Super User

Super User

Παρασκευή, 10 Φεβρουάριος 2023 02:00

Ὡς ἕνα τῶν μισθίων σου

   Ἐγώ θέλω ἔτσι. Ἔχω ρυθμίσει τά πάντα. Θέλω τότε, θέλω ἐκεῖ, θέλω αὐτά, θέλω τώρα. Ἡ ζωή μου εἶναι μία καί εἶναι μικρή και μοῦ ἀνήκει. Ἄν ἦταν δύο, τό συζητοῦσα μποροῦσαν νά ἔχουν κι ἄλλοι λόγο. Τώρα πού εἶναι μία, μήν τήν ἀγγίζετε.
   «Καί ἀπεδήμησεν εἰς χώραν μακράν», ὁ νεώτερος γιός. Ὅσο γίνεται μακριά ἀπ’ τόν πατέρα. Ἐκεῖ κανένας δέν θά ἄγγιζε τή ζωή του καί τήν ἐλευθερία του.
   Ὅμως κι αὐτός ἐδῶ ὁ ὁδοιπόρος ἀπεδήμησε μακριά ἀπ’ τή γῆ τῶν πατέρων του, αὐτός ὅμως ὄχι γιά ν’ ἀντιταταχτεῖ ἀλλά γιά νά ὑποταχτεῖ. Δέν σταματάει πουθενά, δέν βρίσκει πουθενά ἀνάπαυση, εἶναι σέ διαρκῆ ἐγρήγορση. Ποιόν τόπο θά τοῦ δείξει ὁ Θεός; Ὁ ὁδοιπόρος εἶναι ὁ Ἀβραάμ κι ἀνήκει σ’ αὐτούς τούς λίγους πού ἀφήνουν τόν Θεό νά διαλέξει ἀντί γι’ αὐτούς πράγματα πολύ προσωπικά δικά τους, πράγματα αὐτονόητα ὅτι τά διαλέγει ὁ καθένας μόνος του: σέ ποιόν τόπο θά μείνει ἤ ποιά σύζυγο θά πάρει γιά τό γιό του Ἰσαάκ, καί μάλιστα μέ μεσολάβητή τόν δοῦλο του Ἐλεάζαρ. Ὁ μεγάλος ἄρχοντας πατριάρχης σάν ἕνας ὑπηρέτης σκύβει τό κεφάλι σέ ὅλα. Δέν ἔχει δικές του ἐπιλογές.
 Ποιός κερδίζει, ποιός χάνει; Παράδοξα πράγματα. Μέ τήν ὑποταγή κερδίζει κανείς αὐτό πού κυνηγάει ὅταν ρίχνεται στήν ἀποστασία καί τό χάνει. Δηλαδή ζωή καί περίσσεια ζωή. Τό πιό σοβαρό σημεῖο σύγκρισης καί σύγκρουσης ὁλωνῶν μας μέ τούς ἄλλους εἶναι αὐτό: τό πῶς διαχειρίζεται καθένας τή ζωή του, πιστεύοντας ὅτι αὐτό πού ἐπιλέγει σ’ ὅλους τούς τομεῖς εἶναι τό καλύτερο. Ἄρα, ἀφοῦ ἐπέλεξε ὅπως ἤθελε, ἔζησε τή ζωή του. Πληρώνοντας πανάκριβα πολλες φορές σέ χρῆμα, σέ ψέμα, σέ ψυχή, σέ αἷμα. Ὅσο γιά κείνη τή μία ζωή τοῦ Ἀβραάμ πού χάθηκε μές στήν ὑποταγή, ἐπεκτάθηκε σ’ ὅλη τήν ἱστορία, ἀφοῦ ἔγινε πατέρας πολλῶν ἐθνῶν, καί σ’ ὅλη τήν αἰωνιότητα, ἀφοῦ ὁ παράδεισος λέγεται ἀλλιῶς μέ τ’ ὄνομά του: κόλπος, ἀγκαλιά, τοῦ Ἀβραάμ.
asotos2  Πεινάω ἐδῶ σ’ αὐτήν τήν ἐρημιά. Τά γουρούνια περνοῦν καλύτερα ἀπό μένα. Πόσοι ὑπηρέτες τοῦ πατέρα μου χορταίνουν ψωμί κι ἐγώ πεθαίνω! Τοῦς θυμᾶμαι. Κάτι ἄσημοι, κάτι ἀσήμαντοι, κάτι παρακατιανοί ἐκεῖ σέ μιάν ἄκρη μέσα στό σπίτι μου, γαντζωμένοι ἐκεῖ χορταίνουν ψωμί καί λαμπυρίζει ἡ ζωή στά μάτια τους. Θά γυρίσω πίσω καί θά πῶ στόν πατέρα μου νά μέ κάνει σάν ἕνας ἀπό αὐτούς. Σάν ἕναν ὑπηρέτη του. Γιά παραπάνω δέν ἀξίζω.
  Γιά ποιόν εἶναι αὐτή ἡ χρυσή στολή στά χέρια τοῦ πατέρα;
  Ὄχι ὅτι κι αὐτή τή φορά δέν ἔχω νά σοῦ κάνω ὑποδείξεις γιά τή ζωή μου, Κύριε. Ἔχω, καί μάλιστα πολλές. Στίς ὑποδείξεις, ἰδίως πρός Ἐσένα, τά κατάφερνα πάντοτε καλά. Τώρα ὅμως, κλεισμένος σάν τόν τυφλοπόντικα μές στό λαγούμι πού ἔσκαψα μόνος μου μέ τίς ἐπιλογές μου, δέν μέ παίρνει αὐτή τη φορά νά σοῦ κάνω ἄλλες ὑποδείξεις. Γι’ αὐτό πές μου Ἐσύ κι ἐγώ κι ἐγώ θά προσπαθήσω νά ὑπακούσω.

Ζωή Γούλα
Φιλόλογος
Ἀπολύτρωσις 63 (2008) 46-47
Πέμπτη, 23 Φεβρουάριος 2023 03:00

Καιρός σωτηρίας

stadio Συνειδητά ἤ ἀσυνείδητα, ἐν ἐπιγνώσει ἤ ἐν ἀγνοίᾳ τό μεῖζον καί σπουδαῖο θέμα, πού συνέχει τήν καρδιά τοῦ κάθε ἀνθρώπου φτωχοῦ ἤ πλούσιου, διάσημου ἤ ἄσημου, πιστοῦ ἤ ἄπιστου, εἶναι ἡ σωτηρία τῆς μοναδικῆς καί μονάκριβης ψυχῆς του. Ὁ σημερινός ἄνθρωπος ἴσως δείχνει ἀπροβλημάτιστος, καθώς περπατᾶ στό διάστημα καί «ἀπολαμβάνει» τίς δικές του εἰκονικές πραγματικότητες στόν κυβερνοχῶρο. Δέν ἔπαυσε ὅμως νά νιώθει ἀσίγαστη τή φλόγα γιά ζωή, χαρά, πληρότητα. Κι εἶναι ἀκριβῶς αὐτά τά αὐθεντικά ἐκδηλώματα τῆς σωτηρίας.
  Ὡστόσο, δέν μπορεῖ κανείς νά ἐπιτύχει μόνος του τή σωτηρία, ὅσο ἄξιος καί ἅγιος κι ἄν εἶναι.
Ἀπαιτεῖται ἡ συνεργασία μέ τή χάρη τοῦ Θεοῦ. «Ἑκάτερα συγκεκρᾶσθαι προσήκει (=πρέπει νά συνδυασθοῦν τά δύο)», διδάσκει ὁ Μέγας Βασίλειος. Καί βέβαια ὁ Θεός «πάντας ἀνθρώπους θέλει σωθῆναι» (Α' Τι 2,4). Γι᾿ αὐτό τό σκοπό πραγματοποίησε τήν κοσμογονική παρέμβασή του στόν κόσμο. Ἔχει γιά ὅλους ἕτοιμη τή σωτηρία (Α' Πε 1,5). Σώζονται ὅμως μόνο ὅσοι τό θέλουν κι ἐκφράζουν αὐτή τή θέλησή τους μέ τή μετάνοια (πρβλ. Α΄ Τι 4,10).
  Τή μετάνοια θέτει ὡς ἀνυπέρθετη προϋπόθεση τῆς σωτηρίας ὁ σωτήρας μας Ἰησοῦς (Λκ 2,11). Μέ τό εὐαγγέλιό του, τό κατεξοχήν καλό ἄγγελμα, καί τό γεγονός τῆς Ἀναστάσεως καλεῖται ὁ καθένας νά κάνει τήν ἐπιλογή του, ἡ ὁποία θά προδικάσει καί τό αἰώνιο μέλλον του, τή σωτηρία ἤ τήν ἀπώλειά του.
  Ἡ θεοκίνητη πένα τοῦ ἀποστόλου Παύλου συνιστᾶ· «μετά φόβου καί τρόμου τήν ἑαυτῶν σωτηρίαν κατεργάζεσθε» (Φι 2,12). Δέν ἐπιτρέπεται καμία ὀλιγωρία, ἀμέλεια ἤ ἀναβολή· «Σήμερον ἐάν τῆς φωνῆς αὐτοῦ ἀκούσητε» (Ἑβ 3,7 πρβλ. Ψα 94,8) «μή εἰς κενόν τήν χάριν τοῦ Θεοῦ δέξασθαι ὑμᾶς», διότι «ἰδού νῦν καιρός εὐπρόσδεκτος, ἰδού νῦν ἡμέρα σωτηρίας» (Β' Κο 6,1-2).
  Ρέπει, ἐντούτοις, ὁ ἄνθρωπος στήν ἀμέλεια. Κι ἐνῶ οἱ περισσότεροι δέν ἀπορρίπτουν τό θεϊκό προσκλητήριο, ἀναβάλλουν ὅμως τή συμμόρφωσή τους πρός αὐτό. Δέν διαγράφουν τή μετάνοια, ἀλλά τή μεταθέτουν στό μέλλον κι ἐκθέτουν ἔτσι σέ σοβαρό κίνδυνο τή σωτηρία τῆς ψυχῆς τους. Διότι, ἄν ἐκεῖνος ὁ τραγικός τύραννος τῶν Θηβῶν, ὁ Ἀρχίας, ἀναβάλλοντας «ἐς αὔριον τά σπουδαῖα» ἔχασε τήν ἐξουσία καί μαζί τή ζωή του, ποιός ἐγγυᾶται σέ μᾶς ὅτι θά ἔχουμε δικό μας τό αὔριο, ὥστε τότε νά μετανοήσουμε;
  Ἰσχυρό καί ἠχηρό μᾶς ἀπευθύνει τό σωτήριο «νῦν» ἡ Ἐκκλησία μας. Ἀνοίγει μπροστά μας τήν περίοδο τοῦ κατανυκτικοῦ Τριωδίου καί, μέ τήν ἔναρξη τῆς Μεγάλης Τεσσαρακοστῆς, προσκαλεῖ νά εἰσέλθουμε στό στάδιο τῶν ἀρετῶν ὅλοι «οἱ βουλόμενοι ἀθλῆσαι». Ἀναλογιζόμενοι «τά πλήθη τῶν πεπραγμένων δεινῶν» μας, ἀλλά καί προσβλέποντας «εἰς τό ἔλεος τῆς εὐσπλαγχνίας» τοῦ Θεοῦ, μέ συντριβή καί ταπείνωση, μέ μετάνοια καί ἐξομολόγηση γινόμαστε ἀποδέκτες τῆς χάριτος καί τῆς βοήθειας τοῦ Θεοῦ.
 
Αὐτή τήν πολύτιμη προσφορά, αὐτή τή μεγάλη εὐκαιρία, μή τήν ἀμελήσεις, ἀδελφέ μου. Σπεῦσε νά τήν ἀξιοποιήσεις μέ τήν πρέπουσα σοβαρότητα καί χωρίς ἀναβολή !

Στέργιος Ν. Σάκκος
Τρίτη, 01 Ιούλιος 2014 03:00

Σωτήρια ὑπέρβαση

   Παλιά καί πολυσήμαντη ἡ λέξη βρίσκει στίς μέρες μας μία πλούσια καί πολυποίκιλη χρήση, κάποτε δέ καί κατάχρηση. Ἡ σημασία της ἀναδύεται ἀπό τήν ἀνάλυση τῶν συνθετικῶν της. Ὑπέρ + βαίνω = βαίνω ὑπέρ, περνῶ πάνω ἀπό κάποιο ὅριο, τό ξεπερνῶ.
   Εἶναι αὐτονόητο, βέβαια, ὅτι αὐτό τό ξεπέρασμα νοηματίζεται ἀπό τή σημασία, τήν ἀξία ἤ ἀπαξία, τοῦ ὁρίου πού ξεπερνᾶ κανείς. Ἡ ὑπέρβαση τοῦ φόβου, γιά παράδειγμα, ἀναδεικνύει τόν γενναῖο· ἡ ὑπέρβαση τοῦ προσωπικοῦ συμφέροντος, τόν ἥρωα· ἡ ὑπέρβαση τῶν προσωπικῶν δικαιωμάτων γιά χάρη τοῦ ἄλλου χαρακτηρίζει τόν ἀλτρουϊστή. Ἀντίθετα, ἡ ὑπέρβαση τοῦ νόμου κάνει τόν παραβάτη· τῶν ἁρμοδιοτήτων, τόν θρασύ καί πολυπράγμονα κ.ο.κ.
   Ἐχθροί καί φίλοι, βέβαια, χαίρονται νά συμμετέχουν στά εὐχάριστα. Τό νά θέλεις ὅμως νά μοιραστεῖς τή στενοχώρια τοῦ ἄλλου εἶναι γνώρισμα ἀνθρώπου πού ὑπερισχύει στήν ἀγάπη. Αὐτή τήν ὑπέρβαση θαυμάζει ὁ ἅγιος Γρηγόριος Νύσσης. Καί ἡ ζωή τοῦ πιστοῦ εἶναι γεμάτη ἀπό τέτοιες πνευματικές ὑπερβάσεις. Μάλιστα ἡ περίοδος τῆς Μ. Τεσσαρακοστῆς, τήν ὁποία διανύουμε, εἶναι ἡ κατεξοχήν περίοδος τῶν πνευματικῶν ὑπερβάσεων. Μᾶς ὑπενθυμίζει ἡ ἁγία μας Ἐκκλησία τό νόημα καί τό στόχο τῆς πνευματικῆς ζωῆς καί μᾶς καλεῖ σέ μία ἐπανεκκίνηση καί ἀνανέωση τοῦ πνευματικοῦ ἀγώνα.
  Βασικά ὅλη ἡ πνευματική ζωή, ἡ ζωή τῆς πίστεως, εἶναι μία ὑπέρβαση. Χωρίς νά ἀρνεῖσαι τήν παροῦσα ζωή, τήν ὑπερβαίνεις γιά ν᾿ ἀγκαλιάσεις τή μέλλουσα· σημειωτέον ὅτι ἡ Ἐκκλησία ὀνομάζεται «μέλλων αἰών», σέ ἀντίθεση πρός τόν παρόντα, πού χαρακτηρίζει τήν ἀπνευμάτιστη πραγματικότητα αὐτοῦ τοῦ κόσμου. Καί τό θαυμαστό εἶναι ὅτι, δίνοντας προτεραιότητα στή μέλλουσα πραγματικότητα τοῦ Θεοῦ, κερδίζεις καί ἀξιοποιεῖς καλύτερα τήν παροῦσα.
  Ὑπερβαίνει ὁ πιστός τό προσωπικό του θέλημα, γιά νά κάνει τό θέλημα τοῦ Θεοῦ. Αὐτό ἀπαιτεῖ κατανίκηση τῶν παθῶν, καταπάτηση τῶν ἐγωιστικῶν ὑλικῶν συμφερόντων, μία διαδικασία καθόλου εὐχάριστη. Κι ὅμως, ὅταν κατορθώσει κανείς νά κάνει αὐτή τήν ὑπέρβαση, ἀνακαλύπτει ὅτι τό πραγματικό του συμφέρον δέν εἶναι ἄλλο ἀπό αὐτό πού τοῦ ὑπαγορεύει ὁ νόμος τοῦ Θεοῦ. Ἀναφέρω ἐνδεικτικά μόνο τό παράδειγμα τῆς νηστείας. Μέσα στόν καταναλωτικό πυρετό τῆς ἐποχῆς μας φαίνεται σάν ἀνυπόφορη στέρηση καί ἀσφαλῶς θεωρεῖται δυσάρεστη ἐκ πρώτης ὄψεως. Κι ὅμως σήμερα ἐπιβεβαιώνεται ἡ χρησιμότητα αὐτῆς τῆς πνευματικῆς ἄσκησης ὄχι μόνο ἀπό ἐκείνους πού τήν παραδέχονται, ἀλλά καί ἀπό ἐκείνους πού τήν περιφρονοῦν μέν, ἀλλά μιλοῦν γιά ἀνάγκη ἀποτοξίνωσης τοῦ ὀργανισμοῦ κτλ.
  Νηστεία ἀληθινή εἶναι ἡ ἀποξένωση ἀπό τό κακό, ἡ ἐγκράτεια τῆς γλώσσας, ἡ ἀποχή ἀπό τό θυμό, ὁ χωρισμός ἀπό τίς ἐπιθυμίες, τήν κατάκριση, τό ψέμα καί τήν ψευδορκία, διδάσκει ἡ Ἐκκλησία. Προτείνει, δηλαδή, μία σειρά ὑπερβάσεων μέσα ἀπό τίς ὁποῖες ἀσκεῖται ὁ πιστός. Ὅλες αὐτές οἱ πνευματικές ἀσκήσεις μοιάζουν σάν τό κοντάρι πάνω στό ὁποῖο στηρίζεται ὁ ἀθλητής στό ἅλμα ἐπί κοντῷ, γιά νά ἐκτοξευθεῖ στήν ἐπιτυχία. Γι᾿ αὐτό τήν ἀγαποῦν ἰδιαίτερα οἱ χριστιανοί τήν περιόδο τῆς Μ. Τεσσαρακοστῆς. Καλό ἀγώνα, ἀδελφοί μου. Καί μέ τή νίκη!

Στέργιος Σάκκος

Σάββατο, 04 Απρίλιος 2020 03:00

Ἀναβλητικότητα

 roloi Ἡ ἀμέλεια εἶναι ἐχθρός φοβερός καί ὕπουλος! Σέ κάνει νά πιστεύεις ὅτι δέν κάνεις τίποτα κακό, φοβερό καί μή ἀναστρέψιμο. Ἐκεῖ ὅμως πού σοῦ δίνει βολή χαριστική εἶναι στό παιχνίδι τοῦ χρόνου. Δέν σοῦ λέει εὐθέως «μήν κάνεις κάτι», δέν σ᾿ ἀφήνει ὅμως καί νά τό κάνεις ἄμεσα. Σοῦ διατηρεῖ μία ἐλαφρά αἰσιοδοξία, πού θυμίζει τήν τύχη τῶν τροφῶν τίς ὁποῖες διατηροῦμε στή συντήρηση τοῦ ψυγείου. Δυστυχῶς τίς περισσότερες φορές καταλήγουν στόν κάδο ἀπορριμμάτων καί ὄχι στό στομάχι μας, γιά τό ὁποῖο προορίζονταν.
  Φοβᾶμαι πώς κάτι τέτοιο συμβαίνει συχνά καί μέ τά ὄνειρά μας. Πολλά ἀπ᾿ αὐτά καταλήγουν σέ κάποιον... κάδο, ἀχρηστεύονται, δηλαδή, ἀπραγματοποίητα. Γιά ποιό λόγο; Διότι ἀμελήσαμε ἀναβάλλοντας νά τά πραγματοποιήσουμε· νιώθαμε τόσο σίγουροι, πεπεισμένοι σχεδόν, ὅτι ὅλος ὁ χρόνος εἶναι μπροστά μας, καί μᾶς ἀνήκει ὁλοκληρωτικά! Ἔτσι περνοῦμε μιά ζωή ἐφησυχάζοντας· πλησιάζουμε τό στόχο, ποτέ ὅμως τόσο, ὥστε νά ᾿ναι πραγματοποιήσιμος, καί νομίζουμε ὅτι περπατοῦμε στόν σωστό δρόμο καί τά πράγματα βαίνουν «καλῶς λίαν»! Τόσο πού παραλίγο νά τά πετυχαίναμε κιόλας, ἄν δέν ἀναβάλλαμε διαρκῶς. Βιώνοντας τή μετριότητα τοῦ «δέν κάνω κάτι κακό» παραλείπουμε δραματικά νά κάνουμε κάτι καλό, κάτι πού θά μᾶς φέρει πιό κοντά στό στόχο μας, στήν ποιοτική ἀναβάθμιση τῆς καθημερινότητας!

Β. Κ.
Παρασκευή, 11 Μάρτιος 2016 03:00

Ἀπόδειπνο

 fos ilaron Ἤθελα νά σέ συναντήσω στό τέλος τῆς μέρας μου. Μιά ἐπιθυμία νά δοξολογήσω τή μεγαλωσύνη σου, «ὅτι ἄστεκτος ἡ μεγαλοπρέπειά σου». Μιά εὐχαριστία γιά τή μακροθυμία σου. «Ἐσημειώθη ἐφ’ ἡμᾶς τό φῶς τοῦ προσώπου Σου, Κύριε, ἔδωκας εὐφροσύνην εἰς τήν καρδίαν μου».
   Οἱ ἄνθρωποι ἀποροῦν πού μέ βλέπουν νά τρέχω σέ συνάντησή σου. Τί ἀντιπροσωπεύει ἕνας μακρινός Θεός μέσα στόν κόσμο αὐτό; «Τίς δείξει ἡμῖν τά ἀγαθά;» Ὅμως ἐγώ ξέρω πώς Ἐσύ μᾶς συντρόφευσες, ἔσκυψες ἀπό τόν οὐρανό στή γῆ ν’ ἀκούσεις τόν στεναγμό μας, ν’ αὐξήσεις τή χαρά μας. Μέ διαβεβαιώνουν γι’ αὐτό μέ τήν πεῖρα τους οἱ χοροί τῶν μαρτύρων καί τῶν προφητῶν, οἱ ἀπόστολοι καί οἱ πατέρες. «Μεθ’ ἡμῶν ὁ Θεός. Ἐάν πεποιθώς ἐπ’ αὐτῷ ᾦ ἔσται μοι εἰς ἁγιασμόν».
  Κι ἐγώ θέλω νά σοῦ πῶ πώς σέ Σένα ἐναπόθεσα τήν ἐλπίδα μου. «Ἐλέησόν με, Κύριε, ὅτι θλίβομαι». Ὁ ἑαυτός μου, ὁ κόσμος, οἱ ἐχθροί μου… Καί ἐγώ ἀδύναμος μπροστά τους… «Τῶν ἀοράτων ἐχθρῶν μου τό ἄϋπνον ἐπίστασαι». Ζητῶ τήν ἐπέμβασή Σου. «Κύριε, τῶν δυνάμεων μεθ’ ἡμῶν γενοῦ».
 Ὅμως μπροστά στά μάτια μου ὑψώνονται αἱ ἁμαρτίες μου. Μέ ποιά παρρησία νά σοῦ μιλήσω; Ἀλλά σύ εἶ Θεός τῶν μετανοούντων, καί τῆς εἰρήνης, τήν ὁποία δίνεις, «οὐκ ἔστιν ὅριον». Γι’ αὐτό κλίνω γόνυ καρδίας καί δέομαι. «Πνεῦμα ἀργίας, περιεργείας, φιλαρχίας καί ἀργολογίας μή μοι δῷς. Πνεῦμα δέ σωφροσύνης, ταπεινοφροσύνης, ὑπομονῆς καί ἀγάπης χάρισαί μοι τῷ σῷ δούλῳ».
 Δίπλα μου οἱ ἀδελφοί μου. Σκέπασέ μας μέ τή σκέπη τῶν πτερύγων σου καί εἰρήνευσε τή ζωή μας. «Τοῖς μισοῦσι καί ἀδικοῦσιν ἡμᾶς συγχώρησον, Κύριε».
   Ἡ νύχτα σιγά-σιγά τά σκεπάζει ὅλα γύρω μου. Μά δέν μέ φοβίζει. Μόνο «καταξίωσον καί τό νυκτερινόν στάδιον ἀμέμπτως διελθεῖν». Μήν ἐπιτρέψεις νά δώσω τόπο στόν ἐχθρό τῆς ψυχῆς μου. «Φώτισον τούς ὀφθαλμούς μου, μήποτε ὑπνώσω εἰς θάνατον, μήποτε εἴπῃ ὁ ἐχθρός μου ἴσχυσα πρός αὐτόν».
   Ἄς δοξολογῶ παντοῦ καί πάντοτε τό ἅγιο ὄνομά Σου.
   Μέσα στήν κατάνυξη, μέ τήν ὁποία μέ πλημμύρισες, τό Ἀπόδειπνο τελείωσε. Εἰρηνικός ἀφήνω τόν ναό σου. «Ἀντιλήπτωρ τῆς ψυχῆς μου σύ εἶ ὁ Θεός μου».
Κύριλλος

 
 
Πέμπτη, 22 Φεβρουάριος 2024 03:00

Τριώδιο

 triodio  Συλλογιέμαι πώς ἐκεῖνο πού πραγματικά εἴμαστε, τό βαθύ καί ἀληθινό εἶναι μας, ἀνήκει στή μοναδική ἐκείνη κίνηση τοῦ Θεοῦ καί Πατέρα μας: νά μᾶς πλάσει κατ’ εἰκόνα δική Του, μέσα στό μεγαλεῖο τῆς θεϊκῆς Του ἀγάπης, καί καθ’ ὁμοίωσιν, κατά τή θεϊκή Του συγκατάβαση.
  Καί μέ κυριεύει ἕνας μυστικός σπαραγμός σάν ἀναλογίζομαι τήν κίνηση τοῦ πρώτου ἀνθρώπου καί μαζί καί δική μου· νά πετάξει ἀπό πάνω του τή θεοΰφαντη στολή παραβλέποντας τήν ἐντολή τοῦ Θεοῦ «Ἐξεβλήθη Ἀδάμ τοῦ παραδείσου διά τῆς βρώσεως· καί τήν ἰδίαν γύμνωσιν θρηνῶν ὠδύρετο».
 Μέ τί λόγια τάχα νά κλάψω ὅ,τι πολύτιμο ἔχασα; Τή δόξα καί τήν τρυφή μαζί μ’ ὅλα τ’ ἀγαθά; Πῶς θά μπορέσω νά ξαναδῶ τό ὡραιότατο κάλλος, τήν ἄληκτο εὐφροσύνη, τήν ἀπόλαυση τῶν δικαίων; «Οἴμοι, τόν ἀπάτῃ πονηρᾷ πεισθέντα καί κλαπέντα καί δόξης μακρυνθέντα».
  Κι ἀπ’ ὅλα πιό πολύ πῶς δέν θά ξανακούσω τή φωνή τοῦ Θεοῦ μου; «Καί γνῶθι καί ἰδέ ὅτι πικρόν σοι τό καταλιπεῖν σε ἐμέ». Δέν θά σ’ ἀπολαύσω πλέον, παράδεισε, τόπο τῆς «μεγίστης ἡδονῆς καί τρυφῆς αἰωνίου»; Δέν θά ξαναδῶ πιά τόν Κύριο καί Θεό μου; «Ἐλεῆμον, ἐλέησόν με τόν παραπεσόντα».
 Βρίσκομαι, λοιπόν, στόν τόπο τῆς παροικίας μου. Πικρό τό ψωμί πού τρώω μέ τόν ἱδρώτα μου. Ἀλλά δέν φεύγει ἀπό τά μάτια μου ἡ εἰκόνα τοῦ προσώπου Σου κι ἡ καρδιά μου ὁλόκληρη εἶναι στραμμένη σέ Σένα. Δέν θέλω νά ξαναβάλω καρπό παρακοῆς στό στόμα μου. Θά νηστέψω, Κύριε, νά ἑλκύσω τή συγγνώμη Σου. Θά ἁγνίσω τήν ψυχή καί τή σάρκα μου, μήπως καί δῶ πάλι τό ἅγιο πρόσωπό Σου. «Μωσαϊκῶς τήν τετράδα τῆς δεκάδος νηστεύσωμεν καί δάκρυσι τόν Κύριον ἐκζητήσωμεν».
  Ξέρω πώς δέν ἀποστρέφεσαι τή συντετριμμένη καρδιά. Ἐσύ ὁ ἴδιος μέ γέμισες μ’ ἐλπίδα. «Ἀγάπησιν αἰώνιον ἠγάπησά Σε». Γι’ αὐτό, κι ἄν δέν τολμῶ νά γυρίσω τά μάτια στόν οὐρανό, στενάζω ἱκετεύοντας. Κι ἄν δέν ἔχω λόγια δικά μου νά σοῦ μιλήσω, σοῦ κράζω τοῦ τελώνη τήν εὐχή: «σοί προσπίπτω ἐν ταπεινώσει, ἱλάσθητί μοι ὁ Θεός καί ἐλέησόν με καί σύν αὐτῷ με ἀρίθμησον».
  Ἄδειος ἀπό τά πλούτη πού μοῦ χάρισες στέκομαι μπροστά σου. Ὅλα τά ξόδεψα. «Τῆς πατρώας δόξης σου ἀποσκιρτήσας ἀφρόνως ἐν κακοῖς ἐσκόρπισα ὅν μοι παρέδωκας πλοῦτον». Ποῦ ὁ κόπος τῆς ἀγάπης καί ἡ χάρη τῆς καλωσύνης; Ποῦ ἡ ὑπομονή τῆς ἐλπίδος; Ποῦ τῆς ἐλεημοσύνης τό ἔργο καί τῆς εἰρήνης τό πρόσωπο; «Τόν πλοῦτον ἠνάλωσα ὅνπερ ἔλαβον, τῆς ψυχῆς τά χαρίσματα».
  Ἀλλά δέν ἔχω σπίτι ἄλλο ἔξω ἀπό τό δικό Σου, δέν ὑπάρχει γιά μέ κατοικία ἄλλη ἀπ’ τήν οὐράνια πατρίδα. «Ὅθεν σοι τήν τοῦ ἀσώτου φωνήν κραυγάζω, ἥμαρτον ἐνώπιόν σου, πάτερ οἰκτίρμον. Δέξαι με μετανοοῦντα καί ποίησόν με ὡς ἕνα τῶν μισθίων σου». Γιατί ποιός εἶναι δυνατόν νά ζήσει αἰώνια μακριά Σου; «Κλαίω καί ὀδύρομαι ὅταν εἰς αἴσθησιν ἔλθω, τό πῦρ τό αἰώνιον, σκότος τό ἐξώτερον καί τόν τάρταρον…». Τί φόβος τότε, «ὅταν βίβλοι ἀνοιγήσωνται καί φανερωθήσωνται πράξεις ἀνθρώπων»! Πῶς θά γευθῶ ἀπό τό ξύλο τῆς ζωῆς γιά νά ζήσω μαζί Σου; Ἀφήνομαι ὁλόκληρος στήν εὐσπλαγχνία Σου.
 Νά, ἀπό τώρα κιόλας μπαίνω στό στάδιο τῶν ἀρετῶν, ἕτοιμος γιά τ’ ἀγωνίσματα, γιά νά πάρω ἀπό τά χέρια σου στό στεφάνι τῆς ζωῆς τῆς ἀληθινῆς· «ἀναζωσάμενος τόν καλόν τῆς νηστείας ἀγῶνα, ἥτις ἐκτέμνει ἀπό καρδίας πᾶσαν κακίαν». Καί γιά νά ἀξιωθῶ μαζί μέ τούς ἀδελφούς «κατιδεῖν τό πάνσεπτον πάθος τοῦ Χριστοῦ τοῦ Θεοῦ καί τό Ἅγιον Πάσχα».
Κύριλλος

 
 

agioi  Μία ὑπερκόσμια, μεγαλειώδης παρέλαση προβάλλει στό πνευματικό στερέωμα τῆς Ἐκκλησίας τήν Κυριακή τῶν Ἁγίων Πάντων. Εἶναι ἡ στρατιά τῶν ἁγίων μας, πού παρελαύνει θριαμβευτικά μπροστά στό θρόνο τῆς Ἁγίας Τριάδος. Τήν καμαρώνουν οἱ ἀγγελικές δυνάμεις, τή χειροκροτεῖ ὁ οὐράνιος κόσμος. Ἀλλά καί τά βλέμματα ἐκείνων πού ἐπιμένουν νά μή συμβιβάζονται μέ τό πεπερασμένο, πού παραμένουν λάτρεις τοῦ Θεοῦ καί νοσταλγοί τοῦ οὐρανοῦ, στυλώνονται θαυμαστικά στήν ὑπερκόσμια παρέλαση τῶν ἁγίων.
 Πρώτη ἡ Παναγία Μητέρα τοῦ Κυρίου μας καί πίσω της ὁ τίμιος Πρόδρομος, οἱ προφῆτες καί οἱ δίκαιοι τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης, οἱ ἅγιοι ἀπόστολοι τοῦ Χριστοῦ, οἱ πατέρες, οἱ διδάσκαλοι, οἱ μάρτυρες, οἱ ὅσιοι, οἱ ἀσκητές, οἱ ὁμολογητές, οἱ νεομάρτυρες· οἱ ἅγιοι τῶν πρώτων αἰώνων ἀλλά καί τῶν ἡμερῶν μας, ὅλοι μαζί συναπαρτίζουν τή θριαμβεύουσα Ἐκκλησία καί μετέχουν στήν ὑπερκόσμια παρέλαση. Εἶναι ὅλοι αὐτοί οἱ φίλοι τοῦ Θεοῦ, οἱ συνεργάτες του στό ἔργο τῆς σωτηρίας. Ὁ Θεός, πού ἐκ τοῦ μηδενός ἔπλασε τά σύμπαντα καί μόνος του ἔκανε τά πάντα «καλά λίαν», γιά τήν ἀνάπλαση τοῦ πεσμένου κόσμου ζήτησε καί χρησιμοποίησε τή συνεργασία τῶν ἀνθρώπων:

  •  Δανείσθηκε ὁ ἄυλος Θεός τήν ἀνθρώπινη σάρκα ἀπό τήν Παναγία Παρθένο, γιά νά γίνει Θεάνθρωπος. Καί κατέστησε τή Μητέρα του τόν πρῶτο θεωμένο ἄνθρωπο, τόν πρῶτο ἀνθρωπόθεο, τό νδαλμα καί πρότυπο τῶν ἐν Χριστῷ λυτρωμένων.

 Ἀλλά καί ὅλοι οἱ ἄλλοι, τούς ὁποίους θαυμάζουμε καί τιμοῦμε, ἀναγνωρίζοντάς τους τήν ἰδιότητα τοῦ ἁγίου, κάτι ἔχουν προσφέρει γιά τήν πραγματοποίηση τοῦ σχεδίου τοῦ Θεοῦ:

  •  Τόν ἱδρώτα, τόν κόπο, τήν ἀγωνία καί τήν ὅλη προσπάθειά τους οἱ ἀπόστολοι καί ἱεραπόστολοι, πού ἀγωνίσθηκαν, γιά νά σπείρουν τό λόγο τοῦ Εὐαγγελίου σέ ὅλη τή γῆ.
  •  Τό αἷμα τους οἱ μάρτυρες, πού πότισαν μέ αὐτό τό δένδρο τῆς πίστεως καί στερέωσαν καί ἅπλωσαν μέσα στόν κόσμο τήν Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ.
  •  Τό μελάνι τῶν φωτισμένων συγγραμμάτων τους οἱ πατέρες. Μέ τή σοφή διδαχή τους ὁδήγησαν τίς ψυχές στό φῶς τῆς ἀλήθειας. Μέ τόν ἀγώνα τους κράτησαν ἀλώβητη ἀπό τίς αἱρετικές κακοδοξίες τήν «ἅπαξ παραδοθεῖσα» πίστη, γιά νά τήν κληροδοτήσουν στίς ἐπερχόμενες γενεές ἀκέραιη καί ζωντανή.
  •  Τό δάκρυ τῆς μετάνοιας ὅλοι. Μέ τή συγκλονιστική μετάνοια ἄλλαξαν ζωή οἱ ἁμαρτωλοί, ἀποδέχθηκαν τή χάρη τοῦ Θεοῦ καί ἔγιναν ἅγιοι. Μέ τή διά βίου μετάνοια ἔλαμψαν οἱ ἀσκητές καί «ἐγεώργησαν τῆς ἐρήμου τό ἄγονον».

 Ἁγιασμένοι ἀπό τή μετάνοια καί τό ἔλεος τοῦ Θεοῦ οἱ ἅγιοι ἔγιναν οἱ ἀδιάψευστοι μάρτυρες τῆς ἀναστάσεως τοῦ Χριστοῦ. Ἄν ὁ Χριστός δέν ἀναστήθηκε, ποιό νόημα θά εἶχαν οἱ ἑκατόμβες τῶν μαρτύρων τῆς πίστεως; Γιά ποιό λόγο θά ὑπέμεναν τό μαρτύριο τῆς συνειδήσεως δουλαγωγώντας τό σῶμα καί ὑποτάσσοντάς το στίς προσταγές τοῦ Χριστοῦ; Οἱ ἅγιοι μαρτυροῦν τήν ἀλήθεια τῆς Ἀναστάσεως μέ τήν ἀναστημένη ζωή τους, τήν ὁποία πολλοί ἀπό αὐτούς ἐπισφράγισαν μέ τό μαρτύριο. Τήν ὑπογράφουν μέ τά τίμια λείψανά τους, αὐτή τήν ἀκλόνητη μαρτυρία τῆς ἀφθαρτοποίησης τοῦ θνητοῦ ἀνθρώπινου σώματος.
 Εἶναι οἱ ἅγιοι τό ζωντανό καί ἐφαρμοσμένο Εὐαγγέλιο. Ἡ ζωή καί ἡ ἱστορία τους ἀποδεικνύει ὅτι τό Εὐαγγέλιο τοῦ Χριστοῦ δέν εἶναι μία ἀνεφάρμοστη οὐτοπία ἀλλά μία χειροπιαστή πραγματικότητα. Ὅσο ἀκατάληπτα κι ἄν ἠχοῦν στά αὐτιά τῆς παραστρατημένης κοινωνίας μας ἔννοιες ὅπως ἡ ἀγάπη, ἡ ἁγνότητα, ἡ ἀνεκτικότητα, ἡ συγχωρητικότητα, ἡ θυσία, καί ὅλα τά μεγάλα καί ὑψηλά πού κηρύττει ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ δέν εἶναι ἀνεδαφικά καί ἀνεφάρμοστα. Τά ἐφήρμοσαν οἱ ἅγιοί μας. Μποροῦμε καί ὀφείλουμε νά τά ἐφαρμόσουμε καί ἐμεῖς, ὅσοι ἀναγνωρίζουμε ὡς λόγο Θεοῦ τό Εὐαγγέλιο.
 Εἶναι ἀκόμη οἱ ἅγιοι ἐγγύηση ὅτι ἡ Ἐκκλησία θά νικήσει. Ὅσο κι ἄν μαίνεται ὁ ἀντίθεος κόσμος, ὅσο κι ἄν λυσσομανᾶ ἡ θύελλα τῆς ἀπιστίας, ὅσο κι ἄν θριαμβολογοῦν οἱ σκοτεινές δυνάμεις, ἡ νίκη ἀνήκει στήν πίστη. Ὅλοι οἱ ἐχθροί τῆς πίστεως ὑπῆρχαν καί στά χρόνια τῶν ἁγίων καί τούς πολέμησαν λυσσαλέα. Τούς ταλαιπώρησαν καί τούς κακοποίησαν μέ κάθε τρόπο, μά τελικά οἱ διῶκτες ὁμολόγησαν τήν ἥττα τους, καί ἡ πίστη τῶν ἁγίων θριάμβευσε.
 Μέ δεδομένη τή δική τους καταξίωση οἱ ἅγιοι στέκουν ὁδοδεῖκτες στήν πορεία μας γιά τόν οὐρανό. Εἶναι οἱ ἔμπειροι διαβάτες, πού ἀκολουθώντας τά χνη τοῦ Χριστοῦ ἔφθασαν νικητές στό οὐράνιο τέρμα. Αὐτοί ξέρουν καί μποροῦν νά μᾶς κατευθύνουν ἀλάνθαστα. Μποροῦν νά γίνουν τό κριτήριο τῆς πίστεως καί ἡ λυδία λίθος γιά τόν ἔλεγχο τῆς πνευματικῆς μας πορείας. Καί εἶναι τόσο προσιτοί σέ ὅλα τά φύλα, σέ ὅλες τίς ἡλικίες, σέ ὅλες τίς φυλές , καί σέ ὅλες τίς τάξεις τῶν ἀνθρώπων. Στή χορεία τους καταλέγονται ἄνδρες καί γυναῖκες, σεβάσμιοι γέροντες καί μικρά παιδιά καί ἔφηβοι. Ἄνθρωποι ἀπ᾿ ὅλα τά ἐπαγγέλματα: πάμπλουτοι ἄρχοντες, ἐπιφανεῖς ἀξιωματοῦχοι, ἔνδοξοι στρατηγοί, φημισμένοι ἐπιστήμονες ἀλλά καί φτωχοί, ἄσημοι καί ἀγράμματοι πού θάμπωσαν τήν ἀνθρωπότητα μέ τήν ἁγιότητά τους. Ὑπάρχουν ἅγιοι ἁγιασμένοι ἀπό τήν ὥρα πού συνελήφθησαν στά σπλάχνα τῆς μάνας τους καί ἄλλοι οἱ ὁποῖοι κυλίσθηκαν στό βόρβορο τῆς ἁμαρτίας καί πληγώθηκαν κατάστηθα ἀπό τά βέλη της, τελικά ὅμως ἀνένηψαν καί ἀναδείχθηκαν ἅγιοι.
 Εἶναι σφάλμα σοβαρό νά βγάζουμε τούς ἁγίους ἔξω ἀπό τό χῶρο μας, νά τούς τοποθετοῦμε σέ ἕνα βάθρο ἀπροσπέλαστο καί συνήθως ἀδιάφορο γιά τόν κοινό ἄνθρωπο. Στέκουν κοντά, πολύ κοντά μας οἱ ἅγιοι καί μεσιτεύουν στόν Κύριο γιά μᾶς. Στό βιβλίο τῆς Ἀποκαλύψεως παρουσιάζεται μία θαυμάσια εἰκόνα: Μπροστά στό θρόνο τοῦ τριαδικοῦ Θεοῦ φθάνει ὡς θυμίαμα ἡ προσευχή τῶν μελῶν τῆς στρατευομένης Ἐκκλησίας. Ἐκεῖ ἑνώνεται μέ τήν προσευχή τῶν «πεπελεκημένων» μαρτύρων τῆς θριαμβεύουσας Ἐκκλησίας, πού βρίσκονται κάτω ἀπό τό θυσιαστήριο καί ἀκατάπαυστα κραυγάζουν πρός τόν Κύριο ζητώντας τήν παρέμβασή του.
 Οἱ ἅγιοι, οἱ φίλοι τοῦ Θεοῦ, εἶναι καί οἱ δικοί μας καλοί φίλοι. Μᾶς παραστέκουν στόν ἀγώνα τῆς ζωῆς, μᾶς παρηγοροῦν, μᾶς συμβουλεύουν, μᾶς ἐνθαρρύνουν καί μᾶς ἐμπνέουν. Μετάνοια καί πίστη στό ἔλεος τοῦ Θεοῦ, προσπάθεια καί ἀγώνας ἀκατάπαυστος γιά τήν ἐφαρμογή τοῦ θελήματος τοῦ Θεοῦ εἶναι τό μήνυμά τους γιά μᾶς. Κι ὅταν σ᾿ αὐτόν τόν ἀγώνα ἀποκάμουμε, μήν ξεχνοῦμε πώς οἱ ἅγιοι ἀναφέρουν στόν Κύριο τά αἰτήματά μας. Ἄν εἶναι τιμή καί χαρά νά ἔχεις ἕναν φίλο, ἕναν δικό σου ἄνθρωπο στή Βουλή, καί σοῦ δίνει θάρρος ἡ σκέψη ὅτι αὐτός θά ὑποστηρίξει τά θέματά σου, πόσο μεγαλύτερη χαρά, τιμή καί ἄνεση εἶναι ἡ πρεσβεία τῶν ἁγίων! Μᾶς ἐκπροσωποῦν στή «Βουλή» τοῦ Θεοῦ καί μέ ἐνδιαφέρον παρακολουθοῦν τόν ἀγώνα μας σ᾿ αὐτή τή ζωή, περιμένοντας νά χαροῦμε μαζί τους τή δόξα τοῦ παραδείσου.

Στέργιος Σάκκος
Ἀπολύτρωσις 59 (2004) 124-125
Τετάρτη, 09 Ιούλιος 2014 03:00

Γνωριμία μέ τό Ψαλτήρι

  Τήν πρώτη θέση ἀνάμεσα στά διδακτικά βιβλία τοῦ κανόνα τῆς Π. Διαθήκης κατέχει τό βιβλίο πού ὀνομάζεται Ψαλτήρ ἤ Ψαλτήριον ἤ Βίβλος Ψαλμῶν ἤ Ψαλμοί. Εἶναι μιά συλλογή 150 θρησκευτικῶν ποιημάτων μέ περιεχόμενο πότε δοξολογικό καί εὐχαριστιακό, ἄλλοτε θρηνητικό καί κατανυκτικό καί ἄλλοτε διδακτικό καί προφητικό.
  Ἡ κεντρική ἰδέα ὅλου τοῦ βιβλίου συνοψίστηκε πολύ εὔστοχα ἀπό τόν μεγάλο θεολόγο καθηγητή Π. Τρεμπέλα σέ μία φράση: «Ὁ Θεός καί ὁ ἄνθρωπος κατενώπιον τοῦ Θεοῦ».
dabid Ὁ συγγραφέας του: Ὁ μεγαλύτερος ὄγκος αὐτῶν τῶν ποιημάτων εἶναι δημιουργήματα τοῦ θεόπνευστου προφητάνακτος Δαβίδ, ἀλλά καί οἱ ἐλάχιστοι ψαλμοί πού δέν ἀποδίδονται σ᾿ αὐτόν ἔχουν γραφεῖ κατά ἀπομίμηση τῶν δικῶν του, ἀπό ποιητές τρόπον τινά μαθητές τοῦ Δαβίδ. Ἔτσι δέν ἀπέχει πολύ ἀπό τήν ἀλήθεια ἡ γνώμη τοῦ Χρυσοστόμου καί ἄλλων Πατέρων ὅτι ὁ Δαβίδ εἶναι ὁ συνθέτης τοῦ Ψαλτηρίου καί δικαιολογεῖται ἡ ὀνομασία μέ τήν ὁποία ἐπικράτησε τό βιβλίο: Ψαλμοί τοῦ Δαβίδ.
 Ἡ χρήση του: Τούς Ψαλμούς, ἀνάλογα μέ τό περιεχόμενό τους, τούς χρησιμοποιοῦσαν οἱ Ἑβραῖοι στή λατρεία τους. Ἡ ἀπαγγελία τους συνοδευόταν συνήθως ἀπό τό ψαλτήριο, ἔγχορδο μουσικό ὄργανο, πιθανόν κάτι παρόμοιο μέ τή γνωστή ἅρπα.
 Στήν ἐποχή τῆς Κ. Διαθήκης ὁ ἴδιος ὁ Κύριος καί ἀργότερα οἱ ἀπόστολοι στό κήρυγμά τους συχνά ἀνατρέχουν στούς Ψαλμούς. Ἐπίσης οἱ συγγραφεῖς τῆς Κ. Διαθήκης χρησιμοποιοῦν τό βιβλίο τῶν Ψαλμῶν περισσότερο ἀπό ὅλα τά ἄλλα βιβλία τῆς Π. Διαθήκης. Σέ ὅλη τήν Κ. Διαθήκη βρίσκουμε περίπου 400 μέ 500 παραθέματα ἀπό τήν Παλαιά. Τά μισά ἀπ᾿ αὐτά εἶναι στίχοι τοῦ Ψαλτηρίου.
 Στή λατρεία τῆς Ἐκκλησίας ἐπίσης διαβάζεται περισσότερο ἀπό ὅλα τά ἄλλα βιβλία ὄχι μόνο τῆς Παλαιᾶς ἀλλά καί τῆς Καινῆς Διαθήκης. Ἤδη οἱ πρῶτοι χριστιανοί ἔκαναν συχνή χρήση τῶν ψαλμῶν καί μάλιστα τῶν μεσσιακῶν, αὐτῶν δηλαδή πού περιεῖχαν προφητεῖες γιά τήν ἔλευση, τή ζωή, τό θάνατο καί τήν Ἀνάσταση τοῦ Κυρίου. Ὁ Μ. Βασίλειος ὀνομάζει τό βιβλίο τῶν Ψαλμῶν «φωνή τῆς Ἐκκλησίας» καί ὁ ἅγιος Κύριλλος Ἀλεξανδρείας μᾶς πληροφορεῖ ὅτι «σφόδρα αὐτῇ ἐν ἐκκλησίᾳ Κυρίου ταῦτα ψάλλουσιν εἰς ὑπακοήν τοῦ λαοῦ».
 Μέ ἰδιαίτερο ζῆλο χρησιμοποιοῦσαν τό Ψαλτήρι οἱ μοναχοί, ἐνῶ σύμφωνα μέ τόν δεύτερο κανόνα τῆς Ζ΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου τίθεται ὡς ἀπαραίτητη προϋπόθεση γιά τή χειροτονία εἰς ἐπίσκοπον ἡ γνώση τοῦ Ψαλτηρίου ἀπό τόν ὑποψήφιο.
 Μάθαιναν καί ἀποστήθιζαν ψαλμούς ὄχι μόνο οἱ ἐπίσκοποι καί οἱ ἱερεῖς, ἀλλά καί οἱ πιστοί καί τούς ἔψαλλαν σέ διάφορες περιστάσεις τῆς ἰδιωτικῆς τους ζωῆς. Ὁ ἅγιος Χρυσόστομος μᾶς πληροφορεῖ χαρακτηριστικά ὅτι πολλοί ἄνθρωποι δέν γνώριζαν οὔτε ὀνομαστικά τά βιβλία τῆς Π. Διαθήκης, γνώριζαν ὅμως ἀπ᾿ ἔξω κάποιους ψαλμούς.
 Ὅπως μᾶς παραδίδει ὁ Μ. Βασίλειος, ἡ ἐκφώνηση τῶν ψαλμῶν γινόταν στήν Ἐκκλησία μέ τρεῖς τρόπους: 1) Ἕνα πρόσωπο ἀπήγγειλε τόν ψαλμό (μονοφωνικά). 2) Δύο χοροί ἀπήγγειλαν ἐναλλάξ (ἀντιφωνικά). 3) Δύο ἤ καί περισσότεροι χοροί ἀπήγγειλαν ταυτόχρονα τόν ψαλμό (πολυφωνικά). Ἡ ἀπαγγελία γινόταν «ἐμμελῶς», ἀλλά μέ τρόπο πού νά μποροῦν ὅλοι νά συναπαγγέλλουν.
  Ἀπό τίς πρῶτες συνάξεις τῶν χριστιανῶν ἡ παράδοση τῆς ἀνάγνωσης τοῦ Ψαλτηρίου ἔφτασε μέχρι τήν ἐποχή τῆς Τουρκοκρατίας, ὅπου τό Ψαλτήρι καί τό Ὀκτωήχι ἦταν τά πρῶτα βιβλία πού μάθαιναν νά διαβάζουν τά Ἑλληνόπουλα. Γι᾿ αὐτό καί στήν περίοδο ἐκείνη ἔγιναν πολλές ἐκδόσεις του. Ἀπό τό 1486 ὥς τό 1821 ἐκδόθηκε περισσότερες ἀπό 45 φορές. Τήν δια ἐποχή ἐκδίδονται ἐπίσης καί πολλές μεταφράσεις τοῦ Ψαλτηρίου.
Βενιαμίν
Ἀπολύτρωσις 64 (2009) 298-299
 
 
Τετάρτη, 02 Ιούλιος 2014 03:00

Δύο ἐμπόδια

Ἡ ἀπορία
megas arxiereus Στήν ἀρχή τοῦ 12ου κεφαλαίου τῆς πρός Ἑβραίους Ἐπιστολῆς ὁ ἀπόστολος προτρέπει τούς πιστούς νά ἀτενίζουν πρός τόν «ἀρχηγόν καί τελειωτήν τῆς πίστεως Ἰησοῦν Χριστόν». Ἐκεῖνος εἶναι ἡ πηγή τῆς δυνάμεως καί τῆς ἐμπνεύσεως γιά τόν ἀγώνα αὐτῆς τῆς ζωῆς πού τερματίζεται στόν οὐρανό. Ἐκεῖ ὁ ἴδιος ὁ Κύριος μᾶς περιμένει καθήμενος στά δεξιά τοῦ Πατρός. Ὑπάρχουν ὅμως δύο ἐμπόδια πού παρεμβάλλονται σ᾿ αὐτή τήν πορεία καί πρέπει νά ξεπερασθοῦν. Γι᾿ αὐτό ὁ ἀπόστολος Παῦλος συνιστᾶ: «ὄγκον ἀποθέμενοι πάντα καί τήν εὐπερίστατον ἁμαρτίαν» (Ἑβ 12,1). Ἀντιλαμβανόμαστε, βέβαια, ὅτι ἡ ἁμαρτία ἀποτελεῖ σημαντικό ἐμπόδιο στήν πνευματική πορεία τοῦ πιστοῦ. Γιατί ὅμως χαρακτηρίζεται ὡς «εὐπερίστατος»; Ἐπιπλέον, ποιός εἶναι ὁ «ὄγκος», τόν ὁποῖο ἀναφέρει ὁ ἀπόστολος, καί πῶς αὐτός ἐμποδίζει τήν πνευματική ζωή;
Προϋποθέσεις ἀνυψώσεως
 Στό ἀμέσως προηγούμενο κεφάλαιο, τό 11ο τῆς Ἐπιστολῆς, γίνεται ἀναφορά στήν πίστη. Μνημονεύεται ἐπίσης ἕνας μεγάλος ἀριθμός ἀνθρώπων τοῦ Θεοῦ, πού διακρίθηκαν γιά τήν πίστη τους. Ὅλοι αὐτοί ἀποτελοῦν τό «περικείμενον νέφος μαρτύρων», ἕνα σύννεφο πού μᾶς περιβάλλει καί μᾶς ἀνυψώνει ἀπό τή γῆ στά οὐράνια. Γιά τήν ἀνύψωση ὅμως αὐτή ἀπαιτεῖται καί ἡ συνεργασία τοῦ πιστοῦ. Αὐτή συνίσταται σέ δύο πράγματα: α) Νά εἶναι ἀνάλαφρος, χωρίς κάποιο βάρος πού νά τόν καθηλώνει στή γῆ, καί β) νά παραμένει ἀδέσμευτος ἀπό τίς παγίδες πού τόν ρίχνουν στό χῶμα. Βάρος στήν περίπτωσή μας εἶναι ὁ ὄγκος καί παγίδες ἡ ἁμαρτία, ἡ ὁποία μάλιστα χαρακτηρίζεται εὐπερίστατος, διότι εὔκολα μᾶς περιβάλλει καί μᾶς καταβάλλει.
Σάν τόν ἀετό
 Ποιός δέν γνωρίζει πόσο εὔκολα «τά μάτια δελεάζονται, τ᾿ αὐτιά καταθέλγονται, ἡ ἁφή γαργαλίζεται, ἡ γλώσσα γλιστρᾶ κι ὁ λογισμός ἔχει ἔντονη τή ροπή πρός τό κακό», ὅπως σχολιάζει ὁ Θεοδώρητος;
 Πολλοί παθαίνουν συχνά τό πάθημα τοῦ ἀετοῦ: Τό δυνατό πουλί διέκρινε στόν ποταμό ἕνα ψοφίμι. Ὅρμησε, λοιπόν, ἔμπηξε τά νύχια του στή λεία καί ἐπιδόθηκε στήν ἀπόλαυση τοῦ φαγητοῦ, χωρίς νά νοιάζεται πού παρασύρεται ἀπό τό ρεῦμα. Εἶχε ἐμπιστοσύνη στά δυνατά φτερά του. Πολλές φορές χάρη σ᾿ αὐτά ἀπομακρύνθηκε ἀπό τόν κίνδυνο. Πράγματι, τό ρεῦμα πλησίασε στούς καταρράκτες μεταφέροντας στήν ὁρμή του τόν ἀετό προσηλωμένο στό ψοφίμι. Μόλις τό ἀντιλήφθηκε ἐκεῖνος, ἄνοιξε διάπλατα τίς φτεροῦγες του, γιά νά πετάξει ψηλά, ὅπως συνήθιζε. Τοῦ κάκου, ὅμως! Μπηγμένα στό πτῶμα τά νύχια του εἶχαν παγώσει κι εἶχαν συνδεθεῖ ἀναπόσπαστα μαζί του. Ἔτσι, ἀκολούθησε τήν πορεία τοῦ πτώματος· συντρίφθηκε στήν ὁρμή τοῦ καταρράκτη. Πόσες ψυχές δέν συντρίβονται καθημερινά περιπλεγμένες στά δίχτυα τῆς εὐπερίστατης ἁμαρτίας, πού ἑλκύει καί δελεάζει τά θύματά της, γιά νά τά ὁδηγήσει τελικά στόν πνευματικό θάνατο!
Ἐπιτυχίες καί καυχήματα
 Τό ἄλλο ἐμπόδιο, τό ὁποῖο ἐπισημαίνει ὁ ἀπόστολος, εἶναι ὁ ὄγκος. Ἔτσι ὀνομάζει τό βάρος τῶν βιοτικῶν πραγμάτων καί φροντίδων, πού χαυνώνουν τήν ψυχή καί τήν παραδίδουν στή ραθυμία. Μιλᾶ μάλιστα γιά «πάντα ὄγκον». Εἶναι, ὅπως ἑρμηνεύει ὁ ἅγιος Χρυσόστομος, «πάντα τά ἀνθρώπινα», ὅλα τά κατορθώματα καί καυχήματα πού δίνουν στόν ἄνθρωπο μία κακῶς νοουμένη αὐτοπεποίθηση καί τόν γεμίζουν μέ ὑπερηφάνεια καί ἔπαρση.
 Ἀσφαλῶς οἱ ἑβραῖοι παραλῆπτες τῆς Ἐπιστολῆς ἀντιμετώπιζαν ἄμεσα τήν ἀπειλή τοῦ ὄγκου. Καθώς προέρχονταν ἀπό τόν ἐκλεκτό καί περιούσιο λαό τοῦ Θεοῦ, νόμισαν ὅτι μποροῦν νά μεταλλάξουν τή θεϊκή δωρεά σέ ἐθνικό τους προνόμιο. Συμπεριφέρονταν σάν «χαϊδεμένα παιδιά» τοῦ Θεοῦ. Καμάρωναν καί καυχῶνταν μέ τή συνείδηση πώς αὐτοί εἶναι οἱ ἐκλεκτοί κι ὅλοι οἱ ἄλλοι δέν ἀξίζουν τίποτε. Αὐτή τή φαρισαϊκή νοοτροπία ἤλεγξε σκληρά καί ὁ Κύριος, ἀποκαλύπτοντας ὅτι οὔτε οἱ ἴδιοι ἀξιοποιοῦσαν τίς δωρεές τοῦ Θεοῦ, ἀλλά καί τούς ἄλλους ἐμπόδιζαν νά τίς ἀποκτήσουν.
 Δέν ἀποτελεῖ, λοιπόν, μόνο ἡ ἁμαρτία καί ἡ πτώση ἐμπόδιο γιά τή σωτηρία τοῦ ἀνθρώπου. Ἐμπόδιο μεγάλο καί ὕπουλο εἶναι καί οἱ ἐπιτυχίες, τά κατορθώματα, τά προνόμια καί τά θετικά στοιχεῖα, πού μπορεῖ κάποιος νά διαθέτει. Ἐφόσον αὐτονομεῖται ἀπό τόν Θεό ὁ ἄνθρωπος, ἐφόσον θεωρεῖ καί προβάλλει ὡς προσωπικά του ἐπιτεύγματα τίς δωρεές τοῦ Θεοῦ, κινδυνεύει νά καταπλακωθεῖ κάτω ἀπό τό βάρος τοῦ ὄγκου.
 Σοφά οἱ ἅγιοι πατέρες ἐπισημαίνουν ὅτι, ἐνῶ ὅλα τά ἁμαρτήματα μᾶς καταβάλλουν ὅταν ἀμελοῦμε τόν πνευματικό ἀγώνα, ἡ ὑπερηφάνεια μᾶς προσβάλλει ὅταν ἐπιτυγχάνουμε καί προοδεύουμε. Γι᾿ αὐτό καί ἡ Ἐκκλησία μας πάντοτε, καί μάλιστα στήν περίοδο τοῦ Τριωδίου καί τῆς Μεγάλης Τεσσαρακοστῆς, ἐφιστᾶ τήν προσοχή μας στόν κίνδυνο τῆς ἐπάρσεως καί μᾶς προτρέπει νά ταπεινοφρονοῦμε. Ἡ ταπεινοφροσύνη εἶναι ἡ μόνη ἀσφαλής ὁδός γιά τή σωτηρία.
Στέργιος Σάκκος
Ἀπολύτρωσις 60 (2005) 114-115
Παρασκευή, 19 Νοέμβριος 2021 03:00

Ἡ ἀγαθή μερίδα

 Christ-In-The-House-Of-Martha-And-Mary Φιλοξενούμενος ὁ Κύριος στήν Βηθανία, ἕνα προάστιο τῶν Ἰεροσολύμων, στό γνωστό καί φιλικό σπίτι τῶν ἀδελφῶν Μάρθας, Μαρίας καί Λαζάρου -ὁ πατέρας τῆς οἰκογένειας, Σίμων ὁ λεπρός (βλ. Μθ 26,6· Μρ14,3), εἶχε πεθάνει- ἀξιοποιεῖ τήν εὐκαιρία γιά νά διδάξει τούς παρευρισκομένους. Ἡ Μάρθα ὡς οἰκοδέσποινα καταγίνεται μέ τήν περιποίηση τοῦ φιλοξενουμένου, ἐνῶ ἡ μικρότερη ἀδελφή της, Μαρία, καθισμένη κοντά στά πόδια τοῦ Ἰησοῦ ἀκούει μέ προσοχή τήν διδασκαλία του (Λκ 10,39). Αὐτό ἐνόχλησε τήν Μάρθα, ἡ ὁποία «περιεσπᾶτο περί πολλήν διακονίαν», καταγινόταν ὑπερβολικά μέ τήν φροντίδα τῆς φιλοξενίας. Πιθανόν ἑτοίμαζε πλούσιο τραπέζι μέ πολλά φαγητά, πού μάλιστα ἀπαιτοῦσαν ἰδιαίτερο κόπο καί χρόνο γιά τήν προετοιμασία. Ἐπειδή ὅμως δέν μποροῦσε νά τά προλάβει ὅλα μόνη της, ἔρχεται στόν Κύριο πού δίδασκε καί κάνει τά παράπονά της· «Κύριε, δέν σέ μέλει πού ἡ ἀδελφή μου μέ ἄφησε μόνη νά διακονῶ; Πές της, σέ παρακαλῶ, νά μέ βοηθήσει». Ἀξίζει νά προσέξουμε ὅτι ἡ Μάρθα δέν ἀπευθύνεται στήν ἀδελφή της ἀλλά στόν Κύριο. Στό παράπονο τῆς Μάρθας ὁ Κύριος ἀπαντᾶ· «Μάρθα Μάρθα, μεριμνᾷς καί τυρβάζῃ περί πολλά· ἑνός δέ ἐστι χρεία· Μαρία δέ τήν ἀγαθήν μερίδα ἐξελέξατο, ἥτις οὐκ ἀφαιρεθήσεται ἀπ᾿ αὐτῆς» (Λκ 10,41-42). Σ᾿ αὐτά ἀκριβῶς τά λόγια τοῦ Κυρίου ἑστιάζεται ἡ ἀπορία μας.
 Τά λόγια τοῦ Κυρίου πρός τήν Μάρθα ἔχουν παρεξηγηθεῖ ἀπό πολλούς καί ἑρμηνεύθηκαν ὡς ἑξῆς: «Ταλαίπωρη Μάρθα, βυθίστηκες στίς πολλές μέριμνες τοῦ κόσμου. Ἕνα μόνο σοῦ χρειάζεται· νά ἐγκαταλείψεις τά κοσμικά καί νά στραφεῖς πρός τά πνευματικά, ὅπως ἡ Μαρία. Ἀπό τίς δύο ἀσχολίες ἡ ἀγαθή εἶναι αὐτή τήν ὁποία διάλεξε ἡ Μαρία». Ἐπίσης, ἡ διαμαρτυρία τῆς Μάρθας θεωρήθηκε ὡς ἐκδήλωση ζηλοτυπίας πρός τήν ἀδελφή της. Μέ τίς ἑρμηνεῖες αὐτές ἀδικεῖται ἡ ἀλήθεια καί ὑποτιμᾶται τό πρόσωπο τῆς Μάρθας, διότι τάχα ἀσχολεῖται μόνο μέ τήν ὕλη καί δέν ἔχει ἀνώτερες πνευματικές πτήσεις ὅπως ἡ Μαρία. Ἐντούτοις, ὁ διάλογος τῆς Μάρθας μέ τόν Ἰησοῦ Χριστό, ὅπως τόν διασώζει ὁ εὐαγγελιστής Ἰωάννης (βλ. Ἰω 11,21-28), ἀποκαλύπτει τόν θεῖο φωτισμό καί τό πνευματικό μεγαλεῖο τῆς ἀνδρείας αὐτῆς γυναίκας.
 Ἡ ἀπάντηση τοῦ Κυρίου, ὅπως φαίνεται κι ἀπό τήν ἐπανάληψη τοῦ ὀνόματος τῆς Μάρθας, «Μάρθα Μάρθα, μεριμνᾷς καί τυρβάζῃ περί πολλά», ἦταν μία ἐλαφρά ἐπίπληξη, πού φανέρωνε ταυτόχρονα ὅλη τήν συμπάθεια καί τήν εὔνοιά του. Τό ρῆμα «μεριμνῶ» ὑποδηλώνει ἐσωτερική ἀνησυχία, ἐνῶ τό «τυρβάζομαι» ἀναφέρεται σέ ἐξωτερικές ἐκδηλώσεις ταραχῆς. Ὁ Κύριος θέλει νά καθησυχάσει τήν Μάρθα. Τήν βλέπει νά καταπιάνεται μέ πολλά, καί τήν συμβουλεύει· «ἑνός δέ ἐστι χρεία», εἶναι, δηλαδή, ἀρκετό ἕνα φαγητό. Ὁ Ἰησοῦς προτιμᾶ νά τρέφει αὐτούς πού τόν φιλοξενοῦν μέ τήν διδασκαλία του παρά νά ἀπολαμβάνει τά πολλά τους ἐδέσματα. Δέν θέλει νά στερεῖται οὔτε ἡ Μάρθα οὔτε ἡ Μαρία τήν ἀγαθήν μερίδα, τήν θεία διδασκαλία του, πού εἶναι ἡ τροφή τῆς ψυχῆς, ἀνώτερη ἀπό ὁποιαδήποτε ἄλλη τροφή καί προσφορά.
 Ὁπωσδήποτε, ὅπως σημειώνει ὁ ἅγιος Μακάριος, ὁ Κύριος δέν ἀποποιεῖται, δέν ἀπορρίπτει τό ἔργο τῆς διακονίας. Ἁπλῶς μιλᾶ «ὡς τό μεῖζον τοῦ ἐλάττονος προτιθείς». Δίδει τήν πρώτη θέση στήν διδαχή καί τήν δεύτερη στήν διακονία τοῦ φαγητοῦ. Μέ τήν ἴδια νοοτροπία οἱ ἀπόστολοι, ὅταν δημιουργήθηκε πρόβλημα στήν πρώτη ἐκκλησία, ἀνέθεσαν στούς διακόνους τήν διακονία τῶν τραπεζῶν, γιά νά ἔχουν οἱ ἴδιοι τήν ἄνεση νά διακονοῦν ἀπερίσπαστα τό κήρυγμα τοῦ θείου λόγου (Πρξ 6,1-6). Ἐξάλλου, στήν συγκεκριμένη περίπτωση δέν τίθεται θέμα συγκρίσεως μεταξύ ἀκροάσεως τοῦ θείου λόγου καί διακονίας. Ὁ Κύριος τονίζει τήν ἀξία τοῦ πρώτου, διότι αὐτό θά κινητοποιήσει γιά τό δεύτερο, τήν διακονία.
 Ὅπως καθαρά φαίνεται στίς σχετικές εὐαγγελικές διηγήσεις, ἡ Μάρθα δέν ὑστερεῖ πνευματικά ἔναντι τῆς Μαρίας. Λαχταροῦσε κι αὐτή νά ἀκούσει τόν Διδάσκαλο. Ὑπερνικᾶ, ὡστόσο, τήν προσωπική της ἐπιθυμία καί εὐχαρίστηση, μεριμνώντας γιά τήν ἐξυπηρέτηση τῶν ἄλλων. Ὡς μεγαλύτερη καί ὡριμότερη θυσιάζεται, γιά νά ἐκφράσει τήν ἀγάπη καί τήν στοργή της στούς κουρασμένους ἐπισκέπτες. Φιλότιμα μάλιστα, καταπιάνεται μέ πολλές φροντίδες καί δουλειές, ὥστε νά τούς περιποιηθεῖ πλούσια καί νά τούς εὐχαριστήσει μέ πολλά καί ἀξιόλογα φαγητά. Μέ τήν συμπεριφορά της μιμεῖται τόν Κύριο, πού, ἐνῶ ἔφθασε στό σπίτι της κατάκοπος ἀπό τήν ὁδοιπορία, δέν σκέπτεται τήν δική του ἀνάπαυση, δέν ἐνδιαφέρεται γιά τό φαγητό, ἀλλά διδάσκει γιά νά ὠφελήσει τούς ἀκροατές. Ἡ Μαρία, ἡ ὁποία ἦταν καί μικρότερη, κάθησε ἀμέριμνη καί ἀπολάμβανε τήν διδασκαλία τοῦ Κυρίου. Ἡ Μάρθα προχώρησε στήν ἐφαρμογή, στήν θυσία.
 Ἡ ἀγαθή μερίδα, λοιπόν, στήν ὁποία ἀναφέρεται ὁ Κύριος εἶναι ἡ ἴδια ἡ διδαχή του. Ἡ Μαρία τήν ἀπολαμβάνει, ἡ Μάρθα τήν στερεῖται, ὄχι ἀπό ἀδιαφορία ἤ ἄλλη αἰτία ἀλλά ἀπό τόν πόθο τῆς προσφορᾶς. Δηλαδή ἐφαρμόζει ἤδη τήν διδασκαλία τοῦ Κυρίου, ἀκολουθώντας τό δικό του παράδειγμα, πού «οὐκ ἦλθε διακονηθῆναι, ἀλλά διακονῆσαι» (Μθ 20, 28).
Στέργιος Σάκκος
Ἀπολύτρωσις 63 (2008 ) 212-213