Ἡ ἄνοιξη ἔβαφε τή γῆ μέ τά φωτεινά της χρώματα κι ἡ θάλασσα παιχνίδιζε ἀνέμελα. Σέ τοῦτο τό γιορτάσι τῆς φύσης γινόταν πιό φοβερή ἡ σκλαβιά, πιό βαρύς ὁ ζυγός πού χρόνια τώρα πολλά πίεζε τόν τράχηλο τῶν φτωχῶν ραγιάδων.
Ἦταν τό τέλος τοῦ 18ου αἰώνα. Οἱ Κρητικοί ζοῦσαν πικρή τήν ἀπογοήτευση ἀπό τήν ἀποτυχία τοῦ ὀρλωφικοῦ κινήματος, στό ὁποῖο συμμετεῖχαν μέ ὅλο τόν ἐνθουσιασμό τῆς ἀνυπότακτης καρδιᾶς τους. Μά τοῦτο τό νεαρό βλαστάρι τῆς λεβεντογέννας κρητικῆς γῆς κράταγε μέσα του μιά σπίθα ἀπ᾿ τή φωτιά τῆς Πεντηκοστῆς, μιά ἀχτίδα ἀπό τό φῶς τῆς φυλῆς. Οἱ εὐσεβεῖς γονεῖς του τοῦ ἔδωσαν τό ὄνομα Μύρων καί ὁ Θεός τοῦ χάρισε -μύρο ξεχωριστό- μία χάρη καί γλυκύτητα, μιά σύνεση ἀσυνήθιστη πού τόν ἔκαναν σέ ὅλους ἀγαπητό.
Στεκόταν στό λιμάνι τοῦ Χάνδακα (Ἡρακλείου), ἀγνάντευε πέρα μακριά κι ἀγκάλιαζε θαρρεῖς ὁλάκερη τήν Ἑλλάδα. Ὅλα σκοτεινά γύρω του κι αὐτός ἔκανε ὄνειρα. Τόν ἀγαποῦσε βαθιά τοῦτο τόν τόπο. «Ποιός θά φέρει τήν ποθητή λευτεριά;», συζητοῦσαν ἐναγώνια οἱ συμπατριῶτες του. Ὁ Μύρων πίστευε πώς μονάχα Ἐκεῖνος πού καί φέτος μές στήν ἀφάνεια καί τή σιωπή τοῦ χειμώνα προετοίμασε τό θαῦμα τῆς ἀνθοφορίας, ὁ παντοδύναμος Θεός, πού πλημμύριζε καί τούτη τήν ἄνοιξη μέ πλέρια ὀμορφιά. Ὁ Μύρων ζοῦσε τήν ἄνοιξη τῶν εἴκοσι χρόνων του καί νά, πλησίαζε καί φέτος ἡ τρανή γιορτή τοῦ Εὐαγγελισμοῦ. Προσευχόταν θερμά, ζητοῦσε τό θαῦμα ἀπό Κεῖνον πού, σάν θέλει, μπορεῖ τά ἀκατόρθωτα. Κι ἔκανε τάμα ἱερό, μυστικό, ἀνομολόγητο: Ἄς δεχόταν ὁ Κύριος θυσία ζωντανή καί τή ζωή του ἀκόμη κι ἄς χάριζε στήν πατρίδα τήν ποθητή λευτεριά!
Ἡ ἄδικη συκοφαντία κάποιων Τούρκων, πού φθονοῦσαν τή σταθερή σοβαρότητα καί τή φωτεινή ἁγνότητα τοῦ Μύρωνα, τόν ὁδήγησε στό δικαστήριο. Ἡ ὥρα τῆς θυσίας γιά τήν ψυχή πού τήν εἶχε λαβώσει ἡ ἀγάπη τοῦ Νυμφίου εἶχε φτάσει. Στό φοβερό δίλημμα νά σώσει τή ζωή του ἀρνούμενος τήν πίστη, ὁ Μύρων στέκεται ἀκλόνητος, ὁμολογώντας τόν Ἰησοῦ Χριστό μ᾿ ὅλη τή φλόγα τῆς νιότης του.
Εἶναι 20 Μαρτίου τοῦ 1793. Στόν τόπο τοῦ μαρτυρίου, ὅπου ἔχει στηθεῖ ἡ ἀγχόνη, ἐκτυλίσσονται συγκλονιστικές σκηνές πού ζωντανεύουν τή γενναιότητα τῶν πρώτων χριστιανῶν. Ὁ κρητικός λεβέντης ζητᾶ ταπεινά συγγνώμη ἀπό τούς συγχωριανούς του πού τοῦ συμπαραστέκονται. Πλησιάζει μέ δάκρυα καί τόν πατέρα του, ἀσπάζεται τό χέρι του καί παίρνει τήν πατρική εὐχή. Πόσο ἀτρόμητη ἀλλά καί τρυφερή συνάμα εἶναι ἡ καρδιά τῶν μαρτύρων!
Ὁ ἀθλοθέτης Κύριος στεφανώνει τόν χαριτωμένο ἀγωνιστή τῆς πίστης μέ τό αἰώνιο φῶς πού ἀγάπησε. Τή λάμψη πού περιβάλλει τό ἄψυχο κορμί του τήν ἀντικρύζουν ὅλοι. Τήν ἀντικρύζουν οἱ Τοῦρκοι καί τρομάζουν· οἱ χριστιανοί καί δοξάζουν. Ἡ συνείδηση τοῦ εὐσεβοῦς λαοῦ κρατάει τή μνήμη τοῦ νεαροῦ μάρτυρα. Τό ὄνομά του ἀναφέρεται στό νέο μαρτυρολόγιο τῆς Ἐνετίας τοῦ 1799, ἕξι μόλις χρόνια μετά τόν μαρτυρικό του θάνατο: «Μύρον νοητόν, δόξα Κρήτης καί κλέος». Μυροβόλο λουλούδι μές στήν παγωνιά καί τήν ξηρασία ὁ νεομάρτυρας Μύρων, σεμνός κι ἀφανής ἥρωας τῆς λευτεριᾶς, μυρώνει τίς ψυχές μας μέ εὐωδία Χριστοῦ, μᾶς συγκινεῖ καί μᾶς ἐμπνέει!
Ἰχνηλάτης
Καθώς ἀδυσώπητος ὁ χρόνος ἔρριχνε χιόνια στό κεφάλι τοῦ ὅσιου ἀσκητῆ, ἡ ἀγάπη του πρός τόν Θεό ἔσπερνε στήν καρδιά του σπόρους αἰωνιότητας καί ἄνθιζαν μέσα του τά ἄνθη τῆς ἐλευθερίας ἀπό τήν πλάνη καί τή ματαιότητα τοῦ κόσμου αὐτοῦ. Ἡ ἁγνότητα τῆς νεότητάς του καί ἡ σταθερή του ἀφοσίωση στόν Ἰησοῦ Χριστό θά καρποφορήσουν τή δύναμη τοῦ μαρτυρίου. Γεννημένος στήν εὔανδρο Κρήτη ὁ ὅσιος Παῦλος «κατηκολούθησε Χριστῷ δι’ ἐναρέτου ἀγωγῆς καί ἀρετῶν ἀσκητικῶν». Μέ κόπο καί ἄσκηση, ἀγρυπνίες καί προσευχές, μέ ἐγκράτεια καί ἀγάπη ἀφιέρωσε στόν Θεό τήν ὕπαρξή του ὁλόκληρη. Τό ἀσκητήριό του ἔγινε πόλος ἕλξεως γιά ψυχές διψασμένες γιά τό αἰώνιο.
Ἦρθαν τότε μέρες χαλεπές γιά τό ποίμνιο τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ. Ἡ εἰκονομαχία μαινόταν, σκορποῦσε ἀπειλές καί φόβο, δίχαζε τούς χριστιανούς. Ὁ εἰκονομάχος αὐτοκράτορας Κωνσταντίνος Ε΄ ὁ Κοπρώνυμος (741-775 μ.Χ.) μέ μανία πολεμοῦσε καί δίωκε ὅσους μέ τόλμη παρέμεναν σταθεροί στήν πίστη τῶν Πατέρων. Τώρα τό ἐρημητήριο τοῦ ὁσίου Παύλου γίνεται πηγή δυνάμεως καί κέντρο συντονισμοῦ τῶν Ὀρθοδόξων. Ὁ ἐκπρόσωπος τοῦ αὐτοκράτορα στήν Κρήτη, στρατηγός Θεόφιλος ὁ Λαρδατύρης, ἐπιχειρεῖ νά πτοήσει τόν δυναμικό ὑπέρμαχο τῆς ἀλήθειας. Μπροστά σέ πλῆθος λαοῦ ἡ Ὀρθοδοξία θά συναντήσει γιά ἄλλη μιά φορά τήν κακοδοξία καί θά τήν συντρίψει μέ τήν κραταιά ἰσχύ τῆς ὁμολογίας πού φθάνει μέχρι τό θάνατο. Ὁ στρατηγός ζητᾶ ἀπό τόν ἀσκητή νά καταπατήσει καί νά βεβηλώσει μία εἰκόνα τοῦ Σωτήρα Χριστοῦ. Ἡ ἀπάντησή του εἶναι σάλπισμα ὁμολογίας: «Μή γένοιτο, Κύριε Ἰησοῦ, πατῆσαι τήν σήν εἰκόνα». Ἡ ζείδωρη ἀλήθεια τῆς Ὀρθοδοξίας ἄρδευε τήν ὕπαρξή του, καταύγαζε τή διάνοιά του, νοηματοδοτοῦσε τούς ἀγῶνες του. Πῶς νά ἀρνηθεῖ τήν πίστη πού διαφυλάττει τήν ὡραιότητα καί τή γνησιότητα τῆς Ἐκκλησίας;
Ὁ ἀγωνιστής καί ὁμολογητής, πού ἐκτελοῦσε ἀφοσιωμένα τό θέλημα τοῦ Θεοῦ σέ ὅλη του τή ζωή, γονατίζει, σκύβει καί ἀσπάζεται τήν ἅγια εἰκόνα. Τό γνωρίζει πώς «ἡ τιμή ἀποβαίνει πρός τό πρωτότυπο», πρός τόν Κύριό του τόν θεάνθρωπο Ἰησοῦ. Ἀληθινά ἐλεύθερος ὁ ἄνθρωπος πού σκύβει μπρός στήν εἰκόνα τοῦ Χριστοῦ. Πιστεύει στήν ἐνανθρώπησή Του, ἐλπίζει στόν καθαγιασμό τῆς ὕλης, πορεύεται στό καθ’ ὁμοίωσιν.
Τά βασανιστήρια πού ἀκολουθοῦν εἶναι φρικτά. Στόν καταπέλτη τό σῶμα του στρεβλώνεται καί κατακαίεται στή φωτιά. «Ζῆλος διεξέκαυσε Παῦλον εἰκόνων, ᾧ φλόξ δι’ αὐτάς ἐξεκαύθη καμίνου». Στίς 17 Μαρτίου στρέφουμε τό βλέμμα μας στήν ὁσιακή καί μαρτυρική μορφή τοῦ ἁγίου ὁσιομάρτυρα Παύλου καί ζητοῦμε ἡ πρεσβεία του νά συνοδεύει ὅσους στούς καιρούς τῆς σύγχρονης εἰκονομαχίας τιμοῦν τήν εἰκόνα τοῦ Χριστοῦ καί λατρεύουν τό θεανδρικό του πρόσωπο.
Ἰχνηλάτης
Ἀπολύτρωσις 62 (2007) 72-73
Πολλά καί ποικίλα τά πνευματικά μηνύματα πού μᾶς φέρνει ὁ Μάρτιος. Ἑλκυστικά κι εὐφρόσυνα, ὅπως οἱ ὀμορφιές καί τά μύρα τῆς φυσικῆς ἀνοίξεως, στήν ὁποία μᾶς εἰσάγει. Φῶτα σωστικά κι ἀνέσπερα, πού αὐγάζουν τό πνευματικό στερέωμα καί μᾶς φέγγουν στό δρόμο τῆς σωτηρίας. Κι ἀνάμεσά τους ἥλιος ἄδυτος τό ἄγγελμα πού τ᾿ ἀγγελικά χείλη τοῦ Γαβριήλ μήνυσαν στήν Παρθένο· «Χαῖρε, κεχαριτωμένη, ὁ Κύριος μετά σοῦ!».
Αὐτό τό μήνυμα τοῦ οὐρανοῦ πρός τή γῆ μετασχηματίζει καί προβάλλει ὡς δική της ἐμπειρία ἡ γῆ. Εἶναι ἡ μαρτυρία πού καταθέτει τό μαρτύριο τῶν ἁγίων Σαράντα μαρτύρων, οἱ ὁποῖοι κοσμοῦν τό Συναξάρι τῆς ἐνάτης Μαρτίου. Ὄχι ἕνας καί δύο οὔτε δέκα ἀλλά σαράντα νέοι ἄνθρωποι, γενναῖοι στρατιῶτες, περιφρονοῦν τή δόξα αὐτοῦ τοῦ κόσμου, περιγελοῦν τή δύναμή του καί καθιστοῦν ἀτελέσφορη τήν ἀμείλικτη πολεμική του. Στόν ὑπέρτατο πόνο βιώνουν τή χαρά πού ἡ παρουσία τοῦ Χριστοῦ χαρίζει. Προγεύονται τήν πληρότητα τῆς οὐρανίου πραγματικότητος. Καί μ᾿ αὐτή τήν πρόγευση πολιτεύονται ὡς ἐπίγειοι ἄγγελοι. Τά νεανικά τους κορμιά κρουσταλλιάζουν ἐκτεθειμένα στήν παγωμένη λίμνη τῆς Σεβαστείας. Τό αἷμα τους πετρώνει στίς φλέβες κι οἱ σάρκες ἀνοίγονται προκαλώντας ἀφόρητο πόνο. Μά αὐτοί μένουν σταθεροί. Ποῦ βρίσκουν αὐτή τήν ὑπεράνθρωπη δύναμη; Ἔχουν μαζί τους τόν Κύριο κι ἡ δική του παρουσία τούς κάνει νά βλέπουν τήν πραγματικότητα κάτω ἀπό τό φῶς τῆς αἰωνιότητος. «Δριμύς ὁ χειμών, ἀλλά γλυκύς ὁ παράδεισος· ἀλγεινή ἡ πῆξις, ἀλλ᾿ ἡδεῖα ἡ ἀνάπαυσις... Μιᾶς νυκτός ὅλον αἰῶνα ἀνταλλαξώμεθα». Μ᾿ αὐτά τά λόγια ἐνθαρρύνει ὁ καθένας τους τόν ἑαυτό του καί τούς συναθλητάς του. Τί ἀξία ἔχει μιά νύχτα μπροστά στήν ἀβασίλευτη ἡμέρα τῆς αἰωνιότητος, καί πῶς μπορεῖ νά συγκριθεῖ ἡ ὀδυνηρή ἀλλά παροδική ἐμπειρία τῆς παγωνιᾶς, πού περονιάζει καί παραλύει τά μέλη τοῦ σώματος, μέ τή γλυκειά καί μόνιμη ἀπόλαυση τοῦ παραδείσου;
Δέν ζοῦμε σήμερα σέ περίοδο διωγμῶν. Ἀλλά πόσες φορές νιώθουμε νά μᾶς παγώνει τήν ὕπαρξη ὁ παγερός ἄνεμος τῆς ἀπιστίας, νά μᾶς ταράσσει ὁ σάλος τῆς ὀλιγοπιστίας, ὅταν ξεσχίζει τήν καρδιά ὁ ποικιλόμορφος πόνος, συνθλίβεται τό εἶναι κάτω ἀπό τό βάρος τῆς θλίψεως! Καί πόσες φορές ἡ πνευματοκτόνα ἄνεση τοῦ εὐδαιμονισμοῦ, ἡ ὑποχώρηση στά δελεάσματα τοῦ κόσμου, ὁ συμβιβασμός μέ τά ἁμαρτωλά θελήματά του, μᾶς προκαλοῦν πνευματική ἀσφυξία καί βυθίζουν τήν ψυχή μας στό πνευματικό κενό! Σ᾿ ὅλες αὐτές τίς περιπτώσεις, ἀδελφέ μου χριστιανέ, μήν τό ξεχνᾶς· ἔχεις μαζί σου τόν Κύριο! Ἡ δική Του παρουσία εἶναι τῆς χαρᾶς ἡ πηγή, τῆς πληρότητος ἡ αἰτία καί ἡ ἀσφάλεια. Μέ τόν Χριστό τό σκοτάδι φωτίζεται, θερμαίνεται ἡ παγωνιά μέσα σου καί γύρω σου, γλυκαίνει ἡ πίκρα κι ἀλαφρώνει τό βάσανο. Μέ τόν Χριστό γίνονται ἀτέρμονα τά πεπερασμένα, ὑπέρχρονα καί αἰώνια τά πρόσκαιρα. Ἀναδεικνύεται ἥρωας καί μάρτυρας ὁ ἁπλός ἄνθρωπος, διότι δίνει ἄλλο νόημα στήν καθημερινότητα ὁ Χριστός.
Αὐτό μηνύουν καί προσυπογράφουν οἱ ἅγιοι Σαράντα μάρτυρες, πού ἀκατάπαυστα πρεσβεύουν στόν Χριστό γιά ὅλους τούς ἀγωνιστάς τοῦ καλοῦ ἀγώνα.
Στέργιος Ν. Σάκκος
Ξεκίνησαν 40, σάν στρατιῶτες τοῦ ρωμαϊκοῦ στρατοῦ καί μπῆκαν πάλι 40, ὅπως τό ζήτησαν ἀπό τόν Κύριο, στή στρατιά τῶν ἁγίων τῆς θριαμβεύουσας Ἐκκλησίας. Κάποιος, πού λιποψύχησε καί δραπέτευσε, ἀντικαταστάθηκε ἀπό ἕνα δήμιο πού, ἐμπνευσμένος ἀπό τήν πίστη καί τήν καρτερία τους, ἔτρεξε νά ἑνωθεῖ μέ τή συντροφιά τους.
Παραθέτουμε ἀπόσπασμα ἀπό τήν ὁμιλία τοῦ Μ. Βασιλείου εἰς τούς ἁγίους τεσσαράκοντα μάρτυρας, οἱ ὁποῖοι μαρτύρησαν μία κρύα νύχτα τοῦ 320 μ.Χ., στήν παγωμένη λίμνη τῆς Σεβάστειας.
Ὅταν ἄκουσαν τό πρόσταγμα –πρόσεξε ἐδῶ τό ἀήττητο φρόνημα τῶν ἀνδρῶν–, μέ χαρά πέταξε ὁ καθένας ἀπό πάνω του καί τόν τελευταῖο χιτώνα καί βάδιζαν στό θάνατο τῆς παγωνιᾶς ἐνθαρρύνοντας ὁ ἕνας τόν ἄλλο, ὅπως ὅταν ἁρπάζουν λάφυρα. Ἄς μή ξεντυθοῦμε, ἔλεγαν, τό ροῦχο ἀλλά τόν παλαιό ἄνθρωπο «τόν φθειρόμενον κατά τάς ἐπιθυμίας τῆς ἀπάτης» (Ἐφ 4,22). Σ’ εὐχαριστοῦμε, Κύριε, γιατί μαζί μέ τό ροῦχο αὐτό ἀποβάλλουμε καί τήν ἁμαρτία. Ἀφοῦ τό ντυθήκαμε ἐξ αἰτίας τοῦ φιδιοῦ, ἄς τό ξεντυθοῦμε γιά τόν Χριστό…
Βαρειά ἡ κακοκαιρία, ἀλλά γλυκύς ὁ παράδεισος· ὀδυνηρό τό πάγωμα, ἀλλά εὐχάριστη ἡ ἀνάπαυση… Μέ μιά νύχτα θ’ ἀνταλλάξουμε ὅλη τήν αἰωνιότητα. Ἄς καεῖ τό πόδι, γιά νά χορεύει συνεχῶς μέ τούς ἀγγέλους. Ἄς ἀποκοπεῖ τό χέρι, γιά νά ἔχει παρρησία νά ὑψώνεται στόν Δεσπότη. Πόσοι ἀπό τούς συναδέλφους μας στρατιῶτες ἔπεσαν στό μέτωπο, μένοντας πιστοί σ’ ἕνα φθαρτό βασιλιά; Κι ἐμεῖς δέν θά χαρίσουμε αὐτή τή ζωή γιά χάρη τῆς πίστεως στόν ἀληθινό βασιλιά; Πόσοι κακοῦργοι, πού συνελήφθησαν γιά ἀδικήματα, δέν δέχτηκαν τό θάνατο; Κι ἐμεῖς δέν θά ὑποφέρουμε τό θάνατο γιά τή δικαιοσύνη; Νά μή ξεστρατίσουμε, συστρατιῶτες, νά μή στρέψουμε τήν πλάτη στό διάβολο. Σάρκες εἶναι, μή τίς λυπόμαστε. Ἀφοῦ ὁπωσδήποτε πρέπει νά πεθάνουμε, ἄς πεθάνουμε γιά νά ζήσουμε. Ἄς φθάσει ἡ θυσία μας ἐνώπιον σου, Κύριε! Δέξου μας σάν «θυσία ζῶσα» εὐάρεστη σέ σένα. Νά γίνουμε ὁλοκαύτωμα μέσα στόν πάγο, ὡραία προσφορά, ἕνα καινούργιο ὁλοκαύτωμα, πού προσφέρεται ὄχι στή φωτιά ἀλλά πάνω στόν πάγο. …
Ἐλεεινό θέαμα γιά τούς δικαίους: ὁ στρατιώτης, φυγάς· ὁ ὑποψήφιος γιά βραβεῖο, αἰχμάλωτος· τό πρόβατο τοῦ Χριστοῦ, λεία τῶν θηρίων… Ἐνῶ ὁ δήμιος, μόλις τόν εἶδε νά ξεφεύγει καί νά τρέχει στό λουτρό, ἔβαλε τόν ἑαυτό του ἀντικαταστάτη στή θέση τοῦ λιποτάχτη καί πετώντας τά ροῦχα ἀνακατεύθηκε μέ τούς γυμνούς, κράζοντας ὅπως οἱ ἅγιοι· εἶμαι χριστιανός. Καί μέ τήν ἀπότομη ἀλλαγή κατέπληξε τούς παρόντες κι ἀναπλήρωσε τόν ἀριθμό καί προσθέτοντας τόν ἑαυτό του παρηγόρησε τή λύπη τους γιά κεῖνον πού δείλιασε. Ἔτσι μιμήθηκε τούς στρατιῶτες πού, ὅταν πέσει αὐτός πού εἶναι στήν πρώτη γραμμή, ἀμέσως συμπληρώνουν τήν παράταξη, ὥστε νά μή διακοπεῖ ἡ ἑνότητά τους ἀπ’ αὐτόν πού ἔλειψε. Κάτι τέτοιο ἔκανε κι αὐτός. Εἶδε τά οὐράνια θαύματα, κατάλαβε τήν ἀλήθεια, κατέφυγε στόν Δεσπότη, συναριθμήθηκε μέ τούς μάρτυρες…
«Ἐλπίδα»
Στήν παγωμένη λίμνη τῆς Σεβάστειας τοῦ Πόντου γύρω στό 320μ.Χ. τό φρικτό μαρτύριο 40 ἡρωικῶν μορφῶν φτάνει στό τέλος του. Οἱ Σαράντα ἐπίλεκτοι στρατιῶτες τῆς ρωμαϊκῆς λεγεώνας διεξήγαγαν νικηφόρα τήν τελευταία καί σκληρότερη μάχη τῆς ζωῆς τους. Πέρασαν στεφανωμένοι στήν αἰώνια ζωή, ἀφήνοντας τά παγωμένα σώματά τους ἕρμαια στή διάθεση τῶν δημίων. Ὁ ἔπαρχος Ἀγρικόλας διατάζει νά ριχτοῦν στή φωτιά τά οἰκητήρια τῶν ἁγίων ψυχῶν.
Ἕνας ὅμως ἀπό τούς Σαράντα διατηρεῖ μέσα του ἀκόμη μιά σπίθα ζωῆς: ὁ ἡρωικός Μελίτων, μονάκριβος γιός χριστιανῆς χήρας. Ὁ Ἀκρικόλας διατάζει νά τόν παραδώσουν ὄχι στή φωτιά ἀλλά στή μητέρα του. Πίστευε ὅτι ἐκείνη θά τόν ἔπειθε νά ἀρνηθεῖ τήν πίστη του. Δοκίμασε ὅμως μεγάλη ἔκπληξη κι ἀπογοήτευση ἀπό τήν ἀπροσδόκητη ἐξέλιξη τῶν γεγονότων. Τή σκηνή περιγράφει ζωηρά τό ἀπόσπασμα πού ἀκολουθεῖ ἀπό τό βιβλίο τοῦ Καθηγητῆ Στ. Σάκκου, Οἱ ἅγιοι Σαράντα Μάρτυρες, ἔκδοση Δ΄, «Χριστιανική Ἐλπίς».
Ὅταν ἡ μητέρα τοῦ μάρτυρα Μελίτωνα ἄκουσε τή διαταγή τοῦ Ἀγρικόλα καί εἶδε νά τοποθετοῦνται στά ἁμάξια τά τίμια σώματα τῶν μαρτύρων, γιά νά ριχτοῦν στή φωτιά, χωρίς νά συμπεριλαμβάνεται σ᾿ αὐτά ὁ γιός της, διέσχισε μέ λαχτάρα τά πλήθη καί ἦλθε κοντά στό παιδί της. Εἶδε τόν μονογενῆ της, τά τρυφερά σπλάγχνα της, τή μοναδική ἐλπίδα καί τό στήριγμά της σέ ἐλεεινή κατάσταση. Ἦταν μελανιασμένος, ἀκίνητος, παράλυτος. Μόλις ἀνέπνεε. Ὁ ἑτοιμοθάνατος στύλωσε τό βλέμμα στή μητέρα του. Καί ἐκείνη; Ὤ ἐκείνη! Τί ἔκανε; Σκίρτησαν τά μητρικά σπλάγχνα της; Συγκινήθηκε ἡ στοργική καρδιά της; Μήπως ἄρχισε νά κλαίει, νά ὀδύρεται, νά σχίζει τά ροῦχα της καί νά ξερριζώνει τά μαλλιά της; Μήπως τόν ἅρπαξε στή θερμή ἀγκαλιά της καί ἄρχισε νά τόν φιλᾶ χύνοντας δάκρυα, γιά νά ἀναζωογονήσει τό μαραμένο λουλούδι της, πού ἤδη εἶχε ἀρχίσει νά σβήνει; Ὄχι! Τίποτε ἀπ᾿ ὅλα αὐτά δέν συνέβη. Ἀγαποῦσε τό παιδί της. Μάλιστα, ὡς χριστιανή μητέρα τό ἀγαποῦσε ἀληθινά, πνευματικά, δίνοντας προτεραιότητα στήν ψυχή του. Κι ἐπειδή αὐτή ἡ ψυχή κινδύνευε ἀπό τή στοργή καί τό ἐνδιαφέρον τοῦ τυράννου, ἡ χριστιανή μάνα θά ἔκανε τό πᾶν γιά νά τή σώσει.
Ἄν ἦταν ἄλλη μητέρα, ἀσφαλῶς θά βοηθοῦσε τούς στρατιῶτες πού ἦρθαν νά πάρουν τόν γιό της, γιά νά τόν φροντίσουν. Θά πάσχιζε νά τόν κρατήσει στή ζωή. Αὐτή, ἀντίθετα, τούς ἐμποδίζει. Σφίγγει τήν πιστή καρδιά της καί σάν τόν πατριάρχη Ἀβραάμ ὁδηγεῖ ἡ δια τό παιδί της στή θυσία. Μέ ἀξιοθαύμαστη ψυχραιμία ἐνισχύει τόν γιό της: «Γλυκό μου παιδί, ἔχε θάρρος καί δύναμη! Τώρα πιά εἶσαι παιδί τοῦ οὐράνιου Πατέρα. Κάνε ἀκόμη λίγη ὑπομονή, γιά νά γίνεις τέλειος μάρτυρας τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ. Μή φοβηθεῖς τό θάνατο, σύ, ὁ νικητής τόσων βασάνων. Μήν ξεχνᾶς, παιδί μου, ὅτι εἶσαι βλάστημα τῆς ὀδύνης τοῦ σταυροῦ. Σκέψου τόν Κύριο στό σταυρό. Μή φανεῖς κατώτερος ἀπό τούς συστρατιῶτες σου, οἱ ὁποῖοι μεταφέρονται γιά νά καοῦν τά σώματα καί νά στεφανωθοῦν οἱ ψυχές τους. Ὁ Χριστός βρίσκεται κοντά σου ἀόρατα. Εἶναι βοηθός σου. Ἔπειτα ἀπό λίγο θά ἀπαλλαγεῖς ἀπό κάθε πόνο καί θά μπεῖς στήν αἰώνια χαρά καί εὐτυχία. Ἡ ἀνδρεία σου νίκησε τά μαρτύρια. Θά ἀπολαύσεις τήν ἀνέκφραστη εὐφροσύνη καί θά συμβασιλεύσεις μέ τόν Χριστό. Τότε νά πρεσβεύεις καί γιά μένα, τή μητέρα σου, ἀγαπημένο μου παιδί».
Ὁ γενναῖος μάρτυρας ἀκούει μέ ἀνακούφιση τά ἐνθαρρυντικά λόγια τῆς ἡρωίδας μητέρας. Καταβάλλει προσπάθεια νά μιλήσει, ἀλλά δέν μπορεῖ. Μέ τό βλέμμα δείχνει στή μητέρα του τίς φλόγες καί τόν οὐρανό. Ἐκείνη κατάλαβε. Ὁ γιός της ζητοῦσε τούς συντρόφους του. Ἐπιθυμοῦσε καί αὐτός νά ριχθεῖ στή φωτιά καί μαζί μ᾿ ἐκείνους ν᾿ ἀνεβεῖ στόν οὐρανό. Κι ἔκανε τότε ἡ χριστιανή μάνα κάτι πού μόνο μία ἡρωίδα θά μποροῦσε νά πραγματοποιήσει. Ἐνισχυμένη ἀπό τό ἅγιο Πνεῦμα καί μέ τή βοήθεια ἄλλων χριστιανῶν, μεταφέρει τόν γιό της καί τόν τοποθετεῖ στίς ἅμαξες, πού θά μετέφεραν στή φωτιά τούς ἄλλους στρατιῶτες. «Δέν ἄφησε νά τῆς ξεφύγουν δάκρυα ἀπρεπῆ», θαυμάζει ὁ Μ. Βασίλειος· «Δέν ξεστόμισε τίποτε ταπεινό καί ἀνάξιο τῆς περιστάσεως. Ἀλλά συμβούλευσε τό βλαστό της: “Βάδισε, παιδί μου, στόν ὡραῖο δρόμο τῆς αἰώνιας ζωῆς μαζί μέ τούς φίλους καί ἀδελφούς σου, γιά νά μπεῖτε ὅλοι μαζί στό χορό τοῦ οὐρανοῦ καί νά παρουσιαστεῖτε μαζί στόν Δεσπότη Χριστό. Μή μείνεις μόνο ἐσύ ἀστεφάνωτος. Ἔφθασε πιά στό τέλος του ὁ πειρασμός. Ὑπόμεινε τή φωτιά, ὅπως ὑπέμεινες τό ψύχος, γιά νά κερδίσεις καί τήν αἰώνια χαρά”». Καί ὁ ἅγιος Γρηγόριος ἀκούει τή μαρτυρική μητέρα νά παροτρύνει τό βλαστό της: «Μήν ἀφήσεις ἀνολοκλήρωτη τή μητρική εὐχή. Ὁ θάνατός σου δέν θά λυπήσει τή μητέρα σου, διότι θά σέ καμαρώσει στεφανηφόρο καί νικητή τροπαιοῦχο».
Οἱ στρατιῶτες θέλησαν νά κατεβάσουν ἀπό τήν ἅμαξα τό σῶμα τοῦ μάρτυρα, γιά νά τό περιποιηθοῦν, ἀλλά εἶδαν ὅτι εἶχε ἤδη ξεψυχήσει. Ὅταν ἡ φιλόθεη μητέρα του τόν κρατοῦσε στήν ἀγκαλιά της καί τοῦ ἔδινε τήν τελευταία εὐχή της, τότε ἡ ψυχή του ἀνέβηκε στούς οὐρανούς μαζί μέ τίς ἄλλες ψυχές, ἐνῶ τό σῶμα του συναντοῦσε τά σώματα τῶν συντρόφων του.
Στ. Ν. Σάκκος
ΒΑΣΙΛΕΙΟΣ: Ἡ δημιουργία
Στέκεσαι μπροστά στόν κόσμο...
Ρίξε ἕνα βλέμμα γύρω σου.
Πόσο θαυμαστή εἶναι ἡ τάξη πού ἐπικρατεῖ στήν κτίση!
Ἔρχεται ἡ ἄνοιξη· καί ἡ γῆ ἡ δαρμένη ἀπό τή χειμωνιάτικη παγωνιά
πετάει ἀπό πάνω της τό πένθιμο ροῦχο, ντύνεται τό λαμπρό
καί καμαρώνει γιά τά κοσμήματά της.
Ἀπό τόν ταπεινό τό σπόρο βλέπεις νά ξεπετιέται τό φύτρο
κι ἀπό ἐκεῖ ν᾿ ἀναδύεται ἡ χλόη
κι ὅταν ἔρθει ὁ κατάλληλος καιρός, νά δένει ὁ καρπός
καί νά μεστώνει.
Πῶς στ᾿ ἀλήθεια νά μή θαυμάζει κανείς τόση σοφία
κρυμμένη μές στό χῶμα!...
Γιά ὅλα αὐτά καί γιά χιλιάδες ἄλλα ἐκπληκτικά, κρυφά καί φανερά,
μήν κάνεις κόπο.
Ἄν πεῖς νά τά γνωρίσεις τέλεια,
θά εἶναι σάν νά προσπαθεῖς νά λογαριάσεις τά κύματα τῆς θάλασσας
ἤ νά μετρήσεις τό νερό της μέ μιά κούπα.
Μά κι ἄν τό κατορθώσεις,
κι ἄν μάθεις ἔστω καί τό «πῶς»,
δηλαδή τόν τρόπο πού ὑπάρχουν τά ὄντα,
μήν καυχηθεῖς πώς νίκησες·
διότι κι ἔτσι ἀκόμη δέν θά μάθεις ποτέ σου τό «ποιός»·
ποιός εἶναι Ἐκεῖνος πού τά δημιούργησε,
ποιός εἶναι Ἐκεῖνος πού ἅρμοσε τόν κόσμο
μέ ὀμορφιά καί τελειότητα ἀνέκφραστη.
Ποιός εἶναι Ἐκεῖνος πού ἔφερε τά πάντα στήν ὕπαρξη γιά σένα...
Τέτοια γνώση εἶναι ἀδύνατον νά τή συλλάβει νοῦς ἀλαζών,
ἀκάθαρτος καί ἐμπαθής,
πού ξέρει νά τ᾿ ἀγγίζει ὅλα μόνο μέ τήν πεπερασμένη λογική του.
ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ: Ὁ ἄνθρωπος
Σέ δημιούργησε μέ τιμή ἐξαιρετική!
Δέν εἶπε, ὅπως γιά ὅλα τ᾿ ἄλλα, «γενηθήτω»
ἀλλά «ποιήσωμεν ἄνθρωπον κατ᾿ εἰκόνα ἡμετέραν
καί καθ᾿ ὁμοίωσιν».
Ποιός εἶσαι σύ, λοιπόν; Ποιός εἶσαι σύ, πού ὁ Θεός γιά νά σέ φτιάξει
σκέφτηκε τόσο κι ἀποφάσισε;
Μά δέν εἶναι νά ἀπορεῖ κανείς:
Εἶσαι τό πιό πολύτιμο ἀπ᾿ ὅλα ὅσα ἔγιναν
ἤ μᾶλλον ἐκεῖνο τό ὄν γιά τό ὁποῖο καί μόνον ὑπάρχει ὁ κόσμος!
Σέ ὅρισε κυβερνήτη τοῦ κόσμου Του.
Τί πιό μεγάλο ἀπ᾿ αὐτό;
Ὅμως τήν ποδοπάτησες τούτη τή χάρη.
Ἐκεῖνος σοῦ ἔδωσε τά πάντα.
Μά ἐσύ τά δῶρα Του τά κλώτσησες.
Πῶς μπόρεσες;
Πῶς μπόρεσες ν᾿ ἀνοίξεις ἀφύλαχτα συζήτηση
μέ τόν ἀρχαῖο ἐχθρό Του -τόν δικό σου ἐχθρό στήν πραγματικότητα;
Πῶς δέν πρόσεξες κι ἄφησες ἕρμαιο τοῦ Σατανᾶ
τό νοῦ καί τήν καρδιά σου;
Σήκωσε, λοιπόν, τώρα τά μάτια σου καί δές τί ἔκανες.
Ἀπό τήν ὥρα τῆς παρακοῆς ἡ ἁμαρτία σου
σ᾿ ἔκανε, ἐσένα τόν πανελεύθερο, δοῦλο.
Κομμάτια τά ὄνειρά σου γιά ἰσοθεΐα,
καί ὅλη σου ἡ εὐγένεια, κομμάτια κι αὐτή.
Ὅλα στερέψαν κι ἀγριέψαν γύρω σου.
Ἁπλώνεις σάν τόν μυθικό τόν Τάνταλο νά πιάσεις,
μά τίποτε δέν στέκεται.
Κι ἄν μές στήν ἀγωνία σου ἀναρωτιέσαι
ποῦ εἶναι ἐκεῖνος πού ἐπίστεψες,
τί ψάχνεις; Γελάει καί καγχάζει σέ βάρος σου -δέν τόν ἀκοῦς;
ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΣ: Ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ
Ὁ αἰώνιος καί παντοδύναμος Θεός
δέν ξέχασε τό πλάσμα του, ἐσένα.
Ἔκανε τό πᾶν, γιά νά σέ σώσει·
προσπάθησε νά σέ ξυπνήσει ἀπό τό λήθαργο
τῆς πλανερῆς αὐτάρκειας μέ χίλιους τρόπους.
Ἔστειλε δικαίους καί προφῆτες, σοῦ ἔδωσε νόμο,
ἐμφάνισε σημεῖα σέ οὐρανό καί γῆ.
Ὡστόσο, τό κακό εἶχε προχωρήσει.
Χρειαζόσουν ἄλλο φάρμακο, ἰσχυρότερο.
Τότε κι Αὐτός, ὁ ἴδιος ὁ προαιώνιος Θεός Λόγος,
ὁ δημιουργός σου, ἀφοῦ ἄλλη λύση δέν ὑπῆρχε,
γίνεται γιά χάρη σου ἄνθρωπος
καί γιά χάρη σου γεννιέται ἀδύναμο βρέφος,
καί γιά σένα καί μόνο, ἐνῶ εἶναι πάμπλουτος,
πτωχεύει, ἀδειάζει...
Ὥστε ἐσύ νά πλουτίσεις τή φύση σου μέ τή θεότητά Του,
κι ἔτσι νά ἐπανέλθεις στήν ἀρχαία ἐκείνη ὀμορφιά...
Αὐτό λέγεται τέλεια κι ἀκατάσχετη ἀγάπη.
Ἀληθινά δέν ξέρω πῶς ἀλλιῶς νά τό ἐκφράσω.
Καί ὁ Θεός δέν ἀποφάσισε
νά σέ γλυτώσει σάν βασιλιάς τόν δοῦλο του,
μά σάν ὁ ἀδελφός τόν ἀδελφό.
Δέν εἶσαι ζῶο νά σοῦ βάλει χαλινάρι.
Ἐλεύθερο σέ θέλει γιά δικό Του.
Νά τ᾿ ἀψηφήσεις ὅλα
καί νά τοῦ πεῖς μ᾿ ἀπόφαση παλληκαρίσια
κι ἀγύριστη: «Ἰδού ἐγώ, Κύριε...»
...καί νά γυρίσεις στό σπίτι τοῦ Πατέρα σου πού ἄφησες.
Πρῶτο κι αἰώνιο κι ἀπύθμενο,
πού σ᾿ ὅλα δίνει νόημα κι ἀξία, εἶναι ἕνα:
ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ.
Καί πόσο ἄραγε εἶσαι ἕτοιμος νά τή δεχτεῖς;...
Ἀπολύτρωσις 60 (2005) 8-10
Ὁ Πρόκλος -αὐτό ἦταν τό ὄνομα τοῦ νέου ἀρχιεπισκόπου- διατηροῦσε εὐλαβικά τή μνήμη τοῦ παλιοῦ του διδασκάλου καί δέν παρέλειπε καμία εὐκαιρία νά τήν ὑπενθυμίζει στό λαό. Μιά μέρα, λοιπόν, τοῦ 437, ἐνῶ ἔπλεκε τόν πανηγυρικό τοῦ Χρυσοστόμου μέ ἀφορμή τή γιορτή του, οἱ παρευρισκόμενοι τόν διέκοψαν μέ ζητωκραυγές. «Ζητοῦμε», φώναζαν, «νά μᾶς δώσουν πίσω τόν ἐπίσκοπό μας Ἰωάννη. Θέλουμε τό σῶμα τοῦ πατέρα μας!». Ὁ Πρόκλος ἔσπευσε νά γνωστοποιήσει στόν αὐτοκράτορα αὐτήν τήν ἐπιθυμία τοῦ λαοῦ. Στήν ἱκανοποίησή της ἔβλεπε τήν πλήρη ἀποκατάσταση τῆς εἰρήνης.
Ὁ Θεοδόσιος ὁ Β΄, πού κατεῖχε τό θρόνο τῶν καισάρων τῆς Ἀνατολῆς καί κυβερνοῦσε τότε μόνος του, ἀποδέχθηκε χωρίς δισταγμό τήν ἐπιθυμία τοῦ λαοῦ καί τοῦ ἀρχιεπισκόπου. Στά χρόνια τῆς νιότης του ἀνατράφηκε μέ τίς φροντίδες τῆς μεγαλύτερης ἀδελφῆς του Πουλχερίας. Ποτέ δέν εἶχε συμμεριστεῖ ἡ ἀδελφή του, οὔτε καί στίς ὀξύτερες θρησκευτικές διενέξεις, τά αἰσθήματα τῆς μητέρας της Εὐδοξίας. Ἀπό νωρίς ὁ Θεοδόσιος θαύμασε καί πόνεσε μυστικά τόν μεγάλο κατατρεγμένο ρήτορα. Τόν ἀποκαλοῦσε «διδάσκαλο τῆς οἰκουμένης καί πατριάρχη μέ χρυσό στόμα».
Δόθηκε ἀμέσως διαταγή νά μεταφέρουν τό σῶμα τοῦ ἐξόριστου στήν Κωνσταντινούπολη καί νά τό ἀποθέσουν στό ναό τῶν Ἀποστόλων. Ὁ Χρυσόστομος ἄφησε, λοιπόν, τό ἐκκλησάκι τοῦ Ἁγίου Βασιλίσκου, ὅπου ἀναπαυόταν ἐδῶ καί τριάντα χρόνια. Τό φέρετρο, πού περιεῖχε τά λείψανά του, μεταφέρθηκε ἀπό πόλη σέ πόλη ὥς τή Χαλκηδόνα μέσα ἀπό ἀναρίθμητη συρροή λαοῦ, ἱερέων καί μοναχῶν. Στή Χαλκηδόνα τόν περίμενε ἡ αὐτοκρατορική τριήρης μεγαλόπρεπα στολισμένη. Ὁ αὐτοκράτορας δέν θέλησε νά παραλάβει τήν ἱερή παρακαταθήκη κάποιο ἄλλο πλοῖο. Ὅλη ἡ πόλη ἦταν ἐκεῖ· ὁ αὐτοκράτορας, ἡ σύγκλητος, οἱ πρῶτοι ἄρχοντες, οἱ ἀνώτεροι ἀξιωματικοί. Κι ἡ θάλασσα καλύφθηκε ἀπό ἀμέτρητα πλοῖα καί καΐκια γεμάτα κόσμο καί φωταγωγημένα μέ πυρσούς. Εἶχε ἤδη βραδιάσει. «Ἀπό τό στόμιο τοῦ Εὐξείνου Πόντου ὥς τήν Προποντίδα θά μποροῦσε κανείς νά νομίσει ὅτι ἡ θάλασσα ἦταν ξηρά», ἔτσι ἐκφράζονται οἱ ἱστορικοί.
Ἡ πομπή στό πέρασμά της ἀπό τήν πόλη δέχθηκε μεγαλοπρεπεῖς τιμές. Γιά τό φέρετρο ὁρίστηκε μιά θέση στό ναό τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων, πού κτίστηκε ἀπό τόν Κωνσταντίνο, γιά νά ἐνταφιάζονται οἱ χριστιανοί αὐτοκράτορες καί οἱ ἐπίσκοποι τῆς Κωνσταντινουπόλεως. Ἐκεῖ εἶχαν ταφεῖ ὁ Ἀρκάδιος καί ἡ Εὐδοξία. Τή στιγμή πού τό φέρετρο τοῦ Χρυσοστόμου τοποθετήθηκε πάνω στήν πλάκα, ὁ Θεοδόσιος ἔβγαλε τόν πορφυρό του μανδύα καί τό κάλυψε.Ἔπειτα μέ μάτια καί μέτωπο στραμμένα πρός τά κάτω, μπροστά στά μαρτυρικά λείψανα, ζήτησε συγγνώμη γιά τόν πατέρα καί τή μάνα του, παρακαλώντας τόν ἅγιο ἐπίσκοπο νά ξεχάσει τό κακό, πού ἀπό ἄγνοια τοῦ εἶχαν κάνει. Πρίν σφραγίσουν τά λείψανα στόν τάφο, ὁ Πρόκλος θέλησε νά τά παρουσιάσει στό λαό ψηλά ἀπό τό θρόνο πού κάθονταν οἱ ἀρχιεπίσκοποι. Κι ὁ λαός μέ τρομερή κραυγή, πού ἔσεισε τούς θόλους τοῦ ναοῦ, κραύγαζε μέ μιά φωνή: «Πατέρα, πάρε ξανά τό θρόνο σου!».
Τέτοιος ἦταν ὁ τελευταῖος θρίαμβος τοῦ Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου. Ἔπειτα πῆρε τή θέση του κοντά στόν Ἀρκάδιο καί τήν Εὐδοξία. Διῶκτες καί καταδιωγμένος κοιμήθηκαν μαζί κάτω ἀπό τή συγχώρεση τοῦ θανάτου. Ἡ ἀποκατάστασή του ἔγινε ἀναμφίβολα πολύ γρήγορα. Ὁλοκληρώθηκε, ὅταν ἡ Ἐκκλησία τόν ἀνακή-ρυξε ἅγιο καί μάρτυρα χωρίς νά ἔχει χύσει αἷμα.
Ἀπόσπασμα ἀπό τό βιβλίο τοῦ Thierry,
Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος μεγαλομάρτυρας μετά τούς διωγμούς
Μετάφραση - ἔκδοση «Χρ. Ἐλπίς»
Εἶναι ἐκπληκτικό τό ὅτι πολλές φορές οἱ μεγάλες δυνάμεις δέν ξεπηδοῦν ἀπό ἀνθρώπους μέ φυσική ρώμη καί ἰσχύ θέσεως. Σέ πολλές περιπτώσεις πρόσωπα ταπεινά, πού κανένας δέν ὑπολογίζει, ἔγιναν οἱ μοχλοί γιά τήν ἀνατροπή καταστάσεων, κατεστημένnων, καθεστώτων.
Κι ἄν αὐτό γιά τόν κόσμο εἶναι ἡ ἐξαίρεση, γιά τό χῶρο τῆς Ἐκκλησίας ἀποτελεῖ τόν κανόνα. «Βλέπετε γάρ τήν κλῆσιν ὑμῶν, ἀδελφοί, ὅτι οὐ πολλοί σοφοί κατά σάρκα, οὐ πολλοί δυνατοί, οὐ πολλοί εὐγενεῖς, ἀλλά... τά ἀσθενῆ τοῦ κόσμου ἐξελέξατο ὁ Θεός, ἵνα καταισχύνῃ τά ἰσχυρά», σημειώνει ὁ ἀπ. Παῦλος (Α´ Κο 1,26-27).
Σ ᾽ αὐτή τήν παράξενη γιά τή λογική μας χορεία τῶν «ἀσθενῶν» τοῦ Θεοῦ, ἀνάμεσα στούς πρώτους, συγκαταλέγεται καί ὁ Θεολόγος Γρηγόριος. Θαυμάζει κανείς καί ἀπορεῖ πῶς μέσα στό κάτισχνο σῶμα του ὁ Χριστός ἔκρυψε τή φλόγα ἑνός ἀποστόλου, τήν παρρησία ἑνός προφήτου, τή δεινότητα ἑνός διδασκάλου τοῦ πνεύματος.
Ἄν σέ κάτι διακρίθηκε ὁ Καππαδόκης αὐτός, αὐτό ἦταν ἀκριβῶς ἡ ἀνατροπή ἑνός ὁλόκληρου κράτους. Τοῦ κράτους τῆς ἀρειανικῆς αἱρέσεως. Ὁ Βασίλειος, ὁ μεγάλος του φίλος, εἶχε ἤδη κοιμηθεῖ. Στήν Κωνσταντινούπολη οἱ αἱρετικοί εἶχαν ἐξαπλωθεῖ παντοῦ. Εἶχαν καταλάβει ὅλους τούς ναούς. Ὁδήγησαν τούς ὀρθοδόξους στά καταφύγια. Ὁ ἀντίχριστος ἔδειχνε καί πάλι τήν ὕπουλη δύναμή του.
Τήν κρίσιμη ἐκείνη στιγμή ἐμφανίστηκε ὁ Γρηγόριος. Ἦταν ταλαιπωρημένος ἀπό τήν ἀρρώστια πού τόν βασάνιζε, κοντός, ἀδύνατος, γερασμένος. Οἱ ἐχθροί τῆς πίστεως χάρηκαν γιά τόν οἰκτρό ἀντίπαλό τους. Οἱ ὑπερασπιστές της φοβήθηκαν ὅτι τό πᾶν εἶχε χαθεῖ. Τί θά μποροῦσε νά κάνει ἕνας ἄνθρωπος, οὐσιαστικά μέσα ἀπό τόν τάφο του;
Τόν ἄμβωνά του ὁ Γρηγόριος τόν ἔστησε σ᾽ ἕνα ναΐδριο, μοναδικό κτῆμα τῶν ὀρθοδόξων. Κι ἄρχισε νά κηρύττει. Ἄρχισε νά ἐξυμνεῖ, ὅπως μόνον αὐτός ἤξερε, τά μεγαλεῖα τῆς ἁγίας Τριάδος. Οἱ καρδιές τῶν λίγων πιστῶν ἄρχισαν νά ἀναθαρρεύουν. Οἱ αἱρετικοί ταράχθηκαν. Ἔχασαν τήν ψυχραιμία τους καί κατέφυγαν στίς πέτρες γιά νά βροῦν ἐπιχειρήματα. Τό αἷμα τοῦ κήρυκα τῆς ἀλήθειας ἔβαψε ἀρκετές φορές τό δάπεδο τοῦ ναΐσκου ἐκείνου. Ὁ αἰφνιδιασμός ὅμως εἶχε ἐπιτύχει πλήρως. Μέσα σέ δύο χρόνια ἡ Πόλη χαιρόταν καί πάλι τή νίκη τῆς Ὀρθοδοξίας.
Τό τίμημα; Δέν θά μποροῦσε νά εἶναι ἄλλο γιά τόν Γρηγόριο ἀπό αὐτό πού πληρώνουν ὅλοι οἱ ἐργάτες τοῦ Πνεύματος. Ἡ συκοφαντία, ἡ διαβολή, ἡ ἔκπτωση ἀπό τόν ἀρχιεπισκοπικό θρόνο, ἡ χολή καί τό ὄξος.
Οἱ τιμητές του ὅμως ἔκαναν λάθος. Ὁ Γρηγόριος ἤξερε νά ἀποχωρεῖ μέ ἀξιοπρέπεια. Γνώριζε πολύ καλά ὅτι τίποτε δέν ἦταν δικό του. Ὅλα ἦταν στά χέρια τοῦ Θεοῦ πού τά ἔδωσε. Γιά τόν ἑαυτό του κρατοῦσε μόνον τήν ἡσυχία καί τήν ἔρημο.
Ὁ τελευταῖος του λόγος ἀπό τόν ἱστορικό πιά ναό τῆς Ἁγίας Ἀναστασίας δέν ἦταν ἀποχαιρετιστήριος. Εἶναι μέχρι καί σήμερα ἡ παρακαταθήκη ἑνός ἀνυπέρβλητου χριστιανοῦ ἀγωνιστοῦ, ἡ διαθήκη ἑνός προφήτου καί μάρτυρος τοῦ Κυρίου.
Ἀκολουθοῦν μερικά ἀποσπάσματα:
«... Ἡ ἀπολογία μου, λοιπόν, φίλοι συμποιμένες, δέν εἶναι ἄλλη ἀπό αὐτό ἐδῶ τό ποίμνιο. Ἦταν κάποτε μικρό καί ἀσήμαντο, τόσο πού δέν τό ἔπιανε τό μάτι σου, καί οὔτε κἄν ποίμνιο θά τό ἔλεγε κανείς, ἀλλά ἴχνος ἤ λείψανο ποιμνίου, ἀσύντακτο, χωρίς ἐπίσκοπο, ἀφύλαχτο καί ἀδέσποτο... Εἶχε ἐνσκήψει φοβερός χειμώνας στήν Ἐκκλησία καί ἐπέδραμαν τρομερά θηρία, τά ὁποῖα καί τώρα πού ἔχουμε καλοκαιρία ἐξακολουθοῦν νά συμπεριφέρονται ἀναίσχυντα... Τώρα ὅμως, ἐσύ πού θέλεις νά μέ κρίνεις, σήκωσε τά μάτια σου. Σήκωσέ τα καί δές τό στεφάνι τῆς δόξας, πού πλέχθηκε ἀντικαθιστώντας τό στεφάνι τῆς ὕβρεως. Δές τό συνέδριο τῶν πρεσβυτέρων, τῶν λευκασμένων καί συνετῶν, τήν εὐταξία τῶν διακόνων ... τή φιλομάθεια τοῦ λαοῦ, τήν ἀρετή ἀνδρῶν καί γυναικῶν... Καί μπορῶ νά καυχηθῶ ἐν Κυρίῳ ὅτι συνέβαλα κι ἐγώ στό πλέξιμο αὐτοῦ τοῦ στεφανιοῦ... Περί αὐτοῦ ἔχω μάρτυρες ὅλους ἐκείνους γιά τούς ὁποίους ἐκοπίασα. Ἡ ὁμολογία τους μοῦ εἶναι μισθός ἀρκετός. Δέν ζητάω τίποτε ἄλλο, οὔτε ποτέ μου ζήτησα... Κουράσθηκα ὅμως νά πολεμάω μέ τό λόγο τῶν ἄλλων καί μέ τό φθόνο τους, μέ τούς ἐχθρούς καί μέ τούς δῆθεν φίλους. Οἱ ἐχθροί τουλάχιστον σέ πλήττουν κατά πρόσωπο καί μπορεῖς ἔτσι νά φυλαχθεῖς. Ὅμως οἱ ὑποτιθέμενοι φίλοι καιροφυλακτοῦν ἀπό πίσω καί γι᾽ αὐτό τό χτύπημά τους εἶναι πιό ὀδυνηρό... Δέν θέλουν ἱερεῖς, ἀλλά ρήτορες˙˙ οὔτε οἰκονόμους ψυχῶν, ἀλλά τραπεζίτες˙˙ οὔτε λάτρεις καθαρούς, ἀλλά προστάτες ἰσχυρούς... Δῶστε μου, λοιπόν, τό ἀπολυτήριό μου, ὅπως κάνουν οἱ βασιλεῖς στούς στρατιωτικούς, νά φύγω. Κι ἄν θέλετε νά ἐκφρασθεῖτε θετικῶς γιά τό ἄτομό μου, καλῶς. Ἄν ὄχι, ὅπως νομίζετε, δέν μ᾽ ἐνδιαφέρει, πιστεύω στήν κρίση τοῦ Θεοῦ...
Χαῖρε, λοιπόν, ναέ ἱερέ, ἐπώνυμε τῆς Ἀναστάσεως καί τῆς εὐσεβείας, πού μᾶς ἀνέστησες τόν ἀκόμη καί τώρα καταφρονημένο λόγο... Χαῖρε, ναέ τῶν Ἀποστόλων... οἱ ὁποῖοι μοῦ στάθηκαν διδάσκαλοι ἀθλήσεως, ἄν καί δέν πρόλαβα νά πανηγυρίσω πολλές φορές στά σκηνώματά σου. Χαῖρε, ὦ θρόνε ἐπισκοπικέ, πού πολλοί ποθοῦν τό ὕψος σου... Χαίρετε, χοροί μοναχῶν, ἁρμονίες ψαλμωδιῶν, ἀγρυπνίες, ἡ σεμνότητα τῶν παρθένων, τά συγκροτήματα τῶν ὀρφανῶν, τῶν χηρῶν, τῶν φτωχῶν τά μάτια πού προσβλέπουν στόν Θεό καί σέ μᾶς, σπίτια πού μέ φιλοξενήσατε καί μοῦ παρασταθήκατε... Χαίρετε, βασιλεῖς καί βασίλεια καί βασιλικές αὐλές... Σίγησε πιά γιά σᾶς ἡ κακή καί φλύαρη γλῶσσα, ἄν καί ὄχι γιά πάντα˙˙ διότι θά συνεχίσει νά ἀγωνίζεται μέ τό χέρι καί τό μελάνι... Πιό πολύ ἀπ᾽ ὅλα, χαῖρε, ὦ Τριάς, ἡ σπουδή μου καί τό κάλλος μου. Μακάρι νά σέ βλέπω πάντοτε νά δοξάζεσαι καί νά ὑψώνεσαι ἀπό τά τέκνα σου, ὄχι μόνο μέ λόγια ἀλλά καί μέ ἔργα. Παιδιά μου, φυλάξτε μου τήν παρακαταθήκη˙νά θυμᾶστε τούς λιθοβολισμούς μου. Ἡ χάρις τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ νά εἶναι μέ ὅλους σας».
Εὐάγγελος Δάκας
Δρ. Θεολογίας
Στό μεταίχμιο τῆς ἐπιθυμίας καί τῆς πραγματικότητας, στά σύνορα τοῦ ὀνείρου καί τῆς καθημερινότητας ἔρχονται νά συναντήσουν τήν ταλαίπωρη ἀνθρώπινη ὕπαρξη οἱ ἅγιοι τοῦ Θεοῦ. Σκύβουν ἀγαπητικά νά ἀφουγκραστοῦν τούς πόνους μας, παρακλητικά μᾶς στηρίζουν στό δρόμο τῆς πίστεως, καί καθοδηγητικά μᾶς δείχνουν τό δρόμο τῆς αἰώνιας ἐλπίδας πού εἶναι ἀποθησαυρισμένη στά χέρια τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ. Ἐκείνου πού ὡς νήπιο προσκυνήσαμε πρίν λίγες μέρες. Ἐκείνου πού μᾶς ὑποσχέθηκε πώς συνοδοιπόρος γλυκύς καί σύντροφος κραταιός θά στέκει δίπλα μας «πάσας τάς ἡμέρας τῆς ζωῆς» μας, γιά νά πετυχαίνουμε τό ἀδύνατο, γιά νά ἐγγίζουμε τό τέλειο.
Στά πρῶτα μας βήματα στήν ἀρχή τοῦ νέου ἔτους μᾶς συναντᾶ, γιά νά μᾶς καθοδηγήσει ἀδελφικά, μιά χαριτωμένη ψυχή. Στήν ἁγία βιοτή της μαθητεύουμε. Διότι ἔρχεται νά διδάξει κι ἐμᾶς, ὅπως δίδασκε τίς φίλες καί συνομήλικές της, ἡ εὐγενής ρωμαία ἀρχοντοπούλα στίς ἀρχές τοῦ 4ου αἰώνα, στά χρόνια τοῦ Διοκλητιανοῦ. Μέ φρόνηση καί ταπεινοσύνη, μέ τό χαμόγελο τῆς ἀγάπης καί τό λόγο τοῦ Εὐαγγελίου στά χέρια καί στήν ψυχή της, στά δεκάξι της χρόνια ἐπιτελοῦσε ἔργο ἱεραποστόλου. Κι ἦταν ἡ ζωή της πού πιό πολύ μιλοῦσε στίς πλούσιες κόρες τῆς ρωμαϊκῆς κοινωνίας καί συγκινοῦσε τίς ψυχές τους. Διότι ἦταν Ἁγνή καί στό ὄνομα καί στήν πράξη. Καί ἡ ἁγνότητα εἶναι ὁ θρίαμβος τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ πάνω στό ἀνθρώπινο σῶμα, εἶναι τό ἄρωμα πού ἑλκύει, ἡ λάμψη πού καθοδηγεῖ. Καί φύλαξε τήν ἁγνότητα ἡ Ἁγνή ὄχι μόνο τόν καιρό πού μοναχοκόρη πολυαγαπημένη ζοῦσε στήν ἔπαυλη τῆς Νομεντίνης, ἀλλά καί ὅταν οἱ σκληροί εἰδωλολάτρες τῆς Ρώμης τή συνέλαβαν καί τήν ἔρριξαν σέ ἕνα κέντρο διαφθορᾶς. Μέσα στήν ἀκολασία τά πάλλευκα κρίνα της τά φύλαξε ἀνέγγιχτα. Κι ἔσκυψαν οἱ ἄγγελοι νά τά ἀσφαλίσουν, διότι τό γνωρίζουν πώς τοῦτα τά ἄνθη τῆς ἁγνότητας εἶναι ξέχωρα ἀγαπητά στόν Κύριό τους.
Στάθηκαν μέ θαυμασμό μπρός στήν σταθερή της ἀντίσταση ἀκόμα και οἱ εἰδωλολάτρες. Καί μέ σατανικό μίσος θέλησαν νά τή θανατώσουν. Εὐδόκησε τότε ὁ Θεός τό λευκό στεφάνι της νά στολιστεῖ μέ τά ἄλικα ρόδα τοῦ μαρτυρίου. Φωτιά μεγάλη ὑψώθηκε, γιά νά δώσει τέλος στήν ἐπίγεια ζωή τῆς ἁγίας, μά ἡ φλόγα τῆς πίστεως δυνάμωνε στήν ψυχή της καί τήν ἀνέβασε στή χώρα τῆς ἀπόλυτης ἁγνότητας, τήν ὁποία ἡ τρυφερή ἀρχόντισσα ἀγάπησε καί δίδαξε μέ τό λόγο καί τό παράδειγμά της. Ἦταν ἕνα ἀκόμα ὁλοκαύτωμα, προσφορά ἀγάπης στόν ἀληθινό Θεό. «Ὑπέρ νέον σοι μόσχον, ὡς Δαυΐδ λέγει, ἤρεσκεν Ἁγνή πυρπολουμένη, Λόγε», ἀναφωνεῖ ὁ συναξαριστής μελετώντας τή ζωή καί τή θυσία της.
Οἱ χριστιανοί μέ κατάνυξη ἐνταφίασαν τό σῶμα της στήν ἔπαυλη ὅπου ἔζησε. Στόν ἴδιο τόπο σώζεται μέχρι σήμερα μία κατακόμβη μέ τό ὄνομα τῆς ἁγίας. Ἐκεῖ, κάτω ἀπό τή γῆ οἱ πρῶτοι ἀδελφοί μας τῆς Ρώμης στά χρόνια τῶν διωγμῶν πρόσφεραν τήν ἀναίμακτη θυσία στόν Ἀρχηγό τῶν μαρτύρων. Λίγα χρόνια ἀργότερα, τό 318 μ.Χ., ἡ κόρη τοῦ πρώτου χριστιανοῦ αὐτοκράτορα Μ. Κωνσταντίνου θεραπευμένη ἀπό τήν ἁγία ὕψωσε πάνω ἀπό τόν τάφο της ἱερό ναό εἰς ἔνδειξη εὐγνωμοσύνης πρός τήν παρθενομάρτυρα.
Μέ θαυμασμό καί ἀγάπη τιμώντας κι ἐμεῖς τή μνήμη της στίς 21 τοῦ μηνός, διαπιστώνουμε πόσο ἡ ἐποχή πού ἔζησε ἡ ἁγία μοιάζει μέ τή δική μας, καί νιώθουμε τά διδάγματα τῆς ζωῆς της νά μᾶς ἀγγίζουν ἰδιαίτερα. Στηριζόμαστε στίς πρεσβεῖες της καί δεόμαστε καί τούτη τή χρονιά, τό 2004 -χίλια ἑπτακόσια χρόνια μετά ἀπό τόν μαρτυρικό θάνατο τῆς ἁγίας Ἁγνῆς (303 μ.Χ.)-, ἡ Ἐκκλησία μας, ὅπως ἡ πρώτη Ἐκκλησία, νά ἔχει νά προσφέρει στόν ἐνανθρωπήσαντα Θεό ζωντανά λουλούδια ἁγνότητας καί ἔμπρακτους καρπούς πίστεως.
Ἰχνηλάτης
Ἀπολύτρωσις 59 (2004) 17-18
Ἡ σκηνή στό σκλαβοπάζαρο τῆς Ἀλεξάνδρειας τοῦ 6ου μ.Χ. αἰώνα προκαλεῖ τή λογική μας μέ τήν παραδοξότητά της καί προσκαλεῖ τήν καρδιά μας στήν ἀτραπό τῆς αὐταπάρνησης. Ἕνας μεσήλικας ἄνδρας προσφέρει στό παράδοξο τοῦτο παζάρι τόν ἑαυτό του καί πουλιέται ὡς δοῦλος. Ὄχι διότι τόν πνίγουν τά χρέη, οὔτε διότι τόν πιέζει κάποια ἀνάγκη, ἀλλά ἐπειδή θέλει νά βοηθήσει μιά οἰκογένεια πού ὑποφέρει.
Δέν εἶναι ἕνας τρελός, οὔτε κάποιος ἀπελπισμένος ὁ ἄνδρας ὁ ὁποῖος προβαίνει σέ τούτη τήν ἐνέργεια. Πίσω ἀπό τή φτωχική του ἐνδυμασία μπορεῖ νά διακρίνει κανείς τόν πρώην διοικητή τῆς Ἀφρικῆς, τόν διορισμένο ἀπό τόν αὐτοκράτορα Ἰουστινιανό.
Γνωστός γιά τόν πολυτελῆ τρόπο ζωῆς καί τήν πλεονεξία του, ὁ πατρίκιος Πέτρος ἔγινε ἀκόμη περισσότερο γνωστός, ὅταν ἐγκατέλειψε τή θέση του δημιουργώντας γύρω του ἐρωτηματικά καί ἀπορίες. Λίγοι ἔμαθαν τό συγκλονισμό πού δημιούργησε βαθιά του ἡ μελέτη τοῦ εὐαγγελίου, ἡ οὐσιαστική του γνωριμία μ᾿ Ἐκεῖνον πού πάνω ἀπό τό σταυρό του ἀποτελεῖ τόν πιό ἰσχυρό πόλο ἕλξης γιά τούς ἀναζητητές τῆς ἀλήθειας. Ὅλοι εἶδαν τήν ἀλλαγή τοῦ πατρικίου. Ὁ κόσμος, τά κέρδη, τά συμφέροντα πέρασαν πλέον γι᾿ αὐτόν στό ἀνεπίστρεπτο παρελθόν.
Ὁ ἀπελεύθερος Ἰησοῦ Χριστοῦ γίνεται δοῦλος γιά τήν ἀγάπη τῶν ἐλαχίστων ἀδελφῶν. Συγκλονιστικές οἱ λεπτομέρειες τοῦ βίου του στό συναξάρι τῆς 20ῆς Ἰανουαρίου, ξεδιπλώνουν μπροστά μας τό μεγαλεῖο τῆς ἐν Χριστῷ ἐλευθερίας. Πόσο δοῦλος μπορεῖ νά εἶναι ἕνας πατρίκιος διοικητής! Καί πόσο ἐλεύθερος μπορεῖ νά εἶναι ἕνας δοῦλος πού τόν ἔκανε σκλάβο ἡ ἐν Χριστῷ ἀγάπη γιά τόν πλησίον!
Δρόμος παράδοξος καί ἀπρόσιτος γιά μᾶς ἤ ὁδός σωτηρίας γιά μιά εὐλογημένη πορεία τήν καινούργια χρονιά;
Ἰχνηλάτης
Ἀπολύτρωσις 56 (2001) 7