«Ἔρχου καί ἴδε!». Δύο ἔντονες προστακτικές, δύο ἰσχυρές προτροπές, τίς ὁποῖες διαβάζουμε στό ἱερό Εὐαγγέλιο (Ἰω 1,47). Δύο ἠχηρές λέξεις πού προτρέπουν γιά μιά ἀλλαγή πορείας, γιά μιά νέα ζωή.
Πρόκειται γιά μιά πρόσκληση σέ κάτι νέο, ἀξιόλογο καί πολύ διαφορετικό. Πρόκειται γιά τή συνάντηση τοῦ ἀνθρώπου μέ τόν Θεό, τῶν κάτω μέ τά ἄνω, τῆς γῆς μέ τόν οὐρανό. Σέ κάθε συνάντηση ἔχουμε τό λιγότερο δύο πρόσωπα, δύο ἀνθρώπινες ὑπάρξεις, πού ἐπικοινωνοῦν, συνομιλοῦν, συνεργάζονται. Προϋπόθεση, ὅμως, τοῦ ὑψηλοῦ αὐτοῦ ἔργου εἶναι ἡ ὑπέρβαση καί ὑπερνίκηση ἐγγενῶν δυσκολιῶν πού γεννᾶ ὁ ἀνθρώπινος ἐγωισμός. Γιά νά ἐπικοινωνήσουν δύο ψυχές, γιά νά ἔλθει ὁ ἕνας ἄνθρωπος κοντά στόν ἄλλο, χρειάζεται θέληση καί ὑπερνίκηση τῆς φιλαυτίας καί ὅσων γεννῶνται ἀπ᾿ αὐτή. Μόνο ὅταν πέσουν τά κάστρα τῶν ἀτομικῶν φιλοδοξιῶν, θά ἀνοίξει ὁ δρόμος πού ὁδηγεῖ στόν ἄλλο, στήν ἄλλη ψυχή. Εὐνόητο εἶναι ὅτι ἄν ὅλα αὐτά ἰσχύουν γιά κάθε κοινωνική συνάντηση, γιά κάθε συνάντηση ἀνθρώπων, κατά μείζονα λόγο ἰσχύουν γιά τή συνάντηση ἑνός ἀνθρώπου μέ τόν Θεό. Ἡ πρόσκληση «ἔρχου καί ἴδε» εἶναι διαχρονική. Τήν ἀπευθύνει ὁ Χριστός καί ἡ Ἐκκλησία του πρός κάθε ἄνθρωπο. Τήν ἀπευθύνουν πρός κάθε ἄνθρωπο οἱ πιστοί ὅλων τῶν αἰώνων, οἱ ἅγιοι, οἱ μάρτυρες, οἱ ἀρχιερεῖς, οἱ ἱερεῖς, οἱ μοναχοί καί ὅλοι ὅσοι ζοῦν στούς κόλπους τῆς μίας Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας μας. Δύο χιλιάδες χρόνια τώρα ἀκούγεται ἡ φωνή αὐτή. Πολλοί εἶναι ἐκεῖνοι πού τήν ἄκουσαν. Πολλοί συμμορφώθηκαν πρός τίς ἐντολές τοῦ Χριστοῦ. Πολλοί ἀκολούθησαν τή γραμμή τῆς Ἐκκλησίας. Καί κέρδισαν, ὠφελήθηκαν, σώθηκαν. Ὑπάρχουν, ὅμως, καί πολλοί πού ἀδιαφόρησαν, πού κώφευσαν, πού δέν ἀνταποκρίθηκαν στήν πρόσκληση αὐτή, μέ ἀποτέλεσμα νά μείνουν ἔξω ἀπό τήν Ἐκκλησία, νά ταλαιπωροῦνται, νά τρέχουν διψασμένοι στρατοκόποι σ᾿ ἄλλους τόπους. Πολλοί στράφηκαν σέ διάφορους μυστικισμούς καί σέ ποικίλες ἰδεολογίες, ζητώντας λύσεις στά ὑπαρξιακά τους ζητήματα καί τίς ἀγωνιώδεις ἀνησυχίες τους. Ἀναζήτησαν φῶτα, τά ὁποῖα πίστευαν ὅτι θά φωτίσουν τά σκοτάδια τῆς ψυχῆς τους, ἀλλά μάταια. Καί αὐτό γιατί δέν βρῆκαν τό Φῶς. Ἀναζήτησαν πηγές ὑδάτων, γιά νά σβήσουν τήν πνευματική τους δίψα, ἀλλά πέτυχαν τό ἀντίθετο, γιατί δέν βρῆκαν τήν Πηγή τῆς ἀλήθειας. ![]() Τό μήνυμα αὐτό ἀπευθύνεται ἰδιαίτερα στούς νέους τῆς ἐποχῆς μας, οἱ ὁποῖοι ὁραματίζονται ἕνα νέο κόσμο, μιά διαφορετική κοινωνία, μιά ἄλλη ζωή. Θέλουν νά ἀλλάξουν τόν κόσμο μέ μέσα τοῦ κόσμου ἀγνοώντας τή βασική ἀλήθεια, ὅτι αὐτό μόνο ἡ χάρη τοῦ Θεοῦ μπορεῖ νά τό φέρει σ᾿ αὐτούς καί σέ ὅλους ἐμᾶς. Μόνο ὅταν ὁ Χριστός γίνει κυβερνήτης τοῦ κόσμου, οἱ ἀλλαγές πού ποθεῖ ἡ νεότητα θά γίνουν πράξεις. Καί θά πρόκειται τότε γιά ἀλλαγές οὐσιαστικές καί γνήσιες, γιά μεταμορφώσεις ριζικές καί αὐθεντικές. «Ἔρχου καί ἴδε», λοιπόν, νέε τῆς ἐποχῆς μας. Ἔλα στόν Χριστό καί στήν Ἐκκλησία του, γιά νά ζήσεις ὅ,τι ποθεῖ ἡ ψυχή σου καί μάλιστα γιά νά βρεῖς τή χαρά καί τήν ἠρεμία, πού τόσο σοῦ λείπουν. Πλησίασε Ἐκεῖνον πού εἶναι ἡ Ἀλήθεια καί ἡ Ζωή. Δῶσε Του τήν καρδιά σου, γιά νά τήν ἁγιάσει καί νά τήν ἀνυψώσει στόν οὐρανό. Γεώργιος Κρασανάκης
Καθηγητής Πανεπιστημίου Κρήτης |
![]() Στή λατρεία, καί μάλιστα στό μυστήριο τῶν μυστηρίων, καθώς ἐκπληρώνεται ἡ ἑνότητα τοῦ σώματος τοῦ Χριστοῦ στήν παρουσία τῆς θριαμβεύουσας καί στρατευομένης Ἐκκλησίας, οἱ ὀρθόδοξοι χριστιανοί ἀπολαμβάνουμε τή σωτηρία, ζοῦμε παρόντα τόν Κύριο. Αὐτός καταυγάζει τή διάνοιά μας καί μᾶς ἐλευθερώνει ἀπό τά δεσμά τῆς ἁμαρτίας. Ζοῦμε τήν ἀκρίβεια τῶν δογμάτων, ὅσο ἀτελεῖς κι ἄν εἶναι οἱ γνώσεις μας καί ὁ δογματικός καταρτισμός μας. Βιώνουμε, ὅποιες κι ἄν εἶναι οἱ πτώσεις μας, τήν τελειότητα τῆς πνευματικῆς ζωῆς, καθώς χριστοποιούμαστε καί μεταμορφωνόμαστε σέ «καινή» κτίση. Τήν ὥρα τῆς θείας Λειτουργίας, μέ τρόπο μυστηριακό ζοῦμε τή ζωή πού ἔζησαν καί οἱ μεγάλοι ἅγιοι στή συντροφιά τοῦ Κυρίου. Κατ᾿ αὐτήν τήν ἔννοια ἡ ὀρθόδοξη θεία λατρεία, καί κατ᾿ ἐπέκταση ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία, εἶναι μιά πρόγευση, ἕνα στάδιο προετοιμασίας γιά τήν οὐράνια βασιλεία· γιά τή μετοχή στήν ἀτελεύτητη λειτουργία, ὅπου θά βλέπουμε τόν Κύριο πρόσωπο πρός πρόσωπο καί θά γευόμαστε τήν ἀπόλαυση «τῶν καθορώντων τοῦ προσώπου του τό κάλλος τό ἄρρητον». Αὐτά ἀπό πλευρᾶς τοῦ Θεοῦ. Ἀπό τή δική μας, τῶν ἀνθρώπων τήν πλευρά, ἀναγκαία προϋπόθεση εἶναι ὁ ἀγώνας καί ἡ ἔγνοια νά διατηρήσουμε ἀνόθευτη τήν «ἅπαξ παραδοθεῖσαν πίστιν» (Ἰδ 3) καί νά ρυθμίσουμε τή ζωή μας σύμφωνα μέ τήν «ἁγία ἐντολή» (Β΄ Πέ 2,21). Ἔτσι θά ἔχουμε τή δυνατότητα νά γευόμαστε τήν τελειότητα μετέχοντας συνειδητά στήν ὀρθόδοξη λατρεία μας, τήν «παροῦσα ἀλήθεια» (Β΄ Πέ 1,12). Εἶναι φτωχή ἡ μετοχή μας στή θεία λατρεία καί προβληματική ἡ σωτηρία μας χωρίς τήν τήρηση τῶν ἐντολῶν τοῦ Θεοῦ. Εἶναι ἀπαίτηση τοῦ ἴδιου τοῦ Κυρίου, πού διαβεβαιώνει· «Ὁ ἔχων τάς ἐντολάς μου καί τηρῶν αὐτάς ἐκεῖνός ἐστιν ὁ ἀγαπῶν με» (Ἰω 14,21). Ὅποιος πιστεύει καί ἀγαπᾶ τόν Χριστό, τονίζουν κατ᾿ ἐπανάληψη οἱ ἀπόστολοι, ἐκτελεῖ ἀφοσιωμένα τό θέλημα τοῦ Θεοῦ: Ταπεινώνει τό νοῦ του, τή σάρκα του, μαζί μέ τά πάθη καί τίς ἐπιθυμίες, καί προσφέρει ὁλόκληρο τόν ἑαυτό του στόν Θεό, ἀγωνιζόμενος νά τηρεῖ τίς ἐντολές του. Γι’ αὐτό συνιστᾶ ὁ Μέγας Βασίλειος: «Κοινήν φροντίδα καί βουλήν προθώμεθα, ὅπως ἄν μηδέν ἡμᾶς διαφύγῃ τῶν ἐντεταλμένων», διότι, ἐξηγεῖ ὁ ἴδιος, «τέλος ἐντολῆς Θεοῦ, ζωή αἰώνιος». Ἀλλά καί πάλι δέν ἔχει κανένα νόημα ἡ ἀνθρώπινη προσπάθεια ἀπό μόνη της, ἄν δέν στηρίζεται στό ὀρθό δόγμα. Ἡ ὀρθοπραξία εὐαρεστεῖ τόν Θεό, ὅταν ἐμπνέεται καί διέπεται ἀπό τήν ὀρθοδοξία, ἀπό τήν ὀρθή πίστη, ἡ ὁποία βεβαίως εἶναι μία, ὅπως ἕνας εἶναι ὁ Κύριος. Αὐτή ἡ πίστη παραδόθηκε ἅπαξ ἀπό τόν Κύριο στούς ἀποστόλους καί ἀπό ἐκείνους στήν Ἐκκλησία. Ἔτσι δημιουργήθηκε ἡ ἁγία καί ἱερά παράδοση. Οἱ ἅγιοι πατέρες τῆς Ἐκκλησίας, οἱ τοπικές καί Οἰκουμενικές Σύνοδοι δέν πρόσθεσαν οὔτε ἀφαίρεσαν τίποτε ἀπό τήν «ἅπαξ παραδοθεῖσαν πίστιν». Διασάφησαν καί διευκρίνισαν αὐτά πού παρέδωσε ὁ Κύριος μέ τήν ἁγία Γραφή. «Τῶν ἀποστόλων τό κήρυγμα καί τῶν πατέρων τά δόγματα ἡ Ἐκκλησία φυλάττουσα, μίαν τήν πίστιν ἐσφράγισε», διακηρύττει τό ἀρχαῖο κοντάκιο. Ἡ μία πίστη διαφυλάττει τήν ὡραιότητα καί τή γνησιότητα τῆς Ἐκκλησίας. Ὁ ἅγιος Κοσμᾶς ὁ Αἰτωλός, ὁ ἀπόστολος τοῦ σκλαβωμένου γένους, μέ τήν ἁπλότητα πού τόν διακρίνει ἐπιβεβαιώνει: «Οἱ ἄλλες πίστες εἶναι ψεύτικες, κάλπικες, μόνον ἡ ἐδική μας, ἡ χριστιανική, εἶναι ὀρθόδοξος, ἀληθινή καί ἁγία. Διά τοῦτο σᾶς λέγω, ἀδελφοί μου χριστιανοί, νά χαίρεσθε καί νά εὐφραίνεσθε, ὁπού εὑρέθητε χριστιανοί ὀρθόδοξοι καί νά κλαίετε καί νά θρηνῆτε τούς ἀπίστους καί αἱρετικούς, ὁπού εὑρίσκονται εἰς τό σκότος». Δέν εἶναι σκοτεινός φανατισμός ἡ ἐμμονή στή μία ὀρθόδοξη πίστη, οὔτε εἶναι στεῖρος εὐσεβισμός ἡ ἐφαρμογή τῶν ἐντολῶν τοῦ Θεοῦ. Ἡ μία καί ἀληθινή πίστη ἀνθίζει καί ἀποδίδει καρπούς μέσα στήν προσπάθεια νά πραγματώσουμε τό θέλημα τοῦ Θεοῦ «ὡς ἐν οὐρανῷ καί ἐπί τῆς γῆς». Ὀρθοδοξία ἐφαρμοσμένη στήν ὀρθοπραξία εἶναι ἡ δική μας μετοχή στή χάρη πού παρέχει ἄφθονη ὁ Θεός διά τῆς θείας λατρείας. Αὐτή ἡ ἁπλή ἀλήθεια εἶναι ἡ πιό πολύτιμη προσφορά -πρόσκληση ἀλλά καί πρόκληση- τῆς Ὀρθοδοξίας στόν σύγχρονο κόσμο, πού κινδυνεύει νά πολτοποιηθεῖ στά πλαίσια τῆς παγκοσμιοποίησης, τῆς μαζοποίησης τῶν πολιτισμῶν, τοῦ φιλοσοφικοῦ καί θρησκευτικοῦ συγκρητισμοῦ. Στέργιος Ν. Σάκκος
Ἀπολύτρωσις 60 (2005) 36-37
|
![]() Πράγματι, «ἔρχου καί ἴδε» εἶναι ἡ μόνη δυναμική καί ἀποστομωτική ἐπιχειρηματολογία τῆς πίστεως. Ἀφήνει ἄναυδο τόν καθένα πού ἀντιστέκεται, καί τοῦ ἀφαιρεῖ κάθε λογική βάση γιά νά συνεχίσει τήν ἀντίσταση. Κι ἐνῶ μέχρι ἐκείνη τή στιγμή οἱ ἀντιρρήσεις, θά λέγαμε, ἐπιβάλλονται, ὅποιος συνεχίζει καί μετά ἀπ’ αὐτό νά ἀντιδρᾶ, καταντᾶ βλάσφημος. Ἀποδεικνύει ἔτσι ὅτι δέν πιστεύει, ὄχι γιατί δέν πείθεται, ἀλλά γιατί φοβᾶται νά ἀλλάξει ζωή. Στήν ἀναζήτησή του ὑπάρχει ὑποκρισία καί δόλος· δέν τόν ἐνδιαφέρει ὄντως ἡ ἀλήθεια, ἀλλά ξεκινᾶ κακοπροαίρετος καί προκατειλημμένος. Γι’ αὐτό καί ποτέ δέν θά συναντήσει αὐτό πού ὑποτίθεται ὅτι ψάχνει. Σέ μιά σχετική συζήτηση ἕνας πιστός καταφεύγοντας ἀκριβῶς σ’ αὐτό τό ἐπιχείρημα συνέστησε στόν γεμᾶτο ἀμφιβολία συνομιλητή του: - Ἄλλαξε ζωή καί θά διαπιστώσεις πώς ὅσα σοῦ λέω εἶναι ἀληθινά. - Ἀπόδειξέ μου πρῶτα ὅτι εἶναι ἀληθινά, καί μετά θά ἀλλάξω, ἐπιμένει ὁ φίλος του. Ἄν διαλύσεις ὅλες τίς ἀμφιβολίες μου, καί ἄν ἀπαντήσεις σ’ ὅλες τίς ἀπορίες μου, σοῦ ὑπόσχομαι ὅτι θά γίνω ἄλλος ἄνθρωπος, θά συμμορφωθῶ ἀπόλυτα μέ τό Εὐαγγέλιο. - Αὐτό πού ζητᾶς εἶναι παράλογο, ἀπαντᾶ ὁ πιστός, ἐνῶ αὐτό πού ζητῶ ἐγώ εἶναι λογικό. Καί ἐξηγοῦμαι ἀμέσως. Ὑπόθεσε ὅτι βρισκόμαστε μέσα σέ μιά σκοτεινή αἴθουσα καί θέλω νά σοῦ ἀποδείξω ὅτι ἡ λάμπα πού ὑπάρχει ἀνάβει, δέν εἶναι καμμένη. Πῶς θά σέ πείσω; Ἐσύ μοῦ ζητᾶς νά χρησιμοποιήσω ἐπιχειρήματα καί θεωρίες. Ἐγώ ἁπλῶς σοῦ προτείνω νά στρίψεις τό διακόπτη. Δέν εἶναι παράλογο νά ἐπιμένεις νά σοῦ ἀποδείξω πρῶτα μέ λόγια ὅτι ἡ λάμπα ἀνάβει, γιά νά στρίψεις ὕστερα τό διακόπτη; Καί δέν εἶναι λογικό νά σοῦ λέω νά δοκιμάσεις πρῶτα ὁ ἴδιος καί ἄν δέν ἀνάψει ἡ λάμπα τότε νά μέ κατηγορήσεις; Άκριβῶς ἀντίστοιχη εἶναι καί ἡ διαδικασία τῆς πίστεως, φίλε μου. Ἔρχου καί ἴδε! Σέ ὅσους θεωροῦν τόν σταυρό καί τήν ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ μωρία ἤ σκάνδαλο, σέ ὅσους δέν μποροῦν νά φανταστοῦν τί ἐπίδραση μπορεῖ νά ἔχει ἕνα πρόσωπο πού ἔζησε πρίν 2.000 χρόνια, σήμερα σέ μένα, στίς ἀγωνίες μου καί στά προβλήματά μου, αὐτή ἡ πρόσκληση ἤ μᾶλλον αὐτή ἡ πρόκληση εἶναι ἀρκετή. Οἱ φιλοσοφίες καί τά θρησκεύματα ἔχουν ἀνάγκη ἀπό ἐπιχειρηματολογίες γιά νά κατοχυρωθοῦν. Τά πρόσωπα καί τά γεγονότα χρειάζονται ἱστορικές μαρτυρίες καί ἐπιβεβαιώνονται μέ τήν πεῖρα καί τήν ἐμπειρία. Αὐτή συνεχίζει νά μαρτυρεῖ γιά τήν ἱστορικότητά τους καί νά ἀποτελεῖ κατά κάποιο τρόπο τό μνημεῖο τους, ὅπως ἀκριβῶς τά ὑπολείμματα τοῦ Παρθενώνα μαρτυροῦν γιά τήν ὕπαρξή του. Ἡ ἐμπειρία ἀποτελεῖ ἐπιστημονική ἀπόδειξη στόν μεταφυσικό χῶρο. Εἶναι ὅ,τι ἡ παρατήρηση καί τό πείραμα στή φυσική· ἐλέγχει καί ἐξασφαλίζει τήν ἀλήθεια. Ὁ κόσμος δοκίμασε τήν ἁμαρτία ἄπληστα καί ἀπογοητεύτηκε σκληρά. Δέν μένει παρά νά δοκιμάσει καί τήν πίστη. Ἀφοῦ δέν ἄκουσε τή φωνή της, ὅταν ἀκόμη ἦταν νωρίς, ἄς τήν ἀκούσει ἔστω τώρα, γιά νά σωθεῖ. Μόνο πού χρειάζεται προσοχή. Προσοχή νά μήν ἐξαπατηθεῖ πάλι, αὐτή τή φορά ἀπό τούς προβατόσχημους λύκους τῆς Ἐκκλησίας, καί πιστέψει σ’ ἕναν ψεύτικο Χριστό. Γιατί δυστυχῶς ὑπάρχουν καί αὐτοί πού δέν ζοῦν γιά τόν Χριστό, ἀλλά ἀπό τόν Χριστό, οἱ χριστέμποροι καί χριστοκάπηλοι. Δέν εἶναι σωστό νά ἐμπιστευόμαστε τήν ὑψηλή ὑπόθεση τῆς πίστεως σέ ἀνθρώπους ἀνάξιους καί ἀπατεῶνες. Στό μήνυμα πού θά ἀπευθύνουμε στόν κόσμο γιά τό πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ μας ἡ καλύτερη ἀπολογία εἶναι ἡ δική μας ἐμπειρία, ἀλλά καί ἡ πρόσκληση γιά μιά προσωπική ἐμπειρία τοῦ καθενός πού θέλει τήν αἰωνιότητα. Ἡ χαρά μας, ἡ λάμψη μας, ὁ ἐνθουσιασμός μας, ἀλλά καί τό «ἔρχου καί ἴδε» εἶναι ἡ πιό ἀποτελεσματική ἱεραποστολή. Θέλεις νά μάθεις ἄν τό εὐαγγέλιο δέν εἶναι μιά οὐτοπία; Ἄν ὁ Χριστός δίνει τήν χαρά καί τήν εὐτυχία; Δοκίμασε καί θά δεῖς! Ὑποτάξου στό θέλημά του, ἐφάρμοσε τόν λόγο του καί ἄν ἔστω κάτι δέν βρεῖς νά ἐπαληθεύεται, τότε ἀρνήσου καί βλασφήμα! Μήν ἐπιτρέπεις ὅμως στόν ἑαυτό σου νά καταγελᾶ αὐτό πού δέν γνώρισε. Ὁ ἄνθρωπος πού ἔχει τήν ἐμπειρία τῆς πίστεως, τή γεύση τῆς αἰωνίου ζωῆς δέν κλονίζεται, ἔστω καί ἄν ὅλοι καί ὅλα πέσουν ἐπάνω του. Γελᾶ μέ κάθε ἀντίρρηση, ὅσο σοβαροφανής καί ἀληθοφανής καί ἄν εἶναι, ὅπως θά γελοῦσε ἄν κάποιος τοῦ ἔλεγε πώς τό σπίτι του πῆρε φωτιά καί κάηκαν οἱ δικοί του καί τά ὑπάρχοντά του, ἐνῶ τήν ἴδια στιγμή ἐκεῖνος βρίσκεται μέσα σ’ αὐτό τό σπίτι καί τρώει μέ τούς δικούς του. Τέτοια εἶναι ἡ βεβαιότητα πού δίνει ἡ ἐμπειρία στόν πιστό. Στέργιος Σάκκος
Ἀπολύτρωσις 36 (1981) 33-34 |
![]() Μιλᾶ γιά τήν Ὀρθοδοξία καί ἡ Ἐκκλησία, ἡ ὀρθόδοξη Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ. Καί δέν μιλᾶ μόνο τώρα, μέ τή μόδα τῆς ὀρθοδοξολογίας καί μέ τά φῶτα τῆς δημοσιότητος, ἀλλά μιλᾶ ἐδῶ καί εἴκοσι αἰῶνες, ἀπό τή στιγμή πού γεννήθηκε καί μιλᾶ μέ τούς χαμηλούς τόνους τοῦ ταπεινοῦ λόγου μέσα στήν κατανυκτική ἀτμόσφαιρα τοῦ πράου πνεύματος. Νομίζω, ἀξίζει νά τήν προσέξουμε, ὅσοι εἰλικρινά ἐνδιαφερόμαστε γιά τήν Ὀρθοδοξία εἶναι ἡ μόνη πού ἀξίζει νά προσέξουμε, διότι εἶναι ἀκριβῶς ἡ εἰδική τοῦ θέματος. Θά μπορούσαμε νά ποῦμε -μέ μία πολύ γενική ἁπλοποίηση, βέβαια, γιά πρακτικούς λόγους- ὅτι ἡ Ὀρθοδοξία ταυτίζεται μέ τήν Ἐκκλησία, τήν μία, ἁγία, ἀνατολική Ἐκκλησία. Τά χαρακτηριστικά της ἀποτελοῦν χαρακτηριστικά τῆς Ἐκκλησίας καί δέν εἶναι ἄλλα ἀπό τά χαρακτηριστικά τοῦ θεανδρικοῦ προσώπου τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ, ἀφοῦ ἡ Ἐκκλησία εἶναι ὁ μυστικός Χριστός, πού παρατείνεται στούς αἰῶνες, κατά τήν ἔκφραση τοῦ ἱεροῦ Αὐγουστίνου. Αὐτό ἀναφαίνεται μέσα ἀπό τή διδασκαλία τῶν πατέρων, πού ὑπῆρξαν στυλοβάτες τῆς Ἐκκλησίας, ἀποδεικνύεται ἀπό τή ζωή τῶν ἁγίων πού μαρτύρησαν γιά τήν Ὀρθοδοξία, αὐτό καταθέτει ἡ κοινή συνείδηση τοῦ ὀρθοδόξου πληρώματος. Ἔτσι, ἀμέσως καί ἀσφαλῶς ἔχουμε συγκεκριμένη καί σαφῆ ἄποψη γιά τήν Ὀρθοδοξία, αὐτήν πού ἀδιάψευστα καταθέτει ἡ ἱστορία τῆς Ἐκκλησίας. Πρῶτα ἀπ᾿ ὅλα καί πάνω ἀπ᾿ ὅλα ἡ Ὀρθοδοξία εἶναι τρόπος ζωῆς, πού θεμελιώνεται στή θεία ἀλήθεια. Ὁπωσδήποτε δημιουργεῖ πολιτισμό, διαμορφώνει ἔθος, ἀλλά αὐτά εἶναι ἀποτελέσματα, δέν εἶναι ἡ οὐσία της. Ἡ Ὀρθοδοξία εἶναι ὁ δρόμος τοῦ Θεοῦ, πού ἀπαιτεῖ νά τόν βαδίσεις μέ ὑπακοή στήν ἀποκαλυμμένη ἀλήθεια καί μέ πειθαρχία στή θεία ἐντολή. Ὁ συνδυασμός τῆς ὀρθῆς πίστεως (ὀρθοδοξία) μέ τήν ἁγία ζωή (ὀρθοπραξία) εἶναι γνώρισμα τῆς Ὀρθοδοξίας «ἐκ τῶν ὧν οὐκ ἄνευ». Τό διατυπώνει ἀποφθεγματικά γιά πολλοστή φορά ὁ ἀπόστολος Παῦλος, καθώς φθάνοντας στό τέρμα τῆς ζωῆς του ἐξομολογεῖται στό μαθητή του Τιμόθεο «τόν ἀγῶνα τόν καλόν ἠγώνισμαι, τόν δρόμον τετέλεκα, τήν πίστιν τετήρηκα» (Β' Τι 4,7). Τό δόγμα καί τήν ἐντολή τά παραδίδει ἡ Ἐκκλησία κρατώντας στό ἕνα χέρι τή θεόπνευστη Γραφή καί στό ἄλλο τήν ἱερή Παράδοση. Δόγματα εἶναι οἱ ἀποκαλυμμένες ἀλήθειες τοῦ θείου λόγου, ὅπως διατυπώθηκαν ἀπό φωτισμένους ἁγίους ὕστερα ἀπό ἀγῶνες καί μάχες τῆς Ἐκκλησίας μέ πνεύματα πονηρά καί πλάνα. Ἐντολές εἶναι οἱ ἠθικές προτροπές τοῦ θείου λόγου, ὅπως τίς ἔζησαν οἱ ἅγιοι κάθε ἐποχῆς, πού δέν συσχηματίζονταν μέ κανένα σχῆμα τοῦ καιροῦ τους, ἀλλά μεταμορφώνονταν σέ σκεύη τοῦ ἁγίου Πνεύματος. Ἐν τούτοις, ὅλα αὐτά δέν θά μποροῦσαν ἐπ᾿ οὐδενί νά τά ἀσπασθοῦν οἱ ἄνθρωποι, ἄν ἐπιχειροῦσαν νά τά ἀκολουθήσουν μόνοι τους -μεμονωμένα ἤ ὁμαδικά, πάντως αὐτόνομα-, μέ τή δική τους κρίση καί μέ τίς προσωπικές τους προσπάθειες. Ὅσοι τό ἐπιχείρησαν, ἤ παραιτήθηκαν ἤ πλανήθηκαν, ὀρθόδοξοι δέν ἔμειναν. Χρειάζεται ν᾿ ἀκούσεις τό δόγμα -γιά νά μπορέσεις νά τό ἑρμηνεύσεις- καί νά ὑπακούσεις στήν ἐντολή -γιά νά μπορέσεις νά τήν ἐκτελέσεις- συνδεδεμένος μέ ἕνα σῶμα καί συντονισμένος σέ μία συχνότητα στό σῶμα πού κεφαλή ἔχει τόν Χριστό καί μέλη τούς ἀπό αἰῶνες ἁγίους, καί στή συχνότητα πού ἐκπέμπει τό Πνεῦμα τό ἅγιο μέσα σ᾿ αὐτή τή θεανθρώπινη κοινωνία. Τή δυνατότητα τῆς συμμετοχῆς στήν Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ τήν ἐξασφαλίζουν τά ἱερά μυστήρια καί ἡ πνευματική λατρεία. Μέ τή χάρη τῶν μυστηρίων ὁ ὀρθόδοξος ἑνώνεται μέ τόν τριαδικό Θεό, λαμβάνει τήν ἄφεση τῶν ἁμαρτιῶν καί ζῆ παρ᾿ ὅλη του τήν περατότητα καί ἀτέλεια τό ἄπειρο καί τέλειο τῆς αἰωνιότητος. Μέσα στή θεία λατρεία ἐξ ἄλλου, μέ τήν προσευχή καί τήν ὑμνωδία ἔχει τήν εὐλογία νά ἐκφράσει τόν ἑαυτό του κατενώπιον τοῦ Κυρίου, νά δοξολογήσει τά μεγαλεῖα του, νά εὐχαριστήσει γιά τήν ἀγάπη του, νά ἱκετεύσει μέ συντριβή γιά τήν ἀδυναμία του. Συντροφιά μέ τούς ἀγγέλους καί τούς ἁπλούς ἁγίους τῆς Ὀρθοδοξίας, οἱ ὁποῖοι ὑποδηλώνουν τήν παρουσία τους μέ τίς ἅγιες εἰκόνες ὁλόγυρα, ὅλοι οἱ πιστοί «ὁμοθυμαδόν καί ἐπί τό αὐτό» ἐπικαλοῦνται καί δέχονται τή θεία χάρη μέσα στό ναό. Τά πάντα ἐκεῖ μέσα εἶναι ἁγιασμένα σύμβολα, πού διατυπώνουν μέ τή δική τους γλῶσσα, τήν τόσο ὑποβλητική καί περίτρανη, τό δόγμα καί τό ἦθος τῆς Ἐκκλησίας διδάσκοντας βουβά. Γι᾿ αὐτό καί θεωροῦνται ὅλα τά τῆς λατρείας ἐκφράσεις γνήσιες τῆς Ὀρθοδοξίας, οἱ εἰκόνες, οἱ ὕμνοι, τό τυπικό. Ἀλλά ἡ ὀρθόδοξη ζωή δέν περιορίζεται μόνο στό ναό οὔτε σταματᾶ στή λατρεία. Ἁπλώνεται καί καλύπτει τήν κάθε στιγμή τοῦ χριστιανοῦ, συνεχίζεται καί διαποτίζει τήν κάθε του κίνηση. Ἀδιάκοπα ἐπιτελεῖται μία λογική λατρεία μέσα στό ναό τοῦ σώματος τοῦ πιστοῦ καί ἀκατάπαυστα βιώνεται μία μυστική κοινωνία του μέ τό πλήρωμα τῆς Ἐκκλησίας. Τοῦτο ἐπιτυγχάνεται μέ τό Πνεῦμα καί ἐκφράζεται μέ τό κατ᾿ ἐξοχήν σημεῖο τοῦ σταυροῦ, πού σημαδεύει κυριολεκτικά κάθε ὀρθόδοξο. Τό σχῆμα τοῦ τιμίου σταυροῦ δέν διαγράφεται μόνο νοητά κατά περίπτωση μέ τά τρία δάκτυλα τοῦ δεξιοῦ χεριοῦ ἑνωμένα στό ὄνομα τῆς ἁγίας Τριάδος, ἀλλά διαγράφει ἐπίσης καί τή ζωή τοῦ χριστιανοῦ συνεχῶς, καθώς αὐτός διαρκῶς διασταυρώνει τό θέλημά του μέ τό θέλημα τοῦ κόσμου καί τοῦ παλαιοῦ ἀνθρώπου γιά τήν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ, καθώς ἀγόγγυστα ὑπομένει τόν πόνο καί ἑκούσια πάσχει γιά τό καλό, ἐγκρατεύεται στόν ἑαυτό του καί προσφέρεται στούς ἄλλους, μέ ἕνα λόγο, ἀσκητεύει. Πράγματι, τό ἀσκητικό στοιχεῖο ἀποτελεῖ σῆμα κατατεθέν τῆς Ὀρθοδοξίας. Οἱ μορφές του εἶναι ποικίλες μέσα στήν ὀρθόδοξη ζωή νηστεία, ἀγρυπνία, πτωχεία, ἁγνεία, θυσία· εἶναι ὅμως πάντοτε ἕνας σταυρός πού μιμεῖται τό σταυρό τοῦ Χριστοῦ, γι᾿ αὐτό φέρει καί τή δόξα του. Μ᾿ αὐτά τά γνωρίσματα πόσοι, ἀλήθεια, ἀπό τούς ὀρθοδοξολογοῦντες τῆς ἐποχῆς μας μποροῦν νά δικαιωθοῦν; Κάθε χρόνο ἡ Ἐκκλησία ἀφιερώνει μία Κυριακή στό ὄνομα τῆς Ὀρθοδοξίας. Αὐτή τήν Κυριακή τονίζει πρό πάντων τήν ἀποστολή τοῦ εὐαγγελισμοῦ πού ἔχει πρός τήν οἰκουμένη, τό ἔργο νά κηρύξει τήν ὀρθόδοξη πίστη καί ζωή σ᾿ ὅλο τόν κόσμο. Ἴσως εἶναι καιρός ν᾿ ἀφήσουμε ν᾿ ἀκουστεῖ σήμερα ἡ φωνή της πιό δυνατή καί πιό καθαρή μέσα στίς φωνασκίες τῶν διαφόρων, γιά νά μάθουμε ἐπί τέλους τί σημαίνει Ὀρθοδοξία. Στέργιος Ν. Σάκκος
|
Μιά ἑβδομάδα πρίν τή μεγάλη μάχη στά «τοῦ πλάνου ἔνεδρα καί σκάμματα», παίρνουμε θέση μέσα στό ναό, γιά νά γευτοῦμε «ὅτι χρηστός ὁ Κύριος», συμπαραστάτης καί βοηθός. Συγκεντρώνουμε τή σκέψη μας γιά νά συμμετάσχουμε στά «βλεπόμενα» καί ζητοῦμε τό φωτισμό τοῦ Παρακλήτου γιά νά βηματίσουμε στά «μή βλεπόμενα». Στή Μικρή Εἴσοδο καρτερῶ τόν ἱερέα νά λιτανεύσει τόν Κύριο Ἰησοῦ ὡς θεῖο διδάσκαλο. Ἀντικρύζω μιά θαυμαστή, φωτεινή συνοδία νά προαναγγέλλει..., μιά παρέλαση παιδιῶν μέ τίς λευκές στολές καί τά ἑξαπτέρυγα στά χέρια.
Εὐλογῶ τόν Θεό γιά τά «βλεπόμενα»..., τά παιδιά τά ντυμένα μέ φῶς, μέ ἁγνότητα νά συνοδεύουν τήν παρουσία τοῦ Κυρίου μας· τά παιδιά μέ τίς λαμπάδες στά χέρια νά στοιχίζονται πίσω ἀπό Αὐτόν πού διακήρυξε «ἐγώ εἰμι τό φῶς τοῦ κόσμου»· τά παιδιά τά συντεταγμένα στήν παράταξη τοῦ ἀγωνοθέτη Χριστοῦ μας.
Εὐλογῶ τόν Θεό γι᾿ αὐτή τήν παρέλαση τή «δεδεμένη» στό λιτό ἅρμα τοῦ Ἐσταυρωμένου. Πορεύεται ἀντίθετα ἀπό τίς παρελάσεις τῶν ἡμερῶν αὐτῶν· ἐτούτη λευκή καί κεῖνες πολύχρωμες· ἐτούτη σιωπηλή καί κεῖνες πολυθόρυβες· ἐτούτη μέ ἀγγελοντυμένα παιδιά καί κεῖνες μέ μασκαρεμένα πρόσωπα. Ἡ μιά λιτανεύει τή λύτρωση κι οἱ ἄλλες τήν ἀπώλεια· ἡ μιά σεμνά καί ἀθόρυβα ἀρδεύει τόν κόσμο μας κι οἱ ἄλλες μόνο παφλάζουν ἑλκυστικά, κενά.
Μέ ἐμπνέουν αὐτά τά παιδιά καί μ᾿ ὁδηγοῦν στά «μή βλεπόμενα»· τά Χερουβίμ καί τά Σεραφίμ στέκονται μπροστά τους μέ θαυμασμό, μέ προσοχή. Ἁπλώνουν μέ εὐλάβεια τίς προστατευτικές τους φτεροῦγες νά ἀσφαλίσουν τίς παιδικές ψυχές, νά φρουρήσουν τόν ζωντανό θησαυρό πού φέρουν μέσα τους· τό θησαυρό πού κάποια χέρια τοποθέτησαν ἐκεῖ μέσα μέ εὐσέβεια καί μέ ἀγάπη. Γι᾿ αὐτά τά χέρια εὐλογῶ τόν Θεό. Ζητῶ νά τά κραταιώνει, γιά νά μποροῦν νά «ἐνδύουν» τά παιδιά μέ «τήν πανοπλίαν τοῦ Θεοῦ» «ἐν τῇ ἡμέρᾳ τῇ πονηρᾷ». Προσεύχομαι αὐτά τά χέρια νά ἐπιμένουν νά χειραγωγοῦν τά παιδιά, μόνο στό χορό τῶν ἁγίων μας.
«Γιατί σέ καιρό νηστείας νηστεύουμε τό λάδι καί τά ψάρια καί τρῶμε ἐλιές καί αὐγοτάραχο;»
Ἡ παλιά καί ἀληθινή νηστεία συνίσταται στήν πλήρη ἀποχή τροφῆς ἤ στήν ξηροφαγία. Ἐπειδή ὅμως αὐτή δέν εἶναι δυνατόν νά τηρηθεῖ στίς μεγάλες περιόδους τῶν νηστειῶν τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ ἔτους, λόγῳ δύσκολων συνθηκῶν ζωῆς ἤ ἔλλειψης ζήλου, ἔχουν στήν πράξη ἐπινοηθεῖ διάφορες διευκολύνσεις, ὥστε νά εἶναι δυνατή ἡ ἐφαρμογή τῆς νηστείας ἀπό ὅλους τούς πιστούς.
Στήν ἀρχαία ἐποχή οἱ χριστιανοί μετά τήν ἐνάτη ὥρα (3 μ.μ.) τῶν νηστήσιμων ἡμερῶν κατέλυαν μόνο νερό καί ψωμί. Σιγά-σιγά ὅμως ὄχι μόνο ἡ διάρκεια τῆς ὁλοκληρωτικῆς ἀποχῆς ἀπό τροφή περιορίστηκε στά συνηθισμένα καί στίς ἄλλες μέρες ὅρια γι᾿ αὐτό μετατέθηκαν καί οἱ Ἑσπερινοί τῆς Τεσσαρακοστῆς καί οἱ Προηγιασμένες τό πρωί ἀλλά καί ἄλλα εἴδη τροφῶν ἄρχισαν νά χρησιμοποιοῦνται, ὅπως οἱ καρποί, τά ὄσπρια, τά ὀστρακόδερμα, τά μαλάκια κ.ο.κ.
Μέσα στά πλαίσια αὐτά μπορεῖ νά κατανοηθεῖ καί τό ὅτι τρῶμε ἐλιές κατά τίς ἡμέρες πού δέν τρῶμε λάδι, καί αὐγοτάραχο κατά τίς ἡμέρες πού ἀπέχουμε ἀπό ψάρια. Γιά τό πρῶτο μποροῦμε νά ἐπικαλεστοῦμε τό λόγο ὅτι οἱ ἐλιές τρώγονται ὡς καρπός, ἐνῶ ἡ ἀπαγόρευση τοῦ λαδιοῦ ἀφορᾶ στά φαγητά πού παρασκευάζονται μέ λάδι. Γιά τό δεύτερο ἡ δικαιολογία εἶναι λιγότερο εὔλογη, ἀφοῦ δέν ἰσχύει τό ἴδιο γιά τό γάλα ἤ τά αὐγά, ἀλλά καί αὐτά ἀπαγορεύονται κατά τίς νηστεῖες μας ὡς «καρπός... καί γεννήματα ὧν ἀπεχόμεθα» κατά τόν 56ο κανόνα τῆς Πενθέκτης Οἰκουμενικῆς Συνόδου. Γνωρίζω πάντως εὐλαβεῖς χριστιανούς πού κατανοοῦν ὅτι πρόκειται γιά «οἰκονομία», καί κατά τίς ἡμέρες τῶν μεγάλων νηστειῶν, ὅπως καί τήν παραμονή πού θά κοινωνήσουν, ἀπέχουν καί ἀπό ἐλιές καί ἀπό αὐγοτάραχο.
Εἶναι ἀλήθεια πώς αὐτή τήν ἐρώτηση τήν ἀκοῦμε συχνά ἀπό καλοπροαίρετους πιστούς καί συχνότερα ἀπό μερικούς πού εἰρωνεύονται τίς νηστεῖες. Θά μποροῦσε καί στίς δύο περιπτώσεις νά ὑπογραμμιστεῖ ἡ ἐλαστικότητα καί τό φιλάνθρωπο τῶν σχετικῶν ἐθίμων καί τῶν κανόνων τῆς Ἐκκλησίας, πού δέν ἔχουν σκοπό νά ἐξοντώσουν τούς ἀνθρώπους, ἀλλά νά τούς βοηθήσουν νά ἀσκηθοῦν στήν ἐγκράτεια καί νά κυριαρχήσουν στά πάθη τους. Ἄν τούς σκανδαλίζουν οἱ τροφές αὐτές, μποροῦν νά ἀπέχουν ἀπό αὐτές χωρίς κατά τόν ἀπόστολο νά ἐξουθενώνουν τούς «ἐσθίοντας» ἤ νά «κρίνουν» (Ρω 14,3) τήν Ἐκκλησία γιά τήν φιλάνθρωπη τακτική της. Τό νά ἀναλάβει ἡ Ἐκκλησία ἀγώνα γιά τήν ἐκκαθάριση τῶν σχετικῶν μέ τή νηστεία ἐθίμων καί τῶν τροφῶν πού τρώγονται ἤ ὄχι σ᾿ αὐτήν, οὔτε τοῦ παρόντος εἶναι οὔτε μπορεῖ νά μείνει πάντοτε μέσα στά ὅρια τῆς σοβαρότητος. Ἐκεῖνο πού πρωτεύει εἶναι ὁ τονισμός τῆς ἀνάγκης τῆς νηστείας καί τῆς πνευματικῆς ὠφέλειας πού προέρχεται ἀπ᾿ αὐτή, καθώς καί ἡ προσπάθεια γιά τήν κατά τό δυνατόν συμμόρφωση τῶν πιστῶν στίς σχετικές ἐκκλησιαστικές διατάξεις, πού ἀρκετά ἔχουν ἀτονήσει στίς μέρες μας.
Ἰωάννης Φουντούλης
Α. Ἡ σχέση της μέ τήν ἐλπίδα
Καθώς γύρω μας αὐξάνουν καθημερινά τά καταναλωτικά μας ἀγαθά, καθώς ἀπολαμβάνουμε συνεχῶς καί πλουσιότερη τήν τροφή καί καθώς συσσωρεύονται πάνω μας τό ἕνα μετά τό ἄλλο τά βάρη καί οἱ συμφορές τῆς καλοφαγίας καί πολυφαγίας, συνειδητοποιοῦμε ὅλο καί περισσότερο, ὅλο καί καλύτερα πόσο ὠφέλιμη καί πόσο ἀναγκαία εἶναι ἡ νηστεία. Οἱ γιατροί καί οἱ ἐπιστήμονες ἐπισημαίνουν ὅτι πρέπει ἡ δίαιτά μας νά γίνει ἁπλή καί λιτή καί ἔμμεσα ἤ ἄμεσα ἀναγνωρίζουν ὅτι οἱ διατάξεις τῆς Ἐκκλησίας γιά γενική ἐγκράτεια στό φαγητό καί γιά ἀποχή κατά καιρούς ἀπό ὁρισμένες τροφές εἶναι ἡ πιό κατάλληλη καί ἀποτελεσματική ἀντιμετώπιση τῆς πλημμύρας τῶν ἀγαθῶν στή ζωή μας, εἶναι ἡ πιό σωστή στάση γιά τήν ὑγεία καί γιά τήν εὐεξία μας. Ὅλοι συμφωνοῦν ὅτι ἀκόμη κι ἄν δέν ὑπῆρχε ὁ θεσμός τῆς νηστείας, θά ἔπρεπε νά ἐφευρεθεῖ τώρα καί νά ἐπιβληθεῖ, γιά νά μᾶς σώσει ἀπό τόν ὀλέθριο κίνδυνο τοῦ εὐδαιμονισμοῦ, πού ἀπειλεῖ νά μᾶς καταστρέψει περισσότερο ἀπό ὅ,τι μᾶς ἀπείλησε κάποτε ἡ πεῖνα, ἡ πενία, ἡ ἀπορία.
Ἐντούτοις, ὅσο κι ἄν ὁ κόσμος παραδέχεται ἀπό ἀνάγκη τήν ἀξία τῆς νηστείας στήν οὐσία της -διότι βέβαια στόν ἀκριβῆ της τύπο, ὅπως τήν διδάσκει ἡ Ἐκκλησία, δέν ἔχουν ὅλοι τήν ταπείνωση νά τήν ἀποδεχθοῦν-, δέν κατορθώνει νά συλλάβει πλήρως τήν ὑπεροχή της, ἐφόσον τήν κρίνει μόνο ἀπό τήν προσφορά της στή βιολογική μας ὕπαρξη καί δέν τήν θεωρεῖ ὁλοκληρωμένα ὡς προσφορά στόν σύνολο ἄνθρωπο καί πρό πάντων στήν πνευματική του ὑπόσταση. Διότι ἡ νηστεία ὁρίσθηκε ἀπό τόν Θεό μέ στόχο ὄχι μόνο τήν ὑγεία τοῦ σώματος, ἀλλά καί τήν εὐρωστία τοῦ πνεύματος, τήν εὐεξία τῆς ψυχῆς. Ὅταν ὁ Κύριος ἔδινε στούς πρωτοπλάστους τήν ἐντολή νά μή φᾶνε τούς καρπούς ἑνός συγκεκριμένου δένδρου μέσα στόν παράδεισο -οἱ ὁποῖοι, σημειωτέον, ἦταν πολύ ἑλκυστικοί-, θέσπιζε τήν πρώτη πράξη τῆς νηστείας καί ἔθετε τόν πρῶτο ὅρο γιά τήν ὑγεία τῆς ψυχῆς· τήν ἑκούσια δηλαδή ὑποταγή τοῦ ἀνθρώπου στό θέλημα τοῦ Θεοῦ, τήν ἐλεύθερη συμφωνία τοῦ πλάσματος μέ τόν Πλάστη. Ὑπακούοντας ὁ Ἀδάμ καί ἡ Εὔα στό παράγγελμα τῆς νηστείας φανέρωναν τήν ἐμπιστοσύνη τους καί τήν ἀγάπη τους στόν Κύριο, ἔδειχναν ὅτι ἀναγνωρίζουν τήν αὐθεντία του καί ἐπιθυμοῦν νά τόν εὐχαριστήσουν, καί ἀνέπτυσσαν ἔτσι μία δυνατή σχέση μαζί του, κατόρθωναν μία βαθειά ἐναρμόνιση τῆς ζωῆς τους μέ τή θεία ζωή.
Αὐτή ἡ τέλεια ἁρμονική σχέση τοῦ ἀνθρώπου μέ τόν Θεό ἦταν καί ἔμεινε πάντοτε τό θαυμαστό ἀποτέλεσμα τῆς νηστείας. Στούς αἰῶνες πού ἀκολούθησαν μετά τήν πτώση τοῦ ἀνθρώπου, μετά τή διάρρηξη τοῦ δεσμοῦ πίστεως καί ἀγάπης πρός τόν Θεό, πού συνέβη ἀκριβῶς μέ τήν καταπάτηση τῆς νηστείας, ὁ Κύριος δέν ἄφησε τό πλάσμα του νά χάσει κάθε δυνατότητα ἐπαφῆς μαζί του καί νά χαθεῖ. Τοῦ χάρισε τήν ἐλπίδα ὅτι κάποτε θά ἐπιστρέψει πάλι στόν παράδεισο καί θά δεῖ ξανά τό πρόσωπό του, καί τοῦ ἔδωσε ἕνα μέσο γιά νά βρίσκει κοινωνία μαζί του, ὅσο μακριά κι ἄν πλανηθεῖ· τόν νόμο του καί μέσα σ’ αὐτόν τή νηστεία. Μέχρι σήμερα καί μέχρι νά ἔρθει ἡ τελική ἀπολύτρωσή μας, ἡ νηστεία παραμένει γιά ὅλους ὁ θεόσδοτος τρόπος γιά νά ἐπιτύχουμε τήν ἐσωτερική μας ἁρμονία, νά εἰρηνεύσουμε τόν διχασμένο ἑαυτό μας, πού ἐνῶ εἶναι τοῦ Θεοῦ, συγχρόνως ἐπαναστατεῖ ἐναντίον του. Βέβαια, ὅλα τοῦτα ἔγιναν πλήρως κατανοητά μετά τό λυτρωτικό ἔργο τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ, ὁ ὁποῖος παραδίδει πλέον τό σῶμα του καί τό αἷμα του γιά τήν καταλλαγή τοῦ ἀποστάτη ἀνθρώπου μέ τόν Δεσπότη Κύριο καί ὁ ὁποῖος ἐπιτυγχάνει ἤδη γιά χάρη μας τή θεία κοινωνία μαζί του. Νηστεύοντας τώρα μέσα στήν Ἐκκλησία συσφίγγουμε τό δεσμό μας μέ τόν Κύριο καί ὁμολογοῦμε ὅτι διατηροῦμε ζωντανή τήν ἐλπίδα πώς κάποτε θά βρεθοῦμε στή βασιλεία τοῦ Θεοῦ. Ἔτσι γίνεται φανερό πῶς ἡ νηστεία συνδέεται μέ τήν ἐλπίδα, ὅπως ἡ λατρεία συνδέεται μέ τήν πίστη καί ἡ θυσία μέ τήν ἀγάπη. Καί ἔτσι γίνεται φανερό ἐπίσης πῶς ἡ νηστεία ἀναφέρεται στόν Θεό καί ἡ θυσία στόν συνάνθρωπο. Μέσα στό σχέδιο τῆς θείας οἰκονομίας ἡ νηστεία καταλαμβάνει μία τέτοια θέση πού νά ἐκφράζει τήν ἐν Χριστῷ ἐλπίδα μας καί νά ὑπηρετεῖ τήν ὑπαρξιακή μας ὁλοκλήρωση.
Β. Ἡ συμβολή της στήν οἰκολογία
Ἐδῶ ἀκριβῶς ἔγκειται ἡ ὑπεροχή καί ἡ ἀξία τῆς νηστείας καί ἀπό ἐδῶ ἀπορρέει ἡ ὠφέλεια καί ἡ προσφορά της. Ἡ ἰσσοροπία πού ἐπιφέρει στίς πνευματικές σχέσεις μας ἀντανακλᾶται στήν καλή ὑγεία πού ἐξασφαλίζει γιά τό σῶμα μας, καί ἡ ἀγαλλίαση πού δημιουργεῖ στίς καρδιές μας, ὅταν γίνεται γιά τόν Θεό, ἀντικατοπτρίζεται στήν εὐφροσύνη τοῦ πνεύματός μας. Γι’ αὐτό εἶναι πολύ μονομερής ἡ θεώρηση τῆς νηστείας μόνο ἀπό βιολογική ἄποψη, ἀποκομμένη ἀπό τήν ἀναφορά της στό πρόσωπο τοῦ Θεοῦ καί ἀποσχισμένη ἀπό τή συνάφειά της μέ τήν ἐλπίδα τοῦ Χριστοῦ. Καί εἶναι πολύ ἄδικη ἡ ἐκτίμησή της μόνο σέ σχέση μέ τό στομάχι καί τίς ἀρρώστιες του. Τό εὖρος της εἶναι ὅσο καί τό ὕψος της. Τό μέγεθός της ἔχει τόση χωρητικότητα, ὥστε μπορεῖ νά χωνεύσει ὅλα τά κακά τοῦ εὐδαιμονισμοῦ μας καί νά συλλάβει ὅλες τίς μάστιγες τοῦ πολιτισμοῦ μας. Πράγματι, ἄν δοῦμε βαθύτερα τί βλάπτει τόν κόσμο σήμερα -ὄχι μόνο τόν ἄνθρωπο, ἀλλά καί τή φύση-, ἄν ἐξετάσουμε στή ρίζα τους τόν ὑποσιτισμό καί τόν ὑπερσιτισμό, τήν ἔνδεια καί τήν ἀσυδοσία, ἀκόμη ἄν ἐξετάσουμε στή ρίζα τους τή μόλυνση καί τή ρύπανση τοῦ περιβάλλοντος, τόν ἀποδεκατισμό ἐκλεκτῶν εἰδῶν καί τόν πολλαπλασιασμό μικροβίων καί ἰῶν, τήν καταστροφή τῆς γῆς καί τῆς ἀτμόσφαιρας, μέ ἕνα λόγο ἐκεῖνο πού ὀνομάζουμε οἰκολογικό πρόβλημα, θά ἀντιληφθοῦμε ὅτι αἰτία εἶναι ἡ περιφρόνηση καί ἡ καταπάτηση τῆς ἁγίας ἐντολῆς τῆς νηστείας. Διότι, ἄν ὁ ἄνθρωπος νήστευε ἀληθινά, ἄν δηλαδή σεβόταν τόν ἑαυτό του ὡς πνευματικό ὄν, θά σεβόταν καί τή φύση γύρω του καί θά νοιαζόταν νά μήν ἀφανισθεῖ.
Αὐτό ἀποτελεῖ μία μεγάλη ἀλήθεια, τήν ὁποία ἀξίζει νά προσέξουμε ἰδιαίτερα σήμερα πού βλέπουμε τό σύμπαν νά ἐκφυλίζεται. Ἐκεῖνος πού νηστεύει κατά Θεόν, πιστεύει ὅτι δέν εἶναι μόνο σάρκα καί αἷμα, πού κάποτε θά λειώσουν καί θά χαθοῦν, ἀλλά ὅτι εἶναι μία αἰώνια ὕπαρξη, ψυχή καί σῶμα, πού κάποτε θά βρεθεῖ ἀναστημένη, καί γι’ αὐτό πρέπει νά τήν κρατήσει σέ διαρκῆ κι ἀληθινή κοινωνία μέ τήν πηγή τῆς ζωῆς της, τόν Θεό. Ἔτσι δέν φοβᾶται μήπως ἀρρωστήσει ἤ μήπως πεθάνει τρώγοντας μόνο ἐκεῖνα πού ὁ Κύριος ἐντέλλεται. Ἔτσι βρίσκει τή δύναμη νά νικήσει τή λαιμαργία καί τή γαστριμαργία περιορίζοντας τήν τροφή του στά ἐπιτρεπτά καί ἀναγκαῖα. Καί ἔτσι δέν ἀντικρύζει τή φύση καί τά ἀγαθά της ὡς ἀντικείμενο μόνο ἐκμεταλλεύσεως, ἁρπαγῆς καί βιασμοῦ γιά τήν ἱκανοποίηση τῶν ὀρέξεών του, ἀλλά τήν βλέπει ὡς δῶρο ἀγάπης τοῦ Δημιουργοῦ πρός αὐτόν, οἶκο οἰκεῖο, δικό του σπίτι, πού θέλει νά τό φροντίζει καί νά τό περιποιεῖται, γιά νά τό ἔχει σ’ αὐτή τή ζωή ἀλλά καί στήν ἄλλη, καθόσον κι αὐτό μαζί του θά ἀνακαινισθεῖ τήν ἡμέρα ἐκείνη τῆς Παλιγγενεσίας. Ὅσο οἱ πρωτόπλαστοι ζοῦσαν μέ αὐτό τό φρόνημα, ὁ κόσμος ὅλος διατηροῦνταν «καλός λίαν». Ἀπό τή στιγμή πού παρέβησαν τήν ὑπακοή τῆς νηστείας, ὁ παράδεισος ἔγινε κόλαση. Ἡ φθορά τῆς φύσεως ξεκίνησε ἀπό τή διαφθορά τοῦ ἀνθρώπου, καί ὅπου μέσα στήν ἱστορία συναντοῦμε ἐξαπλωμένη τήν ἀνθρώπινη διαφθορά, ἐκεῖ βρίσκουμε καί διευρυμένη τή φυσική φθορά. Τό ἀντίθετο εἶναι ἡ λύση στό οἰκολογικό μας πρόβλημα. Ὅσο ὁ ἄνθρωπος ζῆ μέ τήν ἐλπίδα τῆς αἰωνίας ὑπάρξεώς του καί ἁγνεύει καί νηστεύει, ὁ κόσμος μας θά συντηρεῖται καθαρός καί ὡραῖος. Κι ὅπου ὑπάρχει ἀγώνας πνευματικός γιά τόν ἐξανθρωπισμό καί γιά τή θέωσή μας, ἐκεῖ θά ἀπαντᾶ προστασία καί μέριμνα γιά τή φύση.
Ἡ Ἐκκλησία μας μέ τή νηστεία τῆς Μεγάλης Τεσσαρακοστῆς φέρνει τό δικό της οἰκολογικό ἄγγελμα. Ἡ οἰκολογία δέν ἀναφέρεται μόνο στή φύση· ἀρχίζει ἀπό τόν ἄνθρωπο, τόν οἰκοκύρη τοῦ οἴκου γύρω μας, καί εἶναι τότε ἀσφαλής, ὅταν διασφαλίζει πρῶτα τήν πνευματική ἀκεραιότητα τῆς ὑπάρξεώς μας. Ἀσκώντας τόν ἑαυτό μας νά φυλάγεται ἀπό τή δουλεία στά κτίσματα, ὅσο ἀγαθά κι ἄν εἶναι αὐτά, μαθαίνουμε νά φυλάγουμε τήν κτίση ἀπό τήν τυραννική ἐξουσία μας. Μέ ἕνα τόσο ἁπλό τρόπο, ὅπως ἡ νηστεία, ἡ σοφία τοῦ Θεοῦ μᾶς χαρίζει ἕνα τόσο σπουδαῖο ἀποτέλεσμα, τήν ἐλευθερία ἀπό τή δυναστεία τῆς φθορᾶς.
![]() Γνωρίζεις, ἀδελφέ μου, τό νόημα τοῦ Τριωδίου; Εἶναι ἡ συντριβή πού νιώθει ὁ πιστός, καθώς συνειδητοποιεῖ τήν ἀθλιότητα στήν ὁποία τόν ἔρριξε ἡ ἁμαρτία. Εἶναι ἡ θερμή προσευχή, πού συνοδεύεται ἀπό μετάνοια καί ἄσκηση, δείγματα τῆς εἰλικρινοῦς διαθέσεως τοῦ χριστιανοῦ νά ἀποκαταστήσει τή σαλευμένη σχέση του μέ τόν Θεό καί τόν κόσμο, νά ἐπιστρέψει στή χαρά καί στή δόξα τοῦ παραδείσου, ἀπ᾿ ὅπου ἡ ἁμαρτία τόν ἐξόρισε. Εἶναι χαρακτηριστικό ὅτι ἕνα ἀπό τά τροπάρια πού ψάλλονται στόν Ἑσπερινό τῆς συγχωρήσεως μᾶς προτρέπει· «Τόν τῆς νηστείας καιρόν φαιδρῶς (=μέ χαρά) ἀπαρξώμεθα...». Ὡστόσο, πρέπει νά τό ὁμολογήσουμε ὅτι δέν εἶναι συνηθισμένη αὐτή ἡ χαρά. Μέσα στήν ἀλλοίωση πού ἐπέφερε ἡ καταναλωτική ἐποχή μας, ἡ ἄνεση ἐξόρισε τήν ἄσκηση. Ἔγινε στόχος καί ὅραμα ζωῆς ἡ καλοπέραση, ἐνῶ ὁ ἐγωκεντρισμός μας ἀπεχθάνεται τήν ἔννοια τῆς μετανοίας καί τῆς ταπεινώσεως, τίς ὁποῖες προβάλλει τό Τριώδιο. Γι᾿ αὐτό ἠχοῦν παράξενα στ᾿ αὐτιά μας καί φθάνουν ἀποκρουστικά στήν καρδιά μας οἱ ἔννοιες τῆς μετανοίας καί τῆς ἀσκήσεως. Καί φθάνουμε ἔτσι στό σημεῖο νά ἀλλοιώνουμε ἀπελπιστικά τό νόημα αὐτῆς τῆς κατανυκτικῆς περιόδου, συνδέοντάς την μέ ἐκδηλώσεις οἱ ὁποῖες ὄχι μόνο μέ τή χριστιανική ἰδιότητα δέν συμβιβάζονται, ἀλλά καί αὐτήν τήν ἀνθρώπινη ἀξιοπρέπεια καταρρακώνουν καί προσβάλλουν. Νά ὅμως, πού στήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία μας τό Τριώδιο εἶναι πρόσκληση καί χειραγωγός στήν ἄσκηση. Καί αὐτό ἀκριβῶς τό ἀσκητικό στοιχεῖο εἶναι τό κύριο χαρακτηριστικό, τό «σῆμα κατατεθέν» τῆς Ὀρθοδοξίας. Διότι στήν οὐσία της ἡ ἄσκηση, ἀπό τήν ἀποχή τροφῶν, πού γίνεται μέ τή νηστεία, μέχρι τήν ἀποχή παθῶν, τή συντριβή τῆς ἰδιοτέλειας καί τήν ἐξάλειψη τῆς μνησικακίας, πού συνιστᾶται ἀπό τήν ἁγία Γραφή καί τούς πατέρες ὡς πραγματική νηστεία, εἶναι πάντοτε ἕνας σταυρός. Εἶναι μίμηση τοῦ σταυροῦ τοῦ Χριστοῦ καί ὁδηγεῖ στήν Ἀνάσταση. Ἄσκηση σημαίνει ὑπέρβαση τοῦ ἐγώ μας. Αὐτό τό μήνυμα μᾶς ἀπευθύνει ἡ Ἐκκλησία τό μήνα αὐτόν. Μᾶς καλεῖ σέ ἀνάταση, γιά νά μᾶς φέρει στήν Ἀνάσταση. Ἄς ἀγαπήσουμε τήν ἄσκηση κι ἄς προσπαθήσουμε, ὅσο βέβαια μποροῦμε ὁ καθένας. Καλό ἀγώνα, λοιπόν. Καλή Σαρακοστή! Στέργιος Ν. Σάκκος
|