!
Δέν ἐβρήκαμε παρά
λιγοστές χλωμές ἀχτίδες.
Φῶς ζητᾶμε, Φῶς, διαβάτη.
Ξαναπαίρνουμε φτερά
καί πετᾶμε νύχτα-μέρα
ἀπ' τό Νεῖλο στόν Εὐφράτη
κι ὥς τίς θάλασσες κι ὥς πέρα.
 
Τρέξαμε στό Καπιτώλιο
καί στό βράχο τόν αἰώνιο
κι ἀνεβήκαμε κι αὐτές
τοῦ Ὀλύμπου τίς κορφές.
 
Μά κι ἐδῶ ἡ χαρά σάν πρῶτα
σβήστηκε σάν λευκαφρός:
Ἦταν φῶτα, χίλια φῶτα,
μά δέν ἤτανε τό Φῶς...
Καί κινήσαμε καί πάλι
καί ριχτήκαμε ξανά
στά λαγκάδια, στά βουνά,
στά σκοτάδια καί στήν πάλη.
 
Καί γυρνᾶμε σάν ἀλῆτες,
νυχτωμένοι παρωρίτες,
στό σκοτάδι στ' ἀστροφῶς.
Ἄχ! πονόψυχε διαβάτη,
πές ἐσύ, ποιό μονοπάτι
θά μᾶς φέρει πρός τό Φῶς;
 
- Κουρασμένοι στρατοκόποι,
πού σᾶς εἶδαν τόσοι τόποι,
πού σᾶς θόλωσαν τό μάτι
καταιγίδα, ἀνεμοζάλη,
δίψα, θλίψη, φόβος, μπόρα,
πάρτε καί τό μονοπάτι
τό φτωχό, πού θά σᾶς βγάλει
πρός τῆς Βηθλεέμ τή χώρα.
 
Εἶν' τό ἴδιο τό στρατί
τό ματόβρεχτο πού φθάνει
στό μαρτυρικό στεφάνι
κι ὥς τό Γολγοθᾶ κρατεῖ.
Ἀκλουθᾶτε το, ἀκλουθᾶτε:
Ἀπ' τή φάτνη ὥς τό Σταυρό
μπόρεσα κι ἐγώ νά βρῶ
τ' ἄυλο Φῶς π' ἀναζητᾶτε.
 
Γ. Βερίτης

Κατηγορία Χριστούγεννα
Δευτέρα, 26 Μάιος 2014 03:00

Λαθών...

Κοιτοῦσαν μαγεμένα τή μεγάλη ζωγραφιά μέ τά ὡραῖα χρώματα στή Βίβλο τους:
- Ἡ Παναγία! ἔδειξε ἡ Ζωή.
- Κι οἱ μάγοι! εἶπε ὁ ἀδελφός της.
- Κι οἱ βοσκοί!
- Κι οἱ ἄγγελοι!
- Κι αὐτός; ρώτησε μέ ἀπορία ἡ μικρούλα δείχνοντας τήν ἀντρική φιγούρα πού ἔσκυβε μέ ἔγνοια καί σιωπή πάνω ἀπό τό θεϊκό Παιδί.
- Αὐτός εἶναι ὁ Ἰωσήφ, μικρό μου! τῆς ἀπάντησα. Ἐκεῖνος πού προστάτευε τήν Παναγία μας.
  Τό κοριτσάκι μέ κοίταξε ἐρωτηματικά, σάν νά μήν εἶχε ξανακούσει αὐτό τό ὄνομα.
  «Ὁ Ἰωσήφ», σκέφτηκα μέσα μου. Λίγο μιλήσαμε γι᾽ αὐτόν καί λίγο τόν προσέχουμε, ὅταν γιορτάζουμε Χριστούγεννα...
  Ἡ ἱστορία τῆς ἁγίας νύχτας γεμίζει μέ φωνές: «Ἰδού γάρ εὐαγγελίζομαι ὑμῖν χαράν μεγάλην...», «Διέλθωμεν δή ἕως Βηθλεέμ...», «Δόξα ἐν ὑψίστοις Θεῷ...», «Ποῦ ἐστιν ὁ τεχθείς βασιλεύς τῶν Ἰουδαίων;...». Θαυμαστικά τῶν οὐρα­νῶν, ἐρωτηματικά τῆς γῆς. Ἄγγελοι, μάγοι καί βοσκοί μιλοῦν· περνοῦν τά σύνορα τοῦ χώρου καί τοῦ χρόνου τους, γιά νά σημαίνουν μέσα μας Χριστούγεννα.
  Κι ὁ Ἰωσήφ; Οὔτε μιά λέξη ὁ Ἰωσήφ οὔτε μία πρόταση δική του μές στούς στίχους τῆς Γραφῆς. Ὁ Ἰωσήφ, μία σιωπή· ἕνα μονάχα ὄνομα πού τό προφέρουνε τά χείλη τοῦ Θεοῦ πάντοτε σέ προστακτική: «Ἰωσήφ, υἱός Δαυΐδ, μή φοβηθῇς παραλαβεῖν Μαριάμ τήν γυναῖκα σου...». Καί πάλι: «παράλαβε τό παιδίον καί τήν μητέρα αὐτοῦ καί φεῦγε εἰς Αἴγυπτον...». Μιά προσταγή ὁ Θεός στόν Ἰωσήφ καί ὁ Ἰωσήφ γιά τόν Θεό μία μονάχα κίνηση: «ἐγερθείς». Σηκώνεται· ἀπό τόν ὕπνο του, ἀπό τήν ἡσυχία του· καί παίρνει τή Μαρία «εἰς τά ἴδια» νά παραστέκεται μέ σεβασμό στό μεγαλεῖο της καί νά σκεπάζει στή σιωπή τό ἀνήκουστό της μυστικό καί τό ὑπέρλογο μυστήριο. Σηκώνεται· καί παίρνει τό Παιδί καί τήν Παρθένο μέσα στήν παγωμένη νύχτα γιά τήν Αἴγυπτο· πορεύεται στό ἄγνωστο, σέ μία ξένη γῆ, ἄ γνωστος καί ἀνέστιος γιά τόν Θεό· ἕνα «πειθήνιο» δικό του ὄργανο, ἕνα «στρατιωτάκι» του...
  Τρομάζουνε οἱ λέξεις τόν αἰώνα τῆς ἐλευθερίας μας. Φαντάζει ξένος ὁ Ἰωσήφ, πλάσμα χωρίς προσωπικότητα, στήν ἐποχή πού ὀρθώνει τό δικαίωμα.
  Κι ὅμως! Ὁ Ἰωσήφ ὑπέγραψε τήν ἱστορία ὅλων τῶν αἰώνων. Ἑτοίμασε Χριστούγεννα. Ἔγειρε ὁ Θεός νά ζεσταθεῖ μές στή δική του τήν καρδιά, πρίν Τόν ζεστάνουνε τά χνῶτα τῶν ἀλόγων στή σπηλιά τῆς Βηθλεέμ. Πρίν τραγουδήσουνε οἱ ἄγγελοι, πρίν τρέξουν οἱ ποιμένες, πρίν ὁδοιπορήσουνε οἱ μάγοι, ὁ Ἰωσήφ διακόνησε τό θαῦμα τῆς ἁγίας νύχτας, γιά τούς ποιμένες, γιά τούς μάγους, γιά τήν ἀνθρωπότητα ὁλόκληρη.
  Ἑτοίμασε Χριστούγεννα «λαθών» -κρυφά καί ταπεινά- γιά ᾽Κεῖνον πού «λαθών» γεννήθηκε στό σπήλαιο. Ἀκούμπησε ὁ Ἰωσήφ ἐπάνω στήν καρδιά τοῦ ταπεινοῦ Θεοῦ. Τόν ἔνιωσε...
  Ἀκόμα κι ὥς τά σήμερα πού ἡ Ἐκκλησία δίκαια τιμᾶ τόν Ἰωσήφ τόν μνήστορα στούς κόλπους τῶν ἁγίων της, μεμνηστευμένο πιά μέ τό αἰώνιο, ἐκεῖνος μένει κρυμμένος στή σιωπή· θαρρεῖς κι ἡ ἁγιότητά του ἐπιλέγει αὐτή τήν ἱερή ἀφάνεια.
  2013 χρόνια ὕστερα, ἡ ἱστορία τῆς ἁγίας νύχτας ξαναγράφεται ἀναλλοίωτη κάτω ἀπ᾽ τούς τρούλους τῶν ναῶν. Πάλι θά τραγουδήσουνε στά ἀναλόγια οἱ ἄγγελοι, πάλι θά ὁδοιπορήσουνε οἱ μάγοι, πάλι θά τρέξουν οἱ βοσκοί. Γιατί πάντοτε, ὅσο κι ἄν «ἐπλεόνασεν ἡ ἁμαρτία», θά ὑπάρχουν μάγοι καί βοσκοί· ἐκεῖνοι πού θά Τόν συναντήσουνε ἀπρόσμενα, σάν τόν κρυμμένο θησαυρό μές στό χωράφι τους κι ἐκεῖνοι πού, ἀφοῦ πιά σώθηκαν στίς ἀγορές τοῦ κόσμου οἱ ἐλπίδες τους, θά Τόν ἀναζητήσουν, ἀνεκτίμητο μαργαριτάρι, ἄξιο νά ἐξαργυρωθεῖ μ᾽ ὅλους τούς θησαυρούς τῆς γῆς.
  Καί πάλι τό Παιδί τῆς Βηθλεέμ θ᾽ ἀναζητήσει Ἰωσήφ· «μωρά καί ἐξουθενημένα» γιά τόν κόσμο, παραδομένους στήν ἁγία τρέλα τοῦ Θεοῦ... Ἄλλοι θά ταξιδεύουνε σάν πλανῆτες νά Τόν εὐαγγελίζονται στίς ἐσχατιές τῆς γῆς· ἄλλοι θ’ ἀντιχαρίζουνε ὅλα τους τά χαρίσματα στή χρεία Του, ἀρνούμενοι λαμπρές προοπτικές, καριέρες καί χειροκροτήματα· ἄλλοι θά ἀγωνίζονται μέ μόχθο καί ἱδρώτα νά κρατήσουνε τά σπίτια τους ἁγίες Βηθλεέμ. Κι ὅλοι θά μέ­νουνε κρυμμένοι στήν ἀφάνεια, «λαθόντες» θά ἑτοιμάζουνε Χριστούγεννα. Γιατί πάντοτε, ὅσο κι ἄν ἔχει λιγοστέψει ἡ ἀγάπη, θά ὑπάρχουν Ἰωσήφ...
  Τ᾽ ἀνήψια μου μιλοῦσαν ζωηρά πάνω ἀπ᾽ τή ζωγραφιά:
- Ἐγώ θά γίνω μάγος! Θά φοράω καί κορώνα! ἔλεγε ὁ Κωστής.
- Ἐγώ θά γίνω μάγος! διαμαρτυρήθηκε ἡ Ζωή.
- Δέ γίνεται. Ἐσύ εἶσαι κορίτσι. Θά ᾽σαι ἄγγελος.
- Καλύτερα! Θά ᾽χω στεφάνι καί φτερά!
  Τά κοίταξα μέ νοσταλγία καί μέ συγκατάβαση· σάν ἤμουνα παιδί ἔλεγα σάν αὐτά: «Θέλω νά γίνω ἄγγελος», «Θέλω νά γίνω μά­γος καί βοσκός», νά φαίνομαι...
  Τώρα πού πιά μεγάλωσα, τώρα πού πιά περπάτησα μές στά σκοτάδια τῆς ζωῆς, ψάχνοντας τήν Ἀνατολή· τώρα πού ἕνα φῶς ἀγγελικό, μακρόθυμο, γλύκανε τήν ἀγρύπνια μου· τώρα, πού οἱ οὐρανοί δείξανε καί γιά μένα ἕνα ἀστέρι, γιά νά βρῶ τή Βηθλεέμ· τώρα πού πιά τελείωσαν ὅλα τά «πῶς» καί τά «γιατί», πού πιά γονάτισαν ὅλα τά «θέλω» μου ἀνήμπορα στό λίκνο τοῦ Θεοῦ, πού ὅλοι οἱ ἐπίγειοί μου θησαυροί φαντάξανε φτωχοί μπροστά στήν ἔσχατη πτωχεία του· τώρα πού πιά Τόν βρῆκα, Τόν προσκύνησα, ἔγινα μάγος καί βοσκός, τώρα δέν ἀπομένει νά ζητήσω μπρός στή φάτνη του παρά μονάχα αὐτό: «Θέλω νά γίνω Ἰωσήφ!»· δίχως διάσημα τοῦ κόσμου, ἕνα «στρατιωτάκι» τοῦ Θεοῦ, νά σταματῶ τόν πόλεμο, νά ὑπογράφεται μές στήν ἀνθρώπινη καρδιά εἰρήνη μέ τόν οὐρανό, ἡ εἰρήνη πού τραγούδησαν ᾽κείνη τή νύχτα οἱ ἄγγελοι.
  «Θέλω νά γίνω Ἰωσήφ!»· μονάχα αὐτό· κρυφά καί ταπεινά, «λαθών», νά ἑτοιμάζω γιά τόν κόσμο μας Χριστούγεννα.

 

Μαρία Παστουρματζῆ
Φιλόλογος

Κατηγορία ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΣ
Δευτέρα, 26 Μάιος 2014 03:00

Μυστήριον ξένον

 Μυστήριο καί μάλιστα μέγα χαρακτηρίζει τήν πίστη μας ὁ ἀπόστολος Παῦλος. Καί συνοψίζει τό περιεχόμενο τοῦ μυστηρίου στή φράση: «Θεός ἐφανερώθη ἐν σαρκί, ἐδικαιώθη ἐν Πνεύματι, ὤφθη ἀγγέλοις, ἐκηρύχθη ἐν ἔθνεσιν, ἐπιστεύθη ἐν κόσμῳ, ἀνελήφθη ἐν δόξῃ» (Α΄ Τι 3,16). Ἡ ἐν σαρκί φανέρωση τοῦ Θεοῦ, ἡ ἐνανθρώπησή του, εἶναι τό μέγιστο μυστήριο, τό «πάντων θαυμάτων ὑπέρτερον», ὅπως τό ὀνομάζει ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνός. Ταυτίζεται ὅμως μέ τή γέννηση τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ, τό ἀδιαμφισβήτητο ἱστορικό γεγονός. Ἀδιαμφισβήτητο, διότι κατοχυρώνεται ἀπό πλῆθος ἱστορικῶν μαρτυριῶν. Ἐπιπλέον, οἱ προφητεῖες τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης, αἰῶνες πολλούς πρίν ἀπό τή Γέννηση, μιλοῦν γι᾿ αὐτήν καί πραγματικά καταπλήσσουν τόν ἀναγνώστη. Ταυτόχρονα ὅμως ἡ ἐνανθρώπηση τοῦ Θεοῦ ἀποτελεῖ καί τό «σεσιγημένον μυστήριον», τό ἀπροσπέλαστο στή λογική τοῦ ἀνθρώπου. Εἶναι τό θεϊκό μυστικό, σχεδιασμένο καί φυλαγμένο πρό καταβολῆς κόσμου γιά τή σωτηρία τοῦ ἀποστάτη, τοῦ ἀντάρτη, τοῦ πεσμένου ἀνθρώπου.
 Οἱ ἄγγελοι τό ὑπηρέτησαν χωρίς νά τό γνωρίζουν. Οἱ προφῆτες «ἐξεζήτησαν καί ἐξηρεύνησαν» (Α΄ Πε 1,10) περί αὐτοῦ, ἀλλά δέν τούς ἀποκαλύφθηκε πλήρως. Δέν ἦταν δυνατόν ἄγγελοι καί ἄνθρωποι νά συλλάβουν ὅτι ὁ Γιαχβέ, ὁ ὕψιστος Θεός, θά γίνει ἄνθρωπος· ὁ ὑπέρχρονος καί ἀπερίγραπτος Κύριος τοῦ παντός θά μπεῖ στήν τροχιά τῆς ἱστορίας! Οὔτε ἄνθρωποι οὔτε ἄγγελοι καί οὔτε βέβαια ὁ σατανᾶς ἔπρεπε νά ἀντιληφθοῦν τό σχέδιο τοῦ Θεοῦ, τό μυστήριο τῆς σωτηρίας μας. Ὁ ἅγιος Ἰγνάτιος ὁ Θεοφόρος λέγει ὅτι τρία πράγματα «διέλαθον», ξέφυγαν, τήν προσοχή τοῦ διαβόλου: ἡ παρθενία τῆς Μαρίας, ἡ θεότητα τοῦ Ἰησοῦ καί ὁ σταυρός του.
 Εἶναι θαυμαστό ὅτι, καί ὅταν περνᾶ στήν ἱστορία τό «σεσιγημένον μυστήριον», ἀποκαλύπτεται ὄχι σέ ὅλους ἀδιάκριτα, παρά μόνο σ᾿ ἐκείνους πού ἔχουν τίς προϋποθέσεις νά τό δεχθοῦν. Ἡ γέννηση τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ εἶναι γεγονός πού συνέβη σέ συγκεκριμένο τόπο καί χρόνο. Μποροῦσαν ὅλοι νά τό πληροφορηθοῦν καί νά ἐνστερνισθοῦν τήν εὐλογία του. Δέν ἔγινε ὅμως ἔτσι. Τό ἀντιλήφθηκαν μόνο οἱ ἁπλοϊκοί ποιμένες, ἐκπρόσωποι τοῦ πιστοῦ λαοῦ, πού μελετοῦσαν τίς Γραφές περιμένοντας τόν Μεσσία, καί οἱ σοφοί μάγοι, ἐκπρόσωποι τοῦ εἰδωλολατρικοῦ κόσμου, πού μέ τήν προσδοκία τοῦ Λυτρωτῆ ἀκολούθησαν τό παράδοξο ἀστέρι. Αὐτοί ἀξιώθηκαν νά δοῦν τό «παιδίον νέον» καί νά προσκυνήσουν τόν «πρό αἰώνων Θεόν». Οἱ περισσότεροι, ἰουδαῖοι καί εἰδωλολάτρες, ἔμειναν ἀδιάφοροι γιά τό γεγονός καί, φυσικά, ἀμύητοι στό μυστήριο. Ὁ Ἡρώδης μάλιστα καί ἡ αὐλή του πανικοβλήθηκαν καί ἑτοίμασαν διωγμό γιά τόν Γεννηθέντα. Γιά ὅλους αὐτούς, ἰουδαίους καί ἐθνικούς, «λαθών ἐτέχθη ὑπό τό σπήλαιον» ὁ Κύριος· δέν ἤθελε νά τόν δοῦν, διότι κι αὐτοί δέν τόν ἤθελαν, δέν τόν περίμεναν.
 Ἀπό τότε καί μέχρι σήμερα, ἡ ἐνανθρώπηση τοῦ Θεοῦ παραμένει τό «σεσιγημένον μυστήριον», τό μυστικό τοῦ Θεοῦ, πού ὅμως γίνεται ἁπτή ἱστορική πραγματικότητα μέσα στήν Ἐκκλησία. Εἶναι αὐτή ἡ νέα δημιουργία, στήν ὁποία ἀναπλάθει τόν κόσμο ἡ ἐνανθρώπηση τοῦ Υἱοῦ καί Λόγου τοῦ Θεοῦ. Στό θεανδρικό πρόσωπο τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ ἡ ἀνθρώπινη φύση κοινωνεῖ στίς θεῖες ἰδιότητες καί μεταλαμβάνει τήν ἀθανασία. «Αὐτός γάρ (ὁ τοῦ Θεοῦ Λόγος) ἐνηνθρώπησεν ἵνα ἡμεῖς θεοποιηθῶμεν», θεολογεῖ ὁ Μέγας Ἀθανάσιος. Καί τή θέωση τή χαρίζει ὁ Χριστός σέ ὅποιον σκύβει μέ εἰλικρίνεια καί ἐνδιαφέρον στήν ἱστορία, προσεγγίζει μέ πίστη τό μυστήριο καί παραδίδει ἐλεύθερα τόν φθαρτό ἑαυτό του στή χάρη τοῦ Θεοῦ.
 Πῶς ἀκούγονται ὅλα αὐτά στήν ὑπεραυτόματη τεχνοκρατική ἐποχή μας; Ἀσφαλῶς, ἀποτελεῖ μία πρόκληση τό γεγονός τῶν Χριστουγέννων. Βαρυφορτωμένος ἀπό τόν καταιγισμό τῆς πληροφόρησης ὁ σημερινός ἄνθρωπος δέν διαθέτει τό χρόνο οὔτε καί τή δυνατότητα νά σκύψει στή μελέτη τῆς ἱστορίας πού κραυγαλέα βεβαιώνει τή γέννηση τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ. Ἐγκλωβισμένος στά ἐγκόσμια ἐνδιαφέροντά του ἔχει τήν ψευδαίσθηση πώς τά ξέρει ὅλα καί δέν διατίθεται νά ἀναζητήσει τό μυστήριο. Στήν καλύτερη περίπτωση, περιορίζεται σέ μία ἐπιδερμική ἐπαφή μέ τό μεγάλο γεγονός. Γιορτάζει «ἐθιμοτυπικά» τά Χριστούγεννα καί συνεχίζει τήν ἄχαρη πορεία του μέσα στό χρόνο, ἐνῶ τό κενό τῆς ψυχῆς του μεγαλώνει, αὐξάνει ἡ ἀνασφάλειά του καί τό ἄγχος τόν κατατρύχει.
 Ὡστόσο, καί σήμερα ὁ μοναδικός τρόπος νά εἰσχωρήσουμε στό μυστικό τοῦ Θεοῦ, νά ζήσουμε τήν εἴσοδο τοῦ μεγάλου Θεοῦ στήν προσωπική μας ζωή, εἶναι ὁ πνευματικός, ὁ ἐκκλησιαστικός ἑορτασμός του. «Τοίνυν ἑορτάζωμεν μή πανηγυρικῶς, ἀλλά θεϊκῶς· μή κοσμικῶς, ἀλλ᾿ ὑπερκοσμίως... μή τά τῆς πλάσεως, ἀλλά τά τῆς ἀναπλάσεως», μᾶς προτρέπει ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος. Μελετώντας τό ἱστορικό γεγονός καί βιώνοντας τή νέα δημιουργία, μέ μετάνοια καί συμμετοχή στή θεία Εὐχαριστία, γινόμαστε μέτοχοι στό μεγάλο μυστήριο τῆς ἑνώσεως θείας καί ἀνθρώπινης φύσεως, τῆς ἐνανθρωπήσεως τοῦ Θεοῦ.
 «Οὐ φέρει τό μυστήριον ἔρευναν· πίστει μόνῃ τοῦτο πάντες δοξάζομεν», ψάλλει ἡ Ἐκκλησία, δηλώνοντας τήν ἀδυναμία τοῦ ἀνθρώπινου λογικοῦ νά ὑψωθεῖ στή σφαίρα τοῦ μυστηρίου. Ἀποδεχόμενος αὐτή τήν ἀδυναμία του ὁ πιστός καταφεύγει στή δοξολογική λατρεία τοῦ θείου Βρέφους· τοῦ προσφέρει τόν αἶνο τῶν χειλέων καί τήν εἰλικρινῆ μετάνοια. Κι ὁ Θεός τοῦ χαρίζει τήν κάθαρση «ἀπό παντός μολυσμοῦ», τόν ἀνάγει στή θέωση.

Στέργιος Ν. Σάκκος

Κατηγορία ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΣ
Δευτέρα, 26 Μάιος 2014 03:00

Τά δῶρα τῶν μάγων

 Τόν νεογέννητο Χριστό προσκύνησαν ὄχι μόνο ταπεινοί βοσκοί τῆς Βηθλεέμ ἀλλά καί σοφοί μάγοι ἀπό τήν Ἀνατολή, ἐπιστήμονες τῆς ἐποχῆς τους. Καί τοῦ προσέφεραν δῶρα: χρυσάφι, λιβάνι καί σμύρνα.
Χρυσάφι ἦταν δῶρο τῆς βασιλικῆς ἐξουσίας. Ὅμως ὁ Χριστός προκάλεσε κατ’ ἐπανάληψη τούς ἀσκοῦντες ἐξουσία. Ἐπέλεξε κατ᾿ ἀρχήν γιά νά γεννηθεῖ ἕναν στάβλο καί σπαργανώθηκε σέ μία φάτνη. Αὐτό συνιστᾶ σκάνδαλο γιά ὅσους ἀσκοῦν ἐξουσία, καθώς αὐτή ἔχει ταυτιστεῖ μέ τήν ἰσχύ καί τή χλιδή. Ἀργότερα προχώρησε σέ νέα πρόκληση κατά τῆς ἐξουσίας νουθετώντας τούς μαθητές του, πού σύμφωνοι μέ τή νοοτροπία τοῦ κόσμου διεκδικοῦσαν πρωτοκαθεδρίες. Τόνισε ξεκάθαρα πώς οἱ ἐξουσιαστές τοῦ κόσμου καταπιέζουν καί καταδυναστεύουν τούς λαούς. Καί ζήτησε ἀπό τούς μαθητές ἐκεῖνος πού ἐπιθυμεῖ νά εἶναι πρῶτος νά γίνει ὑπηρέτης ὅλων. Καί ὅταν στό τέλος οἱ ἀπογοητευμένοι ἀπό τό οἰκουμενικό κήρυγμά του ἄρχοντες τοῦ Ἰσραήλ παρέδωσαν τόν Χριστό στόν Πιλᾶτο μέ τήν κατηγορία τῆς ἀντιποίησης τῆς βασιλικῆς ἐξουσίας, Αὐτός ἀρνήθηκε νά δεχθεῖ ὅτι ἦταν ἐγκόσμιος βασιλιάς, ἀλλά τόνισε ὅτι ἡ βασιλεία του δέν εἶναι αὐτοῦ ἐδῶ τοῦ κόσμου.
 Λίγα κατάλαβε τότε ὁ Πιλᾶτος, πολύ λιγότερα μετέπειτα οἱ ἀσκοῦντες ἐξουσία «ἐλέῳ Θεοῦ» ἐγκόσμιοι βασιλεῖς καί «ἐκπρόσωποί του» ἐπί τῆς γῆς. Ἔτσι ὁ Χριστός ἐξαιτίας τους βρέθηκε καί πάλι στό ἑδώλιο τοῦ κατηγορουμένου μέ τή βαρειά κατηγορία ὅτι καλλιεργεῖ φρόνημα δουλοπρέπειας στούς ὀπαδούς του, προκειμένου οἱ ἐξουσιαστές νά διαφεντεύουν ἀνετότερα τούς λαούς! Μάλιστα κατά τήν «Ἀναγέννηση» τό ἐπηρμένο ἀνθρώπινο πνεῦμα ἐπιχείρησε τήν ἀνατροπή Του ἀπό τόν οὐράνιο θρόνο πασχίζοντας νά ξεριζώσει ἀπό τίς καρδιές τῶν ἀνθρώπων τήν πίστη τους σέ προσωπικό Θεό.
 Λιβάνι ἦταν τό σύμβολο τῆς λατρείας τοῦ Θεοῦ. Μ’ αὐτό θυμίαζαν οἱ ἱερεῖς κατά τήν τέλεση τῶν ἱερῶν ἀκολουθιῶν. Στόν σύγχρονο δυτικό κόσμο ὑπάρχει ἰσχυρή τάση ἐξοβελισμοῦ τοῦ ἱεροῦ στήν ξέφρενη πορεία ἀμφισβήτησης -ἀρχικά, καί ἄρνησης στή συνέχεια- κάθε αὐθεντίας. Ὁ ἀνθρωποκεντρικός προσανατολισμός τῆς δυτικῆς σκέψης καί ἡ σχετικοποίηση τῶν πάντων ἐμποδίζουν τήν ἀποδοχή τοῦ αἰωνίου προτύπου στό πρόσωπο τοῦ θεανθρώπου Ἰησοῦ. Ἤδη οἱ λαοί τῆς Εὐρώπης, διά τῶν ἡγετῶν τους, ἀρνήθηκαν τή ρητή ἀναφορά στό πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ καί στήν Ἐκκλησία του στό εὐρωπαϊκό σύνταγμα. Ὅμως στίς κοινωνίες πού ἀπεμπολοῦν τό ἱερό ἀνοίγεται ὁ δρόμος γιά τή βίαια εσοδο τοῦ βεβήλου καί στή συνέχεια τοῦ δαιμονιώδους. Ὁ δυτικός κόσμος γεύεται ἤδη τίς πικρότατες συνέπειες τῆς ἀποστασίας. Τό «λιβάνισμα» ὅμως τῶν ἰσχυρῶν τοῦ κόσμου τούτου προσφέρεται πλούσιο ἀπό τούς διαχρονικούς κόλακες.
 Σμύρνα ἦταν ἀρωματική οὐσία συνδεδεμένη μέ τά ἔθιμα τῆς ταφῆς τῶν νεκρῶν. Οἱ μάγοι τήν προσέφεραν προφητικά. Ὁ Χριστός, συνεπής ὥς τό τέλος στά λόγια τοῦ κηρύγματός του, προσφέρει τόν ἑαυτό του θυσία ἀκατανόητη ὄχι μόνο στούς ἐθνικούς, πού ἀγνοοῦσαν τήν ἐπαγγελία τοῦ Θεοῦ, ἀλλά καί στούς ἐκλεκτούς τοῦ Ἰσραήλ, πού ἀδυνατοῦσαν νά θεωρήσουν τήν οὐράνια βασιλεία ἔξω ἀπό τά κοσμικά πλαίσια. Λίγες ἀλλά ἐκλεκτές ψυχές κατανόησαν μετά τήν ἀνάστασή του τό νόημα τῆς θυσίας Ἐκείνου. Γι’ αὐτό καί ἀκολούθησαν καί ἄλλες θυσίες ὥς τίς ἡμέρες μας, οἱ ἑκατόμβες τῶν χριστιανῶν μαρτύρων. Τό μαρτύριο γιά τόν Χριστό εἶναι ἀπό τά πιό ἐντυπωσιακά ἱστορικά συμβάντα καί συμβαίνοντα. Γι’ αὐτό καί οἱ μικρόψυχοι τῆς ἱστορίας συγγραφεῖς ἐλάχιστα ἀσχολήθηκαν μ᾿ αὐτό. Ἔστρεψαν τά φῶτα τῆς δημοσιότητας πρός τόν κυρίαρχο στό ἱστορικό γίγνεσθαι δημαγωγικό λόγο τῶν ἡγετῶν πού δέν θυσιάστηκαν γιά τούς λαούς τους, ἀλλά τούς θυσίασαν ετε πλέκοντας τό ἐγκώμιο τῶν ταπεινῶν τους ἐνστίκτων ετε καλώντας τους σέ ἐπιχειρήσεις πού αἱματοκύλησαν τήν ἀνθρωπότητα στό ὄνομα ὑψηλῶν δῆθεν ἰδανικῶν!
 Ὁ κόσμος πορεύεται σήμερα ἐρήμην τοῦ βρέφους τῆς φάτνης. Αἰσθάνεται αὐτάρκης ἔχοντας ἀποσείσει ἀπό πάνω του κάθε εδους αὐθεντία. Καί στήν ἔπαρση καί ἀλαζονεία του ἀρνεῖται νά δεχθεῖ ὅτι τόν συνθλίβει τό ὑπαρξιακό του κενό. Πάντως γιά ὅσους κατηγοροῦν τή γνώση γιά τίς τόσο ὀδυνηρές γιά τόν ἄνθρωπο συνέπειες, τονίζουμε πώς οἱ μάγοι ἦταν οἱ σοφοί τοῦ τότε κόσμου. Δέν εἶναι ἡ γνώση καθ᾿ ἑαυτή τό πρόβλημα ἀλλά ἡ ἔπαρση, πού συνήθως τή συνοδεύει καί καθιστᾶ πολύ δυσχερῆ τήν ταπείνωση. Ἄς δοῦμε φέτος τή φάτνη ἀπό μία ἄλλη σκοπιά.

 

Ἀπόστολος Παπαδημητρίου

Κατηγορία ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΣ
Δευτέρα, 26 Μάιος 2014 03:00

Στό δρόμο γιά τή Βηθλεέμ

 Οἱ ἱστορικές μαρτυρίες μᾶς πληροφοροῦν ὅτι στόν χριστιανικό κόσμο τῆς Ἀνατολῆς μέχρι τόν 4ο αἰώνα ἑορτάζονταν μαζί Χριστούγεννα καί Θεοφάνια. Ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος ἦταν αὐτός πού εἰσηγήθηκε καί συνετέλεσε στό διαχωρισμό τῶν δύο μεγάλων ἑορτῶν.
 Μιλώντας μέ ἐνθουσιασμό ἀλλά καί ἁγιογραφική κατοχύρωση, μέ λυρισμό ἀλλά καί θεολογική σαφήνεια ὁ χρυσορρήμων ἅγιος προσπαθεῖ νά ὁδηγήσει τούς ἀκροατές του στό δρόμο γιά τή Βηθλεέμ, νά τούς χειραγωγήσει στά μονοπάτια τοῦ σχεδίου τῆς θείας Οἰκονομίας.
 Στίς παραμονές τῆς μεγάλης γιορτῆς, ἄς ἀφήσουμε κι ἐμεῖς τά χρυσά λόγια τοῦ ἁγίου Πατέρα νά ἀντηχήσουν στήν καρδιά μας. Προτρέπει τούς πιστούς νά ἀπέχουν ἀπό ἑορτασμούς μέ κοσμικό χαρακτήρα «διότι τίποτα δέν εἶναι περισσότερο ἐχθρικό πρός τό πνεῦμα τῆς πίστεώς μας». Ὁ ἴδιος νιώθει τήν ἀνάγκη νά ἐκφράσει τήν ἐσωτερική του χαρά: «Θέλω νά σκιρτήσω, ἐπιθυμῶ νά χορέψω ὄχι παίζοντας κιθάρα, ὄχι κρατώντας αὐλούς, ἀλλά ἔχοντας μαζί μου ἀντί γιά μουσικά ὄργανα τά σπάργανα τοῦ Χριστοῦ. Αὐτά εἶναι ἡ ἐλπίδα μου, αὐτά εἶναι ἡ ζωή καί ἡ σωτηρία μου». Μᾶς καλεῖ νά προσκυνήσουμε τό Βρέφος πού κρατᾶ μέσα στά σπάργανά του ὅλες τίς ἐλπίδες γιά τή σωτηρία μας καί νά βιώσουμε κι ἐμεῖς τό μεγάλο γεγονός μέ πνευματική εὐφροσύνη. «Ἄς γιορτάσουμε κι ἄς πανηγυρίσουμε. Σήμερα λύθηκαν τά δεσμά πολλῶν αἰώνων, ὁ διάβολος ντροπιάστηκε, οἱ δαίμονες δραπέτευσαν, ὁ θάνατος θανατώθηκε, ἄνοιξε ὁ παράδεισος, ἡ κατάρα ἐξαφανίστηκε, ἡ ἁμαρτία ἀποδυναμώθηκε. Ἡ πολιτεία τοῦ οὐρανοῦ φυτεύθηκε στή γῆ».
 Ὁ βαθύς μελετητής τοῦ ἀσύλληπτου μυστηρίου τῆς θείας ἐνανθρωπήσεως διερωτᾶται μέ θαυμασμό: «Τί εἴπω καί τί λαλήσω; Ἐκπλήττει γάρ μέ τό θαῦμα», καί βοηθᾶ κι ἐμᾶς νά σταθοῦμε μέ δέος καί συγκλονισμό μπροστά στά παράδοξα τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ. «Παιδί βλέπω τόν προαιώνιο Θεό. Σέ φάτνη ἀναπαύεται αὐτός πού ἔχει θρόνο τόν οὐρανό. Χέρια ἀνθρώπινα ἀγγίζουν τόν ἀπρόσιτο καί ἀόρατο. Μέ σπάργανα εἶναι σφιχτοδεμένος αὐτός πού σπάει τά δεσμά τῆς ἁμαρτίας. Ἀναλαμβάνει ὁ Χριστός τό δικό μου σῶμα γιά νά μπορέσω ἐγώ νά ἀποδεχθῶ τό λόγο του καί παίρνοντας τή σάρκα μου μοῦ χαρίζει τό πνεῦμα του, ὥστε μέ τήν προσφορά αὐτή νά μοῦ προμηθεύσει τό θησαυρό τῆς ζωῆς. Παίρνει τή σάρκα μου γιά νά μέ ἁγιάσει, μοῦ δίνει τό πνεῦμα του γιά νά μέ ἀπελευθερώσει».
 Ὁ ἱερός πατέρας μέ διάφορες εἰκόνες κατευθύνει τή σκέψη μας στό ἀπύθμενο βάθος τῆς θεϊκῆς συγκαταβάσεως. «Πῶς ἔγινε τοῦτο τό ἐκπληκτικό καί ἀξιοθαύμαστο; Ἐξαιτίας τῆς δικῆς του ἄκρας ἀγαθότητας. Ὅπως ἕνας βασιλιάς, γιά νά μήν ἀναγνωριστεῖ ἀπό τόν ἐχθρό καί νά μπορέσει νά πετύχει τή νίκη, βγάζει τή βασιλική στολή καί σάν ἁπλός στρατιώτης ρίχνεται στή μάχη, ἔτσι καί ὁ Χριστός ἦρθε μέ ἀνθρώπινη μορφή γιά νά μήν τόν ἀναγνωρίσει ὁ ἐχθρός καί ἀποφύγει τή σύγκρουση μαζί του· ἀλλά καί γιά νά μή φοβίσει τούς ἀνθρώπους, διότι ἦρθε γιά νά τούς σώσει καί ὄχι γιά νά τούς καταπλήξει».
Μέσα στά σκοτάδια τῆς ἐποχῆς μας μία λάμψη ἀπό τό ἄστρο τῆς Βηθλεέμ φέρνει στίς ψυχές μας ὁ ζείδωρος λόγος τοῦ ἱεροῦ πατέρα. Ἄς γίνει ὁ μεγάλος ἅγιος συνοδοιπόρος μας στήν πορεία γιά τό σπήλαιο τῆς γεννήσεως, ἐκεῖ ὅπου ὁ Θεός δίνει λύση στό δράμα τοῦ ἀνθρώπου, γιά νά ζήσουμε λυτρωτικά τή «μητρόπολη τῶν ἑορτῶν», ὅπως χαρακτηρίζει τά Χριστούγεννα ὁ ἅγιος Χρυσόστομος.

Χ. Χατζῆ
Θεολόγος

Κατηγορία ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΣ

 Ὁ Ἰησοῦς Χριστός ἀ­πο­τελεῖ τό πλέον ἀντι­λε­γό­μενο ἱστορικό πρό­σω­πο στήν παγ­κόσμια Ἱστο­ρία. Βρέ­φος ἀ­κό­μη προ­σκυνή­θη­κε τόσο ἀπό τους ἄση­μους βοσκούς, ὅσο καί ἀπό τούς ἐπιφανεῖς μά­­γους τῆς Ἀνα­το­λῆς. Πί­σω τους ὅ­μως καιρο­φυ­λα­κτοῦσε ὁ Ἡρώ­δης ζητώντας τή ζωή του. Βέ­βαια ἐκεῖνος δέν πέ­τυχε τό σκοπό του καί ἦταν τά νήπια της Βη­θλεέμ πού ἐ­ξον­τώ­θη­καν στήν ἄφρο­να ἐκείνη ἐκκα­θά­ριση.
  Ὁ Ἡρώδης μέ ἀν­θρώ­­πι­να κριτήρια εἶχε κά­ποιο ἐλα­φρυντικό γιά τήν αἱμο­στα­γῆ ἐκείνη ἐ­νέρ­γειά του. Ἦταν ἀπό­λυ­τος ἄρ­χων καί ἐπλη­ρο­φο­ρεῖ­το ξαφ­νικά ὅτι ἐμφανίστηκε διεκ­δι­κη­τής τοῦ θρό­νου του. Ἄλ­λωστε ἀκόμη καί οἱ νο­μο­διδά­σκα­λοι τοῦ Ἰ­σρα­ήλ ὡς ἐγκόσμιο ἄρ­χον­τα ἀνέ­μεναν τόν μεσ­σία.
  Στό πέρασμα τῶν χρό­­­­νων δέν ἔλειψαν οἱ μέ ποι­­κίλους τρόπους δι­ῶ­κτες τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ. Πρῶ­­τοι, ὅ­ταν ἀκόμη βίωνε ὡς θνητός, οἱ νομο­δι­δά­σκα­λοι τοῦ Ἰσραήλ πού προαναφέραμε. Αὐ­τοί ἀπό φθόνο Τόν παρέ­δω­σαν στή ρωμαϊκή ἐξ­ου­σία, στήν ὁποία ἄσκησαν πίεση, ὥστε νά ἐπι­τύ­χουν τή θα­να­τική Του κατα­δίκη.
  Κάθε ὀρθολογικά σκεπτόμενος ἄνθρωπος ἔ­πρε­πε νά δέχεται ὅτι μέ τόν σταυρικό θάνατο ἡ «ὑπόθεση Ἰησοῦς» θά εἶχε τεθεῖ στό ἀρχεῖο τῆς Ἱ­στο­ρίας καί τό πρόσωπο θά ἀποτελοῦσε τό πο­λύ πηγή ἐμπνεύσεως γιά κάποιους ρομαντι­κούς λο­γο­­τέ­χνες καί καλλιτέχνες. Ὅμως συνέβη στήν πρα­­­γ­­μα­τι­κότητα μιά πραγματική ἀνατροπή. Ἀ­μέ­­σως ἄρ­χισε ἀπηνής διω­γμός ἐναντίον ἐκείνων πού εἶ­χαν τό θάρρος νά εὐ­αγγελίζονται τήν ἀνά­στα­σή Του καί τή βασι­λεία Του, βα­σιλεία πού, σύμφωνα μέ τό κήρυγμα τοῦ Ἰησοῦ Χρι­στοῦ, δέν εἶναι ἀπό τοῦτο τόν κό­σμο. Θά μποροῦ­σαν οἱ δι­ῶ­κτες, ὀρθολογικά σκε­πτό­με­νοι, νά ἐκλά­βουν τούς μα­θη­τές του ὡς ἀλα­φροή­σκιω­τους ἤ σαλε­μέ­νους ἀπό τόν πόνο τοῦ χωρισμοῦ ἀπό τόν δά­σκα­­λό τους καί νά τούς πα­­ρα­­δώ­σουν στή χλεύ­η τοῦ λα­οῦ. Ὅ­μως, ἀντίθετα, κίνη­σαν διω­γμό, μαρ­­­τυρία τῆς δει­νῆς θέ­σεως στήν ὁ­ποία βρί­σκον­ταν. Βέ­βαια θά μπο­ροῦσε νά ἰσχυ­ριστεῖ κά­ποιος ὅτι ὁ δι­ω­γμός τῶν Ἰουδαίων κι­νήθηκε ὑπό τό ψυχο­λο­γικό βάρος τῆς ἐνοχῆς γιά τό θά­να­το ἑ­νός ἀ­θώ­ου. Ἔχουμε δη­λαδή, ὄχι βέ­βαια ἐλα­φρυ­­ν­τικό, ἀλ­λά κά­ποια ἐξή­γηση.
  Ὁ διωγμός ὅμως ξέ­­φυγε ἀπό τά πλαίσια τοῦ Ἰου­δαϊ­σμοῦ καί τή σκυ­τά­λη ἀνέλαβε ἡ ρω­μα­ϊ­κή ἐξ­ου­σία, ἡ κο­σμο­κρατορική, ἡ ἄκρως ἀνε­κτι­κή ἔ­ναν­τι τῆς πλη­θώ­ρας τῶν θεο­τήτων, τίς ὁποῖες ἐνέταξε στό λα­τρευ­τικό πάν­θεο παράλληλα μέ τήν ἔν­ταξη στίς τά­ξεις τῶν λε­γε­ώ­νων ὁ­πλιτῶν δια­φό­ρων ἐθνο­τήτων. Καί ἐδῶ προβάλλε­ται κά­ποια ἐξή­γηση: Οἱ «ἀντι­κοι­νωνι­κοί» πρῶτοι πι­στοί τοῦ σταυ­ρω­μένου Ναζω­ραί­ου ἀρνοῦνταν νά δε­χθοῦν τή θε­ό­τητα τοῦ αὐ­το­κράτορα. Ἀλλά αὐ­τό δέν ἦταν πρω­τοφανές. Καί οἱ ἰουδαῖοι ἐπέ­μεναν στήν ὕπαρ­ξη ἑνός μόνον Θεοῦ, ἰδιαιτερό­τητα πού εἶχε γίνει ἐν πολλοῖς σε­βα­στή ἀπό τό πλῆ­θος τῶν κατακτητῶν μέ σπά­νιες ἐξαιρέσεις, ὅπως ἐκεί­νη τοῦ Ἀντιόχου Δ΄, τοῦ ἐπικληθέντος Ἐ­πι­­φα­νοῦς. Ἡ σκληρότητα, ἡ ἀγριότητα τῶν διωγμῶν ἐπί τρεῖς περίπου αἰῶνες οὔτε ἐλα­φρυν­­τικά ἔχει οὔτε σοβαρή ἐξήγηση. Ἡ ρωμαϊκή ἐξου­σία δέν φαινόταν νά διατρέχει κα­νέ­ναν κίνδυνο ἐκ μέ­ρους τῶν πιστῶν τοῦ Ἰησοῦ Χρι­­στοῦ.
  Στό τέλος τῶν αἰώνων τῶν διωγμῶν οἱ πι­στοί στόν Ἰησοῦ Χριστό ἐξανάγκασαν τή ρω­μαϊ­κή ἐξου­σία νά ἀναγνωρίσει τό αὐτονόητο, ἀκό­μη καί γιά τόν ἀρχαῖο κόσμο: τό ἐλεύθερο τῆς λα­τρεί­ας. Πολλοί πα­­νη­­γυρίζουν στό γεγονός αὐτό τό θρίαμβο τῆς πί­στεως καί ὄντως εἶναι. Ἡ ἐντυ­πωσιακή αὔξηση τοῦ ἀριθμοῦ τῶν πιστῶν ἐν μέ­σῳ ἀπηνῶν διωγμῶν· ἡ προσέλευση στό μαρ­τύ­ριο ἀνθρώπων τῆς ἐξουσίας, ταγμένων στή διεκ­πε­ραίωση τῆς ἐξοντώσεως τῶν χριστιανῶν, στρα­­τι­ω­τι­κῶν, δικαστικῶν καί δημίων, δέν ἐπι­δέ­χεται οὐδεμία σο­βα­ρή κοινωνιολογική ἐξήγηση. Ὅμως οἱ Ἡρῶ­δες δέν ἐξαλείφθηκαν. Ἀπεναν­τίας εἰσῆλθαν στήν Ἐκκλη­σία τοῦ Χρι­στοῦ ἔχον­τας πλέον τήν εὐχέρεια νά συνε­χίσουν τό διωγμό ἀπό μέσα.
  Οἱ διωγμοί πού ἀκολούθησαν εἶχαν δυό μορ­­­φές: Ἡ πρώτη ἦταν οἱ αἱρέσεις, μέσῳ τῶν ὁ­ποίων σχί­στηκε ὁ ἄρραφος χιτώνας τῆς Ἐκκλη­σίας, κάτι πού εἶ­χαν ἀποφύγει νά πράξουν οἱ στρατιῶτες γιά τό χι­τώνα τοῦ Χριστοῦ κάτω ἀπό τό σταυρό. Ἄν­θρωποι φέροντες τό πνεῦμα τῆς φιλοσοφίας τοῦ ἀρ­χαίου κό­­σμου καί ἀδυνατών­τας νά κατανοήσουν τό μή­νυμα τῆς φάτνης ἐπι­δόθηκαν σέ ἄκαρπο ἀ­γώ­να φιλοσο­φικῆς ἐπέν­δυ­σης τῆς νέας πίστεως ἀρ­νού­­με­νοι τήν Ἀπο­κά­λυ­ψη. Ἡ δεύτερη ἦταν ἡ ἐκκο­σμί­κευ­ση. Μέσῳ αὐ­τῆς ἐπιδιώχθηκε ἡ ταύτιση τῆς βασι­λεί­ας τοῦ Θε­οῦ μέ τά βασίλεια τοῦ κόσμου τού­του. Κε­νο­δοξία, ἀπληστία, πάθος κυριαρχίας, κατα­δυνάστευση, ἐκμε­τάλ­λευση τοῦ ἀδυνάτου, διωγμοί κατά ἀντι­φρο­νούν­των σπίλωσαν τό σῶμα τῆς Ἐκ­κλησίας. Ὁ πρῶτος διωγμός ὁδήγησε στήν πολυ­διά­σπα­ση τοῦ σώματος τοῦ Χριστοῦ. Ὁ δεύτερος ὁδή­γη­σε στήν ἀντίδραση πρός τήν Ἐκκλησία του. Καί ὅταν ἦρθε τό πλήρωμα τοῦ χρόνου ὁ Χρι­στός κάθισε ἐκ νέου στό ἑδώλιο τοῦ νέου Πι­λά­του προ­κειμένου νά ἀπολογηθεῖ, ὄχι βέβαια γιά δικά του ἐγκλήματα, ἀλλά γιά ἐγκλήματα ἐκείνων πού ἔφεραν τό ὄνομα χριστιανός. Καί οἱ νέοι κριτές δέν εἶναι σάν τόν Πιλάτο πού ἀναζητοῦσε τρόπο νά ἀθωώσει τόν Χριστό, ὥσπου ἀπόκαμε κάτω ἀπό τίς πιέσεις καί τίς ἀπειλές τῶν ἐμπα­θῶν διωκτῶν του. Αὐτοί ἔχουν προαποφασι­σμέ­νη τήν κα­ταδίκη του, ὅ­πως τότε ὁ Ἡ­ρώδης. Δέν πα­ρου­σιά­ζουν στό δικα­στή­ριο τό τί ἐδίδαξε καί ἔπραξε ὁ κα­τη­γορούμενος. Τίς ἀδυνα­μίες τῶν βαπτισμένων στό ὄνομά του προ­βάλλουν μέ ἰδι­αίτερη χαιρεκακία ὡς ἀπόδειξη τῆς ἀποτυχίας τοῦ Χριστοῦ. Καί δέν στα­μα­τοῦν ἐδῶ οἱ κατή­γο­ροι. Περι­φρο­νώντας τήν Ἱστορία προβάλλουν στόν Χριστό καθετί πού διαστροφικοί νόες συνέ­λαβαν καί ἐξα­κολουθοῦν νά συλλαμ­βά­νουν προ­κειμένου νά πλή­ξουν τό κατεξοχήν πρό­σωπο τῆς Ἱστορίας. Καί μεῖς, οἱ φέροντες τό ὄνομα χρι­στιανός, καθηλωμένοι στά πάθη μας ἐπιχειροῦμε κατά καιρούς νά ἐλαφρύ­νου­με τή θέση του ὄχι μέ τά πνευματικά ὅπλα πού μᾶς προσέφερε ἀφει­δῶς, ἀλλά μέ τά ἄλλα πού δια­χρο­νι­κά κατέχει ἡ κοσμική ἐξου­σία. Θεωροῦμε ὅτι τά θέ­μα­τα πί­στε­ως διεκ­πε­ραι­ώνονται διά τῆς κο­σμικῆς ἰ­σχύ­ος, ὅπως ὁ Πέτρος στόν κῆπο τῆς Γεσ­θη­μανῆ!
  Ἴσως πρέπει νά λαλήσει καί γιά μᾶς ὁ πε­τεινός, ὥστε νά κλάψουμε καί μετανιωμένοι νά πάρουμε τό δρόμο τοῦ πρωτομάρτυρα Στε­φά­νου, ὁ ὁποῖος λι­θοβολούμενος ζήτησε ἀπό τόν οὐράνιο Πατέρα νά μή λογαριάσει τήν ἁμαρτία τῶν διωκτῶν του. Ἡ κα­λή μαρτυρία καί τό μαρ­τύριο εἶναι τά μόνα μέσα ὄχι γιά τόν ἀφανισμό τῶν Ἡρωδῶν ἀλλά γιά τό μετα­σχη­ματισμό τους σέ μάρτυρες τοῦ Χριστοῦ.

Ἀπόστολος Παπαδημητρίου

Κατηγορία ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΣ