Σάββατο, 02 Αύγουστος 2014 03:00

Στούς τελευταίους Χαιρετισμούς

 xairetismoiἩ γριά ἡ Παντέλαινα ἦταν μιά φοβερή γριά. Δέν ξέρω σήμερα νά πῶ ἄν ἦταν ἄσχημη ἤ ὄχι. Ἐκεῖνο πού ξέρω εἶναι πώς ἀπό τή μιά ἡ παραξενιά ἡ δική της κι ἀπό τήν ἄλλη ἡ ἐγκατάλειψη τῶν δικῶν της ἀνθρώπων, τήν ἔκαναν νά φαίνεται στά παιδικά μας μάτια πολύ φοβερή. Τό δίχως ἄλλο ἦταν μιά ἐγκαταλελειμμένη δυστυχισμένη γυναίκα. Κι ἐγώ, ὅπως ὅλα τά παιδιά, τή φοβόμουνα, ὅμως στό βάθος μου ἔνιωθα μιά συμπάθεια γι᾿ αὐτήν καί μιά λύπη. Ἦταν βουτηγμένη στή βρωμιά καί μύριζε κι ἀπό μακριά. Χοντρή καί δυσκίνητη καθώς ἦταν, δέν ἔφευγε ποτέ ἀπό τό σπίτι της. Μόνο σάν ἔπιαναν οἱ ἀνοιξιάτικες μέρες, ἔβγαζε μέ δυσκολία μιά καρέκλα δίπλα στό ξεπόρτι της, καρσί στόν ἥλιο, καί καθόταν ἐκεῖ νωχελικά. Δυότρεῖς φορές πού τόλμησα νά σταματήσω λίγο γιά νά τή χαιρετήσω, μέ κοίταξε μέ κεῖνα τά σβησμένα μάτια της· ὄχι ἄγρια, ὄχι! Μέ κοίταξε πονεμένα. Ἔτσι ὅπως κοιτάζει ὁ ἄνθρωπος σάν εἶναι πληγωμένος.
 -Τίνος εἶσαι; μέ ρώτησε μιά μέρα πού τή χαιρέτησα.
 -Τοῦ Νικόλα, τῆς ἀποκρίθηκα καί ἔνιωσα τά πόδια μου νά τρέμουν.
  Ἕνα ἀπόγευμα, ἀκριβῶς τήν ὥρα πού ὁ ἥλιος ἔστελνε τά τελευταῖα του χάδια στό ξεπόρτι τῆς γριᾶς Παντέλαινας, ἐγώ περνοῦσα βιαστικός ἀπό μπροστά της.
 -Ποῦ τρέχεις ἔτσι βιαστικός;
 Σταμάτησα ξαφνιασμένος, γιατί ἡ γριά, ἄν δέν τῆς μιλοῦσες πρῶτα ἐσύ, δέν ἄνοιγε ποτέ πρώτη κουβέντα.
 -Εἶναι οἱ τελευταῖοι Χαιρετισμοί ἀπόψε, τῆς ἀπάντησα βιαστικά, καί θά πᾶμε μέ τή μάνα μου στήν ἐκκλησία. Οἱ τελευταῖοι Χαιρετισμοί;
 -Ἀπόψε εἶναι οἱ τελευταῖοι Χαιρετισμοί; Ἄστραψε τό βλέμμα της καί τό νωχελικό της σῶμα τινάχτηκε ὄρθιο.
 -Θά σοῦ δώσω δέκα λίρες ἄν δέν πᾶς στήν ἐκκλησία καί μείνεις μαζί μου, γιά νά μοῦ διαβάσεις τούς Χαιρετισμούς.
 Τό γέρικο χέρι της ἅρπαξε τό δικό μου καί τό ἔσφιγγε μέ τόση δύναμη πού μοῦ ᾿ρθαν δάκρυα ἀπό τόν πόνο.
 -Νά ρωτήσω τή μάνα μου, εἶπα περισσότερο γιά νά ξεφύγω κι ἀποφασισμένος νά μή γυρίσω πίσω.
 -Θά σοῦ δώσω εἴκοσι λίρες, ἐπέμενε γεμάτη ἀγωνία ἡ γριά.
 -Δέν εἶναι γιά τά χρήματα, κατάφερα μέ κόπο νά πῶ. Πρέπει πρῶτα νά ρωτήσω τή μάνα μου. Μέ περιμένει καί θ᾿ ἀνησυχήσει ἄν δέν πάω.
 -Καλά, εἶπε καί χαλάρωσε τό σφίξιμο. Ἡ μάνα σου εἶναι καλή γυναίκα καί θά σέ ἀφήσει. Πήγαινε, ρώτα την κι ἔλα. Ἐγώ θά σέ περιμένω.
 Ἔφυγα τρέχοντας γιά τό σπίτι μου κι οὔτε πού τό ᾿χα σκοπό νά πῶ κουβέντα στή μάνα μου. Μά ἡ μάνα ἡ δική μου ἤξερε πάντα νά διαβάζει τά μάτια μου. Σιγάσιγά τῆς τά εἶπα ὅλα. Ὕστερα ἐκείνη μέ κοίταξε πολλή ὥρα σκεφτική.
 -Καί νομίζεις, μοῦ εἶπε στό τέλος, νομίζεις πώς ἡ Παναγιά θά ᾿θελε ν᾿ ἀφήσουμε μέ τό παράπονο τή γριαΠαντέλαινα;
 -Θά ᾿ρθεις καί σύ μαζί μου; φώναξα λυτρωμένος ἀπό τό φόβο νά βρεθῶ μόνος μέ τή γριά μέσα στή νύχτα.
 -Θά πᾶμε μαζί, μ᾿ ἀπάντησε ἀποφασισμένη. Πάρε τό βιβλιαράκι σου καί πᾶμε. Εἶναι ἁμαρτία ἀπό τόν Θεό, ἀφοῦ τό ζήτησε, νά μήν πᾶμε.
 Καθόταν ἀκόμα ἔξω ἀπό τό ξεπόρτι της κι ἄς εἶχε δύσει πρό πολλοῦ ὁ ἥλιος. Μᾶς εἶδε ἀπό μακριά καί σηκώθηκε.
 -Τό ἤξερα πώς θά ᾿ρχόσασταν, εἶπε ἁπλά κι ἐγώ εἶδα τά μάτια της γεμάτα δάκρυα.
 Μπῆκα γιά πρώτη φορά στό σπίτι της. Ἡ βρωμιά καί ἡ ἐγκατάλειψη μ᾿ ἔκαναν ν᾿ ἀνατριχιάσω. Μά καί ἡ μάνα μου τό καταλάβαινα πώς ἦταν ἀναστατωμένη.
 -Συγχωρῆστε μου τήν ἀκαταστασία, εἶπε σχεδόν ντροπαλά. Μήτε τά χέρια μου πιάνουν μήτε τά πόδια μου μποροῦν.
 Μ᾿ ἔβαλε καί κατέβασα ἀπό τό εἰκονοστάσι τή μεγάλη εἰκόνα τῆς Παναγιᾶς, τήν προσκύνησε κι ὕστερα τήν κράτησε στήν ἀγκαλιά της.
 -Ἄρχισε, παιδί μου, μοῦ εἶπε κι ἐγώ ἄρχισα νά διαβάζω.
 Ὅπου ξέραμε ψάλλαμε μαζί μέ τή μάνα μου καί ὅταν φτάσαμε στό «Τῇ Ὑπερμάχῳ» ἡ γριαΠαντέλαινα σηκώθηκε ὄρθια κι ἄρχισε καί κείνη νά ψάλλει μαζί μας. Τά μάτια της θαρρεῖς κι ἦταν δυό βρύσες ἀσταμάτητες. Μά καί τά μάτια τῆς μάνας μου δέν πήγαιναν πίσω. Σάν ἀποτελειώσαμε ὅλα τά «Χαῖρε» καί ψάλαμε καί «Τήν ὡραιότητα τῆς Παρθενίας σου» ἡ γριαΠαντέλαινα μᾶς κοίταξε γαληνεμένη.
 -Τήν εὐχή τῆς Παναγιᾶς νά ᾿χετε! εἶπε μόνο, κι ἦταν ἐκείνη τήν ὥρα τόσο γλυκό τό πρόσωπό της πού ἀπόρησα πῶς ἦταν δυνατόν νά τή φοβᾶμαι.
 Ὕστερα ἡ μάνα μου ἔβαλε νερό νά βράσει καί μένα μ᾿ ἔστειλε στό σπίτι μέ τίς εἴκοσι κυπριακές λίρες στήν τσέπη, ἀφοῦ ἡ γριά ἐπέμενε σώνει καί καλά νά τίς πάρω. Ἄργησε νά γυρίσει ἡ μάνα μου κι ἐγώ ᾿ξιστόρησα στόν πατέρα μου καί στ᾿ ἀδέρφια μου τό τί κάναμε μέ τό νί καί μέ τό σίγμα. Ὅταν πολύ ἀργότερα γύρισε κι ἐκείνη, μᾶς εἶπε πώς τήν ἔλουσε καί πώς τῆς συμμάζεψε, ὅσο ἦταν δυνατόν, τό σπίτι.
 Κοιμήθηκα ἐκεῖνο τό βράδυ χαρούμενος γιά τή χαρά πού δώσαμε στή γριαΠαντέλαινα, μά καί γιά τή μικρή περιουσία πού φούσκωνε τήν τσέπη τοῦ παντελονιοῦ μου. Ξύπνησα εὐδιάθετος καί πῆγα στό σχολεῖο. Ὅλα τά παιδιά εἶχαν ἀντιληφθεῖ τήν ἀπουσία μου ἀπό τήν ἐκκλησία καί μ᾿ ἀπορία μέ ρωτοῦσαν. Μά ἐγώ δέν εἶπα τό μυστικό μου. Μονάχα τούς εἶπα πώς ἤμουν σέ μιά δουλειά μέ τή μάνα μου.
 Σάν σχόλασα, ἔτρεξα γιά νά περάσω πρῶτος ἀπό τό ξεπόρτι τῆς γριᾶς Παντέλαινας καί νά τή χαιρετήσω. Τό ξεπόρτι ἦταν ἀνοιχτό καί μέσα ἦταν κόσμος. Κάπου ἀνάμεσα εἶδα τή μάνα μου. Μέ εἶδε καί ἦρθε κοντά μου.
 -Ἡ γριά ἔφυγε, μοῦ εἶπε καί τά μάτια της γέμισαν δάκρυα.
 Ἔφυγε; Καί ποῦ πῆγε; ρώτησα δίχως νά καταλαβαίνω.
 -Κοντά στήν Παναγιά, μοῦ εἶπε. Πῆγε νά τῆς πεῖ ἀπό κοντά τά «χαῖρε»!
 Πᾶνε πάνω ἀπό τριάντα χρόνια πού ἔφυγα δακρυσμένος ἀπό ἐκεῖνο τό ἔρμο ξεπόρτι, μά κάθε πού ᾿ρχονται οἱ τελευταῖοι Χαιρετισμοί ἡ σκέψη μου πετάει ἐκεῖ. Καί καθώς τά ψελλίζω ἕναἕνα τά «χαῖρε», παρακαλῶ τήν Παναγιά καί γιά ὅλες τίς γριές Παντέλαινες πού, παντέρημες, ἄλλη ἀπαντοχή δέν ἔχουν παρά μόνο τή δική της παρηγοριά καί τή δική μας ἐλάχιστη ἀνθρώπινη εὐαισθησία.
 

Ἑ. Β.
    

Κατηγορία Διηγήματα
Σάββατο, 02 Αύγουστος 2014 03:00

Μέ τό καριοφύλλι καί τό κοντύλι

- Τί σ᾿ ἔπιασε σήμερα, ὠρέ Νώντα, κι ὅλο βαριαναστενάζεις; Τί σέ χολόσκασε καί σκοτείνιασες, ὠρέ;
 Ὁ καπετάν Νώντας κοίταξε συλλογισμένος τόν καρδιακό του φίλο.
 - Ἔλα, πές το καί σέ μένα, ἐπέμενε ὁ καπετάν Νάσος, πόνος μοιρασμένος μισός πόνος.
 Ἅρπαξε στό χέρι τό καριοφύλλι του ὁ καπετάν Νώντας καί σίμωσε τό φίλο του.
 - Ἄσχημα μαντάτα ἀπό τό σπίτι, Νάσο. Ὁ Νικήτας μοῦ φαρμάκωσε σήμερα τήν ψυχή.
 - Ἀρρώστησε κανένας; ῾ Η ἐρώτηση τοῦ καπετάν Νάσου ἔκανε τόν Νώντα νά χαμογελάσει πικρά.
  - Μακάρι νά ἦταν ἀρρώστια, ὠρέ Νάσο.
 Ἡ ἀρρώστια δέν εἶνε ντροπή. Τοῦτο ὅμως πού μοῦ κάνει ὁ Λάμπης, μοῦ φέρνει μεγάλη ντροπή.
 - Μά τί ἔκανε τό παιδί, πού σέ ντροπιάζει; Ὁ Λάμπης δέν εἶναι πάνω ἀπό δώδεκα χρονῶν. Τί μπορεῖ ἕνα τόσο μικρό παιδί νά κάνει;
  - Ἀκριβῶς, ὠρέ Νάσο, δώδεκα χρονῶν παλληκάρι κι ἐγώ τόν περιμένω χρόνο μέ τό χρόνο νά ξεπεταχτεῖ, ν᾿ ἀνεβεῖ ἐδῶ κοντά μου νά τοῦ μάθω τόν πόλεμο. Μά τοῦτος ἀντί τουφέκι κρατᾶ μέρα-νύχτα στά χέρια του τήν πλάκα καί τό κοντύλι. Θέλει, λέει, νά μάθει γράμματα, νά γίνει δάσκαλος. Ἀκοῦς ἐκεῖ, ὁ γιός τοῦ καπετάν Νώντα σκολιαρόπαιδο. Κι ἐγώ πού τόν περιμένω τόσα χρόνια νά τόν καμαρώσω πλάι μου, στά χαμένα περιμένω.
 - Καί κακό εἶναι, ὠρέ Νώντα, νά θέλει τό παιδί νά μάθει γράμματα; τόν ἔκοψε ξαφνιασμένος ὁ φίλος του.
 - Καί ποιός θά λευτερώσει τό γένος, ὠρέ Νάσο, ἄν ὅλα τά παλληκάρια μας γίνουν σκολιαρούδια; Νά τοῦ δώσω μέ παρακαλεῖ τήν εὐχή μου νά πάει στήν πόλη νά μάθει πιό πολλά γράμματα. Νά τά κάνει τί, ὠρέ; Τί χρειάζονται τά γράμματα, σά δέν ἔχεις λεύτερη πατρίδα;
 - Νώντα, φίλε μου, δέ μιλᾶς γνωστικά. Ἀκοῦς ἐκεῖ ντροπή νά θέλει τό παιδί νά μάθει γράμματα; Ὁ καπετάν Νάσος κοίταξε αὐστηρά στά μάτια τό φίλο του.
 - Ἄσε τόν Λάμπη νά κάνει αὐτό πού ζητᾶ ἡ ψυχή του. Ὥσπου νά γίνει ἄντρας γιά πόλεμο, ἄν μαθαίνει καί γράμματα, σέ τί θά τόν βλάψει;
Δίχως νά μιλήσει ἄλλο ὁ καπετάν Νώντας, πῆρε ξανά τό καριοφίλι του κι ἀπομακρύνθηκε. Πάει καλά, ἄς πάει ὁ γιός του νά μάθει γράμματα. Ἔτσι κι ἀλλιῶς ἐκείνου τό καμάρι ἔσβησε. Ἔδωσε τήν εὐχή του κι ἀπό τότε δέν ξαναμίλησε γιά τό γιό του, οὔτε στόν καπετάν Νάσο οὔτε σέ κανέναν ἄλλο. Κι ὅσο περνοῦσαν τά χρόνια, τόσο κλεινόταν στόν ἑαυτό του ὁ καπετάν Νώντας. Στό χωριό του σπάνια κατέβαινε, μά καί τότε δέν ρωτοῦσε ποτέ γιά τόν Λάμπη, κι οὔτε τολμοῦσε κανένας νά τοῦ ἀναφέρει κάτι γι᾿ αὐτόν. Ὅσες φορές ὁ καπετάν Νάσος ἐπιχείρησε κάτι νά τοῦ πεῖ, ἐκεῖνος ἀγρίευε καί μούγκριζε σά θηρίο.
 Καί περνοῦσαν τά χρόνια κι ὅλο καί περισσότερα παλληκάρια ἀνέβαιναν στό βουνό! Κι ὁ πόνος στήν καρδιά τοῦ πατέρα ὁλοένα καί μεγάλωνε, γιατί δέν ἀξιώθηκε κι αὐτός νά χαρίσει στήν πατρίδα του ἕνα γιό.
 - Δέ σοῦ φαίνεται, ὠρέ Νάσο, πώς τόν τελευταῖο καιρό μαζεμένα μᾶς ἔρχονται τά παλληκάρια;
 - Φουντώνει ὁ πόθος γιά τή λευτεριά, Νώντα. Ξύπνησαν οἱ πολιτεῖες καί τά χωριά μας. Κι ὄχι μονάχα αὐτούς πού μᾶς ἦρθαν, μά κάθε μέρα καί περισσότερους θά βλέπουμε.
 - Καπετάν Νάσο, τόν ἔκοψε γεμάτος πόνο ὁ καπετάν Νώντας, ὅλη ἡ Ἑλλάδα νά ἀνέβει στό βουνό, ἀφοῦ δέν ἀνέβηκε ὁ Λάμπης...
 - Ντροπή σου, ὠρέ Νώντα, τόν ἀποπῆρε θυμωμένος ὁ καπετάν Νάσος. Ὅλα τοῦτα τά παλληκάρια ἦρθαν στό δικό μας τό λημέρι κι ἐσύ ἀντί νά πετᾶς ἀπό τή χαρά σου, μοιρολογᾶς;
 - Ὥρα σας καλή, καπεταναῖοι! Δυό παλληκάρια 15-16 χρονῶν στέκονταν ἀμήχανα μπροστά στούς δυό καπετάνιους.
 - Καλῶς τά παλληκάρια, ἀποκρίθηκε ὁ καπετάν Νάσος. Τί γυρεύετε λεβέντες;
 - Τή λευτεριά, καπετάνιο, ἀπάντησε ὁ ἕνας ἀπ᾿ αὐτούς.
 - Κι ἀπό ποῦ ἔρχεστε; ξαναρώτησε ὁ καπετάν Νάσος.
 - Ἀπό τήν πόλι, ἀπάντησαν τά παλληκάρια κι ἔνιωσε πάλι ὁ καπετάν Νώντας τό ἀγκάθι νά τοῦ τρυπάει τήν καρδιά.
 - Καί τί σᾶς ἔπιασε ὅλους ξαφνικά ἐκεῖ κάτω στήν πολιτεία καί ἀνεβαίνετε στό βουνό μπουλούκια-μπουλούκια, τούς ρώτησε μέ μιά ἀνεξήγητη αὐστηρότητα ὁ καπετάν Νώντας.
 - Δέν σᾶς εἶπαν οἱ ἄλλοι; Κανένας δέ σᾶς μίλησε γιά τόν ἄνθρωπο πού ἔβαλε φωτιά στίς καρδιές μας; ρώτησε μέ ἀπορία τό ἕνα παλληκάρι.
 - Γιά λέγε μας, λοιπόν, ἐσύ, τόν προκάλεσε ὁ καπετάν Νώντας.
  - Ὅλη ἡ πόλη μιλᾶ γιά ἕναν παπαδάσκαλο. Ὅλοι, μικροί καί μεγάλοι, ὁρκίζονται στ᾿ ὄνομά του. Ἔκανε τήν ἐκκλησία σχολεῖο καί μαζεύει τά παιδιά καί τά μαθαίνει γράμματα καί τούς μιλᾶ γιά τήν πατρίδα καί γιά τή λευτεριά. Αὐτός σάν τόν ρωτήσαμε, μᾶς ἔστειλε σ᾿ αὐτό τό λημέρι καί μᾶς εἶπε νά βροῦμε τόν καπετάν Νώντα, νά τοῦ φιλήσουμε τό χέρι ἀπό τό Λάμπη, ἔτσι μᾶς εἶπε ὅτι τόν φώναζαν μικρό.
 - Τινάχτηκε ἀπό τήν κοτρόνα πού καθόταν ὁ καπετάν Νώντας.
 - Τί εἶπες ὠρέ, ἀπό ποιόν, ποιός εἶπες; Μιά γυρνοῦσε καί κοιτοῦσε σάν τρελλός τόν καπετάν Νάσο καί μιά τά δυό παλληκάρια, πού κι αὐτά τόν κοιτοῦσαν ξαφνιασμένα.
 - Ὁ παπα-Χαράλαμπος μᾶς εἶπε πώς εἶναι ἀπό τά μέρη σας, ἀπάντησε ψύχραιμα τό ἕνα παλληκάρι κι ὅτι μικρό τόν φώναζαν Λάμπη καί φαίνεται πώς πολύ ἀγαποῦσε καί σεβόταν τόν καπετάν Νώντα. Μπορεῖ κάποιος νά μᾶς ὁδηγήσει στόν καπετάν Νώντα; Ἀνυπομονοῦμε νά τόν γνωρίσουμε.
 - Μπροστά του βρίσκεστε, παιδιά μου, μπῆκε στή μέση συγκινημένος ὁ καπετάν Νάσος καί ἔδειξε μέ τό χέρι τόν καπετάνιο.
Ξαφνιάστηκαν τά παιδιά, ὅμως γρήγορα συνῆλθαν κι ἔσκυψαν κι οἱ δυό μέ σεβασμό καί τοῦ φίλησαν τό χέρι.
 - Ὁ Λάμπης εἶναι ὁ γιός μου, εἶπε περήφανα ὁ καπετάν Νώντας καί δίχως νά ντραπεῖ, ἄφησε τά δάκρυα νά τοῦ αὐλακώσουν τό μπαρουτοκαπνισμένο του πρόσωπο.
 - Ἡ πατρίδα, ὠρέ Νάσο, μοῦ φαίνεται πώς δέ θέλει μόνο τουφέκια γιά νά λευτερωθεῖ, μά θέλει καί πλάκες καί κοντύλια.
Χαμογέλασε ὁ καπετάν Νάσος καί ἀγκάλιασε τό φίλο του.
 - Ἡ πατρίδα, καπετάνιο μου, τοῦ εἶπε μέ ἀγάπη, ἔχει ἀνάγκη τόσο ἀπό τήν μπαρουτοκαπνισμένη φουστανέλλα τοῦ κλέφτη, ὅσο κι ἀπό τό σεμνό ράσο τοῦ παπαδάσκαλου. Ἐσύ τῆς τά χάρισες καί τά δύο. Χαρά σου καί καμάρι σου! Πῆρε στά χέρια του ξανά τό καριοφύλλι ὁ καπετάν Νώντας καί τό κοίταξε μέ ἀγάπη.
 - Ἐγώ θά πολεμῶ ἀπό ᾿δῶ, μονολόγησε, κι ὁ γιός μου ἀπό ᾿κεῖ. Χαρά μου καί καμάρι μου!

 

Ε. Β.

Κατηγορία Διηγήματα
Σάββατο, 02 Αύγουστος 2014 03:00

Ἡ Ἄνοιξη τῆς λευτεριᾶς

anoixh leyterias - Ἄσε με, μάνα, σοῦ λέω, δός μου τήν εὐχή σου! Μή μέ κρατᾶς ἄλλο δεμένο στά φουστάνια σου. Δέν τό βλέπεις, λοιπόν, πώς ἔγινα πιά ἄντρας;
 Τά λόγια τοῦ Μιχάλη χτύπησαν σάν μαχαιριά στήν καρδιά τῆς μάνας.
 - Τό ξέρω, παιδί μου, τό βλέπω. Κάνε ὅμως λιγάκι ἀκόμα ὑπομονή νά βγεῖ ὁ βαρύς χειμώνας, νά μπεῖ ἡ ἄνοιξη. Ἔτσι ἄμαθος καθώς εἶσαι, θ᾿ ἀρρωστήσεις πάνω στό βουνό.
 Ὁ Μιχάλης κοίταξε ἤρεμος πιά τή μάνα του.
 - Καλά, λοιπόν, θά περιμένω τήν ἄνοιξη. Μά ξέρε το, ἄλλο πιά δέν μπορῶ νά καρτερῶ. Ἄν ἔρθει ἡ ἄνοιξη καί δέν μοῦ δώσεις τήν εὐχή σου, θά φύγω καί δίχως αὐτήν.
 Τόν εἶδε νά βγαίνει ἀπό τό ξεπόρτι της ἡ κυρα-Βασιλική καί σφίχτηκε ἡ καρδιά της. Δίκιο εἶχε τό παιδί. Ὄχι μόνο μεγάλωσε, μά ἔγινε καί λεβέντης. Ἔπειτα ὅλοι οἱ συνομήλικοί του ἀνέβηκαν στό βουνό. Μόνο ἐκεῖνος ἔμενε στέργοντας στά παρακάλια της καί στά δάκρυά της.
 - Συγχώρα με, Θεέ μου! ψιθύρισε καθώς τόν σταύρωνε ἀπό μακριά. Συγχώρα με. Μόνο αὐτός μ᾿ ἀπέμεινε.
  Ἔπειτα θέλησε νά παρακαλέσει τόν Θεό ν᾿ ἀργήσει φέτος νά φέρει τήν ἄνοιξη, μά ντράπηκε, κοκκίνησε μόλις τό σκέφτηκε.
  Ἔμεινε γιά λίγο ἀκίνητη ἡ κυρα-Βασιλική νά κοιτᾶ τό δρόμο. Ἀπ᾿ αὐτόν ἔφυγε πρῶτα ὁ ἄντρας της καί ὕστερα μέ τή σειρά οἱ τρεῖς γιοί της. Μέσα ἀπ᾿ αὐτόν τούς πέρασαν ἕναν ἕναν μέ τίς θανατερές λαβωματιές. Τέσσερις εἶχε δοσμένους στήν πατρίδα· δέν ἔφτανε τό αἷμα τους;
 - Θεέ μου! ἱκέτεψε, μήν ἐπιτρέψεις νά χάσω καί τόν Μιχάλη. Περνοῦσαν οἱ μέρες δίχως νά τῆς ξανακάνει λόγο γιά τό βουνό ὁ Μιχάλης. Καί κείνη μέσα της ἔνιωθε τήν ἐλπίδα νά ξαναγεννιέται. Μήπως τό παιδί της ἄλλαξε ἀπόφαση; Μήπως τοῦ πέρασε ἡ λαχτάρα τοῦ βουνοῦ;
 - Μάντεψε τί ἔχω, μάνα, στόν ντουρβά μου, τῆς εἶπε μιά μέρα πού γύρισε ἀπό τό χωράφι μέ πρόσωπο πού ἔλαμπε ὁ Μιχάλης.
 Τόν κοίταξε μέ ἀπορία μήν μπορώντας νά ὑποθέσει τί ἦταν ἐκεῖνο πού εἶχε στόν ντουρβά ὁ γιός της καί τοῦ ἔδινε τόση χαρά.
 - Δεῖξε μου, λοιπόν, τί ἔχεις νά χαρῶ κι ἐγώ, τοῦ εἶπε καί ἕνας ἀνεξήγητος, ἕνας ἀκαθόριστος φόβος τήν κυρίεψε.
 Ἄνοιξε ἀργά καί προσεκτικά τόν ντουρβά του ὁ Μιχάλης κι ἔβγαλε μέ δέος ἕνα κλωνάρι ἀνθισμένης μυγδαλιᾶς.
 - Ἦρθε ἡ ἄνοιξη, μάνα. Νόμιζα πώς δέν θά ᾿ρχότανε ποτέ. Μά κοίτα, δές, ἄνθισε ἡ μυγδαλιά στό χωράφι μας.
 Φωτιά ἄναψαν τά φυλλοκάρδια τῆς μάνας, μά δέν τοῦ τό φανέρωσε. Τό ᾿βλεπε πιά καθαρά, τίποτα δέν κρατοῦσε τόν γιό της κοντά της.
 - Ναί, γιέ μου, τοῦ εἶπε σφίγγοντάς τον πάνω στήν καρδιά της, κανένας δέν μπορεῖ νά σταματήσει τήν ἄνοιξη.
 - Οὔτε καί τή λευτεριά, μητέρα, μπορεῖ κανείς νά τή σταματήσει. Ὅπου νά ᾿ναι θά ᾿ρθει. Θά σοῦ τή φέρω ἐγώ, ὅπως σοῦ ἔφερα σήμερα μέσα στό σπίτι μας τήν ἄνοιξη. Ἔτσι μιά μέρα, ἐκεῖ πού δέν θά τό περιμένεις, θ᾿ ἀνοίξω τήν πόρτα μας καί θά σοῦ φέρω τή λευτεριά. Δός μου, μητέρα μου, τήν εὐχή σου! Αὔριο τά χαράματα θά φύγω μέ τόν Κωνσταντή τῆς Μήτραινας.
  - Τόσο γρήγορα θά φύγεις; Καί πότε θά προλάβεις νά ἑτοιμαστεῖς; τόν ρώτησε συγκρατώντας μέ κόπο ἕνα λυγμό.
 - Τ᾿ ἄρματα τοῦ πατέρα μου εἶναι ἕτοιμα καί καλοκαθαρισμένα. Ἕνα δισάκι μέ λίγα ροῦχα κι αὐτό εἶναι ὅλο, τῆς ἀπάντησε καί ἔνιωσε ἡ μάνα πώς ὁ γιός της δέν ἦταν πιά ἐκεῖ κι ἄς τόν εἶχε μπροστά της.
 Δέν κοιμήθηκε κανένας τους ὅλη τή νύχτα καί μέ τό πρῶτο λάλημα τοῦ πετεινοῦ ὁ Μιχάλης ἦταν ὄρθιος. Ἡ κυρα-Βασιλική τόν πῆρε ἀπό τό χέρι καί τόν ἔφερε μπροστά στό εἰκονοστάσι, κάτω ἀπό τό καντήλι.
  - Σοῦ τόν παραδίδω, Χριστέ μου, εἶπε δακρυσμένη. Φύλαγέ τον Ἐσύ καί γρήγορα φέρε μου τον πίσω μέ τή λευτεριά.
 Γονάτισε ὁ Μιχάλης καί φίλησε τό χέρι τῆς μάνας του. Ὕστερα προσκύνησε ὅλα τά εἰκονίσματα, πῆρε τ᾿ ἄρματα καί τόν μπόγο πού τοῦ ἑτοίμασε ἡ μάνα του καί χάθηκε τρέχοντας μέσα στή νύχτα.
  Ἔμεινε ὧρες γονατισμένη ἡ κυρα-Βασιλική, ἀφήνοντας τήν καρδιά της νά ξεχυθεῖ μπροστά στόν Θεό καί τούς ἁγίους του. Ξαφνιάστηκε, ὅταν κάποια στιγμή ἄκουσε νά χτυποῦν ἐπίμονα τήν πόρτα της. Ἀπό τό παράθυρό της εἶδε καμιά δεκαριά Τούρκους κι ἀνάμεσά τους τόν μουχτάρη. Ξεμαντάλωσε γεμάτη ἀγωνία τήν πόρτα καί ὅρμησαν μέσα οἱ ἄπιστοι.
 - Γκιαούρισσα, ἔχεις ἕνα γιό δεκαπέντε χρονῶν. Θά τόν παραδώσεις στόν πολυχρονεμένο μας πασά, εἶπε ἕνας ἀπ᾿ αὐτούς κι ἔρριξε ἀγριεμένος τό βλέμμα του στήν κλειστή πόρτα.
 - Βασιλική, ἄκουσε τόν μουχτάρη νά τῆς λέει, μάζεψαν ὅσα ἀγόρια ἀπόμειναν στό χωριό. Σφίξε τήν καρδιά σου· τό ξέρεις πώς δέν μποροῦμε νά κάνουμε ἀλλιῶς.
 Ἄστραψε τό βλέμμα τῆς κυρα-Βασιλικῆς κι ἡ καρδιά της ἄρχισε ἕνα ξέφρενο χορό. Τῆς ἦρθε ν᾿ ἀρχίσει νά χοροπηδᾶ, μά συγκρατήθηκε.
  - Ἄν τόν βροῦνε, ἄς τόν πάρουν, εἶπε ἀγέρωχα ἡ μάνα καί κοίταξε τό δρόμο ἀπό τό παράθυρο -ἐπιτέλους μιά φορά τῆς πῆρε τόν γιό της γιά νά τόν σώσει.
  - Ποῦ τόν ἔκρυψες, γκιαούρισσα; ἄκουσε ἄγρια τή φωνή τοῦ Τούρκου ἀπό πάνω της κι ἔνιωσε βαρύ τό χέρι του νά πέφτει στό πρόσωπό της.
  Ἔφυγαν ἀφήνοντάς την αἱμόφυρτη μέσα σ᾿ ἕνα σπίτι ἀνάστατο. Μάζεψε τίς δυνάμεις της ἡ κυρα-Βασιλική καί σηκώθηκε. Κάπου ἐκεῖ κοντά εἶδε πεταμένο τό κλωνάρι τῆς ἀμυγδαλιᾶς. Τό πῆρε στά χέρια της, τό φίλησε κι ὕστερα τ᾿ ἀπόθεσε εὐλαβικά στήν εἰκόνα τοῦ Χριστοῦ.
  - Σ᾿ εὐχαριστῶ, Θεέ μου! εἶπε γεμάτη εὐγνωμοσύνη. Σ᾿ εὐχαριστῶ πού ἔφερες τήν ἄνοιξη πάνω στήν ὥρα. Κάνε, Θεέ μου, στήν ὥρα της νά ᾿ρθεῖ κι ἡ λευτεριά!
 Κάπου ψηλά στό βουνό ὁ Μιχάλης ἀνέπνεε ἐλεύθερα. Κι ἦταν στ᾿ ἀλήθεια πανέμορφα ὅλα ἀπό κεῖ πάνω, μά πιό ὄμορφες φάνταζαν ἀπό ψηλά οἱ ἀνθισμένες μυγδαλιές.
 - Σ’ εὐχαριστῶ, Θεέ μου, πού ᾿φερες τήν ἄνοιξη, ψιθύρισε κι ἔσφιξε ἀποφασισμένος μέ ἀγάπη τό ντουφέκι του. Μ᾿ αὐτό θά ᾿φερνε καί τή λευτεριά.

 Ἑ. Β.

Κατηγορία Διηγήματα
Σάββατο, 02 Αύγουστος 2014 03:00

Ἀνήμερα τῆς 28ης Ὀκτωβρίου

anhmera28hsΤόν Δημήτρη τόν Δαμπίζα ποιός δέν τόν γνώριζε; Μέ τό μισό του πόδι στόν τάφο καί μέ τ᾿ ἄλλο του μισό νά σέρνεται στούς δρόμους τοῦ χωριοῦ του, κουβαλοῦσε μέσα του μιά καρδιά πέτρα. Λέω μέ τό μισό πόδι, γιατί ὁ γερο-Δημήτρης ὁ Δαμπίζας εἶχε ἕνα μονάχα. Τό δεύτερο πόδι του τοῦ τό ἔφαγε μιά βόμβα, καί τ᾿ ἄφησε σέ κάποιο ὀρεινό χειρουργεῖο ἐκεῖ πάνω στά ἀλβανικά βουνά. Ζοῦσε μόνος μέ μιά ἀδερφή του, πού δέν ἔκανε δική της οἰκογένεια γιά νά τόν συντροφεύει καί νά τόν ὑπηρετεῖ, μά πού ποτέ της δέν ἄκουσε μέσα ἀπό τό στόμα του νά βγαίνει ἡ λέξη «εὐχαριστῶ».
 Κανείς δέν ἄκουσε τόν Δημήτρη τόν Δαμπίζα νά λέει ἔστω καί μιά ἱστορία ἀπό τόν πόλεμο, οὔτε καί κανείς ἤξερε πῶς ἔγινε καί ἔχασε τό πόδι του. Οἱ παλιότεροι ἁπλά θυμόντουσαν πώς, σάν γύρισε ἀπό τόν πόλεμο εἰκοσιδυό χρονῶν παιδί, γύρισε δίχως πόδι καί δίχως χαμόγελο. Καί τί δέν ἔκαναν οἱ φίλοι του νά τοῦ γιατρέψουν τήν πληγή τῆς καρδιᾶς του. Ὁ Δημήτρης ὅμως ἔμενε πάντα πόρτα κλειστή καί πάγος ἄλειωτος.
 Ἔμαθε κι ὁ Ἀλκιβιάδης, ὁ νιοφερμένος δάσκαλος, πώς στό χωριό ὑπάρχει ἕνας ἀνάπηρος τοῦ πολέμου τοῦ ᾿40 καί πέταξε ἀπό τή χαρά του. Θά ὀργάνωνε γιορτή γιά τήν 28η καί θά τόν καλοῦσε νά μιλήσει στά παιδιά καί στούς χωριανούς. Χαμογέλασαν ὅσοι ἄκουσαν τίς σκέψεις του, μά δέν τοῦ εἶπαν τίποτε. Καινούργιος ἦταν ἀκόμα, θά καταλάβαινε μόνος του.
 Ὁ καινούργιος δάσκαλος ἦταν ἀποφασισμένος νά γνωρίσει τόν γερο-Δημήτρη τό γρηγορότερο. Νά καταστρώσουν μαζί σχέδια καί προγράμματα. Νά ζωντανέψουν οἱ δυό τους μαζί μέ τά παιδιά τό ἔπος τό ἀλβανικό. Τοῦ ἔστησε, λοιπόν, καρτέρι καί σάν τόν εἶδε πού βγῆκε στόν κῆπο του λίγο νά λιαστεῖ, ὁ δάσκαλος ἄνοιξε χαρούμενος τό ξεπόρτι. Ξαφνιάστηκε ὁ γέρος μέ τόν αὐθορμητισμό τοῦ νέου. Ἔσμιξε τά φρύδια του καί τόν κοίταξε αὐστηρά.
 - Τί θέλεις; τόν ρώτησε λίγο ἄγρια.
 - Χαίρετε! χαιρέτησε ἐγκάρδια ὁ δάσκαλος. Εἶμαι ὁ Ἀλκιβιάδης, ὁ νέος δάσκαλος τοῦ χωριοῦ, κι ἦρθα νά σᾶς γνωρίσω.
 - Ἀλκιβιάδης; ρώτησε ὁ γέρος μέ ἕνα παράξενο τρέμουλο στή φωνή του. Καί ... καί τό ἐπίθετό σου; - Ἀλκιβιάδης Σιδέρης, ξανάπε ὁλόκληρο τό ὄνομά του ὁ δάσκαλος κι ὁ γερο-Δημήτρης ἔσφιξε στό γέρικο χέρι του τό χέρι πού ἁπλώθηκε μπροστά του.
 - Ἀλκιβιάδη Σιδέρη λέγαν τόν καλύτερό μου φίλο, εἶπε μέσα σ᾿ ἕνα μουγκρητό πόνου ὁ γέρος. - Ἔτσι λέγαν τόν παππού μου, τόν πατέρα τοῦ πατέρα μου, πού σκοτώθηκε στήν Ἀλβανία. Γι᾿ αὐτό, ξέρετε, ἔχω ἰδιαίτερη ἀδυναμία στούς ζωντανούς μάρτυρες ἐκείνου τοῦ πολέμου.
 Σταμάτησε νά μιλᾶ ὁ Ἀλκιβιάδης, γιατί εἶδε τόν γέρο ἀπέναντί του νά τρέμει ὁλόκληρος. Ἔγινε γιά λίγη ὥρα σιωπή κι ὁ δάσκαλος τά ᾿χασε κυριολεκτικά, σάν ἄκουσε τόν γέρο μ᾿ ἕνα λυγμό στή φωνή νά λέει:
 - Τόν παππού σου, παιδί μου, ἐγώ τόν σκότωσα. Ἑξήντα ὁλόκληρα χρόνια δέν εἶπα σέ κανέναν τό σαράκι τῆς ψυχῆς μου. Μά σήμερα στόν ἐγγονό τοῦ Ἄλκη δέν μπορῶ πάρα νά μιλήσω.
 Δίναμε μιά πολύ σκληρή μάχη τή μέρα ἐκείνη καί πότε - πότε ψάχναμε ὁ ἕνας γιά τόν ἄλλο, γιά νά βεβαιωθοῦμε ὅτι εἶναι ζωντανός. Ἐκεῖνος ἦταν πιό γενναῖος ἀπό μένα καί ἔδειχνε πώς δέν φοβόταν καθόλου τό θάνατο. Ἡ μόνη του ἔγνοια ἦταν ὅτι θ᾿ ἄφηνε τή γυναίκα του χήρα καί τά δυό παιδιά του ὀρφανά. Μά καί πάλι ἔλεγε πώς ὁ Θεός θά τούς ἀναλάβει. Ἐγώ ὅμως τόν φοβόμουνα τό θάνατο καί ἔτρεμα μήπως ἔρθει, εἴτε γιά κεῖνον εἴτε γιά μένα. Σέ κάποια στιγμή τῆς μάχης ἕνας ὅλμος ἔπεσε σχεδόν πάνω μου καί μοῦ πολτοποίησε τό πόδι. Ἔνιωσα νά χάνομαι. Φοβήθηκα πώς θά πεθάνω καί ἄρχισα νά φωνάζω τόν φίλο μου: «Ἄλκη, Ἄλκη, πεθαίνω, τρέχα». Γύρω μου γινόταν χαλασμός. Ἄν κάποιος ξεταμπουρωνόταν, ἦταν γι᾿ αὐτόν βέβαιος θάνατος. Ὁ Ἄλκης φαίνεται πώς ἦταν κάπου κοντά κι ἄκουσε τή φωνή μου κι ἔτρεξε δίπλα μου. Δέν πρόλαβα καλά καλά νά τόν δῶ νά στέκεται ἀπό πάνω μου καί τόν εἶδα νά πέφτει δίπλα μου χτυπημένος κατάστηθα ἀπό τίς ἐχθρικές σφαῖρες. Πρόλαβε μονάχα νά μοῦ πεῖ: «Μή φοβᾶσαι, Δημήτρη, ἡ ζωή δέν τελειώνει μέ τό θάνατο».
  Ἐγώ τόν σκότωσα, ἐγώ τοῦ ἔκλεισα καί τά μάτια. Μαζί μέ τό πόδι μου σ᾿ ἐκεῖνο τό βουνό ἄφησα καί τήν καρδιά μου.
  Ὁ νεαρός δάσκαλος ἔκλαιγε κι ὁ γερο-Δημήτρης τόν κοιτοῦσε καί κεῖνος δακρυσμένος, ζητώντας ἐξιλέωση.
 - Ὄχι, δέν τόν σκότωσες ἐσύ, παππού. Ἡ ἀγάπη του τόν σκότωσε. Ἀπό σήμερα εἶμαι διπλά περήφανος γιά τόν παππού μου, γιατί ξέρω πώς δέν πέθανε μόνο γιά τό ἰδανικό τῆς πατρίδας, μά καί γιά τό ἰδανικό τῆς ἀληθινῆς φιλίας.
 Ἔχωσε τά χέρια τοῦ γερο-Δημήτρη στά δικά του καί ἔσκυψε καί τά φίλησε.
 - Παππού Δημήτρη, ἄσε με νά σέ λέω ἔτσι στή θέση τοῦ παπποῦ Ἀλκιβιάδη, αὐτή τήν ἱστορία θέλω νά τή μάθουν τά παιδιά τοῦ σχολείου μας, νά τή μάθουν ὅλοι οἱ χωριανοί. Ὄχι, παππού Δημήτρη, δέν εἶσαι ὁ φονιάς τοῦ παπποῦ μου. Εἶσαι ὁ φίλος του, γιά τόν ὁποῖο χαλάλισε καί τή ζωή του. Τέτοιες ἱστορίες εἶναι ἁμαρτία νά μένουν θαμμένες ἑξήντα ὁλόκληρα χρόνια.
 - Θά τήν πῶ τήν ἱστορία αὐτή, παιδί μου, σ᾿ ὅποιον θέλεις. Ἔχεις δίκιο, Ἄλκη μου. Εἶχα καθῆκον, εἶχα χρέος πρός τόν φίλο μου νά μιλήσω σ᾿ ὅλον τόν κόσμο γιά τήν αὐτοθυσία του.
  Ἑξήντα ὁλόκληρα χρόνια περίμενε τό χωριό τόν γερο-Δημήτρη τόν Δαμπίζα, ν᾿ ἀνοίξει ἐπιτέλους τό στόμα του καί νά τούς πεῖ κάτι ἀπό κεῖνο τό κομμάτι τῆς ζωῆς του πού λεγόταν ἀλβανικό ἔπος. Κι οὔτε πού πίστευαν στ᾿ αὐτιά τους κι οὔτε πού πίστευαν στά μάτια τους. Ὁ γερο-Δαμπίζας ἀνήμερα τῆς 28ης Ὀκτωβρίου, πότε κλαίγοντας καί πότε γελώντας, ἐξιστοροῦσε χίλια δυό ἀπό τόν πόλεμο, μέ πρῶτο φυσικά τήν αὐτοθυσία τοῦ φίλου του. Καί σάν τελείωσε ἡ γιορτή καί φάνταξε στά μάτια τῶν παιδιῶν ὁ γερο-Δαμπίζας σάν ἥρωας, ἔνιωσε πώς ὄχι μονάχα εἶχε καρδιά, μά πώς ἦταν ἕτοιμη ἀπό τή χαρά καί τή συγκίνηση νά σπάσει.
 - Καί γιατί δέν μᾶς τά ἔλεγες αὐτά τά ὄμορφα πράγματα τόσα χρόνια, κύρ Δημήτρη; τόν ρώτησε εὐχαριστημένος ἀπό ὅλη τήν γιορτή ὁ πρόεδρος τοῦ χωριοῦ.
 - Περίμενα νά ἔρθει πρῶτα ὁ Ἄλκης, εἶπε χαμογελώντας ὁ γέρος, καί ἔσφιξε στήν ἀγκαλιά του τόν ἐγγονό τοῦ φίλου του.
 Πάνω σέ τοῦτο τό σφιχταγκάλιασμα δέν ἄντεξε ἄλλο ἡ γέρικη καρδιά. Ὁ γερο-Δημήτρης ὁ Δαμπίζας ἀνήμερα τῆς 28ης Ὀκτωβρίου συνάντησε ὕστερα ἀπό ἑξήντα τόσα χρόνια τόν φίλο του...

Κατηγορία Διηγήματα
Σάββατο, 02 Αύγουστος 2014 03:00

Παραλειπόμενο τῆς κατοχῆς

paraleipomenoὉ Ἠλίας ἔσκυψε γιά τελευταία φορά καί φίλησε τόν τάφο τῶν γονιῶν του.
 Τό νιόσκαφτο χῶμα τό ἔνιωσε νά λαφραίνει καί μαζί του λάφρυνε κι ἡ ψυχή του. Πόσο τούς ἀγάπησε, πόσο τόν ἀγάπησαν! Καί δέν ἦταν δικό τους παιδί· δέν τόν γέννησαν αὐτοί, μά ὁ Ἠλίας δέν τό ᾿νιωσε αὐτό ποτέ του.
- Ὁ πατέρας σου, γιέ μου, πάει, καί ᾿γώ ὅπου νά ᾿ναι πηγαίνω νά τόν βρῶ, τοῦ εἶπε ἡ μάνα του λίγες ὧρες πρίν ἀφήσει τόν κόσμο αὐτό.
- Δέν εἶσαι ὅμως μόνος πάνω σ᾿ αὐτή τή γῆ. Πρέπει τώρα πιά νά μάθεις ὅλη τήν ἀλήθεια.
 Στή θύμηση αὐτή ὁ Ἠλίας ἔνιωσε τήν καρδιά του νά γλυκαίνεται καί νά γίνεται ὁ πόνος τοῦ χαμοῦ τῆς μάνας του λιγότερο ἀβάσταχτος.
 «Ὁ πατέρας σου», παιδί μου, «στά μαῦρα χρόνια τῆς κατοχῆς ἦταν ἔμπορος λαδιοῦ. Πήγαινε μέ πολλούς κινδύνους ἀπό πόλη σέ πόλη καί πουλοῦσε τό λάδι στόν πεινασμένο κοσμάκη. Ἦταν τίμιος ἄνθρωπος ὁ πατέρας σου, γιέ μου. Τότε, ἄν ἤθελε, θά γινόταν πάμπλουτος, μά... μαυραγορίτης δέν θέλησε νά γίνει ποτέ!
 Ἐκείνη τή χρονιά τοῦ ᾿43 ὁ Θεός δέν τσιγκουνεύτηκε. Φόρτωσε τά λιόδεντρά μας μέ καρπό καί ὁ πατέρας σου ἀποφάσισε νά κατεβεῖ στήν Ἀθήνα, γιατί εἶχε ἀκούσει πώς ἐκεῖ ἦταν πολύ μεγάλο τό κακό, πώς τούς ἀνθρώπους τούς μάζευαν μέ τά κάρρα πεθαμένους ἀπό τήν πείνα. Ἐγώ τότε ἐπέμενα νά μή φύγει τόσο μακριά, μά ἐκεῖνος θυμωμένος μέ ἀποπῆρε:
- Ἐδῶ γύρω, γυναίκα, δέν θά πεθάνει κανείς ἀπό πείνα· ὅλοι κουτσά στραβά πορεύονται. Δέν ἀκοῦς πού λένε ὅτι στήν Ἀθήνα δέν βρίσκεις σταγόνα λαδάκι, γιατί τό κρύβουν οἱ μαυραγορίτες; Θά πάω νά πουλήσω στόν κοσμάκη φτηνό λάδι.
Ἔφυγε, λοιπόν, γιέ μου, κι ὅταν γύρισε ἔφερε μαζί του τήν εὐτυχία στό σπίτι μας, ἔφερε, γιόκα μου, μιά σταλιά ἄνθρωπο, ἔφερε ἐσένα».
 Ἔτσι ἔμαθε ὁ Ἠλίας στά 23 του χρόνια πώς οἱ ἄνθρωποι πού τόν μεγάλωσαν μέ τόση ἀγάπη δέν ἦταν αὐτοί πού τόν γέννησαν.
- Ποῦ μέ βρῆκε, μάνα; ρώτησε γεμάτος ἀγωνία.
 - Ὁ Θεός, γιέ μου, ἔστειλε στό δρόμο του ἐκεῖ στό χάος τῆς Ἀθήνας ἕναν χρυσό ἄνθρωπο. Τοῦ ἔδωσε μιά ἀποθήκη νά βάλει τά λάδια του κι ὕστερα τόν φιλοξένησε στό σπίτι του μιά ᾿βδομάδα μ᾿ ἀντάλλαγμα λίγο λάδι. Ὁ ἄνθρωπος ἐκεῖνος εἶχε τέσσερα παιδιά καί τό μικρότερο μόλις πού εἶχε σαραντίσει. Ὁ πατέρας σου τό ἔβλεπε καθαρά πώς τό μωρό δέν εἶχε καί πολλές ἐλπίδες νά ζήσει σέ ἕνα τόσο φτωχικό σπίτι καί τότε τούς πρότεινε νά τό υἱοθετήσει, μιά καί ὁ Θεός δέν τοῦ ᾿δωσε τοῦ διου παιδί. Ἔτσι, παιδί μου, βρέθηκες στήν ἀγκαλιά μου, βρέθηκες νά εἶσαι γιός μου.
  Ἐκεῖ στό συρτάρι πού ἔβαζε ὁ πατέρας σου τούς λογαριασμούς του εἶναι τό ὄνομα καί ἡ διεύθυνση αὐτῶν πού σέ γέννησαν. Σάν κλείσω τά μάτια μου, μέ τήν εὐχή μου νά πᾶς νά τούς βρεῖς. Ὁ πατέρας σου ἔλεγε πάντα πώς εἶναι καλοί ἄνθρωποι.
  Ἔβαλε τό χέρι στήν ἐσωτερική τσέπη τοῦ σακακιοῦ του ὁ Ἠλίας καί χάιδεψε τό κιτρινισμένο χαρτί. Σήμερα ἔκανε τά ἐννιάμερα τῆς μάνας του καί τώρα ἦταν ἕτοιμος νά πάει νά γνωρίσει ἐκείνους πού τόν γέννησαν. Θά γνώριζε καί τά μεγαλύτερα ἀδέλφια του. Τί ἦταν ἄραγε, κορίτσια ἤ ἀγόρια; Αὐτό δέν τοῦ τό εἶπε ἡ μάνα του.
 Ἀτέλειωτο τοῦ φάνηκε τοῦ Ἠλία τό ταξίδι γιά τήν Ἀθήνα, σάν νά τό ἔκανε γιά πρώτη φορά, κι ἄς εἶχε μείνει ἐκεῖ τέσσερα ὁλόκληρα χρόνια, ὅσο κράτησαν καί οἱ σπουδές του. Μά σάν βρέθηκε μπροστά στήν πόρτα μέ τήν ὁδό καί τόν ἀριθμό πού εἶχε στό χαρτάκι του, εὐχήθηκε νά ἦταν μακρύτερος ὁ δρόμος πού τόν ἔφερε ἐκεῖ. Στάθηκε μπροστά στό κουδούνι μέ χέρια καί πόδια πού ἔτρεμαν.
- Ζητᾶς κάτι, παιδί μου; Μπορῶ μήπως νά σέ βοηθήσω;
- Ψάχνω τόν κ. Διαμαντόπουλο. Τόν ξέρετε; Μένει ἀκόμα ἐδῶ; ρώτησε μέ κομμένη ἀνάσα ὁ Ἠλίας.
- Τόν κύρ Πέτρο δέν ξέρω, παιδί μου; Καί ποιός δέν τόν γνωρίζει σ᾿ ὅλη τήν περιοχή. Ὅλα τά ὀρφανά κι οἱ χῆρες τόν ἔχουνε πατέρα. Κι αὐτός καί ἡ κυρά του δέν ζοῦν πιά παρά μόνο γιά τούς ἄλλους.
- Καί τά παιδιά τους; ρώτησε μέ κάποιο δισταγμό ὁ Ἠλίας.
 - Τό ἕνα πού τούς ἄφησε σ᾿ αὐτή τή ζωή ὁ Θεός τοῦ τό χάρισαν. Ὁ πατήρ Ἰσίδωρος εἶναι ὁ παπάς τῆς ἐνορίας μας. Τ᾿ ἄλλα, παιδί μου, τά ἔφαγε ἡ πείνα τῆς κατοχῆς.
- Ἔ, κύρ Πέτρο, τό παλληκάρι ἀπό δῶ σέ ψάχνει. Γύρισε ὁ Ἠλίας καί κοίταξε τό ζευγάρι πού πρόβαλε ἀπό τό δρόμο καί εἶδε ἐκεῖνο τό ἀγαθό βλέμμα τοῦ κύρ Πέτρου νά στηλώνεται ἀπάνω του κι ὕστερα νά βυθίζεται στό δικό του βλέμμα.
- Μπά σέ καλό σου, γιέ μου, εἶπε γελαστός ὁ κύρ Πέτρος. Γιά μιά στιγμή νόμισα πώς ἔβλεπα τόν πατέρα Ἰσίδωρο, πρίν γίνει παπάς. Πῶς ξεγελοῦν καμιά φορά τά μάτια, κύρ Γιώργη!
- Τά μάτια πολλές φορές μᾶς ξεγελοῦν, εἶπε ξέπνοα ὁ Ἠλίας, μά ἡ καρδιά ποτέ της.
- Τί θές νά πεῖς, παιδί μου; ρώτησε ὁ κύρ Πέτρος ἀνυποψίαστος.
- Ὁ Θεός θέλησε νά χάσω καί τούς δυό γονιούς μου, ἀπάντησε συγκινημένος ὁ Ἠλίας. Μά ἡ μάνα μου πρίν πεθάνει μοῦ ᾿πε νά ᾿ρθῶ ἐδῶ σέ σᾶς, γιά νά βρῶ μάνα καί πατέρα.
- Καλῶς ἦρθες, παιδί μου, εἶπε ἡ γυναίκα, πού δέν εἶχε μέχρι τώρα ἀνοίξει τό στόμα της. Μά ποῦ μᾶς ἤξερε ἡ μάνα σου;
- Ἐκείνη δέν σᾶς ἤξερε, σᾶς ἤξερε ὅμως ὁ πατέρας μου, ὁ κύρ Λάμπρος ὁ λαδάς. Δέ σέ γέλασε ἡ καρδιά σου, πατέρα. Φαίνεται μοιάζω πολύ μέ τόν ἀδελφό μου, εἶπε ὁ Ἠλίας καί μέ μιά κίνηση ἔκλεισε μέσα στή μεγάλη ἀγκαλιά του ἐκείνους τούς δυό πονεμένους ἀνθρώπους, πού τόσα χρόνια ξεχνοῦσαν τόν πόνο τους ἀνακουφίζοντας τόν πόνο τῶν ἄλλων, καί πού ἔχοντάς τα χαμένα ἔλεγαν καί ξανάλεγαν: Ὁ Ἠλίας, δόξα σοι ὁ Θεός! Ὁ Ἠλίας!
 Καί τοῦ κύρ Γιώργη τά μάτια, πού εἶχαν δεῖ πολλά -πάρα πολλά- ἔτρεχαν ποτάμια.
 - Τέτοια χαρά, Θεέ μου, τέτοια χαρά μόνο Ἐσύ μπορεῖς νά δίνεις! ἔλεγε, καί μιά γελοῦσε καί μιά ἔκλαιγε, σάν τήν ἡμέρα τῆς χειροτονίας τοῦ πατρός Ἰσιδώρου. Τότε οἱ δυό πονεμένοι αὐτοί ἄνθρωποι ἔδιναν τό μοναδικό παιδί τους στόν Θεό. Τώρα ὁ Θεός τούς ξαναγέμιζε τήν ἄδεια ἀγκαλιά τους. «Βρέ σεῖς», μονολόγησε, «βρέ σεῖς, ἔχετε ἰδέα ἀπό Θεό!».
 

Ἑ. Β.

Κατηγορία Διηγήματα
Πέμπτη, 31 Δεκέμβριος 2015 03:00

Καλόν νέον ἔτος

kalantaΤούς φίλους μου τούς παιδικούς δέν τούς ξέχασα ποτέ. Οἱ σύντροφοι τῶν παι­­χνιδιῶν μου στά ξένοιαστα χρόνια τῆς ζωῆς μου ἔρχονται συχνά-πυκνά στή σκέψη μου μέ νοσταλγία. Κι εἶχα τήν εὐ­τυ­χία νά ἔχω πολλούς παιδικούς φίλους. Τόσους ὅσα καί τά παιδιά τοῦ χω­ριοῦ μου, τά ξηγημένα ἐκεῖνα χωριατάκια μέ τά ὁποῖα ἔπαιξα, μάλωσα, φίλιωσα, μεγάλωσα...
  Ἔρχονται συχνά-πυκνά στό νοῦ μου καί γλυκαίνουν μέ τή θύμησή τους τήν ὕπαρξή μου. Μά εἶναι καί μιά μέρα πού νιώθω πώς περισσότερο ἀπό κάθε φορά τούς ἀνήκω, πώς ὅσο ποτέ μοῦ ἀνήκουν. Κάθε Πρωτοχρονιά ξαναγίνομαι μικρό παιδί καί τρέχω ἀνάμεσά τους σάν τότε, τότε πού ...
  Εἶχε τελειώσει ἡ θεία Λειτουργία τοῦ Μ. Βασιλείου καί μεῖς ἄλλο δέν κρατιόμασταν. Κρεμάσαμε στό λαιμό μας τά παρδαλά πουγγιά μας, φτιαγμένα ἀπό κά­ποιο παλιό πουκάμισο ἤ σεντόνι, καί ξεκινήσαμε. Ἐμεῖς δέν τόν ξέραμε τόν βρα­δινό Ἁι-Βασίλη, γιατί ὁλονῶν μας οἱ γονιοί ἦταν φτωχοί μεροκαματιάρηδες. Εἴχαμε ὅμως ἄλλο τρόπο νά κάνουμε τή μέρα πού γιόρταζε δική μας.
  Στό χωριό μου ὑπῆρχε τό ἔθιμο τήν Πρωτοχρονιά τά παιδιά νά περνᾶνε ἀπ᾿ ὅλα τά σπίτια καί νά εὔχονται σέ ὅλους «Καλόν νέον ἔτος!». Σέ κάθε σπίτι πού πηγαίναμε, ἀκόμα καί ὁ πιό «σφιχτός» κά­τι ἔρριχνε στό πουγγί μας. Ἔτσι μπο­ρεῖ νά μήν παίρναμε δῶρα ἀπό τόν Ἁι-Βα­σίλη, ὅμως ὅλα τά παιδιά εἶχαν στή γιορτή του ἐξασφαλισμένο ἕνα γεμάτο πουγγί. «Καλόν νέον ἔτος, παππού!», «Κα­λόν νέον ἔτος, γιαγιά!». Πρῶτα νιώθαμε τό χάδι τους στό κεφάλι κι ὕστερα τό βάρος τοῦ κέρματος στό λαιμό μας. Ἕνα πανηγύρι, ἕνα παιδικό ξεφάντωμα.
  Πλησίαζε πιά μεσημέρι καί κοντεύαμε νά τελειώσουμε τή γύρα μας, ὅταν ἀντιλήφθηκα ὅτι ὁ λαιμός μου δέν σήκωνε κανένα βάρος. Ἔψαξα γιά τό πουγγί μου καί τότε μέ κομμένα τά γόνατα ἄρχισα νά φωνάζω μέ πανικό· «Τό πουγγί μου! Χάθηκε τό πουγγί μου»! Ὅλα τά παιδιά γύρισαν καί μέ κοίταξαν ξαφνιασμένα. Με­­ρικά χαμογέλασαν νομίζοντας πώς τούς ἔκανα πλάκα. Μά, ὅταν εἶδαν τά δάκρυά μου νά τρέχουν, σοβάρεψαν ἀ­πό­τομα. Βαλθήκαμε τότε ὅλοι νά ψάχνουμε τά δρομάκια ἀπ᾿ ὅπου περάσαμε, ὅμως τό πουγγί -λές κι ἄνοιξε ἡ γῆ καί τό κατάπιε- δέν βρέθηκε πουθενά.
  - Παιδιά, ἐγώ λέω πώς δέν πρέπει νά στε­νοχωριόμαστε ἄλλο, εἶπε ὁ Ἀν­δρέ­ας. Προτείνω νά πᾶμε στόν παπά νά τοῦ τό ποῦμε, νά μᾶς πεῖ ἐκεῖνος τί θά κά­ν­ο­υ­­με.
Βρήκαμε τόν πατέρα Ἀπόστολο στό σπίτι του καί τοῦ ἐξηγήσαμε τί συνέβη. Ἐκεῖνος μᾶς κοίταξε ἕναν-ἕναν μέ σοβαρότητα.
  - Καί εἶστε ἕτοιμοι νά κάνετε ὅ,τι σᾶς πῶ; μᾶς ρώτησε ἀργά-ἀργά.
  - Ναί, πάτερ, ἄκουσα ὅλα τά παιδιά μαζί ν᾿ ἀπαντοῦν.
  - Εἶστε, λοιπόν, δεκαεπτά ὅλοι μαζί. Θά ἀνοίξετε τά πουγγιά σας ἐσεῖς οἱ δεκαέξι καί θά χύσετε τά χρήματα, δίχως ὁ καθένας νά μετρήσει τά δικά του, πάνω στό τραπέζι μου. Ὕστερα, ἀφοῦ τά με­τρή­σουμε ὅλα μαζί, θά τά μοιράσουμε στά δεκαεπτά. Ἔτσι θά πάρει κι ὁ Νίκος τό μερίδιό του καί θά εἶναι ὅλα μιά χαρά. Λοιπόν, τί λέτε;
  Ὁλονῶν τά πουγγιά ξέραμε πώς εἶ­χαν πενταροδεκάρες, μά ξέραμε ἐπίσης πώς τό πουγγί τοῦ Ἀνδρέα ἦταν ἰδιαίτερα ἐνισχυμένο ἀπό τόν θεῖο του πού ἦρ­θε ἀπό τήν Ἀγγλία. Θά τό δεχόταν, λοι­πόν, αὐτό ὁ Ἀνδρέας; Καί τότε ἦταν πού ζήσαμε ὅλοι τό πιό ὄμορφο ξάφνιασμα. Πρῶτος ὁ Ἀνδρέας ἄδειασε τό πουγγί του πάνω στό τραπέζι τοῦ παπᾶ, δίχως νά τό σκεφτεῖ καθόλου. Κι ἔτσι καθώς τό περιεχόμενο τοῦ παρδαλοῦ που­γ­­γιοῦ γέμιζε τό τραπέζι, βλέπαμε θαρρεῖς τήν καρδιά αὐτοῦ τοῦ ὑπέροχου φίλου νά ξεχύνεται καί νά πλημμυρίζει ἀπό ἀ­γά­πη καί τίς δικές μας.
  Ὅταν ἄδειασαν ὅλα τά πουγγιά, ὁ πα­­­τήρ Ἀπόστολος μέ πῆρε ἀπό τό χέρι καί μέ ἔφερε κοντά στό γεμάτο κέρματα τρα­­πέζι.
  - Αὐτό, Νίκο, δέν πρέπει νά τό ξεχάσεις ποτέ στή ζωή σου! μοῦ εἶπε δακρυσμένος. Καί σεῖς, παιδιά, νά τό βάλετε σάν βάση στή ζωή σας. Σήμερα πού κάνει ἀρχή ὁ χρόνος, ἐσεῖς ἀρχίσατε τή νέα χρονιά μέ μιά ὄμορφη πράξη. Ὁ Χρι­στός εἶναι πολύ εὐχαριστημένος ἀπό σᾶς.
Ἦταν ἕτοιμος ὁ πατήρ Ἀπόστολος ν᾿ ἀρχίσει τό μέτρημα, ὅταν κάποιος ἀ­κού­στηκε ἀπ᾿ ἔξω νά τόν φωνάζει. Ἄνοι­ξε ἡ πόρτα καί στό ἄνοιγμά της φάνηκε ἡ γιαγιά Ἀνθοῦσα πού κατάκοπη, σέρνον­τας τά 93 της χρόνια, γύρεψε ἀμέσως μιά καρέκλα νά καθίσει.
  - Ποιός καλός ἄνεμος σ᾿ ἔφερε ὥς ἐ­δῶ, γιαγιά Ἀνθοῦσα; τή ρώτησε ὁ πα­πάς.
  - Ὁ Θεός μέ βοήθησε κι ἦρθα, πάτερ μου. Κάποιο ἀπό τά παιδάκια πού πέρασαν ἔχασε τό πουγγί του μέσα στήν αὐ­λή μου. Δέν τό εἶχα καλό τέτοια μέρα ἅγι­α νά στενοχωριέται τό παιδί. Ἔκανα κου­ράγιο κι ἦρθα νά σοῦ τό φέρω. Ὁ Θεός μοῦ ἔδωσε τή δύναμη. Νά το τό πουγγί.
  Ὁ πατήρ Ἀπόστολος πῆρε τό πουγγί ἀπό τό τρεμάμενο χέρι τῆς γιαγιᾶς Ἀν­θού­σας καί τό ἔβαλε στά χέρια μου. Ἔ­σκυ­ψα, φίλησα τό χέρι του, φίλησα τό χέ­ρι καί τῆς γιαγιᾶς Ἀνθούσας καί μέ μιά κίνηση ἄδειασα τό περιεχόμενό του στό σωρό μέ τά κέρματα.
  Στό μέτρημα ἔγινε σωστό πανηγύρι, ὅταν τά δεκαεπτά πουγγιά ξαναγέμισαν πάλι. Πήραμε τήν εὐχή τοῦ πατέρα Ἀπό­στο­λου καί φύγαμε γιά τά σπίτια μας. Τήν πρώτη μέρα ἐκείνου τοῦ χρόνου ε­χα­με ζήσει στήν πράξη μέ τή βοήθεια τοῦ καλοῦ παπᾶ μας τήν ἀδελφική ἀγά­πη· εχαμε συνειδητοποιήσει ὅτι ἐμεῖς, τά παιδιά τοῦ χωριοῦ μου, οἱ φίλοι καί οἱ σύν­τροφοι στά παιχνίδια, ἤμασταν πάνω ἀπ᾿ ὅλα ἀδέλφια.
Μέ τέτοια ἀγάπη, μέ τέ­­τοια ζεστασιά καί μέ τέτοια νοσταλγία τούς θυμᾶμαι κάθε φορά. Ἔτσι ὅπως σκέ­­φτομαι καί ἀ­γα­πῶ τ᾿ ἀδέλφια μου, σκέφτομαι κι ἀγαπῶ καί κείνους. Προπαντός κάθε Πρωτο­χρο­νιά, ὅταν νοερά τούς εὔ­χο­μαι «Κα­λόν νέον ἔτος!».

Ἑλένη Βασιλείου

Ἀπολύτρωσις 56 (2001) 20-21

Κατηγορία Διηγήματα
Σάββατο, 02 Αύγουστος 2014 03:00

Σάν ἄλλοτε Χριστούγεννα

allote christmans Ἡ  πολυτέλεια τοῦ μεγάλου σαλονιοῦ τοῦ σπιτιοῦ τῆς κ. Ἀλίκης μαρτυροῦσε τόν πλοῦτο καί τήν μεγάλη οἰκονομική ἄνεση. Ἡ χλιδή συνταιριασμένη μέ τό γοῦστο τῆς οἰκοδέσποινας ἄφηναν ἕνα αἴσθημα θαυμασμοῦ σέ ὅποιον τίς μέρες αὐτές ἐπισκέπτονταν τήν οἰκογένεια τοῦ κ. Λόντου. Μά ἡ κ. Ἀλίκη σήμερα δέν εἶχε μάτια νά δεῖ τό σαλόνι της, οὔτε καρδιά γιά νά χαρεῖ ὅτι μέ μεράκι καί ἔξοδα τόσο ὄμορφα εἶχε στολίσει.
 Γιά ποιούς τό στόλισε; γιά ποιόν ἔκανε τό σπίτι της ὄμορφο ὥστε ὅλοι νά τό θαυμάζουν καί νά τό ζηλεύουν;
 - Μαμά, τῆς εἶπε τό πρωΐ ὁ γιός της, μόλις κλείσουν τά σχολεῖα γιά τά Χριστούγεννα θά φύγουμε μέ τήν παρέα μου γιά κάποιο χιονοδρομικό κέντρο.
 - Ἄς κάνουμε, παιδί μου, πρῶτα ὅλοι μαζί Χριστούγεννα καί φεύγεις μετά, τοῦ εἶπε μαλακά ἡ Ἀλίκη.
 - Γιατί μήπως ἐκεῖ ποῦ θά πᾶμε δέν θά ἔχει Χριστουγεννιάτικα φαγητά ἤ μήπως δέν θά στόλισαν τά σαλέ μέ Χριστουγεννιάτικα στολίδια; Ἄσε μέ ρέ μαμά καί σύ, ἐκτός, τόνισε μιά μιά τίς λέξεις ὁ Δημήτρης, ἄν ἐννοεῖς ὅτι θά πᾶμε ὅλοι μαζί στήν ἐκκλησία, ὅπως τότε ποῦ ζοῦσε ἡ γιαγιά ἡ Θοδώρα.
 Δέν ἀπάντησε ἡ κ. Ἀλίκη στό ἐρώτημα τοῦ γιοῦ της μά ὅλη τή μέρα δέν ἔπαψε νά τό σκέφτεται. Ἡ κουβέντα πού τῆς εἶπε ὁ Δημήτρης τήν ἀναστάτωσε. Κάτι παρόμοιο τῆς εἶπε καί ἡ Γιάννα ἡ κόρη της τίς προάλλες.
 - Ὅταν ζοῦσε ἡ γιαγιά ἡ Θοδώρα, ὅλα στό σπίτι μας ἦταν διαφορετικά, πιό ζεστά, πιό ὄμορφα, τῆς εἶπε.
 Γύρισε ἡ Ἀλίκη καί κοίταξε τή θέση πού ἦταν ἄλλοτε τό καντήλι καί τό εἰκονοστάσι. Ὅσο ἦταν ἡ μάνα της στή ζωή ἐκεῖνο ἦταν ἀκοίμητο. Ποιός τολμοῦσε νά πεῖ πώς ἦταν ἀταίριαστο σ᾽ ἕνα τόσο χλιδάτο σαλόνι; Ἡ γριά ἦταν σίγουρη πώς ἐκείνη ἡ γωνιά ἦταν ἡ ὀμορφότερη καί ἡ ἀλήθεια εἶναι πώς κανείς δέν ἤθελε νά στενοχωρέσει τή γιαγιά. Μά σάν ἔφυγε ὑπέκυψε στίς πιέσεις τῶν φίλων. Ὄχι, δέν ταίριαζε ἐκεῖ. Ὁ Θεός εἶναι προσωπική ὑπόθεση τοῦ καθενός. Σ᾽ ἕνα σαλόνι πού δέχεται κόσμο καί κοσμάκη μιᾶς ὑψηλῆς κοινωνίας δέν ταίριαζε εἰκονοστάσι καί καντήλι.
 Καί μαζί μ᾽ αὐτό ἔδιωξε ἡ κ. Ἀλίκη καί τόν ἴδιο τό Θεό. Τρία χρόνια ἀφότου ἔφυγε ἡ γιαγιά ἡ κ. Ἀλίκη ἄρχισε νά προβληματίζεται, ἄρχισε ν᾽ ἀνησυχεῖ. Κάτι δέν πήγαινε καλά σ᾽ αὐτό τό πλούσιο σπίτι. Ὅσο κι ἄν πάσχιζε νά τό κάνει ὄμορφο καί θελκτικό γιά τά δυό παιδιά της, ἐκεῖνα ἔδειχναν πώς τίποτε δέν τά τραβοῦσε μέσα σ᾽ αὐτό.
 Κάθισε καί ἄρχισε νά λογαριάζει ἡ κ. Ἀλίκη. Πόσους καί ποιούς θά καλοῦσε στό Χριστουγεννιάτικο ρεβεγιόν;   Ἔγραψε ὀνόματα, ὀνόματα τόσα πολλά πού γέμισε ἡ σελίδα, γέμισε ὁλόκληρο τό τεράστιο σαλόνι. Γιά μιά στιγμή ξέχασε ἀνησυχίες καί προβληματισμούς καί ἀφέθηκε στήν εὐδαιμονία τῆς φαντασίας.
 - Ὡραῖο τό σπίτι σου, καλή μου, θά τῆς ἔλεγε ἡ μιά.
 - Τί γοῦστο! θά τῆς ἔλεγε ἡ ἄλλη.
 Ἔμεινε γιά πολλή ὥρα βυθισμένη στίς σκέψεις της ὡς τή στιγμή πού ἡ φωνή τῆς κόρης της τήν ἔφερε στήν πραγματικότητα.
 - Μαμά, μοῦ ἐπιτρέπεις νά πάω νά κάνω Χριστούγεννα στή θεία Ἑλένη στό χωριό;
 - Στό χωριό; ρώτησε ξαφνιασμένη ἡ κ. Ἀλίκη.
 Μά, μά ἐδῶ θά ἔχουμε ρεβεγιόν, ἐδῶ θά ἔχουμε τόσο κόσμο, τῆς εἶπε δείχνοντας της τήν λίστα μέ τά ὀνόματα.
- Μαμά θέλω νά κάνω Χριστούγεννα κι ὄχι ρεβεγιόν, τό καταλαβαίνεις;
 Ἡ νεαρή κοπέλα κοίταξε μέ οἶκτο τή μάνα της πού τήν κοιτοῦσε σαστισμένη.
 - Μαμά, δέν μᾶς λείπει τό φαγητό καί τό ποτό, δέν μᾶς λείπει τό ξενύχτι καί ἡ διασκέδαση. Ἡ γιαγιά μᾶς λείπει, μητέρα, ἡ γιαγιά κι ὁ Θεός της.
 - Ἡ γιαγιά κι ὁ Θεός της; ἐπανέλαβε γεμάτη ἀπορία ἡ κ. Ἀλίκη.
 - Ἐσένα, μαμά, δέ σοῦ λείπει, πῶς δέ μοῦ λείπει ὅμως.
 - Ὅμως δέν κάνεις τίποτε γιά νά ξαναγυρίσει.
 - Ποιός ἡ γιαγιά; μπά σέ καλό σου, παιδάκι μου, τί σ᾽ ἔπιασε σήμερα, ἔκανε τάχα γελώντας ἡ κ. Ἀλίκη.
 - Ὁ Θεός, μητέρα, ὁ Θεός τῆς γιαγιᾶς!
 Κοίταξε τήν κόρη της σάν χαμένη ἡ κ. Ἀλίκη.
 - Ἴσως, ἴσως ἔχεις δίκιο εἶπε ταπεινά καί δέν ξαναμίλησε ὡς τό βράδυ πού γύρισε στό σπίτι ὁ ἄνδρας της.
 - Χρῆστο, μπορεῖς νά βάλεις αὐτό τό μεγάλο καρφί σ᾽ ἐκείνη τή γωνία; τοῦ εἶπε μέ μάτια χαμηλωμένα.
 - Ποῦ ἐκεῖ πού ἦταν τό καντήλι, εἶπε κι ἔνιωσε στό στῆθος της νά λευτερώνεται.
 Σάν γύρισαν τά δυό παιδιά ἀργά τή νύχτα τό σαλόνι ἦταν ἄδειο καί οἱ γονεῖς της εἶχαν ἤδη ἀποσυρθεῖ στό δωμάτιο τους. Πρῶτος εἶδε τό ἀναμμένο καντῆλι ὁ Δημήτρης καί χωρίς νά τό καταλάβει τοῦ ξέφυγε μιά θριαμβευτική κραυγή.
 - Γιές!
 - Τί ἔπαθες τόν ρώτησε ξαφνιασμένη ἡ ἀδελφή του.
 - Κοίτα, τῆς εἶπε δείχνοντάς της τό εἰκονοστάσι μέ τό ἀναμμένο καντῆλι.
 Ἀγκάλιασε τόν ἀδελφό της συγκινημένη ἡ Γιάννα καί πῆγαν μαζί κάτω ἀπό τό καντήλι. Ἔκαναν εὐλαβικά τό σταυρό τους καί ὕστερα κοιτάχτηκαν χαρούμενοι. Μπροστά της στό μεγάλο τραπέζι τοῦ σαλονιοῦ ἦταν ἀφημένο τό χαρτί μέ τά ὀνόματά τῶν καλεσμένων γιά τό ρεβεγιόν. Ἕνα μεγάλο Χ τά διέγραφε ὅλα καί ἀπό κάτω ἦταν γραμμένα τέσσερα ὀνόματα, Ἀλίκη, Χρῆστος Γιάννα καί Δημήτρης. Θά γιορτάσουμε οἰκογενειακά.
Τά παιδιά κοίταξαν μιά τό χαρτί καί μιά τό καντῆλι. Ἐπιτέλους ἐπέστρεψε ὁ Θεός. Ἦταν πιά καί οἱ δυό σίγουροι πώς μόνο στό σπίτι τους θά γιόρταζαν Χριστούγεννα καί δέν εἶχαν ὄρεξη νά πᾶνε πουθενά, μά πουθενά παρά μόνο τό πρωΐ στήν Ἐκκλησία.
 - Θά τό ἀναβω μιά μέρα ἐγώ καί μιά ἐσύ τοῦ εἶπε χαρούμενα ἡ Γιάννα.
 - Θά τό ἀνάβω κάθε μέρα ἐγώ, εἶπε γλυκά ἡ Ἀλίκη πού στάθηκε ἀθόρυβα πίσω της εἶναι δικό μου χρεός.
 - Σάν τή γιαγιά τή Θοδώρα εἶπε ὁ Δημήτρης.
 - Σάν τή γιαγιά τή Θοδώρα ἐπανέλαβε συγκεκριμένη ἡ κ. Ἀλίκη καί ἔκλεισε τά δυό παιδιά της στήν ἀγκαλιά της. Κι ἦταν τόσο ζεστή ἐκείνη ἡ ἀγκαλιά, ὅσο καί ἡ φλόγα πού ἔκαιγε στό καντηλάκι, ὅσο καί τά χνώτα πού ζέσταιναν τόν νεογέννητο Χριστό, ὅσο καί ἡ ἀγκαλιά τῆς Παναγίας πού τόν κρατοῦσε. Ποιός εἶπε πώς δέν ἦρθαν ἀκόμα τά Χριστούγεννα;

Ε. Β.

 

Κατηγορία Διηγήματα
Τετάρτη, 24 Δεκέμβριος 2014 02:00

Τά ὡραιότερα κάλαντα

kalanta Τούς περίμενε ὅλους ἡ γιαγιά Εὐγενία, παιδιά, νύφες, γαμπρούς κι ἐγγόνια.
 Τούς περίμενε ὅπως κάθε χρόνο γιά νά γιορτάσουν ὅλοι μαζί μέσα στό ἁπλόχωρο σπίτι της τά Χριστούγεννα. Ὁ σύζυγός της ὁ κύρ Γιάννης ἔκανε ὅπως πάντα τό κουμάντο του. Τό ψυγεῖο ξέχειλο ἀπό κρέατα, ποτά καί σαλάτες. Ξέχειλες κι οἱ καρδιές τους πού τούς περίμεναν.
 - Μόνο μήν πιάσει κανένα χιόνι καί δέν μπορέσουν ν᾿ ἀνεβοῦν, εἶπε μέ ἀγωνία ἡ κυρία Εὐγενία.
 - Ἄ, γυναίκα, ξέχνα τίς παλιές ἐποχές. Σήμερα ὅλοι ἔχουν χειμωνιάτικα λάστιχα, ἔχουν κι ἁλυσίδες, μήν ἀνησυχεῖς θά γιομίσει καί πάλι τό παλατάκι μας, τήν καθησύχασε ὁ κύρ Γιάννης.
 Συνήθιζαν ὅλοι νά ἔρχονται τήν παραμονή πού γιόρταζε καί ἡ κυρα-Εὐγενία, γιά νά γιορτάσουν γιαγιά κι ἐγγονές, μαζί.
 Τό βράδυ γινόταν ὁλόκληρο πανηγύρι.
 Ποιός θά κοιμηθεῖ μέ ποιόν, ποιός στρωματσάδα πάνω στή μεγάλη κόκκινη φλοκάτη καί ποιός ἀγκαλιά μέ τή γιαγιά. Χαμογέλασε ἡ κυρά Εὐγενία καί τά μάτια της γέμισαν νοσταλγία καί προσμονή.
 - Αὔριο θά ἔρθουν, σιγομουρμούρισε καί κατέβασε ἀπό τή φωτιά τό σιρόπι γιά τά μελομακάρονα.
 Παράτησε τήν κατσαρόλα γιά νά σηκώσει τό τηλέφωνο πού χτυποῦσε.
 - Ἐμπρός!
 Τό ρόδινο χρῶμα ἄρχισε νά ὑποχωρεῖ ἀπό τά στρόγγυλα μάγουλά της. Ὅση ὥρα μιλοῦσε, ὁ κύρ Γιάννης τήν κοιτοῦσε γεμάτος ἀγωνία.
 - Τί ἔγινε, ποιός ἦταν; ρώτησε μόλις ἐκείνη κατέβασε τό ἀκουστικό.
 - Ὁ Κώστας, ἀπάντησε ἕτοιμη νά βάλει τά κλάματα ἐκείνη. Δέν θά μπορέσουν φέτος νά ἔρθουν. Νά μήν τούς ὑπολογίσουμε, λέει, αὐτούς.
 - Αὐτό ἦταν; Ἔλα, γυναίκα, μήν κάνεις ἔτσι καί μέ κοψοχόλιασες. Δέν πειράζει, κάτι σπουδαῖο θά τούς ἔτυχε.  Θά λείπει ὁ Κώστας, μά θά ᾿ναι ὅλοι οἱ ἄλλοι.
 Μά ὁ κύρ Γιάννης τό βράδυ δέν εἶχε οὔτε μιά λέξη γιά νά τήν παρηγορήσει, γιατί κι ὁ ἴδιος ἦταν ἀπαρηγόρητος.  Ἀκοῦς ἐκεῖ, καί στούς πέντε κάτι συνέβη καί δέν θά ᾿ρθουν φέτος! Πέντε φορές κτύπησε σήμερα ἐκεῖνο τό εὐλογημένο καί οἱ πέντε φαρμακερές!
 - Εὐτυχῶς, κυρα-Βγενιώ, πού ἔχουμε κι ἕνα κορίτσι ἐδῶ. Τουλάχιστον θά ἔρθει ἡ Ἀγγελική μέ τόν Σταῦρο καί τά παιδιά καί δέν θά γιορτάσουμε σάν μαγκούφηδες.
 - Εὐτυχῶς! Τ’ ἀπάντησε ἡ κυρα-Εὐγενία, ὅμως ἡ καρδιά της, ἡ καρδιά τῆς μάνας ἦταν ἀνήσυχη. Τέτοια σύμπτωση! Σέ ὅλους πρώτη φορά φέτος κάτι νά συμβαίνει...
 Μαῦρο ὕπνο ἔκανε ἡ κυρα-Εὐγενία μά σάν χτύπησε ἡ καμπάνα γιά τίς Ὧρες τῶν Χριστουγέννων τίποτε δέν τήν κρατοῦσε πιά στό στρῶμα. Πῆρε τή ζυμωτή λειτουργιά της κι ἔτρεξε στήν ἐκκλησιά. Ἐκεῖ ἄφησε τή γεμάτη ἀγωνία καρδιά της στά χέρια τῆς Παρθένου. Τῆς μίλησε ξεχωριστά γιά κάθε ἕνα ἀπό τά ἕξι της παιδιά καί σάν τελείωσε κι εἶπε ὁ παπάς τό «δι’ εὐχῶν», ἡ κυρα-Εὐγενία ἔφευγε μέ τήν καρδιά ἀνάλαφρη, δίχως κανένα παράπονο ἀπό κανένα της παιδί.
 Βρῆκε στό σπίτι της τήν κόρη της, τήν Ἀγγελική, νά τήν περιμένει.
 - Χρόνια πολλά, μάνα! τῆς εὐχήθηκε καί χώθηκε στήν ἀγκαλιά της.
 Ὄχι, δέν λάθευε τό μάτι τῆς μάνας, ἡ κόρη της δέν τήν κοιτοῦσε στά μάτια, οὔτε κἄν τή φίλησε.
 - Τί συμβαίνει, κόρη μου; τή ρώτησε στοργικά, καί κείνη ἀναλύθηκε σέ δάκρυα.
 - Μάνα, νομίζω πώς τή ζημιά τήν ἔκανα ἐγώ. Ἐγώ εἶπα στόν Κώστα πώς σκέφτεσαι νά μοῦ γράψεις τό σπίτι στό χωριό.
 - Μά ποτέ δέ σοῦ εἶπα, παιδί μου, κάτι τέτοιο, εἶπε αὐστηρά ἡ κυρα-Εὐγενία. Ἄλλωστε ὁ πατέρας σου δέ σοῦ ἔκτισε κοτζάμ σπίτι;
 - Εἶπες ὅμως πώς τό σπίτι σου ἐπιθυμεῖς νά τό δώσεις σέ κάποιον πού μένει στό χωριό, εἶπε διστακτικά ἡ Ἀγγελική.
 - Ἔχεις δίκιο, κόρη μου, τό εἶπα· μά... Κοίτα, παιδί μου, πάρε τους ὅλους καί πές τους ὅτι κατάλαβες λάθος, ὅτι δέν ἔχω σκοπό νά γράψω σέ σένα τό σπίτι, πές τους ὅ,τι θέλεις, μόνο πεῖσε τους νά ᾿ρθουν σήμερα ἐδῶ.
 Ὁ κύρ Γιάννης, πού γυρνοῦσε ἐκείνη τήν ὥρα ἀπό τήν ἐκκλησία, παραξενεύτηκε πού εἶδε τήν κόρη τους νά κλαίει μά πιό πολύ παραξενεύτηκε, ὅταν ἅπλωσε τό χέρι του νά εὐχηθεῖ στή γυναίκα του.
 - Πᾶμε τοῦ εἶπε, καί βγῆκαν μαζί ἔξω. Ἦρθε ἡ ὥρα, Γιάννη, τοῦ εἶπε, πᾶμε νά τό ποῦμε στόν παπα-Λεωνίδα.
Ὅταν γύρισαν στό σπίτι, ἦταν περασμένο μεσημέρι. Ἡ παπαδιά ἐπέμενε καί τούς κράτησε στό τραπέζι. Ἔξω ἀπό τήν αὐλή τους ἦταν ἤδη παρκαρισμένα τ᾿ αὐτοκίνητα ἀπό τά δύο παιδιά τους. Ὥς ἀργά τό ἀπόγευμα φτάσαν κι οἱ ὑπόλοιποι. Στήν ἀρχή ὅλοι τους ἦταν μουδιασμένοι, λιγάκι, θαρρεῖς, ντροπιασμένοι, μά ἡ ἀγάπη τῶν γονιῶν τους ὅλα τά κάλυψε.
 Τό βράδυ στό λιτό τραπέζι ἡ γιαγιά ἔκανε νόημα στόν παππού τόν Γιάννη καί κεῖνος σηκώθηκε ὄρθιος.
 - Ὁ παππούς θά βγάλει λόγο, φώναξε ὁ μεγάλος Γιάννης κι ὅλοι χειροκρότησαν.
 - Θέλουμε ἀπόψε πού θά γεννηθεῖ ὁ Χριστός μας νά σᾶς ποῦμε ἐγώ καί ἡ κυρά μου κάτι. Κοίταξε τήν κυρά του γιά νά πάρει θάρρος καί συνέχισε. Ὅταν ἤσασταν μικρά, καλά μου παιδιά, πάντα λυπόσασταν πού ὁ μικρός Χριστός δέν εἶχε ποῦ νά γεννηθεῖ καί γεννήθηκε σ’ ἕνα στάβλο. Κι εἴχατε δίκιο νά λυπᾶστε. Εἴπαμε, λοιπόν, μέ τή μάνα σας φέτος νά τοῦ χαρίσουμε τό σπίτι μας.
 Ἀπόμειναν ὅλοι νά τόν κοιτάζουν δίχως νά μποροῦν νά καταλάβουν.
 - Ὁ παπα-Νικόλας, πού πέθανε πέρσι, ἄφησε χήρα τήν παπαδιά του μέ ἑφτά παιδιά, συνέχισε ἡ κυρα-Εὐγενία, βγάζοντας ἀπό τή δύσκολη θέση τόν κύρ Γιάννη. Μέχρι τώρα μένουν στό ἐνοριακό σπίτι μά ὁ καινούργιος παπάς ἔχει κι αὐτός οἰκογένεια, πρέπει νά ἀδειάσει τό σπίτι ἡ χήρα. Ὅμως οὔτε ὁ παπα-Λεωνίδας διανοεῖται νά διώξει τήν οἰκογένεια τοῦ παπα-Νικόλα μά οὔτε κι ἡ χήρα ἔχει κάπου νά πάει.
 - Λοιπόν, πιστεύω πώς ὅλοι συμφωνεῖτε, πῆρε καί πάλι τό λόγο ὁ κύρ Γιάννης, πώς τό μεγάλο αὐτό σπίτι χωρᾶ καί τή μάνα σας καί τόν πατέρα σας, χωρᾶ καί τή χήρα παπαδιά μέ τά ἑφτά ὀρφανά. Μετά τά Χριστούγεννα θά γράψουμε τό σπίτι στή φαμίλια τοῦ παπα-Νικόλα.
 Κανένας δέν γύρισε νά κοιτάξει τόν ἄλλο. Ὅλοι κοιτοῦσαν στά μάτια τόν κύρ Γιάννη πού ἦταν ἀπόψε φωτεινός σάν ἄγγελος. Κοιτοῦσαν δίπλα του τήν κυρα-Εὐγενία πού ᾿μοιαζε ἀπόψε μέ στοργική Παναγιά.
 - Πατέρα, ἔσπασε τή σιωπή συγκινημένος ὁ πρωτογιός τους ὁ Κώστας, ὡραιότερα κάλαντα ἀπ᾿ αὐτά πού ἀκούσαμε ἀπόψε ἀπό σένα καί τή μάνα μας οὔτε ἀκούσαμε ποτέ οὔτε εἴπαμε. Σᾶς εὐχαριστοῦμε!
 Τό χειροκρότημα πού ξέσπασε ἔφτασε στόν οὐρανό σάν ὕμνος ἀγγέλων· καί ἄν κάποιος ἔρριχνε ἀπόψε μιά ματιά πρός τό μεγάλο σπίτι τοῦ κύρ Γιάννη καί τῆς κυρα- Εὐγενίας, σίγουρα θά πραξενευότανε πολύ πού θά ἔβλεπε ἕνα μεγάλο ἀστέρι ἐπάνω του σταματημένο. Κι ἄν εἶχε καθαρή καρδιά, θά ἔβλεπε μέσα στό σπίτι τους τόν νεογέννητο Χριστό ἐπάνω στήν κόκκινη φλοκάτη χαρούμενο καί εὐχαριστημένο.

Ε.Β.

Κατηγορία Διηγήματα
Σάββατο, 02 Αύγουστος 2014 03:00

Ἀγρύπνια τῶν ἀγγέλων

agrypniaΠερασμένα μεσάνυχτα. Ὥρα καλή γιά κείνους π᾿ ἀγρυπνοῦν μετρώντας κόμπο-κόμπο τά «Κύριε ἐλέησον» ἤ διαβάζοντας τό Μεσονυκτικό. Ὥρα καλή, πού μέσα στή σιωπή της γίνεται εὐκολότερη ἡ κοινωνία μέ τόν Θεό. Μά καί ὥρα κακή γιά ὅσους, τυλιγμένοι τό σκοτεινό της μανδύα, ξεγλιστροῦν, νομίζουν, ἀπό τό βλέμμα τοῦ Θεοῦ καί προσπαθοῦν μές στό βαθύ σκοτάδι νά πράξουν τά ἀνόσια.
 Κατέβηκε νυχοπατώντας τή σκάλα ὁ Μιχάλης καί βρέθηκε μπροστά στήν πόρτα τοῦ ὑπόγειου διαμερίσματος. Τοῦ ἦταν ὅλα ἐκεῖ τόσο γνώριμα, ἀκόμα κι ἡ μυρωδιά τῆς εἰσόδου τῆς πολυκατοικίας· μιά μυρωδιά πετρελαίου ἀνακατωμένη μέ τό ἄρωμα τοῦ ἀπορρυπαντικοῦ πού χρησιμοποιοῦσε ἡ καθαρίστρια.
 Παρασκευή βράδυ καί περασμένα μεσάνυχτα. Στάθηκε μπρός στήν πόρτα μέ καρδιοχτύπι. Κι ἄν ἦταν μέσα ὁ φοιτητής πού τό νοίκιαζε; Ἄν τρόμαζε κι ἔβαζε τίς φωνές μέσα στή νύχτα; Θά χτυποῦσε πρῶτα τό κουδούνι κι ἄν ἦταν μέσα, θά τοῦ ἔλεγε πώς ἔκανε λάθος, πώς ἔψαχνε κάποιον χωριανό του.
 Χτύπησε μέ τρεμάμενο χέρι τό κουδούνι ὁ Μιχάλης καί περίμενε. Ξαναχτύπησε καί ξαναπερίμενε, κι ὅταν πιά σιγουρεύτηκε πώς ὁ ἔνοικος ἔλειπε, ἔβγαλε ἀπό τήν τσέπη τό κλειδί. Τί καλά ἔκανε καί κράτησε ἀντικλείδι, ὅταν τό ξενοίκιασε πρίν ἀπό δύο χρόνια! Ἔβαλε τό κλειδί στήν κλειδαριά καί ἄνοιξε. Μπῆκε μέσα σάν νοικοκύρης καί ἄναψε τό φῶς. Ἡ ματιά πού ἔρριξε γύρω του τόν βεβαίωσε πώς δέν θά πήγαινε ἄδικος ὁ κόπος του. Τουλάχιστον θά ἔπαιρνε μαζί του ἕναν πολύ καλό ὑπολογιστή. Ἐπιτέλους θά ἱκανοποιοῦσε τήν παρέα του. Στή σκέψη τῆς παρέας ἔνιωσε ἕνα τσίμπημα στήν καρδιά, καθώς τά λόγια τῆς Μαίρης τόν ἔσφαζαν σάν μαχαίρι: «Δέν εἶσαι γιά δῶ, ρέ Μιχάλη, ξεκόλλα ἀπό μᾶς. Δέν εἶσαι ἱκανός νά γίνεις κλέφτης». Ἀπόψε θά ἀνέβαινε στά μάτια της, θά τόν ἐκτιμοῦσε ἀπό δῶ καί πέρα, ὅπως ἐκτιμοῦσε τόν Λάκη καί τόν Πέτρο. Πῆγε χωρίς νά βιάζεται στήν κουζίνα κι ἄνοιξε τό ψυγεῖο. Ὅλα τ᾿ ἀγαθά τοῦ Ἀβραάμ λές καί στοιβάχτηκαν ἀπόψε ἐκεῖ μέσα γιά χατίρι του. Διάλεξε ὅ,τι ἤθελε καί πῆγε νά τ᾿ ἀφήσει στό τραπέζι. Πῆγε νά ξεφωνίσει ἀπ᾿ τή χαρά του. Ἐκεῖ, στή μέση τοῦ τραπεζιοῦ, ἦταν σκεπασμένο ἕνα ταψί μέ μιά ὡραιότατη χωριάτικη τυρόπιτα καί δίπλα ἀφημένο ἕνα κουτί ἀπό χρυσοχοεῖο. Ἄνοιξε μέ βουλιμία τό κουτί καί βρῆκε μέσα ἕνα πανάκριβο ρολόι μάρκας. Ὕστερα μέ τήν ἴδια βουλιμία ρίχτηκε στήν πίτα.
 «Σάν τήν πίτα τῆς μάνας μου», σκέφτηκε μόλις τή δάγκωσε, κι ἡ δαγκωματιά λές κι ἔφτασε ὥς στήν καρδιά του. Ἄν μάθαινε ἡ μάνα του τί ἔκανε ἀπόψε ὁ γιός της, ἄλλη νύχτα δέν θά ζοῦσε. Ἀπόμεινε στή σκέψη του ἡ μάνα του καί τήν εἶδε μπροστά του ὁλοζώντανη νά ἀνοίγει τό φύλλο χαρούμενη, νά ἁπλώνει τό τυρί, νά βάζει τήν πίτα στό φοῦρνο κι ὕστερα νά χωρίζει τό καλύτερο κομμάτι γιά τόν κανακάρη της.
 Πόση ὥρα κοιτοῦσε τήν πίτα δέν κατάλαβε. Οὔτε κατάλαβε πότε στάθηκαν στήν πόρτα τῆς κουζίνας ἐκεῖνοι πού τόν κοιτοῦσαν ὄχι τόσο ξαφνιασμένα ἀλλά, θά μποροῦσε νά τό πεῖ, πονετικά. Τινάχτηκε μόλις τούς εἶδε κι ἄρχισε νά τρέμει ἀπό τό φόβο του.
 - Μή φοβᾶσαι, παιδί μου, τοῦ μίλησε γλυκά ἡ γυναίκα.
 Κοίταζε μιά τή γυναίκα πού τοῦ μιλοῦσε καί μιά τόν νεαρό πού ἦταν πλάι της. Προσπάθησε νά κρατηθεῖ στά πόδια του, μά ἐκείνη ἡ τρεμούλα δέν ἔλεγε νά τόν ἀφήσει.
 Ἡ γυναίκα τόν πλησίασε, τόν ἀκούμπησε ἁπαλά καί τόν ἔβαλε νά καθίσει. Ὕστερα ἅπλωσε πάνω στά λερά μαλλιά του τό χέρι της καί τόν χάιδεψε.
 - Πῶς μπῆκες μέσα; τόν ρώτησε ὁ νέος πού ἦταν μαζί μέ τήν κυρία.
  Ἔβγαλε συντριμμένος τό κλειδί ἀπό τήν τσέπη ὁ Μιχάλης καί τ᾿ ἄφησε πάνω στό τραπέζι. Πρίν δύο χρόνια ἔμενα ἐδῶ. Νόμιζα... δηλαδή εἶχα μάθει πώς ἔφευγες κάθε Παρασκευή στό σπίτι σου, εἶπε καί χαμήλωσε τό κεφάλι.
 Αὐτή τή φορά ἦρθα ἐγώ, γιατί αὔριο ὁ Μιχάλης μου γιορτάζει καί θά ἔρθουν ἐδῶ οἱ φίλοι του νά τόν γιορτάσουν. Πήγαμε ἀπόψε στήν ἀγρυπνία. Ἀπό ἐκεῖ ἐρχόμαστε, παιδί μου. Ὁ Θεός φύλαξε καί δέν ἔγινε τό κακό. Κάθισε, λοιπόν, μαζί μας νά φᾶμε κι ὕστερα τραβᾶς στό καλό. Ἔλα, Μιχάλη μου, βόηθα με νά στρώσω γρήγορα μιά κι ἔχουμε μουσαφίρη!
 - Δέν θά φωνάξετε τήν ἀστυνομία; ρώτησε ἀπορημένος καί γεμάτος ἐλπίδα ὁ Μιχάλης.
 - Δέν πῆρες τίποτα, πῆρες; τόν ρώτησε γλυκά ἡ μάνα.
 - Δέν πρόλαβα, ὁμολόγησε ταπεινά ἐκεῖνος καί ξέσπασε σέ κλάματα. Κάθισε δίπλα του ἡ μάνα ἡ χωρική, ὅμοια κι ἀπαράλλαχτη μέ τή δική του μάνα, καί τοῦ ᾿πε λόγια σοφά, συμβουλευτικά. Πότε τόν μάλωνε γιά τό κατάντημά του καί πότε τοῦ μιλοῦσε τρυφερά. Πότε τοῦ ἔδειχνε τήν Παναγιά, πού ἀπ᾿ ἀπέναντι τούς κοιτοῦσε γλυκά, καί πότε τοῦ θύμιζε τή μάνα του, πού τόν περίμενε νά γυρίσει ἐπιστήμονας κοντά της. Κι ὅταν πιά στέρεψαν τά δάκρυα τοῦ νέου καί σώθηκαν τά λόγια τῆς καρδιᾶς της, ἐκεῖνος ἅρπαξε τά δυό της χέρια καί τά φίλησε.
 - Οὔτε τό ὄνομά σου δέν μᾶς εἶπες, παιδί μου, εἶπε ἡ μάνα καί τόν κοίταξε μέ ὅση ἀγάπη ἔκρυβε ἡ πλατειά καρδιά της.
 - Μιχάλης, ἀπάντησε γεμάτος ντροπή πού εἶχε τό ἴδιο ὄνομα μέ τό τίμιο παιδί τῆς ὑπέροχης, τῆς ἁγίας αὐτῆς γυναίκας.
 - Μιχάλης! Καί δέ μᾶς τό λές τόση ὥρα! Χρόνια πολλά, Μιχάλη! Χρόνια πολλά, παιδί μου! εἶπε συγκινημένη.
 Καί πρίν προλάβει νά πεῖ «εὐχαριστῶ» ὁ Μιχάλης, ἔνιωσε τά μητρικά της χείλη ν᾿ ἀκουμποῦν στό ἱδρωμένο του μέτωπο.
  Ἦταν σχεδόν ξημέρωμα, ὅταν ὁ Μιχάλης ἄφηνε πίσω τό παλιό του διαμέρισμα καί τούς καινούργιους του φίλους. Στά χέρια του δέν κρατοῦσε οὔτε τόν ὑπολογιστή οὔτε κανένα ἄλλο λάφυρο. Στά χέρια του ἔσφιγγε δυνατά τό χαρτονόμισμα πού τοῦ ἔβαλε στό χέρι ἡ γλυκειά γυναίκα ψιθυρίζοντάς του τρυφερά: «Πήγαινε νά γιορτάσεις σήμερα μέ τή μανούλα σου, μέ τούς δικούς σου!».
 Ἔφτασε στό πρακτορεῖο καί περίμενε ν᾿ ἀνοίξει. Πῆρε τό πρῶτο λεωφορεῖο καί ξεκίνησε. Τήν ἴδια ὥρα στό χωριό του, ἡ μάνα του μέ χίλιες ἐλπίδες στήν καρδιά πῆρε τό πρόσφορο πού ζύμωσε, ἔγραψε τό ὄνομα «Μιχαήλ» στό χαρτί καί τράβηξε γιά τήν ἐκκλησία. Δέν τόν περίμενε, μ᾿ αὐτός τῆς ἐρχόταν. Αὐτό ἦταν ἀπό τά ἀνέλπιστα, πού ἀναπάντεχα χαρίζει ὁ Θεός.
 Ὅταν τό λεωφορεῖο σταμάτησε στό χωριό του, ἦταν ἡ ὥρα πού σχολνοῦσε ἡ ἐκκλησία κι ἡ μάνα του, θές ἀπό ἔνστικτο, θές ἀπό ἐλπίδα, στύλωσε τά μάτια στήν πόρτα του. Κι ἄρχισε ἡ καρδιά της ἕνα φτεροκόπημα ὅμοιο, θαρρεῖς, μέ κεῖνο πού ἔκαναν οἱ ἄγγελοι στόν οὐρανό, καθώς πετώντας γιόρταζαν τή γιορτή τοῦ Μιχαήλ, τοῦ γιοῦ της πού ἐπέστρεψε.
 Ἑ.Β.

Κατηγορία Διηγήματα
Σάββατο, 02 Αύγουστος 2014 03:00

Καί ἐπί γῆς εἰρἠνη

 Ὁ Μανώλης τράβηξε τήν κουρτίνα τοῦ παραθύρου του καί εἶδε μέ ἱκανοποίηση ὅτι ὁ καιρός τό γύρισε σέ χιόνι. Ὅλη τή μέρα ἔβρεχε, μά μέσα στή βροχή ἔβλεπε μερικές νιφάδες πού πάλευαν νά ἐπικρατήσουν. Κι ἐπιτέλους τά κατάφεραν! Ἄρχισε ἤδη νά τό στρώνει.

 Τοῦ ἦρθε στή σκέψη τό χωριό. Εἶχαν νά πᾶνε ἐκεῖ γιά Χριστούγεννα τρία χρόνια καί ἀκριβῶς τόσα χρόνια εἶχε νά δεῖ τούς θείους καί τά ξαδέλφια του. Ἦταν πολύ ὄμορφα στό χωριό ὅταν χιόνιζε, μά ἀπό τότε πού εἶχαν οἱ μεγάλοι ἐκείνη τήν ἀνόητη παρεξήγηση, δέν ξαναπάτησαν ἐ­κεῖ οὔτε Χριστούγεννα οὔτε καλοκαίρι. Οὔτε πού θυμόταν καλά-καλά πῶς ἄρχισε ἡ παρεξήγηση. Θυμᾶται ὅτι ὁ μπαμπάς του ἀστειεύθηκε λέγοντας πώς οἱ λαχανοσαρμάδες τῆς θείας ἦταν καλοί, ὅμως ὄχι σάν τῆς γυναίκας του. Θυμᾶται ὅτι ἡ θεία ἡ Σμαρώ κατέβασε τά μοῦτρα της καί δέν τά ξανανέβασε ὅλη τή μέρα. Τή δεύτερη μέρα τῶν Χριστουγέννων ἡ θεία πεισμωμένη δέν μαγείρεψε τίποτε κι ὁ ἀδελφός της, ὁ πατέρας του δηλαδή, θύμωσε, τούς πῆρε ὅλους κι ἔφυγε κι ὁρκίστηκε νά μήν ξαναπατήσει στό χωριό.
 - Κοίτα, φίλε μου, τί μᾶς κάνανε οἱ λαχανοσαρμάδες! εἶπε δυνατά.
 - Μανώλη, τί ἔπαθες; Παραμιλᾶς;
 Ἡ ἀδελφή του ἡ Χρυσούλα, πού μπῆκε ἐκείνη τήν ὥρα στό δωμάτιο, τόν κοίταζε κοροϊδευτικά.
 - Ὄχι, Χρύσα μου, δέν παραμιλάω. Ὅμως ἔλα νά δεῖς· τό ἔστρωσε κιόλας. Φαντάζεσαι τί ὄμορφα πού θά εἶναι τώρα στό χωριό!
 - Κατάλαβα, εἶπε βγάζοντας ἕναν βαθύ ἀναστεναγμό ἡ Χρυσούλα. Ἴσως γι᾿ αὐτό νά μή μ᾿ ἀρέσουν καί οἱ λαχανοσαρμάδες.
 Ἔφυγε ἡ Χρυσούλα κι ἔμεινε μόνος καί πάλι ὁ Μανώλης μπροστά στό χιονισμένο τοπίο.
 «Κάτι πρέπει νά γίνει, σκέφτηκε. Τί στό καλό; Ὁ μπαμπάς μέ τή θεία εἶναι ἀδέλφια· δέν μπορεῖ νά μήν ἀγαπιοῦνται, νά μήν πεθύμησε τόσα χρόνια ὁ ἕνας τόν ἄλλον. Ναί, κάτι πρέπει νά γίνει. Τί ὅμως;»
 Ὁ μπαμπάς του -τό ἤξερε καλά ὁ Μανώλης- ποτέ δέν ὑποχωροῦσε πρῶ­τος. Εὔκολα ἔκανε τό δεύτερο βῆμα σέ μιά συμφιλίωση, ποτέ ὅμως τό πρῶτο. Ἡ μαμά ὅμως ἦταν πιό ἁπλός ἄνθρωπος, πιό ταπεινός. Κι ὁ διος ἦταν πιά δεκάξι χρονῶν καί μποροῦσε νά τό καταλάβει πολύ καλά αὐτό. Θά συνεργαζόταν, λοιπόν, μέ τή μαμά.
 Τή βρῆκε ὅπως ἦταν φυσικό στήν κουζίνα. Τά εἶπαν μάνα καί γιός καί ὕστερα κατάστρωσαν τό σχέδιό τους. Τό βράδυ στό τραπέζι ὁ Μανώλης κοίταξε ἱκετευτικά τόν πατέρα του κι ὕστερα τοῦ μίλησε ὅσο πιό ἤρεμα μποροῦσε:
 - Πατέρα, θέλω νά σοῦ ζητήσω μιά χάρη.
 Ἐκεῖνος σταμάτησε νά τρώει καί κοίταξε τό γιό του ξαφνιασμένος.
 - Θέλω νά μοῦ δώσεις ἄδεια, αὔριο πού κλείνουν τά σχολεῖα, νά πάω στό χωριό καί νά κάνω ἐκεῖ Χριστούγεννα.
 - Θέλεις νά κάνεις Χριστούγεννα μακριά ἀπό τήν οἰκογένειά σου; τόν ρώτησε ταραγμένος ἐκεῖνος.
 - Πατέρα, θεωρῶ γελοία τήν ἀφορμή τῆς παρεξήγησής σου μέ τή θεία Σμαρώ καί ἀφοῦ ἐσύ χωρίς σπουδαῖο λόγο δέν θές νά πᾶς, νομίζω πώς ἔχω τό δικαίωμα ἐγώ νά πάω νά γιορτάσω μαζί μέ τούς θείους καί τά ξαδέλφια μου.
 - Ἀφοῦ τό θέλεις πήγαινε, ἀπάντησε ὁ πατέρας του, καί τά λόγια του -παράξενο- δέν φαίνονταν νά βγαίνουν ἀπό θιγμένο ἄνθρωπο.
 Τήν ἄλλη μέρα χαιρέτησε τούς δικούς του ὁ Μανώλης κι ἔφυγε μέ τό τραῖνο γιά τό χωριό.
 - Κανονικά ἔπρεπε ὅλοι νά πᾶμε, τούς εἶπε φιλώντας τους. Καί μήν ξε­χνᾶς, μπαμπά, ἐσύ κάποτε μοῦ εἶπες πώς Χρι­στούγεννα σημαίνει εἰρήνη καί ὅτι εἰρήνη σημαίνει συμφιλίωση.
 Δέν εἶπε τίποτε ὁ κύρ Ἀλέκος, ὅμως στό βάθος του ζήλεψε τό παιδί του, γιατί καί κεῖνος περισσότερο ἀπό ὁτιδήποτε ἐπιθυμοῦσε ν᾿ ἀνέβει στό τραῖνο καί νά πάει στό χωριό.
 Τό βράδυ ἀργά κτύπησε τό τηλέφωνο. Ὁ κύρ Ἀλέκος τό σήκωσε ἀνήσυχος.
 - Ἀλέκο μου, ἡ Σμαρώ εἶμαι· τό παιδί ἔφτασε καλά. Σ᾿ εὐχαριστῶ πολύ πού μέ συγχώρησες. Ὁ Μανώλης μοῦ εἶπε πώς θά ᾿ρθεῖτε καί σεῖς αὔριο καί κλαίω, Ἀλέκο μου, ἀπό τή χαρά μου. Ἤμουν ἀνόητη, Ἀλέκο μου, τ᾿ ἀκοῦς; Ἀνόητη.
 - Σᾶς εἶπε ὁ Μανώλης ὅτι αὔριο θά ᾿ρθοῦμε καί μεῖς; ρώτησε ὁ κύρ Ἀλέκος συγκινημένος μ᾿ ὅλα αὐτά πού ἄκουγε.
 - Ναί μᾶς τό ᾿πε καί πῆρα νά σᾶς πῶ νά ᾿ρθεῖτε μέ τό τραῖνο, γιατί στό χωριό ἔ­χουμε ἕνα μέτρο χιόνι. Καί ... καί κάτι ἄλλο, Ἀλέκο μου. Πές στή γυναίκα σου, ἄν μπορεῖ, ἄς φτιάξει καί κάμποσους λαχανοσαρμάδες, πού τούς φτιάχνει τόσο νόστιμους, καί νά τούς φέρει μαζί της. Ἐγώ ἔχω τρία χρόνια νά τούς μαγειρέψω καί φοβᾶμαι πώς δέν θά τούς πετύχω. Καλή ἀντάμωση, ἀδελφέ μου. Μέ τό καλό νά ᾿ρθεῖτε!
 Ἔκλεισε τό τηλέφωνο ὁ κύρ Ἀλέκος καί γύρισε δακρυσμένος πρός τή γυναίκα του.
 - Μιά χαρά μᾶς τήν κατάφερε ὁ μικρός, τῆς εἶπε. Αὔριο πρωί-πρωί πρέπει νά φτιάξεις λαχανοσαρμάδες.
 -Ἔχεις τρία χρόνια νά μοῦ τό ζητήσεις αὐτό. Σοῦ ὑπόσχομαι πώς θά εἶναι οἱ νοστιμότεροι λαχανοσαρμάδες πού ἔφαγες ποτέ, τοῦ εἶπε ἐκείνη κι ἡ σκέψη της ἔτρεξε μακριά στό χωριό στό γιό της τόν Μανώλη.
 Μέσα στήν καρδιά της ξεχώρισε καθαρά τή φωνή του. Ναί! Ἀνάμεσα στίς φωνές τίς ἀγγελικές ἄκουγε καί τή φωνή τοῦ Μανώλη της: «Δόξα ἐν ὑψίστοις Θεῷ καί ἐπί γῆς εἰρήνη».
 Κι ἡ καρδιά της πῆρε νά κτυπᾶ χαρμόσυνα: «καί ἐπί γῆς εἰρήνη», «καί ἐπί γῆς εἰρήνη»... Ἐπιτέλους ὕστερα ἀπό τρία ὁλόκληρα χρόνια θά γιόρταζαν ἀληθινά Χριστούγεννα!

 

Ἑ.Β.

Κατηγορία Διηγήματα