Μεγάλη Δεσποτική γιορτή ἡ Μεταμόρφωση∙ μέσα στήν κάψα τοῦ καλοκαιριοῦ μᾶς μεταφέρει τήν δροσιά τοῦ οὐρανοῦ. Δυναμικό, θεϊκό τό μήνυμά της διασχίζει τούς αἰῶνες. Σκιρτοῦνε οἱ ἄγγελοι καθώς τό ἀκοῦνε. Κατανύσσονται οἱ τρεῖς μαθητές πού συνοδεύουν τόν Κύριο στό ὄρος. Ἀλλά καί ὅλη ἡ ἀνθρωπότητα ἔχει τήν δυνατότητα νά προσεγγίσει αὐτό τό οὐράνιο μήνυμα, πού καταγράφεται στό ἅγιο Εὐαγγέλιο καί μέσῳ αὐτοῦ ἐξαγγέλλεται διαχρονικά καί αἰώνια: «Οὗτός ἐστιν ὁ υἱός μου ὁ ἀγαπητός, ἐν ᾧ εὐδόκησα∙ αὐτοῦ ἀκούετε» (Μθ 17,5).
Μέσα στίς τρεῖς αὐτές προτάσεις περικλείεται ἡ ἀλήθεια τῆς πίστεώς μας: τό δόγμα καί ἡ ποιότητα τῆς χριστιανικῆς ζωῆς, τό ἦθος. Τό δόγμα διακηρύττει ὅτι ὁ ἀγαπητός Υἱός τοῦ Θεοῦ, ὁ ὁμοούσιος μέ τόν Πατέρα, ἔγινε ἄνθρωπος καί ζῆ ἀνάμεσά μας. Πρακτική συνέπεια αὐτοῦ εἶναι ὅτι τό ἦθος τοῦ πιστοῦ διαμορφώνεται ἀπό τήν θεϊκή προτροπή νά ἀκοῦμε ὅσα μᾶς λέγει ὁ Υἱός τοῦ Θεοῦ. Ἔτσι θά ὁδηγηθοῦμε στήν σωτηρία, στήν δική μας πορεία πρός τήν θέωση. Ἔτσι θά βιώσουμε σέ προσωπικό ἐπίπεδο τήν Μεταμόρφωση τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ.
Εἶναι ἀλήθεια ὅτι μία εἰλικρινής αὐτοεξέταση τῆς σύγχρονης χριστιανικῆς κοινωνίας μᾶς πείθει ὅτι μᾶλλον δέν μποροῦμε νά καυχηθοῦμε ὡς ἐφαρμοστές ἤ ἔστω ἀναζητητές τοῦ θείου θελήματος, ὡς ἄνθρωποι πού βιώνουμε στήν καθημερινότητά μας τήν Μεταμόρφωση, πού ἐπιδιώκουμε ὅ,τι θά μᾶς χαρίσει τόν οὐρανό. Ἐμᾶς περισσότερο μᾶς ἑλκύει ἡ ἐνδογήινη μόρφωση. Ἐντυπωσιαζόμαστε ἀπό τά ἐπιτεύγματα τοῦ ἀνθρώπινου μυαλοῦ καί αὐτά ποθοῦμε νά κατακτήσουμε καί νά ἐκμεταλλευθοῦμε, ὥστε νά γίνει ἡ ζωή μας πιό εὔπορη, πιό εὔκολη, πιό εὐδαιμονιστική.
Μά εἶναι αὐτό κακό; Ἀσφαλῶς ὄχι! Μέχρις ἑνός σημείου, φυσικό εἶναι νά θέλουμε ἄνετη καί ὄμορφη τήν ζωή μας στήν γῆ. Τό κακό ἀρχίζει ἀπό τήν στιγμή πού αὐτοπεριοριζόμαστε στήν γῆ καί ἐγκλωβίζουμε στά γήινα ὅλα τά ἐνδιαφέροντά μας. Λησμονοῦμε ὅτι τό χρῆμα, π.χ., γιά τό ὁποῖο συνήθως παλεύουμε, μπορεῖ νά ἀγοράσει πολλά πράγματα, ὄχι ὅμως τήν εὐτυχία. Οἱ ἡδονές καί οἱ ἀπολαύσεις, πού ἑλκύουν τίς ἐπιδιώξεις μας, δέν εἰρηνεύουν τήν συνείδηση, δέν χορταίνουν τήν πείνα μας γιά ἀγάπη, δέν σβήνουν τῆς ψυχῆς τήν δίψα. Τά τεχνολογικά «θαύματα» τῶν ἡμερῶν μας δέν ἐξουδετερώνουν τήν μοναξιά, μᾶλλον τήν ἐντείνουν· δέν ζεσταίνουν τίς ἀνθρώπινες σχέ- σεις· δέν ἐξασφαλίζουν τήν ψυχική μας εἰρήνη καί ἰσορροπία· δέν περιορίζουν τό κακό, μᾶλλον τό ἁπλώνουν· δέν ἀναμορφώνουν τήν ζωή μας, μᾶλλον τήν παραμορφώνουν.
Χρειαζόμαστε μεταμόρφωση! Ἄς ἀνοίξουμε τά αὐτιά μας γιά νά συλλάβουμε τό θεϊκό μήνυμα «αὐτοῦ ἀκούετε»! Ἡ ὑπακοή στόν Ἰησοῦ Χριστό εἶναι ἡ μόνη ἐλπίδα γιά τό πέρασμα ἀπό τήν παραμόρφωση στήν μεταμόρφωση, ἡ μόνη ἐγγύηση γιά τήν ἐξυγίανση καί τήν ἀναβάθμιση τῆς κοινωνίας μας.
Στέργιος Ν. Σάκκος
Ἀπολύτρωσις 65 (2010) 195
Πόθος καυτός καί ἵμερος βαθύς τοῦ ἀνθρώπου ἡ συνάντησή του μέ τή θεϊκή δόξα. Δεμένος μέ τό χῶμα στενάζει κάτω ἀπό τό βάρος τῆς φθαρτότητος καθημερινά, μά δέν ἔπαυσε ποτέ ν᾿ ἀναρριγᾶ στή σκέψη τοῦ ᾿Αφθάρτου, νά συγκλονίζεται ἀπό τήν ἰδέα τῆς ἐπικοινωνίας καί κοινωνίας του μέ τόν οὐράνιο Πατέρα.
Αὐτήν τήν ποθητή καί φοβερή συγχρόνως κοινωνία γεύθηκαν οἱ τρεῖς ἐκλεκτοί μαθηταί τοῦ Κυρίου, Πέτρος, ᾿Ιάκωβος καί ᾿Ιωάννης, ἐπάνω στό «ὑψηλόν ὄρος», ὅπου τούς εἶχε ἀνεβάσει «κατ᾿ ἰδίαν», μόνους αὐτούς, ὁ Διδάσκαλος. ᾿Εκεῖ «μετεμορφώθη ἔμπροσθεν αὐτῶν». ῎Ανοιξαν τά χοϊκά τους μάτια στό ἄκτιστο φῶς κι εἶδαν τόν ἄυλο Θεό, τόν Θεάνθρωπο ᾿Ιησοῦ Χριστό, ὄχι ὅμως ὅπως τόν ἔβλεπαν μέχρι τότε, ὡς ταπεινό ἄνθρωπο. Τόν εἶδαν στή θεϊκή του δόξα. ῎Εγιναν αὐτοί, οἱ ταπεινοί ψαράδες, αὐτόπτες τῆς θείας αὐτοῦ μεγαλειότητος. Καί θαμπωμένοι τότε ὁμολόγησαν μέ τό στόμα τοῦ Πρωτοκορυφαίου· «καλόν ἐστιν ἡμᾶς ὧδε εἶναι...»!
Ἀλλά δέν εἶναι θέμα τόπου ἡ προσέγγιση τῆς θεϊκῆς μακαριότητος. Εἶναι κυρίως θέμα ἐσωτερικῆς τοποθετήσεως τοῦ ἀνθρώπου. ῾Η ὑπερκόσμια φωνή τοῦ Πατέρα αὐτό μαρτυρεῖ, καθώς συνιστᾶ τόν Μονογενῆ του Υἱό καί ὑποδεικνύει τή λατρευτική ἀφοσίωση στό ἅγιο θέλημά του· «Οὗτός ἐστιν ὁ υἱός μου ὁ ἀγαπητός... αὐτοῦ ἀκούετε». ῾Η συγκατάβαση τοῦ Θεοῦ θά μείνει ἀτελέσφορη χωρίς τοῦ ἀνθρώπου τήν κατάφαση. Μέ τήν ὑπακοή στό θεῖο θέλημα καί τήν πειθαρχία στίς ἐντολές τοῦ Θεοῦ -καί μόνο μ᾿ αὐτά- θά γίνει δεκτικός τῆς θείας χάριτος, ἡ ὁποία θά τόν ἀνεβάσει στή θέωση.
Καί προσφέρεται ἄπλετη ἡ θεία χάρη ἀπό τήν ἁγία τοῦ Χριστοῦ ᾿Εκκλησία. Μέσα σ᾿ αὐτήν ἐπιτελεῖται ἡ συνάντηση Θεοῦ καί ἀνθρώπου. Διότι ἡ ᾿Εκκλησία κρατᾶ μές στούς θησαυρούς της χειροπιαστή τήν ἐμπειρία τῆς θεϊκῆς δόξας καί προσκαλεῖ τόν κάθε ἄνθρωπο νά ᾿ρθεῖ κοντά της καί νά τή γευθεῖ. Τοῦ δίνει τή δυνατότητα νά μεταμορφωθεῖ ὁ ἴδιος κι ἀπό χοϊκός καί ψυχικός νά γίνει πνευματικός καί θεοτικός. Χωρίς νά χάσει τίποτε ἀπό τήν ὕπαρξή του, θά κερδίσει τήν παραδείσια δόξα πού εἶχε πρίν χωρισθεῖ ἀπό τόν Θεό καί ἄλλα ἀκόμη περισσότερα· τήν ἕνωση μαζί του, τή θέωση.
Ἀπό πλευρᾶς Θεοῦ τό θέμα εἶναι λυμένο. Τό βάρος πέφτει στή στάση τοῦ ἀνθρώπου, στήν εἰλικρινῆ διάθεση μέ τήν ὁποία θά ὑπακούσει στό θεϊκό παράγγελμα, στή φιλότιμη προσπάθεια μέ τήν ὁποία θά ἐνστερνισθεῖ τήν ἐντολή τῆς ᾿Εκκλησίας. Ζῆ τότε ὁ χοϊκός ἄνθρωπος τή Μεταμόρφωση ὡς γεγονός τῆς προσωπικῆς του ζωῆς καί ψηλαφᾶ μέσα στό ἴδιο τό εἶναι του τή «θαυμαστή ἀλλοίωση τῆς δεξιᾶς τοῦ ῾Υψίστου». Νιώθει τό θεῖο φῶς νά καταυγάζει τήν ψυχή του, ὅταν σπάζει τόν κλοιό τῆς φιλαυτίας, ὅταν ξεπερνᾶ τό μῖσος καί τήν ἐκδικητικότητα, ὅταν μετά ἀπό μάχες σκληρές στῆς ψυχῆς του τήν κονίστρα καταθέτει ὑποτακτικά στόν Κύριο· «γενηθήτω τό θέλημά σου». Τό βλέπει ἱλαρό νά τόν περιβάλλει, κυρίως ὅταν ξεπλένοντας τά μάτια του μέ τά δάκρυα τῆς μετανοίας γονατίζει μπροστά στόν πνευματικό, γιά νά ἀποθέσει κάτω ἀπό τό πετραχήλι του τῆς ψυχῆς τά βάρη, ὅταν «μετά φόβου Θεοῦ, πίστεως καί ἀγάπης» προσέρχεται στό φρικτό μυστήριο τῆς θείας Εὐχαριστίας. Κι εὐγνώμονα τότε ἐπαναλαμβάνει τήν ὁμολογία τῶν τριῶν μαθητῶν· «καλόν ἐστιν ἡμᾶς ὧδε εἶναι»!
Στέργιος Ν. Σάκκος
Τά ἴχνη πού ἄφησε τό πέρασμά της πάνω ἀπ᾿ αὐτή τή γῆ ἀποτελοῦν δεῖκτες πορείας γιά τίς γυναῖκες καί μητέρες κάθε ἐποχῆς. Διότι ἡ ἁγία Νόννα ἀνήκει στή χορεία τῶν χριστιανῶν γυναικῶν οἱ ὁποῖες μέ τό φῶς τοῦ Ναζωραίου λάμπρυναν τό στερέωμα τῆς ἱστορίας. Μέ γνήσια εὐσέβεια καί χαρακτήρα ἀδαμάντινο, μέ προσευχή καί μελέτη τῶν Γραφῶν, μέ γνώση τῶν δογμάτων καί τήρηση τῶν ἐντολῶν τοῦ Χριστοῦ ἀναδείχθηκε ἄγγελος γιά τό περιβάλλον της, στυλοβάτης τῆς οἰκογένειάς της. Οἱ δακρύβρεχτες προσευχές καί ἡ ἁγία της ὑπομονή ὁδήγησαν τόν σύζυγό της Γρηγόριο στό δρόμο τῆς Ὀρθοδοξίας ἀπό τήν περιπλάνησή του στά σκοτεινά μονοπάτια τῆς αἵρεσης τῶν Ὑψισταρίων. Ἡ ζωντανή της πίστη καί οἱ θερμές της δεήσεις νίκησαν ἀκόμα καί τή φυσική στειρότητα καί ἡ εὐσεβής Νόννα ἀπέκτησε τρία παιδιά, τά ὁποῖα γαλούχησε καί ἀνέθρεψε μέ τά νάματα τῆς Ἀλήθειας. Μέ τό φωτεινό της παράδειγμα παρέδωσε στά παιδιά της τή φιλόχριστη κληρονομιά τῆς ἀρετῆς πού ἡ ἴδια ἔλαβε ἀπό τούς προγόνους της. Δικός της βλαστός ὁ κορυφαῖος θεολόγος Γρηγόριος. Δικό της θρέμμα καί ὁ Καισάριος, ὁ ξακουστός γιατρός τῆς αὐτοκρατορικῆς αὐλῆς, πού γιά νά μείνει ἀδούλωτος ἀπό τίς παγίδες τοῦ κόσμου ἔφυγε στήν ἔρημο. Δίπλα στούς δυό της γιούς στέκει στεφανωμένη μέ τό φῶς τῆς ἁγιοσύνης καί ἡ κόρη της, ἡ σεμνή πολύτεκνη ἀρχόντισσα Γοργονία. Ὑπέροχα μεγαλειώδης ὑπῆρξε ὄντως ἡ Νόννα ὡς σύζυγος καί μητέρα. Ἀξιώθηκε νά καμαρώσει ἐν Κυρίῳ ὅλη της τήν οἰκογένεια νά διακονεῖ τό σῶμα τοῦ Χριστοῦ, τήν Ἐκκλησία. Στά χέρια τοῦ Θεοῦ ἀπόθεσε ὅ,τι πιό ἀκριβό Αὐτός τῆς εἶχε δωρίσει, τά παιδιά της, κι Ἐκεῖνος στεφάνωσε τόν ἀγώνα τους μέ τό ἀτίμητο στεφάνι τῆς ἁγιότητας.
Θαυμαστή ὅμως ὑπῆρξε ἡ Νόννα καί ὡς ψυχή ἀφοσιωμένη στήν ἀγάπη τοῦ Κυρίου. Μιά ὀμορφιά ἀγάπησε, ἐκείνη τῆς ψυχῆς πού ἀγωνίζεται νά διατηρεῖ καί νά καλλύνει τή θεία εἰκόνα. Μία ἀπόλαυση διάλεξε γιά τόν ἑαυτό της ἡ ἀνδρεία ἀρχόντισσα, τήν προσφορά καί τή θυσία. «Ποιός ἔδειξε τόσο μεγάλο σεβασμό στό πρόσωπο τῶν ἱερέων ἤ τίμησε τόσο κάθε εἶδος ἀσκητικοῦ βίου; Ποιός μέ νηστεῖες καί ἀγρυπνίες δάμασε τό σῶμα περισσότερο; Ποιά θαύμαζε περισσότερο τήν παρθενία, παρ᾿ ὅλο πού τιμοῦσε τό δεσμό τοῦ γάμου της; Ποιά συμπαραστάθηκε τόσο πολύ στίς χῆρες καί στά ὀρφανά, καί ποιά ξαλάφρωσε τόσο ἀπό τίς συμφορές ἐκείνους πού πενθοῦσαν;», σημειώνει τό χέρι τοῦ ἁγίου γιοῦ της Γρηγορίου.
Καί τό τέλος της ἦταν ὄντως μακάριο! Παρέλαβε ὁ Θεός τήν ἁγία ψυχή της καθώς προσευχόταν γονατιστή μπροστά στήν ἁγία Τράπεζα. «Πῶς ἦρθε τό τέλος τῆς μητέρας μου; Ἐνῶ προσευχόταν, ἡ ψυχή της πέταξε ψηλά στόν Θεό», ἀναφωνεῖ συγκλονισμένος ὁ ἅγιος Γρηγόριος. «Ἤσουνα πάντοτε στραμμένη στόν τόπο τῆς προσευχῆς, γι᾿ αὐτό κι ἄφησες στό ναό τό σῶμα σου τό ἅγιο». «Ἐνῶ προσευχόταν, σφάγιο ἁγνό ἀπό κεῖ ὑψώθηκε, καί τώρα ἀναπαύεται ἀνάμεσα στίς ἅγιες γυναῖκες, τή Σάρρα, τήν Ἄννα καί τήν Ἐλισάβετ». «Ὅρμησε, μέ ἅρμα της τήν προσευχή, στόν οὐρανό πού ποθοῦσε, ἀποθέτοντας τό σῶμα της στό ναό τρισευτυχισμένη». Ἔφυγε ἀπό τούτη τή γῆ, ὅπως εἶχε ζήσει, προσευχόμενη. Ἀδιάψευστη ἡ μαρτυρία τοῦ Γρηγορίου: «Προσευχές καί στεναγμοί καί νύχτες δίχως ὕπνο καί τοῦ ναοῦ τό δάπεδο στά δάκρυα μουσκεμένο ὅλη της τή ζωή». «Καί ἄν κάποιος θά ᾿θελε νά ἀμφισβητήσει ἄλλες ἀρετές της, ἕνα πράγμα δέν μπορεῖ νά ἀμφισβητήσει, τήν προσευχή της. Καί τήν ἀξίωσε ὁ Θεός στό ναό νά λυγίσει τ᾿ ἀλύγιστο γῆρας της». «Ποθοῦσε μέσα στήν προσευχή νά τελειώσει τή ζωή αὐτή· τέλος ἁγνότερο ἀπό κάθε θυσία». Ὁ Γρηγόριος συνδεδεμένος τρυφερά μέ τή μητέρα του, τῆς ἀφιερώνει τριανταπέντε ἐπιτάφια ποιήματα πού φανερώνουν τήν ἀγάπη καί τήν εὐγνωμοσύνη πρός ἐκείνην πού τοῦ χάρισε τή ζωή ἀλλά καί τοῦ ἐνέπνευσε τήν ἀγάπη στόν Θεό.
Λάτρεψε τόν Κύριο ἡ Νόννα «ἐν πνεύματι καί ἀληθείᾳ». Μέσα στό ναό ὅπου ἱερουργοῦσε ὁ σύζυγός της, μέσα στό σπίτι της πού τό μετέτρεψε σέ ἐργαστήριο ἁγιότητας, μέσα στήν δια της τήν ὕπαρξη.
Ἔτσι ζοῦν κι ἔτσι πεθαίνουν οἱ ὡραῖες, οἱ μεγάλες ψυχές. Ποιός στ᾿ ἀλήθεια δέν θά μακάριζε τήν ἡρωική ζωή της καί δέν θά ζήλευε τό ὁσιακό της τέλος; «Εἶναι ἡ Νόννα τοῦ Φιλτάτιου. Ποῦ πέθανε; Μέσα στό ναό. Πῶς; Ἐνῶ προσευχόταν. Σέ τί ἡλικία; Γερόντισσα. Ὤ εὐτυχισμένη ζωή, ὤ ἅγιος θάνατος!». Ἄς ζητήσουμε τήν πρεσβεία της στίς 5 Αὐγούστου, μέρα πού ἡ Ἐκκλησία τιμᾶ τή μνήμη της, καί ἄς δεηθοῦμε κι ἐμεῖς μέ ἅγιο πόθο, ὅπως ὁ Γρηγόριος, ὁ ὁποῖος γράφει: «Παρακαλῶ τόν Βασιλιά τέτοια ζωή καί τέτοιο θάνατο νά ἔχω».
Ὁ ἁγιασμός καί ἡ σωτηρία τοῦ ἀνθρώπου εἶναι καρπός τῆς συνεργασίας δύο παραγόντων· τῆς χάριτος τοῦ Θεοῦ καί τῆς προσπάθειας τοῦ πιστοῦ. Αὐτήν τήν συνεργασία καί τό θαυμαστό της ἀποτέλεσμα ἀποδίδει λιτά ἀλλά χαρακτηριστικά ὁ ὑμνογράφος πού συνέθεσε τό ἀπολυτίκιο τῆς ἁγίας Παρασκευῆς:
«Τήν σπουδήν σου τῇ κλήσει κατάλληλον ἐργασαμένη, φερώνυμε, τήν ὁμώνυμόν σου πίστιν εἰς κατοικίαν κεκλήρωσαι, Παρασκευή ἀθληφόρε· ὅθεν προχέεις ἰάματα καί πρεσβεύεις ὑπέρ τῶν ψυχῶν ἡμῶν».
Στήν κλήση, δηλαδή στήν θεία προσφορά, λέει ὁ ποιητής, πρόσθεσες τήν δική σου συμμετοχή, τήν σπουδή. Ἔτσι ὀνομάζει τόν ἀγώνα, τήν προσωπική ἄσκηση καί τήν ἱεραποστολική δράση τῆς ἁγίας. Τονίζει μάλιστα τήν προσφορά αὐτή μέ τήν μετοχή «ἐργασαμένη», πού δηλώνει ἐνέργεια, ἔργο. Συλλαμβάνουμε τήν ὑφή καί τίς διαστάσεις αὐτοῦ τοῦ ἔργου, παριστάνοντάς το μέ τήν ἑξῆς εἰκόνα: Ἡ «κλήση» εἶναι τό στημόνι, πού κατεβαίνει ἀπό τόν οὐρανό στήν γῆ, δημιουργώντας ἔτσι τήν πρώτη πρόσβαση ὅπου καλεῖται νά πατήσει ὁ ἄνθρωπος, γιά νά ἀνεβεῖ στόν οὐρανό. Ἀλλά τό ἀνέβασμα δέν εἶναι μία εὔκολη ἀναρρίχηση. Ἀπαιτεῖ κόπο καί προσπάθεια, ἡ ὁποία μάλιστα ὀφείλει νά εἶναι σύμφωνη μέ τήν ἐντολή καί τόν νόμο τοῦ Θεοῦ -«ἐάν δέ καί ἀθλῇ τις, οὐ στεφανοῦται, ἐάν μή νομίμως ἀθλήσῃ» (Β´ Τι 2,5). Ὀφείλει νά συνταιριάζεται ἁρμονικά μέ τήν προσφορά τοῦ Θεοῦ καί νά τήν ἀξιοποιεῖ δημιουργικά. Ὁλοκληρώνοντας τήν εἰκόνα, θά παρομοιάζαμε τήν προσπάθεια τοῦ ἀνθρώπου μέ τό ὑφάδι τοῦ ἀργαλειοῦ. Στό στημόνι τῆς θείας χάριτος ὑφαίνει ὁ κάθε πιστός τό ὑφάδι τοῦ δικοῦ του ἀγώνα, τῆς προσωπικῆς του ἀσκήσεως καί τῆς γενικώτερης δραστηριότητός του, ἀπαρτίζοντας μέρα μέ τή μέρα τό πέπλο τῆς σωτηρίας του.
Μέ ἁπλά λόγια τό νόημα τῆς μετοχικῆς προτάσεως, μέ τήν ὁποία ἀρχίζει τό τροπάριο, εἶναι· Ἐργάστηκες, ὕφανες, Παρασκευή, τό ὑφάδι τῆς δικῆς σου προσπάθειας, τῆς σπουδῆς, κατάλληλα καί ἀνάλογα πρό τό στημόνι τῆς θείας χάριτος, τῆς κλήσεως τοῦ Θεοῦ. Ὑπάρχει καί μία ἄλλη παραλλαγή, κατά τήν ὁποία τό ἀπολυτίκιο λέγει· «Τῇ σπουδῇ σου τήν κλῆσιν κατάλληλον ἐργασαμένη, φερώνυμε». Στήν περίπτωση αὐτή τό νόημα εἶναι· Τήν κλήση σου, Παρασκευή, τήν κατέστησες κατάλληλη, τήν ἀξιοποίησες, μέ τήν σπουδή σου. Ἡ διαφορά περιορίζεται μόνο στήν σύνταξη, χωρίς νά ἐπηρεάζει τό νόημα.
Τό δεύτερο σημεῖο πού ἐπισημαίνει τό ἀπολυτίκιο, εἶναι ἡ σχέση ἡ ὁποία συνδέει τό ὄνομα τῆς ἁγίας Παρασκευῆς -«ἀθληφόρον» τήν χαρακτηρίζει ὁ ποιητής- μέ τήν πίστη. Ὁ ὑμνογράφος θεωρεῖ τό ὄνομα τῆς Παρασκευῆς ὄνομα τῆς πίστεως. Πῶς; Θά ἐξηγήσω ἀμέσως.
Δύο ἔννοιες σχετίζονται μέ τό ὄνομα Παρασκευή. Ἡ πρώτη, ἐτυμολογική, ταυτίζετια μέ τήν «σπουδήν». Εἶναι ἡ ἐγρήγορση, ἡ προετοιμασία (παρασκευή - παρασκευάζω). Ἡ ἄλλη, ἱστορική, ἀναφέρεται στό Πάθος, θυμίζοντας τήν κατ' ἐξοχήν ἡμέρα τοῦ φρικτοῦ καί ζωοποιοῦ Πάθους τοῦ Κυρίου, τήν Μεγάλη Παρασκευή, τότε πού ἡ «κλήση» τοῦ Θεοῦ, ἡ θεία χάρις, ἔκανε τήν πιό δραματική ἀλλά καί τήν πιό δυναμική της ἀποκάλυψη στόν κόσμο.
Ἡ πρώτη σημασία (Παρασκευή = προπαρασκευή, προετοιμασία) φέρνει στήν σκέψη μας τήν πίστη, πού εἶναι ἡ προετοιμασία, ἡ καλλιέργεια καί ἡ τελείωσή μας. Ἀλλά καί ἡ δεύτερη σημασία, Μ. Παρασκευή, θυμίζει τήν πίστη στόν θάνατο καί τήν ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ. Νά, λοιπόν, πῶς ἡ Παρασκευή εἶναι ὁμώνυμη τῆς πίστεως. Νά, γιατί τῆς ἀναγνωρίζει ὁ ὑμνογράφος ὅτι «τήν ὁμώνυμόν σου πίστιν εἰς κατοικίαν κεκλήρωσαι». Αὐτό πού σημαίνει τό ὄνομά της, αὐτό ἔλαβε ἡ ἀθληφόρος Παρασκευή. Ἐνστερνίστηκε τόσο βαθιά τήν πίστη, ὥστε ἡ πίστη ἔγινε γι' αὐτήν ὄχι ἔνα ἁπλό ἰδίωμα ἤ μία ἀρετή της, ἀλλά τό ἴδιο τό ὄνομά της. Θά μποροῦσε νά ὀνομαστεῖ ἁγία Πίστις.
Πίστη εἶναι ἡ προετοιμασία γιά τό θάνατο καί ἡ ἀπόφαση θανάτου. Ἀλλά δέν σταματᾶ στόν θάνατο ἡ πίστη. Ἐπεκτείνεται πέρα ἀπ' αὐτόν, μέ διαστάσεις πού περικλείουν τήν αἰωνιότητα. Γίνεται μία αἰώνια κατοικία, ἡ ὁποία προσφέρεται ὡς κλῆρος στόν πιστό. Αὐτό σημαίνει ἡ ἔκφραση «εἰς κατοικίαν κεκλήρωσαι». Ὅτι εἶναι ἕνα μερίδιο, μία κληρονομιά ἡ πίστη, λέγεται πολλές φορές στήν ἁγία Γραφή. Στήν ἀρχή τῆς β´ ἐπιστολῆς του ὁ ἀπόστολος Πέτρος χαιρετίζει τούς χριστιανούς μέ τήν προσφώνηση· «τοῖς ἰσότιμον ἡμῖν λαχοῦσι πίστιν ἐν δικαιοσύνῃ τοῦ Θεοῦ ἡμῶν» (Β´ Πέ 1,1). Ἕνας λαχνός, ὁ πρῶτος λαχνός, μέ ἀντίκρυσμα οὐράνιας ἀξίας εἶναι ἡ πίστη. Ἡ ἀξία αὐτή συγκεντρώνεται στό πρόσωπο τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ, τόν ὁποῖο προφητικά ὁ Δαυΐδ ὁμολογεῖ «μερίδα κληρονομίας»· «Κύριος μερίς τῆς κληρονομίας μου καί τοῦ ποτηρίου μου· σύ εἶ ὁ ἀποκαθιστῶν τήν κληρονομίαν μου ἐμοί» (Ψα 15,5).
Στό πρόσωπο τοῦ Κυρίου κερδίζει ὁ πιστός τρεῖς λαχνούς:
α) Τόν λαχνό τῆς πίστεως, μέ τήν ὁποία συμμετέχει στήν ζωή τοῦ Κυρίου καί ἑνώνεται μαζί του.
β) Τόν λαχνό τοῦ μαρτυρίου. Μιμητής τοῦ Χριστοῦ ὁ πιστός ὀφείλει νά τόν μιμεῖται στό πάθος καί τό μαρτύριο. Ὅπως ἔπαθε Ἐκεῖνος, ὀφείλει νά πάσχει καί αὐτός γιά τό θέλημα τοῦ Θεοῦ καί τήν ἀγάπη τῶν ἀδελφῶν.
γ) Τόν λαχνό τῆς ἀναστάσεως. Τό πάθος καί τόν σταυρό ἀκολουθεῖ ἡ ἀνάσταση καί ἡ αἰώνια ζωή.
Τήν κατάκτηση καί ἀξιοποίηση αὐτῶν τῶν τριῶν λαχνῶν βλέπουμε στήν ζωή τῆς ἁγίας Παρασκευῆς. Πίστεψε στόν Χριστό, τόν μιμήθηκε στό μαρτύριο καί κατέληξε μαζί του στήν δόξα τῆς ἀναστάσεως. Ἀλλά δέν δοξάζεται μόνο στόν οὐρανό. Καί ἐδῶ στήν γῆ τήν δοξάζει ὁ Κύριος, διότι τήν χρησιμοποιεῖ ὡς ὄργανο, μέ τό ὁποῖο χαρίζει τήν θεραπεία σέ πολλά πονεμένα παιδιά του, «προχέει ἰάματα».
Ἡ πίστη τήν ἔρριξε στήν περιπέτεια τοῦ μαρτυρίου, ἀλλά ἔγινε αὐτή καί ἡ αἰώνια δόξα καί ἡ ἔνδοξη κατοικία της, ὁ παράδεισος. Ἐκεῖ δοξάζεται μαζί μέ τόν Κύριό της καί πρεσβεύει σ' αὐτόν γιά ὅλες τίς ψυχές πού ἐμπνέονται ἀπό τό παράδειγμά της καί ἀγωνίζονται νά τήν μιμηθοῦν.
Ἀπολύτρωσις 40 (1985) 99-100
Πόθος βαθύς κι ἀνάγκη ἀδήριτη τοῦ ἀνθρώπου, ἀλλά καί τοῦ Θεοῦ ἐπιθυμία καί σχέδιο καί ἔργο, ἡ σωτηρία. Κι ὅμως, τό διαπιστώνουμε καθημερινά, πολλοί ταλαιπωροῦνται χωρίς καμία ἐλπίδα, μακριά ἀπό τήν σωτηρία. Γιατί;
Τήν ἀπάντηση τῆς ἁγίας Γραφῆς, ὅπως διατυπώνεται ἤδη στήν Παλαιά Διαθήκη, μᾶς μεταφέρει ἕνας ἀπό τούς τέσσερις μεγάλους προφῆτες, πού ἔδρασε στίς ἀρχές τοῦ 6ου αἰ. π.Χ., ὁ Ἰεζεκιήλ (23/7). Καταγόμενος ἀπό ὑψηλή κοινωνική τάξη, γιός ἱερέως, ἔζησε τήν βαβυλώνια αἰχμαλωσία μαζί μέ ἄλλους συμπατριῶτες του. Εἶναι ἀπό τίς πιό παράδοξες προσωπικότητες τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης καί τό ὄνομά του σημαίνει «ὁ Θεός εἶναι ἰσχυρός ἤ ὁ Θεός ἐνισχύει».
Τήν προστασία καί βοήθεια τοῦ Θεοῦ τήν θεωροῦσαν κεκτημένο δικαίωμά τους οἱ Ἰσραηλῖτες, ὡς περιούσιος λαός τοῦ Γιαχβέ. Ὡστόσο, μετά ἀπό τήν θρησκευτική, ἠθική καί κοινωνική κατάρρευση τοῦ ἰουδαϊκοῦ κράτους, ἡ βαβυλώνια αἰχμαλωσία σήμανε ἤδη καί τήν ἐθνική κατάλυσή του. Στήν φοβερή αὐτή δοκιμασία ὁ προφήτης βλέπει τήν κάθαρση τοῦ λαοῦ, τήν ὁποία θά ἐπιφέρει ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ ὡς μία προτύπωση τῆς εὐλογίας καί τῆς δόξας τῆς μεσσιανικῆς ἐποχῆς.
Γιά νά συγκροτηθεῖ καί πάλι ἡ διαλυμένη ἐθνική καί θρησκευτική ὑπόσταση τοῦ Ἰσραήλ ἀπαιτεῖται τό καινούργιωμα τῆς καρδιᾶς τῶν Ἰσραηλιτῶν, ἡ ἀλλαγή τῆς νοοτροπίας τους. Ὁ Ἰεζεκιήλ μεταφέρει τό ἐρώτημα τοῦ Θεοῦ· «Μή θελήσει θελήσω τόν θάνατον τοῦ ἀνόμου, λέγει Κύριος, ὡς τό ἀποστρέψαι αὐτόν ἐκ τῆς ὁδοῦ τῆς πονηρᾶς καί ζῆν αὐτόν;» (Ἰζ 18,23). Μήπως θέλω ἐγώ νά πεθαίνει ὁ ἄνομος χωρίς νά μετανοήσει καί νά ἐγκαταλείψει τήν πονηρή ὁδό ὥστε νά χαρεῖ τήν ζωή; Ὄχι, βέβαια! Ἐπειδή, λοιπόν, δέν ὑπάρχει ἄνθρωπος μή ἄνομος, ἀναμάρτητος, ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ ἄνοιξε ἕναν σίγουρο δρόμο γιά τήν σωτηρία, τήν μετάνοια. Κανείς δέν σώζεται, ἄν ὁ ἴδιος δέν τό θελήσει, ἄν δέν ἐκφράσει τήν ἐλεύθερη θέλησή του μέ τήν μετάνοια.
Χαρά μεγάλη γίνεται στόν οὐρανό «ἐπί ἑνί ἁμαρτωλῷ μετανοοῦντι» (Λκ 15,7). Χαίρεται ἡ ἁγία Τριάδα, ὅταν στήν γῆ κάποιος ἁμαρτωλός μετανοεῖ, παύει τήν συνεργασία μέ τόν πονηρό καί ἐπιστρέφει στήν χαρά τοῦ Κυρίου. Ἡ ἁγία Ἐκκλησία μας, ἡ ἀνοιχτή ἀγκαλιά τοῦ Χριστοῦ, φιλάνθρωπα δέχεται τοῦ καθενός τήν μετάνοια καί τόν ἀπαλλάσσει ἀπό τό βάρος τῶν ἁμαρτιῶν του. Ἀλλά τήν πρωτοβουλία γι᾽ αὐτή τήν ἐπιστροφή τήν ἔχει ἐξ ὁλοκλήρου ὁ ἄνθρωπος.
Ἀδελφέ μου, ὁ Θεός θέλει τήν σωτηρία σου. Ἐσύ τήν θέλεις;
Στέργιος Σάκκος
Ἀπολύτρωσις 66 (2011) 195
Μές στό πύρωμα τοῦ καλοκαιριοῦ, στήν «καυτή» ἀτμόσφαιρα πού ἔχουν διαμορφώσει στήν πατρίδα μας γεγονότα θλιβερά, ἡ μορφή τοῦ πυρφόρου προφήτη Ἠλία (20 Ἰουλίου) προβάλλει ὡς ἕνας φάρος φωτεινός, ζωντανό μήνυμα γιά τούς πιστούς τοῦ Θεοῦ. Ἄλλωστε, ἡ ἁγιότητα δέν γηράσκει οὔτε χάνει ποτέ τήν ἐπικαιρότητα. Παραμένει τό ποθητό καί ζητούμενο ἀπό ὅλους σέ κάθε ἐποχή.
Ἔζησε σέ δύσκολα χρόνια ὁ προφήτης, κάτω ἀπό τραγικές συνθῆκες. Ὁ Ἰσραήλ, ὁ λαός τοῦ Θεοῦ, ξεκομμένος ἀπό τό ναό καί τή λατρεία του, παραδιδόταν ὅλο καί περισσότερο στήν εἰδωλολατρία, κατρακυλοῦσε στήν ἀσέβεια. Μέ ὕπουλο τρόπο παρέσυραν τούς Ἰσραηλίτες στήν πλάνη οἱ ἄρχοντες, ἡ αἰσχρή εἰδωλολάτρισσα Ἰεζάβελ καί τό ὑποχείριό της, ὁ βασιλιάς Ἀχαάβ. Δέν τούς ζήτησαν νά ἀρνηθοῦν τόν Θεό τους, νά ἐγκαταλείψουν τόν Γιαχβέ. Ὄχι! Τούς γνώρισαν ὅμως καί τή θεότητα Βάαλ. Τούς παρότρυναν, χωρίς νά πάψουν νά τελοῦν τίς καθιερωμένες τους θυσίες, νά προσθέσουν σ᾿ ἐκεῖνες καί τή λατρεία τοῦ Βάαλ! Τί πείραζε τάχα;
Ἡ ἁγνή καρδιά τοῦ Ἠλία δέν ἀντέχει τήν πρόκληση, ἐκρήγνυται. Κραυγαλέα ὑψώνεται ἡ προσευχή του, ὅταν καταδιωγμένος ἀπό τή βασίλισσα Ἰεζάβελ βρίσκεται σέ μιά σπηλιά κατάκοπος καί πονεμένος: «Ζηλῶν ἐζήλωκα τῷ Κυρίῳ παντοκράτορι, ὅτι ἐγκατέλιπόν σε οἱ υἱοί Ἰσραήλ!» (Γ΄ Βα 19,10). Ἕνα βρασμό ζῆ μέσα του, συγκλονίζεται ὁ προφήτης. Κοχλάζει ἡ καρδιά του ἀπό τήν ἀγάπη πρός τόν ἀληθινό Θεό. Πυρπολεῖται ἀπό τόν θεῖο ζῆλο! Ἄν οἱ «υἱοί Ἰσραήλ» ἐγκατέλειψαν τόν Γιαχβέ, αὐτή ἡ ὁμαδική ἀνταρσία ἀνάβει περισσότερο τόν δικό του ζῆλο· λειώνει ἀπό τόν πόθο νά προσκολληθεῖ στόν Κύριο, νά τοῦ εἶναι δουλικά ἀφοσιωμένος!
Πρόκληση γιά τήν ἐποχή μας ὁ ζῆλος τοῦ Ἠλία. Πολλοί σήμερα θά μέμφονταν τό... φανατισμό του, θά τόν θεωροῦσαν «τῶν ἄκρων». Αὐτή ἡ ἀσάλευτη πίστη του στή μοναδικότητα τοῦ Θεοῦ, ἡ προσκόλλησή του στόν θεῖο νόμο θά προκαλοῦσε ὄχι μόνο τούς δηλωμένους ἀπίστους, οἱ ὁποῖοι θέλουν τούς χριστιανούς «καλά καί φρόνιμα παιδιά», πειθήνια ὄργανα τοῦ κατεστημένου, πού προβάλλεται ὡς σύγχρονο καί μοντέρνο. Καί πολλοί ἀπό τούς σημερινούς χριστιανούς -σως κι ἀπό ἐκείνους πού θά ’πρεπε νά ’ναι μπροστάρηδες καί νά μεταγγίζουν ζῆλο καί φλόγα- θά προβληματίζονταν ἀπό τήν ἐπιμονή καί τήν... ἀδιαλλαξία τοῦ Ἠλία. Ἴσως κι αὐτοί θά τόν χαρακτήριζαν ὡς φονταμενταλιστή καί «ταλιμπάν». Ἀσφαλῶς ἡ συμπεριφορά τοῦ προφήτη Ἠλία δέν θά ταίριαζε καθόλου στόν «ἀτσαλάκωτο» Χριστιανισμό μας, πού δέν θίγει τά κακῶς ἔχοντα καί εἶναι πρόθυμος μέ ὅλους καί μέ ὅλα νά συμβιβασθεῖ· στόν Χριστιανισμό μας πού «στρυμώχνει» τό δόγμα καί «νερώνει» τό κρασί τῆς πίστεως, γιά νά μήν προκαλεῖ, γιά νά εἶναι ἀρεστός στούς πολλούς.
Ἔλεγχος σκληρός γιά τούς συμβιβασμένους «χριστιανούς» τῆς ἐποχῆς μας ὁ προφήτης Ἠλίας. Ἄς ἦταν νά κατακάψει ἡ πύρινη προσευχή του τήν κομπλεξικότητα καί τήν ἡττοπάθειά μας! Ὅσο ὁ κόσμος ἀπομακρύνεται ἀπό τόν Θεό, τόσο νά λαχταροῦμε νά Τόν πλησιάσουμε. Ὅσο γύρω μας ἁπλώνεται ἡ παγωνιά τῆς ἀπιστίας, τόσο μέσα μας νά φουντώνει ἡ φλόγα τῆς πίστεως, ἡ φωτιά τῆς ἀγάπης. Ὅσο πυρακτώνεται τό καμίνι τῶν πειρασμῶν, τόσο ἐντονότερη νά νιώθουμε τή δροσοβόλο παρουσία τῆς χάριτος. Ὅσο ἐναντιώνονται στό θεῖο θέλημα οἱ ἄπιστοι καί ἀσεβεῖς, τόσο νά μένουμε ἀνυποχώρητοι στήν πίστη μας, ἀσυμβίβαστοι στή ζωή πού παραγγέλλει τό εὐαγγέλιο τοῦ Κυρίου μας.
Πρέπει νά τό καταλάβουμε: Δέν ἀρκεῖ νά διατηροῦμε τήν πίστη καί τήν εὐσέβειά μας. Εἶναι ἀνάγκη καί ἐπιταγή τῶν καιρῶν μας νά γίνουμε ζηλωτές εὐσεβείας. Νά δίνουμε στόν Θεό τήν πρώτη θέση στίς ἐπιλογές, στά σχέδια, στό ὅλο πρόγραμμα τῆς ζωῆς μας. Ἀναγκαία ἐξήγηση: Ἡ σταθερότητα καί τό ἀσυμβίβαστο φρόνημα δέν σημαίνουν σκληρότητα, ἀπομόνωση, μισαλλοδοξία. Σημαίνουν ἁπλῶς γνώση, διακήρυξη καί διαφύλαξη τῆς ἀλήθειας. Ἡ φωτιά τῆς πίστεως δέν καίει. Ἁπλώνεται γύρω σάν δροσιά, πού φωτίζει καί ζωογονεῖ. Τό ἀποκάλυψε μέ σημεῖο ὁ Θεός στόν ζηλωτή προφήτη του, ὅταν τοῦ φανερώθηκε στό ὄρος ὄχι σάν ἄνεμος σφοδρός οὔτε σάν σεισμός ἤ φωτιά ἀλλά ὡς «φωνή αὔρας λεπτῆς» (Γ΄ Βα 19,12).
Δέν ἐπιθυμεῖ ὁ Θεός τό θάνατο τοῦ ἁμαρτωλοῦ ἀλλά τή μετάνοια καί τή σωτηρία του. Γι᾿ αὐτό προτιμᾶ νά μᾶς καταστήσει γνωστό τόν ἑαυτό του θωπεύοντάς μας μέ τήν ἀγάπη του παρά χτυπώντας μας μέ τή δύναμή του. Μέ τόν ἴδιο τρόπο ἐπιθυμεῖ νά ἐργάζονται στόν κόσμο οἱ δικοί του. Νά ἀγκαλιάζουν καί νά καλοῦν στόν Χριστό ὅλους, χωρίς νά ἀποκλίνουν οὔτε στό ἐλάχιστο ἀπό τό νόμο καί τό θέλημά του. Νά εἶναι ἀνοιχτοί σέ ὅλους παραμένοντας σταθεροί στίς πεποιθήσεις τους.
«Ὁ καιρός γάρ ἐγγύς ἐστιν. Ὁ ἀδικῶν ἀδικησάτω ἔτι, καί ὁ ρυπαρός ρυπαρευθήτω ἔτι, καί ὁ δίκαιος δικαιοσύνην ποιησάτω ἔτι, καί ὁ ἅγιος ἁγιασθήτω ἔτι», διαβάζουμε στό βιβλίο τῆς Ἀποκαλύψεως (22,11). Εἶναι ἀνάγκη νά ἐντείνουμε τόν ἀγώνα μας. Ἄν ὁ ἅγιος πάψει νά γίνεται συνεχῶς ἁγιότερος, θά χάσει τήν ἁγιοσύνη του. Ἄν ὁ πιστός παρασυρθεῖ ἀπό τή νωθρότητα καί τήν ἀδιαφορία, ἄν χάσει τό ζῆλο του, καταντᾶ συμφορά γιά τόν ἑαυτό του καί γιά τούς ἄλλους. Ἄν ὅμως παλεύει ἀνακαινίζοντας συνεχῶς καί μεταμορφώνοντας τόν ἑαυτό του, τότε κάνει εὐρύχωρο τό σκεῦος του, γιά νά χωρᾶ τά θεῖα μεγαλεῖα, γιά νά ἀπολαμβάνει θαβώριες ἐμπειρίες. Καί γίνεται τότε ὁ ἅγιος εὐλογία γιά τόν κόσμο, καθώς ἀποπνέει τήν αὔρα τοῦ Πνεύματος, τήν εὐωδία τῆς χάριτος, ἀντανακλᾶ στά σκοτάδια τοῦ κόσμου μας τό φῶς τοῦ Χριστοῦ.
Στέργιος Ν. Σάκκος
Ἀπολύτρωσις 60 (2005) 196-198
Φοβισμένος καί ἀποθαρρυμένος βρίσκεται ὁ προφήτης Ἠλίας κρυμμένος μέσα σέ μιά σπηλιά τοῦ ὄρους Χωρήβ. Οἱ ἀπειλές τῆς Ἰεζάβελ τόν κυνηγοῦν καί ἡ ἀποστασία τοῦ λαοῦ τόν λυγίζει. Ἐκείνη τήν ὥρα τῆς πίκρας καί τῆς ἀδυναμίας ὅμως διαλέγει ὁ Κύριος γιά νά τόν ἐπισκεφθεῖ. Ἔρχεται καί τοῦ κλείνει συνάντηση, τοῦ ὁρίζει χρόνο καί τόπο, πού θά τόν δεῖ· «Θά βγεῖς», τοῦ λέει, «αὔριο καί θά σταθεῖς ἐνώπιον Κυρίου στό βουνό» (Γ΄Βα 19,11). Καί ὄχι μόνο αὐτό, ἀλλά τοῦ δίνει καί σημάδι ἀναγνωρίσεως, πῶς νά καταλάβει ὁ Ἠλίας τήν παρουσία τοῦ Θεοῦ· «θά περάσει ἀπό μπροστά σου ὁ Κύριος», συνεχίζει. «Θά ξεσηκωθεῖ ἄνεμος δυνατός, ἀλλά δέν θά εἶναι ἐκεῖ ὁ Κύριος. Θά ἀκολουθήσει σεισμός, ὕστερα φωτιά, ἀλλά οὔτε ἐκεῖ θά εἶναι. Καί μετά τό πῦρ φωνή αὔρας λεπτῆς, κἀκεῖ Κύριος» (Γ΄Βα 19,11-12).
Ἔχει ποικίλους τρόπους νά παρουσιάζεται ὁ Θεός στούς ἁγίους του. Στόν Ἀβραάμ παρουσιάστηκε μέ τρεῖς ἀγγέλους, στόν Ἰσαάκ ἐμφανίσθηκε τή νύχτα καί στόν Ἰακώβ στόν ὕπνο του, στό Νῶε φανερώθηκε μέ τό οὐράνιο τόξο, στό Δανιήλ σέ νυχτερινό ὅραμα· ὁ Μωϋσῆς τόν εἶδε στή φλεγομένη βάτο καί ἀντίκρυσε «τά ὀπίσω» τῆς δόξης του, ὁ Δαβίδ τόν ἀναγνώρισε στόν ἄγγελο πού χτύπησε τό λαό μέ θάνατο, καί καθένας ἀπό τούς προφῆτες συνάντησε τόν Θεό, ὅπως ὁ Θεός εὐδόκησε καί ὅπως ἦταν συμφέρον γιά τόν προφήτη.
«Διά τήν πολλήν καί ἀπερινόητον ἥν ἔσχε πρός αὐτούς ἀγάπην», ἐξηγεῖ ὁ ἅγιος Μακάριος ὁ Αἰγύπτιος, σμικρύνεται ὁ Θεός καί σωματοποιεῖται, μικραίνει καί παίρνει σῶμα, μεταμορφώνεται καί γίνεται αἰσθητός σ’ αὐτούς πού τόν ἀγαποῦν, ὄχι ὅπως εἶναι, «ἀχώρητος γάρ, ἀλλά κατά τήν ἐκείνων χώρησίν τε καί δύναμιν».
Στόν Ἠλία, πού τό κήρυγμά του ἦταν θύελλα καί σεισμός καί φωτιά γιά τό λαό τοῦ Θεοῦ, ὁ Κύριος προτίμησε νά ἐμφανισθεῖ μέ τόν ἦχο μιᾶς ἁπαλῆς αὔρας.
Ἔχουμε συνδέσει κυρίως τήν παρουσία τοῦ Θεοῦ μέ συγκλονιστικά γεγονότα. Καί περιμένουμε συνήθως τήν ἐπίσκεψή του μέ ἀστραπές καί βροντές, μέσα σέ καπνούς καί γνόφο. Ἀλλά ὁ Κύριος δέν ἐξαντλεῖται σ’ αὐτές τίς μεγαλειώδεις καί μεγαλοπρεπεῖς ἐμφανίσεις. Μάλιστα, δέν ἀποτελεῖ ἡ φοβερή ὄψη τήν καλύτερη εἰκόνα του, οὔτε εἶναι ἡ ὀργή τό ἀληθινό του πρόσωπο. «Μάθετε ἀπ’ ἐμοῦ ὅτι πρᾶός εἰμι καί ταπεινός τῇ καρδίᾳ» (Μθ 11,29), μᾶς ἀποκαλύπτει ὁ μονογενής Υἱός του, ὁ Ἰησοῦς Χριστός, πού στό πρόσωπό του εἴδαμε, πράγματι, τόν Κύριο. Τό ἔλεος καί ἡ ἀγάπη τοῦ Πατέρα, ἡ μακροθυμία γιά τόν ἁμαρτωλό καί ἡ γλυκύτητα γιά τόν μετανοημένο εἶναι τά ἀληθινά του γνωρίσματα. Σάν αὔρα λεπτή φυσᾶ μέσα στίς καρδιές τῶν παιδιῶν του τό πανάγιο Πνεῦμα καί τίς δροσίζει, τίς ξεκουράζει, τίς καθαρίζει.
Ἀλλά γιά νά ἀντιληφθοῦμε ἔτσι τή θεία ἐπίσκεψη, χρειάζεται νά διαθέτουμε τά ἀνάλογα αἰσθητήρια. Ὅπως ἑρμηνεύουν οἱ νηπτικοί πατέρες, ὁ Κύριος ἐνεργεῖ σάν αὔρα λεπτή, χαρίζοντας φῶς καί εἰρήνη, στήν καρδιά ἐκείνη μέσα στήν ὁποία κατοικεῖ ὁ Χριστός καί ἡ ὁποία ἔχει προκόψει στό ἔργο τῆς προσευχῆς.
«Γι’ αὐτό τό λόγο», γράφει ὁ ὅσιος Γρηγόριος ὁ Σιναΐτης, «ἔλεγε ὁ Θεός πρός τόν Ἠλία στό ὄρος Χωρήβ ὅτι ὁ Κύριος δέν εἶναι οὔτε στό ἕνα οὔτε στό ἄλλο, δηλαδή σέ ἐπί μέρους ἐνέργειες τῆς χάριτος γιά τούς ἀρχαρίους, ἀλλά σέ αὔρα λεπτή καί φωτεινή· μέ αὐτό ὑπέδειξε τήν τέλεια προσευχή». Καί ὁ ὅσιος Θεόγνωστος συμβουλεύει· «Ἄν ἐπιθυμεῖς νά ἀξιωθεῖς θείας θέας καί ἐμφανίσεως στή διάνοιά σου, προηγουμένως νά ἀσπασθεῖς τήν εἰρηνική καί ἥσυχη ζωή· καί ὅταν ἐνδιατρίψεις σ’ αὐτό τό ἔργο, γνώρισε καί τόν ἑαυτό σου καί τόν Θεό. Ἄν συμβεῖ αὐτό, τίποτε δέν ἐμποδίζει σάν μέσα σέ αὔρα λεπτή, μέ τήν καθαρή δηλαδή κατάστασή σου καί χωρίς νά θορυβεῖ κανένα πάθος σου, νά δεῖς νοερά αὐτόν πού εἶναι ἀθέατος σέ ὅλους, νά σοῦ γνωρίζει ἐναργέστερα τόν ἑαυτό του καί νά σοῦ εὐαγγελίζεται τή σωτηρία».
Ὁ πνευματικός ἀγώνας καί ἡ ἄσκηση εὐαισθητοποιοῦν τήν ψυχή τοῦ πιστοῦ, ὥστε νά νιώθει πάνω του τό ἄγγιγμα τοῦ Θεοῦ σάν τρυφερό χάδι. Σέ μιά καρδιά εἰρηνική, ἀπαλλαγμένη ἀπό πάθη, καί σέ μιά σκέψη καθαρή, φωτισμένη ἀπό τήν ἀλήθεια τοῦ Χριστοῦ, ὁ Κύριος ἔρχεται καί φανερώνεται γλυκύς καί πρᾶος μέσα ἀπό τίς θύρες πού ἀνοίγει ἡ Ἐκκλησία γιά τά μέλη της. Ἡ χάρη τῶν μυστηρίων, ἡ προσευχή καί ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ γίνονται ὁ χρόνος καί ὁ τόπος, ὅπου ὁ Κύριος κλείνει καί γιά μᾶς συνάντηση μαζί του. Κι ἄλλοτε περνᾶ σάν ἄνεμος σφοδρός, πού διαλύει τά βουνά τῶν παθῶν καί συντρίβει τίς πέτρινες καρδιές καί ἀπό τό φόβο καθηλώνει καί νεκρώνει τή σάρκα. Ἄλλοτε περνᾶ σάν σεισμός ἤ σάν σκίρτημα χαρᾶς μέσα στά σπλάγχνα μας, ὅπως μαρτυροῦν οἱ ἅγιοι πατέρες. Κι ἄλλοτε, στά γυμνασμένα μέ τήν ἀρετή πνεύματα, περνᾶ σάν ἁπαλή αὔρα. Ἔτσι, ὁ ἅγιος Μάξιμος ὁ ὁμολογητής γράφει ὅτι ὁ λόγος τῆς ἁγίας Γραφῆς γιά τόν διορατικώτερο νοῦ, αὐτόν πού ἔχει νικήσει τή φύση καί μπορεῖ νά πιάσει τά μηνύματα τοῦ Θεοῦ, εἶναι σάν νά ξεντύνεται τό σχῆμα τῶν ἀνθρωπίνων λέξεων καί νά ἀπηχεῖ τά νοήματά του μέ φωνή αὔρας λεπτῆς. Καί ὁ ἅγιος Μακάριος πάλι ἑρμηνεύοντας τό χωρίο λέει ὅτι ὁ Κύριος φανερώνει τήν παρουσία του «ἐν εἰρήνῃ καί ἡσυχίᾳ» καί ἀναπαύεται στήν προσευχή πού γίνεται μέ εἰρήνη καί κατάνυξη, ὄχι στήν προσευχή πού γίνεται μέ φωνές καί ταραχή· «τό μέρος τοῦτο ἰδιωτῶν ἐστι», εἶναι γνώρισμα ἀρχαρίων σημειώνει.
Εἶναι γεγονός ὅτι ὅσοι ἀγαποῦν θερμά τόν Κύριο συγκινοῦνται περισσότερο ἀπό τά ἐλέη καί τίς εὐλογίες του παρά ἀπό τήν ὀργή του. Ἀλλά καί ὁ ἴδιος ὁ Θεός προτιμᾶ νά μᾶς κάνει γνωστό τόν ἑαυτό του δείχνοντάς μας τήν ἀγάπη του, παρά χτυπώντας μας μέ τή δύναμή του. Ἐκείνη ἡ συνάντησή του μέ τόν Ἠλία ἦταν ἕνας ἔλεγχος γιά τή βιαιότητα του προφήτου. Ὁ Θεός ἤθελε νά τοῦ πεῖ καί νά τοῦ διδάξει ὅτι δέν θέλει τό θάνατο τοῦ ἁμαρτωλοῦ, ἀλλά τή σωτηρία του. Ἄν καί πολλές φορές τά σημεῖα τῆς ἀποτομίας του γιά τήν ἁμαρτία τοῦ λαοῦ εἶναι ἀναγκαῖα, ἐν τούτοις τό πραγματικό ἔργο τοῦ Θεοῦ μέσα στόν κόσμο δέν ἐκτελεῖται μέ τέτοια μέσα. Τό συγκλονιστικώτερο γεγονός τοῦ κόσμου, ἡ γέννηση τοῦ Χριστοῦ, πού σήμανε τή σωτηρία μας, ἔγινε μέ τόν πιό ἀθόρυβο καί ταπεινό τρόπο, μέσα σέ μιά φάτνη ἑνός χωριοῦ. Ὅπως φυσᾶ μαλακά ἡ αὔρα, ἔτσι ἦλθε ὁ Κύριος ἀνάμεσά μας, ὥστε νά μποροῦμε νά ποῦμε ὅτι τά λόγια ἐκεῖνα στόν προφήτη Ἠλία ἦταν μιά προφητεία γιά τήν ἐνανθρώπηση τοῦ Θεοῦ. Ἀργότερα οἱ μαθητές τοῦ Χριστοῦ εἶδαν τόν Ἠλία πάνω στό ὄρος τῆς Μεταμορφώσεως νά συζητᾶ μέ τόν Κύριο γιά τήν ἔξοδό Του «ἐκ τοῦ κόσμου τούτου», πού θά γινόταν πάλι ταπεινά καί ἀδύναμα, ἀλλά πού αὐτή θά μεταμόρφωνε τήν καρδιά τοῦ ἀνθρώπου. Ὁ Θεός ἄλλη μιά φορά, γιά νά μᾶς μιλήσει καί νά μᾶς πείσει, δέν διάλεξε τούς βροντερούς ἤχους τῆς δυνάμεώς του, ἀλλά τούς γλυκεῖς ψιθύρους τῆς ἀγάπης του, πού τόν ἔφερε μέχρι τό σταυρό.
Στέργιος Ν. Σάκκος
Ἀπολύτρωσις 44 (1989) 97-99
Ἄγγιγμα δροσιᾶς
Ἐπίκαιρο εἶναι μέσα στό καλοκαιρινό κάμα νά θυμηθοῦμε ἕνα περιστατικό ἀπό τή ζωή τοῦ πύρινου προφήτη ᾿Ηλία, πού τόν γιορτάζουμε μές στό κατακαλόκαιρο (20 ᾿Ιουλίου). Φοβισμένος καί ἀποθαρρυμένος κρύβεται ὁ ᾿Ηλίας μέσα σέ μιά σπηλιά τοῦ ὄρους Χωρήβ. Οἱ ἀπειλές τῆς ᾿Ιεζάβελ τόν κυνηγοῦν καί ἡ ἀποστασία τοῦ λαοῦ τόν πληγώνει. Αἰσθάνεται μόνος. ᾿Εκείνη τήν ὥρα τῆς πίκρας καί τῆς ἀδυναμίας διαλέγει ὁ Θεός, γιά νά ἐπισκεφθεῖ τόν ἄνθρωπό του. ῾Ο ἴδιος μάλιστα ὁρίζει τόν τόπο καί τό χρόνο συνάντησης· «Θά βγεῖς αὔριο», λέει στόν προφήτη, «καί θά σταθεῖς ἐνώπιον Κυρίου στό βουνό. Προσοχή! Θά περάσει ὁ Κύριος». Καί πῶς θά καταλάβει τή θεϊκή παρουσία ὁ ἄνθρωπος; «Θά πνεύσει δυνατός ἄνεμος πού διαλύει τά βουνά καί συντρίβει τούς βράχους, δέν θά βρίσκεται στόν ἄνεμο ὁ Κύριος· ἔπειτα θά γίνει σεισμός, δέν θά εἶναι στό σεισμό ὁ Κύριος. Μετά τό σεισμό θ᾿ ἀκολουθήσει φωτιά, δέν θά εἶναι στή φωτιά ὁ Κύριος. Μετά τή φωτιά θ᾿ ἀκούσεις αὔρα λεπτή κι ἐκεῖ θά εἶναι ὁ Κύριος!» (Γ´Βα 19,11-12).
Ὥρα μοναδική! «῾Ο ἄπειρος Θεός», λέει ὁ ἅγιος Μακάριος, «σμικρύνεται καί σωματοποιεῖται», γιά νά τόν δεῖ ὁ ἄνθρωπος. Σ᾿ ἄλλες στιγμές τῆς ἱστορίας ἐμφανίζεται ὁ Θεός μέ ἄλλες μορφές, συνήθως φοβερές· μέ βροντές, ἀστραπές καί καπνούς στόν Μωυσῆ, στό Σινᾶ, μέ πυρωμένο ἄνθρακα στόν διστακτικό ᾿Ησαΐα. Τώρα, στόν ζηλωτή προφήτη, τοῦ ὁποίου τό κήρυγμα ἦταν θύελλα καί σεισμός καί φωτιά γιά τόν λαό τοῦ Θεοῦ, ὁ Κύριος προτιμᾶ νά ἐμφανισθεῖ μέ τόν ἦχο τῆς ἁπαλῆς αὔρας.
Ἡ συγκεκριμένη ἐμφάνιση τοῦ Θεοῦ ἐλέγχει τή βιαιότητα καί σκληρότητα τοῦ προφήτη. Εἶναι μία συμβολική διδαχή ὅτι δέν θέλει ὁ Θεός τό θάνατο τοῦ ἁμαρτωλοῦ ἀλλά τή σωτηρία του. Προτιμᾶ νά μᾶς κάνει γνωστό τόν ἑαυτό του δείχνοντας τήν ἀγάπη του, παρά προβάλλοντας τή δύναμή του. Νά μᾶς συγκινεῖ μέ τίς εὐλογίες, παρά νά μᾶς φοβίζει μέ τήν ὀργή του. Τό ἔλεος καί ἡ ἀγάπη τοῦ Πατέρα, ἡ μακροθυμία γιά τόν ἁμαρτωλό καί ἡ γλυκύτητα γιά τόν μετανοημένο εἶναι τά ἀληθινά του γνωρίσματα. ᾿Αρκεῖ νά διακρίνει στήν ψυχή τήν καλή προαίρεση, τή διάθεση γιά μετάνοια.
Ἐπιθυμώντας βαθιά τή σωτηρία μας ὁ Κύριος δέν ἐξαντλεῖται στίς μεγαλειώδεις καί μεγαλοπρεπεῖς ἐμφανίσεις. Μάλιστα δέν ἀποτελεῖ ἡ φοβερή ὄψη τήν καλύτερη εἰκόνα του οὔτε εἶναι ἡ ὀργή τό ἀληθινό πρόσωπό του. Μαρτυρεῖται αὐτό στό πιό συγκλονιστικό γεγονός πού εἶδε ὁ κόσμος· στήν ἐνανθρώπηση τοῦ Θεοῦ, ἡ ὁποία ἔγινε μέ τόν πλέον ταπεινό καί ἀθόρυβο τρόπο στή φτωχή φάτνη τῆς Βηθλεέμ. Λίγο ἀργότερα, τή μαρτυρία τοῦ ψαλμωδοῦ «ὅτι χρηστός ὁ Κύριος» (Ψα 33,9) τήν ἐπιβεβαιώνει ἡ αὐτοσύσταση τοῦ ἴδιου τοῦ Θεανθρώπου «ὅτι πρᾶός εἰμι καί ταπεινός τῇ καρδίᾳ» (Μθ 11,29).
Τί χρήσιμο μάθημα γιά τίς διαπροσωπικές μας σχέσεις νά προτάσσουμε τήν ἀγάπη τῆς βίας, νά προτιμοῦμε τό χαμόγελο ἀπό τά σφιγμένα χείλη! ᾿Αλλά γιά νά τό μάθεις αὐτό πρέπει πρῶτα νά βιώσεις τήν παρήγορη κι ἐνθαρρυντική ἀλήθεια ὅτι ὁ Θεός μας εἶναι «αὔρα λεπτή», Θεός ἐλέους καί ἀγάπης. Μόνο στήν ἄνετη ἀτμόσφαιρα τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ ἀνθίζει ἡ ἀγάπη γιά τόν συνάνθρωπο. Μακάρι νά τό καταλάβουμε!
Στέργιος Σάκκος
Ἀπολύτρωσις 57 (2002) 147
Στήν ἀκαταπόνητη ἀναζήτησή μας γιά χαρά μέσα στήν καρδιά τοῦ καλοκαιριοῦ ἔρχεται νά μᾶς συναντήσει ἕνας ὄντως χαρούμενος καί χαριτωμένος ἄνθρωπος. Θά μᾶς βεβαιώσει πώς «ἡ ἀσύγκριτη χαρά πού μπορεῖ νά ζήσει ὁ ἄνθρωπος εἶναι νά βλέπει μέ τά μάτια τῆς πίστης τόν Ἥλιο τῆς δικαιοσύνης, τόν Χριστό» καί θά μᾶς χαιρετήσει μέ τόν ἀγαπημένο του χαιρετισμό: «Χριστός ἀνέστη, χαρά μου»· χαιρετισμός μιᾶς ψυχῆς πού βίωσε τήν ἀνάσταση στήν προσωπική ἔξοδο ἀπό τά πάθη καί τή φθορά.
Τό φωτεινό πρόσωπο καί ἡ ἔκδηλη χαρά ἑνός ἀνθρώπου, πού δέν ἔζησε τήν τέρψη καμιᾶς γήινης ἀπόλαυσης καί διάλεξε γιά τόν ἑαυτό του νά ζῆ ἀπόλυτα τόν Ἰησοῦ, δέν ἀποτελεῖ πειστική ἀπόδειξη γιά τό πόσο χορταίνει μέ εὐφροσύνη ὁ Θεός τόν ἄνθρωπο;
Στίς 2 Ἰανουαρίου 1833 αὐτή ἡ χαρούμενη καρδιά σταμάτησε νά χτυπᾶ πάνω στή γῆ. Ὁ ἅγιος ἐκοιμήθη προσφέροντας τήν ἔσχατη σπονδή τῆς προσευχῆς του γονατισμένος, μέ τά μάτια προσηλωμένα στήν εἰκόνα τῆς Θεοτόκου, ἔχοντας λάβει τή θεία Κοινωνία. Ἄνθρωπος τῆς θεωρητικῆς ζωῆς ἀλλά καί τῆς διακονίας τοῦ ἀνθρώπου, πού βίωσε καί δίδαξε τή συνεχῆ μνήμη τοῦ Θεοῦ καί τῆς δόξας του. Μυρίπνοο λούλουδο ἄνθισε βαθιά μέσα στό δάσος ἐκεῖ πού μετά ἀπό τή μοναχική ζωή στό μοναστήρι τοῦ Σάρωφ, γιά δεκαέξι χρόνια ἀνέβαινε μέρα μέ τή μέρα τήν κλίμακα πού ὁδηγεῖ στόν οὐρανό. Ἀνάπαυσή του ἡ προσευχή καί τροφή του ἡ ἁγία Γραφή πού τήν ὀνόμαζε ἄρτο τῶν ἀγγέλων. Στόν ἀγώνα του ἐκεῖ τόν συντροφεύουν οἱ ἅγιοι πού εὐλαβεῖται καί ἰδιαίτερα ἡ Παναγία Μητέρα, πού ξέχωρα τήν ἀγάπησε καί τήν καλοῦσε «χαρά, τή μεγαλύτερη ἀπ᾿ ὅλες τίς χαρές».
Στό βίο τόν δοσμένο ὁλότελα στόν Θεό τά ἀναμενόμενα ἀνατρέπονται καί τά προσδοκώμενα ὑπερβαίνονται. Τό σῶμα ἀσκεῖται κι ἡ ψυχή ἀποκτᾶ φτερά, τά χείλη σιωποῦν καί ἡ καρδιά ἐπικοινωνεῖ μέ τόν οὐρανό. Ὁ ἅγιος Σεραφείμ ἐγκολπώθηκε τά ἀγαθά τοῦ ἁγίου Πνεύματος. Ἄκακος σάν μικρό παιδί οἰκειώθηκε τόν Θεό καί τήν κτίση ὁλόκληρη· ἔτσι καί τά ἄγρια θηρία ὑποτάσσονταν στά προστάγματά του. Ἐνατενίζοντας τό ὑπερκαλλές πρόσωπο τοῦ Ἡλίου τῆς δικαιοσύνης, καταυγαζόταν ἡ ὕπαρξή του μέ τό ἔκπαγλο φῶς τῆς θείας ἐπιφανείας. Μέ τή μετοχή του στά ἄχραντα μυστήρια ἔβλεπε τήν πρώτη αὐγή τοῦ χρόνου ὅπως τό σήμερα καί θεωροῦσε οἰκεῖα τά ἔσχατα. Ὁ ὅσιος ἀπολάμβανε τό κάθε δῶρο τοῦ Θεοῦ πατέρα μέ δοξολογική διάθεση καί καρδιά εὐγνώμονη. Μέσα στήν εἰρήνη καί στή θεϊκή χαρά τόξευε ἱκεσίες στόν οὐρανό γιά τή σωτηρία ὅλου τοῦ κόσμου καί ὑποδεχόταν ἀγαπητικά κάθε ψυχή πού τόν πλησίαζε, μεταγγίζοντας τήν ἀναστάσιμη χαρά. Ἀναρίθμητοι ἄνθρωποι, κάθε κοινωνικῆς τάξης, ἔτρεχαν διψασμένοι κοντά του κι ἔβρισκαν ἀνάπαυση καί πνευματική καθοδήγηση ἀπό τόν μικρόσωμο ἅγιο, τήν εἰκόνα τῆς μυστικῆς χαρᾶς τῶν λυτρωμένων παιδιῶν τοῦ Θεοῦ.
Πνευματοφόρος ἄνθρωπος, ὄντως χαριτωμένος ὁ ὅσιος Σεραφείμ γεννημένος στά 1759 στό Κούρσκ τῆς κεντρικῆς Ρωσίας ἀποτελεῖ ἕνα ὁλόφωτο ἀστέρι τῆς ρωσικῆς γῆς καί ἀκτινοβολεῖ τήν ἁγιότητα. Ἐνσαρκώνει τήν παράδοση ὅλων τῶν ἁγίων μέ τήν ταπεινωσύνη καί τήν ἀγάπη, μέ τή βαθειά εἰρήνη καί τήν ἀναφαίρετη χαρά.
Διατρανώνει σέ μᾶς τούς ὁδοιπόρους στά μονοπάτια τῆς γῆς πώς ἡ γνήσια χαρά εἶναι προνόμιο τῶν ἐν Χριστῷ λυτρωμένων ψυχῶν πού ζοῦνε τήν κοινωνία μαζί Του, πηγάζει ἀπό τή θεία παρουσία στό ἐσωτερικό τοῦ ἀνθρώπου καί καρπίζει μέ τήν πνοή τοῦ Παρακλήτου. Αὐτή τή χαρά κανένας ἡγέτης αὐτοῦ τοῦ κόσμου δέν μπορεῖ νά παράσχει καί κανένα ἐργοστάσιο αὐτῆς τῆς γῆς νά παραγάγει.
Στίς 19 Ἰουλίου τιμώντας τήν ἀνακομιδή τῶν λειψάνων τοῦ ἁγίου τῆς χαρᾶς, τοῦ ἁγίου Σεραφείμ τοῦ Σάρωφ, ζητοῦμε τίς πρεσβεῖες του, γιά νά χαρίζει ὁ Κύριος στήν καρδιά μας τή χαρά του θησαυρό ἀσύλητο, σφραγίδα τοῦ ἐν ἡμῖν ἁγίου Πνεύματος.
Ἰχνηλάτης
Δεμένος μέ τή ζωή μας ὁ πόλεμος, ὁ ἀγώνας γιά τήν ἐπιβίωση, τήν φυσική ἀλλά -ὄχι λιγότερο- καί τήν πνευματική. Τό θέμα εἶναι παλιό ὅσο καί ἡ ἱστορία τοῦ ἀνθρώπου, ἀλλά καί ἐπίκαιρο, ἄρρηκτα συνδεδεμένο μέ τήν συγκεκριμένη καθημερινότητα τοῦ πιστοῦ. Ἄφθονα τά θεόπνευστα μηνύματα καί παραγγέλματα τῆς ἁγίας Γραφῆς μᾶς καλοῦν νά γρηγοροῦμε, διότι καθημερινά δίνουμε μάχη σκληρή καί ἄνιση. Παλεύουμε ὄχι μέ ἀνθρώπους ἀλλά «πρὸς τοὺς κοσμοκράτορας τοῦ σκότους τοῦ αἰῶνος τούτου» (Ἐφ 6, 12), μέ τίς σκοτεινές δυνάμεις τοῦ σατανᾶ.
Ἄφθονες καί οἱ σχετικές παραινέσεις καί διδαχές τῶν ἁγίων πατέρων καί διδασκάλων τῆς Ἐκκλησίας μας. Ἀνάμεσά τους ὁ ἅγιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης (1749-1809), ὁ φιλόπονος καί διαπρεπής νάξιος μοναχός τῶν τελευταίων χρόνων τῆς τουρκοκρατίας, πού τιμοῦμε στίς 14 Ἰουλίου. Πολλά τά συγγράμματά του, ἀναφέρονται σέ ποικίλους κλάδους τῆς Θεολογίας καί ἀποτελοῦν θησαυρό πολύτιμο γιά τήν στρατευομένη Ἐκκλησία. Ἕνα ἀπό τά πιό γνωστά, πού μᾶς δίνει καί τήν ἀφορμή γιά τό σύντομο μήνυμά μας, εἶναι ὁ «Ἀόρατος πόλεμος»· κυκλοφορεῖται σέ προσιτές ἐκδόσεις, μεταγλωττισμένος μάλιστα καί στήν καθομιλουμένη.
Ἡ βαθειά γνώση τῆς ἀνθρώπινης ψυχῆς καί τοῦ σφοδροῦ ἀγώνα γιά τήν τελείωσή της, ἡ προσωπική ἐμπειρία αὐτοῦ τοῦ ἀγώνα καί -ὁπωσδήποτε- ὁ φωτισμός τῆς θείας χάριτος συνεργάσθηκαν ἁρμονικά γιά νά μᾶς χαρίσουν στό σοφό αὐτό βιβλίο συστηματοποιημένους «τοὺς τρόπους τοῦ πολεμεῖν» γιά τήν ἀναχαίτιση τῶν σκοτεινῶν δυνάμεων καί τήν κατάκτηση τῆς τελειότητος.
Μέσα στόν κυκεώνα τῶν θεμάτων καί προβλημάτων πού μᾶς κατακλύζουν σέ προσωπικό, οἰκογενειακό, ἐθνικό, πανευρωπαϊκό καί παγκόσμιο ἐπίπεδο φαντάζει πολυτέλεια ὁ λόγος περί πνευματικῆς τελειότητος. Ὡστόσο, εἶναι ἀκριβῶς αὐτό ἀπό τό ὁποῖο πρέπει νά ξεκινήσουμε, ἄν θέλουμε νά βγάλουμε κάποια ἄκρη. «Νά τά βροῦμε» μέ τόν ἑαυτό μας πρῶτα, γιά νά μποροῦμε ἔπειτα νά δημιουργήσουμε σχέσεις ἁρμονικές μέ τούς γύρω μας, ὥστε νά ἀρέσουμε στόν Θεό. Αὐτό εἶναι ἡ τελειότητα, ὁ σκοπός στόν ὁποῖο ἀποβλέπει ἡ ἐπί γῆς ζωή μας.
Σαφῆ καί πολύ πρακτικά τά μέσα πού προτείνει ὁ ἅγιος Νικόδημος γιά τήν ἐπιτυχία τοῦ πνευματικοῦ πολέμου: «α) τὸ νὰ μὴ θαρρεύεσαι (= νά μήν ἔχεις ἐμπιστοσύνη) ποτὲ εἰς τὸν ἑαυτόν σου· β) τὸ νὰ ἔχῃς πάντοτε ὅλον σου τὸ θάρρος καὶ τὴν ἐλπίδα εἰς τὸν Θεόν· γ) τὸ νὰ ἀγωνίζεσαι πάντοτε καὶ δ) τὸ νὰ προσεύχεσαι». Φαντάζεσθε πόσο θά ἄλλαζε ἡ καθημερινότητα ἐκείνου πού θά ἤθελε νά υἱοθετήσει τήν πολεμική τακτική τοῦ ἁγίου Νικοδήμου;
Ἀδελφέ μου, μέ πολλούς τρόπους ἀγωνίσθηκες μέχρι σήμερα καί πολλές ἀπογοητεύσεις ἔζησες. Τί ἐμποδίζει νά δοκιμάσεις καί τήν μέθοδο τοῦ ἁγίου Νικοδήμου; Ἡ μνήμη του ἀποτελεῖ μία πρόκληση καί ἡ εὐχή του εἶναι, σίγουρα, μία ἐγγύηση γιά τήν ἐπιτυχία. Καλό ἀγώνα, λοιπόν!
Ἀ.
Ἀπολύτρωσις 68 (2013) 163