Super User

Super User

Παρασκευή, 01 Δεκέμβριος 2023 03:00

Κυρ. ΙΔ΄ Λουκᾶ Λκ 18,35-43

 Ἡ θεραπεία τοῦ τυφλοῦ τῆς Ἰεριχοῦς


  tyflos2  Ἡ θεραπεία τυφλῶν ἦταν ἕνα ἀπό τά κατεξοχήν μεσσιανικά σημεῖα (βλ. Ἠσ 9,2· 29,18· 35,5· 42,67· 61,1· Μθ 4,16· 11,45). Οἱ προφητεῖες, βέβαια, ἀναφέρονταν κυρίως στόν πνευματικό φωτισμό τόν ὁποῖο ἐπρόκειτο νά φέρει ὁ Μεσσίας στόν κόσμο, πού ζοῦσε στό σκοτάδι τῆς πλάνης καί τῆς ἁμαρτίας. Προαναγγέλλουν ὅμως καί τήν διάνοιξη τῶν σωματικῶν ὀφθαλμῶν, ἡ ὁποία ἀποτελεῖ μία χειροπιαστή ἔνδειξη τοῦ πνευματικοῦ φωτισμοῦ. Θεραπεία τυφλοῦ ἤ τυφλῶν στήν Ἰεριχώ ἀναφέρουν καί οἱ εὐαγγελιστές Mατθαῖος καί Mᾶρκος. Tίς τοποθετοῦν καί οἱ τρεῖς συνοπτικοί στήν ἴδια συνάφεια, λίγο πρίν ἀπό τήν θριαμβευτική εἴσοδο στά Ἰεροσόλυμα (πρβλ. Μθ 20,29-34· Μρ 10,46-52). Ἡ ἐξιστόρηση τοῦ περιστατικοῦ διαβάζεται ὡς εὐαγγελικό ἀνάγνωσμα τήν ΙΔ´ Κυριακή τοῦ Λουκᾶ.

18,35. Ἐγένετο δὲ ἐν τῷ ἐγγίζειν αὐτὸν εἰς Ἰεριχὼ τυφλός τις ἐκάθητο παρὰ τὴν ὁδὸν προσαιτῶν.
    Τά Εὐαγγέλια μνημονεύουν μόνον αὐτή τήν ἐπίσκεψη τοῦ Ἰησοῦ στήν Ἰεριχὼ. Ἦταν ἡ δεύτερη σέ πληθυσμό πόλη τῆς Ἰουδαίας, πολύ πλούσια καί ἀριστοκρατική. Χτισμένη δύο χιλιόμετρα βορειότερα ἀπό τήν παλιά Ἰεριχώ πού γκρέμισε ὁ Ἰησοῦς τοῦ Ναυῆ, βρισκόταν σέ κοντινή ἀπόσταση ἀπό τά Ἰεροσόλυμα. Εἶχε πλούσια παραγωγή μελιοῦ, βάλσαμου, ρόδων καί ἄλλων ἀρωματικῶν εἰδῶν. Ἰδιαίτερη λαμπρότητα τῆς ἔδιναν τά ἑλληνιστικοῦ τύπου κτίσματα, μέ τά ὁποῖα τήν εἶχε στολίσει ὁ Ἡρώδης A´: ἀμφιθέατρο, ἱπποδρόμιο, πολυτελέστατα ἀνάκτορα καί μεγάλες δεξαμενές. Σήμερα ὀνομάζεται Ρίχα καί εἶναι ἕνα ἄσημο χωριουδάκι μέ λίγους κατοίκους.
    Χιλιάδες προσκυνητές διέρχονταν ἀπό τήν Ἰεριχώ πορευόμενοι πρός τά Ἰεροσόλυμα γιά τήν γιορτή τοῦ Πάσχα. Τέτοιες ἡμέρες οἱ δρόμοι της ἦταν γεμάτοι ἀπό προσκυνητές καί καραβάνια. Ἑβραῖοι τῆς Παλαιστίνης καί τῆς διασπορᾶς, προσήλυτοι, λαός, φαρισαῖοι, φτωχοί, πλούσιοι, στρατιῶτες, ἔμποροι, ποικίλοι ἄνθρωποι συνέρρεαν. Ὅπως συμβαίνει συνήθως σέ παρόμοιες περιπτώσεις, πολλοί ζητιάνοι τυφλοί καί ἀνήμποροι, κάθονταν ἀπ’ τήν μιά καί τήν ἄλλη πλευρά τῶν εἰσόδων τῆς πόλεως καί ἐκλιπαροῦσαν τήν ἐλεημοσύνη τῶν εὐσεβῶν προσκυνητῶν. Κάπου ἐκεῖ παρὰ τὴν ὁδόν, κοντά στόν δρόμο, καθόταν καί ὁ τυφλός τῆς περικοπῆς προσαιτῶν, ζητιανεύοντας.
    Ὁ εὐαγγελιστής Ματθαῖος ἀναφέρει τήν θεραπεία δύο τυφλῶν κατά τήν ἔξοδο τοῦ Ἰησοῦ ἀπό τήν Ἰεριχώ (βλ. 20,30), ἐνῶ ὁ εὐαγγελιστής Μᾶρκος κάνει λόγο γιά ἕναν, τόν ὁποῖο κατονομάζει· «υἱὸς Τιμαίου Βαρτιμαῖος» (10,46). Ἡ ἀναφορά τοῦ ὀνόματός του δείχνει ὅτι ἦταν γνωστός στούς ἀναγνῶστες τοῦ Εὐαγγελίου, πιθανόν μέλος τῆς πρώτης Ἐκκλησίας. Ἴσως αὐτός νά ἦταν ὁ ἕνας ἀπό τούς δύο πού ἀναφέρει ὁ Ματθαῖος. Ὁ εὐαγγελιστής Λουκᾶς διηγεῖται τήν θεραπεία ἑνός τυφλοῦ, ἡ ὁποία συνέβη ἐν τῷ ἐγγίζειν αὐτὸν εἰς Ἰεριχώ, ὅταν ὁ Ἰησοῦς βρισκόταν κοντά στήν εἴσοδο τῆς πόλεως. Στήν συνέχεια ἐξιστορεῖ τήν συνάντηση τοῦ Ἰησοῦ μέ τόν Ζακχαῖο μέσα στήν Ἰεριχώ (βλ. 19,110). Οἱ ἀφηγήσεις τῶν τριῶν εὐαγγελιστῶν ἔχουν κοινά σημεῖα, ἀλλά δέν ἀποκλείεται νά ἀναφέρονται σέ διαφορετικά γεγονότα.  Ὁ Ἰησοῦς βρέθηκε κατ’ ἐπανάληψη μπροστά σέ πολλούς τυφλούς καί εἶναι πολύ φυσικό νά ἔδειξε κατ’ ἐπανάληψη στόν λαό τό κατεξοχήν μεσσιακό σημεῖο, νά θεράπευσε δηλαδή πολλούς τυφλούς. Ἀπό τούς πολλούς οἱ εὐαγγελιστές ἀναφέρουν ὁρισμένους.

18,36-37. Ἀκούσας δὲ ὄχλου διαπορευομένου ἐπυνθάνετο τί εἴη ταῦτα. Ἀπήγγειλαν δὲ αὐτῷ ὅτι Ἰησοῦς ὁ Ναζωραῖος παρέρχεται.
    Μέ τήν ἐξασκημένη ἀκοή του ὁ τυφλός, ἀκούσας ὄχλου διαπορευομένου, ἀντιλαμβάνεται ὅτι ὁ θόρυβος τῆς κοσμοσυρροῆς δέν εἶναι συνηθισμένος. Ρωτάει, λοιπόν, τούς διερχομένους· τί εἴη ταῦτα, τί συμβαίνει; Kαί τοῦ ἀπαντοῦν· Ἰησοῦς ὁ Ναζωραῖος παρέρχεται. Εἶχαν περάσει ἤδη τρία χρόνια ἀπό τότε πού ὁ Ἰησοῦς ἄρχισε τήν δημόσια δράση του καί ὁ ἀριθμός τῶν μαθητῶν πού τόν ἀκολουθοῦσαν αὐξήθηκε σημαντικά. Ἐπιπλέον, ἡ φήμη γιά τά σημεῖα πού ἐπιτελοῦσε εἶχε διαδοθεῖ σέ ὅλη τήν Παλαιστίνη καί ἔξω ἀπό αὐτήν. Ὅπου πήγαινε ἦταν πλέον γνωστός καί πλῆθος πολύ συνέρρεε κοντά του. Ἔτσι ἐξηγεῖται ἡ κοσμοσυρροή τήν ὁποία ἀντιλήφθηκε ὁ τυφλός. Ἰδιαίτερα κατά τήν τελευταία πορεία τοῦ Ἰησοῦ πρός τά Ἰεροσόλυμα, ὁ ὄχλος πού τόν συνόδευε ἐκδήλωνε ζωηρά τόν ἐνθουσιασμό του. Εἶχε θεριεύσει ἡ ἐλπίδα ὅτι ἴσως κατά τό Πάσχα ἐκεῖνο θά ἀναλάμβανε ὡς Μεσσίας τόν θρόνο του, καί θά τούς ἀπήλλασσε ἀπό τόν ρωμαϊκό ζυγό!

18,38. Καὶ ἐβόησε λέγων· Ἰησοῦ υἱὲ Δαυΐδ, ἐλέησόν με.
    Τό πλῆθος πληροφόρησε τόν τυφλό ὅτι «Ἰησοῦς ὁ Ναζωραῖος παρέρχεται», ἀλλά ἐκεῖνος ἐβόησε, φώναξε δυνατά, Ἰησοῦ υἱὲ Δαυΐδ, ἐλέησόν με. Φαίνεται ὅτι δέν θεωροῦσε τόν Ἰησοῦ ἁπλό ἄνθρωπο, ἀλλά εἶχε «θειοτέραν περὶ αὐτοῦ ἔννοιαν». Ἄν καί ἡ τύφλωσή του ἀσφαλῶς δέν τοῦ ἐπέτρεπε νά μελετᾶ μόνος του τίς Γραφές καί σέ ὅλη τήν ζωή του ἦταν ἕνας φτωχός ζητιάνος, ὡστόσο, εἶχε ἐνημερωθεῖ γιά τά θαυμαστά σημεῖα τοῦ Ἰησοῦ, γνώριζε ἴσως καί τίς σχετικές προφητεῖες105 καί πίστευε ὅτι ἔχει μπροστά του τόν ἀναμενόμενο Μεσσία, τόν «υἱόν Δαυΐδ». Aὐτή τήν πίστη ὁμολογεῖ μέ τήν προσφώνηση καί μέ τήν ἐκζήτηση τοῦ ἐλέους, τῆς συμπόνιας τοῦ Ἰησοῦ. Ἐκεῖνος μπορεῖ νά ἐπιτελέσει τό σημεῖο πού τοῦ ζητᾶ, ἔχει τήν δύναμη νά τοῦ χαρίσει τό φῶς του.

18,39. Καὶ οἱ προάγοντες ἐπετίμων αὐτῷ ἵνα σιωπήσῃ· αὐτὸς δὲ πολλῷ μᾶλλον ἔκραζεν· υἱὲ Δαυΐδ, ἐλέησόν με.
    Oἱ προάγοντες, ὅσοι βάδιζαν στήν ἀρχή τῆς πορείας, πρίν ἀπό τόν Ἰησοῦ, ἐπετίμων αὐτῷ, ἐπέπλητταν τόν τυφλό γιά νά σιωπήσει. Θεωροῦσαν ἀπρεπές νά παρουσιασθεῖ μπροστά σέ ἕνα τόσο ὑψηλό πρόσωπο ἕνας ἀνάπηρος, γιά νά ζητήσει ἐλεημοσύνη. Ἦταν, κατά τήν γνώμη τους, θρασύτατη ἡ ἀπαίτηση τοῦ τυφλοῦ νά διακόψει ὁ Ἰησοῦς τήν πορεία του, ἴσως καί τήν διδασκαλία του, προκειμένου νά ἀσχοληθεῖ μαζί του.
    Ὁ τυφλός, ὡστόσο, ἐκφράζει τόν πόνο καί τόν πόθο του. Δέν ἀποθαρρύνεται ἀπό τήν ἀντιμετώπιση τοῦ πλήθους. Ἡ ἐπίπληξη τῶν ἀνθρώπων λειτουργεῖ σ’ αὐτόν σάν τόν ὑδατοφράχτη, πού κάνει τόν χείμαρρο νά φουσκώνει ὁλοένα καί περισσότερο. Μέ ἐμπιστοσύνη στά φιλάνθρωπα αἰσθήματα τοῦ Ἰησοῦ δυναμώνει τήν ἔνταση τῆς φωνῆς του· μᾶλλον ἔκραζεν. Δέν ἦταν κραυγή ἀπόγνωσης, ἀλλά θερμῆς πίστεως. Ἡ πίστη ξέρει νά παλεύει μέ κάθε ἐμπόδιο καί νά νικᾶ. Δυνατά, καρδιόβγαλτα καί ἐπίμονα, ὅπως δηλώνει ὁ χρόνος τοῦ ρήματος, ἐπαναλάμβανε· υἱὲ Δαυΐδ, ἐλέησόν με.

18,40. Σταθεὶς δὲ ὁ Ἰησοῦς ἐκέλευσεν αὐτὸν ἀχθῆναι πρὸς αὐτόν.
    Ὁ Ἰησοῦς στάθηκε. Δέν θεωρεῖ ἀνάξιο τῆς ἀποστολῆς του νά ἀσχοληθεῖ μέ τόν ἄνθρωπο πού ζητάει τήν βοήθειά του. Στά μάτια τοῦ πλήθους, βέβαια, ὁ τυφλός δέν εἶναι παρά ἕνας ἐπαίτης. Ὁ Kύριος ὅμως γνωρίζει ὅτι ἔχει κοντά του ἕναν ἄνθρωπο μεγάλης πίστεως. Γι’ αὐτό, δίνει ἐντολή νά τόν ὁδηγήσουν μπροστά του· ἐκέλευσεν αὐτὸν ἀχθῆναι πρὸς αὐτόν. Μόνος του ὁ τυφλός δέν μποροῦσε νά προσδιορίσει τό σημεῖο πρός τό ὁποῖο ἔπρεπε νά κατευθυνθεῖ. Ὁ Ἰησοῦς τοῦ δείχνει τήν φιλοστοργία του. Ταυτόχρονα, δίνει περισσότερη δημοσιότητα στό σημεῖο, καθώς ὅλοι βλέπουν τόν μετακινούμενο τυφλό, πού ἀμέσως μετά θεραπεύεται, παραδίδει δέ καί ἕνα μάθημα στόν ὄχλο πού τόν ἀκολουθεῖ: Ὁ Μεσσίας δέν εὐαρεστεῖται στούς ἄκριτους καί ἐπιφανειακούς ἐνθουσιασμούς τῶν πολλῶν. Ἀναπαύεται στήν ὑγιῆ πίστη τῶν ταπεινῶν ἀνθρώπων.

18,41. Ἐγγίσαντος δὲ αὐτοῦ ἐπηρώτησεν αὐτὸν λέγων· τί σοι θέλεις ποιήσω; Ὁ δὲ εἶπε· Κύριε, ἵνα ἀναβλέψω.
   Ὁ Ἰησοῦς ὡς Θεός, ἀναμφίβολα, γνωρίζει τί ἐπιθυμεῖ ὁ τυφλός. Ἐντούτοις, τόν ρωτᾶ· τί σοι θέλεις ποιήσω; Στόχος του εἶναι νά ἀκούσουν τά πλήθη τήν συγκεκριμένη ἀπάντηση τοῦ τυφλοῦ· ἵνα ἀναβλέψω. Διαλύεται ἔτσι ἡ ὑποψία πολλῶν ὅτι ὁ τυφλός ζητοῦσε ἐλεημοσύνη καί ἀποκαλύπτεται ἡ μεγάλη του πίστη.

18,42. Καὶ ὁ Ἰησοῦς εἶπεν αὐτῷ· ἀνάβλεψον· ἡ πίστις σου σέσωκέ σε.
   Μέ τήν θεϊκή του δύναμη καί ἐξουσία ὁ Ἰησοῦς χαρίζει στόν τυφλό τήν χαμένη του ὅραση. Ἡ προσταγή του, ἀνάβλεψον, θυμίζει τόν λόγο τοῦ Δημιουργοῦ «γενηθήτω φῶς» (Γέ 1,3). Ποιός ἀπό τούς προφῆτες, θαυμάζει ὁ ἅγιος Θεοφύλακτος, θεράπευσε μέ τέτοια ἐξουσία; Ἡ φωνή ἔγινε ἀμέσως φῶς στόν ἄρρωστο, διότι βγῆκε «ἐκ τοῦ φωτὸς τοῦ ἀληθινοῦ».
    Ὁ Κύριος θέλοντας νά προβάλει τήν δύναμη τῆς πίστεως καί νά διδάξει πώς τό θαῦμα πού θά ἀκολουθήσει ἀποτελεῖ βραβεῖο γιά τήν πίστη τοῦ τυφλοῦ λέγει· ἡ πίστις σου σέσωκέ σε. «Πίστιν εἶχε, οὐχ ὅτι ἐστὶ Θεός, ἀλλ’ ὅτι δύναται ἰάσασθαι αὐτόν», διευκρινίζει ὁ Ζιγαβηνός. Δέν μποροῦσε ἀσφαλῶς νά συλλάβει ὅτι μπροστά του εἶχε τόν Θεό. Πίστευε ὅμως ἀκράδαντα, ὅπως φανερώνει ἡ ἐπίμονη κραυγή του, στήν δύναμη τοῦ Ἰησοῦ νά θεραπεύσει τήν ἀνίατη ἀσθένειά του.

18,43. Καὶ παραχρῆμα ἀνέβλεψε, καὶ ἠκολούθει αὐτῷ δοξάζων τὸν Θεόν· καὶ πᾶς ὁ λαὸς ἰδὼν ἔδωκεν αἶνον τῷ Θεῷ.
   Ὁ παντοδύναμος λόγος τοῦ Κυρίου ἐπιτέλεσε ἄμεσα τό σημεῖο. Ὁ τυφλός παραχρῆμα ἀνέβλεψε. Ἐκφράζοντας τήν ἀπέραντη εὐγνωμοσύνη του, προστέθηκε στήν συνοδεία τοῦ Ἰησοῦ, ἠκολούθει αὐτῷ. Εὐγνώμονα, ἐπίσης, διακήρυττε παντοῦ τήν εὐεργεσία πού δέχθηκε δοξάζων τὸν Θεόν, διότι ἀπήλαυσε διπλῆς εὐεργεσίας. Ἐλευθερώθηκε ἀπό τήν τύφλωση καί τοῦ σώματος καί τῆς καρδιᾶς.
    Ὁ Ἰησοῦς κατά τήν διάρκεια τῆς τριετοῦς δράσεώς του ἀπαγόρευε αὐστηρά στούς εὐεργετημένους νά μιλοῦν γιά τήν θεραπεία τους. Κάποιες φορές δέν τούς ἐπέτρεπε οὔτε νά τόν ἀκολουθοῦν (βλ. Μρ 5,18-19· Λκ 8,38-39). Λάμβανε τά μέτρα του, ὥστε νά προκαλοῦνται ὅσο τό δυνατόν λιγώτερο οἱ ἐχθροί του. Καθώς ὅμως πλησίαζε ἡ ὥρα τοῦ Πάθους, δέν ὑπῆρχε λόγος νά μένει περιορισμένος ὁ κύκλος τῶν μαθητῶν του οὔτε νά καταστέλλονται πλέον οἱ ἐπευφημίες τοῦ λαοῦ.

   Στήν γενικώτερη συνάφεια πρέπει ἰδιαίτερα νά προσέξουμε τίς συνεχεῖς κλήσεις πού ἀπευθύνει ὁ Ἰησοῦς. Εἴτε μέ λόγους εἴτε μέ σημεῖα καλεῖ ὅλους ὅσους τόν πλησιάζουν, ὅσους τόν ρωτοῦν, ὅσους θεραπεύει. Αὐτές οἱ τελευταῖες κλήσεις εἶναι κλήσεις μαθητῶν. Ἕνα μήνα περίπου μετά ἀπό τή θεραπεία τοῦ τυφλοῦ στήν Ἰεριχώ, ἐμφανίζεται ἀναστημένος σέ πεντακόσιους μαθητές στήν Γαλιλαία. Ποῦ βρέθηκαν τόσοι; Τήν ἀπάντηση τήν δίνει ὁ τελευταῖος στίχος αὐτῆς τῆς περικοπῆς καί τῶν παραλλήλων τοῦ Ματθαίου καί τοῦ Μάρκου. Eἶναι αὐτοί πού τόν εἶχαν θαυμάσει καί τόν εἶχαν ἐμπιστευθεῖ ὡς Mεσσία.

Στεργίου Σάκκου, Ἑρμηνεία στό κατά Λουκᾶν Εὐαγγέλιο, τόμ. Γ΄, σελ. 82-89

Παρασκευή, 24 Νοέμβριος 2023 03:00

Κυρ. ΙΓ΄ Λουκᾶ Λκ 18,18-27

Ὁ διάλογος τοῦ Ἰησοῦ μέ τόν πλούσιο νέο

  plousios neos  Ὁ διάλογος τοῦ Ἰησοῦ μέ τόν πλούσιο νέο κατατάσσεται καί ἀπό τούς τρεῖς συνοπτικούς εὐαγγελιστές (πρβλ. Μθ 19,16-30· Μρ 10,17-31) στήν ἴδια χρονική συνάφεια, ἀμέσως πρίν ἀπό τήν συνάφεια τοῦ πάθους. Ἄν καί δέν σημαίνεται ὁ τόπος στόν ὁποῖο ὁ πλούσιος νέος πλησίασε καί ρώτησε τόν Ἰησοῦ, πιθανόν εἶναι ἡ περιοχή τῆς Ἰουδαίας, καθώς ὁ Ἰησοῦς πορεύεται πρός τά Ἰεροσόλυμα. Στήν τελευταία αὐτή περιοδεία του ὁ Kύριος μέ τά σημεῖα καί μέ τό κήρυγμά του τονίζει συνεχῶς ὅτι ἡ βασιλεία τοῦ Θεοῦ εἶναι πλέον πολύ κοντά, σχεδόν ἔχει φθάσει.
     Ἡ περικοπή 18,18-30 ἔχει θέμα τήν ἀνάγκη τῆς ἱεραποστολῆς καί τίς ἀπαιτήσεις της. Διακρίνονται σ’ αὐτήν τρία ἐπί μέρους θέματα: α) ὁ διάλογος μέ τόν πλούσιο νέο γιά τήν αἰώνια ζωή, β) ἡ διδασκαλία γιά τόν κίνδυνο τοῦ πλούτου, γ) ἡ αὐταπάρνηση τῶν μαθητῶν. Tά δύο πρῶτα θέματα (στ. 18-27) ἀποτελοῦν τό εὐαγγελικό ἀνάγνωσμα τῆς ΙΓ΄ Κυριακῆς τοῦ Λουκᾶ. Ἡ Ἐκκλησία ὅρισε τήν ἀνάγνωση τῆς περικοπῆς αὐτῆς στήν ἀρχή τοῦ χειμώνα, τότε πού οἱ ἀνάγκες τῶν πτωχῶν αὐξάνουν, μέ σκοπό νά προβάλει τήν σπουδαιότητα τῆς ἐλεημοσύνης.

 18,18. Καὶ ἐπηρώτησέ τις αὐτὸν ἄρχων λέγων· διδάσκαλε ἀγαθέ, τί ποιήσας ζωὴν αἰώνιον κληρονομήσω;
    Ὁ ἄνθρωπος πού ἀπηύθυνε τήν ἐρώτηση στόν Ἰησοῦ χαρακτηρίζεται ἄρχων. Κατεῖχε προφανῶς ὑψηλή κοινωνική θέση καί ἀξιόλογη περιουσία. Oἱ Ἰσραηλῖτες ἀποκαλοῦσαν ἄρχοντες ἐκείνους πού εἶχαν κάποιο ἀξίωμα στήν Συναγωγή ἤ στό Μεγάλο Συνέδριο. Ἄρχοντας π.χ. χαρακτηρίζεται ὁ Ἰάειρος (βλ. Mθ 9,18) πού ἦταν ἀρχισυνάγωγος (βλ. Μρ 5,22· Λκ 8,41).
    Kατά τόν εὐαγγελιστή Ματθαῖο ὁ ἄνθρωπος πού πλησίασε τόν Ἰησοῦ ἦταν «νεανίσκος» (Mθ 19,20.22)· αὐτό δέν ἀντίκειται στήν ἰδιότητα τοῦ ἄρχοντα, διότι στούς χρόνους τῆς Καινῆς Διαθήκης «νεανίσκος» θεωροῦνταν γιά τούς Ἰουδαίους κάθε ἄνδρας κάτω τῶν 40 ἐτῶν. Δημόσια δράση μποροῦσε νά ἀναλάβει καθένας πού συμπλήρωνε τό τριακοστό ἔτος τῆς ἡλικίας του. Ἑπομένως, ὁ νεανίσκος ἄρχων τῆς περικοπῆς πιθανόν νά ἦταν περίπου 30 ἐτῶν.
    Τά ἀξιοζήλευτα προσόντα -νεότητα, πλοῦτος, ἀξίωμα- φαίνεται ὅτι δέν ἀρκοῦσαν γιά νά ἱκανοποιήσουν τήν ψυχή τοῦ νεαροῦ πλούσιου ἄρχοντα. Αὐτό φανερώνει ἡ ἐρώτηση τήν ὁποία ὑποβάλλει στόν Ἰησοῦ· διδάσκαλε ἀγαθέ, τί ποιήσας ζωὴν αἰώνιον κληρονομήσω; Ζητᾶ μία συνταγή γιά τήν ἀπόκτηση τῆς αἰώνιας ζωῆς. Tό ἴδιο ἐρώτημα εἶχε ὑποβάλει στόν Kύριο καί κάποιος νομικός (βλ. 10,25). Ἐκεῖνος ὅμως εἶχε κακή πρόθεση, ἤθελε νά ἐκπειράσει τόν Ἰησοῦ. Ὁ νεαρός ἄρχοντας πού τώρα τόν πλησιάζει εἶναι ἕνας εἰλικρινής ἀναζητητής τῆς αἰωνίου ζωῆς, γι’ αὐτό καί ὁ Kύριος τοῦ ἀπαντᾶ ἀμέσως, σαφῶς καί εὐθέως. Eἶναι μάλιστα τόσο ἔντονη ἡ ἀναζήτηση τῆς αἰωνίου ζωῆς στόν νέο ἄρχοντα, ὥστε τρέχοντας πλησιάζει τόν Διδάσκαλο καί γονατιστός ἐκφράζει τήν βαθειά ἐπιθυμία του (βλ. Μρ 10,17).
    Ὁ πλούσιος νεανίσκος βλέπει τόν Ἰησοῦ ὡς συνηθισμένο διδάσκαλο, ἕναν ἀπό τούς τόσους ραββίνους τῆς ἐποχῆς του, ἕναν ἁπλό ἄνθρωπο. Δέν ὑποπτεύεται ὅτι αὐτός ὁ διδάσκαλος εἶναι ὁ Θεός. Κι ὅμως τόν ὀνομάζει «ἀγαθόν», ἐπίθετο μέ τό ὁποῖο χαρακτήριζαν μόνο τόν Θεό. Πουθενά στό Ταλμούδ καί στήν παράδοση τῶν ἰουδαίων δέν χρησιμοποιεῖται αὐτή ἡ προσφώνηση γιά τούς ραββίνους, οὔτε καί γιά τούς πιό διακεκριμένους, διότι ἀκουγόταν σάν ἐξεζητημένη κολακεία.
    Οἱ ἰουδαῖοι πίστευαν στήν ἀθανασία τῆς ψυχῆς, ἀλλά δέν εἶχαν ξεκαθαρισμένη τήν ἔννοια τῆς αἰώνιας ζωῆς. Ἡ φράση «αἰώνιος ζωή» ὡς ἀντίθετη τῆς «αἰωνίου αἰσχύνης» χρησιμοποιεῖται γιά πρώτη φορά στό βιβλίο τοῦ Δανιήλ (12,2). Ἡ αἰώνια ζωή τήν ὁποία ἀναζητᾶ ὁ νεανίσκος ἦταν γενική ἀναζήτηση τῆς ἐποχῆς, ἰδίως ἀνάμεσα στούς ραββίνους, ὅπως φαίνεται καί ἀπό τήν νυκτερινή συζήτηση τοῦ Νικοδήμου μέ τόν Ἰησοῦ (βλ. Ἰω 3,1-21). Στά ραββινικά κείμενα ἡ αἰώνια ζωή ὁρίζεται ὡς «ζωή τοῦ μέλλοντος κόσμου» ἤ ἁπλῶς «αἰώνιος ζωή» ὁπότε ἀντιδιαστέλλεται ἀπό τήν «ζωήν τῆς ὥρας ταύτης» ἤ «τήν πρόσκαιρον ζωήν». Ἀσφαλῶς ὁ νεανίσκος ἐννοεῖ τήν αἰώνια ζωή σύμφωνα μέ τήν ραββινική ἀντίληψη, δηλαδή ὡς ζωή συνεχῆ καί εὐφρόσυνη μετά τόν θάνατο.
    Στήν καρδιά τοῦ κάθε ἀνθρώπου ὑπάρχει ἄσβεστος ὁ πόθος γιά μία ζωή χρονικά ἀτέλειωτη καί ποιοτικά τέλεια, ὅπως ἀκριβῶς χαρίζει στούς δικούς του τήν αἰωνιότητα ὁ πανάγαθος Θεός. Aὐτός ὁ πόθος εἶναι κυριαρχικός σέ κάθε κοινωνία καί κάθε ἐποχή.

18,19. Εἶπε δὲ αὐτῷ ὁ Ἰησοῦς· τί με λέγεις ἀγαθόν; οὐδεὶς ἀγαθὸς εἰ μὴ εἷς ὁ Θεός.
    Ὅπως εὔστοχα τό ἔχει ἐπισημάνει ὁ ἅγιος Χρυσόστομος, ὁ Ἰησοῦς συχνά μιλᾶ «πρὸς τὴν ὑπόνοιαν τῶν ἀκροωμένων», σύμφωνα μέ τήν σκέψη καί τήν γνώμη τῶν ἀκροατῶν. Ἔτσι καί στήν προκειμένη περίπτωση, ἐπειδή ὁ νεαρός ἄρχοντας τόν θεωροῦσε ἁπλό ἄνθρωπο καί ὁ Κύριος «ὡς ἄνθρωπος αὐτῷ διαλέγεται». Tόν ρωτᾶ· τί με λέγεις ἀγαθόν, ἀφοῦ δέν εἶναι ἀγαθός κανείς ἄνθρωπος; Kαί τοῦ ὑπενθυμίζει αὐτό πού ἤδη γνώριζε, ὅτι οὐδεὶς ἀγαθὸς εἰ μὴ εἷς ὁ Θεός. Tό εἷς, ἑξηγεῖ ὁ Mέγας Bασίλειος, ἐδῶ σημαίνει «ὁ μοναδικός».
    Ὁ ἅγιος Θεοφύλακτος ἀποδίδει ὡς ἑξῆς τήν ἀπάντηση τοῦ Kυρίου: «Ὥστε, ἄν θέλεις νά μέ ὀνομάζεις ἀγαθό, λέγε με ἀγαθό ὡς Θεό, ἀλλά μή μέ πλησιάζεις σάν ἁπλό ἄνθρωπο». Kαί ἐμβαθύνει στά λόγια τοῦ Kυρίου ὁ ἅγιος διδάσκαλος: «Πράγματι ἀγαθός καί πηγή τῆς ἀγαθότητος καί ἀρχή τῆς αὐτοαγαθότητος εἶναι ὁ Θεός. Oἱ ἄνθρωποι κι ἄν εἴμαστε ἀγαθοί, δέν εἴμαστε κυριολεκτικά, ἀλλά κατά συμμετοχή (στήν ἀγαθότητα τοῦ Θεοῦ). Ἔχει ἐπιμειξίες ἡ ἀγαθότητά μας καί μεταβάλλεται».
 

18,20. Τὰς ἐντολὰς οἶδας· μὴ μοιχεύσῃς, μὴ φονεύσῃς, μὴ κλέψῃς, μὴ ψευδομαρτυρήσῃς, τίμα τὸν πατέρα σου καὶ τὴν μητέρα σου.
    Προϋπόθεση γιά τήν ἀπόκτηση τῆς αἰώνιας ζωῆς, ὅπως ὑποδεικνύει στόν νεαρό ἄρχοντα ὁ Ἰησοῦς, εἶναι ἡ τήρηση τῶν ἐντολῶν τοῦ Νόμου. Στήν Παλαιά Διαθήκη ἡ τήρηση τῶν ἐντολῶν συνδέεται μέ τήν μακροημέρευση καί τήν εὐδαιμονία (βλ. Δε 6,2· Ἠσ 1,19-20), ἀλλά καί μέ τήν αἰώνια ζωή, ὅπως φαίνεται ἀπό τόν λόγο τοῦ Ἰησοῦ πρός τούς γραμματεῖς· «ἐρευνᾶτε τὰς γραφάς, ὅτι ὑμεῖς δοκεῖτε ἐν αὐταῖς ζωὴν αἰώνιον ἔχειν» (Ἰω 5,39).
    Οἱ ἐντολές τίς ὁποῖες ἀπαριθμεῖ ὁ Ἰησοῦς -μὴ μοιχεύσῃς, μὴ φονεύσῃς, μὴ κλέψῃς, μὴ ψευδομαρτυρήσῃς, τίμα τὸν πατέρα σου καὶ τὴν μητέρα σου- ἰσχύουν βεβαίως διαχρονικά καί ἡ τήρησή τους ἀποτελεῖ ἀναπόσπαστο γνώρισμα τῆς χριστιανικῆς ζωῆς σέ κάθε ἐποχή. Ἦταν χαραγμένες στήν δεύτερη πλάκα τοῦ Νόμου, πού ρύθμιζε τίς διαπροσωπικές σχέσεις (βλ. Ἔξ 20,12-17). Ἡ τήρηση αὐτῶν τῶν ἐντολῶν ἀποτελοῦσε ἐγγύηση γιά τήν ἐφαρμογή καί τῶν ἐντολῶν τῆς πρώτης πλάκας, ἡ ὁποία ἀναφερόταν στήν σχέση τοῦ ἀνθρώπου μέ τόν Θεό. Εἶναι ἀξιοσημείωτο ὅτι τελευταία παρατίθεται ἡ ἐντολή πού στήν πλάκα τοῦ Νόμου τίθεται πρώτη· πιθανόν, γιά νά τονισθεῖ ἰδιαίτερα. Ὁ Ἰησοῦς ἄσκησε αὐστηρό ἔλεγχο ἐναντίον ἐκείνων πού ἐσκεμμένα τήν παρερμήνευαν καί τήν καταπατοῦσαν (βλ. Μρ 7,9-13). Ἐξάλλου, τά προηγούμενα εἶναι παραβάσεις στίς ὁποῖες συχνότερα πέφτουν οἱ ἄνθρωποι, ἐνῶ τήν τιμή πρός τούς γονεῖς λίγοι εἶναι τόσο «θηριώδεις» ὥστε νά τήν ἀθετοῦν.
    Kατά τήν διήγηση τοῦ εὐαγγελιστοῦ Μάρκου ἀνάμεσα στίς ἐντολές πού ἀναφέρει ὁ Ἰησοῦς προστίθεται καί τό· «μὴ ἀποστερήσῃς» (10,19). Δέν εἶναι κάποια συγκεκριμένη ἐντολή τοῦ Νόμου, ἀλλά ἐκφράζει τό γενικό νόημα πολλῶν ἐντολῶν καί εἰδικώτερα ἴσως τῆς δεκάτης· «οὐκ ἐπιθυμήσεις ὅσα τῷ πλησίον σού ἐστι» (Ἔξ 20,17). Εἶναι μία εἰδική σύσταση πρός τόν πλούσιο νέο, τόν ὁποῖο ἡ σφοδρή ἐπιθυμία τοῦ πλούτου θά μποροῦσε νά παρασύρει, ὥστε νά κατακρατεῖ ἀγαθά πού δέν τοῦ ἀνήκουν στερώντας τα ἀπό τόν πλησίον του. Ἐξάλλου, στά ραββινικά κεί- μενα τό «οὐ κλέψεις» ἑρμηνεύεται ὡς κλοπή ἀνθρώπου, ὡς ἀνδραποδισμός (πρβλ. Ἔξ 21,17· Δε 24,7), ὁπότε ἡ προσθήκη «μὴ ἀποστερήσῃς» ἔρχεται νά διευκρινίσει ὅτι ἀπαγορεύεται καί ἡ ἀποστέρηση τῶν ἀγαθῶν.
    Στό κατά Ματθαῖον Eὐαγγέλιο στήν θέση τοῦ «μὴ ἀποστερήσῃς» τίθεται ἡ ἐντολή πού πάντα τόνιζε ὁ Ἰησοῦς «ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν» (19,19). Aὐτή συνοψίζει ὅλες τίς ἐντολές τίς σχετικές μέ τίς ἀνθρώπινες σχέσεις καί δείχνει στόν πλούσιο νέο τόν δρόμο γιά τήν τέλεια ἀγάπη καί τήν ὁλοκληρωτική ἀποδέσμευση ἀπό τόν πλοῦτο.

 18,21. Ὁ δὲ εἶπε· ταῦτα πάντα ἐφυλαξάμην ἐκ νεότητός μου.
    Ὁ νέος καταθέτει· ταῦτα πάντα ἐφυλαξάμην. Ὄχι μόνο γιά τούς πατριάρχες καί τούς προφῆτες ἀλλά καί γιά πολλούς ραββίνους ἀναφέρεται ὅτι «ἐτήρησαν τὰς ἐντολὰς τοῦ νόμου ἀπό τοῦ Ἄλεφ μέχρι τοῦ Ταῦ» ἤ ὅπως θά λέγαμε στά Ἑλληνικά ἀπό τό Α μέχρι τό Ω. Καί ὁ νεανίσκος λέγει τό ἴδιο, καί μάλιστα ὅτι φύλαξε τόν νόμο ἐκ νεότητος, καθόσον οἱ ραββῖνοι θεωροῦσαν τήν ἡλικία τῶν 5 ἐτῶν κατάλληλη νά διδαχθεῖ τό παιδί τά πρῶτα στοιχεῖα τοῦ Νόμου καί τήν ἡλικία τῶν 12 ἐτῶν ἱκανή γιά τήν ὁλοκλήρωση τῶν ἱερῶν σπουδῶν καί τήν τήρηση τῶν ἐντολῶν. Δέν ψεύδεται, οὔτε καυχιέται. Μᾶλλον ἐκφράζει ἔκπληξη, ἴσως καί κάποια ἀπογοήτευση, διότι ἡ ἀπάντηση τοῦ Κυρίου δέν ἦταν αὐτή πού περίμενε. Ὁ Ἰησοῦς τοῦ ὑποδεικνύει τόν ἴδιο δρόμο πού ἐδῶ καί χρόνια βάδιζε κι ὄχι κάτι εἰδικό καί ἀνώτερο.
    Ἡ διαβεβαίωση τοῦ νέου ταῦτα πάντα ἐφυλαξάμην δέν μποροῦσε νά ἔχει ἀπόλυτη ἰσχύ. Φαίνεται, ὡστόσο, ὅτι ἡ πρόθεσή του ἦταν ἄδολη. Ἡ συνείδησή του τίποτε δέν τοῦ καταμαρτυροῦσε. Ἐνσυνείδητα τουλάχιστον δέν ἔβλαψε ποτέ κανένα συνάνθρωπό του. Παρά ταῦτα διατηροῦσε μέσα του κάποιες ἐπιφυλάξεις. Προβληματιζόταν ἄν αὐτό ἦταν ἀρκετό γιά νά κερδίσει τήν αἰώνια ζωή. Αὐτό ἐκφράζει καί τό ἐρώτημά του· «τί ἔτι ὑστερῶ;» (Μθ 19,20). Ὅλη ἡ στάση του καί ἡ ἀγαθή του διάθεση ἀπέσπασαν ἀπό τόν Ἰησοῦ ἕνα βλέμμα γεμάτο συμπάθεια, σύμφωνα μέ τήν πληροφορία τοῦ εὐαγγελιστοῦ Μάρκου· «ἐμβλέψας αὐτῷ ἠγάπησεν αὐτόν» (10,21). Ὁ Ἰησοῦς ἐκτίμησε τά καλά του στοιχεῖα καί τόν ἔκρινε ἄξιο νά γίνει ἀπόστολός του.

 18,22. Ἀκούσας δὲ ταῦτα ὁ Ἰησοῦς εἶπεν αὐτῷ· ἔτι ἕν σοι λείπει· πάντα ὅσα ἔχεις πώλησον καὶ διάδος πτωχοῖς, καὶ ἕξεις θησαυρὸν ἐν οὐρανῷ, καὶ δεῦρο ἀκολούθει μοι.
     Ὁ καρδιογνώστης Κύριος ἀκούσας ταῦτα, ἀφοῦ ἄκουσε τήν ὁμολογία καί τό ἐρώτημα τοῦ νέου, ἔκανε τήν διάγνωση· ἔτι ἕν σοι λείπει. Ἦταν δικαιολογημένη ἡ ἀνησυχία του, ὑστεροῦσε σέ κάτι. Τοῦ ἔλειπε ἡ αὐταπάρνηση, τό φρόνημα τῆς θυσίας. Κυριαρχοῦσε μέσα του ἡ φιλαυτία. Αὐτό δήλωνε ἡ ὑπερβολική προσκόλληση στά ὑπάρχοντά του. Ὁ Ἰησοῦς ἐντόπισε τήν ἀχίλλειο πτέρνα του, τό εὐαίσθητο σημεῖο του, πού μποροῦσε νά τοῦ στερήσει τήν αἰωνιότητα. Προσάρμοσε, λοιπόν, τήν ἀπάντησή του ἀνάλογα πρός τό κυριαρχικό αὐτό πάθος, διότι αὐτό κρατοῦσε τόν νέο δεμένο μέ τόν κόσμο καί θά τόν ἐμπόδιζε νά εἰσέλθει στήν αἰώνια βασιλεία τοῦ Θεοῦ.
     Ὡς τέλειος γιατρός, μετά τήν διάγνωση, προτείνει τό πιό δραστικό φάρμακο μέ δύο προτροπές. Ἡ πρώτη, πάντα ὅσα ἔχεις πώλησον καὶ διάδος πτωχοῖς, ἔχει κοινωνική χροιά καί πρέπει νά τήν ἐφαρμόσει διά μιᾶς ὁ νέος. Ἡ δεύτερη προτροπή, δεῦρο ἀκολούθει μοι, συνδέεται μέ τήν ἱεραποστολή καί ἀπαιτεῖ τήν διά βίου ἀφοσίωσή του στόν Ἰησοῦ Xριστό. Mέ τήν πρώτη προτροπή ὁ Ἰησοῦς συνιστᾶ στόν νέο νά ἀπαλλαχθεῖ ἀπό ὅλα ἐκεῖνα πού εἶχαν γίνει τό βάρος τῆς ψυχῆς του· νά πουλήσει τήν περιουσία του καί νά μοιράσει τό ἀντίτιμο σέ ἐκείνους πού ἔχουν ἀνάγκη. Ἡ ἀγάπη καί ἡ φροντίδα γιά τούς φτωχούς, βέβαια, ἀποτελεῖ καθῆκον γιά τόν καθένα πού κατέχει μία περιουσία (πρβλ. Λκ 16,9). Γιά τόν νεαρό ἄρχοντα ὅμως ἡ προτροπή τοῦ Ἰησοῦ εἶχε ἰδιαίτερη σημασία. Θά τοῦ ἐξασφάλιζε τήν ἐσωτερική του ἀπελευθέρωση, τό ἄνοιγμα τοῦ δρόμου πρός τήν τελειότητα. Γι’ αὐτό ὁ Kύριος τοῦ δείχνει τήν κορυφή, τήν ἀπόλυτη ἀκτημοσύνη, τοῦ λέει νά ἀπαρνηθεῖ ὅλα τά ὑπάρχοντά του. Kαί κάτι ἐλάχιστο ἄν κρατήσει, αὐτό θά τόν ἐμποδίζει νά ἀφοσιωθεῖ ἀπόλυτα στόν Θεό, θά τόν καταστήσει δοῦλο καί ὑποχείριο τῆς περιουσίας. Kατά κάποιο τρόπο ὁ νεαρός ἄρχοντας καλεῖται νά μιμηθεῖ τόν πατριάρχη Ἀβραάμ, πού εἶχε ὑπακούσει στήν προσταγή τοῦ Kυρίου· «ἔξελθε ἐκ τῆς γῆς σου καὶ ἐκ τῆς συγγενείας σου καὶ ἐκ τοῦ οἴκου τοῦ πατρός σου καὶ δεῦρο εἰς τὴν γῆν, ἣν ἄν σοι δείξω» (Γέ 12,1).
    Σύμφωνα μέ τά ραββινικά κείμενα ἡ περιουσία ἦταν ἀναγκαία, προκειμένου νά ἐπιτελεῖται τό ἔργο τῆς ἐλεημοσύνης. Δέν ἦταν ἄγνωστο βέβαια καί τό φαινόμενο νά τήν ξεπουλᾶ κανείς γιά χάρη τῆς μελέτης τοῦ Νόμου. Ἀναφέρεται συγκεκριμένα ὅτι ὁ ραββῖνος Johanan πούλησε ὅλη τήν περιουσία του γιά νά ἐπιδοθεῖ ἀνενόχλητος στήν μελέτη τῆς Τορά (=Νόμος). Τότε κάποιος φίλος του τοῦ εἶπε μέ θλίψη: «Ἀλίμονο, δέν ἄφησες τίποτε γιά τά γεράματά σου!». Καί ἐκεῖνος τοῦ ἀπάντησε: «Θεωρεῖς ζημία τό ὅτι πούλησα αὐτό πού δημιουργήθηκε σέ ἕξι μέρες, γιά νά ἀπολαύσω αὐτό πού δόθηκε σέ σαράντα μέρες καί σαράντα νύχτες;». Δέν σημειώνεται, βέβαια, τί ἔκανε τά χρήματα ἀπό τήν πώληση τῆς περιουσίας του. Ὁ Κύριος ὅμως ἐδῶ ζητάει ἀπό τόν πλούσιο ἄρχοντα τήν ἄμεση ἀπαλλαγή ἀπό τήν περιουσία του καί τήν ἐξ ὁλοκλήρου διανομή της στούς φτωχούς· προβάλλει, δηλαδή, τό πνεῦμα τῆς αὐτοθυσίας καί εὐσπλαγχνίας.
    Θέλοντας νά ἐνισχύσει τόν συμπαθῆ νέο, πού ἔνιωθε πολύ ἀδύναμος γιά τήν ἡρωική πράξη τῆς θυσίας, ὁ Ἰησοῦς τοῦ ὑπόσχεται μία μεγάλη ἀμοιβή· καὶ ἕξεις θησαυρὸν ἐν οὐρανῷ. Τόν βεβαιώνει ὅτι ἄν ἀπαρνηθεῖ τά πλούτη του δέν θά ζημιωθεῖ. Ἀν- τίθετα, θά κερδίσει θησαυρό ἀσύγκριτα πολυτιμότερο, οὐράνιο ἀντί τοῦ ἐπιγείου, αἰώνιο ἀντί τοῦ προσωρινοῦ. Xαρακτηρίζοντας ὡς θησαυρὸν τά πνευματικά ἀγαθά ὁ Kύριος δηλώνει ὅτι αὐτά εἶναι πλούσια, μόνιμα καί ἀσφαλῆ.
  Ἡ ἀποδέσμευση ἀπό τόν πλοῦτο, ἄλλωστε, ἀποτελοῦσε βασική προϋπόθεση καί προπαρασκευή, προκειμένου νά μπορέσει ὁ νέος νά ἀνταποκριθεῖ στό τιμητικό κάλεσμα· καὶ δεῦρο ἀκολούθει μοι. Mέ τόν λόγο αὐτόν ὁ Κύριος ἀντικαθιστᾶ τήν Τορά μέ τό πρόσωπό του. Οἱ ραββῖνοι δίδασκαν ὅτι ἀξίζει νά πουλήσει κανείς τά ὑπάρχοντά του, γιά νά μελετᾶ ἀπερίσπαστα τήν Τορά. Ὁ Xριστός λέγει ὅτι ἀξίζει νά τά πουλήσει γιά νά ἀκολουθήσει Ἐκεῖνον. Ἡ καταφρόνηση τῶν χρημάτων καί ἡ προσφορά στούς ἐνδεεῖς δέν ἔχουν κανένα νόημα, τονίζει καί ὁ ἅγιος Χρυσόστομος, χωρίς τό «ἀκολουθεῖν τῷ Χριστῷ· τουτέστι, πάντα τὰ παρ’ αὐτοῦ κελευόμενα ποιεῖν». Ἀκολουθία τοῦ Χριστοῦ, δηλαδή, σημαίνει πλήρη ὑπακοή σ’ Αὐτόν, ἐφαρμογή τῶν ἐντολῶν του.
    Ὁ Ἰησοῦς οὐσιαστικά προσκαλεῖ τόν νέο νά ἐνταχθεῖ στήν ὁμάδα τῶν μαθητῶν του. Ἴσως διέκρινε στά βάθη τῆς ὑπάρξεώς του τίς δυνατότητες νά γίνει καί αὐτός ἀπόστολος, ἕνας Βαρνάβας, γιατί ὄχι καί Παῦλος. Δέν τοῦ ζητᾶ, λοιπόν, νά ἀπαλλαγεῖ ἁπλῶς ἀπό τά ὑπάρχοντά του δίνοντάς τα ἐλεημοσύνη, ἀλλά τόν προσκαλεῖ στήν ἀπόλυτη θυσία. Δέν θέλει τίποτε ἀπό τά δικά του, θέλει ὅμως τόν ἴδιο ἀδέσμευτο κοντά του. Αὐτή εἶναι, στήν πραγματικότητα, ἡ αἰώνια ζωή τήν ὁποία ἀναζητοῦσε ὁ νέος. Ὁ ὁρισμός της παραδίδεται στό κατά Ἰωάννην Εὐαγγέλιο· «αὕτη δέ ἐστιν ἡ αἰώνιος ζωή, ἵνα γινώσκωσί σε τὸν μόνον ἀληθινὸν Θεὸν καὶ ὃν ἀπέστειλας Ἰησοῦν Χριστόν» (17,3).

 18,23. Ὁ δὲ ἀκούσας ταῦτα περίλυπος ἐγένετο· ἦν γὰρ πλούσιος σφόδρα.
    Ἀκούγοντας ὁ νεαρός ἄρχοντας ποιός εἶναι ὁ δρόμος γιά τήν αἰωνιότητα, περίλυπος ἐγένετο, λυπήθηκε κατάκαρδα. Aὐτός πού διψοῦσε γιά τό αἰώνιο καί ἔφθασε τόσο κοντά στήν ἴδια τήν πηγή τῆς αἰωνιότητος, στόν Ἰησοῦ Xριστό, ἀπομακρύνθηκε σκυθρωπός (βλ. Μρ 10,22). Kαί οἱ φαρισαῖοι ἀπομακρύνονταν ἀπό τόν Ἰησοῦ, ἀλλά ἐκεῖνοι ἔφευγαν μᾶλλον ἐξαγριωμένοι ἀπό τό κήρυγμά του καί ὄχι λυπημένοι. Ἡ μεγάλη λύπη τοῦ πλούσιου νέου φανερώνει τήν εἰλικρινῆ ἐπιθυμία μέ τήν ὁποία εἶχε πλησιάσει τόν Ἰησοῦ. Ἡ κατάστασή του προκαλεῖ τήν συμπάθεια, ἀλλά ἀποκαλύπτει καί τήν ἀδυναμία του. Ἦταν δέσμιος τῆς φιλαυτίας καί τῆς φιλαργυρίας. Ὁ εὐαγγελιστής Λουκᾶς ἐξηγεῖ· ἦν γὰρ πλούσιος σφόδρα. Ὅσο περισσότερα εἶναι τά πλούτη, τόσο πιό ἀσφυκτικά δεσμά χαλκεύουν γιά τόν κάτοχό τους· «τυραννικώτερος γὰρ τότε ὁ ἔρως γίνεται», διαπιστώνει ὁ ἅγιος Χρυσόστομος.
    Δέν γνωρίζουμε πῶς ἐξελίχθηκε ἡ συνέχεια τῆς ἱστορίας αὐτοῦ τοῦ νέου. Ἡ εὐαγγελική διήγηση ἀφήνει μόνο νά φανεῖ ὅτι ἀπέρριψε τήν πρόσκληση καί ἔχασε τήν εὐκαιρία νά γίνει ἀπόστολος τοῦ Χριστοῦ. Θά μποροῦσε νά σκεφθεῖ κανείς ὅτι ἄν ὁ Κύριος ἦταν πιό συγκαταβατικός μέ τόν νέο, τόν ὁποῖο μάλιστα εἶχε ἤδη συμπαθήσει γιά τήν εὐσέβεια καί τίς ὑψηλές ἐπιθυμίες του, θά τόν κρατοῦσε κοντά του καί θά κέρδιζε ἔτσι ἕναν ἐνθουσιώδη μαθητή. Ἀλλά ἡ ἱστορία μαρτυρεῖ ὅτι ὅσοι δέν δέχθηκαν νά ὑπακούσουν στούς ὅρους μαθητείας πού ἔθεσε ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ καί ἔθεσαν τούς δικούς τους ὅρους, γρήγορα ἐγκατέλειψαν τήν μαθητεία καί κατάντησαν προδότες.

 18,24. Ἰδὼν δὲ αὐτὸν ὁ Ἰησοῦς περίλυπον γενόμενον εἶπε· πῶς δυσκόλως οἱ τὰ χρήματα ἔχοντες εἰσελεύσονται εἰς τὴν βασιλείαν τοῦ Θεοῦ!
    Ἡ μεγάλη λύπη τοῦ πλούσιου νέου δίνει ἀφορμή στόν Ἰησοῦ νά ἀποκαλύψει μία ἀλήθεια· πῶς δυσκόλως οἱ τὰ χρήματα ἔχοντες εἰσελεύσονται εἰς τὴν βασιλείαν τοῦ Θεοῦ! Τό πῶς εἶναι «βεβαιωτικό» καί τίθεται «ἀντὶ τοῦ ἀληθῶς». Xρήματα ὀνομάζονται αὐτά πού προορίζονται γιά χρήση· γι’ αὐτό ὀφείλουμε νά τά χρησιμοποιοῦμε ὅπως πρέπει καί νά μήν τά κατακρατοῦμε. Oἱ τὰ χρήματα ἔχοντες, λοιπόν, εἶναι ὄχι ὅσοι ἔχουν καί χρησιμοποιοῦν σωστά τά χρήματα, ἀλλά ὅσοι ἀχόρταγα τά συγκεντρώνουν στά ταμεῖα τους.
    Εἶναι, πράγματι, δύσκολο νά ἀποσπασθεῖ ἀπό τήν προσκόλληση στά ὑπάρχοντά του ὁ φιλοχρήματος. Kολλᾶ πάνω σ’ αὐτά σάν σέ «ἰξό» (=παρασιτικό φυτό πού ἐκρύει κολλώδη οὐσία), κατά τόν χαρακτηρισμό τοῦ Θεοφυλάκτου. Ἡ ἀγάπη τοῦ ἐπίγειου πλούτου ἀντίκειται στήν ἀγάπη τοῦ οὐράνιου (πρβλ. Ἰα 4,4· Α´ Ἰω 2,15), καί συνήθως στήν ζυγαριά τῆς καρδιᾶς τῶν πλουσίων ὁ χρυσός βαραίνει περισσότερο ἀπό τόν Χριστό. Γι’ αὐτόν τόν λόγο δέν εἶναι εὔκολο νά εἰσέλθουν στήν βασιλεία τοῦ Θεοῦ. Δέν εἶναι, ὡστόσο, ἀδύνατη ἡ εἴσοδος. Στήν ἁγία Γραφή ἀλλά καί στήν ἱστορία τῆς Ἐκκλησίας ἀναφέρονται πολλά παραδείγματα πλουσίων πού εὐαρέστησαν τόν Θεό καί ἔγιναν δεκτοί στήν βασιλεία του.
 

18,25. Εὐκοπώτερον γάρ ἐστι κάμηλον διὰ τρυμαλιᾶς ῥαφίδος εἰσελθεῖν ἢ πλούσιον εἰς τὴν βασιλείαν τοῦ Θεοῦ εἰσελθεῖν.
   Tήν ἀλήθεια πού διατύπωσε προηγουμένως ὁ Ἰησοῦς τήν ἐπιβεβαιώνει μέ μία παροιμία γνωστή καί συνηθισμένη στούς ἀκροατές του. Τό πρῶτο σκέλος τῆς παροιμίας, εὐκοπώτερόν ἐστι κάμηλον διὰ τρυμαλιᾶς ραφίδος εἰσελθεῖν, διατηροῦνταν πάντα σταθερό· στό δεύτερο μέρος της μποροῦσε νά προσθέσει καθένας ὅ,τι ἤθελε νά ἐμφανίσει ὡς πολύ δύσκολο, ὡς ἀδύνατο. Tό νόημα τῆς παροιμίας εἶναι ἀντίστοιχο μέ τήν ἔκφραση πού χρησιμοποιοῦμε σήμερα γιά νά χαρακτηρίσουμε κάτι τό ἀδύνατο· «θά συμβεῖ, ὅταν ἀνατείλει ὁ ἥλιος ἀπό τήν δύση», δηλαδή ποτέ.
    Ἡ εἰκόνα τῆς καμήλας ἦταν οἰκεία στούς παλαιστίνιους Ἰουδαίους. Ἦταν ἕνα ἀπό τά πιό μεγαλόσωμα ζῶα πού γνώριζαν, τό ὁποῖο κουβαλοῦσε πάντοτε, ἀκόμη καί ὅταν κοιμόταν, τό φορτίο του, τήν καμπούρα του. Ἡ τρυμαλιὰ τῆς ραφίδος ἦταν ἡ τρύπα τῆς βελόνας. Στό βαβυλωνιακό Ταλμούδ καί στούς Ἄραβες συναντᾶται ἡ ἴδια παροιμία μέ μία μικρή παραλλαγή: «ἐλέφαντα διὰ τρυπήματος βελόνης διελθεῖν».
   Προσθέτοντας ὡς δεύτερο μέρος τῆς παροιμίας ὁ Ἰησοῦς τό ἢ πλούσιον εἰς τὴν βασιλείαν τοῦ Θεοῦ εἰσελθεῖν ὑπογραμμίζει ὅτι εἶναι ἀσύμβατη ἡ προσκόλληση στόν πλοῦτο μέ τήν εἴσοδο στήν οὐράνια βασιλεία. Οἱ πλούσιοι πού εἰσῆλθαν στήν βασιλεία τοῦ Θεοῦ ἔγιναν πρῶτα ἀκτήμονες ἤ τουλάχιστον σωστοί διαχειριστές τῆς περιουσίας πού ὁ Θεός τούς ἀνέθεσε. Ὁ Ἰησοῦς δίδαξε ὅτι εἶναι ἀδύνατο νά ὑπηρετεῖ ὁ ἄνθρωπος ταυτόχρονα τόν Θεό καί τόν μαμωνᾶ (βλ. Μθ 6,24· πρβλ. Λκ 16,13).

 18,26-27. Εἶπον δὲ οἱ ἀκούσαντες· καὶ τίς δύναται σωθῆναι; ὁ δὲ εἶπε· τὰ ἀδύνατα παρὰ ἀνθρώποις δυνατὰ παρὰ τῷ Θεῷ ἐστιν.
    Oἱ ἀκροατές τοῦ Κυρίου θορυβήθηκαν ἀπό τά τελευταῖα λόγια του. Σύμφωνα μέ τό πνεῦμα τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης ὁ πλοῦτος εἶναι δεῖγμα τῆς εὐλογίας τοῦ Θεοῦ. Πῶς, λοιπόν, οἱ πλούσιοι, οἱ εὐλογημένοι, δέν θά εἰσέλθουν στήν οὐράνια βασιλεία; Ἐπιπλέον, ἀπό τήν πεῖρα τους ἦταν βεβαιωμένοι πώς ὅλοι οἱ ἄνθρωποι ἑλκύονται ἀπό τά ἀγαθά αὐτοῦ τοῦ κόσμου. Ποιός θά μποροῦσε νά ἀπαλλαγεῖ ὁλοκληρωτικά ἀπό αὐτά; Tήν ἀπορία τους ἐκφράζουν μέ τό ἐρώτημα· καὶ τίς δύναται σωθῆναι;
    Ἡ ἀπάντηση τοῦ Διδασκάλου τούς καθησυχάζει· τὰ ἀδύνατα παρὰ ἀνθρώποις δυνατὰ παρὰ τῷ Θεῷ ἐστιν. Ὅ,τι δέν μπορεῖ νά κατορθώσει ὁ ἄνθρωπος μόνος του, τό ἐπιτυγχάνει ἡ χάρη τοῦ Θεοῦ. Αὐτή ἀλλοιώνει ἐπιθυμίες, θεραπεύει ἀδυναμίες, ἐνισχύει τήν θέληση κάθε καλοπροαίρετου ἀνθρώπου, διότι, ὅπως ἐπιγραμματικά σημειώνει ὁ ἅγιος Θεοφύλακτος, «ἡμῶν μὲν γάρ ἐστι τὸ θελῆσαι τὸ ἀγαθόν, Θεοῦ δὲ τὸ τελειῶσαι». Ἐνῶ λοιπόν, ἡ διαπίστωση τῶν ἀνθρώπων εἶναι ὅτι «φύσιν μεταβαλεῖν ἀδύνατον», ὁ Θεός χαρίζει στήν Ἐκκλησία του τήν ἐμπειρία ὅτι «ὅπου Θεός βούλεται νικᾶται φύσεως τάξις».


Στεργίου Σάκκου, Ἑρμηνεία στό κατά Λουκᾶν Εὐαγγέλιο, τόμ. Γ΄, σελ. 66-76

Παρασκευή, 19 Ιανουάριος 2024 02:00

Κυρ. ΙΒ΄ Λουκᾶ Λκ 17,12-19

Ἡ θεραπεία τῶν δέκα λεπρῶν


  deka leproi Ἡ θεραπεία τῶν δέκα λεπρῶν ἀποτελεῖ ἕνα ἀκόμη διαπιστευτήριο τῆς θεότητος τοῦ Ἰησοῦ Xριστοῦ, μία πρόσθετη εὐκαιρία γιά τούς Ἰουδαίους νά ἀναγνωρίσουν τήν θεϊκή του ἐξουσία. Ἐντούτοις, στά πρόσωπα τῶν ἐννέα λεπρῶν προβάλλει ἡ ἀχαριστία τοῦ εὐεργετημένου λαοῦ. Πράγματι, ὁ Ἰσραήλ ἀποδείχθηκε ἀνάξιος τῆς σωτηρίας πού τοῦ πρόσφερε ὁ Ἰησοῦς Χριστός, ἐνῶ ἕνας Σαμαρείτης κέρδισε τήν σωτηρία. Δέν εἶναι τυχαῖο ὅτι μόνο ὁ Λουκᾶς, ὁ εὐαγγελιστής πού ἀπευθύνεται στούς ἐξ ἐθνῶν χριστιανούς διασώζει τό συγκεκριμένο περιστατικό, ἀκριβῶς διότι μαρτυρεῖ ὅτι ὁ ἰουδαϊκός λαός δέν εἶναι πλέον ὁ προνομιοῦχος κληρονόμος τῶν ἐπαγγελιῶν τοῦ Θεοῦ· ὅτι ἡ σωτηρία προσφέρεται σέ ὅλους ἐκείνους πού πλησιάζουν τόν Ἰησοῦ μέ βαθειά καί γνήσια πίστη. Τό γεγονός, δηλαδή, τῆς θεραπείας τῶν δέκα λεπρῶν, ὅπως ἀκριβῶς περιγράφεται ἀπό τόν εὐαγγελιστή Λουκᾶ, ἀποτελεῖ ἕνα προανάκρουσμα τῆς πίστεως τῶν ἐθνικῶν καί τῆς ἐντάξεώς τους στήν Ἐκκλησία.

 17,11. Καὶ ἐγένετο ἐν τῷ πορεύεσθαι αὐτὸν εἰς Ἰερουσαλήμ καὶ αὐτὸς διήρχετο διὰ μέσου Σαμαρείας καὶ Γαλιλαίας.
   Γιά τρίτη φορά ὁ εὐαγγελιστής Λουκᾶς σημειώνει ἐν τῷ πορεύεσθαι αὐτὸν εἰς Ἰερουσαλήμ (πρβλ. 9,51· 13,22). Πρόκειται γιά τίς περιοδεῖες πού καλύπτουν τούς τελευταίους 6-8 μῆνες τῆς ἐπίγειας ζωῆς τοῦ Kυρίου καί πού θά καταλήξουν στήν τελευταία ἐπίσκεψή του στήν Ἰερουσαλήμ, ὅπου θά συντελεσθεῖ ἡ σύλληψη καί τά σεπτά πάθη του. Κατά τήν περιοδεία αὐτή διήρχετο διὰ μέσου Σαμαρείας καὶ Γαλιλαίας· καθώς κατευθυνόταν ἀπό τήν βόρεια Παλαιστίνη πρός τήν Ἰουδαία, περνοῦσε ἀπό τά σύνορα μεταξύ Γαλιλαίας καί Σαμάρειας. Δέν εἶναι δυνατόν νά προσδιορισθεῖ ἀκριβῶς ἡ πορεία πού ἀκολουθεῖ ὁ Ἰησοῦς. Eἶναι ὅμως φανερό ὅτι δέν μπαίνει στήν Σαμάρεια ἀλλά καί δέν διασχίζει κατευθεῖαν τήν Περαία ἀπ’ ὅπου προτιμοῦσαν νά περνοῦν οἱ Γαλιλαῖοι καί οἱ Ἰουδαῖοι ἀποφεύγοντας τήν ἐπικοινωνία μέ τούς Σαμαρεῖτες. Ἀκολουθεῖ τήν γραμμή τῶν συνόρων ἀπό τήν Δύση πρός τήν Ἀνατολή, ὥστε νά μποροῦν νά τόν ἀκούσουν καί οἱ κάτοικοι τῆς Σαμαρείας, πού βρίσκεται στά δεξιά του καί οἱ Γαλιλαῖοι, τῶν ὁποίων ἡ περιοχή εἶναι στά ἀριστερά του. Kατευθύνεται πρός τόν Ἰορδάνη ἀπό ὅπου θά περάσει στήν Περαία.

 17,12. Καὶ εἰσερχομένου αὐτοῦ εἴς τινα κώμην ἀπήντησαν αὐτῷ δέκα λεπροὶ ἄνδρες, οἳ ἔστησαν πόρρωθεν.
   Καθώς ὁ Ἰησοῦς ἔμπαινε σέ ἕνα χωριό τῆς παραμεθόριας περιοχῆς, εἰσερχομένου αὐτοῦ εἴς τινα κώμην, εἶχε ἕνα θλιβερό συναπάντημα· ἀπήντησαν αὐτῷ δέκα λεπροὶ ἄνδρες. Oἱ λεπροί ἔστησαν πόρρωθεν, στάθηκαν μακριά ἀπό τόν Kύριο καί τήν συνοδεία του, διότι σύμφωνα μέ τόν μωσαϊκό νόμο θεωροῦνταν ἀκάθαρτοι καί ἀπαγορευόταν νά πλησιάζουν τούς ὑγιεῖς ἀνθρώπους.

 17,13. καὶ αὐτοὶ ἦραν φωνὴν λέγοντες· Ἰησοῦ ἐπιστάτα, ἐλέησον ἡμᾶς.
    Ἡ τοπική ἀπόσταση δέν ἐμπόδισε τούς λεπρούς νά βρεθοῦν κοντά στόν Ἰησοῦ μέ τήν ἱκεσία τους· «τῷ μὲν τόπῳ πόρρω ἵσταντο, τῇ δὲ ἱκεσίᾳ ἐγγὺς ἐγένοντο», σχολιάζει ὁ ἅγιος Θεοφύλακτος. Μόλις τόν εἶδαν ἀπό μακριά ἦραν φωνήν, ἔβγαλαν φωνή δυνατή. Φώναξαν καί οἱ δέκα μαζί μέ ὅλη τους τήν δύναμη, ἐπε­δή τούς χώριζε κάποια ἀπόσταση καί ἐπιπλέον ἡ φωνή τους ἦταν ἀλλοιωμένη καί βραχνή ἐξαιτίας τῆς ἀρρώστιας. Ἐξάλλου, καί ὁ μεγάλος πόνος τούς ἐξωθοῦσε νά κραυγάσουν. Δέν ἦταν μόνο καταδικασμένοι σέ μία σκληρή καί ἀπεχθῆ ἀσθένεια· ἡ ἐγκατάλειψη καί ἡ ἀποκοπή ἀπό τήν κοινωνία τῶν ἀνθρώπων μεγάλωνε τήν θλίψη τους, τήν ἔκανε ἀβάσταχτη.
   Ὁ τρόπος μέ τόν ὁποῖο οἱ δέκα λεπροί ἀπευθύνονται στόν Kύριο δηλώνει τόν ἐξαιρετικό σεβασμό τους πρός Αὐτόν. Στό γνωστό ὄνομά του Ἰησοῦς προσθέτουν τήν προσφώνηση ἐπιστά­τα, δηλαδή Κύριε, διδάσκαλε (πρβλ. 5,5). Δείχνουν ἔτσι ὅτι τοῦ ἀναγνωρίζουν κάποια ὑπερφυσική δύναμη καί ἐξουσία. Παρ’ ὅτι ζοῦσαν στήν ἐρημιά οἱ λεπροί φαίνεται ὅτι εἶχαν ἀκούσει γιά τά θαυμαστά σημεῖα τοῦ Ἰησοῦ, μεταξύ τῶν ὁποίων καί θεραπεῖες λεπρῶν. Γι’ αὐτό τόν ἱκετεύουν νά τούς σπλαγχνισθεῖ· ἐλέησον ἡμᾶς. Kαί βέβαια, τό ἔλεος πού ἐκλιπαροῦν εἶναι ἡ θεραπεία τῆς ἀσθένειάς τους. Ἐμπιστεύονται τόν ἑαυτό τους στήν εὐσπλαγχνία του μέ τήν ἐλπίδα ὅτι θά τούς χαρίσει τήν ὑγεία. Eἶναι δέ ἀξιοσημείωτο ὅτι δέν παρακαλοῦν ὁ καθένας γιά τόν ἑαυτό του ἀλλά ὅλοι γιά ὅλους. Aὐτό καθιστᾶ πολύ πιό δυνατή τήν ἱκεσία τους.

 17,14. Καὶ ἰδὼν εἶπεν αὐτοῖς· πορευθέντες ἐπιδείξατε ἑαυτοὺς τοῖς ἱερεῦσι. Καὶ ἐγένετο ἐν τῷ ὑπάγειν αὐτοὺς ἐκαθαρίσθησαν.
   Ὁ φιλάνθρωπος Ἰησοῦς ἀκούγοντας τήν θερμή ἱκεσία τῶν λεπρῶν, στράφηκε πρός τό μέρος τους. Ἰδὼν, μόλις εἶδε τό οἰκτρό κατάντημά τους, τά παραμορφωμένα πρόσωπα, τά καταφαγωμένα ἀπό τήν λέπρα σώματα, τούς συμπόνεσε καί τούς ἀπηύθυνε τόν λόγο, εἶπεν αὐτοῖς. Δέν τούς λέγει κάποιο λόγο θεραπείας ἤ ἔστω παρηγοριᾶς, ὅπως θά περιμέναμε. Τούς στέλνει στούς ἱερεῖς μέ τήν ἐντολή· πορευθέντες ἐπιδείξατε ἑαυτοὺς τοῖς ἱερεῦσι. Αὐτοί θά τούς ἔδιναν τό πι-στοποιητικό ὑγείας καί τήν ἄδεια νά ἐπιστρέψουν στίς οἰκογένειές τους. Ὅταν ὁ Κύριος θεράπευσε τόν ἕνα λεπρό (βλ. Λκ 5,14· Μθ 8,4) τοῦ εἶπε «δεῖξον σεαυτὸν τῷ ἱερεῖ», ἐδῶ χρησιμοποιεῖ πληθυντικό, διότι ἀνάμεσα στούς δέκα λεπρούς ὑπῆρχε ὁ Σαμαρείτης, ἴσως καί ἄλλοι ὁμοεθνεῖς του. Aὐτοί θά πήγαιναν στούς δικούς τους ἱερεῖς, στόν ναό τους στό ὄρος Γαριζίν, ἐνῶ οἱ Ἰουδαῖοι θά ἔπαιρναν τήν πιστοποίηση τῆς ὑγείας τους ἀπό τόν ἁρμόδιο ἱερέα καί κατόπιν θά πήγαιναν νά προσφέρουν τήν ὁρισμένη θυσία στόν Ναό τοῦ Σολομῶντος.
   Ἡ προτροπή τοῦ Ἰησοῦ θέτει σέ δοκιμασία τήν πίστη τῶν λεπρῶν. Δίχως νά ἀσχοληθεῖ καθόλου μέ τήν τραγική κατάστασή τους, δίνει ἐντολή νά παρουσιασθοῦν στούς ἱερεῖς. Kαί ἐκεῖνοι, ἐνῶ εἶναι ἀκόμη λεπροί, δέν ἀμφισβητοῦν τόν λόγο τοῦ Ἰησοῦ. Πιστεύουν στήν δύναμή του, ὑπακοῦν μέ ἐμπιστοσύνη στήν παραγγελία του καί σπεύδουν «ἀδιστάκτως» νά τήν ἐκπληρώσουν. Γι’ αὐτό, καθώς προχωροῦν θεραπεύονται· καὶ ἐγένετο ἐν τῷ ὑπάγειν αὐτοὺς ἐκαθαρίσθησαν. Δέν προσδιορίζεται πόσο εἶχαν ἀπομακρυνθεῖ, ὅταν πραγματοποιήθηκε ἡ θεραπεία τους. Ὁπωσδήποτε ὅμως δέν θά ἦταν πολύ μακρινή ἡ ἀπόσταση, ὥστε νά μποροῦν νά ἐπι-στρέψουν καί νά τόν βροῦν στήν κώμη ἔξω ἀπό τήν ὁποία τούς εἶχε θεραπεύσει.

 17,15-16. Εἷς δὲ ἐξ αὐτῶν, ἰδὼν ὅτι ἰάθη, ὑπέστρεψε μετὰ φωνῆς μεγάλης δοξάζων τὸν Θεόν, καὶ ἔπεσεν ἐπὶ πρόσωπον παρὰ τοὺς πόδας αὐτοῦ εὐχαριστῶν αὐτῷ· καὶ αὐτὸς ἦν Σαμαρείτης.
   Ἕνας ἀπό τούς δέκα λεπρούς, εἷς δὲ ἐξ αὐτῶν, μόλις εἶδε ὅτι θεραπεύθηκε, ἰδὼν ὅτι ἰάθη, δέν πῆγε στόν ἱερέα, ἀλλά γύρισε πίσω νά βρεῖ τόν εὐεργέτη του Ἰησοῦ. Οἱ δέκα λεπροί εἶχαν ὑψώσει ὅλοι μαζί τήν φωνή τους κάτω ἀπό τήν πίεση τῆς ἀνάγκης· ἕνας μόνον ἐπέστρεψε τώρα μετὰ φωνῆς μεγάλης ὑψώνοντας καί πάλι τήν φωνή του δοξάζων τὸν Θεὸν μέ εὐγνωμοσύνη. Οἱ ἄλλοι θά ἔτρεξαν νά πανηγυρίσουν τό γεγονός μέ τούς δικούς τους. Ἄν μάλιστα ἦταν ὅλοι Ἰουδαῖοι, θά χάρηκαν καί θά ἔνιωσαν κάποια ἀνακούφιση πού ἀπαλλάχθηκαν ἀπό τήν μιαρή γι’ αὐτούς παρουσία τοῦ Σαμαρείτη. Θά πίστευαν ὅτι καί ἐκεῖνος προφανῶς κατευθύνεται πρός τήν οἰκογένειά του. Ὁ Σαμαρείτης ὅμως ἔκα­νε κάτι ἐντελῶς διαφορετικό. Ἀναζήτησε τόν Ἰησοῦ, ἀποδεικνύοντας ὅτι παρά τήν σκληρή δοκιμασία ἡ ψυχή του διατηροῦσε τήν εὐγένεια, πού ἔλειπε ἀπό τούς Ἰουδαίους.
   Δέν ἦταν, ὡστόσο, μόνον ἡ εὐγένεια καί ἡ εὐγνωμοσύνη, βασικά στοιχεῖα τῆς ἀνθρωπιᾶς, πού ὁδήγησαν τόν πρώην λεπρό στά πόδια τοῦ εὐεργέτη του. Μέσα του ὡρίμασε καί ἡ πίστη, πού εἶχε γεννηθεῖ μαζί μέ τήν προσδοκία τῆς θεραπείας καί ηὔξανε συνεχῶς, ὥστε νά ἐπιζητεῖ τήν ἐπικοινωνία μέ Ἐκεῖνον πού κα­τα­λάβαινε ὅτι δέν ἦταν ἕνας ἁπλός ἄνθρωπος· ἦταν ὁ μέγας Ἀρχιερέας. Ἡ δική του παρουσία ἔδινε κῦρος στούς ἱερεῖς τοῦ νόμου. Δέν χρειαζόταν, λοιπόν, νά προσέλθει στούς ἱερεῖς ὁ θεραπευμένος λεπρός, ἦρθε στόν ἴδιο τόν Ἀρχιερέα! Κυριευμένος ἀπό δέος, μόλις συνάντησε τόν Ἰησοῦ ἔπεσεν ἐπὶ πρόσωπον παρὰ τοὺς πόδας αὐτοῦ εὐχαριστῶν αὐτῷ, ἔπεσε στά γόνατα καί ἀ­κούμ­πησε τό πρόσωπό του μπροστά στά πόδια του ἐκ-φράζοντας τόν βαθύτατο σεβασμό του. Ἡ προσκύνηση, ὅπως καί ἡ δόξα, ἁρ­μόζει μόνο στόν Θεό (πρβλ. Ἀπ 19,10). Ὁ εὐγνώμων λεπρός δόξαζε τόν Θεό πού δέν ἔβλεπε, καί εὐχαριστοῦσε τόν ἄνθρωπο Ἰησοῦ πού ἔβλεπε. Aὐθόρμητα ὅμως, χωρίς νά τό ἀντιλαμβάνεται, προσκύνησε τόν Θεάνθρωπο, τόν κρυπτόμενο Θεό καί φαινόμενο ἄνθρωπο. Παρ’ ὅλο πού δέν εἶχε ἀκόμη σαφῆ πίστη στήν θεότητα τοῦ Ἰησοῦ Xριστοῦ, διαισθανόταν ὅτι στό πρόσωπό του συναντοῦσε τόν ἴδιο τόν Θεό.
   Στήν συνοριακή περιοχή Γαλιλαίας καί Σαμάρειας φαίνεται ὅτι ὑπῆρχε καταυλισμός στόν ὁποῖο ζοῦσαν ἀπομονωμένοι Γαλι­λαῖοι καί Σαμαρεῖτες προσβεβλημένοι ἀπό τήν φοβερή ἀσθένεια τῆς λέπρας. Παρά τήν ἀμοιβαία ἐχθρότητα πού ὑπῆρχε ἀνάμεσά τους (πρβλ. Ἰω 4,9), ὁ πόνος τούς εἶχε ἑνώσει στόν ἴδιο τόπο. Mέ ἔμφαση ὁ εὐαγγελιστής σημειώνει ὅτι ὁ εὐγνώμων λεπρός ἦταν Σαμαρείτης· καὶ αὐτὸς ἦν Σαμαρείτης. Ἡ πληροφορία, ὅπως ἑρ­μηνεύουν οἱ πατέρες, σημειώνεται «ἵνα μηδεὶς ἐθνικὸς ἀπογινώσκῃ καὶ ἵνα μηδεὶς ἐκ προγόνων ἁγίων ὢν καυχῷτο».

 17,17-18. Ἀποκριθεὶς δὲ ὁ Ἰησοῦς εἶπεν· οὐχὶ οἱ δέκα ἐκαθαρίσθησαν; Οἱ δὲ ἐννέα ποῦ; Οὐχ εὑρέθησαν ὑποστρέψαντες δοῦναι δόξαν τῷ Θεῷ εἰ μὴ ὁ ἀλλογενὴς οὗτος;
   Eἶναι ἀξιοσημείωτο ὅτι δέν ἀναφέρεται τό πρόσωπο στό ὁποῖο ἀπευθύνεται ἀποκριθεὶς ὁ Ἰησοῦς. Προφανῶς ὁ λόγος τόν ὁποῖο εἶπεν δέν εἶναι ἀπάντηση στόν εὐγνώμονα Σαμαρείτη, ἀλλά ἕνα σχόλιο σέ ὅλο τό περιστατικό καί τήν συμπεριφορά τῶν θεραπευθέντων. Tά τρία ἀλλεπάλληλα ἐρωτήματα πού διατυπώνει στιγματίζουν τήν ἀχαριστία τῶν ἐννέα ἰουδαίων λεπρῶν·
 α) Οὐχὶ οἱ δέκα ἐκαθαρίσθησαν; Ἀναμφίβολα τό ἐρώτημα, ὅπως καί τά δύο ἑπόμενα, εἶναι ρητορικό· δέν δηλώνει ἄγνοια τοῦ Ἰησοῦ. Ἐκφράζει τήν ἔντονη ἀποδοκιμασία του, διότι δέν αἰσθάνθηκαν ὅλοι οἱ θεραπευμένοι τήν ἀνάγκη νά ἐπιστρέψουν καί νά εὐχαριστήσουν γιά τήν θεραπεία τους. Διέθεταν πίστη καί οἱ δέκα λεπροί, ἀλλά μόνον ἕνας ἀπό αὐτούς ἐκδήλωσε εὐγνωμοσύνη. Τῶν ἄλλων λεπρῶν ἡ πίστη ἦταν νεκρή, χωρίς ἔργα (βλ. Ἰα 2,17).
 β) Οἱ δὲ ἐννέα ποῦ; Τό δεύτερο ἐρώτημα ἀντηχεῖ ὅπως ἡ φωνή τοῦ Θεοῦ στόν παράδεισο, ὅταν ἀναζητοῦσε τόν Ἀδάμ μετά τήν πτώση του· «Ἀδάμ, ποῦ εἶ;» (Γέ 3,9). Ἐκφράζει ὅλη τήν θλίψη τοῦ πανάγαθου Κυρίου γιά τήν ἀγνωμοσύνη τοῦ πλάσματος πού τόσο εὐεργέτησε, γιά τήν ἑκούσια ἀπομάκρυνση τοῦ ἀνθρώπου ἀπό τήν προσφορά τῆς θεϊκῆς ἀγάπης. Αὐτή ἡ ἀχαριστία, τήν ὁποία ἐκ τῶν προτέρων γνώριζε ὁ Ἰησοῦς, δέν τόν ἐμπόδισε, ὡστόσο, νά χαρίσει τήν θεραπεία καί στούς ἐννέα ἀχάριστους.
 γ) Οὐχ εὑρέθησαν ὑποστρέψαντες δοῦναι δόξαν τῷ Θεῷ εἰ μὴ ὁ ἀλλογενὴς οὗτος; Εἶναι ἰδιαίτερα βαρυσήμαντο τό γεγονός ὅτι εὐγνώμων φάνηκε κάποιος πολύ καταφρονεμένος ἀπό τούς Ἰουδαίους, ἕνας ἀλλογενής Σαμαρείτης. Οἱ Σαμαρεῖτες θεωροῦνταν ἀπό τούς Ἰουδαίους ἀλλοεθνεῖς καί ὄχι γνήσιοι ἀπόγονοι τοῦ Ἰσραήλ, διότι στό βόρειο βασίλειο τοῦ Ἰσραήλ εἶχαν σημειωθεῖ πολλές ἑκούσιες καί ἀναγκαστικές μεταναστεύσεις, ἐποικισμοί καί ποικίλες ἐπιμειξίες, μετά ἀπό τίς διαδοχικές εἰσβολές Ἀσσυρίων, Χαλδαίων, Περσῶν, Ἑλλήνων καί Ρωμαίων. Αὐτή ἡ καταφρόνια πρός τό γένος τοῦ θεραπευμένου Σαμαρείτη ἔκανε τήν εὐγνωμοσύνη του ἀκόμη μεγαλύτερη στό πρόσωπο τοῦ ἰουδαίου Ἰησοῦ, ὁ ὁποῖος τοῦ χάρισε τήν ὑγεία ἀδιαφορώντας γιά τήν προαιώνια ἔχθρα πού χώριζε τούς Ἰουδαίους ἀπό τούς Σαμαρεῖτες.
    Ἡ ἀντίθεση ἀνάμεσα στούς ἐννέα ἀγνώμονες λεπρούς καί τόν ἕνα εὐγνώμονα ἐξαίρει περισσότερο τήν εὐγνωμοσύνη τοῦ Σαμαρείτη καί καθιστᾶ βαρύτερη τήν ἀχαριστία τῶν ἄλλων. Θλιβερή ἡ διαπίστωση τοῦ ἁγίου Κυρίλλου· «Ἰουδαῖοι ὄντες, εἰς ἀχάριστον λήθην ἐμπεσόντες, οὐχ ὑπέστρεψαν δοῦναι δόξαν τῷ Θεῷ· ὅθεν σκληροκάρδιον καὶ ἀμνήμονα παντελῶς δεικνύει τὸν Ἰσραήλ».

 17,19. Καὶ εἶπεν αὐτῷ· ἀναστὰς πορεύου· ἡ πίστις σου σέσωκέ σε.
   Στόν εὐγνώμονα Σαμαρείτη ὁ Κύριος χάρισε κάτι ἀνώτερο ἀπό τήν ὑγεία τοῦ σώματος· τήν σωτηρία, πού εἶναι ἡ ὑγεία τῆς ψυχῆς. Οἱ ἐννέα λεπροί ἔδειξαν πίστη στήν δύναμή του καί ἔλαβαν τήν ἱκανοποίηση τοῦ αἰτήματός τους. Ἡ σχέση τους ὅμως μέ τόν Ἰησοῦ περιορίστηκε σ’ αὐτή τήν «ἰδιοτελῆ δοσοληψία». Δέν θέλησαν νά προχωρήσουν σέ στενώτερη ἐπαφή καί ἐπικοινωνία μαζί του. Ἀνάλογα μέ τήν πίστη τους καί τήν διάθεση τῆς ψυχῆς τους ἔλαβαν καί αὐτοί τήν ἀμοιβή τους. Ὁ Σαμαρείτης ἐπιδίωξε μία ἀμεσώτερη σχέση μέ τόν Ἰησοῦ. Μία τέτοια κίνηση δηλώνει πίστη ἄλλης ποιότητος. Αὐτήν ἐξαίρει ὁ Κύριος διαβεβαιώνοντας τόν Σαμαρείτη ἡ πίστις σου σέσωκέ σε.
   Παράλληλα ἡ διαβεβαίωσή του αὐτή εἶναι καί γιά τούς μαθητές μία ἐπιπλέον ἐπιβεβαίωση τῶν θαυμαστῶν ἀποτελεσμάτων πού μπορεῖ νά ἐπιφέρει ἡ δυνατή πίστη, γιά τήν ὁποία τούς εἶχε μιλήσει προηγουμένως (στ. 6). Aὐτή ἡ σωτήρια πίστη ἀμείβεται μέ τόν καθαρισμό τῆς λέπρας ὄχι μόνο τοῦ σώματος ἀλλά καί τῆς ψυχῆς. Ἐλευθερώνει ἀπό τήν ἁμαρτία, πού κρατᾶ τόν ἄνθρωπο ἀποκομμένο ἀπό τήν κοινωνία του μέ τόν Θεό.


Στεργίου Σάκκου, Ἑρμηνεία στό κατά Λουκᾶν, τόμ. Γ΄, σελ. 21-28

Παρασκευή, 15 Δεκέμβριος 2023 02:00

Κυριακή Προπατόρων Λκ 14,16-24

῾Η παραβολή τοῦ δείπνου


megalo-deipno  Ἀπό τόν μακαρισμό πού διατύπωσε κάποιος ἀπό τούς φαρισαίους πού συμμετεῖχαν στό δεῖπνο ὁ Κύριος πῆρε τήν ἀφορμή νά διηγηθεῖ τήν παραβολή τοῦ δείπνου. ῾Η παραβολή αὐτή διδάσκει ὅτι ἡ εἴσοδος στήν βασιλεία τοῦ Θεοῦ δέν ἀποτελεῖ ἀποκλειστικό προνόμιο τῶν ᾿Ιουδαίων οὔτε κεκτημένο δικαίωμα εἰδικά γιά τήν τάξη τῶν φαρισαίων. ῾Ο Θεός δέν μοιάζει μέ τούς φαρισαίους οἰκοδεσπότες, πού καλοῦν στά συμπόσια μόνο τούς πλούσιους φίλους καί συγγενεῖς τους. Στό συμπόσιο τῆς οὐράνιας βασιλείας του προσκαλεῖ ὄχι μόνο τούς φίλους ᾿Ιουδαίους, ἀλλά καί τούς ἐχθρούς ἐθνικούς, τούς φτωχούς καί τυφλούς πνευματικά.
  ῾Η παραβολή τοῦ δείπνου διαβάζεται ὡς εὐαγγελική περικοπή τήν δεύτερη Κυριακή πρίν ἀπό τά Χριστούγεννα, τήν Κυριακή τῶν προπατόρων. Μοιάζει πολύ μέ τήν παραβολή τῶν βασιλικῶν γάμων, τήν ὁποία παραθέτει ὁ εὐαγγελιστής Ματθαῖος (βλ. 22,1-14), ἀλλά δέν εἶναι ἡ ἴδια. ᾿Εκείνη εἰπώθηκε στό ἱερό τοῦ ναοῦ πρός τούς ἀρχιερεῖς καί πρεσβυτέρους τοῦ λαοῦ, αὐτή κατά τήν πορεία τοῦ ᾿Ιησοῦ ἀπό τήν Γαλιλαία πρός τά ᾿Ιεροσόλυμα, στό σπίτι κάποιου φαρισαίου.
  ῾Η παραβολή τῶν βασιλικῶν γάμων ἔχει ἠθικό χαρακτήρα· διδάσκει ὅτι γιά νά παρουσιασθοῦμε στόν Θεό πού μᾶς κάλεσε, πρέπει νά εἴμαστε ἕτοιμοι. ῾Η παραβολή τοῦ δείπνου ἀποκαλύπτει μία θεολογική ἀλήθεια· ῾Ο Θεός ἀπευθύνει τό προσκλητήριό του σέ ὅλους ἀνεξαιρέτως τούς ἀνθρώπους. Γιά τήν ἀνταπόκριση εὐθύνεται ὁ καθένας προσωπικά.

 14,15. ᾿Ακούσας δέ τις τῶν συνανακειμένων ταῦτα εἶπεν αὐτῷ· μακάριος ὃς φάγεται ἄριστον ἐν τῇ βασιλείᾳ τοῦ Θεοῦ.
  Μέ τήν ἀνάσταση θά ὁλοκληρωθεῖ ἡ αἰώνια ζωή καί θά συντελεσθεῖ ἡ ἀνταπόδοση. Εὔλογα, λοιπόν, ἀκούσας τις τῶν συνανακειμένων ταῦτα, κάποιος ἀπό τούς συνδαιτυμόνες, ὅταν ἄκουσε ὅσα εἶπε ὁ ᾿Ιησοῦς γιά ἀνταπόδοση καί ἀνάσταση, μεταφέρει τόν λόγο στήν ὕψιστη ἀνταπόδοση πού εἶναι ἡ ἀπόλαυση τῆς βασιλείας τοῦ Θεοῦ. Λέει στόν Κύριο· μακάριος ὃς φάγεται ἄριστον ἐν τῇ βασιλείᾳ τοῦ Θεοῦ, μακάριος ἐκεῖνος πού θά συμμετέχει στό γεῦμα τῆς βασιλείας τοῦ Θεοῦ. ῾Ο μακαρισμός ἀπηχεῖ τήν ἰουδαϊκή ἀντίληψη ὅτι ὁ Μεσσίας θά εἶναι ἕνας ἔνδοξος ἐπίγειος βασιλιάς, πού θά ἐλευθερώσει τούς ᾿Ιουδαίους ἀπό τόν ζυγό τῆς δουλείας καί θά τούς χορτάσει μέ ἀγαθά καί εὐλογίες.
  ῾Ως γνήσιος φαρισαῖος ὁ ἄνθρωπος πού εἶπε τόν μακαρισμό θά εἶχε ἀσφαλῶς τήν αὐτάρεσκη βεβαιότητα ὅτι ὁ ἴδιος ὁπωσδήποτε θά περιλαμβάνεται δικαιωματικά ἀνάμεσα στούς μακαρίους πού θά καθίσουν στό τραπέζι τῆς βασιλείας τοῦ Θεοῦ. ῾Ο Κύριος πατάσσει τήν αὐταρέσκεια τοῦ φαρισαίου μέ τήν παραβολή πού διηγεῖται στήν συνέχεια.

 14,16. ῾Ο δὲ εἶπεν αὐτῷ· ἄνθρωπός τις ἐποίησε δεῖπνον μέγα καὶ ἐκάλεσε πολλούς.
   Κάποιος ἄνθρωπος ἔκανε δεῖπνο μεγάλο καί κάλεσε πολλούς. Τό δεῖπνον εἶναι μία ὄμορφη ὥρα στήν ζωή τῶν ἀνθρώπων μετά ἀπό τόν κόπο τῆς ἡμέρας, κατάλληλη γιά ἁπλές ἤ ἐπίσημες συνάξεις καί ἐπικοινωνίες. Σύμφωνα μέ τήν ἑρμηνεία τῆς παραβολῆς, ὁ ἄνθρωπος πού παραθέτει τό δεῖπνο εἶναι ὁ φιλάνθρωπος Θεός. Τό παρατιθέμενο δεῖπνο εἰκονίζει τήν εὐφρόσυνη κοινωνία τῶν ἀνθρώπων μέ τόν Θεό μέσα στήν ᾿Εκκλησία του καί αἰώνια στήν οὐράνια βασιλεία του. Χαρακτηρίζεται μέγα, δηλαδή μεγαλόπρεπο καί πλούσιο, γιά πολλούς λόγους·
 α) Εἶναι μεγάλος αὐτός πού κάνει τό δεῖπνο.
 β) Εἶναι πολύτιμα τά ἀγαθά πού παρατίθενται.
 γ) ῎Εχει μεγάλη διάρκεια· ἐκτείνεται στήν αἰωνιότητα.
 δ) ῎Εχουν μεγάλες διαστάσεις οἱ ὠφέλειες πού προκύπτουν ἀπό τήν συμμετοχή στό δεῖπνο.
 ε) Εἶναι πολλοί οἱ καλεσμένοι. Στούς πολλοὺς πού κλήθηκαν ἀρχικά νά παρευρεθοῦν συγκαταλέγονται οἱ δώδεκα φυλές τοῦ ᾿Ισραήλ , οἱ ᾿Ιουδαῖοι ὅλων τῶν αἰώνων μέχρι καί τήν ἐποχή τοῦ ᾿Ιησοῦ.

 14,17. καὶ ἀπέστειλε τὸν δοῦλον αὐτοῦ τῇ ὥρᾳ τοῦ δείπνου εἰπεῖν τοῖς κεκλημένοις· ἔρχεσθε, ὅτι ἤδη ἕτοιμά ἐστι πάντα.
   Οἱ ἄνθρωποι τῆς παραβολῆς εἶχαν δεχθεῖ ἐγκαίρως τήν πρόσκληση γιά τό δεῖπνο, ἀλλά τῇ ὥρᾳ τοῦ δείπνου, ὅταν ἔφθασε ἡ ὥρα νά ἀρχίσει τό δεῖπνο ὁ οἰκοδεσπότης ἀπέστειλε τὸν δοῦλον αὐτοῦ γιά τήν τελευταία ὑπενθύμιση ὅτι ἤδη ἕτοιμά ἐστι πάντα, εἶναι ὅλα ἕτοιμα. ῏Ηταν μία εὐγενική χειρονομία ἐκ μέρους τοῦ οἰκοδεσπότη. ᾿Ακόμη καί σήμερα στούς ἀνατολικούς λαούς ἐπικρατεῖ ἡ συνήθεια νά γίνεται μία ὑπενθύμιση στούς καλεσμένους λίγο πρίν ἀπό τό δεῖπνο, ὅταν ὅλα εἶναι ἕτοιμα καί πρόκειται νά ἀρχίσει τό γλέντι.
  ῾Η ἑρμηνεία τῆς παραβολῆς ταυτίζει τόν ἀπεσταλμένο δοῦλον μέ τούς κατά καιρούς ἀπεσταλμένους τοῦ Θεοῦ καί εἰδικώτερα μέ τόν Πρόδρομο καί μάλιστα μέ τόν ᾿Ιησοῦ Χριστό, τόν Υἱό τοῦ Θεοῦ, ὁ ὁποῖος «ἑαυτὸν ἐκένωσε μορφὴν δούλου λαβών» (Φι 2,7). ῾Ο ᾿Ιησοῦς Χριστός εἶναι ὁ δοῦλος ἀλλά συγχρόνως καί ὁ οἰκοδεσπότης καί κύριος τοῦ συμποσίου. Οἱ καλεσμένοι, ὁ ἐκλεκτός λαός τῶν ᾿Ιουδαίων, ποικιλοτρόπως εἶχαν εἰδοποιηθεῖ ἤδη ἀπό τήν ἐποχή τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης. Τῇ ὥρᾳ τοῦ δείπνου, τήν ὥρα πού ὅλα ἦταν ἕτοιμα, ὅταν πλέον εἶχε φθάσει τό «πλήρωμα τοῦ χρόνου» (Γα 4,4), ἦλθε ὁ ἴδιος ὁ ᾿Ιησοῦς Χριστός γιά νά πεῖ σ᾿ αὐτούς ὅτι ἔφθασε ἡ στιγμή γιά τήν ἀνέκφραστη ἀπόλαυση τῆς βασιλείας τοῦ Θεοῦ, ἤδη ἕτοιμά ἐστι πάντα. Τά ἑτοίμασε ὅλα, λέει ὁ ἅγιος Κύριλλος, «ἁμαρτιῶν ἀπόθεσιν, Πνεύματος ἁγίου μέθεξιν, υἱοθεσίας λαμπρότητα, βασιλείαν οὐρανῶν», ὁ ἴδιος «ὁ Θεὸς καὶ Πατὴρ ἐν Χριστῷ» .

 14,18-20. Καὶ ἤρξαντο ἀπὸ μιᾶς παραιτεῖσθαι πάντες. ῾Ο πρῶτος εἶπεν αὐτῷ· ἀγρὸν ἠγόρασα, καὶ ἔχω ἀνάγκην ἐξελθεῖν καὶ ἰδεῖν αὐτόν· ἐρωτῶ σε, ἔχε με παρῃτημένον. Καὶ ἕτερος εἶπε· ζεύγη βοῶν ἠγόρασα πέντε, καὶ πορεύομαι δοκιμάσαι αὐτά· ἐρωτῶ σε, ἔχε με παρῃτημένον. Καὶ ἕτερος εἶπε· γυναῖκα ἔγημα, καὶ διὰ τοῦτο οὐ δύναμαι ἐλθεῖν.
   ῾Η εὐγενική καλωσύνη τοῦ οἰκοδεσπότη δέν συγκίνησε καθόλου τούς καλεσμένους. ᾿Αρνοῦνται νά παρευρεθοῦν στό δεῖπνο καί μάλιστα μέ ἕναν τρόπο ἄκομψο, προσβλητικό καί ὑποτιμητικό. Σάν νά ἦταν συνεννοημένοι μεταξύ τους, ἤρξαντο ἀπὸ μιᾶς παραιτεῖσθαι πάντες, δήλωναν παραίτηση ὅλοι.
   Ἡ παραβολή μνημονεύει τρεῖς περιπτώσεις καλεσμένων, πού φαίνονται ἄνθρωποι εὐκατάστατοι, μεγαλοκτηματίες καί ἐκπροσωποῦν ὅλες τίς κατηγορίες καί ἀξίες τοῦ ὑλιστικοῦ κόσμου. Καί οἱ τρεῖς ἐπαναλαμβάνουν μέ ἔμφαση τήν ἀπάντηση· ἐρωτῶ σε, ἔχε με παρῃτημένον, ἡ ὁποία μεταφράζεται· «Συγχώρεσέ με γιά τήν ἀπουσία μου», ἀλλά οὐσιαστικά σημαίνει· «Παράτα με, ἄφησέ με στήν ἡσυχία μου».
   Εἶναι ἀξιοσημείωτο ὅτι οἱ ἀσχολίες πού κρατοῦν τούς καλεσμένους μακριά ἀπό τό δεῖπνο εἶναι ἔντιμες καί νόμιμες, δέν εἶναι κατακριτέες οὔτε ἁμαρτωλές. Καταντοῦν, ὡστόσο, ἀπαράδεκτες καί θανάσιμα ἐπικίνδυνες, ἐπειδή τούς ἀπορροφοῦν καί τούς κρατοῦν ἔξω ἀπό τήν βασιλεία τοῦ Θεοῦ. Μπορεῖ, πράγματι, κάποιος νά περιπλακεῖ σέ ἔργα ἐπιτρεπτά καί νά χάσει ἐξαιτίας αὐτῶν τήν σωτηρία του, καθώς οἱ μέριμνες, τά πλούτη καί οἱ ἡδονές αὐτῆς τῆς ζωῆς συμπνίγουν τά ἀγαθά σπέρματα καί δέν τά ἀφήνουν νά καρποφορήσουν μέσα του (βλ. Λκ 8,14).
   Παρ᾿ ὅλο πού φαίνονται διαφορετικές οἱ δικαιολογίες μέ τίς ὁποῖες αἰτιολογοῦν τήν ἄρνησή τους οἱ καλεσμένοι, ὅλες ξεκινοῦν ἀπό τήν ἴδια νοοτροπία, ἀπό τήν ἀδιαφορία, καί ἐκφράζουν τήν κακή θέλησή τους. ᾿Ενῶ ἀρχικά δέχθηκαν τήν πρόσκληση, στήν συνέχεια τήν ἀθετοῦν δίχως σοβαρό λόγο. Οὐσιαστικά δίδουν τήν προτεραιότητα σέ διάφορες ὑποθέσεις καί ἀσχολίες ὑποτιμώντας τό δεῖπνο καί τόν οἰκοδεσπότη πού τούς κάλεσε. Οἱ ἀπαντήσεις τους εἶναι ἀνειλικρινεῖς·
 α) ᾿Αγρὸν ἠγόρασα, καὶ ἔχω ἀνάγκην ἐξελθεῖν καὶ ἰδεῖν αὐτόν, λέει ὁ πρῶτος καλεσμένος. Προφανῶς εἶχε δεῖ τόν ἀγρό πρίν τόν ἀγοράσει. Τώρα θέλει νά τόν ξαναδεῖ γιά νά μελετήσει ἀπό κοντά τήν ἀξιοποίησή του καί νά δώσει τίς σχετικές ὁδηγίες στούς δούλους πού θά ἐπιμελοῦνταν τήν καλλιέργεια τοῦ ἀγροῦ. Δέν ἦταν, λοιπόν, τόσο ἀνυπέρθετη ἡ ἐπίσκεψη· μποροῦσε νά ἀναβληθεῖ γιά κάποια ἄλλη ὥρα, μετά τό δεῖπνο.
 β) Ζεύγη βοῶν ἠγόρασα πέντε, καὶ πορεύομαι δοκιμάσαι αὐτά· ῾Ο δεύτερος προσκεκλημένος προβάλλει ὡς ἐμπόδιο μία μεγάλη καί ὄχι συνηθισμένη ἀγορά πού ἔκανε, πέντε ζεύγη βοδιῶν! ᾿Επείγεται νά τά δοκιμάσει, νά διαπιστώσει τήν δύναμη, τήν ἀντοχή, τήν εὐπείθειά τους. Θεωρεῖ καί αὐτός λιγώτερο σημαντική τήν συμμετοχή του στό δεῖπνο.
 γ) Γυναῖκα ἔγημα καὶ διὰ τοῦτο οὐ δύναμαι ἐλθεῖν· ῾Ο τρίτος προσκεκλημένος ἦταν νεόνυμφος καί αὐτό χρησιμοποιεῖ ὡς πρόφαση γιά τήν ἀποχή του ἀπό τό δεῖπνο. Δέν μποροῦσε βέβαια νά παραστεῖ μαζί μέ τήν γυναίκα του, διότι στά ἀρχαῖα συμπόσια συμμετεῖχαν μόνον ἄνδρες. ῎Επρεπε νά τήν ἀφήσει γιά λίγο μόνη, ὥστε νά παρευρεθεῖ στό συμπόσιο, ἄν τό ἤθελε. ᾿Εκεῖνος ὅμως ἀρνεῖται, πιθανόν διότι παρερμήνευσε ἕναν νόμο τοῦ Δευτερονομίου κατά τόν ὁποῖο· «ἐὰν δέ τις λάβῃ γυναῖκα προσφάτως, οὐκ ἐξελεύσεται εἰς πόλεμον, καὶ οὐκ ἐπιβληθήσεται αὐτῷ οὐδὲν πρᾶγμα· ἀθῷος ἔσται ἐν τῇ οἰκίᾳ αὐτοῦ ἐνιαυτὸν ἕνα, εὐφρανεῖ τὴν γυναῖκα αὐτοῦ, ἣν ἔλαβεν» (Δε 24,5). Αὐτό ὅμως δέν σήμαινε ὅτι ἀπαγορευόταν νά παρευρεθεῖ στό δεῖπνο.
  ῞Ολες οἱ παραπάνω ἀπαντήσεις μεγαλοποιοῦν ἀσήμαντους λόγους, προκειμένου νά ἀποκρύψουν τήν ἔλλειψη τῆς διαθέσεως γιά συμμετοχή στό δεῖπνο. ῾Υποδηλώνουν τήν προσκόλληση τοῦ ἀνθρώπου στά γήινα καί πρόσκαιρα καί τήν ἀδιαφορία του γιά τά οὐράνια καί αἰώνια ἀγαθά πού τοῦ προσφέρει ἡ θεϊκή ἀγάπη.
 

14,21. Καὶ παραγενόμενος ὁ δοῦλος ἐκεῖνος ἀπήγγειλε τῷ κυρίῳ αὐτοῦ ταῦτα. Τότε ὀργισθεὶς ὁ οἰκοδεσπότης εἶπε τῷ δούλῳ αὐτοῦ· ἔξελθε ταχέως εἰς τὰς πλατείας καὶ ῥύμας τῆς πόλεως, καὶ τοὺς πτωχοὺς καὶ ἀναπήρους καὶ χωλοὺς καὶ τυφλοὺς εἰσάγαγε ὧδε.
   ῾Ο δοῦλος τῆς παραβολῆς παραγενόμενος, ὅταν ἐπέστρεψε ἀπό τήν ἀποστολή του, ἀπήγγειλε τῷ κυρίῳ αὐτοῦ ταῦτα, μετέφερε μέ ἀκρίβεια στόν κύριό του, ὅπως εἶχε ὑποχρέωση, τίς ἀπαντήσεις πού ἔλαβε. ᾿Εκεῖνος, ὀργισθεὶς εἶπε τῷ δούλῳ αὐτοῦ, ἐξοργισμένος γιά τήν κατάδηλη περιφρόνηση καί ἀγνωμοσύνη τῶν καλεσμένων, ἔδωσε νέα ἐντολή στόν δοῦλο του. ᾿Απαιτεῖ μάλιστα νά τήν πραγματοποιήσει ταχέως, νά τακτοποιηθοῦν ὅλα καί νά πραγματοποιηθεῖ τό δεῖπνο χωρίς καθυστέρηση, ὥστε καί ἄν θελήσουν ἀργότερα νά ἔρθουν ἐκεῖνοι πού ἀρνήθηκαν, νά μήν μποροῦν πλέον.
   Λέει στόν δοῦλο του ὁ οἰκοδεσπότης· ἔξελθε ταχέως εἰς τὰς πλατείας καὶ ῥύμας τῆς πόλεως, πήγαινε γρήγορα στίς πλατεῖες καί στά στενά δρομάκια τῆς πόλεως, σέ δημόσια μέρη, δηλαδή, ὅπου σύχναζαν πολλοί ἄνθρωποι ὅλων τῶν τάξεων. ᾿Από ἐκεῖ εἰσάγαγε ὧδε, νά ὁδηγήσεις ἐδῶ, στό δεῖπνο, τοὺς πτωχούς, τούς ταλαίπωρους ἐπαῖτες, καὶ ἀναπήρους καὶ χωλούς καὶ τυφλοὺς, ἀνθρώπους ταπεινούς, ἀδύναμους καί καταφρονεμένους. Αὐτοί θά ἀντικαταστήσουν στό δεῖπνο τούς ἀξιοπρεπεῖς γαιοκτήμονες καί προύχοντες πού ἀρνήθηκαν νά ἀνταποκριθοῦν στήν τιμητική πρόσκληση τοῦ οἰκοδεσπότη.
   ῾Ο Κύριος «πάντας ἀνθρώπους θέλει σωθῆναι καὶ εἰς ἐπίγνωσιν ἀληθείας ἐλθεῖν» (Α´ Τι 2,4). Τό προσκλητήριό του εἶναι οἰκουμενικό, ἀπευθύνεται σέ ὅλους. Εἶναι, λοιπόν, βέβαιο, ὅτι καί ἄν οἱ πρῶτοι καλεσμένοι ἀνταποκρίνονταν στήν πρόσκληση, ὁ οἰκοδεσπότης θά καλοῦσε καί τούς καταφρονεμένους. Προηγήθηκε ὅμως ἡ πρόσκληση πρός τίς τάξεις πού ἀρνήθηκαν, ὥστε νά φανεῖ ἡ προσωπική τους εὐθύνη καί νά εἶναι ἀναπολόγητοι. ῾Η κίνηση αὐτή τοῦ οἰκοδεσπότη δηλώνει ὅτι στήν βασιλεία τοῦ Θεοῦ γίνονται δεκτοί ἄνθρωποι φτωχοί, ἄσημοι καί ἀσθενεῖς, μέ τήν προϋπόθεση, βέβαια, ὅτι θά ἀνταποκριθοῦν στό κάλεσμά του. ᾿Αντί τῶν ἐπιφανῶν ᾿Ιουδαίων καί τῶν προκρίτων φαρισαίων, πού περιφρόνησαν τό κάλεσμα τοῦ ᾿Ιησοῦ Χριστοῦ, θά παρακαθήσουν στό δεῖπνο τῆς βασιλείας τοῦ Θεοῦ οἱ φτωχοί καί περιφρονημένοι, ὁ «ἄμ χαάρετς», ὁ λαός τῆς γῆς, πού πρόθυμα δέχθηκαν τό κήρυγμα τοῦ Εὐαγγελίου. «Τὰ μωρὰ τοῦ κόσμου καὶ οἱ ἐξουθενωμένοι, οὗτοι ἐκλήθησαν», σχολιάζει ὁ ἅγιος Θεοφύλακτος (πρβλ. Α´ Κο 1,27).
 

14,22-23. Καὶ εἶπεν ὁ δοῦλος· κύριε, γέγονεν ὡς ἐπέταξας, καὶ ἔτι τόπος ἐστί. Καὶ εἶπεν ὁ κύριος πρὸς τὸν δοῦλον· ἔξελθε εἰς τὰς ὁδοὺς καὶ φραγμοὺς καὶ ἀνάγκασον εἰσελθεῖν, ἵνα γεμισθῇ ὁ οἶκός μου.
   ᾿Επιστρέφοντας τήν δεύτερη φορά ὁ δοῦλος ἀνακοινώνει ὅτι ἐκτελέσθηκε ἡ διαταγή τοῦ κυρίου του, ἀλλά ὑπάρχει ἀκόμη χῶρος καί γιά ἄλλους· κύριε, γέγονεν ὡς ἐπέταξας, καὶ ἔτι τόπος ἐστί. ῾Ο οἰκοδεσπότης τόν στέλνει τώρα εἰς τὰς ὁδοὺς καὶ φραγμούς, στούς δρόμους καί σέ ὑπαίθριους περιφραγμένους χώρους, δηλαδή πάλι σέ μέρη πολυσύχναστα. ᾿Εδῶ βλέπουν οἱ ἅγιοι πατέρες τήν στροφή τοῦ εὐαγγελίου στά ἔθνη.
   ῾Η ἐντολή ἀνάγκασον εἰσελθεῖν δέν σημαίνει ἀσφαλῶς ἄσκηση βίας· τονίζει τήν ἐπίμονη προσπάθεια πού ὀφείλει νά καταβάλει ὁ δοῦλος, ὥστε νά πείσει τούς ἀνθρώπους νά δεχθοῦν τήν ἀπίστευτη καί ἀπροσδόκητη πρόσκληση ξεπερνώντας κάθε δισταγμό. ῾Η ἐπιθυμία τοῦ οἰκοδεσπότη, ἵνα γεμισθῇ ὁ οἶκός μου, φανερώνει τήν γενναιόδωρη ἀγάπη του καί ἐπιβεβαιώνει ὅτι ἡ χάρη τοῦ Θεοῦ δέν ἀνέχεται τά κενά, ὅπως καί ἡ φύση. ῎Αν ἀρνήθηκαν νά συμμετέχουν στήν χαρά τῆς βασιλείας ἐκεῖνοι πού ἐπί αἰῶνες ἑτοιμάζονταν γι᾿ αὐτήν, θά βρεῖ ὁ Θεός ἄλλους, δέν θά μείνει ἄδειος ὁ παράδεισος!
 Μετά τόν φτωχό καί περιφρονημένο λαό τοῦ ᾿Ισραήλ δέχονται τήν πρόσκληση τῆς σωτηρίας τά εἰδωλολατρικά ἔθνη, πού οἱ φαρισαῖοι μέ βδελυγμία τά περιφρονοῦσαν. ᾿Αποξενωμένα ὥς τότε ἀπό τίς δωρεές τοῦ Θεοῦ (βλ. ᾿Εφ 2,12) ἦταν βυθισμένα ἐπί αἰῶνες στό σκοτάδι τῆς εἰδωλολατρίας. Τό ἐπίμονο ὅμως κήρυγμα τῶν ἀποστόλων, ἡ ἀνυπέρβλητη δύναμη τοῦ θεόπνευστου εὐαγγελικοῦ λόγου τούς «ἀνάγκασαν» νά εἰσέλθουν στούς κόλπους τῆς ᾿Εκκλησίας.

 14,24. Λέγω γὰρ ὑμῖν ὅτι οὐδεὶς τῶν ἀνδρῶν ἐκείνων τῶν κεκλημένων γεύσεταί μου τοῦ δείπνου.

῾Ο τελευταῖος λόγος τοῦ οἰκοδεσπότη εἶναι κατηγορηματικός· λέγω γὰρ ὑμῖν, σᾶς βεβαιώνω, ὅτι οὐδεὶς τῶν ἀνδρῶν ἐκείνων τῶν κεκλημένων γεύσεταί μου τοῦ δείπνου, κανείς ἀπό ἐκείνους τούς πρώτους καλεσμένους πού περιφρόνησαν τήν πρόσκλησή μου δέν θά γευθεῖ τό δεῖπνο μου.
  ᾿Αποκλείονται ἀπό τό δεῖπνο ὅλοι ἐκεῖνοι πού ἀρνήθηκαν νά ἀνταποκριθοῦν στό κάλεσμα τοῦ οἰκοδεσπότη. Οἱ ἀλαζόνες φαρισαῖοι, πού νόμιζαν ὅτι ὡς ἐκλεκτοί ἀπόγονοι τοῦ ᾿Αβραάμ ἔχουν κεκτημένα δικαιώματα στήν βασιλεία τοῦ Θεοῦ, διαψεύδονται πλήρως. Τό λέγω γὰρ ὑμῖν μεταφέρει τήν παραβολή στήν πραγματικότητα. ῾Ο ᾿Ιησοῦς, πού εἶπε τήν παραβολή ὡς ἀπάντηση στόν μακαρισμό τοῦ αὐτάρεσκου φαρισαίου (στ. 15), ἀποκαλύπτει ὅτι εἶναι ὁ οἰκοδεσπότης τοῦ δείπνου. Δηλώνει ξεκάθαρα ὅτι δέν πρόκειται νά γευθοῦν τά ἀγαθά τῆς βασιλείας του οἱ συνδαιτυμόνες του φαρισαῖοι, ἄν ἀδιαφορήσουν γιά τήν πρόσκληση πού Αὐτός τούς ἀπευθύνει. ῾Ομοίως κατηγορηματική θά ἀντηχήσει κατά τήν ἡμέρα τῆς κρίσεως ἡ ἀμετάκλητη ἀπόφαση τοῦ Κυρίου, ὅτι ἀποκλείονται γιά πάντα ἀπό τήν βασιλεία του ὅλοι ὅσοι περιφρόνησαν καί ἀρνήθηκαν τό κάλεσμά του.

Στεργίου Σάκκου, Ἑρμηνεία στό κατά Λουκᾶν Εὐαγγέλιο, τόμος Β΄, σελ. 290-297

Παρασκευή, 08 Δεκέμβριος 2023 02:00

Κυρ. Ι΄ Λουκᾶ Λκ 13,10-17

῾Η θεραπεία τῆς συγκύπτουσας


  kyrios Μόνον ἀπό τόν εὐαγγελιστή Λουκᾶ ἐξιστορεῖται ἡ θεραπεία τῆς συγκύπτουσας, ἕνα πραγματικό γεγονός, στό ὁποῖο βλέπουμε καί μία πολύ παραστατική εἰκόνα τῆς ἱστορίας τῆς ἀνθρωπότητος· Κυρτωμένη ἀπό τό βάρος τῆς ἁμαρτίας ἡ ἀνθρωπότητα, μέ τό βλέμμα στηλωμένο μόνο στά γήινα, ἀνορθώθηκε καί ἀνέβλεψε πρός τόν οὐρανό μέ τήν ἐνανθρώπηση τοῦ Κυρίου . ῾Η ᾿Εκκλησία ὅρισε αὐτή ἡ περικοπή νά διαβάζεται σταθερά κάθε χρόνο τήν τρίτη Κυριακή πρό τῶν Χριστουγέννων.
 

13,10. ῏Ην δὲ διδάσκων ἐν μιᾷ τῶν συναγωγῶν ἐν τοῖς σάββασι.
   Σέ ὅποια πόλη καί ἄν βρισκόταν ὁ Κύριος κατά τήν ἡμέρα τοῦ Σαββάτου πήγαινε στήν συναγωγή καί δίδασκε (πρβλ. Λκ 4,15. 16· 6,6). ᾿Εδῶ εἶναι ἡ τελευταία φορά πρίν ἀπό τό Πάθος κατά τήν ὁποία ἀναφέρεται ὁ ᾿Ιησοῦς διδάσκων ἐν μιᾷ τῶν συναγωγῶν, νά ἐπισκέπτεται καί νά διδάσκει σέ κάποια συναγωγή. ῾Η εὐαγγελική διήγηση δέν προσδιορίζει τόν τόπο. ᾿Επειδή ὅμως ἡ ὅλη συνάφεια ἀναφέρεται στήν πορεία πρός τά ᾿Ιεροσόλυμα, πρόκειται μᾶλλον γιά κάποια συναγωγή τῆς Γαλιλαίας ἤ τῆς Περαίας . Συχνά στήν ἁγία Γραφή χρησιμοποιεῖται ὁ πληθυντικός «σάββατα» γιά νά δηλώσει ἕνα μόνο Σάββατο (βλ. Λκ 4,16.31· 6,2.9· 24,1).
 

13,11. Καὶ ἰδοὺ γυνὴ ἦν πνεῦμα ἔχουσα ἀσθενείας ἔτη δέκα καὶ ὀκτώ, καὶ ἦν συγκύπτουσα καὶ μὴ δυναμένη ἀνακῦψαι εἰς τὸ παντελές.
   Μέ συντομία ἀλλά καί ἀκρίβεια πού προσιδιάζει σέ ἕναν γιατρό, ὁ Λουκᾶς περιγράφει τήν ἀρρώστια τῆς συγκύπτουσας, τήν αἰτία καί τά συμπτώματά της.
   ῾Η γυναίκα δέν ἔπασχε ἁπλῶς ἀπό ἕνα συνηθισμένο νόσημα. ῾Η ἀσθένειά της προερχόταν ἀπό σατανική ἐπήρεια, ὅπως δηλώνει ἡ ἔκφραση ἦν πνεῦμα ἔχουσα ἀσθενείας, καί ἐπιβεβαιώνει παρακάτω (στ. 16) ὁ ἴδιος ὁ Κύριος. ῾Ο σατανάς, πού στάθηκε ἡ αἰτία νά χάσει ὁ ἄνθρωπος τήν ἀφθαρσία του καί νά ἀποκτήσει σῶμα ὑποκείμενο στίς ἀρρώστιες καί στόν θάνατο, εὐθύνεται γιά ὅλες τίς ἀνθρώπινες δυσχέρειες, μέ τήν παραχώρηση βέβαια τοῦ Θεοῦ . Αὐτός, λοιπόν, ἐκμεταλλευόμενος ἴσως κάποιες ἁμαρτίες τῆς γυναίκας πού τήν ἀπομάκρυναν ἀπό τήν θεία χάρη, τήν ὁδήγησε σέ μία κατάσταση οἰκτρή καί δέν τήν ἄφηνε νά θεραπευθεῖ ἐπί ἔτη δέκα καὶ ὀκτώ, δεκοκτώ ὁλόκληρα χρόνια.
   ῾Η ἄρρωστη γυναίκα ἔπασχε ἀπό ἕνα εἶδος φοβερῆς κύφωσης· ἦν συγκύπτουσα καὶ μὴ δυναμένη ἀνακῦψαι εἰς τὸ παντελές. Τό σῶμα της ἀπό τήν μέση καί πάνω ἦταν κυρτωμένο καί καμπουριασμένο πρός τά κάτω, ἐνῶ τό κεφάλι της ἦταν συνεχῶς σκυμμένο, χωρίς νά μπορεῖ νά τό σηκώσει καθόλου πρός τά πάνω. ῏Ηταν ἀναγκασμένη, δηλαδή, νά βλέπει μόνο τήν γῆ, χωρίς νά μπορεῖ νά ἀνορθώσει τό κορμί της καί νά δεῖ τόν κόσμο γύρω της, νά ἀντικρύσει τόν οὐρανό πού ἁπλωνόταν ἐπάνω της. Κατήντησε νά μοιάζει μέ τετράποδο ζῶο παρά μέ ἄνθρωπο.

 13,12. ᾿Ιδὼν δὲ αὐτὴν ὁ ᾿Ιησοῦς προσεφώνησε καὶ εἶπεν αὐτῇ· γύναι, ἀπολέλυσαι τῆς ἀσθενείας σου.
   ῾Ο ᾿Ιησοῦς συμπόνεσε τήν συγκύπτουσα. Εἶδε μέ πόση προσοχή παρακολουθοῦσε τό κήρυγμά του. ῾Η παρουσία της στήν συναγωγή, ἐξάλλου, δήλωνε τήν πίστη της, πού τόσο σκληρά δοκιμάσθηκε μέσα στήν μακροχρόνια ἀσθένειά της. Ξεπέρασε τίς πολλές της δυσκολίες καί ἔφθασε ὡς ἐκεῖ ἀποβλέποντας στήν ὠφέλεια τῆς ψυχῆς της. ῾Ο Κύριος ὅμως τῆς χάρισε ἐπιπλέον καί τήν ὑγεία τοῦ σώματος.
   ᾿Απευθύνεται στήν ταλαιπωρημένη γυναίκα πρίν προλάβει ἡ ἴδια νά τοῦ ζητήσει κάποια βοήθεια. ῾Ως καρδιογνώστης διείσδυσε στά βάθη τῆς ὕπαρξής της, ὅπου διέκρινε τήν εἰλικρινῆ της διάθεση γιά μετάνοια καί τήν θερμή πίστη της. Γι᾿ αὐτό δέν τῆς ζητᾶ νά ὁμολογήσει τήν πίστη της, ὅπως συνήθιζε προκειμένου νά ἐπιτελέσει ἕνα σημεῖο· ἰδὼν αὐτήν, μόλις τήν εἶδε, προσεφώνησε καὶ εἶπεν αὐτῇ, τήν φώναξε καί τῆς εἶπε· γύναι, ἀπολέλυσαι τῆς ἀσθενείας σου, γυναίκα, εἶσαι ἐλευθερωμένη ἀπό τήν ἀσθένειά σου!
   «Θεοπρεπεστάτη λίαν ἡ φωνή, ἐξουσίας γέμουσα τῆς ἀνωτάτω! νεύματι γὰρ βασιλικῷ τὴν νόσον ἐλαύνει» , θαυμάζει ὁ ἅγιος Κύριλλος ᾿Αλεξανδρείας. ᾿Απέπνεε θεϊκή μεγαλοπρέπεια ἡ φωνή τοῦ ᾿Ιησοῦ καί ἦταν ἀρκετό ἕνα νεῦμα του γιά νά διώξει τήν ἀσθένεια.
   Τό ρῆμα «λύω» πού χρησιμοποιεῖ ὁ εὐαγγελιστής Λουκᾶς εἶναι ὅρος γνωστός ἀπό τούς ἰατρούς συγγραφεῖς καί δηλώνει τήν ριζική θεραπεία μιᾶς ἀσθένειας. ᾿Ενῶ ὁ σατανᾶς κρατοῦσε δεμένη τόσα χρόνια τήν δυστυχισμένη γυναίκα, ὁ ᾿Ιησοῦς μέ τήν θεϊκή του ἐξουσία σέ μιά στιγμή λύνει τά δεσμά καί τήν ἀπελευθερώνει.

 13,13. καὶ ἐπέθηκεν αὐτῇ τὰς χεῖρας· καὶ παραχρῆμα ἀνωρθώθη καὶ ἐδόξαζε τὸν Θεόν.
    ῎Εβαλε ἐπάνω στήν ἄρρωστη γυναίκα τά χέρια του ὁ ᾿Ιησοῦς, ἐπέθηκεν αὐτῇ τὰς χεῖρας. Εἶχε, βέβαια, τήν ἰσχύ νά τήν θεραπεύσει μέ μόνο τόν παντοδύναμο θεϊκό λόγο του. Τήν ἄγγιξε, ὡστόσο, καί μέ τό χέρι του, γιά νά ἐκφράσει τήν συμπόνια του. ῾Ο λόγος του ἀπευθύνθηκε στήν ψυχή της καί τήν ἀπελευθέρωσε ἀπό τήν τυραννία τοῦ σατανᾶ· τό χέρι του ἄγγιξε τό παραμορφωμένο σῶμα της καί τό ἴσιωσε.
   Στήν κίνηση αὐτή, ἐπιπλέον, βλέπει ὁ ἅγιος Κύριλλος τήν ὑποστατική ἕνωση τῶν δύο φύσεων τοῦ Χριστοῦ. ῏Ηταν τέλειος ἄνθρωπος, διατηροῦσε ὅμως καί τήν τέλεια θεϊκή φύση. ῾Η ἀνθρώπινη σάρκα του εἶχε ἐνδυθεῖ τήν θεϊκή δύναμη καί ἐνέργεια, πού ἦταν ἀποκλειστικά δική του, ἀφοῦ αὐτός εἶναι ὁ Μονογενής Υἱός τοῦ Θεοῦ . ῎Ετσι ἀνατρέπονται οἱ κακοδοξίες τῶν Νεστοριανῶν.
   Τήν ἴδια στιγμή, παραχρῆμα, ἡ γυναίκα ἀνωρθώθη, ἀπέκτησε καί πάλι τήν ὄρθια στάση τοῦ σώματός της. Δεκαοκτώ χρόνια δέν εἶχε δυνατότητα νά δεῖ πρόσωπο ἀνθρώπου· τώρα ἰσιώνοντας τό κορμί της τό πρῶτο πού ἀντίκρυσε ἦταν τό ἱλαρό πρόσωπο τοῦ ᾿Ιησοῦ, τοῦ εὐεργέτη της. Αὐθόρμητα ἐδόξαζε τὸν Θεόν, ξέσπασε σέ δοξολογία πρός τόν Θεό. ῾Η ἄμεση θεραπεία δηλώνει τήν παντοδυναμία τοῦ ᾿Ιησοῦ καί ἡ αὐθόρμητη δοξολογία τῆς συγκύπτουσας τήν εὐγνωμοσύνη τῆς ψυχῆς της γιά τήν λύτρωση ἀπό τήν ἀρρώστια ἀλλά καί ἀπό τίς ἁμαρτίες της.

 13,14. ᾿Αποκριθεὶς δὲ ὁ ἀρχισυνάγωγος, ἀγανακτῶν ὅτι τῷ σαββάτῳ ἐθεράπευσεν ὁ ᾿Ιησοῦς, ἔλεγε τῷ ὄχλῳ· ἓξ ἡμέραι εἰσὶν ἐν αἷς δεῖ ἐργάζεσθαι· ἐν ταύταις οὖν ἐρχόμενοι θεραπεύεσθε, καὶ μὴ τῇ ἡμέρᾳ τοῦ σαββάτου.
   ῾Ο ἀρχισυνάγωγος, δηλαδή ὁ προϊστάμενος τῆς συναγωγῆς , πῆρε μόνος του τόν λόγο ἀγανακτῶν, γεμάτος ἀγανάκτηση. ᾿Ενοχλήθηκε δῆθεν ὅτι τῷ σαββάτῳ ἐθεράπευσεν ὁ ᾿Ιησοῦς, ἐπειδή ἡ θεραπεία ἔγινε τήν ἡμέρα τοῦ σαββάτου. Στήν πραγματικότητα ὅμως τόν ἐνόχλησε τό γεγονός ὅτι ὅλοι στράφηκαν μέ θαυμασμό πρός Αὐτόν πού ἐπιτέλεσε τό σημεῖο. ᾿Αντί νά χαρεῖ γιά τήν ἀπελευθέρωση τῆς ἄρρωστης γυναίκας, κυριεύθηκε ἀπό τόν φθόνο, ἔγινε «βασκανίας ἀνδράποδον», δοῦλος καί δέσμιος τοῦ σατανᾶ.
   ῾Ωστόσο, ἐπειδή δέν τολμοῦσε ὁ ἀρχισυνάγωγος νά ἐπιτιμήσει ἄμεσα τόν φιλάνθρωπο καί παντοδύναμο ᾿Ιησοῦ, ἔλεγε τῷ ὄχλῳ, ἀποδοκίμαζε ἔμμεσα τήν πράξη του ἀπευθυνόμενος στά μέλη τῆς συναγωγῆς. ῎Ηθελε νά διεγείρει τόν λαό ἐναντίον τοῦ ᾿Ιησοῦ ὡς δῆθεν παραβάτη τοῦ νόμου. Νά ἐπαναλάβει τήν συκοφαντία τῶν φαρισαίων· «οὗτος ὁ ἄνθρωπος (ὁ ᾿Ιησοῦς) οὐκ ἔστι παρὰ τοῦ Θεοῦ, ὅτι τὸ Σάββατον οὐ τηρεῖ» (᾿Ιω 9,16). ᾿Επικεντρώνει, λοιπόν, τήν μομφή του στήν κατάλυση τοῦ Σαββάτου. Μέ τίς στρεβλές ἑρμηνεῖες τοῦ νόμου οἱ ραββῖνοι εἶχαν περάσει στόν λαό τήν λανθασμένη ἐντύπωση ὅτι μόνο γιά ἀργία τούς δόθηκε τό Σάββατο, ἐνῶ ἡ ἀργία καθιερώθηκε γιά νά διαθέτουν ὅλο τόν χρόνο τῆς ἡμέρας στά πνευματικά.
   Γιά νά κάνει μάλιστα βαρύτερη τήν ἐπίπληξη ὁ ἀρχισυνάγωγος, τήν ἐπενδύει μέ τόν λόγο τῆς Γραφῆς (βλ. ῎Εξ 20,9· Δε 5,13). Λέγει σέ τόνο αὐστηρό· ἓξ ἡμέραι εἰσὶν ἐν αἷς δεῖ ἐργάζεσθαι, ὑπάρχουν ἕξι ἡμέρες κατά τίς ὁποῖες ἐπιτρέπεται ἡ ἐργασία. ᾿Εν ταύταις οὖν ἐρχόμενοι θεραπεύεσθε, καὶ μὴ τῇ ἡμέρᾳ τοῦ σαββάτου, αὐτές τίς ἐργάσιμες ἡμέρες νά ἔρχεσθε καί νά θεραπεύεσθε καί ὄχι τήν ἡμέρα τοῦ σαββάτου.
   Πόσο ἀδικαιολόγητη καί ἀβάσιμη εἶναι ἡ μομφή πού διατυπώνει ὁ θιγμένος ἄρχοντας τῆς συναγωγῆς! Μήπως ἡ συγκύπτουσα δέν ἐρχόταν καθημερινά στήν συναγωγή; Γιατί δέν τήν θεράπευσε -ἄν μποροῦσε- ὁ ἴδιος μία ἐργάσιμη ἡμέρα, ὥστε νά προλάβει τήν... κατάλυση τοῦ Σαββάτου; ῎Επειτα σέ τί ἔφταιγαν οἱ ἄνθρωποι, στούς ὁποίους ἀπευθύνεται; Δέν ζήτησαν αὐτοί τήν θεραπεία, οὔτε κἄν γνώριζαν ὅτι ἐπρόκειτο νά συντελεσθεῖ. Οὔτε καί ἡ ἴδια ἡ ἄρρωστη γυναίκα εἶχε ἔλθει στήν συναγωγή ἀποβλέποντας στήν θεραπεία της, ἀφοῦ δέν ἐξέφρασε κἄν τέτοια ἐπιθυμία καί παράκληση.
   ῎Αν δέν εἶχε τυφλωθεῖ ἀπό τόν φθόνο ὁ ἀρχισυνάγωγος, θά μποροῦσε νά σκεφθεῖ ὅτι τό νά θεραπευθεῖ κάποιος δέν εἶναι ἐργασία οὔτε ἀδικεῖται ὁ νόμος τοῦ Θεοῦ, ὅταν ἡ εὐσπλαγχνία Του ἐκδηλώνεται ἡμέρα Σάββατο. Εὔστοχα, ἐξάλλου, ρωτᾶ τόν ἀρχισυνάγωγο ὁ ἅγιος Κύριλλος· «Σέ ποιόν ἔδωσε ὁ Θεός τήν ἐντολή τῆς ἀργίας κατά τό Σάββατο; Στόν ἑαυτό του ἤ σέ σένα; ῎Αν τήν ἔδωσε στόν ἑαυτό του, ἄς μήν κυβερνᾶ τήν ζωή μας κατά τό Σάββατο. ῎Ας τηρηθεῖ ἀργία καί στήν πορεία τοῦ ἡλίου· νά μήν πέφτουν βροχές, νά στερέψουν οἱ πηγές, νά σταματήσει ἡ ἀκατάπαυστη ροή τῶν ποταμῶν καί τῶν ἀνέμων ἡ χρεία...» . Τελικά, ἀποδεικνύει ὁ ἅγιος ὅτι καταλυτής τοῦ Σαββάτου εἶναι ὁ ἀρχισυνάγωγος· «῞Οταν ὁ Θεός ἀναπαύει κάποιους ἀπελευθερώνοντάς τους ἀπό τήν ἀσθένεια καί σύ τούς ἐμποδίζεις, ὁλοφάνερα λύνεις τόν νόμο τοῦ Σαββάτου, διότι δέν ἀφήνεις νά ἀναπαυθοῦν κατά τό Σάββατο ἐκεῖνοι πού βρίσκονται μέσα στούς πόνους καί στά νοσήματα, ἐκεῖνοι τούς ὁποίους ἔδεσε ὁ σατανάς».
 

13,15-16. ᾿Απεκρίθη οὖν αὐτῷ ὁ Κύριος καὶ εἶπεν· ὑποκριτά, ἕκαστος ὑμῶν τῷ σαββάτῳ οὐ λύει τὸν βοῦν αὐτοῦ ἢ τὸν ὄνον ἀπὸ τῆς φάτνης καὶ ἀπαγαγὼν ποτίζει; ταύτην δέ, θυγατέρα ᾿Αβραὰμ οὖσαν, ἣν ἔδησεν ὁ σατανᾶς ἰδοὺ δέκα καὶ ὀκτὼ ἔτη, οὐκ ἔδει λυθῆναι ἀπὸ τοῦ δεσμοῦ τούτου τῇ ἡμέρᾳ τοῦ σαββάτου;
   ῾Η ὑπερβολική εὐλάβεια γιά τήν τήρηση τοῦ νόμου, τήν ὁποία ἐπικαλεῖται ὁ ἀρχισυνάγωγος ὡς αἰτία τῆς διαμαρτυρίας του γιά τήν κατάλυση τοῦ Σαββάτου, εἶναι στήν πραγματικότητα μία μάσκα κάτω ἀπό τήν ὁποία μάταια προσπαθεῖ νά κρύψει τόν φθόνο καί τήν κακία του. Δέν μπορεῖ ὅμως νά ἐξαπατήσει τόν καρδιογνώστη Θεραπευτή, γιά τόν ὁποῖο σκόπιμα ὁ Λουκᾶς χρησιμοποιεῖ ἐδῶ τό ὄνομα Κύριος ἀντί τοῦ συνηθισμένου «᾿Ιησοῦς».
   Τόν ἀποκαλύπτει, λοιπόν, ὁ Κύριος μέ τήν προσφώνηση ὑποκριτά καί στιγματίζει τήν ἀνειλικρινῆ συμπεριφορά του μέ τό ἐλεγκτικό ἐρώτημα· ἕκαστος ὑμῶν τῷ σαββάτῳ οὐ λύει τὸν βοῦν αὐτοῦ ἢ τὸν ὄνον ἀπὸ τῆς φάτνης καὶ ἀπαγαγὼν ποτίζει; ῾Η ἀπάντηση εἶναι προφανής. ᾿Ασφαλῶς, καθένας ἀπό τούς παρευρισκομένους στήν συναγωγή καί ὁ ἴδιος ὁ ἀρχισυνάγωγος λύνει τό βόδι ἤ τόν ὄνο του καί πηγαίνει νά τά ποτίσει, καταλύοντας ἔτσι τήν ἀργία τοῦ Σαββάτου. ῾Ο νόμος, βέβαια, ἀπαγόρευε στούς ᾿Ιουδαίους νά δέσουν ἤ νά λύσουν ἕνα κόμπο σέ σχοινί κατά τήν ἡμέρα τοῦ Σαββάτου. Δέν ἐπιτρεπόταν οὔτε νά κρατοῦν ἕνα «κεσιέρ», μιά κλωστή δεμένη σέ κόμπο, μέ τήν ὁποία σημάδευαν οἱ τελῶνες τά φορολογούμενα ἀντικείμενα. ᾿Εντούτοις, στήν πράξη, ὅταν ἐπρόκειτο γιά τήν συντήρηση τῶν οἰκιακῶν ζώων, παραβλεπόταν ὁ νόμος .
   ῎Ασπλαγχνος καί ἄδικος θά χαρακτηριζόταν, ἀναμφίβολα, ὅποιος ἐπί μία ὁλόκληρη ἡμέρα ἄφηνε τό ζῶο πού τόν ὑπηρετεῖ νά ὑποφέρει ἀπό τήν δίψα (πρβλ. Πρμ 12,10). ῏Ηταν ἄραγε μικρότερη ἡ ἀσπλαγχνία καί ἡ ἀδικία τοῦ ἀρχισυναγώγου, πού δέν ἐνέκρινε τήν ἀπελευθέρωση τῆς δεμένης ἀπό τήν κύφωση γυναίκας; ῾Η ἀντιπαράθεση πού ἀκολουθεῖ ἀποκαλύπτει τό μέγεθος τῆς μοχθηρίας του ἀλλά καί τῆς ἀντιθέσεώς του πρός τόν νόμο·
 α) ῎Αν ἐπιτρέπεται κατά τήν ἡμέρα τοῦ σαββάτου ἡ περιποίηση τῶν ζώων, εἶναι κατακριτέα ἡ φροντίδα γιά ἕναν ἄνθρωπο;
 β) Δέν ἀντιπαρατίθεται μάλιστα τό ζῶο σέ ἕναν ἄνθρωπο ἁπλῶς, δέν ὀνομάζεται ἡ γυναίκα «θυγατέρα ᾿Αδάμ», ἀλλά θυγατέρα ᾿Αβραάμ. ῾Ο χαρακτηρισμός αὐτός ἀποτελοῦσε τίτλο τιμῆς γιά τούς ᾿Ιουδαίους. Σήμαινε οὐσιαστικά «παιδί τοῦ Θεοῦ».
 γ) Γιά τό πότισμα τῶν ζώων ἀπαιτοῦνταν πολύ περισσότερος κόπος. Τήν γυναίκα τήν θεράπευσε ὁ Κύριος μέ ἕνα του λόγο καί μ᾿ ἕνα ἄγγιγμα τοῦ χεριοῦ του.
 δ) Οἱ ᾿Ιουδαῖοι δέν ἄφηναν τά ζῶα τους νά ὑποφέρουν δεμένα στήν φάτνη· ὁ ᾿Ιησοῦς θά ἔπρεπε νά ἀδιαφορήσει γιά τήν συγκύπτουσα θυγατέρα του, ἣν ἔδησεν ὁ σατανᾶς;
 ε) Δέν θεωροῦνταν σωστό νά μείνουν διψασμένα τά ζῶα οὔτε μία ἡμέρα. ᾿Ιδού, τονίζει ὁ Κύριος, δέκα καὶ ὀκτὼ ἔτη ἡ δύστυχη γυναίκα ἦταν δεμένη ἀπό τόν σατανᾶ. ῾Ως παντογνώστης ὁ Κύριος γνώριζε τόν ἀριθμό τῶν ἐτῶν, παρότι κανείς δέν τοῦ τόν ἀνέφερε.
   ῾Η θεραπεία τῆς κυρτωμένης γυναίκας ὄχι μόνο δέν ἀποτελοῦσε παράπτωμα, ἀλλά ἦταν ἀπολύτως ἀναγκαία καί ἐπιβεβλημένη. Αὐτό τό νόημα ἔχει ἡ ἐρώτηση τοῦ Κυρίου· οὐκ ἔδει λυθῆναι ἀπὸ τοῦ δεσμοῦ τούτου τῇ ἡμέρᾳ τοῦ σαββάτου; ῎Οχι μόνο δέν βεβηλώθηκε τό Σάββατο ἀπό τήν ἀγαθοεργία, ἀλλά ἀντίθετα, ἁγιάσθηκε, διότι καταλύθηκε ἕνα ἔργο τοῦ διαβόλου. ῎Οφειλαν νά χαροῦν ὅλα τά μέλη τῆς συναγωγῆς. Συγγένευαν, ἐξάλλου, πολύ στενά μέ τήν γυναίκα πού θεραπεύθηκε λόγῳ τῆς κοινῆς καταγωγῆς καί πίστεως, θυγατέρα ᾿Αβραὰμ οὖσαν.
   Μέ τήν ἴαση τοῦ πολυχρόνιου καί ἀνίατου νοσήματος τῆς συγκύπτουσας ὁ ᾿Ιησοῦς γιά μία ἀκόμη φορά ἀπέδειξε ὄχι μόνο τήν θεϊκή του δύναμη ἀλλά καί τήν κυριαρχία του στήν ἀργία τοῦ Σαββάτου .
 

13,17. Καὶ ταῦτα λέγοντος αὐτοῦ κατῃσχύνοντο πάντες οἱ ἀντικείμενοι αὐτῷ, καὶ πᾶς ὁ ὄχλος ἔχαιρεν ἐπὶ πᾶσι τοῖς ἐνδόξοις τοῖς γινομένοις ὑπ᾿ αὐτοῦ.
   ᾿Από τήν ἀπάντηση τοῦ ᾿Ιησοῦ ὁ ὄχλος διαφωτίσθηκε, ἡ θεραπευμένη γυναίκα ἐνθαρρύνθηκε, ἐνῶ ὁ ἀρχισυνάγωγος καί ὅσοι εἶχαν τό ἴδιο φρόνημα ἐξευτελίσθηκαν.
   Ταῦτα λέγοντος αὐτοῦ, ἐνῶ ὁ ᾿Ιησοῦς ἀποκάλυπτε τήν πραγματικότητα, κατῃσχύνοντο πάντες οἱ ἀντικείμενοι αὐτῷ, καταντροπιάσθηκαν ὅλοι οἱ ἀντιφρονοῦντες. ῾Η ὑποκρισία τους ἀναντίρρητα ξεσκεπάσθηκε· κατέστη ὁλοφάνερη. Δέν μποροῦν πλέον νά καλυφθοῦν. Κατάλαβαν καί οἱ ἴδιοι ὅτι εἶναι ἀναπολόγητοι γιά τήν ἐχθρότητά τους πρός τόν Κύριο, τήν ὁποία καί ὁ λαός ἀντιλήφθηκε. Γι᾿ αὐτό νιώθουν ἐξευτελισμένοι. ᾿Εντούτοις, εἶναι τόσο κυριαρχικό μέσα τους τό πάθος τοῦ φθόνου, ὥστε δέν μποροῦν νά μετανοήσουν. ῾Η ἀποκάλυψη τῆς καταστάσεώς τους τούς ταράσσει καί ἡ ταραχή αὐξάνει τό μῖσος τους ἐναντίον τοῦ Κυρίου. Παραμένουν ἀνίατα συγκύπτοντες κάτω ἀπό τήν ἐξουσία τοῦ διαβόλου.
   ῾Ο ἁπλός λαός ὅμως, πᾶς ὁ ὄχλος, πού δέν συμμεριζόταν τόν φθόνο τοῦ ἀρχισυναγώγου, ἔχαιρεν, χαιρόταν ὄχι μόνο γιά τήν θεραπεία τῆς συγκύπτουσας, ἀλλά καί ἐπὶ πᾶσι τοῖς ἐνδόξοις τοῖς γινομένοις ὑπ᾿ αὐτοῦ, γιά ὅλα τά θαυμαστά σημεῖα μέ τά ὁποῖα τόν εὐεργετοῦσε ὁ ᾿Ιησοῦς. ῾Η χαρά αὐτή τοῦ λαοῦ ἐκφράζει τιμή στό πρόσωπο τοῦ Κυρίου, ἐμπιστοσύνη στήν ἐξουσία του καί ἀποδοκιμασία πρός τήν συμπεριφορά τοῦ ἀρχισυναγώγου.
   ῾Ο καθένας ἀπό τούς παρευρισκομένους στήν συναγωγή εἰσέπραξε τήν ἀπάντηση τοῦ ᾿Ιησοῦ ἀνάλογα μέ τίς ἐσωτερικές του διαθέσεις. ῎Ετσι ἐπιβεβαιώθηκε γιά μία ἀκόμη φορά ἡ προφητεία τοῦ Συμεών· «ἰδοὺ οὗτος κεῖται εἰς πτῶσιν καὶ ἀνάστασιν πολλῶν ἐν τῶ ᾿Ισραήλ καὶ εἰς σημεῖον ἀντιλεγόμενον» (Λκ 2,34).

Στεργίου Σάκκου, Ἑρμηνεία στό κατά Λουκᾶν Εὐαγγέλιο, τόμ. Β΄, σελ. 250-258

Παρασκευή, 17 Νοέμβριος 2023 02:00

Κυρ. Θ΄ Λουκᾶ Λκ 12,16-21

Ἡ παραβολή τοῦ ἄφρονος πλουσίου

 

afron12,16. Εἶπε δὲ παραβολὴν πρὸς αὐτοὺς λέγων· ἀνθρώπου τινὸς πλουσίου εὐφόρησεν ἡ χώρα.
   Παραστατικός διδάσκαλος ὁ Κύριος, γιά νά καταστήσει ζωηρότερη καί εὐκρινέστερη τήν ἀλήθεια πού διατύπωσε στόν προηγούμενο στίχο διηγεῖται μία παραβολή.
   Κάποιου πλούσιου ἀνθρώπου εὐφόρησεν ἡ χώρα, ἔδωσε, δηλαδή, καρπό πολύ. ῾Η λέξη χώρα ἐκτός ἀπό τήν σημασία τήν ὁποία διατηρεῖ μέχρι σήμερα, σήμαινε ἐπίσης τήν καλλιεργημένη γῆ (πρβλ. Λκ 21,21· ᾿Ιω 4,35· ᾿Ια 5,4) καί χρησιμοποιεῖται ἀντί τοῦ «ἀγρός ἤ κτῆμα». ᾿Εδῶ δηλώνει ὅτι ὅλα τά χωράφια πού καλλιεργοῦσε ὁ πλούσιος ἀπέδωσαν πλούσια σοδειά. Πλουσιοπάροχα χάρισε ὁ Θεός τήν εὐλογία του καί ἔκανε τόν πλούσιο ἀκόμη πλουσιώτερο.
   «Γιατί εὐφόρησεν ἡ χώρα ἑνός ἀνθρώπου πού δέν ἐπρόκειτο νά κάνει κανένα καλό μέ τά περισσότερα κέρδη του;», ἀναρωτιέται ὁ Μ. Βασίλειος. ῾Η ἀπάντηση εἶναι ὅτι ἔτσι ὁ Θεός ἔδειξε τήν δική του ἀγαθότητα30[1]. ῾Ικανοποίησε τήν ἐπιθυμία τοῦ ἀνθρώπου αὐτοῦ γιά πλούτη, ὥστε νά τόν φυλάξει ἀπό ἀδικίες καί κλοπές. Τοῦ ἔδωσε ὅμως καί μία εὐκαιρία γιά ἐλεημοσύνη. ῾Ο τρόπος, βέβαια, μέ τόν ὁποῖο ὁ πλούσιος θά διαχειριζόταν τήν μεγάλη του σοδειά θά ἦταν καθοριστικός γιά τήν ἡμέρα τῆς κρίσεως.
 

12,17. καὶ διελογίζετο ἐν ἑαυτῷ λέγων· τί ποιήσω, ὅτι οὐκ ἔχω ποῦ συνάξω τοὺς καρπούς μου;
   ῾Ο πλούσιος δέν εὐχαριστεῖ τόν Θεό γιά τήν εὐφορία τῶν χωραφιῶν του. Δέν προλαβαίνει κἄν νά χαρεῖ γιά τήν πλούσια καρποφορία. Κατακλύζεται ἀπό σκέψεις καί ἀγωνίες· τί ποιήσω, ὅτι οὐκ ἔχω ποῦ συνάξω τοὺς καρπούς μου; ῾Η ἀφθονία τῶν ἀγαθῶν, ἀντί νά δώσει μία ἄνεση στόν πλούσιο, τόν φορτώνει μέ φροντίδες. Βρέθηκε σέ ἀμηχανία, διότι δέν εἶχε χώρους τόσο εὐρύχωρους, ὥστε νά χωρέσουν ὅλοι οἱ καρποί του. Στενοχώρια δέν προκαλεῖ μόνον ἡ φτώχεια μέ τήν στέρηση τῶν ἀναγκαίων ἀλλά καί ὁ πλοῦτος μέ τήν ἀφθονία τῶν περιττῶν, ὅταν ἡ λογική δέν πρυτανεύει στήν διαχείρισή τους.
   «῎Εχεις ἀποθήκας τῶν πτωχῶν τάς γαστέρας, πολλά δυναμένας χωρεῖν, καί ἀκαταλύτους καί ἀφθάρτους», γράφει ὁ ἅγιος Θεοφύλακτος ἀπευθυνόμενος στόν ἄφρονα τῆς παραβολῆς. ῎Αν μοίραζε ἀπό τήν περίσσεια σοδειά του στούς φτωχούς, θά ἔλυνε τό πρόβλημα πού τοῦ προέκυψε, καί ἐπιπλέον, θά κέρδιζε καταθέσεις στόν οὐρανό. Διότι, ὅπως διαβάζουμε στό βιβλίο τῶν Παροιμιῶν, «δανείζει Θεῷ ὁ ἐλεῶν πτωχόν, κατὰ δὲ τὸ δόμα αὐτοῦ ἀνταποδώσει αὐτῷ» (19,17). ῾Ο ἄνθρωπος ὅμως τῆς παραβολῆς ἤθελε νά ἀποθηκεύσει τά ἀγαθά του στόν κόσμο αὐτόν ἀπό τόν ὁποῖο κάποια στιγμή θά ἔφευγε, καί δέν σκέφθηκε νά τά ἀποθηκεύσει μέ τήν ἐλεημοσύνη στόν ἄλλο κόσμο, ὅπου ἦταν βέβαιο ὅτι κάποτε θά ἔφθανε.
 

12,18. Καὶ εἶπε· τοῦτο ποιήσω· καθελῶ μου τὰς ἀποθήκας καὶ μείζονας οἰκοδομήσω, καὶ συνάξω ἐκεῖ πάντα τὰ γενήματά μου καὶ τὰ ἀγαθά μου.
   Μετά ἀπό πολλή σκέψη ὁ πλούσιος κατέληξε σέ μία ἀπόφαση· τοῦτο ποιήσω, αὐτό θά κάνω, εἶπε. ᾿Αλλά ἡ ἀπόφασή του τόν ἔβαλε σέ καινούργιες ἔγνοιες καί σέ μεγάλες δαπάνες· καθελῶ μου τὰς ἀποθήκας καὶ μείζονας οἰκοδομήσω. ᾿Αποφάσισε νά γκρεμίσει τίς ἀποθῆκες του καί νά τίς ξαναχτίσει εὐρυχωρότερες. Καί ἄν τά χωράφια του εἶχαν εὐφορία καί τήν ἑπόμενη χρονιά, θά ξαναγκρέμιζε ἄραγε τίς ἀποθῆκες του, γιά νά τίς ξαναχτίσει καινούργιες;
   Τήν ἀφροσύνη τοῦ πλουσίου ὑπογραμμίζει, ἐπίσης, ἡ ἐπίμονη ἐπανάληψη τῆς κτητικῆς ἀντωνυμίας μου. Θεωρεῖ δικά του τά γενήματα, τούς καρπούς τῆς γῆς, καί τά ἀγαθά, τά ποικίλα ἄλλα ἀποθηκεύσιμα προϊόντα. Λησμονεῖ ὅτι ὅλα αὐτά εἶναι δῶρα τοῦ Θεοῦ. Στόν Δημιουργό ἀνήκει τό χῶμα τῆς γῆς, ὁ ἥλιος καί ἡ βροχή· αὐτός παρέχει τά πρῶτα σπέρματα καί τίς πρῶτες ὕλες. «Τί δὲ ἔχεις ὃ οὐκ ἔλαβες; εἰ δὲ καὶ ἔλαβες, τί καυχᾶσαι ὡς μὴ λαβών;», γράφει ἀργότερα στούς Κορινθίους ὁ ἀπόστολος Παῦλος (Α´ Κο 4,7).
 

12,19. καὶ ἐρῶ τῇ ψυχῇ μου· ψυχή, ἔχεις πολλὰ ἀγαθὰ κείμενα εἰς ἔτη πολλά· ἀναπαύου, φάγε, πίε, εὐφραίνου.
   ῾Ικανοποιημένος γιά τήν ἀπόφαση πού πῆρε ὁ πλούσιος πλανᾶται νομίζοντας ὅτι θά μπορεῖ, ὅταν πλέον γεμίσει τίς καινούργιες του ἀποθῆκες, νά πεῖ στήν ψυχή του· ψυχή, ἔχεις πολλὰ ἀγαθὰ κείμενα εἰς ἔτη πολλά. Μέσα στό παραλήρημά του ἀδυνατεῖ νά σκεφθεῖ ὅτι ἀκόμη καί ἄν ἔχει τά ἀγαθά στίς ἀποθῆκες του, δέν ἐξουσιάζει αὐτός τά χρόνια τῆς ζωῆς του (πρβλ. ᾿Ια 4, 13-16). Ξεχνᾶ ὅτι εἶναι ἄδηλο τό τέλος του. Ξεχνᾶ, ἐπίσης, πόσο ἄστατη εἶναι ἡ ζωή τῶν ἀνθρώπων καί πόσοι κίνδυνοι ἀπειλοῦν τά πολλά ἀγαθά του.
   Αὐτό ὅμως πού προβάλλει ἀκόμη μεγαλύτερη τήν ἀφροσύνη του εἶναι ἡ ἐντελῶς παράλογη προτροπή πρός τήν ψυχή του· ἀναπαύου, φάγε, πίε, εὐφραίνου. Στήν ἄυλη ψυχή προσφέρει ὑλικά ἀγαθά, γιά νά ἀναπαυθεῖ καί νά εὐφρανθεῖ! ῾Η ψυχή, ὡστόσο, ἔχει πνευματική ὑπόσταση καί ἑπομένως ἀναζητᾶ ἄλλου εἴδους ἀπολαύσεις. ῎Εκπληκτος ὁ Μ. Βασίλειος ἀναφωνεῖ· «῎Ω τοῦ παραλογισμοῦ! ῎Αν εἶχες ψυχή χοίρου θά τῆς ταίριαζαν αὐτά τά λόγια. Τόσο κτηνώδης εἶσαι, τόσο ἄγευστος ἀπό τά ἀγαθά πού προτιμᾶ ἡ ψυχή καί τῆς προσφέρεις τροφές πού ἀνήκουν μόνο στήν σάρκα καί ὅ,τι προορίζεται γιά τόν ἀφεδρώνα αὐτά προσφέρεις στήν ψυχή;».

 12,20. Εἶπε δὲ αὐτῷ ὁ Θεός· ἄφρον, ταύτῃ τῇ νυκτὶ τὴν ψυχήν σου ἀπαιτοῦσιν ἀπὸ σοῦ· ἃ δὲ ἡτοίμασας τίνι ἔσται;
   ῾Η συγκέντρωση ἀγαθῶν πού ἐξυπηρετοῦν τήν ζωή ἀποτελεῖ μία πολύ φρόνιμη καί λογική ἐνέργεια γιά τόν ἄνθρωπο καί μάλιστα γιά τόν οἰκογενειάρχη, διότι ἀπό τήν ἐργατικότητα καί τήν προνοητικότητά του ἐξαρτᾶται ἡ ζωή τῶν μελῶν τῆς οἰκογενείας του. Τήν ὀκνηρία καί ἀπρονοησία κανείς ποτέ δέν τήν ἐπαίνεσε. Καί ὅμως ὁ πλούσιος τῆς παραβολῆς, ὁ ὁποῖος φροντίζει γιά τήν ἀποταμίευση τῶν ἀγαθῶν του, προσφωνεῖται ἀπό τόν ἴδιο τόν Θεό ἄφρον. Δέν τόν καθιστᾶ ἄφρονα ἡ προνοητικότητα, ἀλλά ἡ προσκόλλησή του στά ὑλικά καί ἡ παντελής ἀπουσία τοῦ Θεοῦ ἀπό τά σχέδιά του.
   Ἀπό τίς διάφορες κατηγορίες ἀνθρώπων πού χαρακτηρίζει ἡ ἁγία Γραφή ὡς ἄφρονες ἐπισημαίνω τρεῖς · α) τούς ἀθέους (βλ. Ψα 13,1· 52,1), β) τούς πλεονέκτες (βλ. Λκ 12,20) καί γ) ἐκείνους πού ζοῦν χωρίς τήν ἐλπίδα στήν ἀνάσταση τῶν νεκρῶν (βλ. Α´ Κο 15,36). ῾Η ἀθεΐα, ἡ πλεονεξία καί ἡ ἀπελπισία ἀποτελοῦν τρεῖς τρέλλες, οἱ ὁποῖες συνδέονται ἄρρηκτα μεταξύ τους.
   ῾Υπῆρξε, πράγματι, τραγικό τό τέλος τοῦ ἄφρονος πλουσίου τῆς παραβολῆς. ῾Ο ἴδιος ὁ Θεός, ὁ ὁποῖος διάβαζε τίς σκέψεις του καί γνώριζε ὅλα τά σχέδιά του, τοῦ ἀναγγέλλει· ταύτῃ τῇ νυκτὶ τὴν ψυχήν σου ἀπαιτοῦσιν ἀπὸ σοῦ. Τό ρῆμα «ἀπαιτῶ» ἔφερνε στήν σκέψη τῶν ἀκροατῶν τοῦ Κυρίου τούς τελῶνες καί τήν σκληρότητα μέ τήν ὁποία ἅρπαζαν τούς φόρους ἀπό τόν λαό. ᾿Από τόν προφήτη ᾿Ησαΐα οἱ τελῶνες ὀνομάζονται «οἱ ἀπαιτοῦντες» (᾿Ησ 3,12).
   Μέ βιαιότητα, παρά τήν θέλησή του, οἱ δαίμονες θά ἁρπάξουν τήν ψυχή τοῦ ἄφρονος πλουσίου, ὁ ὁποῖος εἶχε τόσο προσκολληθεῖ στίς ὑλικές ἀπολαύσεις, ὥστε τοῦ ἦταν ἀδύνατο καί νά σκεφθεῖ ἀκόμη ὅτι θά ἀποσπασθεῖ κάποτε ἀπό αὐτές. ῎Αν, ἀντίθετα, ἦταν δίκαιος, μέ χαρά καί ἀγαλλίαση θά παρέδιδε τό πνεῦμα του στόν Θεό, ὁπότε κάποια ἄλλη ἀνάλογη ἔκφραση θά χρησιμοποιοῦνταν γιά τόν θάνατό του.
   Τόν πόνο τοῦ πλουσίου γιά τόν βίαιο ἀποχωρισμό του ἀπό τήν ζωή καί τήν περιουσία του ἐπιτείνει τό ἐρώτημα πού τοῦ τίθεται· ἃ δὲ ἡτοίμασας τίνι ἔσται; Τά ἀγαθά γιά τά ὁποῖα τόσο μόχθο κατέβαλε ὄχι μόνο δέν θά τά πάρει μαζί του, ἀλλά εἶναι ἄγνωστο ἄν θά εἶναι οἰκεῖοι του ἐκεῖνοι πού θά τά καρπωθοῦν.

 12,21. Οὕτως ὁ θησαυρίζων ἑαυτῷ, καὶ μὴ εἰς Θεὸν πλουτῶν.
    ῾Ο στίχος εἶναι ὁ ἐπίλογος καί τό ἠθικό συμπέρασμα τῆς παραβολῆς. Τό ρῆμα «θησαυρίζω» σημαίνει «ἀποταμιεύω στό θησαυροφυλάκιο, ἀποθηκεύω». Θά πάθει οὕτως, ὅ,τι ἔπαθε ὁ ἄφρων πλούσιος, ὁ θησαυρίζων ἑαυτῷ, καθένας πού μαζεύει τά ἀγαθά μόνο γιά τόν ἑαυτό του. Τό κέρδος του θά εἶναι ἄγχος καί ἀγωνία, αἰφνίδιος θάνατος καί κόλαση αἰώνια.
   Ὁ ἀπόστολος Παῦλος γράφει στόν μαθητή του Τιμόθεο· «ἔχοντες δὲ διατροφὰς καὶ σκεπάσματα, τούτοις ἀρκεσθησόμεθα. οἱ δὲ βουλόμενοι πλουτεῖν ἐμπίπτουσιν εἰς πειρασμὸν καὶ παγίδα καὶ ἐπιθυμίας πολλὰς ἀνοήτους καὶ βλαβεράς, αἵτινες βυθίζουσι τοὺς ἀνθρώπους εἰς ὄλεθρον καὶ ἀπώλειαν» (Α´ Τι 6,8-9).
    Τό εἰς Θεὸν πλουτῶν δέν σημαίνει νά μαζεύει ὁ ἄνθρωπος πλούτη γιά τόν Θεό, ὁ ὁποῖος ὡς ἀνενδεής ποτέ δέν πρόκειται νά τά χρειασθεῖ. Σημαίνει νά συγκεντρώνει πλούτη πού ἀρέσουν στόν Θεό. «Κατὰ Θεὸν δὲ πλοῦτος, ἡ κτῆσις τῶν ἀρετῶν», γράφει συνοπτικά ὁ Ζιγαβηνός. ῎Αν ὁ ἄνθρωπος ἀκολουθήσει τήν συμβουλή τοῦ Ψαλμωδοῦ, «πλοῦτος ἐὰν ρέῃ, μὴ προστίθεσθε καρδίαν» (61,11), καί δέν στηρίξει τήν πεποίθησή του στά πλούτη του ἀλλά μόνο στόν Θεό, τότε, πράγματι, θεωρεῖ ὡς μέγιστο πλουτισμό του τήν κοινωνία μαζί του καί τήν ἐκτέλεση τοῦ θείου θελήματος. ῾Ο ἅγιος Θεοφύλακτος ἑρμηνεύει· «ταμεῖον γάρ μοι τῶν ἀγαθῶν ἐστιν ὁ Θεός· ἀνοίγω καὶ αἴρω τὰ χρειώδη». ῾Ως ἀσφαλέστερο ταμεῖο του διαλέγει τόν ἴδιο τόν Θεό, ἀπό τόν ὁποῖο μπορεῖ νά λαμβάνει πάντοτε ὅ,τι τοῦ εἶναι ἀναγκαῖο.


Στεργίου Σάκκου, Ἑρμηνεία στό κατά Λουκᾶν Εὐαγγέλιο, τόμ. B΄, σελ. 206-214

Παρασκευή, 10 Νοέμβριος 2023 03:00

Κυρ. Η΄ Λουκᾶ Λκ 10,25-37

῾Ο διάλογος τοῦ ᾿Ιησοῦ μέ τόν νομικό καί ἡ παραβολή τοῦ καλοῦ Σαμαρείτη


 kalos samaritis   Στήν ἁπλῆ καί σύντομη παραβολή τοῦ καλοῦ Σαμαρείτη ἀποτυπώνεται μέ τρόπο ἐπαγωγικό ἡ ἄριστη νομοθεσία γιά τίς διαπροσωπικές σχέσεις, ὅπως ὑπαγορεύεται ἀπό τήν ἄπειρη ἀγάπη πού ἔδειξε σέ μᾶς ὁ ἐνανθρωπήσας Θεός, ὁ Κύριος ᾿Ιησοῦς Χριστός. Παρ᾿ ὅλο πού κατά κύριο λόγο ἡ διήγηση τῆς παραβολῆς ἀποβλέπει στό νά δείξει ποιός εἶναι ὁ πλησίον, συγχρόνως φανερώνει μέ καταπληκτική συντομία «τὴν φιλάνθρωπον οἰκονομίαν τοῦ Σωτῆρος ἡμῶν». ῾
    Ο κοινωνικός χαρακτήρας τῆς παραβολῆς δικαιολογεῖ ἄριστα τήν καταγραφή της στό κατά Λουκᾶν, τό Εὐαγγέλιο τῆς εὐσπλαγχνίας. ᾿Αφορμή γιά τήν διήγηση τῆς παραβολῆς στάθηκαν δύο ἐρωτήσεις ἑνός «νομικοῦ», ἑνός θεολόγου δηλαδή, πού γνώριζε πολύ καλά τόν νόμο, τόν μελετοῦσε, τόν ἑρμήνευε καί τόν δίδασκε στόν λαό. Οἱ νομικοί ἤ γραμματεῖς προέρχονταν κυρίως ἀπό τήν τάξη τῶν φαρισαίων66 . ῾Ο λαός τούς εἶχε σέ ὑπόληψη καί τούς ἀποκαλοῦσε τιμητικά «ραββί», πού σημαίνει «διδάσκαλε».
    ῾Ο ᾿Ιησοῦς, ὅπως γνωρίζουμε, δέν ἀπέφευγε νά πλησιάζει καί τούς φαρισαίους, νά ἀπευθύνει καί σ᾿ αὐτούς τό κήρυγμά του. ῎Ετσι κατά τήν διάρκεια τῆς δημόσιας δράσεώς του συζήτησε πολλές φορές μέ νομικούς (βλ. Μθ 22,34-40· Μρ 12,28-34). ῾Ο συγκεκριμένος διάλογος καταγράφεται μόνον ἀπό τόν εὐαγγελιστή Λουκᾶ, χωρίς νά προσδιορίζεται συγκεκριμένα ὁ τόπος στόν ὁποῖο πραγματοποιήθηκε.

 10,25. Καὶ ἰδοὺ νομικός τις ἀνέστη ἐκπειράζων αὐτὸν καὶ λέγων· διδάσκαλε, τί ποιήσας ζωὴν αἰώνιον κληρονομήσω;
   ῾Ο ᾿Ιησοῦς μαζί μέ τούς μαθητές του πιθανόν νά βρισκόταν σέ μία συναγωγή ἤ σέ κάποιο σπίτι ὅπου δίδασκε καί ὅλοι καθισμένοι τόν ἄκουγαν. Καὶ ἰδού, ξαφνικά, νομικός τις ἀνέστη, σηκώθηκε ὄρθιος γιά νά θέσει μία ἐρώτηση στόν Κύριο. ῏Ηταν φανερό ὅτι ἤθελε νά πειράξει τόν ᾿Ιησοῦ καί μάλιστα νά τόν ἐξευτελίσει, ὅπως δηλώνει ἡ μετοχή ἐκπειράζων· ἡ πρόθεση «ἐκ» ἐπιτείνει τήν ἔννοια τοῦ «πειράζω». Κινούμενος ἴσως ἀπό ὑπεροπτική διάθεση ἤ φθόνο αὐτός ὁ διδάσκαλος καί ἑρμηνευτής τοῦ νόμου θέλησε μέ τήν ἐρώτησή του νά στήσει παγίδα στόν ᾿Ιησοῦ. Νά τόν δοκιμάσει ἄν μποροῦσε νά ἀπαντήσει ἤ νά τόν φέρει σέ δύσκολη θέση ἀποκαλύπτοντας, ὅπως ἐκεῖνος νόμιζε, ἀσυμφωνία μεταξύ τῆς διδασκαλίας τοῦ Κυρίου καί τοῦ νόμου. Προσπαθώντας, βέβαια, νά ἀποκρύψει τήν πονηρή του πρόθεση ὁ νομικός προσφωνεῖ τόν ᾿Ιησοῦ διδάσκαλε, προσποιούμενος ὅτι τόν σέβεται καί τόν τιμᾶ. ῾Ο ἅγιος Κύριλλος ᾿Αλεξανδρείας ἀπευθύνεται στόν νομικό μέ τά ἑξῆς· «Τόν ἀποκαλεῖς διδάσκαλο, ἐνῶ δέν ἀνέχεσαι νά μαθητεύεις. ῾Υποκρίνεσαι ὅτι τόν τιμᾶς, ἐνῶ περιμένεις νά τόν ἐξαπατήσεις».
   Τό ἐρώτημα τοῦ νομικοῦ τί ποιήσας ζωὴν αἰώνιον (πρβλ. Δα 12,2) κληρονομήσω; ἀφοροῦσε σέ ἕνα σοβαρό θέμα, ἐξαιρετικά ἐνδιαφέρον γιά τόν ἄνθρωπο ὄχι μόνο τῆς ἐποχῆς ἐκείνης (πρβλ. τό ἐρώτημα τοῦ πλουσίου νεανίσκου, Μθ 19,16· Μρ 10, 17· Λκ 18,18)69 , ἀλλά καί κάθε ἐποχῆς. Στήν Παλαιά Διαθήκη μέ τό ρῆμα «κληρονομῶ» οἱ ῾Εβδομήκοντα δηλώνουν τήν κατάκτηση τῆς Χαναάν ἀπό τούς ᾿Ισραηλίτες (᾿Αρ 18,20· Δε 4,22. 26· ᾿Ιη 1, 15 κ.ἄ.), ἀλλά καί τήν κατάκτηση τῶν ἀγαθῶν τῆς βασιλείας τοῦ Μεσσία (Ψα 24,13· 36,9. 11. 34· ᾿Ησ 54,17· 60,21 κ.ἀ.). Καί οἱ δύο χρήσεις τῆς λέξεως βασίζονται στήν ἀρχική ἐπαγγελία τοῦ Θεοῦ πρός τόν ᾿Αβραάμ (βλ. Γέ 15,7· 22,17), τήν ὁποία παρελάμβαναν οἱ ἀπόγονοί του διά μέσου τῶν αἰώνων.

10,26. ῾Ο δὲ εἶπε πρὸς αὐτόν· ἐν τῷ νόμῳ τί γέγραπται; Πῶς ἀναγινώσκεις;
   Στό πονηρό ἐρώτημα τοῦ νομικοῦ δέν ἀπαντᾶ εὐθέως ὁ Κύριος. Θέτει καί αὐτός μία ἐρώτηση κατά τήν συνήθειά του (πρβλ. Μθ 22,15-22· Μρ 12,13-17), μεταθέτοντας τόν ἐπίδοξο νομικό ἀπό τήν θέση τοῦ διδασκάλου πού ἐξετάζει στήν θέση τοῦ μαθητῆ πού ἐξετάζεται. Τόν παραπέμπει στό ἀντικείμενο τῆς σπουδῆς του, μήπως καί διαπιστώσει τήν ἀνεπάρκειά του. Παρ᾿ ὅτι ὡς καρδιογνώστης γνωρίζει τήν δολιότητα τοῦ νομικοῦ, προσπαθεῖ μέ ἠπιότητα καί καλωσύνη νά τόν ὁδηγήσει στήν αὐτογνωσία καί τήν ταπείνωση. Τόν ρωτᾶ· ἐν τῷ νόμῳ τί γέγραπται; Πῶς ἀναγινώσκεις; Τί γράφει στόν νόμο καί πῶς τό καταλαβαίνεις; Εἶναι σάν νά τοῦ λέγει· «ἐσύ ὡς νομικός πρέπει νά γνωρίζεις ὅτι γιά τό ἐρώτημα αὐτό ὑπάρχει σαφής ἀπάντηση στόν νόμο τόν ὁποῖο μελετᾶς καί διδάσκεις». ῾Ο ἴδιος ὁ νόμος τόν ὁποῖο ὁ νομικός ἤθελε δῆθεν νά ὑπερασπίσει, αὐτός θά τόν καταδικάσει.

10,27. ῾Ο δὲ ἀποκριθεὶς εἶπεν· ἀγαπήσεις Κύριον τὸν Θεόν σου ἐξ ὅλης τῆς καρδίας σου καὶ ἐξ ὅλης τῆς ψυχῆς σου καὶ ἐξ ὅλης τῆς ἰσχύος σου καὶ ἐξ ὅλης τῆς διανοίας σου, καὶ τὸν πλησίον σου ὡς ἑαυτόν.
   ῾Η ἀπάντηση τοῦ νομικοῦ περιέχει δύο ἐντολές. ῾Η πρώτη παραγγέλλει τήν ὁλόψυχη ἀγάπη πρός τόν Θεό· ἀγαπήσεις Κύριον τὸν Θεόν σου ἐξ ὅλης τῆς καρδίας σου. Στήν βιβλική ἀνθρωπολογία ἡ «καρδία» συνήθως ταυτίζεται μέ τόν νοῦ. ᾿Εδῶ ὅμως σημαίνει τόν ὅλο ἐσωτερικό κόσμο τοῦ ἀνθρώπου. ῾Η ἀγάπη ἐξ ὅλης τῆς καρδίας ἀναλύεται στά τρία ἑπόμενα· ἐξ ὅλης τῆς ψυχῆς, μέ ὅλο τό συναίσθημα, ἐξ ὅλης τῆς ἰσχύος, μέ ὅλη τήν βούληση, καὶ ἐξ ὅλης τῆς διανοίας, καί μέ ὅλη τήν διάνοια (βλ. Δε 6,5).
   Μιά τέτοια ἀγάπη ἔχει τήν δύναμη, ὅπως καταθέτει ὁ ἅγιος Κύριλλος ᾿Αλεξανδρείας, νά ἐκδιώκει ἀπό τήν καρδιά τήν ἀγάπη γιά ὁτιδήποτε ἄλλο, χρῆμα, ἡδονή, δόξα καί νά τήν ἑνώνει μέ τόν Χριστό. Αὐτή τήν ἐντολή τήν ἐπαναλάμβαναν καθημερινά οἱ ᾿Ιουδαῖοι καθώς δύο φορές τήν ἡμέρα, πρωί καί βράδυ, ἀπήγγελλαν τήν προσευχή-ὁμολογία πίστεως, πού ὀνομαζόταν «Σιέμα», δηλαδή «ἄκουε» ἀπό τήν πρώτη λέξη τῆς περικοπῆς.
   ῾Η δεύτερη ἐντολή πού ἀναφέρει ὁ νομικός παραγγέλλει τήν ἀγάπη πρός τόν συνάνθρωπο (βλ. Λε 19,18). Οἱ δύο αὐτές ἐντολές ἀντιστοιχοῦν στίς δύο πλάκες τοῦ νόμου, καί συνοψίζουν ὅλα τά παραγγέλματα πού ἀναφέρονται στίς σχέσεις μέ τόν Θεό καί τόν ἄνθρωπο (πρβλ. Ρω 13,10· Γα 5,14). Οἱ ᾿Ιουδαῖοι τίς εἶχαν γραμμένες στά φυλακτήρια, εἰδικά κουτάκια ἀπό δέρμα (μικρά πουγκιά), πού τά ἔδεναν μέ ταινίες στό μέτωπο καί στό ἀριστερό χέρι τους.

10,28. Εἶπε δὲ αὐτῷ· ὀρθῶς ἀπεκρίθης· τοῦτο ποίει καὶ ζήσῃ.
   ῾Ο ᾿Ιησοῦς ἐπιδοκιμάζει τήν ἀπάντηση τοῦ νομικοῦ· ὀρθῶς ἀπεκρίθης, σωστά ἀπάντησες, τοῦ λέει, καί τόν παροτρύνει νά τηρεῖ τίς ἐντολές αὐτές συνεχῶς· τοῦτο ποίει καὶ ζήσῃ, αὐτό νά κάνεις καί θά ζήσεις, θά κληρονομήσεις τήν αἰώνια ζωή. ᾿Αξίζει νά σημειωθεῖ ὅτι ὁ Κύριος δέν χρησιμοποιεῖ ἀόριστο χρόνο, ὅπως ὁ νομικός, δέν λέει «ποιήσας» (στ. 25). Λέει ποίει, χρησιμοποιεῖ δηλαδή ἐνεστώτα, πού δηλώνει διάρκεια.
   Παρά τίς πιθανόν ἀντίθετες προσδοκίες τοῦ νομικοῦ, ὁ Κύριος ὡς καλός ᾿Ιουδαῖος συμφώνησε ὅτι οἱ ὅροι γιά τήν κατάκτηση τῆς αἰωνιότητος ἐμπεριέχονται στόν νόμο τοῦ Θεοῦ καί, ἐπιπλέον, ἐπισήμανε τό χρέος τοῦ πιστοῦ νά ἐφαρμόζει ὅσα ὁ νόμος λέει. ᾿Ενῶ ἀπαντᾶ στόν νομικό δείχνει σέ ὅλους τήν τέλεια πορεία τῆς οὐράνιας ζωῆς, πού συνδυάζει γνώση καί πράξη.

10,29. ῾Ο δὲ θέλων δικαιοῦν ἑαυτὸν εἶπε πρὸς τὸν ᾿Ιησοῦν· καὶ τίς ἐστί μου πλησίον;
   ῾Ο δέ, ὁ νομικός, παγιδεύτηκε στήν παγίδα πού εἶχε στήσει. ῎Εδωσε μόνος του τήν ἀπάντηση στό ἐρώτημα πού εἶχε θέσει. ᾿Απέδειξε ὅτι αὐτή ἦταν πολύ ἁπλῆ καί ὁ ἴδιος γνώριζε πολύ καλά τί πρέπει νά κάνει γιά νά κληρονομήσει τήν αἰώνια ζωή, ἑπομένως δέν ἦταν δικαιολογημένο οὔτε καλοπροαίρετο τό ἐρώτημά του. Θέλων, λοιπόν, δικαιοῦν ἑαυτόν, θέλοντας νά δικαιώσει τόν ἑαυτό του, νά περισώσει τήν ἐξευτελισμένη ἀπό τόν ἴδιο ἀξιοπρέπειά του, κάνει μία πρόσθετη ἐρώτηση· καὶ τίς ἐστί μου πλησίον; Προσποιεῖται ὅτι σκοπός του ἦταν νά μάθει τήν ἀκριβέστερη ἑρμηνεία τῶν χωρίων πού προανέφερε.
   Τό ζήτημα αὐτό ἀπασχολοῦσε τότε σοβαρά τούς ᾿Ιουδαίους, πού εἶχαν διασπαρεῖ ἀνάμεσα στά ἔθνη ἀλλά καί στήν ἴδια τήν πατρίδα τους συμβίωναν ἀναγκαστικά μέ τούς εἰδωλολάτρες κατακτητές. Εἶχαν δημιουργηθεῖ προβλήματα σχετικά μέ τήν ἑρμηνεία καί τήν ἐφαρμογή τοῦ νόμου στά νέα κοινωνικά καί πολιτισμικά δεδομένα (πρβλ. Μθ 5,43). ῾Η ἔννοια τοῦ πλησίον εἶχε διαστρεβλωθεῖ. Οἱ ραββῖνοι δίδασκαν ὅτι στούς πλησίον περιλαμβάνονται μόνον οἱ ὁμοεθνεῖς καί ὁμόθρησκοι. Κάθε μή ᾿Ιουδαῖος δέν ἦταν πλησίον. ῎Ετσι, ἄν π.χ. ἕνας ᾿Ισραηλίτης σκότωνε ἐθνικό, δέν ἔπρεπε νά καταδικασθεῖ σέ θάνατο. ᾿Επιπλέον οἱ φαρισαῖοι δέν θεωροῦσαν πλησίον οὔτε τόν φτωχό καί ἀγράμματο λαό, πού περιφρονητικά τόν ἀποκαλοῦσαν «ἄμ χαάρετς», λαό τῆς γῆς.

10,30. ῾Υπολαβὼν δὲ ὁ ᾿Ιησοῦς εἶπεν· ἄνθρωπός τις κατέβαινεν ἀπὸ ᾿Ιερουσαλὴμ εἰς ᾿Ιεριχώ, καὶ λῃσταῖς περιέπεσεν· οἳ καὶ ἐκδύσαντες αὐτὸν καὶ πληγὰς ἐπιθέντες ἀπῆλθον ἀφέντες ἡμιθανῆ τυγχάνοντα.
   Πῆρε τόν λόγο ὁ ᾿Ιησοῦς καί ἀπάντησε στήν δεύτερη ἐρώτηση τοῦ νομικοῦ μέ μία παραβολή. Δέν ἀναπτύσσει ἐπιχειρήματα ὁ Κύριος. Μέ τό παράδειγμα πού διηγεῖται βοηθᾶ τόν συνομιλητή του νά φθάσει μόνος του στό σωστό συμπέρασμα, ὥστε νά μήν μπορεῖ νά τό ἀμφισβητήσει στήν συνέχεια. ῾Η ἀπάντηση στό μεγάλο νομικοθεολογικό ζήτημα πού ἔθεσε ὁ νομικός εἶναι γραμμένη σέ κάθε ἁπλῆ καρδιά, ἀρκεῖ νά ἔχει κανείς τήν καλή διάθεση νά τήν δεχθεῖ.
   ῞Οποιος πράγματι ἀγαπᾶ τόν Θεό ὀφείλει νά ἀγκαλιάζει μέ τήν ἀγάπη του ὅλους ἀνεξαιρέτως καί ἀδιακρίτως. Γι᾿ αὐτό ὡς πρωταγωνιστής τῆς παραβολῆς ἀναφέρεται ἄνθρωπός τις. ῎Αν καί οἱ ἀκροατές δύσκολα θά ἀπεύφευγαν τήν σκέψη ὅτι πρόκειται γιά κάποιον ᾿Ιουδαῖο, δέν προσδιορίζεται ἄν πρόκειται γιά ᾿Ιουδαῖο, Σαμαρείτη ἤ ἐθνικό, δίκαιο ἤ ἄδικο. Αὐτό πού ἔχει σημασία γιά τήν διήγηση εἶναι ὅτι πρόκειται γιά κάποιον ἄνθρωπο, τόν ὁποιοδήποτε. ῾Ο ἄνθρωπος κατέβαινεν ἀπὸ ᾿Ιερουσαλὴμ εἰς ᾿Ιεριχώ. ῾Η πόλη ᾿Ιεριχώ ὑπάρχει καί σήμερα βορειοανατολικά τῆς ᾿Ιερουσαλήμ, ἀπό τήν ὁποία ἀπέχει 150 περίπου στάδια, σχεδόν 30 χιλιόμετρα. Τό ὑψόμετρό της εἶναι περίπου 1.000 μέτρα χαμηλότερα ἀπό τήν ᾿Ιερουσαλήμ78 , γι᾿ αὐτό χρησιμοποιεῖται τό ρῆμα «καταβαίνειν» γιά τήν μετάβαση ἀπό τήν ᾿Ιερουσαλήμ στήν ᾿Ιεριχώ καί γιά τήν ἀντίστροφη πορεία τό «ἀναβαίνειν» (βλ. Μθ 20,17· Μρ 10,32. 33· Λκ 18,31).
   ῾Ο δρόμος μεταξύ τῶν δύο πόλεων σέ μῆκος ἀρκετῶν χιλιομέτρων ἦταν ἔρημος, δύσβατος καί γι᾿ αὐτό ἐπικίνδυνος. ᾿Εκεῖ ἔβρισκαν κρησφύγετο πολλοί ληστές. ῾Υπάρχουν ἱστορικές μαρτυρίες ὅτι κατά τόν 1ο αἰ. μ.Χ. ὁ δρόμος αὐτός ἦταν ἔρημος καί πετρώδης, ἐνῶ κατά τόν 4ο αἰ. μ.Χ., κατέκλυζαν τήν περιοχή Βεδουΐνοι καί ληστές. ᾿Αλλά καί στά νεώτερα χρόνια μαρτυρεῖται δράση τῶν ληστῶν στήν περιοχή μεταξύ ᾿Ιερουσαλήμ καί ᾿Ιεριχώ81 . Εἶναι πιθανόν ὅτι ὁ Κύριος βρισκόταν στόν δρόμο αὐτό, ὅταν διηγήθηκε τήν παραβολή, διότι ἀμέσως μετά ἐξιστορεῖται ἡ ἐπίσκεψή του στήν Βηθανία (βλ. στ. 38-42), ἡ ὁποία τοποθετεῖται πάνω σ᾿ αὐτόν τόν δρόμο.
   ῾Ο ἄνθρωπος πού πήγαινε ἀπό τήν ᾿Ιερουσαλήμ στήν ᾿Ιεριχώ λῃσταῖς περιέπεσεν, περικυκλώθηκε ἀπό ληστές πού εἶχαν στήσει ἐκεῖ καρτέρι. Αὐτοί ἐκδύσαντες αὐτόν, στήν προσπάθειά τους νά τόν ληστέψουν τόν ἔγδυσαν, καί ἐπειδή προφανῶς ἐκεῖνος ἀντιστεκόταν πληγὰς ἐπιθέντες, τόν τραυμάτισαν. Κατόπιν ἀπῆλθον ἀφέντες ἡμιθανῆ τυγχάνοντα, ἔφυγαν ἐγκαταλείποντάς τον μισοπεθαμένο.

10,31. Κατὰ συγκυρίαν δὲ ἱερεύς τις κατέβαινεν ἐν τῇ ὁδῷ ἐκείνῃ, καὶ ἰδὼν αὐτὸν ἀντιπαρῆλθεν.
   Κατά σύμπτωση, κατὰ συγκυρίαν, περνοῦσε ἀπό τό σημεῖο ἐκεῖνο τοῦ δρόμου ἱερεύς τις, ὁ ὁποῖος ἐρχόταν ἀπό τήν ᾿Ιερουσαλήμ, ὅπου πιθανόν εἶχε τελέσει τά ἱερατικά του καθήκοντα, καί ἐπέστρεφε στόν τόπο τῆς κατοικίας του. ῾Ως ὑπηρέτης τοῦ Θεοῦ ἦταν γνώστης τοῦ νόμου. Γνώριζε ἀσφαλῶς ὅτι εἶχε καθῆκον νά μή προσπεράσει ἀδιάφορος οὔτε τό ταλαιπωρούμενο ὑποζύγιο τοῦ ἐχθροῦ του (βλ. ῎Εξ 23,5), πολύ περισσότερο νά εἶναι εὔσπλαγχνος πρός ἕναν ἐμπερίστατο ἄνθρωπο. ῾
   Ὡστόσο ὁ ἱερέας εἶδε τόν τραυματισμένο ὁδοιπόρο καί ἀντιπαρῆλθεν, τόν προσπέρασε καί κατευθύνθηκε στήν ἀπέναντι πλευρά τοῦ δρόμου.

10,32. ῾Ομοίως δὲ καὶ λευΐτης γενόμενος κατὰ τὸν τόπον, ἐλθὼν καὶ ἰδὼν ἀντιπαρῆλθε.

  ῞Ομοια συμπεριφορά ἔδειξε καί κάποιος λευΐτης, ἀπόγονος τοῦ Λευΐ, ὁ ὁποῖος πέρασε ἀπό τόν ἴδιο τόπο. Τούς λευΐτες εἶχε ἐπιλέξει ὁ Θεός γιά νά τόν ὑπηρετοῦν ἀντί τῶν πρωτοτόκων υἱῶν τοῦ ᾿Ισραήλ (βλ. ᾿Αρ 3,12). ᾿Από αὐτούς ἡ γενιά τοῦ ᾿Ααρών ἀποτέλεσε τήν ἱερατική τάξη, ἐνῶ οἱ ὑπόλοιποι βοηθοῦσαν τούς ἱερεῖς στά ἔργα τους. Οἱ λευΐτες ἦταν οἱ πυλωροί, ψαλμωδοί καί γραφεῖς τοῦ ναοῦ. ῾Η φυλή τοῦ Λευΐ δέν πῆρε δικό της μερίδιο κατά τήν ἐγκατάσταση τῶν ᾿Ισραηλιτῶν στήν Παλαιστίνη. ῎Ετσι οἱ λευΐτες κατοικοῦσαν ἀνάμεσα στίς ἄλλες φυλές κατάσπαρτοι σέ διάφορες πόλεις (βλ. ᾿Ιη 21,3). ᾿Από τίς πόλεις αὐτές μετέβαιναν στόν ναό τοῦ Σολομῶντος γιά νά ἐπιτελέσουν τήν ὑπηρεσία τους κατά τό καθιερωμένο πρόγραμμα.
   ῾Ο ἱερέας εἶχε δεῖ ἀπό μακριά τόν πληγωμένο καί ἔφυγε. ῾Ο λευΐτης ἐλθὼν καὶ ἰδὼν ἀντιπαρῆλθε, πλησίασε, εἶδε ἀπό κοντά τήν ἄθλια κατάσταση τοῦ ἀνθρώπου, καί ὡστόσο τόν προσπέρασε ἀδιάφορα.
   ᾿Επείγονταν, ἄραγε, οἱ δύο αὐτοί ἄνδρες γιά τήν ἐκτέλεση κάποιου θρησκευτικοῦ καθήκοντος; Φαίνεται ἀπίθανο, διότι ἐπέστρεφαν ἀπό τά ᾿Ιεροσόλυμα, ὅπου θά εἶχαν ἐπιτελέσει τά καθήκοντά τους. ῾Υπέθεσαν ὅτι εἶχαν μπροστά τους ἕναν νεκρό καί ἔπρεπε νά τηρήσουν τήν διάταξη τοῦ Λευϊτικοῦ πού ἀπαγόρευε στούς ἱερεῖς τήν ἐπαφή μέ νεκρό (βλ. Λε 21,1); Αὐτό, βέβαια, δέν ἀφοροῦσε στόν λευΐτη, ἐφόσον ἀπό κοντά διαπίστωσε τήν κατάσταση τοῦ δύστυχου ἄνδρα.
   Τό πιθανότερο εἶναι ὅτι φοβήθηκαν μήπως ὑποστοῦν τήν ἴδια μ᾿ ἐκεῖνον συμφορά, μήπως ἐπιτεθοῦν καί σ᾿ αὐτούς οἱ ληστές ἤ ἐνοχοποιηθοῦν οἱ ἴδιοι. ᾿Εξάλλου, ἡ ἔλλειψη θεατῶν στήν ἐρημιά, ὅπου βρισκόταν ὁ πληγωμένος ἄνθρωπος ἦταν ἀνασταλτικός παράγοντας γιά τούς δύο περαστικούς. Γιατί νά ταλαιπωρηθοῦν κάνοντας μία ἀγαθοεργία, ἀφοῦ δέν θά τούς ἔβλεπε κανείς, ὥστε νά τούς ἐπαινέσει;
   Φαίνεται ὅτι ὁ ἱερέας ἀπομακρύνθηκε ἀμέσως ὑπακούοντας αὐθόρμητα στήν κυριαρχική ἐπιταγή τῆς φιλαυτίας καί ἰδιοτέλειάς του, ἐνῶ ὁ λευΐτης πρόλαβε νά κάνει κάποιους συλλογισμούς· ὑπολόγισε ὅτι ἦταν ἀκριβό τό τίμημα τῆς ἀγάπης σ᾿ ἐκείνη τήν περίσταση καί βιάστηκε νά φύγει, ὅπως τοῦ ὑπαγόρευε ἡ φυγοπονία του. ῾Η ἀδιαφορία τῶν δύο περαστικῶν ὄχι μόνο παρέτεινε χρονικά τήν ὀδύνη τοῦ δύστυχου ταξιδιώτη, ἀλλά καί ποιοτικά τήν ὄξυνε, καθώς τοῦ πρόσθεσε τόν πόνο τῆς ἐγκατάλειψης καί τῆς ἀπελπισίας.
   Αὐτοί πού θεωροῦνταν ἄνθρωποι τοῦ Θεοῦ ἀποδείχθηκαν ἀσυγκίνητοι στόν ἀνθρώπινο πόνο, ἀπάνθρωποι. Προφανῶς φρόντιζαν μόνο γιά τήν ἐξωτερική τους ἱεροπρέπεια καί τήν τυπική τήρηση τῶν θρησκευτικῶν τους καθηκόντων, ἐνῶ ἀδιαφοροῦσαν γιά τήν ἐσωτερική εὐσέβεια, γιά τήν εὐσπλαγχνία πού εὐαρεστοῦσε τόν Θεό, ἀλλά ἀπαιτοῦσε τήν θυσία τῆς φιλαυτίας τους.
   Δέν εἶναι, λοιπόν, καθόλου ἀπίθανο ὅτι κανείς ἀπό τούς δύο δέν θά ἔνιωσε ἴχνος ἐνοχῆς γιά τήν σκληρή συμπεριφορά του. Δέν εἶχαν κάνει κανένα κακό, δέν παρέβησαν κάποια ἐντολή, ἀφοῦ δέν κακοποίησαν αὐτοί τόν ἄνθρωπο· ἁπλῶς δέν μπόρεσαν νά τόν βοηθήσουν. ᾿Εξάλλου εἶχαν κάθε δικαίωμα νά διασφαλίσουν τήν ζωή καί τήν περιουσία τους.

10,33. Σαμαρείτης δέ τις ὁδεύων ἦλθε κατ᾿ αὐτόν, καὶ ἰδὼν αὐτὸν ἐσπλαγχνίσθη.
   ῾Ωστόσο, κάποιος Σαμαρείτης, ἀδυσώπητος ἐχθρός τῶν ᾿Ιουδαίων (βλ. σχόλια στό 9,53), συγκινήθηκε ἀπό τό δράμα τοῦ κακοποιημένου ἀνθρώπου. ῾Οδεύων, ὁδοιπόρος καί αὐτός -δέν φαίνεται νά «κατέβαινε» ἀπό τήν ᾿Ιερουσαλήμ-, ἦλθε κατ᾿ αὐτόν, ἔφθασε κοντά στόν τραυματισμένο καὶ ἰδὼν αὐτὸν ἐσπλαγχνίσθη. ῾Ο Σαμαρείτης δέν ἔμεινε ἀδιάφορος, συμπόνεσε τόν πονεμένο. ῾Η αὐθόρμητη καί ἄμεση ἀνταπόκρισή του καθιστᾶ πιό σαφῆ καί ἔντονη τήν ἀσπλαγχνία τῶν προηγουμένων.
 

10,34-35. καὶ προσελθὼν κατέδησε τὰ τραύματα αὐτοῦ ἐπιχέων ἔλαιον καὶ οἶνον, ἐπιβιβάσας δὲ αὐτὸν ἐπὶ τὸ ἴδιον κτῆνος ἤγαγεν αὐτὸν εἰς πανδοχεῖον καὶ ἐπεμελήθη αὐτοῦ. Καὶ ἐπὶ τὴν αὔριον ἐξελθών, ἐκβαλὼν δύο δηνάρια ἔδωκε τῷ πανδοχεῖ καὶ εἶπεν αὐτῷ· ἐπιμελήθητι αὐτοῦ, καὶ ὅ τι ἂν προσδαπανήσῃς, ἐγὼ ἐν τῷ ἐπανέρχεσθαί με ἀποδώσω σοι.
   Δέν ἀρκέσθηκε σέ μία ἐπιπόλαια, θεωρητική συμπόνια ὁ Σαμαρείτης, ἀλλά προχώρησε στήν πράξη· ἀπό τήν εὐσπλαγχνία πέρασε στήν φιλανθρωπία. Προσελθὼν κατέδησε τὰ τραύματα αὐτοῦ, πλησίασε καί σχίζοντας ἴσως ἕνα μέρος ἀπό τά ροῦχα του, τό ἔκανε ἐπιδέσμους, μέ τούς ὁποίους ἔδεσε τά τραύματα τοῦ πληγωμένου, ἀφοῦ πρῶτα ἔχυσε πάνω στίς πληγές ἔλαιον καὶ οἶνον. Λάδι καί κρασί καθώς καί ψωμί, τά βασικά εἴδη διατροφῆς, κουβαλοῦσε συνήθως μαζί του κάθε ταξιδιώτης.
   ῞Οπως μᾶς πληροφοροῦν μαρτυρίες ἀρχαίων συγγραφέων, ἀπό ἀρχαιοτάτων χρόνων οἱ ἄνθρωποι χρησιμοποιοῦσαν γιά τήν θεραπεία τῶν πληγῶν τό λάδι ὡς μαλακτικό καί τό κρασί ὡς ἀντισηπτικό. Γιά μία ἀκόμη φορά θαυμάζουμε τήν ἐπιμονή τοῦ γιατροῦ Λουκᾶ στήν καταγραφή τῶν ἰατρικῶν λεπτομερειῶν.
   ῎Επειτα ὁ Σαμαρείτης ἐπιβιβάσας αὐτὸν ἐπὶ τὸ ἴδιον κτῆνος, καταβάλλοντας ἀσφαλῶς ἰδιαίτερο κόπο, ἀνέβασε τόν συνάνθρωπο στό ζῶο πού μετέφερε τόν ἴδιο. Θυσίασε ὄχι μόνο τόν χρόνο ἀλλά καί τήν προσωπική του ἄνεση. Πεζοπορώντας αὐτός καί ὑποβαστάζοντας τόν τραυματισμένο, ἔφθασαν εἰς πανδοχεῖον, σ᾿ ἕνα ἀπό τά χάνια τῆς ἐποχῆς, ὅπου μποροῦσαν νά διανυκτερεύουν οἱ ταξιδιῶτες. Διέκοψε τό ταξίδι γιά νά διανυκτερεύσει καί ὁ ἴδιος στό πανδοχεῖο, ὅπου ἐπεμελήθη αὐτοῦ, τοῦ πρόσφερε τίς ἀναγκαῖες περιποιήσεις καί φροντίδες.
   Κατά τήν ἀναχώρησή του ἐπὶ τὴν αὔριον, τήν ἑπόμενη ἡμέρα, ἔβγαλε ἀπό τό βαλλάντιό του καί ἔδωσε στόν πανδοχέα δύο δηνάρια, ποσό ἴσο μέ δύο ἡμερομίσθια ἑνός ἀνειδίκευτου ἐργάτη (πρβλ. Μθ 20,2). Τόν παρακάλεσε νά φροντίσει τόν ταλαιπωρημένο ἄνθρωπο καί τοῦ ὑποσχέθηκε ὅτι θά ἐπιστρέψει καί θά τοῦ πληρώσει κάθε ἐπιπλέον δαπάνη.
   ῾Η εὐγένεια καί ἡ διακριτικότητα, ἡ ἀνιδιοτελής καί στοργική ἀγάπη, ἡ γενναιοδωρία σέ ἕναν ἄνθρωπο ἄγνωστο, ἀλλοεθνῆ καί μάλιστα ἐχθρό, ἀναμφίβολα, ἀνεβάζει τήν εὐεργεσία τοῦ Σαμαρείτη σέ πολύ ὑψηλό ἐπίπεδο.

10,36. Τίς οὖν τούτων τῶν τριῶν πλησίον δοκεῖ σοι γεγονέναι τοῦ ἐμπεσόντος εἰς τοὺς λῃστάς;
   Μετά ἀπό τήν διήγηση τῆς παραβολῆς θά περίμενε κανείς νά ρωτήσει ὁ Κύριος τόν νομικό «ποιός, λοιπόν, εἶναι ὁ πλησίον;», γιά νά πάρει τήν ἀπάντηση «ὁ ἄνθρωπος πού ἔπεσε στήν ἐνέδρα τῶν ληστῶν». ῾Ο Κύριος ὅμως ἀντιστρέφοντας τήν ἐρώτηση τοῦ νομικοῦ δέν ἐνδιαφέρεται γιά τό ἀντικείμενο τῆς ἀγάπης (ποιός πρέπει νά θεωρεῖται πλησίον) ἀλλά γιά τό ὑποκείμενό της· ρωτᾶ ποιός ἀπέδειξε τόν ἑαυτό του «πλησίον» τοῦ κακοποιημένου ἀνθρώπου, τοῦ ἐμπεσόντος εἰς τοὺς λῃστάς. ᾿Απαιτεῖ μάλιστα νά γίνει ἡ διάκριση μεταξύ τούτων τῶν τριῶν, ἀνάμεσα στά τρία πρόσωπα στά ὁποῖα δόθηκε ἡ εὐκαιρία νά ἀσκήσουν τό καθῆκον τους ὡς «πλησίον».

10,37. ῾Ο δὲ εἶπεν· ὁ ποιήσας τὸ ἔλεος μετ᾿ αὐτοῦ. Εἶπεν οὖν αὐτῷ ὁ ᾿Ιησοῦς· πορεύου καὶ σὺ ποίει ὁμοίως.
   ῾Ο νομικός δέν ἔχει περιθώρια ἐπιλογῆς· ἡ ἀπάντηση σαφέστατη βγαίνει ἀβίαστα ἀπό τήν διήγηση. Εἶναι ἀναγκασμένος νά ὁμολογήσει ὅτι ὁ ἀνεπιθύμητος καί μισητός γι᾿ αὐτόν Σαμαρείτης ξεπέρασε τούς δύο ᾿Ιουδαίους, ἱερέα καί λευΐτη, ἀποδείχθηκε πλησίον, εὐαρέστησε τόν Θεό. Προκειμένου ὅμως νά ἀποφύγει τό ἀπεχθές γι᾿ αὐτόν ὄνομα τοῦ Σαμαρείτη, τό ἀντικαθιστᾶ μέ τήν πράξη του. Περιορίζεται νά πεῖ· ὁ ποιήσας τὸ ἔλεος μετ᾿ αὐτοῦ. ῾Η ἔκφραση αὐτή ἀποτελεῖ ἑβραϊσμό καί σημαίνει «αὐτός πού ἔκανε πράξη τήν εὐσπλαγχνία».
   ῾Ο ὑπερόπτης καί δοκησίσοφος νομικός ταπεινώνεται. Σάν νά ἦταν ἕνας ἄπειρος μαθητής ἀκούει τήν προτροπή μέ τήν ὁποία κλείνει τήν συζήτηση ὁ Κύριος· πορεύου καὶ σὺ ποίει ὁμοίως. Προβάλλει τό παράδειγμα τοῦ σπλαγχνικοῦ εὐεργέτη ὡς πηγή ἐμπνεύσεως καί πρότυπο πρός μίμηση. ῎Εναντι τῆς ἁρπακτικῆς ἰδιοτέλειας τῶν ληστῶν, πού ἀδίστακτα λήστεψαν καί κακοποίησαν τόν συνάνθρωπό τους, ἀλλά καί ἔναντι τῆς ἀπάνθρωπης ἀδιαφορίας τῶν δύο ἀνδρῶν, πού τόν ἄφησαν ἀβοήθητο, ἡ αὐτοθυσία τοῦ Σαμαρείτη προβάλλει τήν στάση ζωῆς ἡ ὁποία διέπεται ἀπό τήν ἔμπρακτη ἀγάπη. Εἶναι ἡ οὐσιαστική ἀγάπη πρός τόν συνάνθρωπο (πρβλ. ᾿Ια 2,15-16· Α´ ᾿Ιω 3,18), ἡ ὁποία ἐπιβεβαιώνει καί ἐγγυᾶται τήν ἀγάπη πρός τόν Θεό (πρβλ. Α´ ᾿Ιω 4,12.16).
   ᾿Αξίζει νά σημειωθεῖ ὅτι ὁ Κύριος δέν λέει «ποίησον», ἀλλά ποίει ὁμοίως. ῾Η πράξη τοῦ καλοῦ Σαμαρείτη ἀποτελεῖ πρότυπο γιά συνεχῆ καί ἀδιάκοπη, ἰσόβια μίμηση. Δέν ἐπαναλαμβάνει ἐπίσης τό «καὶ ζήσῃ» τοῦ στ. 28, διότι προϋπόθεση τῆς αἰώνιας ζωῆς εἶναι ἡ ἀγάπη ὄχι μόνο πρός τόν συνάνθρωπο, ἀλλά καί πρός τόν Θεό καί ἡ παραβολή ἀναφέρθηκε μόνο στήν πρώτη. Στό ἐρώτημα «τίς ἔστι μου πλησίον» δόθηκε σαφέστατα ἡ ἀπάντηση ὅτι ἡ ἔννοια τοῦ πλησίον δέν καθορίζεται ἀπό τήν συγγένεια γένους, ἐθνότητος, φιλίας· πλησίον εἶναι κάθε ἄνθρωπος πού ἐνεργεῖ ὡς πλησίον· εἶναι καί ὁ ἐχθρός Σαμαρείτης.


* * *

    Μέσα ἀπό τίς εἰκόνες καί τίς σκηνές τῆς περιπέτειας τοῦ «περιπεσόντος εἰς τούς ληστάς» ἡ παραβολή τοῦ καλοῦ Σαμαρείτη περιγράφει ἀνάγλυφα ὅλο τό σχέδιο τῆς θείας οἰκονομίας, τήν περιπέτεια τοῦ πεπτωκότος ἀνθρώπου καί τήν σωτηρία πού τοῦ ἐξασφάλισε ἡ ἐνανθρώπηση τοῦ Υἱοῦ καί Λόγου τοῦ Θεοῦ. Γιά τόν ἄνθρωπο πού ἔπεσε στήν παγίδα τῶν δαιμόνων «πλησίον» ἀποδείχθηκε ὁ Υἱός καί Λόγος τοῦ Θεοῦ. ῏Ηλθε πολύ κοντά μας, παίρνοντας τήν ἀνθρώπινη φύση, καί ἔχυσε τό ἴδιο του τό αἷμα πάνω στίς πληγές τῆς ἁμαρτίας μας. Μέ τήν λυτρωτική θυσία καί τήν ἀνάστασή του ἐλευθέρωσε τήν ἀνθρωπότητα ἀπό τήν σατανική κυριαρχία, κατέλυσε τά ἔργα τοῦ διαβόλου καί ἀσφάλισε τό ἀπολυτρωτικό ἔργο στήν ᾿Εκκλησία του, ἡ ὁποία καί τό συνεχίζει. ῾Η ᾿Εκκλησία εἶναι τό μεγάλο πανδοχεῖο τῆς ἀγάπης τοῦ Θεανθρώπου. Οἱ ποιμένες καί διδάσκαλοί της ὡς πανδοχεῖς ἐπιμελοῦνται τήν θεραπεία καί καλλιέργεια τῶν ψυχῶν. Γιά τό ἔργο τους θά ἀμειφθοῦν πλουσιοπάροχα ἀπό τόν Κύριο κατά τήν Δευτέρα Παρουσία του. Μέ τήν θεώρηση αὐτή δικαιώνεται ἡ τυπολογική-ἀναγωγική ἑρμηνεία τῆς παραβολῆς, τήν ὁποία ἀκολουθοῦν καί ὁρισμένοι ἀπό τούς πατέρες τῆς ᾿Εκκλησίας, χωρίς νά παραβιάζεται ἡ ἱστορική ἑρμηνεία καί νά καταντᾶ ἀλληγορία.
    Κατακλείοντας τήν παραβολή ὁ ᾿Ιησοῦς Χριστός, ὁ καλός Σαμαρείτης πού ἐξέφρασε τήν ἀγάπη του ὡς ὁ ἰδεώδης πλησίον τοῦ πεσμένου ἀνθρώπου, προτρέπει «πορεύου καὶ σὺ ποίει ὁμοίως»· προτείνει ἔτσι τόν ἴδιο τόν ἑαυτό του ὡς πρότυπο «ποιήσαντος καί διδάξαντος».

Στεργίου Σάκκου, Ἑρμηνεία στό κατά Λουκᾶν Εὐαγγέλιο, τόμ. Β΄, σελ. 122-136

Παρασκευή, 27 Οκτώβριος 2023 02:00

Κυρ. Ζ΄ Λουκᾶ Λκ 8,41-56


῾Η ἀνάσταση τῆς κόρης τοῦ ᾿Ιαείρου καί ἡ θεραπεία τῆς αἱμορροούσης γυναικός
                                                                 
  

kori iairou῾Η ἀνάσταση τῆς κόρης τοῦ ᾿Ιαείρου καί ἡ θεραπεία τῆς αἱμορροούσης, τό δίδυμο αὐτό θαῦμα, περιγράφεται καί ἀπό τούς ἄλλους δύο συνοπτικούς εὐαγγελιστές (βλ. Μθ 9,18-26· Μρ 5,22-43).
 
8,40. ᾿Εγένετο δὲ ἐν τῷ ὑποστρέψαι τὸν ᾿Ιησοῦν ἀπεδέξατο αὐτὸν ὁ ὄχλος· ἦσαν γὰρ πάντες προσδοκῶντες αὐτόν.
   ῾Ο ᾿Ιησοῦς ἐγκαταλείποντας τήν περιοχή τῶν Γαδαρηνῶν, ὅπου ἡ παρουσία του ἦταν ἀνεπιθύμητη, ἐπιστρέφει στήν Καπερναούμ. ᾿Εκεῖ ὁ ὄχλος ἀπεδέξατο αὐτόν, τόν ὑποδέχτηκε μέ χαρά· ἦσαν πάντες προσδοκῶντες αὐτόν, τόν περίμεναν ὅλοι μέ λαχτάρα.
 
8.41. Καὶ ἰδοὺ ἦλθεν ἀνὴρ ᾧ ὄνομα ᾿Ιάειρος, καὶ αὐτὸς ἄρχων τῆς συναγωγῆς ὑπῆρχε· καὶ πεσὼν παρὰ τοὺς πόδας τοῦ ᾿Ιησοῦ παρεκάλει αὐτὸν εἰσελθεῖν εἰς τὸν οἶκον αὐτοῦ.
   Ξαφνικά παρουσιάστηκε μπροστά στόν ᾿Ιησοῦ κάποιος πού ὀνομαζόταν ᾿Ιάειρος. Τό ὄνομα αὐτό εἶναι ὁ ἐξελληνισμένος τύπος τοῦ ἑβραϊκοῦ ᾿Ιαΐρ (πρβλ. ᾿Αρ 32,41· Δε 3,14· Κρ 10,3· ᾿Εσθήρ 2,5), πού στά ἑλληνικά μεταφράζεται «Φωτεινός» ἤ «Φώτιος». ῾Ο ᾿Ιάειρος ἦταν ἄρχων, δηλαδή προϊστάμενος, τῆς συναγωγῆς, ὑπεύθυνος γιά τήν τήρηση τῆς τάξεως, αὐτός πού ὅριζε τούς ἀναγνῶστες τῶν ἁγιογραφικῶν περικοπῶν καί ἔδινε τόν λόγο σέ ἐκείνους πού ἤθελαν νά μιλήσουν. Γιά τήν ἐποπτεία κάθε συναγωγῆς ὑπῆρχαν τρεῖς ἤ τέσσερις ἀρχισυνάγωγοι.
   ῾Ο ἀρχισυνάγωγος ᾿Ιάειρος γονάτισε μπροστά στόν ᾿Ιησοῦ καί τόν παρακαλοῦσε νά ἔλθει στό σπίτι του. ῾Η στάση του -πεσὼν παρὰ τοὺς πόδας τοῦ ᾿Ιησοῦ (βλ. σχόλια στό 5,12)- δηλώνει ὅτι ὁ θρησκευτικός αὐτός ἀξιωματοῦχος ἀναγνωρίζει τόν ᾿Ιησοῦ ὡς ἀνώτερό του καί ἐλπίζει στήν βοήθειά του.
 
8,42. ὅτι θυγάτηρ μονογενὴς ἦν αὐτῷ ὡς ἐτῶν δώδεκα, καὶ αὕτη ἀπέθνησκεν. ᾿Εν δὲ τῷ ὑπάγειν αὐτὸν οἱ ὄχλοι συνέπνιγον αὐτόν.
   ῾Ο ᾿Ιάειρος εἶχε ἕνα μονάκριβο κορίτσι περίπου δώδεκα ἐτῶν, τό ὁποῖο κινδύνευε νά πεθάνει. ῾Ο πόνος τοῦ πατέρα πού χάνει τό μονάκριβο παιδί του, ἀλλά καί ὁ φόβος τοῦ ἰουδαίου, πού θεωροῦσε τήν ἀτεκνία δεῖγμα μεγάλης τιμωρίας τοῦ Θεοῦ, κάνουν τόν ᾿Ιάειρο νά ζητᾶ γονατιστός τήν βοήθεια τοῦ ᾿Ιησοῦ. ῾Ο ᾿Ιησοῦς, συμπονώντας τόν δυστυχισμένο πατέρα, ἀνταποκρίνεται στό αἴτημά του.
   ῾Η πίστη τοῦ ᾿Ιαείρου δέν ἦταν, βέβαια, τόσο μεγάλη ὅσο τοῦ ἑκατοντάρχου τῆς Καπερναούμ. ᾿Εκεῖνος ζήτησε ἀπό τόν ᾿Ιησοῦ νά θεραπεύσει τόν δοῦλο του ἀπό μακριά μέ ἕνα μόνο λόγο του (βλ. Μθ 8,8· Λκ 7,7). ῾Ο ᾿Ιάειρος τόν παρακάλεσε νά τόν ἐπισκεφθεῖ καί νά βάλει τό χέρι του πάνω στό ἑτοιμοθάνατο κορίτσι (βλ. Μθ 9,18). Εἶχε ἴσως πληροφορηθεῖ τόν τρόπο μέ τόν ὁποῖο ἐπιτελέσθηκαν κάποια ἄλλα σημεῖα (βλ. Μθ 8,3.15· Μρ 1,31.41· Λκ 4,40· 5,13). ῾Ο Κύριος, ὡστόσο, πού θαύμασε τήν πίστη τοῦ ἐθνικοῦ (Μθ 8,10· Λκ 7,9), δέν ἀπορρίπτει καί τήν ἀσθενέστερη πίστη τοῦ ἰσραηλίτη ᾿Ιαείρου.
   Στόν δρόμο πρός τό σπίτι τοῦ ἀρχισυναγώγου οἱ ὄχλοι συνέπνιγον αὐτόν. Τά πλήθη συνωθοῦνταν γύρω ἀπό τόν Διδάσκαλο, πού δέν κρατοῦσε ἀποστάσεις, ἀλλά σκορποῦσε σέ ὅλους ἁπλόχερα τίς εὐεργεσίες του καί δέν καταφρονοῦσε κανέναν.
 
8,43-44. Καὶ γυνὴ οὖσα ἐν ῥύσει αἵματος ἀπὸ ἐτῶν δώδεκα, ἥτις ἰατροῖς προσαναλώσασα ὅλον τὸν βίον οὐκ ἴσχυσεν ὑπ᾿ οὐδενὸς θεραπευθῆναι, προσελθοῦσα ὄπισθεν ἥψατο τοῦ κρασπέδου τοῦ ἱματίου αὐτοῦ, καὶ παραχρῆμα ἔστη ἡ ῥύσις τοῦ αἵματος αὐτῆς.
   Μέσα στό πλῆθος πού περιέβαλλε τόν ᾿Ιησοῦ εἰσχώρησε καί μία γυναίκα, ἡ ὁποία ἔπασχε ἀπό συνεχῆ ἐξαντλητική αἱμορραγία. ῾Υπέφερε δώδεκα χρόνια. ῎Εκανε κάθε δυνατή ἀνθρώπινη προσπάθεια γιά τήν θεραπεία της. Ξόδεψε ὅλη τήν περιουσία της στούς γιατρούς. ῾Η κατάστασή της ὅμως ὄχι μόνο δέν βελτιώθηκε, ἀλλά χειροτέρευσε (βλ. Μρ 5,26).
   ῾Ο μωσαϊκός νόμος θεωροῦσε ἀκάθαρτη τήν γυναίκα πού εἶχε αἱμορραγία. ῞Οποιος ἀκουμποῦσε τήν ἴδια ἤ ἀντικείμενα πού ἐκείνη εἶχε ἀγγίξει, γινόταν ἐπίσης ἀκάθαρτος καί ἔπρεπε νά κάνει μία σειρά καθαρμῶν, γιά νά καθαρισθεῖ καί νά συμμετέχει στήν κοινωνία τῶν ῾Εβραίων (βλ. Λε 15,25-27). ῾Η αἱμορροοῦσα, λοιπόν, ζοῦσε στό περιθώριο τῆς κοινωνικῆς καί θρησκευτικῆς ζωῆς. Οὔτε στόν ναό ἐπιτρεπόταν νά πάει ἀλλά οὔτε καί νά συναναστραφεῖ ἄλλους. Γι᾿ αὐτό πλησίασε τόν ᾿Ιησοῦ κρυφά προσελθοῦσα ὄπισθεν, ἀπό πίσω, ὥστε νά μήν τήν ἀντιληφθεῖ κανείς. Θά ἔχανε τότε τήν εὐκαιρία τῆς θεραπείας καί θά τῆς ἔμενε ἡ ντροπή γιά τήν ἀσθένεια πού κουβαλοῦσε. ῾Υπῆρχε ἄλλωστε κίνδυνος νά τήν κακοποιήσουν ἀκόμη καί νά τήν λιθοβολήσουν. Φοβισμένα καί ταπεινά ἥψατο τοῦ κρασπέδου τοῦ ἱματίου αὐτοῦ, ἄγγιξε τήν ἄκρη τοῦ ἱματίου του, μέ τήν πεποίθηση ὅτι μπορεῖ ὁ ᾿Ιησοῦς νά τῆς χαρίσει ἀκόμη καί ἔτσι τήν θεραπεία· «ἔλεγε γὰρ ἐν ἑαυτῇ, ἐὰν μόνον ἅψωμαι τοῦ ἱματίου αὐτοῦ, σωθήσομαι» (Μθ 9,21· πρβλ. Μρ 5,28).
   Πράγματι, μόλις ἡ γυναίκα ἄγγιξε τόν ᾿Ιησοῦ, ἀμέσως σταμάτησε ἡ αἱμορραγία καί ἀποκαταστάθηκε ἡ ὑγεία της. ῾Ο Λουκᾶς ὡς γιατρός σημειώνει τήν ἄμεση θεραπεία χρησιμοποιώντας ἰατρική ὁρολογία· καὶ παραχρῆμα ἔστη ἡ ῥύσις τοῦ αἵματος αὐτῆς. «῞Οπως ἄν κάποιος φέρει τό μάτι του κοντά σέ φῶς πού λάμπει ἤ φρύγανο κοντά σέ φωτιά, ἀμέσως θά λάβουν ἐνέργεια, ἔτσι μόλις ἡ αἱμορροοῦσα πρόσφερε πίστη σέ ἐκεῖνον πού μποροῦσε νά τήν θεραπεύσει, ἀμέσως ἔλαβε τήν θεραπεία», γράφει ὁ ἅγιος Θεοφύλακτος.
 
8,45. Καὶ εἶπεν ὁ ᾿Ιησοῦς· τίς ὁ ἁψάμενός μου; ᾿Αρνουμένων δὲ πάντων εἶπεν ὁ Πέτρος καὶ οἱ σὺν αὐτῷ· ἐπιστάτα, οἱ ὄχλοι συνέχουσί σε καὶ ἀποθλίβουσι, καὶ λέγεις τίς ὁ ἁψάμενός μου;
   ῾Ο ᾿Ιησοῦς ρωτᾶ· τίς ὁ ἁψάμενός μου; ῾Ο ἴδιος, βέβαια, ὡς παντογνώστης γνώριζε πολύ καλά ποιός καί γιατί τόν ἄγγιξε. Κάνει, ὡστόσο, τήν ἐρώτηση αὐτή, ἐπειδή θέλει νά διαλύσει τόν φόβο τῆς γυναίκας ὅτι ἔκλεψε τήν θεραπεία της· νά διορθώσει τήν ἐσφαλμένη της ἀντίληψη, ὅτι θά μποροῦσε νά διαφύγει ἀπό τήν προσοχή τοῦ ᾿Ιησοῦ ἡ ἐνέργειά της· νά ἀποκαλύψει, τέλος, καί στούς ἄλλους τήν πίστη τῆς ἄρρωστης γυναίκας, καθώς καί τήν δική του δύναμη καί παγγνωσία.
   ῾Ο Πέτρος, ὡς ὁ πιό αὐθόρμητος, ἐκφράζει τήν σκέψη καί τῶν ἄλλων ἀποστόλων· ἐπιστάτα, οἱ ὄχλοι συνέχουσί σε καὶ ἀποθλίβουσι, καὶ λέγεις τίς ὁ ἁψάμενός μου; ῾Ο ὁρμητικός του χαρακτήρας δέν τόν ἀφήνει νά σκεφθεῖ ὅτι ὁ Κύριος θά εἶχε κάποιο λόγο γιά νά κάνει μιά τέτοια ἐρώτηση.
 
8,46. ῾Ο δὲ ᾿Ιησοῦς εἶπεν· ἥψατό μού τις· ἐγὼ γὰρ ἔγνων δύναμιν ἐξελθοῦσαν ἀπ᾿ ἐμοῦ.
   ῾Ο ᾿Ιησοῦς ἐξηγεῖ ὅτι δέν ἀναφέρεται σέ ἕνα τυχαῖο ἄγγιγμα, ἀλλά σέ μία ἐπαφή πού εἵλκυσε ἀπό μέσα του θεραπευτική δύναμη. Συγκαταβαίνοντας στήν ἀδυναμία τῶν ἀκροατῶν του, μιλάει ὅπως ἐκεῖνοι θά μποροῦσαν νά τόν καταλάβουν, «πρὸς τὴν ὑπόνοιαν τῶν ἀκουόντων», κατά τόν ἅγιο Χρυσόστομο25. Διευκρινίζει· ἔγνων δύναμιν ἐξελθοῦσαν ἀπ’ ἐμοῦ. ᾿Από τήν φράση αὐτή γίνεται φανερό ὅτι ἡ δύναμη μέ τήν ὁποία ἐπιτελοῦσε ὁ ᾿Ιησοῦς τά σημεῖα βρισκόταν μέσα του, χωρίς ποτέ νά ἐξαντλεῖται οὔτε νά μειώνεται, διότι αὐτός ἦταν ἡ πηγή τῆς δυνάμεως καί κάθε ἀγαθοῦ (βλ. σχόλια στό 6,19).
   ῾Ο εὐαγγελιστής Μᾶρκος συμπληρώνει ὅτι ὁ Κύριος, στήν συνέχεια, ἔρριξε γύρω του ἕνα ἐρευνητικό βλέμμα· «καὶ περιεβλέπετο ἰδεῖν τὴν τοῦτο ποιήσασαν» (5,32). Δέν κάλεσε ἀμέσως τήν γυναίκα, ἀλλά τῆς ἔδωσε ἕνα χρονικό περιθώριο, ὥστε μόνη της νά ὁμολογήσει τήν πράξη της.
 
8,47. ᾿Ιδοῦσα δὲ ἡ γυνὴ ὅτι οὐκ ἔλαθε, τρέμουσα ἦλθε καὶ προσπεσοῦσα αὐτῷ δι᾿ ἣν αἰτίαν ἥψατο αὐτοῦ ἀπήγγειλεν αὐτῷ ἐνώπιον παντὸς τοῦ λαοῦ, καὶ ὡς ἰάθη παραχρῆμα.
   ῞Οταν ἡ γυναίκα διαπίστωσε ὅτι δέν ξέφυγε τήν προσοχή τοῦ ᾿Ιησοῦ, ὅπως αὐτή νόμιζε, ἦρθε τρέμοντας ἀπό τόν φόβο μήπως τιμωρηθεῖ γιά τήν τολμηρή της ἐνέργεια. ῎Επεσε γονατιστή μπροστά του καί ὁμολόγησε σέ ἐκεῖνον πού ὅλα τά γνώριζε καί ἐνώπιον τοῦ λαοῦ τόν λόγο γιά τόν ὁποῖο τόν ἄγγιξε. Πίστευε ὅτι ἀγγίζοντας τό ἱμάτιό του θά θεραπευθεῖ. Πραγματικά, ὅπως ἡ ἴδια βεβαιώνει, θεραπεύθηκε ἀμέσως.
 
8,48. ῾Ο δὲ εἶπεν αὐτῇ· θάρσει, θύγατερ, ἡ πίστις σου σέσωκέ σε· πορεύου εἰς εἰρήνην.
   ῾Ο Κύριος προσφωνεῖ στοργικά τήν φοβισμένη γυναίκα καί τήν ἐνθαρρύνει λέγοντας· θάρσει, θύγατερ, ἡ πίστις σου σέσωκέ σε· πορεύου εἰς εἰρήνην. Τονίζει ὅτι δέν πρέπει νά αἰσθάνεται ἐνοχές πού τόν πλησίασε· οὔτε τόν νόμο πρόσβαλε οὔτε τούς ἀνθρώπους μίανε οὔτε τόν ἴδιο ἔθιξε. ᾿Αντίθετα, ἔκανε μία σπουδαία πράξη πίστεως, πού τήν κατέστησε μέτοχο τῆς δυνάμεώς του καί τῆς ἐξασφάλισε τήν σωτηρία. ῾Επομένως, ὄχι μόνο δέν πρέπει νά θεωρεῖται ἀξιοκατάκριτη, ἀλλά ἀξίζει νά προβάλλεται ὡς πρότυπο πρός μίμηση. Τέλος, τήν βεβαιώνει ὅτι μπορεῖ νά νιώθει ἀπόλυτα εἰρηνική. Αὐτός πού τήν ἐλευθέρωσε ἀπό τήν ἀρρώστια, πού μάστιζε τό σῶμα της, φροντίζει νά εὐεργετήσει καί τήν ψυχή της χαρίζοντάς της τήν εἰρήνη· γι᾿ αὐτό τήν ἀποκαλεῖ θύγατερ, προσφώνηση πού δέν ἀπηύθυνε σέ ἄλλη γυναίκα.
 
8,49- 50. ῎Ετι αὐτοῦ λαλοῦντος ἔρχεταί τις παρὰ τοῦ ἀρχισυναγώγου λέγων αὐτῷ ὅτι τέθνηκεν ἡ θυγάτηρ σου· μὴ σκύλλε τὸν διδάσκαλον. ῾Ο δὲ ᾿Ιησοῦς ἀκούσας ἀπεκρίθη αὐτῷ λέγων· μὴ φοβοῦ· μόνον πίστευε, καὶ σωθήσεται.
   ᾿Ενῶ ἀκόμη ὁ Κύριος μιλοῦσε στήν γυναίκα, ἔρχεται κάποιος παρὰ τοῦ ἀρχισυναγώγου, ἀπό τό σπίτι τοῦ ᾿Ιαείρου, γιά νά τοῦ φέρει τό δυσάρεστο μήνυμα· ἡ κόρη του πέθανε. ῏Ηταν πλέον περιττή καί ἀνώφελη ἡ ἐπίσκεψη τοῦ ᾿Ιησοῦ. Γι᾿ αὐτό, προσθέτει· μὴ σκύλλε τὸν διδάσκαλον. Γιά τήν σημασία τοῦ ρήματος «σκύλλω» βλ. σχόλια στό 7,6.
   ῾Η εἴδηση θά προκάλεσε ὁπωσδήποτε μεγάλο πόνο στόν πατέρα. Μέχρι τήν ὥρα ἐκείνη διατηροῦσε μέσα του κάποια ἐλπίδα. Εἶχε δεχθεῖ τόσο πρόθυμα ὁ ᾿Ιησοῦς νά τόν ἀκολουθήσει καί μόλις εἶχε δώσει ἕνα ἀκόμη δεῖγμα τῆς δυνάμεώς του θεραπεύοντας τήν αἱμορροοῦσα. Πίστευε ὁ ᾿Ιάειρος ὅτι ὁ θαυμαστός αὐτός διδάσκαλος μποροῦσε νά θεραπεύσει ἀκόμη καί τά βαρύτερα νοσήματα. ῾Η πίστη του ὅμως δέν ἦταν τόση, ὥστε νά ἐλπίζει σέ μιά νεκρανάσταση.
   ῾Ωστόσο, πρίν προλάβει ὁ ᾿Ιάειρος νά ἐκφράσει τό παράπονό του, ὅτι ἄν δέν καθυστεροῦσαν στόν δρόμο, ἡ κόρη του θά ἀπέφευγε ἴσως τόν θάνατο (πρβλ. ᾿Ιω 11,32), ἀκούει τήν φωνή τοῦ ᾿Ιησοῦ· μὴ φοβοῦ· μόνον πίστευε, καὶ σωθήσεται. Δέν διέφυγε τήν προσοχή τοῦ Κυρίου τό μήνυμα πού ἔφθασε στόν ἀρχισυνάγωγο οὔτε ἡ ὀδύνη τοῦ δύστυχου πατέρα, πού ἔβλεπε νά σωριάζονται ὅλες του οἱ ἐλπίδες. Μέ ἀγάπη καί καλωσύνη στρέφεται πρός αὐτόν καί τόν ἐνθαρρύνει. Κανείς ἄλλος, βέβαια, δέν θά τολμοῦσε νά τόν παρηγορήσει μέ τά ἴδια λόγια· μόνον αὐτός πού, ὅπως πρόκειται νά ἀποδείξει, εἶναι ὁ ἐξουσιαστής τοῦ θανάτου καί χορηγός τῆς ζωῆς. Δέν διστάζει, λοιπόν, νά παροτρύνει τόν ᾿Ιάειρο, πού εἶχε νικήσει τούς πρώτους δισταγμούς καί ὥς ἐκείνη τήν στιγμή προσδοκοῦσε τό θαῦμα, νά μή χάσει τήν πίστη του τήν ὥρα τῆς σκληρῆς δοκιμασίας. Τοῦ εἶχε δώσει, ἐξάλλου, ἕνα συγκλονιστικό παράδειγμα γιά τήν δύναμη τῆς πίστεως θεραπεύοντας τήν αἱμορροοῦσα. ῾Ο Κύριος, πρίν κάνει ἕνα σημεῖο, ζητᾶ πάντοτε ἀπό τούς ἀνθρώπους πίστη, διότι ἀποβλέπει στήν οὐσιαστική τους ὠφέλεια. ῾Ο ἴδιος, ἀναμφίβολα, δέν ἀδυνατεῖ νά ἐπιτελέσει τό σημεῖο ἀκόμη καί σέ ἀπίστους, ἀλλά δέν προσφέρει ποτέ τίς εὐεργεσίες του σέ ἐκείνους πού δέν ἔχουν τίς προϋποθέσεις νά τίς ἀξιοποιήσουν.
 
8,51. ᾿Ελθὼν δὲ εἰς τὴν οἰκίαν οὐκ ἀφῆκεν εἰσελθεῖν οὐδένα εἰ μὴ Πέτρον καὶ ᾿Ιωάννην καὶ ᾿Ιάκωβον καὶ τὸν πατέρα τῆς παιδὸς καὶ τὴν μητέρα.
   ῾Ο Κύριος, ὅταν ἔφτασε στό σπίτι τοῦ ἀρχισυναγώγου, δέν ἄφησε κανέναν νά μπεῖ στό δωμάτιο τῆς νεκρῆς κόρης παρά μόνον τούς πιό οἰκείους της, τούς γονεῖς της, καί τούς πιό οἰκείους του, τρεῖς μαθητές του, τόν Πέτρο, τόν ᾿Ιάκωβο καί τόν ᾿Ιωάννη. ᾿Αθόρυβα καί ἥσυχα ἤθελε νά κάνει τό μεγάλο θαῦμα. «Οὐ γὰρ δὴ ὁ ταπεινὸς ᾿Ιησοῦς θέλει πρὸς ἐπίδειξίν τι ποιεῖν», σχολιάζει ὁ ἅγιος Θεοφύλακτος26. ᾿Από τούς μαθητές διάλεξε τρεῖς, διότι ἦταν ἀρκετοί ὡς μάρτυρες (βλ. Δε 19,15)· καί διάλεξε αὐτούς τούς τρεῖς, διότι αὐτοί ἦταν ἱκανοί νά μεταφέρουν καί νά βεβαιώσουν τό σημεῖο καί στούς ὑπόλοιπους. Αὐτούς τούς ἴδιους πῆρε, ἐπίσης, μαζί του ὁ Κύριος στήν Μεταμόρφωση (βλ. Μθ 17,1· Μρ 9,2· Λκ 9,28) καί στόν κῆπο τῆς Γεθσημανῆ (βλ. Μθ 26,37· Μρ 14,33).
 
8,52-53. ῎Εκλαιον δὲ πάντες καὶ ἐκόπτοντο αὐτήν. ῾Ο δὲ εἶπε· μὴ κλαίετε· οὐκ ἀπέθανεν, ἀλλὰ καθεύδει. Καὶ κατεγέλων αὐτοῦ, εἰδότες ὅτι ἀπέθανεν.
   Στό σπίτι τοῦ ᾿Ιαείρου ἔκλαιον δὲ πάντες καὶ ἐκόπτοντο αὐτήν, ὅλοι ἔκλαιγαν καί θρηνοῦσαν χτυπώντας τά στήθη τους γιά τόν θάνατο τοῦ κοριτσιοῦ. ῾Ο εὐαγγελιστής Ματθαῖος μᾶς πληροφορεῖ ὅτι εἶχαν καταφθάσει ἤδη καί οἱ «αὐληταί» (βλ. 9,23), οἱ ὁποῖοι σύμφωνα μέ τίς συνήθειες τῆς ᾿Ανατολῆς τόνιζαν μέ τούς αὐλούς τους πένθιμα ἄσματα. ῾Υπῆρχε συνήθεια καί ὁ πιό φτωχός ᾿Ισραηλίτης ἀκόμη, στήν κηδεία ἀγαπητοῦ του προσώπου νά μισθώνει αὐλητές καί μοιρολογῆτρες.
   ῎Αν καί ἦταν ἤδη βεβαιωμένο γεγονός ὁ θάνατος τοῦ κοριτσιοῦ, ὁ ᾿Ιησοῦς λέγει στούς παρευρισκομένους· μὴ κλαίετε· οὐκ ἀπέθανεν, ἀλλὰ καθεύδει (πρβλ. ᾿Ιω 11,11). Θέλει νά κατευνάσει τήν ταραχή τῶν ἀνθρώπων καί νά τούς προετοιμάσει γιά τό θαῦμα πού θά ἀκολουθήσει. Δέν θά ἔχει διάρκεια ὁ θάνατος αὐτός, γι᾿ αὐτό τόν χαρακτηρίζει ὡς ὕπνο. «῞Οπως τότε πού γαλήνευσε τήν θάλασσα, πρῶτα εἶχε ἐπιτιμήσει τούς μαθητές γιά τήν δειλία καί τήν ὀλιγοπιστία τους, ἔτσι καί τώρα φροντίζει πρῶτα νά καταπραΰνει τήν ταραχή τῶν παρευρισκομένων, δείχνοντας ταυτόχρονα ὅτι δέν τοῦ εἶναι δύσκολο νά ἀνασταίνει νεκρούς», ἑρμηνεύει ὁ ἅγιος Χρυσόστομος.
   Δέν ἦταν, βέβαια, εὔκολο νά ἀντιληφθοῦν τήν σημασία τῶν λόγων του ὅσοι βρίσκονταν τήν ὥρα ἐκείνη στό σπίτι τοῦ ᾿Ιαείρου. ᾿Απόλυτα βεβαιωμένοι γιά τόν θάνατο τοῦ κοριτσιοῦ κατεγέλων αὐτοῦ, εἰρωνεύονταν τόν ᾿Ιησοῦ, γελοῦσαν εἰς βάρος του, ἐπειδή εἶπε ὅτι τό κορίτσι κοιμᾶται. ῾Η στάση τους ἀποδεικνύει περίτρανα τήν ἀλήθεια τοῦ σημείου· ᾿Εφόσον ὁ θάνατος ἦταν βέβαιος, ἡ συνέχεια τῆς διηγήσεως ἀποτελεῖ ἀδιάψευστη μαρτυρία γιά τήν θεϊκή δύναμη τοῦ ᾿Ιησοῦ.
 
8,54. Αὐτὸς δὲ ἐκβαλὼν ἔξω πάντας καὶ κρατήσας τῆς χειρὸς αὐτῆς ἐφώνησε λέγων· ἡ παῖς, ἐγείρου.
   ῾Ο ᾿Ιησοῦς, ἀφοῦ ἔβγαλε ἔξω ὅλους ἐκείνους πού θορυβοῦσαν, ἔπιασε τό χέρι τῆς νεκρῆς κόρης καί τῆς μίλησε σάν νά ἐπρόκειτο νά τήν ξυπνήσει ἀπό τόν συνηθισμένο ὕπνο· ἡ παῖς ἐγείρου, ξύπνα κορίτσι μου! ῾Ο εὐαγγελιστής Μᾶρκος διασώζει τήν ἀραμαϊκή προσφώνηση· «ταλιθά, κοῦμι· ὅ ἐστι μεθερμηνευόμενον, τὸ κοράσιον, σοὶ λέγω ἔγειρε» (5,41). Μέ παρόμοια κίνηση καί λόγο ὁ Κύριος εἶχε ἀναστήσει καί τόν νεκρό γιό τῆς χήρας στή Ναΐν (βλ. σχόλια στό 7,14).
 
8,55-56. Καὶ ἐπέστρεψε τὸ πνεῦμα αὐτῆς, καὶ ἀνέστη παραχρῆμα, καὶ διέταξεν αὐτῇ δοθῆναι φαγεῖν. Καὶ ἐξέστησαν οἱ γονεῖς αὐτῆς. ῾Ο δὲ παρήγγειλεν αὐτοῖς μηδενὶ εἰπεῖν τὸ γεγονός.
   Στήν ἁγία Γραφή συχνά ἡ ψυχή ὀνομάζεται «πνεῦμα», ἐπειδή δημιουργήθηκε μέ τήν θεία πνοή (βλ. Γέ 2,7) καί ἔχει ὑπόσταση πνευματική. ῾Η ἔκφραση ἐπέστρεψε τὸ πνεῦμα αὐτῆς προϋποθέτει ὅτι θάνατος εἶναι ἡ ἔξοδος τῆς ψυχῆς ἀπό τό σῶμα.
   ῾Η δυνατότητα πού εἶχε ἀμέσως τό ἀναστημένο κορίτσι νά φάει καί νά περπατήσει (βλ. Μρ 5,42) φανερώνει ὅτι ἐπανῆλθε πράγματι στήν ζωή -δέν ἦταν φάντασμα (πρβλ. Λκ 24,39-41)- καί ὅτι, ἐπιπλέον, ἡ ὑγεία της ἀποκαταστάθηκε ἀπόλυτα.
Στούς ἔκπληκτους γονεῖς ὁ ᾿Ιησοῦς παραγγέλλει, ἐπίμονα κατά τόν εὐαγγελιστή Μᾶρκο (5,43), νά κρατήσουν μυστικό τό σημεῖο (βλ. σχόλια στό 5,14).

Στεργίου Σάκκου, Ἑρμηνεία στό κατά Λουκᾶν Εὐαγγέλιο, τόμ. Α΄, σελ. 359-368

Παρασκευή, 20 Οκτώβριος 2023 03:00

Κυρ. ΣΤ΄ Λουκᾶ Λκ 8,26-39

Ἡ θεραπεία τοῦ δαιμονισμένου στή χώρα τῶν Γαδαρηνῶν

 

daimon gadar2  Μετά ἀπό τήν κατάπαυση τῆς τρικυμίας καί οἱ ἄλλοι δύο συνοπτικοί εὐαγγελιστές (βλ. Μθ 8,28-34· Μρ 5,1-20) ἱστοροῦν τήν θεραπεία τοῦ δαιμονισμένου στά Γάδαρα, τήν ὁποία περιγράφει ἐδῶ ὁ Λουκᾶς. Ἡ ὁμολογία τῶν δαιμονίων καί ἡ ἐκδίωξή τους ἀπό τούς χοίρους ἔρχεται ὡς ἀπάντηση στό ἐρώτημα τῶν ἔκθαμβων μαθητῶν· «τίς ἄρα οὗτός ἐστιν;» (8,25). Μέ τήν ὑποταγή τῆς δαιμονικῆς λεγεώνας ἀποδεικνύεται γιά ἄλλη μιά φορά ἡ θεϊκή ἐξουσία τοῦ Ἰησοῦ, στήν ὁποία ὑποτάχθηκε ἡ τρικυμισμένη θάλασσα.

 8,26. Καὶ κατέπλευσεν εἰς τὴν χώραν τῶν Γαδαρηνῶν, ἥτις ἐστὶν ἀντίπερα τῆς Γαλιλαίας.

   Μετά τήν κατάπαυση τῆς τρικυμίας ὁ Ἰησοῦς κατέπλευσεν, ἔφθασε στήν παραλία καί ἀποβιβάσθηκε εἰς τὴν χώραν τῶν Γαδαρηνῶν. Τά Γάδαρα ἦταν μία πόλη στήν εὐρύτερη περιοχή τῆς Δεκαπόλεως, ἀνατολικά τοῦ Ἰορδάνη, σέ σημαντική ἀπόσταση ἀπό τήν λίμνη Γεννησαρέτ. Γνώριζε μεγάλη ἀκμή ἐκείνη τήν ἐποχή καί τά περίχωρά της ἁπλώνονταν μέχρι τήν νοτιοανατολική ὄχθη τῆς λίμνης. Ἔτσι ἡ περιοχή ἀντίπερα τῆς Γαλιλαίας, ἡ ἀπέναντι ὄχθη τῆς Γαλιλαίας, ἦταν γνωστή καί ὡς «χώρα τῶν Γαδαρηνῶν». Στά παράλια τῆς λίμνης ὑπῆρχε μία μικρότερη πόλη, ἡ Γέρσα ἤ Γέργεσα, ὅπου ὁ Κύριος θεράπευσε τόν δαιμονισμένο. Γι’ αὐτό οἱ εὐαγγελιστές Ματθαῖος καί Μᾶρκος ὀνομάζουν τήν περιοχή «χώραν τῶν Γεργεσηνῶν» (Μθ 8,28· Μρ 5,1).

 8,27. Ἐξελθόντι δὲ αὐτῷ ἐπὶ τὴν γῆν ὑπήντησεν αὐτῷ ἀνήρ τις ἐκ τῆς πόλεως, ὃς εἶχε δαιμόνια ἐκ χρόνων ἱκανῶν, καὶ ἱμάτιον οὐκ ἐνεδιδύσκετο καὶ ἐν οἰκίᾳ οὐκ ἔμενεν, ἀλλ’ ἐν τοῖς μνήμασιν.

   Μόλις ὁ Ἰησοῦς ἀποβιβάσθηκε στήν στεριά, ἀνήρ τις ἐκ τῆς πόλεως, κάποιος ἄνδρας καταγόμενος ἀπό τήν πόλη ἐκείνη, ἔτρεξε ἀμέσως νά τόν συναντήσει (βλ. Μρ 5,6). Ὁ ἄνθρωπος αὐτός ἐκ χρόνων ἱκανῶν, ἐδῶ καί πολλά χρόνια, βρισκόταν κάτω ἀπό τήν ἀνελέητη ἐξουσία τῶν δαιμόνων. Ἡ τραγική του κατάσταση ἦταν γνωστή σέ ὅλους τούς κατοίκους τῆς περιοχῆς· ἱμάτιον οὐκ ἐνεδιδύσκετο καὶ ἐν οἰκίᾳ οὐκ ἔμενεν, ἀλλ’ ἐν τοῖς μνήμασιν, γυρνοῦσε γυμνός ἔξω ἀπό τήν πόλη καί κατοικοῦσε στά μνήματα. Τά μνήματα τήν ἐποχή ἐκείνη ἦταν σκαμμένα μέσα σέ βράχους ἤ χτισμένα σάν μικρά μονόχωρα οἰκήματα, ὅπου μποροῦσε κανείς νά προστατευθεῖ ἀπό τό καῦμα τοῦ ἥλιου, τό κρύο ἤ τήν βροχή. Ἐκεῖ ὁδηγοῦσε τόν ταλαίπωρο δαιμονισμένο ὁ μισάνθρωπος κυρίαρχός του, γιά νά τόν κρατᾶ μακριά ἀπό τούς ἀνθρώπους, μόνο καί ἀβοήθητο, ἕρμαιο τῆς δαιμονικῆς κακεντρέχειας. Μέ τόν τρόπο αὐτό ἔβαζε σέ μεγαλύτερη ταλαιπωρία καί τούς συγγενεῖς του, οἱ ὁποῖοι ἀναγκάζονταν κάθε φορά νά τόν ἀναζητοῦν μέ πόνο κι ἀγωνία. Στόχευε ἴσως ὁ πονηρός καί στήν καλλιέργεια τῆς πλανεμένης ἀντίληψης, πού καί τότε ἐνδημοῦσε, ὅτι οἱ ψυχές τῶν νεκρῶν γίνονται δαίμονες.

   Σύμφωνα μέ τόν εὐαγγελιστή Ματθαῖο, ὁ Ἰησοῦς συνάντησε στήν περιοχή αὐτή δύο δαιμονισμένους (βλ. 8,28). Ὁ Λουκᾶς, ὅπως καί ὁ Μᾶρκος (βλ. 5,2), κάνουν λόγο μόνο γιά ἕναν. Προφανῶς πρόκειται γιά τόν ἕναν ἀπό τούς δύο πού ἀναφέρει ὁ Ματθαῖος· ἴσως αὐτός ἦταν σέ χειρότερη κατάσταση ἤ αὐτός προϋπάντησε τόν Ἰησοῦ καί «προσέπεσεν αὐτῷ» (στ. 28).

 8,28. Ἰδὼν δὲ τὸν Ἰησοῦν καὶ ἀνακράξας προσέπεσεν αὐτῷ καὶ φωνῇ μεγάλῃ εἶπε· τί ἐμοὶ καὶ σοί, Ἰησοῦ, υἱὲ τοῦ Θεοῦ τοῦ ὑψίστου; Δέομαί σου, μή με βασανίσῃς.

   Ὅταν ὁ δαιμονισμένος βρέθηκε μπροστά στόν Ἰησοῦ, ἔπεσε στήν γῆ βγάζοντας κραυγές τρόμου, σάν τόν δοῦλο πού γονατίζει μπροστά στό ἀφεντικό του περιμένοντας νά πέσει ἐπάνω του τό μαστίγιο. Ὁ διάβολος δέν ἀντέχει οὔτε στιγμή τήν παρουσία τοῦ πανάγιου καί πανάγαθου Κυρίου. Χρησιμοποιώντας τό στόμα τοῦ δαιμονισμένου, παρά τήν δειλία του, μέ θράσος διακήρυξε ὅτι δέν θέλει νά ἔχει καμία σχέση μέ τόν Ἰησοῦ, πού τόν ἀπογυμνώνει ἀπό τά λάφυρά του. Ἔλεγε μέ δυνατή φωνή· τί ἐμοὶ καὶ σοί, Ἰησοῦ, υἱὲ τοῦ Θεοῦ τοῦ ὑψίστου; (πρβλ. Μρ 1,24· 3,10-11· Λκ 4,34).

   Τά δαιμόνια εἶχαν ἤδη λάβει πολλά δείγματα τῆς δυνάμεως τοῦ Ἰησοῦ. Ἐμπειρικά πλέον γνώριζαν τήν ἐξουσία πού ἀσκοῦσε ἐναντίον τους καί τήν συμπόνια πού ἔδειχνε πρός τούς δαιμονισμένους. Γι’ αὐτό, ἀντιλαμβάνονται τί τούς περιμένει, καί μέ φόβο τόν ἱκετεύουν -ὅλα μαζί σάν νά ἦταν ἕνα ἤ ἕνα ἀπό ὅλα γιά λογαριασμό καί τῶν ἄλλων- λέγοντας· δέομαί σου, μή με βασανίσῃς. Γνωρίζουν ὅτι τούς περιμένει ἡ κόλαση, ὅπου θά βασανίζονται αἰώνια. Ζητοῦν ὅμως νά τούς δοθεῖ κάποια προσωρινή ἄνεση· νά μήν καταδικασθοῦν «πρὸ καιροῦ» (Μθ 8,29).

 8,29. Παρήγγειλε γὰρ τῷ πνεύματι τῷ ἀκαθάρτῳ ἐξελθεῖν ἀπὸ τοῦ ἀνθρώπου. Πολλοῖς γὰρ χρόνοις συνηρπάκει αὐτόν, καὶ ἐδεσμεῖτο ἁλύσεσι καὶ πέδαις φυλασσόμενος, καὶ διαρρήσσων τὰ δεσμὰ ἠλαύνετο ὑπὸ τοῦ δαίμονος εἰς τὰς ἐρήμους.

   Δίχως νά βραδύνει ὁ Κύριος δίνει ἐντολή στό ἀκάθαρτο πνεῦμα ἐξελθεῖν ἀπό τοῦ ἀνθρώπου. Εἶχε ἔλθει μέ σκοπό νά ἐλευθερώσει τόν δυστυχισμένο ἄνθρωπο ἀπό τήν μακροχρόνια καταδυνάστευση τοῦ διαβόλου· πολλοῖς γὰρ χρόνοις συνηρπάκει αὐτόν. Τό ρῆμα «συναρπάζω» χρησιμοποιεῖται ἐδῶ ὡς συνώνυμο τῶν ρημάτων «κυριεύω» καί «ἐξουσιάζω».

   Ὑπό τήν ἐπήρεια τοῦ δαιμονίου ὁ ἄνδρας ἐκεῖνος γινόταν ἀνήμερο θηρίο. Δέν ἀναφέρεται νά προξενοῦσε στούς ἄλλους κακό, καταλαμβανόταν ὅμως ἀπό μανία αὐτοκαταστροφῆς. Ὅπως μᾶς πληροφορεῖ ὁ εὐαγγελιστής Μᾶρκος, μέ πέτρες ξέσχιζε τά μέλη τοῦ σώματός του (βλ. Μρ 5,5). Ἦταν ἀδύνατο νά τόν συγκρατήσουν οἱ δικοί του. Τοῦ ἔδεναν τά χέρια μέ ἁλυσίδες, ἁλύσεσι, γιά νά μήν κάνει κακό στόν ἑαυτό του. Τοῦ ἔδεναν, ἐπίσης, καί τά πόδια μέ σιδερένια δεσμά, πέδαις, γιά νά μή φεύγει καί ἀπομονώνεται. Αὐτός ὅμως ἔσπαζε τά δεσμά καί ἔτρεχε στίς ἐρημιές ὑποτασσόμενος στήν δαιμονική ἐξουσία.

 8,30. Ἐπηρώτησε δὲ αὐτὸν ὁ Ἰησοῦς λέγων· τί σοί ἐστιν ὄνομα; Ὁ δὲ εἶπε· λεγεών· ὅτι δαιμόνια πολλὰ εἰσῆλθεν εἰς αὐτόν.

   Ὁ Ἰησοῦς ρωτᾶ τόν δαιμονισμένο· τί σοί ἐστιν ὄνομα; Ὡς Θεός, βέβαια, γνώριζε τήν ἀπάντηση. ῎Ηθελε ὅμως νά ἀκούσουν καί ὅσοι παρευρίσκονταν ὅτι ἦταν πάρα πολλά τά δαιμόνια πού εἶχαν ἐγκατασταθεῖ μέσα σέ ἐκεῖνον τόν ἄνθρωπο. Ἡ λατινική λέξη λεγεὼν (ἀπό τό ρῆμα lego = ἀθροίζω, συλλέγω) δηλώνει σῶμα στρατοῦ συγκροτούμενο ἀπό μικρότερους λόχους. Ἦταν ἡ μεγαλύτερη μονάδα τοῦ ρωμαϊκοῦ στρατοῦ. Ὁ ἀριθμός τῶν στρατιωτῶν κυμαινόταν ἀπό τόπο σέ τόπο καί ἀπό χρόνο σέ χρόνο. Στά χρόνια τῆς Καινῆς Διαθήκης ἡ λεγεών ἀπαρτιζόταν ἀπό 4.000 - 6.000 πεζούς καί 300 ἱππεῖς.

 8,31. καὶ παρεκάλει αὐτὸν ἵνα μὴ ἐπιτάξῃ αὐτοῖς εἰς τὴν ἄβυσσον ἀπελθεῖν.

   Ἡ «ἄβυσσος» (στερητικό ἀ + βυθός) εἶναι ὁ τόπος πού δέν ἔχει βυθό, ἔχει βάθος ἀπέραντο. Στήν Καινή Διαθήκη σημαίνει τόν ἅδη (βλ. Ρω 10,7) καί εἰδικώτερα τόν τόπο τοῦ ἅδη ὅπου κατοικοῦν οἱ δαίμονες (βλ. Ἀπ 9,1.2.11· 11,7· 17,8· 20,1.3), μέχρι τήν ὥρα τῆς τελικῆς τους τιμωρίας, ὁπότε θά ριφθοῦν «εἰς τὴν λίμνην τοῦ πυρὸς καὶ τοῦ θείου» (Ἀπ 20,10).

   Οἱ δαίμονες δέν θέλουν νά ἐπιστρέψουν στήν ἄβυσσο (πρβλ. Μρ 1,24· Λκ 4,34). Τρέμουν τόν τόπο τῆς τιμωρίας καί τῶν βασάνων. Δέν ἐπιθυμοῦν βέβαια οὔτε τόν παράδεισο, διότι εἶναι τόπος ἁγιότητος καί ἀγάπης. Προτιμοῦν νά κινοῦνται στόν κόσμο, γιά νά καταδυναστεύουν τούς ἀνθρώπους· αὐτό συνιστᾶ τήν μοναδική τους χαρά καί ἀπόλαυση.

 8,32. Ἦν δὲ ἐκεῖ ἀγέλη χοίρων ἱκανῶν βοσκομένων ἐν τῷ ὄρει· καὶ παρεκάλουν αὐτὸν ἵνα ἐπιτρέψῃ αὐτοῖς εἰς ἐκείνους εἰσελθεῖν· καὶ ἐπέτρεψεν αὐτοῖς.

   Τά δαιμόνια παρακαλοῦσαν τόν Κύριο νά τούς ἐπιτρέψει νά εἰσβάλουν σέ μία μεγάλη ἀγέλη χοίρων πού ἔβοσκε ἐκεῖ κοντά. Ὁ παρατατικός παρεκάλουν δηλώνει τήν ἐπίμονη παράκλησή τους, ἡ ὁποία φανερώνει ὅτι ἀναγνώριζαν τήν δύναμη τοῦ Ἰησοῦ καί παραδέχονταν τήν δική τους πλήρη ἀδυναμία. Ὁ Κύριος, πράγματι, ἐπέτρεψεν αὐτοῖς, ἔδωσε τήν συγκατάθεσή του. Δίχως αὐτήν δέν μποροῦσαν νά κάνουν τήν παραμικρή κίνηση, δέν μποροῦσαν νά ἐξουσιάσουν οὔτε καί τούς χοίρους! Ὁ παντογνώστης Ἰησοῦς γνώριζε ἀσφαλῶς τί θά ἐπακολουθήσει. Πρίν φθάσει ὅμως ἡ ὥρα τῆς τελικῆς κρίσεως, ἀνέχεται τήν δράση τῶν δαιμόνων μέσα στόν κόσμο, ὥστε παλεύοντας μέ τούς ἀνθρώπους νά τούς καθιστοῦν ἄξιους βραβείων. Διότι ἄν δέν ὑπῆρχαν ἀντίπαλοι δέν θά ὑπῆρχαν καί ἀγῶνες, κι ἄν δέν ὑπῆρχαν ἀγῶνες δέν θά ὑπῆρχαν καί στεφάνια νίκης, σημειώνει ὁ ἅγιος Θεοφύλακτος. Οἱ πειρασμοί τούς ὁποίους προκαλοῦν οἱ δαίμονες ἀναδεικνύουν τούς πιστούς καί ἑτοιμάζουν τά στεφάνια τῆς δόξας τους. Ἡ δύναμη τοῦ σατανᾶ, ἐξάλλου, καθίσταται ἀνίκανη νά βλάψει ἐκείνους πού ἑκούσια μένουν ἀσφαλισμένοι μέσα στήν θεία χάρη.

 8,33. Ἐξελθόντα δὲ τὰ δαιμόνια ἀπὸ τοῦ ἀνθρώπου εἰσῆλθον εἰς τοὺς χοίρους, καὶ ὥρμησεν ἡ ἀγέλη κατὰ τοῦ κρημνοῦ εἰς τὴν λίμνην καὶ ἀπεπνίγη.

   Μέ τήν ἄδεια τοῦ Ἰησοῦ, λοιπόν, τά δαιμόνια βγῆκαν ἀπό τόν δαιμονισμένο καί μπῆκαν στά γουρούνια. Ἐκεῖνα τότε τρομαγμένα ὅρμησαν στόν γκρεμό, ἔπεσαν στήν λίμνη καί πνίγηκαν. Σύμφωνα μέ τήν πληροφορία πού δίνει ὁ εὐαγγελιστής Μᾶρκος (βλ. 5,13), τά γουρούνια ἦταν περίπου δύο χιλιάδες. Ὁ Κύριος ἐπέτρεψε νά πνιγοῦν γιά ποικίλους λόγους, ὅπως·

 α) νά ἀποδειχθεῖ ὅτι ὁ σατανᾶς εἶναι ὑπαρκτή ὀντότητα, πρόσωπο· δέν εἶναι ἡ προσωποποίηση τοῦ κακοῦ·

 β) νά ἀποδειχθεῖ ἡ καταστροφική μανία τῶν δαιμονίων, πού μόνο γιά τό κακό καί τόν ὄλεθρο ἐπιστρατεύουν τίς δυνάμεις τους·

 γ) νά γίνει φανερό πόσοι καί ποιοί κατοικοῦσαν τόσα χρόνια στόν δυστυχισμένο ἄνδρα·

 δ) νά λάμψει γιά ἄλλη μιά φορά ἡ θεϊκή δύναμη τοῦ Ἰησοῦ·

 ε) νά φανερωθεῖ ἡ πρόνοια τοῦ Θεοῦ πού καί τούς κατοίκους τῆς περιοχῆς φύλαξε ἀπό τήν κακία τόσων δαιμονίων -δέν ἐπέτρεψε νά βλάψουν τούς ἀνθρώπους- καί τόν ἴδιο τόν δαιμονισμένο προστάτευσε ἀπό χειρότερες συμφορές·

 στ) νά φανεῖ ἡ ἀχαριστία τῶν Γαδαρηνῶν, οἱ ὁποῖοι μετά ἀπό ἕνα τόσο μεγάλο σημεῖο, ἀντί νά εὐχαριστήσουν τόν Κύριο, τόν διώχνουν ἀπό τήν χώρα τους·

 ζ) νά τιμωρηθεῖ ἡ παρανομία τῶν ἰουδαίων, οἱ ὁποῖοι παρά τήν ἀπαγόρευση τοῦ μωσαϊκοῦ νόμου (βλ. Λε 11,7· Δε 14,8) ἀσχολοῦνταν μέ τήν ἐκτροφή χοίρων. Ἦταν μία πολύ ἀποδοτική ἐπιχείρηση, καθόσον οἱ Ρωμαῖοι πού κατοικοῦσαν στήν Παλαιστίνη καί τό πλῆθος τῶν ἐθνικῶν πού διέμενε στήν περιοχή τῆς Δεκαπόλεως ἀκριβοπλήρωναν τό δυσεύρετο στά μέρη ἐκεῖνα χοιρινό κρέας. ῎Ηθελε ὁ Κύριος νά δώσει ἕνα δεῖγμα τῆς δικαιοκρισίας του, νά φανερώσει ὅτι ἡ δύναμή του δέν εὐεργετεῖ μόνο ἀλλά μπορεῖ ἐπίσης, ὅταν αὐτός κρίνει, νά τιμωρεῖ αὐστηρά, γιά τόν σωφρονισμό καί τήν μετάνοια τῶν ἀνθρώπων. Ὁ Κύριος, ὅπως παρατηρεῖ ὁ Βασίλειος Σελευκείας, «συγχωρεῖ τὰ ἐλάττονα, ἵν’ ἐπιγνῶμεν τὰ μείζονα». Ἐπιτρέπει κάποιες φορές μία μικρή ζημία, γιά νά μᾶς χαρίσει μεγάλες ἀποκαλύψεις.

   Ἐξάλλου, εἶναι ἀξιοσημείωτο ὅτι ἡ σοφία τοῦ Κυρίου στρέφει τά βέλη τῶν δαιμονίων ἐναντίον τους. «Ἐνῶ σχεδίαζαν νά βλάψουν τό ἔργο του, ἔπαθαν αὐτά τήν μεγαλύτερη βλάβη. Συνέβη, δηλαδή, τό ἀντίθετο ἀπό αὐτό πού ἐπιθυμοῦσαν. Ἔλαμψε ἡ δύναμη τοῦ Χριστοῦ καί φανερώθηκε ἡ δική τους ἀσθένεια καί κακία», σχολιάζει εὔστοχα ὁ Ζιγαβηνός.

  8,34. Ἰδόντες δὲ οἱ βόσκοντες τὸ γεγενημένον ἔφυγον, καὶ ἀπήγγειλαν εἰς τὴν πόλιν καὶ εἰς τοὺς ἀγρούς.

   Οἱ βοσκοί τῶν χοίρων, αὐτόπτες μάρτυρες τῆς θεραπείας τοῦ δαιμονισμένου καί τῆς καταστροφῆς τῆς ἀγέλης τῶν χοίρων, φεύγουν εἰς τὴν πόλιν, γιά νά ἐνημερώσουν, ὅπως ὄφειλαν, τούς κυρίους τους. Στόν δρόμο ἀναγγέλλουν τά γεγονότα καί σέ ὅλους ὅσους συναντοῦν εἰς τοὺς ἀγρούς. Ἔτσι διαδόθηκε τό σημεῖο. Ἡ ἀπώλεια τῶν χοίρων κατέστησε τούς χοιροβοσκούς κήρυκες τοῦ θαύματος (βλ. Μθ 8,33).

 8,35. Ἐξῆλθον δὲ ἰδεῖν τὸ γεγονός, καὶ ἦλθον πρὸς τὸν Ἰησοῦν καὶ εὗρον καθήμενον τὸν ἄνθρωπον, ἀφ’ οὗ τὰ δαιμόνια ἐξεληλύθει, ἱματισμένον καὶ σωφρονοῦντα παρὰ τοὺς πόδας τοῦ Ἰησοῦ, καὶ ἐφοβήθησαν.

   Οἱ ἰδιοκτῆτες τῶν χοίρων ἔσπευσαν νά ἐλέγξουν τήν ἀκρίβεια τῆς διηγήσεως τῶν βοσκῶν. Μαζί τους βγῆκαν ἀπό τήν πόλη καί ἦλθαν πρός τόν Ἰησοῦ καί πολλοί ἄλλοι κινούμενοι ἀπό περιέργεια· «πᾶσα ἡ πόλις ἐξῆλθεν εἰς συνάντησιν τῷ Ἰησοῦ», γράφει ὁ εὐαγγελιστής Ματθαῖος (8,34).

   Ὅλοι αὐτοί εἶδαν καθήμενον κοντά στόν Κύριο καί στούς μαθητές τὸν ἄνθρωπον πού γιά πολλά χρόνια τριγυρνοῦσε στίς ἐρημιές σάν ἀγρίμι καί κούρνιαζε μακρυά ἀπό κατοικημένες περιοχές, στά μνήματα. Τόν εἶδαν ἱματισμένον, ντυμένο. Ποῦ βρῆκε τά ροῦχα αὐτός πού ὥς τώρα «ἱμάτιον οὐκ ἐνεδιδύσκετο» (στ. 27); Δέν ἀπαντᾶ σ’ αὐτό τό ἐρώτημα ἡ ἱερή διήγηση. Ἐξυπακούεται ὅμως ὅτι μᾶλλον κάποιος ἀπό τούς χοιροβοσκούς ἤ καί ἀπό τούς μαθητές τοῦ Κυρίου τοῦ ἔδωσε ροῦχα νά ντυθεῖ. Ἔτσι οἱ συντοπίτες του βρῆκαν ἱματισμένον αὐτόν πού ξέσχιζε τά ροῦχα καί τίς σάρκες του ἀκόμη καί γυρνοῦσε γυμνός καί καταπληγωμένος· σωφρονοῦντα αὐτόν πού μανιασμένος ἔσπαζε τίς σιδερένιες ἁλυσίδες· παρὰ τοὺς πόδας τοῦ Ἰησοῦ τόν ἄλλοτε τόσο ἄγριο καί φοβερό, «ὥστε μὴ ἰσχύειν τινὰ παρελθεῖν διὰ τῆς ὁδοῦ ἐκείνης» (Μθ 8,28)! Τέτοια θαυμαστά σημεῖα ἐπιτελεῖ ἡ ἀγάπη τοῦ Κυρίου. Ἀλλοιώνει τόν ἄνθρωπο καί τόν μεταμορφώνει μέ τήν θεία χάρη.

   Οἱ κάτοικοι τῆς περιοχῆς, ὡστόσο, μπροστά στό θέαμα πού ἀντίκρυσαν, ἐφοβήθησαν· ἔχοντας συναίσθηση τῆς ἐνοχῆς τους γιά τήν ἐκτροφή τῶν χοίρων φοβήθηκαν μήπως ὁ Ἰησοῦς, μέ τήν δύναμη πού διαθέτει, τούς τιμωρήσει παραδειγματικά.

 8,36. Ἀπήγγειλαν δὲ αὐτοῖς οἱ ἰδόντες πῶς ἐσώθη ὁ δαιμονισθείς.

  Οἱ αὐτόπτες μάρτυρες τοῦ γεγονότος, οἱ ἰδόντες, δηλαδή οἱ βοσκοί καί ὅσοι ἦταν στήν συνοδία τοῦ Ἰησοῦ καί παρακολούθησαν τήν θαυμαστή θεραπεία διηγήθηκαν πῶς σώθηκε ὁ δαιμονισμένος ἀπό τήν τρομερή μάστιγα πού τόν τυραννοῦσε.

  8,37. Καὶ ἠρώτησαν αὐτὸν ἅπαν τὸ πλῆθος τῆς περιχώρου τῶν Γαδαρηνῶν ἀπελθεῖν ἀπ’ αὐτῶν, ὅτι φόβῳ μεγάλῳ συνείχοντο. Αὐτὸς δὲ ἐμβὰς εἰς τὸ πλοῖον ὑπέστρεψεν.

   Ἐνῶ ἡ θεραπεία τοῦ δαιμονισμένου προκάλεσε, ἀναμφίβολα, τόν θαυμασμό στούς κατοίκους ὅλης τῆς περιοχῆς, δέν τούς ἐμπόδισε νά ἀποπέμψουν τόν Ἰησοῦ· ἠρώτησαν αὐτὸν ἅπαν τὸ πλῆθος τῆς περιχώρου τῶν Γαδαρηνῶν ἀπελθεῖν ἀπ’ αὐτῶν. Ὁ λόγος ἦταν, ὄχι μόνο ὁ φόβος γιά τήν ἐνδεχόμενη παραδειγματική τιμωρία, ἀλλά καί τό ὅτι δέν ἤθελαν νά ἀπαρνηθοῦν τήν παρανομία τους· φόβῳ μεγάλῳ συνείχοντο μή χάσουν τά κέρδη πού τούς ἐξασφάλιζε ἡ παράνομη ἐκτροφή χοίρων. Δέν ἔνιωσαν τόν φόβο ἐκεῖνο πού γεννιέται στόν ἄνθρωπο, ὅταν συναισθάνεται τήν ἁμαρτωλότητά του (πρβλ. Λκ 5,8). Δέν ἦταν ἁπλῶς ἁμαρτωλοί οἱ Γαδαρηνοί, ἦταν πωρωμένοι. Δέν μποροῦσαν νά ἐκτιμήσουν ποιός ἦταν αὐτός πού τούς ἐπισκέφθηκε. Δέν ἤθελαν νά ἀπαλλαγοῦν ἀπό τά πάθη καί τίς ἀδυναμίες τους. Στήν περίπτωσή τους εἶχε ἐφαρμογή ὁ λόγος πού εἶπε ὁ Κύριος στόν Νικόδημο· «αὕτη δέ ἐστιν ἡ κρίσις, ὅτι τὸ φῶς ἐλήλυθεν εἰς τὸν κόσμον, καὶ ἠγάπησαν οἱ ἄνθρωποι μᾶλλον τὸ σκότος ἢ τὸ φῶς· ἦν γὰρ πονηρὰ αὐτῶν τὰ ἔργα» (Ἰω 3,19). Οἱ Γαδαρηνοί ἔμειναν ἀσυγκίνητοι μπροστά στήν θαυμαστή θεραπεία τοῦ συνανθρώπου τους. Τούς ἀπασχολοῦσε περισσότερο ἡ οἰκονομική ζημία τήν ὁποία τούς προκάλεσε ἡ ἀπώλεια τῶν χοίρων. Ἔβαζαν τό ἄμεσο ὑλικό τους συμφέρον πάνω ἀπό τόν νόμο τοῦ Θεοῦ. Τούς ἀναστάτωνε ἀκόμη καί ἡ σκέψη ὅτι μπορεῖ νά ἀλλάξουν τά σχέδια καί οἱ συνήθειές τους. Γι’ αὐτό, προτίμησαν νά φύγει ἀπό κοντά τους ὁ Χριστός παρά νά ἀλλάξει ὁ τρόπος τῆς ζωῆς τους.

   Ὁ Ἰησοῦς ἐμβὰς εἰς τὸ πλοῖον ὑπέστρεψεν, μπῆκε στό πλοῖο καί ἐπέστρεψε «εἰς τὴν ἰδίαν πόλιν» (Μθ 9,1), τήν Καπερναούμ. Δέν ἐπιβάλλει ποτέ τήν παρουσία του ἀναγκαστικά. Σέβεται ἀπόλυτα τήν ἐλευθερία τοῦ ἀνθρώπου. Τήν ἴδια στάση παρήγγειλε νά κρατοῦν καί οἱ μαθητές του (βλ. Μθ 10,23).

 8,38. Ἐδέετο δὲ αὐτοῦ ὁ ἀνήρ, ἀφ’ οὗ ἐξεληλύθει τὰ δαιμόνια, εἶναι σὺν αὐτῷ· ἀπέλυσε δὲ αὐτὸν ὁ Ἰησοῦς λέγων.

   Ὁ ἄνθρωπος πού ἀπαλλάχθηκε ἀπό τά δαιμόνια παρακαλεῖ τόν Ἰησοῦ νά τόν δεχθεῖ κοντά του, νά τόν πάρει μαζί του στίς ἱεραποστολικές περιοδεῖες του. Δέν ἤθελε νά ἀποχωρισθεῖ τόν θαυμαστό διδάσκαλο καί μεγάλο του εὐεργέτη. Φοβόταν ἴσως μήπως μακριά του κινδυνεύσει καί πάλι ἀπό τά δαιμόνια. Ἐπιθυμοῦσε, ἐξάλλου, νά τοῦ δείξει τήν εὐγνωμοσύνη του προσφέροντας τίς ὑπηρεσίες του. Ἡ στάση του θυμίζει ἐκείνη τῶν Σαμαρειτῶν, οἱ ὁποῖοι μετά τήν προσωπική γνωριμία τους μέ τόν Κύριο τόν παρακαλοῦσαν νά μείνει μαζί τους (βλ. Ἰω 4,40).

   Ὁ Κύριος, ὡστόσο, δέν κράτησε τόν ἄνθρωπο αὐτόν κοντά του· δέν τόν πῆρε στόν κύκλο τῶν μαθητῶν του, διότι εἶχε ἄλλη ἀποστολή νά τοῦ ἀναθέσει. Ἡ φιλανθρωπία του φρόντισε ὥστε, ὅταν ὁ ἴδιος ἀποχώρησε ὅπως τοῦ τό ζήτησαν οἱ Γαδαρηνοί, νά μείνει πίσω του ἕνας ἔνθερμος κήρυκας. Τό πέρασμα τοῦ Ἰησοῦ ἀπό τήν χώρα τῶν Γαδαρηνῶν δέν ἔμεινε ἄκαρπο. Σώθηκε μία ψυχή, πού θά θύμιζε ζωηρά τόν ἐρχομό του καί θά ἀποτελοῦσε ἕναν δριμύ ἔλεγχο ὅλων ἐκείνων οἱ ὁποῖοι τόν ἔδιωξαν.

 8,39. ὑπόστρεφε εἰς τὸν οἶκόν σου καὶ διηγοῦ ὅσα ἐποίησέ σοι ὁ Θεός. Καὶ ἀπῆλθε καθ’ ὅλην τὴν πόλιν κηρύσσων ὅσα ἐποίησεν αὐτῷ ὁ Ἰησοῦς.

   Ὁ Ἰησοῦς «τύπον ἡμῖν ταπεινοφροσύνης διδοὺς... καὶ ἵνα πάντα πρὸς Θεὸν ἀναφέρωμεν τὰ κατορθώματα», ἀποστέλλοντας τόν θεραπευμένο πλέον δαιμονισμένο τοῦ λέγει διηγοῦ ὅσα ἐποίησέ σοι ὁ Θεὸς καί ὄχι «ὅσα σοι ἐποίησα ἐγώ». Εἶναι ἀξιοσημείωτο ἐντούτοις ὅτι ὁ πρώην δαιμονισμένος κηρύττει ὅσα ἐποίησεν αὐτῷ ὁ Ἰησοῦς.

   Ὁ εὐεργετημένος ἄνθρωπος, πραγματικά, περιόδευσε καθ’ ὅλην τήν πόλιν, ἀλλά καί «ἐν τῇ Δεκαπόλει», ὅπως σημειώνει ὁ εὐαγγελιστής Μᾶρκος (5,20). Ἡ Δεκάπολις ἐκτεινόταν ἀπό τήν Δαμασκό ὥς τήν Ἀραβία καί ἀπαρτιζόταν ἀπό δέκα πόλεις, στίς ὁποῖες συμπεριλαμβάνονταν καί τά Γάδαρα καί ἡ Γέρσα (ἤ Γέργεσα). Σέ ὅλη αὐτή τήν περιοχή, ὁ πρώην δαιμονισμένος διηγοῦνταν τό θαῦμα πού ἔζησε. Ἀπό τήν ἐμπειρία του κατέθετε αὐτό πού, ἀργότερα, ἔγραψε ὁ Ἰωάννης στήν πρώτη του ἐπιστολή· «ἐφανερώθη ὁ υἱὸς τοῦ Θεοῦ, ἵνα λύσῃ τὰ ἔργα τοῦ διαβόλου» (3,8). Τό κήρυγμά του -ἡ πιό εἰλικρινής ἔκφραση τῆς εὐγνωμοσύνης του- θά ἦταν ἀναμφίβολα πολύ δυνατό καί πειστικό· γιά ἐκείνους, βέβαια, πού δέν ἐπέμεναν νά κρατοῦν τήν καρδιά τους προσκολλημένη στά πάθη, στά... γουρούνια.

 Στεργίου Σάκκου, Ἑρμηνεία στό κατά Λουκᾶν Εὐαγγέλιο, τόμ. Α΄, σελ. 349-359

Παρασκευή, 03 Νοέμβριος 2023 02:00

Κυρ. Ε΄ Λουκᾶ Λκ 16,19-31

Ἡ παραβολή τοῦ πλουσίου καί τοῦ φτωχοῦ Λαζάρου

  lazar Μετά τήν ὀφειλόμενη ἀπάντηση στόν «μυκτηρισμό» τῶν φαρισαίων (βλ. στ. 14) ὁ Κύριος συνεχίζει τήν διδαχή του γιά τόν πλοῦτο μέ μία ἀκόμη παραβολή. ῾Η παραβολή τοῦ πλουσίου καί τοῦ φτωχοῦ Λαζάρου παρουσιάζει ἐναργέστερα τήν ἀλήθεια πού ἀνέπτυξε ἡ προηγούμενη παραβολή, τοῦ φρονίμου οἰκονόμου (βλ. στ. 1-13). Μέ τρόπο παραστατικό τονίζει ὅτι ἀνάμεσα στήν ἐπίγεια καί στήν πέραν τοῦ τάφου ζωή ὑπάρχει σύνδεσμος ἀδιάρρηκτος, μία φυσική συνέχεια καί ἀπαρασάλευτη συνέπεια.
    Εἰδικώτερα, προβάλλει τήν μεγάλη διαφορά ἀνάμεσα στόν κλῆρο τῶν πλουσίων, οἱ ὁποῖοι σπαταλώντας τά πλούτη τους ἀπολαμβάνουν σ᾿ αὐτή τήν ζωή πολυτέλεια καί ἡδονή, χωρίς νά φροντίσουν νά ἀποκτήσουν «φίλους ἐκ τοῦ μαμωνᾶ τῆς ἀδικίας» (στ. 9), καί στόν κλῆρο τῶν φτωχῶν πού καρτερικά ὑπομένουν στερήσεις καί κακουχίες. Στήν παραβολή, ὅπως γενικά στήν Καινή Διαθήκη, οἱ λέξεις πλούσιος καί φτωχός δέν χρησιμοποιοῦνται μέ τήν κοινή, τήν κοινωνική ἔννοια, ἀλλά ἔχουν καί μία πνευματική χροιά. ῾Ο πλούσιος δέν κατέχει ἁπλῶς πολλά ἀγαθά, ἀλλά ἔχει ἐπικεντρώσει σ᾿ αὐτά τό ἐνδιαφέρον καί τόν σκοπό τῆς ζωῆς του ἀδιαφορώντας γιά τόν Θεό· εἶναι ὑλιστής. ᾿Αντίθετα, ὁ φτωχός μαζί μέ τήν ἔνδεια διαθέτει ἐπίσης μετριοφροσύνη καί ταπείνωση καί στηρίζει τήν ἐλπίδα του στόν Θεό· εἶναι εὐσεβής.
   Χρησιμοποιώντας ἐκφράσεις ἀνθρωπομορφικές καί εἰκόνες ἀπό τήν φυσική ζωή ἡ παραβολή περιγράφει μέ τόν πιό ζωηρό, ἁπλό καί κατανοητό τρόπο τήν μεταφυσική πραγματικότητα, ὅπου ἀνατρέπεται τελείως τό σκηνικό τῆς παρούσης ζωῆς. ῾Ο πλούσιος πού ἐδῶ διαχειρίσθηκε τά πλούτη του φίλαυτα καί χωρίς φιλανθρωπία ἐκεῖ θά βασανίζεται αἰώνια, δίχως καμία ἐλπίδα σωτηρίας. ᾿Αντίθετα, ὁ φτωχός Λάζαρος πού ἀγόγγυστα ὑπέφερε τήν φτώχεια, τήν ἀρρώστεια, τήν καταφρόνια βρίσκει αἰώνια παρηγοριά, ἀνάπαυση καί δόξα στούς κόλπους τοῦ ᾿Αβραάμ.
  ῾Η παραβολή διαιρεῖται σέ δύο μέρη καί τό καθένα ἀπό αὐτά περιλαμβάνει δύο σκηνές. Τό πρῶτο μέρος διαδραματίζεται στήν γῆ. Προβάλλει τήν σκηνή τοῦ πλουσίου, πού ζῆ μέσα στήν πολυτέλεια καί στίς ἀπολαύσεις, καί τήν σκηνή τοῦ φτωχοῦ Λαζάρου, πού μαστίζεται ἀπό τήν φτώχεια καί τήν ταλαιπωρία. Τό δεύτερο μέρος ἐκτυλίσσεται στήν μετά θάνατον πραγματικότητα. Παρουσιάζει ἀφενός τόν φτωχό Λάζαρο, πού ἀπολαμβάνει τήν δόξα τοῦ παραδείσου, καί ἀφετέρου τόν πλούσιο, πού ὑποφέρει τά βάσανα τῆς κόλασης.
  Οἱ δύο σκηνές τοῦ πρώτου μέρους ἀπεικονίζουν τήν παροῦσα πραγματικότητα, γνωστή σέ ὅλους. Τοῦ δευτέρου μέρους οἱ σκηνές ἀφοροῦν στήν ζωή πέραν τοῦ τάφου, ἀπρόσιτη στήν ἀνθρώπινη γνώση. ῾Ο θεάνθρωπος Κύριος γνωρίζει τήν παροῦσα πραγματικότητα ὡς ἄνθρωπος, ἀλλά καί τήν μέλλουσα ὡς Θεός. Καί τίς δύο τίς γνωρίζει μέ ἀπόλυτη βεβαιότητα. Μόνον Αὐτός ἔχει πλήρη καί τέλεια γνώση τοῦ φυσικοῦ καί τοῦ μεταφυσικοῦ κόσμου καί καταθέτει τήν ἀξιόπιστη μαρτυρία του μέ ὅσα μᾶς ἀποκαλύπτει στήν παραβολή.
 

16,19. ῎Ανθρωπος δέ τις ἦν πλούσιος, καὶ ἐνεδιδύσκετο πορφύραν καὶ βύσσον εὐφραινόμενος καθ᾿ ἡμέραν λαμπρῶς.
   Κάποιος ἄνθρωπος ἦταν πλούσιος. Σκόπιμα ὁ Κύριος ἀποσιωπᾶ τό ὄνομά του. ῾Ο ἅγιος Κύριλλος ᾿Αλεξανδρείας ἐφιστᾶ ἰδιαίτερα τήν προσοχή τοῦ ἀναγνώστη στήν λεπτομέρεια αὐτή· «᾿Επιτήρησον ἀκριβῶς τοῦ Σωτῆρος τοὺς λόγους, πολύ τι τὸ σοφὸν ἐμφαίνοντας». ῾Η ἀνωνυμία ὑποδηλώνει τήν ἀπαρέσκεια τοῦ Κυρίου γιά τόν «ἀφιλοικτείρμονα», τόν ἄσπλαγχνο πλούσιο ἀλλά καί γιά κάθε πλούσιο πού ἐπιδεικνύει τήν ἴδια ἄσπλαγχνη καί ἀθεόφοβη συμπεριφορά. Γιά τούς ἀνόμους, ἐξάλλου, λέει ὁ Θεός· «οὐ μὴ μνησθῶ τῶν ὀνομάτων αὐτῶν διὰ χειλέων μου» (Ψα 15,4). Γι᾿ αὐτό ὁ ᾿Ιησοῦς περιορίζεται νά πεῖ· ἄνθρωπος δέ τις ἦν πλούσιος.
  ῾Ο ἅγιος Χρυσόστομος σέ μία ἀπό τίς ἑπτά ὑπέροχες ὁμιλίες τίς ὁποῖες ἀφιερώνει στήν παραβολή αὐτή χαρακτηρίζει τόν πλούσιο ὡς ἑξῆς· «῎Ανθρωπος οὐκ ἔχων ἀνθρώπου καρπόν. ῞Οπου γὰρ πλοῦτος καὶ ἁρπαγαί, λύκος ὁ βλεπόμενος· ὅπου πλοῦτος καὶ θηριωδία, λέοντα ὁρῶ καὶ οὐκ ἄνθρωπον». Εἶχε χάσει τήν ἀνθρωπιά του ὁ ἄνθρωπος ἐκεῖνος· κυνηγώντας τά πλούτη εἶχε καταντήσει θηρίο ἀνήμερο (πρβλ. Ψα 48,13. 21).
  Τά πολυτελῆ ἐνδύματα τοῦ πλουσίου φανερώνουν τό μέγεθος τοῦ πλούτου του ἀλλά καί τήν κενοδοξία καί ἐπιδειξιομανία του· ἐνεδιδύσκετο πορφύραν καὶ βύσσον. «Πορφύρα» λέγεται τό θαλάσσιο κοχύλι τοῦ ὁποίου ὁ χυμός χρησιμοποιήθηκε στήν ἀρχαιότητα γιά τήν βαφή ὑφασμάτων σέ κόκκινο χρῶμα. Στήν συνέχεια, ὀνομάστηκε ἔτσι καί τό ὕφασμα, κυρίως τό μάλλινο, πού ἦταν βαμμένο μέ τήν βαφή αὐτή καί οἱ χιτῶνες πού κατασκευάζονταν ἀπό αὐτό τό ὕφασμα. Τό πιό φημισμένο κέντρο παραγωγῆς πορφύρας ἦταν ἡ Τύρος τῆς Φοινίκης. Τίς πορφύρες φοροῦσαν ὡς ἐξωτερικό ἔνδυμα συνήθως μόνο οἱ βασιλιάδες καί οἱ ἄρχοντες, διότι ἦταν πανάκριβες.
  «Βύσσος» ἦταν ἕνα εἶδος λιναριοῦ πού καλλιεργοῦνταν στήν Αἴγυπτο. ῎Ετσι ὀνομαζόταν, ἐπίσης, τό λεπτό, ἁπαλό καί πανάκριβο λινό ὕφασμα πού κατασκευαζόταν ἀπό τόν βύσσο. Εἶχε χρῶμα ὑποκίτρινο καί τό χρησιμοποιοῦσαν ὡς ἐσωτερικό ἔνδυμα οἱ βασιλεῖς καί οἱ πλούσιοι.
  ῾Η ἔκφραση εὐφραινόμενος καθ᾿ ἡμέραν λαμπρῶς ἀπεικονίζει τήν μεγαλοπρέπεια καί τήν λαμπρότητα τῶν συμποσίων πού καθημερινά ἀπολάμβανε ὁ πλούσιος. Φαίνεται ὅτι ὁ ἄνθρωπος αὐτός μαζί μέ τά πλούτη εἶχε καί καλή ὑγεία καί εὐεξία καί εὐχέρεια, ὥστε νά μπορεῖ νά ἀπολαμβάνει τήν τρυφή τῶν συμποσίων. Κανένα πρόβλημα ἤ δυσκολία δέν ἀνέκοπτε τήν ἀπόλαυσή του. ῾Η κάθε ἡμέρα του κυλοῦσε ἀνέμελα καί, κατά τήν κοινή γνώμη τοῦ κόσμου, εὐτυχισμένα. Αὐτό ὅμως πού τελείως τοῦ διέφυγε ἦταν ἡ ἀνάγκη νά φροντίσει καί γιά τήν ψυχή του· «ἐνῶ, δηλαδή, καλοτάιζε τήν δούλη, τήν σάρκα του, ἄφηνε νά λιμοκτονεῖ ἡ ἀρχόντισσα ψυχή του», παρατηρεῖ ὁ ἅγιος Χρυσόστομος.
 

16,20. Πτωχὸς δὲ τις ἦν ὀνόματι Λάζαρος, ὃς ἐβέβλητο πρὸς τὸν πυλῶνα αὐτοῦ ἡλκωμένος.
  Σέ ἀντίθεση πρός τόν ἀνώνυμο πλούσιο ὁ φτωχός ἀναφέρεται «ὀνομαστί»36 . Εἶναι ἀσφαλῶς μία ἔνδειξη τιμῆς, διότι τά ὀνόματα τῶν δικαίων δέν λησμονοῦνται ἀλλά «ἐν βίβλῳ ζωῆς ἀπογράφονται» (πρβλ. Λκ 10,20· Φι 4,3· ῾Εβ 12,23· ᾿Απ 17,8· 20,12· 21,27).
  Τό ὄνομα Λάζαρος, κοινότατο στούς ᾿Ιουδαίους, εἶναι ὁ ἐξελληνισμένος τύπος τοῦ ἑβραϊκοῦ ᾿Ελεάζαρ, πού σημαίνει «ὁ Θεός εἶναι βοηθός μου». ῾Ο ᾿Ιησοῦς δίνει στόν φτωχό ἄνθρωπο τῆς παραβολῆς αὐτό τό ὄνομα γιά νά δείξει ὅτι οἱ ταπεινοί φτωχοί τῆς γῆς στηρίζονται στόν Θεό. Λάζαρος ὀνομαζόταν καί ὁ φίλος τοῦ Κυρίου, ὁ ἀδελφός τῆς Μάρθας καί τῆς Μαρίας (βλ. ᾿Ιω 11,1-2), τόν ὁποῖο θά δοῦν ἀναστημένο οἱ φαρισαῖοι, χωρίς, ὡστόσο, νά πιστέψουν στόν Χριστό πού τόν ἀνέστησε. Νά χρησιμοποιεῖ ἄραγε ὁ Κύριος τό ὄνομα αὐτό ὡς προφητεία γιά τήν μέλλουσα ἀπιστία τους; Πάντως εἶναι ἀξιοσημείωτο ὅτι σέ καμία ἄλλη παραβολή δέν δίνει ὀνόματα στά πρόσωπα ὁ Κύριος.
 ῾Ο φτωχός Λάζαρος ἐβέβλητο πρὸς τὸν πυλῶνα, ἦταν πεταμένος μπροστά στήν μεγάλη πύλη, στήν κύρια εἴσοδο ἀπό τήν ὁποία ἔμπαινε κανείς στό ἀρχοντικό τοῦ πλουσίου. ῾Η κατάστασή του ἦταν ἀξιοθρήνητη. Δέν βασανιζόταν μόνον ἀπό τήν φτώχεια καί τήν ἐγκατάλειψη. ῾Υπέφερε, ἐπιπλέον, ἀπό μία βαρειά ἀρρώστια ἡ ὁποία μάλιστα εἶχε γεμίσει τό σῶμα του μέ πληγές, ἦταν ἡλκωμένος καί, ἑπομένως, ἐντελῶς ἀνήμπορος νά κάνει μόνος του ὁ,τιδήποτε γιά νά ἀντιμετωπίσει τά βάσανά του.
  Βαρύτερη ἀκόμη γινόταν ἡ θλίψη τοῦ Λαζάρου, διότι, ὅπως πολύ χαρακτηριστικά γράφει ὁ ἅγιος Χρυσόστομος, ἦταν ναυαγός μέσα στό λιμάνι, διψοῦσε ἀφόρητα πλάι στήν πηγή. Μαστιζόταν ἀπό μεγάλη φτώχεια, ἐνῶ βρισκόταν κοντά σέ ἕναν πάμπλουτο, ὁ ὁποῖος σπαταλοῦσε ἀλόγιστα τά πλούτη του σέ πολυτελῆ ἐνδύματα καί ἡδυπαθῆ συμπόσια! ῾Η ἀπαρηγόρητη θλίψη δίπλα στήν ἄλυπη χλιδή γίνεται πιό ὀδυνηρή· «ἱκανὸν τοῦτο σκοτῶσαι (=νά σκοτίσει) ψυχήν», καταθέτει ὁ μεγαλομάρτυρας μετά τούς διωγμούς, ὁ πολύπαθος ἅγιος Χρυσόστομος.
  Περιγράφοντας τό μέγεθος τῶν συμφορῶν τοῦ φτωχοῦ Λαζάρου ὁ ᾿Ιησοῦς ἔμμεσα στηλιτεύει τήν σκληροκαρδία τοῦ πλουσίου. Εἶχε τόσο κοντά του ἕναν ἄνθρωπο φτωχό, ἀνέστιο, πληγιασμένο, καί ὅμως ἔμενε ἀσυγκίνητος! Αὐτό βαρύνει μέ μεγαλύτερο κρίμα τήν ἀσπλαγχνία του. ῞Οποιος δέν νιώθει οἶκτο καί συμπάθεια γιά τόν συνάνθρωπό του πού πάσχει ἀπό πεῖνα καί ἀρρώστια μοιάζει μέ ἄλογο θηρίο, παρατηρεῖ ὁ ἅγιος ᾿Αστέριος ᾿Αμασείας. ᾿Ενῶ ὁ ἄνθρωπος διαθέτει λογική καί συναίσθημα καί, ἐπιπλέον, πλάσθηκε καθ᾿ ὁμοίωσιν τοῦ πανάγαθου Θεοῦ, ὁ πλούσιος τῆς παραβολῆς ἔμενε ἀσυμπαθής στίς τόσο ὀδυνηρές συμφορές οἱ ὁποῖες ἔπλητταν τόν συνάνθρωπο πού εἶχε δίπλα του!

 16,21. καὶ ἐπιθυμῶν χορτασθῆναι ἀπὸ τῶν ψιχίων τῶν πιπτόντων ἀπὸ τῆς τραπέζης τοῦ πλουσίου· ἀλλὰ καὶ οἱ κύνες ἐρχόμενοι ἀπέλειχον τὰ ἕλκη αὐτοῦ.
  ῾Η ἔσχατη πενία καί ἡ ἀνυπόφορη πεῖνα τοῦ φτωχοῦ Λαζάρου ζωγραφίζεται ἀνάγλυφα στήν ἐπιθυμία του χορτασθῆναι ἀπὸ τῶν ψιχίων τῶν πιπτόντων ἀπὸ τῆς τραπέζης τοῦ πλουσίου. Λαχταροῦσε νά χορτάσει μέ τά ψίχουλα πού ἔπεφταν ἀπό τό τραπέζι τοῦ πλουσίου. ᾿Ενῶ παρακολουθοῦσε ἀπό κοντά τήν ζωή τοῦ πλουσίου πού κυλοῦσε μέσα στήν χλιδή καί στήν τρυφή, δέν φαίνεται νά ἐπιθύμησε τά πορφυρά πολυτελῆ ἐνδύματα ἤ τά ποικίλα ἑλκυστικά ἐδέσματα· ἐπιζητοῦσε μόνον ὅ,τι τοῦ ἦταν ἀναγκαῖο.
  ᾿Ακόμη ζωηρότερα προβάλλει τό οἰκτρό κατάντημα τοῦ Λαζάρου ἡ πληροφορία· ἀλλὰ καὶ οἱ κύνες ἐρχόμενοι ἀπέλειχον τὰ ἕλκη αὐτοῦ. ῏Ηταν τόση ἡ ἀνημποριά του, ὥστε δέν εἶχε οὔτε τήν δύναμη νά ἀπομακρύνει τά σκυλιά πού τόν πλησίαζαν καί ἔγλυφαν τίς πληγές του· ἦταν ἕνας ζωντανός νεκρός! Καί πόσο θά ὄξυνε τόν πόνο του τό γεγονός ὅτι τά σκυλιά τοῦ φέρονταν πιό συμπονετικά ἀπό τόν ἄσπλαγχνο πλούσιο! ᾿Εκεῖνα πλησίαζαν τόν ταλαίπωρο Λάζαρο καί ἴσως τόν ἀνακούφιζαν κάπως γλείφοντας μέ τήν γλῶσσα τους τίς πληγές του. Τί οἰκτρό θέαμα!
  ῾Ωστόσο, ὁ φτωχός Λάζαρος δέν ἐμφανίζεται πουθενά στήν παραβολή νά γογγύζει, νά ἀγανακτεῖ καί νά κακολογεῖ τόν πλούσιο ἤ νά μέμφεται τήν πρόνοια τοῦ Θεοῦ. Αὐτό πρέπει ἰδιαίτερα νά προσεχθεῖ. ῎Αν ἦταν δύσκολο νά σωθεῖ ὁ πλούσιος μέσα στήν ἄνεση καί στήν καλοπέρασή του, δέν ἦταν καί γιά τόν φτωχό εὔκολο νά ἀποφύγει τήν ἀγανάκτηση, τήν στενοχώρια, τόν γογγυσμό πού προκαλεῖ ἡ καταφρόνια καί ἡ στέρηση. Γιά πολλούς ἡ φτώχεια ἀποδείχθηκε κακός σύμβουλος. ῎Οχι ὅμως γιά τόν φτωχό Λάζαρο. Αὐτός ἀποτελεῖ τό ὑπόδειγμα τοῦ φτωχοῦ ἀνθρώπου πού ἀντιμετωπίζει μέ καρτερία καί μακροθυμία τίς θλίψεις (πρβλ. ᾿Ια 5,7-11). ᾿Ακριβῶς ἡ ὑπομονή του στά βάσανα καί ἡ ἐμπιστοσύνη του στήν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ τόν ὁδήγησαν στήν σωτηρία, στήν αἰώνια ἀνάπαυση καί δόξα.

 16,22. ᾿Εγένετο δὲ ἀποθανεῖν τὸν πτωχὸν καὶ ἀπενεχθῆναι αὐτὸν ὑπὸ τῶν ἀγγέλων εἰς τὸν κόλπον ᾿Αβραάμ· ἀπέθανε δὲ καὶ ὁ πλούσιος καὶ ἐτάφη.
  ῾Ο θάνατος ἔφερε τήν λύτρωση τοῦ Λαζάρου ἀπό τά βάσανα. Δέν γίνεται λόγος γιά τήν ταφή του, διότι σίγουρα δέν τοῦ ἔκαναν τιμητική κηδεία, ὅπως στόν πλούσιο. ῎Ετσι ὅπως τόν εἶχε καταντήσει ἡ ἀσθένειά του, πληγιασμένο καί ἀποκρουστικό, δέν ἀποκλείεται νά τόν ἔθαψαν κάπου μακριά ἀπό τήν πόλη, ὥστε νά μήν καταστεῖ ἑστία μολύνσεως.
 Περνοῦμε ἤδη στό δεύτερο μέρος τῆς παραβολῆς καί προβάλλει μπροστά μας ἡ πρώτη σκηνή τοῦ μέρους αὐτοῦ, ὁ Λάζαρος στήν μετά θάνατον πραγματικότητα· ᾿Ενῶ τό νεκρό σῶμα τοῦ φτωχοῦ ἐπαίτη δέν εἶχε κανέναν στήν γῆ νά τό προπέμψει, ἡ ψυχή του ὁδηγήθηκε στόν παράδεισο μέ τιμητική συνοδεία ἀγγέλων· ἐγένετο δὲ ἀποθανεῖν τὸν πτωχὸν καὶ ἀπενεχθῆναι αὐτὸν ὑπὸ τῶν ἀγγέλων εἰς τὸν κόλπον ᾿Αβραάμ. ῎Ελαβε ὁ φτωχός Λάζαρος τό βραβεῖο γιά τήν ὑπομονή του, τόν καρπό τῆς κακοπάθειάς του, τό στεφάνι γιά τήν φτώχεια πού μέ θαυμαστή καρτερία ἀντιμετώπισε.
  Παραβάλλοντας τόν θάνατο τοῦ φτωχοῦ Λαζάρου μέ τόν θάνατο τοῦ ἄφρονος πλουσίου (Λκ 12,20) ὁ ἅγιος Χρυσόστομος παρατηρεῖ· «Σάν αἰχμάλωτο ἔσερναν οἱ ἄγγελοι τόν ἄφρονα πλούσιο, ἐνῶ τόν φτωχό Λάζαρο τόν περιστοίχιζαν ὡς νικητή».
  ῾Ο παράδεισος δηλώνεται μέ τήν ἔκφραση εἰς τὸν κόλπον ᾿Αβραάμ. «Κόλπος» λέγεται τό μέρος τοῦ σώματος πού εἶναι ἀνάμεσα στούς δύο βραχίονες, τό στῆθος, ὁ κόρφος. «Εἶμαι στόν κόλπο κάποιου» σημαίνει ὅτι βρίσκομαι σέ πολύ στενή σχέση μέ κάποιον, ἑπομένως κοινωνῶ καί στήν εὐτυχία του. Στήν παραβολή ὁ Κύριος ὀνομάζει τόν παράδεισο «κόλπο τοῦ ᾿Αβραάμ», γιά νά δείξει ὅτι αἰτία γιά τήν καταδίκη τοῦ πλουσίου δέν εἶναι τά πλούτη ἀλλά ἡ ἀσπλαγχνία του. Πλούσιος ἦταν καί ὁ ᾿Αβραάμ ἀλλά μέ τήν εὐσπλαγχνία καί τήν φιλοξενία του, καρπούς τῆς μεγάλης πίστεώς του, εἰσῆλθε στόν παράδεισο· μέ τό δικό του ὄνομα μάλιστα ὀνομάζεται ὁ παράδεισος.
  Θεολογώντας ὁ ἅγιος Μάξιμος ὁ ὁμολογητής θεωρεῖ τούς κόλπους τοῦ ᾿Αβραάμ σύμβολο τοῦ ἐπιφανέντος Θεοῦ, τοῦ ᾿Ιησοῦ Χριστοῦ. Αὐτός χορηγεῖ στούς πιστούς κάθε ἀγαθό καί ἡ παρουσία του ἀποτελεῖ τήν αἰώνια μακαριότητα, τήν «χώρα τῶν ζώντων», ὅπου βρίσκουν ἀνάπαυση καί δόξα οἱ ψυχές τῶν δικαίων.
  ῞Οπως ὁ φτωχός ἔτσι καί ὁ πλούσιος κατέληξε στόν θάνατο. Γιά τόν θάνατό του σημειώνεται· ἀπέθανε δὲ καὶ ὁ πλούσιος καὶ ἐτάφη. Τά πλούτη του φάνηκαν ἀνίσχυρα νά παρατείνουν τήν ζωή του. Θά τοῦ ἔγινε προφανῶς μεγαλόπρεπος ἐνταφιασμός, ἀλλά δέν τοῦ πρόσφερε ἀπολύτως τίποτε. ῎Επεσε ἡ αὐλαία καί βρέθηκε ξαφνικά σέ ἕνα σκηνικό τελείως διαφορετικό.
  Σχολιάζει χαρακτηριστικά ὁ ἅγιος Χρυσόστομος· «Μή προσπερνᾶς ἀδιάφορα τό “ἐτάφη”, ἀγαπητέ μου. ᾿Εδῶ νά σκεφθεῖς τά τραπέζια τά ἐπιχρυσωμένα, τίς κλίνες, τούς τάπητες, τά σκεπάσματα, ὅλα τά ἄλλα πού γέμιζαν τό σπίτι του, τά μύρα, τά ἀρώματα, τό πολύ κρασί, τίς ποικιλίες τῶν ἐδεσμάτων, τά καρυκεύματα, τούς μαγείρους, τούς κόλακες, τούς ἀκολούθους, τούς ἱκέτες, ὅλη τήν ἄλλη ἐπίδειξη, πού ἔσβησε καί καταμαράθηκε. ῞Ολα στάχτη, ὅλα τέφρα καί σκόνη, θρῆνοι καί ὀδυρμοί, χωρίς κανείς νά μπορεῖ πλέον νά βοηθήσει, οὔτε νά ἐπαναφέρει τήν ψυχή πού ἔφυγε... ᾿Ανάμεσα ἀπό τόσο προσωπικό, γυμνός καί μόνος μεταφερόταν. Τίποτε ἀπό τήν τόσο μεγάλη εὐπορία του δέν μποροῦσε νά μεταφέρει ἀπό ἐδῶ, ἀλλά ἀπομακρυνόταν ἔρημος καί ἀπροστάτευτος. Δέν ἦταν παρών κανείς ἀπό τούς ὑπηρέτες, κανείς πού νά τόν βοηθήσει καί νά τόν γλυτώσει ἀπό τήν κόλαση καί τήν τιμωρία. ᾿Αποσπάσθηκε ἀπό ὅλους ἐκείνους καί παραλήφθηκε μόνο γιά νά ὑποστεῖ τίς ἀφόρητες τιμωρίες».
  Τραγική ἡ τελευταία σκηνή τῆς παραβολῆς καί ἐντελῶς διαφορετική ἀπό τήν προηγούμενη. ᾿Ενῶ ὁ τυραννισμένος Λάζαρος ἀπολαμβάνει, ὁ ἁβροδίαιτος πλούσιος βασανίζεται. ᾿Εδῶ εἶναι ὅλα ἀντίθετα ἀπό τά περιστατικά τῆς ἐπί γῆς ζωῆς του.

16,23. Καὶ ἐν τῷ ᾅδῃ ἐπάρας τοὺς ὀφθαλμοὺς αὐτοῦ, ὑπάρχων ἐν βασάνοις, ὁρᾷ τὸν ᾿Αβραὰμ ἀπὸ μακρόθεν καὶ Λάζαρον ἐν τοῖς κόλποις αὐτοῦ.
  ᾿Από τήν πολυτέλεια καί τήν καλοπέραση τοῦ ἀρχοντικοῦ του ὁ πλούσιος βρέθηκε ἐν τῷ ᾅδῃ. ῾Ο ἅδης, τό ἑβραϊκό «σεώλ», εἶναι ἡ περιοχή τοῦ κάτω κόσμου, τό βασίλειο τῶν νεκρῶν. ᾿Εκεῖ σάν σέ φρούριο ἰσχυρό κρατοῦσε ὁ θάνατος φυλακισμένους τούς ἀπ᾿ αἰῶνος νεκρούς, δικαίους καί ἀδίκους. Αὐτό τό φρούριο θά συντρίψει ὁ Κύριος ὅταν μέ τόν θάνατό του θά κατεβεῖ στόν χῶρο τοῦ ἅδη καί θά ἀναστηθεῖ.
  ῾Ο θάνατος ἅρπαξε καί μετέφερε τόν πλούσιο τῆς παραβολῆς σ᾿ ἐκεῖνον τόν κόσμο τόν ὁποῖο ἠθελημένα ἀγνοοῦσε, ὅταν ζοῦσε καί προφανῶς τόν περιφρονοῦσε σάν νά ἦταν ἕνα εὐφάνταστο παραμύθι. ᾿Εμπειρικά πλέον διαπίστωσε ὅτι ἡ ψυχή δέν πεθαίνει μαζί μέ τό σῶμα, ἀλλά ὅποιος δέν ἐκμεταλλεύθηκε σωστά τόν χρόνο τῆς ἐπίγειας ζωῆς του ὑποφέρει ἀφόρητα.
  ᾿Ενῶ βασανιζόταν ὁ πλούσιος, σήκωσε κάποια στιγμή τά μάτια του ἀναζητώντας βοήθεια. Κοντά του δέν βρισκόταν κανείς. Διέκρινε ὅμως ἀπὸ μακρόθεν, ἀπό μακριά τόν ᾿Αβραάμ καί στήν ἀγκαλιά του εὐτυχισμένο τόν Λάζαρο. ῞Οπως ἀκριβῶς γινόταν ὀδυνηρότερο τό βασανιστήριο τοῦ φτωχοῦ καθώς ἦταν ριγμένος μπρός στήν πύλη τοῦ πλουσίου καί ἔβλεπε τά ξένα ἀγαθά, ἔτσι ὀδυνηρότερη γίνεται ἡ τιμωρία τοῦ πλουσίου καθώς ἀντικρύζει ὅσα ἀπολαμβάνει ὁ περιφρονημένος Λάζαρος.
 

16,24. Καὶ αὐτὸς φωνήσας εἶπε· πάτερ ᾿Αβραάμ, ἐλέησόν με καὶ πέμψον Λάζαρον ἵνα βάψῃ τὸ ἄκρον τοῦ δακτύλου αὐτοῦ ὕδατος καὶ καταψύξῃ τὴν γλῶσσάν μου, ὅτι ὀδυνῶμαι ἐν τῇ φλογὶ ταύτῃ.
  ῎Εχοντας συναίσθηση τῆς ἀπάνθρωπης συμπεριφορᾶς του πρός τόν Λάζαρο ὁ πλούσιος δέν τολμᾶ νά ἀπευθυνθεῖ σ᾿ αὐτόν. Πιθανόν νά νομίζει -κρίνοντας ἐξ ἰδίων- ὅτι ὁ περιφρονημένος ἔτρεφε ἐναντίον του κάποια μνησικακία, ὑποθέτει ὁ ἅγιος Θεοφύλακτος. ᾿Απευθύνεται στόν ᾿Αβραάμ καί μάλιστα φωνάζοντας δυνατά, φωνήσας, καί διότι ἦταν πολύ μεγάλη ἡ ἀπόσταση ἀνάμεσά τους καί διότι ἔτσι ἐκφράζει τόν ἀβάσταχτο πόνο του. Προφανῶς ὁ πλούσιος τῆς παραβολῆς ἦταν ᾿Ιουδαῖος. Γι᾿ αὐτό ἀναγνωρίζοντας -παρά τήν ἀπόσταση- τόν ᾿Αβραὰμ τόν προσφωνεῖ πάτερ.
  Σύντομα ἀλλά πολύ ἐκφραστικά ἀποδίδεται ἡ ὀδύνη τοῦ πλουσίου· ἐλέησόν με καὶ πέμψον Λάζαρον ἵνα βάψῃ τὸ ἄκρον τοῦ δακτύλου αὐτοῦ ὕδατος καὶ καταψύξῃ τὴν γλῶσσάν μου, ὅτι ὀδυνῶμαι ἐν τῇ φλογὶ ταύτῃ. ῾Ικετεύει τόν πατριάρχη νά τόν λυπηθεῖ, ἐνῶ ὁ ἴδιος, βέβαια, δέν ἔδειξε ἐλάχιστη συμπόνια στήν ζωή του! Περνώντας ὅμως στήν αἰωνιότητα ἔπεσαν τά προσωπεῖα καί ἄλλαξαν ἀπότομα οἱ ρόλοι. Αὐτός πού ἄλλοτε ντυνόταν στό χρῶμα τῆς φωτιᾶς μέ τά πορφυρά του ἐνδύματα, τώρα εἶναι κυκλωμένος ἀπό πύρινες φλόγες! Αὐτός πού ἀπολάμβανε λαμπρά συμπόσια, ἐπιθυμεῖ ἔστω καί μία σταγόνα νά δροσίσει τήν γλῶσσα του! Αὐτός πού ἔρριχνε περιφρονητικό τό βλέμμα του στόν φτωχό Λάζαρο, τόν παραπεταμένο στήν πύλη του, τώρα τόν ἀποζητᾶ μέ ἀγωνία νά ἀνακουφίσει μέ τήν ἄκρη τοῦ δακτύλου του, ἔστω καί γιά κλάσμα δευτερολέπτου, τόν ἀφόρητο πόνο του! ῾Ο λόγος τῆς Γραφῆς προειδοποιεῖ· «ἡ κρίσις ἀνέλεος τῷ μὴ ποιήσαντι ἔλεος» (᾿Ια 2,13)!
  Σχολιάζοντας τήν ἀλλαγή πού ἐπῆλθε στήν ζωή τοῦ πλουσίου ὁ ἅγιος Χρυσόστομος σημειώνει· «Φύλλα ἦν· χειμὼν κατέλαβε, καὶ πάντα ἐξηράνθη· ὄναρ ἦν· ὡς δὲ ἡμέρα ἐγένετο, ἀπῆλθε τὸ ὄναρ· σκιὰ ἦν· ἦλθεν ἡ ἀλήθεια, καὶ παρέδραμεν ἡ σκιά». ῾Η ἐπίγεια ζωή μοιάζει μέ φύλλα πού ξηραίνονται ἀπό τήν χειμωνιά τοῦ θανάτου· μέ ὄνειρο πού χάνεται σάν φθάσει τό ξημέρωμα· μέ τήν σκιά πού ἐξαφανίζεται, ὅταν λάμψει ἡ ἀλήθεια τῆς αἰωνιότητος.
  ῾Η φρίκη τῆς κολάσεως ἀποδίδεται στήν παραβολή μέ τήν εἰκόνα τῆς φωτιᾶς. Αὐτό δέν σημαίνει ὅτι στήν κόλαση θά ὑπάρχουν πύρινες φλόγες. ᾿Αποδίδει ὅμως ἡ φωτιά τήν τραγικότητα τοῦ κολασμένου ἡ ὁποία, βέβαια, θά λειτουργεῖ μεταφορικά στήν πνευματική συχνότητα.

16,25. Εἶπε δὲ ᾿Αβραάμ· τέκνον, μνήσθητι ὅτι ἀπέλαβες σὺ τὰ ἀγαθά σου ἐν τῇ ζωῇ σου, καὶ Λάζαρος ὁμοίως τὰ κακά· νῦν δὲ ὧδε παρακαλεῖται, σὺ δὲ ὀδυνᾶσαι.
  Εἶναι ἀξιοσημείωτο ὅτι ὁ ᾿Αβραάμ δέν ἐπιπλήττει τόν ἄσπλαγχνο πλούσιο, δέν τοῦ μιλᾶ μέ γλῶσσα αὐστηρή ἀλλά μέ πραότητα καί τρυφερότητα προσφωνώντας τον τέκνον. ᾿Ηχεῖ ὅμως πιό ἀποκαρδιωτική ἡ ἀπάντησή του, διότι παρά τήν καλωσύνη του καί παρ᾿ ὅτι δέν ἀρνήθηκε τήν συγγένεια μαζί του, δέν τοῦ δίνει καμία ἐλπίδα. Δέν πρόκειται οὔτε ἐλάχιστα νά καταπραΰνει τόν πόνο του, καί αὐτό τό παρουσιάζει ὡς κάτι φυσικό καί δίκαιο. Τόν προτρέπει νά θυμηθεῖ τήν ἐπίγεια ζωή του, τήν ἀνάμνηση τῆς ὁποίας φαίνεται ὅτι διατηροῦν οἱ κολασμένοι· μνήσθητι ὅτι ἀπέλαβες σὺ τὰ ἀγαθά σου ἐν τῇ ζωῇ σου, καὶ Λάζαρος ὁμοίως τὰ κακά· νῦν δὲ ὧδε παρακαλεῖται, σὺ δὲ ὀδυνᾶσαι.
   Τό ρῆμα «ἀπολαμβάνω» σημαίνει «λαμβάνω κάτι ὡς ἀνταμοιβή». ᾿Ακόμη καί ἄν ἐπικαλεσθεῖ ὁ πλούσιος κάποιες καλές του πράξεις, ἤδη μέ τήν πληθώρα τῶν ἀγαθῶν πού ἀπήλαυσε στήν ἐπίγεια ζωή ἔλαβε τήν ἀμοιβή του (πρβλ. Β´ Θε 1,5-10). Καί ὁ φτωχός Λάζαρος, ἄν ἔπεσε σέ κάποια παραπτώματα, μέ ὅσες συμφορές ὑπέμεινε ξεπλήρωσε τό χρέος του πρίν περάσει τό κατώφλι τοῦ θανάτου.
   ῾Ο πλούσιος ἔρχεται ἀντιμέτωπος μέ τήν σκληρή καί ὠμή πραγματικότητα. Αὐτά πού ἐκτιμοῦσε ὡς ἀγαθά δέν ἔχουν καμία ἀξία πέραν τοῦ τάφου. Καί ἐπειδή ἀκριβῶς τά θεωροῦσε δικά του, καί δέν σκέφθηκε ὅτι ὁ Θεός τοῦ τά ἔδωσε μέ σκοπό νά τά διαχειριστεῖ σωστά, θά ὑποφέρει αἰώνια. ᾿Αντίθετα, οἱ συμφορές τοῦ Λαζάρου τελείωσαν μέ τόν θάνατό του, καί αἰώνια θά ἀναπαύεται.
   ᾿Από τόν διάλογο αὐτό συνάγεται καί ἕνα ἀκόμη συμπέρασμα, πού ἰδιαίτερα θά δυσαρέστησε τούς ᾿Ιουδαίους οἱ ὁποῖοι ἄκουσαν τήν παραβολή. ῾Η συγγένεια μέ τόν ᾿Αβραάμ, γιά τήν ὁποία τόσο κόπτονταν, δέν ἀποτελεῖ ἐγγύηση γιά τήν εἴσοδο στήν βασιλεία τοῦ Θεοῦ. ῾Ο καθένας θά κριθεῖ ἀνάλογα μέ τά ἔργα του (βλ. Ρω 2,6· Β´ Κο 5,10· ᾿Απ 20,12). Μόνη της ἡ περιτομή δέν ἐξασφαλίζει τήν σωτηρία, ὅπως ἤθελαν νά ἰσχυρίζονται οἱ ᾿Ιουδαῖοι.
 

16,26. καὶ ἐπὶ πᾶσι τούτοις μεταξὺ ἡμῶν καὶ ὑμῶν χάσμα μέγα ἐστήρικται, ὅπως οἱ θέλοντες διαβῆναι ἔνθεν πρὸς ὑμᾶς μὴ δύνωνται, μηδὲ οἱ ἐκεῖθεν πρὸς ἡμᾶς διαπερῶσιν.
   ῾Ο πατριάρχης ᾿Αβραάμ ἀναφέρει καί ἕναν πρόσθετο λόγο γιά τόν ὁποῖο εἶναι ἀδύνατο νά βοηθήσει τόν δυστυχισμένο πλούσιο. ῾Υπάρχει χάσμα, καί μάλιστα μεγάλο, ὥστε νά εἶναι ἀδύνατη ἡ διάβαση ἀπό τήν κόλαση πρός τόν παράδεισο καί ἀντίστροφα. Μέ μία ἀκόμη εἰκόνα ἀπό τήν φυσική ζωή ὁ Κύριος ρίχνει φῶς στήν πραγματικότητα πέρα ἀπό τόν τάφο. Τό ἀγεφύρωτο χάσμα δηλώνει ὅτι ἡ κατάσταση μετά τόν θάνατο θά εἶναι ἀμετάβλητη· «μετανοίας καιρὸς οὐκ ἔτι ὑμῖν ὑπελέλειπτο», τονίζει ὁ ἅγιος Χρυσόστομος.
  Δέν ὑπάρχουν στόν ἅδη περιθώρια γιά μετάνοια καί στήν κόλαση ἡ τιμωρία θά εἶναι ἀνελέητη. ᾿Επιπλέον, καμία ἐπικοινωνία δέν θά ὑπάρχει μεταξύ δικαίων καί ἀδίκων. Αὐτό εἶναι «τὸ ἀνεπιχείρητον (= ἀμετάκλητο) πρόσταγμα τοῦ Θεοῦ» τό ὁποῖο κατά τόν Ζιγαβηνό «δίκην χάσματος» βρίσκεται μεταξύ τῶν δύο καταστάσεων τῆς μετά θάνατον πραγματικότητος.
 

16,27-28. Εἶπε δέ· ἐρωτῶ οὖν σε, πάτερ, ἵνα πέμψῃς αὐτὸν εἰς τὸν οἶκον τοῦ πατρός μου· ἔχω γὰρ πέντε ἀδελφούς· ὅπως διαμαρτύρηται αὐτοῖς, ἵνα μὴ καὶ αὐτοὶ ἔλθωσιν εἰς τὸν τόπον τοῦτον τῆς βασάνου.
   Τίποτε δέν ἔχει νά ἀντιτάξει ὁ πλούσιος στήν ἀπάντηση τοῦ ᾿Αβραάμ. Τό γνωρίζει πλέον καλά ὅτι εἶναι ἀναπολόγητος. Καμία δικαιολογία δέν μπορεῖ νά ἐλαφρύνει τήν θέση του. Γι᾿ αὐτό, προχωρεῖ σέ μία ἄλλη παράκληση· ἐρωτῶ οὖν σε, πάτερ, ἵνα πέμψῃς αὐτὸν εἰς τὸν οἶκον τοῦ πατρός μου· ἔχω γὰρ πέντε ἀδελφούς. Ζητᾶ χάρη ὄχι γιά τόν ἑαυτό του ἀλλά γιά τούς ἀδελφούς του. ᾿Αξιώνει νά ἐπιτελεσθεῖ ἕνα θαῦμα· νά ἀναστηθεῖ ὁ Λάζαρος καί νά σταλεῖ στό πατρικό ἀρχοντικό, ὥστε τά πέντε ἀδέλφια του, πού γνώριζαν τήν ἐλεεινή κατάσταση τοῦ ἄλλοτε πάμφτωχου καί πληγιασμένου ἀνθρώπου, νά τόν δοῦν ὑγιῆ καί δοξασμένο καί νά πεισθοῦν γιά τήν ζωή μετά τόν θάνατο. Πιστεύει ὅτι μέ ἕνα τόσο φοβερό σημεῖο τά ἀδέλφια του θά ὁδηγηθοῦν στήν ὀρθή πίστη καί θά γλυτώσουν τά βασανιστήρια τῆς κολάσεως. ᾿Εντούτοις, ὁ Θεός δέν χρησιμοποιεῖ τρόπους ἐκφοβισμοῦ γιά νά ἀναγκάσει τούς ἀνθρώπους νά πιστέψουν. ῏Ηταν, ἐξάλλου, ἄκριτο καί ἀσεβές ἀπό μέρους τοῦ πλουσίου νά ὑποδεικνύει τρόπους πειθοῦς καί σωτηρίας τῶν ἀνθρώπων, σάν νά μήν εἶχε προνοήσει ἤδη ὁ ἴδιος ὁ Θεός.
 

16,29-31. Λέγει αὐτῷ ᾿Αβραάμ· ἔχουσι Μωϋσέα καὶ τοὺς προφήτας· ἀκουσάτωσαν αὐτῶν. ῾Ο δὲ εἶπεν· οὐχί, πάτερ ᾿Αβραάμ, ἀλλ᾿ ἐάν τις ἀπὸ νεκρῶν πορευθῇ πρὸς αὐτούς, μετανοήσουσιν. Εἶπε δὲ αὐτῷ· εἰ Μωϋσέως καὶ τῶν προφητῶν οὐκ ἀκούουσιν, οὐδὲ ἐάν τις ἐκ νεκρῶν ἀναστῇ πεισθήσονται.
  ῾Η ἀπάντηση τοῦ ᾿Αβραάμ στήν τελευταία ἀξίωση τοῦ πλουσίου εἶναι· ἔχουσι Μωϋσέα καὶ τοὺς προφήτας· ἀκουσάτωσαν αὐτῶν. ᾿Αγαπᾶς ἐσύ περισσότερο τούς ἀδελφούς σου ἀπό τόν Θεό πού τούς ἔπλασε; Αὐτός «μυρίους ἐπέστησεν διδασκάλους», γιά νά τούς δείξουν τόν δρόμο γιά τήν σωτηρία.
  ᾿Εφόσον οἱ ᾿Ιουδαῖοι διδάσκονταν στίς συναγωγές τους τόν μωσαϊκό νόμο καί τά συγγράμματα τῶν προφητῶν, ἦταν σάν νά εἶχαν ἀνάμεσά τους τούς ἁγίους ἐκείνους ἄνδρες. ῎Αν ἄκουγαν μέ προσοχή τά θεόπνευστα κηρύγματά τους, θά πληροφοροῦνταν τήν ἀλήθεια γιά τήν μεταφυσική πραγματικότητα καί θά ὁδηγοῦνταν στήν μετάνοια. ῾Υπάρχουν στήν Παλαιά Διαθήκη ὄχι μόνον ἀρκετοί ὑπαινιγμοί ἀλλά καί μαρτυρίες γιά τήν μετά θάνατον ζωή καί τήν ἀνταπόδοση τῶν πράξεων.
  ῾Ο πλούσιος ἐκφράζει μία ἔνσταση, τήν ὁποία ἐπικαλοῦνται πολλοί οἱ ὁποῖοι στό βάθος τους δέν θέλουν νά πιστεύσουν· ἐάν τις ἀπὸ νεκρῶν πορευθῇ πρὸς αὐτούς, μετανοήσουσιν, ἄν ἐμφανισθεῖ ἀναστημένος κάποιος ἀπό τούς νεκρούς, τότε μόνον οἱ ἄπιστοι θά μετανοήσουν.
  ῾Η ἀπάντηση, ὡστόσο, πού λαμβάνει εἶναι ἀποστομωτική· εἰ Μωϋσέως καὶ τῶν προφητῶν οὐκ ἀκούουσιν, οὐδὲ ἐάν τις ἐκ νεκρῶν ἀναστῇ πεισθήσονται, ἐφόσον ἀπορρίπτουν τήν μαρτυρία τῆς θεόπνευστης Γραφῆς, δέν πρόκειται νά πεισθοῦν νά μετανοήσουν, ἀκόμη κι ἄν κάποιος νεκρός ἀναστηθεῖ. Τήν ἰσχύ τοῦ λόγου αὐτοῦ ἀπέδειξε περίτρανα ἡ ἀμετανοησία τῶν ᾿Ιουδαίων. Εἶδαν ἀναστημένο τόν ἄλλο Λάζαρο, τόν φίλο τοῦ Χριστοῦ, ἀλλά ἀντί νά μετανοήσουν, σχεδίαζαν πῶς νά τόν θανατώσουν (βλ. ᾿Ιω 12,10). ᾿Αργότερα, ἔμαθαν γιά τήν ἀνάσταση τοῦ ᾿Ιησοῦ ἀπό τούς ἴδιους τούς φρουρούς τοῦ τάφου του, καί ἀντί νά μετανοήσουν, ἔσπευσαν νά διαδώσουν ψευδεῖς πληροφορίες (βλ. Μθ 28,11-14).
  Τά θαύματα, πού τόσο τά ἐπιζητοῦν οἱ ἄπιστοι, δέν ὁδηγοῦν στήν πίστη. ᾿Εντυπωσιάζουν, δέν ἀποκαλύπτουν τίποτε γιά τό πρόσωπο τοῦ ᾿Ιησοῦ Χριστοῦ. ᾿Αντίθετα τό κήρυγμα τῆς θεόπνευστης Γραφῆς ἀνοίγει ἕνα παράθυρο μέσα ἀπό τό ὁποῖο βλέπει ὁ πιστός τά μετά θάνατον. Οἱ πιστοί ἐνισχύονται στήν πίστη ἀπό τά θαύματα πού ἐπιτελεῖ ἡ χάρη τοῦ Θεοῦ· οἱ ἄπιστοι θά βροῦν τρόπους νά τά ὑπονομεύσουν ἤ σύντομα θά καταχωνιάσουν τίς πρῶτες ἰσχυρές ἐντυπώσεις στήν λήθη, ὥστε νά μήν ἐπέλθει καμία ἀλλαγή στήν ζωή τους.


Στεργίου Σάκκου, Ἑρμηνεία στό κατά Λουκᾶν Εὐαγγέλιο, τόμ. Β΄, σελ. 359-373