Super User

Super User

Πέμπτη, 30 Ιούνιος 2022 03:00

Τό θεμέλιο τῆς προόδου

3222403975 a4090ea16f o Εἶναι κανόνας τῆς φύσεως, πού ἡ ἀνθρώπινη εὐφυΐα τόν ἔκανε νόμο τῆς μηχανικῆς: Τό ὕψος ὅπου μπορεῖ νά φθάσει ἡ κορυφή ἐξαρτᾶται ἀπό τή σταθερότητα τῆς βάσεως. Βυθίζονται στό χῶμα οἱ ρίζες, γιά νά μεγαλώσει καί νά καρπίσει τό δένδρο. Σκάβει στή γῆ ὁ οἰκοδόμος κι ἀρχίζει ἀπό τό βάθος τή θεμελίωση, γιά νά ὑψώσει τήν οἰκοδομή. Χωρίς θεμέλιο πῶς θά σταθεῖ τό κτίσμα; Παρόμοια καί στήν πνευματική ζωή, ἡ αὔξηση καί ἡ προκοπή εἶναι ἀπάνθισμα καί καρπός τῆς ἐσωτερικῆς ἁγιότητος. Γιά τό λόγο αὐτό ἡ ἁγία Γραφή τονίζει ἐπίμονα τήν ἀναγκαιότητα τῆς ἐσωτερικῆς καθαρότητος, καί οἱ ἅγιοι τῆς Ἐκκλησίας εἶχαν ἔργο τῆς ζωῆς τους τό «ἔνδον σκάπτειν».
 Στήν ἐποχή μας, ὅπου ἡ ἐπιφάνεια καί ὁ ἐντυπωσιασμός ἀποτελοῦν πρῶτα μεγέθη, χρειάζεται πολλή προσοχή καί προσευχή, γιά νά μή χάσει ὁ χριστιανός τήν πορεία πλεύσεως, νά μήν «παραρρυεῖ», ὅπως γράφει ὁ ἀπόστολος Παῦλος (Ἑβ 2,1), καί νά μήν παρεκκλίνει ἀπό τήν ὀρθή βάση. Σ᾿ αὐτήν ἀκριβῶς τήν ἀνάγκη ἔρχεται νά βοηθήσει ἡ ἁγία μας Ἐκκλησία μέ τό ὅλο πρόγραμμά της.  Ἡ Ἐκκλησία προτρέπει καί ὁδηγεῖ τά παιδιά της σέ μία ἀνανέωση καί ἀνακαίνιση τοῦ ἐσωτερικοῦ ἀνθρώπου, σ᾿ ἕνα «βάθεμα» πνευματικό.
 «Φυλάσσεσθε», προτρέπει ὁ ἀπόστολος Πέτρος τούς «ἀγαπητούς ἀδελφούς» τοῦ καιροῦ του ἀλλά καί κάθε ἐποχῆς, «ἵνα μή τῇ τῶν ἀθέσμων πλάνῃ συναπαχθέντες ἐκπέσητε τοῦ ἰδίου στηριγμοῦ, αὐξάνετε δέ ἐν χάριτι καί γνώσει τοῦ Κυρίου ἡμῶν...» (Β΄ Πε 3,17-18). Μέ τό Βάπτισμα καί τό χρίσμα ἐνταχθήκαμε στό χῶρο τοῦ «στηριγμοῦ», τοποθετηθήκαμε ὡς «λίθοι ζῶντες» στό ἄσειστο θεμέλιο τῆς Ἐκκλησίας, ἡ ὁποία εἶναι ὁ διος ὁ Χριστός, καί μονοπωλεῖ πάνω στή γῆ τή σωτηρία. Ἡ σταθερή πορεία μας μέσα στήν Ἐκκλησία ἐξασφαλίζει καί ἐγγυᾶται τήν αὔξησή μας. Ἔχουμε χρέος νά μή μείνουμε πίσω, χωρίς αὔξηση· νά μή χάσουμε τό στηριγμό μας.
  Βεβαίως τό σκάφος τῆς Ἐκκλησίας πορεύεται μέ ἀσφάλεια στόν οὐράνιο προορισμό του. Θά φθάσει σίγουρα στό ἀκύμαντο λιμάνι ὅσες φουρτοῦνες κι ἄν συναντήσει. Ἡ μόνη ἀγωνία εἶναι ἄν ἐμεῖς, τά μέλη της, θά βρισκόμαστε μέχρι τέλους μέσα στό σκάφος, στήν ἱερή κιβωτό τῆς μίας ἁγίας καθολικῆς καί ἀποστολικῆς Ἐκκλησίας, τῆς Ὀρθοδόξου. Κι εἶναι βάσιμη καί δικαιολογημένη ἡ ἀγωνία, διότι κίνδυνοι σοβαροί καί ἐχθροί δυνατοί ἀπειλοῦν νά μᾶς ἀπομακρύνουν ἀπό τήν Ἐκκλησία, νά μᾶς ἁρπάξουν ἀπό τήν ἀγκαλιά της, νά μᾶς ξερριζώσουν ἀπό τόν ἀμπελώνα της! Ἄλλοι προέρχονται ἀπό ἔξω, ἀπό δηλωμένους ἐχθρούς τῆς Ἐκκλησίας, κι ἄλλοι ἀναπηδοῦν ἀπό αὐτά τά σπλάχνα της. Ἄλλοι εἶναι γνωστοί, φανεροί καί δυ-ναμικοί κι ἄλλοι ὕπουλοι καί καμουφλαρισμένοι. Πῶς, λοιπόν, θά μείνουμε στηριγμένοι, σταθεροί καί αὐξανόμενοι μέσα στήν κιβωτό τῆς σωτηρίας; Ἡ μακραίωνη ἱστορία τῆς πίστεως προβάλλει τά δοκιμασμένα μέσα πού ὀφείλει νά ἀξιοποιήσει ὁ κάθε πιστός γιά τό στηριγμό του:
 * Τό ὄνομα τοῦ Κυρίου. «Ὀνόματι Ἰησοῦ μάστιζε πολεμίους», συμβουλεύει ὁ ἅγιος Ἰωάννης τῆς Κλίμακος. Ἡ μονολόγιστη εὐχή, «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, ἐλέησόν με», εἶναι τό ἀλεξιτήριο, τό ἀλεξικέραυνο πού ἐξουδετερώνει τά πάθη. Μέ τή βοήθειά της ἐμβαθύνουμε στή χάρη καί στερεωνόμαστε στήν Ἐκκλησία, στό ἔδαφος τῆς σωτηρίας μας.
 * Ἡ μνήμη τοῦ θανάτου μᾶς προσγειώνει στήν πραγματικότητα, καθώς μᾶς θυμίζει τήν προσωρινότητα καί φθαρτότητά μας. Ἀνάβει ἔτσι τόν πόθο γιά τήν ἀφθαρσία τῆς αἰωνιότητος καί τήν τέλεια πραγματικότητα τοῦ οὐρανοῦ. «Ἡμῶν γάρ τό πολίτευμα ἐν οὐρανοῖς ὑπάρχει» (Φι 3,20), τονίζει ὁ ἀπόστολος Παῦλος. Ἐκεῖ, στόν οὐρανό πραγματώνονται οἱ πόθοι μας, ἐκεῖ ἐκπληρώνεται ὁ προορισμός μας. Αὐτή ἡ βεβαιότητα δίνει νόημα καί κατεύθυνση στήν ἐδῶ ζωή μας.
 * Ἡ ἀναμονή τοῦ Κυρίου. «Ἁγνεύω σοι καί λαμπάδας φαεσφόρους κρατοῦσα, Νυμφίε, ὑπαντάνω σοι», ἔψαλλαν οἱ χριστιανοί τῶν πρώτων αἰώνων, ὅπως παραδίδει ὁ ἱερομάρτυρας Μεθόδιος Ὀλύμπου. Περίμεναν καθημερινά τόν Κύριο, κι αὐτή ἡ ασθηση ἔκανε θερμή τήν ἀγάπη, ζωντανή τήν πίστη, ἄσειστη τήν ἐλπίδα, συνεχῆ καί συντριπτική τή μετάνοια, φωτεινή τή ζωή τους. Κι ἄν δέν συντελεσθεῖ στίς μέρες μας ἡ Δευτέρα Παρουσία τοῦ Χριστοῦ, ποιός μᾶς ἐγγυᾶται ὅτι δέν θά μᾶς προλάβει ὁ θάνατος;
 * Ἡ θεία λατρεία μέ τήν ἐμπειρία τῆς προσευχῆς καί τήν ἱερή μυσταγωγία τῶν ἁγίων μυστηρίων κρατᾶ ἀνοιχτή τήν ἐπικοινωνία μέ τήν πραγματικότητα τοῦ οὐρανοῦ καί ἁγιάζει τήν ὕπαρξή μας.
 * Ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ, οἱ βίοι τῶν ἁγίων καί τῶν μαρτύρων, τά συγγράμματα τῶν πατέρων τῆς Ἐκκλησίας μας εἶναι ἐπίσης δόκιμοι βοηθοί στόν ἀγώνα τῆς πνευματικῆς ζωῆς.
 * Στηριγμός καί μάλιστα μεγάλος εἶναι ἀκόμη τό παράδειγμα τῶν ἁγίων μελῶν τῆς Ἐκκλησίας. Ὑπάρχουν καί σήμερα, δόξα τῷ Θεῷ, τά καλά παραδείγματα γύρω μας. Νά μᾶς γίνονται ἔμπνευση.
 «Εἶδες τόν ἀδελφό σου, εἶδες τόν Θεό», λένε οἱ ἅγιοι. Ἡ σωτηρία τοῦ καθενός μας εἶναι ὑπόθεση προσωπική ἀλλά καί συλλογική, μέ τήν ἔννοια ὅτι μέσα στό σῶμα τῆς Ἐκκλησίας συμπορευόμαστε μέ τούς ἀδελφούς. Δέν μπορῶ νά μένω ἀδιάφορος γιά τή δική τους σωτηρία. Ὀφείλω νά σταθῶ ἀδελφός στήν ἀνάγκη τοῦ ἄλλου. Νά τόν νιώσω ἀδελφό καί νά συναγωνίζομαι δίπλα του. Νά ἡ ἀδαμάντινη βάση γιά τήν ἀληθινή πρόοδο τοῦ κόσμου μας. Νά τό θεμέλιο γιά τήν πραγματική πνευματική καρποφορία. 
 Στίς μέρες μας οἱ ἐχθροί τῆς Ἐκκλησίας ὀργανωμένα βάλλουν ἐναντίον της, ζητώντας νά ξερριζώσουν τήν εὐσέβεια καί νά μαράνουν τήν πίστη. Καθημερινά γινόμαστε μάρτυρες τῆς ἀμείλικτης καί ἀνόσιας ἐπίθεσης ἐναντίον τῆς πίστεως. Μή μᾶς ξενίζει καί μή μᾶς φοβίζει αὐτό! Νά μᾶς θυμίζει μόνο τό χρέος μας ὡς μελῶν τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ. Ὄχι μόνο οἱ ἅγιοι πού πέρασαν ἀπό τόν κόσμο αὐτό ἀλλά καί οἱ πιστοί, πού σήμερα ἀγωνίζονται καί μέ τή χάρη τοῦ Θεοῦ μένουν θεμελιωμένοι καί ριζωμένοι στήν ὀρθόδοξη πίστη, μᾶς καλοῦν νά γρηγοροῦμε. Νά μένουμε σταθεροί καί νά αὐξάνουμε. Ἔτσι σταθεροποιοῦνται καί συναυξάνουν μαζί μας οἱ ἀδελφοί. Ἔτσι ἁπλώνεται στή γῆ ἡ βασιλεία τοῦ Θεοῦ καί ἡ κοινωνία μας ἡμερεύει καί γλυκαίνει.
 Στέργιος. Ν. Σάκκος
Τετάρτη, 23 Ιούλιος 2014 03:00

Ἔλλειμμα ἀνθρωπιᾶς

 68590980gLbZWq ph Ἕνα ἀπό τά μεγάλα ἐλλείμματα τοῦ σύγχρονου ἀνθρώπου καί τῶν κοινωνιῶν του εἶναι ὅτι ἀπουσιάζει ἀπό τήν συνείδηση καί ἀπό τίς σχέσεις μας ἡ διάθεση γιά προσέγγιση καί κατανόηση, ἡ διάθεση νά πλησιάσω τόν συνάνθρωπό μου μέ ἐγκαρδιότητα καί καλοσύνη∙ μέ εὐγένεια εἰλικρινῆ καί ἀφτιασίδωτη. Νά γίνω κοινωνός τῆς ἀγωνίας καί τῆς χαρᾶς του, καί νά τοῦ προσφέρω τήν ἄνεση νά κάνει κι αὐτός τό ἴδιο ἀπέναντί μου. Καί ὅταν τό χρειάζεται, νά τοῦ ἁπλώσω χέρι παρακλητικό καί ὑποστηρικτικό. Μέ ἄλλα λόγια, ὁ ἄνθρωπος τοῦ σήμερα πάσχει ἀπό ἔλλειψη ἀνθρωπιᾶς.

  Τό ἔλλειμμα βέβαια αὐτό ἔχει καταγωγή ἀρχαία. Μήτρα του εἶναι ἡ ἁμαρτία, δηλαδή ἡ διατάραξη τῆς πιό οὐσιώδους σχέσεως τοῦ ἀνθρώπου, τῆς κοινωνίας του μέ τόν ἅγιο Θεό. Εἶναι χαρακτηριστικό ὅτι μετά τήν πτώση τῶν πρώτων ἀνθρώπων καί τήν σύγκρουσή τους μέ τόν ζωοδότη δημιουργό τους, ὁ ἀνέφελος σύνδεσμος τοῦ ἄνδρα μέ τήν «βοηθόν» του (Γέ 2,18), τήν γυναίκα, ράγισε καίρια καί ἀμέσως. Στό ἐρώτημα τοῦ Κυρίου, ἄν ἔφαγε ἀπό τούς καρπούς τοῦ δένδρου τῆς γνώσεως τοῦ καλοῦ καί τοῦ κακοῦ, ὁ Ἀδάμ ἀποκρίνεται μέ ἔντονη τήν συνείδηση τῆς ἐνοχῆς, ρίχνοντας ὅμως τό βάρος τῆς εὐθύνης στήν Εὔα. «Αὐτή φταίει», τοῦ ἀπαντᾶ∙ «ἡ γυνή, ἣν ἔδωκας μετ’ ἐμοῦ, αὕτη μοι ἔδωκεν ἀπὸ τοῦ ξύλου, καὶ ἔφαγον» (Γέ 3,12). Μάλιστα ὁ λόγος του αὐτός ἀποκαλύπτει ὅλη τήν τραγικότητα πού δεσπόζει πλέον μέσα του: ὄχι μόνον ἀθωώνει τόν ἑαυτό του, ὄχι μόνο κατηγορεῖ ἐξουθενωτικά τήν γυναίκα, ἀλλά πιό πολύ κατηγορεῖ τόν Θεό πού τοῦ τήν ἔδωσε!

  Ἀπό τότε ὁ ἄνθρωπος εἶναι μόνος. Ὀχυρωμένος μέσα στό κάστρο τοῦ «ἐγώ» του πού θεοποιεῖ καί λατρεύει, ξένος τοῦ Θεοῦ, ἀποξενώνεται ἀναπόδραστα καί ἀπό τόν συνάνθρωπό του, ἔστω κι ἄν αὐτός εἶναι ὁ Ἄβελ, ὁ ἀδελφός του: «μὴ φύλαξ τοῦ ἀδελφοῦ μού εἰμι ἐγώ;» (Γέ 4,9). Φτιάχνει βέβαια οἰκογένεια, ὀργανώνει μικρές ἤ μεγάλες πολιτεῖες, χτίζει πολιτισμούς, συνεργάζεται, ἀλλά ὅλα αὐτά πάσχουν στό ἴδιο τό γενετικό τους ὑλικό, στόν πυρήνα τους: Ἐπειδή γιά τόν ἄνθρωπο τῆς ἁμαρτίας ὁ ἄξονας τοῦ κόσμου του εἶναι ὁ ἑαυτός του, οἱ «πλησίον» δέν τόν ἐνδιαφέρουν παρά μόνο στόν βαθμό πού ἱκανοποιοῦν τίς κοινωνικές, συναισθηματικές, οἰκονομικές ἤ ὅποιες ἄλλες ἀνάγκες του. Ἐπειδή εἶναι «πολιτικὸν ζῷον», ζῆ δηλαδή μόνο σέ σχέση μέ τούς συνανθρώπους του, τούς ἀναγνωρίζει μέν δικαιώματα, ἀλλά δέν τούς πλησιάζει περισσότερο. Ἄλλωστε τά ἴδια τά δικαιώματα δέν ἀποτελοῦν «κατάκτηση τοῦ ἀνθρώπου», ἀλλά μᾶλλον κόκκινες γραμμές, σύνορα, ἡ παραβίαση τῶν ὁποίων συνεπάγεται πόλεμο.

  Ὅμως σ’ ἕνα τέτοιο πλαίσιο, ποῦ νά χωρέσει ἡ καλοσύνη; Ποῦ νά βρεῖ τόπο ἡ ἀνθρωπιά; Οἱ ἐξαιρέσεις οὔτε ἀναμφισβήτητες εἶναι οὔτε στέρεες οὔτε ἀλλάζουν τά δομικά στοιχεῖα τοῦ κανόνα. Δέν μπορεῖ ὁ «θεός»-ἑαυτός μας νά μᾶς στηρίξει στήν ἐπιλογή τοῦ καλοῦ, διότι καλό καί καλοσύνη θά πεῖ θυσία χρόνου, κόπου, συμφερόντων, ἐπιδιώξεων, ἐπιθυμιῶν, καρδιᾶς, δηλαδή αὐταπάρνηση∙ καί φυσικά ὁ ἑαυτός μου ἀρνεῖται νά «αὐτοκτονήσει». Ἀντίθετα, τό κακό ἀφ’ ἑνός μέν ἐξασφαλίζει τό ὀχυρό μας καί ἀφ’ ἑτέρου ὄχι μόνο δέν θίγει, ἀλλά τρέφει ἀκόμη περισσότερο τήν λατρεία στό εἴδωλό μας. Γι’ αὐτό καί προτιμᾶται πάντοτε. Μάλιστα ἡ ἁγία Γραφή ἐπισημαίνει ὅτι ὁ ἄνθρωπος ρέπει πρός τό κακό «ἐκ νεότητος αὐτοῦ» (Γέ 8,21) -τόσο συνδέεται μαζί του. Τό ἀποτέλεσμα; «πάντες ἐξέκλιναν, ἅμα ἠχρειώθησαν, οὐκ ἔστι ποιῶν ἀγαθόν, οὐκ ἔστιν ἕως ἑνός» (Ψα 52,4). Ἕνας θεόπνευστος λόγος, πού εἶναι, νομίζω, ἀπό τούς πιό φοβερούς. Καί γίνεται ἀκόμη πιό φοβερός, ἄν σκεφθεῖ κανείς ὅτι στό «πάντες» περιλαμβάνονται ὄχι μόνο οἱ εἰδωλολάτρες, οἱ ἄγευστοι τῆς ἀλήθειας, ἀλλά καί ὁ Ἰσραήλ, ὁ περιούσιος λαός τοῦ Θεοῦ. Ἀρκεῖ κανείς νά διαβάσει τούς προφῆτες γιά νά διαπιστώσει πόσο ὁ λαός αὐτός, πού τόσο εἶχε εὐλογηθεῖ ἀλλά καί τόσο ἀναιδῶς ἀπέρριψε στήν συνέχεια τόν Γιαχβέ καί τήν διαθήκη του, ἐκμεταλλευόταν, ἐξαπατοῦσε, ἔκλεβε, ἐξουθένωνε, ταπείνωνε, ἀδιαφοροῦσε, λοιδοροῦσε, ὑποκρινόταν, καί γενικά εἶχε γίνει ἕρμαιο τῆς φαυλότητας.

  Τό συμπέρασμα σχεδόν ἀναφέρθηκε ἤδη: ἡ καλοσύνη, ἡ ἀγαθότητα καί γενικά ἡ ἀνθρωπιά δέν ὑπάρχουν ἀνόθευτα καί δέν ἀντέχουν καθόλου ἔξω ἀπό τόν χῶρο τῆς χάριτος τοῦ Θεοῦ. Διότι πέρα ἀπό τά σύνορα τῆς ἀγάπης του κυριαρχεῖ ἡ ἁμαρτία, καί ἡ ἁμαρτία ἀλλοιώνει καί σκοτώνει τά πάντα. Ὁ ἀπόστολος Παῦλος λέει ὅτι ἡ χρηστότητα, ἡ ἀγαθοσύνη καί ἡ «πίστις», δηλαδή ἡ ἀξιοπιστία, ἡ φερεγγυότητα, εἶναι καρποί τοῦ Ἁγίου Πνεύματος (βλ. Γα 5,22). Αὐτό σημαίνει ὅτι τούς ἀποκτᾶ, τούς γεύεται, τούς χαίρεται στήν οὐσία τους καί τούς προσφέρει καί στούς ἄλλους μόνον ἐκεῖνος πού εἶναι τοῦ Πνεύματος. Οἱ ἄλλοι δέν ἔχουν αὐτή τήν δυνατότητα∙ δέν μποροῦν νά καρποφορήσουν τέτοιους καρπούς, εἶναι στεῖροι. Ὅμως γιά νά εἴμαστε τοῦ Πνεύματος, πρέπει ἀφ’ ἑνός μέν νά συνδεόμαστε μαζί του μέ τήν πίστη καί ἀφ’ ἑτέρου νά ζοῦμε τήν ζωή του∙ ὅπως καί πάλι λέει ὁ Παῦλος, πρέπει νά στοιχιζόμαστε στόν στοῖχο του∙ «εἰ ζῶμεν Πνεύματι, Πνεύματι καὶ στοιχῶμεν» (Γα 5,25). Καί ὁ στοῖχος του δέν εἶναι ἄλλος ἀπό τόν σταυρό τοῦ Χριστοῦ, ἀπό τόν θάνατο καί τήν ἀνάστασή του, ὅπως βιώνονται μέσα στήν Ἐκκλησία. Αὐτή εἶναι ἡ πρώτη καί ἀναγκαία προϋπόθεση.

Εὐάγγελος Δάκας

Δρ Θεολογίας, Φιλόλογος

Πέμπτη, 09 Μάρτιος 2023 03:00

Γιατί κατακρίνουμε;

 Clouded Sunset Ethiopia  Καταλαλιά καί κατάκριση εἶναι δύο σοβαρά πάθη, τά ὁποῖα ὑπονομεύουν τήν πνευματική ζωή τῶν πιστῶν. «Καταλαλῶ» σημαίνει «λαλῶ εἰς βάρος κάποιου», ἐνῶ «κρίνω» σημαίνει τή λήψη τῆς ἀποφάσεως, τήν ἐπιβολή τῆς ποινῆς, τοῦ κρίματος. Βέβαια ὅλη ἡ διαδικασία ἐννοεῖται ὡς ὑποκειμενική. Ὅπως ἐκεῖνος, ὁ ὁποῖος δέν μπορεῖ νά βλάψει κάποιον, τόν καταριέται καί εὔχεται τό κακό πού δέν μπορεῖ νά πράξει, ἔτσι καί ἐκεῖνος ὁ ὁποῖος καταλαλεῖ καί κατακρίνει, ἐπειδή δέν μπορεῖ νά σύρει τόν ἀδελφό σέ πραγματικό δικαστήριο καί νά ἐπιτύχει τήν καταδίκη του, στήνει μέσα του ἕνα ὑποκειμενικό κριτήριο καί, ὅσον ἐξαρτᾶται ἀπό αὐτόν, ἀναπτύσσει τό κατηγορητήριο (καταλαλεῖ) καί ἐκδίδει τήν καταδικαστική ἀπόφαση (κρίνει) κατά τοῦ ἀδελφοῦ.

   Ἡ κατάκριση εἶναι μία πολύπλοκη λειτουργία τῆς πτώσεως τοῦ ἀνθρώπου πού κατακρίνει· παράπτωμα πολύ βασικώτερο ἀπό ὅ,τι φαίνεται. Εἶναι κακό πού στρέφεται ἐναντίον τοῦ ἴδιου τοῦ ἀνθρώπου ὁ ὁποῖος τό καλλιεργεῖ, ἐναντίον τοῦ συνανθρώπου, τόν ὁποῖο κατακρίνει καί ἐναντίον τοῦ Θεοῦ, τοῦ ὁποίου σφετερίζεται τό ἀξίωμα, ὅπως θά ἐξηγήσω ἀμέσως.

Κακό ἐναντίον τοῦ ἑαυτοῦ του

   Στήν κατάκριση ὑπολανθάνει πάντοτε μία κρίση. Ἀποδεικνύοντας τήν ἀθλιότητα τοῦ ἄλλου, ὁ ἄνθρωπος πού κατακρίνει, λαθραῖα ἀνακηρύσσει τή δική του λαμπρότητα, αὐτοπροβάλλεται καί αὐτοεπαινεῖται. Καί ἄν δέν πείθει τούς ἀκροατές, μέ τήν κρίση του αὐτή, πείθει τόν ἑαυτό του. Μέ αὐτό τόν τρόπο καλλιεργεῖ μία δική του, φανταστική ἰδέα γιά τόν ἑαυτό του, παθαίνει μία πνευματική ὑπερτροφία, αὐταπατᾶται καί εἶναι αἰσχρό τό «φενακίζειν ἑαυτόν». Ἀλλά ὅπως μέ τήν ὑπερτροφία καταστρέφεται ὁ ὀργανισμός, ἔτσι καί μέ τήν ὑπερτίμηση τοῦ ἑαυτοῦ μας φθείρεται καί διαφθείρεται ἡ ψυχή.

Κακό ἐναντίον τοῦ συνανθρώπου

   Ἡ κατάκριση προϋποθέτει παντελῆ ἔλλειψη ἀγάπης. Ἐκεῖνος ὁ ὁποῖος ἀγαπᾶ ἔχει τή δύναμη νά καλύπτει καί νά συγχωρεῖ ἀκόμη καί τά λάθη τοῦ ἀγαπημένου προσώπου. Ἐκεῖνος ὅμως πού κατακρίνει, ἁρπάζει μία ἀδυναμία τοῦ ἄλλου -ἤ κάτι τό ὁποῖο αὐτός θεωρεῖ ἀδυναμία– καί ἀπορροφᾶται ἀπό αὐτή, χωρίς νά ἔχει τή δύναμη νά ἰδεῖ καί τόσες ἄλλες ἀρετές, πού πιθανόν ἔχει τό κατακρινόμενο πρόσωπο. Μ' αὐτόν τόν τρόπο ἀδικεῖ καί βλάπτει τό συνάνθρωπό του.

Κακό ἐναντίον τοῦ Θεοῦ

   Τό χειρότερο ὅλων εἶναι ὅτι ἡ κατάκριση θέτει σέ ἀναστολή τήν ἰσχύ τοῦ θείου νόμου καί σχεδόν ἀνατρέπει τήν ἡγεμονία τοῦ Θεοῦ, γιά νά στήσει δίκην ἐπαναστατικοῦ νόμου τό προσωπικό δίκαιο τοῦ ἀνθρώπου ὁ ὁποῖος κατακρίνει. Τό δικαίωμα τῆς κρίσεως τό ἔχει μόνον ὁ Θεός, ὁ ὁποῖος εἶναι καί ὁ δημιουργός καί γνώστης τῶν πάντων. Αὐτός ὅρισε τό νόμο καί αὐτός εἶναι ὁ μόνος ἁρμόδιος νά κρίνει ἐκείνους οἱ ὁποῖοι παραβαίνουν τό νόμο του. Τί παραφροσύνη, νά θέλουμε  νά ἀντικαταστήσουμε τόν Θεό στό ἔργο τῆς κρίσεως!

   Νά λοιπόν, πῶς ἡ κατάκριση, πού τόσο εὔκολα τήν ἀναφέρουμε σάν ἕνα ἁπλό ἁμάρτημα, εἶναι μία πολυσύνθετη λειτουργία. Εἶναι τό ἀποτέλεσμα στό ὁποῖο μᾶς ὁδηγεῖ ἡ ἔλλειψη ταπεινώσεως, ἀγάπης καί πίστεως ἤ ἔστω στοιχειώδους συναισθήσεως τοῦ Θεοῦ.

Στέργιος Σάκκος

Ἀπολύτρωσις 43 (1988) 23

Τετάρτη, 16 Ιούλιος 2014 03:00

Ἀδιάκοπη ζωή

karavaki᾿Ανάπαυλα ἀναψυχῆς στήν κοπιαστική ρουτίνα, σταθμός ἀνεφοδιασμοῦ γιά τή συνέχεια τῆς ἐργασίας οἱ διακοπές διεγείρουν τόν πόθο ὄχι μόνο τῶν μικρῶν μαθητῶν ἀλλά καί τῶν ἐνηλίκων καί τῶν ὡρίμων καί κάθε ἐργαζομένου. ῞Ολοι τίς νοσταλγοῦμε καί ἀπό πολύ νωρίς κάνουμε σχέδια καί προγράμματα γι᾿ αὐτές. ῎Ετσι τόν ᾿Ιούλιο καί τόν Αὔγουστο, τούς κατ᾿ ἐξοχήν μῆνες τῶν θερινῶν διακοπῶν, πολλές φορές τούς ἀναπολήσαμε κατά τή διάρκεια τοῦ χρόνου. Καί νά, ἦρθε τώρα ἡ ὥρα, ἀδέσμευτοι ἀπό τήν πίεση τοῦ ὡραρίου, ἀπελευθερωμένοι ἀπό τό τροχάδην τοῦ ὡρολογιοῦ, νά ἀπολαύσουμε τή δροσιά καί τήν ἠρεμία, νά ἀνανεώσουμε καί νά ἀνασυντάξουμε τίς δυνάμεις μας, νά πλουτίσουμε τίς ἐμπειρίες μας, νά χαροῦμε τή δροσιά τοῦ βουνοῦ, τήν ἁλμύρα τῆς θάλασσας, τίς τόσες φυσικές ὀμορφιές πού μᾶς περιβάλλουν.
Θά ἦταν ὅμως σφάλμα μεγάλο καί ἀδικία ἔναντι τοῦ ἑαυτοῦ μας νά καλύψουμε τίς διακοπές μόνο μέ τήν ἀργία ἀπό τήν ἐργασία μας, μέ τήν παραθέριση, τίς ἐκδρομές καί τίς ἄλλες διασκεδάσεις. Εἶναι πλουτισμός καί ἀξιοποίηση τῶν διακοπῶν, μαζί μ᾿ ὅλα αὐτά νά χαροῦμε καί τούς δικούς μας, πού μέσα στόν πυρετό τῆς ταχύτητας καί στήν ἀτονία τῆς συνήθειας συχνά τούς λησμονοῦμε, τούς παραμελοῦμε. Μία ἀνανέωση τῶν παλιῶν, πολυχρόνιων δεσμῶν μας θά ἀνανεώσει κι ἐμᾶς τούς ἴδιους. ῎Επειτα, στούς νέους τόπους, ὅπου πιθανόν θά βρεθοῦμε τό καλοκαίρι, δέν εἶναι μόνο ἡ ἄψυχη φύση, εἶναι καί οἱ ἄνθρωποι, πού ζοῦν κι ἐργάζονται κοντά της. Πολλοί ἀπ᾿ αὐτούς ἀξίζουν τό θαυμασμό καί ὅλοι ἀσφαλῶς τό σεβασμό μας ὡς εἰκόνες τοῦ Θεοῦ.
᾿Ακόμη, ὁ ἑαυτός μας περιμένει νά τόν συναντήσουμε στίς διακοπές. Νά βρεθοῦμε μαζί του, ν᾿ ἀφουγκρασθοῦμε τούς πόθους καί τίς βαθειές ἀναζητήσεις του, νά σκύψουμε μέ ἀληθινό ἐνδιαφέρον στά ζωτικά προβλήματά του, πού τά ἔχουμε ἀπωθήσει ἤ κακῶς ἀντιμετωπίσει στή φούρια τῆς καθημερινότητας. Παράλληλα μέ τίς ἐκδρομές στή φύση εἶναι καιρός τώρα τό καλοκαίρι νά αὐτοσυγκεντρωθοῦμε. Νά ἐκδράμουμε στό μέσα μας καί -ὅσο μποροῦμε- νά τό ἐξερευνήσουμε. Θά βροῦμε ἐκεῖ πολλά ἀξιοθέατα ξεχασμένα καί ἀναξιοποίητα. Κι ἀκόμη, ἀκολουθώντας τή σοφή συμβουλή «ἔνδον σκάπτειν», μποροῦμε νά ἀνακαλύψουμε τά σκληρά καί ἄγονα μέρη τῆς ψυχῆς μας. Νά ξεπετρώσουμε, νά ξερριζώσουμε ζιζάνια, νά κάψουμε ἄχρηστα. Ν᾿ ἀνοίξουμε χῶρο καί πεδίο δράσεως γιά τόν καινό ἄνθρωπο, νά ἀνανεώσουμε τόν ἐν Πνεύματι ζῶντα ἑαυτό μας.
Κινητήρια δύναμη γιά ὅλα αὐτά εἶναι ἡ χάρη τοῦ Θεοῦ, πού -εὐτυχῶς γιά μᾶς- δέν κάνει διακοπές στίς ἐπιχορηγήσεις της. Μέ μύριους τρόπους ἔρχεται νά μᾶς δροσίσει στήν κάψα τοῦ καλοκαιριοῦ, νά μᾶς τονώσει καί νά μᾶς ἐνισχύσει στή γενική χαύνωση, νά μᾶς ξεκουράσει ἀληθινά, νά μᾶς ζωογονήσει. Γι᾿ αὐτό, τό σπουδαιότερο μέσα στίς διακοπές εἶναι νά μή στρίψουμε διακόπτη στή σχέση μας μέ τόν Θεό καί τά θεῖα. Νά διατηρήσουμε ἀδιάκοπη τήν πνευματική μας ζωή. Μήν ἀφήσουμε νά «ἀργεῖ τό Εὐαγγέλιον», ὅπως ψάλλεται στόν Μέγα Κανόνα. Μή καταληφθοῦμε ἀπό τήν «ἀργία τῶν ἐντολῶν τοῦ Θεοῦ», πού, ὅπως διαβάζουμε στό βίο τοῦ ἁγίου Παχωμίου, «βαρύνει τά χέρια καί τήν καρδιά».
᾿Ανοιχτοί στήν ἐπικοινωνία μας μέ τή χάρη τοῦ Θεοῦ, μποροῦμε νά περάσουμε τίς καλύτερες διακοπές μας. Νά προετοιμασθοῦμε ὄχι μόνο γιά τή νέα περίοδο πού μέ τό Σεπτέμβριο θ᾿ἀρχίσει ἀλλά καί γιά τήν ἀδιάκοπη ζωή μας, πού συνεχίζεται μέ τήν αἰώνια παραθέρισή μας στή βασιλεία τοῦ Θεοῦ, στόν Παράδεισο. ᾿Αμήν!
   
Στέργιος Ν. Σάκκος

Τετάρτη, 16 Ιούλιος 2014 03:00

Ὄχι ψώνια τήν Κυριακή


  kleiston Γιά τήν ἀργία τῆς Κυριακῆς καί τίς βέβηλες ἐνέργειες γιά τήν καταπάτησή της ἔχουμε ξαναγράψει. Προσθέτουμε τώρα μερικές ἀκόμη σκέψεις.
 Ἡ Κυριακή -ὅπως πολλές φορές τονίσθηκε- εἶναι ἡμέρα ἀφιερωμένη στόν Κύριο· ἡμέρα, κατά τήν ὁποία πανηγυρίζουμε τόν θρίαμβο τῆς Ἀναστάσεως καί δοξάζουμε τόν φιλάνθρωπο Θεό πού μᾶς χάρισε τή δυνατότητα τῆς σωτηρίας μας. Ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος ἀπαριθμεῖ τά «ἀπόρρητα ἀγαθά» πού μᾶς προσπορίζει ἡ ἡμέρα αὐτή ὡς ἑξῆς: «Ἐν ταύτῃ (Κυριακῇ) κατελύθη ὁ θάνατος, ἐσβέσθη ἡ κατάρα, ἁμαρτία ἠφανίσθη, ᾅδου πύλαι συνεκλάσθησαν καὶ δέσμιος ὁ διάβολος γέγονε καὶ ὁ χρόνιος κατελύθη πόλεμος, καὶ καταλλαγαὶ Θεοῦ πρὸς ἀνθρώπους ἐγένοντο... Διὰ τοῦτο καὶ προσήκει αὐτὴν τιμᾶν τιμὴν πνευματικήν» (ΕΠΕ 31,416-418· PG 51,265).
  Εἶναι γνωστό ὅτι ὁ Μέγας καί ἰσαπόστολος Κωνσταντῖνος μέ διάταγμά του στίς 3 Μαρτίου τοῦ 321, ἐπέβαλε τήν ἀργία τῆς Κυριακῆς: «Ὅλοι οἱ δικασταί, ὁ λαὸς τῆς πόλεως καὶ αἱ λοιπαὶ ἐργασίαι ὀφείλουν νὰ καταπαύουν κατὰ τὴν ἀξιοσέβαστον ἡμέραν τοῦ Ἡλίου» (C 111,12 2, in Corpus Juris Civilis ν. II, Codex Justinianus, Berlin 1927).
  Δυστυχῶς ὅμως σήμερα ἐν ὀνόματι τάχα τῆς ἀνάκαμψης τῆς οἰκονομίας ἐπιχειρεῖται ἡ ἀποϊεροποίηση τῆς Κυριακῆς, ἐνῶ ταυτόχρονα συντελεῖται ἡ ἀπαξίωση τοῦ ἀνθρώπινου προσώπου ὡς εἰκόνας τοῦ Θεοῦ καί ἡ μετατροπή του σέ μηχανή.
  Ἀναμφισβήτητα, ἡ χρεωκοπημένη μας οἰκονομία δέν πρόκειται νά τονωθεῖ μέ τό ἄνοιγμα τῶν καταστημάτων μας τήν Κυριακή. Γιά τήν ὕφεση στήν ἐγχώρια ἀγορά εὐθύνεται ἡ ἔλλειψη ρευστότητας, ὄχι ἡ ἔλλειψη χρόνου γιά ἀγορές. Ἄς μή μᾶς ἐξαπατοῦν μέ τά ἕωλα ἐπιχειρήματά τους. Ἀνύπαρκτη ἔκθεση τοῦ ΟΟΣΑ ἐπικαλέστηκε ὁ ὑπουργός Ἀνάπτυξης, γιά νά ὑποστηρίξει τίς θετικές συνέπειες ἀπό τήν ἀπελευθέρωση τοῦ ὡραρίου λειτουργίας τῶν ἐμπορικῶν καταστημάτων (βλ. «matrix 24»).
  Ἄν πραγματικά ἤθελαν μία ἐπέκταση τοῦ ὡραρίου -ὅπως κάποιοι ἰσχυρίζονται- γιατί δέν τήν ἐπιχείρησαν τά ἀπογεύματα πού τά καταστήματα παραμένουν κλειστά; Τό ἄνοιγμα τῶν καταστημάτων τήν Κυριακή καταδεικνύει τά ἄνομα καί ἀντίθεα σχέδια ἐκείνων πού τό ἐπινόησαν, καθώς καί τίς βρόμικες μεθοδεύσεις τῶν πολυεθνικῶν, τῶν ὑπεραγορῶν καί τῶν ἐμπορικῶν μονοπωλίων. Θά μποροῦσε κάτι ἀνάλογο νά ἐπιχειρηθεῖ στίς μουσουλμανικές χῶρες μέ τήν κατάργηση τῆς Παρασκευῆς ἤ τοῦ Σαββάτου στούς Ἑβραίους;
  Οὔτε βέβαια πρέπει νά ἐφησυχάζουμε μέ τό γεγονός ὅτι τά ἐμπορικά καταστήματα θά ἀνοίγουν μετά τή θεία Λειτουργία. Δέν κάνουμε «παζάρια» μέ τόν Θεό, γιά νά βρεθοῦμε στό παζάρι! Ἡ Κυριακή, «ἡ ἀπαρχή τῶν ἡμερῶν», ἡ «ὁμῆλιξ τοῦ φωτός» καί «τῇ ἀναστάσει τοῦ Κυρίου τετιμημένη» (Μ. Βασιλείου, ΕΠΕ 4,98· PG 29,52) εἶναι ὁλόκληρη ἁγία, ὄχι μόνον οἱ πρῶτες της ὧρες. Εἶναι ἡμέρα τοῦ Κυρίου. Τήν ξεχώρισε ὁ Θεός γιά τόν ἑαυτό του καί τή σφράγισε. Κι ὅ,τι λέει ὁ Θεός δέν ἀμφισβητεῖται, δέν τροποποιεῖται, δέν ἀθετεῖται, δέν τίθεται ὑπό διαπραγμάτευση. Ἐπιπλέον, ἄς μή μᾶς διαφεύγει ὅτι ὅποιος ψωνίζει τήν Κυριακή, αὐτός συναινεῖ στή διάλυση τῆς οἰκογένειας καί στήν περαιτέρω ἐξαθλίωση τῶν ἐργαζομένων.
  Πρόσφατα, ἔκθεση τοῦ ΟΟΣΑ προτείνει λειτουργία τῶν καταστημάτων ὅλες τίς Κυριακές τοῦ χρόνου, παρά τό γεγονός ὅτι πάνω ἀπό τό 90% τοῦ ἐμπορικοῦ κόσμου ἀντιδρᾶ. Ἡ ἐπιχειρούμενη ὁλική κατάργηση τῆς ἀργίας πρέπει νά μᾶς βρεῖ ἕτοιμους νά ἀνατρέψουμε αὐτόν τόν νόμο. Ὄχι μόνον νά μήν ψωνίζουμε τήν Κυριακή, ἀλλά καί νά στηρίξουμε τά καταστήματα πού τή σέβονται. Ἡ κατάργηση τῆς ἀργίας τῆς Κυριακῆς δέν ἀποτελεῖ μόνον πρόβλημα τῶν ἐμπόρων. Ξεκινοῦν ἀπό αὐτούς, γιά νά ἐπεκταθοῦν σέ ὅλους μας.
  Πολύ εὔστοχα ἡ ἱερά μονή Ὁσίου Γρηγορίου τοῦ Ἁγίου Ὄρους παρατηρεῖ: «Ἐκεῖνοι πού σήμερα ἐπίεσαν γιά τήν κατάργηση τῆς Κυριακῆς ἀργίας δέν θέλουν τούς χριστιανικούς θεσμούς, ἐπειδή δέν θέλουν τόν Χριστό, ἀλλά τόν ἀντίχριστο, κατά τόν ἀψευδῆ λόγο τοῦ Κυρίου: “ἐγὼ ἐλήλυθα ἐν τῷ ὀνόματι τοῦ πατρός μου, καὶ οὐ λαμβάνετέ με· ἐὰν ἄλλος ἔλθῃ ἐν τῷ ὀνόματι τῷ ἰδίῳ, ἐκεῖνον λήψεσθε” (Ἰω 5,43)».
  Ὀφείλουμε νά διαφυλάξουμε τήν ἀργία τῆς Κυριακῆς ὡς κόρη ὀφθαλμοῦ, ὡς ἀκριβό καί πολυτίμητο θησαυρό. Ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ εἶναι κατηγορηματικός γιά τήν τήρηση τῆς ἀργίας τῆς δικῆς του ἡμέρας (βλ. Ἔξ 31,14). Καί ὁ Ἀλεξανδρείας Εὐσέβιος συμβουλεύει: «Μὴ παρέλθῃς τὴν ἐντολὴν τοῦ Κυρίου, μὴ κλέψῃς τὴν ἡμέραν αὐτοῦ, μὴ ἀποστερήσῃς τοῖς μισθίοις σου τὴν ἀνάπαυσιν, μὴ χωρισθῇς τῆς εὐχῆς, μὴ ἀποστῇς τῆς Ἐκκλησίας» (PG 86A,421Α).
  Στά κελεύσματα τῆς Νέας Τάξης πραγμάτων, ἡ ὁποία καθαιρεῖ ὅ,τι ἱερό καί ὅσιο, καλούμαστε νά προβάλουμε ἀντίσταση, νά γίνουμε ἀντιστασιακοί! Δέν εἶναι, ἐξάλλου, ἡ πρώτη φορά πού ὡς ἔθνος περνᾶμε δυσκολίες. Καί οἱ προηγούμενες γενιές ἔζησαν πολέμους, καταστροφές, στερήσεις· καί ὅμως μπόρεσαν νά ἀναστήσουν ἀπό τά συντρίμμια τήν πατρίδα μας, γιατί εἶχαν θεμελιώσει τή ζωή τους στό θεμέλιο τῆς πίστης, τῆς ὀλιγάρκειας, τῆς ἄσκησης.
  Ἐπιπροσθέτως, δέν εἶναι δυνατό νά λέμε ὅτι τιμοῦμε τόν ἅγιο Κοσμᾶ τόν Αἰτωλό -τό 2014 εἶναι ἀφιερωμένο στή μνήμη του, ἐπειδή συμπληρώνονται 300 χρόνια ἀπό τή γέννησή του- κι ἐμεῖς νά ἐξακοντιζόμαστε τήν Κυριακή στά καταστήματα. Δέν χρειάζεται οὔτε προβληματισμός οὔτε δίλημμα. Στό χέρι μας εἶναι νά καταργήσουμε ἐν τοῖς πράγμασι τόν ἐπαίσχυντο αὐτό νόμο. Ἀποτελεῖ πιά ὁμολογία πίστεως ἡ τήρηση τῆς ἀργίας τῆς Κυριακῆς.

Εὐδοξία Αὐγουστίνου

Φιλόλογος- Θεολόγος

Σάββατο, 04 Μάιος 2024 03:00

Ἡ ἀμφισβήτηση τῆς Ἀναστάσεως


anastasi  Ἡ ἀνάσταση τοῦ Κυρίου εἶναι, ὅπως τονίζει σαφέστατα ἡ ἁγία Γραφή, τό θεμέλιο τῆς χριστιανικῆς πίστεως. Ἄν ὁ Ἰησοῦς ἀπό τήν Ναζαρέτ ἀναστήθηκε ἀπό τούς νεκρούς, τότε εἶναι ὄντως ὁ ἀληθινός Θεός καί ἡ ἀπαρχή τῆς δικῆς μας ἀνάστασης. Ἄν ὅμως ἡ ἀνάστασή του εἶναι μῦθος καί θρῦλος, τότε ὅπως λέει ὁ ἀπόστολος Παῦλος εὐθέως, χωρίς περιστροφές, ἡ πίστη μας εἶναι μάταιη, δέν ἔχει ἀντίκρυσμα, εἶναι ἕνα ἐλεεινό ψεῦδος (βλ. Α΄ Κο 15,17-19). Διότι αὐτό εἶναι τό κήρυγμα καί ἡ ἐπαγγελία της: Ἡ ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ, ἡ ὁποία ἐγγυᾶται καί τήν ἀνάσταση ὅσων ἐλπίζουν καί πιστεύουν σ’ Αὐτόν (βλ. Α΄ Κο 15,20). Δέν πιστεύουμε στόν Χριστό ἐπειδή θέλουμε νά γίνουμε καλύτεροι, νά βελτιώσουμε τήν ἠθική ποιότητα τοῦ ἀνθρώπου. Αὐτή εἶναι πρωταρχική ἐπιδίωξη καί στόχος ὅλων τῶν ἄλλων φιλοσοφικῶν καί θρησκευτικῶν συστημάτων. Οἱ χριστιανοί πιστεύουμε στόν Χριστό πρό πάντων ἐπειδή ἡ ἀνάστασή του μᾶς βεβαιώνει γιά τήν θεότητά του καί μᾶς λυτρώνει ἀπό τόν πιό φοβερό καί ἀξεπέραστο ἐχθρό μας: τόν θάνατο (βλ. Α΄ Κο 15,25). Γι’ αὐτό ἀκριβῶς βαπτιζόμαστε στό ὄνομά του: «ὑπὲρ τῶν νεκρῶν» (Α΄ Κο 15,29), ἐπειδή δηλαδή θά ἀναστήσει τούς νεκρούς. Κάτι τέτοιο δέν ἔχει ἄλλο ἀντίστοιχό του. Εἶναι ὅ,τι μεγαλύτερο μπορεῖ νά ἐλπίσει καί νά ποθήσει ὁ ἄνθρωπος. Ἡ πιό ζωτική ἀπαίτηση τῆς ὕπαρξής μας.
  Εἶναι ὅμως ἀλήθεια; Εἶναι ἡ ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ ἱστορικό γεγονός, ὅπως κήρυξαν οἱ μαθητές του καί ὅπως κηρύττει ἡ Ἐκκλησία του συνεχῶς ἐδῶ καί 2.000 χρόνια; Εἶναι. Ἀναμφίβολα. Εἶναι τόσο ἱστορικό γεγονός, ὅσο εἶναι ἐπί παραδείγματι ὁ Πελοποννησιακός πόλεμος ἤ ἡ νικηφόρα ἐκστρατεία τοῦ Μ. Ἀλεξάνδρου στήν Ἀσία. Ὅσο μπορεῖ κανείς νά ἀμφισβητήσει τήν ἱστορικότητα αὐτῶν τῶν δύο γεγονότων, τόσο μπορεῖ νά ἀμφισβητήσει καί τήν ἱστορικότητα τῆς ἀναστάσεως. Ἤ ἀκριβέστερα: Ἀκόμη καί ἄν ὑπῆρχε περίπτωση νά ἀμφισβητηθεῖ ἡ ἀλήθεια τῶν δύο αὐτῶν, δέν θά μποροῦσε νά ἰσχύσει τό ἴδιο καί γιά τήν ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ. Βέβαια, οἱ διά μέσου τῶν αἰώνων ἀρνητές τῆς ἀναστάσεως θεωροῦν αὐτή τήν θέση αὐτόχρημα πλάνη καί σκοταδισμό, ὡστόσο ἡ νηφάλια καί ἀπροκατάληπτη κρίση καί ἐξέταση τῶν δεδομένων δείχνει πρός τήν ἀντίθετη ἀκριβῶς κατεύθυνση.
  Στήν πραγματικότητα, οἱ πολλές καί ποικίλες ἐνστάσεις ὅσων ἀπορρίπτουν τήν ἀνάσταση ὡς ἱστορικό γεγονός συνοψίζονται στίς ἑξῆς δύο:
  Ἡ πρώτη ἀφορᾶ στήν σχέση τῆς ἀνάστασης μέ τήν λογική. Οἱ ἀρνητές ὑποστηρίζουν συνήθως ὅτι ἡ ἀνάσταση τοῦ Ἰησοῦ συγκρούεται ἐξ ὁρισμοῦ μαζί της, ὅτι εἶναι ἕνας κοινός ἀκραῖος παραλογισμός. Οἱ νεκροί δέν ἐπανέρχονται στήν ζωή, ὑποστηρίζουν, εἶναι χίμαιρα μία τέτοια προσδοκία. Εἶναι μάλιστα ἐνδιαφέρον ὅτι τήν ἔνσταση αὐτή ἀντιμετωπίζει καί ὁ ἀπόστολος Παῦλος στό 15ο κεφ. τῆς Α΄ πρός Κορινθίους Ἐπιστολῆς του, ὅπου πραγματεύεται αὐτό ἀκριβῶς τό θέμα: Εἶναι δυνατόν νά ἀναστηθοῦν οἱ νεκροί; Ἡ ξεκάθαρη καταφατική ἀπάντηση πού δίνει ὁ ἀπόστολος στό συγκεκριμένο ἐρώτημα ἔχει ὄχι μόνο θεολογικά ἀλλά καί φυσικά ἐρείσματα: Ὅταν ὁ σπόρος πέφτει στήν γῆ, δέν βλαστάνει πρίν νά σαπίσει (βλ. Α΄ Κο 15,36)· δέν ἀποτελεῖ αὐτό τό γεγονός σαφῆ ἐμπειρία ἀναστάσεως; Θά μπορούσαμε ἐπίσης, ἰδίως ἐμεῖς σήμερα, νά ἐπισημάνουμε ὅτι ἀφορισμοί τοῦ τύπου «εἶναι παράλογο καί συνεπῶς ἀδύνατο» ἔχουν ξεπεραστεῖ πρό πολλοῦ. Πόσο λογική ἐπί παραδείγματι θά φαινόταν σ’ ἕναν ἐπιστήμονα τοῦ 1910 ἡ θεωρία τῆς «μεγάλης ἔκρηξης» πού ὑποστηρίζει οὐσιαστικά ὅτι τά πάντα προῆλθαν ἀπό τό τί- ποτε; Κι ὅμως αὐτή ἀποτελεῖ τήν τελευταία λέξη τῆς σύγχρονης κοσμολογίας.
  Ἡ δεύτερη ἔνσταση ἀφορᾶ στά τεκμήρια. Ἄν ἡ ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ, τονίζουν οἱ ἀρνητές της, εἶναι ἱστορικό γεγονός, τότε πρέπει νά μπορεῖ νά τεκμηριωθεῖ. Ἀλλά ἀκριβῶς τό σημεῖο αὐτό εἶναι καί τό πιό ἀδύναμο ὅλων τῶν ἐπιχειρημάτων τους. Ὑπάρχουν πολλές καί πολύ ἰσχυρές ἀποδείξεις ὅτι ὁ Ἰησοῦς ἀνέστη. Ἀποδείξεις βεβαίως ἱστορικές, ὄχι ἐμπειρικές ἤ μαθηματικές· ὅπως συμβαίνει καί μέ ὅλα τά ἀρχαῖα ἱστορικά γεγονότα. Ἐπί παραδείγματι ὁ ἀπόστολος Παῦλος στήν συνάφεια πού ἀναφέραμε παραπάνω (βλ. Α΄ Κο 15,5-8), ἀλλά καί οἱ τέσσερις εὐαγγελιστές μνημονεύουν ποικίλες ἐμφανίσεις τοῦ ἀναστημένου Χριστοῦ στούς μαθητές του. Τό γεγονός αὐτό τῶν ἐμφανίσεων τοῦ ἀναστάντος ἦταν τόσο συγκλονιστικά ἀληθινό, ὥστε οἱ μαθητές του νά γίνουν ἀπόστολοί του καί μάλιστα νά ἀγωνισθοῦν γιά τήν διάδοση τοῦ εὐαγγελίου μέχρι αἵματος καί μαρτυρίου. Τό ἐρώτημα πού προκύπτει ἐδῶ εἶναι ἁπλό: Θυσιάζει ποτέ κανείς τήν ζωή του γιά ἕνα ψέμα πού κατασκεύασε ὁ ἴδιος; Διότι ἄν ὁ Χριστός δέν ἀναστήθηκε, τότε τήν ἀπάτη γύρω ἀπό τήν ἀνάστασή του τήν ἔστησαν οἱ μαθητές του. Ἀλλά γιά ποιόν λόγο; Γιά νά κερδίσουν τί; Τόν θάνατο; Εἶναι μάλιστα σημαντικό νά ἀναφερθεῖ ἐδῶ ὅτι τό παράδειγμά τους μιμήθηκαν ἑκατομμύρια ἄνθρωποι στά πρῶτα τριακόσια χρόνια ζωῆς τῆς Ἐκκλησίας, οἱ χριστιανοί μάρτυρες, οἱ ὁποῖοι φυσικά ἀποτελοῦν καί ἀδιάψευστα τεκμήρια τῆς βιοτῆς καί τῆς θυσίας τῶν διδασκάλων τους.
  Θά μπορούσαμε αὐτό τό θέμα νά τό διαπραγματευθοῦμε σέ ἑκατοντάδες σελίδες μέ ἀκαταμάχητα ἐπιχειρήματα. Ἀλλά δέν χρειάζεται. Κάτι τέτοιο ἄλλωστε ἔχει γίνει ἤδη πολλές φορές. Ἄν ὅμως ἡ ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ εἶναι γεγονός ἀναμφισβήτητο, θά ρωτήσει ἴσως κανείς, εὔλογα, πῶς τόσοι συνάνθρωποί μας τήν ἀπορρίπτουν ὡς μῦθο; Πῶς ἐξηγεῖται αὐτό; Ἡ ἀπάντηση σ’ αὐτόν τόν προβληματισμό εἶναι πολύπτυχη καί ἐκτεταμένη, ἀλλά ἐδῶ θά ἑστιάσουμε μόνο στό κέντρο της: Ὅσοι ἀρνοῦνται τήν ἱστορικότητα τῆς ἀναστάσεως τοῦ Χριστοῦ συνειδητά εἶναι ἐκεῖνοι πού δέν θέλουν νά ἀποδεχθοῦν τό ὑπέροχο μέν, ἀλλά καί πικρό γιά τήν κακία μας μήνυμά της. Ὅτι δηλαδή ἡ ἀνάσταση τοῦ Κυρίου, ἡ ὁποία καταργεῖ τόν θάνατο καί ἐγκαινιάζει μία καινούργια ζωή, πανευφρόσυνη καί ἀτελεύτητη, προσφέρεται ὡς δῶρο σ’ ὅσους ἀποκλειστικά τήν θέλουν· δέν ἐπιβάλλεται, δέν ἐκβιάζει ὁ Θεός τήν σωτηρία μας. Ὅποιος ὅμως ἐπιθυμεῖ ἀληθινά νά συναναστηθεῖ μέ τόν Χριστό ἀπορρίπτει τήν ζωή τῆς ἁμαρτίας καί ἀγωνίζεται πλέον νά ζήσει τήν ζωή τοῦ ἀναστημένου Ἰησοῦ, τήν ζωή τῆς ἁγνότητας (βλ. Α΄ Ἰω 3,3). Εἰδάλλως παραμένει στό σκοτάδι του. Ἀλλά φυσικά -καί ἐδῶ ἔγκειται τό πρόβλημα- ὁ σάπιος καί διεφθαρ- μένος κόσμος δέν εἶναι διατεθειμένος νά ἀποδεχθεῖ μία τέτοια προϋπόθεση. Προτιμᾶ λοιπόν νά στρουθοκαμηλίζει καί νά ἀρνεῖται τό προφανές.

Εὐ. Ἀ. Δάκας

Δρ Θεολογίας - Φιλόλογος

Τετάρτη, 16 Απρίλιος 2014 03:00

Ριζική ἀναθεώρηση

  velosἩ περίοδος τῆς οἰκονομικῆς κρίσης συνεχίζεται μέ ἔνταση. Ἡ καινούργια χρονιά σημαίνει γιά πάρα πολλούς ἐξ ἡμῶν ἕνα ἀκόμη ἔτος δυσβάστακτων προβλημάτων πού δέν περιορίζονται πιά στήν οἰκονομική στενότητα. Αὐτό πού βάλλεται πλέον καίρια μέ τά συνεχῆ ἐξοντωτικά μέτρα καί ἰδίως μέ τήν ὁλοφάνερη ἀδυναμία νά δοθεῖ ἀξιόπιστη διέξοδος στά τρομερά ἀδιέξοδα τοῦ τόπου εἶναι ἡ ἴδια ἡ ψυχή τοῦ λαοῦ μας· τό ἠθικό του. Φαίνεται πλέον ξεκάθαρα ὅτι ἡ διάλυση σάν ἕνα τρομερό τσουνάμι ἀπειλεῖ τά πάντα χωρίς ἐλπίδα ἀνασύνταξης· αὐτή εἶναι δυστυχῶς ἡ πραγματικότητα.
   Ἡ αἰτία αὐτῆς τῆς κατάστασης ἐντοπίζεται ἀπό πολλούς στίς στρεβλώσεις καί στήν ἀνεπάρκεια τοῦ πολιτικοῦ μας συστήματος. Ὡστόσο, αὐτή εἶναι μόνον ἡ ἐπιφάνεια. Οἱ ρίζες τοῦ προβλήματος, πού τό τροφοδοτοῦν καί τό αὐξάνουν καί οἱ ὁποῖες δυστυχῶς μένουν ἀθέατες μέσα στήν ἀχλύ τῆς ψευδώνυμης προόδου πού ἐνέσκηψε, εἶναι ἄλλες: Εἶναι ἡ ἀντίθεη παιδεία, ἡ καλλιέργεια ἑνός ἀντίχριστου φρονήματος ἤδη ἀπό τό νηπιαγωγεῖο ἤ ἀκόμη καί ἀπό τό παιδικό δωμάτιο. Τήν τελευταία τεσσαρακονταετία περίπου τά Ἑλληνόπουλα μαθαίνουν ἀπό τήν κούνια τους, ἀπό τήν ἀξεπέραστη δασκάλα πού λέγεται τηλεόραση, ὅτι ἡ χριστιανική πίστη εἶναι ὀπισθοδρόμηση ἤ στήν καλύτερη περίπτωση ἕνα μέρος τῆς λαϊκῆς μας παράδοσης. Μαθαίνουν ἐπίσης ὅτι ἡ Ἐκκλησία ὑπῆρξε ἐχθρός καί τύραννος τοῦ ἔθνους. Διδάσκονται στά σχολεῖα τους ὅτι ἡ ἱστορικότητα τῆς ἁγίας Γραφῆς εἶναι ἀμφισβητήσιμη· ὅτι μόνον οἱ ἀφελεῖς πιστεύουν στά σημεῖα καί στήν θεότητα τοῦ Χριστοῦ· ὅτι μπορεῖ κανείς νά σαρκάζει ἐλεύθερα τά ἱερά καί τά ὅσια καί νά ἐπιβραβεύεται γι’ αὐτό· ὅτι ἡ ἠθική τοῦ Εὐαγγελίου εἶναι παρωχημένη· ὅτι ἡ αἰσχρότητα εἶναι ἐκσυγχρονισμός. Καί μαζί μ’ αὐτά διδάσκονται, ὡς φυσική συνέπεια, ὅτι ἡ τιμιότητα καί ἡ ἐντιμότητα δέν εἶναι ἀξίες· ὅτι ἀξίες εἶναι οἱ «ἀνάγκες» μας -δηλαδή τά πάθη μας-, τά λεφτά καί οἱ νόμοι τῆς ἀγορᾶς. Ὅτι ἡ συνείδηση τοῦ χρέους, τό φιλότιμο καί ἡ θυσία εἶναι μειονεξία· ὁ ἄνθρωπος πρέπει νά διεκδικεῖ ἀνυποχώρητα τά δικαιώματά του. Ὅτι ἡ προσπάθεια καί ἡ ἐργατικότητα δέν εἶναι ὁ μόνος τρόπος γιά νά προχωρήσει κανείς στήν ζωή, ἀλλά ὅτι ἰδανική κατάσταση εἶναι νά κερδίζεις ὅσο περισσότερα μπορεῖς μέ τόν λιγότερο δυνατό κόπο ἤ καί χωρίς καθόλου κόπο. Ὅτι ἡ ἀγάπη γιά τήν πατρίδα εἶναι ἐθνικισμός καί ὅτι ἰδανικό εἶναι ὁ διεθνισμός. Καί εἶπα ὅτι ἡ σύνδεση τῆς ὑποτίμησης τῆς χριστιανικῆς πίστης μέ τήν διεφθαρμένη αὐτή νοοτροπία εἶναι φυσική, διότι τό ἀξίωμα τοῦ Ντοστογιέφσκυ, ὅσο καί ἄν πολεμήθηκε καί πολεμεῖται ἀπό τήν νιτσεϊκή ἀφρόκρεμα τῆς σύγχρονης ἑλληνικῆς διανόησης, ἰσχύει πάντοτε: «Χωρίς Θεό ὅλα ἐπιτρέπονται».
   Ναί, ἔτσι εἶναι. Χωρίς Θεό ὅλα ἐπιτρέπονται. Διότι ὅταν ἀρνεῖσαι τόν Θεό, ἀπορρίπτεις τό ἀγαθό καί οἰκειώνεσαι ἀναπότρεπτα τό κακό, καθώς τό κενό δέν εἶναι ἀνεκτό οὔτε στήν φυσική οὔτε στήν πνευματική ζωή. Ποῦ, ἐξάλλου, νά στηρίξεις μία ἔντιμη καί ἀγωνιστική ζωή, χωρίς μειωτικούς συμβιβασμούς καί ἐκπτώσεις; Γιατί νά προσπαθεῖς νά εἶσαι εὐεργετικός, εἰλικρινής καί ἀλληλέγγυος μέ τόν ἄλλο; Γιατί νά μήν ἐνδιαφέρεσαι μόνο γιά τό συμφέρον σου; Γιατί νά μήν ἀδικεῖς, νά μήν κλέβεις, νά μήν πατᾶς ἐπί πτωμάτων ὅταν αὐτό σέ ἐξυπηρετεῖ; Ποιός θά σ’ ἐμποδίσει; Ποιά δύναμη μπορεῖ νά ἀναστείλει τήν ἀνθρώπινη ἐμπάθεια;
   Ὁ Διαφωτισμός ὑποσχέθηκε ὅτι μόνη της ἡ ἀνθρώπινη λογική χωρίς τόν Θεό (ὁ λεγόμενος «ὀρθός λόγος») θά ἔλυνε ὅλα τά προβλήματά μας, ἀλλ’ ἰδού ὅτι αὐτή ἡ νοοτροπία νομιμοποιεῖ στήν ἐποχή μας, μέ τρομακτικές συνέπειες, τίς πιό ἀποκρουστικές διαστροφές. Κάποτε ἐπί παραδείγματι φρικιούσαμε καί μόνο στήν σκέψη ὅτι θά ἀποποινικοποιοῦνταν οἱ ἐκτρώσεις. Κι ὅμως, αὐτός ὁ ἐφιάλτης εἶναι πραγματικότητα καί στήν χώρα μας πλέον. Καί ὁ τόπος μας, ὁ αἱματοβαμμένος ἀπό τίς θυσίες τῶν μαρτύρων καί τῶν ἡρώων του, ποτίζεται σήμερα ἀπό τά αἵματα χιλιάδων ἀθώων νηπίων, πού σφαγιάζονται νομίμως(!) στό ὄνομα τῶν δικαιωμάτων τῆς γυναίκας(!). Καί ὁσονούπω -γιατί ὄχι;- θά ἀρχίσει νά συζητεῖ- ται ἐνδεχομένως καί ἡ ἀναγνώριση «τοῦ δικαιώματος στήν παιδοφιλία»(!), ὅπως γίνεται πλέον σέ ἄλλα εὐρωπαϊκά κράτη.
   Εἶναι κατεπείγουσα ἀνάγκη νά κατανοήσουμε ὅλοι ὅτι μέσα σ’ αὐτόν τόν ὀρυμαγδό τῶν ἐρειπίων ἡ μόνη δύναμη ἀνάσχεσης καί ἐξουδετέρωσης τοῦ κακοῦ εἶναι ἡ ἐπιστροφή στήν πίστη τοῦ Χριστοῦ. Δέν ὑπάρχει ἄλλη. Μόνον ἡ πίστη μπορεῖ νά ἐμπνεύσει ἐλπίδα ζωντανή καί νά προκαλέσει ἔκρηξη δημιουργικότητας. Καί μόνον ὁ Χριστός, ἡ Ἀλήθεια, μπορεῖ νά ἐμφυσήσει στίς καρδιές μας τό πάθος καί τόν πόθο γιά τήν ἀλήθεια, πού τόσο κακοποιεῖται στίς ἡμέρες μας. Καί δέν ἀποτελεῖ αὐτό ἰδεολόγημα ἤ εὔκολο κήρυγμα. Εἶναι ἡ ἐμπειρία καί ἡ μαρτυρία τῶν ἁγίων, χιλιάδων, ἑκατομμυρίων ἀνθρώπων. Ὅπως εἶναι καί ἡ κατάθεση αὐτῆς τῆς ἴδιας τῆς ἱστορίας. Διότι ὅ,τι ἀξιόλογο κατόρθωσε ὁ ἄνθρωπος μέσα στόν χρόνο, ὅ,τι τόν ὁδήγησε ἀπό τήν περιοχή τῆς βαρβαρότητας στό φῶς τῆς ἀξιοπρέπειας θά ἦταν ἀδύνατο νά ὑπάρξει ἤ νά ὁλοκληρωθεῖ χωρίς τό θεμέλιο τοῦ Εὐαγγελίου.
   Εἶπα στήν ἀρχή ὅτι, ὅπως φαίνεται, κάθε ἐλπίδα γιά ἀνασύνταξη τῆς πατρίδας μας ἔχει χαθεῖ. Ὡστόσο, δέν εἶναι ἔτσι τά πράγματα. Ἡ Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ δείχνει τόν δρόμο γιά τήν μεγάλη ὑπέρβαση πού ὁδηγεῖ ἐγγυημένα στήν λύτρωση, τήν μετάνοια.
   Εἶναι καιρός τόσο ὡς λαός ὅσο καί ὡς πρόσωπα νά ἐπιστρέψουμε. Νά συνδεθοῦμε καί πάλι μέ τόν Κύριο Ἰησοῦ ἤ καλύτερα νά συνδεθοῦμε τούτη τήν φορά ἀληθινά μαζί του. Νά ἀναθεωρήσουμε τό παρελθόν ριζικά. Ἀπό τήν ἄποψη αὐτή εἶναι σωστό αὐτό πού λέχθηκε: Ἡ κρίση δέν ἀποτελεῖ γιά τόν τόπο μας τήν μεγάλη ἀπειλή ἀλλά τήν μεγάλη, τήν μοναδική εὐκαιρία του. Ἀρκεῖ, ἀσφαλῶς, νά τήν ἀξιοποιήσουμε.

Εὐάγγελος Ἀ. Δάκας
Παρασκευή, 16 Μάιος 2014 03:00

Νυμφίος καί Νύμφη

nymfiosἩ Μεγάλη Τεσσαρακοστή ἀνοίγει τόν μήνα αὐτό τίς πύλες της καί μᾶς καλεῖ νά εἰσέλθουμε στό ἱερό της στάδιο· «τὸ στάδιο τῶν ἀρετῶν ἠνέῳκται· οἱ βουλόμενοι ἀθλῆσαι εἰσέλθετε». Τό ἀγώνισμα καί τό ἔπαθλό της μοναδικά, ἀσύγκριτα: Ἡ ἔμπονη αὐτή πορεία τῶν σαράντα ἡμερῶν ἀποβλέπει στήν κατάλληλη ἐσωτερική προετοιμασία τῶν πιστῶν ὥστε νά μετάσχουν στό πάθος τοῦ Κυρίου, γιά νά γίνουν καί κοινωνοί τῆς ἀναστάσεώς του καί τῆς δόξας του.
 Ἡ σταυρική θυσία τοῦ Χριστοῦ ἀποτελεῖ κατά τήν ἁγία Γραφή τήν ἐπισφράγιση καί ὑπογραφή τῆς καινούργιας συμφωνίας πού κλείνει ὁ Θεός μέ τόν ἄνθρωπο. Ὁ ἴδιος ὁ Κύριος παραδίδοντας στούς μαθητές του τό μυστήριο τοῦ σώματος καί τοῦ αἵματός του κατά τήν νύχτα τοῦ Μυστικοῦ Δείπνου εἶπε ὅτι τό αἷμα του εἶναι «τὸ τῆς καινῆς διαθήκης» (Μθ 26,28). Ἐννοοῦσε ὅτι, ὅπως ἡ παλαιά διαθήκη, ἡ παλιά συμφωνία μεταξύ Γιαχβέ καί Ἰσραήλ, σφραγίσθηκε ἀπό τόν Μωυσῆ μέ τό αἷμα τῶν ζώων πού θυσίασε γι’ αὐτό τόν σκοπό (βλ. Ἔξ 24,4-8), ἔτσι καί ἡ καινή, ἡ καινούργια, σφραγίζεται μέ τό αἷμα «τοῦ ἀμνοῦ τοῦ Θεοῦ» (Ἰω 1,29). Καί βέβαια, ὅπως ἐπισημαίνει ὁ ἀπόστολος Παῦλος στήν πρός Ἑβραίους Ἐπιστολή του, ὅσο ἀνώτερο εἶναι τό αἷμα τοῦ Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ ἀπό τό αἷμα τῶν μόσχων καί τῶν τράγων, τόσο ἀνώτερη εἶναι καί ἡ καινή διαθήκη ἀπό τήν παλαιά (βλ. Ἑβ κεφ. 9-10).
 Ὡστόσο, ὁ θάνατος τοῦ Κυρίου δέν ἀποτελεῖ μόνο σφραγίδα ἐπικύρωσης, ἀλλά καί τήν ἀδιάσειστη ἀπόδειξη τῆς ἄπειρης ἀγάπης του. Ὁ ἅγιος Θεός πεθαίνει γιά νά ζήσουμε ἐμεῖς, οἱ ἀσεβεῖς καί ἀρνητές. Ὑπάρχει ἄλλη ἀγάπη ὅμοια ἤ ἔστω συγκρίσιμη μ’ αὐτήν; Καί δέν συγκλονίζει τό γεγονός μόνον ὅτι ὁ Δίκαιος θυ- σιάζεται γιά τούς ἀδίκους, ἀλλά καί τό ὅτι ὁ τέλειος καί παντοδύναμος καί μόνος ἀθάνατος Κύριος προσφέρει τό αἷμα του σπονδή γιά τό κτιστό, ἀδύναμο καί ἐφήμερο πλάσμα του. Καί ἀκόμη περισσότερο: Μέ τόν τρόπο αὐτό, ὅπως καί πάλι τονίζει ἡ Γραφή, ὁ Θεός δέν προσκαλεῖ τόν ἄνθρωπο στήν συνομολόγηση ἁπλῶς μιᾶς συμφωνίας, ἀλλά ἑνός γαμήλιου συμβολαίου· θέλει δηλαδή νά ἑνωθεῖ μαζί του ὄχι ἐξωτερικά, ἀλλά τόσο στενά καί οὐσιωδῶς, ὅσο ὁ γαμπρός μέ τήν νύφη.
 Αὐτή ἡ ἐπιθυμία του ἐκφράζεται ἤδη στήν Παλαιά Διαθήκη. Ὁ Ἰσραήλ, πού εἰκονίζει προφητικά τήν Ἐκκλησία, τόν ἀληθινό λαό τοῦ Θεοῦ, θεωρεῖται ὡς ἡ νύμ- φη τοῦ Γιαχβέ καί κάθε ἐκτροπή του στήν εἰδωλολατρία τιμωρεῖται ἀπό τόν Κύριο ὡς μοιχεία· «ὅτι ἰδοὺ οἱ μακρύνοντες ἑαυτοὺς ἀπὸ σοῦ ἀπολοῦνται, ἐξωλόθρευσας πάντα τὸν πορνεύοντα ἀπὸ σοῦ» (Ψα 72, 27).
 Στήν συνέχεια, στήν Καινή Διαθήκη πραγματοποιεῖται ὅ,τι προαναγγέλθηκε. Ἡ σκιά τῆς Παλαιᾶς παραχωρεῖ τήν θέση της στήν ἀλήθεια. Μιά ἀλήθεια, ὡστόσο, ἐντελῶς ἀπροσδόκητη καί ἀνατρεπτική. Διότι ἄν στήν Παλαιά Διαθήκη ἡ ἕνωση νυμφίου-Γιαχβέ καί νύμφης-Ἰσραήλ εἶχε συμβολικό χαρακτήρα καί περιοριζόταν σέ εἰκόνες καί τύπους, στήν Καινή Διαθήκη ἔχει διάσταση ἱστορική, εἶναι ἐμπειρία. Ὁ Χριστός Ἰησοῦς, ὁ Θεός πού ἔγινε ἄνθρωπος, νυμφεύεται τήν Ἐκκλησία. Δέν ἀξίζαμε αὐτή τήν τιμή. Ὑποταχθήκαμε στό κέλευσμα τοῦ σατανᾶ καί στήν ἁμαρτία καί, ἀφοῦ ἀρνηθήκαμε τόν ζωοδότη Κύριο, ἔπρεπε νά ἀφανισθοῦμε ὡς γενιά ἀπό τό πρόσωπο τῆς γῆς. Ὅμως δέν ἔγινε ἔτσι. Ὁ Θεός πού εἶναι ἀγάπη ἔρριξε τό στοργικό του βλέμμα πάνω στήν ἀλλοτριωμένη ἀνθρωπότητα, τήν ἀνέσυρε ἀπό τόν βυθό τῆς πτώσης της καί τῆς πρότεινε νά γίνει ἡ ἔνδοξη σύζυγός του. Ἀλλά πόσο διαφορετικός εἶναι αὐτός ὁ γάμος σέ σχέση μέ τό παλαιό ἐκεῖνο σύμβολο τοῦ Ἰσραήλ! Αὐτή τήν φορά ὁ Κύριος δέν ἑνώ- νεται μέ τήν ἀνθρωπότητα συμβολικά, ὅπως τότε, ἀλλά ἀληθινά, φύση μέ φύση, ὕπαρξη μέ ὕπαρξη! Χαρίζει στόν ἄνθρωπο τόν ἴδιο τόν ἑαυτό του, δέν θεσμοθετεῖ ἁπλῶς νέους νόμους καί κανόνες, ὅπως στό Σινά. Διότι κάθε φορά πού ἐπαναλαμβάνεται μυστικά ἡ θυσία του καί κοινωνοῦμε τό σῶμα του καί τό αἷμα του, γινόμαστε μαζί του πραγματικά «σύσσωμοι» καὶ «σύναιμοι», «ἕν πνεῦμα» (Α΄ Κο 6,17), ἐγκεντριζόμαστε στήν ὕπαρξή του. Καί ἔτσι -καί μόνον ἔτσι-, οἱ κατάκριτοι καί ἀπολω- λότες ἀναδεικνυόμαστε κληρονόμοι τῆς βασιλείας του.
 Αὐτή εἶναι ἡ σωτηρία πού προσφέρει ὁ σταυρός τοῦ Χριστοῦ: ἡ θεία συζυγία. Τίποτε περισσότερο καί τίποτε λιγότερο. Ὡστόσο, πόσο ἕτοιμοι εἴμαστε νά τήν δεχθοῦμε; Ἡ νύμφη Ἐκκλησία ἐκτείνεται στόν κόσμο ἀλλά καί στήν ὕπαρξη τοῦ κάθε πιστοῦ. Ἄραγε ἡ ψυχή μας «ἡτοίμασεν ἑαυτήν» (Ἀπ 19,7) γιά τόν οὐράνιο γάμο της; Εἴμαστε νηφάλιοι καί ξεμέθυστοι ἀπό τίς κοσμικές ἐπιθυμίες καί ἡδονές ἤ ἔχουμε αὐτοπαγιδευθεῖ στά δεσμά τους; Προσοχή! Νά μήν περιφρονήσουμε ἕνα τέτοιο ἀνεκτίμητο δῶρο! Δέν θά ἔχουμε ἄλλη εὐκαιρία, «οὐκέτι περὶ ἁμαρτιῶν ἀπολείπεται θυσία» (Ἑβ 10,26).
 Ἄς προσπαθήσουμε μέ τήν χάρη τοῦ Κυρίου, ἰδιαίτερα ἡ φετινή Μεγάλη Τεσσαρακοστή νά καλλιεργήσει μέσα μας αὐτή τήν ἱερή καί εὐλογημένη συνείδηση.

Εὐ. Ἀ. Δάκας

Παρασκευή, 16 Μάιος 2014 03:00

Ἀγάπη ἤ πίστη;

xristosΣυμπληρώθηκαν φέτος 50 χρόνια ἀπό τήν ἱστορική συνάντηση τοῦ Οἰκουμενικοῦ πατριάρχη Ἀθηναγόρα μέ τόν πάπα Παῦλο Στ΄ στά Ἰεροσόλυμα (5/1/1964), ἡ ὁποία ὁδήγησε λίγο ἀργότερα στήν ἀμοιβαία ἄρση τῶν ἀναθεμάτων καί στήν ἔναρξη τοῦ θεολογικοῦ διαλόγου μεταξύ τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας καί τοῦ Βατικανοῦ. Ἡ ἐπέτειος αὐτή θά τιμηθεῖ αὐτόν τόν μήνα μέ τήν συνάντηση τοῦ Οἰκουμενικοῦ πατριάρχη Βαρθολομαίου μέ τόν πάπα Φραγκίσκο στά Ἰεροσόλυμα.
 Τό ἐρώτημα πού προκύπτει εἶναι ἁπλό μέν ἀλλά καί ἐξαιρετικά καίριο καί οὐσιῶδες: Οἱ ἀδελφικές σχέσεις μεταξύ Ὀρθοδόξων καί Παπικῶν, οἱ ὁποῖες μετά τό 1964 ἐντάθηκαν δραματικά καί χαρακτηρίζονται ἐκτός τῶν ἄλλων ἀπό κοινές λατρευτικές ἐκδηλώσεις, ὠφέλησαν ἤ τελικά ἔβλαψαν τήν ὑπόθεση τῆς Ἐκκλησίας;
 Λέχθηκε πιό πάνω ὅτι ἡ συνάντηση Ἀθηναγόρα Παύλου Στ΄ ὑπῆρξε ἱστορική, καί ὄντως ἦταν τέτοια· ὄχι μόνο διότι ἀποτέλεσε τήν πρώτη διά ζώσης ἐπικοινωνία μεταξύ ἑνός Οἰκουμενικοῦ πατριάρχη καί ἑνός πάπα μετά τήν ἀπόσχιση τῆς Δύσεως ἀπό τήν Ἐκκλησία τό 1054, ἀλλά καί διότι εἰσήγαγε στήν ὀρθόδοξη θεολογία μία νέα ἀντίληψη, πού ἀφορᾶ οὐσιαστικά στήν ἴδια τήν φύση τῆς Ἐκκλησίας: Ὅτι ἡ ἀγάπη προέχει τῆς πίστεως.
 Ἡ Ἐκκλησία εἶναι «σῶμα Χριστοῦ» (Α΄ Κο 12,27). Εἶναι ὁ ἀναστημένος Χριστός, ὁ ὁποῖος μετά τήν ἀνάληψή του συνεχίζει νά εἶναι παρών στόν κόσμο μας «ἐν ἑτέρᾳ μορφῇ» (Μρ 16,12). Ὅπως δηλαδή μετά τήν ἀνάστασή του ἐμφανιζόταν στούς μαθητές του ἐπί σαράντα ἡμέρες, πολλές φορές μέ μορφή διαφορετική ἀπό αὐτή πού εἶχαν συνηθίσει, ἔτσι καί σήμερα καί μέχρι τήν συντέλεια τῶν αἰώνων συστήνεται καί θά συστήνεται στήν ἀνθρωπότητα μέ τήν ταυτότητα τῆς Ἐκκλησίας του. Καί ἀκριβῶς γι’ αὐτό ἐμφανιζόταν μετά τήν ἀνάστασή του μέ διαφορετική ὄψη: Διότι ἔπρεπε οἱ μαθητές του νά ἐξοικειωθοῦν μέ αὐτή τήν νέα κατάσταση πού σέ λίγο θά ἀντιμετώπιζαν.
 Ταυτότητα καί συνείδηση τῆς Ἐκκλησίας εἶναι ἡ πίστη. Αὐτό σημαίνει ὅτι στήν περίοδο τῆς Καινῆς Διαθήκης «γνωρίζω τόν Χριστό» σημαίνει «πιστεύω στόν Χριστό». Γι’ αὐτό καί ὁ ἀπόστολος Παῦλος τονίζει ὅτι στόν κόσμο αὐτό ὁ Χριστιανός ἀντικρύζει τόν Κύριο Ἰησοῦ ὄχι «διὰ εἴδους (=μορφῆς)», ὅπως θά ἀποκαλυφθεῖ κατά τήν ἡμέρα τῆς Δευτέρας του Παρουσίας, ἀλλά «διὰ πίστεως» (Β΄ Κο 5,7). Ἐπισημαίνει ἀκόμη ὁ ἀπόστολος ὅτι ὁ Χριστός κατοικεῖ στίς καρδιές μας «διὰ πίστεως» (Ἐφ 3, 17), ἐνῶ εἶναι πολύ χαρακτηριστικό ὅτι τόσο ὁ Παῦλος ὅσο καί ὁ ἀδελφόθεος Ἰάκωβος ὀνομάζουν τήν Ἐκκλησία καί «πίστιν» (Γα 1,23· Φι 1,25· Ἰα 5,15). Καί ὅπως ὁ Κύριος εἶναι ἕνας, καί ἡ Ἐκκλησία του καί ἡ πίστη στό ὄνομά του εἶναι μία· «Εἷς Κύριος, μία πίστις, ἓν βάπτισμα» (Ἐφ 4,5). Καί ὅποιος «μεταστρέφει», ἀλλοιώνει αὐτή τήν μία πίστη, «τὴν ἅπαξ παραδοθεῖσαν τοῖς ἁγίοις» (Ἰδ, 3), ὅποιος κηρύττει «ἕτερον εὐαγγέλιον», ἀκόμη καί ἄν εἶναι ἕνας Παῦλος ἤ ἄγγελος ἀπό τόν οὐρανό «ἀνάθεμα ἔστω» (βλ. Γα 1,69).
 Ὁ Παπισμός εἶναι διαστροφή τῆς πίστεως. Ἀπό τήν στιγμή πού ἄρχισε νά λατρεύει ἕναν τριαδικό Θεό στόν ὁποῖο τό ἅγιο Πνεῦμα δέν ἐκπορεύεται μόνον ἀπό τόν Πατέρα, ὅπως δίδαξε ὁ Κύριος (Ἰω 15,26), ἀλλά καί ἀπό τόν Υἱό, ἐξέπεσε στήν πλάνη καί στήν εἰδωλολατρία. Ἀρνήθηκε τήν ἀποκάλυψη τοῦ ἀληθινοῦ Θεοῦ καί θεοποίησε ἕνα διανοητικό κατασκεύασμα, κομμένο καί ραμμένο μάλιστα στά μέτρα πολιτικῶν ἐπιδιώξεων. Καί ὄχι μόνον αὐτό. Ὁ Χριστός τοῦ Παπισμοῦ, ὅπως πολύ σοφά ἐπεσήμανε ὁ Ντοστογιέφσκυ, εἶναι ὑποταγμένος στόν Διάβολο. Ἔχει ὑποκύψει στόν τρίτο σατανικό πειρασμό τῆς ἐγκόσμιας ἐξουσίας καί δύναμης (βλ. Μθ 4,810). Διαθέτει κράτος καί διπλωματία καί τράπεζες στό ὄνομα Ἐκείνου πού τά ἀρνήθηκε ὅλα αὐτά καί δήλωσε ξεκάθαρα ὅτι «ἡ βασιλεία ἡ ἐμὴ οὐκ ἔστιν ἐκ τοῦ κόσμου τούτου» (Ἰω 18,36). Μέ ἄλλα λόγια τό Βατικανό δέν κηρύττει τίποτε περισσότερο καί τίποτε λιγότερο ἀπό τόν Ἀντίχριστο· καί αὐτή τήν καταγγελία δέν τήν στοιχειοθετεῖ μόνον ὁ κορυφαῖος ρῶσος λογοτέχνης ἤ κάποια «φανατική» ἀντιπαπική γραφίδα, ἀλλά ἡ ἴδια ἡ ἱστορία ἐδῶ καί αἰῶνες.
 Οἱ ὑποστηρικτές τῶν ἀδελφικῶν σχέσεων μέ τόν Παπισμό, ὅπως τίς περιγράψαμε παραπάνω, θεωροῦν δευτερεύοντα τά ζητήματα αὐτά, τῆς πίστεως· εἰδάλλως δέν εἶναι κατανοητές οἱ συμπροσευχές καί γενικά οἱ κοινές λατρευτικές ἐκδηλώσεις Ὀρθοδόξων μέ ἀνθρώπους πού πιστεύουν σ’ ἕναν ἄλλο Θεό. Πέρα ἀπό τίς ρητές σχετικές ἀπαγορεύσεις τῶν ἱερῶν κανόνων πού θά μποροῦσε νά ἐπικαλεσθεῖ κάποιος, ἡ λατρεία τοῦ ἀληθινοῦ Θεοῦ πρέπει νά τελεῖται «ἐν πνεύματι καὶ ἀληθείᾳ» (Ἰω 4,24)· ἡ προϋπόθεση αὐτή εἶναι δεδομένη καί ἐκ τῶν ὧν οὐκ ἄνευ. Στήν ἀντίθετη περίπτωση, ἄν δηλαδή νοθευθεῖ ἡ ἀλήθεια τῆς πίστεως, τό ἀποτέλεσμα εἶναι μία ἀλλόκοτη καί βέβηλη συνύπαρξη «ναοῦ Θεοῦ μετὰ εἰδώλων» (Β΄ Κο 6,16).
 Ἀσφαλῶς κανείς δέν μπορεῖ νά εἶναι ἀντίθετος μ’ ἕναν ἔντιμο καί σοβαρό διάλογο μέ τούς Παπικούς ἢ καί μέ ὁποιουσδήποτε ἄλλους αἱρετικούς. Ὁ Κύριος διαλέχθηκε γιά ζητήματα πίστεως ἀκόμη καί μέ Σαδδουκαίους καί Σαμαρεῖτες. Τό πρόβλημα δέν εἶναι αὐτό. Τό πρόβλημα, ὅταν προσερχόμαστε στόν διάλογο, εἶναι ἡ συνείδηση πού ἔχουμε ἐμεῖς οἱ Ὀρθόδοξοι. Στοχεύουμε νά δώσουμε μαρτυρία «περὶ τῆς ἐν ἡμῖν ἐλπίδος» (Α΄ Πέ 3,15), γιά τήν ἀλήθεια τῆς πίστεως; Ἤ μήπως θυσιάζουμε αὐτή τήν ἀλήθεια στόν βωμό τῆς δῆθεν ἀδελφικῆς ἀγάπης; Διότι ἡ ἀγάπη πού δέν «συγχαίρει τῇ ἀληθείᾳ» (Α΄ Κο 13,6), εἶναι δῆθεν ἀγάπη· εἶναι κυριολεκτικά ἀπάτη.
 Ἄν ὡστόσο ἡ ἀπάτη εἶναι γενικά καταστροφική, οἱ ὀλέθριες συνέπειές της στά ζητήματα τῆς πίστεως ἔχουν αἰώνια διάσταση: Προσβάλλουν τήν σωτηρία τόσο τήν δική μας, ὅσο καί τῶν αἱρετικῶν, τούς ὁποίους ἐγκαταλείπουμε στήν πλάνη τους ἀπό... ἀγάπη. «Ἱκανόν ἐστιν» ὅμως. Εἶναι ἐπιτέλους καιρός νά ἐξετάσουμε αὐτή τήν ἐξαιρετικά σοβαρή ὑπόθεση μέ ἀποκλειστικό γνώμονα τήν εὐαγγελική ἀλήθεια καί ὄχι ἐκκοσμικευμένες καί ἐπικίνδυνες νοοτροπίες.
Εὐ. Ἀ. Δάκας

Τετάρτη, 16 Ιούλιος 2014 03:00

Ἡ ἡμέρα τῆς Κυριακῆς

 dio kambanes Ἡ Κυριακή εἶναι ἡ ἡμέρα τῆς ἑβδομάδας πού ἀφιερώθηκε ἀπό τήν Ἐκκλησία, ἤδη ἀπό τήν ἀρχή, στήν λατρεία τοῦ Κυρίου. Γι’ αὐτό καί φέρει αὐτό τό ὄνομα: Κυριακή· ἡμέρα Κυρίου. Βέβαια, ὅλος ὁ χρόνος τῆς ζωῆς μας πρέπει νά εἶναι ἀφιερωμένος στόν Κύριο. Ὄχι μόνον ἐπειδή εἶναι ἀποκλειστικά δῶρο δικό του, ἀλλά καί ἐπειδή, ἐφόσον τόν ἀναγνωρίζουμε ὡς κύριό μας καί ὑποτασσόμαστε σ’ Αὐτόν ὡς δοῦλοι, δέν μᾶς ἀνήκει τίποτε. Ὅλα, καί ὁ ἴδιος μας ὁ ἑαυτός ἀκόμη, εἶναι περιουσία Ἐκείνου πού μᾶς ἐξαγόρασε ἀπό τήν δουλεία τῆς ἁμαρτίας καί τοῦ θανάτου μέ τίμημα τό αἷμα του∙ τό αἷμα τοῦ Θεοῦ. «Ἠγοράσθητε γὰρ τιμῆς» (Α΄ Κο 6, 20), τονίζει μέ δέος ὁ ἀπόστολος Παῦλος.
 Ἄφατη ἡ χάρη τοῦ Θεοῦ! Ἔκφραση τῆς ἀσύλληπτης ἀγάπης του. Ὡστόσο, ἐπειδή στόν κόσμο αὐτό δεσμευόμαστε ἀναπόδραστα ἀπό τήν ροή τῶν καιρῶν καί τῆς ἱστορίας, προσεγγίζουμε τά χαρίσματά Του «δι’ ἐσόπτρου ἐν αἰνίγματι» (Α΄ Κο 13,12), δηλαδή ὄχι ὅπως εἶναι, ἀλλ’ ὅπως μᾶς ἐπιτρέπουν οἱ περιορισμένες δυνατότητές μας. Γι’ αὐτό καί ἔχουμε ἀνάγκη ἀπό σύμβολα. Ὁ ὅρος «σύμβολο» στήν γλῶσσα τῆς Ἐκκλησίας, καί ἰδίως τῆς λατρείας της, δέν σημαίνει τήν σχηματοποίηση, τήν εἰκόνα μιᾶς ἰδέας, ἀλλά τήν αἰσθητή ἀποκάλυψη μιᾶς μεταφυσικῆς πραγματικότητας. Ἡ εἰκόνα φερ’ εἰπεῖν τοῦ Χριστοῦ δέν εἶναι ἕνας τύπος πού μᾶς θυμίζει τόν Χριστό, πού σχηματοποιεῖ ἁπλῶς τήν ἀνάμνησή του, ἀλλά ἕνα παράθυρο γιά νά διακρίνουμε τήν παρουσία του∙ ὅτι εἶναι ἐδῶ, παρών. Γι’ αὐτό καί ὅταν τήν προσκυνοῦμε, «ἡ τιμὴ ἐπὶ τὸ πρωτότυπον διαβαίνει». Ἐπίσης ἡ ἑορτή, ἐπί παραδείγματι, τῶν Χριστουγέννων εἶναι ἕνα σύμβολο πού μᾶς ἀποκαλύπτει τό μυστήριο τῆς σαρκώσεως τοῦ Θεοῦ καί μᾶς καλεῖ μέσῳ τῆς λατρείας νά μετάσχουμε σ’ αὐτό «ἐδῶ καί τώρα». Γι’ αὐτό καί ψάλλουμε: «Σήμερον γεννᾶται ἐκ Παρθένου...». Τόν βλέπουμε, δηλαδή, νά γεννιέται ὡς ἄνθρωπος σήμερα, ὄχι κάποτε∙ τό θαῦμα πού λέγεται «ὀρθόδοξη λατρεία», σπάει τά δεσμά τοῦ χωροχρόνου καί ταυτίζει τό «τότε» μέ τό «τώρα».
  Ἀπό τά πρῶτα, λοιπόν, καί κορυφαῖα σύμβολα τῆς Ἐκκλησίας εἶναι καί ἡ Κυριακή. Ἐπειδή ὁ Ἰησοῦς ἀναστήθηκε τότε, τό πρωί «τῆς μιᾶς σαββάτων» (βλ. Μθ 28,1), ἡ ἡμέρα αὐτή κατέστη ἀπό τήν ἀποστολική ἤδη ἐποχή τό πάσχα τῶν χριστιανῶν. Ἕνα πάσχα πού δέν γιορτάζεται μόνον ἐτησίως ἀλλά καί ἑβδομαδιαίως, ἐπειδή ἡ ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ εἶναι ἡ κορύφωση καί ἡ συνισταμένη ὅλων τῶν δωρεῶν καί τῶν εὐλογιῶν τοῦ Θεοῦ, καί ὁ ἄξονας τῆς χριστιανικῆς πίστεως. Ἡ Κυριακή δέν μᾶς θυμίζει ἁπλῶς τήν Ἀνάσταση∙ μᾶς τήν ἀποκαλύπτει νά τήν δοῦμε καί νά τήν ἀπολαύσουμε ὄχι σάν μία ὑπόθεση τοῦ παρελθόντος, ἀλλά ὡς ζωντανό καί ἀπόλυτα ἀληθινό παρόν. Διότι ὅποιος μετέχει στήν Κυριακή, ὅποιος ἀναπνέει στήν ἀτμόσφαιρα τῆς λατρείας της «μετὰ φόβου Θεοῦ, πίστεως καὶ ἀγάπης» ζῆ τήν ἀνάσταση τοῦ Κυρίου, ὁ Κύριος θριαμβεύει ἀναστημένος στήν ὕπαρξή του.
 Γι’ αὐτό καί ἡ Κυριακή λογίζεται ἀνέκαθεν ἀπό τούς χριστιανούς ὡς ἡμέρα ἀργίας. Στόν μωσαϊκό νόμο ὁ Θεός εἶχε ὁρίσει ὡς ἡμέρα ἀργίας καί λατρείας τό Σάββατο: «Ἕξ ἡμέρας ἐργᾷ καὶ ποιήσεις πάντα τὰ ἔργα σου· τῇ δὲ ἡμέρᾳ τῇ ἑβδόμῃ σάββατα Κυρίῳ τῷ Θεῷ σου» (Ἔξ 20,9-10). Ἀλλά, βέβαια, ἐκείνη ἡ ἀργία ἦταν μόνο σκιά καί τύπος (βλ. Ἑβ 10,1). Ἔδειχνε μυστικά στό μέλλον, στόν «δεκτὸν ἐνιαυτόν» τοῦ Χριστοῦ (βλ. Λκ 4,19), στήν Κυριακή. Ἄλλωστε καί ὅλη ἡ Παλαιά Διαθήκη στήν Κυριακή δείχνει, στήν Ἀνάσταση, στήν νίκη «τοῦ σπέρματος τῆς γυναικός» ἐπί τοῦ ἀρχαίου ὄφεως (βλ. Γέ 3,15). «Δέν σαββατίζουμε πλέον», γράφει ἐμπνευσμένα ὁ ἅγιος Ἰγνάτιος ὁ Θεοφόρος, «ἀλλά εἴμαστε ἄνθρωποι τῆς Κυριακῆς, τῆς ἡμέρας κατά τήν ὁποία ὁ Κύριος ἀνέτειλε γιά μᾶς τήν ζωή... καί τόν ὁποῖο Κύριο προσδοκοῦσαν ὡς διδάσκαλο καί οἱ προφῆτες» (Μαγνησ. 9).
 Τήν μοναδική θέση πού κατέχει ἡ Κυριακή στήν ὀρθόδοξη συνείδηση ἐκφράζει εὐστοχότερα ὁ μέγας ἀπόστολος τοῦ γένους μας στά χρόνια τῆς ὀθωμανικῆς σκλαβιᾶς ἅγιος Κοσμᾶς ὁ Αἰτωλός. Ὁ αὐθεντικός λόγος του εἶναι ὁδηγητικός καί γιά τήν γενιά μας: «Πρέπει καί ἡμεῖς, ἀδελφοί μου, νά χαιρώμεθα πάντοτε, μά περισσότερον τήν Κυριακήν, ὁπού εἶναι ἡ ἀνάστασις τοῦ Χριστοῦ μας... Πρέπει καί ἡμεῖς νά ἐργαζώμεθα τάς ἕξ ἡμέρας διά ταῦτα τά μάταια, γήινα καί ψεύτικα πράγματα, καί τήν Κυριακήν νά πηγαίνωμεν εἰς τήν Ἐκκλησίαν καί νά στοχαζώμεθα τάς ἁμαρτίας μας, τόν θάνατον, τήν κόλασιν, τόν παράδεισον, τήν ψυχήν μας ὁπού εἶναι τιμιωτέρα ἀπό ὅλον τόν κόσμον, καί ὄχι νά πολυτρώγωμεν, νά πολυπίνωμεν καί νά κάμνωμεν ἁμαρτίας∙ οὔτε νά ἐργαζώμεθα καί νά πραγματευώμεθα τήν Κυριακήν... Ἐδῶ πῶς πηγαίνετε, χριστιανοί μου; Τήν φυλάγετε τήν Κυριακήν; Ἄν εἶσθε χριστιανοί, νά τήν φυλάγετε... Καί ἄν τύχῃ ἀνάγκη καί θέλῃς νά πωλήσῃς πράγματα φαγώσιμα τήν Κυριακήν, ἐκεῖνο τό κέρδος μή τό σμίγεις εἰς τήν σακκούλα σου, διότι τήν μαγαρίζει· ἀλλά δῶσε τα ἐλεημοσύνην, διά νά σᾶς φυλάγῃ ὁ Θεός» (Διδαχή Δ΄).
 Δέν θά ἐπιμείνω στά ἄλλα παρά μόνο στό ἐρώτημα: «Τήν φυλάγετε τήν Κυριακήν;». Καί θά παραλείψω κάθε ἄλλο σχόλιο γιά νά ὑπογραμμίσω τά ἑξῆς: Πρόσφατα τό Ἑλληνικό Κοινοβούλιο, τό ὁποῖο ὁρκίζεται «εἰς τό ὄνομα τῆς Ἁγίας καί Ὁμοουσίου καί Ἀδιαιρέτου Τριάδος», ἀποφάσισε οὐσιαστικά τήν κατάργηση τῆς ἀργίας τῆς Κυριακῆς. Ἡ ἀργία τῆς Κυριακῆς ὡς κρατικός θεσμός ἕλκει τήν καταγωγή της ἤδη ἀπό τήν ἐποχή τοῦ Μεγάλου Κωνσταντίνου. Θεσπίσθηκε ἀπό σεβασμό πρός τήν χριστιανική πίστη, πάνω στήν ὁποία σάν σέ θεμέλιο οἰκοδομήθηκε ἡ νέα αὐτοκρατορία τῶν Ρωμαίων. Ἔκτοτε παρῆλθαν δεκαεπτά περίπου αἰῶνες, ὡστόσο ἡ ἀργία αὐτή παραμένει μέχρι τώρα ὡς ἕνα ἀπό τά βασικά χαρακτηριστικά τῆς ἑλληνορθόδοξης ταυτότητας. Κι ὅμως· ἡ Βουλή τῶν Ἑλλήνων ἐν ἔτει 2013 δέν δίστασε νά ἀνατρέψει τόν σχετικό νόμο. Τό κύριο ἐπιχείρημα πού προβλήθηκε γι’ αὐτή τήν αἰφνιδιαστική κίνηση εἶναι ἡ ἀντιμετώπιση τῆς οἰκονομικῆς κρίσης. Ἀλλ’ ὦ ἀγαθοί! Τόση ὑποκρισία; Τό πρόβλημα δέν ἔγκειται ἀσφαλῶς στό ὅτι ἡ ἀγορά εἶναι κλειστή τήν Κυριακή, ἀλλά στό ὅτι δέν ὑπάρχει ρευστότητα. Ἄν κάποιος δέν μπορεῖ νά καταναλώσει τήν Δευτέρα ἐπειδή δέν διαθέτει χρήματα, ἐπί τῇ βάσει ποιᾶς λογικῆς θά μπορεῖ νά καταναλώσει τήν Κυριακή;
 Τά πράγματα εἶναι ξεκάθαρα: Ἡ κατάργηση τῆς ἀργίας τῆς Κυριακῆς εἶναι ἀποκύημα σαφοῦς ἀντιχριστιανικῆς βούλησης. Ὅσοι ἐκ τῶν πολιτικῶν μας τήν ὑποστήριξαν εἴτε μέ τήν ψῆφο τους εἴτε μέ τήν ἐκκωφαντική σιωπή τους καί ὅσοι καλοῦνται νά τήν ὑλοποιήσουν, πρέπει νά ἔχουν ὑπ’ ὄψιν ὅτι τό ποτήρι τῶν ἀντιχριστιανικῶν θεσπισμάτων τῶν τελευταίων χρόνων (ἐκδίωξη τῶν ἐξομολόγων ἀπό τά σχολεῖα, σύμφωνο ἐλεύθερης συμβίωσης κτλ.) ξεχείλισε. Εἶναι καιρός, λοιπόν, νά ἀναλάβει ὁ καθένας τίς εὐθύνες του.

Εὐάγγελος Ἀ. Δάκας
Θεολόγος - Φιλόλογος