Super User

Super User

Πέμπτη, 11 Απρίλιος 2024 03:00

Ἀναβαίνετε!

 

anabainete   Ἀπό τά βάθη τῆς ἐρήμου, ὅπου πέρασε τή ζωή του, κι ἀπό τήν ἀπόσταση τῶν δεκαπέντε αἰώνων, πού μᾶς χωρίζουν ἀπό τήν ἐποχή τοῦ ἀσκητικοῦ γέροντα, μοιάζει ξέμακρη ἡ φωνή του. Μά εἶναι τόσο σοφή καί πρακτική ἡ διδασκαλία του, τόσο ἀναγκαία καί ἐπίκαιρη, πού ἀξίζει νά μᾶς ἀπευθύνει αὐτός τό μήνυμα τῆς περιόδου αὐτῆς, ὁ ἅγιος Ἰωάννης συγγραφέας τῆς Κλίμακος (525-600 μ.Χ.), τόν ὁποῖο τιμᾶ ἡ Ἐκκλησία μας τήν τέταρτη Κυριακή τῶν νηστειῶν. 
   Ἐπί σαράντα χρόνια στή μόνωση τῆς ἐρήμου, ὅπου ἀπό τά δεκαέξι του εἶχε καταφύγει, καί κατόπιν, ἐπί μία εἰκοσαετία περίπου, ὡς ἡγούμενος τῆς μονῆς Σινᾶ, μελέτησε σέ βάθος τήν ἀνθρώπινη ψυχή καί γνώρισε τά μυστικά τοῦ πνευματικοῦ ἀγώνα. Αὐτῆς τῆς ἐμπειρίας του τό ἀπόσταγμα περιλαμβάνει στό σοφό βιβλίο του «Κλῖμαξ». Σ᾿ αὐτό, μέσα σέ τριάντα λόγους (ὅσα ἦταν τά χρόνια τοῦ Κυρίου, ὅταν ἄρχισε τή δημόσια δράση του), ταξινομεῖ πρακτικά διδάγματα γιά τή μοναχική ζωή ἀλλά καί γενικότερα γιά τήν πνευματική ζωή τῶν πιστῶν. Ἄν καί ἀσκητής ὁ ἴδιος καί πρός ἀσκητές ἀπευθυνόμενος, δέν περιορίζεται σέ ἐντολές πού ἀφοροῦν στή σωματική ἄσκηση. «Δέν ἔχω νηστέψει, δέν ἔχω ἀγρυπνήσει, δέν κοιμήθηκα στό χῶμα, ἀλλά ταπεινώθηκα καί μέ ἔσωσε ὁ Κύριος», γράφει χαρακτηριστικά στόν 25ο λόγο.
   Τό γνώρισμα τῆς πνευματικῆς ζωῆς, πού κυρίως τονίζει ὁ θεοφώτιστος διδάσκαλος, εἶναι ὁ συνεχής ἀγώνας γιά τήν πνευματική ἀναβάθμιση τοῦ πιστοῦ. Παρουσιάζει τήν πνευματική ζωή ὡς μία κλίμακα. Τό χρέος τοῦ καθενός εἶναι νά ἀγωνίζεται, ὅσο περισσότερο μπορεῖ, ν᾿ ἀνεβαίνει στήν κλίμακα. «Κλίμακα ἀναβάσεως πεπελέκηκα (=ἔχω καταρτίσει)», γράφει στόν 27ο λόγο, «ἕκαστος, λοιπόν, βλεπέτω ἐν ποίᾳ βαθμίδι ἕστηκεν». Τήν ἀναγκαιότητα τῆς ἀναβάθμισης τονίζει ἐπιγραμματικά καί στήν κατακλείδα τοῦ βιβλίου παροτρύνοντας τούς ἀναγνῶστες: «Ἀναβαίνετε, ἀναβαίνετε, ἀδελφοί, ἀναβάσεις προθύμως ἐν καρδίᾳ διαθέμενοι (=ἐπιθυμώντας ὁλόψυχα τίς ἀναβάσεις)».
   Πόσο σοφός ὁ λόγος τοῦ ἁγίου καθηγητῆ τῆς ἐρήμου καί πόσο ἀναγκαῖος καί γιά ὅλους ἐμᾶς, πού μέσα στήν ἐρημία τῶν πόλεων, στίς τόσες μέριμνες τῆς καθημερινότητας, δέν παύουμε ν᾿ ἀτενίζουμε μέ λαχτάρα τόν οὐρανό καί νά ζητοῦμε τό ἔλεος τοῦ Θεοῦ γιά τήν κατάκτησή του! Αὐτή τή λαχτάρα ἐπιθυμώντας νά τονώσει ἡ ἁγία μας Ἐκκλησία, μᾶς προετοιμάζει σ᾿ ὅλη τήν περίοδο τῆς Μ. Τεσσαρακοστῆς, καθώς βῆμα-βῆμα μᾶς χειραγωγεῖ στό θρόνο τῆς χάριτος τοῦ Κυρίου, στόν ζωοποιό σταυρό του, γιά νά ἀξιωθοῦμε καί τῆς λαμπροφόρου Ἀναστάσεώς του.
    Ἡ ὅλη πορεία τῆς Μ. Τεσσαρακοστῆς εἶναι μία ἀνάβαση. Τή βιώνει ὁ πιστός σέ προσωπικό ἐπίπεδο μέ τή μετάνοια καί τήν ἐξομολόγησή του. Ἄν σέ πρώτη φάση ἡ μετάνοια εἶναι ἀλλαγή φρονήματος καί πορείας, στή συνέχεια προσδιορίζεται ὡς ἀλλαγή ἐπιπέδου. Κερδίζουμε ὕψος κάθε φορά πού μέ συναίσθηση καί συντριβή ἐπιστρέφουμε στόν Κύριο κι ἐξαγορευόμαστε τά κρίματά μας στό μυστήριο τῆς ἱερᾶς ἐξομολογήσεως. «Ἰδού, ἀναβαίνομεν εἰς Ἰεροσόλυμα», θά ψάλουμε στήν ἀρχή τῆς Μ. Ἑβδομάδας. Θά εμαστε, ἄραγε, ὅλοι ἕτοιμοι γιά τήν ἀνάβαση αὐτή; Θά ἔχει προηγηθεῖ ἡ εἰλικρινής ἐξομολόγησή μας; Ὁ Θεός νά δώσει!
Στέργιος Ν. Σάκκος
Παρασκευή, 01 Απρίλιος 2022 03:00

Βαθμίδες ἀπό τήν «Κλίμακα»

klimaxἉγίου Ἰωάννου Σιναΐτου

Χριστιανός εἶναι ἡ ἀπομίμηση τοῦ Χριστοῦ, ὅσο εἶναι δυνατόν στόν ἄνθρωπο, καί στά λόγια καί στά ἔργα καί στή σκέψη. Πιστεύει δέ ὀρθά καί ἀλάνθαστα στήν Ἁγία Τριάδα.

(Περί ἀποταγῆς)

  Ἄς προσέχουμε καλά τόν ἑαυτό μας, μήπως πλανηθοῦμε καί, ἐνῶ πιστεύουμε ὅτι βαδίζουμε τή στενή καί τεθλιμμένη ὁδό, ἐντούτοις βρισκόμαστε στήν πλατειά καί εὐρύχωρη.

 (Περί ἀπροσπαθείας)

 Ὅποιος ἀποκρούει τόν ἔλεγχο, εἴτε δίκαιο εἴτε ἄδικο, αὐτός ἀρνήθηκε τή σωτηρία του. Ἐνῶ ἐκεῖνος πού τόν δέχεται, εἴτε μέ δυσκολία εἴτε χωρίς δυσκολία, αὐτός γρήγορα θά πετύχει τήν ἄφεση τῶν πταισμάτων του.

(Περί ὑπακοῆς)

 Τίποτε δέν ὑπάρχει τόσο ἤ ἀνώτερο ἀπό τούς οἰκτιρμούς τοῦ Θεοῦ. Γι’ αὐτό ὅποιος ἀπελπίζεται σφάζει ὁ ἴδιος τόν ἑαυτό του.

(Περί μετανοίας)
 

 Ὅπως ὁ ἄρτος εἶναι ἀναγκαιότερος ἀπό κάθε ἄλλη τροφή, ἔτσι καί ἡ σκέψη τοῦ θανάτου ἀπό κάθε ἄλλη πνευματική ἐργασία.

(Περί μνήμης θανάτου)

  Ἐκεῖνος πού ἔγινε δοῦλος τοῦ Κυρίου θά φοβηθεῖ μόνο τόν δικό Του Δεσπότη. Καί ἐκεῖνος πού δέν φοβᾶται τόν Θεό φοβᾶται πολλές φορές τή σκιά του.

(Περί δειλίας)

 Ὅταν ἀκούσεις ὅτι ὁ πλησίον σου ἤ ὁ φίλος σου σέ περιγέλασε, εἴτε πίσω ἀπ’ τήν πλάτη σου εἴτε κατά πρόσωπο, ἐσύ νά τοῦ δείξεις ἀγάπη καί νά τόν ἐπαινέσεις.

  (Περί κενοδοξίας)
Τρίτη, 01 Ιούλιος 2014 03:00

Ἡ θυσία τοῦ Ἰσαάκ (Γέ 22,1-12)

 θυσία Ισαάκ  Μία εἰκόνα τῶν παθῶν τοῦ Κυρίου μας προτυπώνει καί ἡ θυσία τοῦ Ἰσαάκ. Ἀνάμεσα σέ ὅλα τά γεγονότα πού ἐκτυλίσσονται καί στά ἀντικείμενα πού ἐμφανίζονται, δεσπόζει ὁ σταυρός. Ἄς δοῦμε ὅμως πρῶτα τό γεγονός, ὅπως μᾶς τό παρουσιάζει ἡ Γένεσις.
  Ὁ Ἀβραάμ, ὁ ἐκλεκτός δοῦλος καί φίλος τοῦ Θεοῦ, ἔπλεε μέσα στόν πλοῦτο, τή χαρά καί τήν εὐτυχία. Διήνυε τήν πιό εὐτυχισμένη περίοδο τῆς ζωῆς του. Αὐτήν ἀκριβῶς τήν ἐποχή διάλεξε ὁ Θεός, γιά νά τόν ὑποβάλει στήν πιό σκληρή δοκιμασία. Τόν καλεῖ καί τοῦ λέγει: «Πάρε τόν υἱό σου τόν ἀγαπητό, αὐτόν πού ἀγαπᾶς, τόν Ἰσαάκ, πήγαινε στό βουνό, θυσίασέ τον καί κάνε τον ὁλοκαύτωμα σ’ ὅποιο ὕψωμα σοῦ πῶ» (βλ. Γέ 22,2).
   Προφανῶς νύχτα ἔλαβε ὁ Ἀβραάμ τό μήνυμα. Τό πρωί σηκώνεται, σαμαρώνει τή γαϊδούρα του, παίρνει μαζί του δυό δούλους καί τόν Ἰσαάκ, παίρνει καί ξύλα σχισμένα ἕτοιμα, γιά νά κατακάψει τό θύμα του, καί μετά ἀπό πορεία τριῶν ἡμερῶν φτάνει στόν τόπο πού τοῦ ὑπέδειξε ὁ Θεός. Ὅταν εἶδε ἀπό μακριά τό ὕψωμα ὅπου θά γινόταν ἡ θυσία, ἔδωσε ἐντολή στούς δούλους του νά μείνουν ἐκεῖ μέ τό ζῶο. Αὐτός μέ τό παιδί, εἶπε, θά πᾶνε μέχρι τό μέρος ἐκεῖνο, θά προσκυνήσουν καί θά γυρίσουν. Φορτώνει τά ξύλα στόν Ἰσαάκ, πράγμα πού δείχνει ὅτι τό παιδί θά ἦταν παλληκάρι γύρω στά δεκαπέντε του χρόνια, παίρνει ὁ διος τή φωτιά καί τό μαχαίρι καί ξεκινοῦν γιά τό ὕψωμα. Στό δρόμο ὁ Ἰσαάκ τόν ρωτάει:
  - Πατέρα, βλέπω μόνο τή φωτιά καί τά ξύλα· ποῦ εἶναι τό πρόβατο, πού θά γίνει ὁλοκαύτωμα;
  - Ὁ Θεός, παιδί μου, θά βρεῖ πρόβατο γιά ὁλοκαύτωμα, ἀπαντάει ὁ Ἀβραάμ.
   Ἔφτασαν στόν τόπο τῆς θυσίας, πού ὅρισε ὁ Θεός. Ἐκεῖ ὁ Ἀβραάμ ἔστησε τό θυσιαστήριο κι ἔβαλε πάνω τά ξύλα. Ἔπειτα πιάνει τόν Ἰσαάκ, τοῦ δένει τά πόδια, τόν βάζει πάνω στά ξύλα καί ἁπλώνει τό χέρι νά πιάσει τό μαχαίρι, γιά νά σφάξει τόν υἱό του. Ἐκείνη τήν ὥρα τοῦ φωνάζει ἕνας ἄγγελος Κυρίου ἀπό τόν οὐρανό:
  - Ἀβραάμ!
  - Ἐδῶ εἶμαι, ἀπαντάει αὐτός καί σταματᾶ.
  - Μή βάζεις τό χέρι σου φονικό στό παιδί καί μήν τοῦ κάνεις τίποτε· τώρα βλέπω ὅτι σέβεσαι τόν Θεό καί δέν λυπήθηκες νά σφάξεις γιά χάρη μου τόν γιό σου τόν ἀγαπημένο.
  Εὔκολα ἐντοπίζεται ἡ ἀντιστοιχία ἀνάμεσα στά περιστατικά τῆς θυσίας τοῦ Ἰσαάκ καί τῆς θυσίας τοῦ Ἰησοῦ.
  • «Ὁ Θεός ἐπείρασε τόν Ἀβραάμ... καί εἶπε· Λαβέ τόν υἱόν σου τόν ἀγαπητόν, ὅν ἠγάπησας, τόν Ἰσαάκ, καί πορεύθητι εἰς τήν γῆν τήν ὑψηλήν καί ἀνένεγκον αὐτόν ἐκεῖ εἰς ὁλοκάρπωσιν ἐφ’ ἕν τῶν ὀρέων, ὧν ἄν σοι επω» (Γέ 22,1-2). «Υἱός ἀγαπητός» ὁ Ἰσαάκ, «Υἱός ἀγαπητός» καί ὁ Ἰησοῦς. Τό διο στόμα ὀνόμασε καί τούς δύο υἱούς ἀγαπητούς τοῦ πατέρα τους. Ὁ Θεός Ἀ-βραάμ καί Θεός Ἰσαάκ μετά ἀπό δύο χιλιάδες περίπου χρόνια εἶπε γιά τόν Ἰησοῦ· «Οὗτός ἐστιν ὁ Υἱός μου ὁ ἀγαπητός, ἐν ᾧ εὐδόκησα» (Μθ 3,17· 17,5· πρβλ. Μρ 1,11· 9,7· Λκ 3, 22· 9,35).
  • Ὁ Ἀβραάμ, ὡς ἐκπρόσωπος τῆς ἀνθρωπότητος, προσέφερε τόν γιό του τόν ἀγαπητό στόν Θεό. Ὁ Θεός προσέφερε τόν γιό του τόν ἀγαπητό στήν ἀνθρωπότητα. Θυσία τοῦ ἀγαπητοῦ, λοιπόν, καί ἐκείνη καί αὐτή.
  • «Εἰς γῆν ὑψηλήν» ὁρίστηκε νά γίνει ἡ θυσία τοῦ Ἰσαάκ. Πρόκειται γιά τό λόφο Μορία, πού βρισκόταν κοντά στό Γολγοθᾶ, ὅπου ὁδηγήθηκε γιά νά θυσιαστεῖ ὁ Ἰησοῦς. Σέ καμία ἄλλη περίπτωση προηγουμένως ὁ Θεός δέν εἶχε ὁρίσει συγκεκριμένο τόπο θυσίας. Τό κάνει πρώτη φορά στήν περίπτωση τοῦ Ἰσαάκ, δείχνοντας ἔτσι τήν ἰδιαίτερη πρόνοιά του γιά τήν τέλεση τῆς θυσίας αὐτῆς. Θέλει νά φανερώσει, κατά κάποιο τρόπο, ὅτι αὐτή ἡ θυσία προεικονίζει ἕνα κατεξοχήν σοβαρό γεγονός, τό γεγονός τῆς ἀπολυτρωτικῆς θυσίας τοῦ Χριστοῦ.
  •  Μέ ὄνο πῆγε ὁ Ἰσαάκ μέχρι τό ὄρος· καθισμένος ἐπάνω σέ ὄνο μπῆκε ὁ Ἰησοῦς στήν πόλη τοῦ μαρτυρίου του.
  • Μέ δύο δούλους πορευόταν ὁ Ἰσαάκ πρός τή θυσία· μέ δύο ληστές ἀνέβηκε ὁ Ἰησοῦς στό Γολγοθᾶ.
  •  Ὁ Ἀβραάμ «ἔσχισε ξύλα» (Γέ 22,3) γιά τή θυσία· καί οἱ ἀπόγονοί του ἔσχισαν ξύλα, γιά νά κατασκευάσουν τό ὄργανο τῆς θυσίας, τό σταυρό.
  •  Ὁ Ἀβραάμ ἑτοίμασε τή θυσία τοῦ Ἰσαάκ ἀπό ὑπακοή· οἱ σταυρωτές τοῦ Χριστοῦ ἀπό ἀπείθεια. Ἐκεῖνος ἐκτελώντας τό θέλημα τοῦ Θεοῦ, αὐτοί ἐναντιούμενοι στόν Θεό.
  • «Ἔλαβε δέ Ἀβραάμ τά ξύλα τῆς ὁλοκαρπώσεως καί ἐπέθηκεν Ἰσαάκ τῷ υἱῷ αὐτοῦ» (Γέ 22,6). Παράδοξη ἡ ἐνέργεια τοῦ πατέρα! Δέν ἀγαποῦσε τρυφερά τόν Ἰσαάκ ἡ πατρική καρδιά τοῦ Ἀβραάμ; Δέν πονοῦσε τόν μικρό μονογενῆ του ὁ φιλόστοργος πατέρας; Ἔκανε μία θυσία. Δέχτηκε νά προσφέρει ὁλοκαύτωμα τό μονάκριβο σπλάχνο του. Ἔστω. Γιατί ὅμως φορτώνει ἐπάνω στούς ἀσθενικούς παιδικούς ὤμους τοῦ Ἰσαάκ τά ξύλα τῆς θυσίας; Γιατί δέν σέβεται τίς τελευταῖες στιγμές τοῦ ἄκακου παιδιοῦ; Ἡ ἐνέργεια τοῦ Ἀβραάμ φαίνεται ἀνθρώπινα ἀνεξήγητη, διότι εἶναι θεοκίνητη. Δέν πράττει ὅ,τι θέλει, ἀλλά ἀντιγράφει τό μέλλον. Καμία λογική δέν ἔχει τόπο σέ μυστήρια τέτοιου εἴδους. Ὁ Ἰσαάκ, ὁ ὁποῖος σηκώνει ἐπάνω στούς ὤμους του τά ξύλα, καθώς ἀνεβαίνει ἐπάνω στό ὄρος, προδιαγράφει σαφῶς τόν Χριστό, πού πορεύεται πρός τό Γολγοθᾶ καί σηκώνει τό σταυρό τοῦ μαρτυρίου του.
  • Καθώς ὁ Ἀβραάμ ἀνεβαίνει ἐπάνω στό ὄρος μέ τό γιό του, κρατάει στά χέρια του φωτιά καί μαχαίρι. Ἡ φωτιά συμβολίζει τήν ἀγάπη τοῦ Ἐσταυρωμένου, πού θυσιάστηκε «ὑπέρ τοῦ κόσμου».
  • Τό μαχαίρι εἶναι προτύπωση τῆς λόγχης τοῦ στρατιώτη, ὁ ὁποῖος «ἔνυξε» τήν πλευρά τοῦ Ἰησοῦ (Ἰω 19,34).
  • Κατά τήν ἀνάβαση ἐκτυλίσσεται ἕνας συγκινητικότατος διάλογος μεταξύ τοῦ στοργικοῦ πατέρα καί τοῦ ἀθώου παιδιοῦ: «Εἶπε δέ Ἰσαάκ πρός Ἀβραάμ τόν πατέρα αὐτοῦ· πάτερ. Ὁ δέ εἶπε· τί ἐστι τέκνον; Εἶπε δέ· ἰδού τό πῦρ καί τά ξύλα· ποῦ ἐστι τό πρόβατον τό εἰς ὁλοκάρπωσιν; Εἶπε δέ Ἀβραάμ· ὁ Θεός ὄψεται ἑαυτῷ πρόβατον εἰς ὁλοκάρπωσιν, τέκνον» (Γέ 22,7-8).
  «Ὁλοκάρπωσις» ἤ ὁλοκαύτωμα εἶναι ἡ θυσία κατά τήν ὁποία τό θυσιαζόμενο καίγεται ὁλόκληρο καί γίνεται στάχτη. Σέ ἄλλες θυσίες τά προσφερόμενα ἁπλῶς ψήνονταν καί τρώγονταν. Ὁ Ἰσαάκ θά κατακαιγόταν, μέχρι νά γίνει στάχτη. Ποιός εἶπε στόν Ἰσαάκ ὅτι τό θύμα ἔπρεπε νά εἶναι πρόβατο; Παιδί μιλάει ἤ στόμα προφήτη; Πρόβατο ἀσφαλῶς ἔπρεπε νά εἶναι τό θύμα, ἀρνί ὅπως ὁ Ἰσαάκ, ὅπως ὁ Κύριός μας. Καί πράγματι ἀρνί ἔδωσε ὁ Θεός γιά τή θυσία.
 Ἀλλά καί ὁ Ἀβραάμ ὡς προφήτης μιλάει· «Ὁ Θεός θά φανερώσει τό πρόβατό του». Βέβαια ἄλλη ἦταν ἡ σκέψη τοῦ Ἀβραάμ, ὅταν μιλοῦσε γιά τό πρόβατο, καί ἄλλη ἦταν ἡ σκέψη τοῦ Ἰσαάκ. Ἀλλά οἱ γλῶσσες καί τῶν δύο ἦταν θεοκίνητες. Καί ἐνῶ διαφορετικό ἦταν τό νόημα τῶν λόγων τους, ἐκφράστηκαν μέ τίς διες λέξεις. Προέλεγαν μυστικά τήν δια θυσία, τή θυσία τοῦ Θεανθρώπου, τή θυσία τοῦ Ἀμνοῦ τοῦ Θεοῦ, πού φορτώνεται τήν ἁμαρτία τοῦ κόσμου. Οἱ λόγοι καί τοῦ πατέρα καί τοῦ γιοῦ ὑποδήλωναν τό λυτρωτικό ἔργο τοῦ Θεοῦ.
  Σύντομα περιγράφει ἡ Γραφή τή στιγμή τῆς ἀτέλεστης θυσίας· «Καί ᾠκοδόμησεν ἐκεῖ Ἀβραάμ τό θυσιαστήριον καί ἐπέθηκε τά ξύλα, καί συμποδίσας Ἰσαάκ τόν υἱόν αὐτοῦ, ἐπέθηκεν αὐτόν ἐπί τό θυσιαστήριον ἐπάνω τῶν ξύλων. Καί ἐξέτεινεν Ἀβραάμ τήν χεῖρα αὐτοῦ λαβεῖν τήν μάχαιραν σφάξαι τόν υἱόν αὐτοῦ» (Γέ 22,9-10). Γιά νά θυσιάσουν ἕνα μοσχάρι ἤ πρόβατο, πρῶτα τοῦ ἔδεναν τά πόδια, ὥστε νά τό ρίξουν κάτω καί νά μήν κλωτσάει. Τό διο κάνει καί ὁ Ἀβραάμ.
  •  Ἀλλά, ὅσο κι ἄν τεντώσει κανείς τό αὐτί του, δέν θά ἀκούσει παράπονο ἀπό τό στόμα τοῦ Ἰσαάκ. Ὁ Ἀβραάμ δένει τά πόδια του, τόν ἀνεβάζει ἐπάνω στό βωμό ὡς σφάγιο, ἁπλώνει τό χέρι του νά πάρει τό μαχαίρι καί νά τό μπήξει στό λαιμό τοῦ παιδιοῦ του. Τό ἄκακο παιδί δέν αἰφνιδιάζεται, δέν ρωτᾶ κἄν γιατί ὁ πατέρας του προβαίνει σ’ αὐτή τή φοβερή πράξη. Ὁ Ἰσαάκ μένει ἄφωνος. Γιατί; Γιά νά εἶναι τύπος τοῦ Ἰησοῦ. Καί ὁ Ἰησοῦς, ὁ Κύριός μας, ἄφωνος ὑπέμεινε τό φρικτό μαρτύριό του, χωρίς νά γογγύσει, χωρίς νά ἀντιδράσει, χωρίς νά διαμαρτυρηθεῖ γιά τήν ἄδικη σφαγή: «Ὡς ἀμνός ἐναντίον τοῦ κείροντος αὐτόν ἄφωνος, οὕτως οὐκ ἀνοίγει τό στόμα», προφήτευσε ὁ Ἠσαΐας (53,7· πρβλ. Πρξ 8, 32). Ὁ εὐαγγελιστής Ματθαῖος σημείωσε ὅτι ὁ Ἰησοῦς «οὐκ ἀπεκρίθη... πρός οὐδέ ἕν ρῆμα, ὥστε θαυμάζειν τόν ἡγεμόνα λίαν» (Μθ 27,14). Ὁ Ἰσαάκ καί τυπικά καί ἠθικά προδιαγράφει τόν Χριστό.
  • Ὁ Ἰσαάκ ἐπάνω στό θυσιαστήριο καί ὁ Ἀβραάμ ἕτοιμος νά ὑψώσει τό μαχαίρι ἐπάνω ἀπό τόν μονογενῆ του. Ὁ μικρός Ἰσαάκ, μέ φρόνημα ὑπακοῆς πρός τόν πατέρα του, ἄφωνος ἀντιμετωπίζει τή σφαγή· ἀγόγγυστα ἔχει ἀποφασίσει τή θυσία ὁ Ἀβραάμ, μέ φρόνημα ὑπακοῆς πρός τόν οὐράνιο Πατέρα. Τί μεγαλεῖο πίστεως, ἀγάπης καί ὑπακοῆς! Ὁ ἄγγελος βέβαια ἐμπόδισε τόν Ἀβραάμ νά σφάξει τόν υἱό του. Στήν οὐσία ὅμως ἡ θυσία τελέσθηκε, ἀφοῦ ἡ ἀπόφαση εἶχε ληφθεῖ ἀμετάκλητα ἀπό τόν Ἀβραάμ, καί ὁ Ἰσαάκ εἶχε ὁδηγηθεῖ καί εἶχε τοποθετηθεῖ ἐπάνω στό θυσιαστήριο ἀδιαμαρτύρητα. Τά περαιτέρω δέν ἦταν παρά ζήτημα στιγμιαίας κίνησης. Ἡ ἀρετή τοῦ Ἀβραάμ δοκιμάσθηκε καί βρέθηκε γνήσια καί μεγάλη.
  Ἀλλά ἡ προτύπωση τῶν παθῶν τοῦ Κυρίου στό συγκεκριμένο περιστατικό δέν τελειώνει στό σημεῖο αὐτό. Ἡ τελευταία φάση της, ἡ πιό θεολογική καί μυστική, φαίνεται στή θυσία τοῦ κριοῦ καί στό φυτό σαβέκ, ὅπως θά δοῦμε στή συνέχεια.
Στεργίου Σάκκου, Ὁ Σταυρός στήν Π.Δ., β΄ ἔκδ., σελ. 49-56
Πέμπτη, 01 Απρίλιος 2021 03:00

Σταυρός, ἡ σωτηρία ὅλων

estauromenos  Τό αἷμα τρέχει ποτάμι στά θυσιαστήρια στή γῆ τῶν πατέρων. Βόες, μόσχοι, αἶγες, κριοί, πρόβατα, ἄρνες, ἔριφοι, τρυγόνια, περιστέρια. Βογγοῦν οἱ βωμοί. Καί σιμιγδάλι καί λάδι καί ἄρτοι καί λιβάνι καί λάγανα. Ἔτσι θά τά σφάζουν, ἔτσι θά τά χωρίσουν, ἔτσι θά τά προσφέρουν, ἔτσι θά τά ζυμώσουν, ἔτσι θά τά ψήσουν. Κι ἔτσι θά λυτρωθοῦν. Ὁλοκαυτώματα, καρπώματα, θυσίες. Τί ἄλλο νά κάνει ὁ Ἰσραηλίτης νά σβήσει τή φωτιά πού ἔχει μέσα του; Κι ὅμως τό αἷμα τῶν ταύρων καί τῶν τράγων κι ἡ στάχτη τῶν δαμάλεων τό πολύ-πολύ νά ᾿πλυνε λίγο τό σῶμα. Ἡ ψυχή καιγόταν σάν τά σφάγια στή φωτιά. Μόνο ἕνα παράξενο πρᾶγμα τή δρόσιζε: θαμπό, μυστικό, ἀκαθόριστο, ἀκατάληπτο, σκιῶδες. Ἕνας τύπος, ἕνα σύμβολο, ἕνα σχῆμα. Κάτι σάν τό κριάρι πού θά σφαζόταν ἀντί τοῦ Ἰσαάκ, μπλεγμένο στό φυτό σαβέκ. Κάτι σάν τήν κίνηση πού ἔκανε ὁ Μωϋσῆς μέ τό ραβδί, ὅταν χτύπησε κι ἄνοιξε τή θάλασσα. Κάτι σάν τό χάλκινο φίδι στήν ἔρημο. Κάτι σάν τό σχῆμα πού εἶχαν τά χέρια του ὑψωμένα ψηλά γιά νά νικήσουν οἱ Ἑβραῖοι τούς ἐχθρούς... Νά ὁ ἀμνός τοῦ Θεοῦ στό Σταυρό στό Γολγοθᾶ. Κι ὁ ἐκλεκτός λαός, προπάτορες, πατριάρχες, προφῆτες, δίκαιοι, προδότες, σταυρωτές, ἀρνητές, ὅλοι μποροῦν ἐπιτέλους νά ξεδιψάσουν.
  Καί στή γῆ τῶν εἰδώλων τό ἴδιο δρᾶμα. Θέλουν ζωή καί σφάζουν. Τά ζῶα δέν φτάνουν. Ἐδῶ ψάχνουν ἐκλεκτότερα θύματα. Ἀνθρωποθυσίες. Θέλουν ζωή καί ρίχνονται στή φθορά. Θέλουν ἀλήθεια καί ρίχνονται στούς μύθους. Θέλουν ζωή, ἀλλά πεθαίνουν ἕνας-ἕνας. Κατεβαίνουν στόν ἅδη καί φυλακίζονται ἐκεῖ αἰώνια. Κι ὅμως ἡ ψυχή κάτι περιμένει. Δέν μπορεῖ· μέσα στούς τόσους θεούς θά ὑπάρχει ὁ Ἕνας. Μέσα σ᾿ αὐτή τή φυλακή θά ὑπάρχει μιά πόρτα. Μέσα σέ τόσο θάνατο θά ὑπάρχει κάπου ζωή... Νά αὐτός ὁ νεκρός μέσα στόν ἅδη τρεῖς μέρες μιλάει γιά ζωή, κηρύττει τήν Ἀνάσταση. Κι ἐπιτέλους μποροῦν ὅλοι πού ἔζησαν αἰῶνες στό θάνατο, στό ψέμα, στήν ἄγνοια, στήν κατάρα, μποροῦν νά γλιτώσουν ἀπ᾿ αὐτή τήν κόλαση.
  «Καθώς ἀπέσταλκέ με ὁ πατήρ, κἀγώ πέμπω ὑμᾶς». Ἐμεῖς ζοῦμε μετά τό Χριστό, μετά τό Σταυρό. Ζοῦμε μέ τό Χριστό, ζοῦμε μέ τό Σταυρό. Μόνο μέ τό Χριστό, μόνο μέ τό Σταυρό. Ὅμως δέν πρέπει νά μείνει κανένας· καμμία γλῶσσα, καμμιά πατριά, κανένα γένος, κανένα ἔθνος, κανένας λαός, κανένας οἶκος, κανένας ἄνθρωπος, πού νά μήν ἀκούσει γιά τό Σταυρό, πού νά μή γονατίσει μπροστά του.
  Ὅταν αὐτός ὁ κόσμος θά τελειώσει, ὅταν τ᾿ ἄστρα θά πέσουν κι ὁ ἥλιος θά σβήσει, ἕνα σημεῖο θά φανεῖ στόν οὐρανό. Ὁ Σταυρός, ὁ Ἐσταυρωμένος. Θά τόν δεῖ κάθε ἀνθρώπινο μάτι κι αὐτοί πού τόν κέντησαν. Καί θά θρηνήσουν πάνω του ὅλες οἱ φυλές τῆς γῆς. Αὐτές πού δέν τόν ἀγάπησαν. Πού εἶδαν τό Σταυρό σάν σκάνδαλο ἤ ἀνοησία. Καί καταφρόνησαν μιά τηλικαύτη σωτηρία.

Ζ. Γ.
Ἀπολύτρωσις 52 (1997) 80-81
Πέμπτη, 04 Απρίλιος 2024 02:00

Ὁ σταυρός Του καί ὁ σταυρός μου

 stauros-disi Τό εὐαγγέλιο μιλᾶ γιά δύο σταυρούς· τό σταυρό τοῦ Χριστοῦ καί τό σταυρό τό δικό μας. Ὁ σταυρός τοῦ Χριστοῦ εἶναι ἐκεῖνος πού καταδέχθηκε ὁ Κύριος νά τόν σηκώσει στόν ὦμο του καί ὕστερα νά σταυρώσει πάνω σ' αὐτόν τή σάρκα του καί νά παραδώσει τό πνεῦμα του, νά δοκιμάσει μέ αὐτόν τό θάνατο. Εἶναι ἐκεῖνος πού μπήχτηκε στό Γολγοθᾶ καί ἔμπηξε καρφί μεγάλο μές στήν καρδιά τοῦ ἅδη, διέρρηξε τήν κοιλιά του καί τόν ἀνάγκασε νά ξεράσει τούς νεκρούς του. Ὁ σταυρός τοῦ Χριστοῦ εἶναι τό ξύλο μέ τό ὁποῖο συνέτριψε ὁ Θεάνθρωπος Ἰησοῦς τό κεφάλι τοῦ διαβόλου καί τό ὁποῖο χαρίζει στούς πιστούς τή λύτρωση. Ποιός εἶναι ὅμως ὁ δικός μας σταυρός;
  Ἀπό τότε πού ὁ Χριστός ἔπαθε καί ὑπέφερε ὅσο κανένας ἄλλος ἄδικα καί βαθιά, σταυρό οἱ ἄνθρωποι λέμε τά παθήματα καί τίς θλίψεις μας. Σταυρός εἶναι ἡ ἀρρώστια, ἡ φτώχεια, ἡ ἀδικία· σταυρός εἶναι ἡ ξενιτειά, ὁ καημός, ἡ ταλαιπωρία· σταυρός εἶναι ἡ ἐγκατάλειψη, ἡ δυστυχία, ὁ χαροκαμός. Κι εἶναι ἀλήθεια ὅτι ὅλα τοῦτα σταυρώνουν τόν ἄνθρωπο, τόν κάνουν μιμητή τοῦ πάθους τοῦ Χριστοῦ, ἰδίως ὅταν τά ὑφίσταται ἄδικα, καί πρό πάντων ὅταν τά ὑπομένει μέ τή συνείδηση ὅτι ὑπάρχει Θεός πού δέν θά τόν ἀφήσει νά χαθεῖ. Μ' αὐτές τίς προϋποθέσεις τά παθήματα ἀποκτοῦν πράγματι ἕνα θεϊκό νόημα καί μία χάρη, παίρνουν ἀξία ἀπό τήν ἀξία τοῦ σταυροῦ τοῦ Χριστοῦ καί δίνουν σ' αὐτόν πού πάσχει δόξα καί ἐλπίδα· δόξα, διότι μοιάζει μέ τόν Κύριο, καί ἐλπίδα, διότι μπορεῖ νά περιμένει τήν παρηγοριά καί τήν ἀναψυχή ἀπό τόν ἴδιο τόν Θεό. «Τοῦτο γάρ χάρις», κηρύττει ὁ ἀπόστολος Πέτρος, «εἰ διά συνείδησιν Θεοῦ ὑποφέρει τις λύπας, πάσχων ἀδίκως» (Α’ Πέ 2,19).
  Ἐν τούτοις, ὁ χριστιανός δέν ὑποφέρει μόνο ἀπό βάσανα καί πόνους· βασανίζεται καί ἀπό σκάνδαλα καί πειρασμούς, μαρτυρεῖ ἀπό τή φθορά τοῦ ἴδιου του τοῦ ἑαυτοῦ καί ἀπό τή διαφθορά τοῦ κόσμου. Ἀποφασίζοντας νά ζήσει σύμφωνα μέ τό θέλημα τοῦ Θεοῦ μπαίνει σέ ἕναν ἀγώνα πού τόν φέρνει ἀντιμέτωπο μέ τό δικό του θέλημα, μέ τίς ἐπιθυμίες καί τίς ὀρέξεις πού φωλιάζουν ὕπουλα μέσα στήν ψυχή του καί κινοῦν βίαια τό κορμί του. Ἀγωνίζεται καί παλεύει νά ὑποτάξει τό ἐγώ του γιά νά ὑπακούσει στόν Θεό κι αὐτή ἡ πάλη πονᾶ περισσότερο ἀπό ἀρρώστια, σφίγγει δυνατότερα κι ἀπό δυστυχία, πικραίνει βαθύτερα κι ἀπό καημό. Ἀνακούφιση δέν ὑπάρχει, μετριασμός δέν γίνεται κι ὁ κόσμος γύρω δέν βοηθᾶ, ἀλλά πολεμᾶ σκληρότερα. Μέ θέλγητρα καί μέ φόβητρα ζητᾶ νά ἀπομακρύνει τόν πιστό ἀπό τήν Ἐκκλησία, μέ πονηριά ἀλλά καί μέ κυνικότητα προσπαθεῖ νά τόν φέρει σέ διάσταση μέ τόν Θεό. Συνεχῶς καί ἀδιαλείπτως ὁ χριστιανός ζῆ ἕνα μαρτύριο, διαγράφει ἕναν σταυρό, καθώς ἀντιτίθεται στήν τυραννία τῶν παθῶν του καί ἀντιστέκεται στή δεσποτεία τοῦ κόσμου. «Οἱ δέ τοῦ Χριστοῦ τήν σάρκα ἐσταύρωσαν σύν τοῖς παθήμασι καί ταῖς ἐπιθυμίαις», λέει ὁ ἀπόστολος Παῦλος (Γα 5, 24).
  Ὑπάρχουν μερικοί ἄνθρωποι, ἐκλεκτοί καί μακάριοι, οἱ ὁποῖοι μέ τή ζωή τους ἔδειξαν καθαρά τί σημαίνει σταυρός τοῦ χριστιανοῦ καί φανέρωσαν πρακτικά ποιά γνωρίσματα συνιστοῦν αὐτόν τό σταυρό. Εἶναι οἱ ἅγιοι τῆς Ἐκκλησίας, δίκαιοι καί προφῆτες, ἀπόστολοι καί μάρτυρες, πατέρες, ἀσκηταί καί διδάσκαλοι, ὅλοι ὅσοι βάδισαν γιά τό ὄνομα τοῦ Χριστοῦ δρόμους σκληρούς καί ἔφθασαν στό τέρμα μέ ἱλαρό τό πρόσωπο καί εὐφροσύνη στήν καρδιά. Μέ μύριους τρόπους καί μέ μύρια χρώματα ἡ πορεία τοῦ καθενός ἀπό αύτούς ζωγραφίζει τό σχῆμα τοῦ σταυροῦ. Ἄλλοι ὑπέμειναν τόν ὀνειδισμό τοῦ κόσμου, τήν ἀπόρριψη καί τήν καταφρόνηση τῆς κοινωνίας. Ἄλλοι ὑπέστησαν τό διωγμό καί τό βασανισμό ἀπό ἄρχοντες καί δημίους. Ἄλλοι ἀνέλαβαν τόν κόπο καί τήν ταλαιπωρία τοῦ κηρύγματος, τό βάρος τῶν ψυχῶν. Ἄλλοι διάλεξαν τήν ἄσκηση τοῦ σώματος καί τοῦ πνεύματος, τήν ἀπάρνηση τῶν ἐγκοσμίων καί τίς στερήσεις τῆς ἐρήμου. Μέσα σ’ αὐτή τήν ποικιλία τῶν σταυρικῶν σχημάτων δύο εἶναι τά κοινά γνωρίσματα· ἕνα τό «ἑκούσιον πάθος», ἄλλο τό «χάριν Χριστοῦ». Μέ τή θέλησή τους καί γιά τήν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ ὁ καθένας σήκωσε τό σταυρό του καί μᾶς καλεῖ νά μιμηθοῦμε ὄχι τό σχῆμα του, ἀλλά τό φρόνημα καί τή νοοτροπία του.
  Νά, λοιπόν, ποιός εἶναι ὁ δικός μας ὁ σταυρός γιά τόν ὁποῖο μιλᾶ τό εὐαγγέλιο, ὁ σταυρός πού καθίσταται ὄντως μίμηση τοῦ σταυροῦ τοῦ Χριστοῦ, σημάδι γνησιότητος τοῦ χριστιανοῦ. Δέν εἶναι μόνο τά χτυπήματα τῆς ζωῆς οὔτε ἁπλῶς οἱ θλίψεις· εἶναι αὐτά καί ἄλλα πολλά, τά ὁποῖα ὑπογράφονται μέ τό αἷμα τῆς καρδιᾶς μας καί σφραγίζονται μέ τό αἷμα τοῦ Χριστοῦ. Ἡ ἀγάπη μας γι' αὐτόν καί ἡ ἀγάπη του γιά μᾶς δίνουν νόημα καί ἀξία στό κάθε πάθημά μας καί τό καθιστοῦν σταυρό ἅγιο. Ἔτσι σταυρός εἶναι μία πράξη ὑπέρτατης θυσίας, πού συγκλονίζει τούς αἰῶνες, ἀλλά καί μία πράξη καθημερινῆς ἀνοχῆς, πού περνᾶ ἀπαρατήρητη ἀπό τούς πολλούς. Σταυρός εἶναι νά ἀκρωτηριάζεσαι ἀπό τούς ἀπίστους καί σταυρός εἶναι νά ἐξευτελίζεσαι ἀπό τούς συναδέλφους -ἀρκεῖ να γίνεται γιά τό ὄνομα τοῦ Θεοῦ μέ δοξολογία. Σταυρός εἶναι ὅταν σέ ταλαιπωροῦν μέ ἄγρια βία, σταυρός εἶναι κι ὅταν ἐσύ ταλαιπωρεῖς μέ ἄσκηση ἥμερη τόν ἑαυτό σου -ἀρκεῖ νά γίνεται γιά χάρη τοῦ Θεοῦ μέ εὐχαριστία. Τό μυστικό εἶναι ὅτι ὁ δικός μας σταυρός, γιά νά εἶναι γνήσιος, χρειάζεται νά ἔχει κοινή ρίζα μέ τό σταυρό τοῦ Χριστοῦ, νά βλαστάνει ἀπό τόν τίμιο κορμό του, ἤ νά ἐμφυτεύεται μέσα σ' αὐτόν μέ τά ἱερά μυστήρια καί τή χάρη τοῦ Πνεύματος, ὥστε νά ἀνθοβολεῖ καί νά καρποφορεῖ τήν ἁγιωσύνη.
  Δύο σταυρούς ὑψώνει καί ἡ Ἐκκλησία τή Μεγάλη Τεσσαρακοστή· ἕναν μέ τόν Ἐσταυρωμένο καί ἕναν χωρίς αὐτόν. Ὁ σταυρός τοῦ Χριστοῦ μένει ἄδειος μετά τήν ἀποκαθήλωση, ἀλλά παραμένει ὑψωμένος, γιά νά μᾶς ὑπενθυμίζει ὅτι πρέπει ἐκεῖ ἐπάνω νά σταυρώσουμε πλέον τόν ἑαυτό μας. Ὁ Χριστός μᾶς ἀφήνει τό σταυρό του, γιά νά τόν κάνουμε δικό μας σταυρό. Μή μᾶς τρομάζει τό ὕψος του, μή μᾶς φοβίζει τό πλάτος του. Τή μεγάλη θυσία τήν ἔχει ἐπιτελέσει ἤδη ὁ Κύριος. Ἐμεῖς φθάνει νά εἴμαστε μέλη στό σῶμα του, ζωντανά μέλη τῆς Ἐκκλησίας του, γιά νά πληρώσουμε τό χρέος τοῦ σταυροῦ μας· θά μᾶς ἀνεβάσει ὁ ἴδιος πάνω στό σταυρό, θά μᾶς κρατᾶ ἐκεῖ αὐτός μέσα στήν ἀγκαλιά του καί στό τέλος τῶν αἰώνων θά μᾶς δοξάσει μέ τή δική του δόξα.
Στέργιος Ν. Σάκκος
Ἀπολύτρωσις 48 (1993) 49-51

 
 
Πέμπτη, 04 Απρίλιος 2024 03:00

Σταυρός τό ξύλον τῆς ζωῆς

 estauromenos  Μετά τήν παράβαση τοῦ παλαιοῦ Ἀδάμ, ὁ Θεός ὅρισε ἀγγελικές δυνάμεις νά φρουροῦν τό «ξύλον τῆς ζωῆς», ἀπαγορεύοντας στούς ἀνθρώπους νά φᾶνε ἀπ’ αὐτό. Μετά τή σταύρωση ὅμως καί τήν ἀνάσταση τοῦ Κυρίου, οἱ ἀγγελικές στρατιές δορυφοροῦν τό ξύλο τοῦ σταυροῦ καί καλοῦν ὅλους τούς πιστούς νά φᾶνε ἀπό τούς καρπούς του, γιά νά γίνουν ἀθάνατοι καί μέτοχοι αἰωνίου ζωῆς.
   Ὁ ἴδιος ὁ Κύριος ὑπόσχεται νά χαρίσει τό «ξύλον τῆς ζωῆς» στόν κάθε ἀγωνιζόμενο χριστιανό. Στήν πρώτη ἀπό τίς ἑπτά ἐπιστολές πρός τούς «ἀγγέλους (=ἐπισκόπους) τῶν ἐκκλησιῶν» τῆς Ἀποκαλύψεως, τίς ὁποῖες τό ἅγιο Πνεῦμα κοινοποιεῖ σέ ὅλες τίς ἐκκλησίες, ὁ Κύριος βεβαιώνει ὅτι θά δώσει σέ ὅλους τούς πιστούς «τό ξύλον τῆς ζωῆς» (Ἀπ 2,7). Τί γλυκειά ὑπόσχεση! Γιά νά ἀπολαύσουμε ὅμως αὐτό τό βραβεῖο, τό ἀπαράμιλλο ἔπαθλο, τό μέγιστο δῶρο, ἀπαιτεῖ ὁ Κύριος νά μετανοήσουμε, νά ἐπανέλθουμε στήν πρώτη ἀγάπη καί νά μισήσουμε τά ἔργα τῶν νικολαϊτῶν, πού καί σήμερα ὀργιάζουν. Ἀλλά καί στόν ἕβδομο καί τελευταῖο μακαρισμό τῆς Ἀποκαλύψεως ὁ Κύριος, βραβεύοντας τήν ἀφοσίωση ἐκείνων πού θά τηρήσουν τίς ἐντολές του, προσφέρει σ᾿ αὐτούς τήν ἐξουσία «ἐπί τό ξύλον τῆς ζωῆς» (22,14).
   Ἡ Ἐκκλησία μας εἶναι ὁ παράδεισος, μέσα στόν ὁποῖο γευόμαστε ἤδη τούς καρπούς τοῦ ξύλου τῆς ζωῆς μέ τό μυστήριο τῆς θείας Εὐχαριστίας. Προσφέροντας σέ μᾶς τό ἄχραντο σῶμα καί τό τίμιο αἷμα του, ὁ Κύριος μᾶς μεταγγίζει συνεχῶς αἰώνια ζωή, μᾶς χαρίζει τήν πρόγευσή της. Καί αὐτή ἡ πρόγευση λειτουργεῖ ὡς ἐφόδιο πού μᾶς δυναμώνει στήν πορεία αὐτῆς τῆς ζωῆς, ἀλλά καί ὡς ἄσειστη ἐγγύηση, ἡ ὁποία μᾶς βεβαιώνει γιά τήν αἰώνια χαρά καί δόξα πού μᾶς περιμένει στόν οὐρανό.

Στεργίου Σάκκου,
«Ὁ σταυρός στήν Παλαιά Διαθήκη»,
Β΄ ἔκδοση, βελτιωμένη καί ἐπαυξημένη.
Παρασκευή, 02 Μάρτιος 2018 03:00

Μρ 2,1-12 Οἱ τέσσερις κόσμοι

 mystirioΜιά ἀνάλυση τῆς περικοπῆς τῆς θεραπείας τοῦ παραλυτικοῦ, ὅπως περιγράφεται στό κατά Μᾶρκον Εὐαγγέλιο, ὁδηγεῖ στή διάκριση τεσσάρων προσώπων πού ἀντιπροσωπεύουν τέσσερις κόσμους.

 Ὁ π ρ ῶ τ ο ς παραλληλίζεται μέ τόν ἄνθρωπο πού δέχτηκε στό σπίτι του τόν Ἰησοῦ. Εἶναι οἱ ἄνθρωποι πού μέ τή ζωή τους διακηρύττουν ὅτι ὁ Θεός βρίσκεται στόν οἶκο τῆς ψυχῆς τους, ἀποτελεῖ τό κέντρο τῆς ὑπάρξεώς τους. Ἔχουν γεμίσει οἱ ἴδιοι ἀπό τήν παρουσία τοῦ Χριστοῦ καί τό γεγονός αὐτό δέν μένει κρυφό, δέν μπορεῖ νά μείνει κρυφό. Καί ἡ παρουσία ἀκριβῶς ἀνθρώπων πεπληρωμένων, ἀναπόφευκτα συνοδεύεται ἀπό συρροή καί συγκέντρωση ἄλλων πού ζητοῦν βοήθεια.

 Τόν δ ε ύ τ ε ρ ο κόσμο ἀντιπροσωπεύουν οἱ ἄνθρωποι πού ἔφεραν τόν παραλυτικό μπροστά στόν Ἰησοῦ. Εἶναι οἱ ἄνθρωποι πού γεύτηκαν οἱ ἴδιοι τή ζωή τοῦ εὐαγγελίου καί εὐαγγελίζονται καί σέ ἄλλους. Αὐτοί οἱ ἄνθρωποι τοῦ Χριστοῦ, ὅπως καί ὁ ἴδιος ὁ Χριστός, πάντα διακόπτουν τήν ἀνάπαυσή τους, γενναιόδωρα προσφέρουν τή δύναμη καί τήν εἰδικότητά τους καί φορτώνονται τά βάρη τῶν ἀλλων. Ὁ ρόλος τους δέν εἶναι περιπτωσιακός ἀλλά συνεχής, δραστήριος καί ἀπαιτητικός. Γίνονται οἱ φορεῖς! Μέ ποικίλους τρόπους ὁδηγοῦν ψυχές στό Χριστό. Καί ἡ προσέγγιση ἀπαιτεῖ εὐφυΐα καί ἐπιμονή, ὅπως τήν ἔδειξαν μέ τόν τρόπο τους οἱ ἄνθρωποι τοῦ παραλυτικοῦ.

 Ὁ τ ρ ί τ ο ς κόσμος περιλαμβάνει ὅλους ἐκείνους πού ἔχουν κοινά γνωρίσματα μέ τόν παραλυτικό τῆς περικοπῆς. Πάντα μιά φυσική κλινική ἀσθένεια χρειάζεται θεραπεία. Ἀλλά πολύ περισσότερο αὐτό πού ἔχει ἀνάγκη ὁ ἄνθρωπος καί τό ὁποῖο τόν ἀπαλλάσσει ἀπό κάθε κακό, εἶναι ἡ πνευματική ἀποκατάσταση καί παλινόρθωση. Οἱ φοβερές ἀρρώστιες τοῦ κόσμου μας μαρτυροῦν γιά τή φθορά, πού εἶναι συνυφασμένη μέ τήν ἁμαρτία. Ὅλοι μας δοκιμαζόμαστε ἀπό μιά πνευματική ἀσθένεια, πού θά βρεῖ ἀνταπόκριση καί θεραπεία μόνο σέ πνευματική φροντίδα.

 Οἱ διεθνεῖς συμβάσεις εἶναι ἀδύναμες γιά νά μᾶς δώσουν τό ἀληθινό φάρμακο. Ἀπαιτεῖται μιά πανίσχυρη συμφωνία, μιά αἰώνια καταλλαγή, πού θά μᾶς ἐξασφαλίσει τή σωτηρία. Πόσο δύσκολο ὅμως γιά τό πνεῦμα τῆς ἐποχῆς μας! Θεωροῦμε τό πετρέλαιο πιό σημαντικό ἀπό τό αἷμα, τή γῆ ἀνώτερη στήν ἀξία ἀπό τόν ἄνθρωπο. Πετοῦμε σάν ἄκυρο τό λόγο τοῦ Θεοῦ, τή μάχαιρα τοῦ Πνεύματος, καί ἐμπιστευόμαστε στήν πολεμική σάλπιγγα καί τό ὀξύ ξίφος. Ἀλλά κι ἔτσι, μποροῦμε νά βροῦμε τή θεραπεία. Ὁ Ἰησοῦς μέ τό εὐαγγέλιό του ἔφερε τήν καταδίκη τῆς ἁμαρτίας, τήν ἄφεση καί τή δύναμη νά τήν νικοῦμε. Ἀπό μᾶς μένει νά βροῦμε τούς ὁδηγούς πού θά μᾶς φέρουν κοντά Του.

 Τόν τ έ τ α ρ τ ο κόσμο ἀντιπροσωπεύει ἡ μερίδα τῶν γραμματέων. Εἶναι ἐκεῖνοι οἱ ἄνθρωποι μέ τό περιφρονητικό χαμόγελο στά χείλη, τό κατσούφιασμα στό πρόσωπο καί μέ τήν περισπούδαστη ἔκφραση τοῦ ἐξεταστῆ, τοῦ ἐρευνητῆ. Ὅμως δέν βλέπουν τίποτε, τά μάτια τους εἶναι κλειστά. Γι’ αὐτούς ἡ νοοτροπία τους εἶναι τό πᾶν· ἀντίθετα, ἡ ἀνθρώπινη ἀνάγκη, πού λένε πώς τήν ὑπηρετοῦν, καί τό ἔλεος τοῦ Θεοῦ, πού ἰσχυρίζονται πώς τό μελετοῦν, δέν εἶναι τίποτε. Εἶναι τό χειρότερο εἶδος τύφλωσης, πού ὁδηγεῖ σέ μεγάλη καταστροφή. Ἄνθρωποι ὅλοι, καί μπροστά μας ὁ Ἰησοῦς. Τά διαπεραστικά Του μάτια διαβάζουν τή σκέψη μας καί βλέπουν τίς κρυφότερες πλευρές τοῦ ἑαυτοῦ μας. Γυάλινα σπίτια εἴμαστε μπροστά στό βλέμμα τοῦ Θεοῦ. Τίποτε μυστικό πιά ἀπ’ Αὐτόν. Ὁ Θεός διορᾶ καί ἐποπτεύει. Ἡ θεραπευτική ματιά Του καί ὁ σωτήριος Λόγος Του θά μᾶς χαρίσει τήν θεραπεία καί τήν ὑγεία. Φτάνει μόνο νά βροῦμε τό δρόμο πού θά μᾶς φέρει κοντά Του καί νά δείξουμε τήν πίστη πού θά κάνει τή χάρη Του δική μας.

Διασκευή ἀπό τά ἀγγλικά
Δ.Π.
Πέμπτη, 28 Μάρτιος 2024 02:00

Ἀθεΐα ἡ σιωπή γιά τήν πίστη

Ἡ  σιγή, λέγει ὁ ἅγιος Γρηγόριος Παλαμᾶς, σέ θέματα πίστεως εἶναι τρίτο εἶδος ἀθεΐας

μετά ἀπό τήν ἄρνηση τοῦ Θεοῦ καί τήν ἀπόρριψη τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ.

 grigorios palamas Εἶναι γεγονός ὅτι ὁ σύγχρονος ἄνθρωπος δέν πολυενδιαφέρεται γιά τά πνευματικά καί μάλιστα γιά τά δογματικά θέματα, πού ἀποτελοῦν τό θεμέλιο καί τήν πηγή τῆς πνευματικῆς ζωῆς καί τῆς σωτηρίας. Ἡ σημερινή κουλτούρα καί γενικότερα ἡ περιρρέουσα ἀτμόσφαιρα ὄχι μόνο εὐνοεῖ μιά τέτοια νοοτροπία ἀλλά καί ἐξωθεῖ σ᾿ αὐτήν. Ἄλλωστε τό στίγμα τοῦ «φονταμενταλισμοῦ» καί ἡ μομφή τῆς μισαλλοδοξίας συνοδεύουν ἀνεξέλεγκτα κάθε προσπάθεια γιά τήν διατήρηση τῶν παραδεδομένων ἀξιῶν πού ἀποτελοῦν τά θεμέλια τοῦ πολιτισμοῦ καί τῆς πνευματικῆς μας οἰκοδομῆς.
  Κάτω ἀπό ὅλες αὐτές τίς ἔμμεσες πιέσεις ὁ σημερινός ὀρθόδοξος χριστιανός ἀβασάνιστα ἀποδέχεται τά δελεαστικά κηρύγματα τοῦ Οἰκουμενισμοῦ, αὐτοῦ τοῦ ὁδοστρωτήρα καί ἰσοπεδωτῆ τῶν δογμάτων, καί περνᾶ στά «ψιλά γράμματα» τίς δογματικές διαφορές. Ὡστόσο, εἶναι λάθος καί παράπτωμα πνευματικό νά ἀδιαφοροῦμε γιά τά δόγματα· νά τά θεωροῦμε σχολαστική ἐνασχόληση τῶν θεολόγων, ἀνούσιο καί ἐνοχλητικό πονοκέφαλο γιά μᾶς τούς «ἁπλούς χριστιανούς».
  Τήν θεμελιακή σημασία τοῦ δόγματος καί τήν στενή σχέση του μέ τήν καθημερινή μας ζωή ἐκφράζει ἡ Ἐκκλησία μας ποικιλοτρόπως, ἀκόμη καί μέ τήν διάταξη τῶν πέντε πρώτων Κυριακῶν τῆς Μ. Τεσσαρακοστῆς, στήν ὁποία ἤδη εἰσερχόμαστε τόν μήνα αὐτό. Οἱ δύο πρῶτες Κυριακές, τῆς Ὀρθοδοξίας καί τοῦ ἁγίου Γρηγορίου Παλαμᾶ, διατρανώνουν τό ὀρθόδοξο δόγμα καί τήν κυριαρχία του ἀπό τά χρόνια τῆς εἰκονομαχίας μέχρι τόν καιρό τῶν παπικῶν αὐθαιρεσιῶν. Ἡ τέταρτη Κυριακή καί ἡ πέμπτη, ὅπου προβάλλονται ἀντίστοιχα οἱ μορφές τοῦ ἁγίου Ἰωάννου τῆς Κλίμακος, «δοτοῦ τῷ Κυρίῳ ἐκ κοιλίας μητρός», καί τῆς ὁσίας Μαρίας τῆς Αἰγυπτίας, ἐξαγνισμένης μέ τήν συγκλονιστική της μετάνοια καί μέ τό αἷμα τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ, παρουσιάζουν τήν ἐν Χριστῷ ζωή. Κι ἀνάμεσα στίς δύο δυάδες, ἡ Κυριακή τῆς Σταυροπροσκυνήσεως, δείχνει πῶς ὁ σταυρός, σύμβολο καί χαρακτηριστικό γνώρισμα τῆς Ὀρθοδοξίας, συμπλέκει καί ἑνώνει τό δόγμα μέ τήν ζωή, τήν ἀγάπη μέ τήν ἀλήθεια. Τό κατακόρυφο δοκάρι του ἑνώνει τόν οὐρανό μέ τήν γῆ ἀποκαλύπτοντας τήν μοναδική ἀλήθεια, τήν πίστη πού ἑνώνει τόν ἄνθρωπο μέ τόν Θεό· τό ὁριζόντιο συνάζει ὅλα τά μήκη καί πλάτη τῆς γῆς ἐφαρμόζοντας τήν ἐν Χριστῷ ἀγάπη. Ἄν εἶναι ἀδύνατο νά σταθεῖ ὁ σταυρός χωρίς τό κατακόρυφο δοκάρι του, εἶναι ἐξίσου ἀκατόρθωτο νά ὑπάρξει στόν κόσμο ἀγάπη πραγματική χωρίς πίστη ἀληθινή.
  Παράγγελμα καί ἀπαίτηση τῆς ἀγάπης τοῦ Χριστοῦ εἶναι ἡ διαφύλαξη τῆς ὀρθοδόξου πίστεως ἀπό κάθε παραχάραξη καί μάλιστα ἀπό τήν παπική κακοδοξία, τήν τόσο ἔντονη στίς μέρες μας. Αὐτό ἐπισημαίνουν πατέρες καί διδάσκαλοι τῆς Ἐκκλησίας, μέσα στούς ἕνδεκα αἰῶνες πού μεσολάβησαν ἀπό τήν ἀπόσχιση τῶν παπικῶν μέχρι σήμερα. Χωρίς ἐμπάθεια καί κακία ἀλλά μέ σεμνότητα καί παρρησία καταδικάζουν τήν παπική αἵρεση. Ἔχω γράψει γι᾿ αὐτό παλαιότερα. Ἐδῶ θά σταθῶ μόνο στό ὄνομα τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ, ἀρχιεπισκόπου Θεσσαλονίκης.
  Μέ σθένος ὁ Παλαμᾶς ξεσκέπασε τόν φιλοπαπικό θεολόγο Βαρλαάμ τόν Καλαβρό, ἕνα εἶδος οὐνίτη ἐκείνης τῆς ἐποχῆς. Φαινόταν δεινός θεολόγος ὁ Βαρλαάμ. Εἶχε θαμπώσει καί εἶχε καταστήσει θαυμαστές του διακεκριμένους θεολόγους τῆς Ἀνατολῆς. Κατόρθωσε μάλιστα νά ἀναλάβει αὐτός τή διαχείριση τῶν συζητήσεων μέ τήν παπική Δύση κι ἐνῶ προωθοῦσε τά παπικά συμφέροντα, εἶχε κερδίσει τήν συμπάθεια ἀκόμη καί τοῦ αὐτοκράτορα καί αὐτοῦ τοῦ Πατριάρχη. Δέν ἦταν λίγοι οὔτε ἄσημοι ἐκεῖνοι πού ἐπηρεασμένοι ἀπό τόν Βαρλαάμ στράφηκαν ἐναντίον τοῦ ἁγίου Γρηγορίου. Ἀσυμβίβαστος καί ἀκαταγώνιστος ἐκεῖνος, καταδικάζει ἔντονα τήν «ἔκφυλον προσθήκην» τῆς ἐκπορεύσεως τοῦ ἁγίου Πνεύματος καί ἐκ τοῦ Υἱοῦ. Ἀποδοκιμάζει τίς παπικές κακοδοξίες καί καλεῖ ὅλους τούς πιστούς νά ἐπαγρυπνοῦν στά θέματα τῆς πίστεως. Δέν δικαιολογεῖται ἀδιαφορία ἤ σιωπή ὅταν «πίστις τό κινδυνευόμενον». Ἡ σιγή, λέγει, σέ θέματα πίστεως εἶναι τρίτο εἶδος ἀθεΐας μετά ἀπό τήν ἄρνηση τοῦ Θεοῦ καί τήν ἀπόρριψη τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ.
  Ποιά ἀπήχηση εἶχε στήν ζωή καί παράδοση τῆς Ἐκκλησίας ὁ ἀγώνας τοῦ ἁγίου Γρηγορίου φαίνεται ἀπό τό γεγονός ὅτι, ὅπως ἤδη ἀνέφερα, ἡ Ἐκκλησία θέσπισε νά τιμᾶται ἡ μνήμη του ὄχι μόνο κατά τήν ἡμέρα τῆς κοιμήσεώς του, 14 Νοεμβρίου, ἀλλά καί κατά τήν δεύτερη Κυριακή τῆς Μ. Τεσσαρακοστῆς. Κι ἐνῶ τήν Κυριακή τῆς Ὀρθοδοξίας, μέ τήν ἀναστήλωση τῶν ἁγίων εἰκόνων ἡ Ἐκκλησία πανηγυρίζει τήν νίκη της ἐναντίον τῶν αἱρέσεων τῶν ὀκτώ πρώτων αἰώνων, τήν Κυριακή τοῦ ἁγίου Γρηγορίου Παλαμᾶ γιορτάζει τήν κατατρόπωση τῆς αἱρέσεως τοῦ παπισμοῦ, πού πάσχισε νά στηλώσει τήν εἰκόνα τοῦ πάπα-πλανητάρχη. Εἶναι ἀξιοσημείωτο ὅτι τήν μεγάλη αὐτή ἡμέρα δέν τιμᾶ ἡ Ἐκκλησία κάποιον ἀπό τούς ἀρχαίους μεγάλους πατέρες καί θεολόγους της, ὅπως Μ. Ἀθανάσιο, Μ. Βασίλειο, Γρηγόριο Θεολόγο κ.ἄ., διότι στήν δική τους ἐποχή δέν εἶχε ἀποσκιρτήσει ἀκόμη ἡ Δύση, ἀνῆκε στήν μία Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ. Ἀργότερα οἱ παπικοί προσπαθώντας νά στηρίξουν τό θεμελιῶδες καί κυρίαρχο δόγμα τους περί πρωτείου τοῦ πάπα, πού πρόβαλε σάν ἀθεμελίωτος ἑτοιμόρροπος μιναρές, προσκόλλησαν σ᾿ αὐτό σάν ἀντερείσματα ἕναν ὁλόκληρο «ἀστερισμό» αἱρετικῶν δογμάτων. Ἔτσι ἀποστασιοποιήθηκαν καί ἀποκόπηκαν ἀπό τήν Ὀρθοδοξία.
  Τιμᾶται, λοιπόν, ὁ Γρηγόριος Παλαμᾶς ὡς ἐκφραστής καί ἐνσαρκωτής τῆς Ὀρθοδοξίας, διότι κατατρόπωσε τόν παπισμό, πού ἐκείνη τήν ἐποχή εἶχε ἤδη διαμορφώσει τίς αἱρετικές του πλάνες. Μποροῦμε νά ποῦμε ὅτι ἔμμεσα ὁ Παλαμᾶς καταδίκασε καί κατατρόπωσε καί τίς πολυάριθμες· παραφυάδες τοῦ προτεσταντισμοῦ, ὁ ὁποῖος ὡς ἀντίδραση πρός τόν παπισμό ἀναφάνηκε στό προσκήνιο τῆς ἱστορίας. Ἄν θέλουμε, λοιπόν, σήμερα νά ἀναγνωρίζουμε στόν ἅγιο Γρηγόριο Παλαμᾶ καί γενικά στούς πατέρες τῆς Ἐκκλησίας τήν θέση πού τούς ἀνήκει, ὀφείλουμε νά κρατοῦμε καί νά διακηρύττουμε τήν δική τους πίστη. Μόνο ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία κρατᾶ ἀκέραιη καί ἀνόθευτη τήν διδασκαλία καί τόν τρόπο τῆς σωτηρίας. Τά ἄλλα χριστιανικά συστήματα καί οἱ ἄλλες λεγόμενες χριστιανικές ὁμολογίες ὅσο ποσοστό ἀλήθειας καί ἄν διατηροῦν, ἐφόσον δέν συνδέονται ὀργανικά μέ τήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία, εἶναι πλάνες. Ἀδικοῦμε τήν Ὀρθοδοξία καί προσβάλλουμε τήν ἀλήθεια ὅταν ὀνομάζουμε «ἀδελφές Ἐκκλησίες» τίς ποικιλώνυμες χριστιανικές ὁμολογίες. Ἀλλά καί τούς ἴδιους τούς αἱρετικούς βλάπτουμε καί ἀδικοῦμε ὅταν τούς δημιουργοῦμε τήν ἐντύπωση ὅτι βρίσκονται στήν ἀλήθεια, ἐνῶ εἶναι ἐκτός Ὀρθοδοξίας.
  Ἐπίκαιρο καί διαχρονικό τό μήνυμα τοῦ ἁγίου Γρηγορίου ἠχεῖ ὡς ἐγερτήριο σάλπισμα ἐπισημαίνοντας τά τρία εἴδη ἀθεΐας πού μᾶς ἀπειλοῦν καί σήμερα: Εἶναι ἀθεΐα νά ἀρνεῖσαι τόν Θεό. Ἀθεΐα νά μήν πιστεύεις ὀρθόδοξα τόν Ἰησοῦ Χριστό, νά εἶσαι αἱρετικός. Ἀθεΐα νά εἶσαι ὀρθόδοξος καί νά μήν ἀγωνίζεσαι γιά τά ὀρθόδοξα δόγματα.
Στέργιος Ν. Σάκκος
Παρασκευή, 03 Μάρτιος 2023 02:00

Εἶναι τά δόγματα τροχοπέδη;

dogmatiki  Σήμερα, πού τά πάντα ἀμφισβητοῦνται, πού ὁ ἄνθρωπος ἀναρωτιέται ἀκόμη καί γιά τά πιό ἁπλά πράγματα, σέ μιά ἐποχή κυριολεκτικά ἀνατρεπτική, εἶναι πράγματι πολύ φυσική καί δικαιολογημένη ἡ ἀπορία: Χρειάζονται στόν καιρό μας τά δόγματα; Καί πρῶτα-πρῶτα, ποιά εἶναι γενικά ἡ προσφορά τους; Εἶναι τά δόγματα ἀνάγκη ἤ εἶναι τροχοπέδη στή ζωή καί στόν πολιτισμό μας; Ἡ ἀπάντηση πού δίνεται συνήθως σ' αὐτές τίς ἐρωτήσεις ἀπό τόν σύγχρονο Τύπο καί τούς διάφορους «διαφωτιστές», εἶναι ἀρνητική: Τά δόγματα ὄχι μόνον εἶναι ἄχρηστα, ἀλλά ἀποτελοῦν καί ἐμπόδια στήν ἀνθρώπινη πρόοδο.
  Ὁπωσδήποτε τό θέμα αὐτό εἶναι ἐπίκαιρο καί κοινοῦ ἐνδιαφέροντος· προπάντων ὅμως εἶναι καυτό, γιατί ἀπό τό ποιά εἶναι ἡ τοποθέτησή μας ἀπέναντι στά δόγματα, ἐξαρτᾶται καί ποιά θά εἶναι ἡ ποιότητα τῆς ζωῆς μας, ποιά θά εἶναι ἡ ἠθική καί ἡ πράξη μας. Γι' αὐτό θά ἤθελα νά δώσω στή σχετική ἀπορία μιά ἀπάντηση ὑπεύθυνη, βασισμένη στόν λόγο τοῦ Θεοῦ καί στή σοφία τῆς Ἐκκλησίας μας, τό κῦρος τῶν ὁποίων μᾶς ἐγγυᾶται γιά τήν ἀλήθεια.
  Ἡ λέξη «δόγμα» βασικά σημαίνει τήν ἀποφθεγματική διατύπωση μιᾶς θεωρίας, πού παραδεχόμαστε ὅτι ἔχει ἀπό μόνη της τήν ἀλήθεια, γιατί ἀπορρέει ἀπό κάποια αὐθεντία. Τό δόγμα ἑπομένως ἔχει ἄμεση καί στενή σχέση μέ τήν αὐθεντία, μέ κάποιον δηλαδή πού εἶναι βεβαιωμένο καί ἀποδεδειγμένο ὅτι κατέχει καί μονοπωλεῖ τό σωστό καί τό δίκαιο. Μ' αὐτήν τήν ἔννοια δόγματα εἶναι καί οἱ συμβουλές τοῦ πατέρα στό παιδί, οἱ νουθεσίες τοῦ δασκάλου στόν μαθητή, οἱ διαταγές τοῦ ἀξιωματικοῦ στόν στρατιώτη. Πράγματι, ἐφόσον ὁ πατέρας, ὁ δάσκαλος, ὁ ἀξιωματικός βρίσκονται ἀπό τά πράγματα -ἀπό τήν ἐμπειρία τους, τή μόρφωσή τους κτλ.- σέ θέση νά γνωρίζουν καλύτερα ἀπό τό παιδί, τόν μαθητή ἤ τόν στρατιώτη, μποροῦν νά δογματίζουν γιά τά ἀνάλογα θέματα, νά δίνουν δηλαδή ἐντολές πού δέν δέχονται ἀντίρρηση. Στήν πραγματικότητα ἡ ζωή μας εἶναι γεμάτη ἀπό τέτοιους «δογματισμούς», πού τούς καθιερώνει ἀναγκαστικά ἡ κοινωνία μας γιά νά μπορέσει νά ἐπιβιώσει. Αὐτοί συγκρατοῦν τήν κοινωνική ἰσορροπία, διατηροῦν τή λεγόμενη ἱεράρχηση τῶν ἀξιῶν, πού εἶναι ἀπαραίτητη γιά μιά ἁρμονική συνύπαρξη, καί μιά ἀμφισβήτησή τους θά ἀνατίναζε στόν ἀέρα αὐτούς τούτους τούς ὅρους τῆς ἀνθρώπινης συμβιώσεως -πρᾶγμα πού δυστυχῶς τό διαπιστώσαμε ὅσες φορές ἀναρχικά συνθήματα βρῆκαν ὀπαδούς μέσα στήν ἱστορία.
  Παλαιότερα, δόγματα ὀνομάζονταν τά κρατικά ψηφίσματα, οἱ νόμοι, τά βασιλικά διατάγματα. Ἀπό τά χριστιανικά ὅμως χρόνια ἡ λέξη περιορίστηκε νά δηλώνει μόνον τούς κανόνες πίστεως πού θέσπισε ἡ Ἐκκλησία μας καί πού περιέχουν τήν ἀποκάλυψη τοῦ Θεοῦ στούς ἀνθρώπους γιά τό σχέδιο τῆς σωτηρίας μας. Ἡ ἀποκάλυψη τοῦ Θεοῦ δίνεται βέβαια μέ τήν ἁγία Γραφή· αὐτή μᾶς ἐκθέτει καί μᾶς διδάσκει θεόπνευστα μέ τήν καθοδήγηση τοῦ ἁγίου Πνεύματος ὅλες τίς ἀλήθειες, πού μόνοι μας ἦταν ἀδύνατο νά γνωρίσουμε ποτέ. Ἀλλά ἡ διδασκαλία τῆς Γραφῆς προσφέρεται ἱστορικά, ὄχι συστηματικά, προσφέρεται ὡς ἐξιστόρηση ὁρισμένων γεγονότων ἤ ὡς κήρυγμα ὁρισμένων ἀληθειῶν καί ὄχι μέ τή μορφή κανόνων καί διατάξεων. Αὐτήν τή διδασκαλία ἡ Ἐκκλησία τήν συστηματοποίησε σέ δόγματα χωρίς νά προσθέσει ἤ νά ἀφαιρέσει τίποτε, δίνοντας ἁπλῶς στούς πιστούς σύντομα καί περιεκτικά τό περιεχόμενο τῆς πίστεως. Μ' αὐτόν τόν τρόπο τούς ἀσφάλιζε ἀπό τίς διάφορες αἱρέσεις πού διαστρέβλωναν τή θεία ἀποκάλυψη, καί τούς ὅπλιζε συγχρόνως μ' ἕνα θαυμαστό ὅπλο γιά τήν ἀντιμετώπισή τους: Τώρα δέν χρειαζόταν πιά νά προβληματίζονται πάνω στήν ἑρμηνεία ἀμφιλεγομένων χωρίων· ἡ λύση ὑπῆρχε σαφής καί ἀποστομωτική.
  Πόσο δίκαιο εἶναι, ἀλήθεια, ἡ λέξη «δόγμα» νά κυριολεκτεῖται μόνο γιά τίς διατάξεις τῆς Ἐκκλησίας, τό καταλαβαίνουμε ἄν ἀναλογισθοῦμε πόση εἶναι ἡ ἀξία αὐτῆς τῆς αὐθεντίας τῆς Ἐκκλησίας σέ σχέση μέ τίς ἄλλες. Ὅλες οἱ ἄλλες αὐθεντίες εἶναι, πράγματι, σχετικές· σχετική καί ἡ αὐθεντία τοῦ πατέρα, σχετική καί τοῦ δασκάλου, σχετική καί τοῦ ἄρχοντα, γιατί ἁπλούστα εἶναι αὐθεντίες ἀνθρώπινες, πού προϋποθέτουν ὁπωσδήποτε ἀτέλειες καί λάθη. Συνεπῶς καί ὅλα τά δόγματά τους εἶναι δόγματα σχετικά, μέ περιορισμένη ἀξιοπιστία καί δύναμη. Ἡ μεγαλύτερη καί ἀπόλυτη αὐθεντία εἶναι μόνον ὁ Θεός, μιά καί εἶναι ὁ Δημιουργός καί ὁ Κυβερνήτης τῶν πάντων, μιά καί εἶναι ἡ ἴδια ἡ Ἀλήθεια. Ἄν λοιπόν κάποιος ἔχει τό δικαίωμα νά δογματίζει, αὐτός δέν εἶναι ἄλλος παρά ὁ Κύριος καί ἡ Ἐκκλησία του, πού ἀποτελεῖ τό σῶμα του. Τά δόγματα τῆς Ἐκκλησίας ἔχουν μοναδικό κῦρος καί ἰσχύ· ἀλλά μόνο γιά τούς πιστούς. Χρειάζεται πρῶτα νά παραδεχθεῖς ὅτι «ὑπάρχει Θεός καί μισθαποδότης γίνεται», χρειάζεται νά πιστέψεις στόν θάνατο καί τήν ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ, γιά νά ἀναγνωρίσεις καί νά ὑποταχθεῖς στό δόγμα. Τότε τό δόγμα παύει νά εἶναι ἕνας ἐξωτερικός καταναγκασμός καί γίνεται ἡ ἔκφραση τῆς ἐσωτερικῆς σου πίστεως. Κάτι ἀκόμη περισσότερο: γίνεται ἡ ἴδια ἡ ζωή σου.
  Αὐτό τό σημεῖο πρέπει νά τό προσέξουμε ἰδιαίτερα. Ὅπως εἶπα καί στήν ἀρχή, ἀπό τή στάση πού ἔχουμε ἀπέναντι στά δόγματα ἐξαρτᾶται ἡ ποιότητα τῆς ζωῆς μας, ἄν θά ζήσουμε ἠθικά καί ἀντάξια τοῦ προορισμοῦ μας ἤ ὄχι. Κι αὐτό, γιατί τό δόγμα εἶναι ἡ θεωρία, πού ἔχει ἀνάγκη ἀπό τήν πράξη γιά νά ἀξιοποιηθεῖ, εἶναι ἡ ἀλήθεια, πού ἔχει ἀνάγκη ἀπό τήν ἐφαρμογή γιά νά λάμψει. Ἄν ἔχουμε τήν ὀρθοδοξία, τή σωστή πίστη, χωρίς τήν ὀρθοπραξία, τή σωστή ζωή, εἴμαστε ὑποκριτές. Κι ἄν ἔχουμε τήν ὀρθοπραξία χωρίς τήν ὀρθοδοξία, οὔτε ἀποτελεσματικά ὠφελοῦμε οὔτε τόν Θεό εὐαρεστοῦμε. Ἀλλά δέν μποροῦμε κἄν νά ἔχουμε ὀρθοδοξία χωρίς ὀρθοπραξία ἤ τό ἀντίθετο· φθορά τοῦ δόγματος συνεπάγεται διαφθορά στή ζωή, καί ἀβαρίες στήν ἠθική συνεπάγονται ναυάγιο στήν πίστη. Ἀπό αὐτήν τήν ἄποψη τά δόγματα τῆς Ἐκκλησίας ὄχι μόνο δέν εἶναι τροχοπέδη, ἀλλά ἀποτελοῦν ὅρμο καί ὁρμητήριο γιά πνευματικές νίκες καί οὐράνιες κατακτήσεις. Τώρα μποροῦμε νά καταλάβουμε πολύ καλά ποιοί εἶναι αὐτοί πού κατηγοροῦν τόν χριστιανικό δογματισμό: ἄπιστοι καί διεφθαρμένοι, πού δέν ἔχουν τήν ταπείνωση νά παραδεχθοῦν τήν ἀποτυχία τους, ἀλλά ἔχουν τήν αὐθάδεια νά ἀμφισβητοῦν τόν δογματισμό τοῦ Θεοῦ, ἐνῶ οἱ ἴδιοι ὑπηρετοῦν χίλιους δυό ἄλλους ἀνθρώπινους δογματισμούς.
  Ἄν ἤθελα μέ δυό λόγια νά συνοψίσω τήν ἀπάντησή μου στήν προκειμένη ἀπορία, θά ἔλεγα: Ναί, τά δόγματα χρειάζονται στή ζωή μας καί στήν ἐποχή μας, γιά νά μᾶς προφυλάσσουν ἀπό τίς αἱρέσεις, ἀλλά καί γιά νά δίνουν ἄρωμα στίς πράξεις μας: γιά νά μήν γίνουμε αἱρετικοί, ἀλλά καί γιά νά μήν μείνουμε μόνο καλοί χωρίς νά εἴμαστε πιστοί. Ὄχι, τά δόγματα δέν εἶναι τροχοπέδη στήν πρόοδο καί στόν πολιτισμό μας, ἀρκεῖ νά στηρίζονται στή μοναδική αὐθεντία τοῦ Θεοῦ καί τῆς Ἐκκλησίας, ἀρκεῖ νά ἀντιπροσωπεύουν τίς αἰώνιες ἀλήθειες πού κήρυξε ὁ Κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστός. Τότε γίνονται θώρακας καί στολή διαστημική, μέ τήν ὁποία μποροῦμε ἄφοβα νά πετάξουμε, ἀστροναῦτες τοῦ πνεύματος, στά πιό ψηλά ὕψη.
Στέργιος Σάκκος
Ἀπολύτρωσις 33 (1978) 168-170

Σάββατο, 04 Μάρτιος 2023 02:00

Οὐκ ἀρνησόμεθά σε, φίλη Ὀρθοδοξία

 stauros  Οἱ καμπάνες χτυποῦσαν χαρμόσυνα. Ἦταν ἡ πρώτη ἡ μέρα ἡ ἀναστάσιμη μέσα στήν κατανυκτική ἡσυχία τῆς Σαρακοστῆς. Σήμερα οἱ ἐκκλησιές γέμιζαν περισσότερο. Διψοῦσαν οἱ ὀρθόδοξες καρδιές νά δοῦν τά σηκωμένα ἑξαπτέρυγα, νά κοινωνήσουν στή συγκίνηση: «Αὕτη ἡ πίστις τήν οἰκουμένην ἐστήριξε». Κυριακή τῆς Ὀρθοδοξίας! Πολύτιμη· ἀγαπημένη· μεγαλόπρεπη!
   Σκιρτοῦσε κι ἡ δική μου, ἀνώνυμη ὀρθόδοξη καρδιά. Μπροστά στά μάτια μου περνοῦσαν τά εἰκονίσματα· κι ἔβλεπα στή ζωγραφισμένη Βίβλο τους τό δόγμα καί τήν πράξη· τήν ἀλήθεια καί τό βίωμα... Πρῶτα ὁ Κύριος, μία μορφή ἀνθρώπινη πού ὅμως τό χέρι πού εὐλογοῦσε καί τό φωτοστέφανο μέ τή γραμμένη μετοχή τοῦ ἐνεστώτα μαρτυρούσανε: Θεός· Θεός καί ἄνθρωπος, οἱ δύο φύσεις πού ἑνώθηκαν. Κι ὕστερα ἡ μητέρα Του μέ τά τρία ἀστέρια στήν ἐσθήτα της: Παρθένος· πρίν τόν τόκο, κατά τόν τόκο, μετά τόν τόκο· ἀειπάρθενος. Ἡ πίστη μου: τό προαιώνιο σχέδιο τοῦ Θεοῦ γιά τή δική μου ἀνάσταση. Κι ὕστερα ἐν πομπῇ ἐκεῖνοι πού ἔκαναν τήν πίστη μου ζωή: ἡ Αἰκατερίνη· ἡ Σοφία· ὁ Δημήτριος... Τούς γνώρισα ἀπό τά διακριτικά τους εὔσημα: ἡ Αἰκατερίνη στόν τροχό, πού ἑτοιμάστηκε γιά νά διαμελίσει τό νεανικό κορμί της· ἡ Σοφία μέ τά τρία της παιδιά, πού τά εἶδε ἕνα-ἕνα νά ματώνουν καί νά ξεψυχοῦν γιά τήν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ· ὁ Δημήτριος μέ τήν πορφύρα τοῦ ἀξιωματικοῦ, πού τήν κατέθεσε σάν σκύβαλο στά πόδια τοῦ Κυρίου του. Πίσω ἀπό τούς μάρτυρες, πάλι ὁμολογία καί θυσία. Ὁ Ἀθανάσιος, μία ζωή ἐξόριστη, κατατρεγμένη στά πηγάδια πού ὅμως φώναζε: «ὁμοούσιος»· καί ὁ Σπυρίδωνας, ὁ ἁπλοϊκός βοσκός πού μέ μιά χούφτα ἀπό πλινθιά ὑπέγραψε τό ἀσύλληπτο γιά τήν ἁπλοϊκή μας νόηση: τρία τά πρόσωπα μά ἕνας ὁ Θεός· καί πίσω του -λίγες φορές τόν εἶχα δεῖ καί χάρηκα- ὁ Μᾶρκος. Ὁ Μᾶρκος ὁ πραΰς, πού τόν ὀνόμασαν «Εὐγενικό», πού ὅμως ἀρνήθηκε ἀμετάκλητα, μόνος αὐτός, νά ὑπογράψει ἕνωση Ὀρθοδοξίας κι αἵρεσης, κάνοντας τόν προκαθήμενο τῆς Ρώμης νά ἀναφωνήσει ἀπογοητευμένος: «Μᾶρκος οὐκ ὑπέγραψε. Οὐδέν ἐποιήσαμεν». Ὁ Μᾶρκος ὁ μειλίχιος...
 Διέσχιζαν τήν ἐκκλησία τά εἰκονίσματα. Εἰκόνιζαν τά βήματα τῆς Ἐκκλησίας μές στούς αἰῶνες τῶν ἀνθρώπων· μία πορεία σταυρωμένη, γιά ν’ ἀνεβαίνει ὁ κόσμος στήν ἀνάσταση!
   Κι ἄκουγα ἀπό τά χείλη τῶν ἱερέων κι ἀπό τά χείλη τά δικά μου πού ἀκολουθούσανε συγκινημένα τόν ὕμνο τῶν ἀναστημένων: «Πιστεύω εἰς ἕνα Θεόν...». Τήν κατάθεση τῶν πεπελεκισμένων διά τήν μαρτυρίαν Ἰησοῦ: «Οἱ ἀπόστολοι ὡς ἐδίδαξαν· οἱ διδάσκαλοι ὡς ἐδογμάτισαν... οὕτω φρονοῦμεν, οὕτω λαλοῦμεν, οὕτω κηρύσσομεν». Καί ἄκουγα μέσα σ’ αὐτά τά «οὕτω» τήν κραυγή· κραυγή αἱμάτων πού τή φώναζαν ὅλοι μαζί, κι ἡ Αἰκατερίνη καί ὁ Μᾶρκος κι ὁ Σπυρίδωνας, δείχνοντας ὥς ἐμᾶς τά εὔσημα τῆς μαρτυρίας καί τοῦ μαρτυρίου τους: «Οὐκ ἀρνησόμεθά σε, φίλη Ὀρθοδοξία».
   Χτυποῦσαν οἱ καρδιές, δακρύζανε τά μάτια τῶν πιστῶν: «Οὐκ ἀρνησόμεθά σε, φίλη Ὀρθοδοξία»· καί πάλι μιά κραυγή, πού ἀρθρώνουνε μαζί τό Πνεῦμα καί ἡ Νύμφη τοῦ Χριστοῦ, ἡ ἐσταυρωμένη Ἐκκλησία Του· ἐκείνη ἡ συλλογική καρδιά πού ἀφουγκράζεται τούς κραδασμούς καί τό κλυδώνιο μέσα στή θάλασσα τοῦ κόσμου μας.
   Σήμερα ἡ θάλασσα ἀπειλεῖ νά ἀφανίσει ὅλες τίς στεριές· νά σβήσει κάθε σύνορο· ὅλοι μας ἕν· μία παγκόσμια δεσποτεία πού ὑποδουλώνει· μιά καταιγίδα πού ἀντιμάχεται καί τή μοναδική ἐλπίδα αὐτοῦ τοῦ κόσμου ν’ ἀναπνέει ἐλεύθερα, τή μία Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ. Τότε ἦταν ν’ ἀλλάξει ἕνα «ι»· «ὁμοιούσιος» ἤ «ὁμοούσιος»· τώρα ἀλλάζει μιά κατάληξη: οἰκουμενικότητα ἤ οἰκουμενισμός. Ὅλοι μας ἕν. Ὄχι μονάχα μέ τόν πάπα, ὅπως τότε, μά μέ τόν κάθε πλανεμένο πού βάφτισε «ἐκκλησία» τήν αὐθαιρεσία του...
   Πλανεύουνε οἱ λέξεις τίς καρδιές· ἀκόμα καί ἐκεῖνες πού ἀναπνέουν μές στήν Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ. Ἔτσι ὅπως γινόταν πάντοτε, ἀπό τήν ὥρα πού στή Μίλητο προφήτευσε μέ πόνο ἡ καρδιά τοῦ Παύλου: «Καί ἐξ ὑμῶν αὐτῶν ἀναστήσονται ἄνδρες λαλοῦντες διεστραμμένα». Ἐξ ὑμῶν αὐτῶν... Καί ἡ ἴδια ἀποστολική καρδιά φωνάζει στά παιδιά της ἐναγώνια: «μή ποτε παραρρυῶμεν», μή χάσουμε τό δρόμο μας· γιατί ἡ θάλασσα δέν ἔχει ὁδοδεῖκτες· γιατί οἱ λέξεις εὔκολα ἀλλάζουνε· γιατί ὁ ἄρχοντας τοῦ σκότους ξέρει νά μεταμφιέζεται σέ ἄγγελο φωτός.
  «Μή ποτε παραρρυῶμεν»: Μή λησμονήσουμε ὅτι ἀγάπη δίχως τήν ἀλήθεια εἶναι λέξη κίβδηλη· ὅτι ἀγάπη δέν σημαίνει νά πνιγῶ μαζί σου, ἀλλά νά σοῦ ἁπλώσω σωστικά τό χέρι μου· ἀγάπη εἶναι ν’ ἀρνηθῶ νά μοῦ λερώσει τό νερό, γιά νά τό φέρω γνήσιο στά διψασμένα χείλη σου.
   Κι ἄν ἐμεῖς ἐπιπόλαια τό ξεχνοῦμε αὐτό, ἔχουμε νά μᾶς τό θυμίζουνε ὅλους ἐκείνους πού περνοῦνε στά εἰκονίσματα· τόν ἠγαπημένο μαθητή, υἱό ἀγάπης καί υἱό βροντῆς, τόν Ἰωάννη, πού δίπλα στό «ὁ Θεὸς ἀγάπη ἐστι» ἔγραψε τό «εἴ τις ταύτην τὴν διδαχὴν οὐ φέρει... χαίρειν αὐτῷ μὴ λέγετε»· τόν Μᾶρκο πού οἱ αἰῶνες τόν ὀνόμασαν «Εὐγενικό» κι ὅμως ἀρνήθηκε νά βάλει τήν ὑπογραφή· ὅλους ἐκείνους πού ἀγάπησαν πολύ περισσότερο ἀπό μᾶς- μέχρι ὁμολογίας καί θυσίας- τόν Θεό καί τήν εἰκόνα Του.
   Πῶς νά προδώσουμε τό τόσο αἷμα τῆς ἀγάπης πού ἄρδευσε τήν πίστη μας; Γιατί ἐμεῖς οἱ Ὀρθόδοξοι, ἡ μόνη Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ, ἔχουμε ἀκόμη ἀνεξόφλητη τήν τελευταία ἐντολή ἀγάπης τοῦ Κυρίου μας: «Πορευθέντες μαθητεύσατε πάντα τά ἔθνη». Βγεῖτε στοῦ κόσμου τίς γωνιές καί μαθητεύσατε τούς πλανημένους καί διεφθαρμένους, τούς ἀγνοούντας καί κακοφρονούντας, τούς ἔρημους καί ἀπνευμάτιστους. Δῶστε τους Πνεῦμα! Δῶστε τους ἀλήθεια! Δῶστε τους Θεό! Δῶστε τους τήν Ὀρθοδοξία σας, πού -ἀλίμονο- μήν τήν προδώσετε γιά τίποτα!
  «Οὐκ ἀρνησόμεθά σε, φίλη Ὀρθοδοξία»· καί οἱ ψυχές τῶν πιστῶν, ἐκείνη ἡ συλλογική καρδιά πού συντονίζεται ἐν Πνεύματι, στρέφει τό βλέμμα της στόν Παντοκράτορα καί δέεται: «Κύριε τῶν Δυνάμεων, προστάτευσε τό σκάφος Σου. Στεῖλε μας ἕναν καινούργιο Ἀθανάσιο, ἕναν Μᾶρκο, νά ἑνωθοῦνε οἱ καρδιές μας γύρω ἀπ’ τή δική του, νά φυλάξουμε... Κάνε κάτι, Κύριε!».
  Τό βλέμμα χαμηλώνει σιωπηλά. Ἔχει ὁ Παράκλητος παρηγορήσει τίς καρδιές. Ἄς φαίνεται ὅτι ὁ Κύριος καθεύδει «ἐπί τῇ πρύμνῃ». Τό θαῦμα περιμένει τήν προστακτική φωνή στή θάλασσα: «Σιώπα! Πεφίμωσο!»
  Τό σκάφος Του, ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία Του δέν εἶναι δυνατόν νά βυθιστεῖ. Τήν ἵδρυσε ὁ Ἴδιος πάνω στήν πέτρα τῆς ὁμολογίας τοῦ θερμοῦ του μαθητῆ καί ὑποσχέθηκε πώς «πύλαι ᾅδου οὐ κατισχύσουσιν αὐτῆς». Τό σκάφος θ’ ἀράξει στό λιμάνι τ’ οὐρανοῦ. Ἀρκεῖ μέσα σ’ αὐτό, πίσω ἀπό τούς μάρτυρες, πίσω ἀπό τούς Ἀθανάσιους καί τούς Μάρκους, τούς χθεσινούς καί τούς μελλούμενους, νά εἴμαστε ἐμεῖς, ἐπώνυμοι καί ἀνώνυμοι· κάθε καρδιά πού ἐν ἔτει 2013 μέσα στούς βρυχηθμούς τοῦ οἰκουμενισμοῦ φωνάζει ἀνυποχώρητα: «Δέν θά σέ ἀρνηθοῦμε, ἀγαπημένη Ὀρθοδοξία μας· κι ἄν χρειαστεῖ, μύριες φορές γιά σένα θά πεθάνουμε».

Μαρία Παστουρματζῆ
Φιλόλογος