Super User

Super User

Τρίτη, 01 Ιούλιος 2014 03:00

Ἡ μεγάλη λεία

Στό θλιβερό τόν τόπο τοῦ κρανίου
ἀνάμεσα σέ δυό πικρόχολες μορφές
σημεῖο ἀντιλεγόμενο ἡ μορφή Σου.   staurosi
Ὁ ἕνας ἀπό τούς δύο ληστές,
ντυμένος τήν τραχειά του ἀπελπισιά,
λόγια βλαστήμιας ξεστομίζει.
Κι ὁ ἄλλος ἀφουγκράζετ’ ἐρευνᾶ.
Τά λόγια τοῦ Ἰησοῦ, ἡ καρτερία…
πόνος μαζί καί μεγαλεῖο!...
«Δέν εἶσ’ ἀπ’ τό συνάφι μας Ἐσύ…
Τότε γιατί σέ σταύρωσαν; Γιατί;…».
Θαρρῶ πώς πρίν ἀπ’ τήν Πεντηκοστή
τοῦ Παρακλήτου ζῆ τήν πρώτη ἐπίσκεψη.
Κι ἔτσι ξεσπᾶ μέ τῆς ταπεινοσύνης τή φωνή:
«Στή βασιλεία Σου θυμήσου με.

Καινούργια ἐλπίδα μου,
ἀκένωτέ μου πλουτισμέ,
στή βασιλεία Σου θυμήσου με».

Ὁ ἕνας ἀπ’ τούς δυό ληστές
ἐκτίμησε τό θησαυρό.
Τ’ ἀχόρταστό του βλέμμα τώρα χόρτασε·
ἡ ἀσίγαστη ἐπιθυμία μόλις κόπασε·
τό ἀνελέητο κυνήγι τοῦ χρυσοῦ ἔλαβε τέλος.
Λίγο πρίν ἀπ’ τό τέλος πάνω στό σταυρό,
ἅρπαξε ὁ ληστής τόν οὐρανό.
                                              Κισσός

Δευτέρα, 25 Απρίλιος 2016 03:00

Οἱ ἄλλοι προδότες

 Τί εἶν' αὐτό πού ταράζει ἀπόψε τήν ψυχή μου; Στή μέρα πού πέρασε ἦταν ὅλα καλά. Καλά καί πολλά. Καθήκοντα χριστιανικά, λόγοι ὠφελείας, ἔντονη δράση, συντροφιές χαρᾶς. Κι ὅμως. Καίει τό πρόσωπό μου ἡ ἐνοχή. Κάποιον ἀδίκησα. Ποιόν ἄνθρωπο, ποιό φίλο, ποιόν ἀδελφό; Κανέναν. Κι ὅμως τό νιώθω. Κάποιον πρόδωσα. Καίει τό πρόσωπό μου. Ποιόν; Ἔτσι νά ἔκαιγε τοῦ Πέτρου ἐκεῖνο τό βράδυ κοντά στή φωτιά; Αὐτόν ὅμως τ’ ὀρνίθι τοῦ θύμισε τήν ἄρνηση κι ὁ Κύριος βλέποντας βαθιά στά μάτια του, τόν ἔκανε νά καταλάβει. Ἐγώ ἀπόψε δέν καταλαβαίνω. Ποιό ὀρνίθι θά ξυπνήσει τήν ψυχή μου; Τό βλέμμα μου ἀνήσυχο πλανιέται στούς τοίχους κι ὕστερα πέφτει ἀπέναντι στήν εἰκόνα: ὁ Κύριος στή Γεθσημανή. Πεσμένος μέ τό πρόσωπο στή γῆ. Τό μέτωπο ρυτιδωμένο ἀπ’ τήν ἔνταση. Τά μάτια χαμηλωμένα. Τά χέρια σφιγμένα σέ προσευχή κι ἡ ψυχή του περίλυπη ἕως θανάτου. Ζῆ τήν ἀγωνία τῆς σωτηρίας μου, τό πάθος τῆς ἀγάπης του γιά μένα, μόνος. Καί τότε χωρίς κανέναν. Καί σήμερα χωρίς ἐμένα. Αὐτά τά μάτια μέ κοιτάζουν ἀπόψε πολύ βαθιά. Καταλαβαίνω.

proseuxi-gethsimani Ψάχναμε πάντα τούς προδότες σ' ἐκείνους πού φεύγουν καί ζοῦν δίχως Θεό. Ὑπάρχουν κι ἄλλοι. Ἐκεῖνοι πού μένουν καί ζοῦν μέ λίγο Θεό: ἐμεῖς, πού δέν ζήσαμε τήν ἀγάπη του, πού δέν νιώσαμε τήν ἀγωνία του. Ἐμεῖς, πού ἀπ’ αὐτόν τόν Θεό δέν καταλάβαμε τίποτα. Καί δέν τοῦ δώσαμε τίποτα παρά τ’ ἀξιοθρήνητα χριστιανικά μας καθήκοντα. Εἴμαστε ἐμεῖς πού λέμε τό δράμα του στούς άνθρώπους. Θεατές καί κήρυκες στό δράμα του. Πόσο συμμέτοχοι; Κάνουμε πολλά, συντροφεύουμε πολλούς, σπάνια ὅμως βρεθήκαμε μόνοι: ἐμεῖς κι Αὐτός, γιά νά τόν βροῦμε, νά τόν μάθουμε, νά τόν συντρέξουμε. Καθώς τόν βλέπω νά προσεύχεται, τό νιώθω. Ἕνα αἴτημα ἔχει στήν προσευχή του: ἐμένα. Εἶμαι τό διαρκές αἴτημά του. Ἐγώ στή δική μου ἔχω ὅλα τ’ ἄλλα ἐκτός ἀπό Αὐτόν. Σάν αἷμα στάζει ὁ ἱδρώτας του στόν κῆπο. Ἡ δική μας προσφορά; Μιά χριστιανική ζωή μετρημένη μέ τό σταγονόμετρο τοῦ μετρίου. Στή Γεθσημανή ὁ Χριστός ἤξερε πολύ καλά ποιά ἦταν, πόσο ἀπόλυτη, πόσο ἐπώδυνη ἦταν ἡ σχέση του μέ μᾶς, ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ γιά μᾶς: ἕνα πικρό ποτήρι. Ἐμεῖς στή δική μας σχέση, στή δική μας ἀγάπη γι’ Αὐτόν δέν ἤπιαμε ποτέ ἕνα τέτοιο ποτήρι. Κι ὅταν κάπου–κάπου μᾶς ρωτάει ἄν μποροῦμε νά πιοῦμε τό ποτήρι του γιά νά τόν ἀκολουθήσουμε, ἀπαντοῦμε εὔκολα «ναί», γιατί τό νοθεύσαμε. Γιά ὅσους πρόδωσαν τήν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ ἡ ζωή κοντά του εἶναι εὔκολη κι ἀνώδυνη. Τό πικρό ποτήρι ἕνα ἡδύποτο.

  Κι ὅμως ἡ ζωή μέ λίγο Θεό εἶναι μαρτύριο. Κι ἔτσι ἄν ἐκεῖνοι πού προδίδουν τό Χριστό φεύγοντας, ἀπαγχονίζονται μιά φορά, ἐκεῖνοι πού τόν προδίδουν μένοντας, ἀσφυκτιοῦν καί πνίγονται κάθε μέρα κάτω ἀπό τό βρόγχο τῆς λιγοστῆς ἀγάπης τους. Ὁ Θεός τελευταῖος, τ’ ἀνθρώπινα πρῶτα στή χριστιανική μας ζωή. Ὁ Θεός ζητιανεύει τήν ἀγάπη μας, μά ἐμεῖς ζητιανεύουμε τήν ἀγάπη τῶν ἀνθρώπων. Καί μένουμε γιά πάντα φτωχοί. Ὁ Θεός γυρεύει τή συντροφιά μας, μά ἐμεῖς γυρεύουμε τή συντροφιά τῶν ἀνθρώπων. Καί μένουμε γιά πάντα μόνοι. Ἀνάμεσα σέ μᾶς καί σ’ Αὐτόν μπῆκαν πολλά καί τόν ἔκρυψαν. Κι ὅμως ἐκεῖνος ὁ ἐρημίτης τό εἶχε καταλάβει καλά: ἄν σέ τοῦτο τόν κόσμο, δέν ζήσει ὁ ἄνθρωπος ὅτι ὑπάρχει μόνο ὁ Θεός κι ἡ ψυχή του, δέν βρίσκει ἀνάπαυση. Ὁ Ἰησοῦς στή Γεθσημανή πάσχει. Μά ἐμεῖς δέν μπορέσαμε οὔτε μιά ὥρα νά ξαγρυπνήσουμε μαζί του, παραδομένοι στόν ὕπνο, στή νάρκη, στήν ἀπάθεια. Κι ὅμως, ἄν δέν τοποθετήσουμε τή ζωή μας, τούς δικούς μας, τά δικά μας κάτω ἀπ’ τό ἐναγώνιο βλέμμα του, ἡ ψυχή μας δέ θά βρεῖ ποτέ τή γαλήνη. Θά τήν ταράζει πάντα ὁ ἐφιάλτης τῆς προδοσίας.

Ζωή Γούλα
 Φιλόλογος
 
Δευτέρα, 25 Απρίλιος 2016 03:00

Πιλᾶτος

 Ὁ δικαστής πού δικάστηκε
pilatos  Ἡ ἅγια πολιτεία ἦταν ἀνάστατη ἐκείνη τή νύχτα τῆς Πέμπτης. Ἀποφασίζει γιά τόν ψευτομεσσία πού πλάνεψε τό λαό. Τό Συνέδριο τόν ἔχει καταδικάσει, ἀλλά ἡ καταδίκη του πρέπει νά ἐγκριθεῖ κι ἀπό τόν ρωμαῖο διοικητή τῆς περιοχῆς. Στίς ἑπτά, τό πρωί τῆς Παρασκευῆς, ὅλοι, ὄχλος καί ἀρχιερεῖς, μπροστά στό πραιτώριο τοῦ Πιλάτου. Κι ἀνάμεσά τους ὁ Υἱός τοῦ ἀνθρώπου γιά νά δικαστεῖ. Αὐτόν τόν ὄχλο πού ἔχει στριμωχτεῖ ἔξω ἀπό τό πραιτώριο ὁ Πιλᾶτος τόν σιχαίνεται καί τοῦ φέρθηκε πάντα μέ προκλητικότητα καί περιφρόνηση. Μά τώρα εἶναι ὑποχρεωμένος, παρόλη τήν ἀηδία ἀπ’ τήν ὁποία κυριαρχεῖται, νά συνεξετάσει καί νά δικάσει μαζί τους τόν ἄνθρωπο πού ἔφεραν μπροστά του.
  Ἡ δίκη πού διεξάγεται εἶναι γεμάτη ἔνταση καί κίνηση. Κι ἀκόμη, μ’ ἕναν τρόπο παράξενο, ἀντιστρέφει τό ρόλο αὐτῶν πού παίρνουν μέρος σ’ αὐτήν. Οἱ Ἰουδαῖοι, οἱ μάρτυρες κατηγορίας, μέσα ἀπ’ τά βέλη τους καί τίς κατηγορίες τους αὐτοκατηγοροῦνται καί αὐτοκαταδικάζονται αἰώνια. Ὁ Πιλᾶτος ὁ κριτής, ἐξωτερικά μόνο εἶναι ὁ κριτής τοῦ Ἰησοῦ. Ἐσωτερικά κρίνεται ἀπό τόν Ἰησοῦ αὐτή τή μοναδική ὥρα τῆς ζωῆς του. Καί ὁ κρινόμενος Χριστός, τήν ὥρα αὐτή εἶναι ὁ εὐαγγελιζόμενος στό ρωμαῖο ἐπίτροπο.
 Σέ ὅλη τή διάρκεια τῆς δίκης ὁ Πιλᾶτος ἔζησε μιά δυνατή ἀμηχανία. Ἔμπαινε κι ἔβγαινε ἀπό τό πραιτώριο. Ρωτοῦσε ἐπίμονα, διαλεγόταν ἄτακτα πότε μέ τόν Ἰησοῦ καί πότε μέ τούς Ἰουδαίους, διέκοπτε ἀπότομα, ἔκανε ἄθλιες ὑπεκφυγές. Κι ὅλα αὐτά γιατί ἀπ’ τήν ἀρχή κατάλαβε ὅτι ὁ δικαζόμενος ἦταν ἀθῶος. Πλάι στό «ἀθῶος», τό τρομερό ὄνειρο τῆς γυναίκας του συμπλήρωσε «καί δίκαιος». Ἀθῶος καί δίκαιος. Γι’ αὐτό ὁ Πιλᾶτος ζῆ αὐτήν τήν ἀμηχανία, πού στό τέλος τοῦ ἔγινε ἐφιάλτης.
 Θέλει νά τόν σώσει τόν Ἰησοῦ, ἀλλά χωρίς νά χάσει τίποτα ὁ ἴδιος· οὔτε κἄν τήν ἀξιοπρέπειά του. Κάνει πολλά βήματα γιά νά μήν καταδικάσει τόν Ἀθῶο. Πρότεινε νά τόν πάρει πάλι τό Συνέδριο καί νά τόν κρίνει, γιατί αὐτό δέν εἶχε τό δικαίωμα νά ἐπιβάλει θανατική ποινή· τόν ἔστειλε στόν Ἡρώδη, ὁμολόγησε στούς Ἰουδαίους πώς ὁ ἴδιος δέν βρίσκει καμιά ἐνοχή στόν κατηγορούμενο, ἔφτασε ἀκόμη καί νά τόν μαστιγώσει γιά νά ξεθυμάνει τό μῖσος τους. Πολλά καί καλά βήματα πού δέν στοίχησαν, βέβαια, τίποτα στόν ἴδιο. Ἁπλῶς ὅμως βήματα. Τό ἅλμα πού ἀπαιτοῦσε ἡ περίσταση τό ἔπνιξε τό εἴδωλό του, ὁ θρόνος του, καί ἡ δειλία του μπρός σέ κεῖνον τόν μαινόμενο ὄχλο.
 Τόν φοβόταν αὐτόν τό λαό ὁ Πιλᾶτος, γιατί τόν βάραινε μεγάλη ἐνοχή ἀπέναντί του. Ἀπό τή θύμηση τοῦ ἡγεμόνα περνοῦν τώρα σκληρά περιστατικά. Νεοφερμένος διοικητής στήν περιοχή γύρω στά 26, κουβάλησε ὁ ἴδιος –καί τό ἐπέτρεψε καί στούς στρατιῶτες του– εἰδωλολατρικά, αὐτοκρατορικά ἐμβλήματα παροξύνοντας ἔτσι τούς Ἰουδαίους. Ὁ ἴδιος ὄχλος, πού οὔρλιαζε τώρα μπρός στό πραιτώριο, ἦταν πού τότε περικύκλωσε τό ἀνάκτορό του στήν Καισάρεια καί διαμαρτυρήθηκε ἀπειλητικά, ἀδιαφορώντας ἀκόμα καί μπροστά στούς ροπαλοφόρους στρατιῶτες του. Αὐτόν τόν ὄχλο τόν εἶχε ἐξαπατήσει καταχρώμενος τά ἱερά χρήματα τοῦ κορβανᾶ, μέ τό πρόσχημα νά χτίσει ὑδραγωγεῖο· στήν διαμαρτυρία καί τήν ἐξέγερση τοῦ λαοῦ πού ἀκολούθησε, ὁ Πιλᾶτος ἀπάντησε ὕπουλα φονεύοντας πολλούς. Καί σέ ἄλλη περίπτωση κατέσφαξε Γαλιλαίους, ἐνῶ πρόσφεραν θυσίες, καί ἀνακάτεψε τό αἷμα τους μέ τό αἷμα θυσιῶν.
 Φέρθηκε πάντα στούς Ἰουδαίους ὕπουλα, κενόδοξα, προκλητικά. Τούς εἶχε φορτίσει μέ πολλά παράπονα καί ἐκδικητικότητα ἐναντίον του. Πῶς νά τούς ἀντισταθεῖ τώρα πού κραύγαζαν «ἆρον, ἆρον, σταύρωσον αὐτόν»; Ἡ ἐνοχή του τόν ἔκανε ἄνανδρο. Ποιός ξέρει; Ἦταν πολύ πιθανό μέσα σ’ αὐτόν τόν μανιασμένο ὄχλο νά κρύβονται καταγγελεῖς πού καραδοκοῦσαν καί τήν μικρότερη εὐκαιρία καί ἀφορμή γιά νά τόν ἐκδικηθοῦν διαβάλλοντάς τον στόν Τιβέριο, τόν ἄγριο καί μισάνθρωπο αὐτοκράτορα. Ἔνιωθε νά γλιστράει μέσα ἀπό τά χέρια του ἡ ἡγεμονία ἡ στηριγμένη σέ τόσες δωροδοκίες, δολιότητες, ἁρπαγές καί φόνους. Στό τέλος πανικοβλήθηκε καί παρέλυσε μ' ἐκεῖνο τό «οὐκ εἶ φίλος τοῦ Καίσαρος».
 Κι ἔτσι «παρέδωκεν αὐτόν ἵνα σταυρωθῇ». Πρωτύτερα ὅμως ἔπλυνε τά χέρια του, γιά νά δείξει πώς αὐτός εἶναι ἀθῶος γιά τό αἷμα τοῦ Ἀθώου, πού θά χυνόταν μετά ἀπό λίγο.
 Ἡ ἡγεμονική του θέση καί ἡ δειλία του ἔγιναν ἀγκάθια καί ἔπνιξαν τό σπόρο τῆς πίστεως, πού θά μποροῦσε νά βλαστήσει μέσα του γιά κεῖνον πού δίκασε καί καταδίκασε. Θόλωσαν τά μάτια του, γιά νά μήν μπορέσει νά δεῖ πίσω ἀπό κεῖνον τόν μελλοθάνατο τόν αἰώνιο Θεό. Ἔφραξαν τήν ἀκοή του καί βιαστικά ὁδήγησαν τά βήματά του ἔξω ἀπ’ τό πραιτώριο μήν τυχόν κι ἄκουγε τί εἶναι ἀλήθεια κι ἀνασταινόταν… Τό ἅλμα πού τοῦ ζητήθηκε δέν τό 'κανε, γιατί θά τοῦ στοίχιζε τήν ἡγεμονία. Ἔκανε ὑπολογιστικά καί μετρημένα βήματα πού τοῦ στοίχισαν τήν αἰωνιότητα.
 Ἡ δίκη αὐτή ἔκανε τό ὄνομα τοῦ Πιλάτου ἀθάνατο, συνώνυμο τῆς δειλίας καί τῆς εὐτέλειας. Ἀθάνατο, ἀλλά ἔξω ἀπό τό βιβλίο τῆς ζωῆς. Ὁ Ἰησοῦς ἔκανε τά πάντα σ’ αὐτή τή δίκη γιά νά τοῦ ἀποκαλυφθεῖ καί νά γράψει τό ὄνομά του σ’ αὐτό τό βιβλίο. Ὁ ἴδιος δέν θέλησε. Τό δέλεαρ τῆς ἡγεμονικῆς θέσης του τόν συγκράτησε. Αὐτό τό δέλεαρ ὅμως μετά ἀπό μερικά χρόνια θά μετατραπεῖ σέ βαρύ τίμημα. Τήν ἔχασε τή θέση του· κι ἐξορίστηκε κιόλας, στή Γαλατία. Καί στήν ἐξορία αὐτοκτόνησε πέφτοντας σέ μιά ἀφρισμένη λίμνη. Σάν νά 'θελε τώρα νά πλυθεῖ ὁλόκληρος, ὅπως κάποτε ἔπλυνε τά χέρια του…
 Ἄν ἤθελε θά μποροῦσε νά 'ναι προνομιοῦχος, δεχόμενος τήν Ἀλήθεια πού πέρασε σαρκωμένη ἀπό πλάι του. Δέν θέλησε. Κι εἶναι ἀναπολόγητος γι’ αὐτό, γιατί λίγο μετά στόν Κρανίου τόπο ἕνας ληστής ἀναγνωρίζει, πίσω ἀπ’ τόν καταδικασμένο ἀπό τόν ἴδιο καί σταυρωμένο πιά Ἰησοῦ, τόν κρυπτόμενο Θεό. Ὁ ἡγεμόνας ἦταν σέ πλεονεκτικότερη θέση νά Τόν ἀναγνωρίσει. Ἄν ἤθελε θά μποροῦσε νά ἦταν ὁ προτελευταῖος πιστός πού θά ἔσωζε ὁ μελλοθάνατος Θεάνθρωπος.

Ζωή Γούλα
Φιλόλογος
Πέμπτη, 02 Μάιος 2024 03:00

Ἀπό τό Πάθος τοῦ Χριστοῦ

  Γεθσημανή
gethsimani  Μετά τήν λεγόμενη ἀρχιερατική προσευχή ὁ Ἰησοῦς, μᾶς πληροφοροῦν τά Εὐαγγέλια, πέρασε τόν χείμαρρο τῶν κέδρων καί μπῆκε στόν κῆπο πού βρισκόταν ἐκεῖ κοντά. Ὁ χείμαρρος αὐτός τῶν Ἰεροσολύμων ὀνομαζόταν στά ἑβραϊκά Κιδρών ἤ Κίδρων, πού σημαίνει «Ὕδατα», ἤ, ὅπως θά λέγαμε σήμερα, «Ρέμα», «Ρεματιά». Ἔσχιζε τήν πόλη σέ δύο ἄνισα μέρη καί χυνόταν στή Νεκρά Θάλασσα. Τό μέρος ἀκριβῶς ἀπέναντι ἀπό τήν κυρίως πόλη ἦταν ὁ κῆπος Γεθσημανή. Δέν ξέρουμε ἄν ὁ κῆπος ἦταν δημόσιος ἤ ἰδιωτικός, περιφραγμένος ἤ ἄφρακτος, καί ἄν ὁ Ἰησοῦς ἔμπαινε ἐκεῖ μέ τήν ἄδεια τοῦ ἰδιοκτήτου ἤ ὅπως ἔμπαινε ὁ καθένας πού ἤθελε. Ξέρουμε μόνο ὅτι ὁ Ἰησοῦς πήγαινε ἐκεῖ μέ τούς μαθητές του πολλές φορές, γιατί προφανῶς τό μέρος ἦταν ἥσυχο, ἀπόμερο καί κατάλληλο γιά διδασκαλία, προσευχή καί περισυλλογή. Ἔτσι ὁ Ἰούδας ἦταν σέ θέση νά γνωρίζει ὅτι καί ἐκείνη τήν νύκτα ὁ Ἰησοῦς θά πάει μετά ἀπό τό δεῖπνο ἐκεῖ. Μιά λεπτομέρεια πού ἀποδεικνύει μέ τόν τρόπο της τό ἑκούσιον τῆς θυσίας τοῦ Κυρίου· ὄχι μόνον δέν ἀποφεύγει τόν προδότη, ἀλλά καί σχεδόν τόν διευκολύνει. Ἔτσι, ἐνῶ θά μποροῦσε νά πάει στήν περιοχή πέραν τοῦ Ἰορδάνου, πηγαίνει στόν κῆπο, ὅπου ὁ Ἰούδας ἤξερε ὅτι θά τόν βρεῖ σίγουρα.

 

 Γολγοθά
 Τό μέρος ὅπου σταυρώθηκε ὁ Ἰησοῦς κατά τόν Ματθαῖο καί τόν Ἰωάννη ὀνομαζόταν «τόπος Γολγοθά» ἤ «Κρανίου τόπος», κατά τόν Μᾶρκο «Γολγοθά τόπος» ἤ «Κρανίου τόπος», κατά τόν Λουκᾶ ἁπλῶς «Κρανίον». Ἄν ἀφαιρέσουμε τήν προσθήκη τῶν πρώτων «τόπος» πού εἶναι ἑβραϊκός ἰδιωματισμός, μένει τό ὄνομα «Γολγοθά» (ἄκλιτο) ἤ στήν ἑλληνική του μετάφραση «Κρανίον». Πουθενά στήν Καινή Διαθήκη δέν λέγεται ἄν ἦταν ὕψωμα ἤ λόφος, οὔτε ὑπάρχει ἄλλη περιγραφή. Ἀπό τόν Παῦλο πληροφορούμεθα ὅτι τό μέρος βρισκόταν «ἔξω τῆς πύλης», δηλαδή ἔξω ἀπό τά τείχη τῆς Ἰερουσαλήμ καί κοντά σέ μιά πύλη. Ὁ Ματθαῖος καί ὁ Μᾶρκος ἀναφέρουν ὅτι οἱ «παρευρισκόμενοι ἐβλασφήμουν» τόν Ἰησοῦ (Μθ 27,39· Μρ 15,29). Ὁ Ἰωάννης λέει ὅτι πολλοί Ἰουδαῖοι διάβασαν τήν ἐπιγραφή τοῦ σταυροῦ, ἐπειδή «ἐγγύς ἦν τῆς πόλεως ὁ τόπος ὅπου ἐσταυρώθη ὁ Ἰησοῦς». Μόνο ἀπό τό τοπωνύμιο «Κρανίον» μπορεῖ ἴσως κανείς νά συμπεράνει ὅτι ὁ τόπος ἦταν κάπως ὑψηλός, ἄν βέβαια ὀνομάστηκε ἔτσι, ἐπειδή ἔμοιαζε μέ κρανίο καί ὄχι γιά ἄλλη αἰτία (π.χ. τήν εὕρεση ἑνός κρανίου ἤ τήν ὕπαρξη κρανίων, ἀφοῦ ἦταν τόπος ἐκτελέσεων).
  Ὅλοι οἱ ὑπαινιγμοί, καθώς καί ἡ συνήθεια τοῦ παραδειγματισμοῦ πού ἐπεδίωκαν οἱ ἀρχαῖοι μέ τίς θανατικές ἐκτελέσεις, μᾶς ὁδηγοῦν νά συμπεράνουμε τά ἑξῆς: Ὁ Ἰησοῦς σταυρώθηκε ἀμέσως ἔξω ἀπό τήν σπουδαιότερη πύλη τῆς Ἰερουσαλήμ, στήν ἄκρη τοῦ κεντρικοῦ δρόμου καί πιθανόν ἡ θέση ὅπου στερεώθηκε ὁ σταυρός του ἦταν ὑψηλή ὡς ἐξέδρα. Πάντως ὄχι λόφος, γιατί οἱ διαβάτες ἀπό τό δρόμο, πού ἀσφαλῶς βρισκόταν ἐντελῶς κάτω ἀπό τήν ἐξέδρα μποροῦσαν νά βρίζουν τόν ἐσταυρωμένο, ὅπως καί νά διαβάζουν τήν ἐπιγραφή τοῦ σταυροῦ. Κατά πᾶσαν πιθανότητα ἡ θέση τοῦ σταυροῦ ἦταν ἕνα ἁπλό ἀνάχωμα στήν ἄκρη τοῦ δρόμου, καί ὁ τόπος Γολγοθά ἤ Κρανίον δέν ἦταν μόνο αὐτή ἡ φυσική ἐξέδρα, ἀλλά καί ἡ ὅλη περιοχή. Αὐτό ἐπιβεβαιώνεται καί ἀπό τό ὅτι ἐκεῖ κοντά ἦταν καί ὁ κῆπος, ὅπου θάφτηκε ὁ Ἰησοῦς· εἶναι γνωστό ὅτι τά νεκροταφεῖα τόσο τά δημόσια ὅσο καί τά ἰδιωτικά (ὅπως τοῦ Ἰωσήφ ἀπό Ἀριμαθαίας) ἦταν ἀμέσως ἔξω ἀπό τά τείχη.

  Ὁ Σταυρός
  Ὁ σταυρός μποροῦσε νά ’ναι ἕνα ἁπλό δοκάρι μπηγμένο ὄρθιο στή γῆ ἤ ἕνα παρόμοιο δοκάρι πού εἶχε ἕνα ἄλλο καρφωμένο ὁριζόντια, ἤ ἐντελῶς ἐπάνω σέ σχῆμα Τ ἤ λίγο χαμηλότερα σέ σχῆμα †, ὅπως εἰκονίζουμε σήμερα τό σταυρό οἱ χριστιανοί. Ἄν ὁ σταυρός ἦταν ἕνας πάσσαλος, τότε τόν σταυρωμένο ἤ τόν ἔδεναν μέ τά χέρια σέ κλειστή ἀνάταση καί τίς παλάμες σχεδόν στήν κορυφή τοῦ πασσάλου. Στήν περίπτωση αὐτή ὁ σταυρωμένος πέθαινε μέσα σέ λίγα λεπτά κυρίως ἀπό ἀσφυξία. Ἄν ὁ σταυρός ἦταν σέ σχῆμα Τ ἤ †, τότε ἤ τόν κρεμοῦσαν δένοντας τά χέρια σέ ἔκταση πάνω στήν ὁριζόντια δοκό καί τά πόδια στήν κατακόρυφη, ὁπότε πέθαινε μετά ἀπό πολλές μέρες ἀπό τήν πεῖνα, δίψα καί ἡλίαση, ἤ τόν κάρφωναν πάλι, ὁπότε πέθαινε μέσα σέ δυό περίπου ἡμέρες ἀπό αἱμορραγία, τέτανο καί ἀσφυξία. Στήν τελευταία αὐτή περίπτωση, κατά τήν ὁποία σταυρώθηκε καί ὁ Ἰησοῦς, πέθαινε ὡς ἑξῆς: Κάρφωναν τίς παλάμες του στό ὁριζόντιο δοκάρι μέ δυό καρφιά, ἕνα στήν κάθε μιά, καί τά πέλματά του μαζί ἤ χωριστά μ’ ἕνα ἤ δυό καρφιά. Γιά νά ἐφαρμοστοῦν τά πέλματα στό κατακόρυφο δοκάρι καί νά καρφωθοῦν ἔπρεπε τά γόνατα νά εἶναι πολύ λυγισμένα ὥστε ὁ σταυρωμένος νά πατᾶ στήν κατακόρυφη ἐπιφάνεια τοῦ ξύλου. Καθώς δέ τό σῶμα εἶναι βαρύ, ὁ σταυρωμένος κρεμόταν κάπως καί τά χέρια του μαζί μέ τό σῶμα ἔπαιρναν τό σχῆμα Υ. Οἱ πληγές ἀπό τά καρφιά αἱμορραγοῦσαν, ἀλλά δέν ἦταν καί τόσο σπουδαῖες ὥστε νά πεθάνει γρήγορα. Ἔτσι βασανιζόταν περίπου δύο ἡμέρες. Ἐκεῖνο πού κυρίως τόν βασάνιζε ἦταν ἡ ἀσφυξία. Ὅπως κρεμόταν σέ σχῆμα Υ, τό στῆθος του πιεζόταν ἀπό τίς ὠμοπλάτες, ἔτσι ὥστε νά μήν μπορεῖ νά τό φουσκώσει καί νά ἀναπνεύσει χορταστικά. Γι’ αὐτό κατά μικρά διαστήματα θέλοντας νά ἀναπνεύσει βαθιά ἀναγκαζόταν νά πατᾶ ἰσχυρά στά πόδια, ἀντί νά κρέμεται ἀπό τά χέρια, καί νά ἀνασηκώνεται ὄρθιος μέ τεντωμένα τά γόνατα, ὥστε νά φέρει τά χέρια σέ κανονική ἔκταση καί νά ἀναπνεύσει. Ἔτσι, πότε σηκωνόταν στά πόδια καί ἀνέπνεε, πότε ἔπεφτε ἀπό τόν πόνο τῶν πελμάτων καί κρεμόταν ἀπό τά χέρια καί ἀσφυκτιοῦσε λίγο-λίγο. Ἀπό τήν αἱμορραγία, τόν πόνο, ἀπό τό ὅτι δέν μποροῦσε νά ἀναπνεύσει καλά, ἀλλά καί ἀπό ἄλλους λόγους (πεῖνα, ἡλίαση, κτλ.), ἐξαντλεῖτο τόσο, ὥστε δέν εἶχε τή δύναμη νά σηκωθεῖ καί τότε πέθαινε ἀπό ἀσφυξία. Ὅταν ἤθελαν νά πεθάνει ὁ σταυρωμένος γρήγορα, τοῦ ἔσπαζαν τίς κνῆμες. Ἔτσι δέν μποροῦσε νά σηκωθεῖ καί νά ἀναπνεύσει καί πέθαινε ἀμέσως. Γι’ αὐτό ὁ Πιλᾶτος, ὅταν τό ζήτησαν οἱ Ἰουδαῖοι, ἔδωσε ἐντολή νά σπάσουν τά σκέλη τῶν τριῶν σταυρωμένων ὥστε νά τελειώνουν γρήγορα, γιατί τήν ἄλλη μέρα ἦταν Πάσχα καί δέν ἔπρεπε νά ζοῦν οἱ σταυρωμένοι. Ὁ Ἰησοῦς ὅμως ἦταν τόσο ἐξαντλημένος, ὥστε πέθανε πολύ πιό πρίν ἀπό τήν κανονική ὥρα, μέσα σέ 3 περίπου ὧρες (12-3 μ.μ.). Γι’ αὐτό δέν τοῦ ἔσπασαν τά πόδια, ἐνῶ τῶν ληστῶν, πού ἄργησαν νά πεθάνουν, τά ἔσπασαν. Ἐπειδή στήν ἐξιστόρηση τῆς ἀναστάσεως γίνεται λόγος γιά «τύπους τῶν ἥλων» (σημάδια ἀπό τά καρφιά) στά πόδια καί στίς παλάμες, καί ἀκόμη λέγεται στά Εὐαγγέλια ὅτι πέθανε μέσα σέ τρεῖς ὧρες, καί ὅτι πῆγαν νά τοῦ σπάσουν τίς κνῆμες γιά νά πεθάνει ἀπό ἀσφυξία, ἀβίαστα βγαίνει τό συμπέρασμα ὅτι ὁ Ἰησοῦς σταυρώθηκε μέ τό τελευταῖο αὐτό εἶδος τῆς σταυρώσεως σέ σταυρό σχήματος †, ὅπως καί τόν παριστάνουμε. Προεξεῖχε δέ ἡ κορυφή τῆς κατακορύφου δο†κοῦ (ἦταν δηλαδή † καί ὄχι Τ) καί αὐτό φαίνεται ἀπό τήν πινακίδα τοῦ Πιλάτου, ἡ ὁποία καρφώθηκε στό μέρος ὅπου προεξεῖχε. Βλέπουμε δηλαδή ὅτι ἡ ἑρμηνεία τῆς Κ. Διαθήκης συμφωνεῖ ἀπόλυτα μέ τήν ἐξωτερική ἱερά παράδοση.

Στέργιος Ν. Σάκκος
Δευτέρα, 25 Απρίλιος 2016 03:00

Εἷς ἐκ τῶν δώδεκα

 ioudas Ἀνατριχιαστικός ἀντίλαλος στήν εὐαγγελική ἱστορία τοῦ θείου Πάθους ἡ λιτή ἀλλά καί φοβερή ἐπανάληψη: «Ἰούδας, ὅς καί ἐγένετο προδότης... ὁ παραδιδούς αὐτόν».
  Εὔλογη ἡ ἀπορία κατατρώγει καθέναν πού μελετᾶ τήν ἱστορία τοῦ Ἰησοῦ: Πῶς μέσα στή μικρή ὁμάδα τῶν διαλεγμένων του φιλοξενήθηκε γιά τρία χρόνια μιά τέτοια βλοσυρή καί ὕπουλη φυσιογνωμία; Πῶς ἄντεξε τήν ἅγια συναναστροφή, τή διδασκαλία τῆς αἰώνιας ἀλήθειας, τήν τόσο στενή προσέγγιση τῆς θεϊκῆς ὀμορφιᾶς μέσα στήν καθημερινή ζωή, καί παρέμεινε τυφλή καί πωρωμένη; Ἐντούτοις ὁ Κύριος τόν διάλεξε ὅπως καί τούς ὑπόλοιπους ἕνδεκα, τόν ἐμπιστεύθηκε καί θέλησε νά τόν κρατήσει κοντά του, ἀνάμεσα στούς καλύτερους φίλους του. Διέκρινε σ᾿ αὐτόν ἱκανότητες πολύτιμες γιά τήν ὑπόθεση πού τόν ἤθελε. Ἀλλά καί ὁ Ἰούδας τόν εἶχε ἀγαπήσει· γι᾿ αὐτό μιλοῦμε γιά προδοσία, διότι προϋπῆρχε ἡ ἀγάπη. Στό ἅγιο κάλεσμα τά ἐγκατέλειψε κι αὐτός ὅλα καί ἀκολούθησε τόν Ἰησοῦ, κάνοντας θυσίες τόσο εἰλικρινά ὅσο καί οἱ ἄλλοι. Κι ὅμως, ἐνῶ ἦταν ἕνα καλό σκάφος, βυθίστηκε!
  Οἱ εὐαγγελιστές τό μόνο πού σημειώνουν εἶναι ὅτι μπῆκε μέσα του ὁ σατανᾶς. Ἡ ἀνθρώπινη ἱστορία ὡστόσο δείχνει ὅτι δέν μεταπηδοῦμε ἀμέσως πρός τό χειρότερο. Προηγεῖται μιά ἀργή διαδικασία πού τό ξεκίνημά της μέσα μας εἶναι ἀρκετά δυσδιάκριτο. Ὁ Ἰούδας παραμένει γιά κάθε ἐποχή ἡ φοβερή ἐνσάρκωση τοῦ κινδύνου πού διατρέχουμε ἀπό τήν προγραμματισμένη ἁμαρτία. Αὐτή δούλεψε μέσα στήν καρδιά του, ὅπως τό σκουλήκι μέσα στόν καρπό. Κατέφαγε ὅ,τι καλό ὑπῆρχε καί διέλυσε ὅλο τό περιεχόμενό της.
  Δέν ὑπάρχει ἄλλη ἀδυναμία τόσο συναρπαστική, τόσο παράλογη μά καί τόσο ἐξευτελιστική ὅσο ἡ φιλαργυρία. Σ᾿ αὐτήν προστέθηκε ἡ ἀδυναμία τοῦ Ἰούδα νά παλέψει μέ τούς πειρασμούς του, ἀλλά καί ἡ ἀπογοήτευση κάθε προσδοκίας πού τόν εἶχε ἑλκύσει κοντά στόν Ἰησοῦ· ἡ αὐταπάρνησή του γιά νά τόν ἀκολουθήσει τοῦ φαινόταν πιά μάταιη, ἀφοῦ τό κέρδος δέν θά ἦταν πλούτη καί ἀξιώματα ἀλλά μόνο φτώχεια καί διωγμός. Κι ἐκείνη ἡ ἀνυπόφορη ἐνόχληση ἀπό τήν καθημερινή ἐπαφή μέ τήν ἀναμάρτητη καθαρότητά Του! Ἀκόμη καί ἡ ἀπέραντη ἀγάπη τοῦ Ἰησοῦ πού τόν ὀνόμαζε «φίλο» τόν ἔκανε νά νιώθει περισσότερο τή μικρότητα καί τή φτώχεια του κι ἔτσι συρρικνωνόταν ἐσωτερικά.
  Ἔχουν δυστυχῶς οἱ ἁμαρτίες τήν τάση νά πολλαπλασιάζονται μέ καταπληκτική ταχύτητα... Ἔτσι συσσωρεύτηκε μέσα στήν καρδιά του ἡ μοχθηρία, ἡ κοσμική φιλοδοξία, ἡ κλοπή, τό μίσος γιά κάθε καλό καί ἁγνό, ἡ ἀχαριστία καί μιά ἔξαλλη ὀργή... Ἡ ὥρα τοῦ πειρασμοῦ ἦταν ἡ ὥρα τῆς φοβερῆς κρίσεως, ἀλλά ἡ ἔκβασή της δέν καθορίστηκε ἐκείνη τή στιγμή· ἦταν ἡ συνέχεια ὅλων τῶν προηγούμενων πτώσεων.
  Ἀκόμη καί μέσα στήν πιό ἱερή συντροφιά δέν ἀσφαλιζόμαστε ἀπό τίς ἐπιθέσεις τοῦ κακοῦ. στήν καρδιά τοῦ Ἰούδα ἔσβησε ἡ πρώτη φλόγα τῆς ἀγάπης στόν Ἰησοῦ. Ἡ σχέση του μέ τήν ἁγία συντροφιά ἔπαψε νά εἶναι προσωπική· ἔγινε τυπική. Ὁ σεβασμός γιά τόν διδάσκαλο μειώθηκε καί αὐξήθηκε ἡ αὐτοεκτίμηση. Ἡ ἔμφυτη κρυψίνοιά του κάλυπτε τίς προδοτικές του κινήσεις. Ἡ ἀποξένωση, πού ἄρχισε τελικά νά νιώθει, μέρα μέ τή μέρα γινόταν μεγαλύτερη. Πῶς μπορεῖ αὐτό νά συμβεῖ σέ ἕναν μαθητή; Θά τό καταλάβουμε πολύ καλά, ἄν ἐρευνήσουμε τά βάθη τῆς καρδιᾶς μας...
  Τό βράδυ τοῦ Μυστικοῦ Δείπνου ὁ Κύριος ἔκανε ἐπίμονες καί συγκινητικές προσπάθειες νά σώσει τήν ψυχή πού ἀγάπησε. Γονάτισε καί τοῦ ἔπλυνε τά πόδια, γιά νά ἀνοίξει μπροστά του τό δρόμο τῆς συγγνώμης καί τοῦ γυρισμοῦ. Ἐκεῖνος ἔμεινε σκληρός, ἀπαθής, ἀποφασισμένος. Ὁ Ἰησοῦς συνέχισε τήν προσπάθεια: «Δέν εἶστε ὅλοι καθαροί...», «αὐτός πού ἔφαγε μαζί μου...». Κι ὅμως κανένα σημάδι ἀλλαγῆς στήν καρδιά· τό πρόσωπο τοῦ ἀγαπημένου δέν μαλάκωσε. Τότε μίλησε καθαρά: «Ἕνας ἀπό σᾶς θά μέ προδώσει». Κανείς δέν γύρισε νά δεῖ τόν Ἰούδα, διότι κανείς δέν τόν εἶχε ὑποψιαστεῖ. Ἀργότερα ἀνακάλυψαν «ὅτι κλέπτης ἦν»...
   Ὁ ἴδιος συνειδητοποίησε αὐτό πού εἶχε κάνει, μόνο ὅταν εἶδε τόν Ἰησοῦ νά ὁδηγεῖται στή σταύρωση. Μέσα σέ κάθε ἔγκλημα ὑπάρχει μιά δύναμη πού φωταγωγεῖ τή συνείδηση, ἀλλά ἐμφανίζεται πολύ καθυστερημένα. Ὁ πρωταγωνιστής τῆς προδοσίας κυριεύεται ἀπό τύψεις κι αὐτές τόν ὁδηγοῦν στήν ἀπελπισία. Ἡ ἀπελπισία νεκρώνει τή λογική του καί ἔτσι φτάνει στήν τρέλα καί τήν αὐτοκτονία.
  Τά χρήματα πού κρατοῦσε τόν ἔκαιγαν σάν τή φωτιά τῆς κόλασης. Οἱ συνεργοί του ἀντιμετώπισαν τίς τύψεις του μέ σκληρή καταφρόνια. Τούς ἄφησε καί χάθηκε τρέχοντας πρός τήν ἀπελπιστική μοναξιά του, ἀπό ὅπου δέν θά γύριζε ποτέ πιά. Θά μποροῦσε νά τρέξει, νά βρεῖ τόν Κύριο, νά πέσει στά πόδια Του, γιά νά ζητήσει ἄφεση. Δέν ἐκμεταλλεύτηκε οὔτε τήν τελευταία στιγμή. Φώναξε «ἁ-μάρτησα... ἦταν ἀθῶος!», ἀλλά ὄχι μπροστά στόν Ἰησοῦ οὔτε κἄν μπροστά στούς συμμαθητές του ἀλλά στούς συνωμότες του. σ᾿ αὐτούς δέν βρῆκε, φυσικά, ἔλεος οὔτε παρηγοριά.
  Πρόδωσε τόν Ἰησοῦ ὁ Ἰούδας, «εἷς ἐκ τῶν δώδεκα». Στήν πραγματικότητα ὅμως πρόδωσε τόν ἴδιο του τόν ἑαυτό. Τό μόνο πού ἀπέμεινε ἦταν νά καταστρέψει κι αὐτόν τόν προδομένο ἑαυτό· δέν ἄντεχε πλέον νά ζῆ μαζί του. Ἦταν σάν νά βρέθηκε σέ μιά ἔρημο χιλιάδες μίλια μακριά ἀπό τήν ποθητή ἀκτή. Ἡ ζωή του ἔμοιαζε μέ ἕνα πεδίο μετά τή μάχη χωρίς κανένα σημάδι ζωῆς πιά.
  Ὁ προδότης στιγματίστηκε ἀπό τήν Ἐκκλησία καί τήν ἀνθρωπότητα ὅλων τῶν αἰώνων. Τό ὄνομά του ἔγινε συνώνυμο τῆς ἐσχάτης ἀτιμίας. Δέν τό δίνουμε σέ κανέναν ἄνθρωπο, οὔτε κἄν καί στά ζῶα. Ἔγινε ὁ τελευταῖος ἀπό ὅλα τά ἑκατομμύρια τῶν ἀνθρώπων. Ἡ φοβερότερη κηλίδα στήν ἀνθρώπινη ἱστορία.
Διασκευή ἐκ τοῦ ἀγγλικοῦ Β. Σ.
Δευτέρα, 25 Απρίλιος 2016 03:00

Τό αἷμα Του πάνω μας

Iisous-Pilatos  Ὁ Ἰησοῦς μπροστά στόν Πιλᾶτο ἀκούει τήν ἄδικη κατηγορία τῶν Ἰουδαίων καί σιωπᾶ. Ὁ ἡγεμόνας, ἐνῶ πείθεται γιά τήν ἀθωότητα τοῦ Ἰησοῦ, προτείνει τήν ἀνταλλαγή του μέ τόν ληστή Βαραββᾶ. Ἀποτυγχάνει καί νίβοντας τά χέρια του τόν παραδίδει στούς σταυρωτές του λέγοντας: «Ἀθῶός εἰμι ἀπό τοῦ αἵματος τοῦ δικαίου τούτου· ὑμεῖς ὄψεσθε». Καί αὐτοί ἐπίμονα κραυγάζουν: «Τό αἷμα αὐτοῦ ἐφ’ ἡμᾶς καί ἐπί τά τέκνα ἡμῶν» (Μθ 27,25).
  Ἡ φράση αὐτή ἔμελλε νά ἀποδειχθεῖ προφητεία, πού ἐκπληρώθηκε παράδοξα κατά διττό τρόπο. Τό αἷμα τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ πέφτει πάνω στούς ἀνθρώπους καί ἀνάλογα μέ τή στάση τους ἀπέναντί του γίνεται γι’ αὐτούς κατάρα ἤ εὐλογία, καταδίκη ἤ λύτρωση. Ὅπως ἀκριβῶς τό πρόσωπο τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ εἶναι ὁ λίθος ὁ ἀκρογωνιαῖος, πάνω στόν ὁποῖο ὅσοι πέφτουν συντρίβονται στά πέταυρα τοῦ ἅδη ἤ ἐκτοξεύονται στά ὕψη τοῦ οὐρανοῦ, ὅπως ὅλος ὁ Κύριός μας εἶναι τό ἀντιλεγόμενο σημεῖο, πού ἐλέγχει καί κρίνει τόν ἄνθρωπο ἀπέναντι στήν ὑπόθεση τῆς πίστεως καί τῆς σωτηρίας, ἔτσι καί τό αἷμα τοῦ Χριστοῦ σταθμίζει τή ζωή μας γιά τή λύτρωση ἤ ὄχι. Στήν περίπτωση πού ταπεινά τό δεχόμαστε, εἶναι τό «λύτρον» καί ζοῦμε τή λυτρωτική του δύναμη. Στήν ἀντίθετη, ταυτίζεται μέ τήν καταδίκη καί τόν αἰώνιο χαμό μας.
  Ἄν παρακολουθήσουμε τήν ἱστορία τῶν προσώπων πού ἄδικα καί ἀνάλγητα ἔχυσαν τό αἷμα τοῦ Χριστοῦ στόν σταυρό, θά διαπιστώσουμε τά ἀποτελέσματα τῆς ἑκούσιας σκληρότατης κατάρας, πού οἱ ἴδιοι ἐπέσυραν στά κεφάλια τους καί στά παιδιά τους.
  Προτοῦ ἀκόμα ὁ Διδάσκαλος νά ὑψωθεῖ στό σταυρό, ὁ Ἰούδας κρεμόταν ἀπό τά κλαδιά ἑνός δένδρου «μεταμεληθείς». Ἔτσι φοβερά προαναγγέλλει σέ ὅλους τούς ἐνόχους τή θεία τιμωρία.
  Ὁ Ἡρώδης Ἀντίπας καί ὁ Πιλᾶτος, πού συμφιλιώθηκαν γιά τό κοινό ἔγκλημα, περιφρονημένοι, δίχως ἐξουσίες καί ἀξιώματα, πού τόσο τά ἀγάπησαν, πεθαίνουν στήν ἐξορία.
  Οἱ φοβεροί πρωτεργάτες τῆς συνωμοσίας, οἱ ἀρχιερεῖς τοῦ Ἰσραήλ Ἄννας καί Καϊάφας, συνεχίζουν νά διώκουν τούς μαθητές τοῦ Χριστοῦ. Μέ μανία ἐναντιώνονται στούς ἀποστόλους, ἐξαγγέλλουν διωγμό, θανατώνουν μέ ἱκανοποίηση τόν Στέφανο. Τρία χρόνια ὅμως μετά τόν σταυρικό θάνατο τοῦ Χριστοῦ ὁ Καϊάφας καθαιρεῖται ἀπό τό ἀρχιερατικό ἀξίωμα. Ὁ Ἄννας γεύεται μία-μία τίς πίκρες τῶν συμφορῶν του· ὁ γιός του θανατώνεται ἀπό ἄγνωστο μέσα στά Ἰεροσόλυμα.
  Ἀλλά καί τό τέλος τοῦ ἀλλοπρόσαλλου λαοῦ οἰκτρό. Τό αἷμα τοῦ Χριστοῦ τούς ἔπνιξε μέ τή θέλησή τους. Ὁ Βαραββᾶς καί οἱ ἐκπρόσωποι τοῦ Καίσαρα ἀντάμειψαν μέ τό παραπάνω τήν προτίμηση τοῦ λαοῦ. Μετά τή σταύρωση ληστές, ἡγεμόνες καί Καίσαρες μαστίζουν ἀνελέητα τόν Ἰσραήλ. Ἀνώνυμοι κακοποιοί καί ἐγκληματίες φέρνουν τόν θάνατο. Ψευδοπροφῆτες παρασέρνουν τόν λαό σέ φονικές περιπέτειες. Καί ἀποκορύφωμα τῆς καταστροφῆς εἶναι ἡ πολιορκία τῆς Ἰερουσαλήμ ἀπό τόν Βεσπασιανό καί τόν Τίτο. Φόνοι, πεῖνα, κακοποιήσεις, ἱεροσυλίες, ἀπό ληστές καί Ρωμαίους στρατιῶτες. Δάσος ἀπό σταυρούς ὑψώνεται στούς γύρω λόφους τῆς ἔνδοξης πόλεως. Ἀλλόφρονες οἱ Ἰουδαῖοι, θαρρεῖς καί τρέχουν γιά νά σταυρωθοῦν. Ἡ ἐπιθυμία τους πραγματοποιεῖται κατά τόν πιό πιστό τρόπο· «Τό αἷμα αὐτοῦ (τοῦ Χριστοῦ) ἐφ’ ἡμᾶς καί ἐπί τά τέκνα ἡμῶν».
 Ἀλλά τά λόγια αὐτά εἶχαν καί μιά ἄλλη, εὐλογημένη, ἐκπλήρωση. Ὁ μανιασμένος ὄχλος, τήν ὥρα πού παράφρονα ἐπέμενε καί ἀλόγιστα ζητοῦσε τήν καταδίκη τοῦ Ἀθώου, λειτούργησε, χωρίς νά τό καταλάβει, σάν προφήτης. Ὅπως ὁ ἄρχοντας Καϊάφας μίλησε προφητικά χωρίς νά τό ξέρει, ὅταν συμβούλεψε τούς Ἰουδαίους ὅτι συμφέρει νά χαθεῖ ἕνας ἄνθρωπος γιά χάρη τοῦ λαοῦ, ἔτσι καί ἡ κραυγή τοῦ ὄχλου ἔγινε ἡ προφητεία γιά τή λύτρωση πού θά ἔφερνε τό αἷμα τοῦ Χριστοῦ στούς παρόντες καί στούς ἐπερχομένους τῶν αἰώνων.
  Πράγματι ἀπό τόν σταυρό ἀκόμη τό αἷμα τοῦ Χριστοῦ πέφτει πάνω στούς ληστές καί ἐνῶ τόν ἕνα τόν κατεβάζει στόν ἅδη, τόν ἄλλο τόν βάζει στόν παράδεισο.
  Ὁ ἑκατόνταρχος δοξάζει τόν Θεό μέ τόν λόγο· «Ὄντως ὁ ἄνθρωπος οὗτος δίκαιος ἦν» (Λκ 23,47).
Καί ὁ λαός, οἱ πιστοί μαθητές καί μαθήτριες, χαίρονται σέ λίγο τήν ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ καί ἀσφαλίζονται μέσα στήν Ἐκκλησία.
  Ἀλλά καί ἀπό τούς ὑβριστές καί σταυρωτές, ὅσοι ἀργότερα μετανοοῦν, μέ τήν πίστη τους καί τήν μετάνοια μεταστρέφουν τήν ὀργή τοῦ Θεοῦ, πού τούς πλάκωνε, σέ ἔλεος καί χάρη, πού τούς καλύπτει μέ τό αἷμα τοῦ Χριστοῦ.
  Ἡ θυσία τοῦ Θεανθρώπου διαιωνίζεται μέσα στήν Ἐκκλησία μας μέ τό μυστήριο τῆς θείας Εὐχαριστίας καί τό αἷμα τοῦ Χριστοῦ κρίνει πάντοτε τούς ἀνθρώπους. Πόθος καί λαχτάρα τῶν πιστῶν εἶναι ἡ κοινωνία τους μέ τόν Χριστό. Τό σῶμα καί τό αἷμα του μεταγγίζει δύναμη καί ἁγιότητα. Δίνει τή λύτρωση καί ἐξασφαλίζει τήν αἰωνιότητα. Καταστροφή καί καταδίκη, «φλέγων ἄνθραξ» γίνεται γι’ αὐτούς πού ἀναξίως κοινωνοῦν τόν Χριστό. «Ὅς ἄν ἐσθίῃ τόν ἄρτον τοῦτον ἤ πίνῃ τό ποτήριον τοῦ Κυρίου ἀναξίως, ἔνοχος ἔσται τοῦ σώματος καί αἵματος τοῦ Κυρίου» (Α’ Κο 11,27). Καί ἡ ἐνοχή αὐτή μεταφράζεται σέ ἀπουσία χαρᾶς, εἰρήνης καί ἰσορροπίας, σέ θάνατο πνευματικό.
  Ἡ ἱστορία τῶν ἐνόχων καί ἡ ἱστορία τῶν πιστῶν ἐπαναλαμβάνεται ἴδια μέ τήν ἱστορία τῶν πρώτων ἀνθρώπων πού ἀντιμετώπισαν τό αἷμα τοῦ Χριστοῦ στόν Γολγοθᾶ. Οἱ μορφές ἴσως διαφέρουν ἀλλά ἡ προφητεία ἰσχύει· ὁ Κύριος σταλάζει τό αἷμα του πάνω μας καί ἤ μᾶς ἁγιάζει ἤ μᾶς κατακρίνει. Τίς μέρες αὐτές πού ἡ Ἐκκλησία μας ξαναζῆ καί ἑρμηνεύει τό Πάθος μέ τή σοφία καί τή σύνεση πού τῆς δίνει τό Πνεῦμα τό ἅγιο, ἡ εὐθύνη μας μπροστά στόν σταυρό προβάλλει πιό ἔντονη καί πιό ἱερή.
Μέ κατάνυξη ἀλλά καί μέ πόθο ἐρχόμαστε, Κύριε, κάτω ἀπό τόν σταυρό σου καί ἁπλώνουμε τά τρέμοντα χέρια μας κάτω ἀπό τίς ροές τῶν πληγῶν σου: Γέμισε, Ἰησοῦ, τίς χοῦφτες μας μέ τό τίμιο αἷμα σου, πρόσεξέ μας, μή ρίξουμε σταγόνα στό χῶμα! Τό αἷμα σου πάνω μας καί πάνω στά παιδιά μας!

Στέργιος Ν. Σάκκος
Ἀπολύτρωσις 45 (1990) 49-51

Δευτέρα, 25 Απρίλιος 2016 03:00

Ἡ φραγέλλωση

  Μία βάναυση ποινή
fraggelosi  Τό τέλος τῆς δίκης τοῦ Ἰησοῦ, τῆς πιό ἄδικης δίκης πού ἔγινε σ’ αὐτό τόν κόσμο, σημειώνεται λιτά ἀπό τόν εὐαγγελιστή· «Τότε (ὁ Πιλᾶτος) ἀπέλυσεν αὐτοῖς τόν Βαραββᾶν, τόν δέ Ἰησοῦν φραγγελώσας παρέδωκεν ἵνα σταυρωθῇ» (Μθ 27,26). Στή μετοχή «φραγγελώσας» κρύβεται ἕνα φρικτό μαρτύριο πού ὑπέμεινε ὁ Ἰησοῦς πρίν ἀπό τόν σταυρό.
 Φραγγέλωση σημαίνει χτύπημα μέ φραγγέλιο, μαστίγωμα. Τό φραγγέλιο, βασανιστικό ὄργανο, ἦταν ἕνα μαστίγιο. Ἀποτελοῦνταν ἀπό μία κοντή ράβδο, στήν κορυφή τῆς ὁποίας ὑπῆρχαν νεῦρα βοδιοῦ ἤ δερμάτινα λουριά ἤ σχοινιά, πού πολλές φορές εἶχαν στίς ἀπολήξεις τους κομμάτια ἀπό κόκκαλο ἤ μόλυβδο (μάστιξ ἀστραγαλωτή). Τήν αἴσθηση πού προκαλοῦσε στούς ἀνθρώπους τήν ἀπαθανάτισε στήν ἱστορία ὁ Ρωμαῖος ποιητής Ὁράτιος μέ τόν χαρακτηρισμό «φρικῶδες φραγγέλιον» (horribile flagellum).
  Ἡ φραγγέλωση ἤ μαστίγωση ἦταν μία σοβαρή ποινή γνωστή στούς Ἰουδαίους ἀπό τά χρόνια τοῦ Σολομῶντος. Ὁ νόμος ὅριζε νά δίνουν 40 χτυπήματα στόν τιμωρούμενο. Ἀπό φόβο ὅμως μήπως γίνει παράβαση τοῦ νόμου εἶχε ἐπικρατήσει νά δίνονται 39 χτυπήματα. Γι’ αὐτό ὁ ἀπόστολος Παῦλος, ἀναφέροντας τίς κακουχίες καί ταλαιπωρίες πού ὑπέστη ἐξ αἰτίας τοῦ κηρύγματος, γράφει· «Ὑπό Ἰουδαίων πεντάκις τεσσαράκοντα παρά μίαν ἔλαβον» (Β’ Κο 11,24).
  Οἱ Ρωμαῖοι θεωροῦσαν τή φραγγέλωση ποινή τόσο ἐξευτελιστική, ὥστε τήν ἐπέβαλλαν μόνο σέ ὑπόδουλους ἤ δούλους καί ποτέ σέ Ρωμαῖο πολίτη. Ἦταν δέ φοβερά ἄγρια καί βάναυση, ἀφοῦ κανένας νόμος δέν ὅριζε τόν ἀριθμό τῶν χτυπημάτων. Εἰδικά τήν ἐκτέλεση τῶν θανατοποινιτῶν, ὅταν αὐτοί δέν ἦταν Ρωμαῖοι, τήν ἄρχιζαν μέ μαστίγωση. Ὁ κατάδικος δεχόταν τή μαστίγωση γυμνός καί δεμένος σκυφτός σ’ ἕνα κίονα, ἔτσι ὥστε νά μένει ἐλεύθερη ἡ ράχη του. Καθώς τό μαστίγιο ἔπεφτε μέ ὁρμή, ὁ αὐχένας, ἡ ράχη, τά πλευρά, οἱ βραχίονες, οἱ κνῆμες καί πολλές φορές καί τό πρόσωπο χαρακώνονταν μέ μελανές γραμμές καί ἐξογκωμένες φουσκάλες καί σιγά-σιγά τό δέρμα καί οἱ μύες ξεσχίζονταν κι ἀπό παντοῦ ἔτρεχε αἷμα. Στό τέλος ὁ μαστιγωμένος γινόταν μία ἄμορφη μᾶζα ἀπό αἱμόφυρτες σάρκες. Πολλές φορές λιποθυμοῦσε καί συχνά πέθαινε ἀπό τά χτυπήματα. Γι’ αὐτό καί πρίν ἐκτελέσουν τήν ποινή αὐτή ἔπρεπε νά ἐξετάσουν ἄν τήν ἀντέχει ὁ κατάδικος. Μά κι ὅταν ὁ κατάδικος ἄντεχε τή μαστίγωση, ἦταν ἤδη τόσο ταλαιπωρημένος καί ἐξαντλημένος μετά ἀπό αὐτήν, πού πολύ γρήγορα πέθαινε. Ἔτσι ἡ μαστίγωση πρίν ἀπό τή σταύρωση ἐπέσπευδε τόν θάνατο καί μείωνε τόν χρόνο τοῦ φρικτοῦ μαρτυρίου τοῦ σταυροῦ. Ὅσοι εἶχαν ἐπιζήσει μετά ἀπό μία μαστίγωση εἶχαν φρικαλέα καί παραμορφωμένη μορφή.

  Σταύρωση πρό τῆς σταυρώσεως
  Ἡ ἐντολή τοῦ Πιλάτου νά μαστιγωθεῖ ὁ Ἰησοῦς, σήμαινε ὅτι ὁ Ρωμαῖος ἐπίτροπος συγκατένευσε στό θέλημα τῶν Ἰουδαίων καί ἐνέκρινε τή θανατική ποινή, πού ἐκεῖνοι εἶχαν ἐπιβάλει στόν ὑπόδικό του. Παρά ταῦτα κατά βάθος δέν τήν ἐνέκρινε καί συνέχιζε νά τονίζει τήν ἀθωότητα τοῦ Ἰησοῦ. Ὁ ἅγιος Χρυσόστομος ὑποθέτει ὅτι διέταξε τή μαστίγωση θέλοντας ἴσως νά ξεθυμάνει τό πάθος τῶν Ἰουδαίων. Ἀφοῦ μέ ὅλες τίς προηγούμενες προσπάθειες δέν μπόρεσε νά τόν ἀπελευθερώσει, ἔφθασε μέχρι αὐτοῦ τοῦ κακοῦ καί τόν μαστίγωσε καί ἐπέτρεψε νά γίνουν ὅσα ἔγιναν, ὥστε νά μαλακώσει τήν ὀργή τους. Βλέποντάς τον ἔτσι, ἴσως θά ἀπαλλάσσονταν ἀπό τό πάθος καί θά ἔβγαζαν τό φαρμάκι. Ἴσως κάποιος οἶκτος θά γεννιόταν στήν καρδιά τους, ἴσως κάποια συμπάθεια θά κινοῦνταν μέσα τους, ὥστε νά μήν ἐπιμένουν νά ὑποστεῖ τήν ἔσχατη ποινή. Ἴσως, ἀκόμη, κάποιες τύψεις ξυπνοῦσαν τήν κοιμισμένη τους συνείδηση, ἀφοῦ, μ’ ὅλο πού μανιασμένα φώναζαν «σταυρωθήτω», ἤξεραν ὅτι εἶναι ἀθῶος. Τό εἶχε καταλάβει καί ὁ Πιλᾶτος ὅτι «διά φθόνον παρέδωκαν αὐτόν». Ἀλλά, ὅπως ἀποδείχτηκε στή συνέχεια, τό πάθος τῶν Ἰουδαίων ἦταν ἀσίγαστο καί δέν κόπασε, ἡ συνείδησή τους ἦταν ὁλότελα πωρωμένη καί δέν ξύπνησε. Ἔτσι ἡ φραγγέλωση ἦταν ἕνα ἐπί πλέον μαρτύριο γιά τόν Κύριο, μία σταύρωση πρίν ἀπό τή σταύρωσή του.
 Οἱ ἀνεύθυνοι καί βάναυσοι στρατιῶτες, πού κατάγονταν ἀπό τή Γαλατία, τή Γερμανία, τή Θράκη καί ἄλλες περιοχές τῆς ρωμαϊκῆς αὐτοκρατορίας, ἐκπλήρωσαν ἀπόλυτα τήν προφητεία τοῦ Κυρίου, ὅτι θά παραδοθεῖ «τοῖς ἔθνεσιν εἰς τό ἐμπαῖξαι καί μαστιγῶσαι» (Μθ 20,19). Πόσο ἐπιτυχημένα τούς ζωγράφισε πρίν ἀπό αἰῶνες ἡ θεόπνευστη προφητεία· «Ἐκύκλωσάν με κύνες πολλοί, συναγωγή πονηρευομένων περιέσχον με» (Ψα 21,17)· «Ἐπί τόν νῶτόν μου ἐτέκταινον οἱ ἁμαρτωλοί» (Ψα 127,3).

  Παρακαταθήκη ἱερή
  Μαστιγώνεται ὁ Ἰησοῦς. Ὡς ἀμνός ἄφωνος παραδίδει στή φραγγέλωση τόν θεῖον του νῶτο. Καί γίνεται «τό εἶδος αὐτοῦ ἄμορφον» κάτω ἀπό τά βαριά χτυπήματα τῶν βαρβάρων στρατιωτῶν. Ἔτσι, οἱ πιστοί του παίρνουν ἕνα μάθημα γιά νά ὑπομένουν γενναῖα τίς μαστιγώσεις τῶν πειρασμῶν καί τῶν θλίψεων πού ἐπιτρέπει ὁ Θεός στή ζωή τους.
  Μαστιγώνεται ὁ Ἰησοῦς. Καί εἶναι ἡ μαστίγωσή του μία παρακαταθήκη ἱερή, μία κληρονομιά πολύτιμη γιά τούς μαθητές του. Θά τούς ἐμπνέει ἀργότερα, ὅταν οἱ ἴδιοι θά μαστιγώνονται ἀπό τούς ἐχθρούς τοῦ Κυρίου, ὥστε νά φεύγουν «χαίροντες ἀπό προσώπου τοῦ συνεδρίου, ὅτι ὑπέρ τοῦ ὀνόματος αὐτοῦ κατηξιώθησαν ἀτιμασθῆναι» (Πρξ 5,41). Στό πέρασμα τῶν αἰώνων, πού κατά τήν προφητεία τοῦ ἀποστόλου Παύλου «πάντες οἱ θέλοντες εὐσεβῶς ζῆν ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ διωχθήσονται», εἶναι ἡ πιό γλυκειά παρηγοριά γιά τούς χριστιανούς ἡ φραγγέλωση τοῦ Ἰησοῦ. Πάσχοντας γιά τό ὄνομά του «ἀνταναπληροῦν τά ὑστερήματα τῶν θλίψεων τοῦ Χριστοῦ» στό ἴδιο τους τό σῶμα. Κι ὅταν γι’ αὐτόν τόν λόγο καί μ’ αὐτή τή συναίσθηση πάσχουν, προσφέρουν μία ἀνακούφιση στόν μωλωπισμένο ἀπό τό φραγγέλιο τῶν σταυρωτῶν Ἰησοῦ. Κάνουν πάθος τους τό πάθος του καί ἑτοιμάζονται ἔτσι ὥστε νά συμμετέχουν στή δόξα τῆς Ἀναστάσεώς του.

 Ἀπολύτρωσις 45 (1990) 53-54
Δευτέρα, 25 Απρίλιος 2016 03:00

Ἡ τελείωση τῆς ταπεινώσεως

nipsi podion  Καθώς πλησιάζει τό Πάθος, ὁ Ἰησοῦς ἑτοιμάζεται νά τελέσει τήν ὕψιστη ἱερουργία. Κάθε ἀρχιερέας τοῦ Ἰουδαϊσμοῦ πρίν ἀπό τήν ἱερουργία καθάριζε τόν ἑαυτό του ἀπό κάθε σωματικό μολυσμό, γιά νά προχωρήσει στήν ἱερουργία, κι αὐτό λεγόταν «τελείωσις». Ὁ καινούργιος ἀρχιερέας ἐγκαθιδρύει μιά καινούργια «τελείωση». Ἀνασκουμπώνεται, ζώνεται τό «λέντιον», παίρνει νερό σέ μιά λεκάνη καί ἀρχίζει νά πλένει τά πόδια τῶν μαθητῶν του. Ἡ «τελείωσις» τοῦ Ἰησοῦ εἶναι ἡ ἔσχατη ταπείνωση. Ἔρχεται καί στόν Πέτρο, μά ἐκεῖνος ἀρνεῖται νά δεχθεῖ μιά τέτοια ἐκδούλευση ἀπό τόν Διδάσκαλο. Ἀπό τή διήγηση τῶν εὐαγγελίων δέν φαίνεται ἄν ὁ Κύριος ἦρθε στόν Πέτρο πρῶτα ἤ τελευταῖα ἤ ἐνδιάμεσα. Ἴσως ἦταν ὁ πρῶτος. Καί αὐτό πού ἐξέφρασε ὁ Πέτρος τό εἶχαν ὅλοι μέσα τους, ἀλλά τό εἶπε αὐτός ὡς πιό ἐκδηλωτικός, ὁπότε οἱ ἄλλοι συμμορφώθηκαν μέ τήν παρατήρηση πού τοῦ ἔκανε ὁ Ἰησοῦς καί δέχτηκαν ἀδιαμαρτύρητα νά τούς πλύνει ὁ Κύριος τά πόδια.

  Ὁ ἐγωισμός μέ τίς δύο ὄψεις του
   Ἡ ἀντίδραση τοῦ Πέτρου ἦταν ἐγωιστική. Ὁ ταπεινός ἄνθρωπος, πού παρέχει πρόθυμα στούς ἀνωτέρους του καί τήν πιό ταπεινωτική ἐκδούλευση, μέ τήν ἴδια προθυμία δέχεται καί μιά ἐκδούλευση πού θά τοῦ προσφέρει ὁ ἀνώτερός του. Ἐνῶ ὁ ἐγωιστής οὔτε νά προσφέρει ταπεινωτική ἐκδούλευση δέχεται οὔτε νά τοῦ προσφέρουν. Καί τήν μέν πρώτη ἀδυναμία του πολλές φορές τήν κρύβει ἀπό κάποια σκοπιμότητα. Τήν δεύτερη ὅμως συνήθως δέν μπορεῖ νά τήν κρύψει κι ἔτσι φανερώνει τόν ἐγωισμό του. Αὐτό ἔπαθε καί ὁ Πέτρος.
   Ἡ ἄρνηση τοῦ Πέτρου ἀνάγκασε τόν Ἰησοῦ νά θυσιάσει τή μισή δοκιμαστική ἀξία τῆς χειρονομίας του, φανερώνοντας στόν Πέτρο ὅτι «ὅ ἐγώ ποιῶ, σύ οὐκ οἶδας ἄρτι, γνώσῃ δέ μετά ταῦτα». Ἀλλά ὁ Πέτρος ἀκόμη πιό ἐγωιστικά ἐπιμένει· «Οὐ μή νίψῃς τούς πόδας μου εἰς τόν αἰῶνα». Καί ὁ Ἰησοῦς θυσιάζοντας ὅλο τό μυστικό τοῦ ἀποκαλύπτει καί σχεδόν τόν ἀπειλεῖ. «Ἐάν μή νίψω σε, οὐκ ἔχεις μέρος μετ’ ἐμοῦ». Τότε ὁ ἐγωισμός τοῦ Πέτρου στρέφει τήν ἄλλη ὄψη του καί λέει· «Μή τούς πόδας μου μόνον, ἀλλά καί τάς χεῖρας καί τήν κεφαλήν». Προκειμένου νά μή χάσει, εἶναι ἕτοιμος καί τριπλάσια ἀγγαρεία νά φορτώσει στόν Διδάσκαλο. Καταπληκτική ἡ ἀφέλεια μέ τήν ὁποία ὁ ἐγωισμός δείχνεται κι ἀπό τή μιά κι ἀπό τήν ἄλλη ὄψη του. Καί στό τέχνασμα τοῦ δοκιμαστῆ κάθε ἀντιτέχνασμα τοῦ ἐγωιστῆ δέν κατορθώνει τίποτε ἄλλο παρά νά ἀποκαλύψει ἀκόμη περισσότερο τόν ἐγωισμό του.

  Ὑπόδειγμα ταπεινοφροσύνης
   Παρ’ ὅλο πού ὁ ἐγωισμός τοῦ Πέτρου δοκιμάσθηκε καί ξεσκεπάστηκε, ὅμως ὁ Ἰησοῦς μέ τή χειρονομία του δέν ἀπέβλεπε στή δοκιμασία. Ὁ σκοπός του ἦταν νά δώσει παράδειγμα ταπεινοφροσύνης στούς μαθητές του, ὅπως ἐξηγεῖ ὁ ἴδιος στή συνέχεια. Κι ὅπως ἕνας καλός παλαιστής, ἐνῶ ὁ ἀντίπαλός του περιμένει λαβή στόν βραχίονα, αὐτός ξαφνικά τόν ἁρπάζει ἀπ’ τόν ἀστράγαλο, ἔτσι καί ἐδῶ, ἐνῶ καί ὁ Πέτρος καί ὅλοι περιμένουν ἀπάντηση τοῦ Ἰησοῦ στή νέα ἐξυπνάδα τοῦ Πέτρου, ὁ Ἰησοῦς ἁρπάζει τόν Ἰούδα· «Ὁ λελουμένος οὐ χρείαν ἔχει ἤ τούς πόδας νίψασθαι, ἀλλ’ ἔστι καθαρός ὅλος· καί ὑμεῖς καθαροί ἐστε ἀλλ’ οὐχί πάντες». Αὐτό τό εἶπε γιά τόν Ἰούδα, λέει ὁ εὐαγγελιστής, τοῦ ὁποίου γνώριζε τίς ἐνέργειες.
  Τά λόγια τοῦ Ἰησοῦ δέν εἶναι ἕνας δηκτικός ὑπαινιγμός κατά τοῦ Ἰούδα, ἀλλά μία ἀπό τίς τελευταῖες ἀπόπειρές του νά δείξει στόν Ἰούδα τήν θεία καρδιογνωσία του καί νά τόν πείσει ἔτσι νά μετανοήσει καί νά ματαιώσει τήν προδοσία του. Ἀλλά κι αὐτές τίς τελευταῖες ἀπόπειρες τῆς στοργῆς τοῦ Ἰησοῦ τίς ποδοπάτησε ὁ Ἰούδας καί δέν διασώθηκε ἀπό τό βάραθρο τῆς ἀπωλείας του.
   Ἐκτός τῶν ἄλλων μπορεῖ κανείς νά θαυμάσει ἐδῶ πόσο ὁ Ἰησοῦς εἶναι κύριος καί τῶν ἐνεργειῶν καί τῶν συναισθημάτων του σ’ αὐτές τίς ἐπιθανάτιες ὧρες του. Καμία σύγχυση, καμία κάμψη ἀπό συγκίνηση, ἀλλά μέσα στήν ἀγωνία του ἔχει τόν ἀπόλυτο ἔλεγχο τῶν ἐνεργειῶν του. Αὐτό δείχνει τό γεγονός ὅτι «τούς παίζει ὅλους στά δάχτυλα» κι αὐτήν τήν ὥρα. Καί συνεχῶς, σέ ὅλη τή διάρκεια τοῦ πάθους του ὁ Ἰησοῦς παρά τήν ἀγωνία, τόν φόβο, τή θλίψη, τούς πόνους, τήν ἀγανάκτηση, κρατᾶ ἀπόλυτα τόν ἔλεγχο τοῦ ἑαυτοῦ του καί τοῦ περιβάλλοντός του, ἀκόμη καί ἐπάνω στόν σταυρό.

  Ὅπως ὁ Διδάσκαλος
   Ὅταν ὁ Ἰησοῦς τελείωσε τό νίψιμο τῶν ποδιῶν, ἑρμήνευσε τήν ἐνέργειά του· ἐξήγησε γιατί τό ἔκανε αὐτό. «Σεῖς μέ φωνάζετε ὁ "Διδάσκαλος" καί ὁ "Κύριος" καί καλά κάνετε, γιατί εἶμαι. Ἄν λοιπόν ἐγώ, ὁ Κύριος καί ὁ Διδάσκαλος, ἔνιψα τά πόδια σας, καί σεῖς ὀφείλετε νά πλένετε ὁ ἕνας τά πόδια τοῦ ἄλλου. Διότι σᾶς ἔδωσα τό παράδειγμα, ὥστε ὅπως σᾶς ἔκανα ἐγώ, νά κάνετε καί σεῖς». Ὁ μαθητής καί ὁ ἀπεσταλμένος ὀφείλει νά ταπεινώνεται τουλάχιστον μέχρις ἐκεῖ πού ταπεινώθηκε ὁ διδάσκαλός του καί ὁ κύριός του πού τόν ἀπέστειλε. Ἄν, λοιπόν, ἐγώ ὁ Διδάσκαλός σας καί Κύριός σας ταπεινώθηκα τόσο, σεῖς ὀφείλετε νά ταπεινώνεστε τουλάχιστον τόσο, ἄν ὄχι καί περισσότερο. Γιατί βέβαια δέν εἶσθε καί ἀνώτεροί μου.

  Γνώση καί πράξη
   Διδάσκοντας μέ πράξη καί λόγια τήν ταπείνωση ὁ Ἰησοῦς λέει στούς μαθητές του. «Ἄν τά γνωρίζετε αὐτά, τότε θά εἶσθε μακάριοι, ἄν τά κάνετε».
   Ἡ γνώση καί ἡ πράξη εἶναι ἐξίσου ἀναγκαῖα γιά τήν προκοπή καί σωτηρία τοῦ ἀνθρώπου. Κι ὅταν δέν ὑπάρχει τό πρῶτο, εἶναι ἀδύνατο νά ὑπάρχει τό δεύτερο. Ὅταν πάλι δέν ὑπάρχει τό δεύτερο, τό πρῶτο κι ἄν ὑπάρχει εἶναι ἄχρηστο. Δέν εἶναι ἀσήμαντο ὅτι ὁ Ἰησοῦς λέει αὐτό τό δόγμα στήν ἀρχή τῆς διαθήκης του μέ τούς ἀνθρώπους πού θά ἀποτελέσουν τήν Ἐκκλησία του, γιατί αὐτό εἶναι τό πρῶτο δόγμα, τό ὑπερδόγμα, τό δόγμα πού προηγεῖται καί τοῦ τριαδικοῦ δόγματος καί τῆς ἁγιότητος καί τοῦ δόγματος τῆς ἀναστάσεως καί τῆς ἀγάπης. Στήν ἀρχαιότητα ὑπῆρχαν μεγάλοι αἱρετικοί, πού ἦταν σαρκικά ἁγνοί, νηστευτές, ἀσκητικώτατοι, μέ ἀγάπη καί φιλοφροσύνη, ἀλλά δέν παραδέχονταν ὁλόκληρη ἤ σωστά τή δογματική ἀλήθεια. Στούς νεώτερους χρόνους ἀντιστρόφως ὑπάρχουν φαῦλοι καί ἀκάθαρτοι ἄνθρωποι, οἱ ὁποῖοι ὅμως στό δόγμα εἶναι ἀκριβέστατοι καί ὀρθοδοξότατοι. Καί οἱ μέν καί οἱ δέ εἶναι ἐξίσου ἁμαρτωλοί καί ἀσεβεῖς, διότι προπάντων καταπάτησαν τό ὑπερδόγμα, πού εἶναι τό ἁπλούστατο καί εὔκολο αὐτό μάθημα, ὅτι οὔτε ἡ γνώση χωρίς τήν πράξη, οὔτε ἡ πράξη χωρίς τήν γνώση ἔχουν καμία ἀξία γιά τή σωτηρία.
   Ὁ Χριστιανισμός ἀρχικά εἶναι εὔκολος νά τόν μάθεις καί δύσκολος νά τόν πράξεις. Δυστυχῶς σήμερα ἀντιστρέψαμε τά πράγματα καί δημιουρ­γή­σαμε ἕναν Χριστιανισμό δύσκολο νά τόν μάθεις καί εὔκολο νά τόν πράξεις. Δέν εἶναι αὐτός ὁ Χριστιανισμός τῆς Καινῆς Διαθήκης. Ὅταν λέμε ὅτι εἶναι ἐξίσου καί ἀπολύτως ἀπαραίτητα γιά τή σωτηρία καί ἡ γνώση καί ἡ πράξη, ἐννοοῦμε τά πράγματα αὐτά ὅπως ἐννοοῦνται στήν Καινή Διαθήκη.

Στέργιος Ν. Σάκκος
"Ἀπολύτρωσις" 36 (1981) 56-57

Δευτέρα, 10 Απρίλιος 2023 03:00

Ἰωσήφ ὁ πάγκαλος τύπος τοῦ Ἰησοῦ

  iosif Στό δρόμο πρός τό Γολγοθά, πού κάθε χρόνο ἀνοίγει ἡ Ἐκκλησία γιά τούς πιστούς μέ τήν Ἑβδομάδα τῶν Παθῶν, μᾶς περιμένει πρῶτος ὁ Ἰωσήφ ὁ Πάγκαλος. Στέκεται στήν ἀρχή τῶν μεγάλων ἡμερῶν, ὅπου πληθαίνουν βαθμηδόν τά σημαίνοντα γεγονότα, καί μᾶς προοιμιάζει γιά ὅλα. Στό πρόσωπό του ἔχει κλείσει τήν ὡραιότητα τοῦ Νυμφίου, στά ἀνθρώπινα μέτρα του ἔχει κλιμακώσει τήν εἰκόνα τοῦ πάσχοντος Θεανθρώπου.
  Πάγκαλος ὁ Ἰωσήφ. Ὄμορφος μές στήν ἁγνότητά του. Τά μάτια τοῦ πάθους δέν μπόρεσαν νά τόν προσβάλουν, τά χέρια τῆς ἁμαρτίας δέν ἴσχυσαν νά τόν αἰχμαλωτίσουν. Φωτεινό τό βλέμμα του, καθαρή ἡ σκέψη του, ἄσπιλο τό κορμί του.
   Ὄμορφος γιά τήν ἀγάπη του. Ποιό πέλαγο νά ἔμοιαζε ἄραγε ἡ καρδιά του, πού ἔπνιξε τόσο μῖσος καί τόση κακία ἀπέναντί του, πού χώρεσε τόση συγχώρηση καί ἀνεξικακία! Ἡ ἀγκαλιά του, πού ἄνοιξε καί δέχτηκε μέ συγκίνηση τούς ἀδελφούς, ἔδειξε τό πλάτος τῆς ἀγάπης του. Ὄμορφος ἀπό τήν πίστη του. Μιά πίστη δυνατή, ὥστε νά κουβαλᾶ τόν Θεό μαζί του, καί ὑπέρλογη, ὥστε νά προτιμᾶ τόν ὀνειδισμό τοῦ κόσμου ἀπό τήν αἰσχύνη μπρός στό Θεό. Μπόρεσε γυμνός νά γλιστρήσει μέσα ἀπό τά χέρια τῆς ἔκφυλης, γιατί ἦταν ντυμένος μέ τόν σεμνό χιτώνα τῆς πίστεως.
   Μέ τό κάλλος τῆς ἁγνότητος, μέ τό κάλλος τῆς ἀγάπης, μέ τό κάλλος τῆς πίστεως ὁ Ἰωσήφ γίνεται ὁ τύπος τοῦ «ὡραίου κάλλει παρά πάντας βροτούς». Ζωντανή προφητεία γιά τό πόσο ἀθῶος ὑπῆρξε ὁ ἐσταυρωμένος Λυτρωτής, πόσο ἀνεξίκακος καί πόσο ταπεινός, περπατᾶ μπροστά μας. Ἐλᾶτε νά βαδίσουμε πάνω στά ἴχνη, πού ἀφήνουν τά πατήματά του! Θά μᾶς ὁδηγήσει ἴσια στόν Ἰησοῦ.

Ο ΙΩΣΗΦ:
 Ἀγαπητός: «Ἰακώβ δέ ἠγάπα τόν Ἰωσήφ παρά πάντας τούς υἱούς αὐτοῦ» (Γε 37,3).
 Ποιμήν: «Ἰωσήφ δέ δέκα καί ἑπτά ἐτῶν ἦν, ποιμαίνων τά πρόβατα τοῦ πατρός αὐτοῦ» (Γε 37,2).
 Δόξα (ὄνειρα): «Περιστραφέντα δέ τά δράγματα ὑμῶν προσεκύνησαν τό ἐμόν δράγμα… ὁ ἥλιος καί ἡ σελήνη καί ἕνδεκα ἀστέρες προσεκύνουν με» (Γε 37,8-9).
 Ἀποστολή: «Καί εἶπεν Ἰσραήλ πρός Ἰωσήφ. Δεῦρο ἀποστείλω σε πρός τούς ἀδελφούς σου» (Γε 37,13).
 Φθόνος: «Ἰδόντες δέ οἱ ἀδελφοί αὐτοῦ ἐμίσησαν αὐτόν καί οὐκ ἠδύναντο λαλεῖν αὐτῷ οὐδέν εἰρηνικόν» (Γε 37,4).
 Συμβούλιον: «Προεῖδον δέ αὐτόν μακρόθεν καί ἐπονηρεύοντο τοῦ ἀποκτεῖναι αὐτόν» (Γε 37,18).
 Γύμνωση: «Ἐξέδυσαν τόν Ἰωσήφ τόν χιτῶνα τόν ποικίλον τόν περί αὐτόν» (Γε 37,23).
 Ἀγωνία: «Καί λαβόντες αὐτόν ἔρριψαν εἰς τόν λάκκον» (Γε 37,24).
 Πώληση: «Καί ἀπέδοντο τόν Ἰωσήφ τοῖς ἰσμαηλίταις εἴκοσι χρυσῶν» (Γε 37,28).
 Ἰούδας: «Εἶπε δέ Ἰούδας πρός τούς ἀδελφούς αὐτοῦ… δεῦτε ἀποδώμεθα αὐτόν τοῖς ἰσμαηλίταις» (Γε 37,26).
 Κατηγορούμενος: «καί ἐκάλεσε τούς ὄντας ἐν τῇ οἰκίᾳ καί εἶπεν αὐτοῖς λέγουσα· ἴδετε εἰσήγαγεν ἡμῖν παῖδα ἑβραῖον ἐμπαίζειν ἡμῖν» (Γε 39,14).
 Ἁγνός: «καί πῶς ποιήσω τό ρῆμα τό πονηρόν τοῦτο καί ἁμαρτήσομαι ἐναντίον τοῦ Θεοῦ;» (Γε 39,9).
Οἱ δύο φυλακισθέντες: «καί ἔθετο αὐτούς (ἀρχιοινοχόον καί ἀρχισιτοποιόν) ἐν φυλακῇ εἰς τό δεσμωτήριον»  Ὁ ἕνας ἐλευθερώθηκε καί ὁ ἄλλος θανατώθηκε (Γε 40,3).
 Ἀνύψωση: «καί ἐπί τῷ στόματί σου ὑπακούσεται πᾶς ὁ λαός» (Γε 41,40).

Ο ΙΗΣΟΥΣ:
 Ἀγαπητός: «Οὖτός ἐστιν ὁ υἱός μου ὁ ἀγαπητός ἐν ᾧ εὐδόκησα» (Μθ 3,17).
 Ποιμήν: «Ἐγώ εἰμι ὁ ποιμήν ὁ καλός» (Ἰω 10,11).
 Δόξα (προφητεῖες): «Ὁ Θεός ἐδόξασε τόν παῖδα αὐτοῦ Ἰησοῦν» (Πρξ 3,13).
 Ἀποστολή: «Τόν υἱόν αὐτοῦ τόν μονογενῆ ἀπέσταλκεν ὁ Θεός εἰς τόν κόσμον ἵνα ζήσωμεν δι’ αὐτοῦ» (Α’ Ἰω 4,9).
 Φθόνος: «διά φθόνον παρέδωκαν αὐτόν» (Μθ 27,18).
 Συμβούλιον: «Συμβούλιον ἔλαβον πάντες οἱ ἀρχιερεῖς καί οἱ πρεσβύτεροι τοῦ λαοῦ κατά τοῦ Ἰησοῦ ὥστε θανατῶσαι αὐτόν» (Μθ 27,1).
 Γύμνωση: «Ἐξέδυσαν αὐτόν τήν πορφύραν» (Μρ 65,20).
 Ἀγωνία: «Καί ἔρχονται εἰς χωρίον οὗ τό ὄνομα Γεθσημανῆ καί λέγει αὐτοῖς· περίλυπός ἐστιν ἡ ψυχή μου ἕως θανάτου» (Μρ 14, 32-34).
 Πώληση: «Ἔστησαν αὐτῷ τριάκοντα ἀργύρια» (Μθ 26,15).
 Ἰούδας: «Τότε πορευθείς Ἰούδας ὁ Ἰσκαριώτης πρός τούς ἀρχιερεῖς εἶπε. Τί θέλετέ μοι δοῦναι καί ἐγώ ὑμῖν παραδώσω αὐτόν» (Μθ 26,15).
 Κατηγορούμενος: «Πολλοί γάρ ἐψευδομαρτύρουν κατ’ αὐτοῦ» (Μρ 14,56).
 Ἁγνός - Ἀναμάρτητος: «Ὅς ἁμαρτίαν οὐκ ἐποίησεν οὐδέ εὑρέθη δόλος ἐν τῷ στόματι αὐτοῦ» (Α’ Πε 2,2).
 Οἱ δύο ληστές: «Τότε σταυροῦνται σύν αὐτῷ δύο λησταί» Ὁ ἕνας λυτρώθηκε καί ὁ ἄλλος κατακρίθηκε (Μθ 27,37).
 Ἀνάσταση: «Έγείρας αὐτόν ἐκ νεκρῶν καί ἐκάθισεν ἐν δεξιᾷ αὐτοῦ ἐν τοῖς ἐπουρανίοις» (Ἐφ 1,20).

«Ἀπολύτρωσις» 37 (1982) 56-57
Παρασκευή, 26 Απρίλιος 2024 03:00

Προετοιμασία γιά τήν Μεγάλη Ἑβδομάδα

  lazarosἝνα ἰδιόμελο Στιχηρό, πού ψάλλεται στόν Ἑσπερινό τοῦ Λαζάρου, ὁπότε ἀρχίζει οὐσιαστικά ἡ Μεγάλη Ἑβδομάδα, προσδιορίζει μέ σαφήνεια, ἀκρίβεια καί πληρότητα τίς προϋποθέσεις καί τήν οὐσία τῶν ἑορτῶν τῆς Μεγάλης Ἑβδομάδος. Τό ἰδιόμελο αὐτό εἶναι τό ἑξῆς: «Τήν ψυχωφελῆ πληρώσαντες Τεσσαρακοστήν, τήν ἁγίαν ἑβδομάδα τοῦ πάθους σου αἰτοῦμεν κατιδεῖν, Φιλάνθρωπε, τοῦ δοξᾶσαι ἐν αὐτῇ τά μεγαλεῖά σου καί τήν ἄφατον δι’ ἡμᾶς οἰκονομίαν σου».
  Χρειάζεται προκαταβολικά νά παρατηρήσουμε δύο σημεῖα τοῦ τροπαρίου:
  Τό ἕνα εἶναι ὅτι τίς γιορτές τῆς Μεγάλης Ἑβδομάδος τίς βλέπει ὡς συμμετοχή στό πάθος τοῦ Κυρίου, ὡς ἐπιδοκιμασία καί χειροκρότηση τῆς ἀνείπωτης οἰκονομίας πού ἔκανε ὁ Κύριος γιά τή σωτηρία μας. Δηλαδή διδασκόμαστε ἀπό τό τροπάριο ὅτι οἱ γιορτές τῆς Μεγάλης Ἑβδομάδος δέν εἶναι λαογραφικές ἐκδηλώσεις ἐθιμικοῦ χαρακτῆρος, οὔτε εἶναι ἁπλή ἀνάμνηση μεγάλων γεγονότων πού ἔγιναν στό παρελθόν καί τά θυμίζουμε τώρα ὡς εὐκαιρία γιά μετάδοση κάποιων μηνυμάτων. Σύμφωνα μέ τό πνεῦμα τοῦ τροπαρίου, οἱ γιορτές τῆς Μεγάλης Ἑβδομάδος, ὅπως ὅλες οἱ ὀρθόδοξες γιορτές, εἶναι κυρίως θαυματουργική ἐπανάληψη τῶν ἑορταζομένων γεγονότων καί προσωπική συμμετοχή τῶν πιστῶν στά γεγονότα αὐτά. Γι’ αὐτό ἡ Μεγάλη Ἑβδομάδα δέν ἔχει ἐπετειακό ἤ διδακτικό μόνο χαρακτήρα. Ἔχει κυρίως λυτρωτικό χαρακτήρα καί στοχεύει νά βοηθήσει τούς πιστούς νά λυτρωθοῦν μέ τή συμμετοχή τους στό σωτήριο ἔργο τοῦ Χριστοῦ.
  Τό ἄλλο σημεῖο τοῦ τροπαρίου, πού πρέπει νά παρατηρήσουμε, εἶναι ὅτι γιά τό σωστό ἑορτασμό τῆς Μεγάλης Ἑβδομάδος χρειάζονται δύο προϋποθέσεις. Χρειάζεται ἡ ἀνθρώπινη προετοιμασία καί ἡ δωρεά τῆς θείας φιλανθρωπίας. Ἡ ἀνθρώπινη προετοιμασία γίνεται μέ τή Μεγάλη Σαρακοστή. Δηλαδή ἡ νηστεία, οἱ ἀγρυπνίες, οἱ κατανυκτικές ἀκολουθίες, ὅλες οἱ πνευματικές ἀσκήσεις τῆς Μεγάλης Σαρακοστῆς δέν γίνονται μόνο γιά ἠθικούς σκοπούς, γιά τήν καταπολέμηση τῶν παθῶν, ὅπως συνήθως λέμε. Γίνονται κυρίως γιά νά μᾶς προετοιμάσουν γιά τή Μεγάλη Ἑβδομάδα. Μέ τίς ἀσκήσεις τῆς Μεγάλης Σαρακοστῆς ἀποκτοῦμε αὐτοσυνειδησία, νιώθουμε τήν ἀνεπάρκεια καί θνητότητά μας, βιώνουμε στήν ὕπαρξή μας τήν τραγωδία τοῦ πόσο ἀπαραίτητη μᾶς εἶναι ἡ αὐτοσυντήρησή μας, πού ἐντούτοις μᾶς μεταγγίζει τή φθορά καί τό θάνατο. Ἔτσι, ἀπογοητευμένοι ἀπό τά ἀδιέξοδα τῆς φύσεώς μας, λαχταροῦμε νά ἔρθει ὁ Κύριος στή θανατική κατάστασή μας, νά δώσει τή σωτήρια μάχη του γιά μᾶς καί νά μᾶς βγάλει ἀπό τό φαῦλο κύκλο τῆς φθαρτότητάς μας. Ἡ φιλανθρωπία τοῦ Θεοῦ κάνει τό θαῦμα νά συμμετέχουν πραγματικά οἱ πιστοί στά γεγονότα τῆς Μεγάλης Ἑβδομάδος, πού εἶναι ἡ ἀνείπωτη θεία οἰκονομία τοῦ Χριστοῦ γιά τή σωτηρία τους.
  Τά λυτρωτικά γεγονότα τῆς Μεγάλης Ἑβδομάδος μέ τή σειρά πού γίνονται εἶναι: ἡ ἀνάσταση τοῦ Λαζάρου, ἡ ἐπίσημη εἴσοδος τοῦ Χριστοῦ στά Ἰεροσόλυμα, ἡ ὑποδοχή πού τοῦ ἔκανε ὁ ἄδολος λαός τοῦ Θεοῦ, ἡ μετωπική σύγκρουση τοῦ Κυρίου μέ τό δαιμονοκίνητο κατεστημένο τοῦ ἰουδαϊσμοῦ τῆς ἐποχῆς, ὁ Μυστικός Δεῖπνος, ἡ σύλληψη, ἡ δίκη καί καταδίκη, ἡ σταύρωση, ὁ θάνατος καί ἡ ταφή τοῦ Κυρίου.
   Ἡ ἐμπειρία ἀπό τίς ἀσκήσεις τῆς Μεγάλης Σαρακοστῆς μᾶς ὁδήγησε στή ρεαλιστική διαπίστωση ὅτι, παρά τά ὁποιαδήποτε κατορθώματά μας, εἴμαστε μολυσμένοι ἀπό τό μίασμα τοῦ θανάτου. Ἔτσι, ἀρχίζοντας τή Μεγάλη Ἑβδομάδα μέ τό περιστατικό τοῦ Λαζάρου, αὐτόματα μπαίνουμε στή θέση του, καθώς τόν βλέπουμε νά σαπίζει μέσα στόν τάφο του. Νιώθουμε σάν θηλιά στό λαιμό τόν πνιγμό πού μᾶς προκαλεῖ ἡ συμμετοχή μας στό μνῆμα τοῦ Λαζάρου, ἀνακράζουμε μαζί μέ τή Μάρθα «Κύριε, ἐάν ἤσουν ἐδῶ, δέν θά πέθαινε ὁ ἀδελφός μου». Καί ἀκούγοντας τόν Κύριο νά βεβαιώνει «Ἐγώ εἶμαι ἡ ἀνάσταση καί ἡ ζωή», κυριολεκτικά ἀνασαίνουμε ἐλπιδοφόρο, ἀναστάσιμο ἀέρα. Παρακολουθώντας στή συνέχεια τήν ἀνάσταση τοῦ Λαζάρου, γκρεμίζουμε τά ἀδιέξοδα τείχη τῆς θνητότητας καί ξεσπᾶμε στό θριαμβευτικό παιάνα «Τήν κοινήν ἀνάστασιν πρό τοῦ σοῦ πάθους πιστούμενος, ἐκ νεκρῶν ἤγειρας τόν Λάζαρον, Χριστέ ὁ Θεός...».
   Τήν ἄλλη μέρα, τήν Κυριακή τῶν Βαΐων, μέ τά σύμβολα τῆς νίκης στά χέρια, πανηγυρίζουμε γιά τήν προσωπική μας βεβαιότητα ὅτι ὑπάρχει διέξοδος ἀπό τόν πνιγμό τοῦ θανάτου. Συμπορευόμαστε μέ τό εὐαγγελικό ἀνάγνωσμα πού διηγεῖται ὅτι ὁ λαός τοῦ Θεοῦ ὑποδεχόταν τόν Κύριο μέ τά βάγια, διότι εἶδε τήν ἀνάσταση τοῦ Λαζάρου. Συμμετέχουμε καί μεῖς στή χαρά τοῦ λαοῦ, γινόμαστε λαός τοῦ Θεοῦ, ὑποδεχόμαστε τόν Κύριο καί τόν προπέμπουμε μέ τά σύμβολα τῆς νίκης στά χέρια γιά τή μάχη πού θά δώσει ἐνάντια στή φθορά καί στό θάνατο.
   Ἀπό τό βράδυ τῆς ἴδιας μέρας ἀρχίζουν οἱ ἀκολουθίες τοῦ Νυμφίου. Δέν μποροῦσε νά ὑπάρχει πιό πετυχημένος ὅρος ἀπό τόν ὅρο «Νυμφίος», γιά νά φανεῖ ἡ λαχτάρα τῶν πιστῶν γιά τόν Κύριο. Νυμφίος εἶναι ὁ γαμπρός, πού σύμφωνα μέ τό λόγο τοῦ Κυρίου ἑνώνεται μέ τή νύμφη σέ σάρκα μία. Καμία ἄλλη ἀνθρώπινη ἕνωση δέν εἶναι οὐσιαστικότερη ἀπό τήν ἕνωση τῶν συζύγων. Λοιπόν, οἱ ἀκολουθίες τοῦ Νυμφίου μᾶς ἑτοιμάζουν τέτοια ὀντολογική ἕνωσή μας μέ τό Νυμφίο Χριστό. Ἄρα τό πάθος τοῦ Κυρίου, πού θά ἐπαναληφθεῖ στίς ἑπόμενες μέρες, μᾶς προσφέρεται ἀντικειμενικά, γιά νά μετάσχουμε σέ αὐτό ἤ τουλάχιστον νά τό χειροκροτήσουμε καθώς θά τό παρακολουθοῦμε. Ἀφοῦ εἴμαστε σάρκα μία μέ τό Νυμφίο, σῶμα ἕνα στήν Ἐκκλησία Του, δέν γίνεται νά μή συμμετέχουμε στό πάθος του.
   Τίς ἑπόμενες μέρες τῆς Μεγάλης Ἑβδομάδος παρακολουθοῦμε κατάπληκτοι τή δαιμονοκίνητη συμπεριφορά τῶν Φαρισαίων ἀπέναντι στόν Κύριο, πού δίνει τή μάχη του ἐνάντια στίς δαιμονικές δυνάμεις, γιά νά ἐλευθερώσει τόν ἄνθρωπο ἀπό τή φθορά καί τό θάνατο. Ἀναλογιζόμαστε τήν ἱστορία, τήν εὐλογία, τήν ἀποστολή τοῦ «λαοῦ τοῦ Θεοῦ» καί μᾶς καταλαμβάνει δέος, καθώς βλέπουμε τόν Κύριο νά ἐπιβάλλει στόν ἀποπροσανατολισμένο ἰουδαϊσμό τήν ἐσχάτη τῶν ποινῶν, ξηραίνοντας συμβολικά τήν ἄκαρπη συκῆ. Συνειδητοποιοῦμε γιά ἄλλη μία φορά, ὅτι δέν ὑπάρχει ὕπαρξη καί ζωή χωρίς τό δένδρο τῆς ζωῆς. Τό δένδρο τῆς παρακοῆς ἔφερε θάνατο. Ὁ χωρισμός τοῦ λαοῦ τοῦ Θεοῦ ἀπό τόν προορισμό του ἔφερε ἀποπροσανατολισμό καί καταδίκη. Ἡ ἄκαρπη συκῆ εἶναι μοιραῖο νά ξηραίνεται. Ἔτσι σπεύδουμε, μαζί μέ τίς φρόνιμες παρθένες, νά γεμίσουμε τίς λαμπάδες τῆς ζωῆς μας μέ ἔργα φιλανθρωπίας καί νά μποῦμε μέ τό Νυμφίο στόν ὁλόφωτο νυμφώνα, ἔστω καί ἄν ξέρουμε ὅτι, γιά νά τό κατορθώσουμε αὐτό, θά ἀγρυπνήσουμε καί θά περάσουμε πρῶτα ἀπό τή Γεθσημανή καί τό Γολγοθᾶ.   
   Ἔτσι ἀπαλλαγμένοι ἀπό τίς δελεαστικές ἐπιρροές τοῦ πολιτικοῦ, κοινωνικοῦ καί ἠθικιστικοῦ κατεστημένου, πού ἀποπροσανατόλισε τούς Ἰουδαίους, συμμετέχουμε στό Μυστικό Δεῖπνο τῆς Μεγάλης Πέμπτης. Γίνεται Λειτουργία τή Μεγάλη Πέμπτη καί καλοῦνται οἱ ὀρθόδοξοι χριστιανοί νά κοινωνήσουν ἀπό τά χέρια τοῦ Κυρίου τό σῶμα Του καί τό αἷμα Του, μαζί μέ τούς ἁγίους ἀποστόλους καί τούς ἁγίους ὅλων τῶν ἐποχῶν. Τό βράδυ τῆς Μεγάλης Πέμπτης καί τή Μεγάλη Παρασκευή συμμετέχουμε στή σύλληψη, στήν καταδίκη, τή φραγγέλωση, τούς ἐμπτυσμούς, τούς κολαφισμούς, τή σταύρωση καί τό θάνατο τοῦ Χριστοῦ. Κατανοοῦμε μέ ὅλη τήν ὕπαρξή μας τήν ἀπέραντη ἀγάπη τοῦ Κυρίου, πού ἀνέχεται ὅλη τήν ἀνθρώπινη ἀθλιότητα, μόνο καί μόνο γιά νά βρεθεῖ στήν κατάστασή μας καί νά τήν ἀνακαινίσει μέ τήν παρουσία Του. Ἡ ἀπέραντη αὐτή ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ πρός τήν ἀνθρώπινη ὕπαρξη, πού τόν κάνει νά δεχθεῖ, ἀθάνατος Θεός αὐτός, τήν ἀνθρώπινη θανατική μοῖρα, κατασυγκινεῖ τήν ὕπαρξή μας, κεντρίζει τά φίλτρα μας, ματώνει τήν καρδιά μας. Μᾶς μεταδίδει θαυματουργικά τά σπλάγχνα του. Ἀλλοιώνει τή φύση μας. Μᾶς μπολιάζει τήν ἀγάπη Του. Εὐαισθητοποιεῖ τό χαρακτήρα μας. Μᾶς κάνει νά ἀγαπᾶμε, ὅπως ἀγαπᾶ Αὐτός. Αὐτό εἶναι πού λένε, ἡ σταυρωμένη ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ σώζει τόν ἄνθρωπο. Δηλαδή ἡ συμμετοχή στό πάθος τοῦ Χριστοῦ, πού γίνεται στή διάρκεια τῆς Μεγάλης Ἑβδομάδος, σπέρνει στόν ἄνθρωπο τό χάρισμα τῆς ἀγάπης, πού τόν ἑνώνει μέ τόν Θεό καί μέ τούς ἀνθρώπους, τόν σώζει.
   Ἀφοῦ λοιπόν τηρήσαμε τή Μεγάλη Σαρακοστή καί γι’ αὐτό λαχταρήσαμε τό Νυμφίο Χριστό, παρακαλοῦμε τόν φιλάνθρωπο Κύριο νά μᾶς ἀξιώσει νά δοῦμε τά πάθη του τή Μεγάλη Ἑβδομάδα καί νά δοξάσουμε στή διάρκειά της τά μεγαλεῖα του καί τήν ἀνείπωτη οἰκονομία του πού κάνει γιά τή σωτηρία μας.
Δῆμος Ματσκίδης