Super User

Super User

Τετάρτη, 04 Απρίλιος 2018 03:00

Οἱ ἅγιοι Ἕσπερος καί Ζωή

 0005 Μέ νοτισμένη τήν καρδιά ἀπό τά δάκρυα τῆς Μ. Ἑβδομάδας, μέ πλημμυρισμένα τά μάτια ἀπό τό φῶς τῆς Ἀνάστασης βαδίζουμε στά μονοπάτια τῆς ἐποχῆς μας κι ἀνταμώνουμε μέσα στήν ἄνοιξη καρδιές πού κουβαλᾶνε τό χειμώνα. Πῶς νά τούς ποῦμε τό μεγάλο μυστικό πώς τά ἀρώματα τοῦ Μαγιοῦ, τῆς ἄνοιξης τά μύρα δέν βρίσκονται ἀλλοῦ παρά μόνο στήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία; Ἐκεῖ πού μυροβλύζουν τά λείψανα τῶν ἁγίων, ἐκεῖ πού τό αἷμα τῶν μαρτύρων ποτίζει μέ θεϊκό ζῆλο ἅγια βλαστάρια. Πῶς νά φθάσει σέ κάθε ψυχή τοῦτο τό μήνυμα; Μᾶς διδάσκει ὁ βίος τῶν πρώτων ἀδελφῶν μας, οἱ ὁποῖοι ἔγραψαν μιά φωτεινή σελίδα ἱεραποστολῆς στή χριστιανική ἱστορία.
  Ἀνοιχτό μπρός μου τό συναξάρι τῆς 2ας Μαΐου. Μέ μεταφέρει στήν Παμφυλία τῆς Μ. Ἀσίας στά χρόνια τοῦ αὐτοκράτορα Ἀδριανοῦ (117-138 μ.Χ.). Ὁ Ἕσπερος καί ἡ σύζυγός του Ζωή εἶχαν ζυμωθεῖ μέσα στόν πόνο τῆς δουλείας, ὅταν γνώρισαν Ἐκεῖνον πού ἐλευθερώνει τόν ἄνθρωπο ἀπό τόν πόνο καί τή δουλεία. Τότε ἡ ὕπαρξή τους γλυκάθηκε μέ τή γεύση τῆς αἰωνιότητας. Ἡ κάθε μέρα χάραζε στό δικό Του ἅγιο ὄνομα καί ὁ κάθε κόπος γινόταν ἀνάλαφρος τώρα πού ζοῦσαν ἐλεύθερα ὑποταγμένοι στόν Κύριο. Ἡ ὑποταγή αὐτή ἦταν πού ἔκανε τό πρόσωπο νά μένει ἱλαρό μέσα στήν καταδυνάστευση, φωτεινό στήν ἀδικία, χαρούμενο στή θλίψη. Εἶχαν λάβει μέ τό ἅγιο Βάπτισμα τή σφραγίδα τῆς υἱοθεσίας καί ποιός μποροῦσε νά τήν ἐξαλείψει ἀπό τό μέτωπο καί τήν καρδιά τους, καθώς ἐκεῖνοι μέ εὐγνωμοσύνη ἔψαλλαν τήν ἐλευθερία τῶν τέκνων τοῦ Θεοῦ;
  Ἀνάμεσα σέ ἑκατοντάδες δούλους ἔγιναν ὁ Ἕσπερος καί ἡ Ζωή παράδειγμα, φαινόμενο ἀνεξήγητο. Ἦταν ἡ μεγαλύτερη ἀνταμοιβή τους, ὅταν τό δειλινό πού ξαπόσταιναν ἀπ᾿ τή βαρειά δουλειά τούς πλησίαζαν κάποιοι ταλαίπωροι σύνδουλοί τους νά ρωτήσουν ποιά εἶναι ἡ μυστική δύναμη τῆς χαρούμενης ὑπομονῆς τους. Καί τότε οἱ φτωχοί δοῦλοι ἄνοιγαν τόν ἀτίμητο θησαυρό τῆς γνώσεως τοῦ ἀληθινοῦ Θεοῦ καί μοίραζαν ἁπλόχερα στούς ἀποκαμωμένους σκλάβους παρηγοριά καί ἐλπίδα.
  Πρωτάκουστο καί πρωτόφαντο τό κήρυγμα τῆς ἰσότητας καί τῆς ἐλευθερίας πού διαγγέλλει τό εὐαγγέλιο τοῦ Ἰησοῦ. Πόσα σκιρτήματα δημιουργοῦσε στίς ψυχές πού τίς εἶχε συντρίψει ἡ ἀδικία καί τίς κρατοῦσε ἁλυσόδετες ὁ μισάνθρωπος ἐχθρός! Ἀχτίδες ἀπό κάποιο ἄλλο φῶς σκόρπιζαν τότε τό σκοτάδι· καί τά ματωμένα χέρια τοῦ ἐσταυρωμένου Λυτρωτῆ ἁπλώνονταν νά ἀγκαλιάσουν καί νά θωπεύσουν, νά θεραπεύσουν καί νά ἐλευθερώσουν τίς καρδιές, πού ἀνοίγονταν γιά νά δεχθοῦν τήν ἀληθινή ἐλευθερία. Ὑπέροχες σκηνές πού ξεπερνοῦν τήν ἀνθρώπινη λογική! Εἶναι καί τοῦτο ἀπό τά παράδοξα τῆς χάρης τοῦ Θεοῦ, νά χρησιμοποιεῖ τούς μικρούς καί ἁπλούς γιά νά ξαπλώνεται στή γῆ ἡ Βασιλεία Του, γιά νά γνωρίζουν κι ἄλλες ψυχές τή σωτηριώδη ἀλήθεια του.
  Ὁ Ἕσπερος καί ἡ Ζωή ἀγοράστηκαν ἀπό τόν πλούσιο ρωμαῖο εἰδωλολάτρη Κάταλλο καί δούλευαν σ᾿ αὐτόν μαζί μέ τά παιδιά τους, τόν Κυριακό καί τόν Θεόδουλο. Μέσα σ᾿ ἕνα περιβάλλον ὅπου κυριαρχοῦσε ἡ σκληρότητα καί ἡ προκλητική ἀκολασία, αὐτοί μέ σύνεση καί νηφαλιότητα ἔθεταν τό νόμο τοῦ Θεοῦ πάνω ἀπό κάθε μικρόπρεπο ὑπολογισμό. Ἡ ἄλκιμη νιότη τῶν δύο γιῶν πλάι στήν ὡριμότητα τῶν γονέων ἀγωνιζόταν στό ἴδιο στάδιο. Οἱ κύριοί τους δέν μποροῦσαν νά ἀνεχθοῦν τήν ἐνάρετη καί καθαρή ζωή τῶν δούλων τους. Πολλές φορές τούς τιμώρησαν σκληρά γιά τή σταθερότητά τους στήν ἐντολή τοῦ Θεοῦ.
  Κάποια ἄνοιξη, σέ μιά γιορτή πού ὀργανώθηκε στήν ἔπαυλη τοῦ Κάταλλου, ἀρνήθηκε ἡ χριστιανική οἰκογένεια νά συμμετάσχει σέ τελετές καί πράξεις ἀνάρμοστες. Τότε ὁ κύριός τους ξέχασε τήν τιμιότητα καί τήν ἀφοσίωση μέ τήν ὁποία τόν ὑπηρέτησαν τόσα χρόνια καί διέταξε τήν αὐστηρή τους τιμωρία. Μετά ἀπό φοβερά βασανιστήρια τούς ἔρριξαν σέ πυρακτωμένο καμίνι. Ἐκεῖ μέσα βρέθηκαν τό πρωί νεκροί, ἀλλά ὄχι καμένοι. Ἦταν σάν νά κοιμόντουσαν, στραμμένοι πρός τήν ἀνατολή. Προσευχόμενους παρέλαβε ὁ Κύριος καί Θεός στή Βασιλεία του τούς γνήσιους δούλους του, πού κράτησαν ἀμόλυντο τό χιτώνα τοῦ Βαπτίσματος ἀφήνοντας στούς πιστούς κάθε ἐποχῆς πρότυπο ἀληθινῆς πνευματικῆς ἐλευθερίας. «Εἰς ὕψος περίδοξον μαρτυρίου ἑαυτούς ἀγαγόντες στεφάνους ἐξ ὕψους ἐκομίσαντο».
  Ναί, οἱ δοῦλοι ἐκεῖνοι, τοῦ Χριστοῦ ἀπελεύθεροι, ἔφθασαν στήν ὕψιστη πράξη τῆς προσωπικῆς ἐλευθερίας, τό μαρτύριο. Ἀπό τά μύρα τῆς θυσίας τους ἄς λάβουμε κι ἐμεῖς, γιά νά εὐωδιάζουμε στό πέρασμά μας μέ τό ἄρωμα τῆς αἰώνιας ἄνοιξης τῶν λυτρωμένων υἱῶν τῆς ἀναστάσεως.

Ἰχνηλάτης
    

Παρασκευή, 20 Απρίλιος 2018 00:00

Δέν ἐξαφανίστηκαν

agia alexandra Τό ὄνομα Ἀλεξάνδρα εἶναι σύνηθες στόν ἑλληνορωμαϊκό κόσμο. Πλῆθος ἀπό βασίλισσες καί πριγκίπισσες τό ἔφεραν κατά καιρούς. Μεταξύ αὐτῶν καί μία ἁγία.
 Ἡ ἁγία Ἀλεξάνδρα δέν ἀπασχόλησε τούς κοσμικούς ἱστορικούς. Ἦταν βέβαια καί αὐτή, κατά μίαν ἔννοια, βασίλισσα, ὡς μία ἀπό τίς συζύγους τοῦ αὐτοκράτορα Διοκλητιανοῦ. Δέν εἶχε ὅμως νά ἐπιδείξει κάτι ἀπό ἐκεῖνα πού ἕλκουν τήν προσοχή τῶν ἱστορικῶν τοῦ κόσμου. Οὔτε σέ ραδιουργίες τῆς αὐλῆς ἀναμείχθηκε οὔτε μέ τή ζωή της προκαλοῦσε. Καί θά παρέμενε τελικά ἄγνωστη, ἄν δέν ἐπέλεγε τό τέλος της!
 Ἦταν τότε πού ὁ Διοκλητιανός ἐξαπέλυσε τόν μεγάλο, τόν φοβερότερο ἴσως, διωγμό κατά τῶν χριστιανῶν (303 μ.Χ.). Εἶχε προηγηθεῖ ἡ αὐτοαναγόρευσή του σέ «Δίιο», δηλαδή προστατευόμενο τοῦ Δία καί στή συνέχεια σέ θεό, κατά τή συνήθεια τῶν αὐτοκρατόρων τῆς παρηκμασμένης ρωμαϊκῆς αὐτοκρατορίας. Ἦταν τόσο τό πάθος τοῦ Διοκλητιανοῦ κατά τῶν χριστιανῶν, ὥστε διέταξε νά κοπεῖ νόμισμα μέ τή μορφή του, φυσικά, καί μέ τήν ἐπιγραφή «νά ἐξαφανιστοῦν οἱ χριστιανοί»!
 Οἱ Ρωμαῖοι, συνηθισμένοι νά βλέπουν αἷμα νά χύνεται στά ἀμφιθέατρα, βρῆκαν τρόπο νά διασκεδάζουν τήν ἀνία τους παρακολουθώντας τά μαρτύρια τῶν χριστιανῶν. Μεταξύ τῶν μαρτύρων αὐτῶν ἦταν καί ὁ Γεώργιος ἀπό τήν Καππαδοκία, νεαρός ἀξιωματοῦχος τῆς αὐτοκρατορίας.
 Ἡ ἄρνησή του νά θυσιάσει στούς θεούς καί στόν θεοποιημένο αὐτοκράτορα ὁδήγησε τόν Γεώργιο στό ἑδώλιο τοῦ κατηγορουμένου καί, στή συνέχεια, στούς βασανιστές. Ἡ παραδειγματική τιμωρία ἑνός ἀνυπότακτου στόν αὐτοκράτορα ἀξιωματούχου ἦταν θέαμα ἐνδιαφέρον γιά τούς Ρωμαίους. Τό παρακολούθησε καί ὁ ἴδιος ὁ Διοκλητιανός συνοδευόμενος ἀπό τή σύζυγό του Ἀλεξάνδρα. Ὁ Γεώργιος παρέμεινε ἄκαμπτος στά ἀλλεπάλληλα φοβερά βασανιστήρια, νικητής ἐπί τῶν τυράννων. Ἡ σταθερότητά του εἶχε ὡς ἀποτέλεσμα νά προσελκύσει στήν πίστη τοῦ Χριστοῦ κάποιους ἀπό τούς δημίους του. Ἀκόμη καί οἱ ἀκόλουθοι τοῦ Διοκλητιανοῦ Θεωνᾶς, Καισάριος καί Ἀντωνίνος ὁμολόγησαν πίστη στόν Χριστό καί μαρτύρησαν στή φωτιά (ἑορτάζονται τήν 20ή Ἀπριλίου). Ἡ βασίλισσα Ἀλεξάνδρα ὁμολόγησε ὡς Θεό τόν Ἰησοῦ Χριστό μπροστά στόν σύζυγό της, ὁ ὁποῖος τήν καταδίκασε σέ ἀποκεφαλισμό. Πέθανε στή φυλακή πρίν ἀπό τήν ἐκτέλεση τῆς ποινῆς (ἑορτάζεται τήν 21η Ἀπριλίου).
 Δύο χρόνια ἀργότερα (305 μ.Χ.) ὁ Διοκλητιανός παραιτήθηκε ἀπό τό θρόνο ὑποχρεώνοντας σέ παραίτηση καί τόν συναυτοκράτορά του καί ἐπίσης φοβερό διώκτη τῶν χριστιανῶν Μαξιμιανό. Λίγο ἀργότερα πέθανε, ἀλλά οἱ χριστιανοί δέν ἐξαφανίστηκαν.
 Τά ἀνάκτορα τοῦ Γαλερίου, ἑνός ἀπό τούς διαδόχους τοῦ Διοκλητιανοῦ, στή Θεσσαλονίκη ἔχουν μετατραπεῖ σέ σκουπιδότοπο. Ἡ ἁψίδα του, ἡ γνωστή «καμάρα», ἔχει διαβρωθεῖ ἀπό τά καυσαέρια τῶν ὀχημάτων πού κινοῦνται ἐπί τῆς Ἐγνατίας ὁδοῦ. Λίγο πιό πάνω ἕνα ἄλλο ρωμαϊκό κτίσμα, ἡ γνωστή Ροτόντα, ἔχει μετατραπεῖ ἀπό αἰῶνες σέ ναό τοῦ ἁγίου Γεωργίου. Μέ φανατισμό κάποιοι ἀρχαιολόγοι καί κάποιοι ἄλλοι «φίλοι» τῆς ἀρχαίας κληρονομιᾶς πασχίζουν νά ἀποϊεροποιήσουν τόν χῶρο. Ἀλλά ἐκεῖ ἀκόμη ψάλλεται τό ἀπολυτίκιο τοῦ ἁγίου «Ὡς τῶν αἰχμαλώτων ἐλευθερωτής...». Βέβαια, τό κράτος τοῦ Βατικανοῦ (καί ὄχι ἡ δυτική Ἐκκλησία, ὅπως ἐπιχειρεῖται νά μᾶς ἐπιβληθεῖ) τό 1961 διέγραψε ἀπό τό Συναξαριστή τόν ἅγιο Γεώργιο, μέ δικαιολογητικό τήν ἔλλειψη αὐθεντικῶν μαρτυριῶν. Φαίνεται πώς διέκρινε ὁ «ἀλάθητος» ποντίφηξ συνωστισμό ἁγίων καί ἤθελε νά τακτοποιήσουν οἱ ἐπερχόμενοι πάπες κάποιους ἄλλους στή θέση τῶν διαγραφέντων. Ἔτσι πρίν μερικά χρόνια ἁγιοποιήθηκε ὁ καρδινάλιος Στέπινατς τοῦ Ζάγκρεμπ, ἠθικός αὐτουργός τῆς σφαγῆς 800.000 ὀρθοδόξων Σέρβων (1941-1944)!
 Ὁ σύγχρονος «ὀρθολογισμός» θεωρεῖ μύθους πολλά ἀπό τά ἀναφερόμενα στά μαρτυρολόγια. Εἶναι ἀπολύτως κατανοητή ἡ στάση τῶν ἀπίστων ἤ δυσπίστων. Ἔχοντας ἀπορρίψει τήν πνευματική διάσταση τοῦ ἀνθρωπίνου προσώπου καί ἔχοντας ἐπιβάλει τήν ὑλιστική φιλοσοφία τῆς ἱστορίας στήν ἑρμηνεία τῶν ἱστορικῶν συμβάντων, διαστρεβλώνουν αὐτά, ὥστε νά χωρέσουν στήν προκρούστεια κλίνη τῆς φιλοσοφίας τους! Καί βέβαια δέν ἔχουμε τήν ἀπαίτηση νά ἀποδεχθοῦν τό θαῦμα οἱ ἄπιστοι. Μία ὅμως σοβαρότερη προσέγγιση πρός τό μέγα θαῦμα τῆς ἐπικράτησης τῆς νέας πίστης μέσα σέ ἀγριότατους διωγμούς καί βασανιστήρια, θά διέσωζε τήν ἀξιοπρέπεια τῶν «ὀρθολογιστῶν». Διότι δέν ἦσαν μόνο «ταλαίπωροι» δοῦλοι ἐκεῖνοι πού ἀσπάστηκαν τή νέα πίστη. Ἦσαν αὐλικοί, ἀξιωματοῦχοι, δήμιοι, φιλόσοφοι (ἅγιος Ἰουστίνος), γιατροί (ἅγιος Γαληνός), καλλιτέχνες (ἅγιος Ἀρδαλίων) πλουσιότατες πόρνες (ἁγία Πελαγία).
 Βέβαια ὅλοι αὐτοί προσελκύστηκαν στήν πίστη ἀπό τό παράδειγμα ἐκείνων πού ἔδιναν τότε τή μαρτυρία καί ὑφίσταντο τό μαρτύριο. Ἐμεῖς σήμερα, ἀπομακρυσμένοι ἀπό τό γνήσιο βίωμα ἐκείνων καί ἀρκετά «ὀρθολογιστές», ἐπιχειροῦμε νά πείσουμε τούς ἀρνητές μέ ἐπιχειρήματα τοῦ δικοῦ τους τύπου καί ἀγανακτοῦμε, λόγῳ ἐγωισμοῦ, ὅταν ἀποτυγχάνουμε!

Α. Π.

Ἀπολύτρωσις 63 (2008) 102-103

Παρασκευή, 23 Μάιος 2014 03:00

Ριζωμένος στόν οὐρανό

῾Η Ρωμιοσύνη βάδιζε σιωπηλά τό Γολγοθᾶ της. ᾿Ανάμεσα στά πιστά της παιδιά σήκωσε μέ καρτερία τό σταυρό του καί ἀνέβηκε τό Γολγοθᾶ του, κείνη τή Μεγάλη Σαρακοστή, ὁ Γιαννιώτης νέος πού γιά νά δουλέψει βρέθηκε στήν Κωνσταντινούπολη. Μέρες τώρα οἱ ᾿Αγαρηνοί μέ κολακεῖες καί ταξίματα, μέ ἀπειλές καί φοβέρες πάσχιζαν νά τόν ἐξαναγκάσουν νά γίνει μουσουλμάνος. Δέν ἄντεχαν τή λάμψη τῶν ματιῶν του, πού ἀντιφέγγιζαν μέ τήν παρθενική τους ἁγνότητα τήν ὀμορφιά τοῦ Παραδείσου. Τούς ἐνοχλοῦσε ἡ σεμνότητα καί ἡ παρρησία του, ἡ καλοσύνη καί ἡ ἀνδρεία του, πού τά καλλιεργοῦσε βαθιά του ἡ πατρογονική εὐσέβεια φυτεμένη μέσα του ἀπό τό χέρι τῶν πιστῶν γονιῶν του.
   ῾Ο γλυκύτατος Κύριος ἀνέβαινε καί πάλι στό Σταυρό κι ὁ ᾿Ιωάννης σημείωνε μέ εὐλάβεια πάνω του τό σημεῖο τοῦ σταυροῦ, ἀσφάλεια καί δύναμή του ἀπό κινδύνους καί πειρασμούς πού ἀπειλοῦσαν τό σῶμα καί τήν ψυχή του.
   ῏Ηταν βαρύ τό κλίμα κείνη τήν ἀνοιξιάτικη Παρασκευή. Μουντός ὁ οὐρανός καί συννεφιασμένος. Οἱ χριστιανοί ἤξεραν τό γιατί· ἦταν μεγάλη ἡ μέρα, ξεχωριστή στήν ἱστορία τοῦ κόσμου καί τῆς κάθε ὀρθόδοξης καρδιᾶς. Μέρα πού ἡ Ζωή μπῆκε στόν τάφο γιά νά χαρίσει ζωή περισσή στόν θνητό ἄνθρωπο, γιά νά ἀνοίξει τόν οὐρανό γιά τά παιδιά τῆς γῆς. Κι ἕνα παιδί τῆς γῆς σέ μία γῆ σκλάβα καί πονεμένη εἶχε ἁπλώσει τίς ρίζες του στόν ἀνοιχτό οὐρανό. Κι εἶχε κάνει πόθο του ἀκριβό τόν Παράδεισο. «Σήμερα ὁ Χριστός μου πέθανε γιά μένα. ῎Εχω Θεό ᾿Εσταυρωμένο καί ᾿Αναστημένο ἐγώ», ἀπάντησε στούς μανιασμένους Τούρκους, πού ἀγριεμένοι τοῦ ζητοῦσαν νά ἀρνηθεῖ τήν πίστη στόν ᾿Ιησοῦ Χριστό.
   Ποιός ποθεῖ νά γίνει συνοδοιπόρος ᾿Εκείνου πού σηκώνει τόν πιό βαρύ σταυρό; Ποιός τολμᾶ νά Τόν ἀκολουθήσει στόν πιό τραχύ δρόμο; Ποιός μπορεῖ νά μείνει μαζί Του ἄχρι τέλους; ῾Ο ᾿Ιωάννης εἶχε κάνει τήν ἐπιλογή του. ῾Ο κλῆρος πού διάλεξε ἦταν ἀνάμεσα στούς μακαρίους πού πεινοῦν καί διψοῦν τήν ἀπόλυτη μίμηση τοῦ ᾿Ηγαπημένου. Εἶχε λάβει τήν εὐλογία τοῦ πνευματικοῦ του καί ἀπό τή Μ. Πέμπτη μέσα του φύλαγε τά ἄχραντα μυστήρια.
   ῾Η ἀπόφαση τοῦ κριτῆ τόν ὁδήγησε γοργά στό μαρτύριο. 18 ᾿Απριλίου, Παρασκευή τῆς Διακαινησίμου ἀντηχεῖ χαρμόσυνα ὁ παιάνας «Χριστός ᾿Ανέστη!». Τόν ψάλλουν νικηφόρα τά νεανικά χείλη τοῦ ὑποψήφιου μάρτυρα κι ὁ ἀγέρας εὐωδιάζει ᾿Ανάσταση. Οἱ ἐχθροί τῆς ἀλήθειας μέ ξύλα καί πέτρες τόν κτυποῦν ἀλύπητα κι ἐκεῖνος ὁ μακάριος δέν παύει νά ψάλλει τόν ἀναστάσιμο ὕμνο. Οἱ ᾿Αγαρηνοί ἀνάβουν φωτιά μεγάλη. ῾Ο ᾿Ιωάννης κάνει τό σημεῖο τοῦ σταυροῦ καί ρίχνεται μόνος του στίς φλόγες. ῾Η φωτιά κατατρώει τά ροῦχα, τά μαλλιά, τίς σάρκες τοῦ παλληκαριοῦ καί ἡ ψυχή του πετᾶ στή χώρα τῶν ζώντων γιά νά βιώνει αἰώνια τήν ἀνάσταση. «Τῶν μαρτύρων ζηλώσας τήν ἄθλησιν, διά πυρός τόν ἀγώνα ἐτέλεσας, μάρτυς ἔνδοξε». Μικρός καί ἄσημος, ἕνας ᾿Ιωάννης ἀνάμεσα στούς τόσους αὐτῆς τῆς γῆς, ἕνας ράφτης δίπλα στούς τόσους αὐτοῦ τοῦ κόσμου, φορᾶ στεφάνι ἀμάραντο θείας δόξας καί μένει ἀθάνατος μές στούς αἰῶνες.
   ᾿Εμπρός σέ ὅλους ἐμᾶς, πού ποθοῦμε τό φῶς καί τή χαρά τῆς ᾿Ανάστασης, προβάλλει ὁ ἅγιος νεομάρτυρας ᾿Ιωάνννης ἐξ ᾿Ιωαννίνων, ὁ ἐν Κωνσταντινουπόλει μαρτυρήσας τό ἔτος 1526, γιά νά μᾶς δείξει τό δρόμο. ῾Ο ἡρωικός ἀδελφός μας μέσα ἀπό τή φωτιά τοῦ μαρτυρίου του ἀναρριπίζει τή φλόγα τῆς πίστεώς μας καί μᾶς διδάσκει πώς καί οἱ πιό ἁπλοί καί ταπεινοί, ὅταν ἐπιλέγουμε μές στά θέλγητρα αὐτοῦ τοῦ κόσμου τό σταυρό καί τή θυσία, γευόμαστε τήν εὐφροσύνη καί τή δόξα τῆς ᾿Ανάστασης.


᾿Ιχνηλάτης

Πέμπτη, 15 Απρίλιος 2021 00:00

Θεσσαλονίκης ἀμάραντα ἄνθη!

agapi irini xionia Στήν πόλη πού γεννήθηκα ὁ ἀγέρας τῆς θάλασσας σμίγει μέ τήν εὐωδιά τῶν ἁγίων. Καί τήν πλέρια φυσική ὀμορφιά τή συναγωνίζεται ἡ ἀπαράμιλλη πνευματική ὡραιότητα τῶν φίλων τοῦ Θεοῦ. Ἡ παρουσία τους ὁλοζώντανη συντροφεύει τούς ἀγωνιστές τοῦ πνεύματος καί τούς ψιθυρίζει τά ἀνείπωτα μυστικά τοῦ οὐρανοῦ. Ἁγιοτόκος ἡ Θεσσαλονίκη στό χθές καί στό σήμερα. Λουλούδια ἀμάραντα τοῦ κήπου τῆς τοπικῆς μας Ἐκκλησίας ἀπό τόν 4ο αἰώνα οἱ τρεῖς παρθενομάρτυρες ἀδελφές Ἀγάπη, Εἰρήνη καί Χιονία. Τίς συναντῶ στήν ὁδό «ΤΡΙΩΝ ΜΑΡΤΥΡΩΝ», ἀνηφορίζοντας πρός τήν Καλλιθέα, καί στό γραφικό ἐκκλησάκι ἐκεῖ κοντά, τό ἀφιερωμένο στή μνήμη τους. Τίς ἀντικρύζω στό ναό τοῦ πολιούχου μεγαλομάρτυρα, ὅπου εἰκονίζονται στό βουνό τοῦ Χορτιάτη νά προστατεύουν τήν πόλη πού ἁπλώνεται μπρός τους. Ἀσπάζομαι τό χέρι τους πού κρατᾶ τό σταυρό καί ἀτενίζω τό πρόσωπό τους ὅπου λάμπει ἡ ὀμορφιά τῆς νεότητας. Ἡ ζωή τους ἄνθισε στίς ἀείζωες πηγές τῆς ἀλήθειας τοῦ Χριστοῦ. Ἡ οἰκογένειά τους, πού ἦταν ἀπό τίς ἐπιφανεῖς τῆς πόλεως, εἶχε ἀσπαστεῖ τό σωτήριο κήρυγμα τῆς πίστεως. Στήν ὡραία ὥρα τῆς ζωῆς, τήν ὥρα τῆς νιότης, χάρισαν στόν Χριστό τήν ἐλευθερία καί τή θέλησή τους. Τά δῶρα τοῦ κατ’ εἰκόνα προσφορά στόν Δωρεοδότη, γιά νά ἀντιπροσφέρει Ἐκεῖνος τήν καταξίωση τῆς ἀνθρώπινης ὕπαρξης, ὁδηγώντας την στό καθ’ ὁμοίωσιν. Οἱ τρεῖς ἀδελφές ἐντάχθηκαν σέ Ἀδελφότητα χριστιανῶν νέων, στήν ὁποία ἔφεραν καί τά πολύτιμα βιβλία τους δημιουργώντας μιά πλούσια βιβλιοθήκη. Στήν εὐλογημένη κοινή ζωή οἱ ἀφιερωμένες ψυχές προσεύχονταν μέρα καί νύχτα, μελετοῦσαν τήν ἁγία Γραφή καί ἐλεοῦσαν τούς ἀδύναμους ἀδελφούς μέ τά πλούτη τους καί τά πλούτη τῆς καρδιᾶς τους. Πόσο νά πλησίασε ἡ ψυχή τους στόν οὐρανό καί πόσο νά λαχτάρησε τό ἄρρητο κάλλος του, γιά νά τίς ἐμπιστευθεῖ ὁ Θεός τό μέγιστο χάρισμα, «τό ὑπέρ Χριστοῦ πάσχειν»! Αὐτό πού ζητεῖται ἀπό τούς πολύ ἐκλεκτούς: ἡ θυσία τοῦ αἵματος. Ἦταν τό 304 μ.Χ. ὅταν στάθηκαν μπροστά στόν διοικητή Δουλκήτιο, καί ἐντυπωσίασε ὅλους ἡ νιότη τους ἡ πανέμορφη καί ἄλκιμη, μά πιότερο ἡ σθεναρή τους ὁμολογία: «Θεῷ ζῶντι πεπιστεύκαμεν καί οὐ βουλόμεθα τήν συνείδησιν ἡμῶν ἀπολέσαι».
  Ἡ καταδικαστική ἀπόφαση ὅρισε τόν διά πυρᾶς θάνατο γιά τίς δύο μεγαλύτερες ἀδελφές. «Φλόγα φέρουσαι ἄϋλον τῆς Χριστοῦ ἀγάπης Ἀγάπη καί Χιονία τό πῦρ ὑπήνεγκαν ὥσπερ ἄσαρκοι». Ἡ Εἰρήνη δοκιμάστηκε στή φωτιά τῶν πειρασμῶν τῆς ἁγνότητας. Τήν ἔρριξαν σέ κακόφημο οἶκο μέ ἁμαρτωλές γυναῖκες. Ἡ νεαρή κόρη μέ τή δύναμη τῆς προσευχῆς φύλαξε μέσα στό βοῦρκο τά κρίνα τῆς ἁγνότητας ὁλόλευκα. Οἱ ἄγγελοι περιφρούρησαν τή χιονοφεγγόφωτη στολή τῆς ψυχῆς της. Κι ὅταν ἀνακοινώθηκε ἡ ἀπόφαση τοῦ δικαστηρίου, ἡ Εἰρήνη εἰσῆλθε εἰρηνικά στή φωτιά καί προσέφερε ζωντανή θυσία τά νιάτα της στόν λατρευτό Νυμφίο, νά τά φυλάγει Ἐκεῖνος ἄφθαρτα στό δικό του αἰώνιο παρόν.
 Τά βιβλία τους κάηκαν ὅλα. Κάηκαν καί κεῖνες, ἀλλά ἡ φλόγα τῆς θυσίας τους ἄφησε πίσω τους γραμμένο τό Εὐαγγέλιο μέ ἕναν ἄλλο τρόπο, δυνατό καί ἀνεξίτηλο.
 Μαζί μέ τά ἀνοιξιάτικα λουλούδια στίς 16 Ἀπριλίου, μέσα στήν κατάνυξη τοῦ Θείου Πάθους καί στήν προσμονή τῆς λαμπροφόρας Ἀνάστασης, τίς γιορτάζει ἡ Ἐκκλησία μας, καί οἱ πιστοί τιμοῦμε εὐλαβικά «Θεσσαλονίκης τά ἀμάραντα ἄνθη καί ἱερά καλλωπίσματα». Στό ματωμένο λαμπάδιασμα τῶν σωμάτων τους ἀντιφέγγει ὥς σήμερα τό μεγαλεῖο τοῦ σταυροῦ, πού τό σημειώνει ἡ ζωή τῶν ἀκολουθούντων «τῷ Ἀρνίῳ ὅπου ἄν ὑπάγῃ», καί ἀστράφτει ἡ αἰώνια δόξα τῆς Ἀνάστασης.

 Ἰχνηλάτης

Τετάρτη, 10 Απρίλιος 2024 03:00

Ἡ δύναμη τῆς Ἀναστάσεως

   Πάμπολλες φορές ὁ κόσμος ἔγινε θεατής ποικίλων δραμάτων ἤ κωμωδιῶν. Μά κάποιες συγκεκριμένες παραστάσεις ἔμειναν στήν ἱστορία ἐπειδή ἐνέπνευσαν τήν ἀλλαγή πορείας ὄχι τόσο στούς θεατές ὅσο στούς ἠθοποιούς τούς ἴδιους. Ἐλᾶτε νά παρακολουθήσουμε δύο ἀπ᾿ αὐτές.
  AgiosArdalionMimos Τήν πρώτη φορά ἡ αὐλαία ἄνοιξε ἐπί Μαξιμιανοῦ, γιά νά ἐμφανιστεῖ ὁ γνωστός στόν εἰδωλολατρικό κόσμο μίμος Ἀρδαλίων. Τό σενάριο τοῦ ἔργου, μιά πικρή βλασφημία: ἀναπαράσταση βασανισμοῦ ἑνός χριστιανοῦ μάρτυρα. Ὁ διος, στό ρόλο τοῦ μάρτυρα, εἶχε κρεμαστεῖ ἀνάποδα κι οἱ αἱμοβόροι θεατές ἀπό κάτω ἐπευφημοῦσαν καί χειροκροτοῦσαν γελώντας γιά τήν... ὑπομονή πού ἔδειχνε στό μαρτύριο. Κι ὁ Θεός τήν ἴδια στιγμή τιμωρεῖ τόν βλάσφημο, εὐεργετώντας τον... «Ἐλθών εἰς ἑαυτόν» ὁ Ἀρδαλίων ἔκραξε: «Εἶμαι στ᾿ ἀλήθεια χριστιανός!». Ἕνα ἄλλο σενάριο ξετυλίγεται γιά τόν χριστιανό πλέον ἠθοποιό. Τήν ὁμολογία του ἀκολουθεῖ ἕνα ἀληθινό πιά μαρτύριο· ἡ πυρά, πού αὐτόματα κατακαίει καί ἐξαγνίζει τή βλάσφημη ζωή του, ὁδηγώντας τον ἀναστημένο πνευματικά στή δόξα τοῦ Θεοῦ, καί τοποθετώντας τον στό συναξάρι τῶν ἁγίων τῆς 14ης Ἀπριλίου.
 Τά χρόνια πέρασαν κι ἔφτασαν κοντά στά δικά μας. Μά τάχα ν᾿ ἄλλαξαν οἱ ρόλοι καί τά σενάρια; Τότε εἰδωλολάτρες, τώρα ἄθεοι. Τά μέσα πολεμικῆς κι αὐτά τόσο ὅμοια. Νά! Γιά δέστε! Ἡ αὐλαία ξανανοίγει! Ἐπί σκηνῆς μιά ἁγία Τράπεζα! Τριγύρω της ρῶσοι ἠθοποιοί ντυμένοι ἱερεῖς καί μοναχές τρωγοπίνουν καί χαρτοπαίζουν πάνω σ᾿ αὐτήν. Τά βλάσφημα καί γελοῖα τραγούδια τους δέν ἀργοῦν νά ξεσηκώσουν τούς θεατές πού ἡ Κομσομόλ φρόντισε νά μαζέψει σήμερα, βράδυ τῆς Ἀνάστασης, γιά τό μεγάλο ἔργο. «Ὁ Χριστός μέ φράκο» ὁ τίτλος του, κι ὅλοι περιμένουν ἀνυπόμονα τόν διάσημο Ἀλεξάντερ Ροστόβτσεφ νά τόν ὑποδυθεῖ. «Χριστός ἀνέστη ἐκ νεκρῶν», ἀκούγεται συγχρόνως ἀπ᾿ ἔξω, ἀπ᾿ τή γειτονική ἐκκλησούλα. «Πρόσχωμεν!», βοᾶ κι ὁ Ροστόβτσεφ, βγαίνοντας στή σκηνή ὡς Χριστός κρατώντας ἕνα ὁλόχρυσο Εὐαγγέλιο. Ἀπόλυτη σιωπή γίνεται στό ἀκροατήριο. Μέ τήν ἐπιβλητική φωνή του ἀρχίζει τήν ἀνάγνωση τῶν Μακαρισμῶν πού θά κατέληγε φυσικά σέ ἀνάλογους σατιρισμούς. Μέ κομμένη ἀναπνοή ὅλοι περιμένουν νά δοθεῖ τό σύνθημα μέ τό πρῶτο χλευαστικό σχόλιο τοῦ ἠθοποιοῦ. Μά ἐκεῖνος συνεχίζει γιά πολλή ὥρα, διαβάζοντας ὅλο τό κεφάλαιο. Τά χαρακτηριστικά τοῦ προσώπου του ἀρχίζουν νά ἀλλοιώνονται. Ἀργά-ἀργά σχηματίζει τό σημεῖο τοῦ σταυροῦ λέγοντας: «Μνήσθητί μου, Κύριε, ὅταν ἔλθῃς ἐν τῇ βασιλείᾳ σου». Ἀπότομα τοῦ κλείνουν τήν αὐλαία. Γιά νά τοῦ ἀνοίξει ὅμως ὁ Θεός μιά ἄλλη, πού θά ἀποκάλυπτε καί σ᾿ αὐτόν, ὅπως καί στόν Ἀρδαλίωνα, τή θέα κι ὀμορφιά τοῦ κόσμου τοῦ Θεοῦ. Τήν ἡμέρα ἐκείνη τῆς Ἀνάστασης, ὁ Ροστόβτσεφ ἔζησε τή δύναμή της στή δική του ἀνάσταση.

 

Μ. Ι. Λ.

Ἀπολύτρωσις 61 (2006) 108
    

Τετάρτη, 10 Απρίλιος 2019 03:00

Στόν κῆπο τοῦ "Κοπρώνυμου"

 14 10 14 AL «Ρίζης δυσώδους καρπός εὐώδης μάλα, Ἀνθοῦσα σεμνή γῆς ἀπανθεῖ καί βίου», ἀναφωνεῖ κατάπληκτος ὁ ἱερός συναξαριστής στίς 12 Ἀπριλίου, μελετώντας τήν ὁσία βιοτή τῆς ἁγίας Ἀνθούσας. Τά ἄνθη τῆς ἁγιοσύνης της λουλούδιασαν καί κάρπισαν ὄχι μέσα στόν εὐωδιαστό κῆπο τῆς ἀλήθειας ἀλλά πάνω στήν κοπριά τῆς πλάνης. Ὁ βασιλιάς Κωνσταντίνος Ε΄, ὁ πατέρας της, διάλεξε γιά τόν ἑαυτό του τήν ἀσέβεια τῆς εἰκονομαχίας, γι᾿ αὐτό καί ἔμεινε στήν ἱστορία μέ τήν ὀνομασία «Κοπρώνυμος» (741-775 μ.Χ.).
   Μέσα στό ἐχθρικό κάστρο ἡ τρυφερή βασιλοπούλα φύλαγε τήν πίστη τήν ὀρθόδοξη μέ κόπους καί θυσίες ἡρωικές. Καί ὅταν ὁ πατέρας της τήν πίεσε νά πάρει γιά σύντροφο τῆς ζωῆς της ἄνθρωπο πού διέθετε προσόντα πολλά μά δέν τηροῦσε τήν πίστη, ἡ νεαρή Ἀνθούσα ζύγιασε τά πράγματα σάν ἔμπειρη καί σοφή γερόντισσα καί πῆρε ἐκείνη τήν ἀπόφαση πού καμάρωσε ὁ οὐρανός καί θαύμασε ἡ γῆ. Δέν ἀπεμπόλησε τήν ἀτίμητη κληρονομιά τῆς Ὀρθοδοξίας. Προτίμησε ἀπό τούς γήινους καί φθαρτούς θησαυρούς τούς αἰώνιους καί ἄφθαρτους. Καί ἦταν ἡ ἐπιλογή της αὐτή μία σθεναρή ὁμολογία πίστεως. Ἔκαμε ἀπό τότε δική της οἰκογένεια ἡ Ἀνθούσα τούς «ἐλαχίστους ἀδελφούς» τοῦ Χριστοῦ, τούς φτωχούς καί τούς ἀνήμπορους, τούς μοναχικούς καί τούς ἀπελπισμένους, μά πιό πολύ ἐκείνους πού παρασύρονταν ἀπό τήν πλάνη τῆς εἰκονομαχίας καί ὁδηγοῦνταν σέ μονοπάτια πού φέρνουν τόν χειρότερο θάνατο, ἐκεῖνον τῆς ψυχῆς. Τά χρόνια πού περνοῦσαν τήν ἔβρισκαν ὀρθή στό χρέος τῆς ἀγάπης στήν Ἐκκλησία πού διωκόταν. Καί ἦταν ἡ ἁγία σταθερότητά της καί ὁ θερμουργός της ζῆλος ἔμπνευση καί ἐνίσχυση γιά τούς πιστούς ἐκεῖνες τίς σκληρές μέρες, πού ἡ νύμφη τοῦ Ἰησοῦ, ἡ ἁγία Ὀρθοδοξία, ἔχυνε γιά ἄλλη μιά φορά τό αἷμα της, ὅπως ὁ Νυμφίος της.
  Ὅταν ὁ πατέρας της ἔφυγε ἀπό αὐτή τή γῆ, ἡ Ἀνθούσα εἰσῆλθε στό ἱερό κοινόβιο «Ὁμόνοια», τό ὁποῖο τελοῦσε κάτω ἀπό τήν πνευματική καθοδήγηση τοῦ Πατριάρχη Ταρασίου. Ἀνάμεσα στίς ἀδελφές, πού μέ ζῆλο καί θυσία φύλαγαν τήν Ὀρθοδοξία καί βίωναν τήν ὀρθοπραξία, προστέθηκε ταπεινά, γιά νά συνεχίσει τόν ἀγώνα τῆς προσωπικῆς σωτηρίας καί τῆς ὑπηρεσίας τοῦ πλησίον. Οἱ μέρες της κυλοῦσαν μέσα στήν ἱερή διακονία, ὅπου σιωπηρά ἀνάλωνε τόν ἑαυτό της. Ἡ ἀείζωη πηγή τῆς ἀγάπης ἄρδευε τήν ὕπαρξή της καί τήν κρατοῦσε δροσερή καί χαριτωμένη ὥς τά 52 της χρόνια. Τότε ὁ Κύριος ἔστειλε τό προσκλητήριο, γιά νά ἀναπαύσει κοντά του τή βασιλόπαιδα Ἀνθούσα, τήν ἀρχόντισσα πού διάλεξε πολύτιμο στολισμό της τήν ὀρθόδοξη πίστη καί ἔδωσε τό δικό της «παρών» στήν αἰώνια φρυκτωρία τοῦ πνεύματος, κρατώντας ἄσβεστη τή φλόγα τῆς ἀλήθειας.

 Ἰχνηλάτης

Ἀπολύτρωσις 59 (2004) 80

Τρίτη, 09 Απρίλιος 2024 02:00

Γρηγόριος Ε΄

    ῏Ω μεγάλη μέρα ἐκείνου τοῦ Πάσχα (10 ᾿Απριλίου 1821), πόσο λαμπρή ἀνέτειλες στή θλιμμένη τοῦ Χριστοῦ ᾿Εκκλησία!...
  grigorios E  ᾿Αφοῦ γιόρτασε ὁ μακάριος Πατριάρχης τήν ᾿Ανάσταση, ἱερουργώντας καί τρώγοντας γιά τελευταία φορά ἀπό τό μυστικό πασχάλιο δεῖπνο πάνω στήν ἁγία Τράπεζα, ἐπέστρεψε στήν κατοικία του. Κι ἀμέσως πλῆθος ἀσεβῶν ὁπλοφόρων, ἐνῶ ἀκόμη ἦταν βαθιά χαράματα, περικύκλωσαν τό Πατριαρχεῖο, ὅπως ἡ σπείρα τοῦ Πιλάτου ξεχύθηκε νύχτα στόν κῆπο ὅπου συχνά πήγαινε ὁ Κύριος. ῎Ετρεμαν οἱ «χαῦνοι υἱοί τοῦ σκότους» τούς ἄοπλους καί συγκριτικά μ’ αὐτούς ἐλάχιστους καί τελείως ἀνίδεους γιά τό δράμα ἐκεῖνο χριστιανούς, μήν τρέξουν ἐκεῖ ὅλοι μαζί καί κάνουν ξαφνικά ἐπανάσταση.
    ᾿Εκεῖνοι, λοιπόν, πού ὁρίστηκαν ἀπό τόν τύραννο ἁρπάζουν καί συλλαμβάνουν τόν Πατριάρχη, τόν βάζουν σέ πλοῖο καί τόν ὁδηγοῦν πρῶτα στό λεγόμενο Παράλιο ᾿Εξώστεγο. ᾿Εκεῖ τοῦ στρώνουν τραπέζι νά φάει, θέλοντας νά κολακεύσουν τόν σεβάσμιο γέροντα, καί συνάμα νά τόν ἐνισχύσουν, γιά νά ἀντέξει στά βασανιστήρια. Φοβοῦνταν μήν ἀποκάμει, ἔτσι καθώς ἦταν ἤδη ἄτονος καί ἐξασθενημένος ἀπό τόν ἀγώνα τῆς ἁγίας νηστείας. ῾Ο γενναῖος ὅμως «᾿Ελεάζαρ» τῆς ᾿Εκκλησίας τούς εἶπε· «Τώρα ἔφαγα οὐράνιο καί γλυκύτατο ἄρτο, τόν ὁποῖο ἐσεῖς δέν γνωρίζετε. ᾿Από αὐτά τά φαγητά δέν ἔχω πλέον ἀνάγκη. Διότι πλησιάζει ἡ ὥρα νά ἐλευθερωθῶ ἀπό τό καθημερινό χρέος πρός τή γαστέρα καί ἀπό ὅλα τά δεσμά τῆς σάρκας καί τῆς φθορᾶς». Μόλις τά ἄκουσαν αὐτά οἱ κοιλιολάτρες, τόν φέρνουν ἀμέσως στό δεσμωτήριο. ᾿Από μακριά ἀσπάσθηκε ὁ ἀλησμόνητος Πατριάρχης τούς ἅγιους συνεπισκόπους καί συναθλητές του. Οἱ δήμιοι τόν καλοῦν σέ ἐξωμοσία. Πρῶτα τόν κολακεύουν, παρακαλώντας τον νά μήν ἐγκαταλείψει τόν ὡραιότατο αὐτόν ἥλιο καί τίς λαμπρές τιμές τοῦ βασιλιᾶ. ῎Επειτα ἀγριεύουν καί ἀπειλοῦν δείχνοντάς του ἕτοιμα τά ποικίλα βασανιστήρια. Αὐτός, μόλις τοῦ δόθηκε ὁ λόγος, εἶπε· «Κάμετε τό ἔργο σας. ῾Ο Πατριάρχης τῶν χριστιανῶν πεθαίνει χριστιανός!».
    Τόν μαστίγωσαν καί τόν ξάπλωσαν καταγῆς βάζοντας πάνω του μιά βαρειά πλάκα· τά σημάδια της εἶδαν ὕστερα πολλοί χριστιανοί, ὅταν οἱ ῾Εβραῖοι τόν ἔσερναν γυμνό στούς δρόμους. Μετά ἀπ’ αὐτά, ἀφοῦ ἔχασαν κάθε ἐλπίδα γιά ἐξωμοσία, τόν παρουσίασαν μπροστά στόν ἀρχισατράπη. Μέ καταφρόνια ὁ ἔπαρχος τόν παρέδωσε στήν καταδίκη.
    ῞Οπως οἱ σφῆκες τή σφηκοφωλιά τους, σάν νά ᾿ταν μικρό ἐλαφάκι, ἔτσι κύκλωσαν ἀμέσως τόν δίκαιο οἱ παράνομοι. ᾿Ανάμικτες φωνές ὑψώνονταν πάλλοντας τόν ἀέρα. Γέμισε ὁ Κεράτιος κόλπος πλοῖα καί τιάρες. ῎Εβραζε τρομερά τῆς κωπηλασίας ὁ πάταγος. Κι ὁ Πατριάρχης μέ συντροφιά δύο δημίους ἀποβιβάζεται πρῶτα στή σκάλα τοῦ Φαναρίου. Μόλις πάτησε στήν αἱματοβαμμένη ἐκείνη γῆ, σάν σέ γνωστό σφαγεῖο, ἔκλινε τά γόνατα καί τόν αὐχένα, περιμένοντας νά τόν ἀποκεφαλίσουν. ᾿Αλλά ἕνας δήμιος, σάν ἄγγελος τοῦ θανάτου, ἀφοῦ τόν χτύπησε στά πλευρά, τοῦ εἶπε· «Δέν εἶναι ὁ τόπος σου ἐδῶ». ᾿Οργισμένος τόν σήκωσε πάνω καί πρόσταξε νά τόν ἀκολουθήσει. Τόν ἀκολούθησε ἀμέσως ὁ Γρηγόριος «ὡς πρόβατον ἐπί σφαγήν». ῞Οταν ἔφτασαν στόν ὁρισμένο τόπο, ἄρχισαν νά ἑτοιμάζουν τήν ἀγχόνη ἀνάμεσα στίς πόρτες τοῦ πατριαρχικοῦ ναοῦ καί τοῦ Πατριαρχείου...
    ῾Ο μακάριος Πατριάρχης ἅπλωσε τά χέρια του κι εὐλόγησε τούς πιστούς. ῎Επειτα, στήλωσε τό βλέμμα του στούς οὐρανούς καί μέ δυνατή φωνή εἶπε· «Κύριε ᾿Ιησοῦ Χριστέ, δέξου τό πνεῦμα μου». Μέσα σέ μιά στιγμή ἔλαβε καί τήν ἀγχόνη καί τό στεφάνι τοῦ μαρτυρίου.
    ᾿Αφοῦ ἀτίμασαν τό νεκρό σῶμα τοῦ Πατριάρχη σέρνοντάς το στούς δρόμους, τό ἔρριξαν στό πέλαγος. Τρία νυχθήμερα τόν σεβάστηκε ὁ βυθός. Τόν ἀνακούφιζε παραδόξως ἡ πέτρα πού κρεμόταν ἀπό τόν τράχηλό του. Τόν ἀνασήκωναν τά κύματα τοῦ Πόντου. Τόν ὑποδέχθηκε ὁ εὐσεβής καραβοκύρης, καθώς πλησίασε στό πλοῖο του, τό ἑλληνικό μέ τή ρωσική σημαία, καί τέλος, μετά ἀπό τό μακρύ του ταξίδι, τόν εἴδαμε ὅλοι στήν ᾿Οδησσό σῶο καί ἀκέραιο, χωρίς καθόλου νά φαίνεται ὅτι ἦταν νεκρός ἤδη ἐδῶ κι ἕνα μήνα. Σήμερα, γύρω ἀπό τόν τάφο του μακαρίζουμε τήν ἔνδοξη μνήμη του, δοξάζοντας τόν Θεό «τόν θαυμαστόν ἐν τοῖς ἁγίοις αὐτοῦ».

 

Οἰκονόμος ἐξ Οἰκονόμων,
Λόγος στό ἐτήσιο μνημόσυνο τοῦ ἀοιδίμου Πατριάρχου Κων/πόλεως Γρηγορίου Ε´.
᾿Απόδοση Β. ᾿Αντωνίου

 iosif imnografos Πίσω ἀπό τόν ὑπέροχο Κανόνα τοῦ Ἀκαθίστου Ὕμνου διακρίνουμε τή μορφή του. Ὁ Ἰωσήφ ὁ ὑμνογράφος, ὁ ἱερομόναχος, ὁ ὅσιος, ὁλότελα δοσμένος στόν Θεό, ἔγινε σκεῦος ἐκλεκτό τῆς χάριτος.  
  Βίωμά του βαθύ ἦταν τό σχέδιο τῆς θείας Οἰκονομίας, μελέτημά του ἀγαπητό τά θαυμάσια τοῦ λόγου τοῦ Θεοῦ. Καί τό χέρι του ἔγινε ὄργανο θεϊκό, γιά νά ὑμνήσει τή δόξα τοῦ Θεοῦ, νά ψάλει τῆς Παναγίας Μητέρας τό κάλλος, νά τραγουδήσει τῶν μαρτύρων τά κατορθώματα.
  Ἡ καρδιά του ποθεῖ τόν Θεό, νικᾶ τά γήινα καί ὑψώνεται στόν οὐρανό. "Λυτρωτά μου, εὔσπλαγχνε Χριστέ, ὅταν μέλλῃς ἔρχεσθαι ἐν δόξῃ κρῖναι κόσμον τῇ στάσει τῶν ἐκλεκτῶν σου συναρίθμησον κἀμέ". Δέεται κι ἡ προσευχή του συγκινεῖ καί τίς δικές μας καρδιές. Ἡ θεοφιλής ψυχή του ψάλλει εὐγνώμονα καί κατανυκτικά τήν ἐνανθρώπηση τοῦ Θεοῦ· "ἡ Παρθένος σήμερον τόν προαιώνιον Λόγον ἐν σπηλαίῳ ἔρχεται ἀποτεκεῖν ἀπορρήτως". Μέ δογματική ἀκρίβεια ἀλλά καί ποιητικό πλοῦτο οἱ στίχοι αὐτοί ἀντηχοῦν στούς ναούς καί στίς καρδιές μές στούς αἰῶνες. Ποιητής τῶν τροπαρίων τοῦ Κανόνα τοῦ Ἀκαθίστου Ὕμνου βάζει στά χείλη μας τίς ὑπέροχες προσφωνήσεις πρός τή Θεοτόκο, τίς μεστές σέ περιεκτικότητα, πού κρύβουν βαθιά εὐσέβεια καί γνώση τῆς ἁγίας Γραφῆς καί τῶν Πατέρων· "ρόδον τό ἀμάραντον", "Χριστοῦ βίβλος ἔμψυχος", "ἡδύπνοον κρίνον", "νεφέλη ὁλόφωτος".
  Καί τί θαυμαστό, στ᾿ ἀλήθεια! Τούτη ἡ εὐαίσθητη καρδιά τοῦ ποιητῆ εἶναι συγχρόνως ἡ γενναία καρδιά τοῦ ἀγωνιστῆ. Γεννημένος στή Σικελία τό 816 μ.Χ. ὁ Ἰωσήφ γνωρίζει ἀπό μικρό παιδί τόν πόνο τῆς ὀρφάνιας. Κι ὄχι πολύ ἀργότερα γεύεται τήν πίκρα τῆς προσφυγιᾶς, ὅταν τό 827 μ.Χ. οἱ Ἄραβες κυριεύουν τό νησί τους. Ὁ Ἰωσήφ μέ τήν εὐσεβῆ μητέρα του καί ὅλη τήν οἰκογένεια ἀναγκάζονται νά ᾿ρθοῦνε στόν ἑλλαδικό χῶρο. "Ξένο" τόν ὀνομάζουν οἱ βιογράφοι του, γιά νά ἐκφράσουν τῆς πολυκύμαντης ζωῆς του τήν ποικιλία σέ τόπους, συνθῆκες, καταστάσεις.
  Βρισκόμαστε στά σκληρά χρόνια τῆς εἰκονομαχίας. Στόν πόλεμο πού ᾿χει ξεσπάσει δέν στέκει ἀμέτοχος ὁ Ἰωσήφ, παρόλο πού ντυμένος τό ράσο τοῦ ἱερομονάχου ἀρχικά ἀναζητᾶ τήν ἡσυχία καί τή μόνωση στή βυζαντινή Θεσσαλονίκη. Ἀργότερα τόν βρίσκουμε στή Βασιλεύουσα νά μαθητεύει δίπλα στόν λόγιο τῆς Ἐκκλησίας μας, Γρηγόριο Δεκαπολίτη. Κι ἔπειτα νά ἑνώνει τή φωνή του μέ τούς ἄλλους εὐθαρσεῖς ἀγωνιστές τῆς Ὀρθοδοξίας ἐνάντια στήν εἰκονομαχική πολιτική τοῦ Λέοντα Ε' τοῦ Ἀρμενίου (813-820).
  Ταραγμένη εἶναι καί στή συνέχεια ἡ ζωή του, ὅταν ἀναγκάζεται νά ἐγκαταλείψει τήν Κων/πολη μέ προορισμό τή Ρώμη, ἀλλά καθ᾿ ὁδόν πέφτει θῦμα πειρατῶν καί ὁδηγεῖται στήν Κρήτη. Πῶς νά μή θαυμάσει κανείς τό ψυχικό του μεγαλεῖο, ὅταν τόν ἀντικρύζει καί στίς σκληρές συνθῆκες τῆς αἰχμαλωσίας νά ἐργάζεται γιά τή δόξα τοῦ Θεοῦ καί νά συνθέτει ὕμνους καί ἱερές ἀκολουθίες!
  Μετά τήν ἐπιστροφή του στήν Κων/πολη τά ταλέντα του, τήν ἀγωνιστικότητά του, τήν ἐμμονή του στήν Ὀρθοδοξία, ἀναγνωρίζουν καί τιμοῦν ὁ πατριάρχης Γεννάδιος καί ὁ Μ. Φώτιος. Εὐθύς, ἀφιλοκερδής, τίμιος ἀγωνιστής ὁ Ἰωσήφ ἐπιθυμεῖ ἡ Ἐκκλησία νά μένει μακριά ἀπό κοσμικές ἐπιρροές. Ἔτσι πέφτει στή δυσμένεια τοῦ Βάρδα, ἀδελφοῦ τῆς αὐτοκράτειρας Θεοδώρας. Δύο φορές ἐξορίζεται. Στίς 3 Ἀπριλίου τοῦ 886 ἀναπαύεται γιά πάντα στήν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ, στήν ὁποία εἶχε ἀποθέσει μέ ἐμπιστοσύνη τή ζωή του ὁλόκληρη.
  Ἡ ὀρφάνια καί ἡ προσφυγιά, ἡ αἰχμαλωσία καί ἡ ἐξορία δέν λύγισαν τή γενναία ψυχή του, δέν ἔκαμψαν τό ἀλύγιστο φρόνημά του. Οἱ Ἄραβες, οἱ πειρατές, οἱ εἰκονομάχοι δέν τόν πτόησαν, δέν μάραναν τήν ἁγνότητά του, δέν ἔφθειραν τήν τιμιότητά του. Ὄμορφη καί δροσερή ἡ ψυχή του στολισμένη μέ ἄνθη ἀρετῆς, πλουτισμένη μέ οὐράνιους θησαυρούς, ἐξαγνισμένη στό καμίνι τῶν θλίψεων, μᾶς ἐμπνέει, μᾶς συγκινεῖ, μᾶς διδάσκει νά ὑμνοῦμε τόν Κύριό μας ἐν παντί καιρῷ.

Ἰχνηλάτης

    

Πέμπτη, 18 Απρίλιος 2024 00:00

Μόνη μόνῳ Θεῶ...

maria aigyptia Ὁ γέροντας γονάτισε μέ δέος δίπλα στό σκῆνος. Κι ἔτσι ὅπως τό παρατηροῦσε μέ σεβασμό καί ἱερή στοργή, ἔφερε αὐτόματα στό νοῦ του τήν πρώτη φορά πού τήν εἶδε. Εἶχαν περάσει ἀκριβῶς δυό χρόνια ἀπό τότε. Τή συνάντησε ξαφνικά μέσα στήν ἔρημο. Θυμόταν καλά ὅτι τή βρῆκε ὁλομόναχη μέ μόνη συντροφιά τ᾿ ἀγρίμια. Καί ἡ ἴδια, ἄλλωστε, μέ ἀγρίμι ἔμοιαζε πιό πολύ παρά μέ ἄνθρωπο. Κι ἀκόμη λιγότερο μέ γυναίκα. Τή λυπήθηκε, ἔκλαψε γι᾿ αὐτήν. Ἦταν, λές, στηλωμένο κουφάρι, ἕνα πραγματικό σκέλεθρο ἀπό τήν ταλαιπωρία...
 Τώρα εἶχε μπροστά του ὅ,τι ἀπέμεινε ἀπό ἐκείνη τή σκιά τῆς παρουσίας της· τά λίγα κόκκαλά της κι ἕνα σημείωμα γραμμένο ἀπό τά χέρια της: «Ἀββᾶ Ζωσιμᾶ, θάψε ἐδῶ τό σῶμα τῆς ἄθλιας Μαρίας. Πέθανα τή μέρα πού κοινώνησα. Νά προσεύχεσαι γιά μένα».
 Ἦταν δωδεκάχρονο κορίτσι, ὅταν ἐγκατέλειψε τούς δικούς της γιά τή «μεγάλη ζωή» στήν πόλη τῆς Ἀλεξάνδρειας. Γρήγορα κατάντησε διαβόητη πόρνη. Πουλημένη ἐξολοκλήρου στό πάθος της ἀτιμαζόταν καί ἀτίμαζε. Πήγαινε ὁπουδήποτε θά μποροῦσε νά ἱκανοποιήσει τίς διαστροφές της, πολλές φορές χωρίς νά ζητᾶ χρήματα, μέ μόνο ἀντίτιμο τήν ἡδονή.
 Κάποια φορά μέσα στή ζάλη της σκέφθηκε νά ἐκμεταλλευτεῖ τά καραβάνια τῶν προσκυνητῶν, πού ταξίδευαν γιά τήν ἁγία γῆ. Πῆγε, λοιπόν, καί στά Ἰεροσόλυμα. Κι ἔκανε κι ἐκεῖ τά ἴδια. Ὥσπου μιά μέρα πέρασε ἀπό τήν ἐκκλησία καί θέλησε νά μπεῖ μέσα ἀπό περιέργεια. Μέ τό ξυπασμένο της θράσος ἀνέβηκε τά σκαλοπάτια σπρώχνοντας τό πλῆθος κι ἔκανε νά διαβεῖ τό μαρμάρινο κατώφλι. Μά ξαφνικά στάθηκε. Μαρμάρωσε ἡ ἴδια. Δέν μπόρεσε νά κάνει βῆμα παραπέρα. Μιά ἀκατανίκητη δύναμη τήν ἔσπρωχνε ἔξω. Τήν πίεζε ἀσφυκτικά. Κι ἐνῶ ὅλος ὁ κόσμος περνοῦσε στό ναό, αὐτή ἦταν ἀδύνατο νά προχωρήσει.
 Κι ἔμεινε ἐκεῖ δίπλα στή μεγάλη πύλη νά κλαίει μέ λυγμούς, αὐτή πού ποτέ της δέν λογάριασε φραγμούς καί ὅρια· πού ποτέ της δέν ἔνιωσε τήν ἀπόρριψη, τήν ἀποστροφή, τήν ἔσχατη ἐξουθένωση.
 Τότε, ἀνάμεσα στά κλάματα, «πληγεῖσα τήν καρδίαν», κατάλαβε. Ὁ Θεός τήν ἤθελε καθαρή, στήν πρώτη της παιδιάστικη ἁγνότητα· ὅταν στό πρόσωπό της μποροῦσε νά διακρίνει κανείς κάτι ἀπό τό κρυστάλλινο τοῦ οὐρανοῦ κι ὄχι ὅπως ἦταν τώρα, μέ τά πορνικά βαψίματα καί τούς μαύρους κύκλους τοῦ ξενυχτιοῦ γύρω ἀπό τά μάτια, μ᾿ ἕνα σῶμα καί μιά ψυχή κατασπιλωμένα ἀπό τήν ἁμαρτία. Ἔνιωσε τότε ξαφνικά ὅτι εἶχε ξεπέσει μπροστά Του· ὅτι Τόν εἶχε προδώσει.
 Δέν ἀπελπίστηκε. Μάζεψε ὅσο κουράγιο εἶχε κι ἔφυγε τήν ἴδια μέρα στήν ἔρημο, πέρα ἀπό τόν Ἰορδάνη. Κανένας δέν τήν ξαναεῖδε. Ἀλλά καί κανένας δέν ἀναρωτήθηκε ποτέ μέ συμπόνια γι᾿ αὐτήν ἄν ζῆ ἤ ἄν πέθανε.
 Γιά σαρανταεπτά ὁλόκληρα χρόνια ἔζησε κατάμονη «μόνῳ Θεῷ προσευχομένη». Πάλεψε ἀσυμβίβαστα μέ ὅ,τι βρώμικο κουβαλοῦσε μέσα της. Οἱ προσευχές της δέν μετριοῦνταν μέ ὧρες ἀλλά μέ ἡμέρες καί νύχτες. Πόσες φορές τά φαράγγια θ᾿ ἀντήχησαν τίς κραυγές τῆς ὀδύνης της! Πόσες φορές τό ξερό χῶμα θά νοτίστηκε ἀπό τά καυτά της δάκρυα! Δέν ζητοῦσε ἀπό τόν Θεό μερίδιο στό ἔλεός του. Ἔνιωθε ἀνάξια γι᾿ αὐτό. Μόνο τά ψίχουλα γύρευε σάν τό «σκυλί», ὅπως ἄλλοτε ἐκείνη ἡ Χαναναία· «καί γάρ τά κυνάρια ἐσθίει ἀπό τῶν ψιχίων τῶν πιπτόντων ἀπό τῆς τραπέζης τῶν κυρίων αὐτῶν...». Ἔλειωνε μέσα στήν ἀγωνία καί στή λαχτάρα της. Κι ἔτσι σιγά-σιγά ἐξαφανίστηκε ἡ φημισμένη ὀμορφιά της, σκέβρωσε τό κορμί της, σκελετώθηκε. Ἀπέμεινε φάντασμα.
 Ὥσπου ὁ Κύριος ἀποφάσισε ὅτι ἔληξε ὁ καιρός τῆς δοκιμασίας της καί τῆς χάρισε αὐτό πού ζητοῦσε. Ἔστειλε τόν δοῦλο του Ζωσιμᾶ νά τή βρεῖ. Κι ἐκεῖνος, ἀφοῦ ἄκουσε τήν ἐξομολόγησή της, τήν καταξίωσε νά κοινωνήσει τῶν ἀχράντων μυστηρίων ἕνα χρόνο μετά.
 Ἦταν Μ. Πέμπτη, ὅταν δέχτηκε μέσα της τόν οὐράνιο Ἄρτο. Ὁ μαθητής πρόδιδε τόν Διδάσκαλο στούς παρανόμους. Ἅπλωνε τά χέρια στά ἀργύρια καί μαζί μ᾿ αὐτόν τά ἁπλώναμε κι ὅλοι ἐμεῖς, τά τέκνα τοῦ Ἀδάμ, ἐκείνου τοῦ πρώτου προδότη. Διότι τί ἄλλο θά πεῖ ἁμαρτία παρά προδοσία, ξεπούλημα τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ πού πάσχει γιά χάρη μας;
  Ἰδού ὅμως ὅτι ἡ Μαρία ἡ πόρνη, μία ἀπό ἐμᾶς, ξεπλήρωσε τοῦτο τό χρέος της. Κι ἐνῶ ὁ Ἰούδας ἄνοιγε τήν πόρτα στή νύχτα, αὐτή μετανοώντας ἐγκατέλειπε τό σκοτάδι κι ἔμπαινε στή χαρά τῆς βασιλείας Του «ἐν κροσσωτοῖς χρυσοῖς περιβεβλημένη, πεποικιλμένη». Ἡ Μαρία πού τήν εἴπανε Αἰγυπτία...

Ἰωάννης

Ἀπολύτρωσις 57 (2002) 87-88

Παρασκευή, 31 Μάρτιος 2023 03:00

Εἶναι γιά ὅλους

 osia maria Δέν εἶναι ψέμα πρωταπριλιάτικο. Εἶναι ἀλήθεια ἐπικυρωμένη ἀπό τό ἔλεος τοῦ Θεοῦ, δωρεά χορηγημένη ἀπό τή χάρη τοῦ ἁγίου Πνεύματος, αὐτό πού μᾶς προσφέρει ἐποπτικά καί βιωματικά ἡ Ἐκκλησία μας τήν 1η Ἀπριλίου: Τήν ἡμέρα αὐτή  τιμᾶ ἡ Ἐκκλησία τή μνήμη τῆς ὁσίας Μαρίας τῆς Αἰγυπτίας. Δίπλα στό «ἄνθος τῆς ἀφθαρσίας», τήν Παναγία μας, στήν ἁγιότερη μορφή τῆς ἀνθρωπότητος, πού ἰδιαίτερα τιμοῦμε αὐτήν τήν περίοδο, ἀπονέμει τιμή καί στήν πιό ἄθλια ἀνθρώπινη ὕπαρξη, πού κυλίσθηκε στόν χειρότερο ἠθικό βόρβορο καί πάτησε τά ἀπύθμενα βάθη τῆς διαφθορᾶς.
 Ἔκθαμβη ἡ ἀνθρωπότητα θαυμάζει τήν ἄσπιλη ἁγνότητα τῆς ἀειπαρθένου Μαρίας καί τή μεγαλύνει ὡς «καθαρωτέραν λαμπηδόνων ἡλιακῶν». Εὐλαβικά κλίνει τό γόνυ μπρός στήν ὑπέρλογη ὑπακοή καί στήν ὁλόψυχη ἀφοσίωση τῆς Κεχαριτωμένης, γιά τά ὁποῖα ἡ σεμνή Μαρία ἀναδείχθηκε ἡ κορυφαία τῶν συνεργατῶν τοῦ Θεοῦ, ἡ Παναγία Μητέρα τοῦ Θεανθρώπου.
 Μέ δέος ἡ ἱστορία καταγράφει τήν πορεία τῆς ἄλλης Μαρίας, τῆς Αἰγυπτίας: Χωρίς ἀναστολές καί αἰδώ ἔθεσε στήν ὑπηρεσία τῆς ἁμαρτίας τά σπάνια σωματικά καί ψυχικά χαρίσματά της. Παραδόθηκε ὁλοκληρωτικά στή δούλεψη τοῦ σκότους, ἔγινε μία διαβόητη πόρνη. Κι ὅταν ἔφθασε στό ναδίρ τῆς ἀθλιότητος, ἐκεῖ πού τό κακό «δέν ἔπαιρνε ἄλλο», πῆρε τήν ἡρωική ἀπόφαση: νά παραδοθεῖ στόν Θεό. Συγκλονιστική ἡ πολυετής μετάνοια καί ἄσκησή της στέκει παράδειγμα στούς αἰῶνες.
 Στόν παράδεισο ἡ Μαρία ἡ Αἰγυπτία ἀγάλλεται μαζί μέ τήν ἀειπάρθενο Μαρία. Ἀλλά καί στήν ἐπί γῆς στρατευομένη Ἐκκλησία, αὐτή πού κυλίσθηκε στή βρωμιά καί στήν ἀθλιότητα καί μ’ ὅλο τό εἶναι της ἐναντιώθηκε στό νόμο τοῦ Θεοῦ συνεορτάζεται μέ τήν ἄσπιλη, τήν πάναγνη καί κεχαριτωμένη δούλη τοῦ Κυρίου. Τί μήνυμα κατανυκτικό καί χαρμόσυνο! Τί δροσιά γιά τίς ψυχές πού πυρώνει ὁ πειρασμός καί σείει ἡ ἁμαρτία! Τί εὐφροσύνη γιά τούς πικραμένους ἀπό τό φαρμάκι τῶν παραβάσεων! Τί ἐνθάρρυνση γιά τούς ἀπελπισμένους ἀπό τίς ἀπανωτές πτώσεις στόν πνευματικό ἀγώνα!
Τό σκέφθηκες, ἀδελφέ μου συναμαρτωλέ; Μέ τή γέφυρα τῆς μετανοίας μποροῦμε ὅλοι οἱ ἁμαρτωλοί καί βρώμικοι νά περάσουμε στή δόξα τῆς καθαρότητος, στή μακαριότητα τῆς ἀναμαρτησίας. Ὁ παράδεισος εἶναι γιά ὅλους, γιά τούς ἁγίους ἀλλά καί γιά τούς ἁμαρτωλούς. Τό βεβαιώνει ἡ μνήμη τῆς ὁσίας Μαρίας τῆς Αἰγυπτίας δίπλα στόν ἐγκωμιασμό τῆς Παναγίας. Τό ἐγγυᾶται τό αἷμα τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ, πού «καθαρίζει ἡμᾶς ἀπό πάσης ἁμαρτίας» (Α΄ Ἰω 1,7). Καθώς πορευόμαστε, λοιπόν, πρός τή Μεγάλη Ἑβδομάδα, νά ἑτοιμασθοῦμε! Μέ μετάνοια, ἐξομολόγηση καί ὑπακοή στό θέλημα τοῦ Θεοῦ, ἔχουμε τή δυνατότητα, ἐμεῖς οἱ ἁμαρτωλοί καί ἀνάξιοι, νά συναντήσουμε τόν ἄσπιλο Νυμφίο καί νά ἀποδεχθοῦμε τή σωτηρία πού μᾶς χαρίζει.

Στέργιος Ν. Σἀκκος

Ἀπολύτρωσις 60 (2005) 99