Super User

Super User

Τρίτη, 08 Ιούλιος 2014 03:00

Πλούσιος νεανίσκος

Ἀναζητώντας τήν εὐτυχία


Μιά πανανθρώπινη ἀγωνία

  Ἡ λέξη πού συμπυκνώνει στό νόημά της τόν μεγαλύτερο πόθο τοῦ ἀνθρώπου, τόν ποθεινότερο στόχο του, ἀλλά καί τό ἄπιαστο συνήθως ὄνειρό του, εἶναι ἡ λέξη εὐτυχία. Ποιό ὅμως εἶναι τό ἀκριβές περιεχόμενο αὐτῆς τῆς λέξεως, δέν μπόρεσε ὁ ἄνθρωπος νά τό καθορίσει κι ἴσως γι’ αὐτό δέν μπόρεσε ποτέ νά τήν βρεῖ μόνος του. Ἔτσι τό ἐρώτημα παραμένει πάντα ἀνοιχτό σ’ αὐτόν τόν κόσμο καί στούς ἀνθρώπους πού ζοῦν μακριά ἀπό τήν ἀποκάλυψη τοῦ Θεοῦ.

  Τί εἶναι ἡ εὐτυχία καί ποῦ μπορῶ νά τήν βρῶ; Αὐτό ἦταν τό ἐρώτημα πού διετύπωσε ὁ πλούσιος νέος –τύπος ὅλων τῶν νέων ὅλων τῶν ἐποχῶν– στόν θεάνθρωπο Κύριο, ὅταν τοῦ εἶπε· «Διδάσκαλε ἀγαθέ, τί ποιήσας ζωήν αἰώνιον κληρονομήσω;». Ἡ ἐρώτηση φωτίζει τό πρόβλημα μοναδικά. Μέσα στήν ἔκφραση «αἰώνιος ζωή» δίνεται ἁπλᾶ τό πλῆρες καί ἀκριβές περιεχόμενο τῆς εὐτυχίας· μία ζωή, πού νά εἶναι ὄντως ζωή, καί νά εἶναι ἀτελείωτη. Τό σημαντικό ὅμως δέν εἶναι αὐτό· τό σημαντικό εἶναι ἡ ἀπάντηση πού δίνει ὁ Κύριος· «εἰ θέλεις τέλειος εἶναι». Ἄν θέλεις, λοιπόν, νά εἶσαι τέλειος· νά τί σημαίνει εὐτυχία, γιά κεῖνον πού μᾶς ἔπλασε καί ξέρει καλύτερα ἀπό κάθε ἄλλον τίς ἀνάγκες μας· ἡ τελειότητα τοῦ ἀνθρώπου, αὐτό θά πεῖ, ἡ ὁλοκλήρωσή του καί ἡ ἐκπλήρωση τοῦ ἀνώτερου προορισμοῦ του.

  Ξεκάθαρα φαίνεται ὅτι ἡ τελειότητα συνδέεται μέ τήν εὐτυχία. Κι ἄν ἀκόμη ἦταν δυνατόν νά δώσουμε μία ἄπειρη εὐτυχία στόν ἄνθρωπο, δέν θά 'ταν εὐτυχισμένος ἄν δέν ἦταν τέλειος. Γιατί δέν θά εἶχε δεκτικότητα νά δεχθεῖ τήν εὐτυχία· δέν θά εἶχε τρόπο νά τήν ἀπολαύσει. Γι’ αὐτό, ὅσο αὐξάνει ἡ τελειότητα τοῦ ἀνθρώπου, τόσο αὐξάνει καί ἡ δύναμη, ἡ δεκτικότητα νά ἀπολαμβάνει τήν εὐτυχία. Ὅταν ὁ ἄνθρωπος φθάσει στήν τελειότητα, τότε ἔχει ὅλες τίς δυνατότητες καί ὅλες τίς συχνότητες νά ἐπικοινωνεῖ, νά ἐναρμονίζεται μέ τήν εὐτυχία, ἡ ἴδια δέ ἡ τελειότητά του γίνεται ἡ πηγή τῆς εὐτυχίας καί τῆς χαρᾶς του.

Ὄχι καλός ἀλλά πιστός

  Ἀλλά ἄς δοῦμε τά πράγματα ἀπό κοντά. Ἕνας πλούσιος νέος πλησιάζει τόν Ἰησοῦ καί ρωτᾶ μέ ἀγωνία: «τί πρέπει νά κάνω γιά νά κληρονομήσω αἰώνια ζωή;». Εἶναι νέος καί ὅμως δέν χορταίνει μέ τά νιάτα του, εἶναι πλούσιος καί ὅμως δέν ἱκανοποιεῖται μέ τά πλούτη του, εἶναι καί ἀξιωματοῦχος, ἄρχοντας, ἀλλά δέν τόν ἀναπαύει τό ἀξίωμά του. Καί ὁ Διδάσκαλος δίνει τήν πρώτη ἀπάντηση· ἡ εὐτυχία βρίσκεται στήν ἐκτέλεση τῶν ἐντολῶν πού ἔδωσε ὁ Θεός μέ τόν Δεκάλογο. Στόν Νόμο εἶναι γραμμένο νά μή μοιχεύσεις, νά μή φονεύσεις, νά μή κλέψεις, νά μή ψευδομαρτυρήσεις, τίμα τόν πατέρα σου καί τή μητέρα σου. Καί ὁ πλούσιος ἄρχοντας νέος, εὐχαριστημένος ἀπαντᾶ στόν Κύριο καί βεβαιώνει ὅτι ὅλα αὐτά τά φύλαξε καί μάλιστα «ἐκ νεότητός του», ἀπό παιδί ἀκόμη. Σπουδαῖος στ’ ἀλήθεια, συμπαθέστατος ὁ νέος αὐτός· γι’ αὐτό καί ὁ Κύριος ἔρριξε ἕνα βλέμμα καί τόν συμπάθησε, τόν ἀγάπησε. Κι εἶναι πολύ συμπαθής καί ἀγαπητός αὐτός πού ἀπό τά νιάτα του, ἀπό τά παιδικά του χρόνια, φυλάγει τόν νόμο τοῦ Θεοῦ.

  Ἐξομολογεῖται στόν Κύριο ὁ νέος: Κύριε, προσπάθησα νά ρυθμίσω τή ζωή μου σύμφωνα μέ τίς ἐντολές τοῦ Θεοῦ. Δέν μόλυνα τά χέρια μου μέ αἵματα ἀθώων ὑπάρξεων. Δέν πρόσβαλα τήν οἰκογενειακή τιμή τοῦ ἄλλου. Δέν ἀδίκησα. Δέν ἔκλεψα. Δέν πῆγα στά δικαστήρια νά ψευδορκήσω, νά ψευδομαρτυρήσω. Δέν ἀσέβησα στούς γονεῖς μου, ἀλλά τούς τίμησα καί τούς σεβάστηκα. Ἀλλά αὐτά ὅλα ἄραγε φθάνουν, γιά νά μοῦ δώσουν τό εἰσιτήριο γιά τήν αἰώνια ζωή; Μήπως ἔχω κάποια ἠθική ἔλλειψη; «Κύριε, τί ἔτι ὑστερῶ;». Ὅλες τίς ἐντολές τίς τηρεῖ ὁ νέος, ἀλλά δέν χορταίνει. Καταλαβαίνει ὅτι ἔχει νά κάνει κάτι ἀκόμη. Γιατί; Γιατί ὅλα αὐτά σημαίνουν ὅτι εἶναι μόνο καλός ἄνθρωπος. Δέν φτάνει ὅμως νά εἶσαι μόνο καλός ἄνθρωπος, ὅπως γίνεται φανερό ἀπό ὅλη τή Γραφή καί κηρύσσεται καθαρά ἀπό τούς ἁγίους Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας μας. Ἄν αὐτό μόνον ἔφτανε, γιατί ἦλθε ὁ Χριστός στόν κόσμο; Χρειάζεται νά εἶναι κανείς καλός ἄνθρωπος, ἀλλά τό τέλειο εἶναι ὁ σύνδεσμός μας μέ τόν Χριστό, κι αὐτό σημαίνει νά γίνουμε μέλη τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ. Νά εἴμαστε καλοί μέ τή συνείδηση, ἀλλά νά γίνουμε καί πιστοί μέ τό ὑπόδειγμα τοῦ Χριστοῦ, μέ τόν λόγο τοῦ Χριστοῦ, μέ τό σῶμα καί τό αἷμα τοῦ Χριστοῦ, μέ τά μυστήριά του. Δέν ἦλθε ὁ Χριστός νά ἱδρύσει ἕνα καλοκομεῖο καί νά μαζέψει τούς καλούς ἀνθρώπους. Ἦλθε νά ἱδρύσει Ἐκκλησία, πού εἶναι τό σῶμα του, τό κράτος του, ἡ βασιλεία του. Καί ἐκεῖ νά συγκεντρώσει ὅλους ἐκείνους πού λαχταροῦν γιά εὐτυχία καί πού ἔχουν ἀνάγκη γιά τελειότητα καί γιά αἰώνια ζωή. Μ’ αὐτό τόν σύνδεσμό του μέ τόν ἀρχηγό, μέ τόν Χριστό μας, ὁ ἄνθρωπος ἀποκτᾶ τήν αἰώνια ζωή.

Αὐταπάρνηση καί θυσία

  Πῶς ὅμως θά γίνει αὐτό; Γιατί δέν φτάνει νά ξέρεις ποῦ εἶναι ἡ εὐτυχία· πρέπει καί νά βρεῖς τόν δρόμο καί τό θάρρος, γιά νά τήν φθάσεις. Τό καθορίζει ὁ Κύριος μέ τή δεύτερη ἀπάντηση πού δίνει στόν νέο: «Πάντα ὅσα ἔχεις πώλησον καί διάδος πτωχοῖς καί ἕξεις θησαυρόν ἐν οὐρανῷ καί δεῦρο ἀκολούθει μοι». Τό βάρος τῆς περικοπῆς πέφτει στό δεύτερο σκέλος τῶν λόγων τοῦ Χριστοῦ, «ἀκολούθει μοι», πού ἀποτελεῖ καί τήν ἀπάντηση στή γεμάτη ἀγωνία ἀναζήτηση τοῦ νέου γιά τήν αἰώνια ζωή. Τό πρῶτο σκέλος «πώλησον τά ὑπάρχοντά σου καί δός πτωχοῖς», δέν εἶναι παρά ἡ προϋπόθεση καί ἡ προπαρασκευή γι’ αὐτό, στό ὁποῖο ὁ Χριστός καλεῖ τόν νέο. Κι ἐδῶ ἀκριβῶς γίνεται τό λάθος· οἱ περισσότεροι μένουν σ’ αὐτή τή δευτερεύουσα πρόταση καί βλέπουν στήν περικοπή ἕνα κήρυγμα ἐλεημοσύνης καί ἔμπρακτης φιλανθρωπίας, ἤ ἀκόμη ἕνα κήρυγμα παρατάξεως τοῦ πλούτου καί καταδίκης τῶν πλουσίων. Ἡ ἀλήθεια ὅμως εἶναι ἄλλη. Αὐτό πού ζητᾶ ὁ Χριστός ἀπό τόν πλούσιο νέο εἶναι ἡ αὐταπάρνηση καί ἡ θυσία. Καί γνωρίζει σάν παντογνώστης ὅτι γιά αὐτήν τήν συγκεκριμένη ψυχή, πού ἔχει ἐκείνη τήν ὥρα μπροστά του, ἡ ἀπάρνηση τοῦ πλούτου εἶναι ἡ μεγαλύτερη θυσία πού μπορεῖ νά ἐπιτελέσει, ἡ φλογερώτερη ἀπόδειξη τῆς ἐπιθυμίας του γιά τελειότητα, γιά αἰωνιότητα. Γι’ αὐτό καί τοῦ λέει: «πήγαινε καί πούλησε τά ὑπάρχοντά σου». Ἴσως ἄν εἶχε μπροστά του κάποιον ἄλλο, ἡ προτροπή θά ἦταν διαφορετική· θά εἶχε ὅμως πάντα γνώρισμα τήν αὐταπάρνηση, τό σταύρωμα τῶν ἐγωϊστικῶν ἐπιθυμιῶν. Ἐξ ἄλλου ὁ πλοῦτος αὐτός καθ' ἑαυτόν εἶναι πάντοτε μιά ἀπό τίς μεγάλες ἀδυναμίες τοῦ ἀνθρώπου· στόν καθένα θά στοίχιζε μιά ὁλοκληρωτική παραίτηση ἀπό τήν περιουσία του. Δέν χρειάζεται μάλιστα κἄν νά πρόκειται γιά περιουσία· στόν καθένα θά στοίχιζε μιά ὁλοκληρωτική παραίτηση ἀπ’ αὐτά πού θεωρεῖ δικά του. Ὁ ἄνθρωπος δένεται μέ τά πράγματα, μέ τό περιβάλλον του, καί εἶναι πάντα πράξη θυσίας ἡ ὁποιαδήποτε ἀπάρνηση, νά μπορεῖς νά ἀρνηθεῖς αὐτό μέ τό ὁποῖο εἶσαι συνδεδεμένος. Στήν περίπτωση τοῦ πλουσίου νέου ὁ Κύριος μ’ ἕνα ἁπλό βλέμμα διασχίζει ὅλη τήν ὕπαρξή του καί φτάνει στά κατάβαθα τῆς ψυχῆς του. Τόν συμπάθησε. Διακρίνει ὅμως μέσα του, μέσα στό κέντρο τῆς ὑπάρξεώς του μιά φρικτή ἀρρώστια, διακρίνει τή φιλαργυρία. Αὐτή ἡ ἀρρώστια τόν κρατάει δεμένο καί δέν τόν ἀφήνει νά φτερουγίσει στήν ἀτμόσφαιρα τῆς αἰωνίου ζωῆς.

  Ἀλλά δέν εἶναι μόνο παντογνώστης ὁ Κύριος, εἶναι καί ἰατρός. Δέν περιορίζεται σέ μιά ἁπλή διάγνωση. Δίνει καί τό κατάλληλο φάρμακο. Καί τό φάρμακο ἐναντίον τῆς ὀλέθριας ἀρρώστιας τῆς φιλαργυρίας εἶναι ἡ ἀγάπη. Ἡ ἀγάπη ἐκείνη πού φτάνει μέχρι τοῦ σημείου νά θυσιάσει τά πάντα γιά τούς πάσχοντες ἀδελφούς. Φάρμακο πολύ δραστικό, πού θεραπεύει ὁριστικά τήν κατάσταση. Ἀλλά ὁ νέος τρέμει. Ὁ λόγος εἶναι τρομερός. Εἶναι πολύ πικρό τό φάρμακο γιά τίς φιλάργυρες ψυχές. Ὁ ἄρρωστος δέν θέλει νά πάρει ἀπό τόν Χριστό τό σωτήριο φάρμακο, νά θεραπευθεῖ καί νά σωθεῖ. Γι’ αὐτό ὁ νέος «ἀπῆλθε στυγνάζων».

Γιατί φεύγουν;

  «Στυγνάζοντες» φεύγουν καί σήμερα πολλοί μετά ἀπό μιά γνήσια ἐπαφή μέ τό εὐαγγέλιο καί τήν Ἐκκλησία. Ἄλλοι ὅμως φεύγουν χαίροντες. Εἶναι ἐκεῖνοι πού ἔχουν τή διάθεση νά ἐγκαταλείψουν ὅ,τι κακό καί ἄσχημο καί ἐπικίνδυνο κρατοῦν καί νά δεχθοῦν αὐτό πού προσφέρει ὁ Χριστός. Στυγνάζοντες φεύγουν ὅσοι θέλουν βέβαια τόν Χριστό, θέλουν τήν αἰώνια ζωή, ἀλλά ἐννοοῦν νά κρατήσουν καί κάτι δικό τους, κάτι πού ἀγάπησαν καί συνδέθηκαν μ’ αὐτό. «Στυγνάζων» ἔφυγε ὁ νέος καί φεύγουν κι ὅλοι ὅσοι δέν ἀντέχουν τήν αὐταπάρνηση. Ὄχι γιατί δέν τούς ἱκανοποιεῖ ἡ ἀπάντηση, ἀλλά γιατί δέν βρίσκουν τή δύναμη νά τήν πραγματώσουν· γιατί ἔχουν ἄρρωστη θέληση.

  Ἄρρωστοι, ἄλλοι λίγο κι ἄλλοι περισσότερο, εἴμαστε ὅλοι. Ἀρρώστιες εἶναι τά ψυχοφθόρα πάθη, πού μᾶς ἐμποδίζουν νά ἀκολουθήσουμε τόν Χριστό, νά γίνουμε μαθητές του. Ὁ καθένας ἔχει κάποια ἔλλειψη, τήν ἀχίλλειο πτέρνα του, θά ἔλεγα, τήν ἀδύνατη πλευρά τοῦ χαρακτῆρος του. Ἀλλά ἡ πίστη μας εἶναι πίστη τῶν τελείων. Μᾶς δείχνει τίς κορυφές τῆς ἀρετῆς καί μᾶς λέει: - Ἐμπρός, βαδίζετε διαρκῶς πρός τά ἄνω, γίνεσθε τέλειοι! Κι αὐτός πού τολμᾶ ἀνεβαίνει.

  Μ’ αὐτές τίς ἀναλύσεις καταλήγουμε στίς ἑξῆς διαπιστώσεις: Φυσικά ἡ τελειότητα δέν περιορίζεται στά στενά πλαίσια τῆς ἐλεημοσύνης. Οὔτε μόνο στήν ἀγάπη. Βρίσκεται ὅμως στό «ἀκολούθει μοι», στή γεμάτη ὑποταγή μίμηση τοῦ Σωτῆρος. Ἡ φιλανθρωπία εἶναι μία ἀπό τίς συνέπειες τῆς θυσίας, πού προϋποθέτει αὐτή ἡ μίμηση καί πού εἶναι πολύ εὐκολώτερη ἀπό αὐτήν. Ἄν δέν ἔχεις τή διάθεση νά πτωχεύσεις ἑκούσια, οὐδέποτε θά βρεῖς τόν δρόμο νά ἀκολουθήσεις τόν Χριστό. Καί ἡ ἄλλη πλευρά τοῦ θέματος, ἡ τελειότης δέν μετρᾶται μέ τό μέγεθος τῆς ἀνέχειας καί τῆς κακοπάθειας, ἀλλά μέ τήν ποιότητα καί τό ὕψος τῆς θυσίας. Ὅταν τό ζενίθ τῆς αὐταπαρνήσεώς σου βρίσκεται στήν ἀπάρνηση τοῦ πλούτου, εἶναι αὐτή πού θά σέ φέρει πιό κοντά στήν τελειότητα, γιατί σέ φέρνει πιό κοντά στόν Χριστό.

Στέργιος Ν. Σάκκος

Ἀπολύτρωσις 36 (1981) 145-146

Τρίτη, 08 Ιούλιος 2014 03:00

Παραβολή ἄφρονος πλουσίου

Ψυχή καί Χριστός

 «Anima naturaliter christiana est», εἶπε κάποτε ὁ σοφός Τερτυλλιανός καί ἀπό τότε πολλές φορές ἡ ἱστορία τοῦ ἀνθρωπίνου πνεύματος ἐπαλήθευσε αὐτόν τόν λόγο. «Ἡ ψυχή εἶναι ἀπό τήν φύση της χριστιανική», εἴτε ἀνήκει σέ χριστιανό εἴτε ὄχι, διότι ἔτσι ἔχει βγεῖ μέσα ἀπό τά χέρια τοῦ Δημιουργοῦ της, νά ἀναπαύεται μόνο στόν ἐν Χριστῷ Θεό. Τό εὐαγγέλιο τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ καί ἡ ζωή τῆς χάριτος, πού αὐτός χαρίζει, ἀποτελοῦν τό μόνο ἔνδυμα πού τήν καλύπτει, τήν μόνη τροφή πού τήν χορταίνει, τό μοναδικό καθεστώς πού τήν ἰσορροπεῖ.

 Φαίνεται αὐτό πρῶτα-πρῶτα ἀπό τίς ἀναζητήσεις τοῦ ἀνθρώπου· ἀπό τίς ἀνησυχίες του, πού τόν σπρώχνουν νά παίρνει χίλιους δρόμους ψάχνοντας τήν εὐτυχία, καί ἀπό τίς ἀπογοητεύσεις του, πού τόν γεμίζουν πικρία, καθώς φθάνει κάθε φορά στά σκληρά ἀδιέξοδα. Κυνηγᾶ τήν δόξα ὁ φιλόδοξος, τό χρῆμα ὁ φιλάργυρος, τήν ἡδονή ὁ φιλήδονος, μέ πάθος καί μανία, ἀλλά γιατί ποτέ δέν ἱκανοποιεῖται ἀπό τό θήραμά του; Γιατί ὅσο πιό πολύ κορέννεται, τόσο πιό ἄδειος νιώθει, ὅσο πιό ἀδηφάγα ρουφᾶ, τόσο πιό ἄπληστα διψᾶ; Δέν εἶναι αὐτό μιά τρανή μαρτυρία πώς κάτι ἄλλο ζητᾶ, ἄπειρο καί αἰώνιο καί πολύ προσωπικό, κάτι πού θά ἀναγνωρίσει καί θά τιμήσει τήν ἀξία τῆς ὑπάρξεώς του περισσότερο ἀπό τήν δόξα τῶν ἀνθρώπων, κάτι πού θά ἀσφαλίσει τήν ζωή του καλύτερα ἀπό τό χρῆμα, κάτι πού θά γλυκάνει τό εἶναι του βαθύτερα καί δυνατώτερα ἀπό τήν ἡδονή;

 Λέει ὁ ἄφρονας πλούσιος στήν ψυχή του: «Ψυχή, ἔχεις πολλά ἀγαθά κείμενα εἰς ἔτη πολλά· ἀναπαύου, φάγε, πίε, εὐφραίνου» (Λκ 12,19). Ἀλλά ἡ ψυχή μέ τά ἀγαθά αὐτοῦ τοῦ κόσμου δέν ξεκουράζεται· μόνο φορτώνεται καί βαραίνει. Δέν εὐφραίνεται· μόνο ταράσσεται καί ὑποφέρει. Διότι ἐκεῖνο πού τῆς λείπει καί ἐκεῖνο πού τῆς χρειάζεται εἶναι τά ἀγαθά ἑνός ἄλλου κόσμου, ἀπό τόν ὁποῖο κατάγεται καί στόν ὁποῖο ἀνήκει· ἀγαθά ὄχι τῆς γῆς, ἀλλά τοῦ οὐρανοῦ, οὔτε ἁπλῶς «πολλά», ἀλλά ἀτελεύτητα, καί ὄχι μόνο γιά «ἔτη πολλά», ἀλλά γιά τούς αἰῶνες τῶν αἰώνων. Ναί, ἐκεῖνο πού λαχταρᾶ ἡ ἀνθρώπινη ψυχή εἶναι ὁ Θεός.

 Ποιός θεός ὅμως; Μέσα ἀπό τά ρεύματα τῆς ἱστορίας ἀναδύονται ἑκατοντάδες θεοί, μέ ποικίλες μορφές, ἀναιρώντας ὁ ἕνας τόν ἄλλο. Ἀπό τά πανάρχαια χρόνια, ὅπως μαρτυρεῖ ὁ Πλούταρχος, μέχρι σήμερα δέν θά βρεῖτε οὔτε ἕνα λαό οὔτε μία ἐποχή χωρίς θεό. Ἀλλά δέν θά βρεῖτε ἐπίσης οὔτε καί τήν ἱκανοποίηση τῆς ψυχῆς. Στέκεται ἡ ψυχή κάθε φορά μέ πόθο καί δέος μπροστά στήν θεότητα πού ὑψώνει, γιά νά στραφεῖ σέ λίγο ἀπογοητευμένη ἀλλοῦ, ἀναζητώντας ξανά καί ξανά τόν ἄγνωστο θεό της. Νεκροί καί ψεύτικοι οἱ θεοί τῶν ἀνθρώπων! Διότι δέν εἶναι ὁ Θεός πού τούς δημιούργησε γιά τόν ἑαυτό του, ἀλλά οἱ θεοί πού οἱ ἄνθρωποι δημιούργησαν γιά τόν δικό τους ἑαυτό, στομώνοντας ἔτσι μέ σκύβαλα τήν θεϊκή λαχτάρα τῆς ψυχῆς τους. Δέν εἶναι ὁ ζωντανός καί ἀληθινός Θεός, πού θέλει τήν ὑπηρεσία τοῦ ἀνθρώπου, ἀλλά εἶναι τά φόβητρα καί τά θέλγητρα τῶν ἀνθρώπων, πού θεοποιοῦνται γιά νά τεθοῦν στήν ὑπηρεσία τους.

 Ρίξτε ἕνα βλέμμα στίς θρησκεῖες τοῦ κόσμου. Στήν Αἴγυπτο καί στήν Ἰνδία, στήν ζούγκλα τῆς Ἀφρικῆς καί στόν κάμπο τῆς Μεσοποταμίας θεός γίνεται ὁ ἥλιος καί ὁ ποταμός, τό φετίχ καί τό τοτέμ, ὅσα συντηροῦν καί ὅσα ἀπειλοῦν τήν ἀνθρώπινη ζωή. Στήν Ἑλλάδα; Ἀποθεώνονται οἱ ἀρετές, ἀλλά καί τά πάθη· καί ἐπειδή ἕνας θεός δέν μπορεῖ νά παίζει ὅλους τούς ρόλους, γεννιοῦνται πολλοί, ἄλλοι ἀπό τήν κεφαλή τοῦ Διός, γιά νά εὐνοοῦν τίς ἀνώτερες ἐφέσεις τῆς ψυχῆς, καί ἄλλοι ἀπό τά ὑπογάστριά του, γιά νά ἱκανοποιοῦν τίς κατώτερες ὁρμές. Ἀκόμη καί οἱ Ἰουδαῖοι, στούς ὁποίους ἀποκαλύφθηκε ὁ ἀληθινός Θεός, ὅταν ξέκλιναν ἀπό τήν ὁδό τῶν ἐντολῶν τοῦ Θεοῦ, καταντοῦσαν σέ μία ἀνούσια τυπολατρία καί ἀλλοίωναν τήν εἰκόνα τοῦ προσώπου του σύμφωνα μέ τίς ἐπιθυμίες τους. Κι ἐκεῖνοι ὅμως πού πίστευαν μέ μία ἁγνή πίστη στόν Κύριο τοῦ οὐρανοῦ καί τῆς γῆς, δέν χόρταιναν μ' αὐτήν τήν πίστη, ἀλλά προσδοκοῦσαν καί καρτεροῦσαν τήν συγκεκριμένη παρουσία τοῦ Θεοῦ καί τήν προσωπική συνάντηση μαζί του.

 Καί ὁ Θεός ἦλθε. Στό πρόσωπο τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ φανέρωσε ποιός εἶναι καί μᾶς κάλεσε νά τόν γνωρίσουμε. Ὅσοι ἀνταποκρίθηκαν στήν κλήση βεβαιώνουν μέ τήν ἐμπειρία τους ὅτι αὐτός εἶναι ὁ Θεός τῆς ψυχῆς μας καί μαρτυροῦν ὅτι ὄντως ἡ ψυχή εἶναι ὄχι ἁπλῶς θεϊκή, ἀλλά χριστιανική, διότι θεός ἄλλος ἐκτός ἀπό τόν Χριστό δέν ὑπάρχει. Ἀποδεικνύεται ἔτσι πόσο πλανῶνται ἐκεῖνοι πού ἐνῶ ἀρνοῦνται τόν Χριστό, ἐφησυχάζουν «ἑαυτούς καί ἀλλήλους» λέγοντας ὅτι δέν εἶναι ἄθεοι, ἀλλά πιστεύουν σέ μία ἀνώτερη δύναμη, σέ κάποιο ὑπερβατικό ὄν. Ἡ ἀλήθεια εἶναι ὅτι ἐφόσον παραμένουν ἄπιστοι στό πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ, ἐφόσον δέν θέλουν νά δεχθοῦν ὅτι ὁ Ἰησοῦς, ὁ υἱός τῆς παρθένου Μαρίας, εἶναι ὁ Υἱός τοῦ Θεοῦ, μάταια βαυκαλίζονται ὅτι ἔχουν Θεό. Οἱ ἄπιστοι εἶναι καί αὐτοί ἄθεοι, ὅσους θεούς κι ἄν ἐπικαλοῦνται.

 Ἐνασμενίζονται νά νομίζουν μερικοί στήν ἐποχή μας ὅτι ὅλη αὐτή ἡ κίνηση καί ἡ ἀνακίνηση τῶν ἀνατολικῶν θρησκειῶν πού παρατηρεῖται, ἡ ἕλξη καί ἡ γοητεία τῶν γκουρού, ἡ διάδοση τῆς μαύρης καί τῆς λευκῆς μαγείας, ἡ ἔξαρση τῆς θρησκευτικῆς μουσικῆς, ἀποτελοῦν δείγματα ὅτι οἱ ἄνθρωποι ἔχουν Θεό. Χαίρονται οἱ ἀφελεῖς καί φιλοσοφοῦν οἱ κουλτουριάρηδες. Ἀλλά αὐτά εἶναι ἀκριβῶς τά δείγματα πού δείχνουν ὅτι οἱ ἄνθρωποι δέν ἔχουν Θεό καί γι' αὐτό φτιάχνουν συνεχῶς καινούργιους καί ὅλο πιό ἀπατηλούς θεούς. Τό θεῖον δέν τό ἀσφαλίζει οὔτε τό ὄνομα οὔτε ἡ λατρεία οὔτε τό ἱερατεῖο. Μπορεῖ αὐτά νά εἶναι τά πιό ἰσχυρά ὑποκατάστατα, ἀλλά δέν παύουν νά εἶναι ὑποκατάστατα τοῦ Θεοῦ, πού ἀφήνουν γυμνή τήν ψυχή, πεινασμένη καί ἀπορρυθμισμένη μέσα στίς ἀπεγνωσμένες ἀναζητήσεις της.

 Ὁ Θεός ὁ ἀληθινός δέν εἶναι ὁ Ἀλλάχ οὔτε εἶναι ὁ Μέγας Ἀρχιτέκτων τοῦ σύμπαντος οὔτε μία συγκεχυμένη δύναμη πού μπορεῖ νά ὑπάρχει παντοῦ, ὅσο καί πουθενά. Εἶναι ἕνας συγκεκριμένος Θεός, πού μπῆκε στήν ἱστορία μας, μᾶς ἔδωσε τά διαπιστευτήριά του, μᾶς ἔδειξε τήν τέλεια ἀγάπη του καί ζήτησε τήν καρδιά μας. Ὁ Θεός αὐτός ἔχει πρόσωπο, ἔχει εὐαγγέλιο, ἔχει σχέδιο καί ἀναπτύσσει προσωπική σχέση μέ τόν ἄνθρωπο. Στήν ἀγκαλιά του ἀναπαύεται ἡ ψυχή μας, ἀπό τά τρυπημένα χέρια του παίρνει ζωή, μέ τόν λόγο του στηρίζεται, στήν παρουσία του εὐφραίνεται «ὡς ἐν ἡμέρᾳ ἑορτῆς» (Σοφονία 3,17). Ὁ Θεός εἶναι ὁ Κύριος Ἰησοῦς Χριστός, καί ἡ ψυχή μας ἀπό τήν φύση της τοῦ ἀνήκει.

 Ἄν ἡ ἄρνηση τοῦ Χριστοῦ τό φανερώνει αὐτό μιά φορά, τό διατρανώνει πολλές φορές ἡ ὑποταγή στόν Χριστό. Ὅταν ὁ ἄνθρωπος δεχθεῖ τό μήνυμα τοῦ εὐαγγελίου καί γευθεῖ πόσο χρηστός εἶναι ὁ Κύριος, τότε τίποτε δέν μπορεῖ νά τόν χωρίσει ἀπό τήν ἀγάπη του. Ἀκόμη καί ὅταν χρειαστεῖ γιά τό ὄνομά του νά ἀντιμετωπίσει διωγμούς, νά σηκώσει σταυρούς, νά ὑποστεῖ θυσίες καί θλίψεις, δέν ἀνταλλάσσει τόν Χριστό μέ καμία ἄνεση καί καμία δόξα. Ἀλλά τό πιό καταπληκτικό εἶναι ὅτι ὄχι μόνον ὑπομένει, ἀλλά ξέρει καί νά χαίρεται στά παθήματά του. Ὑπάρχει ἄραγε κάτι ἄλλο ἀπό αὐτήν τήν ἀναφαίρετη καί πεπληρωμένη χαρά τοῦ χριστιανοῦ, πιό ἱκανό νά μᾶς πείσει γιά τόν σύνδεσμο πού ἔχουν ἡ ψυχή καί ὁ Χριστός;

 Τό μήνυμα αὐτό μπορεῖ νά τό διαπιστώσει ἄμεσα ὁ σύγχρονος ἄνθρωπος, ἄλλοτε μέ τήν ἀγωνία του μέσα στήν σύγχυση τῆς ἐποχῆς καί ἄλλοτε μέ τήν ἱλαρότητά του μέσα στόν ἀγώνα γιά τήν θέωση. Ὁ κόσμος ἀναπόφευκτα χωρίζεται σ' αὐτούς πού ἔχουν Θεό, καί εἶναι οἱ χριστιανοί, καί σ' αὐτούς πού δέν ἔχουν Θεό, καί εἶναι ὄχι μόνον οἱ ἄθεοι ἀλλά καί ὅλοι οἱ ἄπιστοι. Μάταια γυρεύουν οἱ τελευταῖοι τήν γαλήνη καί τήν ἠρεμία στήν γιόγκα καί στό νιρβάνα, στόν στοχασμό καί στήν διανόηση, στά μεταφυσικά ταξίδια καί στίς ἐπικοινωνίες μέ τό ὑπερπέραν. Ἡ μακαριότητα καί ἡ εὐτυχία δέν βρίσκονται μακριά μας οὔτε εἶναι κρυμμένες μέσα στό μισοσκόταδο τῶν ἀποκρύφων θρησκειῶν καί φιλοσοφιῶν. Ὁ Θεός μᾶς ἐγγίζει μέ τόν Ἰησοῦ Χριστό, πού ἦλθε ἀνάμεσά μας ὅλο φῶς καί γλυκύτητα. «Τό φῶς ἐλήλυθεν εἰς τόν κόσμον», γράφει ὁ εὐαγγελιστής Ἰωάννης, ἀλλά «ἠγάπησαν οἱ ἄνθρωποι μᾶλλον τό σκότος ἤ τό φῶς· ἦν γάρ πονηρά αὐτῶν τά ἔργα» (Ἰω 3,19). Κι ἕνας μεγάλος ἀναζητητής τῆς ἀλήθειας, ὁ ἱερός Αὐγουστῖνος, σφραγίζει μέ τό ἀδιαφιλονίκητο κῦρος τῆς προσωπικῆς του ἱστορίας τό γεγονός· «Κύριε, μᾶς ἔπλασες γιά σένα καί ἡ ψυχή μας ἀγωνιᾶ, ἕως ὅτου ἀναπαυθεῖ στούς κόλπους σου!».

Στέργιος Ν. Σάκκος

Ἀπολύτρωσις 41 (1986) 145-147

Παρασκευή, 22 Οκτώβριος 2021 03:00

Ἡ παραβολή τοῦ σπορέως

sporos  Στή γραφικότατη παραβολή τοῦ σπορέως ὁ Κύριος παρουσιάζει ἁπλά ἀλλά πολύ παραστατικά τή διαδικασία τῆς πνευματικῆς καλλιέργειας, πού εἶναι τό πρωταρχικό στοιχεῖο τῆς πνευματικῆς ζωῆς. Αὐτή τή θεία διδαχή σχολιάζουν καί ἁπλοποιοῦν μέ τόν τρόπο τους τά τροπάρια τῆς ᾿Εκκλησίας. Εἶναι ἐνδιαφέρον νά μεταφέρουμε ἐδῶ μερικά ἀπό αὐτά τά ὑμνολογικά ἑρμηνεύματα· Καταρχήν οἱ ὑμνογράφοι μιλοῦν γιά τόν σποριά, τόν «ἀθάνατον γεωργόν», πού ἀνέθεσε τό ἔργο τῆς σπορᾶς τοῦ λόγου Του στούς ἀποστόλους, τούς «σπορέας ἁπάντων τῶν καλῶν». Οἱ συνεχιστές τοῦ ἔργου τῶν ἀποστόλων προσδιορίζονται ἐπίσης μέ τόν ἴδιο χαρακτηρισμό· «σπορεύς καλῶν» ὀνομάζεται ὁ ἅγιος ᾿Αβέρκιος (22 ᾿Οκτωβρίου), ἐνῶ ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος (25 ᾿Ιανουαρίου), ὁ ὁποῖος συνέβαλε στή διατήρηση τοῦ ὀρθοδόξου φρονήματος, ἀποκαλεῖται «σπορεύς ὀρθῶν δογμάτων».

 Σύμφωνα μέ τά Εὐαγγέλια ὁ σπόρος εἶναι «ὁ λόγος» (Μρ 4,14), «ὁ λόγος τῆς βασιλείας» (Μθ 13,19), «ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ» (Λκ 8,11). Καί οἱ ὑμνογράφοι μιλοῦν γιά «σπόρον τοῦ λόγου» ἤ «σπέρματα τοῦ λόγου» ἤ «λογικά σπέρματα». Δέν εἶναι ἀνθρώπινος λόγος ἀλλά θεῖος, ἔνθεος, οὐράνιος, εἶναι ὁ σπόρος τοῦ Πνεύματος, τά τῆς χάριτος σπέρματα. ῾Ως ἐκ τούτου ἔχει ἀνεκτίμητη ἀξία· εἶναι σπόρος πολύτιμος, σωτήρια σπέρματα.

 Τήν ἀπόδοση τῆς θείας σπορᾶς περιορίζουν ποικίλοι παράγοντες. Οἱ ὑμνογράφοι μνημονεύουν·

 α) «Τάς ἀκάνθας τῶν τοῦ βίου συμπτωμάτων», πού εἶναι οἱ μέριμνες τοῦ αἰῶνος τούτου ἀλλά καί ἡ «ἀπάτη τοῦ πλούτου».

 β) «Τάς ἀκάνθας τῶν ἡδονῶν», «τήν ἄκανθαν τήν φιλήδονον», δηλαδή τίς ἡδονές τοῦ βίου.

 γ) «Τάς ἀκάνθας τῶν παθῶν», τάς «ἀκανθώδεις ἐννοίας τῆς καρδίας», «ὕλην κακίας».

῾Η ρίζα τῶν ἀκανθῶν βρίσκεται μέσα στόν ἄνθρωπο, τονίζουν.

 δ) «Τάς ἀκάνθας τῆς πλάνης», τήν «ἀκανθώδη θρησκείαν τῶν εἰδώλων», δηλαδή τήν εἰδωλολατρία. ᾿Εκ πρώτης ὄψεως αὐτό ἀποκλίνει ἀπό τό ἁγιογραφικό κείμενο. Στήν πραγματικότητα ὅμως ὅλα ὅσα ἀναφέρει ὁ Κύριος ὡς ἀγκάθια συνιστοῦν εἰδωλολατρία μέ τήν εὐρεία ἔννοια, μέσα στήν ὁποία περιλαμβάνεται καί ἡ στενή θρησκευτική ἔννοια τήν ὁποία ἀναφέρουν οἱ ὑμνογράφοι.

 ῾Η «καλή γῆ» τοῦ εὐαγγελικοῦ κειμένου χαρακτηρίζεται στά τροπάρια ἐπίσης «καλή» ἀλλά καί «ἀγαθή» καί «πίων». Εἶναι ἡ «καρδία», κατά τόν Λουκᾶ, ἤ, κατά τή συχνή ὑμνογραφική ἔκφραση, ἡ «ψυχή», ἡ «διάνοια». Δέχεται τά σπέρματα τοῦ λόγου «προθύμως», τά κατέχει, τά κατανοεῖ, τά παραδέχεται, τά καλλιεργεῖ καί γίνεται γῆ καρποφόρος, εὔκαρπος, κατάκαρπος, εὐφοροτάτη.

 Ποικίλοι εἶναι οἱ ὑμνογραφικοί χαρακτηρισμοί γιά τόν καρπό τῆς «καλῆς γῆς». ᾿Ονομάζεται συνήθως «στάχυς» ἤ «ἄσταχυς» (=στάχυς) καί σπανιότερα «καρπός», «σῖτος», «γεώργιον».

 Πολύ συχνά τονίζεται ἡ πλούσια καρποφορία μέ τόν ὅρο «ἑκατοστεύοντα» καρπόν καί λιγότερο συχνά μέ τούς χαρακτηρισμούς «πολύχουν», «πολύφορον». Δέν γίνεται καθόλου λόγος γιά τίς ἄλλες διαβαθμίσεις τῆς ποσότητας τῆς καρποφορίας -«τριάκοντα», «ἑξήκοντα»- τίς ὁποῖες ἀναφέρει τό εὐαγγελικό κείμενο. Στήν τάξη τῶν καρποφορούντων «ἑκατόν» κατατάσσουν οἱ ὑμνογράφοι ἀποστόλους, ἐπισκόπους, μάρτυρες, ἱερομάρτυρες, ὁσιομάρτυρες, ὁσίους, μοναχούς, παρθένους ἀλλά καί ἐγγάμους. Παρόμοια εἶναι καί ἡ ἄποψη τῶν ἑρμηνευτῶν πατέρων καί ἐκκλησιαστικῶν συγγραφέων, σύμφωνα μέ τούς ὁποίους αὐτήν τήν ποσότητα καρποφορίας ἐπέτυχαν· α) ῞Ολοι οἱ μάρτυρες, οἱ ὁποῖοι χάριν τοῦ ὀνόματος τοῦ Χριστοῦ θυσίασαν τή ζωή τους, καί ὅσοι ὑπέμειναν ποικίλους ἐξωτερικούς πειρασμούς. β) ῞Οσοι ἔφθασαν στήν τελειότητα τῆς ἀρετῆς καί τῆς εὐσεβείας. γ) Οἱ παρθένοι καί ἀφιερωμένοι στόν Θεό. δ) Οἱ ἐρημίτες μοναχοί.

 Οἱ ὑμνογράφοι δέν ἀρκοῦνται νά παρουσιάσουν τήν πλούσια καρποφορία πού ἀπήλαυσαν οἱ ἅγιοι μέ τή σπορά καί καλλιέργεια στή δική τους ψυχή καί στίς ψυχές τῶν συνανθρώπων τους. ᾿Ασχολοῦνται καί μέ τά μέσα πού συνέβαλαν στήν καλλιέργεια καί εὐκαρπία. Συγκεκριμένα τονίζουν τήν «πρόρριζον ἐκκοπήν» τῶν ἀκανθῶν, ἡ ὁποία ἐπιτυγχάνεται μέ τό λόγο τοῦ Θεοῦ, τίς προσευχές καί τή θεία ἀγάπη.

 ᾿Εξάλλου, ἡ καλλιέργεια, τό ὄργωμα, ἡ ἄρδευση γίνονται μέ τή μελέτη καί διάδοση τοῦ λόγου τοῦ Θεοῦ, τίς προσευχές, τά δάκρυα καί τούς στεναγμούς, τήν ἄσκηση καί τήν κακοπάθεια, «τά πικρά βάσανα», «τῇ φιλοπόνῳ πολιτείᾳ».

 ᾿Αλλά, γιά νά ἔρθει ἡ καρποφορία, δέν ἀρκεῖ ἡ ἀνθρώπινη προσπάθεια. Σ᾿ αὐτήν προστίθεται ὡς ἐνίσχυση ἡ θεία χάρη, ἡ μεσιτεία τῆς Θεοτόκου καί οἱ πρεσβεῖες τῶν ἁγίων.

Σ. Καρακασίδου

Δρ. Θεολογίας

Τρίτη, 08 Ιούλιος 2014 03:00

Ψαλμός 1ος

Ὁ μακάριος ἄνθρωπος

(Ψα 1)

Μακάριος ὁ ἄνθρωπος

πού στή συντροφιά τῶν ἀπίστων δέν πηγαίνει,

στό δρόμο τῶν ἁμαρτωλῶν δέν στέκεται

καί στό κάθισμα τῶν λοιμικῶν δέν κάθεται.

Μέσα στή Βίβλο τοῦ Κυρίου

αὐτός εὐχαριστιέται

κι ὁλημερίς κι ὁλονυχτίς

τήν ἔχει στό μυαλό του.

Μοιάζει ἔτσι μέ τό δένδρο,

πού εἶναι δίπλα σέ ποτάμι φυτεμένο

καί στόν κατάλληλο καιρό

θά δώσει τόν καρπό του

καί πάντοτε τά φύλλα του

τά ἔχει θαλλερά.

Ὅ,τι κι ἄν κάνει, τοῦ εἶναι προκομμένο.

Ἀπρόκοποι οἱ ἄπιστοι, ἀπρόκοποι!

Ἐκεῖνοι μέ τό χνούδι μοιάζουν

πού τό σκορπίζει ὁ ἄνεμος

καί τό ἐξαφανίζει.

Ἔτσι, πῶς νά σταθοῦνε ὄρθιοι

οἱ ἀσεβεῖς στήν κρίση;

Οὔτε καί οἱ ἁμαρτωλοί

στή σύναξη δικαίων!

Τή ζωή τῶν εὐσεβῶν

ὁ Κύριος τήν προσέχει,

ἐνῶ ἡ ζωή τῶν ἀσεβῶν

μόνη της πάει χαμένη.

                      Στέργιος Ν. Σάκκος

 

  Ὁ ψαλμός συσφίγγει τή φιλία· ἑνώνει τά χωρισμένα· συμφιλιώνει τούς ἐχθρούς. Διότι, ποιός μπορεῖ νά ἐξακολουθεῖ νά θεωρεῖ ἐχθρό ἐκεῖνον μαζί μέ τόν ὁποῖο ὕψωσε τήν ἴδια φωνή πρός τόν Θεό; Ὥστε ἡ ψαλμωδία χορηγεῖ καί τό μέγιστο ἀγαθό, τήν ἀγάπη, διότι ἐπινόησε σάν συνδετικό κρίκο γιά τήν ἕνωση τήν ἀπό κοινοῦ ψαλμωδία καί συναρμονίζει τό λαό στή συμφωνία ἑνός χοροῦ. Ὁ ψαλμός τρέπει σέ φυγή τούς δαίμονες, ἐπιφέρει τή βοήθεια τῶν ἀγγέλων· εἶναι ὅπλο στούς φόβους τῆς νυκτός καί ἀνάπαυση στούς κόπους τῆς ἡμέρας· ἀσφάλεια γιά τά νήπια· κόσμημα γιά τούς ἀκμαίους στήν ἡλικία ἄνδρες· παρηγοριά γιά τούς μεγάλους· στολίδι πάρα πολύ ταιριαστό γιά τίς γυναῖκες.

Μ. Βασιλείου, Ὁμιλία 1η εἰς τόν Α΄ Ψαλμόν,

μετάφραση Σ. Καρακασίδου

Τρίτη, 08 Ιούλιος 2014 03:00

Α΄ Τι 4,10

 Κάνει διακρίσεις ὁ Θεός; Αὐτό τό ἐρώτημα ὑποβάλλει ὁ ἀναγνώστης μας μέ ἀφορμή τό ἁγιογραφικό χωρίο "ὅς (ὁ Θεός) ἐστι σωτήρ πάντων ἀνθρώπων, μάλιστα πιστῶν" (Α΄ Τι 4,10).
"Δεδομένου ὅτι τό "μάλιστα" σημαίνει "πάρα πολύ, ἰδιαίτερα", τό νόημα τοῦ χωρίου εἶναι ὅτι ὁ Θεός σώζει ὅλους τούς ἀνθρώπους ἀλλά στούς πιστούς χαρίζει κάτι παραπάνω, μιά ἄλλου εἴδους σωτηρία; Δηλαδή, κάνει διακρίσεις;"
 Ἤδη στήν Παλαιά Διαθήκη ὁ Θεός μέ τό κηρυγμά τῶν προφητῶν καλλιεργεῖ τό λαό καί τόν ἑτοιμάζει γιά τήν ἐσχατολογική σωτηρία, πού θά φέρει ὁ Μεσσίας. Σ’ αὐτή τή σωτηρία εἶναι στραμμένη ἡ ψυχή τοῦ Ἰσραήλ τίς παραμονές τῆς Καινῆς Διαθήκης. Ὁ Χριστός εἶναι ὁ σωτήρας μας (Λκ 2,11), ὅπως δείχνει καί τό ὄνομά του «Ἰησοῦς» (ἑβρ. Γεσουάχ=ὁ Γιαχβέ πού σώζει, ὁ Θεός σωτήρας). Τά σημεῖα πού ἐπιτέλεσε, οἱ θεραπεῖες ἀσθενῶν καί οἱ ἀναρίθμητες εὐεργεσίες του στό λαό τόν ἀπέδειξαν σωτήρα. Ἀπαραίτητη προϋπόθεση, βέβαια, γιά τήν ἐπιτέλεση τῶν σημεῖων, τήν παραχώρηση τῆς σωτηρίας πού ζητοῦσαν οἱ ἄνθρωποι, ἦταν ἡ πίστη τους στό πρόσωπο τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ.
 Ἀλλά ὁ Χριστός φέρνει στόν κόσμο μία σωτηρία πολύ σημαντικότερη ἀπό τή σωματική, τή σωτηρία τῆς ψυχῆς. Χαρακτηριστική εἶναι ἡ περίπτωση τῆς θεραπείας τῶν δέκα λεπρῶν (Λκ 17, 12-19). Ὅλοι ζητοῦν καί λαμβάνουν ἀπό τόν Χριστό τή σωτηρία τοῦ σώματός τους, τή θεραπεία. Ἐκεῖνος ὅμως πού ἐπέστρεψε εὐγνώμονα στόν Λυτρωτή ἔλαβε καί τῆς ψυχῆς του τή σωτηρία.
 Ἡ σωτηρία τῆς ψυχῆς προσφέρεται σ’ ὅλους τούς ἀνθρώπους, διότι ὁ Θεός «πάντας ἀνθρώπους θέλει σωθῆναι» (Α΄ Τι 2,4). Ὄπως σ’ ὅλους τούς ἀνθρώπους χαρίζει τόν ἥλιο, τόν ἀέρα, τά φυσικά ἀγαθά, ἔτσι γιά ὅλους τούς ἀνθρώπους ἔστειλε τόν Υἱό του, πού χαρακτηρίζεται ὡς σωτήρας τοῦ κόσμου (Α΄ Ἰω 4,14). Μετά τήν ἐνανθρώπηση καί τή λυτρωτική θυσία τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ, εἶναι ἀνοιχτή γιά ὅλους ἡ πύλη τῆς σωτηρίας. Σώζονται ὅμως μόνο ἐκεῖνοι πού ἀποφασίζουν νά διαβοῦν αὐτή τήν πύλη. Καί πῶς τή διαβαίνει κανείς; Μέ τή μετάνοια καί τήν πίστη. Αὐτά εἶναι πού κάνουν ὑποκειμενική γιά τόν καθένα τή σωτηρία πού ἀντικειμενικά προσφέρεται σ’ ὅλους.
 Γιά νά ἁπλουστεύσω τά παραπάνω, θά ἀναφέρω ἁπλά παραδείγματα ἀπό τή φυσική πραγματικότητα: Ὡς σωτήρας ὅλων ὁ Χριστός ἔχει στρώσει τό τραπέζι καί καλεῖ ὅλους τούς πεινασμένους νά χορτάσουν ἔχει ἀνοίξει τήν πηγή, γιά νά ξεδιψάσουν ὅλοι οἱ διψασμένοι. Χορταίνουν ὅμως μόνο ἐκεῖνοι πού τρῶνε καί πίνουν τά προσφερόμενα. Γιά νά ἀπολαύσει κανείς τή σωτηρία, πού προσφέρει σ’ ὅλους ὁ Χριστός, πρέπει ὁ ἴδιος νά πιστέψει στόν Χριστό, ν’ ἀποδεχθεῖ τό Εὐαγγέλιο του, πού εἶναι «δύναμις... εἰς σωηρίαν» ((Ρω 1,16), καί ν’ ἀποκηρύξει κάθε παράβαση πού ἔκανε στή ζωή του, δηλαδή νά μετανοήσει. Κι ἐπειδή πίστη και μετάνοια ἐκδηλώνουν μόνο οἱ πιστοί, γι’ αὐτό ὁ Παῦλος γράφει στόν Τιμόθεο ὅτι ὁ Θεός εἶναι «σωτήρ πάντων ἀνθρώπων, μάλιστα πιστῶν». Τά λόγια αὐτά, παρατηρεῖ ὁ ἅγιος Χρυσόστομος, εἶναι συγχρόνως μία ἐνθάρρυνση γιά τόν Τιμόθεο νά μήν ἀποθαρρυνθεῖ, ἀφοῦ ἔχει ἕναν τέτοιο Θεό, οὔτε νά ζητᾶ ἀπό ἀλλοῦ βοήθεια «ἀλλ’ ἑκοντί πάντα φέρειν γενναίως». Ἀξίζει κάθε προσπάθεια καί κάθε θυσία γιά νά οἰκειοποιηθεῖς ὑποκειμενικά τή σωτηρία, πού ἀντικειμενικά προσφέρει σ’ ὅλους ὁ Θεός.
 Δέν κάνει, λοιπόν, διακρίσεις ὁ Θεός. Διακρίνονται ὅμως μόνοι τους ὅσοι δέχονται ἤ ὄχι τήν ἀγάπη του, τή σωτηρία, πού αὐτός σ’ ὅλους προσφέρει. Οἱ πρῶτοι ἀρκοῦνται στά φυσικά ἀγθά τῆς παρούσης ζωῆς, χωρίς πολλές φορές νά ἀναγνωρίζουν ὅτι στόν Θεό χρωστοῦν τήν εὐεργεσία. Οἱ ἄλλοι, οἱ πιστοί, ἀποδέχονται καί ἀπολαμβάνουν τή σωτηρία.

Στέργιος Σάκκος

Ἀπολύτρωσις 57 (2002) 30-31

Κυριακή, 01 Νοέμβριος 2015 03:00

Α΄ Κο 13,1

Ὁ ὕμνος τῆς ἀγάπης

Ἡ ἀξία τῆς γλωσσολαλίας

grafi keri ῞Εναν ἀθάνατο καί αἰώνιο ὁδηγό, ἱκανό γιά κάθε περίσταση καί κατάλληλο γιά κάθε ἐποχή, πού μπορεῖ νά συμβάλει στήν ἀτομική, οἰκογενειακή καί κοινωνική μας εὐτυχία ἀλλά καί στήν πνευματική μας ἀναβάθμιση, παρουσιάζει ὁ ἀπόστολος Παῦλος. Εἶναι «ὁ ὕμνος τῆς ἀγάπης», στό 13ο κεφ. τῆς Α' πρός Κορινθίους ᾿Επιστολῆς.

 ᾿Απαρτίζεται ἀπό τρεῖς ἑνότητες. ῾Η πρώτη συγκρίνει τήν ἀγάπη μέ ἄλλα χαρίσματα καί ἀρετές καί τήν ἀναδεικνύει ἀνώτερη (στίχ. 1-3). ῾Η δεύτερη μᾶς χαρίζει μία καταπληκτική ἀνάλυση τῆς ἀγάπης στά συστατικά της (στίχ. 4-7). ῾Η τρίτη ἀποκαλύπτει τό αἰώνιο βεληνεκές τῆς ἀγάπης (στίχ. 8-13).

 Διαχρονική ἀξία ἔχουν τά λόγια τοῦ θείου διδασκάλου. Τό μήνυμά τους ἐνδιαφέρει ἄμεσα καί προσωπικά ὄχι μόνο τούς Κορινθίους τῆς ἐποχῆς του, ἀλλά καί τόν καθένα ἀπό ἐμᾶς, πού κινδυνεύουμε νά γίνουμε ἕρμαια τῆς φιλοσοφίας τῶν καιρῶν μας καί νά ἐμπιστευθοῦμε τή ζωή μας στά ἀποτυχημένα συνθήματά της.

 ῾Ο ὕμνος ἀρχίζει μέ μία σύγκριση· «᾿Εάν ταῖς γλώσσαις τῶν ἀνθρώπων λαλῶ καί τῶν ἀγγέλων, ἀγάπην δέ μή ἔχω, γέγονα χαλκός ἠχῶν ἤ κύμβαλον ἀλαλάζον» (στίχ. 1). ᾿Εάν ἕνας ἄνθρωπος γνωρίζει ὅλες τίς γλῶσσες τοῦ κόσμου καί τή γλῶσσα τῶν ἀγγέλων ἀκόμη, ἀλλ᾿ ἔχει ἀποσυνδέσει τόν ἑαυτό του ἀπό τή θεία ἀγάπη, μοιάζει μέ χάλκινο ἀντικείμενο ἤ μουσικό ὄργανο, πού ἁπλῶς παράγει θόρυβο.

 Οἱ περισσότεροι Κορίνθιοι ἐκτιμοῦσαν πολύ τό χάρισμα τῆς γλωσσολαλίας. Νόμιζαν πώς αὐτό εἶναι τό πιό σπουδαῖο, διότι εἶναι πολύ ἐντυπωσιακό. Γι᾿ αὐτό ὁ ἀπόστολος ἀρχίζει τή σύγκριση ἀκριβῶς ἀπό αὐτό τό προσόν, τό ὁποῖο μάλιστα ἐκλαμβάνει στήν ὑπερβολική του μορφή, σ᾿ ἕνα βαθμό ὑπεράνθρωπο, σέ μία κατάσταση ἀπραγματοποίητη. ῾Υποθέτει δηλαδή ὅτι κάποιος μπορεῖ νά μιλᾶ ὄχι μία ἤ δύο γλῶσσες ἀλλά ὅλες τίς γλῶσσες τῶν ἀνθρώπων κι ἀκόμη καί τίς γλῶσσες τῶν ἀγγέλων. Βέβαια οἱ ἄγγελοι ὡς ἄυλα καί πνευματικά ὄντα δέν ἔχουν γλῶσσα. ῾Οπωσδήποτε ὅμως ὡς λογικά πνεύματα ἔχουν ἕνα τρόπο, γιά νά συνεννοοῦνται μεταξύ τους καί νά ὑμνοῦν τόν Θεό. Αὐτό ὀνομάζει ὁ Παῦλος «γλῶσσα τῶν ἀγγέλων». ᾿Ενῶ λοιπόν οἱ Κορίνθιοι ὑπολογίζουν καί θαυμάζουν ἀφάνταστα τή γλωσσολαλία, ὁ μεγάλος κήρυκας τοῦ εὐαγγελίου τήν θεωρεῖ μηδέν, ὅταν ὁ ἄνθρωπος πού τήν διαθέτει δέν ἔχει μέσα του ἀγάπη. Κι ὅπως τά χάλκινα ἀντικείμενα καί τά κύμβαλα, τά ὑποτυπώδη αὐτά μουσικά ὄργανα, δέν παράγουν ἦχο μελωδικό ἀλλά θόρυβο ἄσημο καί ἐκκωφαντικό, παρόμοια καί τά λόγια ἐκείνου πού γλωσσολαλεῖ δίχως ἀγάπη δέν ἔχουν περιεχόμενο καί νόημα, γλυκύτητα καί ἁρμονία. Γι᾿ αὐτό δέν ὠφελοῦν, ἀλλά κουράζουν καί ἐνοχλοῦν.

 ῾Υπεράνω τοῦ χαρίσματος τῆς γλωσσολαλίας, πολύ πιό ψηλά, ὑπάρχει ἕνα ἀγαθό, τό μεγαλύτερο ἀπ᾿ ὅλα· εἶναι ἡ ἀγάπη, «ἡ καθ᾿ ὑπερβολήν ὁδός». Τί κι ἄν μπορεῖ κανείς νά μιλᾶ ὅλες τίς γλῶσσες τῆς γῆς καί μάλιστα μέ τή μεγαλύτερη ἀκρίβεια, κομψότητα καί εὐφράδεια; Τί κι ἄν μπορεῖ νά μιλᾶ σάν ἄγγελος; Τοῦ λείπει ἡ ἀγάπη; Εἶναι «οὐδέν» ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ. ῾Η ἀγαπῶσα καρδία ἑλκύει τήν εὔνοια καί τή συμπάθεια τοῦ Θεοῦ καί ὄχι ἡ ρέουσα γλῶσσα. Πραγματικά, ὅσο ἐπιβλητικό κι ἄν εἶναι τό χάρισμα, ἄν ἀποσπασθεῖ ἀπό τήν ἀγάπη, ἄν δηλαδή δέν ξεπηδάει ἀπό ἕναν εἰλικρινῆ καί θερμό ζῆλο γιά τόν Θεό καί ἀπό μία φιλάνθρωπη διάθεση πρός τούς ἀδελφούς ἐν Χριστῷ καί πρός ὅλους τούς ἀνθρώπους, εἶναι ἄχρηστο, κενό.

 ῾Η ἀλήθεια αὐτή ἔχει διαχρονική σημασία, διότι ἡ γλωσσολαλία δέν ἦταν φαινόμενο μόνο τῆς ἐποχῆς τοῦ Παύλου. Μήπως καί σήμερα δέν μᾶς ἐντυπωσιάζει ἡ ἐκμάθηση καί γνώση ὅσο τό δυνατόν περισσοτέρων ξένων γλωσσῶν; Καί βέβαια δέν ἀντιλέγει κανείς ὅτι πρόκειται γιά κάτι τό ἀξιόλογο, μία ἐπιβεβλημένη ἀνάγκη. Μέ τίς νέες συνθῆκες ζωῆς οἱ ἀποστάσεις μεταξύ τῶν περιοχῶν ἔχουν ἐκμηδενισθεῖ. ῎Ετσι π.χ. σήμερα ἡ Νέα ῾Υόρκη εἶναι πιό κοντά στή Θεσσαλονίκη ἀπ᾿ ὅ,τι ἦταν παλαιότερα ἡ Βέροια. ῞Ολη ἡ ἀνθρωπότητα ἔχει τή μορφή μιᾶς οἰκογένειας. Εἶναι, λοιπόν, μία ἰδιαίτερη ἀνάγκη τῆς ζωῆς, τῆς προόδου, τοῦ ἐμπορίου, τῆς ἐπιστήμης, τῆς κοινῆς ἀγορᾶς καί τόσων ἄλλων παραγόντων νά μάθουμε γλῶσσες.

 ῾Υπάρχουν σήμερα, ὅπως μᾶς πληροφοροῦν οἱ γλωσσολόγοι, περισσότερες ἀπό 1.300 γλῶσσες καί διάλεκτοι. Κάποιοι ἄνθρωποι κατόρθωσαν νά μάθουν μέχρι καί 30 γλῶσσες. Εἶναι ἀξιοθαύμαστοι. ῾Ο θεόπνευστος ἀπόστολος ὅμως συστήνει πώς κι ὅλες τίς γλῶσσες κι ἄν μάθει κανείς καί ὁποιοδήποτε κατόρθωμα κι ἄν κάνη, χωρίς τήν ἀγάπη δέν ἔχει καμία ἀξία. Δέν ὠφελοῦν σέ τίποτε ὅλες οἱ γλῶσσες, ἄν δέν κατέχουμε τή μία γλῶσσα, τή γλῶσσα τοῦ θεοῦ, τήν πατρική ἤ, ὅπως λέμε, τή μητρική γλῶσσα.

 Αὐτή ἡ ἀλήθεια φαίνεται πολύ καθαρά στή ζωή τῶν ἱεραποστόλων πού δροῦν σέ ξένες χῶρες. Μπορεῖ νά μήν ἔχουν μάθει ἀκόμη τή γλῶσσα τῶν ἰθαγενῶν, συνεννοοῦνται ὅμως ἄριστα μαζί τους μέ τήν παγκόσμια γλῶσσα, τή γλῶσσα τῆς ἀγάπης. Σ᾿ ὅλα τά μήκη καί τά πλάτη τῆς γῆς τό γέλιο καί τό κλάμα, ὁ πόνος κι ἡ χαρά, τό χάδι κι ἡ καλωσύνη εἶναι τά ἴδια. ᾿Αδικοῦμε τόν ἑαυτό μας, ὅταν γιά ὅλα διαθέτουμε χρόνο πολύ, ὅταν ἔχουμε ὄρεξη καί ζῆλο νά μαθαίνουμε ξένες γλῶσσες, ἀλλά ἀδιαφοροῦμε συστηματικά γιά τή γλῶσσα τοῦ Θεοῦ. ῾Η ἀγάπη δέν εἶναι μία ἁπλῆ συναισθηματική κατάσταση. Εἶναι μία ἐπιστήμη, πού ἀπαιτεῖ εἰδίκευση, μία σπάνια τέχνη, πού συνιστᾶ κατόρθωμα ἀξιοθαύμαστο. Εἶναι ὁδός καί τρόπος ζωῆς ἡ ἀγάπη. ῾Η κατάκτησή της προϋποθέτει κόπο καί προσπάθεια καί ἡ διατήρησή της συνυπονοεῖ σπουδή καί ἀγῶνα, δράση καί ἐνδιαφέρον.

 Πόσοι ἄνθρωποι στίς μέρες μας κατακτοῦν τίς κορφές τῆς γνώσεως, διεισδύουν στά ἀνεξερεύνητα βάθη τῆς ἐπιστήμης, ζοῦν καί εἰδικεύονται σέ περίπλοκες τέχνες, ἐνῶ συγχρόνως ἀντιμετωπίζουν μία τραγικότητα μέσα στήν ἴδια τους τήν ὕπαρξη! Βρίσκονται ἔξω ἀπό τήν πραγματικότητα, μακριά ἀπό τήν ἀλήθεια, ἄγευστοι τῆς χαρᾶς πού χαρίζει ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ. Κι ἄν ἀκόμα κατόρθωνα νά μάθω ὅλες τίς γλῶσσες τῶν ἀνθρώπων καί τή γλῶσσα τῶν ἀγγέλων, ἀλλά ἔμενα μακριά ἀπό τή γλῶσσα τοῦ Θεοῦ, δέν θά ἤμουν τίποτε περισσότερο παρά ἕνας ἄνθρωπος πού ἐπιφανειακά μόνο φαίνεται πολιτισμένος, ἐνῶ στήν πραγματικότητα ρυμουλκεῖται ἀπό τίς μηχανές· χωρίς νά ξέρει οὔτε τί θέλει οὔτε τί εἶναι οὔτε ποῦ πάει. Αὐτή ἡ ἐξαθλίωση σηματοδοτεῖ τό τίμημα τῆς ἀπουσίας τῆς θεϊκῆς ἀγάπης ἀπό τή ζωή μας.

Στέργιος Ν. Σάκκος

Ἀπολύτρωσις 52 (1997) 214-215

Τρίτη, 08 Ιούλιος 2014 03:00

Ρω 6,7

"Ο ΑΠΟΘΑΝΩΝ ΔΕΔΙΚΑΙΩΤΑΙ ΑΠΟ ΤΗΣ ΑΜΑΡΤΙΑΣ"


 
   Ἕνα ἀπό τά χωρία τῆς ἁγ. Γραφῆς πού παρανοοῦν οἱ πολλοί, εἶναι τό Ρω 6,7 («ὁ ἀποθανών δεδικαίωται ἀπό τῆς ἁμαρτίας»). Ὅταν οἱ πολλοί λένε ὁ ἀποθανών δεδικαίωται ἐννοοῦν ὅτι ὁ ἄνθρωπος πού πέθανε ὁποιοσδήποτε κι ἄν ἦταν εἴτε καλός εἴτε κακός ἐφόσον πέθανε ἔχει δικαιωθεῖ καί ἔχει σωθεῖ στήν μετά θάνατον ζωή. Καί κανείς δέν ἐπιτρέπεται νά τόν κρίνει καί νά τόν κατηγορήσει. Ἀλλά πρέπει νά εἶναι σεβαστός πλέον μεταξύ τῶν ζώντων καί ἀπρόσβλητος. Ὑπ' αὐτήν τήν ἔννοια χρησιμοποιοῦν τό χωρίο καί εὐλαβεῖς ἀκόμη χριστιανοί ἀπό ἀμάθεια βεβαίως καί ἁπλότητα καρδίας. Τό χρησιμοποιοῦν δέ καί ἄνθρωποι οἱ ὁποῖοι δέν πιστεύουν στήν ἀθανασία τῆς ψυχῆς· αὐτοί ὅμως τό χρησιμοποιοῦν μέ τήν ἔννοια ὅτι ὁ νεκρός εἶναι σεβαστός καί ἀπρόσβλητος μεταξύ τῶν ζώντων. Ἀρκετοί χρησιμοποιοῦν τό χωρίο καί σέ ἐπικήδειους ἤ ἐπιμνημόσυνους λόγους ἐννοώντας ὅτι ὁ ἀποθανών ἅπαξ καί πέθανε δικαιώθηκε, δηλαδή τοῦ συγχωρήθηκαν τά πάντα. Ἔτσι δημιουργεῖται ἡ ἀντίληψη ὅτι ὁ θάνατος ἐξιλεώνει τόν ἄνθρωπο ἀπό τίς ἁμαρτίες, ὅλες τίς ἁμαρτίες, καί τόν εἰσάγει καθαρό στήν μέλλουσα ζωή. Μία τέτοια ἀντίληψη ὑπῆρχε καί στόν ἀρχαῖο εἰδωλολατρικό κόσμο καί σέ πολλούς ραββίνους τῶν Ἑβραίων.
   Ἀλλά ἡ ἀνωτέρω ἀντίληψη εἶναι προφανῶς ἐσφαλμένη, διότι καταργεῖ τήν κόλαση. Ἐφόσον ὅλοι οἱ ἄνθρωποι πεθαίνουν, ὅλοι δικαιώνονται καί σώζονται. Ἡ ἀντίληψη αὐτή καταργεῖ ἀκόμη τό μυστήριο τῆς μετανοίας, διότι ἄν ὁ θάνατος ἐξιλεώνει τόν ἄνθρωπο ἀπό τίς ἁμαρτίες, τί χρειάζεται τό μυστήριο τῆς μετανοίας;
   Ἡ διδασκαλία τῆς ἁγίας Γραφῆς εἶναι σαφής. Οὔτε ὁ θάνατος οὔτε τίποτε ἄλλο δέν μπορεῖ νά ἐξιλεώσει τόν ἀμετανόητο. Ἀλλά ἡ ἁμαρτία του ὅταν αὐτός πεθάνει, ἀκολουθεῖ τήν ψυχή του καί στήν ἄλλη ζωή ( ). Τό χωρίο «ὁ ἀποθανών δεδικαίωται ἀπό τῆς ἁμαρτίας» ἔχει ἔννοια ἐντελῶς διαφορετική ἀπό ἐκείνη πού δίνουν οἱ ἀμαθεῖς καί ἐπιπόλαιοι. Γιά νά καταλάβουμε δέ τήν σωστή ἔννοια πρέπει νά δοῦμε τό χωρίο ὄχι μεμονωμένο ἀλλά στή συνάφεια τοῦ λόγου. Πρέπει δηλαδή νά προσέξουμε τί λέγει ὁ ἀπόστολος Παῦλος πρό τοῦ χωρίου αὐτοῦ καί τί λέγει κατόπιν, ὥστε ἀπό τά συμφραζόμενα νά βοηθηθοῦμε στήν ὀρθή ἐξήγηση αὐτοῦ. Πολλές παρερμηνεῖες γραφικῶν χωρίων ὀφείλονται στό ὅτι τά χωρία αὐτά ἐξηγοῦνται μεμονωμένα (ξεκάρφωτα) ἀπό τό κείμενο τῆς Γραφῆς. Στήν περικοπή λοιπόν ὅπου περιέχεται τό ἐν λόγῳ χωρίο ὁ ἀπόστολος Παῦλος μιλᾶ γιά τό Βάπτισμα. Λέγει δέ ὅτι τό Βάπτισμα ἔχει τό ἑξῆς βαθύ νόημα. Εἶναι τό «ὁμοίωμα» τοῦ θανάτου τοῦ Χριστοῦ. Τό Βάπτισμα δηλαδή μοιάζει μέ τόν θάνατο τοῦ Χριστοῦ. Ὅπως ὁ Χριστός σταυρώθηκε καί τάφηκε, ἔτσι καί ἐμεῖς κατά τό μυστήριο τοῦ Βαπτίσματος σταυρωνόμαστε καί ἐνταφιαζόμαστε ἤ μᾶλλον συσταυρώνομαστε καί συνενταφιαζόμαστε μέ τόν Χριστό. Καί ὅπως κατά τόν θάνατο τοῦ Χριστοῦ νεκρώθηκε ἡ ἁμαρτία, τήν ὁποία ἐκεῖνος ἀνέλαβε γιά χάρη μας ὡς ἐξιλαστήριο θῦμα, ἔτσι κατά τήν Βάπτιση ὁ παλαιός ἡμῶν ἄνθρωπος τῆς πονηρίας καί τῆς παραβάσεως τόν ὁποῖο ἕκαστος φέρει μέσα του ἐρχόμενος στόν κόσμο, συνεσταυρώθη γιά νά καταργηθεῖ τό σῶμα τῆς ἁμαρτίας «τοῦ μηκέτι δουλεύειν ἡμᾶς τῇ ἁμαρτίᾳ». Ἡ διεφθαρμένη δηλαδή φύση μας σταυρώθηκε μαζί μέ τόν Χριστό, γιά νά καταστεῖ ἀνενέργητη πρός τήν ἁμαρτία ὡς νεκρή, ὥστε τοῦ λοιποῦ νά μή δουλεύουμε πλέον στήν ἁμαρτία. Εἶναι σάν νά φώναζε ὁ θεῖος ἀπόστολος Ἄνθρωπε! Πρόσεχε ἀπό τήν ἁμαρτία. Ἀφ' ἧς στιγμῆς βαπτίσθηκες πέθανες γιά τήν ἁμαρτία. Ἀφ' ἧς στιγμῆς κατῆλθες στήν ἱερά κολυμβήθρα ἐτάφης ἐκεῖ καί μένεις νεκρός γιά τήν ἁμαρτία. Αὐτό τό νόημα τονίζει ὁ ἀπόστολος. Καί εὐθύς προσθέτει· «ὁ γάρ ἀποθανών δεδικαίωται ἀπό τῆς ἁμαρτίας». Ὁ σύνδεσμος γάρ συνδέει μέ τό προηγηθέν χωρίο «ὁ παλαιός ἡμῶν ἄνθρωπος συνεσταυρώθη... τοῦ μηκέτι δουλεύειν ἡμᾶς τῇ ἁμαρτίᾳ» καί βοηθεῖ ἔπειτα ἀπό ὅσα ἐλέχθησαν ἀνωτέρω νά καταλάβουμε εὔκολα ποιά εἶναι ἡ ἀληθινή ἔννοια τοῦ ἑρμηνευομένου χωρίου. Εἶναι αὐτή· ὁ ἀποθανών ἔχει ἀπολυθεῖ, ἔχει ἐλευθερωθεῖ, ἔχει ἀπαλλαγεῖ ἀπό τοῦ ἁμαρτάνειν, διότι ὡς νεκρός δέν εἶναι δυνατόν οὔτε νά ἐπηρεάζεται ἀπό τήν ἁμαρτία οὔτε νά πράττει αὐτήν. Ὁ ἀποθανών ἔχει παύσει ἀπό τοῦ νά ἁμαρτάνει. Ὁ νεκρός ἔχει διακόψει κάθε σχέση μέ τήν ἁμαρτία. Συνδέοντας τώρα τό ἑρμηνευθέν χωρίο μέ τό προηγούμενο ἔχουμε τό ἑξῆς νόημα. Ἐφόσον βαπτισθήκατε, σταυρωθήκατε μαζί μέ τόν Χριστό καί ἀπεθάνετε κατά τόν παλαιό ἄνθρωπο. Ἐφόσον δέ ἀπεθάνετε, δέν μπορεῖτε νά δουλεύετε στήν ἁμαρτία, διότι ὁ ἀποθανών ἔχει παύσει ἀπό τοῦ νά ἁμαρτάνει. Ἡ ἰδέα τήν ὁποία ἐκφράζει ἐδῶ ὁ θεῖος ἀπόστολος εἶναι συγκλονιστική. Ὅπως δέν μποροῦμε ἐμεῖς νά ἐννοήσουμε νεκρό ἁμαρτάνοντα, ἔτσι δέν μπορεῖ καί ὁ Παῦλος νά ἐννοήσει χριστιανό ἁμαρτάνοντα! Ὁ ἄνθρωπος ὁ ὁποῖος βαπτίσθηκε ἀπέθανε καί ἀναστήθηκε νέος ἄνθρωπος, καθαρός καί λαμπρός, μέ προορισμό νά ζῆ μόνο γιά τόν Θεό. Καί γι' αὐτό λίγο παραπάνω λέει· «οὕτω καί ὑμεῖς λογίζεσθε ἑαυτούς νεκρούς εἶναι τῇ ἁμαρτίᾳ ζῶντας δέ τῷ Θεῷ ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ τῷ Κυρίῳ ἡμῶν. Μή οὖν βασιλευέτω ἡ ἁμαρτία ἐν τῷ θνητῷ ὑμῶν σώματι». Τό ἴδιο λέει καί ὁ εὐαγγελιστής Ἰωάννης· «Πᾶς ὁ γεγεννημένος ἐκ τοῦ Θεοῦ ἁμαρτίαν οὐ ποιεῖ, ὅτι σπέρμα αὐτοῦ ἐν αὐτῷ μένει· καί οὐ δύναται ἁμαρτάνειν ὅτι ἐκ τοῦ Θεοῦ γεγέννηται» (Α΄ Ἰω 3,9 καί 5,18). Στό σημεῖο ὅμως αὐτό πρός ἀποφυγήν παρεξηγήσεως πρέπει νά ἔχουμε ὑπ' ὄψιν ὅτι ὅταν ἡ ἁγία Γραφή λέει ὅτι ὁ βαπτισθείς καί ἀναγεννηθείς ἄνθρωπος δέν ἁμαρτάνει ἐννοεῖ ὅτι δέν ἁμαρτάνει σκοπίμως καί ἐκ συστήματος, ἐσκεμμένως καί καθ' ἕξιν, διότι διαφορετικά καί ὁ ἀναγεννημένος χριστιανός ἐνδέχεται νά πέσει σέ σοβαρές ἁμαρτίες, εἴτε ἀπό ἀδυναμία τοῦ χαρακτῆρος εἴτε ἀπό συναρπαγή· ἀλλά εὐθύς μετανοεῖ καί «μεριμνᾷ ὑπέρ τῆς ἁμαρτίας του». Σέ μικρές δέ καί συνήθεις ἁμαρτίες περιπίπτει πολλάκις· ἀλλά καί γιά αὐτές αἰσθάνεται λύπη. Καί ἔτσι ἡ χάρη τοῦ Θεοῦ δέν τόν ἐγκαταλείπει.
   Ἡ ἑρμηνεία τήν ὁποία δώσαμε στό χωρίο «ὁ ἀποθανών δεδικαίωται ἀπό τῆς ἁμαρτίας» εἶναι ἡ αὐθεντική ἑρμηνεία τῆς Ἐκκλησίας. «Ὥσπερ ὁ ἀποθανών ἀπήλλακται τό λοιπόν τοῦ ἁμαρτάνειν νεκρός κείμενος, οὕτω καί ὁ ἀναβάς ἀπό τοῦ βαπτίσματος· ἐπειδή γάρ ἅπαξ ἀπέθανεν ἐκεῖ νεκρόν δεῖ μένειν διά παντός τῇ ἁμαρτίᾳ», λέγει ὁ ἅγιος Ἰωάννης Χρυσόστομος. Τήν ἴδια ἑρμηνεία δίδουν καί ὁ Μ. Βασίλειος καί ὁ Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνός καί πολλοί ἄλλοι πατέρες καί ἐκκλησιαστικοί συγγραφεῖς χωρίς νά ὑπάρχει καμία μεταξύ αὐτῶν διαφωνία. Χρησιμοποιοῦν μάλιστα στηριζόμενοι στήν φρασεολογία τοῦ ἀποστόλου καί τά ἑξῆς δύο παραδείγματα· ὅπως ὁ δοῦλος ὅταν πεθάνει δέν ἀνήκει πλέον στήν ἐξουσία τοῦ κυρίου του, ἔτσι καί ὁ ἁμαρτωλός ὅταν νεκρώσει ἐντός του τό σῶμα τῆς ἁμαρτίας, παύει νά εἶναι δοῦλος τῆς ἁμαρτίας. Καί ὅπως ὁ νεκρός δέν μπορεῖ οὔτε νά φονεύσει οὔτε νά πορνεύσει οὔτε κάποια ἄλλη ἁμαρτία νά διαπράξει, ἔτσι καί ὁ ἄνθρωπος, ὁ ὁποῖος διά τοῦ βαπτίσματος νέκρωσε μέσα του τό σῶμα τῆς ἁμαρτίας, δέν μπορεῖ πλέον νά ἁμαρτάνει, δέν νοεῖται, δέν ἐπιτρέπεται νά ἁμαρτάνει. Τήν ἰδέα αὐτή ὅτι ὁ χριστιανός εἶναι σταυρωμένος καί νεκρός ὡς πρός τήν ἁμαρτία ἰδιαίτερα τονίζουν ἀπό τούς πατέρες οἱ ἀσκητικοί. Ὁ ἅγιος Θεόδωρος ὁ Στουδίτης ὅταν εἶδε ἕνα μοναχό νά διαπληκτίζεται μέ ἄλλον, τόν ρώτησε· «Πότε κατέβηκες ἀπό τόν σταυρό;». Εἶναι σάν νά τοῦ εἶπε ξέχασες ὅτι σταυρώθηκες καί ὅτι ἕνας ἐσταυρωμένος καί νεκρός δέν μπορεῖ νά ἁμαρτάνει;


Στέργιος Ν. Σάκκος

Τρίτη, 08 Ιούλιος 2014 03:00

Ρω 1,4

«Τοῦ ὁρισθέντος υἱοῦ Θεοῦ» (Ρω 1,4)

  Τό πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ καί μάλιστα ἡ θεότητά του ἔγινε συχνά τοῦ σκανδάλου ἡ πέτρα πάνω στήν ὁποία σκόνταψαν οἱ αἱρετικοί πού κατά καιρούς ἐμφανίστηκαν. Εἶναι δέ ἀξιοσημείωτο ὅτι τήν πλάνη καί τήν ἐκτροπή τους προσπάθησαν πάντοτε νά τήν στηρίξουν στήν ἁγία Γραφή, «μεταβάλλοντας τά λεξίδια σέ ξιφίδια» καί διαστρεβλώνοντας τό νόημά της. Ἔτσι, ἄθελά τους συντέλεσαν σέ μία μεγάλη ὠφέλεια τῶν πιστῶν, διότι ἔδωσαν ἀφορμή στούς μεγάλους πατέρες καί διδασκάλους τῆς Ἐκκλησίας νά διασαφηνίσουν τήν ἔννοια ἐπιμάχων χωρίων καί νά μᾶς κληροδοτήσουν τήν σωστή ἑρμηνεία.
  Ἕνα τέτοιο χωρίο, πού ἀπό τούς πρώτους ἤδη αἰῶνες ἀπασχόλησε οτύς πατέρες εἶναι τό Ρω 1,3-4· «περί τοῦ υἱοῦ αὐτοῦ (τοῦ Θεοῦ), τοῦ γενομένου ἐκ σπέρματος Δαυΐδ κατά σάρκα, τοῦ ὁρισθέντος υἱοῦ Θεοῦ ἐν δυνάμει κατά πνεῦμα ἁγιωσύνης ἐξ ἀναστάσεως νεκρῶν, Ἰησοῦ Χριστοῦ τοῦ Κυρίου ἡμῶν». Ἀπό τόν Ἄρειο, τόν ἀρνητή τῆς θείας φύσεως τοῦ Χριστοῦ, μέχρι τούς σύγχρονους χιλιαστές, ὅλοι ὅσοι ἀμφισβήτησαν τήν θεότητα τοῦ Χριστοῦ ἀναφέρονται καί στό χωρίο αὐτό. Τό ἐνδιαφέρον σημεῖο εἶναι ἡ μετοχή «ὁρισθέντος». Κατά τήν ἐσφαλμένη ἀντίληψη ἀρχαίων καί νεωτέρων ἑρμηνευτῶν μεταφράζεται «αὐτός πού διορίστηκε». Ἀλλά, ἄν ποῦμε ὅτι ὁ Ἰησοῦς Χριστός διορίστηκε υἱός τοῦ Θεοῦ, σημαίνει ὅτι δέν ἦταν οὐσιαστικά ἀλλά ἁπλῶς τοῦ ἀνετέθη νά παίξει τόν ρόλο τοῦ υἱοῦ τοῦ Θεοῦ.
  Προσπαθώντας νά ἑρμηνεύσουν τό χωρίο νεώτεροι ἑρμηνευτές καταλήγουν στόν συλλογισμό ὅτι ὁ Ἰησοῦς Χριστός ἔγινε ὁ υἱός τοῦ Θεοῦ σέ κάποιο χρονικό σημεῖο μετά τήν ἀρχή τῆς γήινης ζωῆς του. Συγκεκριμένα, ἡ ἀνάσταση θεωρεῖται ἡ στιγμή κατά τήν ὁποία ὁ Θεός τόν υἱοθέτησε γιά νά εἶναι ὁ Μεσσίας. Ἄλλοι προσπαθοῦν νά μετριάσουν τό πρᾶγμα ὑποστηρίζοντας ὅτι ὁ Ἰησοῦς Χριστός ἦταν συνεχῶς ὁ υἱός τοῦ Θεοῦ, ἀλλά μόνο κατά τήν ἀνάσταση ἔγινε γνωστό αὐτό τό γεγονός. Ἀλλά σαφῶς φαίνεται στήν Γραφή ἡ θεότητα τοῦ Χριστοῦ, ὁ ὁποῖος ἄδειασε τόν ἑαυτό του γιά νά γίνει ἕνας ταπεινός ἄνθρωπος. Καί δέν δίστασε καθόλου νά τό κάνει αὐτό, διότι δέν εἶχε ἐξ ἁρπαγμοῦ τήν θεότητα, ἀλλά τήν εἶχε μόνιμο ἰδίωμα, ὅπως ἐπιγραμματικά τό λέει ὁ ἀπ. Παῦλος στήν πρός Φιλιππησίους Ἐπιστολή· «ὅς ἐν μορφῇ Θεοῦ ὑπάρχων οὐχ ἁρπαγμόν ἡγήσατο τό εἶναι ἴσα Θεῷ, ἀλλ' ἑαυτόν ἐκένωσε μορφήν δούλου λαβών» (Φι 2,6-7).
  Ἡ ἑρμηνεία τοῦ χωρίου εἶναι πολύ ἁπλή, ὅταν τό δοῦμε στήν συνάφειά του καί μέ τό ὅλο πνεῦμα τῆς Καινῆς Διαθήκης. Σαφέστατα λέει ὅτι ὁ Ἰησοῦς Χριστός στήν φύση του καί στήν προΰπαρξή του, πρίν ἀκόμη δηλαδή γίνει γνωστός στόν κόσμο, εἶναι ὁ Υἱός τοῦ Θεοῦ. Αὐτός ἔγινε ἄνθρωπος, πῆρε σάρκα «ἐκ σπέρματος Δαυΐδ», δηλαδή ἀπό τήν γενιά τοῦ Δαυΐδ. Μέ τήν ἐνανθρώπησή του εἶναι σάν νά φόρεσε τήν ἀνθρώπινη φύση πάνω ἀπό τήν θεϊκή, ἡ ὁποία ἔτσι δέν διακρινόταν ἀπό τούς ἀνθρώπους. Πῶς ὅμως θά καταλάβαιναν οἱ ἄνθρωποι ὅτι αὐτός πού ζῆ καί κινεῖται ἀνάμεσά τους, πού τρώει, κοιμᾶται, περπατᾶ, κουράζεται καί ἔχει ὅλες τίς φυσικές ἐκδηλώσεις ἑνός κοινοῦ ἀνθρώπου, εἶναι συγχρόνως καί Θεός ἤ, κατά τήν πατερική ἔκφραση, εἶναι «ἄνθρωπος τό φαινόμενον, Θεός τό κρυπτόμενον»;
  Σ' αὐτό ἀκριβῶς τό ἐρώτημα ἀπαντᾶ ἡ μετοχή «ὁρισθέντος» τοῦ χωρίου μας. Ὁ Ἰησοῦς Χριστός ὁρίσθηκε, δηλαδή ἀποδείχθηκε, φανερώθηκε στούς ἀνθρώπους ὅτι εἶναι υἱός τοῦ Θεοῦ «ἐν δυνάμει κατά πνεῦμα ἁγιωσύνης ἐξ ἀναστάσεως νεκρῶν». Τρεῖς μάρτυρες ἀποδεικνύουν στόν κόσμο τήν θεότητα τοῦ Χριστοῦ καί παρουσιάζονται ἐδῶ μέ ἰσάριθμους ἐμπρόθετους προσδιορισμούς:
  α) «Ἐν δυνάμει». Εἶναι οἱ δυνάμεις, τά σημεῖα πού ἔκανε ὁ Κύριος κατά τήν ἐπίγεια ζωή του. Αὐτά ἔδιναν κῦρος στήν διδασκαλία του καί φανέρωναν τήν προσωπικότητά του. Ἦταν ἡ ταυτότητα πού ἔδειχνε ποιός εἶναι. Τό ὄργανο πού σάλπιζε «ἐδῶ Θεός».
  β) «Κατά πνεῦμα ἁγιωσύνης». Ἡ φράση αὐτή ἀναφέρεται στήν πνευματική κατάσταση τοῦ Ἰησοῦ. Ὅλοι οἱ προφῆτες, οἱ ἱερεῖς καί οἱ βασιλεῖς τῶν Ἰουδαίων ἦταν χριστοί Κυρίου, χρισμένοι ἀπό τόν Κύριο. Καί ἡ χρίση τους ἦταν ἡ ὁρατή πράξη πού διαβεβαίωνε ὅτι ἔχουν μέσα τους Πνεῦμα Θεοῦ. Ὁ Ἰησοῦς Χριστός ὅμως εἶναι ὁ Χριστός Κύριος, δηλαδή αὐτός πού ἔχει ὅλο τό Πνεῦμα. Τό κήρυξε ὁ ἴδιος, ὅταν στήν συναγωγή τῆς Ναζαρέτ ἄρχισε τό κήρυγμά του μέ τήν προφητεία τοῦ Ἠσαΐα «Πνεῦμα Κυρίου ἐπ' ἐμέ, οὗ εἵνεκεν ἔχρισέ με...» (Ἠσ 61,1· πρβλ. Λκ 4,18). Τό ἐπιβεβαίωσε τό Πνεῦμα τό ἅγιο, πού μέ τήν Πεντηκοστή ἦρθε στήν Ἐκκλησία γιά νά συνεχίσει τό ἔργο τοῦ Ἰησοῦ. Τό μαρτυρεῖ ἀκόμη ἡ ἐκπλήρωση τῶν προφητειῶν στό πρόσωπό του. Ἐπειδή εἶχε ὅλο τό Πνεῦμα, ἦταν Χριστός Κύριος, μποροῦσε, ὅπως παρατηρεῖ ὁ Χρυσό¬στομος, νά δίνει ἀπό τό Πνεῦμα του σ' ἐκείνους πού τόν πίστευαν καί νά τούς κάνει δι' αὐτοῦ ἁγίους.
  γ) «Ἐξ ἀναστάσεως νεκρῶν». Ἄν οἱ δυνάμεις συστήνουν τόν Χριστό ὡς Υἱό Θεοῦ, ἡ ἀνάστασή του ἐπικυρώνει ὅλα τά σημεῖα, διότι εἶναι τό μεγαλύτερο σημεῖο, τό σημεῖο τῶν σημείων. Αὐτή ἐπισφραγίζει τήν ἐπίγεια ζωή καί διδασκαλία του καί μαρτυρεῖ περίλαμπρα τήν θεότητά του.

  Ἔτσι, βλέπουμε ὅτι στό χωρίο πού ἀναλύσαμε, συμπεριλαμβάνεται ὅλο τό περιεχόμενο τοῦ Εὑαγγελίου: τό θεανδρικό πρόσωπο τοῦ Ἰησοῦ καί ἡ ἀνάστασή του.

Στέργιος Ν. Σάκκος

Πέμπτη, 25 Απρίλιος 2024 03:00

Κυρ. Βαΐων (Λκ 19,28-40)

Ἡ εἴσοδος τοῦ Ἰησοῦ στά Ἰεροσόλυμα

 Ἡ θριαμβευτική εἴσοδος τοῦ Ἰησοῦ στά Ἰεροσόλυμα ἀναφέρεται καί ἀπό τούς τέσσερεις εὐαγγελιστές (πρβλ. Μθ 21,1-11· Μρ 11,1-10· Ἰω 12,12-16). Ἀποτελεῖ ἕναν ἀπό τούς σταθμούς τῆς θείας οἰκονομίας, τόν ὁποῖο γιορτάζει ἡ Ἐκκλησία μας μέ ἰδιαίτερη λαμπρότητα τήν Κυριακή τῶν Βαΐων· τότε διαβάζεται ἡ ἀντίστοιχη περικοπή ἀπό τό κατά Ἰωάννην Εὐαγγέλιο. Στήν εἴσοδο τῆς ἑβδομάδος τῶν Παθῶν, ὅπου ὁ Ἰησοῦς ἐμφανίζεται στήν ἐσχάτη ταπείνωση καί τέλεια ἐξουθένωση, προβάλλεται ἡ βασιλική δόξα του ὡς μία προαγγελία τοῦ τελικοῦ θριάμβου του, πού θά φανεῖ μέ τήν Ἀνάστασή του. Ἀξίζει νά σημειώσουμε ὅτι ἀπό τό σημεῖο αὐτό καί μέχρι τό τέλος τοῦ εὐαγγελίου ὁ εὐαγγελιστής Λουκᾶς διασώζει ἀρκετά περιστατικά καί λόγους πού δέν περιέχονται στά ἄλλα Εὐαγγέλια. Ἀναφέρω ἐνδεικτικά τήν ἀπαίτηση τῶν φαρισαίων νά ἐπιτιμήσει τούς μαθητές ὁ Kύριος καί τήν δική του ἀπάντηση (19,39-44), τήν φιλονικεία μεταξύ τῶν μαθητῶν γιά τό ποιός εἶναι ἀνώτερος (22,24), τήν διαβεβαίωση τοῦ Kυρίου ὅτι προσευχήθηκε ἰδιαίτερα γιά τόν Πέτρο (22,31-32), τήν ἐνίσχυσή του ἀπό τόν ἄγγελο στήν Γεθσημανῆ (22,43-44), τήν μετάνοια τοῦ ληστῆ (23,39-43), τήν ἐμφάνιση τοῦ ἀναστημένου Κυρίου στούς πορευομένους πρός Ἐμμαούς (24,13-35).

eisodos Ierosol
19,28. Καὶ εἰπὼν ταῦτα ἐπορεύετο ἔμπροσθεν ἀναβαίνων εἰς Ἰεροσόλυμα.
 Τό ταῦτα δέν ἀναφέρεται μόνο στήν προηγούμενη περικοπή, ἀλλά σέ ὅλη γενικά τήν διδασκαλία τοῦ Κυρίου πρός τά πλήθη τά ὁποῖα πορεύονται μαζί του πρός τά Ἰεροσόλυμα. Ἡ μετοχή ἀναβαίνων δηλώνει ὅτι ἡ πορεία εἶναι ἀνηφορική (πρβλ. 18,31).
  Ὁ εὐαγγελιστής Λουκᾶς τονίζει μέ ἔμφαση ὅτι ὁ Κύριος ἐπορεύετο ἔμπροσθεν, στήν ἀρχή τῆς ὅλης πομπῆς. Σάν τό κριάρι πού ὁδηγεῖ τό κοπάδι του, προχωροῦσε ἐπικεφαλῆς τοῦ λαοῦ πού τόν ἀκολουθοῦσε, σπεύδοντας νά ἐκπληρώσει τό σχέδιό του, νά θυσιασθεῖ. Aὐτό τό προβάδισμά του δείχνει τήν ἑκούσια προσέλευσή του στό Πάθος, τήν θέληση καί προθυμία του νά ὑπακούσει στό σχέδιο τοῦ Πατέρα, νά ὑπηρετήσει τήν σωτηρία τοῦ κόσμου.

19,29. Καὶ ἐγένετο ὡς ἤγγισεν εἰς Βηθσφαγῆ καὶ Βηθανίαν πρὸς τὸ ὄρος τὸ καλούμενον ἐλαιῶν, ἀπέστειλε δύο τῶν μαθητῶν αὐτοῦ εἰπών.
  Ἡ Βηθσφαγῆ (=τόπος ἄγουρων σύκων) ἦταν πιθανόν ἕνα μικρό χωριό κοντά στό ὄρος τῶν ἐλαιῶν καί στήν Βηθανία, πάνω στόν δρόμο πού ὁδηγοῦσε ἀπό τήν Ἰεριχώ στήν Ἰερουσαλήμ. Oἱ πληροφορίες πού ἔχουμε -βασικά μόνον ἀπό τούς εὐαγγελιστές- δέν μᾶς βοηθοῦν νά ἐντοπίσουμε ἐπακριβῶς τήν θέση τῆς Βηθσφαγῆς. Ἀντιθέτως γνωρίζουμε καλά τήν τοποθεσία τῆς Βηθανίας (=οἶκος φοινίκων). Bρισκόταν στήν ἀνατολική πλευρά τοῦ ὄρους τῶν ἐλαιῶν, σέ ἀπόσταση σαράντα λεπτῶν ἀπό τά Ἰεροσόλυμα. Ἦταν ἡ πατρίδα τῶν ἀδελφῶν Mάρθας, Mαρίας καί Λαζάρου. Ὑπάρχει καί σήμερα στήν ἴδια τοποθεσία χωριό μέ τήν ὀνομασία Ἐλ Ἀζαριέ, πού εἶναι ἐξαραβισμός τοῦ ὀνόματος τοῦ Λαζάρου. Ἡ Bηθανία αὐτή εἶναι διαφορετική ἀπό τήν Bηθανία ὅπου βάπτιζε ὁ Ἰωάννης· ἐκείνη βρισκόταν πέρα ἀπό τόν Ἰορδάνη.
 Τὸ ὄρος τὸ καλούμενον ἐλαιῶν ἐκτείνεται στήν νοτιοανατολική πλευρά τῆς πόλεως τῶν Ἰεροσολύμων, ἀπό τήν ὁποία τό χωρίζει ὁ χείμαρρος τῶν Kέδρων. Δέν ἔχει μεγάλο ὑψόμετρο, περίπου 800 μέτρα ἀπό τήν ἐπιφάνεια τῆς Mεσογείου, ἐντούτοις εἶναι ψηλότερο ἀπό τούς λόφους τῆς Ἰερουσαλήμ. Ὅλη ἡ ἐπιφάνειά του ἦταν κατάφυτη ἀπό ἐλαιόδενδρα, γι’ αὐτό καί ὀνομαζόταν ὄρος τῶν ἐλαιῶν. Ἦταν ἕνας ἥσυχος τόπος, γνώριμος στόν Ἰησοῦ καί στήν συνοδεία του· πήγαιναν ἐκεῖ γιά νά προσευχηθοῦν μακριά ἀπό τά πλήθη καί τόν θόρυβο τῆς πόλεως. Aὐτή τήν φορά ὁ Ἰησοῦς τό προσπερνᾶ χωρίς νά ἀπολαύσει τήν γαλήνη του. Ἔχει στραμμένο τό βλέμμα του στήν Ἰερουσαλήμ καί βαδίζει «ἔμπροσθεν» τοῦ πλήθους, ἀποφασισμένος νά ἐκτελέσει τήν τελική φάση τοῦ σχεδίου τῆς θείας οἰκονομίας.
 Ὅπως γνωρίζουμε ἀπό τό κατά Ἰωάννην Εὐαγγέλιο, ὁ Ἰησοῦς ἀκολουθώντας τήν ἰουδαϊκή συνήθεια τῆς ἐποχῆς του κατά τίς ἐπίσημες γιορτές τοῦ ἰουδαϊσμοῦ -Πάσχα, Πεντηκοστή, Σκηνοπηγία-, ἀνέβαινε στήν πρωτεύουσα τοῦ Ἰσραήλ, ὅπου βρισκόταν ὁ ναός, τό κέντρο τῆς λατρείας. Ἀλλά ἐνῶ στίς προηγούμενες ἐπισκέψεις φρόντιζε νά μή δημιουργεῖ θόρυβο ἡ παρουσία του, ὥστε νά μήν προκαλοῦνται οἱ ἄρχοντες, αὐτή τήν φορά εἰσέρχεται στήν πόλη μέ ἐπισημότητα. Tό ὅτι ἀπέστειλε δύο τῶν μαθητῶν αὐτοῦ, στούς ὁποίους ἀνέθεσε μία συγκεκριμένη ἀποστολή, δηλώνει ὅτι κατά κάποιο τρόπο ὀργανώνει ὁ ἴδιος τήν θριαμβευτική εἴσοδό του στά Ἰεροσόλυμα.
 Πολλές φορές κατά τήν δημόσια δράση του ὁ Kύριος ἀπέφυγε τίς ἐπευφημίες τοῦ ὄχλου καί τόν ἀπέτρεψε ἀπό ἐκδηλώσεις δόξας καί τιμῆς στό πρόσωπό του. Καθώς ὅμως πορεύεται πρός τό Πάθος, δέν ἀρνεῖται οὔτε ἐμποδίζει τήν θερμή ὑποδοχή τοῦ ὄχλου. Ἔχει δώσει μέχρι τώρα ἀρκετά δείγματα τῆς δυνάμεώς του, ὅπως σχολιάζει ὁ ἅγιος Xρυσόστομος. Ἡ ὥρα τῆς θυσίας εἶναι πλέον πολύ κοντά, γι’ αὐτό «μειζόνως ἐκλάμπει καὶ μετὰ πλείονος ἅπαντα πράττει περιφανείας»68, ὥστε νά δώσει ἔτσι μία τελευταία ὤθηση γιά μετάνοια καί σωτηρία στό πλῆθος πού κατέκλυζε τήν Ἰερουσαλήμ κατά τίς ἡμέρες τῆς ἑορτῆς τοῦ Πάσχα.

19,30-31. ὑπάγετε εἰς τὴν κατέναντι κώμην, ἐν ᾗ εἰσπορευόμενοι εὑρήσετε πῶλον δεδεμένον, ἐφ’ ὃν οὐδεὶς πώποτε ἀνθρώπων ἐκάθισε· λύσαντες αὐτὸν ἀγάγετε. Καὶ ἐάν τις ὑμᾶς ἐρωτᾷ, διατί λύετε; οὕτως ἐρεῖτε αὐτῷ, ὅτι ὁ Κύριος αὐτοῦ χρείαν ἔχει.
 Ὁ Κύριος δέν κατονομάζει τό χωριό στό ὁποῖο στέλνει τούς δύο μαθητές του. Προφανῶς βρισκόταν σέ θέση περίοπτη καί ἐκεῖνος τό δείχνει στούς μαθητές λέγοντας· ὑπάγετε εἰς τὴν κατέναντι κώμην, στόν οἰκισμό πού βρίσκεται ἀπέναντι. Ἐκεῖ, στήν εἴσοδο τοῦ χωριοῦ, θά βροῦν πῶλον, ἕνα πουλάρι, νεαρό γαϊδουράκι, στό ὁποῖο οὐδεὶς πώποτε ἀνθρώπων ἐκάθισε, δέν κάθισε ποτέ κανείς.
 Ὁ μωσαϊκός νόμος ὅριζε νά προσφέρονται στόν Θεό οἱ ἀπαρχές (βλ. Ἔξ 22,29· Λε 2,12· Δε 12,6) καί οἱ Ἰουδαῖοι ὄφειλαν νά διαλέγουν γιά τίς θυσίες τους «δάμαλιν ἐκ βοῶν, ἥτις οὐκ εἴργασται, καὶ ἥτις οὐχ εἵλκυσε ζυγόν» (Δε 21,3· πρβλ. Ἀρ 19,2). Γι’ αὐτό, στόν Ἰησοῦ ταίριαζε ἕνας τέτοιος πῶλος, πού νά μήν χρησιμοποιήθηκε στό παρελθόν ἀπό κανέναν. Ἡ πρώτη ὑπηρεσία τοῦ ζώου αὐτοῦ θά προσφερόταν στόν θεάνθρωπο Κύριο. Σ’ αὐτόν, πού ἦλθε στόν κόσμο γιά νά τόν ἀνακαινίσει, ἅρμοζε ὅλα τά δικά του νά εἶναι καινούργια, ξεχωρισμένα μόνο γιά τό πρόσωπό του καί ἀφιερωμένα σ’ αὐτόν (πρβλ. Μθ 27,60· Λκ 23,53· Ἰω 19,41).
  Ἡ ἀπόσταση ἀπό τήν Βηθσφαγῆ καί τήν Βηθανία ὥς τά Ἰεροσόλυμα ἦταν μικρή. Tήν διένυαν οἱ ἄνθρωποι περπατώντας, χωρίς νά χρησιμοποιοῦν μεταφορικό μέσον. Ὡστόσο ὁ Κύριος πού ἔκανε τόσες περιοδεῖες διασχίζοντας ὅλη τήν Γαλιλαία καί τήν Ἰουδαία ὁδοιπορώντας, ζητᾶ αὐτή τήν φορά ὑποζύγιο. Προφανῶς ἔχει ἕνα σοφό σχέδιο, τό ὁποῖο ἀρχίζει νά ἐκτελεῖ.
 Στούς μαθητές του δίνει τήν παραγγελία νά πᾶνε καί νά λύσουν τόν πῶλο πού θά χρησιμοποιοῦσε· λύσαντες αὐτὸν ἀγάγετε. Ἄν ὅμως τούς ρωτήσει κανείς γιατί τόν λύνουν; Ἄν κάποιοι διαμαρτυρηθοῦν καί τούς ἐμποδίσουν; Ὁ Κύριος προλαβαίνει τήν εὔλογη ἔνσταση καί ἀπορία τῶν μαθητῶν του, καί τούς λέγει· Καὶ ἐάν τις ὑμᾶς ἐρωτᾷ, διατί λύετε; οὕτως ἐρεῖτε αὐτῷ, ὅτι ὁ Κύριος αὐτοῦ χρείαν ἔχει. Στόν Κύριο Ἰησοῦ ἀνήκουν τά πάντα, διότι αὐτός τά δημιούργησε. Ἰδιοκτησία του εἶναι «ἡ γῆ καὶ τὸ πλήρωμα αὐτῆς» (Ψα 23,1). Ὡς ἄνθρωπος δέν ἔκανε χρήση αὐτοῦ τοῦ δικαιώματός του. Σεβάστηκε πάντοτε τήν ἐλευθερία τοῦ ἀνθρώπου καί τό δικαίωμα τῆς περιουσίας του, ὅπως φαίνεται σέ σχετικά περιστατικά (βλ. Λκ 5,3). Τώρα ὅμως πού πορεύεται πρός τό Πάθος, θέλει νά δώσει καί κάποια πρόσθετα σημεῖα τῆς θεϊκῆς του ἐξουσίας. Δέν ἀποκλείεται, βέβαια, νά ἦταν γνωστός ὁ ἰδιοκτήτης τοῦ πώλου, ὁπότε πρόθυμα θά ἀνταποκρινόταν στήν ἐπιθυμία τοῦ Ἰησοῦ καί δέν θά ἔφερνε ἀντίρρηση στούς μαθητές πού θά ἔπαιρναν τό πουλαράκι. Tό πιθανώτερο ὅμως εἶναι ὅτι ἡ προμήθεια καί χρήση τοῦ πώλου δέν ἦταν ἕνα συνηθισμένο γεγονός ἀλλά ἕνα σημεῖο τό ὁποῖο ἐπιτελεῖ ὁ Kύριος.
 Εἶναι συγκλονιστικός ὁ λόγος τοῦ Ἰησοῦ· ὁ Κύριος αὐτοῦ χρείαν ἔχει. Ὁ ἀνενδεής Θεός, κατεβαίνοντας τά σκαλοπάτια τῆς ταπεινώσεως γιά τήν δική μας σωτηρία, φθάνει στό σημεῖο νά λέγει ὅτι ἔχει ἀνάγκη ἀπό ἕνα πουλαράκι! Ὁ Ἰησοῦς σέ ὅλη τήν ἐπίγεια πορεία του ἐπέλεξε τήν φτώχεια ὡς γνώρισμά του. Ἀπό τήν φάτνη μέχρι τήν ταφή του δέν ἀπέκτησε τίποτε δικό του. Πολύ ζωηρά περιγράφει ὁ ἴδιος τήν ἀκτημοσύνη του· «αἱ ἀλώπεκες φωλε- οὺς ἔχουσι καὶ τὰ πετεινὰ τοῦ οὐρανοῦ κατασκηνώσεις, ὁ δὲ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου οὐκ ἔχει ποῦ τὴν κεφαλὴν κλίνῃ» (Μθ 8,20· Λκ 9,58).

19,32-34. Ἀπελθόντες δὲ οἱ ἀπεσταλμένοι εὗρον καθὼς εἶπεν αὐτοῖς, ἑστῶτα τὸν πῶλον· λυόντων δὲ αὐτῶν τὸν πῶλον εἶπον οἱ κύριοι αὐτοῦ πρὸς αὐτούς· τί λύετε τὸν πῶλον; οἱ δὲ εἶπον ὅτι ὁ Κύριος αὐτοῦ χρείαν ἔχει.
 Στήν Παλαιστίνη μέχρι καί τίς ἡμέρες τῶν προφητῶν οἱ ἐπίσημοι χρησιμοποιοῦσαν ὄνο γιά τίς μετακινήσεις τους (Ἀρ 22,21ἑ)70. Tήν ἐποχή τῆς Kαινῆς Διαθήκης ὅμως οἱ ρωμαῖοι αὐτοκράτορες καί στρατηγοί εἶχαν καθιερώσει ὡς «ἐπίσημο» ὑποζύγιο τό ἄλογο. Ἔτσι στούς μαθητές θά φαινόταν ἴσως παράδοξη ἡ προτίμηση τοῦ Διδασκάλου τους νά τοῦ φέρουν ἕναν πῶλο καί ὄχι ἕνα ἄλογο, πού θά ταίριαζε γιά τήν εἴσοδο ἑνός βασιλιᾶ. Nιώθουν, ὅμως, εὐχάριστη ἔκπληξη καί ἐντυπωσιάζονται οἱ ἀπεσταλμένοι, ὅταν βρίσκουν τά πράγματα ὅπως ἀκριβῶς τούς τά προεῖπε ὁ Kύριος, γι’ αὐτό ὁ εὐαγγελιστής σημειώνει μέ ἔμφαση· εὗρον καθὼς εἶπεν αὐτοῖς.
 Οἱ κύριοι αὐτοῦ θά ἦταν προφανῶς ὁ κάτοχος τοῦ πώλου καί κάποιοι ἄλλοι γνωστοί του, γιά τούς ὁποίους ὁ εὐαγγελιστής Μᾶρκος γράφει· «καί τινες τῶν ἐκεῖ ἑστηκότων» (11,5). Ἡ σκηνή εἶναι πολύ γνώριμη γιά τούς ἀνθρώπους τῆς ὑπαίθρου. Ἡ παρουσία κάθε ξένου πού ἐπεμβαίνει στήν ἰδιοκτησία τοῦ συγχωριανοῦ προκαλεῖ εὔλογη διαμαρτυρία τῶν ὑπολοίπων. Στό συγκεκριμένο περιστατικό, αὐθόρμητα διαμαρτύρονται οἱ παρευρισκόμενοι βλέποντας τούς μαθητές νά θέλουν νά λύσουν τόν πῶλο, σάν νά ἦταν ὅλοι ἰδιοκτῆτες τοῦ πώλου.
 Οἱ μαθητές εἶχαν ἕτοιμη τήν ἀπάντηση, ὅπως τούς εἶχε πεῖ ὁ Διδάσκαλός τους· ὁ Κύριος αὐτοῦ χρείαν ἔχει. Οἱ ἄνθρωποι δέν ἔφεραν ἄλλη ἀντίρρηση. Τούς καθησύχασε ἴσως καί ἡ διαβεβαίωση· «καὶ εὐθέως αὐτὸν ἀποστέλλει πάλιν ὧδε» (Μρ 11,3). Πέρα ὅμως ἀπό αὐτό, γίνεται φανερό ὅτι ὁ λόγος τοῦ Ἰησοῦ εἶχε κῦρος καί ἐξουσία, ὥστε νά ἐπιβάλλεται. Σύμφωνα μέ τήν ἑρμηνεία τοῦ ἁγίου Xρυσοστόμου, ὁ Kύριος σκηνοθετεῖ αὐτό τό περιστατικό ἔτσι ὥστε νά στηρίξει τήν πίστη τῶν μαθητῶν του στήν ἑκούσια παράδοσή του. Aὐτός πού ἐξ ἀποστάσεως ἀπέσπασε τόν πῶλον χωρίς ἀντιρρήσεις ἀπό τούς ἰδιοκτῆτες, μποροῦσε νά ἐμποδίσει καί τούς ἐχθρούς του νά τόν συλλάβουν. Δέν τό κάνει ὅμως ἀλλά ἑκούσια βαδίζει πρός τόν θάνατο.

19,35. Καὶ ἤγαγον αὐτὸν πρὸς τὸν Ἰησοῦν, καὶ ἐπιρρίψαντες ἑαυτῶν τὰ ἱμάτια ἐπὶ τὸν πῶλον ἐπεβίβασαν τὸν Ἰησοῦν.
 Τήν διάθεσή τους νά προσφέρουν στόν Ἰησοῦ κάθε τι δικό τους ἐξέφρασαν οἱ μαθητές ἐπιρρίψαντες ἑαυτῶν τὰ ἱμάτια ἐπὶ τὸν πῶλον, στρώνοντας τά ἐνδύματά τους πάνω στό πουλαράκι, πού προφανῶς, ἐπειδή ἦταν ἀκόμη μικρό, δέν εἶχε σαμάρι. Ἀντί νά ζητήσουν κάποιο πρόχειρο στρωσίδι προτίμησαν νά ἁπλώσουν τά ἱμάτιά τους, δείχνοντας ἔτσι τήν τιμή καί τήν ἀγάπη τους στό πρόσωπο τοῦ Διδασκάλου, ἀλλά καί τήν ὁλοκληρωτική ἀφοσίωσή τους σ’ Αὐτόν.
 Τό γεγονός ὅτι ἐπὶ τὸν πῶλον ἐπεβίβασαν τὸν Ἰησοῦν ἀποτελεῖ ἐκπλήρωση τῆς προφητείας τοῦ Ζαχαρία· «Χαῖρε σφόδρα, θύγατερ Σιών· κήρυσσε, θύγατερ Ἰερουσαλήμ· ἰδοὺ ὁ βασιλεύς σου ἔρχεταί σοι, δίκαιος καὶ σῴζων αὐτός, πραῢς καὶ ἐπιβεβηκὼς ἐπὶ ὑποζύγιον καὶ πῶλον νέον» (9,9· πρβλ. Μθ 21,5· Ἰω 12,15). Ταυτόχρονα, συνιστᾶ μία νέα προφητεία, «τῶν ἀκαθάρτων ἐθνῶν τὴν κλῆσιν», σημειώνει ὁ ἅγιος Χρυσόστομος. Ὁ πῶλος, ἑρμηνεύει ὁ ἴδιος πατέρας, προτυπώνει τήν Ἐκκλησία, τόν πρώην ἀκάθαρτο καί ἀδάμαστο λαό τῶν ἐθνῶν, τόν νέο Ἰσραήλ, στόν ὁποῖο θά βασιλεύσει ὁ Ἰησοῦς.
 Ἐπιπλέον, ὁ Κύριος ἐπιλέγοντας γιά τήν εἴσοδό του στά Ἰεροσόλυμα ὄχι τό ἄλογο πού εἶναι σύμβολο πολέμου καί κοσμικῆς δυνάμεως ἀλλά τό πουλάρι, σύμβολο τῆς εἰρήνης καί τῆς ταπεινώσεως, μέ τρόπο ἐποπτικό δίνει τό μήνυμά του σέ ὅλους ἐκείνους πού ἔνθερμα τόν ὑποδέχονται καί τόν ἐπευφημοῦν. Ἀποδοκιμάζει καί ἀνατρέπει τίς λανθασμένες μεσσιακές ἀντιλήψεις τους.Ἔρχεται χωρίς ἅρματα, χωρίς νά ἀπαιτεῖ φόρους καί νά περιφέρει δορυφόρους, ἀλλά μέ «πολλήν ἐπιείκειαν».

19,36. Πορευομένου δὲ αὐτοῦ ὑπεστρώννυον τὰ ἱμάτια αὐτῶν ἐν τῇ ὁδῷ.
 Ὁ λαός, «ὁ πλεῖστος ὄχλος» (Μθ 21,8), πού εἶχε ἔλθει στά Ἰεροσόλυμα ἐκεῖνες τίς ἡμέρες γιά τόν ἑορτασμό τοῦ Πάσχα, μόλις πληροφορήθηκε ὅτι πλησιάζει στήν πόλη ὁ Ἰησοῦς, βγῆκε νά τόν προϋπαντήσει. Ἡ ἐλπίδα ὅτι ἔφθασε ἡ ὥρα γιά τήν ἐγκαθίδρυση τῆς νέας βασιλείας τοῦ Δαυΐδ ἔκανε τόν ἐνθουσιασμό τοῦ πλήθους ἀσυγκράτητο. Ξεχύθηκαν οἱ ἄνθρωποι στούς δρόμους κρατώντας στά χέρια τους τά «βαΐα τῶν φοινίκων» (Ἰω 12,13). Ἀπό ὅπου περνοῦσε ὁ Ἰησοῦς ἔστρωναν κλαδιά δένδρων (βλ. Μθ 21,8· Μρ 11,8) καί τὰ ἱμάτια αὐτῶν, τά ροῦχα τους, ἐκδηλώνοντας μέ τήν κίνηση αὐτή τόν σεβασμό καί τήν ἀγάπη τους. Δέν ἦταν προμελετημένες ἐνέργειες. Ἦταν μία αὐθόρμητη ἀναγνώριση τοῦ βασιλικοῦ του ἀξιώματος. Συνηθιζόταν στήν Ἀνατολή κυρίως, μέχρι καί τίς ἀρχές τοῦ 20οῦ αἰώνα, νά ἐκφράζει ὁ λαός τόν σεβασμό του καί νά ἀποδίδει τιμή σέ ἐπίσημα πρόσωπα στρώνοντας τά ροῦχα του στούς δρόμους ἀπ’ ὅπου ἐκεῖνα θά περνοῦσαν.

19,37. Ἐγγίζοντος δὲ αὐτοῦ ἤδη πρὸς τῇ καταβάσει τοῦ ὄρους τῶν ἐλαιῶν ἤρξατο ἅπαν τὸ πλῆθος τῶν μαθητῶν χαίροντες αἰνεῖν τὸν Θεὸν φωνῇ μεγάλῃ περὶ πασῶν ὧν εἶδον δυνάμεων λέγοντες.
 Πλησιάζει ἤδη ὁ Κύριος πρὸς τῇ καταβάσει τοῦ ὄρους τῶν ἐλαιῶν, νά διανύσει τήν κατηφοριά τοῦ ὄρους τῶν Ἐλαιῶν, καί θά συνέχιζε τόν εὐθύ δρόμο πρός τά Ἰεροσόλυμα, πού διαγραφόταν στόν ὁρίζοντα. Ἡ θέα τῆς ἁγίας πόλεως μέ τά λαμπρά κτήρια καί τόν Nαό ξυπνᾶ ἔνδοξες μνῆμες καί λαμπρές προσδοκίες. Ἐνθουσιασμένο ἅπαν τὸ πλῆθος τῶν μαθητῶν, δηλαδή ὁ εὐρύτερος κύκλος τῶν μαθητῶν πού τόν συνόδευαν, ἀλλά καί οἱ ἄνθρωποι πού βγῆκαν ἀπό τά Ἰεροσόλυμα γιά νά τόν προϋπαντήσουν, ξεσποῦν σέ δοξολογία ἐκφράζοντας τήν μεγάλη χαρά τους.
 Μεγαλόφωνα ἀναπέμπουν ὕμνους στόν Θεό γιά τά θαυμαστά σημεῖα, περὶ πασῶν ὧν εἶδον δυνάμεων. Ἦταν οἱ ἴδιοι μάρτυρες τῶν σημείων αὐτῶν. Πρόσφατα μάλιστα τούς συγκλόνισε τό καταπληκτικό σημεῖο τῆς ἀναστάσεως τοῦ Λαζάρου (βλ. Ἰω 11,17-44· 12,17-18). Εἶχε γίνει τό ἀντικείμενο τῶν συζητήσεών τους, κορύφωνε τόν ἐνθουσιασμό τους καί τόν ἔκανε παραλήρημα χαρᾶς.

19,38. εὐλογημένος ὁ ἐρχόμενος βασιλεὺς ἐν ὀνόματι Κυρίου· εἰρήνη ἐν οὐρανῷ καὶ δόξα ἐν ὑψίστοις.
 Μέ ζητωκραυγές καί ἀλαλαγμούς ὑποδέχεται ὁ λαός τόν Ἰησοῦ στά Ἰεροσόλυμα. Στήν πραγματικότητα τόν ἀναγορεύει βασιλιά του, καθαιρώντας αὐτόματα τόν ἐντόπιο βασιλιά τῆς Γαλιλαίας Ἡρώδη καί τόν Πιλᾶτο, τόν ξένο δυνάστη τῆς Ἰουδαίας. Tήν ἀναγόρευση δηλώνει ἡ κραυγή βασιλεύς, πού λέγεται δημόσια ἀπό τόσο πλῆθος· ἔτσι ἀναγόρευαν τότε οἱ λαϊκές συνελεύσεις ἤ τά στρατεύματα τούς βασιλεῖς καί τούς αὐτοκράτορες. Αὐτό πού δέν πρόλαβαν νά κάνουν τά πλήθη νωρίτερα στήν Γαλιλαία, μετά τόν χορτασμό τῶν πεντακισχιλίων (βλ. Ἰω 6,15), τό κάνει στά Ἰεροσόλυμα σύσσωμος ὁ Ἰσραήλ. Σάν σέ ἐθνική συνέλευση ἀναγνωρίζει τόν Ἰησοῦ ὡς τόν βασιλιά πού τόσους αἰῶνες περίμενε, ὄχι ὑποτελῆ στούς Ρωμαίους ἀλλά πανίσχυρο κυρίαρχο, ὅπως ἦταν ὁ Δαυΐδ. Αὐτό δηλώνει ὁ ψαλμικός στίχος εὐλογημένος ὁ ἐρχόμενος βασιλεὺς ἐν ὀνόματι Κυρίου (πρβλ. Ψα 117, 26). Ἡ ἐπευφημία αὐτή μέσα στήν ἐνθουσιώδη ἀτμόσφαιρα θυμίζει παρόμοιες σκηνές πού διαδραματίζονταν κατά τήν ἑορτή τῆς Σκηνοπηγίας. Tότε οἱ Ἰουδαῖοι κρατώντας κλαδιά φοινίκων ἔκαναν μεγαλοπρεπεῖς πομπές ψάλλοντας καί δοξάζοντας τόν Θεό γιά τίς εὐλογίες μέ τίς ὁποῖες τούς εἶχε εὐεργετήσει κατά τήν ἔξοδό τους ἀπό τήν Aἴγυπτο καί τήν περιπλάνησή τους στήν ἔρημο. Ἀποκορύφωμα καί ἐκπλήρωση ὅλων ἐκείνων τῶν εὐλογιῶν εἶναι ἡ παρουσία τοῦ Mεσσία ἀνάμεσά τους.
 Στό πρόσωπο τοῦ Ἰησοῦ ἐπευφημεῖται ὁ ἀναμενόμενος Μεσσίας, ὁ ὁποῖος ἐγκαθιστᾶ τήν βασιλεία του στήν γῆ. Ἀλλά γιά νά γίνει κάποιος βασιλιάς δέν ἀρκεῖ νά τόν ἀναγορεύσει ὁ λαός· πρέπει νά δεχθεῖ καί ὁ ἴδιος τήν βασιλεία. Ὁ Ἰησοῦς θέλει νά γίνει βασιλιάς τους, ὄχι ὅμως ἐπίγειος, ἐκδικητής τοῦ Ἰσραήλ, τύραννος τῶν ἐθνῶν, χορηγός ἄρτων καί θεαμάτων· ἡ δική του βασιλεία εἶναι πνευματική καί αἰώνια (βλ. Ἰω 18,36). Ἀλλά ποῦ νά τά πεῖ αὐτά, τήν ὥρα ἐκείνη τοῦ ἀσυγκράτητου ἐνθουσιασμοῦ; Πῶς νά χειραγωγήσει σέ νοήματα πνευματικά τόν ἀκαλλιέργητο καί φανατικό ἐκεῖνο λαό; Δίνει τήν ἀπάντηση μέ μία σιωπηρή κίνηση, πού λέγει ἀπό μόνη της πολλά καί μέ σαφήνεια. Ἐνῶ ὁ λαός τρέχει πρός αὐτόν καί ἑτοιμάζεται νά μπεῖ μαζί του στήν ἁγία πόλη, ὁ Ἰησοῦς ἀναζητάει ἕνα πουλαράκι, κάθεται πάνω σ’ αὐτό καί μπαίνει στά Ἰεροσόλυμα. Καί μόνο ἡ θέα τοῦ πώλου ἀρκεῖ νά ἀποθαρρύνει τόν λαό, καθώς δηλώνει ἀρνητική ἀπάντηση ἐκ μέρους τοῦ Ἰησοῦ στό χρῖσμα πού τοῦ προσφέρεται. Ὁ ἀληθινός Μεσσίας γελοιοποιεῖ τόν φανταστικό ψευτομεσσία πού εἶχε πλάσσει ὁ λαός.
 Δέν εἶναι τυχαῖο ὅτι οἱ Ἰουδαῖοι κατά τήν θριαμβευτική εἴσοδο τοῦ Ἰησοῦ στά Ἰεροσόλυμα ψάλλουν πανηγυρικά τόν ὕμνο πού ἔψαλλαν οἱ ἄγγελοι τήν νύχτα τῆς γεννήσεως τοῦ Χριστοῦ· εἰρήνη ἐν οὐρανῷ καὶ δόξα ἐν ὑψίστοις (βλ. Λκ 2,14)83. Kαταλύθηκε πλέον ἡ ἀρχαία ἔχθρα. Ὁ Θεός εἶναι τώρα φιλικός πρός τούς ἀνθρώπους καί οἱ ἄγγελοι τοῦ οὐρανοῦ δοξολογοῦν γι’ αὐτήν τήν καταλλαγή. Σκόπιμα ὁ εὐαγγελιστής Λουκᾶς χρησιμοποιεῖ αὐτή τήν διατύπωση παραλείποντας τό ἑβραϊκό «ὡσαννά» (βλ. Μθ 21,9· Μρ 11,9· Ἰω 12,13), ὥστε νά κατανοήσουν καλύτερα τήν ἐπευφημία οἱ ἐξ ἐθνῶν χριστιανοί. Tό νόημα εἶναι: Σήμανε πλέον ἡ ὥρα τῆς συμφιλιώσεως τοῦ Ἰσραήλ μέ τόν Θεό. Αὐτή ἐξασφαλίζει τήν οὐράνια εἰρήνη καί συνιστᾶ τήν δόξα τοῦ ὑψίστου Θεοῦ. Ψάλλοντας, βέβαια, τόν ὕμνο αὐτό οἱ Ἰουδαῖοι δέν μπο- ροῦσαν νά συλλάβουν τήν πνευματική του διάσταση· περιορίζονταν στό ὅραμα μιᾶς ἐπίγειας βασιλείας.

19,39. Καί τινες τῶν Φαρισαίων ἀπὸ τοῦ ὄχλου εἶπον πρὸς αὐτόν· διδάσκαλε, ἐπιτίμησον τοῖς μαθηταῖς σου.
 Ἀνάμεσα στόν ὄχλο ὑπῆρχαν καί τινες τῶν φαρισαίων, κάποιοι φαρισαῖοι. Εἶχε ἤδη ληφθεῖ ἡ ἀπόφαση τῆς συλλήψεως τοῦ Ἰησοῦ (βλ. Ἰω 11,56) καί οἱ φαρισαῖοι φροντίζουν νά τόν παρακολουθοῦν ἄγρυπνα καί προσεκτικά. Λαμβάνουν τά ἀπαιτούμενα μέτρα, γιά νά μπορέσουν νά ἐκτελέσουν ἀνενόχλητοι τά φονικά τους σχέδια, χωρίς ἀνεπιθύμητες συνέπειες. Διαπίστωσαν ὅμως ὅτι ἡ συνεχής παρουσία καί ἡ ἀγάπη τοῦ λαοῦ γιά τόν Ἰησοῦ γινόταν μία ἀσφαλής ἀσπίδα, πού θά ἐμπόδιζε τήν πραγματοποίηση τῶν σχεδίων τους. Aὐτό ἐξάπτει τόν γνωστό φθόνο τους καί καθιστᾶ ἀφόρητη γι’ αὐτούς τήν κατάσταση. Αὐτοί σχεδιάζουν τόν θάνατο τοῦ Kυρίου καί ἐκεῖνος εἰσέρχεται θριαμβευτικά ὡς βασιλιάς στά Ἰεροσόλυμα κάτω ἀπό τίς ἐνθουσιώδεις ἐπευφημίες τοῦ λαοῦ! Ἔτριζαν τά δόντια τους ἀπό τήν ἀγανάκτηση, σχολιάζει παραστατικά ὁ ἅγιος Kύριλλος, ἀλλά δέν εἶχαν τήν δυνατότητα νά ἐπιβάλουν τήν σιωπή στό πλῆθος. Γι’ αὐτό καταφεύγουν στόν ἴδιο τόν Ἰησοῦ, ζητώντας τήν δική του ἐπέμβαση.
  Ἡ προσφώνηση διδάσκαλε τήν ὥρα ἐκείνη τοῦ θριάμβου ὑποδηλώνει ὅτι οἱ φαρισαῖοι δέν συμφωνοῦν μέ τίς ἐπευφημίες τοῦ πλήθους, πού τόν ἀναγνωρίζει ὡς τόν ἀπεσταλμένο τοῦ Θεοῦ Mεσσία. Γι’ αὐτούς ὁ Ἰησοῦς δέν εἶναι τίποτε περισσότερο ἀπό ἕναν ἁπλό διδάσκαλο. Τόν πλησιάζουν, λοιπόν, μέ τό πρόσχημα τῆς εὐσεβείας ἀλλά μέ ἐμφανῆ τήν ὑποτίμηση πού διαφαίνεται στήν προσταγή· ἐπιτίμησον τοῖς μαθηταῖς σου. Ἀπαιτοῦν, δηλαδή, νά ἐπιπλήξει τούς μαθητές του, γιά νά παύσουν νά τόν ἐπευφημοῦν. Κατά κάποιο τρόπο οἱ ἴδιοι ἐπιτιμοῦν τόν Ἰησοῦ, σάν νά τοῦ λένε· «Διδάσκαλε, πῶς τά ἐπιτρέπεις αὐτά; Πῶς ἀνέχεσαι νά λέγεται γιά τόν ἑαυτό σου ὁ Ψαλμός πού ἀναφέρεται στόν Μεσσία; νά δοξάζεσαι καί νά ὑμνῆσαι ὡς Θεός;».

19,40. Καὶ ἀποκριθεὶς εἶπεν αὐτοῖς· λέγω ὑμῖν ὅτι ἐὰν οὗτοι σιωπήσωσιν, οἱ λίθοι κεκράξονται.
 Ἡ ἀπάντηση τοῦ Κυρίου ἀποκαλύπτει πόσο ἀληθινή εἶναι ἡ ἐκτίμηση τοῦ λαοῦ γιά τό πρόσωπό του καί φανερώνει τήν αὐτοσυνειδησία του, τί ὁ ἴδιος φρονοῦσε γιά τόν ἑαυτό του. Mέ κῦρος καί αὐθεντία πού ἐξουδετερώνει τήν φαινομενική κυριαρχία τῶν φαρισαίων δηλώνει ὅτι τοῦ ἁρμόζουν οἱ ἐκδηλώσεις τοῦ λαοῦ καί, πράγματι, στό πρόσωπό του ἐκπληρώνονται οἱ μεσσιακές προφητεῖες. Ἔτσι οἱ φαρισαῖοι παίρνουν τώρα σαφῆ καί χωρίς περιστροφές τήν ἀπάντηση σ’ ἐκεῖνο πού παλαιότερα τόν εἶχαν ρωτήσει· «εἰ σὺ εἶ ὁ Xριστός, εἰπὲ ἡμῖν παρρησίᾳ» (Ἰω 10,24).
 Ἡ παροιμιώδης ἔκφραση οἱ λίθοι κεκράξονται ἀπαντᾶ ἐπίσης στό Tαλμούδ ἀλλά καί σέ ἄλλα κείμενα τῆς ἐποχῆς ἐκείνης. Tονίζει τήν ἀλήθεια ἑνός γεγονότος89· κι ἄν ἀκόμη οἱ ἄνθρωποι πού ἔχουν λογική γιά ὁποιοδήποτε λόγο δέν ὁμολογοῦν καί δέν ἀναγνωρίζουν κάτι ἀδιαμφισβήτητο, τότε θά μιλήσουν οἱ πέτρες (πρβλ. Ἀβ 2,11). Στήν προκειμένη περίπτωση ὁ λόγος αὐτός, τόν ὁποῖο μέ αὐστηρότητα καί μεγαλοπρέπεια διατυπώνει ὁ Kύριος, δέν ἦταν ἁπλῶς μία παροιμία ἀλλά μία προφητεία, ἡ ὁποία σύντομα θά ἐκπληρωθεῖ. Τήν ὥρα πού ὁ Ἰησοῦς παρέδωσε τό πνεῦμα του τό καταπέτασμα τοῦ Ναοῦ σχίσθηκε στά δύο, ἀπό πάνω ἕως κάτω, καί ἡ γῆ ἄνοιξε καί οἱ πέτρες σχίσθηκαν καί τά μνήματα ἄνοιξαν καί πολλοί νεκροί ἀναστήθηκαν (βλ. Μθ 27,51-52). Ὅλα αὐτά ἀποτελοῦσαν, ἀναμφισβήτητα, μία ἰσχυρή κραυγή καί ὁμολογία ὅτι ὁ Ἰησοῦς δέν ἦταν ἕνα τυχαῖο πρόσωπο, ἕνας κοινός ἄνθρωπος, ἀλλά ὁ ἐνανθρωπήσας Θεός. Καί ἀργότερα ἐπίσης, κατά τήν καταστροφή τῆς Ἰερουσαλήμ ἀπό τά ρωμαϊκά στρατεύματα τό 70 μ.Χ., σημειώνεται μία δεύτερη ἐπαλήθευση τῆς προφητείας. Καθώς τά πάντα ξεθεμελιώνονται, οἱ ἄνθρωποι ἀναγκαστικά σιωποῦν καί οἱ λίθοι κράζουν γιά τήν δίκαιη τιμωρία τῆς θεοκτόνου πόλεως.


Στεργίου Σάκκου
Ἑρμηνεία στό κατά Λουκᾶν Εὐαγγέλιο, τ. Γ΄, σελ. 119-132
   

Δευτέρα, 07 Ιούλιος 2014 03:00

Ἰω 3,8

«Τό πνεῦμα ὅπου θέλει πνεῖ»

   Δικαιολογημένα ἀρκετοί δυσκολεύονται στήν κατανόηση τῆς φράσεως «τό πνεῦμα ὅπου θέλει πνεῖ» (Ἰω 3,8) καί ζητοῦν νά τήν ἐξηγήσουμε. Πολλοί, νομίζοντας ὅτι γίνεται λόγος γιά τό ἅγιο Πνεῦμα, μπερδεύτηκαν, μέ ἀποτέλεσμα νά θεωρήσουν ὅλο τόν στίχο ἀσυνάρτητο καί νά μή βγάζουν νόημα. Μερικοί, μάλιστα, συνδέουν τό χωρίο μέ ἐκεῖνο τοῦ ἀποστόλου Παύλου «πάντα δέ ταῦτα ἐνεργεῖ τό ἕν καί τό αὐτό Πνεῦμα, διαιροῦν ἰδίᾳ ἑκάστῳ καθώς βούλεται» (Α’ Κο 12,11). Τό Πνεῦμα τό ἅγιο, κατά τόν λόγο τοῦ ἀποστόλου Παύλου, μοιράζει τά χαρίσματα στήν Ἐκκλησία, ὅπως αὐτό θέλει. Μέ τόν ἴδιο τρόπο, λένε, καί τό ἴδιο «πνέει», πηγαίνει ὅπου θέλει. Αὐτό ρυθμίζει τήν πνευματική ζωή τῶν πιστῶν καί, ἑπομένως, ὁ ἄνθρωπος δέν μπορεῖ νά κάνει τίποτε γιά τήν πνευματική του προκοπή καί σωτηρία.

   Κατ’ ἀρχήν θά ξεκινήσουμε ἀπό τήν σημασία τῆς λέξεως «πνεῦμα» στήν ἁγία Γραφή. Δέν σημαίνει μόνο τό ἅγιο Πνεῦμα. Μπορεῖ νά σημαίνει καί τά ἀγαθά πνεύματα, τά πονηρά πνεύματα, τήν ψυχή τοῦ ἀνθρώπου, τά πνευματικά χαρίσματα κ.ἄ. Στήν συγκεκριμένη περίπτωση «πνεῦμα» λέγεται ὁ ἄνεμος. Τό δεύτερο πού πρέπει νά προσέξουμε εἶναι νά μήν ξεκόψουμε τήν φράση «τό πνεῦμα ὅπου θέλει πνεῖ», παίρνοντάς την σάν ἕνα ρητό. Τό νόημα ὅλου τοῦ στίχου εἶναι· «ὁ ἄνεμος ὅπου θέλει πνέει καί ἀκοῦς τήν φωνή του, ἀλλά δέν ξέρεις ἀπό ποῦ ἔρχεται καί ποῦ πηγαίνει. Ἔτσι εἶναι καί ὁ καθένας πού ἔχει γεννηθεῖ ἀπό τό ἅγιο Πνεῦμα».

   Σ’ αὐτήν τήν ἑρμηνεία τοῦ στίχου καταλήγουμε ἄν δοῦμε ὅλη τήν συνάφεια τῆς περικοπῆς. Ὁ Κύριος μιλᾶ στόν φαρισαῖο Νικόδημο γιά τήν πνευματική ἀναγέννηση, πού ἐπιτελεῖ μέσα στόν ἄνθρωπο τό ἅγιο Πνεῦμα. Ὅπως ὁ φυσικός ἄνθρωπος ἔχει μέσα του τό αἷμα καί τά σωματικά καί ψυχικά χαρακτηριστικά τοῦ πατέρα του, ἔτσι καί ὁ πνευματικός ἄνθρωπος, ὁ ἀναγεννημένος πνευματικά, ἔχει τά χαρακτηριστικά τοῦ Πνεύματος, ἀπό τό ὁποῖο γεννᾶται. Ἡ συζήτηση εἶναι γιά πράγματα ὑπερφυσικά καί πνευματικά. Ὁ Νικόδημος δυσκολεύεται νά τήν παρακολουθήσει. Γι’ αὐτό ὁ Κύριος τοῦ ἀναφέρει ἕνα παράδειγμα ἀπό τόν αἰσθητό κόσμο. Καί μάλιστα, ὅπως παρατηρεῖ ὁ ἅγιος Χρυσόστομος, δέν ὁδηγεῖ τήν σκέψη του «εἰς τήν τῶν σωμάτων παχύτητα», οὔτε πάλι τοῦ μιλᾶ γιά καθαρῶς ἀσώματα πράγματα. Διαλέγει κάτι ἐνδιάμεσο μεταξύ σώματος καί ἀσωμάτου, τόν ἄνεμο. Ὁ Νικόδημος δέν θά ἔπρεπε νά ἐκπλήσσεται πού δέν καταλαβαίνει τήν πνευματική ἀναγέννηση, ἀφοῦ καί στόν φυσικό κόσμο ὑπάρχουν πολλά ἀκατανόητα, ὅπως π.χ. ὁ ἄνεμος. «Τό πνεῦμα ὅπου θέλει πνεῖ». Ὁ ἄνεμος πνέει σέ ὅποια κατεύθυνση θέλει, καί κανείς δέν ξέρει οὔτε ἀπό ποῦ ξεκίνησε οὔτε ποιός εἶναι ὁ τόπος τοῦ προορισμοῦ του. Κι ὅμως, κανείς δέν ἀμφισβητεῖ τήν ὕπαρξη τοῦ ἀνέμου.

   Νομίζω πώς δέν πέφταμε ἔξω ἀπό τό νόημα τῶν λόγων τοῦ Ἰησοῦ, ἄν χρησιμοποιούσαμε ἕνα σύγχρονο παράδειγμα: Βλέπουμε, ἀκοῦμε, ἀντιλαμβανόμαστε γύρω μας ἀναρίθμητα πρόσωπα, ὀργανισμούς, ἀντικείμενα. Μελετοῦμε καί παρακολουθοῦμε τήν ζωή καί τήν πορεία τους. Μέ καμία αἴσθηση ὅμως δέν μποροῦμε νά πιάσουμε αύτό πού εἶναι τό πιό σπουδαῖο καί ἀπαραίτητο γιά τήν φυσική ζωή, τό ὀξυγόνο. Κανείς μας δέν βλέπει, δέν ἀκούει, δέν γεύεται ὀξυγόνο. Μήπως γι’ αύτό ἀμφισβητεῖ κανείς τήν ὕπαρξή του;

   Στήν φυσική γέννηση βλέπουμε ὅτι ὁ ἄνθρωπος γεννιέται ἀπό τήν κοιλιά τῆς μάνας του καί καταλήγει στήν κοιλιά τῆς μάνας γῆς, στόν τάφο. Ἡ προέλευση, ἡ ζωή καί ἡ κατάληξή του εἶναι φανερή σέ ὅλους. Ἀντίθετα, ἡ πνευματική γέννηση ἔχει μυστική τήν ἀρχή καί τό τέλος της. Ὁ ἄνθρωπος πού ἀναγεννήθηκε πνευματικά μέ τό Πνεῦμα τό ἅγιο, παράλληλα μέ τήν φυσική ζῆ καί μία νέα ζωή, πνευματική. Αὐτή ἡ ζωή ἀρχίζει ἀπό τήν πνευματική ἀναγέννηση καί καταλήγει στήν βασιλεία στοῦ Θεοῦ. Ἔχει ἀόρατη καί τήν ἀρχή καί τό τέλος της, γι’ αὐτό δέν μπορεῖ νά τήν ἀντιληφθεῖ ὁ κόσμος, δέν καταγράφεται στά ληξιαρχεῖα. Εἶναι μυστική ἡ πνευματική, ἡ ἐν Χριστῷ ζωή. Τήν γνωρίζει μόνο τό Πνεῦμα τό ἅγιο, πού τήν δίνει, καί ὁ πνευματικός ἄνθρωπος, ὁ πιστός, πού τήν ζῆ καί ἔχει τήν πνευματική ἐμπειρία. Οἱ ἄλλοι ἄνθρωποι γύρω, ἐφόσον δέν ἔχουν ἀναγεννηθεῖ, δέν ἔχουν Πνεῦμα ἅγιο καί «νοῦν Χριστοῦ», δέν καταλαβαίνουν τίποτε.

   Νά, λοιπόν, γιατί ὁ Κύριος χρησιμοποίησε τό παράδειγμα τοῦ ἀνέμου. Ὅπως δέν ἀμφισβητοῦμε τήν ὕπαρξη τοῦ ἀνέμου, παρόλο πού μᾶς εἶναι ἄγνωστα ἡ ἀρχή καί τό τέλος του, ἔτσι δέν μποροῦν οἱ φυσικοί ἄνθρωποι, οἱ ἄγευστοι Πνεύματος ἁγίου, νά ἀμφισβητήσουν τήν ὕπαρξη τῆς Πνευματικῆς ζωῆς, ἐπειδή μέ τίς αἰσθήσεις καί τό μυαλό τους δέν μποροῦν νά πιάσουν οὔτε τήν πνευματική ἀναγέννηση, πού εἶναι ἡ ἀρχή τῆς πνευματικῆς ζωῆς, οὔτε καί τήν βασιλεία τοῦ Θεοῦ, πού εἶναι τό τέρμα της. Θά τά καταλάβουν ὅλα αὐτά πολύ καλά, ὅταν ἀποκτήσουν πνευματικά αἰσθητήρια καί πνευματική ἐμπειρία, ὅταν καί οἱ ἴδιοι ἀναγεννηθοῦν πνευματικά καί ἀρχίσουν νά ζοῦν τήν πνευματική ζωή.

Στέργιος Ν. Σάκκος

Ἀπολύτρωσις 38 (1983) 106-107