Super User

Super User

Κυριακή, 19 Ιούλιος 2015 03:00

Θά ξαναέλθει ὁ Ἠλίας;

Προφητικός τύπος

  profitis ilias  Εἶναι γνωστό ὅτι ὁ προφήτης Ἠλίας δέν εἶδε θάνατο, ἀλλά ἀναλήφθηκε στόν οὐρανό, μπροστά στά μάτια τοῦ μαθητοῦ του Ἐλισαίου· «Καί ἐγένετο αὐτῶν πορευομένων, ἐπορεύοντο καί ἐλάλουν· καί ἰδού ἅρμα πυρός καί ἵπποι πυρός καί διέστειλαν ἀνά μέσον ἀμφοτέρων καί ἀνελήφθη Ἠλιού ἐν συσσεισμῷ ὡς εἰς τόν οὐρανόν» (Δ΄ Βα 2,11). Ποῦ ἀκριβῶς πῆγε καί τί ἔγινε ὁ προφήτης, δἐν ἀναφέρεται στό ἱερό κείμενο. Γιά τό λόγο αὐτό καί δέν ἔχουμε δικαίωμα νά κάνουμε αὐθαίρετες ὑποθέσεις γιά τά μετά τόν ἁρπαγμό τοῦ Ἠλία. Πολύ περισσότερο, δέν μποροῦμε νά συμπληρώσουμε τήν ἱστορία του μέ τή φαντασία μας.

    Ἕνας παρόμοιος ἁρπαγμός εἶχε συμβεῖ παλαιότερα στόν δίκαιο Ἐνώχ, γιά τόν ὁποῖο διαβάζουμε στή Γένεση· «Καί εὐηρέστησεν Ἐνώχ τῷ Θεῷ καί οὐχ εὑρίσκετο ὅτι μετέθηκεν αὐτόν ὁ Θεός» (Γέ 5,24). Τόσο ἡ μετάθεση τοῦ Ἐνώχ ὅσο καί ἡ ἀνάληψη τοῦ Ἠλία βεβαιώνουν ὅτι ὑπάρχει μετά θάνατον πραγματική καί προσωπική ζωή. Ἐπιπλέον, τά περιστατικά αὐτά εἶναι τύποι τῆς ἀναστάσεως τοῦ Χριστοῦ καί τῆς β΄ παρουσίας του στόν κόσμο καί ἐγγυῶνται τή δική μας μέλλουσα ἀνάσταση.

Μία ἐσφαλμένη ἄποψη

    Ἡ Παλαιά ἀλλά καί ἡ Καινή Διαθήκη μιλοῦν γιά ἐπάνοδο τοῦ Ἠλία στή γῆ. Ἡ πληροφορία αὐτή νοθεύτηκε ἀπό ἐπινοήματα τῆς ἀνθρώπινης φαντασίας. Ὑπάρχει ὁλόκληρη γραμματεία, τά λεγόμενα ἀπόκρυφα κείμενα, πού ἐπιχειροῦν ἄλλοτε νά «συμπληρώσουν τά κενά» τῆς ἁγίας Γραφῆς κι ἄλλοτε νά δώσουν ἀπάντηση σέ ἐρωτήματα πού ἡ περιέργεια ἐγείρει. Ἀπό τέτοια κείμενα διαδόθηκε καί ἡ ἄποψη, πού καί σήμερα κυκλοφορεῖ, ὅτι ὁ προφήτης Ἠλίας θά ξαναέλθει στή γῆ λίγο πρίν ἀπό τή β΄ παρουσία τοῦ Κυρίου.

    Ἀλλά ἄς δοῦμε πῶς ἔχει τό θέμα σύμφωνα μέ τίς μαρτυρίες τῆς ἁγίας Γραφῆς.

Ἡ προφητεία τοῦ Μαλαχία

    Στήν ἀρχή τοῦ 3ου κεφαλαίου τῆς προφητείας τοῦ Μαλαχία ὁ Θεός λέει· «Ἰδού ἐγώ ἐξαποστέλλω τόν ἄγγελόν μου, καί ἐπιβλέψεται ὁδόν πρό προσώπου μου, καί ἐξαίφνης ἥξει εἰς τόν ναόν ἑαυτοῦ Κύριος» (Μα 3,1). Ποιός εἶναι ὁ ἄγγελος γιά τόν ὁποῖο γίνεται λόγος δέν λέγεται ἐδῶ. Ὁ εὐαγγελιστής Ματθαῖος ὅμως, καθώς καί οἱ Μᾶρκος καί Λουκᾶς στά παράλληλα χωρία (Μρ 1,2· Λκ 1,17), ἐφαρμόζουν τά λόγια τῆς προφητείας στόν Πρόδρομο καί Βαπτιστή τοῦ Κυρίου Ἰωάννη· «Οὗτός γάρ ἐστι περί οὗ γέγραπται· ἰδού ἐγώ ἀποστέλλω τόν ἄγγελόν μου πρό προσώπου σου, ὅς κατασκευάσει τήν ὁδόν σου ἔμπροσθέν σου» (Μθ 11,10). Ἀλλά καί ὁ ἴδιος ὁ Μαλαχίας στό ἑπόμενο κεφάλαιο λέει· «Καί ἰδού ἐγώ ἀποστελῶ ὑμῖν Ἠλίαν τόν Θεσβίτην, πρίν ἤ ἐλθεῖν τήν ἡμέραν Κυρίου τήν μεγάλην καί ἐπιφανῆ» (Μα 4,4). Ξεκάθαρα φαίνεται ὅτι τό πρόσωπο, πού ἀνώνυμα ἀναφέρθηκε ὡς ἄγγελος στό προηγούμενο κεφάλαιο, ἐδῶ κατονομάζεται. Εἶναι ὁ Ἠλίας ὁ Θεσβίτης. Ἐπίσης, τό «πρό προσώπου σου (τοῦ Κυρίου)» ἀντικαθίσταται μέ τήν ἰσοδύναμη ἔκφραση «τήν ἡμέραν Κυρίου τήν μεγάλην καί ἐπιφανῆ». Στήν Καινή Διαθήκη ἡ ἔκφραση αὐτή σημαίνει τήν ἔνδοξη β΄ παρουσία τοῦ Κυρίου. Στήν Παλαιά Διαθήκη ὅμως σημαίνει τήν πρώτη ἔλευση τοῦ Μεσσία. Γιά τό λόγο αὐτό ὅλη ἡ ἰουδαϊκή γραμματεία περίμενε ὅτι ὁ Ἠλίας θά προηγηθεῖ τῆς ἐλεύσεως τοῦ Μεσσία. Καί πράγματι, ὁ Ἠλίας ἦρθε. Ἀλλά οἱ Ἰουδαῖοι, πού δέν ἀναγνώρισαν τόν Χριστό, οὔτε καί τόν Ἠλία κατάλαβαν. Ἔτσι περιμένουν ἀκόμη ὅτι θά ἔλθει κάποτε ὁ Ἠλίας, ὅπως περιμένουν καί τόν ἐρχομό τοῦ Μεσσία.

Ἡ μαρτυρία τοῦ εὐαγγελιστοῦ Λουκᾶ

    Δυστυχῶς ἡ παρανόηση αὐτή παρέσυρε καί πολλούς χριστιανούς. Αὐτοί διακρίνουν τόν ἄγγελο τῆς προφητείας τοῦ Μαλαχία ἀπό τόν Ἠλία. Καί ὁ μέν ἄγγελος δέχονται ὅτι εἶναι ὁ Πρόδρομος Ἰωάννης, πού ἔζησε στή γῆ πρίν ἀπό τήν ἐνανθρώπηση τοῦ Χριστοῦ, ἐνῶ γιά τόν προφήτη Ἠλία λένε ὅτι θά ξαναέλθει στόν κόσμο πρίν ἀπό τή β΄ παρουσία τοῦ Κυρίου. Τί λέει ὅμως γιά ὅλα αὐτά ἡ Καινή Διαθήκη;

    Ἔχουμε ἤδη ἀναφέρει τή μαρτυρία τῶν τριῶν πρώτων εὐαγγελιστῶν. Θά ἤθελα ὅμως νά ἐπιμείνω σ' αὐτό πού γράφει ὁ εὐαγγελιστής Λουκᾶς στό 1ο κεφάλαιο τοῦ εὐαγγελίου του. Ἀκοῦμε ἐκεῖ τόν ἄγγελο πού ἀπεστάλη στόν Ζαχαρία, τόν πατέρα τοῦ Προδρόμου, νά τοῦ λέει γιά τό παιδί πού θά γεννηθεῖ· «Καί αὐτός προελεύσεται ἐνώπιον αὐτοῦ ἐν πνεύματι κάι δυνάμει Ἠλιού, ἐπιστρέψαι καρδίας πατέρων ἐπί τέκνα καί ἀπειθεῖς ἐν φρονήσει δικαίων, ἑτοιμάσαι Κυρίῳ λαόν κατεσκευασμένον» (Λκ 1,17). Ἀποδίδει δηλαδή στόν Ἰωάννη τόν Πρόδρομο τό ἔργο πού κατά τήν προφητεία τοῦ Μαλαχία θά ἐπιτελέσει ὁ Ἠλίας. Τό σχετικό χωρίο τῆς προφητείας λέει· «Ὅς (Ἠλίας) ἀποκαταστήσει καρδίαν πατρός πρός υἱόν καί καρδίαν ἀνθρώπου πρός τόν πλησίον αὐτοῦ...» (Μα 4,5). Μάλιστα ὁ ἴδιος ὁ εὐαγγελιστής ταυτίζει τά δύο πρόσωπα. Ὁ χαρακτηρισμός «ἐν πνεύματι καί δυνάμει Ἠλιού» σημαίνει κατά τόν Χρυσόστομο ὅτι ὁ Ἰωάννης «τήν διάνοιαν ἐπλήρου τήν ἐκείνου (τοῦ Ἠλία)». Ἁπλούστερα τό νόημα τῆς ἐκφράσεως εἶναι ὅτι ὁ Ἰωάννης, τοῦ ὁποίου ἡ γέννηση προαναγγέλλεται, θά εἶναι προφήτης τοῦ ὕψους καί τῆς δυνάμεως τοῦ Ἠλία.

    Ἐδῶ πρέπει ἀκόμη νά σημειώσουμε ὅτι πέφτουν πέρα γιά πέρα ἔξω ἐκεῖνοι πού στό παραπάνω χωρίο τοῦ κατά Λουκᾶν Εὐαγγελίου προσπαθοῦν νά στηρίξουν τή μετεμψύχωση καί φαντάζονται ὅτι ὁ Ἠλίας μετεμψυχώθηκε στόν Ἰωάννη τόν Πρόδρομο. Ἡ ἑρμηνεία πού ἤδη ἀνέφερα ἀποδεικνύει πόσο πλανεμένος, σαθρός καί αὐθαίρετος εἶναι ἕνας τέτοιος ἰσχυρισμός.

Ἡ μαρτυρία τοῦ Κυρίου

    Στίς παραπάνω μαρτυρίες, πού εἶναι ἀρκετές γιά νά πείσουν τόν καθένα ὅτι ὁ Ἠλίας πού θά προηγηθεῖ τοῦ Χριστοῦ εἶναι ὁ Πρόδρομος καί Βαπτιστής του Ἰωάννης, προστίθεται ἡ ἀδιαμφισβήτητη μαρτυρία τοῦ Κυρίου, τήν ὁποία παραθέτω στή συνέχεια.

    Στό 17ο κεφάλαιο τοῦ κατά Ματθαῖον Εὐαγγελίου οἱ μαθηταί θαμπωμένοι ἀπό τή Μεταμόρφωση τοῦ Σωτῆρος, τῆς ὁποίας μόλις πρίν ἀπό λίγο εἶχαν γίνει μάρτυρες καί ὅπου εἶδαν τόν Μωυσῆ καί τόν Ἠλία, ρωτοῦν τόν Ἰησοῦ· «Τί οὖν οἱ γραμματεῖς λέγουσιν ὅτι Ἠλίαν δεῖ ἐλθεῖν πρῶτον;» (Μθ 17,10). Ἡ ἄποψη τῶν γραμματέων, τήν ὁποία μεταφέρουν οἱ μαθηταί, εἶναι ἡ παράδοση πού ἐπικρατεῖ στούς Ἰουδαίους. Πῶς τήν ἀντιμετωπίζει ὁ Ἰησοῦς καί τί τούς ἀπαντᾶ; «Ἠλίας μέν ἔρχεται πρῶτον καί ἀποκαταστήσει πάντα· λέγω δέ ὑμῖν ὅτι Ἠλίας ἤδη ἦλθε καί οὐκ ἐπέγνωσαν αὐτόν, ἀλλ' ἐποίησαν ὅσα ἠθέλησαν· οὕτω καί ὁ Υἱός τοῦ ἀνθρώπου μέλλει πάσχειν ὑπ' αὐτῶν. Τότε -σημειώνει ὀ εὐαγγελιστής- συνῆκαν οἱ μαθηταί ὅτι περί Ἰωάννου τοῦ βαπτιστοῦ εἶπεν αὐτοῖς» (Μθ 17,12-13· πρβλ. καί Μθ 11,4). Ὁ Κύριος ἐπιβεβαιώνει τήν ὑπάρχουσα παράδοση. Ἐπιπλέον δέ διευκρινίζει ὅτι ὁ Ἠλίας ἤδη ἔχει ἔλθει. Τότε οἱ μαθηταί «συνῆκαν», κατάλαβαν πολύ καλά καί δέν τούς ἔμεινε πλέον καμία ἀμφιβολία, ὅτι ὁ Ἠλίας γιά τόν ὁποῖο μιλᾶ ἡ προφητεία καί ἡ παράδοση εἶναι ὁ Ἰωάννης.

    Μετά ἀπ' ὅλα αὐτά οὔτε κι ἐμεῖς, νομίζω, ἔχουμε λόγο νά ἀπιστοῦμε στή μαρτυρία τοῦ Κυρίου καί νά περιμένουμε τρίτο ἐρχομό τοῦ Ἠλία.

Ἕνα ἄλλο «ἐπιχείρημα»

    Ἕνα τελευταῖο ἐπιχείρημα ὅτι θά ξαναέλθει ὁ Ἠλίας βρίσκουν οἱ ὑποστηρικταί τῆς θεωρίας αὐτῆς στό Ἀπ 11,3 καί ἑξῆς. Ἐκεῖ ὁ Κύριος λέει στόν εὐαγγελιστή Ἰωάννη ὅτι στίς ἔσχατες ἡμέρες «δώσω τοῖς δυσί μάρτυσί μου, καί προφητεύσουσιν ἡμέρας χιλίας διακοσίας ἑξήκοντα, περιβεβλημένοι σάκκους. Οὗτοί εἰσιν αἱ δύο ἐλαῖαι καί αἱ δύο λυχνίαι αἱ ἐνώπιον τοῦ Κυρίου τῆς γῆς ἑστῶσαι» (Ἀπ 11,3-4). Στή συνέχεια λέγεται γιά τούς μάρτυρες αὐτούς ὅτι «Οὗτοι ἔχουσιν ἐξουσίαν κλεῖσαι τόν οὐρανόν, ἵνα μή ὑετός βρέχῃ τάς ἡμέρας τῆς προφητείας αὐτῶν. Καί ἐξουσίαν ἔχουσιν ἐπί τῶν ὑδάτων στρέφειν αὐτά εἰς αἷμα καί πατάξαι τήν γῆν ἐν πάσῃ πληγῇ, ὁσάκις ἐάν θελήσωσι» (Ἀπ 11,6). Ἐπειδή, λοιπόν, ὁ Ἠλίας κάποτε ἔκλεισε τόν οὐρανό μέ τήν προσευχή του (Γ΄ Βα κεφ. 17-18) καί ὁ Μωυσῆς μετέστρεψε σέ αἷμα τά νερά τοῦ Νείλου (Ἔξ 7,17), λένε ὅτι «αἱ δύο ἐλαῖαι» καί «αἱ δύο λυχνίαι», τίς ὁποῖες ἀναφέρει τό ἱερό κείμενο, εἶναι ὁ Ἠλίας καί ὁ Μωυσῆς. Τούς διαφεύγει ὅμως τό γεγονός ὅτι τό βιβλίο τῆς Ἀποκαλύψεως, πού πολύ συχνά χρησιμοποιεῖ συμβολικές ἐκφράσεις, δέν μᾶς ἐπιτρέπει νά δώσουμε μία τέτοια ἑρμηνεία.

* * *

    Καταλήγουμε, λοιπόν, στό συμπέρασμα ὅτι σέ κανένα βιβλίο τῆς Καινῆς Διαθήκης δέν γίνεται λόγος γιά ἐρχομό τοῦ Ἠλία πρίν ἀπό τή β΄ παρουσία τοῦ Κυρίου. Ὁ Ἠλίας ἦρθε ἤδη γιά δεύτερη φορά στή γῆ. Προανήγγειλε τήν ἔλευση τοῦ Μεσσία, τόν ὁποῖο μάλιστα καί ἔδειξε στό λαό. Ἦρθε στό πρόσωπο τοῦ Ἰωάννου τοῦ Προδρόμου καί Βαπτιστοῦ. Δέν θά τόν ξαναδοῦμε πλέον, παρά μόνο κατά τή μέλλουσα ἀνάσταση καί τή β΄ παρουσία τοῦ Κυρίου, μαζί μέ ὅλους τούς δικαίους, μέ τούς ὁποίους θά συναντηθοῦμε.

Στέργιος Ν. Σάκκος

Ἀπολύτρωσις 40 (1985) 108-110

Κυριακή, 01 Μάιος 2016 02:00

Σώθηκαν οἱ πρωτόπλαστοι;

 protoplastoi Ἕνα ἐρώτημα πού συχνά τίθεται εἶναι: τί ἀπέγιναν ἄραγε οἱ πρωτόπλαστοι, ὁ ᾿Αδάμ καί ἡ Εὔα; Σώθηκαν ἤ παραμένουν αἰώνια στήν κόλαση;
 Βέβαια, πολλοί ἐνοχλοῦνται καί μόνο στήν ἰδέα ὅτι μπορεῖ νά σώθηκαν ἐκεῖνοι πού ἔγιναν ἡ ἀφορμή γιά τήν φθορά καί τήν καταδίκη ὅλου τοῦ ἀνθρωπίνου γένους. Ἀλλά ἡ τοποθέτηση δέν εἶναι σωστή. Σύμφωνα μέ τήν διδασκαλία τῆς ἁγίας Γραφῆς, «δι’ ἑνός ἀνθρώπου ἡ ἁμαρτία εἰς τόν κόσμον εἰσῆλθε καί διά τῆς ἁμαρτίας ὁ θάνατος, καί οὕτως εἰς πάντας ἀνθρώπους ὁ θάνατος διῆλθεν, ἐφ’ ᾧ πάντες ἥμαρτον» (Ρω 5,12). Ὁ Θεός ἔπλασε ἕναν ἄνθρωπο, τόν χώρισε σέ ἄνδρα καί γυναίκα καί ἀπό αὐτό τό πρῶτο ζευγάρι δημιούργησε τό ἀνθρώπινο γένος. Ἀπό τό ζεῦγος τῶν πρωτοπλάστων, λοιπόν, κατάγεται ὅλη ἡ ἀνθρωπότητα καί μέσῳ αὐτοῦ διοχετεύθηκε ἡ ἁμαρτία καί ὁ θάνατος. Δέν εἶναι ὅμως ἀμέτοχο στήν ἁμαρτία τό ἀνθρώπινο γένος. Ὅποιος καί ἄν ἦταν στήν θέση τοῦ Ἀδάμ θά ἁμάρτανε. Ὁ ἀπόστολος Παῦλος ἐξηγεῖ ὅτι ὅλοι οἱ ἄνθρωποι πού ἔζησαν στήν πρό Χριστοῦ ἐποχή -ὄχι μόνο οἱ ἀσεβεῖς καί εἰδωλολάτρες, ἀλλά καί αὐτοί ἀκόμη οἱ ἄνθρωποι τοῦ Θεοῦ, οἱ δίκαιοι- ἦταν ἁμαρτωλοί. Τό βεβαιώνει καί ὁ προφήτης ᾿Ησαΐας ὅτι· «ὡς ράκος ἀποκαθημένης πᾶσα ἡ δικαιοσύνη ἡμῶν» (64,6). Αὐτό σημαίνει ὅτι καί ἡ ἁγιότητα τῶν ἁγίων καί ἡ δικαιοσύνη τῶν δικαίων εἶναι ρύπος καί ἀκαθαρσία μπροστά στόν Θεό. Ὅλοι, λοιπόν, μετά τόν θάνατό τους πῆγαν στόν ἅδη φορτωμένοι μέ τά ἁμαρτήματά τους.
 Γιά τά ἁμαρτήματα τῶν δικαίων τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης ὁ ἀπ. Παῦλος χρησιμοποιεῖ μιά πολύ ἐνδιαφέρουσα ἔκφραση· «τήν πάρεσιν τῶν προγεγονότων ἁμαρτημάτων ἐν τῇ ἀνοχῇ τοῦ Θεοῦ» (Ρω 3,25). Δέν λέει τήν «ἄφεσιν» τῶν ἁμαρτημάτων, ἀλλά τήν «πάρεσιν». Ὑπάρχει μιά λεπτή διαφορά μεταξύ τῶν δύο λέξεων. «῎Αφεσις» εἶναι ἡ συγχώρεση καί ἡ ἐξαφάνιση. «Πάρεσις» εἶναι ὁ παραμερισμός. Τά ἁμαρτήματα τῶν δικαίων τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης τά παραμέρισε ὁ Θεός. Καί ποῦ τά πῆγε; Σέ μιά τεράστια ἀποθήκη, πού τήν ὀνομάζει ὁ ἀπόστολος Παῦλος «ἀνοχή τοῦ Θεοῦ». ῏Ηταν στήν ἀνοχή τοῦ Θεοῦ καί περίμεναν νά φθάσει ἡ ὥρα τῆς ἐξαφάνισής τους μέ τό αἷμα τοῦ ᾿Ιησοῦ Χριστοῦ. Ὅταν ὁ Κύριός μας Ἰησοῦς Χριστός ὑψώθηκε ἐπάνω στόν σταυρό, ἡ καθαρτική καί λυτρωτική δύναμη τοῦ παναγίου αἵματός του ἐκτοξεύθηκε στό παρελθόν, στό παρόν καί στό μέλλον.
 Προϋπόθεση γιά νά ἐνεργήσει λυτρωτικά τό αἷμα τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ εἶναι ἡ μετάνοια τοῦ ἁμαρτωλοῦ. Μέ τήν εἰς ἅδου κάθοδό του ὁ Κύριος ἔδωσε καί στούς κεκοιμημένους, στούς ἀπ᾽ αἰώνων νεκρούς, τήν εὐκαιρία νά μετανοήσουν. Ὁ ἀπόστολος Πέτρος ἀναφέρεται στό κήρυγμα τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ πρός τά «ἐν φυλακῇ» πνεύματα (3,19-20). Μνημονεύει μάλιστα τούς ἀνθρώπους τῆς ἐποχῆς τοῦ Νῶε. Παρά τήν ἀπείθεια καί τήν διαφθορά πού ἔδειξαν ὅταν ζοῦσαν στήν γῆ, ὁ Κύριος κήρυξε καί σ᾽ αὐτούς καί ἀσφαλῶς κάποιοι πίστεψαν καί δικαιώθηκαν. Ἀναμφίβολα ὅμως ἐκεῖνοι πού πρῶτοι - πρῶτοι δικαιώθηκαν ἦταν οἱ πρωτόπλαστοι. Αὐτό μαρτυρεῖ ποικιλότροπα ἡ πατερική θεολογία καί ἡ πλούσια ὑμνολογική παράδοση τῆς Ἐκκλησίας μας. Ἀλλά καί ἡ ὀρθόδοξη εἰκόνα τῆς Ἀναστάσεως μέ τόν πιό εὔγλωττο τρόπο προβάλλει αὐτή τήν ἀλήθεια. Παριστάνει τόν ἀναστημένο Κύριο νά ἐξέρχεται ἀπό τόν ἅδη κρατώντας μέ τό ἕνα χέρι του τόν ᾿Αδάμ καί μέ τό ἄλλο τήν Εὔα.
 ῾Ο ᾿Αδάμ καί ἡ Εὔα, οἱ πρῶτοι τούς ὁποίους λύτρωσε ὁ Κύριος, ἀποτελοῦν συγκλονιστικό παράδειγμα μετανοίας. Ἄν ὁ Δαυΐδ μετανοημένος ἔλεγε «λούσω καθ᾿ ἑκάστην νύκτα τήν κλίνην μου, ἐν δάκρυσί μου τήν στρωμνήν μου βρέξω» (Ψα 6,7), σκεφθήκαμε ποιά νά ἦταν ἡ μετάνοια τοῦ ᾿Αδάμ καί τῆς Εὔας; Μετά τήν ἔξωσή τους ἀπό τόν παράδεισο, ὅπως λένε τά τροπάρια τῆς Κυριακῆς τῆς Τυρινῆς, κάθισαν ἀπέναντι ἀπό τόν παράδεισο καί σπαρακτικά θρηνοῦσαν: «Ἐκάθισεν Ἀδάμ ἀπέναντι τοῦ παραδείσου καί τήν ἰδίαν γύμνωσιν θρηνῶν ὀδύρετο· οἴμοι τόν ἀπάτῃ πονηρᾷ πεισθέντα καί κλαπέντα καί δόξης μακρυνθέντα!». Κι ὅταν ἦλθαν ἀντιμέτωποι μέ τόν θάνατο τοῦ ἀθώου καί ἀγαπημένου ῎Αβελ, πού φονεύθηκε ἀπό τό ἴδιο τους τό παιδί, τόν Κάιν, ζωντάνευσε ἀναμφίβολα στήν θύμησή τους ἡ δική τους ἀποστασία, ἡ ἀναρχικότητά τους. Ὅλη ἡ ζωή τοῦ ᾿Αδάμ καί τῆς Εὔας, πού συμπλήρωσαν ἑκατοντάδες χρόνια πάνω στήν γῆ, ἦταν ζωή μετανοίας. Μ᾽ αὐτή τήν ἰσόβια μετάνοιά τους οἱ πρωτόπλαστοι, πού ἔγιναν ἀφορμή νά κατρακυλήσει στήν φθορά καί στόν θάνατο ὅλο τό γένος μας, πέτυχαν νά ἀποσπάσουν τό ἔλεος τοῦ Θεοῦ.
 ῾Ο Θεός «πάντας ἀνθρώπους θέλει σωθῆναι καί εἰς ἐπίγνωσιν ἀληθείας ἐλθεῖν» (Α΄ Τι 2,4). Ζητᾶ ὅμως ἀπό μᾶς, ὅπως καί ἀπό τούς πρωτοπλάστους, τήν μετάνοιά μας.
Στέργιος Ν. Σάκκος
Ἀπολύτρωσις 65 (2010) 108-109

 
 
Τετάρτη, 02 Ιούλιος 2014 03:00

Μέ ἕνα "ἥμαρτον"; (Β΄)

«῾Ο Κύριος βεβαίως γνωρίζει τίς ἁμαρτίες μας κι ἐμεῖς τοῦ ζητοῦμε τήν ἄφεση, π.χ. διά τῆς προσευχῆς. Δέν εἶναι αὐτό ἀρκετό; Κι ἔπειτα, ὅποιος ἐξομολογηθεῖ στόν πνευματικό καί μετά ἀπό λίγο κάνει πάλι τά ἴδια, τί κερδίζει ἀπό τέτοια ἐξομολόγηση;»
 
«Θεραπευτικό ἰατρεῖο τῆς ἁμαρτίας» ἀποκαλεῖ τή μετάνοια ὁ ἅγιος ᾿Ιωάννης ὁ Χρυσόστομος. «Δέν ἀπορρίπτει», λέγει, «τόν πόρνο, δέν διώχνει τόν μοιχό, δέν ἀποστρέφεται τόν μέθυσο, δέν σιχαίνεται τόν εἰδωλολάτρη, δέν ἀπομακρύνει τόν κακολόγο, δέν διώχνει τόν βλάσφημο οὔτε τόν ἀλαζόνα, ἀλλά ὅλους τούς ἀλλάζει, διότι ἡ μετάνοια εἶναι χωνευτήρι τῆς ἁμαρτίας» (ΕΠΕ 30,241).
᾿Αλλά δέν ἐπιτυγχάνει μόνη της ἡ μετάνοια αὐτό τό θαῦμα. Τό κατορθώνει σέ συνεργασία μέ τή χάρη τοῦ Θεοῦ. «῎Αν ἦταν μόνη ἡ μετάνοια, θά εἶχες δίκιο νά φοβᾶσαι. ᾿Επειδή ὅμως μέ τή μετάνοια ἀναμιγνύεται καί ἡ φιλανθρωπία τοῦ Θεοῦ, ἔχε θάρρος» (ΕΠΕ 30,287-289), ἐνθαρρύνει τόν χριστιανό ὁ ἅγιος πατέρας. Καί ἡ φιλανθρωπία τοῦ Θεοῦ προσφέρεται στόν πιστό μέ τό μυστήριο τῆς ἱερᾶς ἐξομολογήσεως. ῾Ο μοναδικός, λοιπόν, τρόπος ἀφέσεως τῶν ἁμαρτιῶν προϋποθέτει τήν ἐξαγόρευση καί ὁμολογία, πού ἐλεύθερα καί ὑπεύθυνα θά κάνει ὁ ἐξομολογούμενος ἐνώπιον τοῦ πνευματικοῦ τῆς ᾿Εκκλησίας.
῎Ηδη στήν Παλαιά Διαθήκη ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ ἀπαιτεῖ τήν ἐξαγόρευση τῶν ἁμαρτημάτων ὡς ἔνδειξη τῆς ἀληθινῆς μετάνοιας (βλ. Λε 5,5· ᾿Αρ 5,7· Ψα 31,5· ᾿Ησ 43,26). Στήν Καινή Διαθήκη καθιερώνεται τό μυστήριο τῆς ἱερᾶς ἐξομολογήσεως. Δέν ἀρκεῖ νά μετανοήσουμε γιά τίς ἁμαρτίες μας οὔτε νά τίς ὁμολογήσουμε στήν προσευχή μας μπροστά στήν εἰκόνα τοῦ Χριστοῦ. Πρέπει καί νά τίς ἐξομολογηθοῦμε στόν πνευματικό πατέρα, διότι μόνο ὁ πνευματικός ἔχει τή δυνατότητα νά συγχωρεῖ ἁμαρτίες.
Ποιός δίνει αὐτή τήν ἐξουσία στόν πνευματικό; ῾Ο ἴδιος ὁ Κύριός μας ᾿Ιησοῦς Χριστός. Τά ἱερά Εὐαγγέλια ἱστοροῦν πῶς ὁ Κύριος ἀνέθεσε στούς μαθητές του αὐτό τό ἔργο διαβεβαιώνοντάς τους ὅτι· «ὅσα ἐάν δήσητε ἐπί τῆς γῆς, ἔσται δεδεμένα ἐν τῷ οὐρανῷ, καί ὅσα ἐάν λύσητε ἐπί τῆς γῆς, ἔσται λελυμένα ἐν τῷ οὐρανῷ» (Μθ 18,18· πρβλ. 16,18· ᾿Ιω 20,23). Θαυμάζοντας αὐτή τήν ἐξουσία ὁ ἅγιος Χρυσόστομος ἀναφωνεῖ· «Μεγάλη ἡ τῶν ἱερέων ἀξία»! ᾿Ακριβέστερα, δέν εἶναι ὁ ἱερέας πού ἐπιτελεῖ τό θαῦμα τῆς ἀφέσεως ἀλλά ἡ ἁγία Τριάδα. ῾Ο ἱερέας μόνο δανείζει τή γλώσσα του καί προσφέρει τό χέρι του, γιά νά δώσει μ᾿ αὐτό τή χάρη τοῦ Θεοῦ στόν ἁμαρτωλό πού μετανοεῖ.
᾿Εγγύηση, λοιπόν, γιά τήν προσφορά τῆς θείας χάριτος εἶναι ὁ πνευματικός. Μπορεῖ καί κάποιος ἄλλος, φίλος μου ἤ γιατρός, ν᾿ ἀκούσει τό πρόβλημά μου, νά μέ παρηγορήσει καί νά μέ συμβουλεύσει. Κανείς ὅμως ἄλλος δέν μπορεῖ νά μοῦ δώσει τήν ἄφεση, νά θεραπεύσει τῆς ψυχῆς μου τά τραύματα, παρά μόνο ὁ πνευματικός. «῾Η ἐξαγόρευση τῶν ἁμαρτημάτων πρέπει νά γίνεται σ᾿ αὐτούς πού ἔχουν τή δύναμη νά θεραπεύσουν», συνιστᾶ ὁ Μ. Βασίλειος (ΕΠΕ 9,275). ῞Οπως ὁ ἄρρωστος δείχνει μόνο στόν γιατρό τά κρυφά του τραύματα γιά νά τόν θεραπεύσει ἔτσι κι ὁ ἁμαρτωλός φανερώνει τά μυστικά τῆς ψυχῆς του μόνο σ᾿ αὐτόν πού μπορεῖ νά τά συγχωρήσει καί μέ τή χάρη τοῦ Θεοῦ νά τά ἐξαλείψει.
᾿Εδῶ πρέπει νά θυμηθοῦμε αὐτό πού γράψαμε στό πρῶτο μέρος τῆς ἀπαντήσεώς μας, πού δημοσιεύθηκε στό προηγούμενο τεῦχος· ἡ ἐξομολήγηση εἶναι μυστήριο τῆς ᾿Εκκλησίας. ῞Οπως ὁ ἄνθρωπος πού βαπτίζεται ἀπό τόν ἱερέα φωτίζεται μέ τή χάρη τοῦ ἁγίου Πνεύματος, ἔτσι καί αὐτός πού ἐξομολογεῖται μέ εἰλικρινῆ μετάνοια παίρνει τή χάρη τῆς ἀφέσεως πού δίνει ὁ Κύριος διαμέσου τοῦ ἱερέα. Δέν μπορεῖ μόνος του ὁ χριστιανός νά λάβει τήν ἄφεση τῶν ἁμαρτιῶν, ὅπως δέν μπορεῖ μόνος του νά βαπτισθεῖ ἤ νά τελέσει τό μυστήριο τοῦ γάμου. Μέσα στήν ᾿Εκκλησία καί μόνο ἀπό τόν ἐκπρόσωπο τῆς ᾿Εκκλησίας θά δεχθεῖ τή θεία χάρη, διότι αὐτή εἶναι ἡ «ταμιοῦχος τῆς χάριτος».
Μέ τή βοήθεια τῆς θείας χάριτος θά σταθεροποιηθεῖ καί ἡ ἀπόφαση τοῦ χριστιανοῦ νά μήν ἐπαναλάβει τά ἴδια ἁμαρτήματα. «Πληγές πού φανερώνονται δέν χειροτερεύουν· θεραπεύονται», γράφει ὁ ἅγιος ᾿Ιωάννης τῆς Κλίμακος (ΕΠΕ 16,85). «Τήν ψυχή πού συνηθίζει νά ἐξομολογεῖται», συνεχίζει ὁ ἴδιος, «ἡ σκέψη τῆς ἐξομολογήσεως τή συγκρατεῖ σάν χαλινάρι καί δέν τήν ἀφήνει νά ἁμαρτήσει. ᾿Αντίθετα, τίς ἁμαρτίες πού δέν σκέπτεται νά τίς ἐξομολογηθεῖ κανείς, συνεχῶς τίς διαπράττει ἄφοβα, σάν νά βρίσκεται στό σκοτάδι» (ΕΠΕ 16,119).
᾿Αλλά κι ὅταν, παρά τή θέλησή του, ὁ πιστός ἐπαναλάβει τό ἁμάρτημα πού ἐξομολογήθηκε, δέν σημαίνει ὅτι ἦταν μάταιη ἡ ἐξομολόγησή του. Θά μετανοήσει καί πάλι γιά τήν πτώση του. Θά πάρει τήν ἀπόφαση νά ἀγωνισθεῖ σκληρότερα ἐναντίον τοῦ πάθους του κι ἔπειτα μέ κατάνυξη, συντριβή καί ταπείνωση θά τό ἐξομολογηθεῖ καί πάλι. «῎Επεσες; Σήκω ἀμέσως! Ξανάπεσες; Θά ξανασηκωθεῖς. ῞Οσες φορές πέφτεις τόσες θά σηκωθεῖς». 
Εἶναι ἐντελῶς ἄτοπο καί ἀδικαιολόγητο νά ἀρνεῖται ὁ πιστός νά προσέλθει στό μυστήριο τῆς ἐξομολογήσεως, μέ τήν πρόφαση ὅτι ντρέπεται νά ξαναπεῖ στόν πνευματικό τά ἴδια παραπτώματα. «Εἶναι ἀδύνατο νά ἀπαλλαγεῖς ἀπό τήν ντροπή (τῆς πτώσεώς σου), ἄν δέν νιώσεις μέσα σου ντροπή (ὁμολογώντας τό σφάλμα σου)», παρατηρεῖ ὁ ἅγιος ᾿Ιωάννης συγγραφέας τῆς Κλίμακος (ΕΠΕ 16, 123). Κι ἕνας σπουδαῖος διανοούμενος τοῦ 17ου αἰώνα σημειώνει· «Πόσο ἄδικος καί παράλογος εἶναι ὁ ἄνθρωπος, ὅταν δυσφορεῖ ἐπειδή ἡ πίστη τόν ὑποχρεώνει νά πεῖ σ᾿ ἕναν μόνο ἄνθρωπο (τόν ἱερέα) ὅσα ἦταν δίκαιο νά πεῖ ἐνώπιον ὅλων τῶν ἀνθρώπων»!
Βέβαια, δέν εἶναι δυνατό νά ἐξομολογεῖται κανείς κάθε φορά πού πρόκειται νά κοινωνήσει, δεδομένου ὅτι ὁ πιστός προσέρχεται συχνά στό μυστήριο τῆς θείας Κοινωνίας. ῾Η μετάνοια θά εἶναι καθημερινή, συνεχής καί ἀδιάλειπτη. ῾Η ἐξομολόγηση θά γίνεται σέ τακτά διαστήματα, ὅπως ὁρίζει ὁ πνευματικός κατά περίπτωση, ὥστε νά μπορεῖ ὁ χριστιανός νά προσέρχεται ἀπρόσκοπτα στό μυστήριο τῆς θείας Εὐχαριστίας καί νά ἀνανεώνει τόν πνευματικό του ἀγώνα.
 
Στέργιος Ν. Σάκκος
Ἀπολύτρωσις 56 (2001) 250-251
Τετάρτη, 02 Ιούλιος 2014 03:00

Μέ ἕνα "ἥμαρτον"; (Α΄)

Σοβαρά καί ἐνδιαφέροντα τά ἐρωτήματα πού διατυπώνει ἡ ἐπιστολή τοῦ ἀναγνώστη μας γιά τό «μεγάλης σημασίας», ὅπως τό χαρακτηρίζει, ζήτημα τῆς ἱερᾶς ᾿Εξομολογήσεως. ᾿Ανταποκρινόμενοι στό αἴτημά του θά παραθέσουμε ἐδῶ τήν ἀπάντηση τῆς ᾿Εκκλησίας μας, μέ βάση τήν ἁγία Γραφή καί τή διδασκαλία τῶν ἁγίων πατέρων μας.
Εἶναι ἀναμφισβήτητο γεγονός ὅτι «μέ μία ἐξομολόγηση», μέ «μικράν φωνήν», ὅπως γράφει ὁ ὑμνογράφος, ὁ ἕνας ἀπό τούς δύο ληστές, πού σταυρώθηκαν μαζί μέ τόν Κύριο, κέρδισε τήν ἄφεση τῶν ἁμαρτιῶν. ᾿Αξιώθηκε ν᾿ ἀκούσει τή διαβεβαίωση τοῦ ἰδίου τοῦ Κυρίου ὅτι «σήμερον μετ᾿ ἐμοῦ ἔσῃ ἐν τῷ παραδείσῳ» (Λκ 23, 43). Καί τοῦτο, διότι, ὅπως σαφέστατα διατυπώνει ὁ εὐαγγελιστής ᾿Ιωάννης, ὁ μαθητής τῆς ἀγάπης, «τό αἷμα ᾿Ιησοῦ Χριστοῦ... καθαρίζει ἡμᾶς ἀπό πάσης ἁμαρτίας» (Α´᾿Ιω 1,7). Πότε ὅμως; «᾿Εάν ὁμολογῶμεν τάς ἁμαρτίας ἡμῶν» -καί μόνο τότε- «πιστός ἐστι καί δίκαιος (ὁ Χριστός), ἵνα ἀφῇ ἡμῖν τάς ἁμαρτίας καί καθαρίσῃ ἡμᾶς ἀπό πάσης ἀδικίας» (Α´ ᾿Ιω 1,9). Μόνο μέ τό αἷμα τοῦ Χριστοῦ (θ. Κοινωνία), ἀφοῦ ὁ ἁμαρτωλός ὁμολογεῖ (᾿Εξομολόγηση), συγχωροῦνται οἱ ἁμαρτίες.
῾Η ᾿Εξομολόγηση δέν εἶναι ἁπλά μία εὐσεβής πνευματική πράξη ἀλλά ἕνα ἱερό μυστήριο τῆς ᾿Εκκλησίας μας, πού ἀντλεῖ τήν ἰσχύ του ἀπό τό θάνατο καί τήν ἀνάσταση τοῦ ᾿Ιησοῦ Χριστοῦ. Σοφά χαρακτηρίζεται ὡς «ἐπαναλαμβανόμενο βάπτισμα». Μ᾿ αὐτήν ὁ χριστιανός παίρνει τήν ἄφεση τῶν ἁμαρτιῶν, στίς ὁποῖες ἔπεσε μετά τό Βάπτισμά του καί τίς ὁποῖες ἐξομολογεῖται στόν πνευματικό. Βγαίνει, πράγματι, ἀπό τό ἐξομολογητήριο «λευκή περιστερά» ὁ ἐξομολογούμενος, ἐφόσον, βέβαια, ἔχει προσέλθει μέ πραγματική μετάνοια καί συντριβή.
Στό σημεῖο αὐτό εἶναι ἀνάγκη νά προσδιορίσουμε τήν ἔννοια τῆς ἁμαρτίας, γιά νά κατανοήσουμε κατόπιν τή σημασία τῆς μετάνοιας.
«῾Αμαρτάνω» σημαίνει πέφτω ἔξω ἀπό τό στόχο μου, σφάλλω. ῾Αμαρτία, λοιπόν, εἶναι τό σφάλμα, τό κακό, πού μᾶς βγάζει ἔξω ἀπό τήν παρουσία καί τή χάρη τοῦ Θεοῦ. Εἶναι ἡ καταπάτηση τοῦ θείου νόμου, ἡ ἀνομία καί παράβαση τοῦ θελήματος τοῦ Θεοῦ, πού βλάπτει τόν συνάνθρωπο ὡς ἀδικία καί διαφθείρει τόν ἑαυτό μας ὡς ἀκαθαρσία. Μέ κάθε μορφή της ἡ ἁμαρτία μᾶς ἀποπροσανατολίζει ἀπό τόν αἰώνιο στόχο καί σκοπό, τή σωτηρία μας.
῎Αν ἔχουμε καταλάβει τή μοναδική ἀξία τῆς αἰώνιας κι ἀτίμητης ψυχῆς μας, ἄν συνειδητοποιήσαμε τί πάει νά πεῖ σωτηρία, αἰώνια δικαίωση, θά συμφωνήσουμε μέ τήν ἄποψη τῶν πατέρων καί τῶν ἁγίων διδασκάλων τῆς ᾿Εκκλησίας μας ὅτι ἡ ἁμαρτία εἶναι τό πιό μεγάλο κακό, ἡ ρίζα καί ἡ πηγή κάθε κακοῦ καί συμφορᾶς. «῞Ολων τῶν κακῶν αἰτία εἶναι τά ἁμαρτήματα», γράφει ὁ ἅγιος ᾿Ιωάννης ὁ Χρυσόστομος. «᾿Εξαιτίας τῶν ἁμαρτημάτων δημιουργοῦνται λύπες καί ταραχές, πόλεμοι, ἀρρώστιες κι ὅλα τά δυσκολοθεράπευτα πάθη πού μᾶς βρίσκουν». ᾿Ακόμη κι ὁ θάνατος, τό πιό ἀνυπόφορο καί ἀναπότρεπτο κακό, ἔχει τήν ἀρχή του στήν ἁμαρτία. ῾Η ἁγία Γραφή μᾶς πληροφορεῖ ὅτι· «διά τῆς ἁμαρτίας ὁ θάνατος» (Ρω 5,12), «τά γάρ ὀψώνια τῆς ἁμαρτίας θάνατος» (Ρω 6,23).
Κανένα φάρμακο, καμία ἀνακάλυψη σοφοῦ, κανένα κατόρθωμα ἁγίου δέν μπορεῖ νά καθαρίσει τή βρωμιά πού ἀφήνει στήν ψυχή ἡ ἁμαρτία, νά θεραπεύσει τήν πληγή πού αὐτή ἀνοίγει μέσα μας. ῾Η ἄφεση τῶν ἁμαρτιῶν εἶναι δῶρο καί προσφορά τῆς σταυρικῆς θυσίας τοῦ ᾿Ιησοῦ Χριστοῦ στόν ἁμαρτωλό, πού μέ τή μετάνοιά του ζητᾶ αὐτό τό δῶρο.
Μετάνοια, ὅπως ἡ λέξη τό δηλώνει, σημαίνει μεταβολή τοῦ νοῦ, ἀλλαγή τῆς σκέψης, πού συνεπάγεται ἀλλαγή τοῦ δρόμου, τοῦ τρόπου ζωῆς, γι᾿ αὐτό καί πάντοτε ἡ ἁγία Γραφή συνδέει τίς ἔννοιες μετάνοια καί ἐπιστροφή. Σημαίνει ἀναγνώριση τοῦ λάθους καί ἐπανόρθωσή του. Ποιός δέν ἔχει ἐμπειρία τοῦ λάθους; «Τό σφάλλειν ἀνθρώπινο», παρατηρεῖ ἡ λαϊκή σοφία. ῾Ωστόσο, ἄν τήν ὥρα πού κάνουμε τό κακό μᾶς τυφλώνει τό πάθος καί ναρκώνει τήν ψυχή μας ἡ ἡδονή τῆς ἁμαρτίας, σέ ὧρες αὐτοσυγκέντρωσης καί περισυλλογῆς, ὅταν παίρνουμε τήν ἀπόφαση καί τό θάρρος νά δοῦμε κατάματα τόν ἑαυτό μας, συναισθανόμαστε τήν ἀθλιότητά της καί στενάζουμε κάτω ἀπό τό βάρος της. Πόσο πικρή νιώθουμε τότε μέσα μας τή γεύση τῆς ἁμαρτίας! ῾Η ἀνία, τό ἄγχος, ἡ ἀναστάτωση μέσα καί γύρω μας εἶναι τά αἰσθήματα πού μᾶς καταλαμβάνουν, ὅταν μέ τήν ἁμαρτία διασαλεύουμε τίς σχέσεις μας μέ τόν Θεό, μέ τούς συνανθρώπους μας ἤ καί μέ τόν ἴδιο τόν ἑαυτό μας.
Αὐτή ἡ ἴδια ἡ πικρία τῆς ἁμαρτίας μᾶς σπρώχνει στή μετάνοια. Καί τό πρῶτο βῆμα γιά τή μετάνοια εἶναι ὁ αὐστηρός αὐτοέλεγχος, ἡ κατά μέτωπον ἐνατένιση τῆς πραγματικότητας, χωρίς ὑπεκφυγές καί δικαιολογίες. «Δίκαιος ἑαυτοῦ κατήγορος ἐν πρωτολογίᾳ» (Πρμ 18,17), παρατηρεῖ ὁ θεόπνευστος λόγος τῆς ἁγίας Γραφῆς. Κι ἀλλοῦ, μέ τή θεοκίνητη πένα τοῦ ἀποστόλου Παύλου, σημειώνει· «εἰ γάρ ἑαυτούς διεκρίνομεν, οὐκ ἄν ἐκρινόμεθα» (Α´ Κο 11,31). Κλασικό παράδειγμα τῆς μετάνοιας, πού ξεκινᾶ ἀπό τήν αὐτοσυνειδησία, εἶναι ὁ ἄσωτος τῆς παραβολῆς· «Εἰς ἑαυτόν ἐλθών» (Λκ 15,17) ἀποφάσισε νά ἐπιστρέψει στόν Πατέρα.
Στήν ἴδια γραμμή κινοῦνται οἱ πατέρες τῆς ᾿Εκκλησίας μας. «᾿Αρχή σωτηρίας ἡ κατηγορία (καταδίκη) τοῦ ἑαυτοῦ μας», γράφει ὁ ἅγιος Νεῖλος, ἐνῶ ὁ ἅγιος ᾿Ιωάννης ὁ Χρυσόστομος συμβουλεύει· «Καταδίκασε, λοιπόν, καί σύ τίς ἁμαρτωλές πράξεις σου, διότι ὁ ἄνθρωπος πού κατηγορεῖ τίς ἁμαρτωλές πράξεις του, δυσκολότερα θά τίς ἐπαναλάβει». ᾿Εντούτοις, δέν εἶναι ἀρκετή ἡ κατ᾿ ἰδίαν μετάνοια. ᾿Οφείλει ὁ χριστιανός νά τήν κοινοποιήσει στόν πνευματικό, νά ἐξαγορευθεῖ σ᾿ αὐτόν τίς ἁμαρτίες του, γιά νά λάβει τήν ἄφεση.
Αὐτό θά τό μελετήσουμε, σύν Θεῷ, σέ ἑπόμενο ἄρθρο μας.
 
Στέργιος Ν. Σάκκος
Ἀπολύτρωσις 56 (2002) 222-223
Παρασκευή, 22 Ιούλιος 2022 03:00

Τό πρόβλημα τῆς ἠθικῆς ἐλευθερίας

bird  Μέ γράμμα του ἕνας μαθητής θίγει τό ὁμολογουμένως πρόβλημα τῆς ἐλευθερίας τῆς βουλήσεως τοῦ ἀνθρώπου καί ρωτᾶ ποιά εἶναι ἡ θέση τῆς Γραφῆς πάνω σ’ αὐτό. Ἐπειδή ἀποτελεῖ πράγματι ἕνα θέμα γενικοῦ ἐνδιαφέροντος, πού πολλούς ἀπασχόλησε καί ἀπασχολεῖ, θά προσπαθήσω νά δώσω ἀπάντηση ἀναπτύσσοντας βασικά τίς θέσεις τῆς Ἁγίας Γραφῆς. Πρίν προχωρήσω ὅμως στό θέμα, θέλω νά συγχαρῶ προσωπικά πρῶτα τόν μαθητή αὐτόν, πού φαίνεται ὅτι μελετᾶ τή Γραφή μέ προσοχή καί ἐνδιαφέρον καί νά ὑπογραμίσω ἔπειτα τό αἰσιόδοξο μήνυμα, πού μεταφέρει μαζί μέ τ’ ἄλλα τό γράμμα του· ὅτι ὑπάρχουν καί στήν ἐποχή μας, τήν στεῖρα σέ οὐράνιες ἀναζητήσεις, νέοι πού ζητοῦν μέ εἰλικρίνεια καί χωρίς προκατάληψη τήν ἀλήθεια. Αὐτό καί μόνο ἀποτελεῖ ἐγγύηση γιά μιά καλόπιστη συζήτηση, πού δέν μπορεῖ παρά νά ὁδηγήσει ἀβίαστα σ’ αύτήν τήν ἀλήθεια καί μάλιστα στήν θεόπνευστη ἀλήθεια.
 Ἡ γενική ἀπάντηση τῆς Ἁγίας Γραφῆς στό ἐρώτημα ἄν ὁ ἄνθρωπος εἶναι ἠθικά ἐλεύθερος ἤ ὄχι, εἶναι ἔντονα καταφατική. Ἀπό τό πρῶτο βιβλίο της ὥς τό τελευταῖο διδάσκει μέ ἔμφαση ὅτι ὁ ἄνθρωπος πλάσθηκε ἐλεύθερος, γιά νά ζήσει ἐλεύθερα, καί νά κριθεῖ σάν ἐλεύθερος. Ἡ ἐλευθερία του ἀποτελεῖ τήν δεύτερη ἀπό τίς δυό ἀρχές, σύμφωνα μέ τίς ὁποῖες δημιουργήθηκε· «κατ’ εἰκόνα καί καθ’ ὁμοίωσιν», λογικός καί ἐλεύθερος νά διαμορφώσει μόνος τήν ζωή του καί νά συμμορφώσει ἤ ὄχι τόν ἑαυτό του μέ τό θέλημα τοῦ Θεοῦ. Κι αὐτήν τήν ἐλευθερία σέβεται καί ὁ ἴδιος ὁ Δημιουργός του. Ὁ Θεός δέν καταστρατηγεῖ ποτέ τήν ἀνθρώπινη βούληση, οὔτε ἐπεμβαίνει στά προσωπικά μας σχέδια, ἐκτός ἄν οἱ ἴδιοι ἐλεύθερα τό θελήσουμε καί τοῦ τό ζητήσουμε. Ἡ θαυμαστότερη ἀπόδειξη γιά τόν σεβασμό τῆς ἀνθρώπινης ἐλευθερίας ἀπό τόν Θεό εἶναι ὅτι αὐτός πού θέλει ὅλοι οἱ ἄνθρωποι νά σωθοῦν καί νά γνωρίσουν τήν μόνη ἀλήθεια, δέν μπορεῖ νά σώσει τόν ἄνθρωπο πού ἀρνεῖται τήν σωτηρία. Καί δέν μπορεῖ, γιατί δέν θέλει νά καταργήσει τό δικαίωμά του νά κάνει μόνος του καί ἐλεύθερα τήν δική του ἐκλογή. Ἄν ὁ Θεός μᾶς ἔσωζε χωρίς νά θέλαμε, τότε δέν θά διαφέραμε ἀπό τά ἄσπρα περιστέρια καί ἀπό τά ἀθῶα προβατάκια, δέν θά ἤμασταν ἅγιοι ἀλλά ἁγιογραφίες. Ἔτσι, στήν μεταστροφή τοῦ Παύλου ἔχουμε τήν συνεργασία τῆς χάριτος καί τῆς ἐλευθερίας του. Ἡ χάρις τόν κάλεσε καί ὁ Παῦλος δέχτηκε τήν κλήση.
 Τί θά λέγαμε ὅμως γιά ὅλες ἐκεῖνες τίς πολυάριθμες μαρτυρίες μέσα στήν Ἁγία Γραφή, πού παρουσιάζουν τόν Θεό νά προορίζει καί νά καθορίζει τά ἀνθρώπινα  ἀνεξάρτητα ἀπό τήν θέλησή μας; Γιατί ὑπάρχουν πράγματι ἀναρίθμητα γραφικά χωρία, στά ὁποῖα θά μπορούσαμε νά στηρίξουμε τίς ἀπόψεις μιᾶς ντετερμινιστικῆς θεωρίας (τοῦ ἀπόλυτου προορισμοῦ) τό ἴδιο καλά, ὅπως ἀνάλογα χωρία μᾶς βεβαιώνουν γιά τό ἀντίθετο. Λοιπόν, ἡ Γραφή ἀντιφάσκει; Ὅχι βέβαια, καί ἡ ἐξήγηση ὑπάρχει. Ὅλες αὐτές οἱ φαινομενικά ἀρνητικές μαρτυρίες τῆς θέσεώς μας δέν ἀποτελοῦν παρά ἀνθρωποπαθεῖς ἐκφράσεις τῶν θεοπνεύστων συγγραφέων. Γιά νά διατυπώσουν σαφέστερα καί νά περιγράψουν ζωηρότερα οὐράνιες καί πρωτοφανέρωτες παραστάσεις, πού δέν ἔχουν τά ἀντίστοιχά τους στήν φυσική καί καθημερινή ζωή, ἀναγκάζονται νά μιλοῦν, εἰς βάρος ἴσως τῆς ἀκρίβειας, μέ ἀνθρώπινα δεδομένα. Ἔτσι γράφουν ὅτι ὁ Θεός ὀργίζεται καί τιμωρεῖ, ὅτι αὐθαιρετεῖ καί δυναστεύει. Ζωντανεύουν μέ ἐνεργητική σύνταξη, ὅ,τι θά μποροῦσαν νά ἀφηγηθοῦν χρησιμοποιώντας παθητικούς χρόνους. Γιατί φυσικά εἶναι ἀπαράδεκτο, νά πιστέψουμε π.χ. ὅτι ὁ Θεός δέν ἐλεεῖ, ἀλλά σπρώχνει στόν ὄλεθρο.
 Μ’ αὐτό τό σκεπτικό οἱ ἀντιφάσεις τῆς Γραφῆς γιά τήν ἐλεύθερη βούληση τοῦ ἀνθρώπου ἑρμηνεύονται καί κατανοοῦνται. Ὁ νόμος τῆς αἰτιότητος δέν ἰσχύει στήν ἠθική καί πνευματική σφαῖρα, οὔτε κυβερνᾶ τίς πράξεις μας ἡ εἰμαρμένη. Ὁ καθένας εἶναι ὑπεύθυνος γιά τήν ἀσημαντότερη κίνησή του, ὅπως καί γιά τήν σοβαρότερη ἐνέργειά του.Ὅταν λέμε ὅτι ὁ Θεός ἐπιτρέπει ἤ ὄχι αὐτό τό γεγονός, δέν κάνουμε κάτι ἄλλο ἀπό τό νά περιγράφουμε ἀκριβῶς τήν ἐλευθερία τοῦ ἀνθρώπου· ὁ ἄνθρωπος ἐλεύθερος ἐνεργεῖ καί ὁ Θεός τόν ἀνέχεται, ἀνέχεται τίς ἐπιτυχίες του ἤ τίς ἀποτυχίες του. Ἐνῶ ὅμως ὁ Θεός δέν παρεμβαίνει στά σχέδιά μας, ξέρει νά ἐκμεταλλεύεται τήν ἱστορία μας γιά τό δικό του σχέδιο -ἔστω καί ἄν αὐτή φαινομενικά δέν τό εὐνοεῖ καθόλου-, ξέρει νά βγάζει γλυκό ἀπό τό πικρό. Ἔτσι, ὅταν ὁ Παῦλος γράφει ὅτι ἡ κοσμική ἐξουσία εἶναι ἀπό τόν Θεό, ἐννοεῖ ὄχι ὅτι δρᾶ σύμφωνα μέ προκαθορισμένο διάγραμμα, ἀλλά ὅτι ἐξυπηρετεῖ, ὅπως καί ἄν δρᾶ, τήν ὑπόθεσή του καί τήν ὑπόθεση τῶν δικῶν του, αὐτῶν πού μέ τήν πίστη παραδίδουν τό θέλημα καί τήν ἐλευθερία τους στά χέρια του.
 Ἡ ζωή τῶν πιστῶν εἶναι ἡ μόνη περίπτωση πού ἐπιτρέπει καί δικαιολογεῖ νά μιλᾶμε γιά παρέμβαση τοῦ Θεοῦ στήν ἀνθρώπινη ἐλευθερία. Ἀλλ’ αὐτή εἶναι ἀπό τίς ἐξαιρέσεις πού ἐπιβεβαιώνουν τόν κανόνα, καθόσον ἡ παρέμβαση τοῦ Θεοῦ εἶναι ἀποτέλεσμα τῆς ἐλευθερίας τοῦ ἀνθρώπου. Ὁ πιστός ἀποφασίζει ἐλεύθερα νά ὑποταχθεῖ στό θέλημα τοῦ Θεοῦ, νά δουλωθεῖ ἑκούσια στόν νόμο του, καί τέλος νά ταυτισθεῖ μέ αὐτόν. Τότε ὁ Θεός ἀναλαμβάνει προσωπικά καί τίς λεπτομέρειες ἀκόμη τῆς ζωῆς του, ἀλλά καί ὁ πιστός ἔχει τήν ἀπαίτηση, θά λέγαμε, ὁ Θεός νά ἐπεμβαίνει καί νά διαχειρίζεται τήν ἐλευθερία πού τοῦ ἔδωσε. Ἔτσι φωτίζονται κι ἀπό μιά ἀλλη ὀπτική γωνία ὅλες ἐκεῖνες οἱ ἀνθρωπομορφικές ἐκφράσεις πού χρησιμοποίησαν ἄνθρωποι τοῦ Θεοῦ, γιά νά ἐκφράσουν δικά τους βιώματα• στήν προσωπική τους ζωή ὅλα μεταφράζονταν σάν ἰδιαίτερη φροντίδα τοῦ Θεοῦ, πού μπορεῖ νά  μήν ἐπηρέαζε τήν ἐλευθερία τῶν ἄλλων, ἀλλά διευθετοῦσε τήν δική τους ὑπόθεση κατά τήν ἐπιθυμία τους. Ἀλλά καί αὐτή ἀκόμη ἡ μυστική σχέση τῶν πιστῶν μέ τόν Θεό, πού ἀνέχεται μιά κατά κάποιο τρόπο «νόθευση» τῆς αὐτόνομης ἀνθρώπινης ἐλευθερίας, δέν ἐπιτρέπει οὐσιαστικά νά μιλᾶμε γιά κατάλυσή της. Ἀφ’ ἑνός γιατί δέν πρόκειται γιά ἐξωτερικό καί ἀναπόφευκτο καταναγκασμό ἀλλά γιά ἑκούσια ὑποταγή, καί ἀφ’ ἑτέρου γιατί ὁ πιστός εἶναι ἀνά πᾶσαν στιγμήν ἐλεύθερος νά ἐπαναστατήσει, νά ἀκυρώσει τήν διαθήκη του μέ τόν Θεό, καί νά τόν ἐγκαταλείψει ἀνεμπόδιστος.
 Σάν χαρακτηριστικό παράδειγμα ἑρμηνείας τῆς θέσεως τῆς Γραφῆς πάνω στό θέμα μας ὑπενθυμίζουμε τήν περικοπή Β΄ Θε 1,10-12, στήν ὁποία ὁ Παῦλος γράφει ὅτι «πέμψει αὐτοῖς ὁ Θεός ἐνέργειαν πλάνης εἰς τό πιστεῦσαι αὐτούς τῷ ψεύδει». Διαβάζουμε δηλαδή γιά μιά κίνηση ἐνεργητική τοῦ Θεοῦ πού ἀνεξέλεγκτα στέλνει τούς ἀνθρώπους στήν πλάνη. Ἐν τούτοις τό νόημα τῆς περικοπῆς ὁλοκάθαρα διδάσκει ὅτι αὐτοί οἱ ἄνθρωποι σάπισαν ἀπό μόνοι τους «ἀνθ’ ὧν τήν ἀγάπην τῆς ἀληθείας οὐκ ἐδέξαντο», ἀλλά προτίμησαν τήν ἀπάτη τῆς ἀδικίας. Γι’ αὐτό καί ὁ Θεός τούς κόβει καί τούς πετάει ἀπό τό σῶμα του, τήν Ἐκκλησία του, σάν ἄχρηστο ὑλικό. Τήν καταδίκη τους ὅμως τήν ὑπέγραψαν οἱ ἴδιοι μέ τήν διεφθαρμένη ζωή τους.
 Ἡ τέλεια ἠθική ἐλευθερία βιώνεται μόνο μέσα στήν πίστη, μόνο –τί παράδοξο! – μέσα στήν ὑπακοή καί στήν δουλεία στόν Θεό. Αὐτή ἐξασφαλίζει τήν ἐλευθερία μας καί μαζί τήν εὐτυχία μας. Γιατί εἶναι γνωστό ὅτι ἀνάλογα μέ τήν χρήση τῆς ἐλευθερίας μας χτίζουμε ἤ γκρεμίζουμε τήν εὐτυχία μας.

Στέργιος Ν. Σάκκος

Ἀπολύτρωσις 33 (1978) 43-44

 
Πέμπτη, 28 Δεκέμβριος 2017 03:00

Ἡ σφαγή μετά τήν Ὑπαπαντή

Μελετώντας τά γεγονότα τῆς ἱστορίας τοῦ Χριστοῦ, καθώς συμπλέκονται μέ τήν δική μας ἱστορία, μποροῦμε καλύτερα νά κατανοήσουμε τό σχέδιο τῆς θείας οἰκονομίας καί βαθύτερα νά χαροῦμε τήν πίστη μας. Κι ὅταν κάποιες φορές προβάλλουν σημεῖα πού ἐμποδίζουν τάχα τήν ἱστορική κατοχύρωση τῶν γεγονότων, μήν ὀλιγοπιστήσουμε οὔτε νά τά παρατρέξουμε φοβισμένα μέ τήν ἀνυπόστατη αἰτολογία «πίστευε καί μή ἐρεύνα». Ὄχι! Ἡ πίστη μας πού ἱστορεῖται στήν ἁγία Γραφή δέν φοβᾶται τήν ἔρευνα!
  sfagi nipion Ἕνα σημεῖο πού φαίνεται ὅτι παρακωλύει τήν ὁμαλή ἐξιστόρηση τῶν πραγμάτων καί σαλεύει τήν ἁρμονία τῶν εὐαγγελίων συνδέεται μέ τήν Ὑπαπαντή τοῦ Κυρίου καί μέ τήν σφαγή τοῦ Ἡρώδη. Ὁ εὐαγγελιστής Λουκᾶς μᾶς πληροφορεῖ ὅτι ὅταν συμπληρώθηκε ὁ χρόνος ὁ καθορισμένος ἀπό τόν νόμο, ἡ Παρθένος καί ὁ Ἰωσήφ «ἀνήγαγον» τό βρέφος Ἰησοῦ «εἰς Ἰεροσόλυμα παραστῆσαι τῷ Κυρίῳ» (Λκ 2,22). Ὁ Ματθαῖος ἐξ ἄλλου μᾶς παραδίδει ὅτι ἀμέσως μετά ἀπό τήν ἀναχώρηση τῶν μάγων, πού ἦρθαν νά προσκυνήσουν τόν «τεχθέντα βασιλέα», ὁ Ἰωσήφ μέ ἐντολή τοῦ ἀγγέλου πῆρε «τό παιδίον καί τήν μητέρα αὐτοῦ» καί ἔφυγε στήν Αἴγυπτο, ἐνῶ ὁ Ἡρώδης «ἰδών ὅτι ἐνεπαίχθη ὑπό τῶν μάγων ἐθυμώθη λίαν» καί ἔδωσε ἐντολή νά σφαγοῦν ὅλα τά παιδιά τῆς περιοχῆς Βηθλεέμ ἀπό δύο ἐτῶν καί κάτω (Μθ 2,13-18). Εὔλογη, λοιπόν, φαίνεται ἡ ἀπορία: Πότε πῆγε στόν Ναό ὁ Ἰησοῦς καί πῶς συμβιβάζεται ἡ διήγηση τοῦ Ματθαίου μέ ἐκείνην τοῦ Λουκᾶ;
   Ἡ προσεκτική μελέτη τῶν δύο διηγήσεων βοηθᾶ νά ξεκαθαρίσουμε τά πράγματα καί δείχνει ὅτι καμία ἀντίφαση δέν ὑπάρχει μεταξύ τους. Σύμφωνα μέ τόν εὐαγγελιστή Λουκᾶ, μετά τό μήνυμα τοῦ ἀγγέλου ὅτι «ἐτέχθη ὑμῖν σήμερον σωτήρ» καί τήν θαυμαστή παρουσία πλήθους «στρατιᾶς οὐρανίου», πού δοξολογοῦσε τόν Θεό, «οἱ ἄνθρωποι οἱ ποιμένες» ἦρθαν στήν Βηθλεέμ, ὅπου βρῆκαν τήν Παρθένο μαζί μέ τόν Ἰωσήφ «καί τό βρέφος κείμενον ἐν τῇ φάτνῃ» (Λκ 2,8-20). Ὅλα αὐτά συνέβησαν τό βράδυ τῆς Γεννήσεως. Στήν συνέχεια ὁ Λουκᾶς διηγεῖται τήν περιτομή τοῦ Κυρίου καί κατόπιν τήν τελετή τῆς ἀφιερώσεώς του στόν Ναό.
   Ὁ εὐαγγελιστής Ματθαῖος ἀμέσως μετά ἀπό τήν ἱστόρηση τῆς Γεννήσεως, κάνει λόγο γιά τήν προσκύνηση τῶν μάγων, οἱ ὁποῖοι, ὡς γνωστόν, ἦταν ἡγέτες τῶν ἀνατολικῶν λαῶν Χαλδαίων, Βαβυλωνίων, Περσῶν κτλ., ἀσχολοῦνταν δέ μέ τήν μελέτη τῶν ἄστρων, καί διά τοῦ ἄστρου τούς κάλεσε ὁ Θεός. Δέν ξέρουμε τόν συγκεκριμένο τόπο καταγωγῆς καί διαμονῆς τους. Ἐξυπακούεται ὅτι οἱ μάγοι δέν ξεκίνησαν ἀπό τήν πατρίδα τους ἀμέσως μόλις εἶδαν τό ἄστρο. Μεσολάβησε κάποιος χρόνος ὥσπου νά συνεννοηθοῦν μεταξύ τους, νά ἑτοιμάσουν τά δῶρα καί τίς ἀποσκευές, τούς δούλους πού θά τούς συνόδευαν. Ὅταν τό καραβάνι τους ἔφθασε στήν Ἰερουσαλήμ καί παρουσιάσθηκαν στόν Ἡρώδη γιά νά ζητήσουν ἀπό αὐτόν πληροφορίες γιά τόν νεογέννητο βασιλιά, εἶχε περάσει καιρός ἀπό τήν γέννηση τοῦ Χριστοῦ, ὁπωσδήποτε ἀρκετοί μῆνες. Ἄν κρίνουμε ἀπό τήν διαταγή τοῦ Ἡρώδη νά σφαγοῦν τά παιδιά ἡλικίας κάτω τῶν δύο ἐτῶν, ἴσως εἶχε περάσει κι ἕνας χρόνος. Γι' αὐτό καί οἱ μάγοι δέν ἦρθαν στό σπήλαιο νά προσκυνήσουν τόν Χριστό, ἀλλά «ἐν τῇ οἰκίᾳ», ὅπου στό μεταξύ εἶχε μεταφερθεῖ ἡ ἁγία οἰκογένεια. Ἤδη στό διάστημα αὐτό, πού δέν εἶχαν ἐκδηλωθεῖ ἀκόμη οἱ ἄγριες διαθέσεις τοῦ Ἠρώδη, μποροῦσαν ἄφοβα ὁ Ἰωσήφ μαζί μέ τήν Παναγία νά τελέσουν τήν ἀφιέρωση τοῦ Ἰησοῦ στόν Ναό, κατά τήν τεσσαρακοστή ἡμέρα τῆς ζωῆς του. Αὐτό τό περιστατικό ἱστορεῖ ὁ Λουκᾶς στό 2,22-38. Ἡ προσκύνηση τῶν μάγων καί ἡ σφαγή ἀπό τόν Ἡρώδη, πού διηγεῖται ὁ Ματθαῖος στό 2ο κεφ. τοῦ εὐαγγελίου του, συνέβησαν ἀργότερα.
   Ὅτι σ' ὅλα αὐτά δέν ὑπάρχει καμία διαφωνία μεταξύ τοῦ εὐαγγελιστοῦ Λουκᾶ καί τοῦ Ματθαίου ἐπιβεβαιώνεται καί ἀπό ἕνα ἀκόμη σημεῖο. Κατά τήν διήγηση τοῦ εὐαγγελιστοῦ Ματθαίου φαίνεται ὅτι ὁ δίκαιος Ἰωσήφ εἶχε σκοπό νά ἐγκατασταθεῖ μόνιμα μαζί μέ τήν οἰκογένειά του στήν Βηθλεέμ καί γι' αὐτό παρέμεινε ἐκεῖ μετά τήν ἀπογραφή. Ὁ Θεός τοῦ ἀλλάζει τό σχέδιο καί τόν στέλνει μαζί μέ τήν Πρθένο καί τόν Ἰησοῦ στήν Αἴγυπτο. Καί μετά τήν ἐπιστροφή ἀπό τήν Αἴγυπτο καί πάλι ὁ Ἰωσήφ στήν Ἰουδαία κατευθύνεται, ἀλλά καί πάλι ὁ Θεός μέ ὄνειρο τόν καθοδηγεῖ νά ἐγκατασταθεῖ στήν Ναζαρέτ, «ὅπως πληρωθῇ τό ρηθέν διά τῶν προφητῶν ὅτι Ναζωραῖος κληθήσεται» (Μθ 2,23).
   Δέν διαφωνοῦν λοιπόν μεταξύ τους οἱ ἱεροί εὐαγγελιστές. Εὔστοχα ὁ ἱερός Αὐγουστῖνος παρατηρεῖ: «Πρέπει νά γνωρίζουμε ὅτι ὁ κάθε εὐαγγελιστής συνυφαίνει ἔτσι τήν ἀφήγησή του, ὥστε ἡ σειρά τῶν γεγονότων νά φαίνεται ὅτι εἶναι διευθετημένη κατά τέτοιο τρόπο, σάν νά μήν παραλείπει τίτοτε». Ἔτσι κάθε εὐαγγέλιο ἔχει τήν αὐτοτέλειά του, ἀλλά καί ἡ παράλληλη μελέτη ὅλων μᾶς δίνει τήν πλήρη εἰκόνα τῶν γεγονότων.

Στέργιος Σάκκος

Ἀπολύτρωσις 46 (1991) 27-28

Παρασκευή, 15 Δεκέμβριος 2017 03:00

Τό ὄνομα Ἐμμανουήλ

Kyrios ihsousΜία ἀπορία διατυπώνεται σχετικά μέ τό ὄνομα Ἐμμανουήλ. Αὐτό τό ὄνομα θά ἔπαιρνε ὁ Μεσσίας ὅπως προφήτευσε ὁ Ἠσαΐας 800 χρόνια πρό Χριστοῦ καί ὅπως προεῖπε ὁ ἄγγελος στόν Ἰωσήφ τήν νύχτα τῆς γεννήσεως τοῦ Κυρίου. Ὁ Χριστός ὅμως κατά τήν ἡμέρα τῆς περιτομῆς του ὀνομάστηκε Ἰησοῦς. Τί συνέβη λοιπόν;
Στήν προφητεία του ὁ Ἠσαΐας ἀπευθυνόμενος στόν «οἶκον Δαυΐδ», στούς ἀπογόνους τοῦ Δαυΐδ, δηλαδή στόν λαό τοῦ Ἰσραήλ, λέει· «Καί καλέσεις τό ὄνομα αὐτοῦ Ἐμμανουήλ» (Ἠσ 7,14). Στό κατά Ματθαῖον Εὐαγγέλιο, ὅπου ὁ ἄγγελος ἐπαναλαμβάνει στόν Ἰωσήφ τά λόγια τοῦ προφήτη, λέει γιά τόν λαό· «καί καλέσουσι τό ὄνομα αὐτοῦ Ἐμμανουήλ» (Μθ 1,23). Καί στίς δύο περιπτώσεις ὁ ἰσραηλιτικός λαός εἶναι ἐκεῖνος πού θά δώσει στόν Μεσσία τό ὄνομα Ἐμμανουήλ, πού σημαίνει «ὁ Θεός μεθ' ἡμῶν».
Κατά τήν ὄγδοη ἡμέρα τῆς ἐπίγειας ζωῆς του ὁ Κύριος δέχθηκε τήν περιτομή καί ὀνομάστηκε Ἰησοῦς, πού σημαίνει «ὁ Γιαχβέ σώζει». Βέβαια ὑπῆρχαν καί ἄλλοι Ἰσραηλῖτες μέ τό ὄνομα αὐτό. Ὁ Ἰησοῦς Χριστός ὅμως ἦταν ὄνομα καί πρᾶγμα Ἰησοῦς, Σωτήρ, ὁ ἴδιος ὁ Γιαχβέ πού ἦρθε γιά νά σώσει τούς ἀνθρώπους. Καί τό ἀπέδειξε αὐτό μέ τή ζωή του. Δέν ἔστειλε ἄγγελο ἤ ἀρχάγγελο γιά νά συναναστραφεῖ μαζί μας, νά μᾶς διδάξει καί νά μᾶς σώσει, ἀλλά ἦρθε αὐτός ὁ Μονογενής Υἱός καί Λόγος τοῦ Θεοῦ. Ἕνωσε τήν ἀνθρώπινη φύση μέ τή θεότητά του. Αὐτή τή μεγάλη ἀλήθεια τοῦ θείου σχεδίου ἐκφράζει τό ὄνομα Ἐμμανουήλ.
Ὅταν ἄρχισε τή δημόσια δράση του ὁ Ἰησοῦς Χριστός, δημιούργησε μία κρίση στήν κοινωνία τοῦ Ἰσραήλ. Πολλοί τόν ἀποδοκίμασαν, τόν πολέμησαν καί ἔφτασαν νά τόν καρφώσουν στόν σταυρό. Οἱ ἄνθρωποι τοῦ Θεοῦ ὅμως, οἱ «τεταγμένοι εἰς ζωήν αἰώνιον», βλέποντας ἀπό κοντά τή ζωή του, ἀκούγοντας τή διδασκαλία του, παρακολουθώντας τά θαυμάσια σημεῖα πού ἔκανε, ἀναγνώρισαν στό πρόσωπό του ἀρχικά τόν ἀπεσταλμένο τοῦ Θεοῦ καί στή συνέχεια τόν Μεσσία. Ὅταν μάλιστα ἔγινε τό μεγαλύτερο σημεῖο, ἡ ἀνάσταση τοῦ Κυρίου, ἀπό τό στόμα τοῦ Θωμᾶ ἀκούγεται ἡ ὁμολογία «ὁ Κύριός μου καί ὁ Θεός μου». Αὐτός πού σάν ταπεινός ἄνθρωπος ἔζησε ἀνάμεσα στούς ἀνθρώπους, αὐτός πού συγκλόνισε μέ τή διδασκαλία του καί εὐεργέτησε μέ τά σημεῖα πού ἔκανε, εἶναι ὁ Κύριος, ὁ Θεός πού ἔζησε μαζί μέ μᾶς, ὁ Ἐμμανουήλ.
Ἐμμανουήλ εἶναι τό ὄνομα πού διαλαλεῖ αἰώνια στήν ἀνθρωπότητα τό ἄπειρο ἔλεος τοῦ Θεοῦ καί τή μεγάλη του συγκατάβαση. Ἀκόμη, σύμφωνα μέ τή διδασκαλία πολλῶν πατέρων, πού ἔζησαν στά χρόνια πού ἔσειαν τήν Ἐκκλησία οἱ χριστολογικές ἔριδες, ὁ τίτλος Ἐμμανουήλ περικλείει τή διδασκαλία γιά τίς δύο φύσεις τοῦ Χριστοῦ· τήν ἀνθρώπινη (μεθ' ἡμῶν) καί τή θεϊκή (ὁ Θεός). Ὁ ἅγιος Χρυσόστομος ἀπαντώντας στό ἐρώτημα γιατί ὁ Κύριος δέν ὀνομάστηκε Ἐμμανουήλ, ἀλλά Ἰησοῦς, ἐκτός ἀπό τό λόγο πού ἤδη ἀναφέραμε, ὅτι δηλαδή τό ὄνομα αὐτό θά τοῦ ἔδιναν οἱ ὄχλοι, ὁ λαός, ἀναφέρει καί ἕναν ἀκόμη, ὅτι συνηθίζει ἡ ἁγία Γραφή «τά συμβαίνοντα πράγματα ἀντί ὀνομάτων τιθέναι». Στό Ἠσ 8,3 π.χ., δίδεται ὡς ὄνομα παιδιοῦ ἡ φράση «ταχέως σκύλευσον ὀξέως προνόμευσον», γιατί μέ τή γέννηση αὐτοῦ τοῦ παιδιοῦ θά γινόταν λαφυραγώγηση. Ἀκόμη, στό Ἠσ 1,26 λέει ὅτι ἡ Ἰερουσαλήμ «κληθήσεται πόλις δικαιοσύνης», γιατί θά ἐπικρατήσει σ' αὐτήν ἡ δικαιοσύνη. Ἔτσι, τό «καλέσουσι Ἐμμανουήλ» σημαίνει θά δοῦν τόν Θεό μαζί μέ τούς ἀνθρώπους. Καί βέβαια ὁ Θεός πάντοτε ἦταν μαζί μέ τούς ἀνθρώπους, ποτέ ὅμως δέν ἦταν τόσο ὁλοφάνερα. Τώρα πού ἐνηνθρώπησε, πού πῆρε σάρκα ἀνθρώπινη, πού «ἐπί γῆς ὤφθη καί τοῖς ἀνθρώποις συνανεστράφη» (Βρχ 3,38), οἱ ἄνθρωποι τόν ἀναγνωρίζουν καί ἀναφωνοῦν· «Μεθ' ἡμῶν ὁ Θεός», νά, ὁ «Ἐμμανουήλ»!
Τό ὄνομα Ἐμμανουήλ, λοιπόν, ὡς ὄνομα τοῦ Χριστοῦ ἀναφέρεται στήν ἁγία Γραφή μόνο προφητικά. Ἡ ἔννοιά του ὅμως, τό μεγάλο γεγονός νά ἔρθει ὁ Θεός νά μᾶς ἐπισκεφθεῖ, νά γίνει ἄνθρωπος καί νά μείνει γιά πάντα μαζί μας κι ἐμεῖς μαζί του, τό τονίζει πολλές φορές ὁλόκληρη ἡ Καινή Διαθήκη. Τό ὄνομα Ἐμμανουήλ ἀποτελεῖ ἕνα γλυκόηχο ἀντίλαλο τοῦ ὀνόματος Ἰησοῦς, τόν ἀπόηχο τῆς ἐπιγείου δράσεως τοῦ Κυρίου.
 
Στέργιος Ν. Σάκκος
Ἀπολύτρωσις 38 (1983) 170-171
 
 

theotokos  Τήν περί ἀειπαρθενίας τῆς Μαριάμ ἄποψη ἐνισχύει καί τό πρόσωπο τοῦ Ἰωσήφ. Ὁ Ἰωσήφ δέν ἦταν ἄνθρωπος σαρκικοῦ φρονήματος καί ἀκρατής, οὔτε ἐγωιστής. Ἀντίθετα ἦταν ἄνδρας συγκρατημένος, ἀφοῦ δέν κατέστησε τήν μνηστή του γρήγορα γυναίκα του. Διότι γιά τόν γάμο πρό Χριστοῦ δέν ὑπῆρχε ἱερολογία μυστηρίου, τήν ὁποία ἔπρεπε νά περιμένει κανείς γιά νά συνευρεθεῖ μέ τήν γυναίκα του. Μποροῦσε νά κάνει ἔναρξη τοῦ γάμου του καί νά καταστήσει τήν μνηστή του γυναίκα του ὅποτε ἤθελε. Ὁ Ἰωσήφ, λοιπόν, δέν ἦταν ἄνθρωπος πού βιαζόταν νά κάνει κάτι τέτοιο. Ἦταν κι αὐτός σκεῦος ἐκλογῆς ὅπως καί ἡ Μαρία, ὁ ἁγνότερος ἀπό τούς ἄνδρες τῆς γενιᾶς του προφανῶς.

  Ὁ Ἰωσήφ ἦταν ὁ ἄνθρωπος στόν ὁποῖο ἀνατέθηκε ἀπό τόν Θεό ἡ φύλαξη τῆς ἁγνότητας τῆς μητέρας Του. Δέν ἦταν, λοιπόν, τυχαῖος ἄνθρωπος, οὔτε εἶχε τήν νοοτροπία τῶν πολεμίων τῆς ἀειπαρθενίας τῆς Μαριάμ, οἱ ὁποῖοι, ἄν εἴμαστε εἰλικρινεῖς, πρέπει νά ὁμολογήσουμε ὅτι εἶπαν ὅσα εἶπαν, διότι ἦσαν πολέμιοι τῆς παρθενίας γενικά καί δέν χωροῦσε ὁ νοῦς τους πῶς μπορεῖ ἕνας ἄνθρωπος νά μείνει διά βίου παρθένος. Αὐτοί καί τόν Κύριο ἄν μποροῦσαν νά παρουσιάσουν ὡς μή παρθένον δέν θά δίσταζαν νά τό κάνουν. Ἔπειτα ὁ Ἰωσήφ ὑποτασσόταν στό θέλημα τοῦ Θεοῦ. Καί ὡς ἄνθρωπος πλήρως ὑποταγμένος μποροῦσε νά ἀντιλαμβάνεται ὅτι θέλημα τοῦ Θεοῦ ἦταν νά μείνει ἡ μητέρα Του παρθένος, πάναγνος καί μετά τήν γέννησή Του, ὅπως καί πρό αὐτῆς. Ὁ Κύριος φύλαξε ἄμωμη τήν Μαρία, ὄχι μόνο γιά νά ἐξυπηρετηθεῖ ἡ ἐνανθρώπησή του, ἀλλά καί χάριν αὐτῆς τῆς ἴδιας. Αὐτό τό ἀντιλαμβανόταν καί ὁ Ἰωσήφ. Παράδοξο; Μήπως δέν εἶναι περισσότερο παράδοξο πῶς ὁ ζηλωτής τοῦ μωσαϊκοῦ νόμου, πού διέταζε τόν λιθοβολισμό τῆς κλεψίγαμης γυναίκας, νά μή τηρήσει ἐν προκειμένῳ τόν νόμο, ἀλλά νά θελήσει νά τήν ἀποπέμψει κρυφά καί μετά τήν θεία ἀποκάλυψη νά τήν κρατήσει ὑπό τήν προστασία του; Ἄλλωστε ἡ ὅλη ὑπόθεση τῆς γεννήσεως τοῦ Κυρίου εἶναι ἕνα παράδοξο.

  Τέλος στούς ἐχθρούς τῆς ἀειπαρθενίας τῆς Μαρίας θέτουμε καί ἐμεῖς τό ἐρώτημα: Πῶς μία γυναίκα μέ ὀκτώ τουλάχιστον παιδιά, κατά τήν γνώμη τους, ἐπικράτησε νά θεωρεῖται παρθένος; Διότι ἤδη κατά τόν δεύτερο αἰώνα τῆς ζωῆς τῆς Ἐκκλησίας ἔχουμε μαρτυρία περί τῆς ἀειπαρθενίας της. Νωρίτερα δέν ἔχουμε μαρτυρία, διότι ζοῦσαν οἱ ἄνθρωποι οἱ ὁποῖοι γνώριζαν προσωπικά τήν Μαρία, γνώριζαν ὅτι ἦταν παρθένος, καί δέν χρειάστηκε νά ἀνακινηθεῖ ζήτημα ἀειπαρθενίας. Ὅλη ἡ Ἐκκλησία πίστευε ἀνέκαθεν σ' αὐτήν. Οἱ ἀρνηθέντες τήν ἀειπαρθενία τῆς Μαρίας εἶναι ἀποκλειστικά αἱρετικοί, καί μάλιστα ἀπό ἐκείνους οἱ ὁποῖοι ἀπορρίπτουν γενικά τήν ἰσόβια παρθενία. Ὥστε οἱ ἀδελφοί τοῦ Κυρίου μέ κανένα τρόπο δέν φαίνονται μέσα στήν Γραφή ὡς παιδιά τῆς μητέρας τοῦ Κυρίου. Δέν μένει, λοιπόν, παρά νά δοῦμε ποιά ἦταν ἡ σχέση τους μέ τόν Ἰησοῦ.

  Εἶναι γνωστές δύο ἐκδοχές. Ἦσαν ἐξάδελφοί του ἤ ἑτεροθαλεῖς ἀδελφοί. Τήν πρώτη ἐκδοχή διατύπωσε πρῶτος ὁ Ἱερώνυμος λέγοντας ὅτι ἀποτελεῖ προσωπική του ἄποψη. Ποτέ στήν ἐκκλησιαστική παράδοση δέν παρουσιάστηκε παρόμοια ἄποψη. Ὁ Ἰωσήφ, κατά τόν Ἱερώνυμο, δέν εἶχε ποτέ σύζυγο ἤ παιδιά, εἶναι δέ καί αὐτός ἀειπάρθενος. Εἶχε ἕναν ἀδελφό ὀνόματι Ἀλφαῖο, ὁ ὁποῖος εἶχε σύζυγο τήν «Μαρίαν τοῦ Κλωπᾶ» καί παιδιά τούς λεγομένους ἀδελφούς τοῦ Κυρίου. Μεταξύ τῶν δώδεκα μαθητῶν τοῦ Κυρίου ἦσαν καί δύο Ἰάκωβοι, ὁ ἕνας γιός τοῦ Ζεβεδαίου καί ὁ ἄλλος γιός τοῦ Ἀλφαίου, ἀνεψιός τοῦ Ἰωσήφ καί φαινομενικά ἐξάδελφος τοῦ Ἰησοῦ. Δύο ἐπίσης ἀπό τούς μαθητές εἶχαν τό ὄνομα Ἰούδας· ὁ ἕνας ἦταν ὁ προδότης καί ὁ ἄλλος ὁ «Ἰούδας Ἰακώβου». Κατά τόν Ἱερώνυμο ἦταν ἀδελφός τοῦ Ἰακώβου καί ὄχι γιός· ἦταν γιός τοῦ Ἀλφαίου καί ἑπομένως ἐξάδελφος τοῦ Ἰησοῦ. Ὥστε οἱ «ἀδελφοί» τοῦ Κυρίου ἦσαν ἐξάδελφοι αὐτοῦ. Ἦσαν ὅμως καί ἐξ αἵματος ἀδελφοί του ἀπό τήν συγγένεια τῆς παρθένου. Ἡ «Μαρία τοῦ Κλωπᾶ» ἦταν, κατά τόν Ἱερώνυμο, ἀδελφή τῆς παρθένου, θυγατέρα τοῦ Κλωπᾶ, σύζυγος τοῦ Ἀλφαίου καί μητέρα τῶν ἐξαδέλφων ἤ «ἀδελφῶν» τοῦ Κυρίου. Στήν γλῶσσα τῶν Ἑβραίων τῆς ἐποχῆς τοῦ Χριστοῦ ὑπῆρχε μία μόνο λέξη γιά νά σημάνει τόν ἀδελφό καί τόν ἐξάδελφο. Προσθέτουμε ὅτι καί στήν μετάφραση τῶν ἑβδομήκοντα ὁ ἐξάδελφος ἤ ὁ ἀνεψιός λέγονται καί ἀδελφοί, ἄν καί ἡ ἑλληνική γλῶσσα εἶχε διαφορετικές λέξεις γιά τίς δύο ἔννοιες. Ὁ Λάβαν ἀποκαλεῖ τόν ἀνεψιό του Ἰακώβ ἀδελφό του (Γέ 29,15), οἱ δέ ἐξάδελφοι τῶν θυγατέρων κάποιου Ἐλεάζαρ ἀποκαλοῦνται ἀδελφοί αὐτῶν (Α΄Πα 23,21-22).

  Τήν θεωρία τοῦ Ἱερωνύμου σήμερα δέχονται οἱ δυτικοί καί ὅσοι ἀπό τούς προτεστάντες δέν ἀρνοῦνται τήν ἀειπαρθενία τῆς Μαρίας. Παρόμοια δεχόταν στήν Ἀνατολή καί ὁ Θεοδώρητος. Ἀλλά ἡ θεωρία αὐτή ἔχει πολλά ἀδύνατα σημεῖα:

* Τό ἀειπάρθενον τοῦ Ἰωσήφ, τό ὁποῖο οὔτε ἡ Γραφή οὔτε ἡ Παράδοση ὑπαινίσσονται, οὔτε εἶναι εὔλογη ὑπόθεση.

* Ἔπειτα ἡ Γραφή πουθενά δέν λέγει ὅτι ὁ Ἀλφαῖος ἦταν ἀδελφός τοῦ Ἰωσήφ.

* Οἱ ἀδελφοί τοῦ Κυρίου δέν πίστευαν σ' αὐτόν πρό τῆς ἀναστάσεώς του. Αὐτό τό λέγει, ὅπως εἴδαμε, ρητῶς ἡ Γραφή. Εἶναι ἀδύνατον νά ἦσαν ἀπό τούς δώδεκα μαθητές του, οἱ ὁποῖοι ἐξ ἀρχῆς πίστευσαν σ' αὐτόν. Τοῦτο ἀποκλείει καί ἡ περιφρονητική φράση «οἱ μαθηταί σου», πού ἐκτόξευσαν οἱ ἀδελφοί πρός τόν Ἰησοῦ.

* Δέν ἐπονομάζεται κανείς μέ τό ὄνομα τοῦ ἀδελφοῦ του («Ἰούδας Ἰακώβου»), ἀλλά μέ τό ὄνομα τοῦ πατέρα του.

* Οὔτε γυναίκα ἔγγαμος ἐξακολουθεῖ νά ὀνομάζεται μέ τό ὄνομα τοῦ πατέρα της («Μαρία ἡ τοῦ Κλωπᾶ»), ἀλλά μέ τό ὄνομα τοῦ ἄνδρα της. Σύγχρονοι θεολόγοι τῆς Δύσεως εἶπαν ὅτι ὁ Κλωπᾶς εἶναι ὁ ἴδιος ὁ Ἀλφαῖος. Ἀλλά ἐκτός τοῦ ὅτι καί αὐτό εἶναι πολύ τολμηρό, μένουν τά ὑπόλοιπα ἀσθενῆ σημεῖα.

  Ἡ δεύτερη ἄποψη εἶναι ἡ ἄποψη τήν ὁποία ἀναφέρουν πολλοί ἀρχαῖοι, δηλαδή οἰ Κλήμης, Ὠριγένης, Δίδυμος ὁ Τυφλός, Εὐσέβιος Καισαρείας, Κύριλλος Ἰεροσολύμων, Μ. Ἀθανάσιος, Μ. Βασίλειος, Γρηγόριος Νύσσης, Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος, Ἐπιφάνιος Κύπρου, Ἱλάριος Πικταβίου, Ἀμβρόσιος, Αὐγουστῖνος, Κύριλλος Ἀλεξανδρείας, Ἱππόλυτος Θηβῶν, Ἀνδρέας Κρήτης, Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνός, Οἰκουμένιος Τρίκκης, Θεοφύλακτος, Ἐπιφάνιος μοναχός, καί αἱ Ἀποστολικαί Διαταγαί. Ἀλλά καί ὅσοι δέν ἀναφέρονται στό θέμα αὐτό, φαίνεται ὅτι δέχονταν τήν ἄποψη, ἐφόσον δέν ἀντέδρασαν στίς γνῶμες τόσο πολλῶν ἀνδρῶν. Βλέπουμε ὅτι καί οἱ ὀρθόδοξοι πατέρες τῆς Δύσεως αὐτήν τήν ἄποψη ἀκολουθοῦν καί ὄχι τήν ἄποψη τοῦ Ἱερωνύμου. Οἱ σύγχρονοι θεολόγοι τῆς Ἐκκλησίας δέχονται ἐπίσης αὐτήν.

  Κατά τήν ἄποψη αὐτήν ὁ Ἰωσήφ, ὅταν μνηστεύθηκε τήν Μαρία, διατελοῦσε ἐν χηρείᾳ καί εἶχε ἀπό τήν προηγούμενη γυναίκα του παιδιά τούς λεγομένους ἀδελφούς καί ἀδελφές τοῦ Κυρίου. Ἦσαν ἑπομένως ὅλοι μεγαλύτεροι τοῦ Ἰησοῦ κατά τήν ἡλικία. Ἔτσι ἐξηγεῖται ἡ ὅλη συμπεριφορά τους πρός τόν Ἰησοῦ. Στήν ἄποψη αὐτή δέν ὑπάρχουν ἀσθενῆ σημεῖα.

  Δέν εἶναι δέ ἀδύνατη καί μία τρίτη ἐκδοχή, ὅτι ἀπό τούς ὀκτώ τουλάχιστον ἀδελφούς τοῦ Κυρίου ἄλλοι μέν ἦσαν παιδιά τοῦ Ἰωσήφ ἀπό τήν προηγούμενη γυναίκα του καί ἄλλοι ἐξάδελφοι αὐτῶν, λεγόμενοι ὅλοι μαζί «ἀδελφοί».

Στεργίου Σάκκου, Ἡ ἔρευνα τῆς Γραφῆς, 193-196

Τετάρτη, 09 Ιούλιος 2014 03:00

"Δέν ἔχομε καιρό γιά ἀσπασμούς"

doksa Ὑπάρχουν ἥρωες πού ἀναδείχθηκαν μέ τήν αὐτοθυσία τους στήν ὥρα τῆς μάχης. Ὑπάρχουν ὅμως καί ἥρωες πού τούς ἀνέδειξαν τέτοιους ἀκόμη καί οἱ μικρές λεπτομέρειες τῆς ζωῆς. Ὅταν π.χ. κατάφεραν, γιά νά ὑπηρετήσουν μιά ἀνώτερη ἀξία, νά προσπεράσουν τό προσωπικό τους συμφέρον, νά δαμάσουν τά συναισθήματά τους, νά ἀνέβουν πιό πάνω ἀπό τά ἀνθρώπινα μέτρα καί νά θυσιάσουν τίς πιό ἀθῶες χαρές αὐτῆς τῆς γῆς.

 Αὐτά τά χαρακτηριστικά προσδίδει στόν Ἰωάννη Βελισσαρίου, ταγματάρχη τοῦ πεζικοῦ στόν πόλεμο 1912-1913, τό περιστατικό πού διαβάζουμε στά ἀπομνημονεύματα τοῦ στρατηγοῦ Πάγκαλου:

 «Ἐνθυμοῦμαι συγκινητικήν σκηνήν ἐξ ἐκείνων πού δέν λησμονοῦνται ποτέ εἰς τήν ζωήν τοῦ ἀνθρώπου. Εὑρισκόμεθα εἰς τό Ἀσβεστοχῶρι καί διήρχετο ἐκ τῆς κωμοπόλεως, βαδίζον πρός Γιουβέσναν, τό ἡρωϊκόν 1/38 σύνταγμα τοῦ Παπαδοπούλου. Ἡ σύζυγος τοῦ ἀειμνήστου ταγματάρχου Βελισσαρίου (στενοῦ μου φίλου) εὑρίσκετο παραπλεύρως μου, ἐφόσον εἶχεν ἔλθει νά ἐπισκεφθεῖ διά τινάς ἡμέρας τόν σύζυγόν της, ἐπωφεληθεῖσα τῆς εἰρηνικῆς περιόδου. Ὅταν ὁ διοικητής τοῦ 9ου τάγματος ἔφθασεν ἔφιππος μέχρις ἡμῶν, ἡ σύζυγός του ἐζήτησε νά σταματήσει πρός στιγμήν, ὅπως τόν ἀποχαιρετήσει, καί ὁ Ἐθνικός ἐκεῖνος ἥρως, σταματήσας πρός στιγμήν, τῆς εἶπεν ἐκτός ἑαυτοῦ ἐξ ὀργῆς καί δεικνύων διά τῆς χειρός του τήν πυρκαϊάν τῆς καιομένης Μπέροβας: “Δέν ἔχομε καιρό γιά ἀσπασμούς, ἔχομε νά ἐκδικηθοῦμε τ᾿ ἀδέλφια μας, πού τά σφάζει ὁ Βούλγαρος. Καλήν ἀντάμωσιν”. Καί στρεφόμενος πρός ἐμέ, ὁ ἥρως προσέθεσε: “Σέ παρακαλῶ, Θόδωρε, φρόντισε, ἅμα καθαρισθεῖ ἡ Θεσσαλονίκη, νά διευκολύνεις τήν ἀναχώρησή της δι᾿ Ἀθήνας”. Ἐπέπρωτο ἡ ἀτυχής σύζυγός του νά μήν τόν ξαναϊδεῖ».

 Ὁ «μαῦρος καβαλλάρης», ὁ ἥρωας τῶν ἡρώων, ὅπως χαρακτηρίστηκε ὁ Ἰωάννης Βελισσαρίου, ἔπεσε μαχόμενος στίς 13 Ἰουλίου 1913, στή μάχη τοῦ Ὀγνιάρ Μαχαλᾶ, στό ὄρος Ὄρβηλο.

Ἀπολύτρωσις 62 (2007) 221

panagiaΟἱ ἀρνούμενοι τήν ἀειπαρθενία τῆς μητέρας τοῦ Κυρίου ἰσχυρίσθηκαν ὅτι, ἐφόσον στήν ἁγία Γραφή ἀναφέρονται «ἀδελφοί» τοῦ Κυρίου, ἡ Μαρία εἶχε καί ἄλλα παιδιά, τά ὁποῖα ἀπέκτησε μέ τόν Ἰωσήφ. Αἱρετικοί πού ἰσχυρίσθηκαν αὐτό ἦσαν: α) Οἱ γνωστικοί, ἀρχαιότατοι αἱρετικοί, πού ἀναμίγνυαν τίς εἰδωλολατρικές θρησκεῖες μέ τόν Χριστιανισμό. β) Οἱ ἀντιδικομαριανῖτες, οἱ ὁποῖοι ὀνομάζονταν ἔτσι, διότι παρουσιάζονταν ὡς ἀντίδικοι τῆς πίστεως στήν ἀειπαρθενία τῆς Μαρίας. γ) Ὁ ἀρειανός ἰταλός τοῦ ε΄ αἰῶνος Ἑλβίδιος, ὁ ὁποῖος ἦταν σφοδρός πολέμιος τοῦ παρθενικοῦ βίου γενικῶς. δ) Οἱ σύγχρονοι ὀρθολογιστές, προερχόμενοι κυρίως ἀπό τόν προτεσταντισμό.

  Ἀλλά ἄς δοῦμε πρῶτα κι ἐμεῖς ὅλες τίς μαρτυρίες τῆς Γραφῆς περί «ἀδελφῶν» τοῦ Κυρίου.

  1) Ὁ εὐαγγελιστής Ἰωάννης λέγει ὅτι ὀἸησοῦς μετά τό σημεῖο τῆς Κανά «κατέβη εἰς Καπερναούμ αὐτός καί ἡ μήτηρ αὐτοῦ καί οἱ ἀδελφοί αὐτοῦ καί οἱ μαθηταί αὐτοῦ» (Ἰω 2,12).

  2) Οἱ τρεῖς συνοπτικοί εὐαγγελιστές ἀναφέρουν ὅτι κάποτε «αὐτοῦ λαλοῦντος τοῖς ὄχλοις ἰδού ἡ μήτηρ καί οἱἀδελφοί αὐτοῦ εἱστήκεισαν ἔξω, ζητοῦντες λαλῆσαι αὐτῷ· εἶπε δέ τις αὐτῷ·Ἰδού ἡ μήτηρ σου καί οἱἀδελφοί σου ἑστήκασιν ἔξω ζητοῦντές σε ἰδεῖν» (Μθ 12,46-47· Μρ 3,31-32· Λκ 8,19-20).

  3) Καί οἱ τέσσερις εὐαγγελιστές ἀναφέρουν ὅτι οἱ Ναζαρηνοί, ἀποροῦντες γιά τήν σοφία καί τήν θαυματουργική δύναμη τοῦ συμπατριώτου τους Ἰησοῦ, ρωτοῦσαν ὁ ἕνας τόν ἄλλο· «Οὐχ οὗτός ἐστιν ὁ τοῦ τέκτονος υἱός; Οὐχί ἡ μήτηρ αὐτοῦ λέγεται Μαριάμ καί οἱ ἀδελφοί αὐτοῦ Ἰάκωβος καί Ἰωσῆς καί Σίμων καί Ἰούδας; Καί αἱ ἀδελφαί αὐτοῦ οὐχί πᾶσαι πρός ἡμᾶς εἰσι; Πόθεν οὖν τούτῳ ταῦτα πάντα;» (Μθ 13,55-56· Μρ 6,3· Λκ 4,22· Ἰω 6,42).

  4) Τέλος ὁ εὐαγγελιστής Ἰωάννης ἀναφέρει ἕναν διάλογο μεταξύ τοῦ Κυρίου καί τῶν ἀδελφῶν του. «Ἦν δέ ἐγγύς», λέγει, «ἡ ἑορτή τῶν Ἰουδαίων ἡ σκηνοπηγία. Εἶπον οὖν πρός αὐτόν οἱ ἀδελφοί αὐτοῦ· Μετάβηθι ἐντεῦθεν καί ὕπαγε εἰς τήν Ἰουδαίαν, ἵνα καί οἱ μαθηταί σου θεωρήσωσι τά ἔργα σου ἅ ποιεῖς· οὐδείς γάρ ἐν κρυπτῷ τι ποιεῖ καί ζητεῖ αὐτός ἐν παρρησίᾳ εἶναι. Εἰ ταῦτα ποιεῖς, φανέρωσον σεαυτόν τῷ κόσμῳ. Οὐδέ γάρ οἰ ἀδελφοί αὐτοῦἐπίστευον εἰς αὐτόν» (Ἰω 7,2-5).

  Ἐκ πρώτης ὄψεως, καί χωρίς ἔρευνα τῶν χωρίων, μποροῦμε νά συμπεράνουμε ὁρισμένα στοιχεῖα, τά ὁποῖα θά μᾶς βοηθήσουν στήν περαιτέρω ἔρευνα: α) Οἱ ἀδελφοί τοῦ Κυρίου εἶναι τέσσερις ἀδελφοί ἀναφερόμενοι ὀνομαστικῶς καί τρεῖς τουλάχιστον ἀδελφές, διότι ὀνομάζονται μέ τήν ἀντωνυμία «πᾶσαι». Ἄν ἦσαν δύο θά λέγονταν «ἀμφότεραι». β) Οἱ ἀδελφές τουλάχιστον ἦσαν ἔγγαμες. γ) Οἱ ἀδελφοί δέν πίστευαν στόν Κύριο, δέν τόν ἐκτιμοῦσαν καί τοῦ μιλοῦσαν μέ περιφρόνηση καί εἰρωνεία. δ) Ὡς ἐκ τούτου, καί ὅπως δείχνει ἡ φράση τους «οἱ μαθηταί σου», κανείς ἀπό αὐτούς δέν ἦταν μαθητής τοῦ Κυρίου ἀπό τούς δώδεκα.

  Αὐτά λέγονται ρητῶς στήν Γραφή καί πουθενά δέν ἀναφέρεται ἄν οἱἀδελφοί τοῦ Κυρίου ἦσαν ἤ δέν ἦσαν τέκνα τῆς Παρθένου. Ἄς δοῦμε τώρα πῶς συνάγεται ἐμμέσως μέν, ἀλλά σαφῶς καί ἀβίαστα, ὅτι δέν ἦσαν τέκνα τῆς μητρός τοῦ Κυρίου.

 Πρίν ἀπό τήν γέννηση τοῦἸησοῦὁ μέν Ἰωσήφ ὀνομάζεται συμβατικῶς μόνον «ἀνήρ τῆς Μαρίας» (Μθ 1,16), ἡ δέ Μαρία «γυνή αὐτοῦ» (Μθ 1,20.24). Δέν ὑπάρχει κίνδυνος παρεξηγήσεως τῶν φράσεων αὐτῶν, διότι ἡ Γραφή λέγει κατηγορηματικῶς ὅτι κατά τήν γέννηση τοῦἸησοῦἡ Μαρία ἦταν παρθένος. Μετά τήν γέννηση ὅμως αὐτοῦ, οὐδέποτε ἡ Γραφή ὀνομάζει τόν Ἰωσήφ «ἄνδρα Μαρίας» οὔτε τήν Μαρία «γυναῖκα αὐτοῦ», ἀλλά, καί ὅταν ἀκόμη ὁἄγγελος μιλᾶ πρός τόν ἴδιο τόν Ἰωσήφ, λέγει·«Ἐγερθείς παράλαβε τό παιδίον καί τήν μητέρα αὐτοῦ», ὄχι τήν «γυναῖκά σου». Ἦταν δέ τότε ὁ Κύριος «παιδίον» δύο ἐτῶν, πού σημαίνει ὅτι ἐάν ὁἸωσήφ σκόπευε νά καταστήσει τήν παρθένο Μαρία σύζυγό του, μέχρι τότε θά τό εἶχε κάνει. Καί ἡ φράση αὐτή ἐπαναλαμβάνεται τέσσερις φορές (Μθ 2,13.14.20.21). Μετά ἀπό δώδεκα χρόνια πάλι ὁἸωσήφ δέν ὀνομάζεται ἄνδρας τῆς Μαρίας, ἀλλά λέγει καί γιά τούς δύο ὁ Λουκᾶς· «Καί ἦν Ἰωσήφ καί ἡ μήτηρ αὐτοῦ (τοῦἸησοῦ)...» (Λκ 2,33.43). Ἀφοῦ, λοιπόν, ἐπί δώδεκα ἔτη δέν κατέστησε ὁ Ἰωσήφ τήν παρθένο σύζυγό του, οὔτε μετά ἀπό αὐτά τήν κατέστησε.

  Στήν τελευταία ἀπό τίς τέσσερις μαρτυρίες πού ἐκθέσαμε στήν ἀρχή οἱ ἀδελφοί τοῦ Ἰησοῦ φέρονται πρός αὐτόν ὡς μεγαλύτεροι καί μέ πνεῦμα κηδεμόνος. Πῶς ὅμως δικαιολογεῖται τοῦτο, ἐφόσον, ἐάν ἦσαν ὁμομήτριοι ἀδελφοί του, ἔπρεπε ὁ μεγαλύτερος ἀπό αὐτούς νά ἦταν δώδεκα χρόνια μικρότερος τοῦ Ἰησοῦ καί οἱ ἄλλοι ἀκόμα μικρότεροι; Ποτέ δέν ἀναφέρεται ρητῶς ἤἐμμέσως γάμος τῆς Μαρίας μέ τόν Ἰωσήφ καί ποτέ οἱ ἀδελφοί τοῦ Κυρίου δέν ὀνομάζονται παιδιά τῆς Μαρίας. Ὁ Κύριος πάνω στόν σταυρό «ἰδών τήν μητέρα καί τόν μαθητήν παρεστῶτα ὅν ἠγάπα (τόν Ἰωάννη) λέγει τῇ μητρί αὐτοῦ· Γύναι, ἴδε ὁ υἱός σου. Εἶτα λέγει τῷ μαθητῇ·Ἰδού ἡ μήτηρ σου. Καί ἀπ' ἐκείνης τῆς ὥρας ἔλαβεν ὁ μαθητής αὐτήν εἰς τά ἴδια», δηλαδή στό σπίτι του (Ἰω 19,26-27). Ἄν οἱ ἀδελφοί τοῦ Κυρίου ἦσαν τέκνα τῆς Μαρίας, δέν θά ἀνέθετε στόν Ἰωάννη νά γηροκομήσει τήν μητέρα του, οὔτε αὐτή θά τό δεχόταν, καθόσον θά εἶχε ἑπτά ἤ περισσότερα ἄλλα παιδιά.

Στεργίου Ν. Σάκκου, Ἡ ἔρευνα τῆς Γραφῆς, 190-192