Στά ἀσκητικά του ἔργα ὁ ἀββᾶς Δωρόθεος, καθώς ἐπιχειρεῖ νά μιλήσει γιά τήν ἀγάπη, μᾶς παραδίδει μάθημα… γεωμετρίας. Ἄς ὑποθέσουμε, σημειώνει, ὅτι πάνω στόν φλοιό τῆς γῆς εἶναι χαραγμένος μέ διαβήτη ἕνας κύκλος. Ὁ κύκλος αὐτός μάλιστα ἀγκαλιάζει ὅλο τόν κόσμο. Τό κέντρο τοῦ κύκλου εἶναι ὁ Θεός. Οἱ ἀκτίνες του εἶναι οἱ δρόμοι τῶν ἀνθρώπων. Ὅσο οἱ ἄνθρωποι ἐπιδιώκουν νά πλησιάσουν πρός τό κέντρο, δηλαδή πρός τόν Θεό, ἀναπόφευκτα πλησιάζουν ὁ ἕνας τόν ἄλλον. Ἀντίθετα, ὅσο ἀπομακρύνονται ἀπό τό κέντρο τοῦ κύκλου, ἀπό τόν Θεό, τόσο ἀποξενώνεται ὁ ἕνας ἀπό τόν ἄλλο.
Αὐτή εἶναι «ἡ φύση τῆς ἀγάπης», συμπεραίνει ὁ ἅγιος Δωρόθεος. Ὅσο λοιπόν κανείς μένει μακριά ἀπό τήν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ, τόσο ἀπομακρύνεται ἀπό τήν ἀγάπη στόν συνάνθρωπο. Ὅσο πλησιάζει καί ἀγαπᾶ τόν Θεό, τόσο ἑνώνεται μέ τόν συνάνθρωπο καί τόν ἀγαπᾶ ἀληθινά.
Μήπως τελικά τό κλειδί τῆς εὐτυχίας, πού ὅλοι ἀποζητοῦμε, βρίσκεται σέ αὐτή τήν ἁπλή γεωμετρία, ἐνῶ ἐμεῖς οἱ ταλαίπωροι τό ἀναζητοῦμε στά δύσκολα θεωρήματα; Μήπως ἔχουμε χαράξει παράλληλους δρόμους καί παράλληλες πορεῖες, χωρίς ἀσφαλῶς νά ὑπάρχει πιθανότητα νά συναντηθοῦμε, ἐπειδή ἀκριβῶς διαγράψαμε μέ τό σβηστήρι τῆς ἀδιαφορίας τό κέντρο τῆς κτίσεως, τόν Θεό; Νά, λοιπόν, ἡ λύση κατά τόν ἅγιο Δωρόθεο: Νά ἐπαναπροσδιορίσουμε τό κέντρο τῆς γῆς, αὐτοῦ τοῦ κινούμενου κύκλου στό ἄπειρο, καί νά χαράξουμε νέες πορεῖες μέ ἀπώτερο σκοπό νά ἀγγίξουμε τό κέντρο, τόν Θεό... Σίγουρα τότε θά δοῦμε τό πρόσωπο τοῦ Θεοῦ ἐν τῷ «ἐσόπτρῳ» τοῦ ἀδελφοῦ, μέχρις ὅτου Τόν ἀντικρύσουμε «καθὼς ἐστί, πρόσωπον πρὸς πρόσωπον». Καί αὐτό θά εἶναι ὄχι τό κλειδί, ἀλλά αὐτή καθαυτή ἡ εὐτυχία.
Δ. Καλογεράκη
Εἶναι γεγονός ὅτι ἀπό τό λυκαυγές του ἀκόμη ὁ αἰώνας μας σημαδεύεται ἀπό τήν προσπάθεια θεμελιώσεως ἑνός νέου πολιτισμοῦ, μιᾶς νέας κοινωνίας, ὄχι ἁπλῶς διεθνοῦς ἀλλά παγκοσμιοποιημένης, πού στοχεύει στήν ἀνάπτυξη, κατά κύριο λόγο τήν οἰκονομική. Ὁ πολιτισμός τῶν ἡμερῶν μας, ὁ λεγόμενος δυτικός πολιτισμός, διακρίνεται γιά τήν ἐκρηκτική ἀνάπτυξη τῶν νέων τεχνολογιῶν, οἱ ὁποῖες μέ τή σειρά τους ἐπιφέρουν ραγδαῖες μεταβολές σέ ὅλους τούς τομεῖς τῆς κοινωνίας (οἰκονομία, πολιτισμό, ἐκπαίδευση) καί γενικότερα στήν καθημερινή ζωή τῶν ἀνθρώπων. Ὡστόσο, ἄν «ψυχή τοῦ πολιτισμοῦ εἶναι ὁ πολιτισμός τῆς ψυχῆς», ὅπως ἀποφάνθηκε σπουδαῖος φιλόσοφος τῆς ἱστορίας, μποροῦμε νά καυχηθοῦμε πώς ὁ ἄνθρωπος τοῦ 21ου αἰώνα διαθέτει πολιτισμό ψυχῆς; Ἔχει εὐγένεια, καλοσύνη, τίς προϋποθέσεις γιά μία πολιτισμένη κοινωνία; Ἔχει μέσα του εἰρήνη, ἁρμονία, πληρότητα; Τό ἐρώτημα ἔχει πλάτος καί βάθος ἀπροσπέλαστο γιά τίς δυνατότητες ἑνός ἄρθρου. Ἄς μοῦ ἐπιτραπεῖ ὅμως ἕνας σύντομος σχολιασμός, πού ἀνοίγει ἴσως προοπτικές γιά κάποια οὐσιαστική προσέγγιση.
Ἑστιάζοντας στόν δημιουργό τοῦ πολιτισμοῦ, τόν ἄνθρωπο, καί μέ ὁδηγό τήν ἀποκάλυψη τῆς ἁγίας Γραφῆς, διαπιστώνου- με ὅτι μετά τήν πτώση ὁ «κατ’ εἰκόνα Θεοῦ» πλασμένος ἄνθρωπος, αὐτονομημένος πλέον ἀπό τόν Θεό καί στηριζόμενος στή δική του διάνοια, παρά τά πολλά καί σπουδαῖα ἐπιτεύγματά του, δέν δύναται νά ἱκανοποιήσει τό βαθύτερο εἶναι του, τήν ψυχή του. Ἡ ἀφθονία ἀγαθῶν πού παρήγαγε καί οἱ ἀπίθανες δυνατότητες πού τοῦ ἐξασφάλισε ἡ τεχνολογία τόν ὁδήγησαν σέ μία εὔθραυστη εὐημερία, ἡ ὁποία τόν ὑπνώτισε μέ τόν καταναλωτισμό καί τόν περιχαράκωσε στά τείχη τοῦ ἐγωισμοῦ. Ἔγινε ἀνταγωνιστικός κι ἀντί νά μοιράζεται μέ τόν συνάνθρωπο ἔστω τό περίσσευμά του, κατά τό πλεῖστον ἐμφανίζεται ἀδιάφορος καί, ὄχι σπάνια, ἐπιθετικός καί ἐχθρικός, ἀφοῦ, ὅπως ἀπροκάλυπτα καί ἀσύστολα τό διατυμπάνισε, «ὁ ἄλλος εἶναι ἡ κόλασή» του.
Πόσο καταστροφική εἶναι αὐτή ἡ στάση, ὄχι μόνο γιά τόν πολιτισμό ἀλλά καί γιά τήν ἴδια τή ζωή καί τήν ἰσορροπία τοῦ ἀνθρώπου, δέν χρειάζεται νά τονισθεῖ. Τό βιώνει, καί μάλιστα σέ τραγικές διαστάσεις ὁ σημερινός ἄνθρωπος. Καθημερινές στατιστικές καί μετρήσεις εἰδικῶν ἀλλά καί ἡ ὁμολογία πολλῶν φανερώνουν πόσο αὐτός ἀσφυκτιᾶ, καθώς πιέζεται ἀπό ποικίλες ἀνάγκες καί πολυσύνθετα προβλήματα καί κυρίως ἀπό τίς ἀνικανοποίητες ὑπαρξιακές του ἀνησυχίες. Νέα, πρωτοφανῆ καί πολύ σοβαρά προβλήματα ἀνέκυψαν μέ τήν ἐμφάνιση τῶν νέων τεχνολογιῶν, προβλήματα πού ἔλαβαν ἐπιδημικές διαστάσεις, ὅπως ὁ ἐθισμός καί ἡ ἐξάρτηση, κυρίως νέων, ἀπό τήν πολύωρη ἐνασχόληση μέ τό διαδίκτυο ἤ μέ ἠλεκτρονικά παιχνίδια, προβλήματα ψηφιακῆς πολυπραγμοσύνης (multi-tasking) ἤ ὑπερπληροφόρησης. Τό αὔριο δέν προοιωνίζεται καθόλου καλύτερο, καθώς στά ἀμέσως ἑπόμενα χρόνια ἀναμένονται ἐντυπωσιακές ἐξελίξεις στόν τομέα ἐπικοινωνίας ἀνθρώπου - ὑπολογιστῆ. Ἡ μοναξιά, τό ἄγχος καί τά διάφορα ψυχικά νοσήματα πού πληθαίνουν ἐκφράζουν οὐσιαστικά τήν ὑποσυνείδητη ἐπιθυμία τοῦ ἀνθρώπου γιά σωτηρία, γιά λύτρωση ἀπό τή φθορά τοῦ θανάτου καί τῆς ἁμαρτίας. Ὑπογραμμίζουν τό ὑπαρξιακό ἀδιέξοδο στό ὁποῖο ὁδηγήθηκε ὁ σοφός καί πανεπιστήμων ἀλλά ἀλλοτριωμένος, ἀποξενωμένος ἀπό τόν Θεό -κάποτε καί ἐχθρικός πρός Αὐτόν- τεχνοκράτης ἄνθρωπος.
Ἀσφαλῶς, οἱ θετικές ἤ ἀρνητικές ἐπιπτώσεις δέν ἔγκεινται σ’ αὐτήν καθ’ ἑαυτήν τήν τεχνολογία, ἡ ὁποία εἶναι ἠθικά οὐδέτερη. Τήν καλή ἤ κακή χρήση ἤ καί τήν κατάχρηση τῆς τεχνολογίας καθορίζει ὁ «ἔσω ἄνθρωπος», ἡ πολιτισμένη ἤ μή ψυχή του. Ὅταν τόν ἔσω ἄνθρωπο χαρακτηρίζει ἡ σκληρότητα, ἡ ἀπληστία, ἡ ἰδιοτέλεια, ἡ φιλαυτία, τότε ὁ πολιτισμός ἀντανακλᾶ, καλλιεργεῖ καί ἱκανοποιεῖ αὐτά ἀκριβῶς τά πάθη.
Κι ὅμως, καί γι’ αὐτόν τόν ἀποστάτη ἄνθρωπο ἔχυσε τό αἷμα του ὁ Ἰησοῦς Χριστός, γιά νά τόν συμφιλιώσει μέ τόν ἴδιο τόν ἑαυτό του καί μέ τόν συνάνθρωπο, ἀφοῦ πρῶτα ἀποκαθιστᾶ τήν σχέση του μέ τόν Θεό. Καλεῖται, λοιπόν, καί σήμερα ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία νά ἀνταποκριθεῖ ἄμεσα καί θετικά στήν κραυγή ἀγωνίας τοῦ σύγχρονου ἀνθρώπου. Νά βαδίσει μέ σύνεση καί φρόνηση σ’ αὐτόν τόν μεταβαλλόμενο κόσμο. Νά τοῦ προσφέρει τό Εὐαγγέλιο τοῦ Χριστοῦ ἀνόθευτο καί βιωμένο στήν καθημερινή πράξη. Νά τοῦ προσφέρει τήν δυνατότητα γιά τόν ἐκπολιτισμό τῆς ψυχῆς, πού τόσο χρειαζόμαστε!
π. Μιχαήλ Κόνιας
Μιά ἀκόμη λησμονημένη ἱερή μορφή! Εἶναι ἀδελφός τοῦ γνωστοῦ μας ἁγίου Κοσμᾶ τοῦ Αἰτωλοῦ. Γεννήθηκε πιθανόν τό 1712 στό χωριό Ταξιάρχης τῆς ἐπαρχίας Ναυπακτίας καί Ἄρτης. Πρῶτο σχολεῖο ὑπῆρξε τό σπίτι τους. Οἱ εὐσεβεῖς γονεῖς τους φρόντισαν γιά τήν κατά Θεόν ἀγωγή τῶν παιδιῶν τους.
Ὁ Χρύσανθος, ἔχοντας μεγάλη ἔφεση γιά τά γράμματα, διέθεσε εἰκοσιπέντε χρόνια γιά τόν καταρτισμό του. Στή σχολή τῆς Σιγδίτσας τῆς Παρνασσίδας μαθητεύει κοντά στόν Ἀναστάσιο Γόρδιο. Στά Γιάννενα μυεῖται στά μαθηματικά ἀπό τόν Μπαλάνο Βασιλόπουλο. Στήν Κωνσταντινούπολη σπουδάζει γλῶσσα καί φιλοσοφία κοντά στόν Δωρόθεο Λέσβιο, ὁ ὁποῖος τόν στέλνει στήν Κέρκυρα, στόν νεότερό του κατά εἴκοσι χρόνια Νικηφόρο Θεοτόκη, ὅπου σπουδάζει ρητορική.
Μέ γεμάτη τήν ἐκπαιδευτική του φαρέτρα ξεκινᾶ τή σταδιοδρομία του. Πρῶτα πρῶτα διδάσκει τά παιδιά τῶν ὁμογενῶν τῆς Πόλης. Ἀνάμεσα στούς ἄλλους, μαθητής του εἶναι καί ὁ γιός τοῦ μεγάλου διερμηνέα τῆς ὑψηλῆς Πύλης Νικολάου Σούτσου, ὁ Γεώργιος, ὁ ὁποῖος πέρασε τόν βίο του μακριά ἀπό τήν πολιτική, καλλιεργώντας τά γράμματα.
Κι ἐνῶ δίδασκε στήν Πόλη, ὁ ἀδελφός του Κοσμᾶς, πού βρισκόταν στό Ἅγιο Ὄρος καί εἶχε ἀποφοιτήσει ἀπό τήν Ἀθωνιάδα Σχολή, πῆρε τήν ἡρωική ἀπόφαση νά μεταβεῖ ἐκεῖ τό 1759, γιά νά ἐφοδιασθεῖ μέ τή σχετική ἄδεια τοῦ οἰκουμενικοῦ πατριάρχη, προκειμένου νά ξεκινήσει τό ἀφυπνιστικό ἔργο του. Ἔτσι, ὁ ἀδελφός του Χρύσανθος συμβάλλει στήν ἔκδοση τῆς ἄδειας ἀλλά καί στή γνωριμία του μέ τούς ἄλλους Ἕλληνες. Τό γεγονός αὐτό εἶναι καθοριστικό γιά τήν ἀνανέωση τῆς ἄδειας κατά τήν εἰκοσάχρονη ἱεραποστολική του διαδρομή. Ἀσφαλῶς τό Γένος χρωστᾶ στόν Χρύσανθο εὐγνωμοσύνη γιά τή βοήθεια στό ξεκίνημα τοῦ Πατροκοσμᾶ. Ἐπιπλέον, ὁ μεγάλος ἀδελφός προσπάθησε τότε νά μυήσει τόν μικρότερο στή ρητορική τέχνη. Ὁ ἡφαιστειώδης ὅμως διδάχος ἀγνόησε τή ρητορική τῶν αἰθουσῶν κι ἀκολουθώντας τούς κανόνες τῆς καρδιᾶς ἄνοιξε καινούργιους δρόμους.
Οἱ εἰδικοί μελετητές ὑποστηρίζουν ὅτι μία πενταετία σχολάρχησε ὁ Χρύσανθος στή Μεγάλη τοῦ Γένους Σχολή καί ἔδωσε πολλά μέ τή ζωτικότητά του, τό ἦθος του καί τά προσόντα του. Μέ τήν ἔκρηξη ὅμως τῶν Ὀρλωφικῶν ὁ προστάτης του Νικόλαος Σοῦτσος καρατομεῖται, ἐνῶ ὁ ἴδιος διατρέχει τόν κίνδυνο νά χαρακτηρισθεῖ ρωσόφιλος. «Διὰ τὰς καιρικὰς ἀταξίας καὶ τοὺς φόβους τῶν τότε πολέμων», τoῦ ρωσοτουρκικοῦ δηλαδή πολέμου πού ἦταν σέ ἐξέλιξη, τόν συναντοῦμε στή Νάξο νά συνεχίζει τό παιδευτικό του ἔργο.
Στίς Κυκλάδες δέν ἦταν τόσο μεγάλος ὁ φόβος τῆς Τουρκιᾶς, ἀλλά τό ὄργιο τῆς παπικῆς προπαγάνδας ἀποτελοῦσε ἕνα ἄλλο εἶδος τρομοκρατίας. Ὁ πάπας κατά τήν Τουρκοκρατία εἶχε ἐξαπολύσει στά νησιά ρωμαιοκαθολικούς μοναχούς, οἱ ὁποῖοι ἵδρυαν σχολεῖα. Ἔτσι ἡ παιδεία περιερχόταν σχεδόν ἐξ ὁλοκλήρου στά χέρια τους. Στήν πόλη τῆς Νάξου εἶχαν ἱδρύσει, μέ σκοπό τόν προσηλυτισμό τῶν ἑλληνοπαίδων, τή Γαλλική Ἐμπορική Σχολή, τή Σχολή Οὐρσουλινῶν καί ἀργότερα στά Μονοίτσια τό σχολεῖο τῶν Φραγκισκανῶν.
Ἡ παρουσία τοῦ Χρυσάνθου στό νησί ἀποτελεῖ ἀναμφισβήτητα σταθμό στήν παιδευτική ἱστορία του. Εἶναι οὐσιαστικά ὁ πρῶτος δάσκαλος μέ κύρος πού διακονεῖ στό νησί καί προβάλλει ἀντίσταση. Ἱδρύει ἀμέσως σχολή στόν Ἅγιο Γεώργιο, ἡ ὁποία σύντομα ἀναδεικνύεται σέ λαμπρό πνευματικό κέντρο καί συμβάλλει στήν ἀναχαίτιση τῆς παπικῆς προπαγάνδας. Τό σχολεῖο αὐτό ἀποτελεῖ «κάρφος» γιά τόν λατίνο «ἐπίσκοπο» Νάξου Ἰω. Κρίσπι, γι᾽ αὐτό καί σέ ἔκθεσή του ἀναφέρει: «Οἱ κατηραμένοι (καλόγηροί τινες)... ἐσχημάτισαν εἶδός τι σχολείου, ἔνθα διδάσκουσι τήν νεολαίαν τῶν Ἑλλήνων καί ποτίζουσιν αὐτήν τά φθοροποιά αὐτῶν διδάγματα».
Στή διακονία τοῦ ἐκπαιδευτικοῦ λειτουργήματος ὑπῆρξε παράδειγμα ἁγίου ἐκπαιδευτικοῦ. Ἡ ἐκπαίδευση γιά τόν Χρύσανθο ἦταν ἱερουργία, μετάγγιση θείων δογμάτων καί ναμάτων, πλούτου τῆς θύραθεν σοφίας. Μεταδοτικός καί ἐσωστρεφής, σιωπηλός καί ἀνεκδήλωτος πορευόταν στόν δρόμο τοῦ καθήκοντος, στόν ἴδιο ἀνήφορο μέ τόν αὐτάδελφό του Κοσμᾶ.
Σημαντική προσφορά στήν παιδευτική ἱστορία τῆς Νάξου ἀποτελεῖ ἡ βιβλιοθήκη του, ἡ ὁποία συνέβαλε στήν καλλιέργεια πνευματικοῦ κλίματος τόσο ἐκεῖ ὅσο καί στά ἄλλα νησιά.
Τό 1775 ἔζησε μία ἔκπληξη, πού τοῦ ἔδωσε ἄφατη χαρά καί παραμυθία. Τόν ἐπισκέφτηκε ὁ ἀδελφός του Κοσμᾶς. Ἀργότερα, τόν Μάρτιο τοῦ 1779, τοῦ ἔστειλε γράμμα, στό ὁποῖο ἐπιχειρεῖ τόν ἀπολογισμό τῆς διακονίας του.
Μέ τόν θάνατο τοῦ Χρυσάνθου -μετά τόν Μάρτιο τοῦ 1785- κλείνει ἡ Σχολή του.
Τό μοναδικό γραπτό του κείμενο πού περισώθηκε εἶναι ἡ διαθήκη του· ἐκεῖ διαβάζουμε: «Ὅσον εἰς τήν ὀρθοδοξίαν ... ἀκλινῶς τε καί ἀμετατρέπτως διέμεινα καί λόγῳ καί διανοίᾳ καί ταύτῃ τῇ ὁμολογίᾳ τῆς πίστεως τῆς ἁγίας καί καθολικῆς μητρός ἡμῶν ἐκκλησίας διάκειμαι μέχρι καί ἐσχάτης μου ἀναπνοῆς καί οὔτε εἰς λατινικόν δόγμα οὔτε εἰς λουτερανικόν καί καλβινικόν διεφθαρμένον τε καί ἐναντίον τῆς καθολικῆς ἐκκλησίας ἐξέκλινα πώποτε... Συγγενεῖς μου ὁποῖοι ζῶσι δέν ἠξεύρω πλήν ὡς πτωχός δέν ἔχω νά τούς ἀφήσω τίποτες καί ἄς μέ συγχωρήσουν».
Ἄς ἔχουμε τήν πρός τόν Θεόν πρεσβεία Χρυσάνθου τοῦ ἱεροῦ, τοῦ σοφολογιωτάτου ἐν διδασκάλοις.
Εὐδοξία Αὐγουστίνου
Φιλόλογος - Θεολόγος
"Ἀπολύτρωσις", Νοεμβρίου 2015
Ἀγάπη καί ἀλήθεια
Ἄν τό ἄρωμα τῆς χριστιανικῆς ζωῆς εἶναι ἡ ἀγάπη, ἡ οὐσία της ἀναμφίβολα εἶναι ἡ ἀλήθεια. Ὁ σεβασμός καί ἡ πιστότητα στήν ἀλήθεια ἀποτελεῖ τήν πιό αὐθεντική ἐγγύηση γιά τή γνησιότητα τῆς ἀγάπης.
Αὐτό τό ὑπέροχο μήνυμα ὑπέγραψε πάνω στόν σταυρό τοῦ Γολγοθᾶ μέ τό αἷμα του ὁ Θεάνθρωπος, ἡ ὄντως Ἀλήθεια καί ὑπέρτατη Ἀγάπη. Καί ἐπιβεβαιώνεται τό μήνυμα πάμπολλες φορές στό κύλισμα τοῦ χρόνου. Μιά τέτοια ἐπιβεβαίωση εἶδε ἡ ἱστορία στήν ἀνατολή τοῦ 19ου αἰώνα (1800) καί τήν κατέγραψε ἡ αἰωνιότητα. Ἦταν τότε πού ἔλαμψε ἡ ἀγάπη στήν πιό τρυφερή ἐκδοχή της, ἡ μητρική ἀγάπη καί μάλιστα μιᾶς χήρας μάνας, σέ συνδυασμό μέ τήν ὕψιστη ἀλήθεια, τήν πίστη. Καί χάρηκε ὁ οὐρανός καί θαύμασε ἡ γῆ ἕναν ἀκόμη ἥρωα τῆς πίστεως, πού προστέθηκε στή χορεία τῶν νεομαρτύρων. Εἶναι ὁ ἅγιος Κωνσταντῖνος ὁ Ὑδραῖος, πού τιμοῦμε τόν μήνα αὐτό (14/11).
Δεκαοκτάχρονος νέος ἔφυγε ἀπό τή γενέτειρά του, τήν Ὕδρα, ὁ Κωνσταντῖνος γιά νά δουλέψει στή Ρόδο, ὅπου καί ἐγκαταστάθηκε. Ἐκεῖ συντελέσθηκε τό κακό. Στό ἀρχοντικό τοῦ Χασάν Καπιτάνιου, ὅπου δούλευε, ὁ νεαρός ξεγελάσθηκε καί ἀλλαξοπίστησε, τούρκεψε. Γρήγορα ὅμως ξύπνησε μέσα του ἡ πίστη, πού μέ τό γάλα τῆς μάνας του εἶχε θηλάσει, καί ἄρχισε νά νιώθει τύψεις γιά τήν ἀποτρόπαιη πράξη του. Ἀποφάσισε νά ἐπιστρέψει στήν πίστη τῶν πατέρων του καί νά ξεπλύνει τήν ντροπή. Συντέλεσε σ’ αὐτό καί ἡ στάση τῆς μάνας του. Ὅταν ἡ εὐσεβής Μαρίνα πληροφορήθηκε τήν ἀλλαξοπιστία τοῦ γιοῦ της, κλείστηκε στό σπίτι, ὅπου μέ προσευχές καί δάκρυα παρέδιδε στόν Θεό τό παραστρατημένο παιδί της. Κι ὅταν ἐκεῖνος ἀπό τή Ρόδο, ὅπου ζοῦσε, ἦρθε στήν Ὕδρα φορτωμένος μέ δῶρα γιά νά τή συναντήσει, ἡ χήρα μάνα δέν τοῦ ἄνοιξε τήν πόρτα. Δέν δέχθηκε οὔτε νά τόν δεῖ. «Ἐγώ», εἶπε, «δέν γέννησα Χασάνη, Τοῦρκο. Γέννησα τόν χριστιανό Κωνσταντῖνο. Κι ὁ Κωνσταντῖνος μου ἔχει πεθάνει!». Ἐκείνη ἡ ἀντιμετώπιση συγκλόνισε τόν ἐξωμότη γιό καί τόν ὁδήγησε στή μετάνοια, τήν ὁποία μάλιστα ἐπιβεβαίωσε μέ τό μαρτύριό του.
Νά τί σημαίνει ἀγάπη μέ ἀλήθεια. Νά τί σημαίνει ἀληθινή ἀγάπη. Κι εἶναι τόσο ἀναγκαία στούς ψεύτικους καιρούς πού ζοῦμε! Ἀναγκαία στούς γονεῖς, νά μήν ἐνδίδουν ἀλόγιστα στίς ἀπαιτήσεις τῶν παιδιῶν τους, διότι ἔτσι τά καταστρέφουν. Ἀναγκαία στήν οἰκογένεια, στή συντροφιά, στήν κοινωνία, στήν Ἐκκλησία. Νά ἀγαποῦμε «ἐν ἀληθείᾳ»! Εἶναι ἀσφάλεια. Εἶναι ἡ μεγαλύτερη εὐλογία.
«Πᾶς ὁ πιστεύων ὅτι Ἰησοῦς ἐστιν ὁ Χριστός, ἐκ τοῦ Θεοῦ γεγέννηται». Ποιός εἶναι αὐτός πού δέν πιστεύει ὅτι ὁ Ἰησοῦς εἶναι ὁ Χριστός; Αὐτός πού δέν ζῆ μέ τόν τρόπο πού παραγγέλλει ὁ Χριστός. Πολλοί λένε, πράγματι, πιστεύω· ἀλλά ἡ πίστη χωρίς ἔργα δέν σώζει. Καί ἔργο τῆς πίστεως εἶναι αὐτή ἡ ἀγάπη, ὅπως λέει ὁ ἀπ. Παῦλος· «καί πίστις δι' ἀγάπης ἐνεργουμένη» (Γα 5,6). Τά περασμένα ἔργα σου, πρίν πιστέψεις, ἤ ἦταν τιποτένια ἤ, ἄν φαίνονταν καλά, ἦταν μάταια. Ἄν μέν ἦταν τιποτένια, ἤσουν σάν ἕνας ἄνθρωπος χωρίς πόδια ἤ σάν αὐτόν πού δέν μποροῦν νά τόν κρατήσουν τά πόδια του· ἄν, πάλι, φαίνονταν καλά, πρίν πιστέψεις, ἔτρεχες βέβαια, ἀλλά μέ τό νά τρέχεις ἔξω ἀπό τόν δρόμο, περιπλανιόσουν μᾶλλον παρά ἔφθανες στόν σκοπό σου. Πρέπει, λοιπόν, καί νά τρέχουμε καί νά τρέχουμε στόν δρόμο. Ὅποιος τρέχει ἔξω ἀπό τόν δρόμο, τρέχει μάταια, καί μάλιστα μόνο πού κουράζεται. Τόσο περισσότερο περιπλανιέται, ὅσο περισσότερο τρέχει ἔξω ἀπό τόν δρόμο. Ποιός εἶναι ὁ δρόμος πού τρέχουμε; Ὁ Χριστός εἶπε· «Ἐγώ εἰμι ἡ ὁδός». Ποιά ἡ πατρίδα πρός τήν ὁποία τρέχουμε; Ὁ Χριστός εἶπε· «Ἐγώ εἰμι ἡ ἀλήθεια» (Ἰω 16,6). Τρέχεις αὐτόν, τρέχεις πρός αὐτόν, ἀναπαύεσαι σ’ αὐτόν.
Ἀλλά γιά νά τρέξουμε αὐτόν, ἐκτείνει τόν ἑαυτό του μέχρις ἑμᾶς· γιατί μακριά περιπλανιόμασταν καί μακριά ἀποδημούσαμε. Εἶναι μικρό τό ὅτι ζούσαμε μακριά σάν μετανάστες καί, ἄρρωστοι ἐμεῖς, δέν μπορούσαμε νά μετακινηθοῦμε; Ὁ γιατρός ἦρθε στούς ἀρρώστους καί δρόμος ἄνοιξε γιά τούς περιπλανώμενους. Ἄς δεχθοῦμε τή σωτηρία του, ἄς βαδίσουμε δι’ αὐτοῦ. Αὐτό σημαίνει νά πιστεύεις ὅτι ὁ Ἰησοῦς εἶναι ὁ Χριστός, ὅπως πιστεύουν οἱ χριστιανοί πού δέν εἶναι μόνο στό ὄνομα χριστιανοί ἀλλά καί στά ἔργα καί στή ζωή· ὄχι ὅπως πιστεύουν οἱ δαίμονες, γιατί «καί τά δαιμόνια πιστεύουσι καί φρίττουσιν», ὅπως λέει ἡ Γραφή (Ἰα 2,19). Τί περισσότερο μποροῦσαν νά πιστέψουν τά διαμόνια παρά, ὅπως ἔλεγαν, «οἶδά σε τίς εἶ, ὁ υἱός τοῦ Θεοῦ». Ὅ,τι εἶπαν τά διαμόνια, αὐτό εἶπε καί ὁ Πέτρος. Ὅταν ὁ Κύριος ζητοῦσε νά μάθει ποιός ἦταν καί πῶς τόν ὀνόμαζαν οἱ ἄνθρωποι, οἱ μαθηταί τοῦ ἀπάντησαν· «οἱ μέν Ἰωάννην τόν Βαπτιστήν, ἄλλοι δέ Ἠλίαν, ἕτεροι δέ Ἰερεμίαν ἤ ἕνα τῶν προφητῶν» κι ἐκεῖνος· «ὑμεῖς δέ τίνα με λέγετε εἶναι;». Ὁ Πέτρος ἀπάντησε «σύ εἶ ὁ Χριστός, ὁ υἱός τοῦ Θεοῦ τοῦ ζῶντος». Καί ἄκουσε ἀπό τόν Κύριο· «μακάριος εἶ, Σίμων…». Δέστε ποιοί ἔπαινοι ἀκολουθοῦν αὐτή τήν πίστη· «σύ εἶ Πέτρος…» (Μθ 16,13-18). «Πάνω σ’ αὐτή τήν πέτρα, εἶπε, θά οἰκοδομήσω τήν Ἐκκλησία μου». Μεγάλος ἔπαινος!
Λοιπόν, λέει ὁ Πέτρος· «σύ εἶ ὁ Χριστός, ὁ υἱός τοῦ Θεοῦ τοῦ ζῶντος». Καί οἱ δαίμονες λένε· «οἶδά σε τίς εἶ, ὁ ἅγιος τοῦ Θεοῦ» (Λκ 4,34). Αὐτό ὁ Πέτρος, αὐτό καί τά δαιμόνια· τά ἴδια λόγια, ὄχι τό ἴδιο πνεῦμα. Ὁ Πέτρος τό εἶπε γιά νά περιβάλει μέ ἀγάπη τόν Χριστό· οἱ δαίμονες τό εἶπαν γιά νά ἀπομακρυνθεῖ ἀπό αὐτούς ὁ Χριστός. Γιατί, προτοῦ νά ποῦν· «οἴδαμεν τίς εἶ», εἶπαν «τί ἡμῖν καί σοί, Ἰησοῦ υἱέ τοῦ Θεοῦ; ἦλθες ὧδε πρό καιροῦ βασανίσαι ἡμᾶς;» (Μθ 8,29). Ἄλλο, λοιπόν, εἶναι τό νά ὁμολογεῖς τόν Χριστό, γιά νά ἀπομακρύνεις ἀπό κοντά σου τόν Χριστό. Γι’ αὐτό, ἀδελφοί, κανείς αἱρετικός νά μή σᾶς λέει· Κι ἐμεῖς πιστεύουμε. Γιατί, γι’ αὐτό ἀνέφερα παράδειγμα ἀπό τούς δαίμονες, γιά νά μή χαίρεσθε μέ τά λόγια ἐκείνων πού πιστεύουν, ἀλλά νά ἐξετάζετε τά ἔργα αὐτῶν πού εἶναι ζωντανοί.
Ἱεροῦ Αὐγουστίνου
Εἰς τήν ἐπιστολή τοῦ Ἰωάννου, ὁμιλία 10η
PL 35,2054-5
Μέ τό ἄρθρο αὐτό θά ἀπαντήσουμε σέ νέα ἐρώτηση, πού μᾶς ὑπέβαλαν, γιά τό πῶς ἀποκτᾶ ὁ ἄνθρωπος τήν τελειότητα γενικά καί εἰδικότερα τί σχέση ἔχει ἡ ἐλεημοσύνη μέ τήν τελειότητα. Ὁ ἀναγνώστης πού μᾶς ρωτᾶ, μαθητής τῆς Β΄ Λυκείου, ἀναφέρεται συγκεκριμένα στή φράση τοῦ Ἰησοῦ πρός τόν πλούσιο νεανίσκο· «Εἰ θέλεις τέλειος εἶναι, ὕπαγε, πώλησόν σου τά ὑπάρχοντα, καί δός πτωχοῖς, καί δεῦρο ἀκολούθει μοι». Εἶναι, λοιπόν, οἱ ὁρίζοντες τῆς τελειότητος τόσο στενοί, ὥστε νά περιορίζεται σέ μιά ἑκούσια πτώχευση χάριν τῶν ἄλλων; Καί ἄν ναί, δέν ἀποτελεῖ μιά ὑποτιμητική καί ἐξωπραγματική ἀντιμετώπιση τῆς κοινωνικῆς ὑποστάσεως τοῦ ἀνθρώπου αὐτή ἡ ἐξάρτηση τῆς τελειότητος ἀπό τήν πτωχεία;
Ἡ τελειότης γενικά στόν Χριστιανισμό δέν ἔχει καμία σχέση οὔτε μέ τόν πλατωνικό στοχασμό οὔτε μέ θρησκευτικές τελετουργίες, οὔτε μέ τή βουδιστική ἀπάθεια. Εἶναι ἔννοια βασικά θεολογική, ἐκκλησιολογική, θά λέγαμε καλύτερα, πού ἐξαρτᾶται ἄμεσα ἀπό τή σχέση τοῦ ἀνθρώπου μέ τόν Θεό μέσα στήν Ἐκκλησία του. Ὅπως μᾶς ἀποκαλύπτει ἡ Ἁγία Γραφή, ὁ ἄνθρωπος πλάστηκε «δυνάμει» καί «ἐνεργείᾳ» τέλειος, «κατ' εἰκόνα καί καθ' ὁμοίωσιν». Τό «κατ' εἰκόνα» εἶναι ὁ σπόρος πού ὅταν καλλιεργεῖται, πραγματοποιεῖ τό «καθ' ὁμοίωσιν» καί βλαστάνει τήν τελειότητα. Εἶναι ἡ λογική καί ἡ ἐλευθερία, πού καταξιώνονται, ὅταν γίνουν πίστη καί ὑποταγή.
Ὁ δρόμος γιά τήν τελειότητα θά ἦταν πιό εὔκολος καί σύντομος, ἄν ἡ ἁμαρτία δέν ἐξόριζε τόν ἄνθρωπο ἀπό τόν παράδεισο, ἀπό τήν κατάσταση δηλαδή τῆς ἀθωότητος καί τῆς εἰρήνης, πού ἦταν οἱ ἰδανικότερες καί ἀσφαλέστερες συνθῆκες γιά τή θέωση. Μέ τήν ἁμαρτία ὅμως διασαλεύτηκαν οἱ ἁρμονικές σχέσεις τοῦ ἀνθρώπου μέ τόν Θεό, τόν συνάνθρωπο καί τόν ἑαυτό του, καί ὁ ἴδιος βρέθηκε νά περιπλανιέται σέ ἀμφίβολα μονοπάτια ἀναζητώντας μάταια τή λύτρωση. Κάθε προσπάθειά του νά βρεῖ εἰρήνη ἀποδείχτηκε ἄκαρπη· οὔτε ἡ θρησκεία οὔτε ἡ φιλοσοφία οὔτε ὁ πολιτισμός δέν μπόρεσαν νά τοῦ χαρίσουν τή σωτηρία. Ἔπρεπε νά ἐνανθρωπήσει ὁ ἴδιος ὁ Θεός, γιά νά ἀνοίξει ξανά ὁ κλεισμένος δρόμος καί νά γίνει δυνατή ἡ ἐπιστροφή πρός τό χαμένο ἀγαθό.
Μέσα στόν κόσμο τῆς καινῆς διαθήκης μπορεῖ πιά ὁ καθένας νά γίνει τέλειος χάρη στό ἀπολυτρωτικό ἔργο τοῦ Χριστοῦ· ἀρκεῖ νά πιστέψει καί νά μετανοήσει. Ἀπό ἐκείνη τή στιγμή ἀρχίζει νά ζῆ μία νέα ζωή, ζωή χάριτος, στήν ὁποία καλλιεργεῖται καί μονιμοποιεῖται ἡ ἐν Χριστῷ εἰρήνη. Ἀσκώντας ὁ ἄνθρωπος τίς τρεῖς ἀγάπες πού διδάσκει τό εὐαγγέλιο, πρός τόν ἑαυτό του, τόν συνάνθρωπό του καί τόν Θεό, ἀποκαθιστᾶ τίς σχέσεις του καί ἀποκτᾶ τήν τελειότητα, τήν αἰώνια ζωή -γιά νά χρησιμοποιήσουμε τήν ἔκφραση τοῦ πλουσίου νεανίσκου. Ἀλλά πῶς μπορεῖ νά ἀσκήσει αὐτές τίς τρεῖς ἀγάπες ὁ ἄνθρωπος πού διψᾶ γιά αἰωνιότητα; Μέ τόν πόθο τῆς σωτηρίας του θά δείξει τήν ἀγάπη πρός τόν ἑαυτό του, μέ τήν ἐλεημοσύνη, τήν ἀγάπη πρός τόν συνάνθρωπο, μέ τήν αὐταπάρνηση, τήν ἀγάπη πρός τόν Θεό.
Ὁ νέος πού πλησιάζει τόν Χριστό ἔχει τήν πρώτη ἀγάπη, πρός τόν ἑαυτό του· ποθεῖ καί ἀναζητᾶ τήν τελειότητα. Εἶναι νέος, πλούσιος, πετυχημένος στή ζωή, ἀλλά δέν ἱκανοποιεῖται· νιώθει κάτι βασικό νά τοῦ λείπει. Καί ὁ Κύριος ἐπισημαίνει τίς ἐλλείψεις του. Τήν ἀγάπη πρός τόν πλησίον· «Πώλησον τά ὑπάρχοντά σου καί δός πτωχοῖς». Θά μποροῦσε νά τοῦ πεῖ ἁπλῶς νά βοηθᾶ τούς πτωχούς μέ μιά συνεχῆ ἐλεημοσύνη. Τοῦ προτείνει ὅμως ἕναν τρόπο νά ἐξοφλήσει ἅπαξ διά παντός τήν ἀγάπη πού ὀφείλει στούς ἄλλους μέ τή διανομή ὅλης του τῆς περιουσίας· μετά θά τούς ἀγαπᾶ πιά μόνο μέ τήν καρδιά του. Ἡ ἀγάπη ὅμως πρός τόν Θεό εἶναι χρέος πού δέν ἐξοφλεῖται καί πού θά διαρκέσει σέ ὅλη του τή ζωή. Γι' αὐτό καί τοῦ λέει· «Δεῦρο ἀκολούθει μου». Φαίνεται ὁλοκάθαρα πώς ἡ τελειότης γιά τόν Χριστό εἶναι μιά ἔννοια πολύ ρεαλιστική, πού δέν παραβλέπει τήν πραγματικότητα χάριν τοῦ Θεοῦ, ἀλλά ἀκριβῶς χάριν τοῦ Θεοῦ ἀναφέρεται στήν πραγματικότητα σάν κάτι πολύ καίριο καί ἀναγκαῖο.
Εἰδικότερα, γιά νά ἀπαντήσουμε στή συγκεκριμένη ἀπορία τοῦ ἀναγνώστου μας πάνω στήν περικοπή τοῦ πλουσίου νεανίσκου στό Μθ 19,16-22 (Λκ 18,18-27), θά πρέπει νά μελετήσουμε τή σχετική συνάφεια, ὥστε νά κατανοήσουμε τό πνεῦμα της καί τό μήνυμά της. Ἄν, λοιπόν, διαβάσουμε μέ προσοχή τή διήγηση, θά καταλήξουμε στό συμπέρασμα ὅτι ἡ ἰδέα πού τή διαρθρώνει εἶναι ἡ ἀνάγκη τῆς ἱεραποστολῆς καί οἱ ἀπαιτήσεις της. Τό βάρος τῆς περικοπῆς πέφτει στό δεύτερο σκέλος τῶν λόγων τοῦ Χριστοῦ «ἀκολούθει μοι», πού ἀποτελεῖ καί τήν ἀπάντηση στή γεμάτη ἀγωνία ἀναζήτηση τοῦ νέου γιά τήν αἰώνια ζωή. Τό πρῶτο σκέλος «πώλησον τά ὑπάρχοντά σου καί δός πτωχοῖς», δέν εἶναι παρά ἡ προϋπόθεση καί ἡ προπαρασκευή γι' αὐτό στό ὁποῖο ὁ Χριστός καλεῖ τόν νέο. Κι ἐδῶ ἀκριβῶς γίνεται τό λάθος· οἱ περισσότεροι μένουν σ' αὐτή τή δευτερεύουσα πρόταση καί βλέπουν στήν περικοπή ἕνα κήρυγμα ἐλεημοσύνης καί ἔμπρακτης φιλανθρωπίας, ἤ ἀκόμη ἕνα κήρυγμα πατάξεως τοῦ πλούτου καί καταδίκης τῶν πλουσίων.
Ἡ ἀλήθεια ὅμως εἶναι ἄλλη. Αὐτό πού ζητᾶ ὁ Χριστός ἀπό τόν πλούσιο νέο εἶναι ἡ αὐταπάρνηση καί ἡ θυσία. Καί γνωρίζει ὡς παντογνώστης ὅτι γι' αὐτή τή συγκεκριμένη ψυχή πού ἔχει ἐκείνη τήν ὥρα μπροστά του, ἡ ἀπάρνηση τοῦ πλούτου εἶναι ἡ μεγαλύτερη θυσία πού μπορεῖ νά ἐπιτελέσει, ἡ φλογερότερη ἀπόδειξη τῆς ἐπιθυμίας του γιά τελειότητα. Γι' αὐτό καί τοῦ λέει· «Πήγαινε καί πούλησε τά ὑπάρχοντά σου». Ἴσως ἄν εἶχε μπροστά του κάποιον ἄλλο, ἡ προτροπή θά ἦταν διαφορετική· θά εἶχε ὅμως πάντα γνώρισμα τήν αὐταπάρνηση, τό σταύρωμα τῶν ἐγωϊστικῶν ἐπιθυμιῶν. Ἐξάλλου ὁ πλοῦτος αὐτός καθαυτόν εἶναι πάντοτε μία ἀπό τίς μεγάλες ἀδυναμίες τοῦ ἀνθρώπου· στόν καθένα θά στοίχιζε μιά ὁλοκληρωτική παραίτηση ἀπό τήν περιουσία του. Δέν χρειάζεται μάλιστα κἄν νά πρόκειται γιά περιουσία· στόν καθένα θά στοίχιζε μιά ὁλοκληρωτική παραίτηση ἀπ' αὐτά πού θεωρεῖ δικά του. Ὁ ἄνθρωπος δένεται μέ τά πράγματα, μέ τό περιβάλλον του, καί εἶναι πάντα πράξη θυσίας ἡ ὁποιαδήποτε ἀπάρνηση.
Ὑπάρχει ὅμως καί ἕνας ἄλλος λόγος πού ὁ Χριστός ἔθεσε ὡς προϋπόθεση τό «πώλησον τά ὑπάρχοντά σου». Εἶναι ὅτι ἡ ἱεραποστολή ἀπαιτεῖ πλήρη ἀπόθεση κάθε βιοτικῆς μέριμνας ἀπό τόν ἱεραπόστολο. Αὐτός πού θά ἀγωνιστεῖ γιά τήν ἐξάπλωση τῆς βασιλείας τοῦ Θεοῦ θά πρέπει νά εἶναι ὁλόκληρος ἀφιερωμένος στό ἱερό αὐτό ἔργο, ἐλεύθερος ἀπό κάθε γήινη φροντίδα, ἔστω καί τήν πιό ἀνθρώπινη, ἄν αὐτή πρόκειται νά τοῦ γίνει βάρος στό δρόμο του. Θά ἦταν ἀπαράδεκτο καί ἀνέντιμο μπροστά στόν Θεό νά λέμε ὅτι ἐργαζόμαστε γιά τήν ὑπόθεσή του, ἐνῶ οἱ ὑποχρεώσεις μιᾶς περιουσίας θά κλέβουν τή φροντίδα καί τόν χρόνο μας.
Μ' αὐτές τίς ἀναλύσεις καταλήγουμε στίς ἑξῆς διαπιστώσεις: Φυσικά ἡ τελειότης δέν περιορίζεται στά στενά πλαίσια τῆς ἐλεημοσύνης. Βρίσκεται ὅμως στό «ἀκολούθει μοι», στή γεμάτη ὑποταγή μίμηση τοῦ Σωτῆρος. Ἡ φιλανθρωπία εἶναι μία ἀπό τίς συνέπειες τῆς θυσίας, πού προϋποθέτει αὐτή ἡ μίμηση, καί πού εἶναι πολύ εὐκολότερη ἀπό αὐτήν. Ἄν δέν ἔχεις τή διάθεση νά πτωχεύσεις ἑκούσια, οὐδέποτε θά βρεῖς τόν δρόμο νά ἀκολουθήσεις τόν Χριστό. Καί ἡ ἄλλη πλευρά τοῦ θέματος· ἡ τελειότης δέν μετρᾶται μέ τό μέγεθος τῆς ἀνέχειας καί τῆς κακοπάθειας, ἀλλά μέ τήν ποιότητα καί τό ὕψος τῆς θυσίας. Ὅταν τό ζενίθ τῆς αὐταπαρνήσεώς σου βρίσκεται στήν ἀπάρνηση τοῦ πλούτου σου, τότε ἡ θυσία τοῦ πλούτου εἶναι αὐτή πού θά σέ φέρει πιό κοντά στήν τελειότητα.
Στέργιος Σάκκος
Ἀπολύτρωσις 33 (1978) 59-61
Σέ κάποια συνέντευξη ἕνας δημοσιογράφος ρώτησε τόν διάσημο ἐρευνητή σέ θέματα ἰατρικῆς Stephen Glenn ποῦ ὄφειλε τήν ἱκανότητα καί δημιουργικότητά του, ὥστε νά ὑπερέχει ἀπό τόν μέσο ἄνθρωπο.
Ὁ ἐρευνητής ἀπάντησε ὅτι, κατά τή γνώμη του, ὅλα προέρχονται ἀπό τήν ἐμπειρία πού εἶχε μέ τή μητέρα του, ὅταν ἦταν δύο χρονῶν. Εἶχε προσπαθήσει, εἶπε, νά βγάλει τό μπουκάλι μέ τό γάλα ἀπ᾽ τό ψυγεῖο. Γλίστρησε ὅμως ἀπό τά χέρια του καί χύθηκε στό πάτωμα, χωρίς εὐτυχῶς νά σπάσει, σχηματίζοντας ἕνα πραγματικό ποτάμι. Ἡ μητέρα του, ἀντί νά τοῦ βάλει τίς φωνές ἤ νά τοῦ κάνει κήρυγμα, τοῦ εἶπε:
- Stephen, τί μεγάλο καί θαυμάσιο θέαμα δημιούργησες! Σπάνια ἔχω δεῖ μία λίμνη ἀπό γάλα. Τώρα πιά ἡ ζημιά ἔγινε. Θέλεις νά παίξουμε πρῶτα καί μετά νά καθαρίσουμε τό πάτωμα;
Δέχτηκα. Ὕστερα ἀπό λίγα λεπτά ἡ μητέρα μου μοῦ εἶπε: «Stephen, κάθε φορά πού θά συμβαίνει κάτι παρόμοιο, θά φροντίζεις νά καθαρίζεις τό πάτωμα καί νά βάζεις τά πράγματα στή θέση τους. Πῶς θέλεις τώρα νά καθαρίσουμε τό πάτωμα; Μποροῦμε νά χρησιμοποιήσουμε ἕνα σφουγγάρι, μία πετσέτα ἤ μία σφουγγαρίστρα. Τί προτιμᾶς;».
Ἐπέλεξα τό σφουγγάρι καί καθαρίσαμε μαζί τό χυμένο γάλα. Ἀφοῦ τελειώσαμε, ἡ μητέρα μου συνέχισε: «Ὅπως εἶδες, Stephen, ὑπῆρξε μία ἀποτυχημένη προσπάθεια νά πάρεις τό μπουκάλι μέ τό γάλα ἀπό τό ψυγεῖο. Πᾶμε τώρα στήν αὐλή νά τό γεμίσουμε νερό ἀπό τή βρύση καί νά δοῦμε πῶς μπορεῖς νά τό μεταφέρεις, χωρίς νά σοῦ πέσει».
Ἔμαθα ὅτι, ἄν ἔπιανα τό μπουκάλι μέ τά δύο μου χέρια ἀπό τό ἐπάνω μέρος, κοντά στό στόμιο, θά μποροῦσα νά τό μεταφέρω χωρίς νά μοῦ πέσει. Τί ὑπέροχο μάθημα! Καί ὁ διακεκριμένος ἐπιστήμονας τόνισε: Ἐκείνη τή στιγμή διδάχθηκα ὅτι δέν πρέπει νά φοβᾶμαι νά κάνω λάθη. Ἀντιθέτως, κατάλαβα ὅτι κάθε λάθος εἶναι μία εὐκαιρία γιά νά μάθω νέα πράγματα. Αὐτή εἶναι ἡ φύση τῶν ἐπιστημονικῶν πραγμάτων. Ἀκόμη κι ἄν τό πείραμα δέν «δουλέψει», συνήθως μαθαίνουμε κάτι ἀπό αὐτό.
Ἡ εὑρηματικότητα τῆς μητέρας κι ὁ χειρισμός τῆς ἀποτυχίας τοῦ δίχρονου ἀγοριοῦ της θεωρῶ ὅτι εἶναι μοναδικοί, καθώς καί οἱ θετικές μακροχρόνιες ἐπιπτώσεις στή ζωή τοῦ παιδιοῦ. Μᾶς προβληματίζουν καί μᾶς θέτουν πρό τῶν εὐθυνῶν μας!
«Ὅποιος ποτέ του δέν ἔκανε λάθος, ποτέ δέν δοκίμασε κάτι καινούργιο», θά πεῖ ὁ Ἀϊνστάιν. Τά σημερινά παιδιά, δυστυχῶς, μεγαλώνουν «ἐξ ἁπαλῶν ὀνύχων» σέ μία κουλτούρα ὅπου ἡ ἀποτυχία θεωρεῖται ὡς θεομηνία καί κατάρα. Οἱ γονεῖς καί τό οἰκογενειακό περιβάλλον καταβάλλουν κάθε δυνατή προσπάθεια νά τήν ἀποτρέψουν, νά τήν ἐξορκίσουν ἀπό τή ζωή τοῦ παιδιοῦ. «Παρακαλῶ, ἀφῆστε τά παιδιά νά "χτυπηθοῦν" στήν ἡλικία τῶν ἕξι ἐτῶν καί νά μήν ἔχουν τό πρῶτο "στραπατσάρισμα" στό λύκειο! Παρακαλῶ, παρακαλῶ, παρακαλῶ, ἀφῆστε τα νά "στραπατσαριστοῦν" στό γήπεδο τοῦ ποδοσφαίρου!», προτρέπει ἡ κλινική ψυχολόγος Wendy Magel.
Γιατί ὅμως ἐνεργοῦμε τόσο ὑπερπροστατευτικά γιά τά παιδιά μας, ὥστε δικαιολογημένα νά μᾶς προσάπτουν τόν χαρακτηρισμό «γονεῖς ἑλικόπτερο»; Οἱ λόγοι εἶναι πολλοί. Ἔχουν νά κάνουν μέ προσωπικές ἀνασφάλειες καί μέ τραυματικές παιδικές ἐμπειρίες πού ὑποσυνείδητα ἐλέγχουν τή συμπεριφορά μας. Μέ αὐτή τή στάση πιστεύουμε ὅτι θωρακίζουμε τά παιδιά μας ἀπέναντι σ᾽ ἕναν σκληρό κι ἀνταγωνιστικό κόσμο πού τά περιβάλλει. Πιστεύουμε ὅτι ὅσο εἶναι μικρά ὀφείλουμε νά τά προστατεύουμε ἀπό λάθη πού μπορεῖ νά διαπράξουν καί ἀπό κινδύνους πού τά ἀπειλοῦν, μέχρι νά ὡριμάσουν καί νά εἶναι σέ θέση νά τούς ἀντιμετωπίσουν• τώρα εἶναι εὐαίσθητα καί δέν πρέπει νά πληγωθοῦν! Εἶναι μία λανθασμένη ἀντίληψη ἡ ὁποία ἐγκυμονεῖ πολλούς κινδύνους καί ἔχει ἴσως τραγικές συνέπειες μακροπρόθεσμα γιά τήν ὁλοκλήρωση τῆς προσωπικότητας τοῦ παιδιοῦ καί γιά τήν ἀντιμετώπιση τῶν δυσκολιῶν καί προβλημάτων πού θά ἀντιμετωπίσει μόλις διαβεῖ τό κατώφλι τοῦ σπιτιοῦ του.
Τό πρόβλημα, λοιπόν, στή διαπαιδαγώγηση δέν εἶναι πῶς θά ἀποτρέψουμε τό παιδί ἀπό τή διάπραξη λαθῶν, ἀλλά μέ ποιόν τρόπο θά τά διαχειριστοῦμε, ὥστε αὐτά τά λάθη νά γίνουν ἐφαλτήριο πού θά ἐκτινάξει τό παιδί στό ἅλμα τῆς ζωῆς, ἡ ὁποία θά χαρακτηρίζεται ἀπό πρόοδο, ἐπιτυχία, εὐτυχία, αὐτογνωσία, ἀρετή καί ἐκπλήρωση τοῦ προορισμοῦ της.
Συνταγές δέν ὑπάρχουν. Ὀφείλει νά κυριαρχεῖ στή σκέψη μας ἡ προσωπικότητα τοῦ συγκεκριμένου παιδιοῦ καί ἡ ἄνευ ὅρων ἀγάπη μας γι᾽ αὐτό. Κάποιες γενικές ἀρχές ὅμως θά μποροῦσαν νά μᾶς βοηθήσουν.
Στίς περιπτώσεις λάθους τοῦ παιδιοῦ μας:
Ἀθαν. Ἀστ. Γκάτζιος
Ἀπολύτρωσις, Νοέμβρ. 2015
«Ἑλλάς, τό μεγαλεῖο σου βασίλεμα δέν ἔχει.
Καί δίχως γνέφια τούς καιρούς ἡ δόξα σου διατρέχει.
Ὅσες φορές ὁ ἥλιος σου νά σέ φωτίσει ἐρθῆ,
θέ νά σ᾽ εὑρῆ, πεντάμορφη, στεφανωμένη, ὀρθή».
Ὁ κερκυραῖος ποιητής Λορέντζος Μαβίλης (1860- 1912) δέν χορταίνει νά ὑμνεῖ στά σονέτα του τήν ἀγαπημένη του μητέρα-Ἑλλάδα. Ἄλλοτε περιγράφει πρωτότυπα τίς φυσικές ὀμορφιές της, ἄλλοτε ἐκφράζει τή νοσταλγία του γιά τά πατρικά χώματα κι ἄλλοτε ἀναπτερώνει τό ἐθνικό φρόνημα, ἐπαινώντας τούς ἥρωες πού ἔπεσαν στά πεδία τῶν μαχῶν.
Τό θαυμαστό εἶναι πώς κι ὅταν βρίσκεται δεκατέσσερα χρόνια στά πανεπιστήμια Μονάχου καί Φράιμπουργκ τῆς Γερμανίας, σπουδάζοντας κλασική φιλολογία, ἀρχαιολογία, φιλοσοφία καί σανσκριτικά, δέν ξεθωριάζει ἡ ἀγάπη του γιά τήν πατρίδα. Ἀπό τήν ξενιτειά γράφει τό σονέτο «Πατρίδα» καί τό ἀφιερώνει στό φίλτατο νησί του, τήν Κέρκυρα:
«... Κάθε μοσκοβολιά καί κάθε χρῶμα,
κάθε πουλιοῦ κελάηδημα ξυπνάει
πόθο στά φυλλοκάρδια μου κ’ ἐλπίδανά σοῦ ξαναφιλήσω τ’ ἅγιο χῶμα,
νά ξαναϊδῶ καί τό δικό σου Μάη,
ὄμορφή μου, καλή, γλυκιά πατρίδα!».
Μετά τήν ἀνακήρυξή του ὡς διδάκτορα τῆς φιλοσοφίας, ἔρχεται ἡ γλυκειά μέρα τῆς ἐπιστροφῆς στά πατρογονικά χώματα. Εἶναι χαρούμενος, γιατί θά ἐκπληρώσει τό χρέος του πρός τή λατρευτή του πατρίδα, θά ὑπηρετήσει τή στρατιωτική του θητεία. Παρόλο πού ἐπικρατοῦσε ἡ τακτική στρατιῶτες ἀρχοντικῶν οἰκογενειῶν νά ἀπαλλάσσονται ἀπό ἀγγαρεῖες καί νά κοιμοῦνται τά βράδια στά σπίτια τους, ὁ Μαβίλης δέν ἐκμεταλλεύεται τέτοια προνόμια. Ὑποβάλλει τόν ἑαυτό του σέ σκληρές κακουχίες καί κοιμᾶται, ὅπως καί τόσοι ἄλλοι στρατιῶτες, στή μονάδα του.
1896. Ποιός νά τοῦ τό ’λεγε πώς θά συνεργαζόταν μέ τόν σταυραετό τῆς Μακεδονίας, τόν Παῦλο Μελᾶ, στήν «Ἐθνική Ἑταιρεία» γιά μιά ἐλεύθερη ἑλληνική μακεδονική γῆ! Τήν ἴδια χρονιά, ὅταν ξεσπᾶ ἡ Ἐπανάσταση τῆς Κρήτης, τόν βρίσκουμε μαζί μέ ἄλλους ἐθελοντές νά πολεμᾶ στά κρητικά βουνά. Ἀνάβει τότε πιότερο ἡ φλόγα του γιά τήν Ἐθνική Ἰδέα κι εἶναι πρόθυμος νά θυσιάσει τά πάντα. Ἔτσι, στόν ἑλληνοτουρκικό πόλεμο τοῦ 1897, δέν λυπᾶται τήν περιουσία του. Ξοδεύει τά χρήματά του, ὀργανώνοντας σῶμα ἀπό 70 Κερκυραίους ἐθελοντές καί ἀναχωρεῖ γιά τήν Ἤπειρο. Τούς ὁπλίζει καί τούς συντηρεῖ ὁ ἴδιος. Στ᾽ ἀλήθεια, τί γενναιοδωρία μεγαλειώδης! Τά συναισθήματά του ξεχύνει σ᾽ ἕνα γράμμα του πρός τήν ἀδελφή του:
«Ἄρτα, 4 Ἀπριλίου 1897.
Σέ χαιρετάω γιά μιά ἀκόμα φορά, πρίν προχωρήσω ἐκεῖ ὅπου δέν θά μοὖναι δυνατόν νά σοῦ γράψω ἀπάνω σέ τοῦτα τά βουνά... Ξέρω πώς ἄν μέ χάσῃς, χάνεις τό πᾶν... Καί ἡ καρδιά μου σπαράζει στή σκέψη πού δέν μπόρεσα νά σοῦ κάμω οὔτε ἕνα ἐλάχιστο ἀπό τά τόσα καλά πού μοὔκαμες ἐσύ. Ποιός ξέρει; Ἴσως μπορέσουμε ἀκόμα νά ζήσουμε μαζί, εὐτυχισμένοι σέ μιά πατρίδα εὐτυχισμένη, τιμημένοι σέ μιά τιμημένη πατρίδα».
Στή σφοδρή μάχη στά Πέντε Πηγάδια πολεμᾶ γενναῖα. Τραυματίζεται στό χέρι καί στόν βραχίονα. Εὐτυχῶς, ὁ κίνδυνος ξεπεράστηκε. Ἀκολουθεῖ ἡ πιό εὐτυχισμένη περίοδος τῆς ζωῆς του. Ἐκλέγεται βουλευτής τῆς Κέρκυρας καί ποθεῖ κι ἀπό κεῖνο τό μετερίζι νά βοηθήσει τήν πολύπαθη πατρίδα. Καταπληκτική εἶναι ἡ ὁμιλία του μέσα στή Βουλή γιά τή δημοτική γλῶσσα. Κι ἐπειδή κάποιος βουλευτής προηγουμένως εἶχε χαρακτηρίσει τή δημοτική χυδαία, ὁ Μαβίλης εἶπε τότε στόν λόγο του τή μνημειώδη φράση: «Δέν ὑπάρχουν χυδαῖαι γλῶσσαι, χυδαῖοι ἄνθρωποι ὑπάρχουν».
Στόν Α΄ Βαλκανικό πόλεμο τοῦ 1912 δέν ἔχει πιά τήν οἰκονομική ἄνεση νά συντηρεῖ δικό του σῶμα ἐθελοντῶν. Ἡ καρδιά του ὅμως διψᾶ γιά λευτεριά, γιά ἀποτίναξη τοῦ μακραίωνου τουρκικοῦ ζυγοῦ. Κατατάσσεται ὡς ἐθελοντής μέ τόν βαθμό τοῦ λοχαγοῦ στό σῶμα τῶν Γαριβαλδινῶν, κάτω ἀπό τήν ἡγεσία τοῦ φιλέλληνα Ἰταλοῦ Γαριβάλδη. Τί κι ἄν εἶναι 52 ἐτῶν καί οἱ στρατιῶτες τοῦ λόχου του πολύ νεώτεροί του; Διασχίζει μαζί τους πεζός τή Μακεδονία, τή Θεσσαλία, τήν Ἤπειρο. Στόχος τους νά κονταροχτυπηθοῦν μέ τόν ἐχθρό καί νά πατήσουν τή χιονισμένη κορφή τοῦ Δρίσκου. Ἔτσι θά ἀνοιγόταν ὁ δρόμος γιά τά Γιάννενα. Πρός μεγάλη τους ἔκπληξη βρίσκουν στόν Μπαλντούμα, παραπόταμο τοῦ Ἄραχθου, τή γέφυρα συντρίμμια. Δίχως ἀναβολή πέφτουν στά παγωμένα νερά του πού τούς ἔφταναν μέχρι τό στῆθος. Ὁ Μαβίλης δέν δέχεται νά περάσει τό ποτάμι ἔφιππος, ὅπως ἔκαναν οἱ περισσότεροι ἀξιωματικοί.
25-26 Νοεμβρίου 1912. Σκληρές οἱ μάχες μέ τόν ἀντίπαλο. Κεῖ πάνω στά χιονισμένα βουνά γράφονται σελίδες ἡρωισμοῦ καί αὐτοθυσίας. Κι ὕστερα ἀπό πεντάωρη μάχη ὁ Δρίσκος εἶναι δικός τους, ὁλότελα ἑλληνικός! Σκιρτᾶ ἀπό χαρά ὁ ποιητής. Σάν κοπάσει ὁ πόλεμος καί βασιλεύσει ἡ εἰρήνη, πόσα σονέτα δέν θά γράψει γιά τοῦτες τίς ἑλληνικές ἐποποιΐες πού ὁ ἴδιος συμμετέχει!
28 Νοεμβρίου 1912. Οἱ Τοῦρκοι ἐπιστρέφουν δυναμικότεροι. Κανόνια καί μυδράλλια χτυποῦν ἀσταμάτητα τούς Γαριβαλδινούς. Μές στή νύχτα γίνεται πολεμικό συμβούλιο. Ἀποφασίζεται ἡ ἀποχώρηση. Ὁ Μαβίλης διαφωνεῖ. Χαράματα τῆς 29ης Νοεμβρίου. Πέφτουν οἱ ἐχθρικές ὀβίδες σάν βροχή κι αὐτός μέ τόν λόχο του ἀντιστέκεται ὁλόρθος. Καί τότε μιά σφαίρα τοῦ τρυπᾶ καί τά δυό του μάγουλα. Αἱμόφυρτος προχωρεῖ ὥς τό κοντινό παρεκκλήσι πού ἔχει μετατραπεῖ σέ πρόχειρο χειρουργεῖο. Ἀλλά ὁ νοῦς του κι ἡ καρδιά του ἔχουν μείνει στόν μαχόμενο λόχο του. Καθώς λοιπόν κατευθύνεται στό ὀρεινό χειρουργεῖο, σταματᾶ γιά πολύ λίγο νά κοιτάξει τούς ἀνδρείους στρατιῶτες του. Μιά δεύτερη σφαίρα φυτεύεται στόν λάρυγγά του. Ἄφθονα ρέει τό αἷμα του, βάφοντας τά ὑψώματα τοῦ Δρίσκου. Γίνεται τό λίπασμα, γιά νά βλαστήσει σέ λίγο τό δέντρο τῆς λευτεριᾶς σ’ ὅλη τήν ἠπειρωτική γῆ.
Μές στήν ἀντάρα τῆς φονικῆς μάχης ἀκούγονται τά ὕστατα λόγια του:
«Ὅλες τίς δόξες τίς περίμενα. Ὄχι ὅμως καί τή δόξα νά πεθάνω γιά τήν πατρίδα».
Ὁ κερκυραῖος ποιητής συγκαταλέγεται πλέον στό πάνθεο τῶν ἡρώων.
Ἑλληνίς
"Ἀπολύτρωσις", Νοέμβρ. 2015
Στή γῆ τῆς ἐρήμου, ἐκεῖ πού ἀνθίζουν μονάχα τά μυρίπνοα ἄνθη τοῦ ἀπόλυτου καί τοῦ ἀληθινοῦ, ξετυλίχθηκε ἀθόρυβα ὁ βίος τοῦ ὁσίου Λογγίνου. Ἀνήκει σ᾽ αὐτούς πού ἐγκατέλειψαν τά ἐγκόσμια γιά νά βιώσουν τά ὑπερκόσμια στή χώρα πού κανένα ἐκτυφλωτικό γήινο φῶς δέν ἀποσπᾶ τόν ἄνθρωπο, ἐκεῖ πού νικῶνται τά ρέοντα καί τά πρόσκαιρα. Ὁ ῞Οσιος διατυπώνει λιτά τήν ἐμπειρία τῆς ἀσκητικῆς του βιοτῆς: «Ἡ νηστεία ταπεινώνει τό σῶμα, ἡ ἀγρυπνία καθαρίζει τόν νοῦ, ἡ ἡσυχία φέρνει τό πένθος, τό πένθος βαπτίζει τόν ἄνθρωπο καί τόν ἀπαλλάσσει ἀπό τήν ἁμαρτία».
Ἕνας ἀπό τούς λόγιους καί σοφούς ἀσκητές τῆς ἐρήμου ὑπῆρξε ὁ ὅσιος Λογγῖνος. Τό σπινθηροβόλο πνεῦμα του καί ἡ ἄρτια ἐσωτερική του συγκρότηση ἀναδεικνύονται μέσα ἀπό τούς λόγους του, ὅπως διασώζονται στά ἀποφθέγματα τῶν Πατέρων. Νοτισμένα μέ τή δρόσο τῶν δακρύων τῆς προσευχῆς καί ποτισμένα μέ τόν ἱδρώτα τοῦ πνευματικοῦ μόχθου, τά λόγια του μεταφέρουν σέ μᾶς τήν πνευματική του συγκομιδή: «Ὥσπερ ὁ νεκρὸς οὐκ αἰσθάνεται τινός, οὐδὲ κρίνει τινά, οὕτω καὶ ὁ ταπεινόφρων οὐ δύναται κρίναι ἄνθρωπον» (Εὐεργετινός, σελ. 280). Κι ὅταν κάποτε ὁ Ὅσιος ρωτήθηκε ποιά ἀρετή εἶναι μεγαλύτερη ἀπό ὅλες, ἀπάντησε μέ λόγο μεστά θεολογικό: «Καθὼς ἡ ὑπερηφανία εἶναι μεγαλυτέρα ἀπὸ ὅλας τὰς κακίας καὶ τὰ πάθη, ὥστε ὁποὺ ἐδυνήθη νὰ ρίψη καὶ τοὺς Ἀγγέλους ἀπὸ τὸν Οὐρανόν, ἔτσι ἐκ τοῦ ἐναντίου ἡ ταπεινοφροσύνη εἶναι μεγαλυτέρα ἀπὸ ὅλας τὰς ἀρετάς. Ἐπειδὴ αὐτὴ δύναται νὰ ἀναβιβάσει ἀπὸ τὰς ἀβύσσους τὸν ἄνθρωπον. Διὰ τοῦτο καὶ ὁ Κύριος πρωτύτερα ἀπὸ ὅλους μακαρίζει τοὺς πτωχοὺς τῷ πνεύματι: ἤτοι τοὺς ταπεινούς» (Εὐεργετινός, σελ. 275).
Ὁ ἅγιος Λογγῖνος βίωνε μέ χαρισματική κατάνυξη τήν ὥρα τῆς προσευχῆς καί τῆς ψαλμωδίας. Ἀντικρύζοντάς τον μέσα στή μεθυστική εὐτυχία τῆς κοινωνίας μέ τόν Θεό, ἕνας μαθητής του τόν ρώτησε:
- Ἀββᾶ, αὐτός εἶναι ὁ πνευματικός κανόνας, νά κλαίει ὁ μοναχός, ὅταν κάνει τήν ἀκολουθία του;
Καί ὁ Γέροντας τοῦ ἀπάντησε:
- Ναί, παιδί μου, αὐτός εἶναι ὁ κανόνας πού ἐπιζητεῖ ὁ Θεός.
Βέβαια, ὁ Θεός δέν ἔπλασε τόν ἄνθρωπο νά κλαίει, ἀλλά νά χαίρεται καί νά εὐφραίνεται καί νά τόν δοξάζει, ὅπως οἱ ἄγγελοι, μέ τήν καθαρή καί ἀναμάρτητη ζωή του. Ὅμως ὁ ἄνθρωπος ἔπεσε στήν ἁμαρτία καί γι᾽ αὐτό εἶναι ἀνάγκη νά κλαίει, ἐνῶ ὅπου δέν ὑπάρχει ἁμαρτία, ἐκεῖ δέν ἔχει θέση τό κλάμα».
Οἱ ψίθυροι τοῦ Πνεύματος, πού πνέει χαρισματικά στήν ἔρημο, φθάνουν ὥς ἐμᾶς μέ τή ζωή καί τή διδασκαλία τοῦ ὁσίου Λογγίνου, ὁ ὁποῖος ἐκοιμήθη εἰρηνικά καί ἡ Ἐκκλησία μας τιμᾶ τή μνήμη του στίς 17 Νοεμβρίου.
Ἐμεῖς οἱ χριστιανοί τοῦ σήμερα, πού μᾶς σαγηνεύει τό ἄπειρο ἀλλά ἀπειλεῖ διαρκῶς τή ζωή μας τό μηδέν, ἄς στηριχθοῦμε στό στέρεο ραβδί τῶν ἔμπειρων πνευματικῶν ὁδοιπόρων, γιά νά ὁδηγηθοῦμε στή Βασιλεία τοῦ Θεοῦ.
Ἰχνηλάτης
"Ἀπολύτρωσις", Νοέμβριος 2015
Φοριέται ὅλο καί πιό πολύ. Κοντά στά ἄλλα πρόσφατα καινοφανῆ φαινόμενα, τῶν ὁποίων ὑπήρξαμε μάρτυρες, παρακολουθοῦμε καί τίς ὁλοένα αὐξανόμενες ἐπιθετικές ἐκδηλώσεις τοῦ ἐγχώριου ἀθεϊσμοῦ: Πολιτικοί, δημόσιοι λειτουργοί, ὁμάδες καί σύλλογοι βάλλουν ποικιλοτρόπως κατά τῆς πίστης. Ἐπιδιδόμενοι σέ ἕνα ἀκατάπαυστο σφυροκόπημα κατά τῆς Ὀρθοδοξίας ἀπαιτοῦν «χωρισμό κράτους -Ἐκκλησίας».
Ὁμάδα, μάλιστα, ἀθέων ἔγινε δεκτή ἀπό ἐπίσημα πρόσωπα τοῦ Ὑπουργείου Παιδείας. Συζήτησαν μέ τούς ἁρμόδιους γιά τήν κατάργηση τῶν ἁγιασμῶν, ἐκκλησιασμῶν, εἰκόνων στά σχολεῖα, τῆς ἀναφορᾶς τῶν Τριῶν Ἱεραρχῶν, τήν ἀπαλλαγή ἀπό τό μάθημα τῶν θρησκευτικῶν καί τήν ἀντικατάστασή του ἀπό μάθημα φιλοσοφίας τῶν θρησκειῶν σέ μία τάξη τοῦ Λυκείου, συμπεριλαμβανομένης καί τῆς ἀθεϊστικῆς προσέγγισης. Ἡ ὁμάδα ἔλαβε διαβεβαιώσεις γιά ἱκανοποίηση τῶν αἰτημάτων της.
Καταρχάς, ἡ μανία τήν ὁποία ἐκδηλώνουν οἱ δηλώνοντες ἄθεοι κατά τῆς ὀρθόδοξης πίστης ἀποδεικνύει ὅτι ὁ Χριστός εἶναι ζωντανός καί ἀληθινός. Δέν τά βάζει κανείς μέ ἕναν νεκρό καί ἀπολιθωμένο. Οἱ λυσσώδεις ὅμως προσπάθειες ἐκδίωξης τοῦ Χριστιανισμοῦ προδίδουν μᾶλλον ἀντί-θεϊσμό καί ὄχι ἁπλῶς ἀθεϊσμό.
Οἱ ἀναλυτές τοῦ φαινομένου τῆς ἀθεΐας διακρίνουν τρία στάδια: τήν ἐπιθετικότητα κατά τῆς θρησκείας, τή θρησκευτική ἀδιαφορία καί τή λαθραία ἤ ὑποσυνείδητη εἰσαγωγή μίας νέας δεισιδαιμονίας, προκειμένου νά καλυφθεῖ τό κενό ἀπό τήν ἐγκατάλειψη τῆς προηγούμενης θρησκείας. Οἱ δυτικές κοινωνίες βρίσκονται ἤδη στό τρίτο στάδιο, καθώς εἰσελαύνει κατακλυσμιαῖα ἡ συγκρητιστική Νέα Ἐποχή, μέ τήν «πολλά ὑποσχόμενη» γιόγκα, τόν πνευματισμό, τήν ἀστρολογία, τό φένγκ σούι, τή μαγεία κ.ἄ. Προφανῶς, ὁ σύγχρονος Εὐρωπαῖος κλίνει περισσότερο πρός μία νέα εἰδωλολατρία, παρά πρός μία συνεπῆ καί ἐνσυνείδητη ἀθεΐα.
Παρατηρήθηκε μάλιστα τό παράδοξο, ὁ ἀθεϊσμός νά γίνεται θρησκεία μέ «ἐκκλησία» καί «ἕδρα» τή Μεγάλη Βρετανία, ὅπου - καθόλου τυχαῖο- τό ἕνα τέταρτο τῶν Βρετανῶν δηλώνουν ἄθεοι!
Ἀλλά καί στήν πατρίδα μας δέν εἶναι μικρή ἡ φθορά πού ἔχουμε ὑποστεῖ. Οἱ Νεοέλληνες, τρεφόμενοι μέ τά ὑποπροϊόντα καί τά βοθρολύματα τῆς τηλεόρασης ἔχουν πάψει νά ἀντλοῦν χαρά ἀπό τήν Ἐκκλησία. Ἄλλες πρακτικές πῆραν τή θέση της, ὅπως ἡ διαδικτυακή πλοήγηση, οἱ σαββατιάτικες ἔξοδοι, τό χρηματιστήριο, τό ποδόσφαιρο, ἡ δουλειά, τό χόμπι, ἡ ἐνασχόληση μέ τήν ἐπιστήμη, τήν τέχνη• οἱ ὀρθόδοξες γιορτές ὑποκαθίστανται ἀπό τίς «παγκόσμιες ἡμέρες» καί τά ὀνομαστήρια ἀπό τά γενέθλια. Ἔτσι, ἡ πνευματική ἀναζήτηση ἔχει ἀποκοιμηθεῖ, ἐνῶ, ὅταν ξυπνάει, συχνά κατευθύνεται στόν ἀνατολικό μυστικισμό (πρβλ. γιόγκα κτὅ.). Μέ τόν τρόπο αὐτό στρώθηκε τό χαλί τῆς ἀθεΐας.
Ὁ Φώτης Κόντογλου, τοῦ ὁποίου φέτος γιορτάζουμε τά πενήντα χρόνια ἀπό τήν κοίμησή του, ἔλεγε: «Ἡ ἀπιστία εἶναι ῾῾ἡ πλατεῖα πύλη καὶ εὐρύχωρος ὁδός᾽᾽, πού δέν πιστεύουνε (οἱ ἄπιστοι) πώς εἶναι ῾῾ἡ ἀπάγουσα εἰς τὴν ἀπώλειαν᾽᾽, ὅπως εἶπε ὁ Χριστός, ἀλλά ῾῾εἰς τὴν ἐπὶ γῆς εὐδαιμονίαν᾽᾽. Ἐνῶ ἡ πίστη εἶναι ῾῾ἡ στενὴ πύλη καὶ τεθλιμμένη ὁδός᾽᾽, πού δέν πιστεύουνε πώς εἶναι ῾῾ἡ ἀπάγουσα εἰς τὴν ζωήν᾽᾽, ἀλλά ῾῾εἰς τὴν ἐπὶ γῆς δυστυχίαν καὶ περιφρόνησιν᾽᾽».
Βαθύς καί διαφωτιστικός ὁ ψαλμωδός πρίν ἀπό αἰῶνες ἀποκάλυπτε: «Εἶπεν ἄφρων ἐν καρδίᾳ αὐτοῦ οὐκ ἔστι Θεός» (Ψα 13,1). Μόνο ἕνας ἄφρων, ἕνας ἀνόητος, κι αὐτός μέ τό ἀνόητο μυαλό του, μπορεῖ νά ἰσχυρισθεῖ ὅτι δέν ὑπάρχει Θεός. Πράγματι, ἡ ἀθεΐα εἶναι τρέλα! Χωρίς Θεό δέν ζῆ ἡ ἀνθρώπινη ψυχή οὔτε ἰσορροπεῖ.
Ἀναμφισβήτητα, μέσα στήν Ὀρθοδοξία ἡ ἀποδοχή τῆς ὕπαρξης τοῦ Θεοῦ εἶναι πορεία, τρόπος ζωῆς καί ὄχι σκέψης καί λογικῆς. Εἶναι βιωματική ἐν ταπεινώσει σχέση καί ἀποδοχή τοῦ Θεοῦ καί ὄχι ἐγωιστική καί ὀρθολογιστική κατανόηση. Προσεγγίζεται μόνον μέ ταπεινή καρδιά ἀπό ἐκείνους τούς «πτωχοὺς τῷ πνεύματι» πού ὁ Κύριος μακάρισε.
Ὅσο καί ἄν λυσσομανοῦν οἱ υἱοί τοῦ σκότους, «ἡ Ὀρθοδοξία ἦταν πάντοτε ἡ σπονδυλική στήλη τοῦ Γένους». Ἀπόκλιση ἀπό τήν Ἐκκλησία σημαίνει θάνατος τοῦ Γένους. Αὐτή τήν ἀλήθεια διατύπωσε κρυστάλλινα ὁ κύρ-Ἀλέξανδρος Παπαδιαμάντης καί τά λόγια του παραμένουν μοναδικά ἐπίκαιρα: «Ἄγγλος ἤ Γερμανός ἤ Γάλλος δύναται νά εἶναι κοσμοπολίτης ἤ ἀναρχικός ἤ ἄθεος ἤ ὁτιδήποτε. Ἔκαμε τό πατριωτικόν χρέος του, ἔκτισε μεγάλην πατρίδα. Τώρα εἶναι ἐλεύθερος νά ἐπαγγέλλεται, χάριν πολυτελείας, τήν ἀπιστίαν καί τήν ἀπαισιοδοξίαν. Ἀλλά Γραικύλος τῆς σήμερον, ὅστις θέλει νά κάμη δημοσία τόν ἄθεον ἤ τόν κοσμοπολίτην, ὁμοιάζει μέ νᾶνον ἀνορθούμενον ἐπ᾽ ἄκρων ὀνύχων καί τανυόμενον νά φθάση εἰς ὕψος καί φανῆ καί αὐτός γίγας. Τό ἑλληνικόν ἔθνος, τό δοῦλον, ἄλλ᾽ οὐδέν ἧττον καί τό ἐλεύθερον, ἔχει καί θά ἔχη διά παντός ἀνάγκην τῆς θρησκείας του».
Εὐδοξία Αὐγουστίνου
"Ἀπολύτρωσις", Νοέμβριος 2015