Πέμπτη, 14 Ιανουάριος 2016 03:00

Ὁ Θεός τῆς ἀγάπης

Giagia-sto-tzaki  Κάθε π᾿ ἀστράφτει καί βροντᾶ κι ὁ οὐρανός ἀνοίγει τούς κρουνούς του, θέλω δέ θέλω, μιά δύναμη πού εἶναι πάνω ἀπό μένα -μπορεῖ συνειρμός, μπορεῖ σφραγίδα- μέ μεταφέρει ἐκεῖ, σέ κεῖνο τό ἁπλό παραγώνι πλάι στό τζάκι. Ἡ ἀγαπημένη φιγούρα τῆς γιαγιᾶς κι ὅλοι ἐμεῖς ἀπό γύρω νά μαθαίνουμε καθισμένοι στά πόδια της. Κοντά στή γιαγιά μου δέν φοβόμουν τίποτε, οὔτε ἀστραπές οὔτε βροντές. Ὄχι πώς ἦταν καμιά ἀνδρογυναίκα. Ἀντίθετα, μιά σταλιά ἄνθρωπος ἦταν καί μάλιστα τυφλή. Σάν ἔπιανε κάθε φορά τ᾿ ἀστραπόβροντο, ἐμεῖς ζαρώναμε στή γωνιά μας καί τότε ἐκείνη πού ἔνιωθε τό φόβο στά βλέμματά μας -ἀφοῦ δέν μποροῦσε νά τόν δεῖ- σηκωνόταν ὄρθια, ἔκανε τρεῖς βαθειές μετάνοιες κι ἔλεγε μιά προσευχή, πού θαρρεῖς καί τήν ἔκανε νά φαντάζει ἀλεξικέραυνο στά μάτια μας. Μιά προσευχή ἁπλή, γεμάτη πίστη. «Θεέ μου», ἔλεγε, «ὁ θυμός σου στ᾿ ἄγρια ὄρη κι ἡ ἀγάπη σου κοντά μας». Κι ὕστερα τή λέγαμε ὅλοι μαζί καί στ᾿ ἀλήθεια ξεχνούσαμε πώς ἔξω γινόταν χαλασμός. Ἦταν μιά τέτοια μέρα. Τά μεγάλα ἀδέλφια μου ἔλειπαν στό σχολεῖο, ἡ μάνα κι ὁ πατέρας πῆγαν νά μάσουν τίς ἐλιές κι ἐμεῖς χαιρόμασταν τήν παρουσία τῆς γιαγιᾶς. Τό πρωί τίποτε δέν προμηνοῦσε τήν κακοκαιρία καί γι᾿ αὐτό ὅλοι σχεδόν στό χωριό μας βγῆκαν στίς ἐλιές. Ἡ γειτόνισσά μας πρίν ξεκινήσει γιά τό χωράφι, στάθηκε γιά λίγο ἔξω ἀπό τήν αὐλή μας καί φώναξε μέ φωνή ἐπιτιμητική:
 - Κυρα-Λένη, τά παιδιά μπαίνουν ἀπό τό φράχτη καί κλέβουν τ᾿ αὐγά. Μάλωσέ τα, γιατί ἄν καταλάβω πώς μπῆκαν καί σήμερα, ἀλίμονό σας· θά φωνάξω τήν ἀστυνομία.
 - Λάθος κάνεις κυρα-Δέσποινα, ἀπάντησε μέ γλυκιά φωνή ἡ γιαγιά. Τά δικά μας τά παιδιά δέν μπῆκαν ποτέ στήν αὐλή σου.
 - Καί ποῦ τό ξέρεις ἐσύ, ἀφοῦ εἶσαι στραβή καί δέν βλέπεις; Στό ξαναλέω· πρόσεξέ τα, γιατί ἀλλιῶς θά ἔχετε νά κάνετε μέ τήν ἀστυνομία.
 Τά τελευταῖα λόγια ἡ κυρα-Δέσποινα ἡ γειτόνισσα τά εἶπε θυμωμένη. Κτύπησε στή γῆ τό πόδι της, γιά ἐπισφράγισμα τῶν ὅσων εἶπε, κι ἔφυγε ἀφήνοντας στό πρόσωπο τῆς γιαγιᾶς μου μιά θλίψη.
 - Γιαγιά, ξέρω ποιός τῆς κλέβει τ᾿ αὐγά καί θά τό πῶ καί στήν ἀστυνομία.
 Ὁ ἀδελφός μου θιγμένος κατάβαθα ἀπ᾿ αὐτήν τή ρετσινιά, πού μᾶς κόλλησε ἡ γειτόνισσα, ἦταν ἀποφασισμένος νά ρίξει φῶς στήν ὑπόθεση.
 - Ὁ Χάρης, ὁ ἐγγονός της, τά κλέβει καί τά πάει στόν μπακάλη καί τοῦ δίνει καραμέλες καί σοκολάτες.  Ξεχάσαμε γιά λίγο τή γειτόνισσα, τίς κότες της καί τ᾿ αὐγά καί καθισμένοι στό τζάκι κουβεντιάζαμε καί παίζαμε ἀνέμελα. Ἡ πρώτη ἀστραπή καί ἡ πρώτη βροντή μᾶς ξάφνιασαν.
 - Γιά βγές, κόρη μου, μοῦ εἶπε ἡ γιαγιά, καί δές· ἔχει πολλά σύννεφα ὁ οὐρανός; Βγῆκα στήν αὐλή καί τότε εἶδα τόν οὐρανό κατάμαυρο. Ἤμουν ἕτοιμη νά μπῶ ξανά μέσα μέ τήν καρδιά σφιγμένη στή σκέψη πώς οἱ γονιοί μου ἦταν στό χωράφι, ὅταν τό μάτι μου ἔπιασε νά γίνεται κάτι ἀσυνήθιστο στήν αὐλή τῆς γειτόνισσας: ὅλες οἱ κότες τρέχαν ἀλαφιασμένες στήν αὐλή κι ὁ σκύλος της λυμένος ξεκοκκάλιζε μιά.

-  Γιαγιά, γιαγιά! φώναξα ξαναμμένη πηδώντας σχεδόν ἀπ᾿ τή χαρά μου, ὁ σκύλος ἄνοιξε τό κοτέτσι καί τρώει τίς κότες.
 - Ἄ, τή φτωχή τήν κυρα-Δέσποινα! Γρήγορα, γρήγορα, κόρη μου, τρέχα νά κυνηγήσεις τό σκύλο. Τρέξτε, παιδιά μου, νά γλυτώσετε τίς κότες καί νά τίς βάλετε μέσα, γιατί ὅπου νά ᾿ναι φτάνει ἡ μπόρα. Ἡ γιαγιά εἶχε σηκωθεῖ ὄρθια καί σάν λοχαγός ἔδινε διαταγές, πού ἐμεῖς ἔπρεπε νά τίς τηρήσουμε.
 Ξέχασα τήν εὐχαρίστηση τῆς ἐκδίκησης, πῆρα τό μπαστούνι τῆς γιαγιᾶς, πήδηξα τό φράχτη κι ἔδιωξα τό σκύλο. Ὕστερα μέ τόν ἀδελφό μου μαζί βάλαμε τίς κότες στό κοτέτσι καί δέσαμε γερά τήν πόρτα. Μόλις πού προλάβαμε καί μπήκαμε στό σπίτι μας κι ἄρχισε μιά βροχή, κατακλυσμός. Τ᾿ ἀστραπόβροντα δίναν καί παίρναν κι ἡ γιαγιά μέ τό βλέμμα στόν οὐρανό, τόν τόσο σκοτεινό γιά τά φυσικά της μάτια, μᾶς ἔκανε ξανά νά βλέπουμε πέρα ἀπ᾿ αὐτόν, καθώς ξέσπασε πάλι στήν ἀγαπημένη προσευχή· «Θεέ μου, ὁ θυμός σου στ᾿ ἄγρια ὄρη κι ἡ ἀγάπη σου κοντά μας». Ὕστερα ἄρχισε νά λέει τά ὀνόματα ὅλων τῶν χωριανῶν πού ἤξερε πώς ἦταν στίς ἐλιές. Εἶπε καί τ᾿ ὄνομα τῆς κυρα-Δέσποινας καί τελευταῖα ἀνέφερε τά ὀνόματα τῶν γονιῶν μου.
 - Γιαγιά, τόλμησα καί τή ρώτησα, γιατί παρακαλᾶς τόν Θεό καί γιά τήν κυρα-Δέσποινα, ἀφοῦ αὐτή εἶναι κακιά;
  - Γιά νά μπορῶ, κόρη μου, μοῦ εἶπε, νά τόν παρακαλῶ, τόν δίκαιο θυμό του νά τόν στέλλει μακριά ἀπό τά πλάσματά του καί νά κρατάει γιά μᾶς τήν ἀγάπη του. Κατάλαβες;
 Σίγουρα τότε δέν εἶχα καταλάβει. Πολύ περισσότερο μπερδεύτηκα, σάν γύρισε κι ἡ κυρα-Δέσποινα καί ἀντί γιά "εὐχαριστῶ", μᾶς κατηγόρησε ὅτι ἐμεῖς λύσαμε τό σκύλο καί ἀνοίξαμε καί τό κοτέτσι.
 Σήμερα ὅμως ξέρω, κατάλαβα! Καί κάθε π᾿ ἀστράφτει καί βροντᾶ, θέλω δέ θέλω, ψιθυρίζω· «Θεέ μου, ὁ θυμός σου στ᾿ ἄγρια ὄρη κι ἡ ἀγάπη σου κοντά μας». Καί κάθε φορά πού τό λέω, ταξιδεύω μαζί μέ τό δίχως φυσικό φῶς βλέμμα τῆς γιαγιᾶς μου τῆς Ἑλένης πάνω ἀπό τόν σκοτεινό, ἄγριο οὐρανό. Ἐκεῖ πού ἕνας Θεός δίχως θυμό κοιτᾶ τά πλάσματά του καί κυρίως ἐκεῖνα πού ξέρουν νά ἀγαποῦνε μέ πατρική ἀγάπη. Καί εἶμαι σίγουρη πώς ἀπό κάπου ἐκεῖ μέ βλέπει κι ἡ γιαγιά!

Ἑλένη Βασιλείου

Ἀπολύτρωσις 54 (1999) 235-236

Κατηγορία Διηγήματα
Σάββατο, 02 Αύγουστος 2014 03:00

Χριστῳ συνεσταύρωμαι

Ποτέ της δέν συμβιβάστηκε ἡ κυρία Εὐθυμία μέ τό γάμο τοῦ γιοῦ της. Αὐτή ἄλλα ὄνειρα εἶχε γιά τόν μοναχογιό της. Τοῦ εἶχε ἑτοιμάσει κιόλας τή νύφη, τά εἶχε ὅλα κανονισμένα. καί ἦταν, λοιπόν, νά μήν πέσει ἀπό τά σύννεφα, ὅταν μιά μέρα ἐκεῖνος γεμάτος χαρά καί καμάρι τῆς παρουσίασε τήν κοπέλλα πού θά ἔκανε γυναίκα του;
    Μιά δασκαλίτσα ἀπό ἕνα χωριό πού πρώτη φορά στή ζωή της ἄκουγε ἡ κυρία Εὐθυμία. ῎Αστραψε καί βρόντηξε, τσίριξε καί φώναξε, μά ἐκεῖνος ἐκεῖ· τήν παντρεύτηκε τή δασκαλίτσα καί δέν ἄκουσε τήν ἐπιθυμία τῆς μάνας του.
    Τί δέν μηχανεύτηκε ἡ κυρία Εὐθυμία γιά νά κάνει μαρτύριο τή ζωή τῆς νύφης της! Ποτέ δέν τήν εἶπε παιδί της καί ποτέ δέν τή σύστησε σάν νύφη της. ῞Οταν χρειαζόταν νά μιλήσει γι᾿ αὐτήν, ἔλεγε· "ἡ Καταφερτζοῦ" πού τύλιξε τόν γιό μου. Οὔτε ὅταν γεννήθηκαν τά παιδιά ἄλλαξε τίποτα. Καί τά ἕξι ἐγγόνια της εἶχαν τήν ἴδια ἀπορία· Πῶς ἡ γιαγιά τους δέν ἀγαποῦσε τή μαμά τους, πού ἦταν σωστός ἄγγελος;
    ῞Ολοι ἤλπιζαν πώς μέ τό χρόνο θά μαλάκωνε ἡ καρδιά τῆς κυρίας Εὐθυμίας. Μά ὅσο ἐκείνη γερνοῦσε, τόσο θαρρεῖς καί τό κακό μεγάλωνε μέσα της. Κι ὅταν ἔπεσε ἀπό τίς σκάλες καί ἔσπασε τό πόδι της καί χειρουργήθηκε, εἶπαν ὅλοι πώς ἦταν μιά εὐκαιρία νά πλησιάσει ἡ νύφη τήν πεθερά της. Καί κείνη, πράγματι, μετά τό νοσοκομεῖο τήν ἔφερε στό σπίτι της.
    Σάν νά τῆς καλάρεσε τῆς κυρίας Εὐθυμίας νά εἶναι περιτριγυρισμένη ἀπό τά ἐγγόνια της καί νά τρέχουν ὅλα νά ἐκπληρώνουν τίς ἐπιθυμίες της. Μά ἐκείνη ἡ ἀγάπη, ἐκείνη ἡ ἁρμονία, πού ἔβλεπε μέσα στό σπιτικό τοῦ γιοῦ της, καθόλου δέν τῆς ἄρεζε.
    ῏Ηταν πολλές οἱ φορές πού μέσα της παραδεχόταν πώς ἡ δασκαλίτσα ἔκανε εὐτυχισμένο τόν γιό της καί τότε ἡ ζήλεια κι ὁ ἐγωισμός της τῆς ἔκαιγαν τά σωθικά.
    Μόλις μπῆκε ἡ Σαρακοστή, ἡ κυρία Εὐθυμία ἄρχισε νά ζητᾶ συνεχῶς νά εἶναι κοντά της ἡ νύφη της. Τῆς ζητοῦσε συνεχῶς ἐξυπηρετήσεις καί κείνη ξαφνιασμένη ἀπό τήν ἀλλαγή τῆς στάσης τῆς πεθερᾶς της ὁλοπρόθυμα ἀνταποκρινόταν σέ ὅ,τι τῆς ζητοῦσε. Δέν ἄργησαν ὅμως ὅλοι νά καταλάβουν τούς σκοπούς της.
    - Σήκωσέ με, κάθισέ με, κάνε μου αὐτό, κάνε μου ἐκεῖνο, κι ἡ δόλια ἡ ᾿Αννέτα μέ τά ἕξι παιδιά δέν σήκωνε κεφάλι.
    Τήν ξυπνοῦσε τή νύχτα καί τήν ἤθελε δίπλα της νά τῆς κρατάει συντροφιά. Καί κείνη δίχως νά βγάζει μιλιά σάν ὑποτακτικός ὑπηρέτης ἔκανε ὅ,τι τῆς ἔλεγε.
    Μιά φορά ἡ ᾿Αννέτα θέλησε νά πάει στούς Χαιρετισμούς καί τότε πικρόχολα τῆς πέταξε·
    - ῎Εμ βέβαια, ἀντί νά καθίσεις νά περιποιηθεῖς τή μάνα τοῦ ἄντρα πού σέ ἔκανε ἀρχόντισσα, μοῦ τρέχεις στίς ἐκκλησίες. Αὐτά σέ διδάσκει ὁ Χριστός;
    Σάν μπῆκε ἡ Μ. ῾Εβδομάδα ἡ κυρία Εὐθυμία παρίστανε πώς εἶναι πιά «τοῦ θανατᾶ». ῞Ολοι ἤξεραν πώς μποροῦσε πιά νά περπατήσει καί πώς δέν εἶχε λόγους νά εἶναι κατάκοιτη, μά ἐκείνη περισσότερο παρά ποτέ βογγοῦσε καί παραπονιότανε.
    - ῎Αχ! μιά σταλιά δέν μέ πονᾶτε, μιά στάλα δέν μέ νιώθετε. ῎Αχ! νύφη σοῦ λέει ὁ ἄλλος... Νά ἦταν κόρη, μάλιστα! ᾿Εκείνη θά ἤξερε νά μέ περιποιηθεῖ.
    ῾Η ᾿Αννέτα μέ πολύ κόπο συγκρατοῦσε τόν ἄνδρα της. Δέν ἤθελε νά τῆς δώσουν καμιά πραγματική ἀφορμή. Τόν ἔστελνε, λοιπόν, μέ τά παιδιά στήν ἐκκλησία καί κείνη καθόταν κοντά της καί ἱκανοποιοῦσε τίς ἀπαιτήσεις της.
    Τή Μ. Πέμπτη τό βράδυ ὅμως τό ποτήρι ξεχείλισε. Τήν παρακάλεσαν νά κάνει λίγη ὑπομονή, νά πάει κι ἡ ᾿Αννέτα στήν ἐκκλησία, καί κείνη τούς εἶπε ἄπονους καί σκληρούς χύνοντας ἄφθονα δάκρυα.
    ῾Ο ᾿Αντώνης, ὁ γιός της, ἄλλο πιά δέν κρατιότανε.
    - ῎Οχι, ᾿Αννέτα, φώναξε ἔξω φρενῶν, ὄχι! Δέν μπορῶ ἄλλο ν᾿ ἀνεχτῶ αὐτήν τήν κατάσταση. ῾Η γυναίκα αὐτή, ὄχι, δέν μπορεῖ νά εἶναι μάνα μου. Τί δαίμονας κρατᾶ τήν ψυχή της πού οὔτε ἀπό Μ. Πέμπτη καταλαβαίνει οὔτε ἀπό σταύρωση τοῦ Χριστοῦ;
    - Μή, ᾿Αντώνη μου, μή μιλᾶς ἔτσι γιά τή μάνα σου. Γι᾿ αὐτή τήν ψυχή της ἀγωνιστήκαμε μαζί τόσα χρόνια. Τραβήξαμε τόσα καί τόσα καί θά τά παρατήσουμε τώρα;
    ῾Ο Νίκος, ὁ μικρός της γιός, φοβισμένος ἀπό τίς φωνές τοῦ μπαμπᾶ, ἄνοιξε τήν πόρτα τοῦ δωματίου τῆς γιαγιᾶς καί μπῆκε μέσα. Τότε οἱ φωνές τοῦ ζευγαριοῦ ἔφτασαν ὁλοκάθαρα στ᾿ αὐτιά της. Καί τότε σάν σέ καθρέφτη εἶδε ποιά ἀληθινά ἦταν. Ποιά ἦταν ἡ νύφη της καί ποιά ἡ ἀφεντιά της.
    ῞Οταν κάποτε σταμάτησαν οἱ φωνές, ἡ ᾿Αννέτα κόκκινη ἀπό τό κλάμα, μά ὅσο ποτέ γλυκιά, μπῆκε στό δωμάτιο τῆς γιαγιᾶς.
    - Θέλεις τίποτα, μαμά, τή ρώτησε τρυφερά.
    - Ναί, ἀπάντησε ἐκείνη μέ μιά ἀσυνήθιστη γλυκάδα στή φωνή. Νά μοῦ φέρεις ἐδῶ τό ραδιόφωνο καί νά ἑτοιμαστεῖς νά πᾶς στή σταύρωση τοῦ Χριστοῦ.
    ῾Η ᾿Αννέτα τήν κοίταξε μέ ἀπορία, σίγουρη πώς δέν κατάλαβε τί τῆς εἶπε.
    - Νά πᾶς, παιδί μου, καί νά τόν παρακαλέσεις καί γιά μένα. ᾿Εκεῖνος εἶναι μακρόθυμος σάν καί σένα καί θά σ᾿ ἀκούσει.
    - Μητέρα, ψέλλισε συγκινημένη ἡ ᾿Αννέτα, μητέρα μου ἀκούω καλά;
    - Συγχώρεσέ με καί σύ, παιδί μου, εἶπε μέ δάκρυα ἡ κυρία Εὐθυμία καί ἄνοιξε τήν ἐπί δεκαπέντε χρόνια κλειστή ἀγκαλιά της στή γυναίκα τοῦ γιοῦ της.
    Κι ἔτσι καθώς ἡ ᾿Αννέτα χώθηκε μέσα σέ κείνη τήν ἀγκαλιά, ἔνιωσε πώς τό βάρος τοῦ σταυροῦ, πού κουβαλοῦσε δεκαπέντε ὁλόκληρα χρόνια, λάφρυνε.
    Σέ λίγη ὥρα μπροστά στόν ᾿Εσταυρωμένο ἄφηνε νά ξεχειλίσει τό ποτήρι τῆς εὐγνωμοσύνης της γιά τή μεγάλη θυσία του. Γιά τή σωτηρία πού τῆς χάριζε μά καί γιά τά δεκαπέντε χρόνια πού κουβάλησε μαζί της τό σταυρό της. Κοίταξε μέ δέος τόν δικό του.
    - "Δόξα τῇ μακροθυμία σου, Κύριε", ψιθύρισε κι ἔσκυψε τό κεφάλι ἕτοιμη γιά καθετί πού θά ἐλάφρυνε τό βάρος τοῦ σταυροῦ του. Μέσα της, τοῦ νοῦ καί τῆς ψυχῆς της οἱ καμπάνες σήμαιναν ᾿Ανάσταση!

 

῾Ε. Β.

Κατηγορία Διηγήματα
Σάββατο, 02 Αύγουστος 2014 03:00

Ἡ ἐπιστροφή

epistrofhἜκλεισε πόρτες καί μαντάλωσε παράθυρα ἡ κυρα-Λίζα. Τέτοια ντροπή, ὄχι, δέν μποροῦσε νά τή σηκώσει. Οὔτε τά γεμάτα οἶκτο βλέμματα τῶν χωριανῶν μποροῦσε, μά οὔτε καί τήν καταφρόνια τους ἄντεχε... Ἀπό τό Φλεβάρη, πού πῆρε τά κακά μαντάτα γιά τόν γιό της, δέν τήν εἶδε χωριανός νά κυκλοφορεῖ. Μόνο κάποιοι, πού ξυπνοῦσαν πολύ-πολύ νωρίς γιά νά πᾶνε στά χωράφια, εἴπανε πώς τήν εἶδαν μερικές φορές νά βγαίνει ἀπό τό ἐκκλησάκι τ᾿ Ἁι-Δημήτρη τά ξημερώματα.
 Ἕναν γιό εἶχε σ᾿ αὐτή τή ζωή καί τίποτε ἄλλο. Κι ὁ γιός, πού ἦταν ἔξυπνο καί καλό παιδί, πέρασε στό Πανεπιστήμιο στή Φιλοσοφική· μά δέν πρόλαβε νά τό χαρεῖ.
 - Τί εἶναι αὐτό πού μέ βρῆκε, Θεέ μου, ἔλεγε καί ξανάλεγε. Τί εἶναι αὐτό;
 - Κυρα-Λίζα, τρέχα νά γλυτώσεις τό παιδί σου, τῆς εἶπε ἡ Μαρία πού σπούδαζε κι αὐτή. Ἔχει μπλέξει ἄσχημα μέ ἀνατολικές θρησκεῖες.
 - Ὁ γιός μου, ὁ Δημήτρης μου, πού στήν ἐκκλησία μέσα τόν μεγάλωσα; Tί λές, παιδάκι μου, μήπως κάνεις λάθος;
 Kαί σηκώθηκε ἡ κυρα-Λίζα νά πάει νά δεῖ μόνη της, νά ἡσυχάσει κι ἡ καρδιά της πού στό βάθος της δέν τό πίστευε. Kαί γύρισε στό σπίτι κατάπικρη καί τό μαντάλωσε. Ὁ Δημήτρης της μέ τήν ἀπάθεια ἁπλωμένη στό κουρεμένο σύρριζα κεφάλι του, ὁμολογοῦσε πώς, ναί, βρῆκε αὐτό πού ἔψαχνε, βρῆκε τήν ἠρεμία του, τή γαλήνη του.
  Ἀστροπελέκι χτύπησε τήν κυρα-Λίζα. Kαί κείνη ἡ λεβεντογυναίκα, πού στητή καί ὁλόρθη τράβηξε τόσα στή ζωή της, ἔσπασε. Mέσα σέ δυό μῆνες ἔμεινε ἡ μισή. Ἔλειωνε κάθε βράδυ λίγο-λίγο μπροστά στό εἰκόνισμα τῆς Παναγιᾶς, πάνω στίς πλάκες τ᾽ Ἁι-Δημήτρη.
 Ἔμαθε πώς τή νύχτα ξαγρυπνοῦσε τό παιδί της δεμένο στά πλοκάμια τῶν γκουρού. Tή νύχτα κι αὐτή τήν ἀφιέρωνε σέ προσευχή, νά σώσει ὁ Θεός τόν γιό της.
 Ἦρθε ἡ Kυριακή τῶν Bαΐων. Πλησίαζε ἀπόγευμα κι ὅπου νά ᾽ταν ὁ παπα-Mᾶρκος θά χτυποῦσε τήν καμπάνα γιά τήν ἀκολουθία τοῦ Nυμφίου. Mέσα ἀπό τή μανταλωμένη πόρτα ἡ κυρα-Λίζα περίμενε νά τήν ἀκούσει. Ὅσο θυμᾶται τόν ἑαυτό της ποτέ δέν ἔλειψε ἀπό τήν ἀκολουθία αὐτή, μά ἀπόψε, ὄχι, δέν μποροῦσε νά πάει· ἤθελε, μά δέν εἶχε τή δύναμη νά παρουσιαστεῖ στούς συγχωριανούς της.
 Ἕνα τούκ-τούκ ἀκούστηκε στήν κλειστή πόρτα καί ἡ κυρα-Λίζα τινάχτηκε ὄρθια. Ὄχι, δέν θ᾽ ἄνοιγε σέ κανέναν.
  - Ὁ παπα-Mᾶρκος εἶμαι, Λίζα, ἄνοιξέ μου.
 Ἄνοιξε μέ μάτια χαμηλωμένα, γεμάτα δάκρυα, καί ἀφοῦ ἐκεῖνος μπῆκε, πῆγε νά ξανακλείσει τήν πόρτα.

- Ὄχι, Λίζα, ὄχι, κόρη μου, μήν κλείνεις! Kαιρός εἶναι πιά νά τήν ἀνοίξεις. Ἄσε τήν περηφάνια, παιδί μου, καί τήν ἀξιοπρέπεια τή μεγάλη κι ἔλα στήν ἐκκλησία μέ τούς ἄλλους χωριανούς. Tόσα δάκρυα καί τόση προσευχή μή θές νά πᾶνε χαμένα. Tαπείνωση, Λίζα, ταπείνωση θέλει ὁ Θεός, γιά ν᾽ ἀκούσει τόν πόνο σου.
 Kαί ταπεινώθηκε ἡ κυρα-Λίζα καί πῆγε· μά παράξενο, δέν ἔνιωσε νά τήν κοιτᾶ κανείς περίεργα. Ὁ παπα-Mᾶρκος εἶχε μιλημένο ὅλο τό χωριό καί κανείς δέν γύρισε νά κοιτάξει τήν πονεμένη μάνα.
 Mεγάλη Δευτέρα, Mεγάλη Tρίτη, Mεγάλη Tετάρτη. Θεέ μου, τί Γολγοθᾶς εἶναι αὐτός π᾽ ἀνεβαίνει! Ἑκεῖ στό ψαλτήρι δίπλα στόν κύρ Xρῆστο στεκόταν ἀπό παιδί ὁ Δημήτρης της. Kαί τώρα! Ποῦ νά γυρνάει ἄραγε ὁ γιός της; Mεγάλη Πέμπτη κι ἔνιωθε ἡ κυρα-Λίζα πώς ἄλλο πιά δέν ἄντεχε. «Mάνα τοῦ Xριστοῦ», ἔλεγε καί ξανάλεγε, «Παναγιά μου, τό παιδί μου!».
 «Ὅποιος μπλέκει μ᾽ αὐτούς δέν ξεμπλέκει», ἔτσι τῆς εἶπαν ὅπου ρώτησε.
 Mόνο ὁ παπα-Mᾶρκος δέν συμφωνοῦσε, ὁ παπα-Mᾶρκος κι ἡ καρδιά της: «Ὑπομονή, Λίζα, ὑπομονή καί προσευχή! Mόνο μή χάσεις τήν ἐλπίδα σου».
 Mά σήμερα, Mεγάλη Πέμπτη, ἡ κυρα- Λίζα ἀπόκαμε. Kι ἔτσι καθώς ἦταν κουλουριασμένη στό στασίδι τήν ὥρα πού περνοῦσε ὁ Ἑσταυρωμένος, ὅλο τό εἶναι της ἦταν σάν νά κραύγαζε: «Ἕνας Kυρηναῖος, ἕνας Kυρηναῖος ἐπιτέλους, δέ βλέπεις, Kύριε, πώς δέν ἀντέχω ἄλλο;».
 Σκυμμένη ὥς τή γῆ ἡ κυρα- Λίζα, πνιγμένη στούς λυγμούς της δέν εἶδε, δέν κατάλαβε πώς ὅλο τό χωριό, ψάλτες καί παπάς, ἀπόμειναν νά κοιτοῦν γιά μιά στιγμή τήν πόρτα. Mόνο σάν στήθηκε ἐκεῖ στή μέση ὁ Ἑσταυρωμένος καί σήκωσε τό βλέμμα της νά Tοῦ ζητήσει βάλσαμο, τῆς φάνηκε παράξενο πού ἀκόμα κανείς δέν μπῆκε στή σειρά νά προσκυνήσει. Kι ἀκόμα τῆς φάνηκε πώς τοῦτο τό χωριό, πού τόσο τή σεβάστηκε ὅλες αὐτές τίς μέρες, ἀπόψε κάτι ἔπαθε.
 Mά, γιατί σταμάτησαν κι οî ψάλτες; Tί ἔγινε, τί πάθανε; Mά, γιατί ὁ κύρ Xρῆστος, ὁ ἀρχιψάλτης, κλαίει; Mά, τί κοιτᾶ;
 Kαί βρόντηξε τῆς μάνας ἡ καρδιά καί κόπηκαν τά γόνατα καί λύθηκαν τά χέρια. Ἑκεῖ, κάτω ἀπ᾽ τό Σταυρό στεκόταν ἕνας νέος μ᾽ ἕνα τριαντάφυλλο στό χέρι. Kι εἶχε τό κεφάλι κουρεμένο σύρριζα καί τά μάτια γεμάτα δάκρυα. Ἑκεῖ, κάτω ἀπό τόν Ἑσταυρωμένο, στεκόταν ὁ Δημήτρης της, ὁ νεαρός γκουρού πού ἀπόψε, νύχτα τῆς Σταύρωσης, δήλωνε μ᾽ ἕνα τριαντάφυλλο στό χέρι καί μέ δάκρυα στά μάτια τήν ἐπιστροφή του καί τήν ὑποταγή του στόν Ἑσταυρωμένο. Kι ἔτσι, καθώς ἐκεῖνος ἔσκυψε νά προσκυνήσει, ὁ κύρ Xρῆστος μ᾽ ἕνα λυγμό στή βροντερή φωνή του ἔψαλε τό «Δεῖξον ἡμῖν καί τήν ἔνδοξόν σου ἀνάστασιν».

Κατηγορία Διηγήματα
Σάββατο, 02 Αύγουστος 2014 03:00

Ἐπιστροφή τῶν ἀσώτων

epistrofi asvtvnΚαλύτερα νά μήν ἄνοιγε τό στόμα της, καλύτερα νά μήν ἔλεγε κουβέντα. Τί τῆς ἦρθε ν’ ἀνακατευθεῖ; Μάνα καί γιός ἄς τά βρίσκανε. Πῶς τή φοβήθηκε τήν ὀργή τοῦ ἄνδρα της, πῶς τρόμαξε μέ τό ξέσπασμά του! Καί νά φανταστεῖ κανείς ὅτι ὁ Κώστας σπάνια θύμωνε καί ἀκόμα πιό σπάνια ξεσποῦσε καί μάλιστα ἐπάνω της.
 Μπῆκαν στό σπίτι ἀμίλητοι κι ἡ Κατερίνα τράβηξε γιά τήν κουζίνα. Θά ἔπινε ἕνα γάλα νά ἠρεμήσει τό στομάχι της.
 - Μαμά, πῶς εἶναι ἡ γιαγιά; τή ρώτησε ἡ δεκαπεντάχρονη κόρη της πού σκάλιζε ἐκείνη τήν ὥρα τό ψυγεῖο.
 - Ἡ γιαγιά σου τό ᾽χει χαμένο, κορίτσι μου, ἀκούστηκε ἡ φωνή τοῦ Κώστα, καί ἀπό δῶ καί πέρα κομμένα τά σοῦρτα φέρτα. Θά πᾶμε, ἄν πᾶμε, τώρα πιά στήν κηδεία της.
 Μάνα καί κόρη ἔμειναν νά κοιτοῦν μ’ ἀνοιχτό στόμα τόν ἄνθρωπο πού ξεστόμισε τά τόσο βαριά λόγια.
 - Κώστα, μή μιλᾶς ἔτσι! Τί σοῦ φταίει τό παιδί;
 - Τό παιδί εἶναι ἡ κόρη μου, Κατερίνα, καί δέ θέλω νά ἔχει πιά καμιά σχέση μέ τή μάνα μου. Ἐκείνη δέ μέ λογάριασε γιά γιό της, ἔ, λοιπόν, κι ἐγώ δέν ἔχω πιά μάνα. Κατάλαβες, παιδί μου ἡ μάνα μου μ’ ἀρνήθηκε! Ἡ μάνα μου τώρα ἔχει ἄλλο γιό. Ὁ κανακάρης της γύρισε καί ἔχει πολλά ἔξοδα γιατί τοῦ ἄνοιξε μαγαζί. Ὅ,τι εἶχε καί δέν εἶχε τά ἔδωσε στόν θεῖο σου τόν ἀλήτη!
 - Κώστα, τόλμησε νά ξαναμιλήσει ἡ Κατερίνα. Τά λεφτά ἦταν δικά της καί μποροῦσε νά τά κάνει ὅ,τι θέλει. Ἐσένα, δηλαδή ἐμᾶς, ἡ μαμά μᾶς συμπαραστάθηκε τόσα χρόνια. Πέντε παιδιά μᾶς μεγάλωσε.
- Μέ τό ἀζημίωτο ὅμως, εἶπε πικραμένος ὁ Κώστας. Ἀπολάμβανε τήν ἀγάπη μας, ποτέ δέν τήν ἀφήσαμε μόνη.
 Καταλάβαινε ἡ Κατερίνα πώς τίποτε δέν μποροῦσε νά τόν καλμάρει. Ἦταν τόσο πολύ πληγωμένος ἀπό τήν ἀπόφαση τῆς μάνας του νά ρίξει ὅ,τι εἶχε καί δέν εἶχε στήν ἐπιχείρηση τοῦ ἀδελφοῦ του, πού ὅ,τι καί νά τοῦ ἔλεγε θά εἶχε κάτι ν’ ἀντιπεῖ.
- Ἔλα, ἠρέμησε πιά, εἶπε μόνο. Σαββατόβραδο ἀπόψε κι αὔριο εἶναι Κυριακή. Τήν κοίταξε μέ βλέμμα πονεμένο ὁ Κώστας.
 - Δίκιο ἔχεις, εἶπε μόνο κι ὕστερα ἄφησε τά δάκρυά του νά κυλήσουν.
- Μά νά μή σκεφθεῖ πώς ἔχω πέντε παιδιά!
- Τόσα χρόνια, πατέρα, τό ξέχασε ποτέ; εἶπε δειλά ἡ κόρη του ἡ Χριστίνα. Δέν μίλησε ξανά κανένας. Ὁ Κώστας κάθισε στό σαλόνι καί προσπάθησε νά διαβάσει κάτι καί ἡ Κατερίνα ἑτοίμασε τό βραδινό. Ἡ Χριστίνα κλείστηκε στό δωμάτιό της καί δέν βγῆκε παρά μόνο ὅταν ἡ μαμά τή φώναξε γιά φαγητό. «Εὐτυχῶς πού εἶναι ὅλοι στό τραπέζι καί ὁ μπαμπάς σίγουρα δέν θά ξαναρχίσει μπροστά στούς μικρούς τά ἴδια», σκέφτηκε σάν τούς εἶδε ὅλους μαζεμένους γύρω ἀπό τό τραπέζι.
 - Λοιπόν, Κώστα, νά φέρω τήν Καινή Διαθήκη; ρώτησε γλυκά ἡ Κατερίνα σάν τελείωσαν τό φαγητό.
- Ποιό Εὐαγγέλιο ἔχουμε αὔριο, Χριστίνα; ρώτησε κακόκεφα ὁ πατέρας.
- Αὔριο, μπαμπά, εἶπε κοκκινίζοντας ὥς τά αὐτιά ἡ Χριστίνα, εἶναι ἡ Κυριακή τοῦ ἀσώτου, τό ξέχασες; Κατά Λουκᾶν κεφάλαιο 15, στίχοι 11-32.
 Κοίταξε σαστισμένος τή γυναίκα του ὁ Κώστας κι ὕστερα γύρισε καί κοίταξε ἕνα ἕνα τά παιδιά του.
 - Ναί, εἶπε, τό εἶχα λησμονήσει.
 - Νά φέρω νά μᾶς τό διαβάσεις; ξαναρώτησε ἡ Κατερίνα καί δίχως νά περιμένει ἀπόκριση σηκώθηκε.
 - Ὄχι, ὄχι, Κατερίνα! Δέ χρειάζεται νά διαβάσουμε ἀπόψε τό Εὐαγγέλιο. Ἡ ἱστορία εἶναι γνωστή. Ὅλα τά παιδιά τήν ξέρουν. Ἄλλωστε, δέ νιώθω καί πολύ καλά καί θά πάω νά πλαγιάσω.
 - Κι ἐγώ τήν ξέρω τήν ἱστορία. Μᾶς τήν εἶπε σήμερα ἡ κυρία στό Κατηχητικό, εἶπε ἡ Σμαρώ πού ἦταν μόλις στά ὀκτώ. Καί ξέρεις, μπαμπά, ὁ πιό ἀχώνευτος ἦταν ὁ μεγάλος γιός πού, ἀντί νά χαρεῖ πού γύρισε πίσω ὁ ἀδελφός του, τά ἔβαλε μέ τόν πατέρα του. Ἐσύ τί λές, πού εἶσαι καί σοφός; Δέν ἔπρεπε νά χαρεῖ πού γύρισε ὁ ἀδελφός του;
 - Ναί, εἶπε ἀργά, ὁ Κώστας, ἔπρεπε!
 - Δηλαδή, μπαμπά, πῆρε τό λόγο ὁ Γιῶργος πού ἦταν πιά στά ἕντεκα, καλύτερα νά εἶσαι ἄσωτος παρά ἄκαρδος;
 Ὁ Κώστας εἶχε ἤδη ἀρχίσει νά ἱδρώνει καί σήκωσε ἀσυναίσθητα τά μανίκια τῆς μπλούζας του.
 - Οὔτε ἄσωτος οὔτε ἄκαρδος, παιδιά μου, πῆρε τό λόγο καί τόν ἔβγαλε ἀπό τή δύσκολη θέση ἡ γυναίκα του.
 - Ἤθελα νά πῶ ἄσωτος πού ἐπιστρέφει, διόρθωσε τά λόγια του ὁ Γιῶργος. Κοίταξε τόν ἄνδρα της μέ ἀγωνία ἡ Κατερίνα. Φιρί φιρί τό πήγαιναν ἀπόψε τά παιδιά τους.
 - Εἶπε ὁ μπαμπάς πώς δέ νιώθει καλά καί πώς θά πάει νά ξαπλώσει. Ἀφῆστε τον, λοιπόν, ἥσυχο, εἶπε ἡ Χριστίνα πού ἀντιλήφθηκε τήν ἀναστάτωση τοῦ πατέρα της.
 - Χριστίνα μου, ἄσε τά παιδιά νά μιλήσουν. Νιώθω, παιδί μου, πώς αὐτή τήν ὥρα μοῦ μιλᾶ ὁ ἴδιος ὁ Θεός, εἶπε ὁ Κώστας καί σηκώθηκε ὄρθιος.
  - Πάω νά φέρω τήν Καινή Διαθήκη, εἶπε καί χάιδεψε τό κεφάλι τῆς κόρης του. Διάβαζε μέ συγκίνηση τήν παραβολή ὁ Κώστας καί, παράξενο, ὅσο προχωροῦσε, τόσο ἔνιωθε πώς ἦταν ὁ ἄσωτος πού μόλις ἐπέστρεφε. Μόλις τελείωσε τήν ἀνάγνωση κοίταξε κατακόκκινος τήν οἰκογένειά του.
 - Δέν εἶναι ἀχώνευτος, Σμαρούλα μου, ὁ μεγάλος ἀδελφός, εἶναι τραγικός!
 - Τί θά πεῖ τραγικός; ρώτησε ἐκείνη ἀνοίγοντας διάπλατα τά ματάκια της.
 - Τραγικός σημαίνει δίχως ἐλπίδα ἐπιστροφῆς, εἶπε κοιτώντας ἴσια στά μάτια τή γυναίκα του. Κι ὕστερα, σάν νά τοῦ ἦρθε ἐκείνη τή στιγμή ἔμπνευση, σχεδόν φώναξε:
 - Κατερίνα, τί φαγητό ἔχουμε αὔριο; Τόν κοίταξε παραξενεμένη ἡ Κατερίνα. Γιά μιά στιγμή φοβήθηκε πώς κάτι ἔπαθε.
  - Νά κάνεις καλό φαγητό, νά φτιάξεις καί γλυκό καί νά καλέσουμε τή μάνα μου καί τόν ἀδελφό μου. Μέρα πού εἶναι νά μή φᾶνε μόνοι τους. Μάνα καί κόρη κοιτάχτηκαν μέ νόημα.
 - Καί μόσχο σιτευτό ἄν εἶχα, Κώστα, θά τόν ἔσφαζα, εἶπε ἀνάμεσα στά δάκρυά της ἡ Κατερίνα.
 - Ἔλα, μάνα, τόν ἄκουσε νά λέει ὕστερα ἀπό λίγο στό τηλέφωνο. Συγχώρεσέ με, φέρθηκα ἀνόητα. Μέ τύφλωσε τό πεῖσμα καί ὁ ἐγωισμός. Αὔριο τό μεσημέρι θά φᾶμε ὅλοι μαζί ἐδῶ. Κι ὁ Ἀντώνης. Βεβαίως κι ὁ Ἀντώνης. Ἔκλεισε τό τηλέφωνο κι ἀπόμεινε νά κοιτᾶ δακρυσμένος τή γυναίκα του. Τώρα πιά πού ἔμειναν οἱ δυό τους, ἄλλο δέν βάσταξε τό βάρος τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ.
 - Ἥμαρτον, Πατέρα, ἥμαρτον, μουρμούρισε καί σωριάστηκε στά γόνατα μπροστά στό εἰκονοστάσι. Δίπλα του ἡ σύντροφος τῆς ζωῆς του ἔχυνε δάκρυα εὐγνωμοσύνης. Καί κάπου μακριά, μπροστά σ᾽ ἕνα ἄλλο εἰκονοστάσι, ἡ μάνα του ἔκλαιγε βουβά, εὐχαριστώντας τόν Θεό καί γιά τούς δυό γιούς της· δίχως νά ξεχωρίζει γιά ποιόν ἔπρεπε νά εὐχαριστήσει περισσότερο. Γι’ αὐτήν ἕνα εἶχε σημασία, τό ὅτι καί οἱ δυό ἐπέστρεψαν!
 

Ε.Β.

Κατηγορία Διηγήματα
Σάββατο, 02 Αύγουστος 2014 03:00

Τί θά ντυθῶ τίς ἀπόκριες;

apokriesΒρέθηκε καί πάλι χωμένη μέσα στά βιβλία καί τά τετράδιά της καί ἔνιωσε τό ἴδιο ὄμορφο αἴσθημα πού ἔνιωθε μπροστά στά 25 παιδικά κεφαλάκια τῆς τάξης της. Τοῦτα ἐδῶ τά τετράδια ἦταν ἕνα μέ τά παιδιά της, γιατί μέσα εἶχαν τόν κόσμο τους ἔτσι ὅπως τόν ζοῦσαν, ἔτσι ὅπως τόν ἤθελαν καί τόν ὀνειρευόντουσαν. Μέσα στίς ἄτσαλα γραμμένες σελίδες τους ἄγγιζε τίς ψυχές τους. Κι ἦταν φορές πού ἡ ὡριμότητά τους τήν παραξένευε κι ἄλλες πάλι πού ἡ παιδιάτικη ἁπλότητά τους τῆς ἄνοιγε καί τή δική της καρδιά καί ἤθελε ἐκεῖνες τίς ὧρες νά τά εἶχε μπροστά της, ν’ ἀνοίξει διάπλατα τήν ἀγκαλιά της, νά τά χωρέσει ὅλα.
 Εἶχε νά διορθώσει τό τελευταῖο «Σκέφτομαι καί γράφω» καί πρίν ἀνοίξει τό πρῶτο τετράδιο, προσπάθησε νά θυμηθεῖ τό θέμα. Χαμογέλασε στή θύμησή του: «Τί θά ντυθῶ τίς Ἀπόκριες». Πόσο θά χαίρονταν τά παιδιά της σάν αὔριο θά τούς φανέρωνε τήν ἔκπληξη πού τούς ἑτοίμαζε! Ἕνας ἀποκριάτικος χορός στήν τάξη τους μέ ὅλα τά καλούδια πού θά ἑτοίμαζαν οἱ μανοῦλες τους. Τά φαντάστηκε νά χοροπηδοῦν ξετρελλαμένα μέ τήν εἴδηση καί ἄνοιξε τό τετράδιο.
 Ἡ Χαρούλα ἤθελε, λέει, νά ντυθεῖ μπαλαρίνα κι ὁ Μιχάλης πιερότος, ἡ Σταυρούλα νεράιδα καί ἡ Ἀνθία μαρκησία. Κι ὁ Κωστάκης; Σταμάτησε μέ κάποια μελαγχολία στό ἀνοιχτό τετράδιο τοῦ Κωστάκη. «Ἐγώ», ἔγραφε, «θά ἤθελα πολύ νά ντυθῶ σοῦπερ-μαν, ὅμως ἡ μαμά λέει πώς δέν ἔχουμε λεφτά γιά στολή κι ἔτσι, γιά νά μή στενοχωριέται, τῆς εἶπα πώς δέν θέλω νά ντυθῶ τίποτα».
 Προχώρησε στό ἑπόμενο τετράδιο, ὅμως εἶχε χάσει πιά τόν ἐνθουσιασμό της. Οὔτε ἡ βασίλισσα τῆς νύχτας τῆς ἔλεγε πιά τίποτα, οὔτε ὁ ἱππότης. Ἄκουε μόνο συνέχεια μέσα στ’ αὐτιά της τή φωνή τῆς Φωτεινῆς, τῆς δασκάλας τῆς πρώτης, νά τῆς ἐπαναλαμβάνει: «Ἐγώ, Δέσποινα, θά ἑτοιμάσω μερικά παιχνίδια νά παίξουν τά παιδιά χωρίς μασκαρέματα. Φαντάστηκες ἔστω κι ἕνα παιδί νά μήν ἔχει δυνατότητα ν’ ἀγοράσει στολή;». Κι ὕστερα ἔφερνε μπροστά της τόν Κωστάκη μέ τή λαχτάρα του μά καί τή μεγαλοψυχία του.
 Κόντευε νά τελειώσει τή διόρθωση τῶν τετραδίων καί ὅσο προχωροῦσε τόσο ὁ προβληματισμός της μεγάλωνε. Μήπως ἔπρεπε νά ματαιώσει τόν ἀποκριάτικο χορό τῆς Β’ τάξης; Μήπως εἶχε δίκιο ἡ Φωτεινή; Κι ὅμως τό ἤξερε πολύ καλά πώς ὁ κυριότερος λόγος πού ἡ Φωτεινή δέν ἤθελε νά ντυθοῦν τά παιδιά της ἦταν γιατί ἦταν, λέει, ἀντίθετο μέ τό θέλημα τοῦ Θεοῦ, ἦταν εἰδωλολατρικό ἔθιμο. Τί καταλάβαιναν τάχα τά παιδιά τῆς πρώτης καί τῆς δευτέρας τάξης ἀπό αὐτά;
 Ἄνοιξε ἄκεφα τό τετράδιο τοῦ Γρηγόρη. «Αὐτός», σκέφτηκε, «εἶναι τόσο γλυκό παιδάκι πού πολύ θά τοῦ ταίριαζε νά ντυνόταν μικρός πρίγκηπας». Ξύπνησε καί πάλι μέσα της τό ἐνδιαφέρον πού ἔφτανε μέχρι καί τήν περιέργεια, γιά νά δεῖ τί εἶχε ἀποφασίσει αὐτό τό τόσο χαριτωμένο παιδί, μέ τά ὄμορφα στρογγυλά γράμματα, νά ντυθεῖ. «Ἐγώ τίς Ἀποκριές θά πάω τό πρωί στήν Ἐκκλησία καί θά κοινωνήσω κι ἔτσι ὅλη τή μέρα θά εἶμαι ντυμένος τόν Χριστό». Ἔμεινε ὥρα πολλή σκυμμένη πάνω στό τετράδιο τοῦ Γρηγόρη ἡ Δέσποινα καί διάβαζε καί ξαναδιάβαζε τίς νοικοκυρεμένες γραμμές μέ τά σταράτα λόγια. Εἶχε σκεφτεῖ νά ξεπεράσει τό πρόβλημα τοῦ Κωστάκη, ράβοντάς του ἡ ἴδια τή στολή τοῦ σοῦπερ-μαν. Αὐτό ὅμως τοῦ Γρηγόρη δέν τό σκέφτηκε ποτέ. Αὐτό τοῦ Γρηγόρη τῆς θύμιζε… Ἄ, μά βέβαια, πῶς δέν τό εἶχε σκεφτεῖ νωρίτερα!
 Σηκώθηκε καί ξεκρέμασε τή μικρή εἰκόνα τοῦ Χριστοῦ πού εἶχε πάνω ἀπ’ τό κρεβάτι της. Τῆς τήν εἶχε χαρίσει ὁ ἱερέας τοῦ χωριοῦ της, ὁ παπα-Ἀντρέας, μόλις πρωτοδιορίστηκε. Τήν γύρισε ἀπό τήν πίσω μεριά καί διάβασε ἐκεῖνα τά ἀκαταλαβίστικα μέχρι τώρα λόγια τοῦ παπᾶ τους. «Προσπάθησε, παιδί μου, νά ζωγραφίσεις τόν Χριστό μέσα στίς καρδιές τῶν παιδιῶν. Κι ἄν αὐτό δέν μπορεῖς νά τό κάνεις, ὅσες φορές Τόν βλέπεις ζωγραφισμένο μήν Τόν μουτζουρώνεις».
 Προσκύνησε τήν εἰκόνα ντροπιασμένη. «Ὄχι, πάτερ Ἀντρέα, δέν θά τήν μουτζουρώσω», μουρμούρισε καί ξανακρέμασε τήν εἰκόνα στή θέση της. Ὕστερα ξαναγύρισε στά τετράδιά της κι ἔτσι ὅπως τά εἶδε στοιβαγμένα τό ἕνα πάνω στ’ ἄλλο φαντάστηκε μιά παρέλαση ἀπό πιερότους καί μπαλαρίνες, κλόουν καί μάγισσες, σοῦπερ-μαν καί ἱππότες, νά ὑποχωρεῖ ἄδοξα καί νά δίνει τή θέση της στήν εἰκόνα πού πρίν λίγο κρατοῦσε στά χέρια της.
  Ἔκλεισε ἀποφασισμένη τό τετράδιο τοῦ Γρηγόρη ξεχωρίζοντάς το ἀπό τά ἄλλα. «Ἐσύ, μικρέ μου, μπορεῖς νά ντυθεῖς αὐτό πού διάλεξες», εἶπε σάν νά τόν εἶχε μπροστά της καί βγῆκε γιά νά πάει στό σπίτι τῆς Φωτεινῆς, γιά νά ἑτοιμάσουν μαζί τά παιχνίδια γιά τήν πρώτη καί τή δευτέρα τάξη.
 Ἑλένη Βασιλείου

Κατηγορία Διηγήματα
Σάββατο, 02 Αύγουστος 2014 03:00

Ἐκεῖνο τό Φλεβάρη

Τέτοιο Φλεβάρη δέν θυμόταν ὅσο καί νά ἔφτανε στά βάθη τῶν χρόνων του οὔτε ὁ γερο-Μιχάλης ὁ ἑκατοχρονίτης. Καί τό ἔλεγε μέ πεποίθηση ὁ ἁπλός αὐτός ἄνθρωπος·
 - Εἶναι τά τέλη τοῦ κόσμου!
 Γελούσαμε μεῖς τά παιδιά, σάν ὁ γέρος ἔλεγε τό ἀπόφθεγμά του. Καί κεῖνος κουνοῦσε τό κεφάλι του ὄχι θυμωμένος ἀλλά λυπημένος.
 - Νά λυπηθεῖ ὁ Θεός ἐσᾶς τά παιδιά, ἔλεγε ὑψώνοντας τά μακριά κοκκαλιάρικα χέρια του στόν οὐρανό.  ᾿Εμεῖς τό ξεχειλίσαμε τό ποτήρι καί δέ μᾶς ἀκούει πιά.
Τόν γερο-Μιχάλη τόν ἀγαπούσαμε ὅλα τά παιδιά, γιατί ἦταν στ᾿ ἀλήθεια ἄκακος. Μᾶς ἄρεζε νά καθόμαστε κατάχαμα χειμώνα - καλοκαίρι καί νά τόν ἀκοῦμε ὧρες ἀτέλειωτες. Μονάχα σάν ἔφτανε στά τέλη τοῦ κόσμου φωνάζαμε ὅλοι μαζί·
 - Μή μᾶς πεῖς, παππού, γιά τά τέλη τοῦ κόσμου!
 ᾿Εκεῖνο τό Φλεβάρη ὅμως κανείς μας δέν τόλμησε νά τόν διακόψει ποτέ. ῎Ισως γιατί καί μεῖς νιώθαμε πώς κάτι διαφορετικό συνέβαινε, κάτι ἀφύσικο. Τόσο ἀφύσικο, πού ἀκόμα καί τά παιδιά τῆς πρώτης τάξης ἔμαθαν νά λένε·
- Εἶμαι τόσων χρονῶν καί τέτοιο Φλεβάρη δέν εἶδα!
Τί εἶχε, λοιπόν, ἐκεῖνος ὁ Φλεβάρης; ῞Οσο κι ἄν φαίνεται παράδοξο, ἐκεῖνο πού τοῦ ἔλειπε ἦταν ὁ ... ἥλιος.
Στόν τόπο μου, πού στίς 360 ἀπό τίς 365 μέρες ἔχουμε ἡλιοφάνεια, εἴχαμε νά δοῦμε ἥλιο εἴκοσι ὁλόκληρες μέρες. ᾿Από τῶν Τριῶν ῾Ιεραρχῶν πού χιόνισε ὥς τό τέλος τοῦ Φλεβάρη ὁ ἥλιος δέν μᾶς χαμογέλασε. Μαυρίλα ὁ οὐρανός, βροχή κι ἀέρας.
- Χάθηκε ὁ ἥλιος, παππού; τόν ρώτησα μιά μέρα.
- ῾Ο ἥλιος δέ χάθηκε, παιδί μου, μοῦ ἀπάντησε σοβαρά ὁ γερο-Μιχάλης, μά θά ᾿ρθει καί ἡ μέρα πού θά χαθεῖ.
Εἴχαμε μπεῖ πιά στό Τριώδιο καί πλησιάζαμε πρός τίς ᾿Απόκριες. Τό ᾿χαμε συνήθειο κατά γειτονιές νά μαζευόμαστε σ᾿ ἕνα σπίτι, νά φέρνει ἡ κάθε νοικοκυρά τό φαγητό της καί νά τρῶμε ὅλοι μαζί, νά τραγουδᾶμε καί νά χορεύουμε. ᾿Εκείνη τή χρονιά τό σπίτι ὁρίστηκε νά εἶναι τό δικό μας. ῞Ολοι οἱ γείτονες θά ἔρχονταν στό σπίτι μας. Εἶχα μεθύσει ἀπό τή χαρά μου καί λαχταροῦσα πότε νά ᾿ρθει ἡ Κυριακή. Τό Σάββατο τό πρωί ἑτοιμάζαμε πυρετωδῶς τό σπίτι γιά νά δεχθεῖ τή γειτονιά, ὅταν ἀπ᾿ τά μεγάφωνα τῆς κοινότητας ἔφτασε ἡ φωνή τοῦ προέδρου·
- Προσοχή, προσοχή!
Βγήκαμε στήν αὐλή νά ἀκούσουμε καλύτερα.
- Καλοῦνται ὅλοι οἱ χωριανοί, αὔριο Κυριακή τῆς ᾿Αποκριᾶς, νά μαζευτοῦν γιά νά γιορτάσουμε ὅλοι μαζί τίς ἀπόκριες στό καφενεῖο τῆς πλατείας. Παρακαλεῖσθε ὅσοι μπορεῖτε νά ἔρθετε μασκαρεμένοι. Τό φαγητό καί τά ποτά θά τά προσφέρει ἡ Κοινότητα.
- Τί εἶν᾿ αὐτό πάλι; ἄκουσα τή μάνα μου νά λέει στή γειτόνισσα.
- Ξέρω καί γώ; ἀναρωτήθηκε ἐκείνη.
- Δηλαδή δέ θά ἔρθουν στό σπίτι μας; ρώτησα ἕτοιμη νά βάλω τά κλάματα.
- ᾿Εμεῖς πάντως θά φᾶμε στό σπίτι μας, εἶπε ἀποφασισμένη ἡ μάνα μου καί μπήκαμε γιά νά συνεχίσουμε τίς δουλειές.
Εἶχα χάσει πιά τό κέφι μου. ῎Ημουν σίγουρη πώς ὅλη ἡ γειτονιά θά πήγαινε στό καφενεῖο.
-῏Ηρθαν οἱ κόρες τοῦ ᾿Αργύρη μέ κάτι φιλενάδες τους ἀπό τήν πόλη, γιά νά ὀργανώσουν, λένε, τή γιορτή. Παρήγγειλαν στόν πρόεδρο νά τούς βρεῖ καί κάποιον πού νά θέλει νά ντυθεῖ παπάς.
῾Η φωνή τοῦ πατέρα μου ἀγρίεψε λιγάκι·
- Δέν ἔχει νά πᾶμε πουθενά, εἶπε καί ὕστερα ἔγειρε λιγάκι τό κεφάλι του λυπημένος. ᾿Ακοῦς ἐκεῖ νά ντυθεῖ κάποιος παπάς!
Τήν ἄλλη μέρα, Κυριακή τῶν ᾿Απόκρεων, τό μικρό χωριό μου πῆρε ὄψη πανηγυριοῦ. Ποῦ βρέθηκαν τόσα πολύχρωμα μπαλόνια, τόσες σερπαντίνες;
- Θειά, θά πᾶτε; ρώτησα δειλά τή γειτόνισσα μέ μιά μικρή ἐλπίδα ὅτι θά μοῦ ἀπαντοῦσε ἀρνητικά.
- Γιατί, ἐσεῖς δέ θά ᾿ρθεῖτε; μέ ρώτησε κατάπληκτη.
Εἶχα πλέον βεβαιωθεῖ· οἱ μόνοι πού δέν θά πηγαίναμε στό πάρτυ θά ἤμασταν ἐμεῖς κι ἡ οἰκογένεια τοῦ παπα-Γιώργη.
- Μαμά, νά καλέσουμε τόν παπα-Γιώργη στό σπίτι μας; πρότεινα γεμάτη ἐλπίδα.
- Τόν κάλεσε ἤδη ὁ πατέρας σου, παιδί μου. Θά ᾿ρθει, εἶπε, νά ἀποκρέψουμε μαζί.
Παρηγορήθηκα λιγάκι καί περίμενα τό βράδυ μέ μικρότερο σφίξιμο στήν καρδιά.
Ποτέ δέν μποροῦσα νά φανταστῶ πώς ὁ παπα-Γιώργης ἦταν τόσο χαρούμενος, τόσο κεφάτος καί χωρατατζής ἄνθρωπος. Τά γέλια καί τά τραγούδια μας μπορεῖ νά ἔφταναν καί μέχρι τό καφενεῖο. Εἶχα ξεχάσει ὅλους τούς γείτονές μας, ὅταν ἔκανε πρώτη τήν ἐμφάνισή της ἡ θειά ἡ ᾿Αννέτα μ᾿ ὅλη τήν οἰκογένειά της.
- ᾿Αηδία, εἶπε, καλά κάνατε καί δέν ἤρθατε.
Σιγά-σιγά ὅλη ἡ γειτονιά μαζεύτηκε στό σπίτι μας. Τέτοιο γλέντι καί τέτοια χαρά δέν ξέρω ἄν ξανάγινε.
Μάθαμε πώς οἱ πρωτευουσιάνες μέθυσαν, χλεύασαν τό ράσο, χόρεψαν ξετσίπωτα πάνω στά τραπέζια καί πώς ἀκόμα καί ὁ πρόεδρος δέν τ᾿ ἄντεξε, προφασίστηκε πώς ἔχει πονοκέφαλο καί ἔφυγε.
Πλησίαζαν μεσάνυχτα καί ἑτοιμαζόμασταν νά σηκωθοῦμε, ὅταν ἦρθε ὁ ἐγγονός τοῦ γερο-Μιγάλη τρεχάτος.
- Παπα-Γιώργη, τρέχα! ῾Ο παππούς πεθαίνει καί θέλει νά τόν κοινωνήσεις.
῎Εφυγε βιαστικός ὁ παπα-Γιώργης καί μεῖς τό διαλύσαμε χαρούμενοι.
- Τά 101 πάτησε ὁ παππούς, εἶπε ἡ μάνα μου, τήν εὐχή του νά ᾿χουμε, καλό παράδεισο νά ᾿βρει.
Τήν ἄλλη μέρα τό πρωί ἀκούσαμε τήν καμπάνα νά χτυπᾶ πένθιμα.
- Πάει ὁ γερο-Μιχάλης, φώναξα καί πετάχτηκα ἀπό τό κρεβάτι.
῾Ο ἥλιος πού ἔμπαινε ἀπό τό τζάμι τοῦ παραθύρου μοῦ τύφλωσε τά μάτια. Μοῦ ᾿ρθε νά φωνάξω ἀπό τή χαρά μου, μά σάν θυμήθηκα τόν γερο-Μιχάλη ἀναστέναξα.
- Κρίμα, γερο-Μιχάλη, δέν πρόλαβες νά δεῖς τόν ἥλιο πού τόσο λαχταροῦσες!
- Μόνο ἥλιο βλέπει ἐκεῖ πού πῆγε, παιδί μου, ἀπάντησε στό παράπονό μου ἡ μάνα μου.
- Εὐτυχῶς δέν ἔμαθε καί γιά τά χθεσινά, εἶπα κουνώντας τό κεφάλι μου, ὅπως τό κουνοῦσε ὁ παππούς σάν ἔλεγε τ᾿ ἀποφθέγματά του. Μ᾿ ὅλα αὐτά πού γίνονται, καλά ἔλεγε ὁ γερο-Μιχάλης· «Εἶναι τά τέλη τοῦ κόσμου». Γέλασε ἡ μάνα μου καί μ᾿ ἔσφιξε στήν ἀγκαλιά της. ᾿Εκεῖ μέσα ὁ κόσμος μοῦ φαινόταν ἀτέλειωτος.

 

Ε.Β.

Κατηγορία Διηγήματα
Σάββατο, 02 Αύγουστος 2014 03:00

Στήν παγωνιά τοῦ Φλεβάρη

 pagvnia flebariὉ μανιασμένος ἄνεμος καί τό -5oC πού ἔδειχνε τό ψηφιακό θερμόμετρο τῆς πλατείας ἔκαναν τήν Ἄννα νά τυλιχθεῖ ἀκόμα πιό πολύ στό μακρύ κασκόλ της. Χαμογέλασε στή σκέψη ὅτι σήμερα ἔμαθε στά πρωτάκια της τήν παροιμία «ὁ Φλεβάρης κι ἄν φλεβίσει, καλοκαίρι θά μυρίσει». Φαίνεται, σκέφθηκε, πώς αὐτή τήν παροιμία τήν ἔβγαλαν στήν νότια Ἑλλάδα. Ἐδῶ, στήν μικρή της πόλη, πάντα θυμωμένο τόν θυμᾶται.
 Περνώντας ἔξω ἀπό ἕνα πολυκατάστημα θυμήθηκε πώς εἶχε μερικά ψώνια νά κάνει καί μπῆκε μέσα. Ἡ ζέστη πού τήν ἀγκάλιασε μπαίνοντας τήν ἔκανε νά νιώσει πολύ καλά, μά ἔνιωσε ἀκόμα πιό ὄμορφα ὅταν εἶδε τή Νίτσα, τήν παιδική φίλη καί συμμαθήτριά της μπροστά στό μανάβικο. Ἦταν ἀγαπημένες φίλες, μά ἡ ζωή τίς χώρισε στέλνοντάς την ἐκείνη στήν Κομοτηνή γιά τή Νομική καί τήν δια στή Θεσσαλονίκη στό Παιδαγωγικό.
 Καινούργιες φιλίες καί καινούργια ζωή κράτησαν σέ ἀπόσταση τή μία ἀπό τήν ἄλλη. Ὕστερα ἦρθε ὁ γάμος, τά παιδιά... Στάθηκαν μπροστά στό μανάβικο ὥρα πολλή. Εἶπαν, εἶπαν, θυμήθηκαν.
 -Ἄννα μου, τῆς εἶπε σέ κάποια στιγμή ἡ Νίτσα, συγχώρεσέ με γι᾿ αὐτό πού θά σοῦ πῶ, ὅμως κάπου ἄκουσα νά μιλοῦν γιά τήν κόρη σου καί στεναχωρέθηκα.
 -Γιά τήν κόρη μου; ἀπόρησε ἡ Ἄννα. Καί σάν τί νά εἶπαν γιά τήν Φανούλα μου;
 - Τί νά σοῦ πῶ, Ἄννα μου, καί ᾿γώ προβληματίστηκα. Εἶναι δυνατόν, εἶπα, ἐκεῖνο τό χαριτωμένο κοριτσάκι νά κατάντησε ἔτσι;
 - Μά πῶς κατάντησε; Τί σοῦ εἶπαν, Νίτσα μου, πές μου γρήγορα, ρώτησε γεμάτη ἀγωνία ἡ Ἄννα.
- Μοῦ εἶπαν πώς ἔμπλεξε μέ τίς ἐκκλησιές καί ὅτι πάει γιά καλόγρια, εἶπε σχεδόν ψιθυριστά ἡ Νίτσα. Κοίταξε γεμάτη ἀνακούφιση τή φίλη της ἡ Ἄννα.
 - Δόξα τῷ Θεῷ, ψέλλισε.
 - Τί, δηλαδή συμφωνεῖς, δέν σ᾿ ἐνοχλεῖ; ρώτησε σαστισμένη ἡ Νίτσα.
 - Νίτσα μου, ἡ Φανούλα μου εἶναι στό πρῶτο ἔτος τῆς Ἰατρικῆς, εἶναι ἕνα ζωντανό καί χαρούμενο πλάσμα, καί ὅλοι στό σπίτι μας τήν καμαρώνουμε.
 - Δηλαδή ψέματα μοῦ εἶπαν; ρώτησε χαρούμενη ἡ Νίτσα, δέν ἔμπλεξε μέ τούς παπάδες;
 - Τό παιδί μου, Νίτσα, εἶπε σοβαρά ἡ Ἄννα, μεγάλωσε μέσα στήν Ἐκκλησία καί στά κατηχητικά. Δέν εἶδα αὐτό νά τό ἔβλαψε σέ τίποτε. Ἀντίθετα τό ἀσφάλισε στά τρελά χρόνια τῆς ἐφηβείας.
 Δέν εἶπε τίποτε ἡ Νίτσα, ἄλλαξε θέμα καί ἄρχισε νά ἐνδιαφέρεται γιά τά μαναβικά.
 Μά τῆς Ἄννας τῆς φάνηκε πώς ἡ φίλη της δέν ἦταν πιά ἐκεῖ. Χαιρετήθηκαν λίγο τυπικά, λίγο ψυχρά καί χώρισαν. Ἡ Ἄννα ἔκανε τά ψώνια της καί ξαναβρέθηκε στήν ἀπονιά τοῦ Φλεβάρη.
 Εἶχε νυχτώσει πιά γιά τά καλά. Σκέφτηκε πώς ἔλειπε ἀρκετή ὥρα ἀπό τό σπίτι κι ὅτι ὅπου νά ᾿ναι θά γύριζαν τά δίδυμά της ἀπό τά ἀγγλικά τους. Τάχυνε τό βῆμα της καί γιά νά «κόψει» δρόμο πέρασε μέσα ἀπό τό πάρκο. Κάποια παιδιά ξεχασμένα παίζαν ποδόσφαιρο κάτω ἀπό τό φῶς τῶν λίγων φαναριῶν πού ἀπέμειναν.
 - Θά παγώσετε, παιδιά μου, γρήγορα νά πᾶτε στά σπίτια σας, τούς φώναξε. Δέν βλέπετε πού τό θερμόμετρο δείχνει -5oC;
 - Πέντε ὑπό τό μηδέν; φώναξε κάποιος ἀπορημένος. Καί σάν ἐκείνη τή στιγμή νά ἔνιωσε τό κρύο στό πετσί του, «πᾶμε σπίτια μας, ρέ! θ᾿ ἀρρωστήσουμε», εἶπε στούς ἄλλους καί κυριολεκτικά τούς διέλυσε.
 Κόντευε στήν ἔξοδο τοῦ πάρκου ἡ Ἄννα, ὅταν τό μάτι της ἔπιασε μέσα στό σκοτάδι κάποιον πίσω ἀπό τόν χονδρό κορμό ἑνός πεύκου. Ἦταν ἀφοσιωμένος σ᾿ αὐτό πού ἔκανε. Κρατοῦσε τή σύριγγα στό δεξί του χέρι. Δέν ἦταν τόσο πυκνό τό σκοτάδι, ὥστε νά μήν μπορεῖ νά δεῖ ἡ Ἄννα ὅλη τή σκηνή. Ἔκανε τήν κίνηση πού κάνουν οἱ νοσοκόμες γιά νά βγάλουν τόν ἀέρα ἀπό τή σύριγγα κι ὕστερα μέ μιά ἀπότομη κίνηση τήν ἔχωσε στ᾿ ἀριστερό του χέρι.
  Ἔκανε νά φωνάξει «μή» ἡ Ἄννα, μά μέχρι νά βρεῖ τή λαλιά της ἐκεῖνος ὅ,τι εἶχε νά κάνει τό ᾿κανε.
 Κάτι μέσα της τήν ἔσπρωξε νά μικρύνει τό βῆμα της. Ὁ νέος πού ξεπρόβαλε πίσω ἀπό τό δέντρο στάθηκε γιά μιά στιγμή καί τήν κοίταξε σάν χαμένος. Ὕστερα, δίχως νά πεῖ λέξη, ἔκανε μεταβολή καί χάθηκε μέσα στά δέντρα.
 - Ἀλέκο! πρόλαβε νά φωνάξει σάν συνῆλθε λιγάκι ἡ Ἄννα, μά ὁ Ἀλέκος δέν γύρισε νά τήν κοιτάξει.
 Θεέ μου, ψιθύρισε, Θεέ μου, ἦταν ὁ Ἀλέκος, ὁ μεγάλος γιός τῆς Νίτσας. Εἶχε βέβαια 2-3 χρόνια νά τόν δεῖ, ὅμως δέν γελιόταν, σίγουρα ἦταν ἐκεῖνος. Περπατοῦσε κι ἔκλαιγε ἡ Ἄννα. Ἐκεῖνο τό χαριτωμένο ἀγόρι, τό πανέξυπνο παιδί εἶναι δυνατόν νά ἔχει μπλέξει; Σταμάτησε ἔξω ἀπό τήν Ἐκκλησία πού ἦταν φωτισμένη. Σίγουρα τώρα τελείωσε ὁ Ἑσπερινός, σκέφτηκε καί τά βήματά της τήν ὁδήγησαν μέσα. Πῆρε δυό κεριά καί τ᾿ ἄναψε. Τό ἕνα γιά τόν Ἀλέκο, Θεέ μου, εἶπε μέ λυγμούς καί τ᾿ ἄλλο γιά τή Νίτσα, τή μάνα του.
 Βγῆκε ἀπό τό ναό ξαλαφρωμένη. Βρέθηκε καί πάλι στήν παγωνιά τῆς νύχτας. «Ὁ Φλεβάρης κι ἄν φλεβίσει...». Τέτοια παγωνιά, τέτοια θανατερή παγωνιά, ἄχ! κάνε, Θεέ μου, καλοκαίρι νά μυρίσει.
 Παραξενεύτηκε σάν ἄνοιξε τήν πόρτα της καί εἶδε φῶς καί τό ξάφνιασμά της ἔγινε ξεφωνητό σάν εἶδε νά στέκεται μπροστά της χαμογελαστή ἡ Φανούλα της.
 - Καλῶς τήν ἄνοιξή μου, καλῶς τό καλοκαίρι μου, τῆς εἶπε καί τήν ἔσφιξε στήν ἀγκαλιά της.
 Ἔξω ἡ παγωνιά τοῦ κόσμου συναγωνιζόταν μέ τήν παγωνιά τοῦ Φλεβάρη, μά φαίνονταν κι οἱ δυό τους πολύ θυμωμένοι· ποῦ νά βρεῖ τό δρόμο τό καλοκαίρι γιά νά ᾿ρθεῖ νά μυρίσει; Τά δυό κεριά στό μανουάλι τῆς ἐκκλησιᾶς ἔλειωναν καί φώτιζαν, ἔλειωναν καί ζέσταιναν· δέν μπορεῖ, θά φέρουν τήν ἄνοιξη. Ὁ Ἀλέκος, ὁ Ἀντώνης, ὁ Βαλάντης, τά παιδιά τῆς παγωνιᾶς τήν ἔχουν ἀνάγκη. Ἔχουν ἀνάγκη νά περάσει ὁ Φλεβάρης γιά νά μποῦνε στήν ἄνοιξη.
 

Ε.Β.

Κατηγορία Διηγήματα
Σάββατο, 02 Αύγουστος 2014 03:00

Μέ τιμιότητα

me timiotita- Ἕνας ἁι-Βασίλης, δύο, τρεῖς...
 Ἡ καρδιά τοῦ Μπασάμ κόντεψε νά σπάσει, ὅταν εἶδε τό μικρό ἀγόρι νά στέκεται μπροστά του καί νά τόν κοιτᾶ στά μάτια.
 - Μαμά, εἶναι κι αὐτός ἁι-Βασίλης;
 Τά λόγια τοῦ παιδιοῦ ἔφτασαν σάν καμουτσίκι στά παγωμένα αὐτιά τοῦ Μπασάμ. Ἡ καλοντυμένη νέα γυναίκα γύρισε καί τόν κοίταξε μέ μιά ματιά ὅλο περιφρόνηση, κι ὕστερα ἅρπαξε βιαστικά τό χέρι τοῦ ἀγοριοῦ.
 - Ἐμεῖς θά βροῦμε ἄλλον, πιό καλό. Πᾶμε γρήγορα! ἀπάντησε στό παιδί καί, κουνώντας ἀκατάδεκτα τό κεφάλι της, ἀπομακρύνθηκε.
 Τί τοῦ ᾿ρθε νά γίνει ἁι-Βασίλης; Ποιός θά γυρνοῦσε νά κοιτάξει μέ συμπάθεια ἕναν ξερακιανό, ἀλλοδαπό, σχεδόν μαῦρο ἁι-Βασίλη; Ὅταν βρῆκε τή στολή πεταμένη στή γωνιά τοῦ δρόμου, νόμισε πώς βρῆκε τήν τύχη του. Μά ἐδῶ καί δυό ὧρες πού τή φόρεσε δέν τόν πλησίασε οὔτε ἕνα παιδάκι. Πίστεψε πώς κάτι θά κέρδιζε, καί τώρα ἔβλεπε τίς ἐλπίδες του μιά-μιά νά ἐξανεμίζονται.
 Ὅπου νά ᾿ναι θά κλείσει καί ἡ ἀγορά. Πῶς νά γυρίσει στό φτωχό διαμερισματάκι του μέ ἄδειες τσέπες, μέ ἄδεια χέρια; Πῶς θ᾿ ἀντικρύσει τά ἐρευνητικά μάτια τῶν δυό παιδιῶν του; Παραμονή Πρωτοχρονιᾶς, ἡ ἀγορά ξέχειλη ἀπό τοῦ κόσμου τ᾿ ἀγαθά καί νά τόν περιμένουν μέ χίλιες ἐλπίδες! Ὄχι, δέν θά πήγαινε στό σπίτι του ἀπόψε. Θά ἔμενε ἐκεῖ, ἔξω ἀπό τό πολυκατάστημα. Δέν εἶχε μάτια νά τούς δεῖ, δέν εἶχε καρδιά νά τό ἀντέξει.
 - Μαμά, κοίτα! Ὁ ἁι-Βασίλης κλαίει...
 Τό κοριτσάκι, πού στεκόταν τώρα μπροστά του, τραβοῦσε ἐπίμονα τή μητέρα του πρός τό μέρος του. Σκούπισε ὁ Μπασάμ βιαστικά τά δάκρυά του καί προσπάθησε νά χαμογελάσει στό παιδί. Ἡ μητέρα τόν κοίταξε γιά μιά στιγμή μέ συμπάθεια κι ὕστερα, σάν ν᾿ ἀπολογοῦνταν, τοῦ εἶπε ψιθυριστά:
 - Πληρώσαμε ἄλλον πρίν λίγη ὥρα, νά μᾶς φέρει τό δῶρο. Λυπᾶμαι...
 Κάτι πῆγε νά τοῦ πεῖ ἀκόμα, μά θαρρεῖς πώς μετάνιωσε καί γιά τά ὅσα εἶπε μέχρι τώρα. Τράβηξε ἀπό τό χέρι τό κοριτσάκι της καί ἀπομακρύνθηκε.
 Ὁ Μπασάμ ἄφησε πιά ἐλεύθερα τά δάκρυά του νά τρέχουν καί, δίχως νά τό καλοσκεφτεῖ, κάθισε στά σκαλοπάτια τοῦ καταστήματος. Ἔτσι ὅπως καθόταν, μέ τό κεφάλι ἀνάμεσα στά δυό του χέρια, δέν ἀντιλήφθηκε ὅτι τέσσερα παιδιά τόν περικύκλωσαν καί ὅτι ἕνας πατέρας ἦταν ἕτοιμος νά τραβήξει μιά φωτογραφία. Μόνο σάν ἔνιωσε τό μικρότερο ἀπ᾿ αὐτά νά σκαρφαλώνει στά γόνατά του, ὁ Μπασάμ τά ᾿χασε καί κοίταξε ξαφνιασμένος αὐτό πού γινόταν γύρω του. Ἀγκάλιασε μέ λαχτάρα τό μικρό καί γύρισε πρός τόν πατέρα. Τό φλάς ἄναψε καί τά παιδιά χειροκρότησαν. Ὕστερα ὁ πατέρας πλησίασε τόν Μπασάμ καί, πολύ διακριτικά, τοῦ ἔχωσε στό χέρι ἕνα χαρτονόμισμα.
 - Φίλε, ἐδῶ κάνω δουλειά ἐγώ. Μήν ξανατολμήσεις...
 Ὁ ἁι-Βασίλης πού βγῆκε ἀπό τό κατάστημα τόν κοίταξε ἕτοιμος νά ὁρμήξει:
 - Φύγε ἀπό δῶ, γιατί σέ βλέπουν τά παιδιά καί σέ φοβοῦνται.
 Δέν εἶπε λέξη ὁ Μπασάμ. Σηκώθηκε ἀπό τά σκαλοπάτια κι ἔκανε μερικά βήματα. Παντοῦ ἀνεπιθύμητος. Παντοῦ βάρος. Ἔβγαλε καί κοίταξε τό χαρτονόμισμα πού τοῦ ἔβαλε στό χέρι ὁ πατέρας τῶν παιδιῶν. Εἴκοσι εὐρώ γιά μιά φωτογραφία! Σκίρτησε ἡ καρδιά του. Τί θά μποροῦσε νά πάει στά παιδιά του μ᾿ αὐτά τά εκοσι εὐρώ; Ἄν ἔβρισκε ἄλλα τόσα, κάτι θά γινόταν· μά ποῦ, πῶς νά τά βρεῖ;
 «Ἄς τό βάλω αὐτό στήν ἐσωτερική τσέπη τοῦ σακκακιοῦ. Ἐκεῖ θά εἶναι πιό ἀσφαλισμένο», σκέφτηκε καί μέ μιά κίνηση ἄνοιξε τήν ἐσωτερική τσέπη τῆς στολῆς. Τοῦ ᾿ρθε νά ξεφωνίσει ἀπό τήν ἔκπληξη, ἀπό τή χαρά του. Ἐκεῖ μέσα ὑπῆρχαν διπλωμένα μερικές δεκάδες χαρτονομίσματα. Ἦταν ἕτοιμος νά τρέξει νά φτάσει τό νωρίτερο στό σπίτι του, νά πάρει τή γυναίκα του καί νά πᾶνε νά ψωνίσουν ὅ,τι χρειάζονταν, μά μιά δεύτερη σκέψη τόν καθήλωσε στή θέση του.
 Τά χρήματα δέν ἦταν δικά του. Ἦταν αὐτοῦ πού πέταξε τή στολή. Κι ἄν ἦταν καί κεῖνος κάποιος φτωχός, κάποιος πρόσφυγας πού τώρα ἀπελπισμένος τά ἔψαχνε; Δίχως ἄλλη σκέψη ἔτρεξε στή γωνιά πού βρῆκε πεταμένη τή στολή. Στό σημεῖο πού τή βρῆκε δέν ἦταν κανένας, μά λίγο πιό πέρα ἕνας νεαρός εἶχε ἀναποδογυρίσει τό μεγάλο βαρέλι τοῦ Δήμου καί ἔψαχνε ἀπεγνωσμένα.
 - Ψάχνεις γιά κάτι; ρώτησε ὁ Μπασάμ.
 Ἐκεῖνος γύρισε καί τόν κοίταξε.
 - Μιά στολή σάν τή δική σου, τοῦ ἀπάντησε ἐκνευρισμένος ὁ νεαρός.
 - Μήπως τήν εἶχες πετάξει στή γωνιά;
 Τό βλέμμα τοῦ νεαροῦ ἄστραψε.
 - Τήν εἶδες, τή βρῆκες;
 - Καί εἶχε μέσα ἀρκετά χρήματα, ἀπάντησε ὁ Μπασάμ. Καί βγάζοντας τό κόκκινο σακκάκι τοῦ τό ἔδωσε. Εἶναι ὅπως τό βρῆκα...
 Ὁ νεαρός τόν κοίταξε σάν χαμένος.
 - Ἔβγαλες καί σύ κάτι τουλάχιστον; τόν ρώτησε κι ἄρχισε νά μετρᾶ τά χρήματά του.
 - Εἴκοσι εὐρώ, ἀπάντησε ὁ Μπασάμ μέ πίκρα. Ἐγώ δέν ἤμουν τόσο τυχερός ὅσο ἐσύ.
 - Ξέρεις, τά μάζεψα γιά νά ἀγοράσω μηχανάκι. Ἐσύ γιατί ντύθηκες;
 - Μέ περιμένουν στό σπίτι ἡ γυναίκα μου καί τά παιδιά μου δίχως φωτιά, δίχως φαΐ. Τί νά κάνουν εκοσι εὐρώ;
 Ὁ νεαρός κοίταξε τά χαρτονομίσματα πού εἶχε στό χέρι του.
 - Ἄν δέν ἤσουν τόσο τίμιος θά τά κρατοῦσες ὅλα. Νομίζω πώς δικαιοῦσαι τά μισά.
 Δέν πρόλαβε κἄν ν᾿ ἀντιδράσει ὁ Μπασάμ. Στά χέρια του ὁ νεαρός ἄφησε ἕνα μάτσο χαρτονομίσματα, καί δίχως ἄλλη κουβέντα καβάλησε ἕνα ποδήλατο καί χάθηκε ἀπό μπροστά του.
 Ὁ Μπασάμ ὕστερα ἀπό λίγη ὥρα ἔβγαινε φορτωμένος ψώνια ἀπό τό πολυκατάστημα. Ὁ «ἄγριος» ἁι-Βασίλης τόν ξεπροβοδοῦσε μέ χαμόγελα καί «καλή χρονιά». Ἔφτασε στό φτωχό διαμέρισμά του κατάκοπος καί καταϊδρωμένος. Μά σάν ἀντίκρυσε τά μελαψά μουτράκια τῶν παιδιῶν του, σάν τ᾿ ἄκουσε νά ξεφωνίζουν σάν τρελά, τοῦ ἔφυγε ὅλη ἡ κούραση.
 - Ποῦ τά βρῆκες ὅλα αὐτά, μπαμπά; Ποῦ βρῆκες τόσα χρήματα;
 Κοίταξε στά μάτια τή γυναίκα του κι ὕστερα ἀγκάλιασε τά παιδιά του.
 - Ὅσο καί νά σᾶς φανεῖ παράξενο, ὅλα αὐτά μᾶς τά στέλνει ὁ ἁι-Βασίλης, γιατί εμαστε, λέει, τίμιοι.
 -  Σοῦ τό εἶπε ἐσένα, μπαμπά; Τόν εἶδες;
  - Τόν εἶδα καί μοῦ τό εἶπε, ἀπάντησε ὁ Μπασάμ. Καί ἦταν σίγουρος πώς καί τούτη ἡ ἀπάντησή του ἦταν ἀληθινή καί τίμια. Καί ἦταν ἀποφασισμένος, κι ἦταν ἡ πρώτη ἀπό-φασή του στήν πρώτη μέρα τοῦ χρόνου, νά μείνει γιά πάντα τίμιος.
 Ἑ.Β.
    

Κατηγορία Διηγήματα
Σάββατο, 02 Αύγουστος 2014 03:00

Τῆς Παναγιᾶς τό θαῦμα

Ὅλα μου τά ρωτήματα καί τίς παιδικές μου ἀπορίες τά ἔλεγα ἀπό μωρό στή μάνα μου. Ἡ μάνα μου πῆγε ὥς τήν τρίτη τάξη τοῦ Δημοτικοῦ, μά γιά μένα εἶχε μιά σοφία σπάνια. μέ τά παιδικά μου μάτια τήν ἔβλεπα πάνσοφη.
 - Εἶναι ἀλήθεια, μάνα μου, πώς ἡ Παναγιά κάνει πολλά θαύματα; τή ρώτησα μιά μέρα.
 - Ἀλήθεια εἶναι, κόρη μου, μ᾿ ἀπάντησε καί τό βλέμμα της εἶχε μιά τέτοια σιγουριά πού μ᾿ ἔκανε νά τήν ξαναρωτήσω.
 - Ξέρεις ἐσύ κανένα;
 Μέ κοίταξε χαμογελαστή κι ὕστερα, δίχως ν᾿ ἀφήσει τό κέντημά της, ἄρχισε νά μοῦ διηγεῖται μέ κείνη τή γλυκειά κατανυκτική φωνή της:
 «Ἐδῶ στό χωριό μας ζοῦσε μιά νέα πού ὀρφάνεψε πολύ μικρή ἀπό μάνα. Μιά φωτισμένη γριά τήν παρηγόρησε καί τῆς ἔμαθε νά ἔχει γιά μάνα της τήν Παναγιά. Ἔτσι ἡ μικρή, κάθε πού πλήγωνε κάτι τήν καρδούλα της, ἔτρεχε στό ἐκκλησάκι τῆς Παναγιᾶς καί τῆς τό ἔλεγε. Μιά μέρα ἔκλαψε πολύ μπροστά στό εἰκόνισμά της, ἐπειδή ἕνα παιδί τήν κορόιδεψε πού δέν εἶχε μάνα. Ἔκλαψε τόσο πού δέν ἔβλεπε πιά ἀπό τά δάκρυα καί, χωρίς νά τό πολυσκεφτεῖ, πῆρε στά χέρια της τήν “ποδιά” ἀπό τό εἰκόνισμα καί σκούπισε τά μάτια της. Τήν ἄλλη μέρα μιά γυναίκα τή μάλωσε γι᾿ αὐτό, μά ἡ καλή γριά τῆς εἶπε πώς τῆς Παναγιᾶς δέν τῆς κακοφάνηκε καθόλου.
 Περνοῦσαν τά χρόνια καί μεγάλωνε τό κοριτσάκι κι ὅλοι εἶχαν νά λένε γιά τήν ὀμορφιά καί τή φρονιμάδα του. Ὁ πατέρας της καί τά δυό ἀδέλφια της τήν καμάρωναν· κι ἐκείνη ὅμως δέν τούς χαλοῦσε ποτέ χατίρι. Ἄλλον ἀπ᾿ αὐτούς, τή γριά καί τήν Παναγιά δέν εἶχε σ᾿ αὐτό τόν κόσμο.
 Στά δεκάξι της χρόνια ἄρχισαν οἱ νέοι τοῦ χωριοῦ νά τή γλυκοκοιτάζουν, μά κείνη δέν σήκωνε τό βλέμμα σέ κανέναν. Ὥσπου μιά μέρα ἕνας ξενοχωρίτης τήν εἶδε καί τό ᾿βαλε σκοπό νά τήν πάρει.
 Ὁ πατέρας της τό ἔβλεπε πώς ἦταν μικρή, μά ὁ ξενοχωρίτης βιαζόταν. Καί εἶναι ἀλήθεια πώς ἦταν πολύ πλούσιος καί πώς ἦταν καί λεβέντης. Καί πάνω ἀπ᾿ ὅλα τή ζητοῦσε δίχως προίκα.
 Πῆγε κι ἦρθε πολλές φορές ὁ ἄνθρωπος καί ὁ πατέρας λύγισε.
 - Πάρ᾿ τονα, κόρη μου, τῆς εἶπε, κι ἐκείνη πού ἔβλεπε τή λεβεντιά του δέν τῆς φάνηκε καί ἄσχημη ἡ ἰδέα τοῦ πατέρα.
 - Ἄσε με λίγες μέρες ἀκόμα νά τό σκεφτῶ, τ᾿ ἀπάντησε κι ἔπειτα ἔτρεξε στή γριά.
 - Πές μου, γιαγιά, νά τόν πάρω; τή ρώτησε γεμάτη ἀγωνία.
 - Ἐμένα μή μέ ρωτᾶς, κόρη μου· τή μάνα σου πήγαινε ρώτα.
 Ἔτρεξε ἡ νέα στήν Παναγιά καί γονάτισε μπροστά στό εἰκόνισμά της.
 - Φανέρωσέ μου τί πρέπει νά κάνω. Θά περιμένω ὥς τό πανηγύρι σου.
 Γύρισε σπίτι της γαληνεμένη. Ἄλλες πέντε μέρες καί θά γιόρταζαν τό Δεκαπενταύγουστο. Ὥς τότε ἦταν σίγουρη πώς ἡ Παναγιά θά τῆς φανέρωνε τί ἔπρεπε νά κάνει. Ἡ κοπέλα, σάν ὅλες τίς κοπέλες, ἄρχισε νά κάνει μέ τό νοῦ της ὄνειρα. Νά φαντάζεται τόν ἑαυτό της νυφούλα δίπλα σέ κεῖνο τό ὄμορφο παλληκάρι. Καί περίμενε, περίμενε νά περάσουν οἱ πέντε μέρες γιά νά πεῖ τό «ναί!».
 Ἀνήμερα τῆς Παναγιᾶς τά μάγουλά της ἦταν ἀναψοκοκκινισμένα ὅσο ποτέ. Θά ἔδινε τήν ἀπάντησή της τό μεσημέρι στό τραπέζι. Σάν ἦρθε ἡ ὥρα γιά φαγητό, δέν πρόλαβαν καλά-καλά ν᾿ ἀρχίσουν νά τρῶνε κι εἶδαν νά στέκεται στήν ἀνοιχτή ἐξώπορτά τους ἕνας ἄγνωστος παπάς. Σηκώθηκαν ὅλοι μέ σεβασμό καί μ᾿ ἀπορία. Μπῆκε ὁ παπάς καί κάθισε μαζί τους στό τραπέζι.
 - Ἔμαθα πώς ἕνας νέος ἀπ᾿ τό χωριό μας ζητᾶ τήν κόρη σου, εἶπε ἀπευθυνόμενος στόν πατέρα της κι ἐκείνη ἔγινε κατακόκκινη.
 - Ναί, πάτερ μου, ἀπάντησε σχεδόν ψελλίζοντας ἀπό τό ξάφνιασμά του ὁ πατέρας.
 - Δέν ξέρω, παιδί μου, ἄν μοῦ πέφτει λόγος ἤ ὄχι, μά δέν μ᾿ ἀφήνει ἥσυχο ἐδῶ καί πέντε μέρες ἡ Παναγιά.  
 Κάθε βράδυ ἔρχεται στόν ὕπνο μου καί μοῦ λέει: “Νά πᾶς νά τούς τό πεῖς”.
 - Μά τί πρέπει νά μᾶς πεῖς, πάτερ; ρώτησε μέ ἀγωνία πιά ὁ πατέρας.
 - Ὁ νέος, πού ζητᾶ τό κορίτσι, εἶναι μάρτυρας τοῦ Ἰεχωβᾶ, εἶπε ὁ παπάς καί κοίταξε κατάματα τό κορίτσι.
Ἐκείνη βούρκωσε. Ἐπειτα σταυροκοπήθηκε, σηκώθηκε, πλησίασε τόν παπά καί πῆρε τό χέρι του καί τοῦ τό φίλησε.
 - Μή λυπᾶσαι, κόρη μου, καί μήν κλαῖς, τῆς εἶπε. Ὁ Θεός θά σοῦ στείλει κάτι καλύτερο.
 - Δέν κλαίω ἀπό λύπη, πάτερ μου. Κλαίω ἀπό συγκίνηση· κλαίω ἀπό εὐγνωμοσύνη γιά τό θαῦμα τῆς Παναγιᾶς.
Ἔφυγε ὁ παπάς κι ἔμεινε μόνη της ἡ οἰκογένεια. Κι ὁ πατέρας πῆρε τήν κόρη του στήν ἀγκαλιά του.
 - Θά τοῦ μηνύσω πώς τήν κόρη μου θά τή δώσω σέ κάποιον πού προσκυνᾶ τήν Παναγιά, γιατί πάνω ἀπ᾿ ὅλα στή ζωή της ἔχει τόν Θεό καί τή μάνα Του».
................................................................
 Ἡ μάνα μου σταμάτησε νά μιλᾶ καί τά μάτια της ἦταν δακρυσμένα. Περίμενα νά ξαναμιλήσει. Μ᾿ ἔτρωγε ἡ περιέργεια, μά ἐκείνη σώπαινε.
 - Τῆς ἔστειλε ὕστερα ἡ Παναγιά ἄλλον πιό πλούσιο; τή ρώτησα δειλά.
 - Τῆς ἔστειλε ἕναν πολύ-πολύ φτωχό...
 - Καί δέν ἔγινε ποτέ πλούσια; ρώτησα μ᾿ ἀπογοήτευση.
 - Πλούσιος εἶναι, κόρη μου, ἐκεῖνος πού ἔχει πάντα δίπλα του τόν Θεό καί τήν Παναγιά, μ᾿ ἀπάντησε μέ σιγουριά.
 Κι ἐγώ τότε ἔνιωσα νά μ᾿ ἀνοίγουν τά μάτια.
 - Ἐσύ, ἐσύ ἤσουν τό κορίτσι! φώναξα καί δέν περίμενα τήν ἀπάντησή της.
 Ἀπό τότε ποτέ δέν προβληματίστηκα ἄν κάνει ἤ ὄχι θαύματα ἡ Παναγιά. Μοῦ τό βεβαίωσε ἡ μάνα μου!

Ἑ.Β.

Κατηγορία Διηγήματα
Σάββατο, 02 Αύγουστος 2014 03:00

Ἡ Μυρτιδιώτισσα

Τά Κύθηρα στήν πιό ἤρεμη, γλυκειά τους ὥρα. Μόλις εἴχαμε γυρίσει, μαζί μέ τή γυναίκα μου, ἀπό ἕναν ῾Εσπερινό στά Μυρτίδια. Προσπεράσαμε τήν Παλιόπολη καί τραβήξαμε γιά τόν Αὐλέμονα. Εἴχαμε κανονίσει νά βρεθοῦμε στοῦ καπετάν Μανώλη ὅλοι μαζί    -ὁ Γιάννης, ἡ Χριστίνα, ὁ Δημητράκης τους  κι ἐμεῖς-, γιά νά μᾶς μιλήσει γιά μιά συγκλονιστική περιπέτειά του ὁ καπετάνιος. Μᾶς ὑποδέχθηκαν ἡ καπετάνισσα, ὁ Χριστόφορος καί ἡ Διαμαντούλα. Σέ λίγο ἔφτασαν καί οἱ «Φρατσιῶτες» τῆς Πάτρας, μέ μπροστάρη τόν Δημητράκη.
    - ῞Οπου νά ᾿ναι θά ᾿ρθει καί ὁ καπετάν Μανώλης. Καθίστε! μᾶς πρότεινε πολύ εὐγενικά ὁ Χριστόφορος.
    Ὥσπου ν᾿ ἀνταλλάξουν λίγες κουβέντες ἡ καπετάνισσα μέ τή Βάσω καί τή Χριστίνα, φάνηκε κι ὁ καπετάνιος, μέ τό καΐκι του, νά μπαίνει στό λιμανάκι τοῦ Αὐλέμονα. Μόλις κάθισε κοντά μας, ρώτησε τή Διαμαντούλα, τήν κόρη του·
    -Κεράσατε τίποτε τόν καθηγητή καί τούς γιατρούς μας;
    -Τούς πρότεινε ὁ Χριστόφορος, ἀπάντησ᾿ ἐκείνη, μά εἶπαν νά ᾿ρθεῖς ἐσύ πρῶτα καί μετά θά μᾶς ποῦν τί θά πάρουν.
    -Καλά. Προσφέρετέ μας κανένα λαφρό πιοτό γιά τήν ὄρεξη, ἀλλά βάλτε νά γίνονται καί τά φρέσκα ψάρια, πού τώρα μόλις ἔφερα.
    Ὁ καπετάνιος, ξυπόλητος καί ἀξούριστος, μοσκοβολοῦσε ἁρμύρα καί θάλασσα. ῾Ο Κόντογλου θά τόν ἔλεγε «μισός ψάρι, μισός ἄνθρωπος»! Μᾶς ζήτησε συγγνώμη πού ἄργησε λίγο, μά συμπλήρωσε·
    -῾Η θάλασσα, βλέπεις δάσκαλε, δέν σ᾿ ἀφήνει νά τήν ἀφήσεις. Εἶναι ἄλλου εἴδους ἀλκοολίκι, πού μόνο οἱ κυνηγοί καταλαβαίνουν αὐτό πού λέω.
    Τσουγκρίσαμε τά ποτήρια, πού μᾶς φέρανε μέ τά πιοτά, καί ἀρχίσαμε νά ρωτᾶμε τόν καπετάν Μανώλη διάφορα πράγματα γιά τή ζωή τῆς θάλασσας, ἰδίως ὁ Δημητράκης, γιά τά δίχτυα, τήν ἄγκυρα, τά χταπόδια κι ἕνα σωρό ἄλλα.

* * *

    Στράφηκε πρός ἐμένα καί ἄρχισε τήν κουβέντα του ὁ καπετάν Μανώλης·
    -Τό χωριό μας, πού λές Πασχάλη, καί τό λιμανάκι μας -«ὅρμος ἁγίου Νικολάου», τό γράφουν οἱ χάρτες- εἶναι πολύ ἤρεμο. Λένε οἱ γραμματισμένοι πώς «Αὐλέμονας» βγῆκε ἀπό τό «εὐλίμενος». ῎Εχει στήν ἄκρη του, πρίν ἀπό τήν εἴσοδο, ἕνα πράσινο φανάρι πού ἀναβοσβήνει, γιά νά τό βλέπουν ὅσοι ταξιδεύουν νύχτα καί νά μήν κινδυνεύουν. Οἱ ναυτικοί καταλαβαίνουν ὅτι τό πράσινο φανάρι δείχνει «ἀσφαλές λιμάνι».
    Παλιά, ὅμως, ὅπως στήν κατοχή, ἐπειδή ἦταν συχνά καταφύγιο τῶν πλοίων, ἀποτελοῦσε στόχο καί γιά ἐχθρούς καί γιά συμμάχους. Πότε τό βομβάρδιζαν τά ἐγγλέζικα καί πότε τά στούκας τά γερμανικά. ᾿Ερχόταν κάπου-κάπου καί ὑποβρύχια. Στέλνανε οἱ Γερμανοί καΐκια μέ τρόφιμα στήν Κρήτη καί τά χτυπάγανε οἱ ᾿Εγγλέζοι. Κι αὐτό δέν εἶχε τελειωμό. Αὐτό, βέβαια, εἶχε καί τό καλό του. Ξέρεις τί κονσέρβες βγάλαμε καί φάγαμε ἀπό τά βυθισμένα καΐκια; Φάγαμε ὅλοι οἱ χωριανοί καί δώσαμε κι ἀλλοῦ ἀπό κεῖνα τά βουλιαγμένα καΐκια! Κι᾿ εὐτυχῶς πού βρέθηκαν κι αὐτά, γιατί ἀλλιῶς τήν εἴχαμε δύσκολα...
    Ἄ, ξέχασα νά σᾶς πῶ τό πιό σημαντικό, μέ τά βουλιαγμένα καΐκια τῶν Γερμανῶν πού χτύπησαν οἱ ῎Αγγλοι. ῞Ενα μεγάλο ἀπό αὐτά τά καΐκια ἦταν φορτωμένο μέ τσουβάλια γεμάτα στάρι. Τό θυμοῦμαι σάν τώρα! Βουτούσαμε καί βγάζαμε τά τσουβάλια μέ τό στάρι· τό στεγνώναμε καί τό ξαρμυρίζαμε, κι ἔτσι καταφέραμε νά περάσουμε τίς δύσκολες ἐκεῖνες μέρες τῆς πείνας...
    Θέλαμε νά ρωτήσουμε τόν καπετάν Μανώλη γιά κάποιες λεπτομέρειες, μά δέν τολμούσαμε νά τόν διακόψουμε. ῾Η διήγησή του εἶχε κάτι τό ἑλκυστικό, τό μαγευτικό· ἐγώ κρατοῦσα στό χέρι μου ἕνα κλωνάρι μυρτιᾶς, πού εἶχα πάρει ἀπό τά Μυρτίδια, ὡς εὐλογία. ᾿Εκεῖνος τό εἶδε καί μοῦ εἶπε συγκινημένος·
    - Στήν Παναγία τή Μυρτιδιώτισσα, Πασχάλη μου, ὀφείλει πολλά τό νησί μας ὁλόκληρο. ᾿Εγώ, ὅμως, τῆς ὀφείλω τή ζωή μου!
    Ἄναψε ξανά τό ἐνδιαφέρον ὅλης τῆς συντροφιᾶς καί ἡ Βάσω ρώτησε·
    - Πῶς αὐτό, καπετάνιε;
    - ῎Εχω ἰδεῖ πολλά θαύματά της στή ζωή μου, ἀλλά θά σᾶς διηγηθῶ μόνο ἕνα· κι αὐτό μέ συντομία, ὥσπου νά ᾿ρθοῦν τά ψάρια.
    Ὁ καπετάν Μανώλης ἤπιε μιά γουλιά καί ἄρχισε ν᾿ ἀφηγεῖται τό κομμάτι τῆς ζωῆς του, ὅταν ἔζησε τό θαῦμα, ἐνῶ ἐμεῖς πλησιάσαμε πιό πολύ κοντά του καί στήσαμε αὐτί γιά ν᾿ ἀκοῦμε καλύτερα.
    «῏Ηταν, πού λέτε, τέλος φθινοπώρου, ἴσως καί Νοέμβριος. Βροχερό ἀπόγευμα. Πρίν νά νυχτώσει, βγῆκα γιά μιά μικρή βόλτα στό λιμανάκι μας. ῏Ηταν ἡ τελευταία μέρα πού θά ἤμουν μέ τούς δικούς μου, γιατί λάβαμε διαταγή, οἱ νέοι τῆς ἡλικίας μου, νά πᾶμε καί νά καταταγοῦμε στό στρατό. Τήν ἄλλη μέρα ἔπρεπε νά βρισκόμαστε στόν Πειραιά καί ἀπό κεῖ...
    Τό ἀντάρτικο εἶχε φουντώσει καί εἶχε ἀνάψει παντοῦ φωτιές στήν ῾Ελλάδα. Πρέπει νά ἦταν στά 1947 -μπορεῖ νά κάνω καί λάθος, γιατί ἔχουν περάσει ἀπό τότε πάνω ἀπό πενήντα χρόνια! Δέν εἴχαμε καλά-καλά συνέλθει ἀπό τόν πόλεμο καί τίς καταστροφές μέ τούς Γερμανούς, καί ἀναγκαζόμαστε νά μποῦμε σ᾿ ἕναν ἀδερφοκτόνο πόλεμο. Ἐμένα, πού μέ βλέπετε, ὑπηρέτησα τότε στρατιώτης σχεδόν τέσσερα χρόνια, λές καί τό εἶχα ἐπάγγελμα, ὅπως καί πολλοί ἄλλοι· ἀλλά σκέφτομαι τώρα πώς καί πάλι θά πήγαινα πρόθυμα γιά τήν πίστη καί τήν πατρίδα στόν πόλεμο, ἄν χρειαζόταν!».
     Ὁ καπετάνιος ἔκανε μιά κίνηση τοῦ δεξιοῦ χεριοῦ του, σά νά ᾿θελε νά σκουπίσει ἕνα δάκρυ, καί συνέχισε·
«Καθώς περιδιάβαζα, λοιπόν, τίς ἀγαπημένες γωνιές τοῦ λιμανιοῦ κι ἀγνάντευα τό πέλαγο, ἔνιωθα νά περνοῦν ἀπό τό μυαλό μου ἕνα σωρό θλιβερές καί μαῦρες σκέψεις· Ποῦ θ᾿ ἄφηνα τούς δικούς μου, τά μικρότερα ἀδέρφια μου, τό καΐκι μου; ...῎Εκανε κρύο καί φοροῦσα ἕνα χοντρό μαῦρο παλτό. Κι ἐκεῖ πού περπατοῦσα, εἶδα μέ τήν ἄκρη τοῦ ματιοῦ μου κάτι νά σέρνεται καταγῆς καί ὁ ἀέρας νά τό φέρνει πρός τό μέρος μου. Φαινόταν ἕνα χαρτί καί δίχως, βέβαια, καμιά ἀξία, ἔτσι πεσμένο στό χῶμα. Μά καθώς ἐκεῖνο τόν καιρό ἦταν σπάνια τά χαρτιά, ἔσκυψα νά ἰδῶ τί εἶναι, ἀπό περιέργεια. Ξαφνιάστηκα, ὅταν ἀναγνώρισα στό χαρτί ἐκεῖνο τήν εἰκόνα τῆς Παναγίας τῆς Μυρτιδιώτισσας. ῏Ηταν μαυρισμένη καί σέ μικρό σχῆμα, σάν φύλλο ἀπό μικρό τετράδιο. “Μεγαλόχαρή μου, φώναξα, Μυρτιδιώτισσά μου!”. Τή μάζεψα καί πολύ συγκινημένος, σταυροκοπήθηκα. ῏Ηταν λίγο λερωμένη ἀπό χώματα καί λάσπες, ἀλλά ἦταν καθαρό πώς ἦταν ἡ Παναγία ἡ Μυρτιδιώτισσα. Τή σκούπισα προσεχτικά μέ τό μανίκι μου, τήν ἀσπάστηκα καί τήν ἔβαλα διπλωμένη στή μέσα καί ἀριστερή τσέπη τοῦ παλτοῦ μου. Κι αἰσθάνθηκα ὁλόκληρος μιά γαλήνη μέσα μου, ὅπως εἰρηνεύει ἡ θάλασσα ὕστερ᾿ ἀπό δυνατή φουρτούνα. Τό πῆρα γιά θεϊκό σημάδι αὐτό κι ἀναθάρρησα. «᾿Από δῶ κι ἐμπρός -εἶπα μέσα μου- δέν θά εἶμαι μόνος· ὅπου καί νά πάω θά ἔχω τήν Παναγία τή Μυρτιδιώτισσα μαζί μου!». Τόν κόρφο μου ζέσταινε ὄχι ἕνα ἁπλό ἐνθύμιο, μά ἕνα φυλαχτό γιά τίς δύσκολες μέρες πού εἶχα νά περάσω στό στρατό.  
Πῆρε μιά μικρή γουλιά, καί μᾶς ρώτησε·
    -Μήπως κουραστήκατε, νά σταματήσω;
    - ῎Οχι, ἀπαντήσαμε ὅλοι μ᾿ ἕνα στόμα.
    - Συνεχίζω, λοιπόν, συντομεύοντας κάπως τήν ἱστορία. Φύγαμε τήν ἄλλη μέρα μ᾿ ἕνα σαπιοκάραβο γιά τόν Πειραιᾶ. ᾿Από κεῖ, ὕστερ᾿ ἀπό μιά ὀλιγοήμερη ἐκπαίδευση, μᾶς ἔστειλαν τόν καθένα στή μονάδα του. ῞Ολοι σχεδόν φύγαμε γιά τή ζώνη ἐπιχειρήσεων. Ἡ δική μου μονάδα βρισκόταν κάπου στήν περιοχή τῆς Κοζάνης, στά βουνά πού βρίσκονται ἀνάμεσα Πτολεμαΐδα καί Βέροια. ῾Ο λόχος μου ἦταν σ᾿ ἕνα προχωρημένο φυλάκιο, σ᾿ ἕνα χωριό πού δέν θυμοῦμαι τώρα πῶς τό λέγαν. Οἱ διμοιρίες εἶχαν διασκορπιστεῖ σέ διάφορα στρατηγικά σημεῖα καί πολεμοῦσαν. Στήν ἀρχή τά πράγματα ἦταν ὑποφερτά, μά ὅταν οἱ ἀντάρτες στρυμωχτήκανε καί χάνανε πολύ ἀπό τό ἔδαφός τους, ἔγιναν πολύ σκληροί. Σωστά ἄγρια θηρία! ῎Οχι ἁπλῶς χτυπάγανε στό ψαχνό, μά ρίχνανε καί ἁλάτι στήν πληγή, πού λέει ὁ λαός. ᾿Ενῶ πρῶτα ρήμαζαν τά χωριά, παίρνοντας κάθε εἴδους τρόφιμα, τώρα ἦταν φανατισμένοι· ἔδερναν, στρατολογοῦσαν, σκότωναν...
    Μιά βραδιά, καθώς εἴχαμε προχωρήσει σ᾿ ἕνα μπουγάζι πέρ᾿ ἀπό τό χωριό, χωρίς νά πάρω εἴδηση, βρέθηκα μέ ἀρκετούς ἄντρες τῆς διμοιρίας μου κυκλωμένος ἀπό τούς λυσσασμένους ἀντάρτες, πού μᾶς χτυποῦσαν ἀπό παντοῦ. Οἱ πιό πίσω μέ τό διμοιρίτη ὀπισθοχώρησαν, ἀλλά ἐμεῖς μπροστά δέν τούς ἀκούγαμε. ᾿Εγώ εἶχα τήν εὐθύνη τοῦ ὁπλοπολυβόλου καί ἔρριχνα ὅπου ἔβλεπα στόχο ἤ φλόγα πυροβολισμοῦ ἀπ᾿ τούς ἀντάρτες.
    Εἴχαμε μείνει πέντε ἄντρες καί πιάσαμε στή δυτική ἄκρη τοῦ χωριοῦ ἕνα πέρασμα. Δίπλα μας ἦταν μιά ρηχή χαράδρα. Καθώς ἤμασταν κυκλωμένοι ἀπό παντοῦ, δέν βλέπαμε διέξοδο σωτηρίας. Χτυπούσαμε στά γεμάτα κ᾿ ἐμεῖς κ᾿ ἐκεῖνοι.
    - Σᾶς ἀποκόψαμε ἀπ᾿ τούς συντρόφους σας -μᾶς φώναζαν- θά πεθάνετε!
    Μᾶς πετοῦσαν βρισιές, πού ντρέπομαι νά τίς πῶ. Στό τέλος μᾶς φώναξαν·
    - ῎Αν θέλετε νά σωθεῖτε, πετάξτε τά ὅπλα καί παραδοθεῖτε!
    Ὅταν εἴδαμε τά πολεμοφόδια νά λιγοστεύουν καί τούς ἀντάρτες νά πλησιάζουν ὅλο καί πιό ἀπειλητικοί, τά χρειαστήκαμε. Χάιδεψα τόν κόρφο, ὅπου εἶχα τήν εἰκόνα τῆς Παναγίας, γιά νά πάρω θάρρος. ῾Ο διπλανός μου τά ᾿χε χαμένα. Εἶχε καθίσει κάτω μή μπορώντας νά σκεφτεῖ τίποτε, σά νά ᾿κλαιγε τή μοίρα του. Σκέφτηκα· «Πρέπει νά ὑποχωρήσουμε, ὅπου μποροῦμε, ἀλλά μέ τά ὅπλα μας, γιά νά γλυτώσουμε». Τό λέω στόν διπλανό μου, μά δέν ἤθελε ἤ δέν μποροῦσε νά μ᾿ ἀκούσει καί νά μέ καταλάβει. Εἶχε ἤδη παρατήσει τό ὅπλο του. Πῆρα, λοιπόν, μόνος μου τήν ἀπόφαση, ἀφοῦ δέν ἤξερα τί ἔγιναν οἱ ἄλλοι, καί ὁ διπλανός μου δέν ἤθελε νά μ᾿ ἀκολουθήσει. ῎Αρχισα νά τρέχω καί νά ὑποχωρῶ, ἐνῶ πυροβολοῦσα. ᾿Απ᾿ τήν ἀντίθετη μεριά μοῦ φωνάζανε·
    - Ρίξε κάτω τό πολυβόλο!
    Τρέχοντας καί πυροβολώντας, ἔφτασα δίπλα σ᾿ ἕν’ ἀνάχωμα. ῎Επεσα κάτω καί κύλησα μέσα στό χαντάκι, ὅπου ἔτρεχε νερό καί ἦταν γεμάτο βοῦρλα, ὅπως καί ἡ γύρω περιοχή. Δέν κατάλαβα πῶς, μά βρέθηκα ὁ μισός μέσα στό νερό. Τό κρύο καί ἡ ὑγρασία μέ περόνιαζαν. Ξεπάγιαζα, μά δέν μποροῦσα νά κάνω τίποτ᾿ ἄλλο. Οἱ ἀντάρτες πέρασαν δυό-τρεῖς φορές ἀπό δίπλα μου, φωνάζοντας καί βρίζοντας, μά στό τέλος ἔφυγαν, ἀφοῦ δέν μέ βρῆκαν. ῞Ενας τους γρύλισε·
    - Μά ἡ γῆς ἄνοιξε καί τόν κατάπιε; ᾿Ενῶ ἕνας ἄλλος συμπλήρωσε·
    - Δέν κλαίω πού γλύτωσε τό κάθαρμα, μά κλαίω γιατί χάσαμε τό πολυβόλο του!


* * *

    Ἔδωσε κάποτε ὁ Θεός καί πέρασε ἡ μαρτυρική αὐτή νύχτα. ῎Εφεξε, βγῆκα ἀπό τήν ὑδάτινη κρυψώνα μου καί ἄρχισα νά ψάχνω, πασπατεύοντας τά μέλη τοῦ κορμιοῦ μου, ἄν λείπει τίποτε, ἄν τρέχαν αἵματα, ὕστερ᾿ ἀπό τόσους πυροβολισμούς πού ἔφαγα... Εἶδα πώς ἤμουν γερός, κι ἄς τουρτούριζα ἀπό τό κρύο. ῎Εκαμα τό σταυρό μου· «Δόξα τῷ Θεῷ, γλύτωσα. Χίλιες δόξες νά ᾿χεις κ᾿ ἐσύ, Μυρτιδιώτισσά μου, πού μέ προστάτεψες!».
    Πῆρα τό πολυβόλο μου καί ξαναγύρισα προσεχτικά στή μονάδα μου. Κανείς τους δέν πίστευε στά μάτια του· ὅλοι μέ εἶχαν γιά σκοτωμένο. ῞Οταν, μάλιστα, εἶδαν τή χλαίνη μου νά εἶναι κόσκινο ἀπό τίς ἀντάρτικες σφαῖρες, τότε ἡ ἀπορία τους μεγάλωσε ἀκόμη πιό πολύ καί δέν μποροῦσαν νά ἐξηγήσουν πῶς γλύτωσα. ᾿Εγώ, ὅμως, ἤξερα κ᾿ ἤμουν σίγουρος γιά τό ποιός ἔβαλε τό χέρι του καί οἱ σφαῖρες δέν περνοῦσαν πέρ᾿ ἀπό τή χλαίνη μου, καί σέ ποιόν χρωστοῦσα τή σωτηρία μου...
    Ἀπό τούς ἄλλους συναδέλφους μου ἄλλοι γλύτωσαν ὑποχωρώντας νωρίς, ἐνῶ δυό εἶχαν πιαστεῖ αἰχμάλωτοι. ᾿Αργότερα καταφέραμε νά τούς ἐλευθερώσουμε κι αὐτούς.
    Θυμοῦμαι πού οἱ παλιότεροι συνάδελφοι μᾶς ἔλεγαν πώς οἱ ἀντάρτες στήν ἀρχή ἄφηναν ἐλεύθερους τούς στρατιῶτες πού ἔπεφταν αἰχμάλωτοι στά χέρια τους, ἀφοῦ τούς ἔπαιρναν τά ὅπλα καί τίς στολές τους. ῞Ομως, περνοῦσαν ἀπό στρατοδικεῖο μετά, γιατί ἄφησαν τόν ἐχθρό καί τούς πῆρε τά ὅπλα. Καί τό πιό σκληρό δέν ἦταν ἡ τιμωρία πού τούς ἔδινε τό δικαστήριο, μά τό ρεζιλίκι πού παθαίνανε, ὅταν οἱ ἄλλοι στρατιῶτες μέ τρόπο παράξενα σκληρό τούς βρίζανε καί τούς φτύνανε! ῏Ηταν βασανιστήριο ἀβάσταχτο κυριολεκτικά! Σοῦ ᾿ρχόταν νά πεῖς· «Δέν μέ σκότωναν καλύτερα, ἐκεῖ στή μάχη!».


* * *

    Αὐτά, ἐν συντομίᾳ, ἀγαπητέ Πασχάλη, τραβήξαμε τότε. Καί ὁ Θεός νά φυλάξει νά μήν ξανάρθει τέτοιος ἄγριος καί βρόμικος πόλεμος, νά χτυπάει καί νά σκοτώνει ὁ ῞Ελληνας τόν ῞Ελληνα! Δηλαδή ὁ ἀδελφός τόν ἀδελφό!...
    Ὕστερ᾿ ἀπό τέσσερα σχεδόν χρόνια        -πού δέν σᾶς περιέγραψα, φυσικά, ὅλα ὅσα πέρασα- γύρισα στό νησί καί στόν ὡραῖο μας Αὐλέμονα. Καί ἡ πρώτη μου δουλειά ἦταν νά πάω μαζί μέ τούς δικούς μου νά λειτουργηθοῦμε στά Μυρτίδια καί νά εὐχαριστήσουμε τήν Παναγία, πού θαυματουργικά μέ προστάτεψε καί μέ γλύτωσε. Ἐκεῖ, παρακάλεσα τόν παπά νά κάνουμε κ᾿ ἕνα μνημόσυνο γιά ὅλες τίς ψυχές τῶν συντρόφων μου, πού χάθηκαν στά βουνά τῆς Μακεδονίας, πολεμώντας γιά τήν πίστη καί τήν πατρίδα.

 

Π. Β. Πάσχος

Κατηγορία Διηγήματα