Super User

Super User

Πέμπτη, 02 Νοέμβριος 2023 02:00

Ὁ ἅγιος πολιτικός

ioannis vatatzis  Ὁ κύριος συντελεστής τῆς ἀνάκτησης τῆς Κωνσταντινουπόλεως ἀπό τούς Φράγκους (1261) καί τῆς ἐπανασύστασης τῆς Βυζαντινῆς Αὐτοκρατορίας εἶναι ὁ Ἰωάννης Βατάτζης. Ὁμόφωνα οἱ ἱστορικοί ὑπογραμμίζουν πώς μέ τήν ἐσωτερική κι ἐξωτερική του πολιτική δημιουργοῦσε τίς προϋποθέσεις καί προετοίμαζε τό ἔδαφος γιά τήν παλινόρθωση τοῦ Βυζαντίου.
  Γιά τή γενναιότητα καί τό ἦθος τοῦ ἀνδρός ἀξίζει νά μνημονεύσουμε τήν ἐξαιρετική ἐπιστολή του πρός τόν Πάπα Γρηγόριο Θ΄, τήν ὁποία διασώζει ὁ καθηγητής τῆς Ἱστορίας Ἀπ. Βακαλόπουλος στό βιβλίο του «Πηγές Ἱστορίας τοῦ Νέου Ἑλληνισμοῦ». Ὁ Πάπας ἀπαιτεῖ ἀπό τόν αὐτοκράτορα τῆς Νικαίας νά μή διεκδικεῖ τήν Κωνσταντινούπολη ἀπό τόν Φράγκο ἡγεμόνα, πού τήν κατέχει ἀπό τό 1204 Ἐκπλήττεται ὁ Ἰ. Βατάτζης καί μέ φρόνημα ἀδούλωτο τοῦ ἐπισημαίνει: «... Ἀπαιτεῖς νά μήν ἀγνοοῦμε τά προνόμιά σου. Κι ἐμεῖς ἔχουμε τήν ἀντίστοιχη ἀπαίτηση νά δεῖς καί νά ἀναγνωρίσεις τό δίκαιό μας ὅσον ἀφορᾶ τήν ἐξουσία μας στό κράτος τῆς Κωνσταντινουπόλεως, πού ἀρχίζει ἀπό τά χρόνια τοῦ Μεγάλου Κωνσταντίνου, ἔζησε ἐπί χίλια χρόνια κι ἔφθασε μέχρι καί τή δική μας βασιλεία... Οὐδέποτε θά παύσουμε νά ἀγωνιζόμαστε καί νά πολεμοῦμε κατά τῶν κατακτητῶν τῆς Κωνσταντινουπόλεως. Θά ἀσεβούσαμε καί πρός τούς νόμους τῆς φύσεως καί πρός τούς θεσμούς τῆς πατρίδος καί πρός τούς τάφους τῶν πατέρων μας καί πρός τούς ἱερούς ναούς τοῦ Θεοῦ, ἄν δέν ἀγωνιζόμασταν γι᾽ αὐτά μέ ὅλη μας τή δύναμη... Ἔχουμε μαζί μας τόν δίκαιο Θεό, πού βοηθεῖ τούς ἀδικουμένους καί ἀντιτάσσεται στούς ἀδικοῦντας...». Καί νά σκεφθεῖ κανείς πώς αὐτά τά λόγια τά ἀπευθύνει ἕνας βασιλιάς -πού βρίσκεται σέ μειονεκτική, ταπεινωτική θέση- πρός τόν «πλανητάρχη» τῆς ἐποχῆς ἐκείνης! Δέν μπορεῖς νά μή θαυμάσεις τό πνευματικό ἀνάστημα αὐτοῦ τοῦ Κυβερνήτη, τήν ἐθνική του περηφάνια κι ἀξιοπρέπεια.
  Στό σημεῖο αὐτό ὁ πολιτικός ἐπιστήμονας Κωνσταντῖνος Χολέβας κάνει ἕνα ἐνδιαφέρον σχόλιο: «Ἄν ἀντικαταστήσουμε τή λέξη "Πάπας" μέ τή λέξη "τρόικα" καί τή λέξη "Κωνσταντινούπολη" μέ τή λέξη "ἐθνική κυριαρχία", κατανοοῦμε ποιά ἀπάντηση ἐπιβάλλεται νά δίνουν οἱ ἑκάστοτε κυβερνῆτες μας σέ προκλητικές ἀπαιτήσεις τῶν διαφόρων δανειστῶν μας. Τό ὅτι δανειζόμαστε δέν σημαίνει ὅτι πρέπει νά δώσουμε "γῆν καί ὕδωρ" ἐξευτελιζόμενοι ἐθνικά. Ὁ Ἰωάννης Βατάτζης διοικοῦσε ἕνα καθημαγμένο τμῆμα τοῦ ἡττημένου τότες Ἑλληνισμοῦ, ἀλλά ἀπήντησε μέ θαυμαστή παρρησία στόν πανίσχυρο Πάπα. Τιμώντας τή μνήμη του στίς 4 Νοεμβρίου, ἄς διδαχθοῦμε ἀπό τό ἦθος του».
  Τό τίμιο σῶμα τοῦ εὐσεβῆ αὐτοκράτορα ἐνταφιάστηκε στό μοναστήρι τοῦ Σωτῆρος Χριστοῦ, πού εἶχε κτίσει ὁ ἴδιος καί τό ὀνόμασε Σώσανδρα. Ὕστερα μέ ἀποκάλυψη ὁ ἴδιος ὁ Ἰωάννης ζήτησε νά μετακομισθεῖ τό λείψανό του στή Μαγνησία τῆς Μ. Ἀσίας. Ὅταν ὅμως ἄνοιξαν τόν τάφο, μιά γλυκειά εὐωδιά ξεχύθηκε παντοῦ, σάν νά εἶχε ἀνθίσει κῆπος ἀρωματικός καί εὐωδιαστός. Ὁ νεκρός φαινόταν νά κάθεται ἐπάνω σέ βασιλικό θρόνο, δίχως νά ἔχει καμιά ἀλλοίωση, καμιά δυσωδία ἤ κάποιο ἄλλο σημεῖο πού νά δείχνει πώς εἶναι νεκρός. Ἑπτά χρόνια ἦταν μέσα στόν τάφο, κι ἔμοιαζε σάν ζωντανός· τό χρῶμα τοῦ σώματός του ἦταν ὅπως κάθε φυσιολογικοῦ ζωντανοῦ ἀνθρώπου. Κι αὐτά ἀκόμη τά ροῦχα του φυλάχτηκαν ἀδιάφθορα κι ἔμοιαζαν σάν νά εἶχαν πρόσφατα ραφτεῖ, σημειώνει στόν Συναξαριστή του ὁ ἅγιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης. Ἀπό τότε τό τίμιο λείψανό του ἔκανε πολλά θαύματα, γιατρεύοντας ἀρρώστιες, διώχνοντας δαίμονες καί θεραπεύοντας διάφορα παθήματα. Λίγα χρόνια μετά τό θάνατό του ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία μας τόν κατέταξε στό ἁγιολόγιό της καί τόν γιορτάζει στίς 4 Νοεμβρίου, τή μέρα τῆς κοίμησής του. Στή Μαγνησία, ὅπου καί τό ἄφθαρτο λείψανό του, χτίστηκε ναός στό ὄνομά του καί ἕνας ναΐσκος στό Νυμφαῖο. Ἰδιαίτερα τιμᾶται καί σήμερα μέ κάθε λαμπρότητα ὡς τοπικός ἅγιος στήν πατρίδα του, στό Διδυμότειχο.
  Μετά τή μικρασιατική καταστροφή (1922) κανείς δέν γνωρίζει τί ἀπέγινε ἡ ἐκκλησία στή Μαγνησία καί κατά συνέπεια καί τό ἄφθαρτο λείψανο τοῦ ἁγίου βασιλιᾶ. Διάφοροι θρύλοι τόν θέλουν νά βρίσκεται κάπου μαρμαρωμένος, ὥσπου μιά μέρα θά ξαναζωντανέψει καί θά λευτερώσει τήν Πόλη ἀπό τόν τουρκικό ζυγό.
   Ὁ καθηγητής τῆς βυζαντινῆς ἱστορίας τοῦ Πανεπιστημίου Ἀθηνῶν Κωνσταντῖνος Ἄμαντος (1874-1960) σημειώνει γιά τόν Ἰ. Βατάτζη ὅτι «ὑμνήθη καί ζῶν καί μετά θάνατον ὡς οὐδείς ἴσως ἄλλος αὐτοκράτωρ τοῦ Βυζαντίου». Κι ἀκόμη, ὅταν ἡ Βουλή τῶν Ἑλλήνων ζήτησε ἀπό τόν μεγάλο αὐτόν βυζαντινολόγο νά προτείνει ἕναν βυζαντινό αὐτοκράτορα γιά ν᾽ ἀναρτηθεῖ στή Βουλή τό πορτραῖτο του, ἐκεῖνος πρότεινε τόν ἅγιο Ἰωάννη Δούκα Βατάτζη τόν Ἐλεήμονα (βλ. φυλλ. 796), γιά νά ᾽ναι πρότυπό τους καί νά τούς φωτίζει.
 Αἰωνία ἡ μνήμη τοῦ ἁγίου αὐτοκράτορα τοῦ Βυζαντίου, Ἰωάννου Γ΄ Δούκα Βατάτζη. Στούς χαλεπούς καιρούς πού ζοῦμε καθώς ἡ πατρίδα μας διέρχεται πνευματική, ἠθική καί οἰκονομική κρίση, ἄς ἐπικαλούμαστε τίς θερμές πρεσβεῖες του.

Ἑλληνίς
Ἀπολύτρωσις 67 (2012) 330-331

koritsa  Γνωστή σέ ὅλους μας καί νοσταλγικά ἀγαπητή, ἡ ἡρωική Κορυτσά, τό «Παρίσι τῶν Βαλκανίων», ὅπως ὀνομάστηκε. Ἡ πόλη μέ τήν πολυπληθῆ ἑλληνική χριστιανική κοινότητα ἀπό τά χρόνια τῆς ὀθωμανικῆς κυριαρχίας, μέ ἑλληνικό σχολεῖο ἀπό τό 1724, μέ χαρακτηριστικά ἠπειρωτικά ἤθη κι ἔθιμα, μέ τή Μητρόπολη τῆς Ζωοδόχου Πηγῆς, τό Παρθεναγωγεῖο, μέ πολλές ἄλλες ἐκκλησιές καί μοναστήρια στήν εὐρύτερη περιοχή. Μέ δυό λόγια, μία πόλη ὅπου ἀνθοῦσε ὁ Ἑλληνισμός καί ἡ Ὀρθοδοξία.
  Κατά τή διάρκεια τῶν Βαλκανικῶν πολέμων ὁ ἑλληνικός στρατός ἀπέκρουσε τίς τουρκικές δυνάμεις καί εἰσῆλθε νικητής στήν Κορυτσά (7 Δεκεμβρίου). Ἡ ἑλληνική σημαία ὑψώθηκε στό Διοικητήριο μέσα σέ συγκινητικές ἐκδηλώσεις τῶν κατοίκων. Δυστυχῶς, ὅμως, παρά τούς ἐνθουσιώδεις πανηγυρισμούς τῶν Κορυτσαίων, παρά τούς κόπους καί τούς ἀγῶνες, οἱ Μεγάλες Δυνάμεις παραβλέποντας τίς νίκες τῶν Ἑλλήνων στά πεδία τῶν μαχῶν -κατά πώς τό εἶχαν συνήθειο ἄλλωστε ἐπιδίκασαν τήν Κορυτσά καί τά ἄλλα βορειοηπειρωτικά ἐδάφη στό νεοσύστατο ἀλβανικό κράτος. Τόν Ὀκτώβριο τοῦ 1914, ὕστερα ἀπό σύσταση τῶν Μεγάλων Δυνάμεων, ἡ Ἑλλάδα ἀνακατέλαβε ὁλόκληρη τή Βόρειο Ἤπειρο, ὅπου ἤδη εἶχε συγκροτηθεῖ τό αὐτόνομο Βορειοηπειρωτικό κράτος. Μέσα στίς πόλεις πού πανηγυρίζουν τήν ἀπελευθέρωσή τους... εἶναι καί ἡ Κορυτσά γιά δεύτερη φορά.
 14 Νοεμβρίου 1940: Στήν πόλη τῆς Κορυτσᾶς βρίσκονται ἰσχυρές ἰταλικές δυνάμεις. Τό ἑλληνικό πυροβολικό χτυπᾶ ἀπό τίς κορυφές τοῦ Μοράβα καί σκορπᾶ τόν πανικό στούς Ἰταλούς, πού τρέπονται σέ φυγή κι ἀναζητοῦν σωτηρία στό ἐσωτερικό της Ἀλβανίας. Οἱ Ἕλληνες, καθώς πλησιάζουν σ᾽ ἕνα προάστιο, ἀντικρύζουν τή μορφή τοῦ Μουσολίνι ζωγραφισμένη στόν τοῖχο σέ πελώριες διαστάσεις καί συνοδευμένη ἀπό τήν ἐπιγραφή: «Credere, obedire, combattere». Προστάζει τούς μελανοχίτωνες: «Νά πιστεύετε, νά ὑπακοῦτε, νά πολεμᾶτε»! Ὡστόσο, ἡ ἄτακτη φυγή τῶν πανικοβλημένων Ἰταλῶν ἐρχόταν σέ πλήρη ἀντίθεση μέ τοῦτα τά μεγάλα λόγια καί οἱ φαντάροι μας ξέσπασαν σέ γέλια μπροστά στήν κούφια μεγαλομανία τοῦ Ντοῦτσε.
  Ὁ ἀγώνας ὀκτώ ἡμερῶν σκληρός καί πολυαίμακτος. Τήν πρώτη μέρα συλλαμβάνονται 40 Ἰταλοί, στή συνέχεια ὁλόκληρο τάγμα. Καταλαμβάνεται ἕνα ὀρεινό χειρουργεῖο καί ἄφθονο πολεμικό ὑλικό. Ἡ ἀεροπορία μέ μία βόμβα στοχεύει ἐπιτυχῶς τό ἀεροδρόμιο Κορυτσᾶς (ἀπέναντι ἀπό τήν τοποθεσία ὅπου σήμερα βρίσκονται τά Ἐκπαιδευτήρια «ΟΜΗΡΟΣ»). Τό κτήριο διοίκησης καταστρέφεται, τά ἰταλικά ἀεροπλάνα τυλίγονται στίς φλόγες.
  22 Νοεμβρίου, ὥρα 7.45. Μία ἰταλική μηχανοκίνητη φάλαγγα μάταια δοκιμάζει νά σταματήσει τίς ἑλληνικές προφυλακές. Φωνάζοντας «ΑΕΡΑ» οἱ Ἕλληνες ὁρμοῦν ἀσυγκράτητοι κι οἱ καραμπινιέροι ἐξαφανίζονται πρός τό Πόγραδετς. Τό τάγμα τοῦ Ἀθανασίου Παλαιοδημοπούλου μπαίνει στήν Κορυτσά. Στούς δρόμους κανόνια, πεταμένοι ὅλμοι, πυρομαχικά, ἄλογα, κουβέρτες λασπωμένες, τουφέκια, καπέλα Βερσαλιέρων, βαλίτσες, ὅλα πεταμένα τριγύρω, ἀφημένα στή διάθεση τῶν πλιατσικολόγων. Ὁ ἑλληνικός στρατός παρελαύνει μέσα σέ μία θάλασσα ἀπό γαλανόλευκες σημαῖες, χειροκροτήματα, ζητωκραυγές, ἐπευφημίες τῶν κατοίκων πού ἔσπευσαν νά ὑποδεχτοῦν τούς ἐλευθερωτές προσφέροντας ρακί καί γλυκίσματα.
  Ὁ ἀπεσταλμένος τοῦ «Ἐλεύθερου βήματος» στό μέτωπο, Π. Παλαιολόγος, στέλνει ἐνθουσιώδη ἀνταπόκριση ἀπό τήν Κορυτσά καί καταλήγει: «Χρειάζεται νέος Ὅμηρος διά τήν περιγραφήν τῆς σημερινῆς ἐποποιΐας. Ζῶμεν εἰς μίαν ἀτμόσφαιραν μέθης καί παραληρήματος». Οἱ ἴδιοι οἱ στρατιῶτες κατενθουσιασμένοι ἀπό τή νίκη στέλνουν γράμματα στούς δικούς τους: «Ἀγάπη μου, νικοῦμε. Περνῶ τίς εὐτυχέστερες μέρες τῆς ζωῆς μου, ὥστε νά μήν πρέπει νά μέ κλάψεις ἄν σκοτωθῶ, παρά νά χαρεῖς μαζί μέ τούς ἄλλους γιά τή νίκη τῆς Ἑλλάδας μας….».
  Ὁ ἀρχιστράτηγος Παπάγος συγχαίρει τούς γενναίους ἕλληνες στρατιῶτες. Τούς ἐμψυχώνει ἐνημερώνοντάς τους πώς ὄχι μόνο στήν Ἑλλάδα, ἀλλά σέ ὅλο τόν κόσμο οἱ ἐφημερίδες πλέκουν μέ θαυμασμό τούς ὡραιότερους ὕμνους γιά τήν ἀκατάβλητη ἀνδρεία τοῦ ἕλληνα στρατιώτη. Καί θυμίζει τό κυριότερο: «Ὁ Θεός εἶναι μαζί μας. Ἡ πληγωμένη Παναγιά εὐλογεῖ τόν ἀγώνα μας!»
  Τήν ἴδια ἡμέρα, στίς 22 Νοεμβρίου τοῦ 1940, ὑπογράφεται καί τό Πρωτόκολλο παράδοσης τῆς πόλης. Ἡ κυανόλευκη γιά ἄλλη μιά φορά θά κυματίσει στό Διοικητήριο τῆς Κορυτσᾶς προκαλώντας δάκρυα συγκίνησης κι ἐθνικῆς ὑπερηφάνειας. Ἡ πρώτη νίκη κατά τῶν δυνάμεων τοῦ Ἄξονα σέ παγκόσμια κλίμακα εἶναι γεγονός. Ὅμως κι αὐτή ἡ νίκη ἀλλά κι ὁλόκληρη ἡ ἔνδοξη ἐποποιΐα τῶν Ἑλλήνων στόν ἑλληνοϊταλικό πόλεμο εἶχε τήν ἴδια μοίρα μέ τόσες ἄλλες νίκες τῆς φυλῆς μας...
 Μπορεῖ τό ὄνειρο νά ναυάγησε, ἀλλά ἡ μνήμη εἶναι πάντα ζωντανή. Πῶς μπορῶ νά ξεχάσω ὅτι στά βουνά γύρω ἀπό τήν Κορυτσά, ἐκεῖ στό Μοράβα καί στό Ἰβάν, ἔδωσαν τή ζωή τους οἱ παπποῦδες μας, οἱ πρόγονοί μας; Καί τώρα τά ὀστᾶ τους κατάσπαρτα σέ τοῦτες τίς βουνοκορφές μᾶς περιμένουν... Ἐλάχιστο χρέος μου νά τούς τιμῶ... μ᾽ ἕνα στεφάνι πού θά καταθέσω ὅλο τιμή καί περηφάνεια, ὅλο δάκρυ καί πόνο, ἐκεῖ στήν ἡρωική Μπομποστίτσα, μ᾽ ἕνα τραγούδι ὅλο ἀγάπη γι᾽ αὐτή τήν πόλη, πού ἡ καρδιά της χτυπᾶ μέ παλμούς «ἡρωικούς καί πένθιμους γιά κάθε χαμένο ἀνθυπολοχαγό» ἐκεῖ στά χώματά της τά αἱματοβαμμένα, τά ἱερά.

Ἀ. Ἀνανιάδης


Πηγές:
Ἰσμυρλιάδου Ἀδέλας, Κορυτσά: Ἐκπαίδευση-Εὐεργέτες-Οἰκονομία, 1850-1908, Ἵδρυμα Μελετῶν Χερσονήσου Αἵμου, ἔκδ. Κυριακίδη, Θεσσαλονίκη 1997.
Χρήστου Ζαλοκώστα, ΠΙΝΔΟΣ, ἡ ἐποποιΐα στήν Ἀλβανία, Ἑστία, Ἀθήνα 1993.

sxoini patriarxi Ὁ σουλτάνος στίς 31 Μαρτίου 1821 πληροφορεῖται γιά τό ξέσπασμα τῆς Ἐπανάστασης τῶν Ἑλλήνων στήν Πελοπόννησο. Ἡ ζωή τοῦ γενναίου πατριάρχη ἀπό τή Δημητσάνα Ἀρκαδίας, τοῦ Γρηγορίου Ε΄, κινδυνεύει. Ξένες πρεσβεῖες τόν προτρέπουν νά φύγει. Ἀποστομωτική ἡ ἀπάντησή του: «Μή μέ παρακινεῖτε εἰς φυγήν... Μεταμορφωμένος μέ καμιά προβιά εἰς τήν πλάτην, νά φεύγω εἰς τά καράβια, ἤ σφαλισμένος εἰς πρεσβείαν φιλικήν νά ἀκούω εἰς τούς δρόμους τά ὀρφανά τοῦ ἔθνους μου νά σπαράττουν εἰς τά χέρια τοῦ δημίου... Εἶμαι Πατριάρχης διά νά σώσω τόν λαόν μου, ὄχι νά τόν ρίψω εἰς τά μαχαίρια τῆς γενιτσαριᾶς... Σήμερον τῶν Βαΐων, ἄς φάγωμεν εἰς τό τραπέζι τά ψάρια τοῦ γιαλοῦ, καί παρεμπρός, ἐντός ἴσως τῆς ἑβδομάδος, ἄς φάγουν κι αὐτά ἀπό ἡμᾶς...».
 Κυριακή τοῦ Πάσχα, 10 Ἀπριλίου 1821. Στή μεσαία πύλη τοῦ Πατριαρχείου κρεμοῦν οἱ Τοῦρκοι τόν οἰκουμενικό πατριάρχη. Ὁδηγοῦν στό ἰκρίωμα αὐτόν πού ἡ βιοτή του ὅλη μόνο ἔργα ἀγάπης ἔχει νά ἐπιδείξει. Μέρα Πασχαλιᾶς, διαλέγει ὁ σουλτάνος νά πλήξει βαθιά τούς χριστιανούς, ἀπαγχονίζοντας τήν κεφαλή τῆς Ὀρθοδοξίας. Ἕνας Αἰθίοπας κι ἕνας ἐξωμότης χριστιανός στήνουν τήν κρεμάλα. Πρίν τοῦ περάσουν τόν βρόχο, γονατίζει ὁ λευκασμένος πατέρας τοῦ γένους, τούς εὐλογεῖ ὅλους, τονίζοντας δυνατά τίς στερνές του εὐχές: «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, δέξου τό πνεῦμα μου καί σῶσε τόν περιούσιον λαόν σου!». Γαλήνιος φτερουγίζει στά οὐράνια. Ὁ ἐθνικός μας ποιητής, Διονύσιος Σολωμός, στήν παρακάτω στροφή ἀπό τόν «Ὕμνο εἰς τήν Ἐλευθερίαν» ξεχύνει τόν βαθύ του πόνο γιά τόν ἄδικο χαμό τοῦ πατριάρχη:
«Ὅλοι κλαῦστε! ἀποθαμένος
ὁ ἀρχηγός τῆς Ἐκκλησιᾶς
κλαῦστε, κλαῦστε, κρεμασμένος,
ὡσάν νἄτανε φονιάς».
 Τρεῖς μέρες τό σεπτό του σῶμα αἰωρεῖται. Τήν Τετάρτη τό πρωί τό ἀγοράζουν οἱ Ἑβραῖοι. Τό δένουν μέ σχοινιά ἀπό τά πόδια καί χλευάζοντας τό σέρνουν στούς δρόμους τῆς Βασιλεύουσας. Κι ὕστερα τό βυθίζουν στόν Κεράτιο κόλπο. Μά τό σχέδιο τῆς θείας πρόνοιας εἶναι θαυμαστό. Ἄς παρακολουθήσουμε πῶς ξετυλίγεται ἀργά-ἀργά, σέ βάθος χρόνου.
 Τό δειλινό τοῦ Σαββάτου τό λείψανο ἐπιπλέει ἐλεύθερα κοντά στόν Γαλατᾶ καί πλευρίζει ἕνα ἑλληνικό πλοῖο μέ ρωσική σημαία, πού σήκωνε ἄγκυρα γιά τήν Ὀδησσό. Τό πρωτοαντικρύζει ὁ πλοίαρχος Ν. Σκλάβος καί καλεῖ ἀμέσως τόν πρωτοσύγκελλο τοῦ πατριάρχη, τόν Σωφρόνιο, πού βρισκόταν ἐκεῖ. Ἀπερίγραπτες οἱ συγκινητικές στιγμές, ὅταν περισυλλέγουν καί ἀναγνωρίζουν τό κακοποιημένο σκήνωμα τοῦ ἱερομάρτυρα Γρηγορίου. Ὁ Σωφρόνιος δακρύβρεχτος φωνάζει: «Θαῦμα, θαῦμα, εἶναι ὁ πατήρ μου, ὁ πατριάρχης!».
 Μετά ἀπό 24 μέρες ταξίδι τό πλοῖο «Ἅγιος Νικόλαος» ἀγκυροβολεῖ μέ μεσίστια τή σημαία του στό λιμάνι τῆς Ὀδησσοῦ. Συντριμμένοι οἱ Ἕλληνες τῆς Ὀδησσοῦ ὑποδέχονται τό πολυβασανισμένο σῶμα. Μέ διαταγή τοῦ τσάρου γίνεται μεγαλοπρεπής κηδεία. Στόν ναό τῆς Μεταμορφώσεως, μπροστά στή σορό τοῦ ἐθνομάρτυρα ἐκφωνεῖ τόν ἐπικήδειο ὁ δεινός ρήτορας Κωνσταντῖνος Οἰκονόμος ὁ ἐξ Οἰκονόμων. Ἡ μνημειώδης ὁμιλία του ἀντανακλᾶ τόν σπαραγμό τοῦ Ἕλληνα, καθώς στέκεται μπροστά στό λείψανο τοῦ πατέρα του, τοῦ Ἐθνάρχη του. Ἐνταφιάζεται στόν ἑλληνικό ναό τῆς Ὀδησσοῦ, στήν Ἁγία Τριάδα καί παραμένει στά ξένα χώματα πενήντα χρόνια.
 Στίς 14 Ἀπριλίου 1871, μία ἀντιπροσωπεία Ἑλλήνων μεταφέρει μέ τό ἑλληνικό πλοῖο «Βυζάντιον» τό λείψανο τοῦ πατριάρχη στήν ἐλεύθερη Ἑλλάδα. Ἔφτασε ἐπιτέλους ἡ ὥρα τοῦ χρέους, νά τοῦ ἀποτίσουν ἐπάξια οἱ Ἕλληνες φόρο τιμῆς. Μέ κανονιοβολισμούς, μέ σημαῖες προϋπαντοῦν τόν ἐθνομάρτυρα πλήθη λαοῦ στό λιμάνι τοῦ Πειραιᾶ. Στό πολεμικό «Βασιλεύς Γεώργιος» τό ὁποῖο καλωσορίζει τό «Βυζάντιον», ἐπιβαίνουν ἡ Ἱερά Σύνοδος καί ὁ ὑπουργός τῶν Ἐκκλησιαστικῶν. Μέ δάκρυα ἀσπάζεται τή λάρνακα πρῶτα ὁ ὑπουργός Ἀθ. Πετμεζᾶς. Ὕστερα ἡ Ἱερά Σύνοδος παραλαμβάνει τό λείψανο καί τό ἀποθέτει μέσα σ’ ἕνα κουβούκλιο. Θά παραμείνει στό πλοῖο μέχρι τήν 25η Ἀπριλίου.
 Ξημερώνει ἡ ξεχωριστή αὐτή μέρα γιά τόν ἐλεύθερο Ἑλληνισμό. Πανηγυρικά γιορτάζονται τά 50χρονα τῆς Ἐθνεγερσίας τοῦ 1821, "πρωτόλειο" σφάγιο τῆς ὁποίας, πρῶτος καρπός, εἶναι ὁ πατριάρχης τῆς Ὀρθοδοξίας. Καί γίνεται λαμπρότερος ὁ ἑορτασμός της μέ τήν ἀνακομιδή τῶν ὀστῶν του. Στήν Ἀθήνα ὑποδέχονται τό λείψανο ὁ πρωθυπουργός Ἀλ. Κουμουνδοῦρος, ἡ Ἱερά Σύνοδος, οἱ ἀρχιερεῖς, τό ὑπουργικό συμβούλιο καί οἱ βουλευτές. Μεταφέρεται στόν μητροπολιτικό ναό καί φυλάσσεται μέχρι σήμερα σέ λευκό μαρμάρινο τάφο.
 Ἕνα χρόνο ἀργότερα, τήν 25η Μαρτίου 1872, γίνονται τ’ ἀποκαλυπτήρια τοῦ ἀγάλματος τοῦ Γρηγορίου στά προπύλαια τοῦ Πανεπιστημίου Ἀθηνῶν. Ὁ ποιητής Ἀριστοτέλης Βαλαωρίτης ἀπαγγέλλει μέ τή βροντερή φωνή του τό ἀριστουργηματικό ἐκπόνημά του ἀφιερωμένο στόν μαρτυρικό Πατριάρχη. Ἀπό τήν πετυχημένη ἀπαγγελία τόσο πυροδοτεῖται τό ἀκροατήριο, πού συγκλονισμένο δέν χορταίνει νά ἐπαναλαμβάνει τήν ἐπωδό: «Ἀπ’ ἄκρη σ’ ἄκρη χαλασμός / κρεμοῦν τόν Πατριάρχη! / Χτυπᾶτε πολεμάρχοι! / Μή λησμονεῖτε τό σχοινί, / παιδιά, τοῦ πατριάρχη!».
 
Ἡ Ἱερά Σύνοδος τῆς Ἑλλαδικῆς Ἐκκλησίας τό 1921 ἀνακηρύσσει ἅγιο τόν ἱερομάρτυρα ἀρχιεπίσκοπο Κωνσταντινουπόλεως καί οἰκουμενικό πατριάρχη Γρηγόριο Ε΄ καί ὁρίζει νά γιορτάζεται ἡ μνήμη του στίς 10 Ἀπριλίου. Ὁ τόπος τῆς ἀγχόνης του, ἡ μεσαία πύλη τοῦ Πατριαρχείου, παραμένει ἀπό τότε γιά πάντα κλειστή, γιά νά θυμίζει τή μεγάλη θυσία καί νά διασαλπίζει στούς Ἕλληνες κάθε γενιᾶς πώς τό ἄλικο αἷμα τοῦ πατριάρχη πότισε, ζωογόνησε τό δένδρο τῆς λευτεριᾶς. Κι ὕστερα γίνηκε τό θαῦμα. Ξεπετάχτηκε μέσα ἀπό τή στάχτη ἡ νεκραναστημένη Ἑλλάδα!

Ἑλληνίς
Ἀπολύτρωσις 69 (2014) 108-110
Σάββατο, 08 Ιούνιος 2024 03:00

Ἡ προσμονή

mathitai-analipsi Ξεκίνησε καί ἔρχεται! Ἔρχεται νά μᾶς συναντήσει καί νά μᾶς πάρει κοντά Του. Ἀπό τήν ἡμέρα πού ἀναλήφθηκε στούς οὐρανούς ὁ Κύριος, ἡ Ἐκκλησία Τόν περιμένει. Τό εἶπαν οἱ ἄγγελοι στούς μαθητές του· «οὗτος ὁ Ἰησοῦς ὁ ἀναληφθείς ἀφ᾿ ὑμῶν εἰς τόν οὐρανόν, οὕτως ἐλεύσεται, ὅν τρόπον ἐθεάσασθε αὐτόν πορευόμενον εἰς τόν οὐρανόν» (Πρξ 1,11).
 Καί ἦλθε ὁ Κύριος μέ τήν ἐπιφοίτηση τοῦ ἁγίου Πνεύματος, πού εἶναι ὁ ἄλλος ἑαυτός του· μέ τήν ἵδρυση τῆς Ἐκκλησίας, πού κατά τόν ἱερό Αὐγουστίνο εἶναι «ὁ Χριστός παρατεινόμενος εἰς τούς αἰῶνας», ὁ Ἀναστημένος ἀνάμεσά μας «ἐν ἑτέρᾳ μορφῇ» (Μρ 16,12). Εἶναι μαζί μας ὁ Κύριος, ὅπως μᾶς τό ὑποσχέθηκε· «καί ἰδού ἐγώ μεθ᾿ ὑμῶν εἰμι πάσας τάς ἡμέρας ἕως τῆς συντελείας τοῦ αἰῶνος» (Μθ 28,20). Πνευματικά, μυστηριακά τά μέλη τῆς Ἐκκλησίας βιώνουν τήν πραγμάτωση τῆς θείας ὑποσχέσεως.
  Εἶναι, ὡστόσο, ἀλήθεια, ὅτι στούς χριστιανούς τοῦ σήμερα ἀτόνησε τό βίωμα ἐκεῖνο πού συγκινοῦσε βαθιά τούς πιστούς τῶν πρώτων αἰώνων: ἡ λαχτάρα τῆς Δευτέρας Παρουσίας τοῦ Κυρίου. Τόν περίμεναν, κι ἦταν αὐτό ἡ πιό μεγάλη τους χαρά. Τό ἀποδεικνύει ὁ προσφιλέστερος χαιρετισμός τους· «μαράν ἀθᾶ» (Α΄ Κο 16,22), ὁ Κύριος ἔρχεται! Τό ἐπιβεβαιώνει ὁ ὕμνος τῆς πρώτης Ἐκκλησίας: «Ἁγνεύω σοι καί λαμπάδας φαεσφόρους κρατοῦσα, Νυμφίε, ὑπαντάνω σοι».
  Ἡ θεία προσμονή ἔτρεφε τά ὄνειρά τους, ἐνέπνεε τόν πνευματικό τους ἀγώνα καί καλλιεργοῦσε τόν πόθο τῆς συναντήσεως μέ τόν Κύριο. Τούς ἐμψύχωνε, ὥστε νά μή δειλιάζουν μπροστά στά φρικτά βασανιστήρια. Προτιμοῦσαν ἀτρόμητοι τό θάνατο παρά τήν ἐπίγεια δόξα καί τά πλούτη, πού τούς ὑπόσχονταν οἱ διῶκτες τῆς πίστεως. Λαχταροῦσαν νά συναντήσουν τόν Νυμφίο τῆς ψυχῆς τους, ἀκόμη καί μέ τό μαρτύριο!
  Αὐτά γιά τούς πρώτους χριστιανούς, πού ἔγραψαν τή λαμπρή ἱστορία τῆς Ἐκκλησίας τῶν διωγμῶν καί τῶν μαρτυρίων. Τί γίνεται ὅμως μέ μᾶς, τούς σημερινούς συνεχιστές αὐτῆς τῆς ἱστορίας;
  Μᾶς ἑλκύουν συνήθως καί μᾶς θαμπώνουν ἄλλα πράγματα, ἐνδοκοσμικά, σαφῶς αἰσθητά καί ὑλικά. Πιεσμένοι ἀπό τά καθημερινά προβλήματα καί τίς ὑλικές ἀνάγκες, πού ὅλο καί αὐξάνουν, δέν βρίσκουμε χρόνο -καί μήπως ἔχουμε διάθεση;- γιά τόν πλατυσμό καί τήν ἄνεση τοῦ οὐρανοῦ. Κι ὅμως, ἡ προοπτική τῆς αἰωνιότητος δίνει ἄλλη διάσταση στήν καθημερινότητα. Ἡ προσμονή τῆς Δευτέρας Παρουσίας τοῦ Κυρίου δίνει χρῶμα καί ὑπόσταση στήν πνευματική μας ζωή.

  •  Μᾶς ξυπνάει ἀπό τό λήθαργο τῆς ἀδιαφορίας καί τῆς ἀμέλειας. Ἐφόσον πιστεύουμε ὅτι ὁπωσδήποτε θά ἔλθει ὁ Κύριος, ἀλλά μᾶς εἶναι ἄγνωστο τό πότε, δέν ἔχουμε παρά νά Τόν περιμένουμε ἀπό στιγμή σέ στιγμή!
  •  Δημιουργεῖ τή σωτήρια ἀγωνία νά βρεθοῦμε ἕτοιμοι μπροστά στόν δίκαιο Κριτή, κατά τό παράγγελμά του· «Ἔστωσαν ὑμῶν αἱ ὀσφύες περιεζωσμέναι καί οἱ λύχνοι καιόμενοι» (Λκ 12,35).
  •  Μᾶς θυμίζει ὅτι ἡ ζωή πάνω στή γῆ εἶναι σύντομη, πρόσκαιρες οἱ ἀπολαύσεις της καί προσωρινές οἱ θλίψεις της· «καινούς δέ οὐρανούς καί γῆν καινήν κατά τό ἐπάγγελμα αὐτοῦ προσδοκῶμεν, ἐν οἷς δικαιοσύνη κατοικεῖ» (Β΄ Πέ 3,13). Ἐγγίζει ἡ ὥρα τῆς ἐπιστροφῆς στήν οὐράνια πατρίδα πού χάσαμε, στή χαρά τοῦ παραδείσου πού νοσταλγοῦμε.

  Πόσο θερμότερη πρός τόν Ἰησοῦ θά ἦταν ἡ ἀγάπη μας, πόσο πιό ζωντανή ἡ ἐλπίδα μας κι ἀμέτρητη ἡ χαρά μας, ἄν δυνατότερα πιστεύαμε ὅτι ὁ Κύριος ξεκίνησε καί ἔρχεται...
  Ἐπέστρεψαν χαρούμενοι οἱ μαθητές ἀπό τή Βηθανία (Λκ 24,52). Εἶδαν τή νεφέλη, τό ἅρμα τοῦ Θεοῦ, νά παραλαμβάνει τόν Διδάσκαλό τους στή θεία δόξα! Προσκύνησαν τόν ἀγαπημένο τους Ἰησοῦ, ὁμολογώντας γιά μιά ἀκόμη φορά ὅτι αὐτός εἶναι ὁ Κύριός τους καί ὁ Θεός τους, «ὁ τιθείς νέφη τήν ἐπίβασιν αὐτοῦ» (Ψα 103,3). Κι ἔφυγαν μέ τή γλυκειά πεποίθηση ὅτι θά ξαναέλθει μέ τόν διο τρόπο, γιά νά τούς παραλάβει κοντά του!
  Τή χαρά αὐτή διατηρεῖ ἀμείωτη ἡ Ἐκκλησία, παρ᾿ ὅλες τίς θλίψεις καί τούς διωγμούς, πού ὑπομένει σέ κάθε ἐποχή. Στήν πρώτη του Ἐπιστολή πρός τούς Θεσσαλονικεῖς ὁ ἀπόστολος Παῦλος γράφει· «ἁρπαγησόμεθα ἐν νεφέλαις εἰς ἀπάντησιν τοῦ Κυρίου εἰς ἀέρα, καί οὕτω πάντοτε σύν Κυρίῳ ἐσόμεθα» (Α΄ Θε 4,17). Μιά τέτοια προσδοκία πῶς νά μήν κάνει ἀνεκλάλητη τήν εὐτυχία τῶν πιστῶν; «Οὔτε γάρ ὁ πλούσιος μακάριος, οὔτε ὁ πένης ἐλεεινός· ἀλλ᾿ ὅς ἐάν τῆς ἁρπαγῆς ἐκείνης καταξιωθῇ τῆς ἐν νεφέλαις, μακάριος καί τρισμακάριος», διακηρύττει ὁ ἅγιος Χρυσόστομος.
  Πότε ἐπιτέλους θά συντονίσουμε τίς λαχτάρες καί τούς πόθους μας μέ τή γλυκειά προσμονή τῆς Ἐκκλησίας μας; Πότε θά ξεκολλήσουμε ἀπό τή λάσπη καί τή σαπίλα αὐτῆς τῆς γῆς, γιά νά ᾿χει ἡ καρδιά μας ἄλλα σκιρτήματα κι ἀλλιώτικες ἀναζητήσεις; Τότε θά μποροῦμε νά ἐπαναλαμβάνουμε, μέ τά λόγια καί τή ζωή μας, τήν προσευχή τῆς προσμονῆς πού κλείνει τό βιβλίο τῆς Ἀποκαλύψεως· «ναί ἔρχου, Κύριε Ἰησοῦ!» (Ἀπ 22,20).

Στέργιος Ν. Σάκκος
Πέμπτη, 09 Ιούνιος 2016 03:00

Ἀνελήφθης ἐν δόξῃ

 analipsi 4 Τήν Ἀνάληψη τοῦ Χριστοῦ ψάλλοντας ἡ Ἐκκλησία μας ἀποτυπώνει στούς ὕμνους της τήν ὑψίστη σημασία αὐτοῦ τοῦ γεγονότος στήν ἱστορία τῆς σωτηρίας μας καί ἐκφράζει μέ τήν μεγαλειώδη σεμνότητά τους τήν εὐφροσύνη καί τή δοξολογία τῶν πιστῶν γι’ αὐτό. Δίπλα στή Γέννηση, στό Πάθος καί στήν Ἀνάσταση τοῦ Κυρίου μας, ἡ Ἀνάληψη ἀποτελεῖ ἐπίσης ἕναν ἀπό τούς σημαντικούς σταθμούς τῆς ζωῆς τοῦ Χριστοῦ, πού ὁλοκληρώνει τό ἐπί γῆς ἔργο του καί τό μήνυμα τῆς ἀποκαλύψεώς του στόν ἄνθρωπο. Αὐτή τήν ὁλοκλήρωση ἐννοεῖ στό ἑπόμενο τροπάριο καί ὁ ὑμνωδός, ὅταν μέσα ἀπό τό γεγονός τῆς Ἀναλήψεως βλέπει ὅλα τά σπουδαῖα γεγονότα τῆς θείας Οἰκονομίας, καί ἀνάγεται μέχρι αὐτό τό τελικό γεγονός τῆς Κρίσεως.
  «Τήν καταβᾶσαν φύσιν τοῦ Ἀδάμ, εἰς τά κατώτερα μέρη τῆς γῆς, ὁ Θεός, καινοποιήσας σεαυτῷ ὑπεράνω πάσης ἀρχῆς καί ἐξουσίας ἀνήγαγες σήμερον· ὡς ἀγαπήσας γάρ, συνεκάθισας· ὡς συμπαθήσας δέ, ἥνωσας σαυτῷ· ὡς ἑνώσας συνέπαθες· ὡς ἀπαθής, παθών δέ, συνεδόξασας. Ἀλλ’ οὐκ ἄνθρωπος μόνον, Θεός δέ καί ἄνθρωπος, τό συναμφότερον τό φαινόμενον. Ὅθεν ἔξαλλοι Ἄγγελοι ἐν στολαῖς περιιπτάμενοι, τούς Μαθητάς, Ἄνδρες ἐβόων, Γαλιλαῖοι, ὅς ἀφ’ ὑμῶν πεπόρευται, οὗτος Ἰησοῦς ἄνθρωπος Θεός, Θεάνθρωπος πάλιν ἐλεύσεται, κριτής ζώντων καί νεκρῶν· πιστοῖς δέ δωρούμενος ἁμαρτιῶν συγχώρησιν, καί τό μέγα ἔλεος».
 Σήμερα, Θεέ, ἀνέβασες πάνω ἀπό κάθε ἀγγελική ἀρχή καί ἐξουσία τή φύση τοῦ Ἀδάμ, πού κατέβηκε στά κατώτερα μέρη τῆς γῆς, ἀφοῦ τήν ἀνακαίνισες στόν ἑαυτό σου· ἐπειδή τήν ἀγάπησες, τήν συναναστράφηκες· ἐπειδή τήν συμπάθησες, τήν ἕνωσες μέ τόν ἑαυτό σου· ἀφοῦ τήν ἕνωσες, ἔπαθες μαζί της· ἐπειδή εἶσαι ἀπαθής, ἀλλά ἔπαθες, τήν συνδόξασες. Ἐν τούτοις οἱ ἀσώματοι ἄγγελοι ἐπίσημα ντυμένοι πετοῦσαν γύρω-γύρω καί φώναζαν στούς μαθητές· Ἄνδρες Γαλιλαῖοι, αὐτός πού ἀπομακρύνεται ἀπό σᾶς, αὐτός ὁ Ἰησοῦς, ὁ ἄνθρωπος καί Θεός, θά ἔλθει πάλι Θεάνθρωπος, κριτής ζώντων καί νεκρῶν· καί στούς πιστούς δωρίζει συγχώρεση τῶν ἁμαρτιῶν καί τό μεγάλο ἔλεος.
  Στά τελευταῖα λόγια τοῦ Χριστοῦ πρίν τήν Ἀνάληψη, οἱ πιστοί ὅλων τῶν αἰώνων βρίσκουν τήν παρήγορη ὑπόσχεση ὅτι δέν μένουν ὀρφανοί στόν κόσμο, ἀλλά ἔχουν τήν ἐπίσκεψη καί τή συντροφιά τοῦ Τρίτου τῆς Τριάδος, τοῦ Ἁγίου Πνεύματος.
  «Ἀνελθών εἰς οὐρανούς, ὅθεν καί κατῆλθες, μή ἐάσῃς ἡμᾶς ὀρφανούς, Κύριε· ἐλθέτω σου τό Πνεῦμα, φέρον εἰρήνην τῷ κόσμῳ· δεῖξον τοῖς υἱοῖς τῶν ἀνθρώπων, ἔργα δυνάμεώς σου, Κύριε φιλάνθρωπε».
  Ἀνεβαίνοντας στούς οὐρανούς, ἀπ’ ὅπου καί κατέβηκες, μή μᾶς ἀφήσεις ὀρφανούς, Κύριε. Ἄς ἔλθει τό Πνεῦμα σου φέρνοντας εἰρήνη στόν κόσμο. Δεῖξε στούς υἱούς τῶν ἀνθρώπων τά δυνατά σου ἔργα, Κύριε, φιλάνθρωπε.

«Ἐλπίδα»
(περ. Ἀπολύτρωσις 1981, σελ.84)
Σάββατο, 08 Ιούνιος 2024 03:00

Πάνω ἀπό τά γήινα

analipsi 3 Ἄν πεῖς στόν ἄνθρωπο τῆς ἐποχῆς μας ὅτι ἡ Ἀνάληψη τοῦ Χριστοῦ ἔχει ἕνα πολύ προσωπικό μήνυμα γι’ αὐτόν, τό λιγότερο, θά σέ κοιτάξει μέ δυσπιστία. Στέκεται τόσο ἀπρόσιτη ἡ Ἀνάληψη πάνω στό θεολογικό της βάθρο, καί πῶς μπορεῖ νά ἀνταποκριθεῖ στίς ἀνησυχίες τῶν καιρῶν μας; Κι ὅμως, πέρα ἀπό τό θεολογικό της νόημα ἤ μᾶλλον μέσα ἀπ’ αὐτό, ἐκπέμπει ἕνα πολύ ἐπίκαιρο κοινωνικό καί ἀνθρώπινο μήνυμα. Μόνο πού γιά νά τό πιάσουμε, δέν θά ξεκινήσουμε ἀπό τήν κορυφή της πρός τήν ἐποχή μας, διότι οἱ περισσότεροι δέν θά μπορέσουν οὔτε τήν ἀφετηρία νά βροῦν οὔτε στήν πορεία νά ἐνταχθοῦν. Θά ξεκινήσουμε ἀπό τήν ἐποχή μας, πού εἶναι εὔκολο νά τήν παρακολουθήσουμε ὅλοι, ἀφοῦ εἶναι ἡ ἴδια ἡ ζωή μας, ὁ ἑαυτός μας, γιά νά φθάσουμε στήν κορυφή. Μ’ αὐτόν τόν τρόπο δέν ὑπάρχει κίνδυνος νά λαθέψουμε, φθάνει νά εἴμαστε τίμιοι καί εἰλικρινεῖς στίς ἀναζητήσεις μας, ἀπροκατάληπτοι στίς ἐκτιμήσεις μας.
  Καθώς καταντήσαμε τήν ζωή μας πολύ πεζή, πολύ στενή, πολύ πληκτική γιά τούς πόθους τῆς ψυχῆς μας, ὀρθώνεται τραγική ἡ ὁρμή καί ἡ λαχτάρα μας νά ξεφύγουμε ἀπό τά ὅρια πού μᾶς συγκλείνουν καί μᾶς συνθλίβουν. Παγκόσμια καί καθολική ἐκδηλώνεται σέ ὅλους τούς καιρούς, καί ἰδιαίτερα στόν δικό μας, μία τάση φυγῆς, θά ἔλεγα. Δέν ἐννοῶ τήν τραγική ἀλλά, δυστυχῶς, ὄχι σπάνια φυγή πού παρέχουν οἱ παραισθησιογόνες οὐσίες· ὑπόσχονται τήν ἐλευθερία τοῦ παραδείσου, ἀλλά παγιδεύουν τούς χρῆστες στά ὀλέθρια δεσμά τῆς κόλασης. Μιλῶ γιά τήν τόσο γνωστή σέ ὅλους μας ἀνάγκη νά βγοῦμε ἔξω ἀπό τό σπίτι μας, τό κατάστημά μας, τήν πόλη μας, πρός τό βουνό, τήν θάλασσα, τόν καθαρό ἀέρα. Ἀπό τότε πού ὁ μῦθος τοῦ Δαιδάλου καί τοῦ Ἰκάρου ἔγινε πραγματικότητα, ὁ ἄνθρωπος ρίχθηκε στό μεθύσι τῶν αἰθέρων, πού τοῦ δίνει τήν ψευδαίσθηση τῆς ἀποδέσμευσης ἀπό ὅ,τι βαρύ τοῦ πλακώνει τό στῆθος. Μέ τό ἀερόστατο, τό ἑλικόπτερο, τό ἀεροπλάνο, τό διαστημόπλοιο, κερδίζει τήν ἐντύπωση ὅτι ξεφεύγει ἀπό τά χαμηλά καί χαμαίζηλα καί πετᾶ ἐλεύθερα στά ψηλά καί οὐράνια. Σήμερα μάλιστα γίνεται ἀκόμη πιό ἔντονη ἡ ψευδαίσθηση τῆς ἐλευθερίας, χάρη στίς δυνατότητες πού ἐξασφαλίζει ὁ ἠλεκτρονικός ὑπολογιστής, μέ τήν περιήγηση στό διαδίκτυο ἤ ἀκόμη μέ τήν «ἐμπειρία» τῆς εἰκονικῆς πραγματικότητος. Πόσο ὅμως ἀπατᾶται ὁ σημερινός ἄνθρωπος!
  Ὄχι ὅτι δέν εἶναι ἀληθινό ἐπίτευγμα νά νικᾶς τούς νόμους τῆς βαρύτητος καί νά ἐξερευνᾶς τούς γαλαξίες. Ὄχι ὅτι δέν εἶναι θαυμαστό καί ὑπέροχο νά σπαθίζεις σάν πουλί τούς οὐρανούς ἤ νά κατακτᾶς τόν κυβερνοχῶρο μέ ἕνα κλίκ στό «ποντίκι» τοῦ ὑπολογιστῆ σου. Σπουδαῖο καί μεγάλο προνόμιο μᾶς χάρισε ἡ ἐπιστήμη καί ἡ τεχνολογία. Ἀλλά τόσο φτωχό καί μικρό μπρός στήν ἐσωτερική ἐπιθυμία τοῦ ἀνθρώπου νά ξεκολλήσει ἀπό τά γήινα καί νά εἰσδύσει στό ἄπειρο καί στό αἰώνιο ἑνός ἄλλου κόσμου! Ὅσο ψηλά κι ἄν πετάει, στήν οὐσία τίποτε τό ἀλλιώτικο δέν ἀπολαμβάνει, ἐφόσον κουβαλάει μέσα του τόν ἴδιο ἀνικανοποίητο ἑαυτό του. Ἐφόσον ἐδῶ κάτω στήν γῆ δέν ἀποσπᾶται ἀπό τήν φθορά, καί πάνω στήν σελήνη ἀκόμη θά μεταφέρει τόν φόβο καί τόν θάνατο. Ἔτσι, ὁ ἀστροναύτης τῶν ἡμερῶν μας, ἐνῶ διατρέχει τό ἀπέραντο σύμπαν, νιώθει νά ἀσφυκτιᾶ ἐσωτερικά, σάν νά εἶναι κλεισμένος στόν μπαλαοῦρο, στό πιό βαθύ καί ἀποπνικτικό μέρος τοῦ πλοίου. Ἀπό αὐτήν τήν ἄποψη μποροῦμε νά ποῦμε, τηρουμένων τῶν ἀναλογιῶν, ὅτι ἡ ἀνάβαση τοῦ ἀνθρώπου στούς αἰθέρες δέν διαφέρει ἀπό τήν ἀνάβασή του πάνω στήν στέγη μιᾶς καλύβας ἤ στήν κορυφή ἑνός δένδρου ἤ ἀκόμη πάνω στό βουνό.
  Ἀπογοητευμένος καί τσακισμένος μένει ὁ ἐξερευνητής ἄνθρωπος τοῦ αἰώνα μας, πού δέν βρίσκει διέξοδο στήν ψυχική του ἀνάγκη κι ἐπιθυμία. Ἀναλαμβάνουν ὅμως οἱ ἀπατεῶνες τῆς ἐπιστήμης καί οἱ σαλτιμπάγκοι τῆς κουλτούρας νά ἱκανοποιήσουν τήν μάζα, νά θρέψουν τήν φαντασία της καί νά χορτάσουν τήν ἀνησυχία της μέ σκύβαλα καί νοσηρότητες. Ἔτσι ἐπινόησαν τά U.F.O. καί ζήτησαν νά ἀπομυθοποιήσουν τήν ἱστορία μέ μύθους! Πλούτισαν οἱ ἐπιτήδειοι κατεβάζοντας ἐξωγήινους στήν γῆ, ἐξευτελίζοντας τήν ἀνθρώπινη λογική, ἀλλά καί ἱεροσυλώντας τούς εὐγενεῖς ἀνθρώπινους πόθους.
  Κι ὅμως! Ἀνάμεσα στήν ἐπιστήμη, πού δεσμεύεται ἀπό τήν φυσική διάσταση καί συχνότητα, καί στό γελοῖο παραμύθι τῶν U.F.O., πού στηρίζεται στό ψέμα καί τήν ἀπάτη, ἀνάμεσα στόν θανατηφόρο «παράδεισο» τῶν ναρκωτικῶν καί στήν κατευθυνόμενη πληροφόρηση τῶν ἠλεκτρονικῶν, στέκεται ἕνα γεγονός ἱστορικό, ἀληθινό, γεμάτο νόημα, χάρη καί ζωή· ἡ Ἀνάληψη τοῦ Χριστοῦ! Τό ἀπορρίπτουν οἱ ἄθεοι, τό χλευάζουν οἱ ἄπιστοι, λυσσομανᾶ κυριολεκτικά ἐναντίον του ὁ ἀφηνιασμένος ἀπό τά πάθη κόσμος. Ἐντούτοις, τόσοι αἰῶνες, τόσοι ἐχθροί, τόσες προσβολές οὔτε τό μείωσαν οὔτε τό ἀντικατέστησαν μέ σαχλά ὑποκατάστατα. Μένει λαμπρό καί ζωντανό, τόσο ἀληθινό ὅσο ἡ ἐνανθρώπηση τοῦ Θεοῦ, ὅσο ἡ Σταύρωση καί ἡ Ἀνάσταση, ὅσο ἡ Πεντηκοστή καί ἡ Ἐκκλησία πού ζῆ καί ἀναπνέει μέχρι σήμερα. Εἶναι ἕνα γεγονός πού δέν μπορεῖ νά τό γκρεμίσει ἡ ἄρνηση, διότι τό κτίζει ἡ ἱστορία, τό κατοχυρώνει ἡ προφητεία, τό στηρίζει ἡ ἐμπειρία τῶν πιστῶν. Ὁ Ἰησοῦς Χριστός μέ τό ἀναστημένο του σῶμα, νικώντας τόν θάνατο, τόν χῶρο καί τόν χρόνο, δοξασμένος καί ἔνδοξος ἀναλήφθηκε, εἰσῆλθε στήν διάσταση τοῦ πνεύματος καί θρόνιασε τήν ἀνθρώπινη φύση στά δεξιά τοῦ Πατέρα! Τί περισσότερο νά ζητήσει ἡ καρδιά μας ἡ διψασμένη γιά Θεό;

Στέργιου Ν. Σάκκου, Ἡ Ἀνάληψη τοῦ Κυρίου, σελ. 11-15
Τρίτη, 01 Ιούλιος 2014 03:00

Θά μᾶς σώσεις, Κύριε!

 analipsi 2 Κανένα ἄλλο γεγονός δέν ἀποδίδει τόσο ἐκφραστικά, ζωηρά καί περίλαμπρα τό μεγαλεῖο καί τή δόξα τοῦ λυτρωμένου ἀνθρώπου, ὅσο τό γεγονός τῆς Ἀναλήψεως τοῦ Κυρίου. Μέ τήν ἄνοδό του στόν οὐρανό ὁ θεάνθρωπος Ἰησοῦς Χριστός ἐγκαινίασε «ὁδόν πρόσφατον» (Ἑβ 10,20). Μᾶς ἄνοιξε καινούργιο δρόμο, τό δρόμο γιά τόν οὐρανό, κι ἔγινε ὁ πρόδρομός μας, ὥστε νά τόν ἀκολουθήσουμε καί νά ἀνεβοῦμε στόν οὐρανό καί ὅλοι ἐμεῖς, οἱ πιστοί καί ἀφοσιωμένοι του.
  Μελετώντας τήν ἀσύλληπτη θεϊκή τιμή ὁ ἅγιος Χρυσόστομος παρατηρεῖ: Τά Χερουβίμ, πού κάποτε φύλαγαν τόν παράδεισο ἀπό τόν ἄνθρωπο, μέ χαρά καί κατάπληξη τώρα τόν βλέπουν νά ἀνεβαίνει στόν οὐρανό, στό θρόνο τοῦ Θεοῦ, καί μεριάζουν νά διαβεῖ ψάλλοντας· «Ἄρατε πύλας... καί ἐπάρθητε πύλαι αἰώνιοι, καί εἰσελεύσεται ὁ βασιλεύς τῆς δόξης» (Ψα 23,7).
  Ἐνθουσιασμένος ὁ χρυσορρήμων διδάσκαλος ἀναφωνεῖ: Ἔχουμε ἤδη ἀρραβώνα τῆς ζωῆς μας στόν οὐρανό, ἀφοῦ ἀναληφθήκαμε μαζί μέ τόν Χριστό. Κατά τήν ἀρχαιότητα, ὅταν δύο λαοί σύναπταν μεταξύ τους συνθήκη, ὡς ἐγγύηση γιά τήν τήρησή της συνήθιζαν νά ἀνταλλάσσουν ὁμήρους. Παρόμοια κι ἐμεῖς, κρατοῦμε τόν Ἰησοῦ Χριστό ὅμηρο, δεμένο μέ τήν ἀνθρώπινη φύση μας, τήν ὁποία ἔχει προσλάβει καί ἔχει ἀνεβάσει στό θρόνο τοῦ Πατέρα. Κύριε, δέν μπορεῖς νά ἀκυρώσεις τή διαθήκη τῆς σωτηρίας μας. Σέ ἔχουμε στό χέρι μας. Κρατοῦμε ὅμηρο τόν Υἱό σου. Θά μᾶς σώσεις, Κύριε!

Ἰω Χρυσοστόμου, Εἰς τήν Ἀνάληψιν, 16· ΡG 52,789· Εἰς Ἐφεσίους 2,2· ΡG 62,19
 
 
Πέμπτη, 12 Ιούνιος 2014 03:00

Ἀπουσία

 magdalini-klaiei Στέκεται γεμάτη ἀπορία καί πόνο. Δυσκολεύεται νά συνέλθει ἀπό τήν ὀδυνηρή ἔκπληξη. Τό μνημεῖο εἶναι κενό. Τό νεκρό σῶμα τοῦ διδασκάλου δέν βρίσκεται πλέον ἐκεῖ. Τί μπορεῖ νά συνέβη; Ποιός θά ἔπαιρνε ἕναν νεκρό καί γιά ποιό λόγο; Καί ποῦ εἶναι πιθανόν νά τόν τοποθέτησε; Ὁ νοῦς της εἶναι πλημμυρισμένος ἀπό σύγχυση καί σκοτεινές σκέψεις.
 Ἦταν πρίν ἀπό καιρό πού γνώρισε τόν Ἰησοῦ ἡ Μαρία. Αὐτή ἡλικιωμένη, δεμένη ἑφτάδιπλα ἀπό τόν διάβολο, δαιμονισμένη. Μαύρη ἡ ζωή της. Κινούμενη στά ὅρια τῆς ἔσχατης ἀπελπισίας καί τῆς ἔσχατης ταπείνωσης. Ἕνα πρόσωπο χωρίς προσωπικότητα, μιά διαλυμένη ὕπαρξη. Ἐκεῖνος ἐπιβλητικός, ἀπόλυτα κυρίαρχος τῆς δύναμης καί προπάντων σπλαχνικός. Δέν τραβήχτηκε μακριά της μόλις τήν εἶδε, ὅπως ἔκαναν οἱ ἄλλοι φοβισμένοι. Ἀντίθετα τήν πλησίασε. Τή συμπάθησε μέ πατρική στοργή καί τήν ἐλευθέρωσε ἀπό τόν σατανᾶ μέ ὅ,τι μπορεῖ νά σημαίνει αὐτό τό ρῆμα γιά ἕνα τόσο καταρρακωμένο πλάσμα τοῦ Θεοῦ.
 Ἀπό τότε τόν ἀκολούθησε πιστά. Ἔφτασε μέχρι τό σταυρό μαζί του. Στάθηκε κοντά στήν ἀβάσταχτα πονεμένη μητέρα του, μητέρα του κι αὐτή, ἀπό ἐκεῖνες πού ἀπέκτησαν τό δικαίωμα νά ὀνομάζονται ἔτσι, διότι «ἐποίησαν τό θέλημα τοῦ πατρός αὐτοῦ» (Μθ 12,50). Καί τώρα, τρεῖς ἡμέρες ἀφότου τόν κήδεψε μαζί μέ τούς λίγους δικούς του πού τοῦ ἀπέμειναν, ἀντικρύζει τοῦτο τό φοβερό θέαμα: Χάθηκε ὁ νεκρός. Ὁ Κύριός της «ᾔρθη» (Ἰω 20,2.13).
 «Δέν γνώριζε ἐντελῶς τίποτε γιά τήν Ἀνάσταση κι οὔτε ἔβαζε κάτι τέτοιο ὁ νοῦς της», παρατηρεῖ ὁ ἅγιος Ἰωάννης Χρυσόστομος. Ἦταν μιά ἁπλή γυναίκα·ἁπλή καί βασανισμένη. Ἀδυνατοῦσε νά σκεφτεῖ ὅτι ὁ Ἰησοῦς -ἔστω αὐτός ὁ ἅγιος ἄνθρωπος, ὁ μοναδικός προφήτης, ὅπως τόν πίστευε- θά μποροῦσε νά ἐπιστρέψει ἀπό τό θάνατο. Ἡ ὑπόθεση αὐτή ἦταν πάνω ἀπό τίς δυνατότητές της. Γι᾿ αὐτό καί ἀναζητᾶ νεκρό τόν ἀναστημένο. Κι οὔτε τά ἀφημένα καί τακτοποιημένα σάβανα τήν προβληματίζουν καθόλου. Ἀκόμη καί οἱ δύο ἄγγελοι, πού τόσο ξαφνικά ἐμφανίζονται, δέν ἀφαιροῦν τό παραμικρό ἀπό τήν ἀγωνία της. Αὐτή ψάχνει τόν ἀγαπημένο της εὐεργέτη. Τήν κατατρώει ἡ ἀπουσία του. Μακάρι νά τόν ἔβρισκε κάπου καί θά τόν σήκωνε μονάχη, μέ τά χέρια της! «Πολλή ἡ εὔνοια καί φιλοστοργία τῆς γυναικός!», ἀναφωνεῖ ὁ ἴδιος ἱερός πατήρ.
 Ὁ Χριστός εἶναι ἡ ζωή τοῦ κόσμου. Χωρίς τήν παρουσία του ὅλα σκοτεινιάζουν, χάνουν τό νόημά τους, δέν ἔχουν πιά καμιά σημασία. Καί εἶναι τόσο τραγική ἡ αὐταπάτη μας νά νομίζουμε ὅτι ζοῦμε, ἐνῶ βρισκόμαστε μέσα στό ἴδιο τό κράτος τοῦ θανάτου.Χωρίς τόν Ἰησοῦ τό πιό γλυκό πράγμα πού μᾶς εὐφραίνει γίνεται πικρό, κατάπικρο, ἀλλοιωμένο ἀπό τό δηλητήριο τῆς ἔλλειψής του. «Κύριε», ἱκετεύει ὁ ἱερός Αὐγουστίνος, «θρηνοῦμε καί ζητᾶμε ἐσένα, διότι χωρίς ἐσένα δέν εἴμαστε τίποτε... Ἐσένα ποθοῦμε. Γιατί οἱ ζωντανοί νά φεύγουν μακριά ἀπό σένα πού ἀνέστησες τούς νεκρούς; Μέ τήν Ἀνάστασή σου ἄνθισε ἀπό τόν τρόμο της ἡ γέεννα, ἀλλά μαράθηκε στείρα ἡ γῆ. Οἱ πέτρες ἀπό τά μνήματα τῶν νεκρῶν σχίστηκαν, μά τά χωράφια μας δέν γνώρισαν καρπό, διότι τά σπλάχνα τους εἶναι σκληρά. Ἐσένα, Κύριε, ζητᾶμε, ἐσένα πού μᾶς ἀναζητᾶς. Οἱ γιορτές μας μεταστράφηκαν σέ πένθος καί τά τραγούδια μας σέ θρῆνο. Ἡ κιθάρα μας παίζει τραγούδι λυπητερό... Κηδεία πιό μαύρη ἀπό τό σκοτάδι...».
 Καί καταλήγει ἀναστάσιμα ὁ ἱερός πατήρ: «Ὅμως θάρρος! Ἐκεῖνος πού εἶπε στίς μυροφόρες "ὑπάγετε ἀπαγγείλατε τοῖς ἀδελφοῖς μου ἵνα ἀπέλθωσιν εἰς τήν Γαλιλαίαν, κἀκεῖ μέ ὄψονται" (Μθ 28,10), ὁ ἴδιος λέει καί σέ μᾶς: "πηγαίνετε καί πεῖτε στό λαό μου ὅτι θά μέ συναντήσουν στήν Ἐκκλησία... καί ἐκεῖ θά λάβουν τήν ἄφεση"»!

Εὐ. Δάκας
Δρ. Θεολογίας

 anasthmenos Γεγονός ἀναντίρρητο καί θεμελιακό γιά τήν πίστη μας ἡ ἀνάσταση τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ, ἀκτινοβολεῖ τήν ἐλπίδα, θεμελιώνει στήν ἀνθρωπότητα τήν πραγματική ἀλλαγή. Εἶναι ἡ συντριβή καί ἐξουθένωση τοῦ πιό φοβεροῦ κινδύνου, τοῦ πιό ἀδυσώπητου ἐχθροῦ ἀπ᾿ ὅσους λυμαίνονται τόν ἄνθρωπο, τοῦ θανάτου. Ἀνασταίνει τούς πόθους καί τίς προσδοκίες κάθε ψυχῆς, ὑπόσχεται καί ἐγγυᾶται τήν «ἄλλη βιοτή», τήν ἀπαλλαγμένη ἀπό τό φόβο τοῦ θανάτου, τή ζυμωμένη μέ τή χαρά καί μυρωμένη μέ τήν ἀγάπη. Καί εἶναι ἀκριβῶς ἡ ἀγάπη τό δῶρο τῆς Ἀνάστασης πού χαρακτηρίζει τήν ποιότητα τοῦ ἀναστημένου ἀνθρώπου. 
  Τήν ἀγάπη τήν πρωτοφανέρωσε στόν κόσμο ὡς «καινή ἐντολή» ὁ Χριστός. Ἐκεῖνος καθόρισε τίς διαστάσεις της μέ τή σταυρική του θυσία καί ἀναστημένος τήν προσέφερε ὡς χάρισμα στή διχασμένη ἀνθρωπότητα, ἡμερώνοντας τήν ἀγριεμένη ἀπό τό μίσος καρδιά τοῦ ἀνθρώπου. Μέσα στήν Ἐκκλησία, στό χῶρο ὅπου ἀποκαλύπτεται ὁ Θεός, χαιρόμαστε τό σπάνιο ἀγαθό τῆς ἀγάπης, διότι «ὁ Θεός ἀγάπη ἐστίν» (Α΄ Ἰω 4,8). Ἡ ἀγάπη συνιστᾶ τήν διά τήν οὐσία τοῦ Θεοῦ. Εὔλογα, λοιπόν, ἀποτελεῖ μυστήριο γιά τό ἀνθρώπινο μυαλό.
   Ἐντούτοις, αὐτό πού δέν μποροῦν νά προσεγγίσουν οἱ διανοητικές μας δυνάμεις, τό βιώνει ἡ καρδιά μας στήν καθημερινή πράξη. Ἀρκεῖ νά ἀποδεχθεῖ τήν καθοδήγηση τοῦ θείου λόγου. Τό διατυπώνει ἁπλά, πλήν σαφέστατα, ὁ «μαθητής τῆς ἀγάπης» Ἰωάννης· «ἐάν τις εἶπῃ ὅτι ἀγαπῶ τόν Θεόν, καί τόν ἀδελφόν αὐτοῦ μισῇ, ψεύστης ἐστίν· ὁ γάρ μή ἀγαπῶν τόν ἀδελφόν ὅν ἑώρακε, τόν Θεόν ὅν οὐχ ἑώρακε πῶς δύναται ἀγαπᾶν;» (Α΄ Ἰω 4,20). Ἔτσι ἡ πρός τόν ἀδελφό ἀγάπη γίνεται ἡ συγκεκριμένη πράξη, γιά νά εὐαρεστήσουμε τόν ἐπουράνιο Θεό· τό σκαλοπάτι, γιά νά ἀνεβοῦμε στόν οὐρανό. Ὁπωσδήποτε πάντως, δέν μποροῦμε νά διαδηλώνουμε αἰσθήματα λατρείας καί ἀφοσίωσης πρός τόν ἀόρατο Θεό, ὅταν ἡ ζωή μας ἀποκαλύπτει αἰσθήματα ἀποστροφῆς γιά τόν ὁρατό ἀδελφό, τόν ὁποιονδήποτε.
  Πολλές οἱ παράμετροι πού κρίνουν καί διακρίνουν τή γνησιότητα τῆς ἀγάπης μας πρός τόν Θεό, ἐνῶ παράλληλα ρυθμίζουν τή σχέση μας μέ τόν ἀδελφό. Δύο ἀπ᾿ αὐτές εἶναι ἡ συγχώρηση ὡς ἐσωτερική κίνηση καί ἡ φιλανθρωπία ὡς ἐξωτερική ἔκφραση. Δέν εἶναι εὔκολα αὐτά τά δυό, οὔτε κατορθώνονται μέ ἀνθρώπινες δυνάμεις. Προϋποθέτουν τήν ὑπέρβαση τοῦ «ἐγώ», δηλαδή τήν ὑπέρβαση τοῦ θανάτου, καί τήν πρόσβαση στό χῶρο τῆς ἀνάστασης, στό χῶρο τοῦ Θεοῦ.
  Τόν ἄρρηκτο σύνδεσμο συγχώρησης, φιλανθρωπίας καί ἀγάπης διαδηλώνει ἔμπρακτα ἡ Ἐκκλησία μας μέ δύο ἀκολουθίες, τόν Ἑσπερινό τῆς συγχωρήσεως καί τόν Ἑσπερινό τῆς ἀγάπης. Ὁ πρῶτος ἀποτελεῖ τήν ἀφετηρία γιά τή συμπόρευση τῶν πιστῶν πρός τό Πάθος καί τήν Ἀνάσταση. Ὁ δεύτερος σηματοδοτεῖ τό ἀποκορύφωμα αὐτῆς τῆς πορείας. Ἡ συγχωρητικότητα ἀποτελεῖ τό κατεξοχήν ἀγώνισμα τῆς ἁγίας καί μεγάλης Τεσσαρακοστῆς· «λῦε πάντα σύνδεσμον ἀδικίας» (Ἠσ 58,6), παραγγέλλει ὁ προφήτης. Ἡ φιλανθρωπία ἐντάσσεται στούς σκοπούς τῆς τεσσαρακονθήμερης νηστείας· «νηστεύσωμεν, ἵνα ἐλεήσωμεν», συνιστᾶ ἡ Ἐκκλησία.
  Ἀλλά ἡ φιλανθρωπία ἐκφράζεται σέ δύο ἐπίπεδα, στό ὑλικό καί στό πνευματικό. Εἶναι ὁπωσδήποτε ἔκφραση ἀγάπης ἡ μετοχή στίς ὑλικές ἀνάγκες τοῦ ἄλλου. Καί εἶναι τόσο πολλές αὐτές οἱ ἀνάγκες μάλιστα σήμερα, πού ὅλο καί περισσότεροι ἄνθρωποι κατατρύχονται ἀπό τή φτώχεια. Ἀποτελεῖ ὅμως ὕψιστο ἔργο ἀγάπης καί ἡ προσφορά τῶν πνευματικῶν ἀγαθῶν, τό νά μοιρασθεῖς τήν ἀλήθεια τῆς πίστεως μέ τόσες ψυχές πού κυριολεκτικά λιμοκτονοῦν πνευματικά. Αὐτό ἀκριβῶς δηλώνει τό γεγονός ὅτι στόν Ἑσπερινό τῆς ἀγάπης, τήν ἡμέρα τοῦ Πάσχα, διαβάζεται τό εὐαγγελικό ἀνάγνωσμα σέ διάφορες γλῶσσες. Εἶναι θέμα ἀγάπης ἡ διάδοση τοῦ εὐαγγελικοῦ μηνύματος στούς λαούς. «Τίποτε ἄλλο δέν ἀποτελεῖ τόσο σπουδαῖο γνώρισμα καί χαρακτηριστικό γιά τόν πιστό πού ἀγαπᾶ τόν Χριστό, ὅσο τό νά φροντίζει γιά τούς ἀδελφούς του καί νά καταβάλλει κάθε προσπάθεια γιά τή σωτηρία τους», ἀποφαίνεται ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος, ὁ ὁποῖος μαζί μέ ὅλα τά ἄλλα ἔργα του εἶχε ὀργανώσει καί θαυμάσιες ἱεραποστολές.
 Ἀπό τά χρόνια τοῦ Χριστοῦ ἀκόμη, οἱ ἀπόστολοι καί στή συνέχεια οἱ ἱεραπόστολοι ἀνά τούς αἰῶνες ὑποβάλλονται σέ κόπους καί θυσίες, γιά νά φέρουν τό μήνυμα τοῦ Χριστοῦ, τό ἄγγελμα τῆς Ἀνάστασης καί τό παράγγελμα τῆς μετάνοιας σέ κάθε ψυχή. Καί μετέχουν στό ἔργο αὐτό ὅλοι οἱ πιστοί, ὅσο καί ὅπως ὁ καθένας δύναται· πάντως ὅλοι μέ τήν προσευχή καί τό ἐνδιαφέρον τους γιά τή διάδοση τῆς εὐαγγελικῆς ἀλήθειας.
  Συγχωρητικότητα καί ἀγάπη ἔμπρακτη πρός τόν ἀδελφό ἐγγυῶνται τήν εἰλικρίνεια τῶν πρός τόν Θεό αἰσθημάτων μας. Καί εἶναι αὐτά τά δια πού καλλιεργοῦν, ἀνυψώνουν, πυροδοτοῦν, τρέφουν καί δυναμώνουν τήν ἀγάπη μας στόν Θεό καί ἐγκαθιστοῦν στή γῆ τή βασιλεία του.
  Ὁ σημερινός ἄνθρωπος, ἀποκαμωμένος μέσα στή σκληρή ζωή πού τοῦ ἔμαθε τήν ἀπογοήτευση καί τοῦ δίδαξε τήν ἐπιφυλακτικότητα καί τήν ἐχθρότητα, τίποτε δέν λαχταρᾶ τόσο ὅσο τήν ἀγάπη. Ἀκόμη καί ὅταν παριστάνει τόν «σκληρό» ἤ τόν ἀδιάφορο, καί ὅταν ἐπαναστατεῖ, καί ὅταν καμώνεται τόν ἱκανοποιημένο μέσα στήν ἐγωιστική του ἀπομόνωση, διψᾶ γιά ἀγάπη. Ὅσοι εἴδαμε νά φωτίζει τόν ὁρίζοντα τῆς ζωῆς μας τό «Χριστός ἀνέστη» δέν ἔχουμε δικαίωμα νά θάψουμε αὐτό τό φῶς μές στόν ἐγωισμό καί τή μικροψυχία. Χρέος μας εἶναι νά τό μεταλαμπαδεύσουμε καί σέ ἄλλες ψυχές, ὄχι τόσο ὡς λεκτικό μήνυμα ὅσο ὡς ἔμπρακτη ἀγάπη. Μέ τήν μεγαλόψυχη προσφορά συγγνώμης πρός ἐκείνους πού μᾶς ἔχουν πικράνει καί μέ τή μετοχή στίς ὑλικές καί πνευματικές ἀνάγκες τοῦ ἀδελφοῦ, νά ἀφήσουμε νά ξεχυθεῖ ἀπό τήν καρδιά μας ἡ ἀγάπη, τό μύρο πού ἀναβλύζει ἀπό τόν ἄδειο τάφο τοῦ ἀναστημένου Χριστοῦ. Εἶναι τό σίγουρο θεμέλιο γιά μία πιό θεάρεστη ἀλλά καί πιό ἀνθρώπινη ζωή· ἡ ἀδιαμφισβήτητη μαρτυρία ὅτι «ἀληθῶς ἀνέστη» ὁ Κύριος!

Στέργιος Ν. Σάκκος
Ἀπολύτρωσις 59 (2004) 76-77
Πέμπτη, 12 Ιούνιος 2014 03:00

Ἡ ἄλλη διάσταση

keria 2 Ἀπό τήν ἀρχή τοῦ Χριστιανισμοῦ, ὅπως τό δείχνει ἡ Καινή Διαθήκη καί μάλιστα οἱ ἐπιστολές τοῦ ἀποστόλου Παύλου, ἡ θεολογία ἀποτελεῖ τή ρίζα καί τό θεμέλιο τῆς πράξεως. Διαφορετικά, ἡ θεολογία ἐκφυλίζεται σ᾿ ἕνα στεγνό καί ἄχρηστο σύστημα ἰδεῶν, ἐνῶ ἡ πράξη χάνει τό βάθος καί τήν οὐσία της, καταντᾶ τύπος καί, ὄχι σπάνια, αἱρετικός ἀκτιβισμός. Μ᾿ αὐτή τήν προοπτική εἶναι χρήσιμο καί ἀναγκαῖο τίς μέρες αὐτές, πού γιορτάζουμε τήν Ἀνάληψη τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ, νά σκύψουμε στή θεολογία αὐτῆς τῆς κατεξοχήν θεολογικῆς γιορτῆς.
Τό «θαυμαστόν καί μέγα» τοῦτο γεγονός σηματοδοτεῖ τό τέλος τῆς ἐπίγειας δράσεως τοῦ Ἰησοῦ καί συγχρόνως συνοψίζει τή θεολογία ὅλων τῶν γεγονότων τῆς θείας οἰκονομίας.
 Ἐπιβεβαιώνει τόν Εὐαγγελισμό καί τήν ἐνανθρώπηση τοῦ Κυρίου: Τό ἀνθρώπινο σῶμα, τό ὁποῖο τότε ἑνωμένο μέ τή θεία φύση συνελήφθη ἐν Πνεύματι ἁγίῳ στή μήτρα τῆς Παναγίας μας καί γεννήθηκε στή φάτνη τῆς Βηθλεέμ, αὐτό τό διο ἀναλαμβάνεται τώρα στούς οὐρανούς.
 Διευρύνει τή Μεταμόρφωση: Τή θεϊκή δόξα τοῦ Θεανθρώπου, πού ἀξιώθηκαν νά δοῦν οἱ τρεῖς μαθητές στό ὄρος τῆς Μεταμορφώσεως, τήν ἀτενίζουν στό ὄρος τῶν Ἐλαιῶν ὅλοι οἱ μαθητές. Μπαίνουν στή διάσταση τῆς πνευματικῆς συχνότητας καί βλέπουν τόν Θεό μέ τά μάτια τους!
 Ἐπιμαρτυρεῖ τήν Ἀνάσταση: Εἶναι μιά ἐπίσημη -ἡ τελευταία στή διάρκεια τῶν σαράντα ἡμερῶν- ἐμφάνιση τοῦ ἀναστημένου Ἰησοῦ.
 Προετοιμάζει τήν Πεντηκοστή: Ἀνεβαίνοντας στά οὐράνια, τό σῶμα τοῦ Κυρίου ἐγκαινιάζει τή γέφυρα μεταξύ γῆς καί οὐρανοῦ, ὥστε νά κατεβεῖ στή γῆ ὁ Παράκλητος κατά τήν ἡμέρα τῆς Πεντηκοστῆς.
Προαναγγέλλει τή Δευτέρα Παρουσία: Οἱ ἄγγελοι διαμηνύουν στούς μαθητές τήν παρήγορη ὑπόσχεση: «οὗτος ὁ Ἰησοῦς ὁ ἀναληφθείς ἀφ᾿ ὑμῶν εἰς τόν οὐρανόν, οὕτως ἐλεύσεται, ὅν τρόπον ἐθεάσασθε αὐτόν πορευόμενον εἰς τόν οὐρανόν» (Πρξ 1,11). Ὁ Θεός δέν περιορίζεται ἀπό τόν δικό μας χωροχρόνο. Ἔτσι, τήν ὥρα πού ἀπομακρύνεται ἀπό τά μάτια τῶν μαθητῶν του ὁ Κύριος εἶναι ἐπίσης «ὁ ἐρχόμενος» (Β΄ Ἰω 7). Κι αὐτή ἡ προσμονή του γλυκαίνει τήν ἔμπονη πορεία τῶν δικῶν του σ᾿ αὐτή τή γῆ. Δίνει ἄλλη διάσταση στή ζωή τους.
 Ἡ θεολογία τῆς Ἀναλήψεως, ὅπως διδάσκεται στά κείμενα τῆς ἁγίας Γραφῆς, ὑπερβαίνει τήν ἐμπειρία τῶν αἰσθήσεων καί εἰσάγει στόν ἀπρόσιτο χῶρο τοῦ μυστηρίου. Γι᾿ αὐτό καί τόν σίγουρο τρόπο προσεγγίσεως τῆς Ἀναλήψεως προσφέρουν τά μυστήρια τῆς Ἐκκλησίας, πού ἐπενδύονται καί νοηματοδοτοῦνται ἀπ᾿ αὐτό τό γεγονός. Ἐνδεικτικά θά ἀναφερθῶ σέ δύο μυστήρια.
 Τό μυστήριο τοῦ Βαπτίσματος, ἡ ἀφετηρία τῆς πνευματικῆς μας ἀναγεννήσεως, ἀντλεῖ τήν ἀναγεννητική του δύναμη ἀπό τή λυτρωτική θυσία τοῦ Κυρίου, τῆς ὁποίας ἡ ἔκπαγλη δόξα καταδεικνύεται στό γεγονός τῆς θείας Ἀναλήψεως. Μέ τίς πληγές τοῦ μαρτυρίου του στό ἀνθρώπινο σῶμα ἀλλά καί μέ τή θεϊκή του λαμπρότητα ὁ Κύριος ἀνελήφθη, ἀνοίγοντας γιά μᾶς τό δρόμο πού ἡ πτώση εἶχε καταστήσει ἀπροσπέλαστο. Κανείς ἄλλος δέν εἶχε αὐτή τή δύναμη, διότι «οὐδείς ἀναβέβηκεν εἰς τόν οὐρανόν εἰ μή ὁ ἐκ τοῦ οὐρανοῦ καταβάς, ὁ υἱός τοῦ ἀνθρώπου» (Ἰω 3,13).
 Ἡ σταθερότητα καί ἡ αὔξηση τῶν πιστῶν στή βασιλεία τοῦ Θεοῦ ἐξασφαλίζεται μέ τή μετοχή τους στό σῶμα καί τό αἷμα τοῦ Κυρίου στό μυστήριο τῆς θείας Εὐχαριστίας. Τό σῶμα Χριστοῦ πού κοινωνοῦμε μᾶς προετοιμάζει γιά τή δική μας ἄνοδο στόν οὐρανό. Μ’ αὐτή τή βεβαιότητα δέεται ὁ ἅγιος Συμεών ὁ Μεταφραστής: «Ὁ τῇ ἐνδόξῳ σου Ἀναλήψει τῆς σαρκός θεώσας τό πρόσλημμα καί τοῦτο τῇ δεξιᾷ καθέδρᾳ τιμήσας τοῦ Πατρός, ἀξίωσόν με, διά τῆς τῶν ἁγίων σου μυστηρίων μεταλήψεως τῆς δεξιᾶς μερίδος τῶν σῳζομένων τυχεῖν».
 Τό ἀναλημμένο σῶμα τοῦ Ἰησοῦ κατατέθηκε στόν οὐρανό ὡς ἀδαπάνητο συνάλλαγμα, ἐγγύηση καί θησαυρός τῆς Ἐκκλησίας, πού περπατᾶ ἀκόμα στή γῆ, ἀλλά φέρεται μέ μία δυναμική φορά πρός τά ἄνω, στό θρίαμβο τοῦ οὐρανοῦ. Ἀναγεννημένο καί ἑνωμένο μέ τόν Κύριο τό ἀνθρώπινο γένος «συνεκάθισεν ἐν τοῖς ἐπουρανίοις» (Ἐφ 2,6) μαζί μέ τόν Χριστό, γράφει στούς χριστιανούς τῆς Ἐφέσου ὁ ἀπόστολος Παῦλος. Θεωρεῖ ὡς γεγονός συντελεσμένο τήν ἐγκατάσταση τῶν πιστῶν στόν οὐρανό καί τό συνδοξασμό τους μέ τόν Ἰησοῦ. Καί εἶναι! Ὅταν ἀπό ἕνα χαρμάνι παίρνουμε ἕνα δεῖγμα, ἐνυπάρχουν σ᾿ αὐτό τά στοιχεῖα ὅλου τοῦ ὑλικοῦ ἀπό τό ὁποῖο προέρχεται τό δεῖγμα. Ἔτσι, στό ἔνδοξο σῶμα τοῦ θεανθρώπου Κυρίου, πού ἤδη βρίσκεται στή δόξα τοῦ οὐρανοῦ, ἐνυπάρχει ὅλο τό ἀνθρώπινο φύραμα, ἡ ἀνθρώπινη φύση. Οἱ ἰδιότητες τοῦ ἀναληφθέντος Χριστοῦ κι ἡ θεϊκή του δόξα ἀντανακλοῦν σ᾿ ὅλους τούς ἀνθρώπους, τώρα σκιωδῶς καί διά τῆς πίστεως, κατά τή Δευτέρα Παρουσία του ὁλοκληρωτικά καί «δι᾿ εδους», πραγματικά.
 «Σήμερον (δηλ. κατά τήν Ἀνάληψη) καταλλαγαί (=συμφιλίωση) τῷ Θεῷ πρός τό τῶν ἀνθρώπων γεγόνασι γένος... Οἱ τῆς γῆς ἀνάξιοι φανέντες (δηλ. οἱ ἄνθρωποι) εἰς τόν οὐρανόν ἀνήχθημεν (=ἀνυψωθήκαμε)». Μ᾿ αὐτές τίς σύντομες ἀλλά τόσο μεστές φράσεις προσδιορίζει ὁ ἅγιος Χρυσόστομος τήν πρακτική διάσταση τῆς Ἀναλήψεως τοῦ Κυρίου, τήν προσφορά της στό ἀνθρώπινο γένος.
 Σέ μιά ἐποχή ὑλοκρατίας καί ὑλοφροσύνης, σέ ἕναν κόσμο πού ἀσφυκτιᾶ αὐτοπεριοριζόμενος στόν στενό ὁρίζοντα τῶν ἐνδογήινων ἐπιδιώξεών του, ὁ σημερινός ἄνθρωπος αἰσθάνεται τραγικός δεσμώτης, ἀνασφαλής καί ἀβέβαιος ἀκόμη καί μές στόν χρυσό πύργο τοῦ εὐδαιμονισμοῦ του. Πνίγεται μέσα στά δια τά ἀγαθά, τά ὁποῖα ζητᾶ νά κατακτήσει. Ἀναγκαιότητα ἀνυπέρθετη γιά τή συνέχεια τῆς ζωῆς του ἡ ἐπιστροφή «εἰς τό ὄρος τῶν Ἐλαιῶν». Ἐκεῖ ἁπλώνεται φωτεινός ὁρίζοντας καί παρακλητική βεβαιότητα ἐγγίζει τήν κουρασμένη ψυχή. Ἐκεῖ διανοίγεται τό ἀδιέξοδο, προσφέρεται ἡ κατακόρυφη διέξοδος, ἡ ἄλλη διάσταση, πού τείνει πρός τήν πραγματική πατρίδα μας, τόν οὐρανό. Τό πανάγιο χέρι τοῦ ἀναστημένου Ἰησοῦ, καθώς ἀναλαμβάνεται στούς οὐρανούς, εὐλογεῖ αὐτούς πού ἀφήνει στή γῆ, ὑπογράφει τό συμβόλαιο τῆς εἰρήνης πρός τόν Πατέρα, τή διαθήκη τῆς αἰώνιας ἀγάπης πρός τούς ἀδελφούς του. Κι εἶναι σάν νά τούς γνέφει ὅτι ἐκεῖ, στούς οὐρανούς, τούς περιμένει κι αὐτούς.
Στέργιος Ν. Σάκκος