Super User

Super User

Παρασκευή, 28 Ιούνιος 2024 03:00

Ἁγίων Πάντων Μθ 10,32-33.37-38· 19,27-30

῾Ομολογία, αὐταπάρνηση καί δόξα τῶν μαθητῶν τοῦ Χριστοῦ

   ῾Η ᾿Εκκλησία μας ἔχει ὁρίσει νά διαβάζονται εὐαγγελικές περικοπές ἀπό τό κατά Ματθαῖον Εὐαγγέλιο κατά τήν περίοδο ἀπό τήν Κυριακή τῶν ῾Αγίων Πάντων μέχρι τήν Κυριακή πρό τῆς ῾Υψώσεως τοῦ τιμίου Σταυροῦ. Οἱ Κυριακές αὐτές ὀνομάζονται Κυριακές τοῦ Ματθαίου.
  ῾Η εὐαγγελική περικοπή τῆς Α´ Κυριακῆς τοῦ Ματθαίου (Κυριακή τῶν ῾Αγίων Πάντων) ἀποτελεῖται ἀπό στίχους παρμένους ἀπό δύο διαφορετικές συνάφειες τοῦ κατά Ματθαῖον Εὐαγγελίου. Στό πρῶτο μέρος της (Μθ 10,32-33. 37-38) ἀναφέρονται οἱ ὁδηγίες τίς ὁποῖες δίδει ὁ Κύριος στούς δώδεκα μαθητές του προτοῦ τούς ἀποστείλει στόν κόσμο, ἐνῶ στούς τελευταίους στίχους τῆς περικοπῆς (19,27-30) προαναγγέλλονται οἱ εὐλογίες πού θά λάβουν οἱ μαθητές ὡς ἀμοιβή γιά τίς θυσίες τους. Τή διδαχή αὐτή τοῦ Κυρίου διασώζουν ἐπίσης οἱ εὐαγγελιστές Μᾶρκος (8,38· 10,28-31) καί Λουκᾶς (12,8-9· 14,26-27· 18,28-30).

Εἰσαγωγικά στό κατά Ματθαῖον Εὐαγγέλιο

 mathaios  Τό κατά Ματθαῖον εἶναι τό ἀρχαιότερο ἀπό τά τέσσερα Εὐαγγέλια καί ἕνα ἀπό τά ἀρχαιότερα βιβλία τῆς Κ. Διαθήκης. Γράφτηκε στήν Παλαιστίνη, πιθανόν στήν ᾿Ιερουσαλήμ, περίπου τό 55 μ.Χ. Συγγραφέας του εἶναι ἕνας ἀπό τούς δώδεκα μαθητές τοῦ Κυρίου, ὁ Ματθαῖος γιός τοῦ ᾿Αλφαίου. Τό ἀρχικό του ὄνομα ἦταν Λευΐς καί ἐξασκοῦσε τό ἐπάγγελμα τοῦ τελώνη στήν Καπερναούμ, στήν πόλη ὅπου κατοικοῦσε καί ὁ Χριστός. Κάποια μέρα ὁ Κύριος περνώντας μπροστά ἀπό «τό τελώνιον», τό τελωνικό γραφεῖο, εἶδε τόν Ματθαῖο καί τοῦ ἀπηύθυνε τήν προσκληση· «ἀκολούθει μοι» (Μθ 9,9). ᾿Εκεῖνος ἐγκατέλειψε ἀμέσως τό ἐπάγγελμά του καί ἀκολούθησε τόν ᾿Ιησοῦ. Οἱ εὐαγγελιστές Μᾶρκος καί Λουκᾶς, καταγράφοντας τή μετάνοιά του τόν ἀναφέρουν μέ τό παλαιό του ὄνομα, προφανῶς ἀπό λεπτότητα. Μόνο ὁ ἴδιος γράφει τό ὄνομα μέ τό ὁποῖο εἶναι γνωστός σέ ὅλη τήν χριστιανική οἰκουμένη. ῞Οταν οἱ εὐαγγελιστές ἀπαριθμοῦν τούς μαθητές, τούς ἀναφέρουν κατά μικρές ὁμάδες δύο ἤ τεσσάρων προσώπων, ἴσως διότι ἦταν φίλοι καί πρό τῆς μαθητείας τους στόν Χριστό. Στήν περίπτωση τοῦ Ματθαίου ὁ Λουκᾶς καί ὁ Μᾶρκος γράφουν «Ματθαῖος καί Θωμᾶς» (Μρ 3,18· Λκ 6,15), ἐνῶ ὁ ἴδιος γράφει «Θωμᾶς καί Ματθαῖος ὁ τελώνης» (Μθ 10,3). Βάζει τόν ἑαυτό του δεύτερο καί μόνο αὐτός προσθέτει τό ὅτι ἦταν τελώνης, πράγμα ταπεινωτικό.
  Στά Εὐαγγέλια ἀναφέρεται δύο φορές· α) στό περιστατικό τῆς κλήσεώς του (βλ. Μθ 9,9· Μρ 2,14· Λκ 5,27-28) καί β) στόν κατάλογο τῶν δώδεκα μαθητῶν (βλ. Μθ 10,2-4· Μρ 3,16-19· Λκ 6,14-16). ᾿Αναφέρεται ἐπίσης καί στίς Πράξεις τῶν ᾿Αποστόλων (1,13) μαζί μέ τούς ἄλλους δέκα μαθητές. Μέχρι τό θάνατό του ἔμεινε πιστός μαθητής τοῦ Χριστοῦ, μάρτυρας τῆς ἀναστάσεως καί διδάσκαλος τοῦ εὐαγγελίου στήν ᾿Ιερουσαλήμ καί στήν Παλαιστίνη.
  ῾Ο Ματθαῖος φαίνεται ὅτι ἦταν ὁ πιό ἐγγράμματος ἀπό τούς δώδεκα μαθητές τοῦ Χριστοῦ. Οἱ ἄλλοι εἶχαν μόρφωση ἀντίστοιχη μέ τούς σημερινούς ἀποφοίτους Δημοτικοῦ σχολείου, ἐνῶ αὐτός, ἐφόσον διηύθυνε τελωνικό γραφεῖο, θά πρέπει νά εἶχε τουλάχιστον τή μόρφωση πού ἔχει σήμερα ἕνας ἀπόφοιτος Λυκείου.
   Παραλῆπτες τοῦ Εὐαγγελίου εἶναι οἱ ἐκ περιτομῆς χριστιανοί, οἱ ῾Εβραῖοι τῆς Παλαιστίνης καί κυρίως τῆς διασπορᾶς, οἱ ὁποῖοι γνώριζαν καί μιλοῦσαν τά ἑλληνικά. ᾿Ακολουθώντας τόν ᾿Ιησοῦ, ὁ Ματθαῖος κρατοῦσε σημειώσεις στά ἑβραϊκά ἀπό τή ζωή καί τά κηρύγματά του. Μέ τή βοήθεια αὐτῶν τῶν σημειώσεων συνέταξε τό Εὐαγγέλιό του στήν ἑλληνική γλώσσα. Παρόμοια καί ὁ ἀπ. Παῦλος ἔγραψε τήν ἐπιστολή πρός ῾Εβραίους στά ἑλληνικά. Τό κείμενο πού σώζεται σήμερα δέν φαίνεται νά εἶναι μετάφραση ἀπό ἑβραϊκό κείμενο, ἀλλά πρωτότυπο. Τό ὕφος τοῦ Ματθαίου εἶναι ζωηρό καί σαφές. Σέ σύγκριση μέ τό κατά Μᾶρκον, τήν ἀφήγησή του τή διακρίνει ἡ συντομία. ῾Ο Ματθαῖος διηγεῖται τά γεγονότα μέ χρονολογική σειρά, ἐνῶ δέν συμβαίνει τό ἴδιο μέ τούς δύο ἄλλους συνοπτικούς.
Τό Εὐγγέλιο χωρίζεται σέ τρία μέρη·
α) ῾Η ἐνανθρώπηση τοῦ Θεοῦ (κεφ. 1-2)
β) Τό κήρυγμα καί τά σημεῖα τοῦ ᾿Ιησοῦ (κεφ. 3-25)
γ) Τό πάθος καί ἡ ἀνάσταση τοῦ Κυρίου (κεφ. 26-28)

α) ῾Η ὁμολογία τοῦ Χριστοῦ (10,32-33)

   ῾Η εὐαγγελική περικοπή διδάσκει τή θαρρετή ὁμολογία τῆς πίστεως στόν Κύριο καί τή ζωή τῆς αὐταπάρνησης, ὡς ἀπαραίτητες προϋποθέσεις γιά τήν ἐν Χριστῷ πορεία. Φαίνονται δύσκολα βέβαια γιά τόν ἄνθρωπο, εἶναι ὅμως κατορθωτά μέ τή δύναμη τοῦ Χριστοῦ. Αὐτό βεβαιώνουν οἱ ῞Αγιοι Πάντες, πού προβάλλει ἡ ᾿Εκκλησία αὐτή τήν Κυριακή. Τό νέφος τῶν μαρτύρων τῆς ᾿Εκκλησίας μας μέ τήν ἁγία ζωή, τήν ὁμολογία τῆς πίστεως καί τή θυσία τους εἶναι μιά ἀπόδειξη τῆς δύναμης τοῦ σταυροῦ καί τῆς ἀνάστασης τοῦ Χριστοῦ ἀλλά καί ἕνα προσκλητήριο γιά τούς πιστούς.
 
10,32-33. Πᾶς οὖν ὅστις ὁμολογήσει ἐν ἐμοί ἔμπροσθεν τῶν ἀνθρώπων, ὁμολογήσω κἀγώ ἐν αὐτῷ ἔμπροσθεν τοῦ πατρός μου τοῦ ἐν οὐρανοῖς· ὅστις δ᾿ ἄν ἀρνήσηταί με ἔμπροσθεν τῶν ἀνθρώπων, ἀρνήσομαι αὐτόν κἀγώ ἔμπροσθεν τοῦ πατρός μου τοῦ ἐν οὐρανοῖς.
   Οἱ στίχοι αὐτοί ἀποτελοῦν κατακλείδα στούς λόγους τοῦ Χριστοῦ πρός τούς μαθητές του, μέ τούς ὁποίους τούς προετοιμάζει γιά τίς δυσκολίες καί τίς ἀντιδράσεις πού θά συναντήσουν στό ἔργο τῆς ἱεραποστολῆς μέσα στόν κόσμο (βλ. 10,16-31).
  ῾Ο Κύριος ἐδῶ ἐκφράζει θετικά καί ἀρνητικά τήν ἴδια ἀλήθεια. «Δέν προτρέπει μόνο μέ τά ἀγαθά, ἀλλά καί μέ τά ἀντίθετα καταλήγοντας στά δυσάρεστα», παρατηρεῖ ὁ ἅγιος Χρυσόστομος.
  Καθέναν, λέει ὁ Κύριος, πού θά μέ ὁμολογήσει ἔμπροσθεν τῶν ἀνθρώπων, μπροστά σ᾿ ἐκείνους τούς ἀνθρώπους πού ἀντιδροῦν καί καταδιώκουν τήν πίστη, ὁμολογήσω κἀγώ ἐν αὐτῷ ἔμπροσθεν τοῦ πατρός μου τοῦ ἐν οὐρανοῖς.
  Στό θέμα τῆς ὁμολογίας ἀναφέρθηκε καί ἄλλοτε ὁ Κύριος ἀπευθυνόμενος σέ ὅλους τούς ἀκροατές του. ᾿Εδῶ τό τονίζει εἰδικά στούς μαθητές του, γιά νά τούς προειδοποιήσει ὅτι κατά τήν ἐκτέλεση τῆς ἀποστολῆς τους θά ἔχουν νά ἀντιμετωπίσουν ἕναν ἐπικίνδυνο ἐχθρό, τή φιλαυτία, ἡ ὁποία ἐκδηλώνεται μέ τή δειλία. ῞Ενας πού δέν πιστεύει μέ τήν καρδιά του, ἀλλά ὁμολογεῖ μέ τό στόμα του, εἶναι ὑποκριτής. ῞Ενας πού πιστεύει μέ τήν καρδιά του, ἀλλά δέν ὁμολογεῖ μέ τό στόμα του, εἶναι δειλός· «καρδίᾳ γάρ πιστεύεται εἰς δικαιοσύνην, στόματι δέ ὁμολογεῖται εἰς σωτηρίαν» (Ρω 10,10). ῎Αν ὁμολογοῦμε τόν Κύριο, θά μᾶς ὁμολογήσει καί θά μᾶς ἀναγνωρίσει στούς οὐρανούς, μπροστά στόν πατέρα του, ὡς φίλους καί παιδιά του.
  Στά Εὐαγγέλια ὁ ᾿Ιησοῦς κατακεραυνώνει τούς ὑποκριτές, ἀπευθύνοντάς τους ἐκεῖνα τά φοβερά «οὐαί» (Μθ 23,13-30· Λκ 11,42-52), ἀλλά καί στήν ᾿Αποκάλυψη (21,8) τονίζεται ὅτι πρῶτοι κατακρίνονται οἱ δειλοί. ῾Ο ἀπ. Παῦλος ἐπίσης γράφει στόν Τιμόθεο· «οὐ γάρ ἔδωκεν ἡμῖν ὁ Θεός πνεῦμα δειλίας» (Β´ Τι 1,7). ῞Οπως παρατηρεῖ ὁ ἐπίσκοπος Καισαρείας ᾿Αρέθας πού ἑρμήνευσε τήν ᾿Αποκάλυψη, δειλοί χαρακτηρίζονται «ἐκεῖνοι πού ξεστρατίζουν ἀπό ἑκούσια ἀδυναμία πρός τίς ἀπολαύσεις τοῦ παρόντος αἰῶνος». ῾Η ᾿Εκκλησία, ἀπό τόν πρωτομάρτυρα Στέφανο μέχρι τούς σύγχρονους χριστιανούς πού ἔζησαν σέ ἀθεϊστικά καί ὑλιστικά καθεστῶτα, ἔχει νά παρουσιάσει μυριάδες πιστούς, οἱ ὁποῖοι ὁμολόγησαν τόν Χριστό δημόσια, ἐνώπιον τῆς ἀνθρώπινης ἐξουσίας. ῾Η ἱστορία τῆς ᾿Εκκλησίας ὅμως διασώζει καί συγκλονιστικά παραδείγματα ἀνθρώπων πιστῶν, πού ἀπό ἀδυναμία ἤ συναρπαγή ἐγκατέλειψαν τήν πίστη καί ἀρνήθηκαν τόν Χριστό· εἶναι οἱ λεγόμενοι lapsi (=πεπτωκότες).
  Δειλοί, ἐντούτοις, δέν ἐμφανίζονται μόνο στήν περίοδο τῶν διωγμῶν ἀλλά καί σέ περιόδους εἰρήνης. Εἶναι ἐκεῖνοι πού ἀρνοῦνται τόν Χριστό, γιά νά ἀρέσουν στόν κόσμο καί νά ἐξυπηρετήσουν τά ὑλικά τους συμφέροντα. ῾Ο ἅγιος Χρυσόστομος τονίζει ἰδιαίτερα ὅτι ὀφείλουμε νά ὁμολογοῦμε τόν Χριστό μέ τή ζωή μας· «Νά δείχνουμε βίο ἄξιο τῆς ὁμολογίας, γιά νά μήν καταντροπιάσουμε τά δόγματα τῆς πίστεως μέ τή φαυλότητα τῶν ἔργων, ἀλλά μέ ὅλα νά δοξάζουμε τόν Δεσπότη μας». Χρειάζεται ἡρωικό φρόνημα γιά νά μπορεῖ ὁ πιστός νά ἀντιμετωπίζει τίς εἰρωνεῖες τοῦ κόσμου, νά συμμορφώνεται στήν καθημερινή ζωή του μέ τά προστάγματα τοῦ εὐαγγελίου, χωρίς νά πτοεῖται ἀπό τήν τακτική τῶν πολλῶν, οἱ ὁποῖοι συμβιβάζονται μέ τόν κόσμο καί κάνουν τά θελήματα τοῦ πονηροῦ. Τό καλύτερο ἀντίδοτο γιά τή δειλία, ὅπως ὁ ἴδιος ὁ Κύριος μᾶς τό ἀποκαλύπτει, εἶναι α) ῾Η πίστη στό πρόσωπό του· «Μή ταρασσέσθω ὑμῶν ἡ καρδία· πιστεύετε εἰς τόν Θεόν, καί εἰς ἐμέ πιστεύετε... μή ταρασσέσθω ὑμῶν ἡ καρδία, μηδέ δειλιάτω» (᾿Ιω 14,1.27). β) ῾Η ἐμπιστοσύνη στήν ἀγάπη καί στή στοργική φροντίδα του. γ) ῾Η ὑπόσχεσή του πρός ἐκεῖνον πού θά τόν ὁμολογήσει, ὁμολογήσω κἀγώ ἐν αὐτῷ ἔμπροσθεν τοῦ πατρός μου τοῦ ἐν οὐρανοῖς, ἡ ὁποία τροφοδοτεῖ καί ἐνισχύει τήν πίστη καί τήν ἐμπιστοσύνη τῶν πιστῶν στόν Κύριο. Στήν ἔσχατη κρίση ὁ ἄνθρωπος θά βρεθεῖ μπροστά στόν κριτή ἔχοντας ἀνάγκη συνηγόρου, γιά νά τύχει τοῦ ἐλέους καί τῆς εὐσπλαγχνίας τοῦ Θεοῦ. «Παράκλητος», δηλαδή συνήγορος πού μπορεῖ νά ἐπέμβει, εἶναι ὁ Χριστός, ὅπως ὑπογραμμίζεται μέ τό ὁμολογήσω κἀγώ.

β) ῾Ο Χριστός ζητᾶ ἀπόλυτη ἀγάπη στό πρόσωπό του (10,37-38)

   Στούς στίχους πού ἀκολουθοῦν ὁ Χριστός δέν ἀπευθύνεται εἰδικά στούς Δώδεκα ἀλλά γενικά σέ ὅλους τούς μαθητές του. ῾Υπογραμμίζει τήν καθημερινή μαρτυρία πού ὀφείλουν νά δίνουν οἱ πιστοί μέσα στήν κοινωνία. ῾Η ζωή τῶν μαρτύρων ἦταν ὁλόκληρη μία μαρτυρία πίστεως στόν Χριστό· τό τελικό μαρτύριό τους ἀποτέλεσε τό φυσικό ἐπιστέγασμα τῆς μαρτυρικῆς ζωῆς τους.

10,37. ῾Ο φιλῶν πατέρα ἤ μητέρα ὑπέρ ἐμέ οὐκ ἔστι μου ἄξιος· καί ὁ φιλῶν υἱόν ἤ θυγατέρα ὑπέρ ἐμέ οὐκ ἔστι μου ἄξιος.
  Τό ρῆμα φιλῶ στό κατά Ματθαῖον χρησιμοποιεῖται πάντοτε γιά νά δηλώσει τή φυσική στοργή καί τόν φυσικό δεσμό πού εἶναι αὐτονόητος μεταξύ συγγενῶν ἤ φίλων. Ποτέ δέν χρησιμοποιεῖται γιά τήν ἀγάπη πρός τόν Θεό.
  ᾿Εκεῖνος, λέει ὁ Κύριος, πού ἀγαπάει πατέρα ἤ μητέρα παραπάνω ἀπό μένα δέν εἶναι ἄξιος μαθητής μου. Καί ἐκεῖνος πού ἀγαπάει υἱόν ἤ θυγατέρα ὑπέρ ἐμέ οὐκ ἔστι μου ἄξιος. ῾Ο Κύριος ζητᾶ νά τόν ἀγαποῦμε περισσότερο ἀπό κάθε ἄλλο πρόσωπο καί νά εἴμαστε πρόθυμοι νά θυσιάσουμε γιά χάρη τῆς ἀγάπης του καί αὐτή τήν πρόσκαιρη ζωή μας, νά ἀφήσουμε καί οἰκίες καί ἀδελφούς καί ἀδελφές καί πατέρα καί μητέρα καί γυναίκα καί τέκνα καί ἀγρούς καί τά πάντα (πρβλ. Λκ 14,26). Τά λόγια τοῦ Εὐαγγελίου δέν σημαίνουν βέβαια ἐγκατάλειψη τοῦ καθήκοντος καί τῆς φροντίδας πρός τούς οἰκείους, ἀλλά θέτουν μία ἱεράρχηση τῶν ἀξιῶν καί τῶν στόχων μέσα στή ζωή τοῦ χριστιανοῦ. «Διότι αὐτό βλάπτει καί αὐτόν πού ἀγαπᾶται καί αὐτόν πού ἀγαπᾶ», ἐξηγεῖ ὁ ἅγιος Χρυσόστομος.
  ῎Ετσι τό ἔζησε καί τό διακήρυξε ὁ ἀπ. Παῦλος· «δι᾿ ὅν τά πάντα ἐζημιώθην, καί ἡγοῦμαι σκύβαλα εἶναι ἵνα Χριστόν κερδήσω» (Φι 3,8). Οἱ λόγοι ἐπίσης τοῦ ἀποστόλου στούς Ρωμαίους (8,35-39) μᾶς βοηθοῦν νά κατανοήσουμε ὅ,τι λέει ἐδῶ ὁ Χριστός. Μόνο ὅποιος πάνω ἀπ ὅλα ἀγαπᾶ εἰλικρινά τόν Θεό, αὐτός ξέρει νά ἀγαπᾶ πραγματικά τόν συνάνθρωπό του. ῞Οταν ἀγαποῦμε τόν Χριστό περισσότερο ἀπ᾿ ὅλα τά ἀγαπητά μας πρόσωπα, τότε ἀγαποῦμε ἀληθινά κι ἐκεῖνα. ῾Η ἀγάπη πρός τόν Θεό ἐξαγνίζει, ἀσφαλίζει, ἐνισχύει καί δίνει τήν πνευματική καί αἰώνια διάσταση σέ κάθε ἄλλη σχέση.
  ῾Η ἀπόλυτη ἀγάπη μας πρός τόν Κύριο ἀποτελεῖ τή βάση τῆς πνευματικῆς μας ζωῆς, γι᾿ αὐτό καί ὁ Παῦλος λέγει· «εἴ τις οὐ φιλεῖ τόν Κύριον ᾿Ιησοῦν Χριστόν, ἤτω ἀνάθεμα» (Α´ Κο 16,21). Αὐτή τήν ἀγάπη ὁ ἅγιος ᾿Ισαάκ ὁ Σύρος τήν ὀνομάζει «πνευματική μέθη». Τήν παρομοιάζει μέ κρασί πού εὐφραίνει τήν καρδιά τοῦ ἀνθρώπου καί μακαρίζει ἐκεῖνον πού θά πιεῖ ἀπ᾿ αὐτό· «῎Ηπιαν (τό κρασί τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ) οἱ ἀκόλαστοι καί ἐπανέκτησαν τήν ἐντροπή. Οἱ ἁμαρτωλοί καί λησμόνησαν τούς δρόμους τῆς ἁμαρτίας. Οἱ μέθυσοι καί ἔγιναν νηστευτές. Οἱ πλούσιοι κι ἐπιθύμησαν τήν πτωχεία. Οἱ φτωχοί καί πλούτισαν μέ τήν ἐλπίδα. Οἱ ἄρρωστοι καί ἔγιναν δυνατοί. Οἱ ἀγράμματοι καί ἀναδείχθηκαν σοφοί».
  Σήμερα αὐτή ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ πού θά ἔπρεπε νά πυρπολεῖ τήν ὕπαρξή μας δυστυχῶς ἀπουσιάζει ἀπό τίς καρδιές μας. ῾Ο ἅγιος ᾿Ιωάννης τῆς Κλίμακος λέει· «Μακάριος ὅστις τοιοῦτον πρός Θεόν ἐκτήσατο ἔρωτα, οἷον μανικός ἐραστής πρός τήν ἑαυτοῦ ἐρωμένην κέκτηται». Καί ὁ ἀείμνηστος πρωτοπρεσβύτερος Καλλίνικος στό Κυριακοδρόμιό του τονίζει· «῾Ο ᾿Ιησοῦς Χριστός εἶναί τι πλέον ἤ γονεύς, πλέον ἤ ἀδελφός, πλέον ἤ τέκνον. Αὐτός εἶναι τό εὐεργετικώτερον δι᾿ ἡμᾶς ῎Ον, ἐνώπιον δέ τῶν ὑπ᾿ Αὐτοῦ χαρισθέντων εἰς ἡμᾶς ἀγαθῶν εἶναι οἱ συγγενικοί δεσμοί σκιά καί πομφόλυξ». ῎Αν ἀγαποῦμε κάτι ἄλλο περισσότερο ἀπό τόν Χριστό, ἡ ἀγάπη αὐτή εἶναι ἐπιζήμια γιά τόν ἴδιο τόν ἑαυτό μας, ἀλλά καί περιφρόνηση τοῦ Θεοῦ, ὁ ὁποῖος εἶναι ὄχι μόνο τό αἰώνιο καί τέλειο ἀγαθό ἀλλά καί ὁ πατέρας μας, ὁ ἀδελφός, ὁ φίλος... τά πάντα. Αὐτός πρῶτος μᾶς ἀγάπησε, καί μάλιστα ὅταν ἤμασταν ἁμαρτωλοί καί ἐχθροί του (Ρω 5,8), καί μᾶς ἀγάπησε «εἰς τέλος», μέ τέλεια ἀγάπη (᾿Ιω 13,1). Δικαιοῦται, λοιπόν, νά διεκδικεῖ τήν ἀπόλυτη καί ἀποκλειστική ἀγάπη μας. Γι᾿ αὐτό ἤδη στήν Παλαιά Διαθήκη συστήνεται ὡς «Θεός ζηλωτής» (῎Εξ 20,5· Δε 5,9· ᾿Ησ 63,9-10· πρβλ. ᾿Ια 4,5). Αὐτή ἡ ζήλεια του δείχνει ἀκριβῶς τή μεγάλη του ἀγάπη γιά μᾶς. Οἱ ἄνθρωποι ζηλεύουν ὅταν παίρνουν λίγα ἀπό αὐτούς πού ἀγαποῦν. ῾Ο Θεός ζηλεύει, διότι, ὅταν λίγο τόν ἀγαποῦμε, ἀδικοῦμε τόν ἑαυτό μας καί δέν παίρνουμε τά πλούσια δῶρα τῆς ἀγάπης του.

10,38. καί ὅς οὐ λαμβάνει τόν σταυρόν αὐτοῦ καί ἀκολουθεῖ ὀπίσω μου, οὐκ ἔστι μου ἄξιος.
  ῾Ο στίχος αὐτός ἀποτελεῖ θεμελιώδη κανόνα τῆς μαθητείας στό σχολεῖο τοῦ Χριστοῦ (βλ. Μθ 16,24· Μρ 8,34· Λκ 9,23· 14,27).
  ῞Ος οὐ λαμβάνει τόν σταυρόν αὐτοῦ: ῾Ο Χριστός ζητᾶ ἀπό τούς μαθητές του νά λάβουν σταυρό, ὄχι μόνο νά ἀγωνιστοῦν μέχρι θανάτου, ἀλλά νά εἶναι ἕτοιμοι καί γιά σκληρό καί ταπεινωτικό θάνατο. ῾Ο σταυρικός θάνατος ἦταν ἡ πιό σκληρή καταδίκη. Οἱ καταδικασμένοι σ᾿ αὐτή τήν ποινή βάδιζαν πρός τόν τόπο τῆς ἐκτέλεσής τους φορτωμένοι μέ τό σταυρό. Τό «αἴρειν ἤ λαμβάνειν τόν σταυρόν» εἶχε καταντήσει παροιμιώδης ἔκφραση καί εἶχε τή σημασία πού ἔχει σήμερα τό «βαδίζω γιά τήν κρεμάλα» ἤ μέ «στήνουν στά πέντε μέτρα». Βέβαια, ἀρχικά οἱ μαθητές ἀκούγοντας αὐτά τά λόγια ἔνιωθαν φόβο καί ἀγωνία καί δέν ἤθελαν ν᾿ ἀκούσουν σταυρό οὔτε γιά τόν Διδάσκαλό τους οὔτε γιά τόν ἑαυτό τους. Μετά τή σταύρωση τοῦ Κυρίου, ὅταν γνώρισαν τήν ἀνάσταση καί ἔλαβαν τή χάρη τοῦ ἁγίου Πνεύματος, ἔγιναν δυνατοί καί ἀτρόμητοι, ὥστε νά περιφρονοῦν τό θάνατο. Αὐτό τό φρόνημα κληροδότησε καί στά μέλη της ἡ ᾿Εκκλησία. ᾿Αλλά γιά νά φθάσει κανείς στή θυσία τοῦ σταυροῦ, πρέπει καθημερινά νά σηκώνει τό σταυρό του.
  ῾Ο σταυρός εἶναι ἡ νέκρωση τῶν παθῶν τῆς σάρκας καί τῶν ἐπιθυμιῶν τοῦ κόσμου, ὅπως διδάσκει ὁ ἀπ. Παῦλος· «Οἱ δέ τοῦ Χριστοῦ (οἱ χριστιανοί) τήν σάρκα ἐσταύρωσαν σύν τοῖς παθήμασι καί ταῖς ἐπιθυμίαις» (Γα 5,24). ῞Ωστε λαμβάνει τόν σταυρόν καί γίνεται σταυροφόρος ἐκεῖνος ὁ ὁποῖος καταδαμάζει τή σάρκα, ἀποφεύγει τίς ἡδονές τοῦ βίου καί τίς ἐπιθυμίες τοῦ κόσμου. ῾Ο ἐνεστώτας λαμβάνει δηλώνει τή συνεχῆ προσπάθεια καί τόν ἀδιάλειπτο ἀγώνα τοῦ πιστοῦ νά μείνει στήν παράταξη τοῦ Χριστοῦ.
  ῾Ο Χριστός ἦρθε στόν κόσμο καί χώρισε τήν παγκόσμια ἱστορία σέ π.Χ. καί μ.Χ. Χωρίζει ὅμως, ἐπίσης, τή μ.Χ. ζωή τῶν ἀνθρώπων σέ δύο τμήματα μέ κριτήριο τόν ἑαυτό του, τό Εὐαγγέλιο ἤ, ὅπως χαρακτηριστικά φαίνεται στήν περικοπή μας, τό σταυρό. ῾Η ζωή τοῦ πιστοῦ ἔχει γνώρισμά της τό σταυρό, γι᾿ αὐτό καί ὀνομάζεται ἐσταυρωμένη ζωή. ῾Η ζωή πρό τοῦ σταυροῦ, ἡ χωρίς Χριστό ζωή, περιορίζεται ἀπό τή φυσική γέννηση μέχρι τό θάνατο, τόν ὁποῖο ἀκολουθεῖ ἡ αἰώνια καταδίκη, ὁ ὄλεθρος· ἔχει μικρή ποσότητα καί κακή ποιότητα. Μέ τήν πίστη καί τή μετάνοια, πού καταλήγει στό μυστήριο τοῦ βαπτίσματος, ὁ πιστός συνδέεται μέ τόν Χριστό, ἑνώνεται μαζί του καί ἐνστερνίζεται τό σταυρό του· ἀναγεννιέται καί ἀρχίζει τή νέα, τήν ἐν Χριστῷ ζωή. Αὐτή εἶναι ποιοτικά τέλεια καί ποσοτικά αἰώνια, δέν τή φθείρουν τά ἀνθρώπινα πάθη καί δέν τή σταματᾶ ὁ φυσικός θάνατος. ῾Η ἀλήθεια ὅτι ἡ ἐν Χριστῷ ζωή συνδέεται ἄμεσα μέ τό σταυρό μαρτυρεῖται καί ἀπό τό γεγονός ὅτι κατά τή βάπτιση ὁ ἱερέας περνᾶ στό λαιμό τοῦ βαπτιζομένου ἕνα σταυρό, τόν ὁποῖο αὐτός θά φέρει ἐπάνω του σέ ὅλη τή ζωή του.
   ᾿Επειδή, ὅμως, συνήθως βαπτιζόμαστε στή νηπιακή ἡλικία, δέν συνειδητοποιοῦμε ἀπό τά πρῶτα μας χρόνια τήν ἔννοια τοῦ σταυροῦ ὡς βασικοῦ στοιχείου τῆς πνευματικῆς ζωῆς. Αὐτό τό ἀντιλαμβανόμαστε καί τό ζοῦμε μετά ἀπό τήν ἀνανέωση τῆς ἀναγεννήσεώς μας, πού συντελεῖται μέ τήν ἐνσυνείδητη μετάνοια, ἡ ὁποία λέγεται καί «δεύτερο βάπτισμα». ῾Η καθημερινή ἄρση τοῦ σταυροῦ σημαίνει ὅτι πρέπει νά εἴμαστε σέ ἐγρήγορση, νά ἀντιμετωπίζουμε τίς ἐπιθέσεις τοῦ πειρασμοῦ, τήν ἀνταρσία τοῦ ἑαυτοῦ μας, τίς προσβολές τοῦ κόσμου. ῎Αν μάλιστα χρειαστεῖ, νά εἴμαστε ἕτοιμοι νά δώσουμε καί τό αἷμα μας γιά τόν Χριστό καί τό εὐαγγέλιο.
   Καί ἀκολουθεῖ ὀπίσω μου: ῾Η αὐταπάρνηση καί ἡ ἀποδοχή τοῦ σταυροῦ, δηλαδή ἡ αὐτοθυσία, παίρνουν ἀξία ὅταν γίνονται μέ σκοπό νά ἀκολουθήσει ὁ ἄνθρωπος τόν Χριστό, νά γίνει ἰχνηλάτης του, μιμητής του, πιστός καί ἀφοσιωμένος μαθητής του. ῾Ο Χριστός εἶναι ὁ μόνος ἀρχηγός πού καλεῖ τούς ἀνθρώπους νά ἔλθουν κοντά του μέ ἕνα τόσο ἀντιδημαγωγικό σύνθημα. Δέν κολακεύει τό λαό, δέν θωπεύει τόν ἐγωισμό τῆς μάζας, οὔτε δικαιολογεῖ τά πάθη τοῦ ὄχλου, δίνοντας ἀφειδῶς ὑποσχέσεις σέ ὅλους. Τό προσκλητήριό του ἔχει δυσβάστακτους ὅρους γι᾿ αὐτούς πού θέλουν νά εἶναι μαθητές του. ᾿Εφόσον ὁ ᾿Ιησοῦς ἔχει νά ἀντιμετωπίσει, πρίν ἀπό τή δόξα τῆς ᾿Αναστάσεως, τό σταυρό καί τό πάθος, δέν μπορεῖ νά εἶναι διαφορετική ἡ τύχη ὅσων θά τόν ἀκολουθήσουν πιστά καί συνειδητά, ἐάν θέλουν βέβαια νά εἶναι στήν οὐσία κι ὄχι μόνο στό ὄνομα δικοί του. ῾Ο Κύριος καί μετά τήν ἀνάστασή του, ὅταν καλεῖ τόν Σαῦλο, λέγει· «ἐγώ ὑποδείξω αὐτῷ ὅσα δεῖ αὐτόν ὑπέρ τοῦ ὀνόματός μου παθεῖν» (Πρξ 9,16).

 γ) ῾Η ἀμοιβή τῶν μαθητῶν γιά τίς θυσίες τους (19, 27-30)

   Οἱ τελευταῖοι τρεῖς στίχοι τῆς περικοπῆς εἶναι παρμένοι ἀπό τό περιστατικό τῆς συνάντησης τοῦ ᾿Ιησοῦ μέ τόν πλούσιο νεανίσκο. ῾Ο Κύριος ἔδειξε τό δρόμο τῆς αὐταπάρνησης στόν νέο πού ποθοῦσε τήν αἰώνια ζωή. Τοῦ ζήτησε νά ἀπαλλαχθεῖ ἀπό τό ἕνα καί μοναδικό πού τοῦ στεροῦσε τή δυνατότητα νά ἱκανοποιήσει τόν πόθο τῆς καρδιᾶς του, νά ζήσει αἰώνια. ῾Ο πλούσιος νεανίσκος ὅμως ἀρνήθηκε νά ξεφορτωθεῖ τά πλούτη του καί ἀπομακρύνθηκε «λυπούμενος» (Μθ 19,22). Οἱ μαθητές στή συνέχεια ἐκφράζουν μία δικαιολογημένη ἀπορία.

19,27. Τότε ἀποκριθείς ὁ Πέτρος εἶπεν αὐτῷ· ἰδού ἡμεῖς ἀφήκαμεν πάντα καί ἠκολουθήσαμέν σοι· τί ἄρα ἔσται ἡμῖν;
  ῞Οταν οἱ μαθητές ἄκουσαν τήν προτροπή τοῦ Κυρίου πρός τόν πλούσιο νεανίσκο νά πουλήσει τά ὑπάρχοντά του καί νά τόν ἀκολουθήσει, μεταφέρουν τό θέμα στόν ἑαυτό τους.
  ῾Ο Πέτρος, ἐξ ὀνόματος ὅλων τῶν ἀποστόλων, εἶπεν αὐτῷ· ἰδού ἡμεῖς ἀφήκαμεν πάντα καί ἠκολουθήσαμέν σοι· τί ἄρα ἔσται ἡμῖν; Αὐτό τό ὁποῖο δέν ἔκανε ὁ νεανίσκος, τό κάναμε ἐμεῖς. Θά ἔχουμε ζωή αἰώνια; Τά λόγια τοῦ Πέτρου δέν ἐκφράζουν καύχηση ἤ ὑπερηφάνεια ἀλλά τή λαχτάρα τῶν μαθητῶν γιά τήν ἀπόκτηση τῆς αἰώνιας ζωῆς. ᾿Αναλύοντας τήν εὐαγγελική φράση ἀφήκαμεν πάντα ὁ Θεοτόκης γράφει· «῎Αφησαν πλοῖα, ἀγκίστρια, γονεῖς, ἀλλά ἄφησαν καί τά ὀφειλήματα τῶν ἐχθρῶν, καί τοῦ βίου τά σκάνδαλα, καί τῆς σάρκας τήν εὐπάθεια, καί τοῦ κόσμου τή ματαιότητα».

19,28. ῾Ο δέ ᾿Ιησοῦς εἶπεν αὐτοῖς· ἀμήν λέγω ὑμῖν ὅτι ὑμεῖς οἱ ἀκολουθήσαντές μοι, ἐν τῇ παλιγγενεσίᾳ, ὅταν καθίσῃ ὁ υἱός τοῦ ἀνθρώπου ἐπί θρόνου δόξης αὐτοῦ, καθίσεσθε καί ὑμεῖς ἐπί δώδεκα θρόνους κρίνοντες τάς δώδεκα φυλάς τοῦ ᾿Ισραήλ.
   Τό ἀμήν λέγω ὑμῖν στήν ἀρχή τῆς φράσεως εἰσάγει μία ἐπίσημη διαβεβαίωση. ᾿Εδῶ τονίζει τή σοβαρότητα καί τή βεβαιότητα τῆς ὑπόσχεσης τοῦ ᾿Ιησοῦ.
  ῾Ο ᾿Ιησοῦς χαρακτηρίζει ὡς ἀκολουθήσαντές μοι τούς Δώδεκα, διότι αὐτοί ἄφησαν τά πάντα γιά χάρη του καί ἔμειναν κοντά του στίς ὧρες τῆς δοκιμασίας. Αὐτοί εἶναι οἱ ἐκπρόσωποι τοῦ νέου ᾿Ισραήλ, τῆς ᾿Εκκλησίας καί σ᾿ αὐτούς ἀπευθύνει τό πρῶτο μέρος τῆς ἀπάντησής του.
  ῾Ο Κύριος ὑπόσχεται στούς ἀποστόλους ἀμοιβή, ὄχι ὅμως τώρα ἀλλά ἐν τῇ παλιγγενεσίᾳ. Παλιγγενεσία εἶναι ὁ ἀνακαινισμός καί ἡ ἀναγέννηση ὅλης τῆς κτίσης, ἡ δευτέρα ἔλευση τοῦ Κυρίου, ἡ ὁποία θά σημάνει τή θεμελιώδη ἀλλαγή τοῦ κόσμου. Κατά τήν ἡμέρα τῆς Δευτέρας Παρουσίας ὅλη ἡ κτίση θά μεταβληθεῖ. Θά γίνει δεύτερη γέννηση καί ἀνάπλαση τοῦ κόσμου, ἡ ἐμφάνιση τοῦ καινοῦ οὐρανοῦ καί τῆς καινῆς γῆς, καί ἡ ἀνάπλαση τοῦ ἀνθρώπου, ἡ νέα δημιουργία (βλ. Μθ 26,29· Πρξ 3,21· Ρω 8,21· Α´ Κο 15,52-53· Β´ Πέ 3,13· ᾿Απ 21,5).
   ῞Οταν καθίσῃ ὁ υἱός τοῦ ἀνθρώπου ἐπί θρόνου δόξης αὐτοῦ, καθίσεσθε καί ὑμεῖς ἐπί δώδεκα θρόνους: Στόν ἀναγεννημένο κόσμο, στήν αἰώνια πραγματικότητα οἱ Δώδεκα θά ἔχουν τήν προνομιοῦχο θέση τῶν κριτῶν. Τότε πού ὁ Κύριος θά καθίσει στό μεγαλόπρεπο θρόνο του, θά καθίσουν καί αὐτοί σέ θρόνους κρίνοντες τάς δώδεκα φυλάς τοῦ ᾿Ισραήλ, θά κρίνουν τούς ᾿Ισραηλίτες πού δέν πίστεψαν στόν Χριστό ἀλλά καί ὅλο τόν κόσμο. ῾Η κρίση δόθηκε στόν Χριστό ἀπό τόν Πατέρα (βλ. ᾿Ιω 5,22). ῾Ο Χριστός μοιράζεται αὐτή τήν ἐξουσία καί τό ἀξίωμά του ὡς κριτοῦ μέ τούς ἀποστόλους (βλ Λκ 22,30· Α´ Κο 6,2· ᾿Απ 3,21).
  ῾Ο Θεοτόκης διευκρινίζει· «᾿Ακούγοντας τό καθίσεσθε, τούς θρόνους καί τό κρίνοντες, μή νομίσεις κανένα σωματικό κάθισμα, οὔτε ὑλικές καθέδρες· διότι στήν ἀνάσταση ὅλοι οἱ ἄνθρωποι εἶναι ὡς ἄγγελοι (Μθ 22,30), σώματα πνευματικά ἔχοντες (Α´ Κο 15,44), σύμμορφα τῷ σώματι τῆς δόξης τοῦ Χριστοῦ (Φι 3,21). Οἱ θρόνοι δηλώνουν τήν ἄφατη τιμή καί δόξα. Τό κάθισμα σημαίνει τό στερεό καί ἑδραῖο καί ἀκίνητο ἐκείνης τῆς δόξας. Κρίνοντες εἶναι τό ἐλέγχοντες. ῞Οσοι δηλαδή ῾Εβραῖοι κατάγονται ἐκ τῶν δώδεκα φυλῶν καί προφασιζόμενοι λέγουν ὅτι δέν μπόρεσαν νά πιστεύσουν στόν Χριστό ἐπειδή τούς ἐμπόδιζε ὁ μωσαϊκός νόμος, βλέποντας τούς ᾿Αποστόλους, οἱ ὁποῖοι ἐνῶ ἦταν ῾Εβραῖοι ἐπίστευσαν καί ἔτυχαν τόσο μεγάλης δόξας, θά ἐλεγχθοῦν καί θά κλείσουν τό στόμα τους».
   ῾Ο Κύριος λέει στούς μαθητές του ὅτι, ἄν παραμείνουν μαζί του στούς πειρασμούς του καί σταθοῦν ἀφοσιωμένοι στήν ἱερή διακονία, θά γίνουν πραγματικά μεγάλοι. Θά εἶναι ὄχι ἁπλῶς μέλη στήν αἰώνια βασιλεία τοῦ Θεοῦ ἀλλά σύνεδροι καί σύνθρονοί του, βασιλεῖς καί συνάρχοντες. ᾿Απαιτεῖ ἀκριβά δίδακτρα ὁ Διδάσκαλος, ἀλλά προσφέρει καί μεγάλο βραβεῖο. ῞Οσο δύσκολη καί ἄν εἶναι ἡ αὐταπάρνηση καί ἡ ἄρση τοῦ σταυροῦ, «οὐκ ἄξια τά παθήματα τοῦ νῦν καιροῦ πρός τήν μέλλουσαν δόξαν ἀποκαλυφθῆναι εἰς ἡμᾶς» (Ρω 8,18). Δέν μποροῦν μέ κανένα τρόπο οἱ θλίψεις, οἱ ταλαιπωρίες καί οἱ δοκιμασίες τῆς γῆς νά συγκριθοῦν μέ τήν ἀπροσμέτρητη δόξα πού προσφέρει ὁ Κύριος.

19,29. Καί πᾶς ὅς ἀφῆκεν οἰκίας ἤ ἀδελφούς ἤ ἀδελφάς ἤ πατέρα ἤ μητέρα ἤ γυναῖκα ἤ τέκνα ἤ ἀγρούς ἕνεκεν τοῦ ὀνόματός μου, ἑκατονταπλασίονα λήψεται καί ζωήν αἰώνιον κληρονομήσει.
   Μετά τήν ἀποκάλυψη τῆς ἀμοιβῆς πού ἐπιφυλάσσεται εἰδικά στούς ἀποστόλους, ὁ Κύριος ἀπευθύνεται σέ ὅλους τούς ἀκροατές του καί ὑπόσχεται ἀμοιβή στήν παροῦσα ζωή ἀλλά καί στόν μέλλοντα αἰώνα. Προϋπόθεση βέβαια αὐτῆς τῆς ἐπαγγελίας εἶναι ἡ αὐταπάρνηση, οἱ θυσίες, οἱ στερήσεις γιά τήν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ καί τήν ἐξάπλωση τῆς βασιλείας του.
   ῾Η ὑπόσχεση ἑκατονταπλασίονα λήψεται δέν σημαίνει ὅτι θά πάρει κάποιος πολλά σπίτια, πολλούς γονεῖς, πολλές γυναῖκες καί τέκνα, μέ τήν ὑλική καί σαρκική ἔννοια, διότι ἄλλα ἀπό αὐτά εἶναι ἀδύνατον νά συμβοῦν καί ἄλλα ἐπιλήψιμα. Εὔκολα ὅμως μποροῦμε νά ἑρμηνεύσουμε τούς λόγους τοῦ ᾿Ιησοῦ στά πλαίσια τῆς πνευματικῆς οἰκογένειας, τῆς ᾿Εκκλησίας. ᾿Εκεῖ ὁ πιστός θά βρεῖ πολλά πνευματικά ἀδέλφια καί πνευματικές ἀπολαύσεις, πού ὑπερβαίνουν σέ ἀξία κατά πολύ αὐτά τά ὁποῖα ἐγκατέλειψε, καί ὑπερκαλύπτουν τό κενό ἐκείνων. Τό κακόβουλο σχόλιο τοῦ ᾿Ιουλιανοῦ, ὅτι οἱ χριστιανοί ἐγκαταλείπουν τή μία γυναίκα γιά νά πάρουν ἑκατό, εἶναι μία σαρκαστική παρερμηνεία τοῦ χωρίου.
   Μετά τό θάνατο ὑπόσχεται ὁ Κύριος ὅτι ὁ πιστός μαθητής καί ζωήν αἰώνιον κληρονομήσει. ᾿Εδῶ λέγεται μέ τήν ἔννοια τῆς ἀθανασίας στόν ἐρχόμενο αἰώνα. ῎Αν ἐδῶ στή γῆ γνωρίσουμε τόν Χριστό καί τό θέλημά του καί συμμορφώσουμε μέ αὐτό τή ζωή μας, παίρνουμε τήν πρώτη δόση τῆς αἰώνιας ζωῆς. Μέ τό θάνατο θά λάβουμε τή δεύτερη· οἱ ψυχές μας θά ἀπολαύσουν τή συντροφιά μέ τόν Χριστό. ᾿Αλλά κατά τή Δευτέρα Παρουσία του, ὅταν θά ἀναστηθοῦν καί τά νεκρά σώματά μας, τότε θά λάβουμε τήν τρίτη δόση τῆς αἰώνιας ζωῆς. ῎Οχι μόνο ἡ ψυχή ἀλλά καί τό ἀναστημένο σῶμα μας θά χαίρεται τήν παρουσία τοῦ Κυρίου. ῾Ο ἀληθινός μαθητής, λοιπόν, ἀδιαφορεῖ γιά τίς στερήσεις, τίς θλίψεις καί τούς διωγμούς, διότι ἐλπίζει πάντοτε στήν αἰώνια κοινωνία μέ τόν Χριστό, αἰσθάνεται παρεπίδημος στόν παρόντα κόσμο (βλ. Α´ Πέ 1,1-2· 2,11) καί προσδοκᾶ πάντοτε τήν οὐράνια πόλη τοῦ Θεοῦ (βλ. ῾Εβ 13,14).

19,30. Πολλοί δέ ἔσονται πρῶτοι ἔσχατοι καί ἔσχατοι πρῶτοι.
  ῾Ο στίχος μας εἶναι μία προσφιλής φράση τοῦ Κυρίου (πρβλ. Μθ 20,16· Μρ 10,31· Λκ 13,30), μέ τήν ὁποία ἐκφράζεται ἡ ἀντιστροφή τῶν ἐπιγείων κριτηρίων κατά τήν ἡμέρα τῆς κρίσεως. Οἱ μαθητές τοῦ Χριστοῦ, πού ἦταν περιφρονημένοι ἀπό τόν κόσμο, θά καταλάβουν τίς πιό τιμητικές θέσεις κοντά στόν Θεό, ἐνῶ αὐτοί οἱ ὁποῖοι σήμερα τιμῶνται ἀπό τόν κόσμο θά ἀποκλεισθοῦν τῆς οὐράνιας βασιλείας.
  ῎Εσχατοι χαρακτηρίζονται οἱ εἰδωλολάτρες καί πρῶτοι οἱ ᾿Ιουδαῖοι. ῾Ο ἅγιος Ζιγαβηνός διευκρινίζει· «Οἱ ἐξ ἐθνῶν πιστοί θεωροῦνται ἔσχατοι τώρα, διότι τελευταῖοι γνώρισαν τόν Υἱό τοῦ Θεοῦ. Θά εἶναι ὅμως πρῶτοι τότε χάρη στήν εἰλικρινῆ τους πίστη. Οἱ ἄπιστοι ᾿Ιουδαῖοι θεωροῦνται πρῶτοι τώρα, διότι πρῶτοι γνώρισαν τόν Θεό (βλ. ῎Εξ 4,22). Θά εἶναι ὅμως ἔσχατοι τότε ἐξαιτίας τῆς ἀπιστίας τους». Οἱ ᾿Ιουδαῖοι, πού νόμιζαν ὅτι ἔχουν τό δικαίωμα νά μποῦν στή βασιλεία τοῦ Θεοῦ, ἐπειδή εἶναι τέκνα καί ἀπόγονοι τοῦ ᾿Αβραάμ, ἔχασαν αὐτό τό προνόμιο. Τή θέση τους τήν πῆραν οἱ ἐθνικοί, πού ἄκουσαν τό θεῖο λόγο, μετανόησαν καί ἀγωνίσθηκαν νά εἰσέλθουν στή βασιλεία τοῦ Θεοῦ. Δέν λέγει, βέβαια, ὅτι ὅλοι οἱ πρῶτοι, δηλαδή ὅλοι οἱ ᾿Ιουδαῖοι, θά γίνουν ἔσχατοι, οὔτε ὅτι ὅλοι οἱ ἄλλοτε ἔσχατοι ἐθνικοί θά γίνουν πρῶτοι.
  ῾Η προειδοποίηση τοῦ Κυρίου ἰσχύει καί γιά μᾶς τούς ὀρθοδόξους χριστιανούς. ῾Η ᾿Ορθόδοξη ᾿Εκκλησία εἶναι, βέβαια, ἡ μόνη ἀληθινή ᾿Εκκλησία καί ἡ ὀρθόδοξη πίστη «ἡ ἅπαξ παραδοθεῖσα» πίστη τῶν ἀποστόλων (βλ. ᾿Ιδ 3)· σημασία ἔχει ὅμως ποιός εἶναι ὁ δικός μας ἀγώνας νά ζήσουμε σύμφωνα μ᾿ αὐτή τήν πίστη, νά τή διατηρήσουμε καί νά τή μεταδώσουμε.
  ῾Ο λόγος θά μπορούσαμε νά ποῦμε ὅτι ἀναφέρεται καί στό νεανίσκο, ὁ ὁποῖος ἦταν καί πλούσιος καί κατεῖχε ἀνώτερη θέση στήν κοινωνία καί ὅμως ἔχασε τήν αἰώνια ζωή πού ποθοῦσε. ῎Ετσι πολλοί οἱ ὁποῖοι στόν κόσμο αὐτό κατέχουν πρῶτες θέσεις, θά εἶναι μεταξύ τῶν τελευταίων, διότι δέν θέλησαν νά θυσιάσουν τά ἐπίγεια ἀγαθά, γιά νά κερδίσουν τήν αἰώνια ζωή. ᾿Ενῶ οἱ περιφρονημένοι γιά χάρη τοῦ ᾿Ιησοῦ, «οἱ ἔσχατοι» τῆς παρούσας ζωῆς, ἐκεῖ θά τιμηθοῦν καί θά ἀναδειχθοῦν πρῶτοι ἀπό τόν Κύριο. Αὐτοί πού ἐδῶ στή γῆ περιφέρουν τή νέκρωση τοῦ Κυρίου ᾿Ιησοῦ στό σῶμα τους (βλ. Β´ Κο 4,10), θά ἀπολαύσουν τόν οὐρανό. Τά ὀνόματα τῶν ᾿Αποστόλων πού συκοφαντήθηκαν καί θανατώθηκαν θά εἶναι γραμμένα μέ ἀστραφτερά γράμματα στά θεμέλια τῆς ἄνω ᾿Ιερουσαλήμ (βλ. ᾿Απ 21,14).

Στεργίου Σάκκου,
Εὐαγγελικές περικοπές (Βοήθημα γιά κυκλάρχες)

῾Η παράδοση τῆς ἱερῆς παρακαταθήκης

  paulos῾Η ἀποστολική περικοπή πού διαβάζεται τήν Κυριακή τῶν Πατέρων τῆς Α´ Οἰκουμενικῆς Συνόδου περιλαμβάνει τήν τρίτη μεγάλη ὁμιλία τοῦ Παύλου μέσα στίς Πράξεις. ῾Η πρώτη ὁμιλία του εἶναι ἀντιπροσωπευτική τοῦ κηρύγματός του στούς ἰουδαίους (κεφ. 13), ἡ δεύτερη τοῦ κηρύγματος στούς ἐθνικούς (κεφ. 17) καί αὐτή ἐδῶ πού ἀπευθύνεται πρός τούς ποιμένες τῆς ἐκκλησίας τῆς ᾿Εφέσου εἶναι ἡ παράδοση τῆς διαθήκης του, ἕνα ἐγχειρίδιο ποιμαντικῆς.
  Στό διάστημα τῆς ἀποστολικῆς του δράσεως ὁ Παῦλος σέ καμία ἄλλη πόλη δέν παρέμεινε γιά τόσο μεγάλο χρονικό διάστημα ὅσο στήν ῎Εφεσο, ὅπου συμπλήρωσε τριετῆ συνεχῆ παραμονή. Στήν πόλη αὐτή ἵδρυσε μία ἀπό τίς μεγαλύτερες ἐκκλησίες τῆς ᾿Ασίας. Τώρα ἐπιστρέφει ἀπό τήν γ´ περιοδεία του καί ταξιδεύοντας πρός τήν Παλαιστίνη κάνει ἕναν σταθμό στή Μίλητο. ᾿Εκεῖ καλεῖ τούς πρεσβυτέρους τῆς ᾿Εφέσου γιά νά τούς ἀποχαιρετήσει καί νά τούς παραδώσει, θά λέγαμε, τή διαθήκη του. Στήν ὁμιλία αὐτή βλέπουμε τήν ἀρετή καί τήν τελειότητα τοῦ ἀποστόλου, καθώς καί τήν ποιμαντική του φροντίδα γιά τούς πιστούς.
  ῾Η ᾿Εκκλησία μας πολύ σοφά ὅρισε νά διαβάζεται αὐτή ἡ περικοπή τήν Κυριακή τῶν Πατέρων, διότι αὐτοί ἐφαρμόζοντας τά παραγγέλματα τοῦ Παύλου ἔγιναν γνήσιοι μιμητές του. ῾Η περικοπή ἀποτελεῖ ἕναν καθρέφτη καί μιά ζυγαριά γιά τούς σημερινούς ποιμένες καί διδασκάλους τῆς ᾿Εκκλησίας μας, ἀλλά καί ἕνα κριτήριο γιά τήν πνευματική πορεία τοῦ κάθε πιστοῦ.


α) Μετάβαση τοῦ Παύλου στή Μίλητο (20,16-18)

20,16. ῎Εκρινε γάρ ὁ Παῦλος παραπλεῦσαι τήν ῎Εφεσον, ὅπως μή γένηται αὐτῷ χρονοτριβῆσαι ἐν τῇ ᾿Ασίᾳ· ἔσπευδε γάρ, εἰ δυνατόν ἦν αὐτῷ, τήν ἡμέραν τῆς πεντηκοστῆς γενέσθαι εἰς ᾿Ιεροσόλυμα.
  ῾Ο Παῦλος ἦταν πολύ βιαστικός, γι᾿ αὐτό ἀποφάσισε παραπλεῦσαι τήν ῎Εφεσον, νά προσπεράσει τήν ῎Εφεσο, ἄν καί ἦταν ἐνδεχόμενο νά μήν ξαναδεῖ τήν ἀγαπητή του πόλη. Πρέπει νά ἦταν ᾿Απρίλιος, λίγο μετά ἀπό τό ἰουδαϊκό πάσχα, καί ὁ ἀπόστολος ἤθελε «τήν ἡμέραν τῆς πεντηκοστῆς γενέσθαι εἰς ᾿Ιεροσόλυμα». ῎Αν ὁ Παῦλος σταματοῦσε στήν ῎Εφεσο, ἦταν ἀναπόφευκτη ἡ χρονοτριβή, διότι, ὅπως ἐπισημαίνει ὁ ἅγιος Χρυσόστομος, οἱ πιστοί μέ τίς παρακλήσεις τους θά τόν κρατοῦσαν ὁπωσδήποτε λίγες μέρες κοντά τους καί ἡ παρουσία του ἴσως νά ξεσήκωνε νέες ταραχές. Εἶναι ὅμως δυνατόν, τό πλοῖο στό ὁποῖο ἐπέβαινε, νά εἶχε προορισμό του τή Μίλητο καί ὄχι τήν ῎Εφεσο ἤ νά στάθμευσε γιά πολλές μέρες στή Μίλητο, γιά νά ἐμπορευθεῖ, ὁπότε ὁ Παῦλος εἶχε τήν εὐκαιρία νά μείνει στή Μίλητο καί νά καλέσει ἐκεῖ τούς πρεσβυτέρους τῆς ᾿Εφέσου.
  ῾Ο Horsley, ἕνας σπουδαῖος ἐπιστήμονας ἀπό τήν Αὐστραλία, μᾶς δίνει μία ἀκόμη ἀξιόλογη πληροφορία, γιά ποιό λόγο ὁ Παῦλος παρέπλευσε τήν ῎Εφεσο: ῾Ο ποταμός Κάυστρος, πού διασχίζει τήν ῎Εφεσο, τήν ἐποχή τῆς ἄνοιξης φέρνει στή θάλασσα πάρα πολλά χώματα, τά ὁποῖα ἐμποδίζουν τά καράβια νά μποῦν στό λιμάνι καί παγιδεύει ὅσα βρίσκονται ἐκεῖ ὥστε νά μή μποροῦν νά ἀποπλεύσουν.
᾿Εντούτοις, ἡ οὐσιαστική αἰτία τῆς βιασύνης τοῦ ἀποστόλου ἦταν ἡ ἑξῆς· ῾Η κατηγορία, πού τοῦ εἶχε ἀποδοθεῖ ἐξ ἀρχῆς ἀπό τούς ἰουδαίους, ὅτι εἶναι καταλυτής τοῦ μωσαϊκοῦ νόμου καί ἐχθρός τῶν πατρίων θεσμῶν, εἶχε ἤδη διογκωθεῖ τόσο πολύ, ὥστε τό κήρυγμά του κινδύνευε νά διαβληθεῖ παντοῦ ὡς κήρυγμα ἀποστασίας. Γιά νά περισώσει ὁ Παῦλος τό εὐαγγέλιό του ἀπό αὐτήν τήν κατηγορία «ἔσπευδε» νά πάρει μέρος στήν ἰουδαϊκή «πεντηκοστή» ὡς γνήσιος καί ζηλωτής ἰουδαῖος. Δέν πρόκειται ἐδῶ γιά μιά κακῶς νοουμένη πολιτική ἀλλά γιά μιά ὁμολογία τοῦ ἀποστόλου ὅτι παραμένει δοῦλος τοῦ ἴδιου Κυρίου. ῎Αλλωστε ἡ ὁμολογία αὐτή στοίχισε στόν Παῦλο πολυετῆ φυλάκιση καί πολλές κακουχίες, τά ὁποῖα, ἐνῶ γνώριζε ἐκ τῶν προτέρων ὅτι τόν περιμένουν, δέν τά ἀπέφυγε.
  ῾Ο Παῦλος εἶχε τή συνείδηση ὅτι τό εὐαγγέλιο τοῦ Χριστοῦ, τό ὁποῖο κήρυττε, ἦταν κήρυγμα ἐλευθερίας καί ὄχι ἀποστασίας ἀπό τόν νόμο. ῾Ο ἴδιος Θεός, ὁ Κύριος τῆς Π. Διαθήκης, ἔδωσε τόν νέο νόμο, τήν Κ. Διαθήκη, καί σ᾿ αὐτόν πρέπει νά ὑπακοῦν οἱ ἀληθινοί μαθητές του. ῎Εχουμε ἀλλαγή νόμου, ὄχι ἀλλαγή Κυρίου. ῾Η ἐλευθερία ἀπό τόν παλιό νόμο, λοιπόν, δέν ἔπρεπε νά νοηθεῖ ὡς ἀποστασία. ᾿Αντίθετα, ἀποστασία ἀποτελοῦσε ἡ ἐμμονή στόν παλιό νόμο, τόν ὁποῖο αὐτός ὁ ἴδιος ὁ νομοθέτης κατήργησε καί ἀντικατέστησε.
  ῾Ο Θεοτόκης διαβλέπει καί ἕναν ἀκόμη λόγο γιά τόν ὁποῖο ὁ Παῦλος ἤθελε νά βρεθεῖ τήν ἡμέρα τῆς Πεντηκοστῆς στήν ἁγία πόλη· Τήν ἡμέρα τῆς Πεντηκοστῆς, ὅπως καί τοῦ Πάσχα, συγκεντρώνονταν πλήθη προσκυνητῶν στά ᾿Ιεροσόλυμα. ῾Ο ἀπόστολος τοῦ Χριστοῦ «ἐπεθύμει ὁ τρισμακάριος ἵνα εἰς τόν αὐτόν τόπον, ὅπου πρότερον ἐδίωξε τήν ᾿Εκκλησίαν, κηρύξῃ ἐνώπιον παντός τοῦ πλήθους τοῦ ᾿Ιησοῦ Χριστοῦ τό ὄνομα».

20,17-18α. ᾿Από δέ τῆς Μιλήτου πέμψας εἰς ῎Εφεσον μετεκαλέσατο τούς πρεσβυτέρους τῆς ἐκκλησίας. ῾Ως δέ παρεγένοντο πρός αὐτόν, εἶπεν αὐτοῖς.
  ῾Η Μίλητος ἦταν παραλιακή πόλη τῆς Μ. ᾿Ασίας καί βρισκόταν 58 χλμ. νοτιότερα τῆς ᾿Εφέσου. ῾Υπῆρχε στήν πόλη αὐτή χριστιανική ἐκκλησία πού ἦταν σέ ἀκμή μέχρι τόν 8ο αἰώνα.
 ῾Ο Παῦλος «πέμψας εἰς ῎Εφεσον μετεκαλέσατο τούς πρεσβυτέρους τῆς ἐκκλησίας», ἔστειλε ἀπεσταλμένους στήν ῎Εφεσο καί κάλεσε τούς πρεσβυτέρους. ῾Ο ἅγιος Χρυσόστομος  παρατηρεῖ ὅτι καλεῖ τούς πρεσβυτέρους γιά νά τούς παραδώσει ὁριστικά τήν ἐξουσία του, γι᾿ αὐτό καί τούς παρουσιάζει τόν ἑαυτό του ὡς ὑπογραμμό ἐκκλησιαστικοῦ ἡγουμένου. ῾Η ὁμιλία του εἶναι ἡ πνευματική του διαθήκη καί μοιάζει μέ τόν λόγο τοῦ Χριστοῦ πρός τούς μαθητές τό βράδυ τοῦ Μυστικοῦ Δείπνου, ὅπως τόν καταγράφει ὁ ᾿Ιωάννης στό  Εὐαγγέλιο (βλ. κεφ. 13-17). Κοινά χαρακτηριστικά τῶν δύο διαθηκῶν εἶναι: α) Ἀπολογισμός τοῦ κηρύγματος. β) Παράδοση τῆς ἀρχῆς. γ) Ὑπόδειξη τοῦ ὑπογραμμοῦ γιά τόν καλό ἡγέτη. δ) Προφητεία γιά τά κακά πού ἔρχονται καί τά ὁποῖα ἀναμένουν τούς ἄξιους διαδόχους, καί γενικά γιά τήν ἀντίδραση τοῦ κακοῦ. ε) Ἰδιαίτερη προφητεία ὅτι ἕνας ἤ μερικοί ἀπό τούς παρόντες θά προδώσουν τήν ἱερή παρακαταθήκη. στ) Ὅλοι εἶναι βαθιά συγκινημένοι καί συναισθάνονται τήν κρισιμότητα τῆς ὥρας. ζ) Συμπτωματικά ἴσως καί στά δύο περιστατικά προηγεῖται τριετής συναναστροφή τοῦ διδασκάλου μέ τούς μαθητές.

β) Οἱ ἐπίσκοποι φρουροί τοῦ ἑαυτοῦ τους καί τοῦ ποιμνίου τους (20,28-30)

 Στό ἀποστολικό ἀνάγνωσμα δέν περιλαμβάνεται ὅλη ἡ ὁμιλία τοῦ Παύλου. Παραλείπεται τό πρῶτο μέρος της (στ. 18β-27) καί ἡ περικοπή συνεχίζεται ἀπό τό στ. 28.
20,28. Προσέχετε οὖν ἑαυτοῖς καί παντί τῷ ποιμνίῳ ἐν ᾧ ὑμᾶς τό Πνεῦμα τό ῞Αγιον ἔθετο ἐπισκόπους, ποιμαίνειν τήν ἐκκλησίαν τοῦ Κυρίου καί Θεοῦ, ἥν περιεποιήσατο διά τοῦ ἰδίου αἵματος.
 Τό παράγγελμα «πρόσεχε σεαυτῷ» ἤ προσέχετε ἑαυτοῖς τό συναντοῦμε συχνά στήν Πεντάτευχο. «Πρόσεχε σεαυτῷ» εἶπε ὁ ᾿Αβραάμ στόν ἔμπιστο δοῦλο του ᾿Ελεάζαρ, ὅταν τοῦ ἀνέθεσε τήν ἀποκατάσταση τοῦ ᾿Ισαάκ καί οὐσιαστικά τοῦ παρέδιδε τόν γιό του. Αὐτός ὁ γιός ἦταν ἡ ἱερή παρακαταθήκη, διότι σ᾿ αὐτόν συγκεντρώνονταν ὅλες οἱ ἐπαγγελίες τοῦ Θεοῦ (βλ. Γέ 24,6). «Πρόσεχε σεαυτῷ» εἶπε καί ὁ Μωυσῆς, ὅταν ἀποχαιρέτησε γιά πάντα τόν ᾿Ισραήλ καί παρέδωσε στή διάθεσή του τήν τήρηση τοῦ νόμου (βλ. Δε 4,9). ᾿Από αὐτά φαίνεται ὅτι ὁ Παῦλος στό περιστατικό πού μελετοῦμε ἔχει σαφῆ καί πλήρη συναίσθηση τοῦ τί παραδίδει στούς πρεσβυτέρους. Καί οἱ δύο ἐκεῖνες παραδόσεις, στίς ὁποῖες ὁ ᾿Αβραάμ καί ὁ Μωυσῆς παρέδωσαν τήν ἱερή παρακαταθήκη, μοιάζουν ἐπίσης μέ τήν παράδοση τοῦ ᾿Ιησοῦ στούς μαθητές καί τοῦ Παύλου στό πρεσβυτέριο τῆς ᾿Εφέσου. ᾿Από τά χωρία αὐτά μποροῦμε νά δοῦμε μιά πτυχή τῆς ἱερᾶς παραδόσεως. Στήν ἐκκλησιαστική γλώσσα ἱερά παράδοση εἶναι ὅ,τι παραδίδουν ἀρχικά οἱ ἀπόστολοι στούς διαδόχους καί ὄχι τό σύνολο τῶν λαϊκῶν παραδόσεων, ὅπως στή γλώσσα τῆς λαογραφίας.
 Καί παντί τῷ ποιμνίῳ: «Διπλῆν προσοχήν παρήγγειλεν εἰς αὐτούς, πρώτην ὑπέρ ἑαυτῶν, ἤγουν καθαρότητα βίου καί κατορθώματα ἀρετῆς, δευτέραν ὑπέρ τοῦ ποιμνίου, τουτέστι διδασκαλίαν πίστεως καί νόμων καί ἀνύστακτον ἐπιμέλειαν ὑπέρ τῆς τῶν ποιμαινομένων σωτηρίας», ἐξηγεῖ ὁ Θεοτόκης. ᾿Αρχαῖοι ἑρμηνευτές, μέ πρῶτο τόν ἅγιο Χρυσόστομο, παρατηροῦν ὅτι τά δύο ἀντικείμενα τῆς προσοχῆς, ὁ ἑαυτός καί τό ποίμνιο, δέν μποροῦν νά νοηθοῦν χωριστά τό ἕνα ἀπό τό ἄλλο. Τό νά προσέχει κανείς μόνο τόν ἑαυτό του εἶναι φιλαυτία, τό νά προσέχει μόνο τό ποίμνιο εἶναι ὑποκρισία. ῾Ο ἱερός πατέρας, ὁ ὁποῖος ἦταν ὑπόδειγμα ἐκκλησιαστικοῦ ἡγέτη, ἑρμηνεύοντας αὐτό τό χωρίο ἐπεκτείνεται σέ ἐξομολογήσεις καί λέει ὅτι βλέπει καί τήν προσωπική ζωή του καί τή ζωή τοῦ ποιμνίου σέ ἄθλια κατάσταση. Πονᾶ βέβαια καί γιά τά δύο, ἀλλά κυρίως πονᾶ γιά τό ποίμνιο. ῞Οταν ὅμως βλέπει τό ποίμνιο νά προκόβει, χαίρεται τόσο, ὥστε ἡ ἐσωτερική του κατάσταση βελτιώνεται χωρίς ἄλλη προσπάθεια. Τόν προσωπικό του καταρτισμό τόν βλέπει ὡς ἐξάρτημα τῆς ἐκκλησιαστικῆς ζωῆς. Οἱ ποιμένες χρειάζεται νά προσέχουν ἰδιαίτερα τόν ἑαυτό τους, διότι ὅταν αὐτοί εἶναι ἅγιοι, τότε καί τό ποίμνιο προάγεται. «῾Ο ἁγιάζων δεῖ πρῶτον ἁγιασθῆναι καί εἶτα ἁγιάσαι. ῾Ο διδάσκων διδαχθῆναι καί οὕτω διδάξαι. ῾Ο φωτίζων δεῖ πρῶτον φωτισθῆναι καί οὕτω φωτίσαι», κατά τόν ἅγιο Γρηγόριο τόν Θεολόγο.
 ᾿Εν ᾧ ὑμᾶς τό Πνεῦμα τό ῞Αγιον ἔθετο ἐπισκόπους: Τό Πνεῦμα τό ῞Αγιο διόρισε τούς ἐπισκόπους· ὑποδηλώνεται ὁ μυστηριακός χαρακτήρας τῆς ἱερωσύνης. ῾Ο ἀπόστολος ἤ ὁ ἐπίσκοπος χειροτονεῖ, ὅμως τό Πνεῦμα τό ῞Αγιο ἀπονέμει τό χάρισμα καί ἐνεργεῖ. ῾Ο ἀπ. Παῦλος ὀνομάζει ἐδῶ «ἐπισκόπους» αὐτούς πού παραπάνω ἀνέφερε ὡς «πρεσβυτέρους» (στ. 17). Τήν ἐποχή ἐκείνη οἱ ὅροι αὐτοί δέν ἀφοροῦν σέ δύο ξεχωριστά ἀξιώματα. ῾Η λέξη «ἐπίσκοπος» σήμαινε ἐπόπτης, ἐπιστάτης, σκοπός, ἐπιμελητής, διευθυντής, ὑπεύθυνος, ἐπικεφαλῆς. Σύμφωνα μέ τόν ἅγιο Χρυσόστομο τά ἴδια πρόσωπα ὀνομάζονταν καί πρεσβύτεροι καί ἐπίσκοποι, ἀκόμη καί διάκονοι (βλ. Β´ Τι 4,5). ῾Ωστόσο ὑπῆρχε μιά οὐσιαστική διαβάθμιση, διότι ἕνας ἀπό τούς πρεσβυτέρους ἤ ἐπισκόπους τῆς πόλεως ἦταν ὁ διδάσκαλος τῆς ᾿Εκκλησίας, αὐτός πού εἶχε τήν εὐθύνη ὅλης τῆς τοπικῆς ἐκκλησίας καί τήν ἐξουσία νά καθιστᾶ πρεσβυτέρους. Αὐτός ἦταν ὁ σημερινός ἐπίσκοπος.
  ῾Η φράση ποιμαίνειν τήν ἐκκλησίαν τοῦ Κυρίου καί Θεοῦ, ἥν περιεποιήσατο διά τοῦ ἰδίου αἵματος εἶναι ἀπό τίς πιό ἰσχυρές ἀποδείξεις τῆς θεότητος τοῦ ᾿Ιησοῦ Χριστοῦ. ᾿Εκεῖνος πού «περιεποιήσατο τήν ἐκκλησίαν διά τοῦ ἰδίου αἵματος» εἶναι ὁ ᾿Ιησοῦς, ὁ ὁποῖος ὀνομάζεται ἐδῶ ὄχι ἁπλῶς Θεός, ἀλλά «Κύριος καί Θεός», πού εἶναι ἡ ἀκριβέστερη μετάφραση τοῦ ἑβραϊκοῦ «Γιαχβέ ᾿Ελωχίμ» στήν Π. Διαθήκη. Αὐτός πού ἔδωσε τό αἷμα του γιά τήν ἐκκλησία -καί τό αἷμα αὐτό φανερώνει ὅτι εἶναι ἄνθρωπος- εἶναι ταυτόχρονα καί ὁ Γιαχβέ Θεός. «Περιποιοῦμαι» σημαίνει ἀποκτῶ γιά τόν ἑαυτό μου, κάνω κάτι περιουσία μου. ῾Ο Κύριος ἀπέκτησε ὡς περιουσία καί ἰδιοκτησία του τήν Ἐκκλησία καταβάλλοντας τίμημα τό αἷμα του. ῾Ο ἀπόστολος θέλει νά ὑπογραμμίσει πόσο πολύτιμο εἶναι τό ἀντικείμενο τῆς φροντίδος τῶν ποιμένων, δηλαδή ἡ Ἐκκλησία, καί πόσο μεγάλη ἡ εὐθύνη τους, ἐφόσον ὁ Δεσπότης πρόσφερε γι᾿ αὐτήν τό ἴδιο του τό αἷμα.

20,29. ᾿Εγώ γάρ οἶδα τοῦτο, ὅτι εἰσελεύσονται μετά τήν ἄφιξίν μου λύκοι βαρεῖς εἰς ὑμᾶς μή φειδόμενοι τοῦ ποιμνίου.
  ῾Ο ἀπόστολος μέ ἔμφαση προφητεύει καί ταυτόχρονα προειδοποιεῖ ὅτι μετά τήν ἀναχώρησή του θά μποῦν στό ποίμνιο, δηλαδή στήν ᾿Εκκλησία (πρβλ. Μθ 7,15· Λκ 10,3), ἐχθροί καί μάλιστα λύκοι βαρεῖς. «Λύκοι» χαρακτηρίζονται οἱ αἱρετικοί, οἱ ψευδοδιδάσκαλοι. ᾿Ονομάζονται δέ «βαρεῖς» γιά νά δηλωθεῖ «τό σφοδρόν αὐτῶν καί ἰταμόν», ὅπως λέγει ὁ ἅγιος Χρυσόστομος. ῾Ο δεύτερος χαρακτηρισμός, μή φειδόμενοι τοῦ ποιμνίου, ἐκφράζει ὅλη τήν ἐγκληματική δράση τῶν αἱρετικῶν, οἱ ὁποῖοι δέν ἐνδιαφέρονται γιά τή σωτηρία τῶν πιστῶν ἀλλά γιά τό προσωπικό τους συμφέρον.
 
20,30. καί ἐξ ὑμῶν αὐτῶν ἀναστήσονται ἄνδρες λαλοῦντες διεστραμμένα τοῦ ἀποσπᾶν τούς μαθητάς ὀπίσω αὐτῶν.
 ῾Η φράση ἐξ ὑμῶν αὐτῶν ὑπενθυμίζει ζωηρά τόν λόγο τοῦ Χριστοῦ: «εἷς ἐξ ὑμῶν παραδώσει με» (᾿Ιω 13,21). Τό ρῆμα ἀναστήσονται ἐκφράζει τήν ἀνταρσία. ῾Ο ἀπ. Παῦλος γνώριζε ἤ προέβλεπε ὅτι καί ἀπό ἐκεῖνα τά πρόσωπα, πρός τά ὁποῖα μιλοῦσε τή στιγμή ἐκείνη, θά ξεπηδοῦσαν «λύκοι βαρεῖς». Μέ τόν λόγο του αὐτό τούς ταράζει, ὥστε νά εἶναι προσεκτικοί· ἴσως μάλιστα ἀσκεῖ καί λεπτό ἔλεγχο πρός ὁρισμένα πρόσωπα, τά ὁποῖα εἶχαν ἤδη ἀρχίσει νά ἀποκλίνουν. Χαρακτηριστικά εἶναι τά ρήματα πού χρησιμοποιοῦνται γιά τήν ἐμφάνιση τῶν αἱρετικῶν. Στόν προηγούμενο στίχο λέγεται γι᾿ αὐτούς ὅτι «εἰσελεύσονται», θά ἔλθουν δηλαδή ἀπό ἔξω, ὅπως οἱ λύκοι ὁρμοῦν στό κοπάδι. ᾿Εδῶ λέγεται ὅτι «ἀναστήσονται», θά ξεσηκωθοῦν δηλαδή μέσα ἀπό τό ποίμνιο.
  Στίς δύο πρός Τιμόθεον ἐπιστολές φαίνεται ὅτι ἤδη εἶχε ἐκπληρωθεῖ ἡ προφητική αὐτή πρόβλεψη τοῦ ἀποστόλου (βλ. Α´ Τι 1,20· Β´ Τι 2,17· 3,8) καί λίγο ἀργότερα οἱ αἱρετικοί εἶχαν ἀρχίσει νά πληθαίνουν στίς ἐκκλησίες τῆς ᾿Ασίας (βλ. ᾿Απ 2,2· Α´ ᾿Ιω 2,18). ῾Η Μ. ᾿Ασία ὁλόκληρη, ὡς χώρα πλούσια καί μέ κοσμική κίνηση, ἦταν ὁ κύριος στόχος τῶν αἱρετικῶν κατά τούς δύο πρώτους αἰῶνες τοῦ Χριστιανισμοῦ καί κατά συνέπεια καί ἡ κοιτίδα τῶν «βαρέων λύκων». ᾿Αξίζει μάλιστα νά σημειωθεῖ ὅτι ἀπό τίς ἐπιστολές τοῦ Παύλου οἱ ἕξι στάλθηκαν στή Μ. ᾿Ασία καί ὅλες, ἐκτός ἀπό τή μικρή πρός Φιλήμονα, στρέφονται κατά τῶν αἱρετικῶν. Εἰδικά γιά τήν ῎Εφεσο ἀποδείχθηκε ὅτι ἦταν δικαιολογημένη ἡ ἀγωνία καί ἡ ἀνησυχία τοῦ ἀποστόλου, διότι ἀπό τούς ψευδοδιδασκάλους πού κατονομάζονται στήν Κ. Δ. ἕξι ἦταν ᾿Εφέσιοι· ὁ ῾Υμέναιος καί ὁ ᾿Αλέ¬ξανδρος, ὁ Φύγελλος καί ὁ ῾Ερμογένης, ὁ Φιλητός καί ὁ Διοτρέφης (Γ´ ᾿Ιω 9).
Τά ἔργα τῶν αἱρετικῶν εἶναι κυρίως δύο: Τό λαλεῖν διεστραμμένα, ἡ διαστρέβλωση τῆς διδαχῆς, καί τό ἀποσπᾶν τούς μαθητάς ὀπίσω αὐτῶν, δηλαδή ἡ δημιουργία δικοῦ τους προσωπικοῦ κόμματος μέσα στήν ᾿Εκκλησία. ῾Ο ἀπόστολος εἶναι ὁ χειραγωγός πρός τόν Χριστό, δέν ἀποσπᾶ ἀνθρώπους γιά νά τόν ἀκολουθοῦν καί δέν δημιουργεῖ προσωποπαγῆ ἐκκλησία. ῾Ο αἱρετικός ὅμως προσανατολίζει τούς μαθητές του πρός τόν ἑαυτό του.

γ) ῾Ο Παῦλος ζωντανό ὑπόδειγμα ποιμένος (20,31-36)

20,31. Διό γρηγορεῖτε, μνημονεύοντες ὅτι τριετίαν νύκτα καί ἡμέραν οὐκ ἐπαυσάμην μετά δακρύων νουθετῶν ἕνα ἕκαστον.
  Τό γρηγορεῖτε ἦταν ποιμενική καί στρατιωτική ἔκφραση. Τό χρησιμοποιοῦσαν οἱ βοσκοί πού ἀγρυπνοῦσαν στό κοπάδι τους καί οἱ στρατιῶτες πού φύλαγαν τά τείχη τῶν πόλεων. «Γρηγορεῖτε» φώναζαν κατά διαστήματα τή νύχτα οἱ ποιμένες καί οἱ σκοποί γιά νά μένουν ξύπνιοι στό καθῆκον τους. «Γρηγορεῖτε» εἶπε καί ὁ ᾿Ιησοῦς στούς μαθητές του στή Γεθσημανῆ (βλ. Μθ 26,38.41· Μρ 14,34.38). ῾Ο Παῦλος, ὅπως καί ὁ Χριστός, δανείζονται τή λέξη ἀπό τήν ποιμενική ζωή. ῾Ο Χριστός εἶπε «πατάξω τόν ποιμένα καί διασκορπισθήσονται τά πρόβατα» (Μθ 26,31· Μρ 14,27) καί ὁ Παῦλος ἀνέφερε στόν προηγούμενο στίχο λύκους καί ποίμνιο.
  Οἱ πρεσβύτεροι πρέπει νά θυμοῦνται τό παράδειγμα τοῦ Παύλου, ὁ ὁποῖος ἐπιτελοῦσε τήν κατ᾿ ἰδίαν διδασκαλία καί νουθεσία νύκτα καί ἡμέραν. Διέθετε ὄχι μόνο τήν ἡμέρα ἀλλά καί τή νύχτα νουθετῶν ἕνα ἕκαστον. Μ᾿ αὐτό τόν τρόπο ὁ ἀπόστολος ὑποδεικνύει στούς πρεσβυτέρους ὅτι ἡ ἐγρήγορση βρίσκεται κυρίως στόν καταρτισμό, στήν καλλιέργεια, στήν τελειοποίηση τῶν μελῶν τῆς ᾿Εκκλησίας, ὥστε νά καταστοῦν ἄτρωτα ἀπό τίς προσβολές τῶν αἱρετικῶν. Φανερώνει ἀκόμη καί τόν τρόπο μέ τόν ὁποῖο ἐργαζόταν ὁ ἴδιος· μετά δακρύων, μέ ἀγρυπνία, μέ προσωπικό ἐνδιαφέρον γιά τόν κάθε πιστό. Τά δάκρυα δείχνουν τήν ἀγωνία, τήν ἐγρήγορση τοῦ ἀποστόλου. ῾Ο ὅρος τριετίαν προσδιορίζει τόν χρόνο πού ὁ Παῦλος ἔμεινε στήν ῎Εφεσο· τρία χρόνια περίπου.
  «῾Η ἐγρήγορσις καί ἡ προσοχή καί ἡ ἐπιμέλεια τῶν προεστώτων ἐμποδίζει τῶν αἱρετικῶν τάς ἐφόδους», κατά τόν Θεοτόκη. Καί ὁ π. Αὐγουστῖνος, ἐπίσκοπος Φλωρίνης, συνιστᾶ· «Οἱ ποιμένες, δηλαδή οἱ ἐπίσκοποι καί οἱ ἱερεῖς, πρέπει νά ἀγρυπνοῦν καί μέ τή σφενδόνα τοῦ λόγου νά καταδιώκουν τούς χιλιαστές καί κάθε αἱρετικό μακριά ἀπό τήν ποίμνη τους» (Σπινθῆρες ἀπό τόν ᾿Απόστολο, σελ. 139).

20,32. Καί τά νῦν παρατίθεμαι ὑμᾶς, ἀδελφοί, τῷ Θεῷ καί τῷ λόγῳ τῆς χάριτος αὐτοῦ τῷ δυναμένῳ ἐποικοδομῆσαι καί δοῦναι ὑμῖν κληρονομίαν ἐν τοῖς ἡγιασμένοις πᾶσιν.
  Τῷ λόγῳ τῆς χάριτος αὐτοῦ: «Χάρις» τοῦ Θεοῦ ἐδῶ εἰδικά λέγεται ὅ,τι σήμερα ὀνομάζεται Χριστιανισμός καί ᾿Εκκλησία· «λόγος τῆς χάριτος αὐτοῦ» εἶναι τό χριστιανικό κήρυγμα, ἡ διδαχή τοῦ Χριστιανισμοῦ.
  Καί τά νῦν παρατίθεμαι ὑμᾶς: ῾Ο Παῦλος νιώθει ὅτι ἐπιτέλεσε τό χρέος του ἀπέναντι στούς μαθητές του, κήρυξε, δίδαξε, νουθέτησε, ἀλλά καί τώρα δέν τούς ἀφήνει μόνους καί ὀρφανούς. Τούς ἀναθέτει στόν Κύριο. ῞Οπως ἕνας πού πρόκειται νά ἀπουσιάσει ἀπό τόν τόπο του ἀναθέτει σέ κάποιο πιστό καί ἱκανό φιλικό του πρόσωπο νά διαχειρισθεῖ τήν περιουσία του καί τίς ὑποθέσεις του ἔτσι καί ὁ ἀπόστολος τώρα πού φεύγει ἀναθέτει, ἀφιερώνει τούς πιστούς στόν πανταδύναμο Θεό γιά νά τούς ἀσφαλίσει καί νά τούς φυλάξει. Τί ὡραιότερο καί συγκλονιστικώτερο! ῾Ο Παῦλος «παρατίθεται», ἐμπιστεύεται τό ποίμνιό του στόν Θεό καί στή χριστιανική διδαχή. ῾Ο Θεός εἶναι ὁ φύλακας, καί ἡ διδαχή ὁ φράκτης, ἤ καλύτερα ἡ διδαχή τοῦ εὐαγγελίου εἶναι ὁ παρών Χριστός, ἡ ζωντανή καί συγκεκριμένη παρουσία τοῦ Θεοῦ.
  Οἱ τρόποι μέ τούς ὁποίους ἀποκαλύπτεται ὁ Θεός στόν ἄνθρωπο εἶναι δύο· ὁ λόγος καί τό μυστήριο, ἡ διδασκαλία καί ἡ θεία Κοινωνία. Τό εὐαγγέλιο καί τό ἅγιο δισκοπότηρο εἶναι, θά λέγαμε, τά δύο χέρια τοῦ Θεοῦ, τά ὁποῖα μπορεῖ νά ψηλαφήσει καί νά κρατήσει ὁ ἄνθρωπος. Γι᾿ αὐτό καί οἱ στύλοι τῆς θείας λατρείας, οἱ δύο πόλοι της, ἦταν πάντοτε ἡ ἁγία Τράπεζα καί ὁ ἄμβωνας. Στήν πρώτη τελεῖται ἡ ἀναίμακτη θυσία τοῦ Κυρίου, στόν δεύτερο ἱερουργεῖται τό εὐαγγέλιό του.
 Τῷ δυναμένῳ ἀναφέρεται στή δοτική τῷ Θεῷ καί ὄχι στό «λόγῳ τῆς χάριτος», διότι ὁ λόγος μπορεῖ βέβαια νά οἰκοδομήσει ἀλλά δέν μπορεῖ νά δώσει κληρονομίαν ἐν τοῖς ἡγιασμένοις. ῾Η «κληρονομία» αὐτή πού δίνεται ἀπό τόν Θεό σέ ὅλους τούς πιστούς εἶναι ὁ παράδεισος, ἡ βασιλεία τοῦ Θεοῦ. «῾Ηγιασμένοι» σημαίνει ἀφιερωμένοι. ῞Ολοι οἱ χριστιανοί εἶναι «ἁγιασμένοι», σκεύη πού ξεχωρίζονται ἰδιαίτερα γιά τόν Θεό.
  ῾Ο Θεός εἶναι αὐτός πού μπορεῖ νά παραχωρήσει στούς «ἁγιασμένους» μιά θέση ὅπου φυλάγονται τά ἱερά λογικά σκεύη του καί νά τούς ἐποικοδομήσει σάν πλίνθους πάνω στόν θεμέλιο λίθο, τόν Χριστό, τόν ὁποῖο κατέθεσε ὁ Παῦλος· αὐτό σημαίνει τό ἐποικοδομῆσαι. ῾Ο ἅγιος Χρυσόστομος σχολιάζει ὅτι ὁ ἀπόστολος δέν εἶπε «οἰκοδομῆσαι» ἀλλά «ἐποικοδομῆσαι», πού δηλώνει ὅτι ἤδη οἱ πιστοί ἔχουν οἰκοδομηθεῖ στόν οἶκο τοῦ Θεοῦ, στήν ᾿Εκκλησία, καί ἔχουν ἀνάγκη μόνο ἀπό στήριγμα.
  Τό νόημα ὅλου τοῦ στίχου ἀντιδιαστέλλεται ἔντονα πρός τήν τάση τῶν αἱρετικῶν νά «ἀποσποῦν μαθητάς ὀπίσω αὐτῶν» (στ. 30). ᾿Εκεῖνοι θέλουν τούς μαθητές σάν κέλυφος τῆς ἐγωιστικῆς ὑπάρξεώς τους. ᾿Αντίθετα ὁ Παῦλος ἀφήνει τό ποίμνιό του στό ἔλεος τοῦ Θεοῦ καί τρέχει στά ᾿Ιεροσόλυμα, γιά νά ὑποστεῖ τήν πιό σκληρή καί ἐπικίνδυνη περιπέτεια τῆς ζωῆς του καί νά περάσει μεγάλο μέρος τῆς πολύτιμης ζωῆς του στίς φυλακές. Αὐτό ἴσως φαίνεται ἄκαρπη, ἄν ὄχι καί ἄστοχη, ἐνέργεια. Καί ὅμως, αὐτό ἦταν ἡ σφραγίδα τοῦ κηρύγματός του, ὁ σταυρός. ῾Η σφραγίδα ἑνός ἐγγράφου δέν περιέχει οὔτε μιά λέξη καί ὅμως αὐτή δίνει κῦρος σέ ὅλο τό περιεχόμενό του. Χωρίς αὐτή τή σφραγίδα τό ὑψηλότερο κήρυγμα εἶναι χαρτονόμισμα χωρίς ἀντίκρυσμα, χωρίς ἀξία.

20,33-34. ᾿Αργυρίου ἤ χρυσίου ἤ ἱματισμοῦ οὐδενός ἐπεθύμησα· αὐτοί γινώσκετε ὅτι ταῖς χρείαις μου καί τοῖς οὖσι μετ᾿ ἐμοῦ ὑπηρέτησαν αἱ χεῖρες αὗται.
  Μέ τή φράση ἀργυρίου ἤ χρυσίου ἤ ἱματισμοῦ ἀναφέρονται τά τρία στοιχεῖα τοῦ πλούτου· τό ἀσήμι, τό χρυσάφι, δηλαδή τά ἀσημένια καί χρυσά νομίσματα, καί τά ἱμάτια. ῾Ο Παῦλος συνδέει στενά μέ τόν πλοῦτο τῶν χρημάτων καί τόν ἱματισμό. Οἱ ἄνθρωποι τήν ἐποχή ἐκείνη, ἰδίως στήν ᾿Ανατολή, ὅπως ἀποταμίευαν χρήματα, ἀποθήκευαν στά σπίτια τους καί πολλά ροῦχα. ῏Ηταν ὁ θησαυρός τους, ὅπως τόνισε  ὁ Κύριος· «Μή θησαυρίζετε ὑμῖν θησαυρούς ἐπί τῆς γῆς, ὅπου σής καί βρῶσις ἀφανίζει, καί ὅπου κλέπται διορύσσουσι καί κλέπτουσι» (Μθ 6,19).
 ῾Ο ἅγιος Χρυσόστομος ὑπογραμμίζει ὅτι ὁ ἀπόστολος δέν λέει «οὐκ ἐδώκατέ μοι», πού θά ἦταν ἄσχημο γιά τούς ἀδελφούς, ἀλλά λέει οὐκ ἐπεθύμησα. ᾿Αξιολογεῖ δέ τήν ἀφιλαργυρία τοῦ Παύλου ὁ ἱερός πατέρας ὡς ἀνώτερη καί ἀπό τήν ἀκτημοσύνη. Πρώτη βαθμίδα, λέει, εἶναι νά ἀπαρνηθεῖς τά δικά σου, δεύτερη νά ἐπαρκεῖς μόνος σου στίς ἀνάγκες σου, τρίτη νά ἐπαρκεῖς καί γιά ἄλλους, τέταρτη ἐνῶ κηρύττεις καί ἔχεις τήν ἐξουσία νά παίρνεις, νά μήν παίρνεις. ῞Ολοι οἱ ἀρχαῖοι ἑρμηνευτές παρατηροῦν ὅτι  ἐδῶ πλήττεται ἕνας μεγάλος καί φοβερός κίνδυνος, ἡ ρίζα ὅλων τῶν κακῶν· ἡ φιλαργυρία. ῾Η ἀφιλαργυρία εἶναι μία μεγαλειώδης δύναμη γιά τούς ἀνθρώπους πού διακονοῦν τήν ᾿Εκκλησία.
Ταῖς χρείαις μου καί τοῖς οὖσι μετ᾿ ἐμοῦ, τίς ἀνάγκες μου καί τίς ἀνάγκες αὐτῶν πού εἶναι μαζί μου, ὑπηρέτησαν αἱ χεῖρες αὗται. Προφανῶς στό σημεῖο αὐτό τῆς ὁμιλίας του ὁ ἀπόστολος θά ὕψωσε τίς παλάμες του, τίς  σκληρές καί ροζιασμένες ἀπό τή χειρωνακτική ἐργασία πού ἔκανε, καί θά τίς ἔδειξε γιά νά τίς δοῦν οἱ ἀκροατές του. Εἶναι γνωστό σέ ὅλους ὅτι ὁ πνευματικός ἡγέτης ὅλης τῆς ἐξ ἐθνῶν χριστιανοσύνης ἦταν ἐπαγγελματίας χειρώνακτας. Μιμήθηκε καί σ᾿ αὐτό τόν Κύριό μας, πού ἐργάστηκε ὡς «τέκτων» (βλ. Μθ 13,55· Μρ 6,3). ῾Ο Παῦλος ὄχι μόνο δέν πλούτισε ἀπό τό εὐαγγέλιο, ἀλλά ἔβρισκε χρόνο γιά νά ἐργάζεται τήν τέχνη τοῦ σκηνοποιοῦ, ὥστε νά ἐξοικονομεῖ τά ἀπαραίτητα γιά τή συντήρηση τή δική του καί τῶν συνεργατῶν του. Ζοῦσε γιά τόν Χριστό καί ὄχι ἀπό τόν Χριστό.
  Στήν Α´ πρός Κορινθίους Ἐπιστολή (κεφ. 9) ὁ ἀπόστολος ἀπολογούμενος ὑπενθυμίζει στούς πιστούς ὅτι δέν ζήτησε ἀπό αὐτούς οὔτε ἕνα νόμισμα οὔτε λίγο ψωμί οὔτε τό ἐλάχιστο ἀπό αὐτά πού δικαιοῦνταν. ᾿Αποφάσισε νά τά ἐξοικονομεῖ ὅλα μέ τή δουλειά του. Αὐτό εἶναι τό μεγαλεῖο καί τό καύχημά του· ὄχι τό ὅτι κηρύττει τό εὐαγγέλιο, ἀλλά ὅτι τό κηρύττει ἀδάπανο, γιά νά μή φέρει τό παραμικρό ἐμπόδιο στήν ἐξάπλωσή του. ῾Η θεληματική αὐτή στέρηση τῶν νομίμων δικαιωμάτων ἀποτελεῖ μιά θαυμαστή ὑπέρβαση τῆς ἀνθρώπινης νοοτροπίας. ῾Ο Παῦλος ἀκολουθεῖ τήν τακτική αὐτή, ἐνῶ οἱ ψευδαπόστολοι μέ αὐθάδεια καί θρασύτητα ἄσκησαν ἐξουσία στούς πιστούς, καί ἀπαίτησαν νά τούς συντηροῦν.
  Τό παράδειγμα τοῦ ἀπ. Παύλου ἀκολούθησαν πολλοί ἅγιοι καί πολλοί πατέρες τῆς Ἐκκλησίας μας. ῾Ο Μ. ᾿Αντώνιος σκόρπισε τήν περιουσία του στούς φτωχούς καί ἔζησε στήν ἔρημο μέ παροιμιώδη ἄσκηση. Τό ἴδιο ἔκανε ὁ ἅγιος Νικόλαος, οἱ Τρεῖς ῾Ιεράρχες καί πολλοί ἄλλοι ἅγιοι.

20,35. Πάντα ὑπέδειξα ὑμῖν ὅτι οὕτω κοπιῶντας δεῖ ἀντιλαμβάνεσθαι τῶν ἀσθενούντων, μνημονεύειν τε τῶν λόγων τοῦ Κυρίου ᾿Ιησοῦ, ὅτι αὐτός εἶπε· μακάριόν ἐστι μᾶλλον διδόναι ἤ λαμβάνειν.
  Πάντα ὑπέδειξα, μέ ὅλους τούς τρόπους σᾶς ἔδειξα. Καί μέ τή διδασκαλία καί μέ τό παράδειγμά του, ὁ Παῦλος δίδαξε στούς πρεσβυτέρους τόν τρόπο ζωῆς καί δράσεως πού πρέπει νά ἀκολουθοῦν.
  Κοπιῶντας δεῖ ἀντιλαμβάνεσθαι τῶν ἀσθενούντων: «᾿Ασθενοῦντες» εἶναι οἱ φτωχοί. ῾Η ἐλεημοσύνη τῶν ἐπισκόπων πρέπει νά προέρχεται ἀπό τήν προσωπική τους ἐργασία. Δέν ἀποκλείει, λοιπόν, ὁ Παῦλος οἱ ἐκκλησιαστικοί ἡγέτες νά ἀσκοῦν ἕνα βιοποριστικό ἐπάγγελμα, ἀρκεῖ αὐτό νά εἶναι ἔντιμο καί νά μήν ἀποβαίνει σέ βάρος τῆς ἱερῆς ἀποστολῆς. ᾿Επιπλέον ἀπό τό συγκεκριμένο χωρίο συμπεραίνουμε ὅτι ἡ ἀποστολική ἐκκλησία δέν λειτουργοῦσε καθόλου ὡς οἰκονομικός ὀργανισμός. ῎Ετσι ἐξηγεῖται καί ὁ ἔρανος πού διενεργήθηκε ἀπό τόν Παῦλο. ῞Ολες οἱ ἀγαθοεργίες, ἡ κοινωνία στίς «χρεῖες τῶν ἀγίων», ξεκινοῦσαν καί πραγματοποιοῦνταν ἀπό τόν προσωπικό ζῆλο τῶν πιστῶν. Οἱ πρεσβύτεροι καί οἱ ἐπίσκοποι ἐνέπνεαν καί ἐνίσχυαν τέτοιες κινήσεις μέ τή διδαχή τους.
  Μακάριόν ἐστι μᾶλλον διδόναι ἤ λαμβάνειν: ῾Ο ποιητής τῆς ἀρχαιότητος Τιμοκλῆς ἐκφράζοντας τό πνεῦμα τοῦ ἐξωχριστιανικοῦ κόσμου ὑποστηρίζει ἀκριβῶς τό ἀντίθετο· Μακάριος δηλαδή εἶναι αὐτός πού δέν δίνει τίποτε σέ κανέναν· «ἀνόητος ὁ διδούς» καί «εὐτυχής ὁ λαμβάνων». Πόση ἀντίθεση ἀνάμεσα στή θύραθεν σοφία καί στή διδαχή τοῦ Χριστοῦ πού λέει· «Εἶναι εὐτυχέστερο νά δίνει κανείς παρά νά παίρνει»! Καί ὁ ἅγιος Χρυσόστομος ἐπισημαίνει· «Οὐκ εἶπεν ὅτι κακόν τό λαβεῖν ἀλλά βέλτιον τό μή λαβεῖν».
  Σχετικά μέ τή γνησιότητα τοῦ λόγου αὐτοῦ προβληματίσθηκαν τόσο οἱ ἀρχαῖοι ὅσο καί οἱ σύγχρονοι ἑρμηνευτές, διότι δέν ἀναφέρεται στή διδασκαλία τοῦ Κυρίου πού καταγράφεται στά εὐαγγέλια. Ποῦ τόν βρῆκε ὁ Παῦλος; ῞Οπου βρῆκαν οἱ μαθητές του Λουκᾶς καί Μᾶρκος ὅσα ἔγραψαν ὁ καθένας ἰδιαίτερα μετά τόν διδάσκαλό τους. ᾿Εφόσον ἀκόμη ζοῦσε μία ὁλόκληρη κοινωνία ἀπό αὐτόπτες καί αὐτήκοους μάρτυρες τοῦ Χριστοῦ, εἶναι περιττή κάθε ἐρώτηση πάνω σ᾿ αὐτό τό θέμα. Αὐτό κυρίως δέχονται καί οἱ ἀρχαῖοι ἑρμηνευτές Χρυσόστομος, Οἰκουμένιος καί Θεοφύλακτος, ἄν καί δέν ἀποκλείουν ὁ λόγος νά εἶναι συνισταμένη πολλῶν παρομοίων ἐκφράσεων τοῦ Κυρίου. Εὔστοχα χρησιμοποιεῖται τό χωρίο καί γιά τήν κατοχύρωση τοῦ κύρους τῆς ἱερᾶς παραδόσεως πού δέν ἔχει περιληφθεῖ στήν Καινή Διαθήκη.

20,36. Καί ταῦτα εἰπών, θείς τά γόνατα αὐτοῦ σύν πᾶσιν αὐτοῖς προσηύξατο.
 ῾Η συμπροσευχή τοῦ Παύλου μέ τούς πρεσβυτέρους τῆς ᾿Εφέσου ὑπενθυμίζει τήν ἀρχιερατική προσευχή τοῦ ᾿Ιησοῦ. ᾿Εκεῖ ὁ ᾿Ιησοῦς καί ἐδῶ ὁ Παῦλος σφραγίζουν τήν παράδοση τῆς ἱερῆς παρακαταθήκης στούς διαδόχους τους μέ προσευχή.
 ᾿Από τά πρῶτα χρόνια τῆς ᾿Εκκλησίας, ἐκτός ἀπό τήν ὄρθια στάση, ἡ προσευχή σέ ὧρες μάλιστα ἰδιαίτερης ἀγωνίας, ἔντασης καί κατάνυξης γινόταν καί στά γόνατα, (πρβλ. Πρξ 7,60· 9,40· 21,5). ῾Η προσευχή ἐπί τῶν γονάτων δείχνει ὅτι ὁ ἄνθρωπος παραδίδει τήν ὕπαρξή του στόν Θεό μέ ταπείνωση καί θερμότητα καρδίας.
 ῾Ο Παῦλος στίς ποικίλες ἀντιξοότητες τοῦ ἔργου του εἶχε ὅπλο, θεία παρηγοριά καί στήριγμά του τήν προσευχή. ῏Ηταν ὑπόδειγμα προσευχομένου ἀνθρώπου. ᾿Αλλά ζητοῦσε καί τίς προσευχές τῶν πνευματικῶν του παιδιῶν γιά τήν εὐόδωση τοῦ ἔργου του (βλ. Α´ Θε 5,25· Β´ Κο 1,10-11).

Στέργιος Σάκκος
Ἑρμηνεία ἀποστολικῶν περικοπῶν (Βοήθημα γιά κυκλάρχες)