Τρίτη, 16 Σεπτέμβριος 2014 03:00

Προσμένουνε τήν ὥρα

papous-c Στόν τόπο μου τό καλοκαίρι βαστᾶ μέ­χρι πού νά ᾽βγει καί ὁ Σεπτέμβης, μά ὅλοι τό ξέραμε πώς στήν οὐ­σία στά τέλη τ’ Αὐ­γούστου τέλειω­νε. Ὁ Σεπτέμβρης, ὅσο ζεστός κι ἄν ἦ­ταν, δέν ἦταν καλοκαίρι. Μα­ζί μέ τά χε­λιδόνια πού μᾶς τά ἔπαιρ­νε, μᾶς ἔ­παιρ­νε καί τούς φίλους, τούς θειούς καί τίς θειές πού ἔρχονταν γιά διακοπές, μᾶς ἔπαιρνε τήν ξε­γνοια­σιά. Κάθε καλοκαίρι στό μικρό μου χω­ριό τέλειωνε μέ τήν ἴδια ἀπαράλλακτη εἰ­κόνα. Ἐμεῖς πού μέναμε, βλέποντάς το νά ἀδειάζει νιώθαμε τό ἄδειασμα ὅ­μοιο μέ κεῖνο πού νιώθαμε στήν καρδιά μας καί ᾽κεῖ­νοι πού ἔφευγαν ἄφηναν μέ τό δάκρυ τους σέ μᾶς κάτι ἀπό τή δική τους τήν καρδιά.
Ἔτσι ἦταν τά πράγματα ὥς ἐκεῖνο τό πικρό καλοκαίρι τοῦ 1974. Τό μικρό χω­ριό μου γέμισε προσφυγιά. Καί ἐ­πει­δή τή δική μας τήν φυλή «δέν τήν βαραίνει ὁ πόλεμος κι ἐμπόδισμα δέν εἶναι, στίς κορασιές νά τραγουδοῦν καί στά παιδιά νά παίζουν» ἐκεῖνο τό καλοκαίρι ἦταν τό πιό μακρύ πού θυμᾶμαι.
Ἤμουν ἀκόμα παιδί, καί τά παιδιά εὔ­κολα ξεχνοῦν τό κακό. Καινούργιοι φίλοι, καινούργια παιχνίδια. Καί θά ἤμασταν ὅλοι εὐτυχισμένοι ἄν δέν ὑπῆρ­χαν οἱ μεγάλοι μέ τά μαῦρα πού μᾶς θύμιζαν πώς ἔ­γινε πόλεμος, οἱ γυναῖκες μέ τά μαντήλια καί τά τρομαγμένα ἀ­κόμα μάτια. Ἄν δέν ἀκούγαμε τίς νύχτες ἀπό τά ἀνοιχτά παράθυρα τούς θρήνους πού ἔσκιζαν τό σκοτάδι κι ἔ­φταναν ὥς τίς ἀλάνες πού ὥς ἀργά παίζαμε.
Σάν τέλειωσε ὁ Αὔγουστος τίποτα δέν ἄλλαξε στό χωριό μου. Κανένας φίλος δέν γύρισε ἐκεῖ ἀπ’ ὅπου ἦρθε, κανένα σπίτι δέν ἄδειασε. Ὁ Σεπτέμβρης μᾶς βρῆκε ὅ­λους μαζί ντόπιους καί πρόσφυγες μέ ἄ­δεια τήν καρδιά καί γεμάτο τό χωριό.
Ἦταν, θυμᾶμαι, λίγο πρίν ἀνοίξουν τά σχολεῖα καί ὁ καινούργιος δάσκαλος εἶχε ἤδη ἔρθει στό χωριό καί καθόταν μαζί μέ τούς ἄνδρες στό καφενεῖο. Ἐγώ πού εἶχα τελειώσει τό Δημοτικό πλη­σί­α­σα μέ πιό πολύ θάρρος νά τόν δῶ ἀπό κοντά. Ἦταν νέος καί μοῦ φάνηκε συμ­πα­θητικός.
- Δάσκαλε, ἄκουσα νά λέει ὁ γερο-Θω­μᾶς, πού πλησίαζε τά ἐνενήντα καί ἦταν ἀπό τούς πρώτους πρόσφυγες πού ἦρθαν στό χωριό. Ἐσύ πού εἶσαι γραμματιζούμενος τί λές; Θά γυρίσου­με πίσω;
Στύλωσα τό ἀφτί μου ν’ ἀκούσω τί θά ἔλεγε ὁ δάσκαλος. Παράξενο, ἐκεῖ­νος δέν εἶπε τίποτα, μόνο ἔκλαψε.
- Δάσκαλε, γιατί δέν μ’ ἀπαντᾶς, ἐ­πέ­με­νε ὁ γερο-Θωμᾶς, θά γυρίσουμε στά σπίτια μας;
- Θά γυρίσουμε, παππού, θά γυρί­σου­με! ἀπάντησε ἀργά - ἀργά ὁ δάσκαλος καί χάιδεψε μέ στοργή τό γέρικο χέρι π’ ἀ­κουμποῦσε στό μπαστούνι.
Ἀπό κείνη τήν ὥρα ἔνιωσα πώς μεγάλωσα, ἀπό κείνη τήν ὥρα ἔχασα τήν ξεγνοιασιά μου. Δέν ἤμουν πρόσφυγας, ὅ­μως κατάλαβα τί σημαίνει μοιρασμένη πατρίδα, καί ἀγάπησα τούς πρόσφυγες μέ ὅλη τήν καρδιά μου.
Ὁ γερο-Θωμᾶς ἔγινε μιά ἀπό τίς ἔ­γνοιες μου. Ὅλο τάχα τυχαῖα περνοῦσα ἔξω ἀπό τό σπίτι του καί ὅλο ἔβρισκα ἀ­φορμές νά κουβεντιάζω μαζί του.
- Ἄχ, παιδί μου, μοῦ εἶπε μιά μέρα, ἄ­φησα τήν κυρά μου, τρεῖς μέρες πεθαμένη σέ νιόσκαφτο τάφο. Οὔτε σταυ­ρό δέν πρόλαβα νά στήσω, οὔτε τρισά­- γιο νά τῆς κά­νω.
- Παιδιά δέν ἔχεις, παππού, τόν ρώ­τη­σα.
Ἄνοιξε τή χούφτα του καί τέντωσε ὅλα τά δάκτυλά του.
- Πέντε, μοῦ ἀπάντησε. Ὅλα στήν Ἀγγλία, κι οὔτε πού ξέρουν γιά τή μάνα τους, δέν πρόλαβα νά τούς τό γράψω.
- Καί δέν σ’ ἔψαξαν, παππού; ρώτη­σα ὅλο ἀπορία.
- Ξέρω κι ἐγώ παιδί μου; ἀπάντησε ὁ γέρος καί τόν πῆρε τό παράπονο.
Ὁ γερο-Θωμᾶς εἶχε ἕνα μικρό τραν­ζιστοράκι καί τό ἀκουμποῦσε, τό κολλοῦσε πές καλύτερα, πάνω στ’ ἀφτί   του κάθε φορά πού ξεκινοῦσε ἡ ἐκ­πο­μπή «Ἀναζητήσεις μέσῳ τοῦ Ἐρυθροῦ Σταυ­ροῦ». Δέν θά ξεχάσω ποτέ ἐκείνη τή μέ­ρα πού ὁ ἐκφωνητής εἶπε: «Τόν Θωμᾶ Γεωργίου, 89 ἐτῶν, ψάχνουν τά παιδιά του Ἀνδρέας, Μάριος, Γεωργία, Παρασκευή καί Ἑλένη. Ὅποιος γνωρίζει κά­τι γι’ αὐ­τόν νά ἐπικοινωνήσει μέ τά γραφεῖα τοῦ Ἐρυθροῦ Σταυροῦ».
Ἄφησα τόν παππού νά κλαίει ἀπό τή χαρά του καί ἔτρεξα στόν δάσκαλο.
Στίς 10 τοῦ Σεπτέμβρη ὁ γιός του ὁ Ἀν­δρέας μαζί μέ τόν ἐγγονό του Θωμᾶ ἦρ­θαν καί τόν βρῆκαν στό χωριό. Τόν πίεζαν νά τόν πάρουν μαζί τους στήν Ἀγγλία, μά ἐ­κεῖ­νος δέν ἤθελε οὔτε νά τό ἀκούσει.
- Μέ καρτερᾶ ἡ μάνα σου, γιέ μου, τοῦ εἶπε ὅταν ἐκεῖνος ἐπέμενε. Πρέπει νά τῆς κάνω σταυρό! Ξέρεις τί σημαίνει μνῆ­μα δί­χως σταυρό; Τουρκάλα δέν ἦταν, γιέ μου, ἡ μάνα σου καί τήν ἀγαποῦσε πολύ τήν Ἐκκλησία.
- Ποῦ θά πάει; Σιγά - σιγά θά τόν πεί­σω, μοῦ εἶπε αἰσιόδοξα ὁ κυρ-Ανδρέας.
Τήν ἄλλη μέρα ὁ παππούς ἐπέμενε νά πᾶνε ὅλοι μαζί στήν πόλη. Ζήτησε ἀπό τή μάνα μου νά πάρουν καί μένα μαζί τους.
- Τώρα πού εἶσαι ἐδῶ νά παραγ­γεί­λου­με τό σταυρό γιά τόν τάφο τῆς μά­νας σου νά εἶναι ἕτοιμος ὅταν γυρί­- σουμε πί­σω. Καί θέλω νά εἶσαι καί σύ, παιδί μου, -γύρισε καί εἶπε σέ μένα- γιά νά ξέρεις ποιός σταυρός εἶναι, μή μέ γελάσουν ἐ­πει­δή εἶμαι γέ­ρος.
Παραγγείλαμε τόν σταυρό καί γυρί­σα­με πίσω. Ὁ γέρος ἦταν πιά ἥσυχος.
Ἀνήμερα τοῦ Σταυροῦ στίς 14 τοῦ μήνα ἡ καμπάνα κτύπησε πένθιμα. Ὁ γε­ρο-Θω­μᾶς ἔφυγε γιά τήν ἀληθινή αἰ­ώ­νια πατρίδα.
Ὅλο τό χωριό, ντόπιοι καί πρόσφυγες, ἦταν ἐκεῖ ὅταν ἡ γῆ τοῦ χωριοῦ μου δεχότανε στά σπλάχνα της τόν πρῶτο πρόσ­φυγα. Ὁ σταυρός πού ὁ ἴδιος παρήγγειλε στήθηκε πάνω στό λι­τό του μνῆμα.
Πέρασαν 40 χρόνια! Τά κόκκαλα τοῦ γερο-Θωμᾶ ἔγιναν ἕνα μέ τό χῶμα τοῦ χωριοῦ μου καί ὁ σταυρός πού μένει ἐκεῖ στημένος θυμίζει πώς ἀνήκει καί σ’ ἕναν ἄλλο τάφο καί ἀνανεώνει τήν ἐλ­πίδα πώς κάποτε δυό χέρια θά τόν σηκώσουν μαζί  μέ τά κόκκαλα τοῦ παπ­ποῦ Θωμᾶ γιά νά τόν μεταφέρουν ἐκεῖ, ἐκεῖ πού ἔμεινε ἡ καρδιά καί ἡ κυρά τοῦ γερο-Θωμᾶ. Ἐκεῖ πού σέ κανένα μνῆμα πιά δέν ἄφησαν σταυρό. Καί τότε θά εἶναι Ἀνάσταση!

Ε.Β.

Κατηγορία Διηγήματα
Δευτέρα, 02 Ιούνιος 2014 03:00

Στό λυκαυγές τῆς λευτεριᾶς

Ἦταν ξημέρωμα. Μόλις πού εἶχε ἀρχίσει ν᾿ ἀχνοφέγγει. Κάποια μακρινά γαυγίσματα σκύλων καί κάποια κραξίματα πετεινῶν ἔκαναν τήν καρδιά τῆς Κατερινιῶς νά κτυπήσει ἀκόμα πιό δυνατά. Ναί, τοῦτο τό μονοπάτι πού βάδιζε τώρα τό ᾿ξερε καλά καί τούτη ἡ μυρωδιά, πού ἔφτανε ὥς τή μύτη της μέ τόν πρωινό ἀέρα, τῆς ἦταν γνώριμη. Ἦταν ἡ μυρωδιά τοῦ χωριοῦ της. Ἔφτανε, ἐπιτέλους ἔφτανε! Ἡ μάνα της εἶναι ἐκεῖ, τ᾿ ἀδέλφια της εἶναι ἐκεῖ! Κι ἄν δέν εἶναι; Κι ἄν τούς πῆραν κι αὐτούς οἱ ἄπιστοι; Κι ἄν σκότωσαν τή μάνα της ὅπως σκότωσαν τόν πατέρα της τότε πού δέν τούς ἄφηνε νά τήν πάρουν ἀπό τήν ἀγκαλιά του; Ὄχι, ὄχι δέν μπορεῖ!
 Ὀκτώ ὁλόκληρα χρόνια, ἀπό τότε πού δέκα χρονῶν κοριτσάκι τήν ἅρπαξαν ἀπό τό σπίτι της, ἄλλο δέν σκεφτόταν τό Κατερινιώ, ἄλλο δέν μελετοῦσε ἀπό τό πῶς μιά μέρα θά τό σκάσει, γιά νά βρεθεῖ καί πάλι κοντά σ᾿ αὐτούς πού ἀγαποῦσε.
 Ἔφτασε κοντά στά πλατάνια μέ τήν πηγή κι ἦταν ἕτοιμη νά σωριαστεῖ μέ λαχτάρα πλάι στό νερό, ὅταν ἄκουσε ποδοβολητά ἀλόγων. Μέ τά γόνατα παραλυμένα ἀπό τό φόβο κρύφτηκε πίσω ἀπό ἕνα χοντρό κορμό πλατανιοῦ.
 Οἱ καβαλάρηδες ξεπέζεψαν καί πῆραν νά γιομίσουν τά παγούρια τους. Δέν μποροῦσε νά τούς δεῖ ἀπό κεῖ πού ἦταν, μά ὅμως τούς ἄκουγε καθαρά. Μιλοῦσαν τούρκικα:
 - Δίκιο ἔχει ὁ ἀφέντης. Πῶς δέν τό σκεφτήκαμε τόσο καιρό; Θά πάει ὅμως σήμερα ὁ Νικολός στήν ἐκκλησία;
 - Δέν ἀφήνει ὁ γκιαούρ Κυριακή πού νά μείνει ἀλειτούργητος, ἀκούστηκε ἡ φωνή ἑνός ἄλλου. Σίγουρα θά κατεβεῖ καί σήμερα στό χωριό καί τότε οἱ δικοί μας θά πετσοκόψουν τούς γκιαούρηδες πάνω στό βουνό.
 Τό Κατερινιώ πίσω ἀπό τό δένδρο παρακολουθοῦσε μ᾿ ὀρθάνοιχτα αὐτιά καί μέ κομμένη τήν ἀνάσα. Ὥστε σήμερα εἶναι Κυριακή, ὥστε σήμερα, ὕστερα ἀπό ὀκτώ ὁλόκληρα χρόνια, θά πήγαινε στήν ἐκκλησιά!
 - Ἄν μυριστεῖ ὁ Νικολός τ᾿ ἀσκέρι μας; ρώτησε μ᾿ ἀνησυχία ὁ ἕνας.
 - Δέν θά τό μυριστεῖ, ἀπάντησε μέ σιγουριά ὁ ἄλλος. Ἔχει νά πέσει τουφεκίδι στήν περιοχή ἐδῶ καί τρεῖς μῆνες. Ξεθάρρεψαν οἱ γκιαούρηδες καί δέν φοβοῦνται πιά. Χωρίς τόν καπετάνιο τους θά τά χάσουν καί θά τούς ξεκάνουμε ὅλους. Ἔπειτα κατεβαίνουμε στό χωριό καί καθαρίζουμε καί μέ κεῖνον.
 Ξέσπασαν κι οἱ δυό σ᾿ ἕνα χαχανητό κι ἀφοῦ ἀνέβηκαν στ᾿ ἄλογά τους ἐξαφανίστηκαν μέ καλπασμό. Πέτρωσε ἐκεῖ πού καθόταν τό Κατερινιώ. Πέτρωσε γιά μιά στιγμή μονάχα. Ἔπειτα τινάχτηκε ἀπό τή θέση της κι ἄρχισε σάν ζαρκάδι ν᾿ ἀνεβαίνει τό βουνό.
kleftes Ἔτρεχε, ἀνέβαινε καί δέν ἔβλεπε τίποτα μπροστά της. Δέν ἤξερε κἄν κατά ποῦ βρίσκεται τό λημέρι τῶν κλεφτῶν. Ἄφησε τήν καρδιά της νά ὁδηγήσει τά πόδια της καί κείνη δέν λάθεψε.
 Κάμποσοι κλέφτες παρακολουθοῦσαν μέ ἀπορία μιά Τουρκάλα ν᾿ ἀνεβαίνει στό λημέρι. Τό Κατερινιώ οὔτε κἄν θυμόταν πώς ἡ φορεσιά της ἦταν τουρκική. Μά σάν ἔφτασε κι εἶδε τήν ἀπορία στά μάτια τῶν ἀντρῶν, φώναξε δυνατά στά ἑλληνικά:
 - Τόν καπετάν Νικολό θέλω· γρήγορα νά δῶ τόν καπετάνιο.
 - Ποιά εἶσαι τοῦ λόγου σου καί θέλεις νά δεῖς τόν καπετάνιο; τή ρώτησε κάποιος, πού φαινόταν νά εἶναι πρωτοπαλλήκαρο.
 Γύρισε καί κοίταξε αὐτόν πού τῆς μίλησε καί τότε πιότερο μέ τήν καρδιά παρά μέ τό στόμα φώναξε: «Κωσταντῆ!» καί λιποθύμησε. Ὅταν συνῆλθε, δέν ἦταν κοντά της παρά μόνον ὁ ἀδελφός της ὁ Κωσταντῆς κι ὁ καπετάνιος.
 - Κωσταντῆ, γρήγορα τόν καπετάνιο· ποῦ εἶναι ὁ καπετάνιος; ρώτησε κι ἔκανε νά σηκωθεῖ, μά ὁ καπετάνιος μέ μιά στοργική κίνηση τήν κράτησε ξαπλωμένη.
 - Ἐγώ εἶμαι ὁ καπετάνιος, τῆς εἶπε γλυκά. Ἐσύ ποιά εἶσαι;
 - Ἐγώ, ἐγώ εἶμαι τό Κατερινιώ τοῦ Μήτρου. Εἶμαι ἡ ἀδελφή σου, Κωσταντῆ, ἡ μικρή σου ἀδελφή πού τήν ἅρπαξαν οἱ ἄπιστοι, μά πού τώρα εἶναι ἐλεύθερη.
 Ἔμειναν γιά λίγη ὥρα ἀγκαλιασμένα τά δύο ἀδέλφια κι ὕστερα σάν νά θυμήθηκε τό χρέος της ἔβγαλε μιά φωνή:
 - Οἱ Τοῦρκοι, καπετάνιο, οἱ Τοῦρκοι ὅπου νά ᾿ναι φτάνουν. Θά ριχτοῦν στό λημέρι, ὅταν ἐσύ θά εἶσαι στήν ἐκκλησιά.
 Εἶπε ὅλα ὅσα ἄκουσε τό Κατερινιώ κι ὁ καπετάνιος τήν ἄκουγε μέ προσοχή. Ἔπειτα, ἀφοῦ τελείωσε τό κορίτσι, ἐκεῖνος φώναξε τόν Κίτσο, ἕνα παλληκαράκι 14-15 χρονῶν, καί τοῦ εἶπε:
 - Θά τρέξεις βολίδα στό χωριό καί θά πεῖς στόν παπα-Βαγγέλη νά μήν μπεῖ στή Λειτουργία, ὥσπου νά ἔρθω ἐγώ. Κατάλαβες;
 - Ναί, ἀπάντησε τό παιδί καί μέχρι νά τόν κοιτάξει τό Κατερινιώ, ἐκεῖνος ἤδη εἶχε χαθεῖ στό μονοπάτι.
 Σέ λίγο ὅλοι οἱ ἄντρες σέ θέση μάχης περίμεναν. Κι ὁ ἐχθρός δέν ἄργησε νά φανεῖ. Χαμογέλασαν τά παλληκάρια, μίλησαν τρυφερά στό ντουφέκι τους καί κεῖνο δέν ξαστόχησε. Πρίν κἄν προλάβουν οἱ ἐχθροί νά πάρουν θέσεις μάχης, εἶχαν ἤδη διαλυθεῖ.
 - Βάι - βάι - βάι! φώναζαν οἱ Τοῦρκοι κι οὔτε γυρνοῦσαν τό κεφάλι πρός τό λημέρι.
 Οὔτε μισή ὥρα δέν κράτησε ἡ ἀναστάτωση καί στό λημέρι ἦταν ὅλα ὅπως πρῶτα. Ὁ καπετάν Νικολός πῆρε τόν Κωσταντῆ καί τό Κατερινιώ καί κατέβηκαν στό χωριό. Μπῆκαν μέσα στήν κατάμεστη ἐκκλησιά καί τά βλέμματα ὅλων στράφηκαν ἐπάνω τους. Ἡ χαρά τους μετατράπηκε σέ ἔκπληξη, ὅταν ἀνάμεσά τους εἶδαν νά στέκεται μιά Τουρκάλα. Ἐκείνη φαινόταν νά τρώει τό πλῆθος μέ τά μάτια. Ἔψαχνε, ἔψαχνε καί ὕστερα ἡ φωνή της ράγισε τίς καρδιές ὅλων:
 - Εἶμαι τό Κατερινιώ τοῦ Μήτρου. Μάνα μου, ποῦ εἶσαι;
 Πίσω ἀπό τή μεγάλη κολώνα τοῦ ναοῦ ἐμφανίστηκε μιά μαυροφορεμένη, τρέμοντας ἀπό λαχτάρα κι ἀγωνία.
 - Ἄν εἶσαι τό παιδί μου καί δέν τούρκεψες, κάνε πρῶτα τό σταυρό σου νά σέ δῶ.
 Ἔκανε τό σταυρό της μέ λυγμούς τό Κατερινιώ καί τότε ἡ μητρική ἀγκαλιά ἄνοιξε καί τήν ἔκλεισε μέσα.
 - Ὀμπρός, παπα-Βαγγέλη, φώναξε μέ ραγισμένη τή φωνή ὁ καπετάν Νικολός, ἄρχισε τή δοξολογία κι ἐγώ πάω νά κτυπήσω τίς καμπάνες. Κι ἄμποτε γλήγορα νά δώσει ὁ Θεός νά σημάνουν καί γιά τή λευτεριά μας!
Τά παλληκάρια πάνω στό βουνό ἄκουσαν τίς καμπάνες καί σταυροκοπήθηκαν. Κι οἱ Τοῦρκοι ἀπό ἀντίκρυ τίς ἄκουσαν κι αὐτοί καί φώναξαν: «Βάι - βάι, μάνα μου, βάι-βάι!».

 

Ἑ. Β.

Κατηγορία Διηγήματα
Δευτέρα, 02 Ιούνιος 2014 03:00

Ὁ ἁι-Γιώργης ὁ σποριάς

aigiorgis sporias Ἀπό μιά στάλα μωρό τό ἤξερα πώς ὁ ἁιΓιώργης δέν γιορτάζει μόνο τόν Ἀπρίλη. Στό μικρό ξωκλήσι του, πού ἦταν στή γειτονιά μου, λειτουργούσαμε δυό φορές τό χρόνο. Μιά στίς 23 τ᾿ Ἀπρίλη, πού τίς πιό πολλές φορές μεταφερότανε τή δεύτερη μέρα τοῦ Πάσχα, καί ἄλλη μιά στίς 3 τοῦ Νιόβρη, τ᾿ ἁιΓιώργη τοῦ Σποριᾶ. Δέν ξέρω γιατί, μά ἀπό τίς δυό γιορτές πάντα μέ συγκινοῦσε περισσότερο ὁ ἁιΓιώργης ὁ Σποριᾶς. Ἴσως γιατί μέσα στή μεγαλοπρέπεια τῆς Ἀνάστασης ἀτονοῦσε ἡ γιορτή τοῦ Ἁγίου. Μά πιό πολύ ἦταν, νομίζω, γιατί τό Νοέμβριο ὅλο τό χωριό ἀπέθετε τίς ἐλπίδες του στόν Ἅγιο, τόν παρακαλοῦσε μέ δάκρυα γιά τήν καρποφορία τῆς γῆς κι ὕστερα ἄρχιζε τή σπορά.
 Δέν εἶχα τελειώσει ἀκόμα τό Δημοτικό, νομίζω πώς ἤμουν στήν ἕκτη τάξη, καί θυμᾶμαι πώς ἐκείνη τή χρονιά τό φθινόπωρο εἶχε ἀρχίσει μέ τούς καλύτερους οἰωνούς γιά τούς γεωργούς μας. Μοῦ ἄρεζε νά βλέπω τήν ἱκανοποίηση στά πρόσωπά τους. Πίστευα ὅτι οἱ τόσο καλές καιρικές συνθῆκες ἦταν δουλειά τ᾿ ἁιΓιώργη.
 Τήν ἡμέρα τῆς γιορτῆς του πῆγα πρῶτα στό ἐκκλησάκι, ἄναψα τό κερί μου καί μέ τό βλέμμα μου ἀγκάλιασα κι ἔκλεισα στήν καρδιά μου ὅλα τά πρόσωπα τῶν χωριανῶν μου, πού ἔλαμπαν ἀπό χαρά καί κατάνυξη. Ἔφυγα γιά τό σχολεῖο ἀργοπορημένη καί, παρόλο πού βιαζόμουν, δέν μπόρεσα νά μή σταματήσω ἔξω ἀπό τό παράθυρο τοῦ θειοῦ μου, ἐπειδή ἄκουσα τή φωνή του καί μοῦ ἔκανε ἐντύπωση πῶς αὐτός πού τόσο σεβότανε τόν Ἅγιο δέν εἶχε πάει ἀκόμα στή Λειτουργία. Ἡ φωνή του ἦταν λυπημένη, παρακλητική:
 - Βόηθα με, γυναίκα, νά σηκωθῶ! Τέτοια μέρα κι ἐγώ νά ᾿μαι στό κρεβάτι; Βόηθα με νά ἑτοιμαστῶ νά πάω στή χάρη του!
 - Κωστή, ἔχεις σχεδόν 40ο πυρετό· κάθισε φρόνιμα! Ὁ Ἅγιος δέν θά σοῦ ζητήσει λόγο.
 Ἡ θειά μου τοῦ μιλοῦσε γλυκά, ἤρεμα, μά κεῖνος, ὡστόσο, ἐπέμενε:
 - Δέν θυμᾶμαι νά ἔλειψα ποτέ ἀπό τήν ἐκκλησία μιά τέτοια μέρα, μά δέν μπορῶ καί νά σταθῶ στά πόδια μου.
 - Θά πάω ἐγώ, Κωστή, τόν καθησύχασε ἐκείνη. Θά τόν παρακαλέσω ἐγώ γιά τή σπορά.
 Ἔφυγα τρεχάτη γιά τό σχολεῖο μέ ἕνα τσίμπημα στήν καρδιά μου. Γύρισα τό μεσημέρι στό σπίτι κι ἐκεῖ ἔμαθα πώς τόν θειό μου τόν μετέφεραν στό νοσοκομεῖο καί πώς τόν κράτησαν μέσα, γιατί εἶχε πλευρίτιδα. Ἔκλαιγε ἡ μάνα μου καί ἔλεγε πώς τώρα δέν ἦταν καιρός γι᾿ ἀρρώστιες, γιατί ὁ θειός μου εἶχε μεγάλη φαμίλια. Ποιός θά ὄργωνε, ποιός θά ἔσπερνε; Ὁ δικός μου ὁ πατέρας ἦταν ἐργάτης· οὔτε ἀπό γῆ ἤξερε οὔτε καί τά μέσα εἶχε γιά νά κάνει αὐτή τή δουλειά. Ἐγώ, πού δέν ἤξερα τί ἀκριβῶς σημαίνει πλευρίτιδα, παρηγοροῦσα τή μάνα μου, λέγοντάς της πώς θά τοῦ ρίξουν τόν πυρετό καί θά τόν στείλουν πίσω.
 Οἱ μέρες ὅμως περνοῦσαν κι ὁ θειός μου ἐξακολουθοῦσε νά εἶναι στό νοσοκομεῖο. Τά χωράφια τοῦ χωριοῦ μου τό ἕνα μετά τό ἄλλο ἡμέρευαν κάτω ἀπ᾿ τό ὑνί καί δέχονταν φιλόξενα στά σπλάχνα τους τό σπόρο. Ὥσπου σιγάσιγά σπάρθηκαν ὅλα. Μοναδική ἐξαίρεση τά χωράφια τοῦ θειοῦ μου, πού ἔκαναν τά διπλανά τους νά φαίνονται ἀκόμα πιό ὄμορφα ἔτσι δουλεμένα καί φρεζαρισμένα καθώς ἤτανε.
 Ἕνα ἀπόγευμα, μέ τήν καρδιά μου γεμάτη παράπονο, ἄνοιξα τήν πόρτα τ᾿ ἁι Γιώργη καί μπῆκα μέσα. Ἄναψα τό σβηστό καντήλι κι ἤμουν ἕτοιμη νά σταθῶ μπροστά του, νά τοῦ πῶ τό παράπονό μου, ὅταν μπῆκαν μέσα στό ἐκκλησάκι τά τρία μικρότερα παιδιά τοῦ θειοῦ μου. Πόνεσε ἡ ψυχή μου ἔτσι ὅπως τά εἶδα πιασμένα χέριχέρι.
 - Ἤρθαμε νά παρακαλέσουμε τόν ἁιΓιώργη νά γίνει γρήγορα καλά ὁ πατέρας, γιατί σέ λίγο θά χάσουμε τή σπορά.
 Ὁ Ἀνδρέας, πού ἦταν μόλις τρίτη δημοτικοῦ, γονάτισε πρῶτος μπροστά στόν καβαλάρη Ἅγιο. Τά δύο μικρότερα τόν μιμήθηκαν. Ἔμεινα νά κοιτάζω μέ δέος αὐτή τήν εἰκόνα καί μέσα μου γεννήθηκε ἐκείνη τήν ὥρα μιά ἰδέα. Δέν ξέρω τί εἶπαν τά παιδιά στόν Ἅγιο, γιατί δέν τ᾿ ἄκουγα. Τ᾿ αὐτιά μου, τά μάτια μου, ὁ νοῦς μου, ἡ καρδιά μου ἦταν κολλημένα στήν ἰδέα πού μοῦ ᾿ρθε ἔτσι ξαφνικά. Δέν ἔβλεπα τήν ὥρα νά τελειώσουν τά μικρά, νά κλείσω τήν πόρτα καί νά τρέξω.
 Κι ἔτσι ἔκανα. Ἔτρεξα ἀμέσως καί βρῆκα τόν δάσκαλό μου. Τοῦ εἶπα λαχανιασμένη τί σκέφτηκα. Χαμογέλασε, μέ παίνεψε γιά τή σκέψη μου καί, κεῖνος πού δέν πήγαινε ποτέ στό καφενεῖο γιατί συνεχῶς μελετοῦσε, ἔφυγε βιαστικός γιά κεῖ.
 Εἶδα ἀπό μακριά τούς χωριανούς μου νά σηκώνονται μέ σεβασμό καί μέ κάποια ἔκπληξη στά μάτια, μόλις τόν εἶδαν νά μπαίνει. Τό βράδυ ἀπό τό στόμα τοῦ κατάπληκτου πατέρα μου ἄκουγα μέ τό νί καί μέ τό σίγμα τί ἀκριβῶς ἔγινε στό καφενεῖο.
 - Πῶς πῆγε, παιδιά, ἡ σπορά; ρώτησε δῆθεν τυχαῖα ὁ δάσκαλός μου.
 - Δόξα τῷ Θεῷ! ἀπάντησαν ὅλοι μ᾿ ἕνα στόμα.
 - Ὁ ἁιΓιώργης φρόντισε καί ὁ καιρός νά κρατήσει καί ὅλα νά πᾶνε καλά, συμπλήρωσε ὁ κύρ Τάκης.
 - Σπείρατε ὅλοι; ξαναρώτησε ὁ δάσκαλος.
 - Ὅλοι, ἀπάντησε κάποιος ἄλλος, ἐξόν ἀπό τόν Κώστα, πού δέν φαντάζομαι νά προλάβει φέτος νά σπείρει.
 Δέν μίλησε ὁ δάσκαλος. Μόνο σηκώθηκε, ἔκανε ἕνα γύρω μέ τό βλέμμα του ὅλα τά τραπέζια καί ἀργά ἀργά κατευθύνθηκε πρός τήν ἔξοδο. Ξαφνικά γύρισε καί τούς κοίταξε θυμωμένος.
 Καί νομίζετε πώς εἶναι σωστό ν᾿ ἀφήσουμε φαμελίτη ἄνθρωπο δίχως σοδειά, ἐπειδή ἔτυχε τόν καιρό τῆς σπορᾶς ν᾿ ἀρρωστήσει; Οὔτε ὁ Θεός τό θέλει οὔτε ὁ ἁιΓιώργης! Ὅποιος θέλει ἄς ἔρθει νά μέ βρεῖ· θά τοῦ πληρώσω τά μεροκάματά του, νά ὀργώσει καί νά σπείρει τά χωράφια τοῦ Κώστα.
  Ἔφυγε ὁ δάσκαλος ἀπό τό καφενεῖο καί τότε σηκώθηκε πρῶτος ὁ κύρ Ἀνέστης.
 - Ντροπῆς μας πού δέν τό σκεφτήκαμε τόσες μέρες ἀπό μόνοι μας, ντροπῆς μας! Ἄν πᾶμε ὅλοι, σέ μιά μέρα τήν τελειώνουμε τή δουλειά.
 Κανένας δέν εἶχε ἀντίρρηση, μά καί κανένας δέν τό εἶχε σκεφθεῖ νωρίτερα.
 Τήν ἄλλη μέρα ὅλα τά τρακτέρ τοῦ χωριοῦ δούλευαν στά χωράφια τοῦ θειοῦ μου. Τά εἶδα κι ἔτρεξα μέ χαρά νά τό πῶ στή θειά μου. Ἐκείνη τ᾿ ἄκουσε καί σήκωσε δακρυσμένη τά χέρια της ψηλά. «Σ᾿ εὐχαριστῶ, Θεέ μου!», ψιθύρισε καί βγῆκε νά τά δεῖ καί μόνη της. Ὁ ἁιΓιώργης τά ἔστειλε τά τρακτέρ; μέ ρώτησε ἡ μικρή Ἀγγέλα, πού ἦταν δέν ἦταν ἕξι χρονῶν.
 - Ὁ ἁιΓιώργης τά ἔστειλε, Ἀγγελικούλα μου! τῆς εἶπα συγκινημένη καί δέν εἶχα καμιά ἀμφιβολία γι᾿ αὐτό. Μάλιστα ἤμουν σίγουρη πώς κάπου ἀνάμεσα στό θόρυβο ἀπό τίς μηχανές τῶν τρακτέρ ἀκουγόταν καί κάποιος καλπασμός ἀλόγου.
 - Ὁ ἁιΓιώργης ὁ Σποριᾶς δέν μπορεῖ νά μή βγῆκε μ᾿ ὅλο τό χωριό. Κι ἄν κάποιος πήγαινε στό ξωκλήσι του, σίγουρα θά ᾿βλεπε τό εἰκόνισμά του ἄδειο.

 Ἑ.Β.

Κατηγορία Διηγήματα
Τετάρτη, 02 Ιούλιος 2014 03:00

Συνειδητή ἐπιλογή

᾿Αντάριασε ἡ καρδιά, ξεστράτισε ὁ νοῦς, θόλωσε. Παραφέρθηκε ἡ κ. Δήμητρα, τό ὁμολογεῖ· ὅμως πῶς θά μποροῦσε νά μή χάσει τό μυαλό της μ᾿ αὐτό πού ἄκουγε;
Σκαλί-σκαλί ἀνέβηκε τό Γολγοθᾶ τῶν ἐξετάσεων πλάι στή Ροδούλα της· καί σήμερα, πού εἶπαν ἐπιτέλους «δόξα τῷ Θεῷ», σάν γύρισε τό παιδί της ἀπό τό τελευταῖο μάθημα, τῆς φόρτωσε ἄλλο σταυρό στούς ὤμους βαρύτερο, πικρότερο.
- Μαμά, ἀποφασίσαμε μέ μιά παρέα ἀπό τήν τάξη μου νά πᾶμε διακοπές νά ξεκουραστοῦμε, τῆς εἶπε δίχως νά μπορεῖ νά τήν κοιτάξει ἡ Ροδούλα της.
- Καί τί δουλειά ἔχεις ἐσύ, παιδί μου, νά πᾶς μέ τά παιδιά τῆς τάξης σου; τή ρώτησε φαρμακωμένη ἡ κ. Δήμητρα.
- Γιατί; ᾿Εγώ δέν ἔχω ἀνάγκη νά ξεκουραστῶ; Τόσο καιρό διάβασμα, κοντεύω νά τρελαθῶ. Εἴπαμε νά πᾶμε ὅλοι μαζί στή Σαντορίνη γιά μπάνια.
Κοίταξε τόν πατέρα της ἡ Ροδούλα ζητώντας μέ τό βλέμμα της τή συμπαράστασή του, μά ἐκεῖνος τῆς ἔδειξε τή μάνα της.
- Κάνε καλά μέ κείνη, τῆς εἶπε καί ἐξακολούθησε νά διαβάζει τήν ἐφημερίδα του.
Δέν συνέχισε κανένας τήν κουβέντα. ῎Εγινε μιά ἀνακωχή πιστεύοντας κι οἱ δυό, μάνα καί κόρη, πώς μιά ἄλλη ὥρα θά ἦταν καλύτερη γιά νά τό ξανασυζητήσουν.
Τό μεσημέρι στό τραπέζι ἡ Ροδούλα ἔσπασε πρώτη τή σιωπή·
- Θά πάμε, λένε τά παιδιά, τό δεύτερο δεκαπενθήμερο τοῦ ᾿Ιουλίου. Θά μοῦ δώσεις, μπαμπάκα μου, χρήματα;
῾Η κ. Δήμητρα μόνο πού δέν πνίγηκε ἀπό τήν ταραχή της.
- Μά τό δεύτερο δεκαπενθήμερο τοῦ ᾿Ιουλίου ἔχεις τήν κατασκήνωση, προσπάθησε νά τῆς πεῖ ὅσο πιό ψύχραιμα μποροῦσε.
- Δέν θά πάω φέτος, ἀπάντησε δισταχτικά ἡ Ροδούλα. Τόσα χρόνια πάω ἐκεῖ πού θέλεις ἐσύ, φέτος θά πάω ἐκεῖ πού θέλω ἐγώ ! Νομίζω πώς εἶμαι δεκαοχτώ χρονῶν πιά καί τό δικαιοῦμαι.
᾿Αντάριασε ἡ καρδιά καί δέν μπόρεσε ἡ κ. Δήμητρα νά τή δαμάσει. Εἶπαν κι οἱ δυό τους λόγια σκληρά· ἡ μιά ἀπό πόνο κι ἡ ἄλλη ἀπό πεῖσμα κι ἀντίδραση.
- ῎Ασε την ἐπιτέλους νά κάνει αὐτό πού θέλει κι ἄς τό φάει τό κεφάλι της, ἔβαλε τελεία στή διαμάχη τους ὁ κ. Θόδωρος.
Κουβέντα ἦταν κι αὐτή πού εἶπε κι ὁ Θόδωρος; «῎Ας τό φάει τό κεφάλι της»! ῾Η μόνη κουβέντα του σ᾿ ὅλο τόν καυγά ἦταν αὐτή. Τό φύλαξαν, δηλαδή, ἁγνό μπουμπούκι ὥς τά δεκαοχτώ του καί τώρα λέμε ἕνα ἁπλό «ἄς τό φάει τό κεφάλι της»;
Κι ἄρχισε σκαλί-σκαλί νά τόν ἀνεβαίνει τό Γολγοθᾶ της ἡ κ. Δήμητρα, μά μόνη της αὐτή τή φορά. Κάθε μέρα πού περνοῦσε ἔνιωθε πώς περισσότερο τήν ἀποξένωνε ἀπό τό παιδί της. Τέτοιες μέρες ἄλλα χρόνια μοιραζόταν μέ τή Ροδούλα της τή χαρά τῆς προσμονῆς, καθώς ἐκείνη μετροῦσε μιά-μιά τίς μέρες ὥς τήν κατασκήνωση. Κι ὅταν μετά γύριζε γεμάτη χαρά, φορτωμένη ἐμπειρίες καί ἀποφάσεις πού τίς μοιραζόταν μαζί της, τί ὄμορφες ὧρες περνοῦσαν!
Μά κι ἡ Ροδούλα -τό ᾿βλεπε ἡ μάνα- δέν ζοῦσε τήν προσμονή τῆς ἐκδρομῆς μέ τή λαχτάρα πού πρόσμενε τήν κατασκήνωση. Τήν ἔβλεπε σκεφτική, μερικές φορές μελαγχολική καί ἤλπιζε, ἤλπιζε πώς τήν τελευταία στιγμή μπορεῖ καί ν᾿ ἄλλαζε γνώμη.
῞Ομως ἡ μέρα ἔφτασε καί ἡ Ροδούλα της δέν ἄλλαξε γνώμη. Μέ πόνο κι ἀγωνία τήν ξεπροβόδησε ἡ κ. Δήμητρα.
- Νά προσέχεις, παιδί μου, κατάφερε νά τῆς πεῖ καί τήν πῆραν τά κλάματα.
῎Εφυγε ἡ Ροδούλα κι ἀπόμεινε ἡ κ. Δήμητρα νά λειώνει μπροστά στό εἰκονοστάσι.
«Τό παιδί σου, Χριστέ μου! Τή Ροδούλα σου, Παναγιά μου!».
Πέρασαν τέσσερις μέρες κι ἡ Ροδούλα της δέν τούς ἔστειλε κανένα μήνυμα. Εὐτυχῶς πού μάθαιναν ἀπό τούς γονεῖς μιᾶς συμμαθήτριάς της πώς ὅλα τά παιδιά ἦταν καλά. Τό βράδυ τῆς τέταρτης μέρας ἡ κ. Δήμητρα ἔνιωθε πώς δέν ἄντεχε ἄλλο. Εἶχε φτάσει πιά στά ὅρια. ῎Ανοιξε τήν πόρτα καί βγῆκε στό δρόμο. Κοίταξε τό ρολόι της. ῏Ηταν περασμένες δέκα. «῾Ο πατήρ ᾿Αντώνιος», σκέφτηκε, «θά ἔφυγε ἀπό τήν ἐκκλησία καί θά εἶναι στό σπίτι του». ῎Επρεπε νά τόν δεῖ, νά τοῦ ἀνοίξει τήν καρδιά της, νά τοῦ πεῖ τόν πόνο καί τήν ἀγωνία της, νά ξαλαφρώσει τό σταυρό της. ᾿Εκεῖνος θά τήν ἔνιωθε, γιατί ἤξερε τόσο καλά καί τή Ροδούλα της.
῎Εφτασε λαχανιασμένη στό σπίτι του καί κτύπησε δισταχτικά τήν πόρτα. Τῆς ἄνοιξε ἡ πρεσβυτέρα πού, σάν εἶδε ποιός στεκόταν στήν πόρτα, ἄνοιξε διάπλατα τά μάτια της ἀπό τήν ἔκπληξη.
- Κυρα-Δήμητρα ποῦ τό ἔμαθες; τή ρώτησε κρατώντας την ἀκόμα στήν πόρτα.
- Ποιό, ποιό πράγμα; ᾿Εγώ τόν πατέρα ᾿Αντώνιο θέλω. Εἶναι ἀνάγκη, εἶναι ἐπεῖγον νά τόν δῶ, τῆς εἶπε καί ἀναλύθηκε σέ δάκρυα.
Παραμέρισε ἡ παπαδιά νά περάσει καί τότε ἀνάμεσα στά θολωμένα ἀπό τά δάκρυα μάτια της εἶδε τόν πατέρα ᾿Αντώνιο νά στέκεται χαμογελαστός καί δίπλα του μέ κατεβασμένο τό κεφάλι νά στέκεται -Θεέ μου, ἔβλεπε καλά;- ἡ Ροδούλα της, τό παιδί της!
- ῾Η Ροδούλα γύρισε, Δήμητρα, γιατί αὔριο ἀρχίζει ἡ κατασκήνωση καί δέν τ᾿ ἄντεχε νά ᾿ναι αὐτή μακριά, τῆς εἶπε ὁ πατήρ ᾿Αντώνιος βγάζοντας τό πετραχήλι πού φοροῦσε.
 ᾿Αγκάλιασε τό παιδί της δακρυσμένη ἡ κ. Δήμητρα καί κείνη συγκινημένη τῆς ψιθύρισε·
- Πᾶμε γρήγορα στό σπίτι, μαμά, γιατί πρέπει νά μ᾿ ἑτοιμάσεις γιά τήν κατασκήνωση. Προβλέπω ξενύχτι ἀπόψε.
- Χαλάλι τέτοιο ξενύχτι, παιδί μου, χαλάλι! ἀπάντησε ξαλαφρωμένη πιά ἡ κ. Δήμητρα.
Γύρισαν στό σπίτι καί βρῆκαν τόν κ. Θόδωρο νά βρίσκεται σέ ἀπόγνωση. ῞Οταν τίς εἶδε καί τίς δυό στήν πόρτα, ἀπό τή χαρά του δέν μποροῦσε ν᾿ ἀρθρώσει λέξη.
- Τό χτύπησα τό κεφαλάκι μου, μά εὐτυχῶς δέν τό ἔφαγα, μπαμπάκα μου, τοῦ εἶπε ἡ Ροδούλα συγκινημένη καί χώθηκε στήν πατρική ἀγκαλιά.
Κάποια ἀστέρια, πού εἶδαν πολλά, τό μήνυσαν στά πλατάνια καί κεῖνα τό εἶπαν στίς σκηνές κι ὅλη ἡ κατασκήνωση τό ἔμαθε· «Αὔριο ἔρχεται καί ἡ Ροδούλα!» «Καλῶς νά ὁρίσει», ἀντήχησαν ὅλα καί ἑτοιμάστηκαν νά τήν ὑποδεχθοῦν!
 

῾Ελένη Βασιλείου

Κατηγορία Διηγήματα
Σάββατο, 02 Αύγουστος 2014 03:00

Εὐωδία ἀναστάσιμη

evodia anastasimiΤή γιαγιά τή Δέσποινα τήν ἀγαποῦσα ἀπό παιδί καί τή θαύμαζα. Δέν ἦταν πραγματική γιαγιά μου, μάνα τοῦ πατέρα μου ἤ τῆς μάνας μου, μά τήν ἔνιωθα τέτοια. Ἔμενε στή γειτονιά μου, λίγο πιό πάνω ἀπό τό σπίτι μου. Καί τό σπίτι της μοσχοβολοῦσε λιβάνι, βασιλικό καί γκιούλι. Θαρρεῖς καί ὅλες αὐτές οἱ εὐωδιές πότισαν καί τό δικό της σῶμα καί τή δική της ψυχή.
 Κάθε Μεγάλη Ἑβδομάδα ἔτρεχα νά πιάσω θέση δίπλα της, νά βλέπω ἀπό τή φθαρμένη της Σύνοψη καί νά τήν παρατηρῶ μέ δέος, καθώς τά χείλη της ψέλλιζαν λόγια τρυφερά καί πονετικά στόν Νυμφίο. Πόσο τίς νοσταλγῶ ἐκεῖνες τίς Μεγάλες Ἑβδομάδες πλάι σέ κείνη τήν εὐωδιαστή ὕπαρξη!
 Μιά τέτοια Μεγάλη Ἑβδομάδα, μεγάλη πιά ἐγώ, συνόδεψα τή γιαγιά Δέσποινα ἀπό τήν ἐκκλησιά στό σπίτι της μετά τή Σταύρωση τοῦ Χριστοῦ. Ἡ γιαγιά μοῦ φάνηκε ἄκεφη, λυπημένη. Αὐτό μέ παραξένεψε πολύ, ὄχι ὅμως πιό πολύ ἀπό τόν λόγο τῆς λύπης της.
 - Ὁ Θεός, παιδάκι μου, μοῦ εἶπε, μέ ξέχασε...
 - Τί λές, γιαγιά! διαμαρτυρήθηκα. Εἶναι δυνατόν νά τό λές ἐσύ αὐτό;
 - Κι ὅμως, ἐπέμενε ἡ γιαγιά. Ἐσύ εἶσαι ἀκόμα πολύ νέα, γιά νά τό καταλάβεις. Ἐγώ εἶμαι 84 ἐτῶν καί δέν μοῦ ἔστειλε ὁ Εὐλογημένος οὔτε ἕναν πονοκέφαλο. Δέν ξέρω τί θά πεῖ πόνος, οὔτε τά πόδια μου πονᾶνε οὔτε τά χέρια μου. Πῶς νά λαφρύνω λίγο τό Σταυρό τοῦ Χριστοῦ μου ἐγώ, πού δέν πόνεσα ποτέ;
 Τήν κοίταξα ὅπως κοιτᾶ κανείς τό ἐξωγήινο, δίχως νά μπορῶ νά πῶ λέξη.
 - Προσευχήσου, παιδί μου, κι ἐσύ! Παρακάλεσέ τον νά μέ θυμηθεῖ, νά μοῦ στείλει μιά ἀρρώστια, ἕναν πόνο. Πῶς θά φύγω ἀπ᾿ αὐτή τή ζωή δίχως νά ξέρω πώς ὁ Θεός μέ ἐπισκέφθηκε;
 Ἦταν τότε ἡ πρώτη φορά στή ζωή μου πού μάθαινα πώς ὁ πόνος καί ἡ ἀρρώστια εἶναι ἐπίσκεψη τοῦ Θεοῦ, εἶναι μιά σιγουριά, ὅτι ὁ Θεός μέ θυμᾶται.
 Γιά νά πῶ τήν ἀλήθεια, ποτέ δέν μοῦ ἦρθε νά προσευχηθῶ νά στείλει ὁ Θεός πόνο καί ἀρρώστια στήν ἀγαπημένη μου γιαγιά. Ὅμως καί μένα μοῦ φαινόταν παράξενο πῶς ἕνας ἄνθρωπος μπορεῖ νά φτάσει στά 84 του χρόνια δίχως νά νιώσει πόνο, δίχως ν᾿ ἀρρωστήσει ἔστω μέ ἕναν πυρετό.
 Πέρασαν τέσσερα χρόνια δίχως νά δῶ τή γιαγιά Δέσποινα. Δέν πέρασε ὅμως μέρα πού νά μήν τή θυμηθῶ. Ὅταν ξανανταμώσαμε, τό πρόσωπό της, παρ᾿ ὅλο πού πέρασαν ἀπό πάνω του ἄλλα τέσσερα χρόνια, μοῦ φάνηκε σχεδόν νεανικό. Ἔλαμπε ὁλόκληρη κι εἶχε στά χέρια της ἕνα μπαστούνι. Τό σήκωνε ψηλά καί μοῦ τό ἔδειχνε, ὅπως δείχνει κανείς τό δῶρο πού πῆρε καί πού τόσο τό περίμενε.
 - Μέ θυμήθηκε ὁ Θεός! μοῦ εἶπε καί τά μάτια της ἔλαμψαν ἀκόμα περισσότερο.
 Ἡ γιαγιά ἡ Δέσποινα ἦταν χαρούμενη, γιατί πηγαίνοντας ν᾿ ἀνάψει τά καντήλια στό ξωκλήσι τ᾿ Ἁι-Γιώργη, πράγμα πού τό ἔκανε κάθε μέρα ὅλα τά χρόνια, ἔπεσε καί ἔσπασε τό πόδι της. Ἔτσι στά 88 της χρόνια σιγουρεύτηκε πώς ὁ Θεός δέν τήν ξέχασε.
 Πέρασε καιρός καί τά ἔφερε καί πάλι ἔτσι ὁ Θεός νά ξαναβρεθῶ Μεγάλη Ἑβδομάδα στό χωριό μου. Τή Μ. Δευτέρα πέρασα νά πάρω τή γιαγιά Δέσποινα, γιά νά πᾶμε μαζί στήν ἀκολουθία. Τή βρῆκα ξαπλωμένη καί ἄρρωστη.
 - Δέν πονάω πουθενά, μοῦ εἶπε, μά δέν ἔχω δυνάμεις νά σηκωθῶ.
 Πῆγα στήν ἐκκλησία καί κάθισα στή θέση της. Ὅλα τά λόγια τά τρυφερά, τά πονετικά πού ἔλεγαν τά χείλη της στόν Νυμφίο, δίχως νά τό καταλάβω, ἀνέβηκαν μέσα ἀπ᾿ τήν καρδιά μου καί στά δικά μου χείλη. Κι ὕστερα τοῦ εἶπα λόγια τρυφερά καί γιά κείνην, πού τόσο τόν ἀγάπησε. Ὄχι, δέν ἦταν ἀλήθεια τό ὅτι ἡ γιαγιά ἡ Δέσποινα δέν πόνεσε ποτέ στή ζωή της· δέν ἦταν ἀλήθεια πώς δέν ἔνιωσε κάτι ἀπό τόν πόνο τοῦ Χριστοῦ πάνω στό σταυρό του. Γιατί ἡ εὐωδιαστή αὐτή ὕπαρξη ἔζησε τόν πόνο τῆς ἐγκατάλειψης ἀπό τά πρῶτα νεανικά της χρόνια. Ὁ ἄνδρας της, πού τόσο ἀγαποῦσε, ἔφυγε στήν Ἀγγλία καί τήν ξέχασε κι αὐτή καί τό παιδί τους. Κακιά κουβέντα δέν τήν ἄκουσα νά πεῖ γι᾿ αὐτόν ποτέ μου κι οὔτε κακία φάνηκε ποτέ νά τοῦ κρατᾶ.
 - Λές, παιδί μου, νά μέ καλέσει κοντά του; μέ ρώτησε τήν ἄλλη μέρα πού πῆγα νά τή δῶ, καί τό βλέμμα της ἔγινε γιά μιά στιγμή ἀπόκοσμο. Λές, κόρη μου, νά μ᾿ ἀξιώσει νά πεθάνω τή μέρα πού καί Κεῖνος πέθανε; Μά τί εἶναι αὐτά πού σοῦ λέω, παιδάκι μου! Ποιά εἶμαι ἐγώ, γιά νά μοῦ κάνει αὐτή τήν τιμή;
 Σώπασε ἡ γιαγιά ἡ Δέσποινα καί ἀπό τότε δέν ξανάνοιξε τό στόμα της νά πεῖ κουβέντα. Μόνο μέ τίς λιγοστές της δυνάμεις κάτι ψιθύριζε μέσα ἀπ᾿ τά χείλη της καί κανένας δέν καταλάβαινε παρά μονάχα ἐγώ, πού εἶχα μάθει νά τά διαβάζω κάθε Μεγάλη Ἑβδομάδα πού καθόμουν δίπλα της.
 Ἡ γιαγιά ἡ Δέσποινα ἔσβησε ἥσυχα κι ἁπλά τή Μ. Παρασκευή τό ἀπόγευμα καί τήν ξενυχτήσαμε μαζί μέ τόν μεγάλο Νεκρό. Τή θάψαμε τό Μ. Σάββατο τό μεσημέρι μετά τό «Ἀνάστα ὁ Θεός», κι ὅλα γύρω μύριζαν λιβάνι, βασιλικό καί γκιούλι. Ὅλα μέσα μου κι ἔξω μου μύριζαν Ἀνάσταση.

 Ἑ.Β.

Κατηγορία Διηγήματα
Σάββατο, 02 Αύγουστος 2014 03:00

ΔΕΥΤΕΡΗ ΜΑΝΑ

2h manaΝόμιζε πώς τίποτα δέν μαρτυροῦσε τήν πάλη τῆς καρδιᾶς της. Εἶχε τήν ἐντύπωση πώς κανείς δέν ἀντιλήφθηκε τόν πόνο πού κρυβόταν πίσω ἀπό τό χαμογελαστό πρόσωπό της, γι᾿ αὐτό ξαφνιάστηκε σάν ἄκουσε τή φιλόλογό της νά τή ρωτᾶ ἀνήσυχα:
 - Κατερίνα, σοῦ συμβαίνει τίποτα;
 Σήκωσε τότε τό βλέμμα της, ἔκανε τό ὕφος της ἐπιθετικό κι ἑτοιμάστηκε ν᾿ ἀμυνθεῖ. Μά ἐκεῖνο τό ἄλλο βλέμμα πού ἀντίκρυσε τήν ἀφόπλισε.
 Δέν μίλησε ἡ Κατερίνα, δέν ἀπάντησε στό ἀνήσυχο ἐρώτημα τῆς καθηγήτριάς της. Μά σάν εἶδε τά γεμάτα στοργή μάτια της ἔχασε κάθε δύναμη γιά ἐπίθεση. Δέν μπόρεσε νά συγκρατήσει ἄλλο τήν καρδιά της καί τά πυρωμένα της δάκρυα τῆς ἔτσουζαν τά μάτια. Καί τά δάκρυά της ἔγιναν λυγμοί καθώς ἔνιωσε στό κεφάλι της τό στοργικό χάδι τῆς καθηγήτριάς της.
 Ἡ Κατερίνα ἡ ἀπουσιολόγος τοῦ Β2, τό παιδί πού δυό χρόνια στό Λύκειο δέν ἔδωσε σέ κανέναν τήν παραμικρή ἐντύπωση ὅτι κάτι τήν ἀπασχολοῦσε, ὅτι κάτι τήν βασάνιζε, ἔκανε καί τούς συμμαθητές της νά τά χάσουν. Εὐτυχῶς τό κουδούνι τούς λύτρωσε ὅλους καί, μέ τήν εὐαισθησία πού διακρίνει αὐτή τήν ἡλικία, ἔφυγαν ἀπό τήν τάξη ἀφήνοντας μόνες τήν Κατερίνα καί τή φιλόλογό τους.
 - Κυρία... Κυρία, τό Σάββατο πρέπει νά πάω στό γάμο τοῦ πατέρα μου!... Δέν εἶναι φοβερό; Καλύτερα νά πεθάνω, νά πάω ἐκεῖ πού βρίσκεται ἡ μαμά...
 - Πόσα χρόνια πέρασαν ἀπό τότε πού πέθανε ἡ μαμά σου, Κατερίνα; Ἡ ἐρώτηση τῆς καθηγήτριας ξάφνιασε τήν Κατερίνα, γιατί φάνηκε πώς ἔβγαινε ἔξω ἀπό τήν καρδιά τοῦ προβλήματος.
 - Δέκα χρόνια, κυρία, ἀπάντησε ἡ Κατερίνα. Ἐγώ ἤμουν στήν πρώτη δημοτικοῦ κι ὁ ἀδερφός μου στά νήπια.
 - Κι ὁ πατέρας σου, παιδί μου, πόσων χρονῶν εἶναι;
 - Σαρανταδύο, ἀπάντησε ἐκείνη, καί τότε, γιά πρώτη φορά, κατάλαβε πόσο νέος ἦταν ὁ μπαμπάς.
 - Δηλαδή, ὅταν ὁ πατέρας σου ἔχασε τή γυναίκα του, ἦταν 32 χρονῶν. Καί τό θεωρεῖς τραγικό ὕστερα ἀπό δέκα ὁλόκληρα χρόνια, κι ἀφοῦ ὅλα αὐτά τά χρόνια σᾶς στάθηκε καί μάνα καί πατέρας, νά ξαναφτιάξει τώρα τή ζωή του; Νομίζεις, Κατερίνα μου, πώς δέν ἔχει αὐτό τό δικαίωμα;
 Τ᾿ αὐτιά τῆς Κατερίνας εἶχαν γίνει κατακόκκινα καί βούιζαν.
 - Ξέρεις κάτι, καλό μου παιδί; Ἦταν ἀπό τόν Θεό νά πεῖς τόν πόνο σου σέ μένα, γιατί κι ἐγώ λίγο-πολύ στήν ἡλικία σου ἤμουν, ὅταν κι ὁ δικός μου πατέρας ξαναπαντρεύτηκε. Καί ᾿γώ, τό λέω καί ντρέπομαι, πείσμωσα καί δέν πῆγα στό γάμο του. Καί μόνο αὐτό; Δέν ἤθελα νά γνωρίσω κἄν τή γυναίκα του. Ἔφυγα στή γιαγιά μου, τή μάνα τῆς μάνας μου, καί δέν ἤθελα νά ξαναδῶ οὔτε τόν ἴδιο.
 Ἡ Κατερίνα ἄκουγε καί δέν πίστευε στ᾿ αὐτιά της. Ἀκριβῶς τό ἴδιο εἶχε ἀποφασίσει κι ἐκείνη. Νά φύγει καί νά πάει στή γιαγιά της. Μά τέτοια σύμπτωση!
 - Ἄρα, λοιπόν, μέ καταλαβαίνετε! Εἶπε μονάχα μέ πόνο καί ξανάβαλε τά κλάματα.
 - Σέ καταλαβαίνω, Κατερίνα μου, ὅμως ἡ πραγματικότητα μοῦ ἀπέδειξε πόσο ἄδικο εἶχα. Ὁ πατέρας μου εἶχε ἀνάγκη ἀπό μιά συντροφιά, πού ἐμεῖς τά παιδιά του δέν μπορούσαμε νά τοῦ τήν προσφέρουμε. Ἡ γυναίκα πού παντρεύτηκε ἔγινε, κι ἄς ἤμουν ὁλόκληρη γυναίκα, δεύτερη μάνα μου. Ἀρκεῖ μονάχα νά σοῦ πῶ πώς μένει σήμερα στό σπίτι μου καί πώς μεγαλώνει τά δικά μου τά παιδιά.
 - Καί τ᾿ ἀγαπάει; ρώτησε ἔκπληκτη ἡ Κατερίνα.
 - Ὅσο ἀγάπησε καί τόν πατέρα κι ἐμένα κι ἀκόμα πιό πολύ.
 Τό κουδούνι εἶχε χτυπήσει ἐδῶ καί ἀρκετή ὥρα κι οἱ συμμαθητές τῆς Κατερίνας στριμωγμένοι ἔξω ἀπό τήν πόρτα περίμεναν.
 - Θά τά ξαναποῦμε ὥς τό Σάββατο, ἔδωσε τέρμα στή συζήτηση ἡ φιλόλογος. Ἐγώ θά ἔλεγα νά ψωνίσεις καί κανένα ὄμορφο ροῦχο ὥς τότε.
 Τά εἶπαν καί τά ξαναεῖπαν ὥς τή μέρα τοῦ γάμου ἡ Κατερίνα μέ τή φιλόλογό της, καί τήν Παρασκευή, τήν ὥρα πού σχολοῦσε ἡ Κατερίνα, τόλμησε καί ζήτησε αὐτό πού ἐπιθυμοῦσε ἡ καρδιά της:
 - Κυρία, θά μπορούσατε νά ᾿ρθεῖτε μαζί μου στό γάμο; Θά ... θά τό ἤθελα τόσο νά σᾶς ἔχω δίπλα μου...
 - Τό σκέφτηκα καί ᾿γώ Κατερίνα, μά δυστυχῶς ἐκείνη τήν ὥρα ἔχω ἄλλη σοβαρή ὑποχρέωση. Μή φοβᾶσαι·  θά τά καταφέρεις καί μόνη σου. Εἶμαι σίγουρη γι᾿ αὐτό.
 Μελαγχόλησε ἡ Κατερίνα. Λιγάκι καί τῆς κακοφάνηκε. Πιό σοβαρή ὑποχρέωση ἀπό τή δική της ὑπῆρχε;
 Ἔφτασε ἡ ὥρα τοῦ γάμου κι ἡ Κατερίνα βρέθηκε στήν ἐκκλησία μέ ἀρκετή ἀγωνία στήν καρδιά της. Τήν ἀρραβωνιστικιά τοῦ πατέρα της δέν τήν εἶχε δεῖ παρά μόνο σέ φωτογραφίες. Οὔτε κι ἐκείνη εἶχε δεῖ ποτέ τήν Κατερίνα. Ὁ γάμος θά γινόταν σέ κλειστό οἰκογενειακό κύκλο. Ἔτσι μπῆκε στήν ἐκκλησία νά περιμένει τούς μελλόνυμφους.
 Ἕνα σούσουρο τήν ἔκανε νά γυρίσει πρός τήν πόρτα καί τότε τῆς ἦρθε νά φωνάξει ἀπό τή χαρά της. Δίπλα στή νύφη περπατοῦσε ἡ κυρία της, ἡ φιλόλογός της. Ἔτρεξε κοντά της ἀπορημένη.
 - Κατερίνα, θά παντρέψω σήμερα τήν πιό καλή μου φίλη μέ τόν πατέρα σου. Ἔλα, καλό μου παιδί, νά σοῦ τή γνωρίσω...
 Κοίταξε ἡ Κατερίνα τή σεμνή νύφη δίπλα στόν πατέρα της. Βύθισε τό βλέμμα της μέσα στό δικό της καί τό εἶδε ἴδια φωτεινό καί γλυκό, ἴδια ζεστό καί στοργικό μέ τῆς καθηγήτριάς της.
 - Θά σ᾿ ἀγαπᾶ, Κατερίνα μου! Θά σ᾿ ἀγαπᾶ ὅπως ἀγάπησε τόν πατέρα σου, ὅπως ἀγάπησε τόν ἀδελφό σου πού τόν γνώρισε. Θά σ᾿ ἀγαπᾶ, γιατί ἀγαπᾶ τόν Θεό. Ἔπεσε στήν ἀγκαλιά τῆς καθηγήτριάς της ἡ Κατερίνα.
 - Καί θά γίνει δεύτερη μάνα μου; τή ρώτησε δακρυσμένη.
  - Φτάνει νά θελήσεις ἐσύ νά γίνεις κόρη της, τῆς ἀπάντησε ἐκείνη καί τήν ἔσπρωξε ἁπαλά στήν ἀγκαλιά τῆς φίλης της.
  - Θέλω, ψιθύρισε ἡ Κατερίνα, κι ἔνιωσε αὐτή τήν ἀγκαλιά τόσο πλατειά, τόσο ζεστή, σάν ἐκείνη πού χρόνια τώρα νοσταλγοῦσε κι ὀνειρευότανε.
 

Ἑ. Β.

Κατηγορία Διηγήματα
Σάββατο, 02 Αύγουστος 2014 03:00

Τό να'σαι τοῦ Θεοῦ

nasai toutheouΕἶχε περάσει μιά βδομάδα ἀπό τότε πού ἄνοιξαν τά σχολεῖα κι ὅλα εἶχαν μπεῖ σέ τάξη. Τά παιδιά ἔδειχναν πώς ἤδη εἶχαν προσαρμοστεῖ στό νέο τους πρόγραμμα καί ἄρχισαν νά καταλαβαίνουν πώς πάει πιά τό καλοκαίρι, τέλειωσε. Μόνο σάν χτυποῦσε τό κουδούνι καί ξεχύνονταν ὅλα στήν αὐλή, τότε ἔμοιαζε ἡ αὐλή τοῦ σχολείου μέ καλοκαιρινή ἀλάνα μέ παιδιά πού ξεχνοῦσαν πώς μέσα σέ λίγα λεπτά θά ξανάμπαιναν στήν αἴθουσά τους γιά μάθημα.
 Ἡ Παναγιώτα, ἡ δασκάλα τῆς Τετάρτης, ἔκανε τήν ἐφημερία της στήν αὐλή καί ἀπολάμβανε τό θέαμα τῶν μικρῶν παιδιῶν. «Ἐμεῖς οἱ δάσκαλοι εἴμαστε οἱ πιό προνομιοῦχοι ἄνθρωποι τοῦ κόσμου», σκέφτηκε κι εὐχαρίστησε τόν Θεό πού τῆς φύτεψε μέσα της τήν ἐπιθυμία νά γίνει δασκάλα. Καθώς ἔτρεχε μέ τό βλέμμα της σ᾿ ὅλη τήν αὐλή, σταμάτησε ἀπορημένη σ᾿ ἕνα ἀγοράκι πού κοιτοῦσε θλιμμένα τά ἄλλα πού ἔπαιζαν. Τό πλησίασε σιγά-σιγά καί τότε εἶδε πώς ἦταν ὁ Γιαννάκης ἀπό τήν τάξη της. Ἅπλωσε τό χέρι της καί τοῦ χάιδεψε τό κεφάλι.
 - Γιατί δέν παίζεις, Γιάννη; τόν ρώτησε γλυκά.
 Γύρισε καί τήν κοίταξε μέ τά πράσινα, ἐκφραστικά του μάτια.
 - Ὁ μπαμπάς λέει πώς, ἄν παίξω, θά ἱδρώσω καί θ᾿ ἀρρωστήσω, ἀπάντησε ὁ μικρός καί κοίταξε μέ ὁλοφάνερη ζήλεια τά ἄλλα παιδιά πού ἔπαιζαν. Ποτέ δέ μ᾿ ἀφήνει νά παίζω, πρόσθεσε μ᾿ ἕναν ἀναστεναγμό.
 Ἀργότερα, στήν τάξη μέσα, ἡ κ. Παναγιώτα παρατήρησε μέ λύπη πώς ὁ Γιάννης ἦταν ὁ πιό μελαγχολικός μαθητής. Καθόταν ἀκίνητος σάν στρατιωτάκι ψεύτικο, μά ἀπαντοῦσε ὁλόσωστα, ὅταν ἐκείνη τόν ρωτοῦσε.
Ἡ σκέψη τοῦ Γιάννη κυριάρχησε μέσα της κι ὅλη τήν ὑπόλοιπη μέρα μά καί τή νύχτα. Μήπως ἔπρεπε ἀπό τώρα πού εἶναι ἀρχή νά μιλήσει μέ τούς γονεῖς του; Προσευχήθηκε πολλή ὥρα γιά ὅλα τά παιδιά τῆς τάξης της καί ἰδιαίτερα γιά τόν Γιάννη.
Τήν ἄλλη μέρα τό πρωί ξεκίνησε γεμάτη ὄρεξη καί ζωντάνια γιά τό σχολεῖο της. Θά τό συζητοῦσε μέ τόν διευθυντή της καί θά ἀποφάσιζαν μαζί τί ἔπρεπε νά γίνει μέ τό παιδί. Ἔφτασε νωρίτερα ἀπ᾿ ὅλους, γιατί ἤθελε νά τόν βρεῖ μόνο του, μά δυστυχῶς κάποιος ἄλλος τήν εἶχε προλάβει. Ἄκουσε ἀπ᾿ ἔξω ὑψωμένη τή φωνή τοῦ διευθυντῆ της.
 - Μά δέν μπορεῖ νά γίνει αὐτό πού ζητᾶτε, κύριε. Δέν βλέπω νά ὑπάρχει εἰδικός λόγος.
- Ἔ, λοιπόν, ὑπάρχει! ἀκούστηκε νά λέει ὁ ἄλλος πού ἦταν μαζί του. Εἶναι θεοῦσα ἡ δασκάλα τοῦ γιοῦ μου κι ἐγώ δέν τό θέλω. Ὕστερα εἶναι καί τό ἄλλο. Ὁ γιός μου ἔχει ἀνάγκη ἀπό ἀγάπη καί στοργή, καί μιά γυναίκα πού δέν ἔκανε δικά της παιδιά δέν μπορεῖ νά ἔχει μητρική ἀγάπη στά παιδιά τῆς τάξης της. Λοιπόν, ἐπαναλαμβάνω: Θέλω τό παιδί μου νά πάει στό ἄλλο τμῆμα, στήν κ. Γεωργία, σήμερα κιόλας, ἀλλιῶς εἶμαι ὑποχρεωμένος νά τό πάω σέ ἄλλο σχολεῖο.
 - Μά, ἐλᾶτε στή θέση μου, κύριε! ἀκούστηκε ἱκετευτική ἡ φωνή τοῦ διευθυντῆ. Τί θά πῶ ἐγώ στήν κ. Παναγιώτα, σ᾿ αὐτή τήν ἐξαίρετη δασκάλα;
 Ἡ κ. Παναγιώτα χτύπησε ἀποφασιστικά τήν πόρτα τοῦ διευθυντῆ καί μπῆκε χαμογελαστή μέσα.
 - Δέν χρειάζεται νά πεῖτε τίποτα, κ. διευθυντά. Γιά ποιό παιδί πρόκειται, μόνο, πέστε μου καί θά κάνουμε ἀμέσως τήν ἀλλαγή.
 Κατέβασε σαστισμένος τό κεφάλι ὁ πατέρας κι ὁ διευθυντής ἔγινε κατακόκκινος.
 - Μιλούσατε πολύ δυνατά καί δίχως νά τό θέλω ἄκουσα, ἐξήγησε ἡ κ. Παναγιώτα.
 - Γιάννης Διαμαντίδης! εἶπε μανιασμένος ὁ πατέρας.
 Ὁ ... ὁ Γιάννης; τραύλισε δίχως νά μπορεῖ νά μήν δείξει τήν ταραχή της ἡ δασκάλα. Κι ἤθελα τόσο πολύ νά βοηθήσω αὐτό τό παιδί!
 - Ἡ μόνη βοήθεια πού μπορεῖτε νά τοῦ δώσετε εἶναι νά τόν στείλετε στό ἄλλο τμῆμα, εἶπε ψυχρά ὁ πατέρας.
 Ὕστερα ἀπό λίγα λεπτά ὁ Γιάννης ἔμπαινε στήν αἴθουσα τῆς κ. Γεωργίας. Τά μάτια του ἦταν δακρυσμένα.  Γύρισε γιά τελευταία φορά καί κοίταξε τήν κ. Παναγιώτα πού τόν ὁδηγοῦσε στήν καινούργια του δασκάλα.
 - Ἐγώ δέν ἤθελα, τῆς εἶπε μέ παράπονο, ὁ πατέρας μου ἤθελε. Θά βλεπόμαστε ὅμως στήν αὐλή, ἔτσι δέν εἶναι;
 - Ἔτσι εἶναι, Γιάννη, θά κάνουμε παρέα στήν αὐλή, τ᾿ ἀπάντησε κι ἔσκυψε καί τόν φίλησε.
 Πέρασε ἄλλη μιά βδομάδα καί τό σχολεῖο τῆς κ. Παναγιώτας ξεκίνησε γιά τόν πρῶτο του περίπατο. Οἱ δυό Τετάρτες ἡ μιά πίσω ἀπ᾿ τήν ἄλλη ξεκούφαιναν τόν κόσμο. Ἡ κ. Παναγιώτα μ᾿ ἄγρυπνο μάτι παρακολουθοῦσε ὅλα τά παιδιά τῆς τάξης της καί πότε-πότε κοιτοῦσε καί τόν Γιάννη λίγο πιό πίσω. Σέ μιά στιγμή πού γύρισε, δέν τόν εἶδε στή γραμμή του. Ἐκείνη τήν ὥρα ἕνας νεαρούλης ἔκανε μέ τή μηχανή του ἐπίδειξη σούζας στά μικρά τοῦ Δημοτικοῦ. Ἡ κ. Παναγιώτα εἶδε τόν Γιάννη νά στέκεται στή μέση τοῦ δρόμου σαστισμένος. Ἀντιλήφθηκε πώς ὁ νεαρός δέν τόν ἔβλεπε, γιατί κοιτοῦσε τ᾿ ἄλλα παιδιά. Κόπηκαν τά πόδια τῆς δασκάλας καί τότε ὅρμηξε πάνω στόν Γιάννη. Ἀκούστηκε μιά κραυγή ἀπό πολλά παιδιά κι ὕστερα ὅλα χάθηκαν.
 Ὅταν συνῆλθε, βρισκόταν μέ τά δυό πόδια σπασμένα στό νοσοκομεῖο. Ὁ Γιάννης, ἐκτός ἀπό μιά γρατσουνιά στό πόδι ἀπό τήν πτώση του στήν ἄσφαλτο, δέν ἔπαθε τίποτε ἄλλο. Τό μηχανάκι ὅμως πέρασε πάνω κι ἀπό τά δυό πόδια τῆς δασκάλας καί τῆς τά τσάκισε.
 Ἄκουσε τήν πόρτα τοῦ δωματίου της ν᾿ ἀνοίγει καί εἶδε δεξιά νά ξεπροβάλλει πρῶτα τό κεφάλι τοῦ πατέρα τοῦ Γιάννη. Ὕστερα εἶδε τόν Γιάννη πιασμένο ἀπό τό χέρι τῆς μαμᾶς του μέ μιά ἀγκαλιά λουλούδια. Τούς χαμογέλασε ἐνθαρρυντικά καί τότε ὁ Γιάννης ἔτρεξε καί κρύφτηκε στήν ἀγκαλιά της.
 - Σᾶς εὐχαριστοῦμε, μίλησε πρῶτα ἡ μητέρα. Μονάχα τόν Γιάννη ἔχουμε... κι ἄν δέν ἤσασταν ἐσεῖς...
 - Ὁ μπαμπάς λέει, τή διέκοψε ὁ Γιάννης, πώς μόλις γυρίσετε στό σχολεῖο θά ξανάρθω πάλι στήν τάξη σας.
 Πῆρε τά λουλούδια ἀπό τά χέρια του καί μέ μάτια βουρκωμένα διάβασε τήν κάρτα. «Σᾶς εὐχαριστοῦμε, πρῶτα πού σώσατε τόν Γιάννη κι ὕστερα πού μᾶς δείξατε πώς οἱ ἄνθρωποι τοῦ Θεοῦ ξέρουν ν᾿ ἀγαποῦν καί νά θυσιάζονται. Οἰκογένεια Διαμαντίδη».
 Κοίταξε δακρυσμένη τήν εἰκόνα τοῦ Χριστοῦ πού κρεμότανε ἀπέναντί της.
 «Σ᾿ εὐχαριστῶ, Χριστέ μου, πού μ᾿ ἀξίωσες νά κάνω κάτι γιά τή δόξα σου», εἶπε μυστικά καί γύρισε καί τούς χαμογέλασε.
 - Ἐκεῖνον νά εὐχαριστήσετε, τούς εἶπε καί τούς ἔδειξε τήν εἰκόνα.
 - Τόν εὐχαριστοῦμε πού στέλνει στή ζωή μας ἀνθρώπους σάν κι ἐσᾶς, εἶπε ταπεινά ἡ μητέρα.
 - Κι ἄς μᾶς συγχωρέσει, συμπλήρωσε μέ κατεβασμένο τό κεφάλι ὁ πατέρας.
 Κι ὁ Γιάννης ἀκουμπισμένος πάνω στήν καρδιά της ἄκουγε τούς κτύπους νά γίνονται ὅλο καί πιό δυνατοί· κι ἄν ἤξερε τή γλώσσα τους, θά ἄκουγε πώς ἡ καρδιά της φώναζε ὅλο καί πιό δυνατά: «Δόξα σοι, Κύριε, δόξα σοι!».

Ἑ.Β.

Κατηγορία Διηγήματα
Σάββατο, 02 Αύγουστος 2014 03:00

Ἁπολύεται!

 Πάντα τό ἔλεγε ὁ Χάρης πώς ὁ Ἰούνιος δέν εἶναι μήνας γιά ἐξετάσεις. Δηλαδή, κανένας μήνας δέν εἶναι γιά ἐξετάσεις, μά ὁ Ἰούνιος ἕνα παραπάνω. Καί εἶχε καί ἐπιχειρήματα γι᾿ αὐτό. «Ὁ Ἰούνιος», ἔλεγε, «εἶναι ὁ πρῶτος μήνας τοῦ καλοκαιριοῦ, τ᾿ ἀκοῦτε; Τοῦ καλοκαιριοῦ. Καί οἱ ἐξετάσεις... τόν κακό τους τόν καιρό!» Ἔ, πῶς μποροῦν νά συνυπάρχουν ἐξετάσεις καί καλοκαίρι, δέν τό κατάλαβε ποτέ ὁ Χάρης. Καί ἐπειδή δέν τό κατάλαβε, κουβαλοῦσε πάντα δυό- τρία μαθήματα γιά τό Σεπτέμβριο.
 Ὁ Χάρης ἦταν ὁ καημός τῆς μάνας του. Πανέξυπνο παιδί, τῆς τό ἔλεγαν ὅλοι οἱ καθηγητές, ὅμως δέν εἶχε τό μυαλό του στά γράμματα. Καί ποῦ τό εἶχε; Ὁ Χάρης εἶχε τό νοῦ του μόνο στό παιχνίδι καί στή σκανδαλιά.
 Καί οὔτε καί τώρα, πού ἔγινε ὁλόκληρο παλληκάρι, ἔλεγε νά σοβαρευτεῖ καί νά ὡριμάσει. Ἔφτασε στήν Γ΄Γυμνασίου μέ χίλιους μύριους κόπους, καί δέν ἔλεγε καί στίς φετινές ἐξετάσεις νά ἀνοίξει βιβλίο. Ἄσε πού κόντεψε νά μείνει ἀπό ἀπουσίες. Αὐτό εἶναι ἀλήθεια ὅτι τόν ἀναστάτωσε λίγο. Ἀφοῦ, μέχρι νά βεβαιωθεῖ ὅτι δέν ἔμεινε, δέν εἶχε ὄρεξη οὔτε γιά παιχνίδι οὔτε γιά σκανδαλιά!
 Ἡ ἀλήθεια, βέβαια, εἶναι ὅτι ὁ Χάρης μέ ὅλη τή ζωηράδα του ἦταν ἕνα χρυσό παιδί. Κι αὐτό τό ἤξερε καί ἡ μάνα του, τό ἤξεραν καί οἱ καθηγητές του. Γι᾿ αὐτό καί παρ᾿ ὅλο πού κάποιες φορές δέν τόν ἄντεχαν, ὅλοι τόν ἀγαποῦσαν.
 Οἱ ἐξετάσεις κυλοῦσαν ὁμαλά, «χωρίς ἐκπλήξεις», ὅπως θά ἔλεγε μέ τό χιοῦμορ του ὁ Χάρης.
«Φαντάσου νά γράψω στήν ἱστορία 20! Θά τραβάει τά μαλλιά της ἡ γυναίκα. Ἄσε, μάνα, νά μήν ἔχω καί τό κρίμα της», ἔλεγε στή μάνα του, πού προσπαθοῦσε νά τόν πείσει νά διαβάσει.
 Ἔγραψε ὅ,τι ἤξερε στήν ἱστορία ὁ Χάρης καί, μόλις βγῆκε ἀπό τήν αἴθουσα, θυμήθηκε πώς ἔπρεπε νά δώσει μιά φωτογραφία του στόν διευθυντή γιά τό ἀπολυτήριο.
 «Ποῦ ξέρεις; Μπορεῖ καί νά μοῦ τό δώσουν!», εἶπε χαμογελαστά στόν ἑαυτό του καί τράβηξε γιά τό γραφεῖο τοῦ διευθυντῆ.
 - Ἔχω ἀγωνία, μέ καταλαβαίνετε; ἄκουσε μιά γυναίκα νά λέει στόν διευθυντή. Τό παιδί μου εἶναι ἄβγαλτο κι ἔμαθα ὅτι τώρα τελευταῖα κάνει παρέα μέ τόν Χάρη τόν Τσακίρη. Ἔχω ἀκούσει γι᾿ αὐτόν πώς εἶναι ἀλητόπαιδο.
Τά πόδια τοῦ Χάρη κόπηκαν καί ἦταν ἕτοιμος νά σωριαστεῖ κάτω. Γι᾿ αὐτόν μιλοῦσε ἔτσι αὐτή ἡ κυρία;
- Σᾶς παρακαλῶ, κυρία μου, ἡσυχάστε! Μπορῶ νά σᾶς βεβαιώσω πώς ὁ γιός σας δέν κινδυνεύει ἀπό τόν Τσακίρη. Ὁ Χάρης δέν εἶναι ἀλήτης οὔτε κακό παιδί. Εἶναι ἁπλά πολύ ζωηρός, πολύ ζωντανός. Ἔχει ὅμως καί ἦθος καί ἀρχές καί προπαντός ἔχει χρυσή καρδιά.
Δάκρυα ἀνέβηκαν στά μάτια τοῦ Χάρη μέ ὅλα τοῦτα πού ἄκουγε. Χτύπησε τήν πόρτα καί τήν ἄνοιξε, πρίν ἀκούσει τό «ἐμπρός». Πλησίασε τόν διευθυντή του καί, πρίν προλάβει ἐκεῖνος νά συνέλθει ἀπό τήν ἔκπληξή του, ἅρπαξε στά χέρια του τό χέρι του καί τοῦ τό φίλησε.
- Σᾶς εὐχαριστῶ, κύριε! εἶπε καί ἄφησε τή φωτογραφία του πάνω στό γραφεῖο. Ὕστερα στύλωσε τά δακρυσμένα του μάτια πάνω στή μάνα τοῦ Γιώτη.
 - Ὁ Γιώτης, κυρία, εἶναι φίλος μου καί τόν ἀγαπῶ. Δέν θά ἤθελα οὔτε κι ἐγώ νά πάθει κακό, εἶπε σάν νά μετροῦσε τά λόγια του ὁ Χάρης καί, ἀφοῦ χαιρέτησε, βγῆκε ἀπό τό γραφεῖο.
Εἶχε μιά χαρά μέσα του, παρ᾿ ὅλο πού ἦταν ἀκόμα δακρυσμένος. Τά λόγια τοῦ διευθυντῆ ἦταν γι᾿ αὐτόν τό καλύτερο ἀντίδοτο στά λόγια τῆς μητέρας τοῦ Γιώτη.
 - Χάρη! Ἔ, Χάρη, περίμενέ με!
 Ἡ φωνή τοῦ Γιώτη, πού μόλις εἶχε βγεῖ ἀπό τήν αἴθουσα, τόν πανικόβαλε. Πῶς θά τόν ἀντίκρυζε ἔτσι, μέ κόκκινα τά μάτια;
 - Μιά στιγμή, νά πάω τή φωτογραφία στόν διευθυντή καί ἔρχομαι.
 Πρίν προλάβει νά ἀπαντήσει ὁ Χάρης, ὁ Γιώτης βρέθηκε κιόλας στό γραφεῖο. Δέν κάθισε νά τόν περιμένει· ἤξερε ὅτι λιγάκι θ᾿ ἀργοῦσε. Ξεκίνησε γιά τό σπίτι του προβληματισμένος. Γιά νά μιλᾶ ἔτσι ἡ μητέρα τοῦ Γιώτη, ἄρα αὐτήν τήν εἰκόνα δείχνει πρός τούς ἔξω, σ᾿ ἐκείνους, ἔστω, πού δέν τόν ξέρουν.
 Παραξενεύτηκε ἡ μάνα του, πού τόν εἶδε σοβαρό. Παραξενεύτηκε ἀκόμα, πού τόν εἶδε ν᾿ ἀνοίγει τό βιβλίο τῆς Βιολογίας καί νά διαβάζει. Παραξενεύτηκαν καί ὁ πατέρας του μέ τά ἀδέλφια του, πού στό μεσημεριανό τραπέζι δέν πείραξε κανέναν.
 Κόντευαν νά ἀποφάγουν, ὅταν χτύπησε ἡ πόρτα τους. Τινάχτηκαν ὅλοι ἀπό τίς θέσεις τους, ὅταν εἶδαν τόν διευθυντή τοῦ σχολείου νά στέκεται στήν εἴσοδο. «Ἔτσι ἐξηγεῖται ἡ σοβαρότητα τοῦ λεβέντη μας», σκέφτηκαν ὅλοι. «Ποιός ξέρει τί θά σκάρωσε καί σέ τί μπελάδες μᾶς ἔβαλε!»
 - Μέ συγχωρεῖτε, ἀπολογήθηκε ὁ διευθυντής, μά δέν ἄντεχα νά μήν ἔρθω νά σᾶς συγχαρῶ γιά τόν Χάρη.
Κοιτάχτηκαν ἀπορημένοι ὅλοι μεταξύ τους κι ὁ Χάρης τόν κοίταξε, δίχως νά καταλαβαίνει.
 Κάθισε πολλή ὥρα μαζί τους ὁ διευθυντής καί εἶπαν πολλά. Κι ὁ Χάρης τά ἄκουγε μέ τό κεφάλι σκυμμένο, μέ τό πρόσωπο νά βγάζει φωτιά.
- Ὁ Γιώτης, παιδί μου, ἄκουσε τόν διευθυντή νά ἀπευθύνεται σ᾿ αὐτόν, ὅταν ἔμαθε ἀπό τή μητέρα του τό λόγο τῆς παρουσίας της στό γραφεῖο μου, ἔγινε ἔξω φρενῶν. Καί τότε ἀνάμεσα σέ δάκρυα καί ὀργισμένες φωνές μᾶς ὁμολόγησε τόν τρόπο πού γίνατε φίλοι.
- Ὁ γιός σας, κ. Τσακίρη, συνέχισε ἀπευθυνόμενος τώρα στόν πατέρα, τόν ἔσωσε ἀπό βέβαιο μπλέξιμο.   Ὁ Γιώτης στά μέσα τῆς χρονιᾶς ἦταν ἀπελπισμένος ἀπό τό χωρισμό τῶν γονιῶν του καί θέλησε νά βρεῖ διέξοδο στά ναρκωτικά. Δέν ξέρω πῶς, ἀλλά ὁ Χάρης ἀντιλήφθηκε τή συναλλαγή πού εἶχε μέ κάποιον ἐξωσχολικό καί, ἀφοῦ τόν πλησίασε, τόν ἔπεισε πώς δέν ἔπρεπε νά τό κάνει. Ἀπό τότε ὁ Χάρης ἔγινε ὁ σύντροφος τοῦ Γιώτη, καί ὁ Γιώτης δίπλα στόν ζωντανό καί καλόκαρδο φίλο του ξεπέρασε τό πρόβλημά του.
 Ὅταν ὁ διευθυντής σηκώθηκε νά φύγει, ἅπλωσε τό χέρι του καί τράβηξε στήν ἀγκαλιά του τόν Χάρη.
- Τόσο καλό παιδί πού εἶσαι, δέ γίνεται νά γίνεις καί λίγο διαβαστερός;
Δέν μίλησε ὁ Χάρης, μόνο πῆρε ἐκεῖνο τό στιβαρό χέρι τοῦ διευθυντῆ του, πού ἦταν ἁπλωμένο πάνω του, καί τό ξαναφίλησε. Δέν εἶπε τίποτα κι οὔτε ἔδωσε ὑποσχέσεις, ὅμως οἱ ἑπόμενες μέρες τῶν ἐξετάσεων εἶχαν καί τίς ἐκπλήξεις τους. Καί ἦταν πολλοί οἱ καθηγητές πού διορθώνοντας τό γραπτό τοῦ Χάρη τοῦ Τσακίρη ἔξυναν τό κεφάλι τους καί ἔλεγαν: «Τό ἔλεγα ἐγώ, πώς αὐτό τό παιδί εἶναι ἀετός. Μπράβο, Χάρη, μπράβο! Τούς ἔβαλες ὅλους γυαλιά».

Ἑ. Β.

Κατηγορία Διηγήματα
Σάββατο, 02 Αύγουστος 2014 03:00

Ζη ὁ Θεός!

῾Η κ. ῎Αννα, ἡ δασκάλα τῆς Δ´ τάξης, κοίταξε μέ χαρά τίς στοιβαγμένες σχολικές τσάντες πού εἶχε μπροστά της. ῞Ολες ἔμοιαζαν σάν καινούργιες. ῏Ηταν σοφή ἡ ἰδέα τῆς μητέρας της. ῞Οσα παιδιά πῆραν καινούργια τσάντα νά ἔφερναν τίς παλιές τους στό σχολεῖο γιά νά δοθοῦν σέ ἄλλα φτωχότερα παιδιά.
    Κάλεσε, λοιπόν, πρῶτα τόν ᾿Αλέξη τῆς Ε´ τάξης, παλιό της μαθητή, πού ἤξερε πώς οἱ γονεῖς του δυσκολεύονταν οἰκονομικά, καί τοῦ εἶπε νά διαλέξει ὅποια τσάντα ἤθελε. ῾Ο ᾿Αλέξης τά ᾿χασε μπροστά στήν τόση ποικιλία.
    - ῞Οποια θέλω; ρώτησε συνεσταλμένα.
    - ῞Οποια θές, τόν ἐνθάρρυνε ἡ δασκάλα.
    Νά, ἐκεῖ μέσα στό σωρό ξεχώρισε ὁ ᾿Αλέξης τήν τσάντα πού ὅσο τίποτε ἐπιθυμοῦσε νά ἔχει. ῏Ηταν μιά ὑπέροχη φιρμάτη μπλέ τσάντα σάν κι αὐτήν πού εἶχε πέρσι ὁ Νίκος ὁ Βασιλειάδης, ὁ συμμαθητής του. Μπορεῖ νά ἦταν καί ἡ ἴδια, μά τόν ᾿Αλέξη δέν τόν ἔνοιαζε. ᾿Εκεῖνο πού τόν ἐνδιέφερε ἦταν νά γίνει δική του.
    - Αὐτήν θέλω, εἶπε καί τήν ἔδειξε μέ τρεμάμενο ἀπό τή λαχτάρα χέρι.
    ῾Η κ. ῎Αννα τήν κοίταξε χαμογελώντας καί ὕστερα ἔσκυψε καί τόν φίλησε.
    - Πάρ᾿ την, λοιπόν, δική σου εἶναι, τοῦ εἶπε καί τοῦ τή φόρεσε στούς ὤμους.
    ῎Εφυγε τρέχοντας ἤ καλύτερα πετώντας ὁ ᾿Αλέξης. ῾Η τσάντα στούς ὤμους του εἶχε γίνει φτερά.
    Φώναξε κι ἄλλα παιδιά ἡ κ. ῎Αννα καί τούς μοίρασε μία-μία ὅλες τίς τσάντες. ῎Ενιωθε χαρούμενη, ἐνθουσιασμένη καί εὐγνωμονοῦσε τή μητέρα της γιά τήν ὑπέροχη ἰδέα της.
    Τήν ἄλλη μέρα τό πρωί ἔφτασε καί πάλι χαρούμενη στό σχολεῖο της. Εἶχε τόσο καλή διάθεση καί ὄρεξη γιά δουλειά, πού δέν ἔβλεπε τήν ὥρα νά χτυπήσει τό κουδούνι καί νά βρεθεῖ στήν τάξη μέ τά 24 παιδιά της.
    - Κυρία Νικολαΐδου, ἔρχεστε μιά στιγμή σᾶς παρακαλῶ;
    ῾Η φωνή τοῦ διευθυντῆ της, ἡ πάντα φιλική, τῆς φάνηκε λιγάκι ἐναγώνια.
    Μέσα στό γραφεῖο βρισκόταν ὁ Νίκος ὁ Βασιλειάδης μέ τή μητέρα του. Τούς κοίταξε ἀπορημένη.
    - Χθές, ἄν δέν κάνω λάθος, μοιράσατε κάτι τσάντες στά παιδιά. Δέν εἶναι ἔτσι;
    - Ναί, ἀπάντησε κοκκινίζοντας ἡ κ. ῎Αννα, γιατί δέν εἶχε σκεφθεῖ νά τόν ἐνημερώσει.
    - Τίς μοιράσατε ὅλες; Θέλω νά πῶ, μήπως περίσσεψαν κάποιες; Ρώτησε μέ μιά μικρή ἐλπίδα ὁ διευθυντής.
    - ῞Ολες! Μά δέν καταλαβαίνω, συνέβη κάτι; ρώτησε, ἀπευθυνόμενη περισσότερο στή μητέρα τοῦ Νίκου παρά στόν διευθυντή της ἡ κ. ῎Αννα.
    - ῾Ο Νίκος ἔδωσε τήν τσάντα χωρίς νά μέ ρωτήσει. Αὐτό δέ θά πείραζε καθόλου, ἄν ἐγώ τόν τελευταῖο καιρό δέν τή χρησιμοποιοῦσα γιά νά ἀσφαλίσω ἐκεῖ διάφορα προσωπικά μου πράγματα. ῎Ετσι, ὁ Νίκος τήν παρέδωσε δίχως νά τήν ἀνοίξει. Μέσα στήν ἐσωτερική θήκη της εἶχα τοποθετήσει ἕνα φάκελο μέ 1.000 εὐρώ, πού τά προόριζα γιά νά τοῦ ἀγοράσω ἕναν φορητό ὑπολογιστή. ῞Οποιος καί νά τήν πῆρε ἀποκλείεται νά μᾶς τά γυρίσει πίσω.
    - Μήν κάνετε ἔτσι, κ. Βασιλειάδου. ᾿Εγώ ξέρω σέ ποιά παιδιά ἔδωσα τίς τσάντες καί θά βροῦμε τήν ἄκρη, τήν καθησύχασε ἡ κ. ῎Αννα.
    - Τήν ἄκρη μπορεῖ νά τή βροῦμε, κυρία μου, ἀπάντησε λιγάκι ἐπιθετικά ἡ μητέρα τοῦ Νίκου, τά χρήματα ὅμως πολύ ἀμφιβάλλω ἄν θά τά βροῦμε. ῞Ολα τά παιδιά πού πῆραν τίς τσάντες εἶναι φτωχά καί σπάνια βλέπουν μαζεμένα τόσα λεφτά. Φοβᾶμαι πώς αὐτός πού πῆρε τήν τσάντα δέ θά παραδεχτεῖ πώς βρῆκε μέσα τίποτε.
    nike-blue- Πῶς ἦταν ἡ τσάντα σου, Νίκο; ρώτησε δίχως νά δώσει σημασία στά λόγια τῆς μητέρας ἡ κ. ῎Αννα.
    - ῏Ηταν μιά μπλέ ΝΙΚΕ, ἀπάντησε σχεδόν κλαίγοντας ἐκεῖνος.
    Τά μάτια τῆς κ. ῎Αννας ἔλαμψαν. ῾Η ὄμορφη ΝΙΚΕ μπλέ τσάντα, ἡ χαρά τοῦ ᾿Αλέξη σάν τήν πῆρε στά χέρια του, τά φτερά πού τοῦ ἔδωσε σάν τοῦ τή φόρεσε στούς ὤμους. ῏Ηταν ἕτοιμη νά πεῖ πώς ναί, ἤξερε σέ ποιόν τήν ἔδωσε, ὅταν εἶδε νά στέκεται στήν πόρτα τοῦ γραφείου τοῦ διευθυντῆ ὁ ᾿Αλέξης μέ τήν τσάντα στόν ὦμο, πλάι στή μητέρα του.
    - Μποροῦμε νά περάσουμε; ρώτησε ὅσο ποτέ σοβαρός ὁ ᾿Αλέξης, καί δίχως νά περιμένει ἀπάντηση μπῆκε μέσα.
    - ῾Η κ. ῎Αννα μοῦ ἔδωσε χτές αὐτή τήν τσάντα εἶπε δείχνοντας τήν μπλέ ΝΙΚΕ. ῞Οταν πῆγα στό σπίτι καί τήν ἄνοιξα γιά νά βάλω τά βιβλία μου, μέσα βρῆκα ἕνα φάκελο μέ 1.000 εὐρώ.
    ᾿Εγώ χάρηκα πολύ γιατί ἤξερα πώς χρωστούσαμε δυό νοίκια, ὅμως ἡ μαμά ἐπιμένει πώς ἔγινε κάποιο λάθος. ᾿Εγώ τῆς εἶπα πώς ὁ Θεός μᾶς τά ἔστειλε, γιατί Τόν παρακάλεσα πολύ, μά ἐκείνη δέ μέ πολυπιστεύει κι ἦρθε νά ρωτήσει τί συμβαίνει.
    - ᾿Αλέξη, ἡ τσάντα ἦταν τοῦ Νίκου, ἄρχισε νά λέει ἡ δασκάλα του.
    - Τό κατάλαβα, φώναξε χαρούμενος ὁ ᾿Αλέξης, καί σκέφτηκα πώς εἶναι τόσο πονόψυχος ὁ Νίκος, πού θά ἔπεισε τούς γονεῖς του νά βάλουν στήν τσάντα καί τά χρήματα. ῎Ετσι δέν εἶναι Νίκο;
    ῾Ο Νίκος ἄκουγε τόν συμμαθητή του κατακόκκινος, μέ τά μάτια γεμάτα δάκρυα. Γύρισε καί κοίταξε τή μητέρα του μέ βλέμμα γεμάτο ἱκεσία.
    ᾿Εκείνη ἔκανε ἕνα βῆμα κι ἀγκάλιασε τόν ᾿Αλέξη·
    - Πολύ καλά τό σκέφτηκες, παιδί μου, ἔτσι ἀκριβῶς γίναν τά πράγματα. Κυρία, τό παιδί ἔχει δίκιο, τά χρήματα σᾶς ἀνήκουν. Εἶναι γιά τά δυό νοίκια καί γιά ὅ,τι ἄλλο χρειαστεῖ.
    - Εἶστε, εἶστε ἡ μητέρα τοῦ Νίκου; ἔκανε τρελή ἀπό τή χαρά της ἡ μητέρα τοῦ ᾿Αλέξη.
    - Ναί, εἶμαι ἡ μητέρα τοῦ Νίκου καί σᾶς παρακαλῶ νά δεχθεῖτε αὐτά τά χρήματα γιά χάρη τοῦ ᾿Αλέξη καί γιά χάρη τοῦ Νίκου.
    ῾Η κ. ῎Αννα ἀγκάλιασε τά δυό παιδιά δακρυσμένη καί ἔχοντάς τα στήν ἀγκαλιά της τά ὁδήγησε στήν τάξη τους. Οἱ δυό μάνες χώρισαν συγκλονισμένες καί ὁ διευθυντής θυμήθηκε αὐτό πού ξέχασε τόν τελευταῖο καιρό, πώς στ᾿ ἀλήθεια ζῆ ὁ Θεός. Καί ἡ κ. ῎Αννα; ῎Α! ἡ κ. ῎Αννα ἦταν πάντα σίγουρη γι᾿ αὐτό, μά σήμερα ὅλο τῆς ἐρχόταν νά τό ψιθυρίζει· «Ζῆ ὁ Θεός... Ζῆ ὁ Θεός!».

 

Ε.Β. 

Κατηγορία Διηγήματα
Σάββατο, 02 Αύγουστος 2014 03:00

Ἕν φοβερόν

en foveronΠρώτη του φορά μπάρκαρε ὡς ἁπλός ναύτης ὁ Μανώλης. Τό ᾿χε πάντα ὄνειρο νά γίνει θαλασσινός. Ἔδωσε ἐξετάσεις στή σχολή ἐμποροπλοιάρχων μά δέν τά κατάφερε νά μπεῖ. Ὡς στρατιώτης ὑπηρέτησε στό ναυτικό καί ἐκεῖ ὁ πόθος του γιά τά θαλασσινά ταξίδια, ἀντί νά λιγοστέψει, τράνεψε ἀκόμα πιό πολύ. Ἔτσι σάν πῆρε τό χαρτί του ἀπό τό στρατό, τό ξεκαθάρισε στούς δικούς του πού τόν ἤθελαν σώνει καί καλά στεριανό:
 - Θά μπαρκάρω μέ τό ἐμπορικό τοῦ καπετάν Ἀντώναρου, τούς εἶπε.
 Κι ἐκεῖνοι ἤξεραν πώς ὅ,τι καί νά τοῦ ἔλεγαν ἦταν μάταιο.
 Βρῆκε ἕναν κοντοχωριανό του πού κι ἐκεῖνος ἤθελε νά μπαρκάρει καί βρέθηκε ναύτης γεμάτος ὄρεξη καί ἐνθουσιασμό.
 Μοιράστηκε τήν καμπίνα του μέ τόν Ἄρη πού, ἄν κι ἀπό διπλανά χωριά, δέν τόν γνώριζε σχεδόν καθόλου καί σάν ἀποφάσισε νά μοιραστοῦν καί τά ὄνειρά τους κατάλαβε ὁ Μανώλης πόσο δέν ταιριάζαν οἱ δυό τους.
 Τόν Μανώλη τόν ἔκραζε ἡ θάλασσα μέ τά ταξίδια της. Τόν Ἄρη τόν ἔκραζε ἡ μεγάλη ζωή. Μπάρκαρε μόνο καί μόνο γιά νά βρεθεῖ σέ κάποια χώρα μαγική. Δέν εἶχε σκοπό νά παραμείνει ναύτης. Ἔφυγε ἁπλῶς ἀπό τό νησί γιά νά ζήσει τή ζωή του.
 Προσπάθησε ὁ Μανώλης νά τόν λογικέψει, νά τοῦ μιλήσει γιά τούς κινδύνους πού τόν περίμεναν. Ὁ Ἄρης ὅμως τίποτε δέν ἔνιωθε ἀπ᾿ ὅσα τοῦ ἔλεγε ἐκεῖνος, κι ὁ Μανώλης παραιτήθηκε. Ἀπέφευγε πιά ν᾿ ἀνοίγει συζήτηση μαζί του καί κάθε φορά πού ὁ Ἄρης ἄνοιγε τό χάρτη γιά νά δεῖ ποῦ βρισκόντουσαν καί ποιό θά ἦταν τό ἑπόμενο λιμάνι, ὁ Μανώλης ἀνέβαινε στό κατάστρωμα καί τόν ἄφηνε μόνο.
 Ἕνα βράδυ, ὅταν μπῆκε στήν καμπίνα, τόν βρῆκε νά μαζεύει τά πράγματά του.
 - Δέν θά πεῖς σέ κανέναν τίποτε, εἶπε κοφτά ὁ Ἄρης. Αὔριο πιάνουμε λιμάνι γιά λίγες ὧρες. Θά βγῶ καί δέν θά ξαναγυρίσω. Μήν ἀνησυχεῖς, θά γράψω στή μάνα μου, μόλις βρῶ νά μείνω κάπου.
 Σταμάτησε καί κοίταξε σκεφτικός τόν Μανώλη.
 - Κοίτα, ἔχω καί κάτι πού μοῦ τό ἔδωσε ὁ παπάς τοῦ χωριοῦ μου, ὅταν μέ ξεπροβόδησε. Ἐμένα δέ μοῦ χρειάζεται, τοῦ εἶπε. Ἄν τό θέλεις, κράτησέ το ἐσύ.
 Ἔβγαλε ἀπό τή θήκη τῆς βαλίτσας του ἕνα βιβλίο καί τοῦ τό ἔδωσε.
 - Εἶναι... εἶναι μία ἁγία Γραφή, εἶπε κομπιάζοντας, ἀλλά ἐγώ δέν πρόκειται νά τήν ἀνοίξω... Τή θές;
 Πῆρε στά χέρια του τό βιβλίο ὁ Μανώλης καί τοῦ ᾿ρθε νά τό ἀσπαστεῖ. Στή μέση τοῦ πελάγους ἡ θέα τῆς ἁγίας Γραφῆς τοῦ ἔφερε δάκρυα στά μάτια.
- Τή θέλω, τοῦ ἀποκρίθηκε καί τήν ἀκούμπησε στό κομοδίνο του.
 Τήν ἄλλη μέρα ὁ Ἄρης τό ᾿πε καί τό ᾿κανε. Μάταια τό καράβι καθυστέρησε μιά ὥρα τήν ἀναχώρησή του, ὁ Ἄρης εἶχε ἐξαφανιστεῖ.
 Δέν περίμενε ὁ Μανώλης νά τοῦ στοιχίσει τόσο ἡ πράξη τοῦ φίλου του. Μπῆκε στήν καμπίνα του κι ἄφησε τά δάκρυά του νά κυλήσουν ἀβίαστα. Πῆρε ὕστερα τήν ἁγία Γραφή τοῦ Ἄρη καί τήν ἄνοιξε.
«Μή φοβᾶσαι τίποτε, παιδί μου, σάν ἔχεις τόν Θεό μαζί σου. Μή φοβᾶσαι τίποτε!», ἔγραφε στό πρῶτο φύλλο καί ἀπό κάτω ἡ ὑπογραφή τοῦ παπᾶ.
Στή δεύτερη σελίδα βρῆκε μιά κάρτα μ᾿ ἕνα ὄμορφο ἡλιοβασίλεμα καί πάνω της τυπωμένη μιά φράση: «Ἕν μόνον ἡγώμεθα εἶναι φοβερόν· τήν ἁμαρτίαν καί τό προσκροῦσαι τῷ Θεῷ». Ἱερός Χρυσόστομος.
Χρυσόστομος! Τό ὄνομά του τό θυμόταν ἀπό τή γιορτή τῶν Τριῶν Ἱεραρχῶν. Ἐπανέλαβε πολλές φορές τή φράση, ὥσπου τήν ἔμαθε ἀπ᾿ ἔξω. Γύρισε ἔπειτα τό ἑπόμενο φύλλο κι ἄρχισε νά διαβάζει. Τί ἦταν στ᾿ ἀλήθεια ἐκεῖνο πού τόν κράτησε ξάγρυπνο ὅλη νύχτα διαβάζοντας γιά πρώτη φορά τήν ἁγία Γραφή; Τί ἦταν ἐκεῖνο πού τόν ἔκανε κάθε φορά πού ἔβρισκε λίγο χρόνο νά τρέχει νά τήν ἀνοίγει καί νά χάνεται μέσα στίς σελίδες της; Οὔτε ὁ ἴδιος μποροῦσε νά τό ἐξηγήσει. Οὔτε πάλι μποροῦσε νά ἐξηγήσει γιατί ἐκείνη ἡ φράση τοῦ Χρυσοστόμου ἄσκησε τόση γοητεία μέσα στήν ψυχή του.
- Μανώλη, ἀπόψε θά βγοῦμε ὅλοι μαζί νά διασκεδάσουμε λιγάκι, τοῦ εἶπε ὁ δεύτερος πλοίαρχος. Σάν νά τό παρακάνεις νομίζω, συνέχισε νά τοῦ λέει. Ὅσες φορές πιάνουμε λιμάνι ἐσύ ζητᾶς νά κάνεις νυχτερινή βάρδια στό καράβι. Ἀπόψε, θές δέ θές, θά ᾿ρθεῖς μαζί μας. Νέος ἄνθρωπος εἶσαι, βρέ παιδάκι μου, ζῆσε καί λίγο τή ζωή σου.
Μπῆκε στήν καμπίνα του ἀναστατωμένος ὁ Μανώλης. Σέ τοῦτο τό λιμάνι στόν πηγαιμό τό ἔσκασε ὁ Ἄρης γιά νά «ζήσει» τή ζωή του. Ἄν κατέβαινε νά τόν ψάξει; Ἄν ἡ τύχη τό ἔφερνε νά τόν συναντήσει; Πρώτη φορά γονάτισε ὁ Μανώλης. Ἔψαχνε κάποιον ἅγιο γιά νά ἐπικαλεστεῖ.
- Ἅγιε Χρυσόστομε, φώναξε σχεδόν. Ἅγιε Χρυσόστομε, φέρ᾿ τον στό δρόμο μου.
Παραξενεύτηκαν ὅλοι σάν τόν εἶδαν νά κατεβαίνει μαζί τους ἀπό τό καράβι.
- Ἔτσι μπράβο, τοῦ ᾿πε κτυπώντας τον στήν πλάτη ὁ δεύτερος κι ὅλοι οἱ ὑπόλοιποι γέλασαν μέ νόημα.
Γύρισε καί τούς κοίταξε μέ λύπη κι ὕστερα τό ἔβαλε στά πόδια. Ἦταν ἀποφασισμένος μέσα στή νύχτα νά γυρίσει ὅλα τά κέντρα καί τά καταγώγια τοῦ λιμανιοῦ. Μπῆκε καί βγῆκε σέ πολλά καί κάθε φορά ἡ ψυχή του πονοῦσε περισσότερο. «Πῶς καταντᾶ ὁ ἄνθρωπος!», «ποῦ καταντᾶ ὁ ἄνθρωπος!», ἔλεγε καί ξανάλεγε κι ἔνιωθε πώς ὁ λόγος τοῦ ἁγίου Χρυσοστόμου ὅσο ποτέ τόν ἄγγιζε. Ἔτρεξε, ἔτρεξε ὁ Μανώλης καί κατά τά ξημερώματα τόν βρῆκε. Βρῆκε ἕναν Ἄρη μέ σκυμμένο τό κεφάλι νά σκουπίζει σ’ ἕνα καταγώγιο. Ἐκεῖνος σάν τόν ἀντίκρυσε ἔκανε σάν τρελός.
 - Ἡ μεγάλη ζωή, Μανώλη, ἡ μεγάλη ζωή, ἔλεγε καί ξανάλεγε ἀνάμεσα στά δάκρυά του. Τόν πῆρε καί πῆγαν στό καράβι.
 - Ξημερώθηκες, Μανωλάκη, τόν πείραξε ὁ νυκτερινός. Μά ὁ Μανώλης οὔτε πού γύρισε νά τόν κοιτάξει.
 - Κάποιος ἅγιος ἔβαλε τό χέρι του, Μανώλη. Κάποιος ἅγιος σέ ὁδήγησε σέ μένα, ἔλεγε μέ δάκρυα ὁ Ἄρης.  Γιά νά δῶ ποιός γιορτάζει σήμερα. Ἔχω τό ἡμερολόγιο πού μοῦ ᾿δωσε ἡ μάνα μου, εἶπε καί ἔβγαλε ἀπό τή μέσα τσέπη τοῦ μπουφάν του τό βιβλιαράκι.
 - Πόσο ἔχουμε σήμερα; ρώτησε τόν Μανώλη.
 - 13 Νοεμβρίου, ἀπάντησε ἐκεῖνος.
 - 13 Νοεμβρίου: Ἰωάννου Χρυσοστόμου, Δαμασκηνοῦ ἱερομάρτυρος, διάβασε ὁ Ἄρης.
 - Ἔ, λοιπόν, ὁ ἅγιος Χρυσόστομος! Τόν ἄφησες, ἀλλά αὐτός σέ βρῆκε! Μᾶλλον μοῦ τόν ἄφησες καί σέ βρήκαμε μαζί, φίλε μου.
 Ἀπό κεῖνο τό βράδυ ὁ Μανώλης καί ὁ Ἄρης ἄρχισαν νά μοιράζονται καί πάλι τήν καμπίνα. Μόνο πού τώρα πιά μοιράζονταν καί τά ὄνειρά τους, μοιράζονταν τό βιβλίο τοῦ Θεοῦ, μοιράζονταν τά πάντα.
 - «Ἕν μόνον ἡγώμεθα εἶναι φοβερόν», ἔλεγε ὁ ἕνας.
 - «Τήν ἁμαρτίαν καί τό προσκροῦσαι τῷ Θεῷ», συμπλήρωνε ὁ ἄλλος.
 Καί κάθε φορά πού πιάναν λιμάνι, δήλωναν κι οἱ δυό νυχτερινοί. Ἦταν ἡ καλύτερη εὐκαιρία νά διαβάσουν μαζί τήν ἁγία Γραφή.
 - Θέλουμε νά ζήσουμε τή ζωή μας, βρέ ἀδελφέ, ἔλεγαν· καί στ᾿ ἀλήθεια τή ζοῦσαν!

 

Ε.Β.

Κατηγορία Διηγήματα