Super User

Super User

Σάββατο, 02 Αύγουστος 2014 03:00

Τῆς Παναγιᾶς τό θαῦμα

Ὅλα μου τά ρωτήματα καί τίς παιδικές μου ἀπορίες τά ἔλεγα ἀπό μωρό στή μάνα μου. Ἡ μάνα μου πῆγε ὥς τήν τρίτη τάξη τοῦ Δημοτικοῦ, μά γιά μένα εἶχε μιά σοφία σπάνια. μέ τά παιδικά μου μάτια τήν ἔβλεπα πάνσοφη.
 - Εἶναι ἀλήθεια, μάνα μου, πώς ἡ Παναγιά κάνει πολλά θαύματα; τή ρώτησα μιά μέρα.
 - Ἀλήθεια εἶναι, κόρη μου, μ᾿ ἀπάντησε καί τό βλέμμα της εἶχε μιά τέτοια σιγουριά πού μ᾿ ἔκανε νά τήν ξαναρωτήσω.
 - Ξέρεις ἐσύ κανένα;
 Μέ κοίταξε χαμογελαστή κι ὕστερα, δίχως ν᾿ ἀφήσει τό κέντημά της, ἄρχισε νά μοῦ διηγεῖται μέ κείνη τή γλυκειά κατανυκτική φωνή της:
 «Ἐδῶ στό χωριό μας ζοῦσε μιά νέα πού ὀρφάνεψε πολύ μικρή ἀπό μάνα. Μιά φωτισμένη γριά τήν παρηγόρησε καί τῆς ἔμαθε νά ἔχει γιά μάνα της τήν Παναγιά. Ἔτσι ἡ μικρή, κάθε πού πλήγωνε κάτι τήν καρδούλα της, ἔτρεχε στό ἐκκλησάκι τῆς Παναγιᾶς καί τῆς τό ἔλεγε. Μιά μέρα ἔκλαψε πολύ μπροστά στό εἰκόνισμά της, ἐπειδή ἕνα παιδί τήν κορόιδεψε πού δέν εἶχε μάνα. Ἔκλαψε τόσο πού δέν ἔβλεπε πιά ἀπό τά δάκρυα καί, χωρίς νά τό πολυσκεφτεῖ, πῆρε στά χέρια της τήν “ποδιά” ἀπό τό εἰκόνισμα καί σκούπισε τά μάτια της. Τήν ἄλλη μέρα μιά γυναίκα τή μάλωσε γι᾿ αὐτό, μά ἡ καλή γριά τῆς εἶπε πώς τῆς Παναγιᾶς δέν τῆς κακοφάνηκε καθόλου.
 Περνοῦσαν τά χρόνια καί μεγάλωνε τό κοριτσάκι κι ὅλοι εἶχαν νά λένε γιά τήν ὀμορφιά καί τή φρονιμάδα του. Ὁ πατέρας της καί τά δυό ἀδέλφια της τήν καμάρωναν· κι ἐκείνη ὅμως δέν τούς χαλοῦσε ποτέ χατίρι. Ἄλλον ἀπ᾿ αὐτούς, τή γριά καί τήν Παναγιά δέν εἶχε σ᾿ αὐτό τόν κόσμο.
 Στά δεκάξι της χρόνια ἄρχισαν οἱ νέοι τοῦ χωριοῦ νά τή γλυκοκοιτάζουν, μά κείνη δέν σήκωνε τό βλέμμα σέ κανέναν. Ὥσπου μιά μέρα ἕνας ξενοχωρίτης τήν εἶδε καί τό ᾿βαλε σκοπό νά τήν πάρει.
 Ὁ πατέρας της τό ἔβλεπε πώς ἦταν μικρή, μά ὁ ξενοχωρίτης βιαζόταν. Καί εἶναι ἀλήθεια πώς ἦταν πολύ πλούσιος καί πώς ἦταν καί λεβέντης. Καί πάνω ἀπ᾿ ὅλα τή ζητοῦσε δίχως προίκα.
 Πῆγε κι ἦρθε πολλές φορές ὁ ἄνθρωπος καί ὁ πατέρας λύγισε.
 - Πάρ᾿ τονα, κόρη μου, τῆς εἶπε, κι ἐκείνη πού ἔβλεπε τή λεβεντιά του δέν τῆς φάνηκε καί ἄσχημη ἡ ἰδέα τοῦ πατέρα.
 - Ἄσε με λίγες μέρες ἀκόμα νά τό σκεφτῶ, τ᾿ ἀπάντησε κι ἔπειτα ἔτρεξε στή γριά.
 - Πές μου, γιαγιά, νά τόν πάρω; τή ρώτησε γεμάτη ἀγωνία.
 - Ἐμένα μή μέ ρωτᾶς, κόρη μου· τή μάνα σου πήγαινε ρώτα.
 Ἔτρεξε ἡ νέα στήν Παναγιά καί γονάτισε μπροστά στό εἰκόνισμά της.
 - Φανέρωσέ μου τί πρέπει νά κάνω. Θά περιμένω ὥς τό πανηγύρι σου.
 Γύρισε σπίτι της γαληνεμένη. Ἄλλες πέντε μέρες καί θά γιόρταζαν τό Δεκαπενταύγουστο. Ὥς τότε ἦταν σίγουρη πώς ἡ Παναγιά θά τῆς φανέρωνε τί ἔπρεπε νά κάνει. Ἡ κοπέλα, σάν ὅλες τίς κοπέλες, ἄρχισε νά κάνει μέ τό νοῦ της ὄνειρα. Νά φαντάζεται τόν ἑαυτό της νυφούλα δίπλα σέ κεῖνο τό ὄμορφο παλληκάρι. Καί περίμενε, περίμενε νά περάσουν οἱ πέντε μέρες γιά νά πεῖ τό «ναί!».
 Ἀνήμερα τῆς Παναγιᾶς τά μάγουλά της ἦταν ἀναψοκοκκινισμένα ὅσο ποτέ. Θά ἔδινε τήν ἀπάντησή της τό μεσημέρι στό τραπέζι. Σάν ἦρθε ἡ ὥρα γιά φαγητό, δέν πρόλαβαν καλά-καλά ν᾿ ἀρχίσουν νά τρῶνε κι εἶδαν νά στέκεται στήν ἀνοιχτή ἐξώπορτά τους ἕνας ἄγνωστος παπάς. Σηκώθηκαν ὅλοι μέ σεβασμό καί μ᾿ ἀπορία. Μπῆκε ὁ παπάς καί κάθισε μαζί τους στό τραπέζι.
 - Ἔμαθα πώς ἕνας νέος ἀπ᾿ τό χωριό μας ζητᾶ τήν κόρη σου, εἶπε ἀπευθυνόμενος στόν πατέρα της κι ἐκείνη ἔγινε κατακόκκινη.
 - Ναί, πάτερ μου, ἀπάντησε σχεδόν ψελλίζοντας ἀπό τό ξάφνιασμά του ὁ πατέρας.
 - Δέν ξέρω, παιδί μου, ἄν μοῦ πέφτει λόγος ἤ ὄχι, μά δέν μ᾿ ἀφήνει ἥσυχο ἐδῶ καί πέντε μέρες ἡ Παναγιά.  
 Κάθε βράδυ ἔρχεται στόν ὕπνο μου καί μοῦ λέει: “Νά πᾶς νά τούς τό πεῖς”.
 - Μά τί πρέπει νά μᾶς πεῖς, πάτερ; ρώτησε μέ ἀγωνία πιά ὁ πατέρας.
 - Ὁ νέος, πού ζητᾶ τό κορίτσι, εἶναι μάρτυρας τοῦ Ἰεχωβᾶ, εἶπε ὁ παπάς καί κοίταξε κατάματα τό κορίτσι.
Ἐκείνη βούρκωσε. Ἐπειτα σταυροκοπήθηκε, σηκώθηκε, πλησίασε τόν παπά καί πῆρε τό χέρι του καί τοῦ τό φίλησε.
 - Μή λυπᾶσαι, κόρη μου, καί μήν κλαῖς, τῆς εἶπε. Ὁ Θεός θά σοῦ στείλει κάτι καλύτερο.
 - Δέν κλαίω ἀπό λύπη, πάτερ μου. Κλαίω ἀπό συγκίνηση· κλαίω ἀπό εὐγνωμοσύνη γιά τό θαῦμα τῆς Παναγιᾶς.
Ἔφυγε ὁ παπάς κι ἔμεινε μόνη της ἡ οἰκογένεια. Κι ὁ πατέρας πῆρε τήν κόρη του στήν ἀγκαλιά του.
 - Θά τοῦ μηνύσω πώς τήν κόρη μου θά τή δώσω σέ κάποιον πού προσκυνᾶ τήν Παναγιά, γιατί πάνω ἀπ᾿ ὅλα στή ζωή της ἔχει τόν Θεό καί τή μάνα Του».
................................................................
 Ἡ μάνα μου σταμάτησε νά μιλᾶ καί τά μάτια της ἦταν δακρυσμένα. Περίμενα νά ξαναμιλήσει. Μ᾿ ἔτρωγε ἡ περιέργεια, μά ἐκείνη σώπαινε.
 - Τῆς ἔστειλε ὕστερα ἡ Παναγιά ἄλλον πιό πλούσιο; τή ρώτησα δειλά.
 - Τῆς ἔστειλε ἕναν πολύ-πολύ φτωχό...
 - Καί δέν ἔγινε ποτέ πλούσια; ρώτησα μ᾿ ἀπογοήτευση.
 - Πλούσιος εἶναι, κόρη μου, ἐκεῖνος πού ἔχει πάντα δίπλα του τόν Θεό καί τήν Παναγιά, μ᾿ ἀπάντησε μέ σιγουριά.
 Κι ἐγώ τότε ἔνιωσα νά μ᾿ ἀνοίγουν τά μάτια.
 - Ἐσύ, ἐσύ ἤσουν τό κορίτσι! φώναξα καί δέν περίμενα τήν ἀπάντησή της.
 Ἀπό τότε ποτέ δέν προβληματίστηκα ἄν κάνει ἤ ὄχι θαύματα ἡ Παναγιά. Μοῦ τό βεβαίωσε ἡ μάνα μου!

Ἑ.Β.

Σάββατο, 02 Αύγουστος 2014 03:00

Ἡ Μυρτιδιώτισσα

Τά Κύθηρα στήν πιό ἤρεμη, γλυκειά τους ὥρα. Μόλις εἴχαμε γυρίσει, μαζί μέ τή γυναίκα μου, ἀπό ἕναν ῾Εσπερινό στά Μυρτίδια. Προσπεράσαμε τήν Παλιόπολη καί τραβήξαμε γιά τόν Αὐλέμονα. Εἴχαμε κανονίσει νά βρεθοῦμε στοῦ καπετάν Μανώλη ὅλοι μαζί    -ὁ Γιάννης, ἡ Χριστίνα, ὁ Δημητράκης τους  κι ἐμεῖς-, γιά νά μᾶς μιλήσει γιά μιά συγκλονιστική περιπέτειά του ὁ καπετάνιος. Μᾶς ὑποδέχθηκαν ἡ καπετάνισσα, ὁ Χριστόφορος καί ἡ Διαμαντούλα. Σέ λίγο ἔφτασαν καί οἱ «Φρατσιῶτες» τῆς Πάτρας, μέ μπροστάρη τόν Δημητράκη.
    - ῞Οπου νά ᾿ναι θά ᾿ρθει καί ὁ καπετάν Μανώλης. Καθίστε! μᾶς πρότεινε πολύ εὐγενικά ὁ Χριστόφορος.
    Ὥσπου ν᾿ ἀνταλλάξουν λίγες κουβέντες ἡ καπετάνισσα μέ τή Βάσω καί τή Χριστίνα, φάνηκε κι ὁ καπετάνιος, μέ τό καΐκι του, νά μπαίνει στό λιμανάκι τοῦ Αὐλέμονα. Μόλις κάθισε κοντά μας, ρώτησε τή Διαμαντούλα, τήν κόρη του·
    -Κεράσατε τίποτε τόν καθηγητή καί τούς γιατρούς μας;
    -Τούς πρότεινε ὁ Χριστόφορος, ἀπάντησ᾿ ἐκείνη, μά εἶπαν νά ᾿ρθεῖς ἐσύ πρῶτα καί μετά θά μᾶς ποῦν τί θά πάρουν.
    -Καλά. Προσφέρετέ μας κανένα λαφρό πιοτό γιά τήν ὄρεξη, ἀλλά βάλτε νά γίνονται καί τά φρέσκα ψάρια, πού τώρα μόλις ἔφερα.
    Ὁ καπετάνιος, ξυπόλητος καί ἀξούριστος, μοσκοβολοῦσε ἁρμύρα καί θάλασσα. ῾Ο Κόντογλου θά τόν ἔλεγε «μισός ψάρι, μισός ἄνθρωπος»! Μᾶς ζήτησε συγγνώμη πού ἄργησε λίγο, μά συμπλήρωσε·
    -῾Η θάλασσα, βλέπεις δάσκαλε, δέν σ᾿ ἀφήνει νά τήν ἀφήσεις. Εἶναι ἄλλου εἴδους ἀλκοολίκι, πού μόνο οἱ κυνηγοί καταλαβαίνουν αὐτό πού λέω.
    Τσουγκρίσαμε τά ποτήρια, πού μᾶς φέρανε μέ τά πιοτά, καί ἀρχίσαμε νά ρωτᾶμε τόν καπετάν Μανώλη διάφορα πράγματα γιά τή ζωή τῆς θάλασσας, ἰδίως ὁ Δημητράκης, γιά τά δίχτυα, τήν ἄγκυρα, τά χταπόδια κι ἕνα σωρό ἄλλα.

* * *

    Στράφηκε πρός ἐμένα καί ἄρχισε τήν κουβέντα του ὁ καπετάν Μανώλης·
    -Τό χωριό μας, πού λές Πασχάλη, καί τό λιμανάκι μας -«ὅρμος ἁγίου Νικολάου», τό γράφουν οἱ χάρτες- εἶναι πολύ ἤρεμο. Λένε οἱ γραμματισμένοι πώς «Αὐλέμονας» βγῆκε ἀπό τό «εὐλίμενος». ῎Εχει στήν ἄκρη του, πρίν ἀπό τήν εἴσοδο, ἕνα πράσινο φανάρι πού ἀναβοσβήνει, γιά νά τό βλέπουν ὅσοι ταξιδεύουν νύχτα καί νά μήν κινδυνεύουν. Οἱ ναυτικοί καταλαβαίνουν ὅτι τό πράσινο φανάρι δείχνει «ἀσφαλές λιμάνι».
    Παλιά, ὅμως, ὅπως στήν κατοχή, ἐπειδή ἦταν συχνά καταφύγιο τῶν πλοίων, ἀποτελοῦσε στόχο καί γιά ἐχθρούς καί γιά συμμάχους. Πότε τό βομβάρδιζαν τά ἐγγλέζικα καί πότε τά στούκας τά γερμανικά. ᾿Ερχόταν κάπου-κάπου καί ὑποβρύχια. Στέλνανε οἱ Γερμανοί καΐκια μέ τρόφιμα στήν Κρήτη καί τά χτυπάγανε οἱ ᾿Εγγλέζοι. Κι αὐτό δέν εἶχε τελειωμό. Αὐτό, βέβαια, εἶχε καί τό καλό του. Ξέρεις τί κονσέρβες βγάλαμε καί φάγαμε ἀπό τά βυθισμένα καΐκια; Φάγαμε ὅλοι οἱ χωριανοί καί δώσαμε κι ἀλλοῦ ἀπό κεῖνα τά βουλιαγμένα καΐκια! Κι᾿ εὐτυχῶς πού βρέθηκαν κι αὐτά, γιατί ἀλλιῶς τήν εἴχαμε δύσκολα...
    Ἄ, ξέχασα νά σᾶς πῶ τό πιό σημαντικό, μέ τά βουλιαγμένα καΐκια τῶν Γερμανῶν πού χτύπησαν οἱ ῎Αγγλοι. ῞Ενα μεγάλο ἀπό αὐτά τά καΐκια ἦταν φορτωμένο μέ τσουβάλια γεμάτα στάρι. Τό θυμοῦμαι σάν τώρα! Βουτούσαμε καί βγάζαμε τά τσουβάλια μέ τό στάρι· τό στεγνώναμε καί τό ξαρμυρίζαμε, κι ἔτσι καταφέραμε νά περάσουμε τίς δύσκολες ἐκεῖνες μέρες τῆς πείνας...
    Θέλαμε νά ρωτήσουμε τόν καπετάν Μανώλη γιά κάποιες λεπτομέρειες, μά δέν τολμούσαμε νά τόν διακόψουμε. ῾Η διήγησή του εἶχε κάτι τό ἑλκυστικό, τό μαγευτικό· ἐγώ κρατοῦσα στό χέρι μου ἕνα κλωνάρι μυρτιᾶς, πού εἶχα πάρει ἀπό τά Μυρτίδια, ὡς εὐλογία. ᾿Εκεῖνος τό εἶδε καί μοῦ εἶπε συγκινημένος·
    - Στήν Παναγία τή Μυρτιδιώτισσα, Πασχάλη μου, ὀφείλει πολλά τό νησί μας ὁλόκληρο. ᾿Εγώ, ὅμως, τῆς ὀφείλω τή ζωή μου!
    Ἄναψε ξανά τό ἐνδιαφέρον ὅλης τῆς συντροφιᾶς καί ἡ Βάσω ρώτησε·
    - Πῶς αὐτό, καπετάνιε;
    - ῎Εχω ἰδεῖ πολλά θαύματά της στή ζωή μου, ἀλλά θά σᾶς διηγηθῶ μόνο ἕνα· κι αὐτό μέ συντομία, ὥσπου νά ᾿ρθοῦν τά ψάρια.
    Ὁ καπετάν Μανώλης ἤπιε μιά γουλιά καί ἄρχισε ν᾿ ἀφηγεῖται τό κομμάτι τῆς ζωῆς του, ὅταν ἔζησε τό θαῦμα, ἐνῶ ἐμεῖς πλησιάσαμε πιό πολύ κοντά του καί στήσαμε αὐτί γιά ν᾿ ἀκοῦμε καλύτερα.
    «῏Ηταν, πού λέτε, τέλος φθινοπώρου, ἴσως καί Νοέμβριος. Βροχερό ἀπόγευμα. Πρίν νά νυχτώσει, βγῆκα γιά μιά μικρή βόλτα στό λιμανάκι μας. ῏Ηταν ἡ τελευταία μέρα πού θά ἤμουν μέ τούς δικούς μου, γιατί λάβαμε διαταγή, οἱ νέοι τῆς ἡλικίας μου, νά πᾶμε καί νά καταταγοῦμε στό στρατό. Τήν ἄλλη μέρα ἔπρεπε νά βρισκόμαστε στόν Πειραιά καί ἀπό κεῖ...
    Τό ἀντάρτικο εἶχε φουντώσει καί εἶχε ἀνάψει παντοῦ φωτιές στήν ῾Ελλάδα. Πρέπει νά ἦταν στά 1947 -μπορεῖ νά κάνω καί λάθος, γιατί ἔχουν περάσει ἀπό τότε πάνω ἀπό πενήντα χρόνια! Δέν εἴχαμε καλά-καλά συνέλθει ἀπό τόν πόλεμο καί τίς καταστροφές μέ τούς Γερμανούς, καί ἀναγκαζόμαστε νά μποῦμε σ᾿ ἕναν ἀδερφοκτόνο πόλεμο. Ἐμένα, πού μέ βλέπετε, ὑπηρέτησα τότε στρατιώτης σχεδόν τέσσερα χρόνια, λές καί τό εἶχα ἐπάγγελμα, ὅπως καί πολλοί ἄλλοι· ἀλλά σκέφτομαι τώρα πώς καί πάλι θά πήγαινα πρόθυμα γιά τήν πίστη καί τήν πατρίδα στόν πόλεμο, ἄν χρειαζόταν!».
     Ὁ καπετάνιος ἔκανε μιά κίνηση τοῦ δεξιοῦ χεριοῦ του, σά νά ᾿θελε νά σκουπίσει ἕνα δάκρυ, καί συνέχισε·
«Καθώς περιδιάβαζα, λοιπόν, τίς ἀγαπημένες γωνιές τοῦ λιμανιοῦ κι ἀγνάντευα τό πέλαγο, ἔνιωθα νά περνοῦν ἀπό τό μυαλό μου ἕνα σωρό θλιβερές καί μαῦρες σκέψεις· Ποῦ θ᾿ ἄφηνα τούς δικούς μου, τά μικρότερα ἀδέρφια μου, τό καΐκι μου; ...῎Εκανε κρύο καί φοροῦσα ἕνα χοντρό μαῦρο παλτό. Κι ἐκεῖ πού περπατοῦσα, εἶδα μέ τήν ἄκρη τοῦ ματιοῦ μου κάτι νά σέρνεται καταγῆς καί ὁ ἀέρας νά τό φέρνει πρός τό μέρος μου. Φαινόταν ἕνα χαρτί καί δίχως, βέβαια, καμιά ἀξία, ἔτσι πεσμένο στό χῶμα. Μά καθώς ἐκεῖνο τόν καιρό ἦταν σπάνια τά χαρτιά, ἔσκυψα νά ἰδῶ τί εἶναι, ἀπό περιέργεια. Ξαφνιάστηκα, ὅταν ἀναγνώρισα στό χαρτί ἐκεῖνο τήν εἰκόνα τῆς Παναγίας τῆς Μυρτιδιώτισσας. ῏Ηταν μαυρισμένη καί σέ μικρό σχῆμα, σάν φύλλο ἀπό μικρό τετράδιο. “Μεγαλόχαρή μου, φώναξα, Μυρτιδιώτισσά μου!”. Τή μάζεψα καί πολύ συγκινημένος, σταυροκοπήθηκα. ῏Ηταν λίγο λερωμένη ἀπό χώματα καί λάσπες, ἀλλά ἦταν καθαρό πώς ἦταν ἡ Παναγία ἡ Μυρτιδιώτισσα. Τή σκούπισα προσεχτικά μέ τό μανίκι μου, τήν ἀσπάστηκα καί τήν ἔβαλα διπλωμένη στή μέσα καί ἀριστερή τσέπη τοῦ παλτοῦ μου. Κι αἰσθάνθηκα ὁλόκληρος μιά γαλήνη μέσα μου, ὅπως εἰρηνεύει ἡ θάλασσα ὕστερ᾿ ἀπό δυνατή φουρτούνα. Τό πῆρα γιά θεϊκό σημάδι αὐτό κι ἀναθάρρησα. «᾿Από δῶ κι ἐμπρός -εἶπα μέσα μου- δέν θά εἶμαι μόνος· ὅπου καί νά πάω θά ἔχω τήν Παναγία τή Μυρτιδιώτισσα μαζί μου!». Τόν κόρφο μου ζέσταινε ὄχι ἕνα ἁπλό ἐνθύμιο, μά ἕνα φυλαχτό γιά τίς δύσκολες μέρες πού εἶχα νά περάσω στό στρατό.  
Πῆρε μιά μικρή γουλιά, καί μᾶς ρώτησε·
    -Μήπως κουραστήκατε, νά σταματήσω;
    - ῎Οχι, ἀπαντήσαμε ὅλοι μ᾿ ἕνα στόμα.
    - Συνεχίζω, λοιπόν, συντομεύοντας κάπως τήν ἱστορία. Φύγαμε τήν ἄλλη μέρα μ᾿ ἕνα σαπιοκάραβο γιά τόν Πειραιᾶ. ᾿Από κεῖ, ὕστερ᾿ ἀπό μιά ὀλιγοήμερη ἐκπαίδευση, μᾶς ἔστειλαν τόν καθένα στή μονάδα του. ῞Ολοι σχεδόν φύγαμε γιά τή ζώνη ἐπιχειρήσεων. Ἡ δική μου μονάδα βρισκόταν κάπου στήν περιοχή τῆς Κοζάνης, στά βουνά πού βρίσκονται ἀνάμεσα Πτολεμαΐδα καί Βέροια. ῾Ο λόχος μου ἦταν σ᾿ ἕνα προχωρημένο φυλάκιο, σ᾿ ἕνα χωριό πού δέν θυμοῦμαι τώρα πῶς τό λέγαν. Οἱ διμοιρίες εἶχαν διασκορπιστεῖ σέ διάφορα στρατηγικά σημεῖα καί πολεμοῦσαν. Στήν ἀρχή τά πράγματα ἦταν ὑποφερτά, μά ὅταν οἱ ἀντάρτες στρυμωχτήκανε καί χάνανε πολύ ἀπό τό ἔδαφός τους, ἔγιναν πολύ σκληροί. Σωστά ἄγρια θηρία! ῎Οχι ἁπλῶς χτυπάγανε στό ψαχνό, μά ρίχνανε καί ἁλάτι στήν πληγή, πού λέει ὁ λαός. ᾿Ενῶ πρῶτα ρήμαζαν τά χωριά, παίρνοντας κάθε εἴδους τρόφιμα, τώρα ἦταν φανατισμένοι· ἔδερναν, στρατολογοῦσαν, σκότωναν...
    Μιά βραδιά, καθώς εἴχαμε προχωρήσει σ᾿ ἕνα μπουγάζι πέρ᾿ ἀπό τό χωριό, χωρίς νά πάρω εἴδηση, βρέθηκα μέ ἀρκετούς ἄντρες τῆς διμοιρίας μου κυκλωμένος ἀπό τούς λυσσασμένους ἀντάρτες, πού μᾶς χτυποῦσαν ἀπό παντοῦ. Οἱ πιό πίσω μέ τό διμοιρίτη ὀπισθοχώρησαν, ἀλλά ἐμεῖς μπροστά δέν τούς ἀκούγαμε. ᾿Εγώ εἶχα τήν εὐθύνη τοῦ ὁπλοπολυβόλου καί ἔρριχνα ὅπου ἔβλεπα στόχο ἤ φλόγα πυροβολισμοῦ ἀπ᾿ τούς ἀντάρτες.
    Εἴχαμε μείνει πέντε ἄντρες καί πιάσαμε στή δυτική ἄκρη τοῦ χωριοῦ ἕνα πέρασμα. Δίπλα μας ἦταν μιά ρηχή χαράδρα. Καθώς ἤμασταν κυκλωμένοι ἀπό παντοῦ, δέν βλέπαμε διέξοδο σωτηρίας. Χτυπούσαμε στά γεμάτα κ᾿ ἐμεῖς κ᾿ ἐκεῖνοι.
    - Σᾶς ἀποκόψαμε ἀπ᾿ τούς συντρόφους σας -μᾶς φώναζαν- θά πεθάνετε!
    Μᾶς πετοῦσαν βρισιές, πού ντρέπομαι νά τίς πῶ. Στό τέλος μᾶς φώναξαν·
    - ῎Αν θέλετε νά σωθεῖτε, πετάξτε τά ὅπλα καί παραδοθεῖτε!
    Ὅταν εἴδαμε τά πολεμοφόδια νά λιγοστεύουν καί τούς ἀντάρτες νά πλησιάζουν ὅλο καί πιό ἀπειλητικοί, τά χρειαστήκαμε. Χάιδεψα τόν κόρφο, ὅπου εἶχα τήν εἰκόνα τῆς Παναγίας, γιά νά πάρω θάρρος. ῾Ο διπλανός μου τά ᾿χε χαμένα. Εἶχε καθίσει κάτω μή μπορώντας νά σκεφτεῖ τίποτε, σά νά ᾿κλαιγε τή μοίρα του. Σκέφτηκα· «Πρέπει νά ὑποχωρήσουμε, ὅπου μποροῦμε, ἀλλά μέ τά ὅπλα μας, γιά νά γλυτώσουμε». Τό λέω στόν διπλανό μου, μά δέν ἤθελε ἤ δέν μποροῦσε νά μ᾿ ἀκούσει καί νά μέ καταλάβει. Εἶχε ἤδη παρατήσει τό ὅπλο του. Πῆρα, λοιπόν, μόνος μου τήν ἀπόφαση, ἀφοῦ δέν ἤξερα τί ἔγιναν οἱ ἄλλοι, καί ὁ διπλανός μου δέν ἤθελε νά μ᾿ ἀκολουθήσει. ῎Αρχισα νά τρέχω καί νά ὑποχωρῶ, ἐνῶ πυροβολοῦσα. ᾿Απ᾿ τήν ἀντίθετη μεριά μοῦ φωνάζανε·
    - Ρίξε κάτω τό πολυβόλο!
    Τρέχοντας καί πυροβολώντας, ἔφτασα δίπλα σ᾿ ἕν’ ἀνάχωμα. ῎Επεσα κάτω καί κύλησα μέσα στό χαντάκι, ὅπου ἔτρεχε νερό καί ἦταν γεμάτο βοῦρλα, ὅπως καί ἡ γύρω περιοχή. Δέν κατάλαβα πῶς, μά βρέθηκα ὁ μισός μέσα στό νερό. Τό κρύο καί ἡ ὑγρασία μέ περόνιαζαν. Ξεπάγιαζα, μά δέν μποροῦσα νά κάνω τίποτ᾿ ἄλλο. Οἱ ἀντάρτες πέρασαν δυό-τρεῖς φορές ἀπό δίπλα μου, φωνάζοντας καί βρίζοντας, μά στό τέλος ἔφυγαν, ἀφοῦ δέν μέ βρῆκαν. ῞Ενας τους γρύλισε·
    - Μά ἡ γῆς ἄνοιξε καί τόν κατάπιε; ᾿Ενῶ ἕνας ἄλλος συμπλήρωσε·
    - Δέν κλαίω πού γλύτωσε τό κάθαρμα, μά κλαίω γιατί χάσαμε τό πολυβόλο του!


* * *

    Ἔδωσε κάποτε ὁ Θεός καί πέρασε ἡ μαρτυρική αὐτή νύχτα. ῎Εφεξε, βγῆκα ἀπό τήν ὑδάτινη κρυψώνα μου καί ἄρχισα νά ψάχνω, πασπατεύοντας τά μέλη τοῦ κορμιοῦ μου, ἄν λείπει τίποτε, ἄν τρέχαν αἵματα, ὕστερ᾿ ἀπό τόσους πυροβολισμούς πού ἔφαγα... Εἶδα πώς ἤμουν γερός, κι ἄς τουρτούριζα ἀπό τό κρύο. ῎Εκαμα τό σταυρό μου· «Δόξα τῷ Θεῷ, γλύτωσα. Χίλιες δόξες νά ᾿χεις κ᾿ ἐσύ, Μυρτιδιώτισσά μου, πού μέ προστάτεψες!».
    Πῆρα τό πολυβόλο μου καί ξαναγύρισα προσεχτικά στή μονάδα μου. Κανείς τους δέν πίστευε στά μάτια του· ὅλοι μέ εἶχαν γιά σκοτωμένο. ῞Οταν, μάλιστα, εἶδαν τή χλαίνη μου νά εἶναι κόσκινο ἀπό τίς ἀντάρτικες σφαῖρες, τότε ἡ ἀπορία τους μεγάλωσε ἀκόμη πιό πολύ καί δέν μποροῦσαν νά ἐξηγήσουν πῶς γλύτωσα. ᾿Εγώ, ὅμως, ἤξερα κ᾿ ἤμουν σίγουρος γιά τό ποιός ἔβαλε τό χέρι του καί οἱ σφαῖρες δέν περνοῦσαν πέρ᾿ ἀπό τή χλαίνη μου, καί σέ ποιόν χρωστοῦσα τή σωτηρία μου...
    Ἀπό τούς ἄλλους συναδέλφους μου ἄλλοι γλύτωσαν ὑποχωρώντας νωρίς, ἐνῶ δυό εἶχαν πιαστεῖ αἰχμάλωτοι. ᾿Αργότερα καταφέραμε νά τούς ἐλευθερώσουμε κι αὐτούς.
    Θυμοῦμαι πού οἱ παλιότεροι συνάδελφοι μᾶς ἔλεγαν πώς οἱ ἀντάρτες στήν ἀρχή ἄφηναν ἐλεύθερους τούς στρατιῶτες πού ἔπεφταν αἰχμάλωτοι στά χέρια τους, ἀφοῦ τούς ἔπαιρναν τά ὅπλα καί τίς στολές τους. ῞Ομως, περνοῦσαν ἀπό στρατοδικεῖο μετά, γιατί ἄφησαν τόν ἐχθρό καί τούς πῆρε τά ὅπλα. Καί τό πιό σκληρό δέν ἦταν ἡ τιμωρία πού τούς ἔδινε τό δικαστήριο, μά τό ρεζιλίκι πού παθαίνανε, ὅταν οἱ ἄλλοι στρατιῶτες μέ τρόπο παράξενα σκληρό τούς βρίζανε καί τούς φτύνανε! ῏Ηταν βασανιστήριο ἀβάσταχτο κυριολεκτικά! Σοῦ ᾿ρχόταν νά πεῖς· «Δέν μέ σκότωναν καλύτερα, ἐκεῖ στή μάχη!».


* * *

    Αὐτά, ἐν συντομίᾳ, ἀγαπητέ Πασχάλη, τραβήξαμε τότε. Καί ὁ Θεός νά φυλάξει νά μήν ξανάρθει τέτοιος ἄγριος καί βρόμικος πόλεμος, νά χτυπάει καί νά σκοτώνει ὁ ῞Ελληνας τόν ῞Ελληνα! Δηλαδή ὁ ἀδελφός τόν ἀδελφό!...
    Ὕστερ᾿ ἀπό τέσσερα σχεδόν χρόνια        -πού δέν σᾶς περιέγραψα, φυσικά, ὅλα ὅσα πέρασα- γύρισα στό νησί καί στόν ὡραῖο μας Αὐλέμονα. Καί ἡ πρώτη μου δουλειά ἦταν νά πάω μαζί μέ τούς δικούς μου νά λειτουργηθοῦμε στά Μυρτίδια καί νά εὐχαριστήσουμε τήν Παναγία, πού θαυματουργικά μέ προστάτεψε καί μέ γλύτωσε. Ἐκεῖ, παρακάλεσα τόν παπά νά κάνουμε κ᾿ ἕνα μνημόσυνο γιά ὅλες τίς ψυχές τῶν συντρόφων μου, πού χάθηκαν στά βουνά τῆς Μακεδονίας, πολεμώντας γιά τήν πίστη καί τήν πατρίδα.

 

Π. Β. Πάσχος

Σάββατο, 02 Αύγουστος 2014 03:00

Στούς τελευταίους Χαιρετισμούς

 xairetismoiἩ γριά ἡ Παντέλαινα ἦταν μιά φοβερή γριά. Δέν ξέρω σήμερα νά πῶ ἄν ἦταν ἄσχημη ἤ ὄχι. Ἐκεῖνο πού ξέρω εἶναι πώς ἀπό τή μιά ἡ παραξενιά ἡ δική της κι ἀπό τήν ἄλλη ἡ ἐγκατάλειψη τῶν δικῶν της ἀνθρώπων, τήν ἔκαναν νά φαίνεται στά παιδικά μας μάτια πολύ φοβερή. Τό δίχως ἄλλο ἦταν μιά ἐγκαταλελειμμένη δυστυχισμένη γυναίκα. Κι ἐγώ, ὅπως ὅλα τά παιδιά, τή φοβόμουνα, ὅμως στό βάθος μου ἔνιωθα μιά συμπάθεια γι᾿ αὐτήν καί μιά λύπη. Ἦταν βουτηγμένη στή βρωμιά καί μύριζε κι ἀπό μακριά. Χοντρή καί δυσκίνητη καθώς ἦταν, δέν ἔφευγε ποτέ ἀπό τό σπίτι της. Μόνο σάν ἔπιαναν οἱ ἀνοιξιάτικες μέρες, ἔβγαζε μέ δυσκολία μιά καρέκλα δίπλα στό ξεπόρτι της, καρσί στόν ἥλιο, καί καθόταν ἐκεῖ νωχελικά. Δυότρεῖς φορές πού τόλμησα νά σταματήσω λίγο γιά νά τή χαιρετήσω, μέ κοίταξε μέ κεῖνα τά σβησμένα μάτια της· ὄχι ἄγρια, ὄχι! Μέ κοίταξε πονεμένα. Ἔτσι ὅπως κοιτάζει ὁ ἄνθρωπος σάν εἶναι πληγωμένος.
 -Τίνος εἶσαι; μέ ρώτησε μιά μέρα πού τή χαιρέτησα.
 -Τοῦ Νικόλα, τῆς ἀποκρίθηκα καί ἔνιωσα τά πόδια μου νά τρέμουν.
  Ἕνα ἀπόγευμα, ἀκριβῶς τήν ὥρα πού ὁ ἥλιος ἔστελνε τά τελευταῖα του χάδια στό ξεπόρτι τῆς γριᾶς Παντέλαινας, ἐγώ περνοῦσα βιαστικός ἀπό μπροστά της.
 -Ποῦ τρέχεις ἔτσι βιαστικός;
 Σταμάτησα ξαφνιασμένος, γιατί ἡ γριά, ἄν δέν τῆς μιλοῦσες πρῶτα ἐσύ, δέν ἄνοιγε ποτέ πρώτη κουβέντα.
 -Εἶναι οἱ τελευταῖοι Χαιρετισμοί ἀπόψε, τῆς ἀπάντησα βιαστικά, καί θά πᾶμε μέ τή μάνα μου στήν ἐκκλησία. Οἱ τελευταῖοι Χαιρετισμοί;
 -Ἀπόψε εἶναι οἱ τελευταῖοι Χαιρετισμοί; Ἄστραψε τό βλέμμα της καί τό νωχελικό της σῶμα τινάχτηκε ὄρθιο.
 -Θά σοῦ δώσω δέκα λίρες ἄν δέν πᾶς στήν ἐκκλησία καί μείνεις μαζί μου, γιά νά μοῦ διαβάσεις τούς Χαιρετισμούς.
 Τό γέρικο χέρι της ἅρπαξε τό δικό μου καί τό ἔσφιγγε μέ τόση δύναμη πού μοῦ ᾿ρθαν δάκρυα ἀπό τόν πόνο.
 -Νά ρωτήσω τή μάνα μου, εἶπα περισσότερο γιά νά ξεφύγω κι ἀποφασισμένος νά μή γυρίσω πίσω.
 -Θά σοῦ δώσω εἴκοσι λίρες, ἐπέμενε γεμάτη ἀγωνία ἡ γριά.
 -Δέν εἶναι γιά τά χρήματα, κατάφερα μέ κόπο νά πῶ. Πρέπει πρῶτα νά ρωτήσω τή μάνα μου. Μέ περιμένει καί θ᾿ ἀνησυχήσει ἄν δέν πάω.
 -Καλά, εἶπε καί χαλάρωσε τό σφίξιμο. Ἡ μάνα σου εἶναι καλή γυναίκα καί θά σέ ἀφήσει. Πήγαινε, ρώτα την κι ἔλα. Ἐγώ θά σέ περιμένω.
 Ἔφυγα τρέχοντας γιά τό σπίτι μου κι οὔτε πού τό ᾿χα σκοπό νά πῶ κουβέντα στή μάνα μου. Μά ἡ μάνα ἡ δική μου ἤξερε πάντα νά διαβάζει τά μάτια μου. Σιγάσιγά τῆς τά εἶπα ὅλα. Ὕστερα ἐκείνη μέ κοίταξε πολλή ὥρα σκεφτική.
 -Καί νομίζεις, μοῦ εἶπε στό τέλος, νομίζεις πώς ἡ Παναγιά θά ᾿θελε ν᾿ ἀφήσουμε μέ τό παράπονο τή γριαΠαντέλαινα;
 -Θά ᾿ρθεις καί σύ μαζί μου; φώναξα λυτρωμένος ἀπό τό φόβο νά βρεθῶ μόνος μέ τή γριά μέσα στή νύχτα.
 -Θά πᾶμε μαζί, μ᾿ ἀπάντησε ἀποφασισμένη. Πάρε τό βιβλιαράκι σου καί πᾶμε. Εἶναι ἁμαρτία ἀπό τόν Θεό, ἀφοῦ τό ζήτησε, νά μήν πᾶμε.
 Καθόταν ἀκόμα ἔξω ἀπό τό ξεπόρτι της κι ἄς εἶχε δύσει πρό πολλοῦ ὁ ἥλιος. Μᾶς εἶδε ἀπό μακριά καί σηκώθηκε.
 -Τό ἤξερα πώς θά ᾿ρχόσασταν, εἶπε ἁπλά κι ἐγώ εἶδα τά μάτια της γεμάτα δάκρυα.
 Μπῆκα γιά πρώτη φορά στό σπίτι της. Ἡ βρωμιά καί ἡ ἐγκατάλειψη μ᾿ ἔκαναν ν᾿ ἀνατριχιάσω. Μά καί ἡ μάνα μου τό καταλάβαινα πώς ἦταν ἀναστατωμένη.
 -Συγχωρῆστε μου τήν ἀκαταστασία, εἶπε σχεδόν ντροπαλά. Μήτε τά χέρια μου πιάνουν μήτε τά πόδια μου μποροῦν.
 Μ᾿ ἔβαλε καί κατέβασα ἀπό τό εἰκονοστάσι τή μεγάλη εἰκόνα τῆς Παναγιᾶς, τήν προσκύνησε κι ὕστερα τήν κράτησε στήν ἀγκαλιά της.
 -Ἄρχισε, παιδί μου, μοῦ εἶπε κι ἐγώ ἄρχισα νά διαβάζω.
 Ὅπου ξέραμε ψάλλαμε μαζί μέ τή μάνα μου καί ὅταν φτάσαμε στό «Τῇ Ὑπερμάχῳ» ἡ γριαΠαντέλαινα σηκώθηκε ὄρθια κι ἄρχισε καί κείνη νά ψάλλει μαζί μας. Τά μάτια της θαρρεῖς κι ἦταν δυό βρύσες ἀσταμάτητες. Μά καί τά μάτια τῆς μάνας μου δέν πήγαιναν πίσω. Σάν ἀποτελειώσαμε ὅλα τά «Χαῖρε» καί ψάλαμε καί «Τήν ὡραιότητα τῆς Παρθενίας σου» ἡ γριαΠαντέλαινα μᾶς κοίταξε γαληνεμένη.
 -Τήν εὐχή τῆς Παναγιᾶς νά ᾿χετε! εἶπε μόνο, κι ἦταν ἐκείνη τήν ὥρα τόσο γλυκό τό πρόσωπό της πού ἀπόρησα πῶς ἦταν δυνατόν νά τή φοβᾶμαι.
 Ὕστερα ἡ μάνα μου ἔβαλε νερό νά βράσει καί μένα μ᾿ ἔστειλε στό σπίτι μέ τίς εἴκοσι κυπριακές λίρες στήν τσέπη, ἀφοῦ ἡ γριά ἐπέμενε σώνει καί καλά νά τίς πάρω. Ἄργησε νά γυρίσει ἡ μάνα μου κι ἐγώ ᾿ξιστόρησα στόν πατέρα μου καί στ᾿ ἀδέρφια μου τό τί κάναμε μέ τό νί καί μέ τό σίγμα. Ὅταν πολύ ἀργότερα γύρισε κι ἐκείνη, μᾶς εἶπε πώς τήν ἔλουσε καί πώς τῆς συμμάζεψε, ὅσο ἦταν δυνατόν, τό σπίτι.
 Κοιμήθηκα ἐκεῖνο τό βράδυ χαρούμενος γιά τή χαρά πού δώσαμε στή γριαΠαντέλαινα, μά καί γιά τή μικρή περιουσία πού φούσκωνε τήν τσέπη τοῦ παντελονιοῦ μου. Ξύπνησα εὐδιάθετος καί πῆγα στό σχολεῖο. Ὅλα τά παιδιά εἶχαν ἀντιληφθεῖ τήν ἀπουσία μου ἀπό τήν ἐκκλησία καί μ᾿ ἀπορία μέ ρωτοῦσαν. Μά ἐγώ δέν εἶπα τό μυστικό μου. Μονάχα τούς εἶπα πώς ἤμουν σέ μιά δουλειά μέ τή μάνα μου.
 Σάν σχόλασα, ἔτρεξα γιά νά περάσω πρῶτος ἀπό τό ξεπόρτι τῆς γριᾶς Παντέλαινας καί νά τή χαιρετήσω. Τό ξεπόρτι ἦταν ἀνοιχτό καί μέσα ἦταν κόσμος. Κάπου ἀνάμεσα εἶδα τή μάνα μου. Μέ εἶδε καί ἦρθε κοντά μου.
 -Ἡ γριά ἔφυγε, μοῦ εἶπε καί τά μάτια της γέμισαν δάκρυα.
 Ἔφυγε; Καί ποῦ πῆγε; ρώτησα δίχως νά καταλαβαίνω.
 -Κοντά στήν Παναγιά, μοῦ εἶπε. Πῆγε νά τῆς πεῖ ἀπό κοντά τά «χαῖρε»!
 Πᾶνε πάνω ἀπό τριάντα χρόνια πού ἔφυγα δακρυσμένος ἀπό ἐκεῖνο τό ἔρμο ξεπόρτι, μά κάθε πού ᾿ρχονται οἱ τελευταῖοι Χαιρετισμοί ἡ σκέψη μου πετάει ἐκεῖ. Καί καθώς τά ψελλίζω ἕναἕνα τά «χαῖρε», παρακαλῶ τήν Παναγιά καί γιά ὅλες τίς γριές Παντέλαινες πού, παντέρημες, ἄλλη ἀπαντοχή δέν ἔχουν παρά μόνο τή δική της παρηγοριά καί τή δική μας ἐλάχιστη ἀνθρώπινη εὐαισθησία.
 

Ἑ. Β.
    

Σάββατο, 02 Αύγουστος 2014 03:00

Μέ τό καριοφύλλι καί τό κοντύλι

- Τί σ᾿ ἔπιασε σήμερα, ὠρέ Νώντα, κι ὅλο βαριαναστενάζεις; Τί σέ χολόσκασε καί σκοτείνιασες, ὠρέ;
 Ὁ καπετάν Νώντας κοίταξε συλλογισμένος τόν καρδιακό του φίλο.
 - Ἔλα, πές το καί σέ μένα, ἐπέμενε ὁ καπετάν Νάσος, πόνος μοιρασμένος μισός πόνος.
 Ἅρπαξε στό χέρι τό καριοφύλλι του ὁ καπετάν Νώντας καί σίμωσε τό φίλο του.
 - Ἄσχημα μαντάτα ἀπό τό σπίτι, Νάσο. Ὁ Νικήτας μοῦ φαρμάκωσε σήμερα τήν ψυχή.
 - Ἀρρώστησε κανένας; ῾ Η ἐρώτηση τοῦ καπετάν Νάσου ἔκανε τόν Νώντα νά χαμογελάσει πικρά.
  - Μακάρι νά ἦταν ἀρρώστια, ὠρέ Νάσο.
 Ἡ ἀρρώστια δέν εἶνε ντροπή. Τοῦτο ὅμως πού μοῦ κάνει ὁ Λάμπης, μοῦ φέρνει μεγάλη ντροπή.
 - Μά τί ἔκανε τό παιδί, πού σέ ντροπιάζει; Ὁ Λάμπης δέν εἶναι πάνω ἀπό δώδεκα χρονῶν. Τί μπορεῖ ἕνα τόσο μικρό παιδί νά κάνει;
  - Ἀκριβῶς, ὠρέ Νάσο, δώδεκα χρονῶν παλληκάρι κι ἐγώ τόν περιμένω χρόνο μέ τό χρόνο νά ξεπεταχτεῖ, ν᾿ ἀνεβεῖ ἐδῶ κοντά μου νά τοῦ μάθω τόν πόλεμο. Μά τοῦτος ἀντί τουφέκι κρατᾶ μέρα-νύχτα στά χέρια του τήν πλάκα καί τό κοντύλι. Θέλει, λέει, νά μάθει γράμματα, νά γίνει δάσκαλος. Ἀκοῦς ἐκεῖ, ὁ γιός τοῦ καπετάν Νώντα σκολιαρόπαιδο. Κι ἐγώ πού τόν περιμένω τόσα χρόνια νά τόν καμαρώσω πλάι μου, στά χαμένα περιμένω.
 - Καί κακό εἶναι, ὠρέ Νώντα, νά θέλει τό παιδί νά μάθει γράμματα; τόν ἔκοψε ξαφνιασμένος ὁ φίλος του.
 - Καί ποιός θά λευτερώσει τό γένος, ὠρέ Νάσο, ἄν ὅλα τά παλληκάρια μας γίνουν σκολιαρούδια; Νά τοῦ δώσω μέ παρακαλεῖ τήν εὐχή μου νά πάει στήν πόλη νά μάθει πιό πολλά γράμματα. Νά τά κάνει τί, ὠρέ; Τί χρειάζονται τά γράμματα, σά δέν ἔχεις λεύτερη πατρίδα;
 - Νώντα, φίλε μου, δέ μιλᾶς γνωστικά. Ἀκοῦς ἐκεῖ ντροπή νά θέλει τό παιδί νά μάθει γράμματα; Ὁ καπετάν Νάσος κοίταξε αὐστηρά στά μάτια τό φίλο του.
 - Ἄσε τόν Λάμπη νά κάνει αὐτό πού ζητᾶ ἡ ψυχή του. Ὥσπου νά γίνει ἄντρας γιά πόλεμο, ἄν μαθαίνει καί γράμματα, σέ τί θά τόν βλάψει;
Δίχως νά μιλήσει ἄλλο ὁ καπετάν Νώντας, πῆρε ξανά τό καριοφίλι του κι ἀπομακρύνθηκε. Πάει καλά, ἄς πάει ὁ γιός του νά μάθει γράμματα. Ἔτσι κι ἀλλιῶς ἐκείνου τό καμάρι ἔσβησε. Ἔδωσε τήν εὐχή του κι ἀπό τότε δέν ξαναμίλησε γιά τό γιό του, οὔτε στόν καπετάν Νάσο οὔτε σέ κανέναν ἄλλο. Κι ὅσο περνοῦσαν τά χρόνια, τόσο κλεινόταν στόν ἑαυτό του ὁ καπετάν Νώντας. Στό χωριό του σπάνια κατέβαινε, μά καί τότε δέν ρωτοῦσε ποτέ γιά τόν Λάμπη, κι οὔτε τολμοῦσε κανένας νά τοῦ ἀναφέρει κάτι γι᾿ αὐτόν. Ὅσες φορές ὁ καπετάν Νάσος ἐπιχείρησε κάτι νά τοῦ πεῖ, ἐκεῖνος ἀγρίευε καί μούγκριζε σά θηρίο.
 Καί περνοῦσαν τά χρόνια κι ὅλο καί περισσότερα παλληκάρια ἀνέβαιναν στό βουνό! Κι ὁ πόνος στήν καρδιά τοῦ πατέρα ὁλοένα καί μεγάλωνε, γιατί δέν ἀξιώθηκε κι αὐτός νά χαρίσει στήν πατρίδα του ἕνα γιό.
 - Δέ σοῦ φαίνεται, ὠρέ Νάσο, πώς τόν τελευταῖο καιρό μαζεμένα μᾶς ἔρχονται τά παλληκάρια;
 - Φουντώνει ὁ πόθος γιά τή λευτεριά, Νώντα. Ξύπνησαν οἱ πολιτεῖες καί τά χωριά μας. Κι ὄχι μονάχα αὐτούς πού μᾶς ἦρθαν, μά κάθε μέρα καί περισσότερους θά βλέπουμε.
 - Καπετάν Νάσο, τόν ἔκοψε γεμάτος πόνο ὁ καπετάν Νώντας, ὅλη ἡ Ἑλλάδα νά ἀνέβει στό βουνό, ἀφοῦ δέν ἀνέβηκε ὁ Λάμπης...
 - Ντροπή σου, ὠρέ Νώντα, τόν ἀποπῆρε θυμωμένος ὁ καπετάν Νάσος. Ὅλα τοῦτα τά παλληκάρια ἦρθαν στό δικό μας τό λημέρι κι ἐσύ ἀντί νά πετᾶς ἀπό τή χαρά σου, μοιρολογᾶς;
 - Ὥρα σας καλή, καπεταναῖοι! Δυό παλληκάρια 15-16 χρονῶν στέκονταν ἀμήχανα μπροστά στούς δυό καπετάνιους.
 - Καλῶς τά παλληκάρια, ἀποκρίθηκε ὁ καπετάν Νάσος. Τί γυρεύετε λεβέντες;
 - Τή λευτεριά, καπετάνιο, ἀπάντησε ὁ ἕνας ἀπ᾿ αὐτούς.
 - Κι ἀπό ποῦ ἔρχεστε; ξαναρώτησε ὁ καπετάν Νάσος.
 - Ἀπό τήν πόλι, ἀπάντησαν τά παλληκάρια κι ἔνιωσε πάλι ὁ καπετάν Νώντας τό ἀγκάθι νά τοῦ τρυπάει τήν καρδιά.
 - Καί τί σᾶς ἔπιασε ὅλους ξαφνικά ἐκεῖ κάτω στήν πολιτεία καί ἀνεβαίνετε στό βουνό μπουλούκια-μπουλούκια, τούς ρώτησε μέ μιά ἀνεξήγητη αὐστηρότητα ὁ καπετάν Νώντας.
 - Δέν σᾶς εἶπαν οἱ ἄλλοι; Κανένας δέ σᾶς μίλησε γιά τόν ἄνθρωπο πού ἔβαλε φωτιά στίς καρδιές μας; ρώτησε μέ ἀπορία τό ἕνα παλληκάρι.
 - Γιά λέγε μας, λοιπόν, ἐσύ, τόν προκάλεσε ὁ καπετάν Νώντας.
  - Ὅλη ἡ πόλη μιλᾶ γιά ἕναν παπαδάσκαλο. Ὅλοι, μικροί καί μεγάλοι, ὁρκίζονται στ᾿ ὄνομά του. Ἔκανε τήν ἐκκλησία σχολεῖο καί μαζεύει τά παιδιά καί τά μαθαίνει γράμματα καί τούς μιλᾶ γιά τήν πατρίδα καί γιά τή λευτεριά. Αὐτός σάν τόν ρωτήσαμε, μᾶς ἔστειλε σ᾿ αὐτό τό λημέρι καί μᾶς εἶπε νά βροῦμε τόν καπετάν Νώντα, νά τοῦ φιλήσουμε τό χέρι ἀπό τό Λάμπη, ἔτσι μᾶς εἶπε ὅτι τόν φώναζαν μικρό.
 - Τινάχτηκε ἀπό τήν κοτρόνα πού καθόταν ὁ καπετάν Νώντας.
 - Τί εἶπες ὠρέ, ἀπό ποιόν, ποιός εἶπες; Μιά γυρνοῦσε καί κοιτοῦσε σάν τρελλός τόν καπετάν Νάσο καί μιά τά δυό παλληκάρια, πού κι αὐτά τόν κοιτοῦσαν ξαφνιασμένα.
 - Ὁ παπα-Χαράλαμπος μᾶς εἶπε πώς εἶναι ἀπό τά μέρη σας, ἀπάντησε ψύχραιμα τό ἕνα παλληκάρι κι ὅτι μικρό τόν φώναζαν Λάμπη καί φαίνεται πώς πολύ ἀγαποῦσε καί σεβόταν τόν καπετάν Νώντα. Μπορεῖ κάποιος νά μᾶς ὁδηγήσει στόν καπετάν Νώντα; Ἀνυπομονοῦμε νά τόν γνωρίσουμε.
 - Μπροστά του βρίσκεστε, παιδιά μου, μπῆκε στή μέση συγκινημένος ὁ καπετάν Νάσος καί ἔδειξε μέ τό χέρι τόν καπετάνιο.
Ξαφνιάστηκαν τά παιδιά, ὅμως γρήγορα συνῆλθαν κι ἔσκυψαν κι οἱ δυό μέ σεβασμό καί τοῦ φίλησαν τό χέρι.
 - Ὁ Λάμπης εἶναι ὁ γιός μου, εἶπε περήφανα ὁ καπετάν Νώντας καί δίχως νά ντραπεῖ, ἄφησε τά δάκρυα νά τοῦ αὐλακώσουν τό μπαρουτοκαπνισμένο του πρόσωπο.
 - Ἡ πατρίδα, ὠρέ Νάσο, μοῦ φαίνεται πώς δέ θέλει μόνο τουφέκια γιά νά λευτερωθεῖ, μά θέλει καί πλάκες καί κοντύλια.
Χαμογέλασε ὁ καπετάν Νάσος καί ἀγκάλιασε τό φίλο του.
 - Ἡ πατρίδα, καπετάνιο μου, τοῦ εἶπε μέ ἀγάπη, ἔχει ἀνάγκη τόσο ἀπό τήν μπαρουτοκαπνισμένη φουστανέλλα τοῦ κλέφτη, ὅσο κι ἀπό τό σεμνό ράσο τοῦ παπαδάσκαλου. Ἐσύ τῆς τά χάρισες καί τά δύο. Χαρά σου καί καμάρι σου! Πῆρε στά χέρια του ξανά τό καριοφύλλι ὁ καπετάν Νώντας καί τό κοίταξε μέ ἀγάπη.
 - Ἐγώ θά πολεμῶ ἀπό ᾿δῶ, μονολόγησε, κι ὁ γιός μου ἀπό ᾿κεῖ. Χαρά μου καί καμάρι μου!

 

Ε. Β.

Σάββατο, 02 Αύγουστος 2014 03:00

Ἡ Ἄνοιξη τῆς λευτεριᾶς

anoixh leyterias - Ἄσε με, μάνα, σοῦ λέω, δός μου τήν εὐχή σου! Μή μέ κρατᾶς ἄλλο δεμένο στά φουστάνια σου. Δέν τό βλέπεις, λοιπόν, πώς ἔγινα πιά ἄντρας;
 Τά λόγια τοῦ Μιχάλη χτύπησαν σάν μαχαιριά στήν καρδιά τῆς μάνας.
 - Τό ξέρω, παιδί μου, τό βλέπω. Κάνε ὅμως λιγάκι ἀκόμα ὑπομονή νά βγεῖ ὁ βαρύς χειμώνας, νά μπεῖ ἡ ἄνοιξη. Ἔτσι ἄμαθος καθώς εἶσαι, θ᾿ ἀρρωστήσεις πάνω στό βουνό.
 Ὁ Μιχάλης κοίταξε ἤρεμος πιά τή μάνα του.
 - Καλά, λοιπόν, θά περιμένω τήν ἄνοιξη. Μά ξέρε το, ἄλλο πιά δέν μπορῶ νά καρτερῶ. Ἄν ἔρθει ἡ ἄνοιξη καί δέν μοῦ δώσεις τήν εὐχή σου, θά φύγω καί δίχως αὐτήν.
 Τόν εἶδε νά βγαίνει ἀπό τό ξεπόρτι της ἡ κυρα-Βασιλική καί σφίχτηκε ἡ καρδιά της. Δίκιο εἶχε τό παιδί. Ὄχι μόνο μεγάλωσε, μά ἔγινε καί λεβέντης. Ἔπειτα ὅλοι οἱ συνομήλικοί του ἀνέβηκαν στό βουνό. Μόνο ἐκεῖνος ἔμενε στέργοντας στά παρακάλια της καί στά δάκρυά της.
 - Συγχώρα με, Θεέ μου! ψιθύρισε καθώς τόν σταύρωνε ἀπό μακριά. Συγχώρα με. Μόνο αὐτός μ᾿ ἀπέμεινε.
  Ἔπειτα θέλησε νά παρακαλέσει τόν Θεό ν᾿ ἀργήσει φέτος νά φέρει τήν ἄνοιξη, μά ντράπηκε, κοκκίνησε μόλις τό σκέφτηκε.
  Ἔμεινε γιά λίγο ἀκίνητη ἡ κυρα-Βασιλική νά κοιτᾶ τό δρόμο. Ἀπ᾿ αὐτόν ἔφυγε πρῶτα ὁ ἄντρας της καί ὕστερα μέ τή σειρά οἱ τρεῖς γιοί της. Μέσα ἀπ᾿ αὐτόν τούς πέρασαν ἕναν ἕναν μέ τίς θανατερές λαβωματιές. Τέσσερις εἶχε δοσμένους στήν πατρίδα· δέν ἔφτανε τό αἷμα τους;
 - Θεέ μου! ἱκέτεψε, μήν ἐπιτρέψεις νά χάσω καί τόν Μιχάλη. Περνοῦσαν οἱ μέρες δίχως νά τῆς ξανακάνει λόγο γιά τό βουνό ὁ Μιχάλης. Καί κείνη μέσα της ἔνιωθε τήν ἐλπίδα νά ξαναγεννιέται. Μήπως τό παιδί της ἄλλαξε ἀπόφαση; Μήπως τοῦ πέρασε ἡ λαχτάρα τοῦ βουνοῦ;
 - Μάντεψε τί ἔχω, μάνα, στόν ντουρβά μου, τῆς εἶπε μιά μέρα πού γύρισε ἀπό τό χωράφι μέ πρόσωπο πού ἔλαμπε ὁ Μιχάλης.
 Τόν κοίταξε μέ ἀπορία μήν μπορώντας νά ὑποθέσει τί ἦταν ἐκεῖνο πού εἶχε στόν ντουρβά ὁ γιός της καί τοῦ ἔδινε τόση χαρά.
 - Δεῖξε μου, λοιπόν, τί ἔχεις νά χαρῶ κι ἐγώ, τοῦ εἶπε καί ἕνας ἀνεξήγητος, ἕνας ἀκαθόριστος φόβος τήν κυρίεψε.
 Ἄνοιξε ἀργά καί προσεκτικά τόν ντουρβά του ὁ Μιχάλης κι ἔβγαλε μέ δέος ἕνα κλωνάρι ἀνθισμένης μυγδαλιᾶς.
 - Ἦρθε ἡ ἄνοιξη, μάνα. Νόμιζα πώς δέν θά ᾿ρχότανε ποτέ. Μά κοίτα, δές, ἄνθισε ἡ μυγδαλιά στό χωράφι μας.
 Φωτιά ἄναψαν τά φυλλοκάρδια τῆς μάνας, μά δέν τοῦ τό φανέρωσε. Τό ᾿βλεπε πιά καθαρά, τίποτα δέν κρατοῦσε τόν γιό της κοντά της.
 - Ναί, γιέ μου, τοῦ εἶπε σφίγγοντάς τον πάνω στήν καρδιά της, κανένας δέν μπορεῖ νά σταματήσει τήν ἄνοιξη.
 - Οὔτε καί τή λευτεριά, μητέρα, μπορεῖ κανείς νά τή σταματήσει. Ὅπου νά ᾿ναι θά ᾿ρθει. Θά σοῦ τή φέρω ἐγώ, ὅπως σοῦ ἔφερα σήμερα μέσα στό σπίτι μας τήν ἄνοιξη. Ἔτσι μιά μέρα, ἐκεῖ πού δέν θά τό περιμένεις, θ᾿ ἀνοίξω τήν πόρτα μας καί θά σοῦ φέρω τή λευτεριά. Δός μου, μητέρα μου, τήν εὐχή σου! Αὔριο τά χαράματα θά φύγω μέ τόν Κωνσταντή τῆς Μήτραινας.
  - Τόσο γρήγορα θά φύγεις; Καί πότε θά προλάβεις νά ἑτοιμαστεῖς; τόν ρώτησε συγκρατώντας μέ κόπο ἕνα λυγμό.
 - Τ᾿ ἄρματα τοῦ πατέρα μου εἶναι ἕτοιμα καί καλοκαθαρισμένα. Ἕνα δισάκι μέ λίγα ροῦχα κι αὐτό εἶναι ὅλο, τῆς ἀπάντησε καί ἔνιωσε ἡ μάνα πώς ὁ γιός της δέν ἦταν πιά ἐκεῖ κι ἄς τόν εἶχε μπροστά της.
 Δέν κοιμήθηκε κανένας τους ὅλη τή νύχτα καί μέ τό πρῶτο λάλημα τοῦ πετεινοῦ ὁ Μιχάλης ἦταν ὄρθιος. Ἡ κυρα-Βασιλική τόν πῆρε ἀπό τό χέρι καί τόν ἔφερε μπροστά στό εἰκονοστάσι, κάτω ἀπό τό καντήλι.
  - Σοῦ τόν παραδίδω, Χριστέ μου, εἶπε δακρυσμένη. Φύλαγέ τον Ἐσύ καί γρήγορα φέρε μου τον πίσω μέ τή λευτεριά.
 Γονάτισε ὁ Μιχάλης καί φίλησε τό χέρι τῆς μάνας του. Ὕστερα προσκύνησε ὅλα τά εἰκονίσματα, πῆρε τ᾿ ἄρματα καί τόν μπόγο πού τοῦ ἑτοίμασε ἡ μάνα του καί χάθηκε τρέχοντας μέσα στή νύχτα.
  Ἔμεινε ὧρες γονατισμένη ἡ κυρα-Βασιλική, ἀφήνοντας τήν καρδιά της νά ξεχυθεῖ μπροστά στόν Θεό καί τούς ἁγίους του. Ξαφνιάστηκε, ὅταν κάποια στιγμή ἄκουσε νά χτυποῦν ἐπίμονα τήν πόρτα της. Ἀπό τό παράθυρό της εἶδε καμιά δεκαριά Τούρκους κι ἀνάμεσά τους τόν μουχτάρη. Ξεμαντάλωσε γεμάτη ἀγωνία τήν πόρτα καί ὅρμησαν μέσα οἱ ἄπιστοι.
 - Γκιαούρισσα, ἔχεις ἕνα γιό δεκαπέντε χρονῶν. Θά τόν παραδώσεις στόν πολυχρονεμένο μας πασά, εἶπε ἕνας ἀπ᾿ αὐτούς κι ἔρριξε ἀγριεμένος τό βλέμμα του στήν κλειστή πόρτα.
 - Βασιλική, ἄκουσε τόν μουχτάρη νά τῆς λέει, μάζεψαν ὅσα ἀγόρια ἀπόμειναν στό χωριό. Σφίξε τήν καρδιά σου· τό ξέρεις πώς δέν μποροῦμε νά κάνουμε ἀλλιῶς.
 Ἄστραψε τό βλέμμα τῆς κυρα-Βασιλικῆς κι ἡ καρδιά της ἄρχισε ἕνα ξέφρενο χορό. Τῆς ἦρθε ν᾿ ἀρχίσει νά χοροπηδᾶ, μά συγκρατήθηκε.
  - Ἄν τόν βροῦνε, ἄς τόν πάρουν, εἶπε ἀγέρωχα ἡ μάνα καί κοίταξε τό δρόμο ἀπό τό παράθυρο -ἐπιτέλους μιά φορά τῆς πῆρε τόν γιό της γιά νά τόν σώσει.
  - Ποῦ τόν ἔκρυψες, γκιαούρισσα; ἄκουσε ἄγρια τή φωνή τοῦ Τούρκου ἀπό πάνω της κι ἔνιωσε βαρύ τό χέρι του νά πέφτει στό πρόσωπό της.
  Ἔφυγαν ἀφήνοντάς την αἱμόφυρτη μέσα σ᾿ ἕνα σπίτι ἀνάστατο. Μάζεψε τίς δυνάμεις της ἡ κυρα-Βασιλική καί σηκώθηκε. Κάπου ἐκεῖ κοντά εἶδε πεταμένο τό κλωνάρι τῆς ἀμυγδαλιᾶς. Τό πῆρε στά χέρια της, τό φίλησε κι ὕστερα τ᾿ ἀπόθεσε εὐλαβικά στήν εἰκόνα τοῦ Χριστοῦ.
  - Σ᾿ εὐχαριστῶ, Θεέ μου! εἶπε γεμάτη εὐγνωμοσύνη. Σ᾿ εὐχαριστῶ πού ἔφερες τήν ἄνοιξη πάνω στήν ὥρα. Κάνε, Θεέ μου, στήν ὥρα της νά ᾿ρθεῖ κι ἡ λευτεριά!
 Κάπου ψηλά στό βουνό ὁ Μιχάλης ἀνέπνεε ἐλεύθερα. Κι ἦταν στ᾿ ἀλήθεια πανέμορφα ὅλα ἀπό κεῖ πάνω, μά πιό ὄμορφες φάνταζαν ἀπό ψηλά οἱ ἀνθισμένες μυγδαλιές.
 - Σ’ εὐχαριστῶ, Θεέ μου, πού ᾿φερες τήν ἄνοιξη, ψιθύρισε κι ἔσφιξε ἀποφασισμένος μέ ἀγάπη τό ντουφέκι του. Μ᾿ αὐτό θά ᾿φερνε καί τή λευτεριά.

 Ἑ. Β.

Σάββατο, 02 Αύγουστος 2014 03:00

Ἀνήμερα τῆς 28ης Ὀκτωβρίου

anhmera28hsΤόν Δημήτρη τόν Δαμπίζα ποιός δέν τόν γνώριζε; Μέ τό μισό του πόδι στόν τάφο καί μέ τ᾿ ἄλλο του μισό νά σέρνεται στούς δρόμους τοῦ χωριοῦ του, κουβαλοῦσε μέσα του μιά καρδιά πέτρα. Λέω μέ τό μισό πόδι, γιατί ὁ γερο-Δημήτρης ὁ Δαμπίζας εἶχε ἕνα μονάχα. Τό δεύτερο πόδι του τοῦ τό ἔφαγε μιά βόμβα, καί τ᾿ ἄφησε σέ κάποιο ὀρεινό χειρουργεῖο ἐκεῖ πάνω στά ἀλβανικά βουνά. Ζοῦσε μόνος μέ μιά ἀδερφή του, πού δέν ἔκανε δική της οἰκογένεια γιά νά τόν συντροφεύει καί νά τόν ὑπηρετεῖ, μά πού ποτέ της δέν ἄκουσε μέσα ἀπό τό στόμα του νά βγαίνει ἡ λέξη «εὐχαριστῶ».
 Κανείς δέν ἄκουσε τόν Δημήτρη τόν Δαμπίζα νά λέει ἔστω καί μιά ἱστορία ἀπό τόν πόλεμο, οὔτε καί κανείς ἤξερε πῶς ἔγινε καί ἔχασε τό πόδι του. Οἱ παλιότεροι ἁπλά θυμόντουσαν πώς, σάν γύρισε ἀπό τόν πόλεμο εἰκοσιδυό χρονῶν παιδί, γύρισε δίχως πόδι καί δίχως χαμόγελο. Καί τί δέν ἔκαναν οἱ φίλοι του νά τοῦ γιατρέψουν τήν πληγή τῆς καρδιᾶς του. Ὁ Δημήτρης ὅμως ἔμενε πάντα πόρτα κλειστή καί πάγος ἄλειωτος.
 Ἔμαθε κι ὁ Ἀλκιβιάδης, ὁ νιοφερμένος δάσκαλος, πώς στό χωριό ὑπάρχει ἕνας ἀνάπηρος τοῦ πολέμου τοῦ ᾿40 καί πέταξε ἀπό τή χαρά του. Θά ὀργάνωνε γιορτή γιά τήν 28η καί θά τόν καλοῦσε νά μιλήσει στά παιδιά καί στούς χωριανούς. Χαμογέλασαν ὅσοι ἄκουσαν τίς σκέψεις του, μά δέν τοῦ εἶπαν τίποτε. Καινούργιος ἦταν ἀκόμα, θά καταλάβαινε μόνος του.
 Ὁ καινούργιος δάσκαλος ἦταν ἀποφασισμένος νά γνωρίσει τόν γερο-Δημήτρη τό γρηγορότερο. Νά καταστρώσουν μαζί σχέδια καί προγράμματα. Νά ζωντανέψουν οἱ δυό τους μαζί μέ τά παιδιά τό ἔπος τό ἀλβανικό. Τοῦ ἔστησε, λοιπόν, καρτέρι καί σάν τόν εἶδε πού βγῆκε στόν κῆπο του λίγο νά λιαστεῖ, ὁ δάσκαλος ἄνοιξε χαρούμενος τό ξεπόρτι. Ξαφνιάστηκε ὁ γέρος μέ τόν αὐθορμητισμό τοῦ νέου. Ἔσμιξε τά φρύδια του καί τόν κοίταξε αὐστηρά.
 - Τί θέλεις; τόν ρώτησε λίγο ἄγρια.
 - Χαίρετε! χαιρέτησε ἐγκάρδια ὁ δάσκαλος. Εἶμαι ὁ Ἀλκιβιάδης, ὁ νέος δάσκαλος τοῦ χωριοῦ, κι ἦρθα νά σᾶς γνωρίσω.
 - Ἀλκιβιάδης; ρώτησε ὁ γέρος μέ ἕνα παράξενο τρέμουλο στή φωνή του. Καί ... καί τό ἐπίθετό σου; - Ἀλκιβιάδης Σιδέρης, ξανάπε ὁλόκληρο τό ὄνομά του ὁ δάσκαλος κι ὁ γερο-Δημήτρης ἔσφιξε στό γέρικο χέρι του τό χέρι πού ἁπλώθηκε μπροστά του.
 - Ἀλκιβιάδη Σιδέρη λέγαν τόν καλύτερό μου φίλο, εἶπε μέσα σ᾿ ἕνα μουγκρητό πόνου ὁ γέρος. - Ἔτσι λέγαν τόν παππού μου, τόν πατέρα τοῦ πατέρα μου, πού σκοτώθηκε στήν Ἀλβανία. Γι᾿ αὐτό, ξέρετε, ἔχω ἰδιαίτερη ἀδυναμία στούς ζωντανούς μάρτυρες ἐκείνου τοῦ πολέμου.
 Σταμάτησε νά μιλᾶ ὁ Ἀλκιβιάδης, γιατί εἶδε τόν γέρο ἀπέναντί του νά τρέμει ὁλόκληρος. Ἔγινε γιά λίγη ὥρα σιωπή κι ὁ δάσκαλος τά ᾿χασε κυριολεκτικά, σάν ἄκουσε τόν γέρο μ᾿ ἕνα λυγμό στή φωνή νά λέει:
 - Τόν παππού σου, παιδί μου, ἐγώ τόν σκότωσα. Ἑξήντα ὁλόκληρα χρόνια δέν εἶπα σέ κανέναν τό σαράκι τῆς ψυχῆς μου. Μά σήμερα στόν ἐγγονό τοῦ Ἄλκη δέν μπορῶ πάρα νά μιλήσω.
 Δίναμε μιά πολύ σκληρή μάχη τή μέρα ἐκείνη καί πότε - πότε ψάχναμε ὁ ἕνας γιά τόν ἄλλο, γιά νά βεβαιωθοῦμε ὅτι εἶναι ζωντανός. Ἐκεῖνος ἦταν πιό γενναῖος ἀπό μένα καί ἔδειχνε πώς δέν φοβόταν καθόλου τό θάνατο. Ἡ μόνη του ἔγνοια ἦταν ὅτι θ᾿ ἄφηνε τή γυναίκα του χήρα καί τά δυό παιδιά του ὀρφανά. Μά καί πάλι ἔλεγε πώς ὁ Θεός θά τούς ἀναλάβει. Ἐγώ ὅμως τόν φοβόμουνα τό θάνατο καί ἔτρεμα μήπως ἔρθει, εἴτε γιά κεῖνον εἴτε γιά μένα. Σέ κάποια στιγμή τῆς μάχης ἕνας ὅλμος ἔπεσε σχεδόν πάνω μου καί μοῦ πολτοποίησε τό πόδι. Ἔνιωσα νά χάνομαι. Φοβήθηκα πώς θά πεθάνω καί ἄρχισα νά φωνάζω τόν φίλο μου: «Ἄλκη, Ἄλκη, πεθαίνω, τρέχα». Γύρω μου γινόταν χαλασμός. Ἄν κάποιος ξεταμπουρωνόταν, ἦταν γι᾿ αὐτόν βέβαιος θάνατος. Ὁ Ἄλκης φαίνεται πώς ἦταν κάπου κοντά κι ἄκουσε τή φωνή μου κι ἔτρεξε δίπλα μου. Δέν πρόλαβα καλά καλά νά τόν δῶ νά στέκεται ἀπό πάνω μου καί τόν εἶδα νά πέφτει δίπλα μου χτυπημένος κατάστηθα ἀπό τίς ἐχθρικές σφαῖρες. Πρόλαβε μονάχα νά μοῦ πεῖ: «Μή φοβᾶσαι, Δημήτρη, ἡ ζωή δέν τελειώνει μέ τό θάνατο».
  Ἐγώ τόν σκότωσα, ἐγώ τοῦ ἔκλεισα καί τά μάτια. Μαζί μέ τό πόδι μου σ᾿ ἐκεῖνο τό βουνό ἄφησα καί τήν καρδιά μου.
  Ὁ νεαρός δάσκαλος ἔκλαιγε κι ὁ γερο-Δημήτρης τόν κοιτοῦσε καί κεῖνος δακρυσμένος, ζητώντας ἐξιλέωση.
 - Ὄχι, δέν τόν σκότωσες ἐσύ, παππού. Ἡ ἀγάπη του τόν σκότωσε. Ἀπό σήμερα εἶμαι διπλά περήφανος γιά τόν παππού μου, γιατί ξέρω πώς δέν πέθανε μόνο γιά τό ἰδανικό τῆς πατρίδας, μά καί γιά τό ἰδανικό τῆς ἀληθινῆς φιλίας.
 Ἔχωσε τά χέρια τοῦ γερο-Δημήτρη στά δικά του καί ἔσκυψε καί τά φίλησε.
 - Παππού Δημήτρη, ἄσε με νά σέ λέω ἔτσι στή θέση τοῦ παπποῦ Ἀλκιβιάδη, αὐτή τήν ἱστορία θέλω νά τή μάθουν τά παιδιά τοῦ σχολείου μας, νά τή μάθουν ὅλοι οἱ χωριανοί. Ὄχι, παππού Δημήτρη, δέν εἶσαι ὁ φονιάς τοῦ παπποῦ μου. Εἶσαι ὁ φίλος του, γιά τόν ὁποῖο χαλάλισε καί τή ζωή του. Τέτοιες ἱστορίες εἶναι ἁμαρτία νά μένουν θαμμένες ἑξήντα ὁλόκληρα χρόνια.
 - Θά τήν πῶ τήν ἱστορία αὐτή, παιδί μου, σ᾿ ὅποιον θέλεις. Ἔχεις δίκιο, Ἄλκη μου. Εἶχα καθῆκον, εἶχα χρέος πρός τόν φίλο μου νά μιλήσω σ᾿ ὅλον τόν κόσμο γιά τήν αὐτοθυσία του.
  Ἑξήντα ὁλόκληρα χρόνια περίμενε τό χωριό τόν γερο-Δημήτρη τόν Δαμπίζα, ν᾿ ἀνοίξει ἐπιτέλους τό στόμα του καί νά τούς πεῖ κάτι ἀπό κεῖνο τό κομμάτι τῆς ζωῆς του πού λεγόταν ἀλβανικό ἔπος. Κι οὔτε πού πίστευαν στ᾿ αὐτιά τους κι οὔτε πού πίστευαν στά μάτια τους. Ὁ γερο-Δαμπίζας ἀνήμερα τῆς 28ης Ὀκτωβρίου, πότε κλαίγοντας καί πότε γελώντας, ἐξιστοροῦσε χίλια δυό ἀπό τόν πόλεμο, μέ πρῶτο φυσικά τήν αὐτοθυσία τοῦ φίλου του. Καί σάν τελείωσε ἡ γιορτή καί φάνταξε στά μάτια τῶν παιδιῶν ὁ γερο-Δαμπίζας σάν ἥρωας, ἔνιωσε πώς ὄχι μονάχα εἶχε καρδιά, μά πώς ἦταν ἕτοιμη ἀπό τή χαρά καί τή συγκίνηση νά σπάσει.
 - Καί γιατί δέν μᾶς τά ἔλεγες αὐτά τά ὄμορφα πράγματα τόσα χρόνια, κύρ Δημήτρη; τόν ρώτησε εὐχαριστημένος ἀπό ὅλη τήν γιορτή ὁ πρόεδρος τοῦ χωριοῦ.
 - Περίμενα νά ἔρθει πρῶτα ὁ Ἄλκης, εἶπε χαμογελώντας ὁ γέρος, καί ἔσφιξε στήν ἀγκαλιά του τόν ἐγγονό τοῦ φίλου του.
 Πάνω σέ τοῦτο τό σφιχταγκάλιασμα δέν ἄντεξε ἄλλο ἡ γέρικη καρδιά. Ὁ γερο-Δημήτρης ὁ Δαμπίζας ἀνήμερα τῆς 28ης Ὀκτωβρίου συνάντησε ὕστερα ἀπό ἑξήντα τόσα χρόνια τόν φίλο του...

Σάββατο, 02 Αύγουστος 2014 03:00

Παραλειπόμενο τῆς κατοχῆς

paraleipomenoὉ Ἠλίας ἔσκυψε γιά τελευταία φορά καί φίλησε τόν τάφο τῶν γονιῶν του.
 Τό νιόσκαφτο χῶμα τό ἔνιωσε νά λαφραίνει καί μαζί του λάφρυνε κι ἡ ψυχή του. Πόσο τούς ἀγάπησε, πόσο τόν ἀγάπησαν! Καί δέν ἦταν δικό τους παιδί· δέν τόν γέννησαν αὐτοί, μά ὁ Ἠλίας δέν τό ᾿νιωσε αὐτό ποτέ του.
- Ὁ πατέρας σου, γιέ μου, πάει, καί ᾿γώ ὅπου νά ᾿ναι πηγαίνω νά τόν βρῶ, τοῦ εἶπε ἡ μάνα του λίγες ὧρες πρίν ἀφήσει τόν κόσμο αὐτό.
- Δέν εἶσαι ὅμως μόνος πάνω σ᾿ αὐτή τή γῆ. Πρέπει τώρα πιά νά μάθεις ὅλη τήν ἀλήθεια.
 Στή θύμηση αὐτή ὁ Ἠλίας ἔνιωσε τήν καρδιά του νά γλυκαίνεται καί νά γίνεται ὁ πόνος τοῦ χαμοῦ τῆς μάνας του λιγότερο ἀβάσταχτος.
 «Ὁ πατέρας σου», παιδί μου, «στά μαῦρα χρόνια τῆς κατοχῆς ἦταν ἔμπορος λαδιοῦ. Πήγαινε μέ πολλούς κινδύνους ἀπό πόλη σέ πόλη καί πουλοῦσε τό λάδι στόν πεινασμένο κοσμάκη. Ἦταν τίμιος ἄνθρωπος ὁ πατέρας σου, γιέ μου. Τότε, ἄν ἤθελε, θά γινόταν πάμπλουτος, μά... μαυραγορίτης δέν θέλησε νά γίνει ποτέ!
 Ἐκείνη τή χρονιά τοῦ ᾿43 ὁ Θεός δέν τσιγκουνεύτηκε. Φόρτωσε τά λιόδεντρά μας μέ καρπό καί ὁ πατέρας σου ἀποφάσισε νά κατεβεῖ στήν Ἀθήνα, γιατί εἶχε ἀκούσει πώς ἐκεῖ ἦταν πολύ μεγάλο τό κακό, πώς τούς ἀνθρώπους τούς μάζευαν μέ τά κάρρα πεθαμένους ἀπό τήν πείνα. Ἐγώ τότε ἐπέμενα νά μή φύγει τόσο μακριά, μά ἐκεῖνος θυμωμένος μέ ἀποπῆρε:
- Ἐδῶ γύρω, γυναίκα, δέν θά πεθάνει κανείς ἀπό πείνα· ὅλοι κουτσά στραβά πορεύονται. Δέν ἀκοῦς πού λένε ὅτι στήν Ἀθήνα δέν βρίσκεις σταγόνα λαδάκι, γιατί τό κρύβουν οἱ μαυραγορίτες; Θά πάω νά πουλήσω στόν κοσμάκη φτηνό λάδι.
Ἔφυγε, λοιπόν, γιέ μου, κι ὅταν γύρισε ἔφερε μαζί του τήν εὐτυχία στό σπίτι μας, ἔφερε, γιόκα μου, μιά σταλιά ἄνθρωπο, ἔφερε ἐσένα».
 Ἔτσι ἔμαθε ὁ Ἠλίας στά 23 του χρόνια πώς οἱ ἄνθρωποι πού τόν μεγάλωσαν μέ τόση ἀγάπη δέν ἦταν αὐτοί πού τόν γέννησαν.
- Ποῦ μέ βρῆκε, μάνα; ρώτησε γεμάτος ἀγωνία.
 - Ὁ Θεός, γιέ μου, ἔστειλε στό δρόμο του ἐκεῖ στό χάος τῆς Ἀθήνας ἕναν χρυσό ἄνθρωπο. Τοῦ ἔδωσε μιά ἀποθήκη νά βάλει τά λάδια του κι ὕστερα τόν φιλοξένησε στό σπίτι του μιά ᾿βδομάδα μ᾿ ἀντάλλαγμα λίγο λάδι. Ὁ ἄνθρωπος ἐκεῖνος εἶχε τέσσερα παιδιά καί τό μικρότερο μόλις πού εἶχε σαραντίσει. Ὁ πατέρας σου τό ἔβλεπε καθαρά πώς τό μωρό δέν εἶχε καί πολλές ἐλπίδες νά ζήσει σέ ἕνα τόσο φτωχικό σπίτι καί τότε τούς πρότεινε νά τό υἱοθετήσει, μιά καί ὁ Θεός δέν τοῦ ᾿δωσε τοῦ διου παιδί. Ἔτσι, παιδί μου, βρέθηκες στήν ἀγκαλιά μου, βρέθηκες νά εἶσαι γιός μου.
  Ἐκεῖ στό συρτάρι πού ἔβαζε ὁ πατέρας σου τούς λογαριασμούς του εἶναι τό ὄνομα καί ἡ διεύθυνση αὐτῶν πού σέ γέννησαν. Σάν κλείσω τά μάτια μου, μέ τήν εὐχή μου νά πᾶς νά τούς βρεῖς. Ὁ πατέρας σου ἔλεγε πάντα πώς εἶναι καλοί ἄνθρωποι.
  Ἔβαλε τό χέρι στήν ἐσωτερική τσέπη τοῦ σακακιοῦ του ὁ Ἠλίας καί χάιδεψε τό κιτρινισμένο χαρτί. Σήμερα ἔκανε τά ἐννιάμερα τῆς μάνας του καί τώρα ἦταν ἕτοιμος νά πάει νά γνωρίσει ἐκείνους πού τόν γέννησαν. Θά γνώριζε καί τά μεγαλύτερα ἀδέλφια του. Τί ἦταν ἄραγε, κορίτσια ἤ ἀγόρια; Αὐτό δέν τοῦ τό εἶπε ἡ μάνα του.
 Ἀτέλειωτο τοῦ φάνηκε τοῦ Ἠλία τό ταξίδι γιά τήν Ἀθήνα, σάν νά τό ἔκανε γιά πρώτη φορά, κι ἄς εἶχε μείνει ἐκεῖ τέσσερα ὁλόκληρα χρόνια, ὅσο κράτησαν καί οἱ σπουδές του. Μά σάν βρέθηκε μπροστά στήν πόρτα μέ τήν ὁδό καί τόν ἀριθμό πού εἶχε στό χαρτάκι του, εὐχήθηκε νά ἦταν μακρύτερος ὁ δρόμος πού τόν ἔφερε ἐκεῖ. Στάθηκε μπροστά στό κουδούνι μέ χέρια καί πόδια πού ἔτρεμαν.
- Ζητᾶς κάτι, παιδί μου; Μπορῶ μήπως νά σέ βοηθήσω;
- Ψάχνω τόν κ. Διαμαντόπουλο. Τόν ξέρετε; Μένει ἀκόμα ἐδῶ; ρώτησε μέ κομμένη ἀνάσα ὁ Ἠλίας.
- Τόν κύρ Πέτρο δέν ξέρω, παιδί μου; Καί ποιός δέν τόν γνωρίζει σ᾿ ὅλη τήν περιοχή. Ὅλα τά ὀρφανά κι οἱ χῆρες τόν ἔχουνε πατέρα. Κι αὐτός καί ἡ κυρά του δέν ζοῦν πιά παρά μόνο γιά τούς ἄλλους.
- Καί τά παιδιά τους; ρώτησε μέ κάποιο δισταγμό ὁ Ἠλίας.
 - Τό ἕνα πού τούς ἄφησε σ᾿ αὐτή τή ζωή ὁ Θεός τοῦ τό χάρισαν. Ὁ πατήρ Ἰσίδωρος εἶναι ὁ παπάς τῆς ἐνορίας μας. Τ᾿ ἄλλα, παιδί μου, τά ἔφαγε ἡ πείνα τῆς κατοχῆς.
- Ἔ, κύρ Πέτρο, τό παλληκάρι ἀπό δῶ σέ ψάχνει. Γύρισε ὁ Ἠλίας καί κοίταξε τό ζευγάρι πού πρόβαλε ἀπό τό δρόμο καί εἶδε ἐκεῖνο τό ἀγαθό βλέμμα τοῦ κύρ Πέτρου νά στηλώνεται ἀπάνω του κι ὕστερα νά βυθίζεται στό δικό του βλέμμα.
- Μπά σέ καλό σου, γιέ μου, εἶπε γελαστός ὁ κύρ Πέτρος. Γιά μιά στιγμή νόμισα πώς ἔβλεπα τόν πατέρα Ἰσίδωρο, πρίν γίνει παπάς. Πῶς ξεγελοῦν καμιά φορά τά μάτια, κύρ Γιώργη!
- Τά μάτια πολλές φορές μᾶς ξεγελοῦν, εἶπε ξέπνοα ὁ Ἠλίας, μά ἡ καρδιά ποτέ της.
- Τί θές νά πεῖς, παιδί μου; ρώτησε ὁ κύρ Πέτρος ἀνυποψίαστος.
- Ὁ Θεός θέλησε νά χάσω καί τούς δυό γονιούς μου, ἀπάντησε συγκινημένος ὁ Ἠλίας. Μά ἡ μάνα μου πρίν πεθάνει μοῦ ᾿πε νά ᾿ρθῶ ἐδῶ σέ σᾶς, γιά νά βρῶ μάνα καί πατέρα.
- Καλῶς ἦρθες, παιδί μου, εἶπε ἡ γυναίκα, πού δέν εἶχε μέχρι τώρα ἀνοίξει τό στόμα της. Μά ποῦ μᾶς ἤξερε ἡ μάνα σου;
- Ἐκείνη δέν σᾶς ἤξερε, σᾶς ἤξερε ὅμως ὁ πατέρας μου, ὁ κύρ Λάμπρος ὁ λαδάς. Δέ σέ γέλασε ἡ καρδιά σου, πατέρα. Φαίνεται μοιάζω πολύ μέ τόν ἀδελφό μου, εἶπε ὁ Ἠλίας καί μέ μιά κίνηση ἔκλεισε μέσα στή μεγάλη ἀγκαλιά του ἐκείνους τούς δυό πονεμένους ἀνθρώπους, πού τόσα χρόνια ξεχνοῦσαν τόν πόνο τους ἀνακουφίζοντας τόν πόνο τῶν ἄλλων, καί πού ἔχοντάς τα χαμένα ἔλεγαν καί ξανάλεγαν: Ὁ Ἠλίας, δόξα σοι ὁ Θεός! Ὁ Ἠλίας!
 Καί τοῦ κύρ Γιώργη τά μάτια, πού εἶχαν δεῖ πολλά -πάρα πολλά- ἔτρεχαν ποτάμια.
 - Τέτοια χαρά, Θεέ μου, τέτοια χαρά μόνο Ἐσύ μπορεῖς νά δίνεις! ἔλεγε, καί μιά γελοῦσε καί μιά ἔκλαιγε, σάν τήν ἡμέρα τῆς χειροτονίας τοῦ πατρός Ἰσιδώρου. Τότε οἱ δυό πονεμένοι αὐτοί ἄνθρωποι ἔδιναν τό μοναδικό παιδί τους στόν Θεό. Τώρα ὁ Θεός τούς ξαναγέμιζε τήν ἄδεια ἀγκαλιά τους. «Βρέ σεῖς», μονολόγησε, «βρέ σεῖς, ἔχετε ἰδέα ἀπό Θεό!».
 

Ἑ. Β.

Πέμπτη, 31 Δεκέμβριος 2015 03:00

Καλόν νέον ἔτος

kalantaΤούς φίλους μου τούς παιδικούς δέν τούς ξέχασα ποτέ. Οἱ σύντροφοι τῶν παι­­χνιδιῶν μου στά ξένοιαστα χρόνια τῆς ζωῆς μου ἔρχονται συχνά-πυκνά στή σκέψη μου μέ νοσταλγία. Κι εἶχα τήν εὐ­τυ­χία νά ἔχω πολλούς παιδικούς φίλους. Τόσους ὅσα καί τά παιδιά τοῦ χω­ριοῦ μου, τά ξηγημένα ἐκεῖνα χωριατάκια μέ τά ὁποῖα ἔπαιξα, μάλωσα, φίλιωσα, μεγάλωσα...
  Ἔρχονται συχνά-πυκνά στό νοῦ μου καί γλυκαίνουν μέ τή θύμησή τους τήν ὕπαρξή μου. Μά εἶναι καί μιά μέρα πού νιώθω πώς περισσότερο ἀπό κάθε φορά τούς ἀνήκω, πώς ὅσο ποτέ μοῦ ἀνήκουν. Κάθε Πρωτοχρονιά ξαναγίνομαι μικρό παιδί καί τρέχω ἀνάμεσά τους σάν τότε, τότε πού ...
  Εἶχε τελειώσει ἡ θεία Λειτουργία τοῦ Μ. Βασιλείου καί μεῖς ἄλλο δέν κρατιόμασταν. Κρεμάσαμε στό λαιμό μας τά παρδαλά πουγγιά μας, φτιαγμένα ἀπό κά­ποιο παλιό πουκάμισο ἤ σεντόνι, καί ξεκινήσαμε. Ἐμεῖς δέν τόν ξέραμε τόν βρα­δινό Ἁι-Βασίλη, γιατί ὁλονῶν μας οἱ γονιοί ἦταν φτωχοί μεροκαματιάρηδες. Εἴχαμε ὅμως ἄλλο τρόπο νά κάνουμε τή μέρα πού γιόρταζε δική μας.
  Στό χωριό μου ὑπῆρχε τό ἔθιμο τήν Πρωτοχρονιά τά παιδιά νά περνᾶνε ἀπ᾿ ὅλα τά σπίτια καί νά εὔχονται σέ ὅλους «Καλόν νέον ἔτος!». Σέ κάθε σπίτι πού πηγαίναμε, ἀκόμα καί ὁ πιό «σφιχτός» κά­τι ἔρριχνε στό πουγγί μας. Ἔτσι μπο­ρεῖ νά μήν παίρναμε δῶρα ἀπό τόν Ἁι-Βα­σίλη, ὅμως ὅλα τά παιδιά εἶχαν στή γιορτή του ἐξασφαλισμένο ἕνα γεμάτο πουγγί. «Καλόν νέον ἔτος, παππού!», «Κα­λόν νέον ἔτος, γιαγιά!». Πρῶτα νιώθαμε τό χάδι τους στό κεφάλι κι ὕστερα τό βάρος τοῦ κέρματος στό λαιμό μας. Ἕνα πανηγύρι, ἕνα παιδικό ξεφάντωμα.
  Πλησίαζε πιά μεσημέρι καί κοντεύαμε νά τελειώσουμε τή γύρα μας, ὅταν ἀντιλήφθηκα ὅτι ὁ λαιμός μου δέν σήκωνε κανένα βάρος. Ἔψαξα γιά τό πουγγί μου καί τότε μέ κομμένα τά γόνατα ἄρχισα νά φωνάζω μέ πανικό· «Τό πουγγί μου! Χάθηκε τό πουγγί μου»! Ὅλα τά παιδιά γύρισαν καί μέ κοίταξαν ξαφνιασμένα. Με­­ρικά χαμογέλασαν νομίζοντας πώς τούς ἔκανα πλάκα. Μά, ὅταν εἶδαν τά δάκρυά μου νά τρέχουν, σοβάρεψαν ἀ­πό­τομα. Βαλθήκαμε τότε ὅλοι νά ψάχνουμε τά δρομάκια ἀπ᾿ ὅπου περάσαμε, ὅμως τό πουγγί -λές κι ἄνοιξε ἡ γῆ καί τό κατάπιε- δέν βρέθηκε πουθενά.
  - Παιδιά, ἐγώ λέω πώς δέν πρέπει νά στε­νοχωριόμαστε ἄλλο, εἶπε ὁ Ἀν­δρέ­ας. Προτείνω νά πᾶμε στόν παπά νά τοῦ τό ποῦμε, νά μᾶς πεῖ ἐκεῖνος τί θά κά­ν­ο­υ­­με.
Βρήκαμε τόν πατέρα Ἀπόστολο στό σπίτι του καί τοῦ ἐξηγήσαμε τί συνέβη. Ἐκεῖνος μᾶς κοίταξε ἕναν-ἕναν μέ σοβαρότητα.
  - Καί εἶστε ἕτοιμοι νά κάνετε ὅ,τι σᾶς πῶ; μᾶς ρώτησε ἀργά-ἀργά.
  - Ναί, πάτερ, ἄκουσα ὅλα τά παιδιά μαζί ν᾿ ἀπαντοῦν.
  - Εἶστε, λοιπόν, δεκαεπτά ὅλοι μαζί. Θά ἀνοίξετε τά πουγγιά σας ἐσεῖς οἱ δεκαέξι καί θά χύσετε τά χρήματα, δίχως ὁ καθένας νά μετρήσει τά δικά του, πάνω στό τραπέζι μου. Ὕστερα, ἀφοῦ τά με­τρή­σουμε ὅλα μαζί, θά τά μοιράσουμε στά δεκαεπτά. Ἔτσι θά πάρει κι ὁ Νίκος τό μερίδιό του καί θά εἶναι ὅλα μιά χαρά. Λοιπόν, τί λέτε;
  Ὁλονῶν τά πουγγιά ξέραμε πώς εἶ­χαν πενταροδεκάρες, μά ξέραμε ἐπίσης πώς τό πουγγί τοῦ Ἀνδρέα ἦταν ἰδιαίτερα ἐνισχυμένο ἀπό τόν θεῖο του πού ἦρ­θε ἀπό τήν Ἀγγλία. Θά τό δεχόταν, λοι­πόν, αὐτό ὁ Ἀνδρέας; Καί τότε ἦταν πού ζήσαμε ὅλοι τό πιό ὄμορφο ξάφνιασμα. Πρῶτος ὁ Ἀνδρέας ἄδειασε τό πουγγί του πάνω στό τραπέζι τοῦ παπᾶ, δίχως νά τό σκεφτεῖ καθόλου. Κι ἔτσι καθώς τό περιεχόμενο τοῦ παρδαλοῦ που­γ­­γιοῦ γέμιζε τό τραπέζι, βλέπαμε θαρρεῖς τήν καρδιά αὐτοῦ τοῦ ὑπέροχου φίλου νά ξεχύνεται καί νά πλημμυρίζει ἀπό ἀ­γά­πη καί τίς δικές μας.
  Ὅταν ἄδειασαν ὅλα τά πουγγιά, ὁ πα­­­τήρ Ἀπόστολος μέ πῆρε ἀπό τό χέρι καί μέ ἔφερε κοντά στό γεμάτο κέρματα τρα­­πέζι.
  - Αὐτό, Νίκο, δέν πρέπει νά τό ξεχάσεις ποτέ στή ζωή σου! μοῦ εἶπε δακρυσμένος. Καί σεῖς, παιδιά, νά τό βάλετε σάν βάση στή ζωή σας. Σήμερα πού κάνει ἀρχή ὁ χρόνος, ἐσεῖς ἀρχίσατε τή νέα χρονιά μέ μιά ὄμορφη πράξη. Ὁ Χρι­στός εἶναι πολύ εὐχαριστημένος ἀπό σᾶς.
Ἦταν ἕτοιμος ὁ πατήρ Ἀπόστολος ν᾿ ἀρχίσει τό μέτρημα, ὅταν κάποιος ἀ­κού­στηκε ἀπ᾿ ἔξω νά τόν φωνάζει. Ἄνοι­ξε ἡ πόρτα καί στό ἄνοιγμά της φάνηκε ἡ γιαγιά Ἀνθοῦσα πού κατάκοπη, σέρνον­τας τά 93 της χρόνια, γύρεψε ἀμέσως μιά καρέκλα νά καθίσει.
  - Ποιός καλός ἄνεμος σ᾿ ἔφερε ὥς ἐ­δῶ, γιαγιά Ἀνθοῦσα; τή ρώτησε ὁ πα­πάς.
  - Ὁ Θεός μέ βοήθησε κι ἦρθα, πάτερ μου. Κάποιο ἀπό τά παιδάκια πού πέρασαν ἔχασε τό πουγγί του μέσα στήν αὐ­λή μου. Δέν τό εἶχα καλό τέτοια μέρα ἅγι­α νά στενοχωριέται τό παιδί. Ἔκανα κου­ράγιο κι ἦρθα νά σοῦ τό φέρω. Ὁ Θεός μοῦ ἔδωσε τή δύναμη. Νά το τό πουγγί.
  Ὁ πατήρ Ἀπόστολος πῆρε τό πουγγί ἀπό τό τρεμάμενο χέρι τῆς γιαγιᾶς Ἀν­θού­σας καί τό ἔβαλε στά χέρια μου. Ἔ­σκυ­ψα, φίλησα τό χέρι του, φίλησα τό χέ­ρι καί τῆς γιαγιᾶς Ἀνθούσας καί μέ μιά κίνηση ἄδειασα τό περιεχόμενό του στό σωρό μέ τά κέρματα.
  Στό μέτρημα ἔγινε σωστό πανηγύρι, ὅταν τά δεκαεπτά πουγγιά ξαναγέμισαν πάλι. Πήραμε τήν εὐχή τοῦ πατέρα Ἀπό­στο­λου καί φύγαμε γιά τά σπίτια μας. Τήν πρώτη μέρα ἐκείνου τοῦ χρόνου ε­χα­με ζήσει στήν πράξη μέ τή βοήθεια τοῦ καλοῦ παπᾶ μας τήν ἀδελφική ἀγά­πη· εχαμε συνειδητοποιήσει ὅτι ἐμεῖς, τά παιδιά τοῦ χωριοῦ μου, οἱ φίλοι καί οἱ σύν­τροφοι στά παιχνίδια, ἤμασταν πάνω ἀπ᾿ ὅλα ἀδέλφια.
Μέ τέτοια ἀγάπη, μέ τέ­­τοια ζεστασιά καί μέ τέτοια νοσταλγία τούς θυμᾶμαι κάθε φορά. Ἔτσι ὅπως σκέ­­φτομαι καί ἀ­γα­πῶ τ᾿ ἀδέλφια μου, σκέφτομαι κι ἀγαπῶ καί κείνους. Προπαντός κάθε Πρωτο­χρο­νιά, ὅταν νοερά τούς εὔ­χο­μαι «Κα­λόν νέον ἔτος!».

Ἑλένη Βασιλείου

Ἀπολύτρωσις 56 (2001) 20-21

Σάββατο, 02 Αύγουστος 2014 03:00

Σάν ἄλλοτε Χριστούγεννα

allote christmans Ἡ  πολυτέλεια τοῦ μεγάλου σαλονιοῦ τοῦ σπιτιοῦ τῆς κ. Ἀλίκης μαρτυροῦσε τόν πλοῦτο καί τήν μεγάλη οἰκονομική ἄνεση. Ἡ χλιδή συνταιριασμένη μέ τό γοῦστο τῆς οἰκοδέσποινας ἄφηναν ἕνα αἴσθημα θαυμασμοῦ σέ ὅποιον τίς μέρες αὐτές ἐπισκέπτονταν τήν οἰκογένεια τοῦ κ. Λόντου. Μά ἡ κ. Ἀλίκη σήμερα δέν εἶχε μάτια νά δεῖ τό σαλόνι της, οὔτε καρδιά γιά νά χαρεῖ ὅτι μέ μεράκι καί ἔξοδα τόσο ὄμορφα εἶχε στολίσει.
 Γιά ποιούς τό στόλισε; γιά ποιόν ἔκανε τό σπίτι της ὄμορφο ὥστε ὅλοι νά τό θαυμάζουν καί νά τό ζηλεύουν;
 - Μαμά, τῆς εἶπε τό πρωΐ ὁ γιός της, μόλις κλείσουν τά σχολεῖα γιά τά Χριστούγεννα θά φύγουμε μέ τήν παρέα μου γιά κάποιο χιονοδρομικό κέντρο.
 - Ἄς κάνουμε, παιδί μου, πρῶτα ὅλοι μαζί Χριστούγεννα καί φεύγεις μετά, τοῦ εἶπε μαλακά ἡ Ἀλίκη.
 - Γιατί μήπως ἐκεῖ ποῦ θά πᾶμε δέν θά ἔχει Χριστουγεννιάτικα φαγητά ἤ μήπως δέν θά στόλισαν τά σαλέ μέ Χριστουγεννιάτικα στολίδια; Ἄσε μέ ρέ μαμά καί σύ, ἐκτός, τόνισε μιά μιά τίς λέξεις ὁ Δημήτρης, ἄν ἐννοεῖς ὅτι θά πᾶμε ὅλοι μαζί στήν ἐκκλησία, ὅπως τότε ποῦ ζοῦσε ἡ γιαγιά ἡ Θοδώρα.
 Δέν ἀπάντησε ἡ κ. Ἀλίκη στό ἐρώτημα τοῦ γιοῦ της μά ὅλη τή μέρα δέν ἔπαψε νά τό σκέφτεται. Ἡ κουβέντα πού τῆς εἶπε ὁ Δημήτρης τήν ἀναστάτωσε. Κάτι παρόμοιο τῆς εἶπε καί ἡ Γιάννα ἡ κόρη της τίς προάλλες.
 - Ὅταν ζοῦσε ἡ γιαγιά ἡ Θοδώρα, ὅλα στό σπίτι μας ἦταν διαφορετικά, πιό ζεστά, πιό ὄμορφα, τῆς εἶπε.
 Γύρισε ἡ Ἀλίκη καί κοίταξε τή θέση πού ἦταν ἄλλοτε τό καντήλι καί τό εἰκονοστάσι. Ὅσο ἦταν ἡ μάνα της στή ζωή ἐκεῖνο ἦταν ἀκοίμητο. Ποιός τολμοῦσε νά πεῖ πώς ἦταν ἀταίριαστο σ᾽ ἕνα τόσο χλιδάτο σαλόνι; Ἡ γριά ἦταν σίγουρη πώς ἐκείνη ἡ γωνιά ἦταν ἡ ὀμορφότερη καί ἡ ἀλήθεια εἶναι πώς κανείς δέν ἤθελε νά στενοχωρέσει τή γιαγιά. Μά σάν ἔφυγε ὑπέκυψε στίς πιέσεις τῶν φίλων. Ὄχι, δέν ταίριαζε ἐκεῖ. Ὁ Θεός εἶναι προσωπική ὑπόθεση τοῦ καθενός. Σ᾽ ἕνα σαλόνι πού δέχεται κόσμο καί κοσμάκη μιᾶς ὑψηλῆς κοινωνίας δέν ταίριαζε εἰκονοστάσι καί καντήλι.
 Καί μαζί μ᾽ αὐτό ἔδιωξε ἡ κ. Ἀλίκη καί τόν ἴδιο τό Θεό. Τρία χρόνια ἀφότου ἔφυγε ἡ γιαγιά ἡ κ. Ἀλίκη ἄρχισε νά προβληματίζεται, ἄρχισε ν᾽ ἀνησυχεῖ. Κάτι δέν πήγαινε καλά σ᾽ αὐτό τό πλούσιο σπίτι. Ὅσο κι ἄν πάσχιζε νά τό κάνει ὄμορφο καί θελκτικό γιά τά δυό παιδιά της, ἐκεῖνα ἔδειχναν πώς τίποτε δέν τά τραβοῦσε μέσα σ᾽ αὐτό.
 Κάθισε καί ἄρχισε νά λογαριάζει ἡ κ. Ἀλίκη. Πόσους καί ποιούς θά καλοῦσε στό Χριστουγεννιάτικο ρεβεγιόν;   Ἔγραψε ὀνόματα, ὀνόματα τόσα πολλά πού γέμισε ἡ σελίδα, γέμισε ὁλόκληρο τό τεράστιο σαλόνι. Γιά μιά στιγμή ξέχασε ἀνησυχίες καί προβληματισμούς καί ἀφέθηκε στήν εὐδαιμονία τῆς φαντασίας.
 - Ὡραῖο τό σπίτι σου, καλή μου, θά τῆς ἔλεγε ἡ μιά.
 - Τί γοῦστο! θά τῆς ἔλεγε ἡ ἄλλη.
 Ἔμεινε γιά πολλή ὥρα βυθισμένη στίς σκέψεις της ὡς τή στιγμή πού ἡ φωνή τῆς κόρης της τήν ἔφερε στήν πραγματικότητα.
 - Μαμά, μοῦ ἐπιτρέπεις νά πάω νά κάνω Χριστούγεννα στή θεία Ἑλένη στό χωριό;
 - Στό χωριό; ρώτησε ξαφνιασμένη ἡ κ. Ἀλίκη.
 Μά, μά ἐδῶ θά ἔχουμε ρεβεγιόν, ἐδῶ θά ἔχουμε τόσο κόσμο, τῆς εἶπε δείχνοντας της τήν λίστα μέ τά ὀνόματα.
- Μαμά θέλω νά κάνω Χριστούγεννα κι ὄχι ρεβεγιόν, τό καταλαβαίνεις;
 Ἡ νεαρή κοπέλα κοίταξε μέ οἶκτο τή μάνα της πού τήν κοιτοῦσε σαστισμένη.
 - Μαμά, δέν μᾶς λείπει τό φαγητό καί τό ποτό, δέν μᾶς λείπει τό ξενύχτι καί ἡ διασκέδαση. Ἡ γιαγιά μᾶς λείπει, μητέρα, ἡ γιαγιά κι ὁ Θεός της.
 - Ἡ γιαγιά κι ὁ Θεός της; ἐπανέλαβε γεμάτη ἀπορία ἡ κ. Ἀλίκη.
 - Ἐσένα, μαμά, δέ σοῦ λείπει, πῶς δέ μοῦ λείπει ὅμως.
 - Ὅμως δέν κάνεις τίποτε γιά νά ξαναγυρίσει.
 - Ποιός ἡ γιαγιά; μπά σέ καλό σου, παιδάκι μου, τί σ᾽ ἔπιασε σήμερα, ἔκανε τάχα γελώντας ἡ κ. Ἀλίκη.
 - Ὁ Θεός, μητέρα, ὁ Θεός τῆς γιαγιᾶς!
 Κοίταξε τήν κόρη της σάν χαμένη ἡ κ. Ἀλίκη.
 - Ἴσως, ἴσως ἔχεις δίκιο εἶπε ταπεινά καί δέν ξαναμίλησε ὡς τό βράδυ πού γύρισε στό σπίτι ὁ ἄνδρας της.
 - Χρῆστο, μπορεῖς νά βάλεις αὐτό τό μεγάλο καρφί σ᾽ ἐκείνη τή γωνία; τοῦ εἶπε μέ μάτια χαμηλωμένα.
 - Ποῦ ἐκεῖ πού ἦταν τό καντήλι, εἶπε κι ἔνιωσε στό στῆθος της νά λευτερώνεται.
 Σάν γύρισαν τά δυό παιδιά ἀργά τή νύχτα τό σαλόνι ἦταν ἄδειο καί οἱ γονεῖς της εἶχαν ἤδη ἀποσυρθεῖ στό δωμάτιο τους. Πρῶτος εἶδε τό ἀναμμένο καντῆλι ὁ Δημήτρης καί χωρίς νά τό καταλάβει τοῦ ξέφυγε μιά θριαμβευτική κραυγή.
 - Γιές!
 - Τί ἔπαθες τόν ρώτησε ξαφνιασμένη ἡ ἀδελφή του.
 - Κοίτα, τῆς εἶπε δείχνοντάς της τό εἰκονοστάσι μέ τό ἀναμμένο καντῆλι.
 Ἀγκάλιασε τόν ἀδελφό της συγκινημένη ἡ Γιάννα καί πῆγαν μαζί κάτω ἀπό τό καντήλι. Ἔκαναν εὐλαβικά τό σταυρό τους καί ὕστερα κοιτάχτηκαν χαρούμενοι. Μπροστά της στό μεγάλο τραπέζι τοῦ σαλονιοῦ ἦταν ἀφημένο τό χαρτί μέ τά ὀνόματά τῶν καλεσμένων γιά τό ρεβεγιόν. Ἕνα μεγάλο Χ τά διέγραφε ὅλα καί ἀπό κάτω ἦταν γραμμένα τέσσερα ὀνόματα, Ἀλίκη, Χρῆστος Γιάννα καί Δημήτρης. Θά γιορτάσουμε οἰκογενειακά.
Τά παιδιά κοίταξαν μιά τό χαρτί καί μιά τό καντῆλι. Ἐπιτέλους ἐπέστρεψε ὁ Θεός. Ἦταν πιά καί οἱ δυό σίγουροι πώς μόνο στό σπίτι τους θά γιόρταζαν Χριστούγεννα καί δέν εἶχαν ὄρεξη νά πᾶνε πουθενά, μά πουθενά παρά μόνο τό πρωΐ στήν Ἐκκλησία.
 - Θά τό ἀναβω μιά μέρα ἐγώ καί μιά ἐσύ τοῦ εἶπε χαρούμενα ἡ Γιάννα.
 - Θά τό ἀνάβω κάθε μέρα ἐγώ, εἶπε γλυκά ἡ Ἀλίκη πού στάθηκε ἀθόρυβα πίσω της εἶναι δικό μου χρεός.
 - Σάν τή γιαγιά τή Θοδώρα εἶπε ὁ Δημήτρης.
 - Σάν τή γιαγιά τή Θοδώρα ἐπανέλαβε συγκεκριμένη ἡ κ. Ἀλίκη καί ἔκλεισε τά δυό παιδιά της στήν ἀγκαλιά της. Κι ἦταν τόσο ζεστή ἐκείνη ἡ ἀγκαλιά, ὅσο καί ἡ φλόγα πού ἔκαιγε στό καντηλάκι, ὅσο καί τά χνώτα πού ζέσταιναν τόν νεογέννητο Χριστό, ὅσο καί ἡ ἀγκαλιά τῆς Παναγίας πού τόν κρατοῦσε. Ποιός εἶπε πώς δέν ἦρθαν ἀκόμα τά Χριστούγεννα;

Ε. Β.

 

Τετάρτη, 24 Δεκέμβριος 2014 02:00

Τά ὡραιότερα κάλαντα

kalanta Τούς περίμενε ὅλους ἡ γιαγιά Εὐγενία, παιδιά, νύφες, γαμπρούς κι ἐγγόνια.
 Τούς περίμενε ὅπως κάθε χρόνο γιά νά γιορτάσουν ὅλοι μαζί μέσα στό ἁπλόχωρο σπίτι της τά Χριστούγεννα. Ὁ σύζυγός της ὁ κύρ Γιάννης ἔκανε ὅπως πάντα τό κουμάντο του. Τό ψυγεῖο ξέχειλο ἀπό κρέατα, ποτά καί σαλάτες. Ξέχειλες κι οἱ καρδιές τους πού τούς περίμεναν.
 - Μόνο μήν πιάσει κανένα χιόνι καί δέν μπορέσουν ν᾿ ἀνεβοῦν, εἶπε μέ ἀγωνία ἡ κυρία Εὐγενία.
 - Ἄ, γυναίκα, ξέχνα τίς παλιές ἐποχές. Σήμερα ὅλοι ἔχουν χειμωνιάτικα λάστιχα, ἔχουν κι ἁλυσίδες, μήν ἀνησυχεῖς θά γιομίσει καί πάλι τό παλατάκι μας, τήν καθησύχασε ὁ κύρ Γιάννης.
 Συνήθιζαν ὅλοι νά ἔρχονται τήν παραμονή πού γιόρταζε καί ἡ κυρα-Εὐγενία, γιά νά γιορτάσουν γιαγιά κι ἐγγονές, μαζί.
 Τό βράδυ γινόταν ὁλόκληρο πανηγύρι.
 Ποιός θά κοιμηθεῖ μέ ποιόν, ποιός στρωματσάδα πάνω στή μεγάλη κόκκινη φλοκάτη καί ποιός ἀγκαλιά μέ τή γιαγιά. Χαμογέλασε ἡ κυρά Εὐγενία καί τά μάτια της γέμισαν νοσταλγία καί προσμονή.
 - Αὔριο θά ἔρθουν, σιγομουρμούρισε καί κατέβασε ἀπό τή φωτιά τό σιρόπι γιά τά μελομακάρονα.
 Παράτησε τήν κατσαρόλα γιά νά σηκώσει τό τηλέφωνο πού χτυποῦσε.
 - Ἐμπρός!
 Τό ρόδινο χρῶμα ἄρχισε νά ὑποχωρεῖ ἀπό τά στρόγγυλα μάγουλά της. Ὅση ὥρα μιλοῦσε, ὁ κύρ Γιάννης τήν κοιτοῦσε γεμάτος ἀγωνία.
 - Τί ἔγινε, ποιός ἦταν; ρώτησε μόλις ἐκείνη κατέβασε τό ἀκουστικό.
 - Ὁ Κώστας, ἀπάντησε ἕτοιμη νά βάλει τά κλάματα ἐκείνη. Δέν θά μπορέσουν φέτος νά ἔρθουν. Νά μήν τούς ὑπολογίσουμε, λέει, αὐτούς.
 - Αὐτό ἦταν; Ἔλα, γυναίκα, μήν κάνεις ἔτσι καί μέ κοψοχόλιασες. Δέν πειράζει, κάτι σπουδαῖο θά τούς ἔτυχε.  Θά λείπει ὁ Κώστας, μά θά ᾿ναι ὅλοι οἱ ἄλλοι.
 Μά ὁ κύρ Γιάννης τό βράδυ δέν εἶχε οὔτε μιά λέξη γιά νά τήν παρηγορήσει, γιατί κι ὁ ἴδιος ἦταν ἀπαρηγόρητος.  Ἀκοῦς ἐκεῖ, καί στούς πέντε κάτι συνέβη καί δέν θά ᾿ρθουν φέτος! Πέντε φορές κτύπησε σήμερα ἐκεῖνο τό εὐλογημένο καί οἱ πέντε φαρμακερές!
 - Εὐτυχῶς, κυρα-Βγενιώ, πού ἔχουμε κι ἕνα κορίτσι ἐδῶ. Τουλάχιστον θά ἔρθει ἡ Ἀγγελική μέ τόν Σταῦρο καί τά παιδιά καί δέν θά γιορτάσουμε σάν μαγκούφηδες.
 - Εὐτυχῶς! Τ’ ἀπάντησε ἡ κυρα-Εὐγενία, ὅμως ἡ καρδιά της, ἡ καρδιά τῆς μάνας ἦταν ἀνήσυχη. Τέτοια σύμπτωση! Σέ ὅλους πρώτη φορά φέτος κάτι νά συμβαίνει...
 Μαῦρο ὕπνο ἔκανε ἡ κυρα-Εὐγενία μά σάν χτύπησε ἡ καμπάνα γιά τίς Ὧρες τῶν Χριστουγέννων τίποτε δέν τήν κρατοῦσε πιά στό στρῶμα. Πῆρε τή ζυμωτή λειτουργιά της κι ἔτρεξε στήν ἐκκλησιά. Ἐκεῖ ἄφησε τή γεμάτη ἀγωνία καρδιά της στά χέρια τῆς Παρθένου. Τῆς μίλησε ξεχωριστά γιά κάθε ἕνα ἀπό τά ἕξι της παιδιά καί σάν τελείωσε κι εἶπε ὁ παπάς τό «δι’ εὐχῶν», ἡ κυρα-Εὐγενία ἔφευγε μέ τήν καρδιά ἀνάλαφρη, δίχως κανένα παράπονο ἀπό κανένα της παιδί.
 Βρῆκε στό σπίτι της τήν κόρη της, τήν Ἀγγελική, νά τήν περιμένει.
 - Χρόνια πολλά, μάνα! τῆς εὐχήθηκε καί χώθηκε στήν ἀγκαλιά της.
 Ὄχι, δέν λάθευε τό μάτι τῆς μάνας, ἡ κόρη της δέν τήν κοιτοῦσε στά μάτια, οὔτε κἄν τή φίλησε.
 - Τί συμβαίνει, κόρη μου; τή ρώτησε στοργικά, καί κείνη ἀναλύθηκε σέ δάκρυα.
 - Μάνα, νομίζω πώς τή ζημιά τήν ἔκανα ἐγώ. Ἐγώ εἶπα στόν Κώστα πώς σκέφτεσαι νά μοῦ γράψεις τό σπίτι στό χωριό.
 - Μά ποτέ δέ σοῦ εἶπα, παιδί μου, κάτι τέτοιο, εἶπε αὐστηρά ἡ κυρα-Εὐγενία. Ἄλλωστε ὁ πατέρας σου δέ σοῦ ἔκτισε κοτζάμ σπίτι;
 - Εἶπες ὅμως πώς τό σπίτι σου ἐπιθυμεῖς νά τό δώσεις σέ κάποιον πού μένει στό χωριό, εἶπε διστακτικά ἡ Ἀγγελική.
 - Ἔχεις δίκιο, κόρη μου, τό εἶπα· μά... Κοίτα, παιδί μου, πάρε τους ὅλους καί πές τους ὅτι κατάλαβες λάθος, ὅτι δέν ἔχω σκοπό νά γράψω σέ σένα τό σπίτι, πές τους ὅ,τι θέλεις, μόνο πεῖσε τους νά ᾿ρθουν σήμερα ἐδῶ.
 Ὁ κύρ Γιάννης, πού γυρνοῦσε ἐκείνη τήν ὥρα ἀπό τήν ἐκκλησία, παραξενεύτηκε πού εἶδε τήν κόρη τους νά κλαίει μά πιό πολύ παραξενεύτηκε, ὅταν ἅπλωσε τό χέρι του νά εὐχηθεῖ στή γυναίκα του.
 - Πᾶμε τοῦ εἶπε, καί βγῆκαν μαζί ἔξω. Ἦρθε ἡ ὥρα, Γιάννη, τοῦ εἶπε, πᾶμε νά τό ποῦμε στόν παπα-Λεωνίδα.
Ὅταν γύρισαν στό σπίτι, ἦταν περασμένο μεσημέρι. Ἡ παπαδιά ἐπέμενε καί τούς κράτησε στό τραπέζι. Ἔξω ἀπό τήν αὐλή τους ἦταν ἤδη παρκαρισμένα τ᾿ αὐτοκίνητα ἀπό τά δύο παιδιά τους. Ὥς ἀργά τό ἀπόγευμα φτάσαν κι οἱ ὑπόλοιποι. Στήν ἀρχή ὅλοι τους ἦταν μουδιασμένοι, λιγάκι, θαρρεῖς, ντροπιασμένοι, μά ἡ ἀγάπη τῶν γονιῶν τους ὅλα τά κάλυψε.
 Τό βράδυ στό λιτό τραπέζι ἡ γιαγιά ἔκανε νόημα στόν παππού τόν Γιάννη καί κεῖνος σηκώθηκε ὄρθιος.
 - Ὁ παππούς θά βγάλει λόγο, φώναξε ὁ μεγάλος Γιάννης κι ὅλοι χειροκρότησαν.
 - Θέλουμε ἀπόψε πού θά γεννηθεῖ ὁ Χριστός μας νά σᾶς ποῦμε ἐγώ καί ἡ κυρά μου κάτι. Κοίταξε τήν κυρά του γιά νά πάρει θάρρος καί συνέχισε. Ὅταν ἤσασταν μικρά, καλά μου παιδιά, πάντα λυπόσασταν πού ὁ μικρός Χριστός δέν εἶχε ποῦ νά γεννηθεῖ καί γεννήθηκε σ’ ἕνα στάβλο. Κι εἴχατε δίκιο νά λυπᾶστε. Εἴπαμε, λοιπόν, μέ τή μάνα σας φέτος νά τοῦ χαρίσουμε τό σπίτι μας.
 Ἀπόμειναν ὅλοι νά τόν κοιτάζουν δίχως νά μποροῦν νά καταλάβουν.
 - Ὁ παπα-Νικόλας, πού πέθανε πέρσι, ἄφησε χήρα τήν παπαδιά του μέ ἑφτά παιδιά, συνέχισε ἡ κυρα-Εὐγενία, βγάζοντας ἀπό τή δύσκολη θέση τόν κύρ Γιάννη. Μέχρι τώρα μένουν στό ἐνοριακό σπίτι μά ὁ καινούργιος παπάς ἔχει κι αὐτός οἰκογένεια, πρέπει νά ἀδειάσει τό σπίτι ἡ χήρα. Ὅμως οὔτε ὁ παπα-Λεωνίδας διανοεῖται νά διώξει τήν οἰκογένεια τοῦ παπα-Νικόλα μά οὔτε κι ἡ χήρα ἔχει κάπου νά πάει.
 - Λοιπόν, πιστεύω πώς ὅλοι συμφωνεῖτε, πῆρε καί πάλι τό λόγο ὁ κύρ Γιάννης, πώς τό μεγάλο αὐτό σπίτι χωρᾶ καί τή μάνα σας καί τόν πατέρα σας, χωρᾶ καί τή χήρα παπαδιά μέ τά ἑφτά ὀρφανά. Μετά τά Χριστούγεννα θά γράψουμε τό σπίτι στή φαμίλια τοῦ παπα-Νικόλα.
 Κανένας δέν γύρισε νά κοιτάξει τόν ἄλλο. Ὅλοι κοιτοῦσαν στά μάτια τόν κύρ Γιάννη πού ἦταν ἀπόψε φωτεινός σάν ἄγγελος. Κοιτοῦσαν δίπλα του τήν κυρα-Εὐγενία πού ᾿μοιαζε ἀπόψε μέ στοργική Παναγιά.
 - Πατέρα, ἔσπασε τή σιωπή συγκινημένος ὁ πρωτογιός τους ὁ Κώστας, ὡραιότερα κάλαντα ἀπ᾿ αὐτά πού ἀκούσαμε ἀπόψε ἀπό σένα καί τή μάνα μας οὔτε ἀκούσαμε ποτέ οὔτε εἴπαμε. Σᾶς εὐχαριστοῦμε!
 Τό χειροκρότημα πού ξέσπασε ἔφτασε στόν οὐρανό σάν ὕμνος ἀγγέλων· καί ἄν κάποιος ἔρριχνε ἀπόψε μιά ματιά πρός τό μεγάλο σπίτι τοῦ κύρ Γιάννη καί τῆς κυρα- Εὐγενίας, σίγουρα θά πραξενευότανε πολύ πού θά ἔβλεπε ἕνα μεγάλο ἀστέρι ἐπάνω του σταματημένο. Κι ἄν εἶχε καθαρή καρδιά, θά ἔβλεπε μέσα στό σπίτι τους τόν νεογέννητο Χριστό ἐπάνω στήν κόκκινη φλοκάτη χαρούμενο καί εὐχαριστημένο.

Ε.Β.