Μαθήτριες κι οἱ δύο καλές κι ἀγαπημένες τοῦ Κυρίου· ἡ Μάρθα καί ἡ Μαρία, οἱ ἀδελφές τοῦ Λαζάρου τοῦ φίλου τοῦ Κυρίου, κοσμοῦν τό ἁγιολόγιο τῆς Ἐκκλησίας μας. Ἡ μνήμη τους στίς 4 Ἰουνίου γίνεται ἀφορμή γιά ἕνα ἐπίκαιρο καί διδακτικό μήνυμα, τό μήνυμα τοῦ μήνα.
Ἁπλό τό περιστατικό, ὅπως τό ἱστορεῖ ὁ εὐαγγελιστής Λουκᾶς (10,38-42): Σέ κάποια ἀπό τίς συνηθισμένες ἐπισκέψεις τοῦ Κυρίου στό σπίτι τῶν τριῶν ὀρφανῶν ἀδελφῶν, ἡ μικρότερη ἀπό τίς δύο ἀδελφές, ἡ Μαρία, ἀπολαμβάνει τή θεϊκή διδαχή. Ἡ Μάρθα, μέ τήν ἔγνοια τῆς μεγάλης, τῆς ὑπεύθυνης νοικοκυρᾶς τοῦ σπιτιοῦ, φροντίζει γιά τήν ἑτοιμασία τοῦ τραπεζιοῦ. Ἡ ἀπέραντη ἀγάπη καί ἡ εὐγνωμοσύνη της πρός τόν Διδάσκαλο τήν ἐμπνέουν νά στερηθεῖ τήν προσωπική της ἀπόλαυση, νά ὑποβάλει σέ πολύ κόπο τόν ἑαυτό της, γιά νά ἑτοιμάσει ὅ,τι καλύτερο καί σέ ποιότητα καί σέ ποικιλία. Ὅταν ἡ Μάρθα διαπιστώνει ὅτι δέν προλαβαίνει νά τελειώσει τίς πολλές δουλειές, ζητᾶ ἀπό τόν Κύριο νά πεῖ στή Μαρία νά τή βοηθήσει. Τότε εἰσπράττει τήν ἀπάντηση: «Μάρθα, ἀσχολεῖσαι μέ πολλά, “ἑνός δέ ἐστι χρεία”. Ἀρκεῖ ἕνα φαγητό, ὥστε νά σοῦ μείνει χρόνος καί νά μή στερηθεῖς κι ἐσύ τή χαρά τῆς μαθητείας στόν θεῖο λόγο, πού τόσο λαχταρᾶ ἡ καρδιά σου».
Εἶναι, πράγματι, «ἀγαθή» μερίδα ἡ ἐπιλογή τῆς Μαρίας· τό βεβαιώνει ὁ Κύριος. Ἀλλά εἶναι καί ταιριαστή μέ τήν ἡλικία της. Μικρότερη καθώς εἶναι μπορεῖ νά κάθεται ἀμέριμνα στά πόδια τοῦ Διδασκάλου, χωρίς νά νοιάζεται γιά τήν περιποίησή του. Ὡστόσο, δέν ὑστερεῖ ἔναντι τῆς Μάρθας σέ ἀφοσίωση. Θά τήν ἐκφράσει ἀργότερα, ὅταν θά σπάσει τό ἀλάβαστρο καί θά χύσει τό πολύτιμο μύρο, γιά νά μυρώσει τόν Διδάσκαλο (Ἰω 12,3).
Ἀλλά καί ἡ Μάρθα δέν πρέπει νά θεωρηθεῖ κοσμική καί ὑλόφρων. Ὄχι. Ἐκφράζει ἁπλῶς ἕναν διαφορετικό τύπο. Ὡς μεγαλύτερη καί ὡριμότερη ὑπερνικᾶ τήν προσωπική της ἐπιθυμία καί εὐχαρίστηση, μεριμνώντας γιά τήν ἐξυπηρέτηση τῶν ἄλλων. Θυσιάζεται, γιά νά ἐκφράσει τήν ἀγάπη καί τή στοργή της στούς κουρασμένους ἐπισκέπτες. Μιμεῖται ἔτσι τόν Διδάσκαλο πού, ἐνῶ ἔφθασε στό σπίτι της κατάκοπος ἀπό τήν ὁδοιπορία, δέν σκέπτεται τή δική του ἀνάπαυση, δέν ἐνδιαφέρεται γιά τό φαγητό, ἀλλά διδάσκει, γιά νά ὠφελήσει τούς ἀκροατές. Ἡ Μαρία ἀπολαμβάνει τήν ἀκρόαση τοῦ θείου λόγου καί εἶναι ἀξιοθαύμαστη γι᾿ αὐτό. Ἡ Μάρθα προχωρεῖ στήν ἐφαρμογή του, στή θυσία, καί εἶναι γι᾿ αὐτό ἀξιοθαύμαστη.
Διπλό, λοιπόν, τό μήνυμα ἀπό τή μελέτη τῶν δύο ἀδελφῶν: Πρῶτον, νά μαθητεύουμε στό Εὐαγγέλιο τοῦ Χριστοῦ. Εἶναι τό πρῶτο καί μεγάλο ἔργο, τό ἔργο τῆς ζωῆς μας, διότι ἰσόβια εἶναι ἡ μαθητεία τοῦ χριστιανοῦ. Δεύτερον, νά θητεύουμε στή θυσία, πού εἶναι ἡ ἐφαρμογή τοῦ θείου λόγου. Μένει ἄκαρπη καί ἀνώφελη ἡ μαθητεία, ὅταν δέν ἐκδηλώνεται ὡς θυσία, ὡς προσφορά. Ἀλλά καί κάθε προσφορά καί δραστηριότητα κοινωνική τότε ἔχει τή σφραγίδα τῆς γνησιότητος καί τήν εὐλογία τοῦ Θεοῦ, ὅταν ἐμπνέεται ἀπό τή μαθητεία στό λόγο του.
Στ. Σάκκου
Τό πλοῖο σκίζει γοργά τά νερά τοῦ Αἰγαίου καί κατευθύνεται πρός τήν Προποντίδα. ᾿Ανάμεσα στούς ἐπιβάτες εἶναι καί ὁ ᾿Ανδρέας, ὁ γιός τῆς ἀρχοντικῆς οἰκογένειας τῶν ᾿Αρχέντηδων. Στά 26 του χρόνια ἀφήνει πίσω του τό μυροβόλο νησί του, τή Χίο, καί ταξιδεύει πρός τήν Κωνσταντινούπολη. ῾Η σκέψη του γυρνᾶ στό παρελθόν. Θυμᾶται τά χρόνια πού βρέθηκε στό κρεβάτι τοῦ πόνου χωρίς καμιά ἐλπίδα θεραπείας. Εἶναι σίγουρος πώς τόν ἔσωσε ἡ γεμάτη πίστη προσευχή τῶν εὐσεβῶν γονιῶν του. Δέν λησμονεῖ τό μυστικό τάμα πού εἶχε κάνει τότε· νά ἀφιερώσει τή ζωή του στόν Θεό.
Φθάνοντας, ἡ Πόλη ἐπιβλητική ἁπλώνεται μπρός του. Θαυμασμός μά καί πίκρα, δέος ἀλλά καί πόνος πλημμυρίζουν τήν ὕπαρξή του. ῾Η Βασιλεύουσα βρίσκεται πιά στά χέρια τῶν ἀπίστων...
Στήν ἀγορά ἕνα γεγονός μεταβάλλει ἀπότομα τά σχέδια τοῦ νέου. Μερικοί ἔμποροι ἀπό τή Συρία τόν κοιτάζουν ὕποπτα, τόν καταδίδουν στόν ἄρχοντα καί σέ λίγο ὁ ἀνύποπτος ᾿Ανδρέας συλλαμβάνεται καί ὁδηγεῖται στόν τοῦρκο ἀνακριτή. ᾿Εκεῖνος ὑπόσχεται ὅτι ἡ ὑπόθεση μπορεῖ εὔκολα νά λάβει τέλος, ἄν ὁ ᾿Ανδρέας δεχτεῖ νά ὁμολογήσει πίστη στόν ᾿Αλλάχ.
Μπροστά στό τραγικό δίλημμα, στή φοβερή στιγμή τῆς μεγάλης ἀπόφασης ὁ ᾿Ανδρέας δέν φαίνεται ἀνέτοιμος. Θαρρεῖς ψηλώνει πιότερο, θαρρεῖς τό βλέμμα του γίνεται πιό λαμπερό, καί πιό ὄμορφο τό νεανικό του πρόσωπο, καθώς ὁμολογεῖ θαρρετά· «Εἶναι ἄσκοπη ἡ ἐπανάληψη τῶν ὑποσχέσεων καί τῶν ἀπειλῶν σας. Δέν ἀρνοῦμαι τόν Χριστόν μου».
῾Ο Μωάμεθ Β´ λίγο πιό πέρα, στό λαμπρό του ἀνάκτορο, εἶναι ἱκανοποιημένος, διότι νομίζει ὅτι οἱ ραγιάδες κούρνιασαν φοβισμένοι κάτω ἀπό τήν κυριαρχία του. Πόσο λάθος κάνει θά τό σημειώσει μέ ἔμφαση ἡ ἱστορία. ῎Ηδη στή φυλακή ὁ νεαρός ᾿Ανδρέας γράφει μιά θαυμαστή ἱστορία ἀντίστασης καί γίνεται ὁ πρῶτος ἀπό τούς μάρτυρες τῆς τουρκοκρατίας. Τά σιδερένια μαχαίρια ξεσκίζουν τίς σάρκες του, τό ἀλύπητο μαστίγωμα κάνει τόν πόνο ἀφόρητο, μά ἡ ματιά τοῦ μάρτυρα εἶναι στραμμένη στόν οὐρανό.
῾Η τελική ἀναμέτρηση δίνεται στό ἀνατολικό μέρος τῆς πόλεως, κάτω ἀπό τόν Πύργο. ῾Ο συγγραφέας τοῦ μαρτυρίου του μᾶς διασώζει τίς λίγες λέξεις τῆς θερμῆς ἱκεσίας του· «῏Ω Παρθένε Μαρία, βοήθει μοι». Τό σπαθί τοῦ Τούρκου διακόπτει τήν τελευταία προσευχή τοῦ μάρτυρα πάνω στή γῆ. ῾Ο οὐρανός τοῦ προσφέρει ἀμάραντο στεφάνι, ὅπου τά κρίνα τῆς ἁγνότητας πλέκονται ἁρμονικά μέ τά ρόδα τοῦ μαρτυρίου.
Εἶναι 29 Μαΐου 1464. ῞Εντεκα χρόνια πέρασαν ἀπό τότε πού οἱ ἀνδρεῖοι βυζαντινοί ἀγωνιστές ἔπεσαν πάνω στά ἴδια τείχη. ῞Εντεκα χρόνια ἀπό τότε πού ἡ πιό ὀδυνηρή ἰαχή ἀντήχησε στήν πονεμένη Ρωμιοσύνη· «῾Η Πόλις ἑάλω!».
Μέσα στό καμίνι τῆς μαρτυρικῆς δοκιμασίας ὁ χριστιανικός ῾Ελληνισμός δέχτηκε σάν σταγόνα δροσιᾶς τό αἷμα τῶν Νεομαρτύρων.
῾Η θυσία τους θά γίνει τό λίπασμα γιά ν᾿ ἀνθίσει ἡ λευτεριά. Μεγάλη ἡ προσφορά τους στή ζωή τοῦ ῎Εθνους!
Ξεχωριστή ἡ θέση τους καί στήν ᾿Ορθοδοξία! Τό αἷμα τους ντύνει μέ τή μαρτυρική ἁλουργίδα τή σύγχρονη ᾿Εκκλησία μας καί τήν ἀδελφώνει μέ τήν ᾿Εκκλησία τῶν πρώτων αἰώνων.
᾿Ιχνηλάτης
Ἀπολύτρωσις 55 (2000) 115
Στίς 20 Μαΐου ἡ Ἐκκλησία μας γιορτάζει τή μνήμη τῆς ἁγίας Λυδίας τῆς ἐπονομαζόμενης Φιλιππησίας. Πρόκειται γιά ἕνα πρόσωπο, τό ὁποῖο μᾶς εἶναι γνωστό ἀπό τήν Καινή Διαθήκη καί πιό συγκεκριμένα ἀπό τίς Πράξεις τῶν Ἀποστόλων.
Στό κεφ. 16 καί στούς στίχους 13 καί ἑξῆς διαβάζουμε ὅτι ὁ ἀπόστολος Παῦλος συνάντησε τή Λυδία στούς Φιλίππους, ὅταν τό Σάββατο πῆγε ἔξω ἀπό τήν πόλη «παρά ποταμόν οὗ ἐνομίζετο προσευχή εἶναι», ὅπου δηλαδή γινόταν ἡ καθιερωμένη σύναξη τῶν ἰουδαίων τῆς πόλης. Πρόκειται γιά μία γνωστή καί ἀπό ἀλλοῦ ἱεραποστολική τακτική τοῦ ἀποστόλου Παύλου (βλ. Πρξ 17,2 ἑξ. 17,10 ἑξ. 18,4 ἑξ. κ.ἄ.). Ὁ ἀπόστολος ἀπευθύνει τό κήρυγμά του καταρχήν στούς ἰουδαίους καί, ὅταν αὐτοί τόν ἀπορρίπτουν, στρέφεται στά ἔθνη.
Ἀπό ὅσα μᾶς μαρτυροῦν οἱ Πράξεις, στίς συναγωγές ὁ ἀπόστολος ἔχει τήν εὐκαιρία νά εὐαγγελισθεῖ ὄχι μόνο τούς ἰουδαίους ἀλλά καί ἀρκετούς «σεβομένους τόν Θεόν» (Πρξ 13,43). Αὐτοί εἶναι εἰδωλολάτρες οἱ ὁποῖοι ὅμως γοητεύονται ἀπό τήν πίστη τῶν ἰουδαίων στόν ἕναν Θεό καί ἀπό τήν ἀνώτερη ἠθική, τήν ὁποία ἀπαιτεῖ ἡ θρησκεία τους, καί συχνάζουν στίς λατρευτικές συνάξεις τους. Μία τέτοια γυναίκα εἶναι καί ἡ Λυδία, ἡ ὁποία μέ προθυμία ἀποδέχθηκε τό κήρυγμα τοῦ ἀποστόλου Παύλου καί στή συνέχεια βαπτίσθηκε μαζί μέ ὅλους τούς ἀνθρώπους τοῦ σπιτιοῦ της.
Συχνά ἡ Λυδία ὀνομάζεται «ἡ πρώτη εὐρωπαία χριστιανή», ἀλλά αὐτό δέν εἶναι ἀπόλυτα ἀκριβές. Σύμφωνα μέ τό κείμενο τῶν Πράξεων, ἡ Λυδία δέν καταγόταν ἀπό τούς Φιλίππους ἀλλά ἀπό τά Θυάτειρα. Ὁ λόγος πού βρέθηκε στήν πόλη τῶν Φιλίππων εἶναι μᾶλλον τό ἐπάγγελμά της, διότι ἡ θυατειρινή αὐτή γυναίκα ἦταν «πορφυρόπωλις», ἀσχολεῖτο δηλαδή μέ τό ἐμπόριο τῆς πορφύρας ἤ τῶν πορφυρῶν ὑφασμάτων. Ἡ παρουσία της στή ρωμαϊκή ἀποικία τῶν Φιλίππων δέν πρέπει νά προκαλεῖ ἀπορία. Χτισμένοι ἐπάνω στήν Ἐγνατία ὁδό, καί χρησιμοποιώντας ὡς ἐπίνειό τους τό λιμάνι τῆς Νεαπόλεως, οἱ Φίλιπποι πολύ σύντομα μεταμορφώθηκαν ἀπό ἀγροτική ἀποικία ρωμαίων βετεράνων σέ σημαντικό ἐμπορικό κέντρο. Ἦταν πολύ φυσικό, ἑπομένως, νά συγκεντρώνουν ἐμπορικούς ἀντιπροσώπους ἀπό διάφορα σημεῖα τῆς αὐτοκρατορίας. Ἡ παρουσία θυατειρινῶν ἐμπόρων τῆς πορφύρας στούς Φιλίππους βεβαιώνεται καί ἀπό δύο ἐπιγραφές τῆς πόλης. Ἡ μία μάλιστα ἀπό αὐτές μιλᾶ γιά τίς τιμές πού ἀποδίδει ἡ πόλη τῶν Φιλίππων σέ κάποιον συμπατριώτη τῆς Λυδίας, ὁ ὁποῖος ἦταν πορφυροβάφος.
Τό ἐμπόριο τῆς πορφύρας ἦταν ἰδιαίτερα προσοδοφόρο, κάτι πού μᾶς ἐπιτρέπει νά ὑποθέσουμε ὅτι καί ἡ Λυδία ἦταν μία εὔπορη γυναίκα πού συντηροῦσε μία ἀνθηρή ἐπιχείρηση. Ἡ καλή της οἰκονομική κατάσταση βεβαιώνεται καί ἀπό τό γεγονός ὅτι εἶναι κυρία τῆς οἰκίας της, στήν ὁποία φιλοξενεῖ τόν ἀπόστολο Παῦλο καί τούς συνεργάτες του. Ἀπό παπύρους καί ἐπιγραφές τῆς ἐποχῆς ἐκείνης γνωρίζουμε καί γιά ἄλλες εὔπορες γυναῖκες, οἱ ὁποῖες προΐστανται τοῦ σπιτικοῦ τους -τῶν συγγενῶν, δηλαδή, τῶν δούλων καί ἀπελεύθερων τῆς οἰκογένειας-, δροῦν καί διαχειρίζονται τήν περιουσία τους «χωρίς κυρίου», χωρίς δηλαδή νά πρέπει νά ἔχουν τήν ἔγκριση ἑνός κηδεμόνα, ὅπως ὅριζε ὁ ρωμαϊκός νόμος. Ὁ τρόπος μέ τόν ὁποῖο ἀπευθύνει ἡ Λυδία τήν πρόσκλησή της στόν ἀπόστολο φανερώνει μία ἀνεξαρτησία καί μία κυριότητα στά τοῦ οἴκου της.
Ὑπάρχει, βέβαια, καί μία ὑπόθεση, ἡ ὁποία διατυπώθηκε στά τελευταῖα χρόνια, ὅτι τό ἐμπόριο τῆς πορφύρας ἦταν αὐτοκρατορικό μονοπώλιο τήν ἐποχή πού ὁ ἀπόστολος ἐπισκέπτεται τούς Φιλίππους καί κατά συνέπεια ἡ Λυδία ἦταν μία ἀπελεύθερη τοῦ αὐτοκράτορα, ἀνῆκε δηλαδή στήν «οἰκία τοῦ Καίσαρος», γιά τήν ὁποία ὁ ἀπόστολος Παῦλος κάνει λόγο καί στήν πρός Φιλιππησίους Ἐπιστολή (4,22). Ἄλλωστε οἱ Φίλιπποι, ὅπως ἀναφέρθηκε, ἦταν μία ρωμαϊκή ἀποικία καί δέν εἶναι παράδοξο νά ὑπῆρχαν ἐκεῖ ἄνθρωποι, οἱ ὁποῖοι νά προωθοῦσαν τά συμφέροντά του. Πραγματικά, μία ἐπιγραφή τῆς πόλης τοῦ 36/37 μ.Χ. ἀναφέρει τά ὀνόματα τριῶν τέτοιων ἀνθρώπων.
Ἀνεξάρτητα ἀπό τό ἐάν αὐτή ἡ γοητευτική ὑπόθεση εὐσταθεῖ ἤ ὄχι, τό βέβαιο εἶναι ὅτι ἡ Λυδία ἦταν εὔπορη καί ἀνεξάρτητη. Αὐτή, λοιπόν, ἡ πλούσια γυναίκα προσελκύεται ἀπό τή διδασκαλία τοῦ ἀποστόλου Παύλου, βαπτίζεται καί γίνεται συνεργάτης του στό ἔργο τοῦ εὐαγγελισμοῦ τῆς πόλης της, προσφέροντάς του τή φιλοξενία της. Δέν εἶναι ἡ μόνη γυναίκα πού γίνεται συνεργός τοῦ Παύλου στό ἱεραποστολικό του ἔργο. Τά κείμενα τῶν Πράξεων καί τῶν Ἐπιστολῶν τοῦ ἀποστόλου βεβαιώνουν τήν ὕπαρξη τέτοιων γυναικῶν σέ ὅλες τίς τοπικές ἐκκλησίες. Ἡ Πρίσκιλλα, ἡ Δάμαρις, ἡ Φοίβη, ἡ Χλόη καί τόσες ἄλλες συνεργάσθηκαν μέ τόν ἀπόστολο τῶν ἐθνῶν στή διάδοση τοῦ εὐαγγελίου, προσέφεραν -στό μέτρο πού ἡ καθεμιά μποροῦσε- χρήματα, οἰκία καί χρόνο, διακινδυνεύοντας στήν καλύτερη περίπτωση τή θέση τους μέσα στήν κοινωνία καί στή χειρότερη τή ζωή τους. Ὁ Παῦλος στίς Ἐπιστολές του συχνά ἀναφέρεται σ᾿ αὐτές, χαρακτηρίζοντάς τες «ἀποστόλους, συνεργούς, συναθλήτριες», τίτλοι πού, σύμφωνα μέ τόν ἱερό Χρυσόστομο, εἶναι ἀσύγκριτα ἀνώτεροι ἀπό κάθε ἄλλο λόγο ἀρετῆς.
Αἰκατερίνη Τσαλαμπούνη
Δρ. Θεολογίας
Ἐπίκουρη καθηγήτρια
Ἀπολύτρωσις 57 (2002) 105-106
Ὁ πόνος χαρακώνει τήν ψυχή, συνθλίβει τήν ὕπαρξη κι ὁ ἄνθρωπος ζητᾶ τήν ἀπελευθέρωση ἀπό τήν καταδυνάστευσή του. Τό κενό μνῆμα τοῦ Ἀναστάντος δείχνει τό δρόμο. Τά ματωμένα χέρια τοῦ Κυρίου μένουν στή γῆ ἁπλωμένα μέσα ἀπό ὅλους ἐκείνους πού ἀφιερωμένοι στόν Νικητή παίρνουν ἀπό τή δύναμή Του, γιά νά σκορποῦν στόν κόσμο τίς δικές Του εὐεργεσίες.
Στήν Ἀπάμεια τῆς Βιθυνίας, στά εὐλογημένα χώματα τοῦ Πόντου, ἐπί αὐτοκράτορα Μαυρικίου (582-602 μ.Χ.), ἕνας πλούσιος νέος ἑκούσια πτωχεύει, γιά νά διακονήσει τόν πάσχοντα ἄνθρωπο. Γιατρός καί θεολόγος, θεραπευτής σωμάτων ἀλλά καί ψυχῶν, δοῦλος ἀφοσιωμένος στόν μεγάλο Ἰατρό ὑπηρετεῖ σιωπηρά καί θυσιαστικά τό πονεμένο παιδί τοῦ Θεοῦ. Ποιός νά μετρήσει ὅσους εὐεργετήθηκαν ἀπό τό χέρι του κι ἀπό τήν προσευχή του, ἀπό τά λόγια του καί τό παράδειγμά του; Ὅσους ἔλαβαν θαυμαστά τήν ἀγαλλίαση τῆς ἴασης ἀλλά καί τήν παραμυθία τῆς πνευματικῆς καθοδήγησης; Οἱ ἄγγελοι κατέγραψαν τίς ἱστορίες τους στή Βίβλο τῆς Ζωῆς καί ὁ οὐρανός εἶχε πανηγύρι.
Στήν εὐγενῆ παράταξη τῶν χριστιανῶν γιατρῶν ἀνήκει ὁ ἅγιος Παυσίκακος πού τιμᾶ ἡ Ἐκκλησία μας στίς 13 Μαΐου. Συνετός ἀλλά καί τολμηρός, ταλαντοῦχος καί ταπεινός κράτησε τή σμίλη, γιά νά βγεῖ μέσα ἀπό τή δυσμορφία τῆς ἀρρώστιας ὁ ἄνθρωπος μέ τό ἀρχαῖο κάλλος. Διότι ὁ Θεός χρησιμοποιεῖ κάποτε τόν πόνο, γιά νά ὁδηγήσει τούς ἀπογόνους τοῦ Ἀδάμ στούς κήπους τῆς Ἐδέμ. Κι ἡ Ἐκκλησία μέ τούς ἐργάτες της θεραπεύει καί καλλύνει τίς ἀλγοῦσες ψυχές, γιά νά φανερώνεται ἡ νίκη τοῦ ἀναστημένου Λυτρωτῆ ἐπί τῆς ἁμαρτίας σέ κάθε τόπο, σέ κάθε ἐποχή.
Νοτισμένες μέ τόν ἱδρώτα τῆς διακονίας καί τά δάκρυα τῆς προσευχῆς ἡ κάθε μέρα καί ἡ κάθε νύχτα τῆς ζωῆς τοῦ Παυσίκακου. Ποιό τοῦ κόσμου ζύγι νά μετρήσει τήν ἀγάπη τῶν ἁγίων γιά τή ραγισμένη εἰκόνα τοῦ Θεοῦ, τόν ἄνθρωπο; Ὁλοκαύτωμα προσφορᾶς, γιά νά παύσει τό κακό καί ἡ κακία, ὁ ἅγιος Παυσίκακος. Μετερίζι στόν ἀγώνα του ἡ ἱερά μονή στήν ὁποία ἀσκήτευε καί στή συνέχεια ἡ Ἐπισκοπή Συννάδων, ποιμένα τῆς ὁποίας τόν χειροτονεῖ ὁ Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως Κυριακός (595-606 μ.Χ.). Ἐκεῖ χρησιμοποιεῖ νυστέρι γιά νά ἀποκόψει τά ἀθεράπευτα μέλη καί νά ἐξουδετερώσει τούς αἱρετικούς. Ἡ φήμη τοῦ ὁσίου ἁπλώνεται καί τό ὄνομα τοῦ Χριστοῦ δοξάζεται.
Ὁ ἴδιος ὁ αὐτοκράτορας, ἀπελπισμένος ἀπό βαρειά ἀσθένεια τόν καλεῖ κοντά του, ἐμπιστεύεται τόν ἑαυτό του στίς γνώσεις καί στήν προσευχή του καί πραγματικά βρίσκει τή θεραπεία. Τούς θησαυρούς τῆς ἀφειδώλευτης ἀγάπης του ξεχύνει ὁ ἅγιος σέ ὅλους, μέχρι τά βαθιά του γεράματα· τότε πού τόν καλεῖ ὁ Θεός κοντά Του, ἐκεῖ ὅπου «οὔτε πένθος οὔτε πόνος οὐκ ἔσται ἔτι».
Ἰχνηλάτης
Πλησίαζε ἡ ὥρα τῆς μεγάλης ἀποδημίας. ῾Ο Κύριλλος ὕψωσε τό βλέμμα του πρός τόν οὐρανό. Μέ δάκρυα στά μάτια ἔστειλε στόν βασιλέα Χριστό τή στερνή του προσευχή· «Κύριε, Θεέ μου, ἐσύ πού δημιούργησες ὅλα τά ἀγγελικά τάγματα καί τίς οὐράνιες δυνάμεις· Σύ πού ἐξάπλωσες τούς οὐρανούς, θεμελίωσες τή γῆ κι ἔφερες σέ ὕπαρξη τά πάντα ἀπό τό μηδέν· ἐσύ... ἄκουσε τήν προσευχή μου καί φύλαξε τό πιστό σου ποίμνιο, πού τό ἐμπιστεύθηκες σ᾿ ἐμένα τόν ἀνάξιο καί ἀχρεῖο δοῦλο σου, καί λύτρωσέ το ἀπό κάθε ἀσεβῆ καί εἰδωλολατρική κακότητα ἐκείνων πού σέ βλασφημοῦν»(Βίος Κυρίλλου, κεφ. 18).
Στά χέρια τοῦ Παντοκράτορος ἤθελε ν᾿ ἀκουμπήσει τό λαό τῶν Σλάβων ὁ φλογερός τους ἱεραπόστολος τήν ὥρα πού τούς ἀποχαιρετοῦσε, στά σαρανταεννέα του μόλις χρόνια, σπεύδοντας νά ἀπολαύσει τήν ἄφθαρτη καί αἰώνια δόξα. ᾿Εκείνη πού προγεύθηκε στά ἱερά σκηνώματα τοῦ ᾿Ολύμπου Βιθυνίας, ὅπου μόνασε γιά ἕνα διάστημα μαζί μέ τόν ἀδελφό του· ἐκείνη τή δόξα πού ἦταν ἡ ἀπαντοχή του καί ἡ ἐνίσχυσή του ἀπό τότε πού ὁ βασιλέας Χριστός ἐπιστράτευσε τά δύο ἀδέλφια γιά μία ἐκστρατεία ἱερή στή βορειοανατολική Εὐρώπη.
Μέ αὐταπάρνηση καί ἐνθουσιασμό ρίχτηκαν τότε στή μεγάλη ἀποστολή οἱ δύο γιοί τοῦ δρουγγαρίου Λέοντος. Διέθεσαν ὅλα τους τά φυσικά καί πνευματικά χαρίσματα, ὅλο τόν πλοῦτο τῆς μόρφωσής τους, ὅ,τι εἶχαν ἀποθησαυρίσει στά παιδικά καί νεανικά τους χρόνια μέσα στήν εὐσεβῆ ἀρχοντική τους οἰκογένεια καί κοντά στούς ἀξιόλογους διδασκάλους τους. Γεννήθηκαν, ἐξάλλου, καί μεγάλωσαν στήν ἁγιοτόκο Θεσσαλονίκη, τήν πόλη μέ τή λαμπρή ἱστορία καί τά μεγαλειώδη μνημεῖα, ἡ ὁποία ἀποτελοῦσε ἀπό μόνη της σπουδαῖο σχολεῖο. Τέλος, εἶχαν ἤδη ἀσκηθεῖ -ὁ Μεθόδιος στόν διοικητικό κλάδο, ὁ Κύριλλος, ἤ κατά κόσμον Κωνσταντίνος, στό διπλωματικό-, ὥστε ν᾿ ἀποδειχθοῦν κατάλληλα ὄργανα στό σχέδιο τῆς θείας χάρης.
... Τό 862 ἔφτασε στήν Κωνσταντινούπολη μία πρεσβεία ἀπό τόν πρίγκηπα τῶν Σλάβων τῆς Μοραβίας Ραστισλάβο. Μετέφερε μία ἐπιστολή πρός τόν αὐτοκράτορα Μιχαήλ Γ´· «῎Αν καί ὁ λαός μας ἐναντιώθηκε στήν εἰδωλολατρία καί τηρεῖ τόν χριστιανικό νόμο, δέν ἔχουμε ὅμως διδάσκαλο τέτοιον πού θά μᾶς δίδασκε στή δική μας γλώσσα αὐτή τή χριστιανική πίστη, ὥστε καί ἄλλες χῶρες βλέποντας νά μᾶς μιμηθοῦν. Γιά τό λόγο αὐτό στεῖλε μας, δέσποτα, τέτοιο ἐπίσκοπο καί διδάσκαλο, διότι ἀπό σᾶς ἐκπορεύεται σέ ὅλες τίς χῶρες ὁ καλός νόμος» (Βίος Κυρίλλου, κεφ. 14· πρβλ. Βίος Μεθοδίου, κεφ. 5).
Συγκαλεῖ σέ σύσκεψη ὁ αὐτοκράτορας τόν πρωθυπουργό καί θεῖο του Καίσαρα Βάρδα καί τόν πατριάρχη Φώτιο. ῾Η σκέψη τους στρέφεται πρός τόν Κωνσταντίνο τόν φιλόσοφο, τόν ἐξαίρετο μαθητή τοῦ Φωτίου. «Καίτοι κουρασμένος καί ἄρρωστος -μετά τή δύσκολη ἀποστολή στή χώρα τῶν Χαζάρων-, μετά χαρᾶς θά πάω ἐκεῖ», ἦταν ἡ ἀπάντησή του, «ἄν ὅμως ἔχουν γράμματα στή δική τους γλώσσα... Διότι ποιός μπορεῖ νά γράψει λόγο πάνω στό νερό, καί αἱρετικό ὄνομα γιά τόν ἑαυτό του ν᾿ ἀποκομίσει;». Τήν ἀγωνία του αὐτή ἐκφράζει ἀργότερα ὁ ῞Αγιος καί στόν πρόλογο τῆς μεταφράσεως τῶν Εὐαγγελίων·
«῎Εθνη δή βίβλων δίχα, γυμνά
ἀγωνίσασθαι μή δυνάμενα ἄνευ ὅπλων».
«῎Ομβρου βιβλίων θείων δέονται
πρός τό αὐξῆσαι Θεοῦ καρπόν μᾶλλον».
Μέ θερμή προσευχή καί ἱερό ζῆλο ἐπιδόθηκε στό μεγάλο καί δύσκολο ἔργο ὁ Κύριλλος. Σέ συνεργασία μέ τόν Μεθόδιο καί μ᾿ ἕνα ἐκλεκτό ἐπιτελεῖο πέτυχαν τήν ἐπινόηση τῆς σλαβικῆς γραφῆς, τοῦ γλαγολιτικοῦ ἀλφαβήτου, ἀλλά καί τή διαμόρφωση τῆς σλαβικῆς γλώσσας, ὥστε νά εἶναι δυνατή ἡ προσαρμογή της στόν ἐννοιολογικό πλοῦτο τῆς ἑλληνικῆς καί ἡ ἀναγωγή της σέ ὄργανο ὑψηλῆς ἔκφρασης. ῾Ως πρῶτο ἔργο τῆς σλαβικῆς γραμματείας ἀναφέρεται τό Εὐαγγελιστάριον, ἡ μετάφραση τῶν εὐαγγελικῶν περικοπῶν πού διαβάζονται στήν ᾿Εκκλησία. Μετά ἀπό ἐπίπονη καί ἐντατική ἐργασία μεταφράσθηκε ὅλη ἡ ἁγία Γραφή, καθώς ἐπίσης λειτουργικά καί πατερικά βιβλία.
῾Ο δημιουργός ὅμως τῶν σλαβικῶν γραμμάτων, ὁ ἰθύνων νοῦς τοῦ ἐκλεκτοῦ ἐπιτελείου ἔμελλε νά ἐγκαταλείψει γρήγορα τόν κόσμο αὐτό. ᾿Αφοῦ πρῶτα ἄνοιξε τούς κρουνούς γιά νά ξεδιψάσουν οἱ λαοί τῆς Εὐρώπης μέ τά νάματα τῆς ᾿Αλήθειας, ἄφησε τήν τελευταία του πνοή στό ἑλληνικό μοναστήρι τῆς Ρώμης στίς 14 Φεβρουαρίου τοῦ 869.
Λίγο πρίν ἀπό τό τέλος, κάλεσε κοντά του τόν Μεθόδιο, τόν πρωτότοκο ἀδελφό του· «Βλέπεις, ἀδελφέ, ἤμασταν ζευγάρι πού ὀργώναμε τό ἴδιο αὐλάκι», τοῦ εἶπε, «καί ἐγώ πέφτω πάνω στό χωράφι τελειώνοντας τίς μέρες μου. ᾿Εσύ ἀγαπᾶς πολύ τό ὄρος (δηλαδή τόν ῎Ολυμπο), δέν εἶναι δυνατόν ὅμως γιά χάρη τοῦ ὄρους νά ἐγκαταλείψεις τή διδασκαλία σου, διότι περισσότερο ἀπό καθετί ἄλλο μέσα ἀπό αὐτή θά σωθεῖς» (Βίος Μεθοδίου, κεφ. 7).
῾Ο Μεθόδιος κράτησε βαθιά μέσα του ὡς ἱερή παρακαταθήκη τά λόγια αὐτά τοῦ ἀδελφοῦ του. ᾿Αψηφώντας κινδύνους καί δοκιμασίες ἐπέκτεινε τό ἔργο στίς περιοχές τῶν Μοραβῶν, Σλοβένων, Κροατῶν καί Σέρβων. ᾿Ακαταπόνητος ἐργάστηκε στόν ἀγρό τοῦ Κυρίου, μέχρι τήν ὥρα ἐκείνη, στίς 6 ᾿Απριλίου τοῦ 885, πού ὁ Κύριος τόν κάλεσε κοντά του στήν αἰώνια ἀνάπαυση καί εὐφροσύνη, τήν ὁποία ἑτοίμασε γιά τούς δικούς του.
Β. ᾿Αντωνίου
῾Η σκληρότητα τοῦ βάρβαρου κατακτητῆ ἔχει βουβάνει τά καμπαναριά κι ἔχει σφαλίσει τίς ἐκκλησιές. ῞Ομως δέν στάθηκε μπορετό νά σταματήσει τήν καμπάνα τῆς ὁμολογίας, πού ἀσίγαστα ἀντηχεῖ ἀπό τίς καρδιές καί τά χείλη τῶν ὀρθόδοξων ῾Ελλήνων. Κι εἶναι ἕνα τέτοιο ἀναστάσιμο γλυκολάλημα τά λόγια τοῦ δεκαοκτάχρονου ᾿Αργυρίου μέσα στόν κεντρικό καφενέ τῆς Θεσσαλονίκης.
Οἱ γενίτσαροι καγχάζουν καί θριαμβολογοῦν γιά τή νίκη τους κι ἀνάμεσά τους ἔχουν τό τρόπαιό τους· ἕναν φτωχό ραγιά, πού κάτω ἀπό τίς πιέσεις καί τούς ἐκβιασμούς τους ἀναγκάστηκε νά ἀλλαξοπιστήσει. ῾Ο ᾿Αργύριος ἀγκαλιάζει τόν ἐξωμότη καί τοῦ φωνάζει· «᾿Αδελφέ, μήν προδίδεις τήν πίστη! Στάσου γενναῖος. ῾Ο Χριστός εἶναι ὁ ἀληθινός Θεός. ᾿Αντιστάσου στόν πειρασμό!».
῞Οταν πρίν λίγο ἡ πικρή εἴδηση τῆς ἀλλαξοπιστίας φτερούγιζε στά σοκάκια τῆς πόλης, πού ἀγάπησε τόν Θεό καί ἔστειλε στόν οὐρανό ἁγίους καί μάρτυρες, συγκλονίστηκε ἡ καρδιά τοῦ νεαροῦ χριστιανοῦ ἀπό τήν ᾿Επανωμή πού δούλευε στό μεγάλο κεντρικό ραφεῖο. ῾Ο ζηλωτής χριστιανός ἔβαλε φτερά στά πόδια κι ἔσπευσε δίπλα στόν ἀδελφό πού κινδύνευε νά χάσει τήν ψυχή του. Τά φλογερά λόγια τῆς ἡρωικῆς ὁμολογίας του τά πνίγουν οἱ κραυγές καί τά χτυπήματα τῶν γενίτσαρων πού ὁρμοῦν μέ μίσος πάνω του. Εἶναι οἱ στερνές ὧρες τῆς ζωῆς του, πού ὑφαίνονται στό στημόνι τῆς ἀγάπης μέ τό ὑφάδι τοῦ ἐνθουσιασμοῦ.
᾿Από τήν ἀγχόνη, πού στήνεται στό «Καπάνι», ὁ ᾿Αργύριος κεῖνο τό ἀνοιξιάτικο δειλινό τῆς 11ης Μαΐου τοῦ 1806 προστίθεται στήν εὐλογημένη χορεία τῶν θεσσαλονικέων ἁγίων. Τό φῶς του δέν ἔσβησε· ἔγινε σπίθα στίς καρδιές τῶν ραγιάδων. ῾Η νιότη του δέν μαράθηκε· ἔδωσε ἄνθη στό δεντρί τῆς λευτεριᾶς.
῾Ο περικαλλής ναός, πού φέρει τό ὄνομά του στήν ᾿Επανωμή, διαλαλεῖ τήν αἰώνια δόξα του. ῾Η εἰκόνα του μέ τό ὁλόφωτο νεανικό πρόσωπο μεταγγίζει στίς ψυχές τῶν προσκυνητῶν τή βεβαιότητα τῆς νίκης. ῾Η ζωή του ἀπευθύνει στούς ὀρθόδοξους ῞Ελληνες τοῦ 21ου αἰώνα τό ἄγγελμα τῆς ἀνυπόκριτης ἀγάπης γιά τόν ἀδελφό, τῆς ἀδείλιαστης ὁμολογίας γιά τόν Χριστό.
Ἰχνηλάτης, "Ἀπολύτρωσις" 56 (2001) 105
Τυραννικό τό ἐρώτημα βασανίζει τήν ἀπορημένη σκέψη καί πληγώνει τήν πονεμένη καρδιά τοῦ σκεπτόμενου ἀνθρώπου· «Γιατί ὑποφέρουμε στή ζωή;». Γεννιόμαστε ὅλοι μέ τόν πόθο τῆς χαρᾶς, τῆς ἐπιτυχίας, τῆς ἀναγνώρισης. Γι᾿ αὐτά ἀγωνιζόμαστε ἀπό τήν πρώτη νιότη ὥς τά γεράματά μας. Κι ὅμως καθημερινά γευόμαστε τό πικρό ποτήρι τῆς θλίψεως, τῆς καταφρόνιας, τῆς ἀπόρριψης. Συχνά μάλιστα διαπιστώνουμε ὅτι οἱ καλοί περισσότερο ὑποφέρουν, οἱ δίκαιοι καί ἄμεμπτοι, οἱ εὐσεβεῖς σκληρότερα δοκιμάζονται. Γιατί;
Τήν ἀπάντηση σ᾿ αὐτό τό καυτό καί πανανθρώπινο ἐρώτημα τή δίνει ὁ πολύαθλος ᾿Ιώβ (ἡ μνήμη του ἑορτάζεται στίς 6 Μαΐου). ῾Η ζωή καί τά βάσανά του ἱστοροῦνται στό ὁμώνυμο βιβλίο, ἕνα ἀπό τά ἀρχαιότερα καί ὡραιότερα τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης, πραγματικό φιλολογικό ἀριστούργημα, μέ πλούσια διδακτικά καί ἠθικά μηνύματα.
῏Ηταν ἄρχοντας, ἐπιφανής, εὐυπόληπτος, πλούσιος, ὑγιής, πολύτεκνος, εὐτυχισμένος ὁ ᾿Ιώβ. Τά εἶχε ὅλα! Καί σέ μιά στιγμή τά ἔχασε ὅλα. Μά δέν ἔχασε τήν εἰρήνη καί τήν ἀγαθότητά του, διότι διατήρησε τήν πίστη καί τήν ἐλπίδα του στόν Θεό. «Γυμνός βγῆκα ἀπό τήν κοιλιά τῆς μάνας μου καί γυμνός θά ἐπιστρέψω στή γῆ», σκέφθηκε. «Τό χέρι τοῦ Θεοῦ, πού ἔδινε πλούσιες εὐλογίες, μοῦ τίς παίρνει τώρα. Δικαιοῦται ὁ Θεός νά πάρει ὅ,τι καί ὅσα θέλει, καί ὅταν ὁ ἴδιος κρίνει». ῎Ω! ἀληθινή φιλοσοφία, ἄσειστο θέμελο μετριοπάθειας καί σεμνότητος στίς ἐπιτυχίες, πηγή κουράγιου καί δυνάμεως στίς δυσκολίες καί ἀναποδιές! Καθώς πληροφοροῦνταν μία-μία τίς τραγικές συμφορές πού ἔπεσαν ἐπάνω του, ὁ ᾿Ιώβ δέν ξεστόμισε κραυγές καί κατάρες. «Εἴη τό ὄνομα Κυρίου εὐλογημένον εἰς τούς αἰῶνας» (᾿Ιβ 1,21), ἀναφώνησε ὁ ἄνθρωπος τοῦ Θεοῦ. Καί αὐτή ἡ λιτή δοξολογία του, ἄρωμα τοῦ πνευματικοῦ του μεγαλείου, ἔγινε ὕμνος στά χείλη ὅλων τῶν χριστιανῶν κατά τό κλείσιμο κάθε θείας Λειτουργίας.
Οἱ θλίψεις ἔχουν παιδαγωγικό χαρακτήρα, τόν ὁποῖο μόνο ὁ Θεός γνωρίζει. ᾿Εξάλλου, ὅπως παρατηρεῖ ὁ ἅγιος Χρυσόστομος, «κανενός ἀνθρώπου ἡ ζωή δέν εἶναι εὐτυχισμένη σέ ὅλη τήν πορεία της». ῾Ο Θεός ἔχει κάθε δικαίωμα νά δίνει εὐλογίες ἀλλά καί νά ἐπιτρέπει συμφορές. Κι ὁ πιστός ὀφείλει ὄχι ἁπλῶς νά ἀνέχεται ἀλλά καί νά δέχεται εὐγνώμονα τίς θλίψεις ἀπό τό χέρι τοῦ Θεοῦ. Μέ τέτοια πίστη ὁ ποιητής Γ. Βερίτης θά γράψει· «Δῶρο δικό Σου εἶναι κι ὁ πόνος, δῶρο δικό Σου ἀκριβό. Καί φθάνω νά Σ᾿ εὐγνωμονῶ καί γιά τίς ὧρες πού πονῶ».
῾Ο πολύαθλος ᾿Ιώβ εἶναι προφητικός τύπος τοῦ ἀθώου καί ἀναμαρτήτου ᾿Ιησοῦ Χριστοῦ. ᾿Εκεῖνος σήκωσε τόν πιό μεγάλο πόνο, παίρνοντας πάνω του τίς ἁμαρτίες ὅλου τοῦ κόσμου. Γι’ αὐτό παρέχει στούς πιστούς ὄχι μόνο τήν ἀληθινή παρηγοριά, ἀλλά καί τή λύτρωση ἀπό τόν πόνο. ῾Η ᾿Ανάστασή του μᾶς εἰσάγει στήν αἰώνια διάσταση, «ἔνθα οὐκ ἔστι πόνος», καί δίνει τή χάρη νά «ὑπερπερισσεύωμεν τῇ χαρᾷ ἐπί πάσῃ τῇ θλίψει» (βλ. Β´ Κο 7,4).
Στέργιος Ν. Σάκκος, "Ἀπολύτρωσις" 61 (2006) 131
Μέ νοτισμένη τήν καρδιά ἀπό τά δάκρυα τῆς Μ. Ἑβδομάδας, μέ πλημμυρισμένα τά μάτια ἀπό τό φῶς τῆς Ἀνάστασης βαδίζουμε στά μονοπάτια τῆς ἐποχῆς μας κι ἀνταμώνουμε μέσα στήν ἄνοιξη καρδιές πού κουβαλᾶνε τό χειμώνα. Πῶς νά τούς ποῦμε τό μεγάλο μυστικό πώς τά ἀρώματα τοῦ Μαγιοῦ, τῆς ἄνοιξης τά μύρα δέν βρίσκονται ἀλλοῦ παρά μόνο στήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία; Ἐκεῖ πού μυροβλύζουν τά λείψανα τῶν ἁγίων, ἐκεῖ πού τό αἷμα τῶν μαρτύρων ποτίζει μέ θεϊκό ζῆλο ἅγια βλαστάρια. Πῶς νά φθάσει σέ κάθε ψυχή τοῦτο τό μήνυμα; Μᾶς διδάσκει ὁ βίος τῶν πρώτων ἀδελφῶν μας, οἱ ὁποῖοι ἔγραψαν μιά φωτεινή σελίδα ἱεραποστολῆς στή χριστιανική ἱστορία.
Ἀνοιχτό μπρός μου τό συναξάρι τῆς 2ας Μαΐου. Μέ μεταφέρει στήν Παμφυλία τῆς Μ. Ἀσίας στά χρόνια τοῦ αὐτοκράτορα Ἀδριανοῦ (117-138 μ.Χ.). Ὁ Ἕσπερος καί ἡ σύζυγός του Ζωή εἶχαν ζυμωθεῖ μέσα στόν πόνο τῆς δουλείας, ὅταν γνώρισαν Ἐκεῖνον πού ἐλευθερώνει τόν ἄνθρωπο ἀπό τόν πόνο καί τή δουλεία. Τότε ἡ ὕπαρξή τους γλυκάθηκε μέ τή γεύση τῆς αἰωνιότητας. Ἡ κάθε μέρα χάραζε στό δικό Του ἅγιο ὄνομα καί ὁ κάθε κόπος γινόταν ἀνάλαφρος τώρα πού ζοῦσαν ἐλεύθερα ὑποταγμένοι στόν Κύριο. Ἡ ὑποταγή αὐτή ἦταν πού ἔκανε τό πρόσωπο νά μένει ἱλαρό μέσα στήν καταδυνάστευση, φωτεινό στήν ἀδικία, χαρούμενο στή θλίψη. Εἶχαν λάβει μέ τό ἅγιο Βάπτισμα τή σφραγίδα τῆς υἱοθεσίας καί ποιός μποροῦσε νά τήν ἐξαλείψει ἀπό τό μέτωπο καί τήν καρδιά τους, καθώς ἐκεῖνοι μέ εὐγνωμοσύνη ἔψαλλαν τήν ἐλευθερία τῶν τέκνων τοῦ Θεοῦ;
Ἀνάμεσα σέ ἑκατοντάδες δούλους ἔγιναν ὁ Ἕσπερος καί ἡ Ζωή παράδειγμα, φαινόμενο ἀνεξήγητο. Ἦταν ἡ μεγαλύτερη ἀνταμοιβή τους, ὅταν τό δειλινό πού ξαπόσταιναν ἀπ᾿ τή βαρειά δουλειά τούς πλησίαζαν κάποιοι ταλαίπωροι σύνδουλοί τους νά ρωτήσουν ποιά εἶναι ἡ μυστική δύναμη τῆς χαρούμενης ὑπομονῆς τους. Καί τότε οἱ φτωχοί δοῦλοι ἄνοιγαν τόν ἀτίμητο θησαυρό τῆς γνώσεως τοῦ ἀληθινοῦ Θεοῦ καί μοίραζαν ἁπλόχερα στούς ἀποκαμωμένους σκλάβους παρηγοριά καί ἐλπίδα.
Πρωτάκουστο καί πρωτόφαντο τό κήρυγμα τῆς ἰσότητας καί τῆς ἐλευθερίας πού διαγγέλλει τό εὐαγγέλιο τοῦ Ἰησοῦ. Πόσα σκιρτήματα δημιουργοῦσε στίς ψυχές πού τίς εἶχε συντρίψει ἡ ἀδικία καί τίς κρατοῦσε ἁλυσόδετες ὁ μισάνθρωπος ἐχθρός! Ἀχτίδες ἀπό κάποιο ἄλλο φῶς σκόρπιζαν τότε τό σκοτάδι· καί τά ματωμένα χέρια τοῦ ἐσταυρωμένου Λυτρωτῆ ἁπλώνονταν νά ἀγκαλιάσουν καί νά θωπεύσουν, νά θεραπεύσουν καί νά ἐλευθερώσουν τίς καρδιές, πού ἀνοίγονταν γιά νά δεχθοῦν τήν ἀληθινή ἐλευθερία. Ὑπέροχες σκηνές πού ξεπερνοῦν τήν ἀνθρώπινη λογική! Εἶναι καί τοῦτο ἀπό τά παράδοξα τῆς χάρης τοῦ Θεοῦ, νά χρησιμοποιεῖ τούς μικρούς καί ἁπλούς γιά νά ξαπλώνεται στή γῆ ἡ Βασιλεία Του, γιά νά γνωρίζουν κι ἄλλες ψυχές τή σωτηριώδη ἀλήθεια του.
Ὁ Ἕσπερος καί ἡ Ζωή ἀγοράστηκαν ἀπό τόν πλούσιο ρωμαῖο εἰδωλολάτρη Κάταλλο καί δούλευαν σ᾿ αὐτόν μαζί μέ τά παιδιά τους, τόν Κυριακό καί τόν Θεόδουλο. Μέσα σ᾿ ἕνα περιβάλλον ὅπου κυριαρχοῦσε ἡ σκληρότητα καί ἡ προκλητική ἀκολασία, αὐτοί μέ σύνεση καί νηφαλιότητα ἔθεταν τό νόμο τοῦ Θεοῦ πάνω ἀπό κάθε μικρόπρεπο ὑπολογισμό. Ἡ ἄλκιμη νιότη τῶν δύο γιῶν πλάι στήν ὡριμότητα τῶν γονέων ἀγωνιζόταν στό ἴδιο στάδιο. Οἱ κύριοί τους δέν μποροῦσαν νά ἀνεχθοῦν τήν ἐνάρετη καί καθαρή ζωή τῶν δούλων τους. Πολλές φορές τούς τιμώρησαν σκληρά γιά τή σταθερότητά τους στήν ἐντολή τοῦ Θεοῦ.
Κάποια ἄνοιξη, σέ μιά γιορτή πού ὀργανώθηκε στήν ἔπαυλη τοῦ Κάταλλου, ἀρνήθηκε ἡ χριστιανική οἰκογένεια νά συμμετάσχει σέ τελετές καί πράξεις ἀνάρμοστες. Τότε ὁ κύριός τους ξέχασε τήν τιμιότητα καί τήν ἀφοσίωση μέ τήν ὁποία τόν ὑπηρέτησαν τόσα χρόνια καί διέταξε τήν αὐστηρή τους τιμωρία. Μετά ἀπό φοβερά βασανιστήρια τούς ἔρριξαν σέ πυρακτωμένο καμίνι. Ἐκεῖ μέσα βρέθηκαν τό πρωί νεκροί, ἀλλά ὄχι καμένοι. Ἦταν σάν νά κοιμόντουσαν, στραμμένοι πρός τήν ἀνατολή. Προσευχόμενους παρέλαβε ὁ Κύριος καί Θεός στή Βασιλεία του τούς γνήσιους δούλους του, πού κράτησαν ἀμόλυντο τό χιτώνα τοῦ Βαπτίσματος ἀφήνοντας στούς πιστούς κάθε ἐποχῆς πρότυπο ἀληθινῆς πνευματικῆς ἐλευθερίας. «Εἰς ὕψος περίδοξον μαρτυρίου ἑαυτούς ἀγαγόντες στεφάνους ἐξ ὕψους ἐκομίσαντο».
Ναί, οἱ δοῦλοι ἐκεῖνοι, τοῦ Χριστοῦ ἀπελεύθεροι, ἔφθασαν στήν ὕψιστη πράξη τῆς προσωπικῆς ἐλευθερίας, τό μαρτύριο. Ἀπό τά μύρα τῆς θυσίας τους ἄς λάβουμε κι ἐμεῖς, γιά νά εὐωδιάζουμε στό πέρασμά μας μέ τό ἄρωμα τῆς αἰώνιας ἄνοιξης τῶν λυτρωμένων υἱῶν τῆς ἀναστάσεως.
Ἰχνηλάτης
Τό ὄνομα Ἀλεξάνδρα εἶναι σύνηθες στόν ἑλληνορωμαϊκό κόσμο. Πλῆθος ἀπό βασίλισσες καί πριγκίπισσες τό ἔφεραν κατά καιρούς. Μεταξύ αὐτῶν καί μία ἁγία.
Ἡ ἁγία Ἀλεξάνδρα δέν ἀπασχόλησε τούς κοσμικούς ἱστορικούς. Ἦταν βέβαια καί αὐτή, κατά μίαν ἔννοια, βασίλισσα, ὡς μία ἀπό τίς συζύγους τοῦ αὐτοκράτορα Διοκλητιανοῦ. Δέν εἶχε ὅμως νά ἐπιδείξει κάτι ἀπό ἐκεῖνα πού ἕλκουν τήν προσοχή τῶν ἱστορικῶν τοῦ κόσμου. Οὔτε σέ ραδιουργίες τῆς αὐλῆς ἀναμείχθηκε οὔτε μέ τή ζωή της προκαλοῦσε. Καί θά παρέμενε τελικά ἄγνωστη, ἄν δέν ἐπέλεγε τό τέλος της!
Ἦταν τότε πού ὁ Διοκλητιανός ἐξαπέλυσε τόν μεγάλο, τόν φοβερότερο ἴσως, διωγμό κατά τῶν χριστιανῶν (303 μ.Χ.). Εἶχε προηγηθεῖ ἡ αὐτοαναγόρευσή του σέ «Δίιο», δηλαδή προστατευόμενο τοῦ Δία καί στή συνέχεια σέ θεό, κατά τή συνήθεια τῶν αὐτοκρατόρων τῆς παρηκμασμένης ρωμαϊκῆς αὐτοκρατορίας. Ἦταν τόσο τό πάθος τοῦ Διοκλητιανοῦ κατά τῶν χριστιανῶν, ὥστε διέταξε νά κοπεῖ νόμισμα μέ τή μορφή του, φυσικά, καί μέ τήν ἐπιγραφή «νά ἐξαφανιστοῦν οἱ χριστιανοί»!
Οἱ Ρωμαῖοι, συνηθισμένοι νά βλέπουν αἷμα νά χύνεται στά ἀμφιθέατρα, βρῆκαν τρόπο νά διασκεδάζουν τήν ἀνία τους παρακολουθώντας τά μαρτύρια τῶν χριστιανῶν. Μεταξύ τῶν μαρτύρων αὐτῶν ἦταν καί ὁ Γεώργιος ἀπό τήν Καππαδοκία, νεαρός ἀξιωματοῦχος τῆς αὐτοκρατορίας.
Ἡ ἄρνησή του νά θυσιάσει στούς θεούς καί στόν θεοποιημένο αὐτοκράτορα ὁδήγησε τόν Γεώργιο στό ἑδώλιο τοῦ κατηγορουμένου καί, στή συνέχεια, στούς βασανιστές. Ἡ παραδειγματική τιμωρία ἑνός ἀνυπότακτου στόν αὐτοκράτορα ἀξιωματούχου ἦταν θέαμα ἐνδιαφέρον γιά τούς Ρωμαίους. Τό παρακολούθησε καί ὁ ἴδιος ὁ Διοκλητιανός συνοδευόμενος ἀπό τή σύζυγό του Ἀλεξάνδρα. Ὁ Γεώργιος παρέμεινε ἄκαμπτος στά ἀλλεπάλληλα φοβερά βασανιστήρια, νικητής ἐπί τῶν τυράννων. Ἡ σταθερότητά του εἶχε ὡς ἀποτέλεσμα νά προσελκύσει στήν πίστη τοῦ Χριστοῦ κάποιους ἀπό τούς δημίους του. Ἀκόμη καί οἱ ἀκόλουθοι τοῦ Διοκλητιανοῦ Θεωνᾶς, Καισάριος καί Ἀντωνίνος ὁμολόγησαν πίστη στόν Χριστό καί μαρτύρησαν στή φωτιά (ἑορτάζονται τήν 20ή Ἀπριλίου). Ἡ βασίλισσα Ἀλεξάνδρα ὁμολόγησε ὡς Θεό τόν Ἰησοῦ Χριστό μπροστά στόν σύζυγό της, ὁ ὁποῖος τήν καταδίκασε σέ ἀποκεφαλισμό. Πέθανε στή φυλακή πρίν ἀπό τήν ἐκτέλεση τῆς ποινῆς (ἑορτάζεται τήν 21η Ἀπριλίου).
Δύο χρόνια ἀργότερα (305 μ.Χ.) ὁ Διοκλητιανός παραιτήθηκε ἀπό τό θρόνο ὑποχρεώνοντας σέ παραίτηση καί τόν συναυτοκράτορά του καί ἐπίσης φοβερό διώκτη τῶν χριστιανῶν Μαξιμιανό. Λίγο ἀργότερα πέθανε, ἀλλά οἱ χριστιανοί δέν ἐξαφανίστηκαν.
Τά ἀνάκτορα τοῦ Γαλερίου, ἑνός ἀπό τούς διαδόχους τοῦ Διοκλητιανοῦ, στή Θεσσαλονίκη ἔχουν μετατραπεῖ σέ σκουπιδότοπο. Ἡ ἁψίδα του, ἡ γνωστή «καμάρα», ἔχει διαβρωθεῖ ἀπό τά καυσαέρια τῶν ὀχημάτων πού κινοῦνται ἐπί τῆς Ἐγνατίας ὁδοῦ. Λίγο πιό πάνω ἕνα ἄλλο ρωμαϊκό κτίσμα, ἡ γνωστή Ροτόντα, ἔχει μετατραπεῖ ἀπό αἰῶνες σέ ναό τοῦ ἁγίου Γεωργίου. Μέ φανατισμό κάποιοι ἀρχαιολόγοι καί κάποιοι ἄλλοι «φίλοι» τῆς ἀρχαίας κληρονομιᾶς πασχίζουν νά ἀποϊεροποιήσουν τόν χῶρο. Ἀλλά ἐκεῖ ἀκόμη ψάλλεται τό ἀπολυτίκιο τοῦ ἁγίου «Ὡς τῶν αἰχμαλώτων ἐλευθερωτής...». Βέβαια, τό κράτος τοῦ Βατικανοῦ (καί ὄχι ἡ δυτική Ἐκκλησία, ὅπως ἐπιχειρεῖται νά μᾶς ἐπιβληθεῖ) τό 1961 διέγραψε ἀπό τό Συναξαριστή τόν ἅγιο Γεώργιο, μέ δικαιολογητικό τήν ἔλλειψη αὐθεντικῶν μαρτυριῶν. Φαίνεται πώς διέκρινε ὁ «ἀλάθητος» ποντίφηξ συνωστισμό ἁγίων καί ἤθελε νά τακτοποιήσουν οἱ ἐπερχόμενοι πάπες κάποιους ἄλλους στή θέση τῶν διαγραφέντων. Ἔτσι πρίν μερικά χρόνια ἁγιοποιήθηκε ὁ καρδινάλιος Στέπινατς τοῦ Ζάγκρεμπ, ἠθικός αὐτουργός τῆς σφαγῆς 800.000 ὀρθοδόξων Σέρβων (1941-1944)!
Ὁ σύγχρονος «ὀρθολογισμός» θεωρεῖ μύθους πολλά ἀπό τά ἀναφερόμενα στά μαρτυρολόγια. Εἶναι ἀπολύτως κατανοητή ἡ στάση τῶν ἀπίστων ἤ δυσπίστων. Ἔχοντας ἀπορρίψει τήν πνευματική διάσταση τοῦ ἀνθρωπίνου προσώπου καί ἔχοντας ἐπιβάλει τήν ὑλιστική φιλοσοφία τῆς ἱστορίας στήν ἑρμηνεία τῶν ἱστορικῶν συμβάντων, διαστρεβλώνουν αὐτά, ὥστε νά χωρέσουν στήν προκρούστεια κλίνη τῆς φιλοσοφίας τους! Καί βέβαια δέν ἔχουμε τήν ἀπαίτηση νά ἀποδεχθοῦν τό θαῦμα οἱ ἄπιστοι. Μία ὅμως σοβαρότερη προσέγγιση πρός τό μέγα θαῦμα τῆς ἐπικράτησης τῆς νέας πίστης μέσα σέ ἀγριότατους διωγμούς καί βασανιστήρια, θά διέσωζε τήν ἀξιοπρέπεια τῶν «ὀρθολογιστῶν». Διότι δέν ἦσαν μόνο «ταλαίπωροι» δοῦλοι ἐκεῖνοι πού ἀσπάστηκαν τή νέα πίστη. Ἦσαν αὐλικοί, ἀξιωματοῦχοι, δήμιοι, φιλόσοφοι (ἅγιος Ἰουστίνος), γιατροί (ἅγιος Γαληνός), καλλιτέχνες (ἅγιος Ἀρδαλίων) πλουσιότατες πόρνες (ἁγία Πελαγία).
Βέβαια ὅλοι αὐτοί προσελκύστηκαν στήν πίστη ἀπό τό παράδειγμα ἐκείνων πού ἔδιναν τότε τή μαρτυρία καί ὑφίσταντο τό μαρτύριο. Ἐμεῖς σήμερα, ἀπομακρυσμένοι ἀπό τό γνήσιο βίωμα ἐκείνων καί ἀρκετά «ὀρθολογιστές», ἐπιχειροῦμε νά πείσουμε τούς ἀρνητές μέ ἐπιχειρήματα τοῦ δικοῦ τους τύπου καί ἀγανακτοῦμε, λόγῳ ἐγωισμοῦ, ὅταν ἀποτυγχάνουμε!
Α. Π.
Ἀπολύτρωσις 63 (2008) 102-103
῾Η Ρωμιοσύνη βάδιζε σιωπηλά τό Γολγοθᾶ της. ᾿Ανάμεσα στά πιστά της παιδιά σήκωσε μέ καρτερία τό σταυρό του καί ἀνέβηκε τό Γολγοθᾶ του, κείνη τή Μεγάλη Σαρακοστή, ὁ Γιαννιώτης νέος πού γιά νά δουλέψει βρέθηκε στήν Κωνσταντινούπολη. Μέρες τώρα οἱ ᾿Αγαρηνοί μέ κολακεῖες καί ταξίματα, μέ ἀπειλές καί φοβέρες πάσχιζαν νά τόν ἐξαναγκάσουν νά γίνει μουσουλμάνος. Δέν ἄντεχαν τή λάμψη τῶν ματιῶν του, πού ἀντιφέγγιζαν μέ τήν παρθενική τους ἁγνότητα τήν ὀμορφιά τοῦ Παραδείσου. Τούς ἐνοχλοῦσε ἡ σεμνότητα καί ἡ παρρησία του, ἡ καλοσύνη καί ἡ ἀνδρεία του, πού τά καλλιεργοῦσε βαθιά του ἡ πατρογονική εὐσέβεια φυτεμένη μέσα του ἀπό τό χέρι τῶν πιστῶν γονιῶν του.
῾Ο γλυκύτατος Κύριος ἀνέβαινε καί πάλι στό Σταυρό κι ὁ ᾿Ιωάννης σημείωνε μέ εὐλάβεια πάνω του τό σημεῖο τοῦ σταυροῦ, ἀσφάλεια καί δύναμή του ἀπό κινδύνους καί πειρασμούς πού ἀπειλοῦσαν τό σῶμα καί τήν ψυχή του.
῏Ηταν βαρύ τό κλίμα κείνη τήν ἀνοιξιάτικη Παρασκευή. Μουντός ὁ οὐρανός καί συννεφιασμένος. Οἱ χριστιανοί ἤξεραν τό γιατί· ἦταν μεγάλη ἡ μέρα, ξεχωριστή στήν ἱστορία τοῦ κόσμου καί τῆς κάθε ὀρθόδοξης καρδιᾶς. Μέρα πού ἡ Ζωή μπῆκε στόν τάφο γιά νά χαρίσει ζωή περισσή στόν θνητό ἄνθρωπο, γιά νά ἀνοίξει τόν οὐρανό γιά τά παιδιά τῆς γῆς. Κι ἕνα παιδί τῆς γῆς σέ μία γῆ σκλάβα καί πονεμένη εἶχε ἁπλώσει τίς ρίζες του στόν ἀνοιχτό οὐρανό. Κι εἶχε κάνει πόθο του ἀκριβό τόν Παράδεισο. «Σήμερα ὁ Χριστός μου πέθανε γιά μένα. ῎Εχω Θεό ᾿Εσταυρωμένο καί ᾿Αναστημένο ἐγώ», ἀπάντησε στούς μανιασμένους Τούρκους, πού ἀγριεμένοι τοῦ ζητοῦσαν νά ἀρνηθεῖ τήν πίστη στόν ᾿Ιησοῦ Χριστό.
Ποιός ποθεῖ νά γίνει συνοδοιπόρος ᾿Εκείνου πού σηκώνει τόν πιό βαρύ σταυρό; Ποιός τολμᾶ νά Τόν ἀκολουθήσει στόν πιό τραχύ δρόμο; Ποιός μπορεῖ νά μείνει μαζί Του ἄχρι τέλους; ῾Ο ᾿Ιωάννης εἶχε κάνει τήν ἐπιλογή του. ῾Ο κλῆρος πού διάλεξε ἦταν ἀνάμεσα στούς μακαρίους πού πεινοῦν καί διψοῦν τήν ἀπόλυτη μίμηση τοῦ ᾿Ηγαπημένου. Εἶχε λάβει τήν εὐλογία τοῦ πνευματικοῦ του καί ἀπό τή Μ. Πέμπτη μέσα του φύλαγε τά ἄχραντα μυστήρια.
῾Η ἀπόφαση τοῦ κριτῆ τόν ὁδήγησε γοργά στό μαρτύριο. 18 ᾿Απριλίου, Παρασκευή τῆς Διακαινησίμου ἀντηχεῖ χαρμόσυνα ὁ παιάνας «Χριστός ᾿Ανέστη!». Τόν ψάλλουν νικηφόρα τά νεανικά χείλη τοῦ ὑποψήφιου μάρτυρα κι ὁ ἀγέρας εὐωδιάζει ᾿Ανάσταση. Οἱ ἐχθροί τῆς ἀλήθειας μέ ξύλα καί πέτρες τόν κτυποῦν ἀλύπητα κι ἐκεῖνος ὁ μακάριος δέν παύει νά ψάλλει τόν ἀναστάσιμο ὕμνο. Οἱ ᾿Αγαρηνοί ἀνάβουν φωτιά μεγάλη. ῾Ο ᾿Ιωάννης κάνει τό σημεῖο τοῦ σταυροῦ καί ρίχνεται μόνος του στίς φλόγες. ῾Η φωτιά κατατρώει τά ροῦχα, τά μαλλιά, τίς σάρκες τοῦ παλληκαριοῦ καί ἡ ψυχή του πετᾶ στή χώρα τῶν ζώντων γιά νά βιώνει αἰώνια τήν ἀνάσταση. «Τῶν μαρτύρων ζηλώσας τήν ἄθλησιν, διά πυρός τόν ἀγώνα ἐτέλεσας, μάρτυς ἔνδοξε». Μικρός καί ἄσημος, ἕνας ᾿Ιωάννης ἀνάμεσα στούς τόσους αὐτῆς τῆς γῆς, ἕνας ράφτης δίπλα στούς τόσους αὐτοῦ τοῦ κόσμου, φορᾶ στεφάνι ἀμάραντο θείας δόξας καί μένει ἀθάνατος μές στούς αἰῶνες.
᾿Εμπρός σέ ὅλους ἐμᾶς, πού ποθοῦμε τό φῶς καί τή χαρά τῆς ᾿Ανάστασης, προβάλλει ὁ ἅγιος νεομάρτυρας ᾿Ιωάνννης ἐξ ᾿Ιωαννίνων, ὁ ἐν Κωνσταντινουπόλει μαρτυρήσας τό ἔτος 1526, γιά νά μᾶς δείξει τό δρόμο. ῾Ο ἡρωικός ἀδελφός μας μέσα ἀπό τή φωτιά τοῦ μαρτυρίου του ἀναρριπίζει τή φλόγα τῆς πίστεώς μας καί μᾶς διδάσκει πώς καί οἱ πιό ἁπλοί καί ταπεινοί, ὅταν ἐπιλέγουμε μές στά θέλγητρα αὐτοῦ τοῦ κόσμου τό σταυρό καί τή θυσία, γευόμαστε τήν εὐφροσύνη καί τή δόξα τῆς ᾿Ανάστασης.
᾿Ιχνηλάτης