Super User

Super User

Σάββατο, 14 Μάιος 2016 11:13

Λεοντόκαρδη καπετάνισσα τοῦ ᾽21

bouboul cἮταν στ’ ἀλήθεια ἰδιαίτερη καί ξεχωριστή προσωπικότητα. Ὁ δη­μο­σιογράφος καί ἱστορικός Ἰωάννης Φιλήμων δίκαια καί πολύ εὔστοχα τήν εἶχε χαρακτηρίσει «ἐπιβλητικὴν καπετάνισσαν, πρὸ τῆς ὁ­ποίας ὁ ἄνανδρος ᾐσχύνετο καὶ ὁ ἀνδρεῖος ὑπεχώρει». Περί Μπουμπουλίνας ὁ λό­γος.

 Εἶχε μέσα στό αἷμα της τοῦ πατέρα της τόν ἡρωισμό, καθώς ὁ Σταυ­ριανός Πινότσης συμμετεῖχε στά Ὀρλωφικά καί γι᾽ αὐτό συνελήφθη. Ὁ ὑδραῖος πλοίαρχος ἀρρώστησε στίς φυλακές τῆς Κωνστα­ντινούπολης καί ἡ σύζυγός του Σκεύω Κοκκίνη τόν ἐπισκέφθηκε ἑτοιμόγεν­νη. Καί τελικά στίς 11 Μαΐου 1771 μέσα στή σκοτεινή φυ­λακή ἡ Λα­σκα­ρίνα πρωτοβλέπει τό φῶς τοῦ ἥ­λιου.
 Μεγαλώνει στίς Σπέτσες μαζί μέ τά ὀκτώ ἑτεροθαλῆ ἀδέλφια ἀπό τόν δεύτερο γάμο τῆς χήρας Σκεύως. Ἀπό πολύ νωρίς φαίνεται ὁ ἡγετικός της χαρακτήρας. Κινεῖται ὡς ἀρχηγός τῆς οἰκογένει­ας κι ἐπιβάλλεται ἀμέσως μέ τόν δυναμισμό της, μέ τήν ἀκαταμάχητη ἀποφασιστικότητά της.
 Αὐτή ἡ μελαχρινή κοπέλα μέ τήν ἀρχοντική κορμοστασιά παντρεύεται δύο φορές, στά 17 της καί στά 30, ἀλλά χηρεύει διπλά. Οἱ σύζυγοι σκοτώνονται σέ συγκρούσεις μέ πειρα­τές. Μένει, λοιπόν, ἡ Λασκαρίνα ἀπό τό 1811 χήρα μέ 6 παιδιά καί μέ τό ὄνομα τοῦ δεύτερου συζύγου Δη­μητρίου Μπούμπουλη πλέ­ον νά τή συνοδεύει. Στά χέρια της κρατᾶ μία τεράστια περιουσία σέ πλοῖα, ἀκίνητα ἀλλά καί μετρη­τά. Θά μποροῦσε νά σκεφτεῖ τά παιδιά της, τά ἀπαραίτητα γιά τήν ἐποχή προικιά, τήν τακτοποίησή τους. Κι ὅμως... αὐτή ἡ γενναία καρδιά ζοῦσε κι ἀνέπνεε γιά ἕνα καί μόνο σκο­πό: τήν ἐλευθερία τῆς Ἑλλάδας!
 Παράτολμη καί θαρραλέα, αὐξάνει τήν πε­ριουσία της μέ σωστή διαχείριση. Οἱ Ὀθωμανοί ἐποφθαλμιοῦν τόν πλοῦτο της καί γυρεύουν νά δημεύσουν τήν περιουσία της μέ τήν ἀληθινή κατηγορία ὅτι ὁ Μπούμπουλης εἶχε πολεμήσει μέ δικά του πλοῖα στό πλευρό τῶν Ρώσων ἐναντίον τῶν Τούρκων.
 Ἡ ἀτρόμητη Μπουμπουλίνα δέν εἶναι διατεθειμένη νά παραδώσει ὅσα προορίζονται γιά τήν ἐπανάσταση πού μέ τόση λαχτάρα ἑτοιμάζουν οἱ Ἕλληνες. Καταφθάνει στήν Κων­σταντινούπο­λη. Ζητᾶ πρῶτα προ­στασία ἀπό τόν ρῶσο πρέσβη. Ἡ Ρωσία ἀναγνωρίζει τήν προσ­φο­ρά τοῦ συζύγου καί παρέχει στή Μπουμπουλίνα ἕνα κτῆμα στήν Κριμαία νά ἀσφαλιστεῖ μέχρι νά περάσει ἡ τρικυμία.
Προτοῦ φύγει ἀπό τήν Πόλη ἡ τετραπέρατη Λασκαρίνα ἐξασφαλίζει συνάντηση μέ τή Βαλιδέ. Ἡ μητέρα τοῦ σουλτάνου ἐντυ­πω­σι­άζεται ἀπό τή δυναμική Ἑλληνίδα καί πείθει τόν γιό της νά προσ­τατεύσει μέ ἔγγραφο τήν περιουσία τῆς Μπουμπουλίνας!
 Αὐτή τήν περίοδο ἐντείνει τίς προετοιμασίες ἀγοράζοντας ὅπλα ἀπό λιμάνια τοῦ ἐξωτερικοῦ. Ὁλο­κλη­ρώνει μία κορβέτα 48 πή­- χεις! Αὐτή θά εἶναι ἡ ναυαρχίδα της. Ὡς γνήσια Ἑλληνίδα πού καμαρώνει γιά τή λαμπρή ἀρχαιοελληνική ἱ­στορία, τήν ὀνομάζει «Ἀ­γαμέμνων» καί τήν ἐξοπλίζει μέ 19 κανόνια! Τό πρῶτο ἑλληνικό πολεμικό πλοῖο! Τί κι ἄν ἔφτασαν καταγγελίες στήν Πύλη! Κατορθώνει δωροδοκώντας τόν τοῦρκο ἐπιθεωρητή νά συνεχίσει μέ πάθος τή ναυπήγηση.
Οἱ Σπέτσες εἶναι τό πρῶτο ἑλληνικό νησί πού κηρύσσει ἐπανάστα­ση στίς 3 Ἀπριλίου 1821. Ἡ κα­πε­τάνισσα ξεσηκώνει μέ λόγο καί μέ ἔργο, ἐμπνέει τά «γενναῖα παλληκάρια της», ὅπως συνήθιζε νά τά ἀποκαλεῖ, καί βά­ζει φωτιά στίς καρδιές τους. Δραστήρια καί φλογερή, δίνει ἁπλόχερα γιά τίς ἀνάγκες τῆς Ἐ­πανάστασης καί ξοδεύει σχεδόν ὅλη τήν περιουσία της μόλις στά δύο πρῶτα χρόνια! Συντηρεῖ πλοῖα, ἀλ­λά ἀναλαμβάνει οἰκονομικά καί τό πλήρωμα.
 Τό ὄνομά της εἶναι ἄρρηκτα συνδεδεμένο μέ τήν πολιορκία στό Ναύπλιο, ἐνῶ τό ψυχικό σθένος αὐτῆς τῆς Ἑλληνίδας φάνηκε καί στή μάχη τοῦ Ἄργους ὅπου ὁ γιός της σκοτώθηκε πολεμώντας γενναῖα. Πονᾶ ἡ μάνα βλέποντας τόν ἐχθρό νά ἀ­ποκεφαλίζει τόν Γιάννο της. Τό λα­κω­νικό μήνυμα πού ἔστειλε στήν προσωρινή Κυβέρνηση εἶναι ἀπόδειξη τοῦ μεγαλείου πού ἔκρυβε μέ­σα της αὐτή ἡ γυναίκα: «Ὁ γιός μου εἶναι νεκρός, ἀλλά τό Ἄργος ἔ­μεινε στά χέρια μας».
Βρισκόμαστε πλέον στά 1825. Ὁ ἐμφύλιος πόλεμος σπαράζει τούς Ἕλληνες. Ἡ Μπουμπουλίνα δια­μαρ­τύρεται γιά τήν ἄδικη φυλάκιση τοῦ Κολοκοτρώνη. Καί τότε ὑφίσταται κι αὐτή τίς συνέπειες... Τῆς ἀ­φαιροῦν τό κομμάτι γῆς πού τῆς εἶχαν παραχωρήσει τιμητικά στό Ἄργος γιά τίς ὑπηρεσίες της καί τήν ὑποχρεώνουν νά φύγει στίς Σπέτσες.
 Λειώνει ἡ καρδιά τῆς γενναίας καπετάνισσας. Τήν ὥρα πού ὁ Ἰ­μπραήμ ἀποβιβάζεται μέ νέες δυνάμεις καί ἀνακαταλαμβάνει τήν Πε­λοπόννησο, τήν ὥρα πού θά ἔπρεπε ὅλοι οἱ Ἕλληνες νά εἴμαστε ἑνωμένοι σάν μία γροθιά, ἡ ἀθεράπευτη διχόνοια πού μαστίζει τό ἔθνος μας φυλακίζει ἥρωες, ἐξορίζει πατριῶτες, σπέρνει διασπαστικά αἰσθήματα. Κι ὅμως ἡ ἑλληνική καρδιά της δέν βα­στᾶ. Παραμερίζει τήν πικρία κι ἑτοιμάζεται νά ἀναδιοργανώσει τίς δυνάμεις της καί νά συμ­μετάσχει στήν ἀπώθηση τοῦ Ἰμπραήμ. Δέν πρόφτασε ὅμως νά πραγματοποιήσει τό σχέδιό της.
 Στίς 22 Μαΐου τοῦ 1825 ἐξαγρι­ωμένοι ἄντρες ἀπό τήν οἰκογένεια Κούτση γυρεύουν πίσω τήν Εὐγενία Κούτση, μιά καί ἡ Μπουμπουλίνα πλέον δέν εἶχε περιουσία καί δέν ἤθελαν τόν γιό της Γεώργιο γιά γαμπρό. Ὕστερα ἀπό μία ἔν­τονη λογο­μα­χία, τό κακό δέν ἄργησε νά συμβεῖ. Ἕνα βόλι τήν ἔριξε νεκρή… Ἦ­ταν τυχαῖο; Ἦταν δολοφονία; Ἄ­γνωστο. Τό μόνο σίγουρο εἶναι πώς αὐτή ἡ λεοντόκαρδη ἡρωίδα πού ὁρμοῦσε ἄτρομη ἐνάντια στόν ἐχθρό διψώντας γιά λευτεριά χάθηκε τόσο ἄδικα ἀπό χέρι ἀδελφικό.
 Τό ἴδιο ἄδικο τέλος μέ τήν καπετάνισσά του εἶχε καί τό θρυλικό της πλοῖο… Οἱ ἀπόγονοι δώρισαν στό ἑλληνικό κράτος τό «Ἀγαμέμνων» γιά νά ἐνδυναμωθεῖ ὁ ἐλάχιστος ἑλ­­- ληνικός στόλος. Ὅταν ὅμως ὁ Μια­ούλης θέλησε νά ἀντιταχθεῖ στόν Καποδίστρια, ἀντέδρασε πυρπο­λών­τας τό πλοῖο τῆς Μπουμπου- λίνας! Ἡ σολωμική «διχόνοια ἡ δολε­ρή» ἔ­-δρα­σε καί πάλι καταστροφικά.
Μέσα στό συγκεχυμένο κλίμα τῆς ἐποχῆς μας πού μαστιζόμαστε ἀπό ἀλληλοκατηγο­ρί­ες, πού ὅλοι διεκδικοῦν ἡγεσίες καί πρωτεῖα δί­χως ἴχνος θυσίας, ἔρχεται ἡ μορφή τῆς Μπου­μπουλίνας νά μᾶς προβληματίσει. Ἔ­δωσε τά καράβια της, τήν περιουσία της ὅλη κι ἔμεινε κοινωνικά περιφρο­νημένη. Πρόσφερε τά παιδιά της θυσία γιά τήν πατρίδα καί ἦταν ἕτοιμη νά δώσει γιά τή λευτεριά μας καί τήν τελευταία σταγόνα τοῦ αἵματός της. Μόνο πού δέν τήν ἀφήσαμε νά θυσιαστεῖ σέ μία μάχη ἡρωικά. Κι ὅταν με­τά τόν θάνατό της ἔμεινε τό πλοῖο της νά συνε­χίζει τόν ἀγώνα τῆς κυρᾶς του, τό βυθίσανε κι αὐτό πάλι χέρια ἑλληνικά, γιά νά ἐπιβεβαιωθεῖ ἡ τραγικότητα τοῦ διχασμοῦ. Γιατί νά μή μᾶς διδάσκουν τά παραδείγματα ἀπό τήν ἱ­στορία;
Μία τέτοια ἡρωίδα ἀξίζει νά τήν προβάλλουμε ὡς πρότυπο φιλοπατρίας στίς νέες γενιές. Ὅσο σιωποῦ­με, δραστηριοποιοῦνται οἱ γείτονες καί τή διεκδικοῦν ὡς δική τους ἡρω­ί­δα. Στά σχολικά τους βιβλία κατατάσσουν τή Μπουμπουλίνα, καθώς καί τόν Κολοκοτρώ­νη καί τόν Μπότσαρη στούς φιλέλληνες δίπλα στόν λόρδο Βύρωνα! Κι ἐμεῖς τηροῦμε σιγήν ἰχθύος μπροστά σέ μία τέτοια παραχάραξη τῆς ἱστορίας! Ὡστόσο, κάθε σελίδα στήν πολυκύμαντη ζωή τῆς Μπουμπουλίνας βρον­το­φωνάζει πώς ἡ ἡρωίδα εἶχε καταγωγή, καρδιά καί συνείδηση ἑλληνική!

Ἀγγελική Τσιραμπίδου
Φιλόλογος

Ἀπολύτρωσις 71 (2016) 141-143

Παρασκευή, 28 Μάιος 2021 00:09

1204: Ἡ ἀρχή τοῦ τέλους

alosi c Εἶναι πολύ παρήγορο, ἀλλά καί τιμητικό γιά τόν λαό μας, πού δέν ξεχνᾶ ποτέ τήν Πόλη του καί τόν αὐτοκράτορά του καί πού κάθε χρόνο, στίς 29 Μαΐου, τιμᾶ καί μνημονεύει μέ ἰδιαίτερη εὐλάβεια τούς μάρτυρες τῆς Ἅλωσης.
 Ἐκεῖνο ὅμως πού, ὅταν γίνεται, γίνεται κάπως δειλά καί συγκαλυμμένα, εἶναι ἡ ἀ­ναφορά στόν ρόλο πού ἔπαιξαν οἱ Δυτικοί σέ σχέση μέ τά λυγμικά γεγονότα τῆς πτώσης.
 Σέ ὅ,τι ἀφορᾶ στόν ρόλο τῶν Φράγκων, τά πράγματα εἶναι ἁπλά, ἀλλά, δυστυχῶς, ἀποσιωπῶνται σκοπίμως.
 Διακόσια πενήντα χρόνια πρίν ἀπό τήν Ἅλωση τῆς Πόλης, οἱ λεγόμενοι Σταυροφόροι -οἱ τότε δυτικές συμμαχικές δυνάμεις- ἀναδεικνύονται μέ τή δράση τους ὡς οἱ πλέον πολύτιμοι πρώ­ιμοι σύμμαχοι τῶν Τούρκων. Διότι, μέ τήν παρότρυνση καί τίς εὐλογίες τοῦ τότε πάπα καί μέ τό πρόσχημα τῆς ἀπελευθέρωσης τῶν Ἁγίων Τόπων, καταλύουν τή Ρωμανία/Βυζαντινή αὐτοκρα­τορία, ἐγκαθιστοῦν φράγκους ἡγεμόνες στά διάφορα τμήματά της, καταστρέφουν ὁλοσχερῶς τήν Κωνσταντινούπολη, τή λεηλατοῦν καί φορτώνουν στά καράβια τους ὅλα της τά τιμαλφῆ.
 Ὁ ἱστορικός Νικήτας Χωνιάτης, αὐτόπτης μάρτυρας τῆς λεηλασίας τῆς Κωνσταντινουπόλεως ἀπό τούς σταυροφόρους τό 1204, περιγράφει λεπτομερῶς τήν καταστροφή καί τίς ἁρπαγές τῶν θησαυρῶν τῆς Βασιλεύουσας: «...Ἔβλεπε κανείς ὄχι μόνον τίς ἱερές εἰκόνες τοῦ Χριστοῦ νά θραύονται μέ ἀξίνες καί νά ρίπτονται στό χῶμα καί τά στολίδια τους νά ἀποσπῶνται χωρίς φειδώ καί προσοχή καί νά ρίχνονται στή φωτιά, ἀλλά καί τά σεπτά καί πανάγια σκεύη νά ἁρπάζονται μέ θράσος ἀπό τούς ναούς, νά ρίχνονται στή φωτιά καί νά παρέχονται στά ἐχθρικά στρατεύματα ὡς ἁπλός ἄργυρος καί χρυσός».
 Ἡ καθηγήτρια Βυζαντινῆς  Ἱστορίας στό Πανεπιστήμιο Ἀθηνῶν Ἀθηνᾶ Κόλια-Δερμιτζάκη, παρουσιάζοντας τόν ἀπολογισμό τῆς δραματικῆς αὐτῆς ἀπογύ­μνω­σης τῆς Κωνσταντινουπόλεως ἀπό τούς θησαυρούς της, γράφει:
 «Ἡ Κωνσταντινούπολη ἄδειασε ἀπό κάθε πλοῦτο δημόσιο, ἰδιωτικό καί ἐκκλησιαστικό... Τεράστια ἀπώλεια γιά τήν τέ­χνη ἦταν ἡ καταστροφή σημαντικοῦ ἀριθμοῦ χάλκινων ἀγαλμάτων καί συμπλεγμάτων, τά ὁποῖα οἱ νέοι κύριοι τῆς Αὐτοκρατορίας τεμάχισαν καί ἔλιωσαν, γιά νά τά μετατρέψουν σέ νομίσματα». Του­τέστιν, τά ἱδρυτικά κεφά­λαια τῶν Τρα­πεζῶν τῶν σημερινῶν μας ἑταίρων.
  Ἀπό τότε ἡ Ρωμανία ποτέ δέν μπόρε­σε νά ξανασταθεῖ στά πόδια της.  Ἡ καταστροφή πού ὑπέστη στά 1204 ἀπό τούς φράγκους σταυροφόρους ἦταν τόσο μεγάλη πού, στήν κυριολεξία, τήν παρέλυσε ἐντελῶς.
 Ἔτσι λοιπόν, ὅταν οἱ Τοῦρκοι τό 1453 φτάνουν ἔξω ἀπό τά τείχη τῆς Κωνσταντινουπόλεως καί τήν πολιορκοῦν, δέν βρίσκονται πλέον ἀπέναντι σέ μία πανί­σχυρη αὐτοκρατορία, ἀλλά μπρο­στά σέ μία Πόλη ἀδύναμη καί ἀπομονωμένη.
 Ὅπως γίνεται κατανοητό, στήν πρα­γμα­τικότητα ἡ Ρωμανία δέν καταλύθηκε τό 1453 ἀπό τούς Τούρκους, ἀλλά τό 1204 ἀπό τά παποκίνητα δυτικά συμμαχικά στρατεύματα. Τό 1453 μέ τήν Ἅλωση τῆς Πόλης ζήσαμε ἁπλῶς τό τελευταῖο ἐπεισόδιο ἑνός πολυχρόνιου δράματος.
  Αὐτά τά πράγματα ἄς τά θυμόμαστε καλά, διότι μονάχα ἔτσι θά μποροῦμε νά ἑρμηνεύουμε σέ βάθος καί τά σημερινά καμώματα τῶν Δυτικῶν καί ἀναλόγως νά προφυλαγόμαστε.

Φώτης Μιχαήλ
Ἰατρός

Τετάρτη, 06 Απρίλιος 2016 11:02

Καθώς παρέδωκαν ἡμῖν

agioi cTό δικαστήριο αὐτό πραγματοποι­εῖται στή μαρτυρική μεγαλόνησο τῆς Κύπρου, τόν 13ο αἰώνα, τήν ἐποχή τῆς φο­- βερῆς λατινοκρατίας. Δύο παπικοί κήρυκες, ὁ Ἀνδρέας καί ὁ Ἠλίερμος, στέκονται μέ ἀλαζονεία καί ἰταμότητα μπρο­- στά στούς σεμνούς ὀρθόδοξους μοναχούς τῆς μονῆς Καντάρας. Στίς διάφορες θεολογικοῦ περιεχομένου ἐρωτήσεις τῶν παπικῶν οἱ ὀρθόδοξοι ἀπαντοῦν μέ ὕ­φος καί ἦθος πού ἁρμόζει στό σχῆμα τους. Στήν κρίσιμη ἐρώτηση «πῶς δὲ τὰς ἱερὰς μυσταγωγίας ἐκτελεῖτε;» δίνουν μέ ἁπλότητα τήν ἀπάντηση: «καθὼς παρέδωκαν ἡμῖν οἱ ἀπ’ ἀρχῆς αὐτόπται καὶ κήρυκες τοῦ Θεοῦ Λόγου καὶ μετ’ αὐτοὺς αἱ ἅγιαι καὶ οἰκουμενικαὶ συνοδοὶ τῶν ἁγίων καὶ θεοφόρων πατέρων». Χωρίς δισταγμό μάλιστα ὁμολογοῦν πώς τελοῦν τή θεία Κοινωνία μέ τόν ὀρθό­δο­ξο, πατροπαράδοτο τρόπο καί ὄχι κατά τήν τροποποίηση τῶν παπικῶν. Στήν εὐ­θεία ἐρώτηση τῶν ἀνακριτῶν τί πιστεύ­ουν γιά τούς παπικούς, οἱ ἅγιοι μοναχοί μέ παρρησία διακηρύσσουν ὅτι οἱ παπικοί ἔχουν παρεκκλίνει ἀπό τίς ἐντολές τοῦ Χριστοῦ καί τήν παράδο­ση τῆς Ἐκκλησίας.
 Οἱ γενναῖοι ὁμολογητές μοναχοί εἶ­ναι ὁ ἡγούμενος τῆς Μονῆς Ἰωάννης, οἱ μοναχοί Κόνων, Ἰερεμίας, Μᾶρ­κος, Θεόκτιστος, Κύριλλος, Βαρνάβας, Μάξιμος, Ἰωσήφ, Γερμανός, Θεόγνωτος, κα­θώς καί οἱ μοναχοί Γεράσιμος καί Γεννάδιος πού προέρχονταν ἀπό τή Μονή Μαχαι­ρᾶ. Γιά τή σθεναρή ὁμολογία τῆς ὀρθόδοξης πίστης οἱ δεκατρεῖς μοναχοί ὑπο- μένουν ἀπειλές καί βασανισμούς. Ὁ­δη­γοῦνται ἀπό τή λατινική-παπική ἐξ­ου­σία τῆς Κύπρου στίς φυλακές τῆς Λευκωσίας, ὅπου γιά τρία χρόνια ὑφίστανται μέ καρτερία ἀπερίγραπτα μαρτύρια. Ὁ ἀνίερος στόχος τῶν βασανιστῶν εἶναι ἡ ἀποκήρυξη τοῦ ὀρθόδοξου δόγματος. Οἱ ἅγιοι μοναχοί προτιμοῦν τόν θάνατο, παρά νά ἀλλοιώσουν, ἔστω καί στό ἐλάχιστο, τήν ἀτόφια ὀρθόδοξη πίστη τους. Μέσα στά ἀβάσταχτα βασανι­στή­ρια ἐγ­καταλείπει αὐτόν τόν κόσμο πρῶ­τος ὁ μοναχός Θεό- γνωτος. Οἱ ὑπόλοιποι θά λάβουν τό στεφάνι τοῦ μαρτυρίου μέ σκληρότερο τρόπο. Μετά ἀπό πίεση τοῦ δυτικοῦ ἱερατείου, ὁ κυβερνήτης τῆς Κύπρου διατάζει τόν βασανισμό καί τή θανάτωσή τους. Τούς ἀφαιροῦν βίαια τό ἱερό μοναχικό σχῆ­μα, τούς δένουν σέ ἄγρια ἄλογα, καί τούς σέρνουν πάνω στίς κοφτερές πέτρες τῆς κοίτης τοῦ ξερο­πό­ταμου Παδιαίου, χτυπώντας τους ταυτόχρονα μέ ραβδιά καί λιθοβολώντας τους.
 Τό μένος τῶν ἀλλοδόξων δέν ἡσυχάζει οὔτε μέ τόν φρικτό θάνατο τῶν μαρτύρων. Τά κατακομματιασμένα σώματα τῶν Ἁγίων τά ρίχνουν στίς φλόγες μεγάλης φωτιᾶς.
Μά δέν μποροῦν νά ἐξαλείψουν ἀ­πό τήν αἰωνιότητα τή θυσία πού εὐα­ρεστεῖ τόν δικαιοκρίτη Κύριο. Αὐτός στεφανώνει τούς γενναίους ἀγωνιστές τῆς ἀλήθειας μέ τριπλούς στεφάνους: τῶν Ὁσίων, τῶν Ὁμολογητῶν καί τῶν Μαρτύρων.
 Οἱ δεκατρεῖς μοναχοί τῆς Καντάρας μέ τό μαρτύριό τους, στίς 19 Μαΐου τοῦ 1231, στήριξαν τό φρόνημα τῶν ὀρ­θοδόξων Κυπρίων στήν ἑλληνορθόδοξη αὐτοσυνειδησία τους καί γιγάντωσαν τήν ἀντίσταση ἔναντι τῶν παράλογων ἀπαιτήσεων τῶν παπικῶν.
 Στίς ὄχθες τῆς κοίτης Πεδιαίου εἶ­ναι χτισμένο ἕνα πανέμορφο παρεκκλήσι πρός τιμήν τῶν 13 Ὁσιομαρτύρων τῆς Καντάρας. Ἡ διήγηση γιά τό μαρτύριό τους σώθηκε σέ δύο χειρό­γραφα. Τό πρῶτο χρονολογεῖται τόν 14ο αἰ­ώνα καί φυλάσσεται στήν Ἐ­θνική Βιβλιοθήκη τοῦ Παρισιοῦ, ἐνῶ τό δεύτερο γράφτηκε τό 1426 καί βρίσκεται στή Μαρκιανή Βιβλιοθήκη τῆς Βενετίας.
 Ἡ βαμμένη μέ αἷμα μαρτυρικό σελίδα στό συναξάρι τῆς 19ης Μαΐου διασαλπίζει τό μίσος τῶν παπικῶν ἔναντι τῶν ὀρθοδόξων, ἀλλά καί ὁριοθετεῖ τήν πορεία τῆς Ὀρ­θόδοξης Ἐκκλησίας στίς χαλεπές ἡμέρες κάθε ἐποχῆς καί τῆς δικῆς μας.

Ἰχνηλάτης

Παρασκευή, 04 Ιούνιος 2021 10:55

Ἀνάσταση, ὁ ἥλιος τῶν ἀστέρων

 anastasi11 cΣτή μελέτη «Εἰς τήν Ἀνάστασιν τοῦ Κυ­­ρίου» ὁ ἅγιος Νικόδημος ὁ Ἁ­γι­ο­ρεί­της διδάσκει ὅτι ὁ πιστός ὀφείλει νά με­τάσχει στή χαρά τῆς ἀναστάσεως μέ τρεῖς τρό­πους: Νά χαρεῖ μέ τόν Κύ­ριο, τόν ἀναστάντα Χριστό, νά χαρεῖ μέ τή μητέρα Του καί νά χαρεῖ μέ τό σῶμα του.
 Ὁ πρῶτος λόγος τοῦ Κυρίου μετά τήν ἀνάστασή του ἦταν τό «χαίρετε», διότι τό πέλαγος τῆς χαρᾶς κα­τέκλυσε τόν πρό ὀ­λίγου καταφρο­νεμένο Ἰησοῦ. Καθώς ἡ ἀν­­θρώπινη φύση τοῦ Λόγου τοῦ Θε­οῦ ὑ­πῆρξε τό «μεθόριο» ἀνάμεσα στόν Κτί­στη καί στά κτίσματα, μέ τήν ἀνάστασή του καθιστᾶ τόν ἑαυτό του ἀ­γωγό διά τοῦ ὁποίου διοχετεύει τή δόξα καί τή μα­κα­ρι­ότητα τῆς θεότητας στούς «μα­κα­ρί­ους ἀγγέλους καί στούς ἀν­θρώ­πους». Ὁ Κύ­ριος ἀγάπησε τόν ἄνθρω­πο καί τό ἀ­πέ­δει­ξε μέ τό Πάθος Του. Φυ­σι­κό ἰδί­ωμα τῆς ἀγάπης εἶναι «νά κοινοποιεῖ τά τῶν φίλων». Ἔτσι, καί ἡ χαρά πού κατέκλυσε τήν ἀν­θρώπινη φύση τοῦ Ἰησοῦ κατακλύ­ζει καί ὅσους Τόν ἀγαποῦν. Ἄλλωστε, εἶναι δίκαιο νά μετάσχει κανείς στή χαρά τῆς ἀναστά­σε­ως, ἐφόσον συμμετεῖχε στό Πά­θος, τονίζει ὁ ἅγιος Νικό­δημος.
 Ἡ Κυριακή τῆς Ἀναστάσεως, «ὁ ἥ­λιος τῶν ἀστέρων», ἡ «βασιλὶς τῶν ἡμε­ρῶν», ἀποτελεῖ πηγή χα­ρᾶς γι᾽ αὐ­τόν πού ἀγα­πᾶ τόν Κύ­ριο. Καί μάλιστα, ὅ­ποιος δέν συγχαίρει μέ τόν Ἰησοῦ τήν ἡ­μέρα αὐτή εἶναι «ξένος» καί «ἀλ­λό­τρι­ος» τοῦ Χρι­στοῦ. Ἡ χαρά τῆς Ἀνά­στασης ἀ­ποδεικνύει τήν πίστη.
 Ὁ πιστός ὀφείλει νά συγχαί­ρει τήν ἡ­μέρα τῆς Ἀνάστασης καί μέ τή μητέρα τοῦ Κυρίου. Ἡ χαρά τῆς Θε­ο­τό­κου εἶναι τόσο με­γάλη ὅσο με­γάλη ὑπῆρξε ἡ θλίψη της στά Πάθη τοῦ Υἱοῦ της. Ὁ μεγά­λος πό­νος της πηγάζει ἀπό τή με­γάλη ἀγάπη γιά τόν μο­νογενῆ της Υἱό, καί ἡ με­γά­λη ἀγάπη γεννᾶ τήν ἄμε­τρη χαρά τήν ἡμέρα τῆς Ἀ­ναστάσεως. Συγχαίρου, λοι­­­πόν, προτρέπει ὁ ἅγιος Νι­κό­δημος τόν πιστό, μέ τή Δέ­σ­ποι­- να τοῦ οὐρα­νοῦ καί τῆς γῆς, πού εἶναι τό δο­χεῖο τῆς χαρᾶς, διό­τι σέ αὐτήν δόθηκε ἡ χαρά πρίν ἀκόμη ἀ­πό τήν Ἀνάσταση, τήν ἡμέρα τοῦ Εὐ­αγγε­λισμοῦ της.
 Ὀφείλει ὅμως νά χαίρει ἐπίσης ὁ πι­­στός τήν ἡμέρα τῆς Ἀναστάσεως, δι­ότι μέ τήν ἀνά­σταση τοῦ Κυρίου, τό σῶ­μα του, πού εἶναι «γῆ καὶ σποδός», συνδο­ξά­ζε­ται μέ τό σῶ­μα τοῦ ἀναστάντος Κυρίου. Τό γεγο­νός αὐτό ἀφήνει ἄφωνη κά­θε γλῶσσα καί ἐκ­πλήττει κάθε νοῦ. Ἀκόμη καί ὅταν θλί­βε­σαι νά χαί­ρεσαι, προ­τρέ­πει ὁ ἅγιος πατέ­­ρας, νά πλουτίζεις μέ τή φτώ­χια σου, νά εὐ­φραί- νεσαι μέ τίς ὅ­ποιες δυ­στυχίες σου. Διότι ὅσο μεγα­λύτερες θλί­ψεις γευθεῖς, τό­σο ἐνδο­ξό­τερη ἀνάσταση θά λά­βεις. Πό­σα ἐφηῦρε ἡ ἀγάπη τοῦ γλυκυτάτου Ἰησοῦ προκει­μένου νά εὐεργετήσει τό πλάσμα Του!

Ἀπόδοση Δ. Καλογεράκη

Ἀπολύτρωσις 71 (2016) 134

Σάββατο, 23 Απρίλιος 2022 23:35

Ὁ Χριστός ἀνέστη

 chora anastasi cΓιορτάζουμε καί πανηγυρίζουμε οἱ χρι­στια­νοί αὐτή τήν περίοδο τό μεγαλύτερο γε­γονός στήν ἱστορία τῆς ἀνθρωπότητας, τήν ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ.
 Ὁ Χριστός πέθανε, ἀλλά δέν μπόρεσε ὁ Ἅ­δης νά τόν κρατήσει δέσμιό του. Τρεῖς ἡμέ­ρες μετά τόν θάνατό του ἀνέστη ἀπό τούς νεκρούς. Οἱ ἄπιστοι βέβαια χλευάζουν τήν πίστη μας στήν ἀνάστασή του. Τήν χλευά­ζουν διότι θά τούς συνέφερε νά μήν ἀνα­σταινόταν ὁ Κύριος, νά μήν ἦταν ἀλήθεια ὅσα εἶπε. Διότι ἡ ἀνάσταση ἀποδεικνύει ὅτι ὁ Ἰη­σοῦς εἶναι ὁ αἰώνιος καί παντοδύναμος καί ἀ­διά­ψευστος Θεός. Ὅμως ὁ Χριστός ἀνα­στή­θη­κε. Καί εἶναι βέβαιο ὅτι ἀνα­στή­θη­κε, διότι ὑπάρχουν γιά τήν ἀνάστασή του πολλές καί ἔγκυρες μαρτυρίες.
 Λέει ὁ εὐαγγελιστής Λουκᾶς στήν ἀρχή τῶν Πράξεων ὅτι ἀφοῦ ἀναστήθηκε, ὁ Κύριος, ἐμφα­νιζόταν στούς μαθητές του ἐπί 40 ἡμέρες «συνα­λιζόμενος αὐτοῖς» (Πρξ 1,3-4). Ὄχι ἁπλῶς τούς ἐμφανιζόταν, ἀλλά ἔφαγε καί ἤπιε μαζί τους. Αὐ­τό σημαίνει ἡ μετοχή «συναλιζόμενος». Ἐμ­φανί­σθηκε πρωί καί με­σημέρι. Ποτέ δέν ἐμφανί­σθηκε βράδυ. Ἐμφα­νίσθηκε σέ ἕνα, σέ δύο, σέ ἑπτά, σέ δέκα, σέ ἕνδεκα, σέ πεντακόσιους. Καί γράφει ὁ ἀπόστολος Παῦλος στούς Κορινθίους ὅτι πολλοί ἀπ’ αὐτούς τούς πεντακόσιους, πού τόν εἶδαν καί τόν ψηλάφησαν, ζοῦν ἀκόμη (βλ. Α´ Κο 15,6). Εἶναι σάν νά τούς λέει: «Πηγαίνετε νά τούς ρωτήσετε».
 Πόσο πειστικές ἦταν αὐτές οἱ ἐμφανίσεις τοῦ ἀναστημένου Ἰησοῦ φαίνεται ἀπό τό γεγονός ὅτι αὐτοί πού τόν εἶδαν, οἱ μαθητές του, κήρυξαν τήν ἀνάστασή του σ’ ὅλο τόν κόσμο. Καί ὄχι μόνο τήν κήρυξαν καί τήν διατράνωσαν ἀλλά πλήρωσαν γι’ αὐτό τό κήρυγμά τους μέ τήν ἴδια τήν ζωή τους, μέ τό αἷμα τους.
 Ὁρισμένοι βέβαια θά ποῦν ὅτι εἶ­ναι πολλοί αὐ­τοί πού ὑπερασπίζονται μέ τό αἷμα τους τήν σα­θρή ἰδεολογία τους. Καί πράγματι οἱ αἰῶνες ἔχουν νά ἐπιδείξουν πολλούς τέτοιους μάρ­τυ­ρες πού θυσιάσθηκαν γιά τά μά­ται­α «πι­στεύω» τους. Ἄλλο ὡστόσο ἡ ἰδεολογία καί ἄλλο τά γεγονότα. Ἡ ἰδεολογία ἔχει σχέση μέ τόν νοῦ καί ὁ νοῦς μπορεῖ νά πλανηθεῖ, τά γεγονότα ὅμως ἔχουν σχέ­ση μέ τίς αἰσθήσεις καί οἱ αἰσθήσεις δέν πλανῶνται. Δέν πεθαίνει ποτέ κανείς γιά ἕνα τέτοιο παραμύθι. Κι ὅμως γι’ αὐτό τό «παρα­μύθι» πέθαναν μέ μαρτυρικό θάνατο πολλοί, πάρα πολλοί ἀπό τούς μαθη­τές τοῦ Κυρίου.
 Ἀλλά τί σημαίνει ἡ ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ γιά μᾶς; Σημαίνει ὅτι ἡ τρα­γω­δία μας ἔλαβε τέλος. Καί ἡ πιό με­γάλη τραγωδία τοῦ ἀνθρώπου, ἡ πιό φοβερή, εἶναι ὁ θάνατος. Ὁ θάνατος λοιπόν μέ τήν ἀνάστασή Του συνε­τρί­βη, δέν ἔχει πλέον ἐξουσία καί ἰσχύ. Μπορεῖ γιά ἕνα διάστημα νά βασιλεύ­ει ἀκόμη, μπορεῖ νά πεθαίνουμε -καί θά πεθάνουμε ὅλοι οἱ ἄνθρωποι μέχρι τόν τελευταῖο (βλ. Ἑβ 9,27)-, ἀλλά δέν θά πεθάνουμε γιά πάν­τα. Τελείωσε αὐτή ἡ ἱστορία. Ὁ θάνατος δέν μπορεῖ νά μᾶς κρατήσει πλέον στά δεσμά του, ὅπως δέν κράτησε καί τόν Κύριό μας. Καί ἀφοῦ ὁ Χριστός εἶναι ἡ κεφαλή μας, καί ἀφοῦ ἀνέστη ἡ κεφα­λή, θά ἀναστηθεῖ καί τό σῶμα του, θά ἀναστηθοῦμε κι ἐμεῖς.
 Λοιπόν, ὅπως θά ἔλεγε ὁ ἅγιος Αὐ­γου­στῖνος, ὅσοι πενθεῖτε, ὅσοι κλαύσα­τε δικούς σας -καί ποιός δέν ἔχει κλαύ­- ­σει στήν ζωή του δικό του ἄνθρωπο;- σκουπίστε τά δάκρυά σας. Ὁ τάφος δέν εἶναι τό τέρμα. Ὁ τάφος εἶναι ἡ ἀρχή μιᾶς καινούργιας ζωῆς, πού θά ὁλο­κλη­ρωθεῖ καί θά φανεῖ ἔνδοξη κα­τά τήν Δευτέρα Παρουσία τοῦ Κυρίου, ὅταν θά δοῦμε καί πάλι τούς ἀγαπη­τούς μας.
 Ὅσοι ἀντιμετωπίζετε ἀδιέξοδα, ὅσοι βρίσκεσθε μπροστά σέ δυσκολίες ἀξε­πέ­ραστες, θάρρος! Τίποτε δέν εἶναι πιό ἀ­διέξοδο ἀπό τό ἀδιέξοδο τοῦ τάφου. Ὅμως ὁ τάφος τοῦ Χριστοῦ ὁ ὁλό­φω­τος, ὅπως φωτίζει καί ὅλους τούς ὑπό­λοιπους τάφους, φωτίζει καί τά ἀδιέ­ξο- δά μας, ρίχνει φῶς ἄπλετο ἐκεῖ πού μόνο σκοτάδι ὑπάρχει.
 Ὅσοι ἀγωνίζεσθε πνευματικά, εὐ­φρανθεῖτε! Ἀναστήθηκε ἐκεῖνος πού ἑ­τοιμάζει στεφάνι νίκης γιά σᾶς. Μό­νο νά ἀγωνισθεῖτε μέχρι τέλους, ἔτσι λέει: «Γίνου πιστὸς ἄχρι θανάτου, καὶ δώσω σοι τὸν στέφανον τῆς ζωῆς» (Ἀπ 2,10), τό στεφάνι πού εἶναι καμω­μένο ἀπό ζω­ή. Ἔχει νόημα ὁ ἀγώνας, ἔχει νόημα τό νά κοπιάζουμε καί νά ἀντιστεκόμαστε στήν ἁμαρτία, στόν Σατανᾶ. Ἔχει νόη­μα ἀκόμη καί τό νά ματώνουμε πάνω στήν προσπάθεια. Ὁ Ἀναστημένος στέ­κει μπροστά μας καί μᾶς περιμένει θρι­αμβευτές.
 Ἀλλά καί ὅσοι εἴμαστε ἁμαρτωλοί, θάρρος! Ἀναστήθηκε ἐκεῖνος ὁ ὁ­ποῖος ἔγινε «ἱλασμὸς περὶ τῶν ἁμαρ­τιῶν ἡ­μῶν» (Α´ Ἰω 2,2) μέ τό αἷμα του, καί μέ τήν ἀνάστασή του μᾶς δικαιώνει (βλ. Ρω 4,25) καί μᾶς ἀνεβάζει στόν οὐρανό καί μᾶς κάνει σύνθρονους τοῦ Θεοῦ. Ἀρκεῖ νά προσπαθήσουμε, ὥστε μέ τήν με­τά­νοιά μας νά φανοῦμε ἀντάξιοι αὐ­τοῦ τοῦ δώρου, αὐτοῦ τοῦ χαρίσματος.
Εὐφρανθεῖτε ὅλοι οἱ Χριστιανοί! Ὅ­λοι νά εὐφρανθοῦμε. Σήμερα εἶναι ἡμέρα χαρᾶς, πανηγύρεως, σήμερα γιορτάζει ὁ οὐρανός καί θριαμβεύει ἡ γῆ.
 Ὁ Χριστός ἀνέστη, ἀδελφοί!

Εὐάγγελος Ἀλ. Δάκας

Ἀπολύτρωσις 71 (2016) 132-133

 mak cΤό τελευταῖο διάστημα ἀκού­στη­καν κυβερνητικά στελέχη νά ἀ­ποκαλοῦν τά Σκόπια «Μακεδονία»! Τήν ἴδια στιγμή στό ἐπίσημο ἀνα­κοι­νωθέν τῆς συνάντησης τῶν εὐ­ρωπαίων σοσιαλιστῶν στό Παρίσι, (12/ 3/16), στήν ὁποία συμμετεῖχε καί ὁ πρωθυπουργός Ἀλέξης Τσίπρας, τά Σκόπια ὀνομάζονται Μακεδονία. Ἐπιπλέον, ὅπως ἀναφέρουν διασταυρωμένες πληροφορίες -εὐ­χό­μαστε νά μήν ἀληθεύουν- τῆς ἐφημερίδας «Δημοκρατία» (1/4/ 2016), σέ μυστική σύσκεψη, ἡ ὁ­ποία πραγματοποιή- θηκε στό Μέγα­ρο Μαξίμου, ἐρρίφθη ὁ κύ-βος γιά τή σύναψη ὁριστικῆς συμφωνίας μέ τά Σκόπια, ὅσον ἀφορᾶ στό πρόβλημα τῆς ὀνομασίας. Σύμφω­να μέ αὐτήν, ἡ Ἑλ-λάδα προσφέρει δῶ­ρο στά Σκόπια τό ὄ­νομα «Μακεδονία» χωρίς κανέναν ἄλλο προσδιορισμό, μέ ἀν­τάλλαγμα τό ἄμεσο ἄνοιγμα τῶν ἑλληνοσκοπιανῶν συνόρων ἀπό τή γειτονική χώρα.
 Παρά τίς δυσχέρειες, τίς ὁποῖες ἀντι­μετωπίζει ἐσχάτως ἡ πατρίδα μας, σέ καμιά περίπτωση δέν μπορεῖ χάριν ὁποι­ασδή­ποτε συμφωνίας νά διακυ­βευ­θεῖ τό ὄνομα «Μακεδονία». Γιά τόν λό­γο αὐτό ἑνώνου­με κι ἐ­μεῖς τή φωνή μας μέ τή διαμαρ­τυρία καί τόσων ἄλ­λων ἀνησυ­­χούν­των συμπατρι­ω­τῶν μας καί ὑψώ­νουμε κραυγή ἀγωνίας γιά τά τε­κται­νό­με­να εἰς βάρος τῆς πολύ­παθης Μακε­δονίας μας.
 Ἐδῶ καί 20 χρόνια τό κρατικό μόρφωμα τῶν Σκοπίων ἐξακολουθεῖ νά παραβιάζει τίς διεθνεῖς συμφωνίες καί νά κα­πηλεύεται τό ὄνομά μας. Ἐπιπλέον οἱ κάτοικοί του δη­λώ­νουν «Μακεδόνες» καί τή γλῶσ­σα τους, πού εἶναι μετα­πλα­σμένο βουλ­γαρικό ἰδίωμα, ἀσύστο­λα τήν ὀνόμασαν «μακεδονική». Ἡ ὅλη κατάσταση καλλιεργεῖ ἔντονα τό κλί­μα τοῦ «ἀλυτρω­τι­σμοῦ» εἰς βά­ρος τῆς μιᾶς καί μοναδικῆς Μακεδονίας, τῆς ἑλ­ληνικῆς, ὁ ὁποῖος ἐκ­δηλώνεται μέ τήν πλαστογράφηση τῆς ἱ­στορίας στήν ἐκ­παίδευση, ἐνῶ σέ ἀερο­- δρόμια, ὁδούς κ.ἄ. δίνονται τά ὀνόματα τῶν βασιλέ­ων τῆς ἀρχαί­ας Μακεδονίας καί στή­νον­ται μνημειώδεις ἀν­δριάντες τους· ἀναρ­­τῶνται ἐπίσης χάρτες τῆς «Μεγάλης Μακεδονίας», ὅπου ἀποτυπώνεται ὅλη ἡ βόρεια ἐπικράτειά μας προσαρτημένη στά Σκόπια. Μέ τίς προπαγανδιστικές τους προσπάθει­ες κατά­φεραν νά ἐπιτύχουν τήν ἀναγνώρι­ση τοῦ ὀνόματος «Μακεδονία» ἀπό 140 περίπου χῶρες (ἀ­νά­μεσά τους ἡ Ρωσία, οἱ ΗΠΑ, ἡ Κίνα, ἡ Ἰνδία).
 Εἶναι γνωστό ὅτι τό νεοφανές κράτος τῶν Σκοπίων κατασκευ­ά­στηκε ἀπό τόν Στάλιν καί τόν Τῖτο τό 1944. Μέχρι τότε ἡ περιοχή αὐ­τή ὀνομα­ζό­ταν «Βαρντάρσκα». Ἐ­πειδή ὅμως ὁ συν­εκτικός ἱστός μιᾶς κοι­νωνίας εἶναι ἡ δημιουργία «ταυ­τό­τητας», ἡ ὕπαρξη ἱ­στορίας ἤ ἡ ἐπίκληση κάποιου ἰδεο­λο­γήματος, οἱ γείτονές μας προσπά­θη­σαν νά σφε­τερισθοῦν μιά ἀλλότρια ταυ­τότη­τα· ἐκμεταλλεύτηκαν ἔτσι τόν γεω­- γρα­φικό ὅρο «Μακεδονία», τόν ὁ­ποῖο καί χρησιμοποίησαν μέ ἐ­θνο­λογική σημασία. Εἶναι προφανές ὅτι ἡ προσ­πάθεια τῶν Σκοπίων στο­χεύ­ει στήν οἰ­κειοποίηση κάθε μακε­δο­νικοῦ, στήν ὑφαρπαγή τῆς πολιτι­στικῆς καί ἱστο­ρι­κῆς μας κλη­ρονο­μιᾶς ἀ­κόμη καί στόν σφετερι­σμό τῶν ἐδαφῶν μας. Αὐτό ὀ­φείλεται ἀφενός στόν ἐθνικι­σμό τους καί ἀφετέρου στόν ἰμπε­ρια­λισμό τῶν ΗΠΑ, πού στό ὑβρι­διακό κατα­σκεύ­ασμα τῶν Σκοπίων βλέπουν ἕνα στήριγμα γιά τήν πολιτική τους στά Βαλκάνια.
 Ἀπάντηση στήν παραχάραξη τῆς ἱ­στο­ρίας, τήν ὁποία ἐπιχειροῦν, δί­νει ὁ πρῶτος πρόεδρος τῆς ΠΓΔΜ, Κίρο Γκλιγκόρωφ: «Εἴμαστε Σλάβοι καί ἤρ­θαμε στήν περιοχή τόν 6ο αἰώνα μ.Χ.. Δέν εἴμαστε ἀπόγονοι τῶν ἀρχαίων Μακεδόνων. Σοβαροί ἱστο­ρικοί γελοῦν μέ ὅσα συμ­βαί­νουν στή χώ­ρα μου. Ἔτσι ὅπως πᾶ­με, θά βγοῦμε ἀ­πευ­θείας ἀπόγονοι τοῦ Ἀδάμ καί τῆς Εὔας καί θά ἀπο­δειχτεῖ ὅτι καί ὁ παρά­δεισος εἶναι μακεδονικός».
 Περίτρανα ἐπίσης τούς ἀπαντᾶ ἡ διά­τορη φωνή τῶν ἀρχαιο­λο­γι­κῶν ἀ­να­σκα­φῶν. «Οἱ βασιλεῖς τῶν Μακε­δό­νων δέν ἄντεξαν, ἀλλά βγῆ­καν νά κα­τα­διώξουν τούς πλαστο­γράφους τους», δήλωσε ὁ ἀεί­μνηστος πρόεδρος τῆς Δημοκρατίας Κων­σταντῖνος Τσά­τσος, ὅταν ἐπι­σκέφθηκε τή Βεργίνα. Ἡ Μακε­δονία εἶναι Ἑλλάδα «ἐν λίθοις φθεγγο­μέ­νοις καὶ μνημείοις σῳζο­μέ­νοις», ὅπως εὔγλωττα ἀποκαλύπτουν οἱ τό­σες ἐ­πιγραφές!
 Ἐξάλλου, σέ παρόμοιες περι­πτώ­σεις διακρατικῶν διαφορῶν, ὅ­που κα­ταχρη­στικά χρησιμοποιήθηκε «ἐ­θνική» ὀνομα­σία χώρας, (π.χ. τῆς Αὐ­στρίας, τοῦ Ἡνωμέ­- νου Βασιλείου, τῆς Τσεχίας, τῆς Σερβίας κτλ.), γνω­ρίζουμε ὅτι τό θέμα διευθετή­θηκε βάσει τῶν διεθνῶν κανόνων δι­καί­ου.
 Συνεπῶς καί στή δική μας πε­ρί­πτω­ση ἐπιβάλλεται κατά τόν ἴδιο τρόπο νά ἀπο­τραποῦν διεκδικήσεις τοῦ κράτους αὐτοῦ εἰς βάρος τῆς Ἑλλάδος. Νά ἀ­παγορευθεῖ στά Σκό­πια ὁ σφετερισμός τοῦ δικοῦ μας ὀνόματος καί τῆς δικῆς μας ἱστο­ρίας. Παί­ονες καί Δάρδανοι κατοι­κοῦσαν στήν πε­ριοχή τους. Ἄν θέ­λουν κάποιο ἀρχαῖο ὄνομα, Παιονία ἤ Δαρδα­νία ἄς ὀνομα­στοῦν. Οὔτε πρέπει νά γίνει δεκτή ἡ εἴσ­ο­δος τῶν Σκοπίων σέ διεθνεῖς ὀργα­νι­­σμούς μέ τήν πλα­στή ἐθνωνυμία «Μακε­δονία». Ἀποτελεῖ ὑποχρέωση τῶν ἑταίρων μας καί τῶν διεθνῶν ὀργανισμῶν νά βο­ηθήσουν στήν κα­τεύθυνση αὐτή, ἄν καί ὁ βάρ­δος τῆς ἐλευθερίας Ρήγας Βελε­στιν­λής μᾶς προετοίμαζε γιά τό ἀντί­θετο: «Μήν ἐλπίζετε εἰς ξένους/ καί υἱούς νε­νοθευ­μέ­νους/ ἀλλά μόνο στήν ἀν­δρεί­αν/ στῶν Ἑλ­λήνων τήν καρδίαν».
 Κι ἐμεῖς ἀπό τήν πλευρά μας ὀ­φεί­λουμε νά πάψουμε νά στρου­θοκα­μη­λί­ζου­με μπροστά στίς προ­κλή­σεις τῶν ἐπί­δο­ξων σφετε­ριστῶν μας. Μέ κάθε τρόπο ἄς πε­ρι­φρουρήσουμε τό ὄνομά μας καί ἄς μήν αὐτοϋπονομεύουμε τήν ἱστο­ρική μας αὐ- το­συνειδησία καί ταυ­τό­τητα, διακατε­χό­με­νοι ἀπό τό σύνδρομο τοῦ ἐνδοτι­σμοῦ. Ἀν­τιστε­κόμαστε σθεναρά στό ξε­πού­λημα τοῦ ὀ­νόματος «Μακεδονία» ἀπό Ἕλ­ληνες καί ξένους. Τό σημαντικό εἶ­ναι ἡ Ἑλλάδα νά μή χαρίσει τόν ὅρο «Μα­κεδονία». Τό ὄ­νο­μά μας δέν τό χαρίζουμε, δέν τό κομμα­τιάζουμε, δέν τό διαπραγμα­τευ­όμαστε, δέν τό ἀνταλλάσσουμε. «Τό ὄνομά μας εἶναι ἡ ψυχή μας».

Εὐδοξία Αὐγουστίνου

Ἀπολύτρωσις 71 (2016) 156-157

Πέμπτη, 18 Απρίλιος 2024 17:25

Ὁ Πατριάρχης Κύριλλος Στ΄ (1775-1821)

 despotis cΤυραννικά κι ἀβάσταχτα τά τε­τρα­κόσια χρόνια σκλαβιᾶς γιά τούς ρα­γιάδες Ἕλ­ληνες. Δέν πονοῦσαν μό­νον γιά τήν ἐθνική τους σκλα­βιά, ἀλλά καί γιά τήν ἠθική, κοινωνική καί πνευ­ματική τους κατάπτωση. Τήν ὥρα ὅ­μως πού «ὅλα τἄσκιαζε ἡ φοβέρα καί τά πλάκωνε ἡ σκλαβιά», ἐμφανί­ζον­ταν κατά καιρούς με­γάλα πνευ­ματικά ἀνα­στήματα. Οἱ δυ­ναμικές αὐτές μορ­φές τῆς Ἐκκλησίας μας μέ τή φω­τισμένη παρουσία καί τά λαμ­πρά τους ἔργα παρηγόρησαν, ἐνθάρ­ρυναν καί ζέ­στα­ναν τήν ἀπο­σταμένη ἐλπίδα τῶν πο ­νεμένων προγόνων μας, ὥστε τόν Μάρ­τιο τοῦ 1821 νά γίνει τό ποθού­μενο, ὁ μεγάλος ξεσηκωμός τοῦ Γένους μας.

 Μία τέτοια πολυσήμαντη ἱερή μορ­­ φή ζῆ στό με­ταίχμιο δύο ἐποχῶν, πρός τό τέλος τῆς Τουρκοκρατίας καί στό ξέσπα­σμα τῆς Ἐθνε­γερσίας. Εἶναι ὁ Πα­τρι­άρ­χης Κων­σταν­τινου­πό­λε­ως Κύ­ριλλος Στ΄ ἀπό τήν Ἀ­δρι­ανούπολη. Στήν πόλη αὐτή, μέ τή μεγάλη πνευ­ματική ἀκτινο­βο­λία, μορ­φώνεται ὁ μικρός Κώ­στας Σερμπε­τσό­γλου. Ὁ μητροπολίτης Ἀ­δρι­α­νου­πό­λεως Καλλί νικος, καθώς μαθαίνει τήν ἐξαι­ρε­τική πρόοδο αὐτοῦ τοῦ παιδιοῦ στά γράμ­ματα, τόν βραβεύει. Ἀ­πο­φασίζει νά τοῦ χαρίζει τά βι­­βλία τῆς ἑπόμενης χρο­νιᾶς πού θά τοῦ χρει­α­στοῦν γιά τίς σπου­δές του. Ἔτσι σέ καιρούς πού τό βι­βλίο εἶναι δυσεύ­ρετο, ὁ Κώστας τό ἔχει ἐξα­σφα­λισμένο. Ἀπο­στηθίζει κομμάτια ἀπό τά ἀρ­χαῖα ἑλληνικά καί ἀπό τούς Πατέ­ρες τῆς Ἐκ­κλησίας. Τό μέλλον του θά διαγρα­φό­ταν πολύ λαμπρό, ἄν διά­λεγε  ὅ­πως ἔκαναν ἄλλοι νέοι τῆς ἐποχῆς του τά με­γάλα πνευμα­τικά κέντρα τῆς Αὐ­στροουγ­γαρίας, γιά νά εὐ­ρύνει τή μόρ­φωσή του καί νά γίνει ἕνας ὀνο­μα­στός ἐπιστή­μονας.
 Μιά ἱερή λαχτάρα ὅμως τρεμοπαίζει μές στά σω­θικά του: Νά ὑπηρετήσει τό θυσιαστήριο τοῦ Κυρίου καί νά διακονή­σει μέ ὅλο του τό εἶναι τή σταυρωμένη Ἐκ­κλησία του. Δέν εἶναι θα­ῦμα, σέ χρό­νια μακραίωνης τουρκικῆς σκλαβιᾶς πού τό ράσο διαρκῶς διώκεται καί βάφεται στό αἷμα, νά μαγνητίζει συνάμα τίς νεα­νικές καρ­διές; Καί νά! Χειροτονεῖται διά­κονος μέ τ᾽ ὄνο­μα Κύριλλος. Ἕνα ἀπέ­ραντο πεδίο δράσης τόν περιμένει.
 Σέ ὅποια βαθμίδα κι ἄν ἀνέβηκε, εἴτε ὡς ἀρ­χι­διάκονος τῶν Πατριαρχείων εἴτε ὡς μητρο­πο­λίτης Ἰκο­νίου ἤ κατόπιν  Ἀδριανουπόλεως εἴτε ὡς Πατρι­άρχης ἀργότερα Κων/λεως (1813), ἀνα­δει­κνύ­εται «εὐσεβής, ἐλεήμων, λό­γιος, μεγα­λό­φρων, φιλόμουσος, ἄοκνος καὶ ἐν γένει ἐραστής παν­τὸς ἀγαθοῦ καὶ πάσης ἀρε­τῆς». Δέν χτίζει μόνο νέα σχολεῖα, ἀλλά στη­ρίζει τούς δα­σκάλους κι ἐνισχύει ποι­κιλότροπα τούς μα­θητές. Χά­ρη σ᾽ αὐτόν λειτουργεῖ καί ἀκμά­ ζει ἡ Με­γάλη Σχολή τοῦ Γένους. Πόσους ἄρι­στους  μα­θητές της δέν βράβευσε καί, καθώς ἔσκυ­βαν νά τοῦ φιλήσουν τό χέρι, ἄ­φηνε στήν παλάμη τους πουγκί μέ νομί­σματα! «Πάρε τό δῶρο αὐτό», εἶχε πεῖ στόν Θεο­δωράκη πού ἀρί­στευσε στίς ἐξετά­σεις του, «γιά νά σοῦ χρησι­μεύσει γιά ἀγορά βι­βλί­ων... Εὔ­χομαι νά συντελέσεις στήν ἀπε­λευ­θέρωση τῆς Πατρίδος σου ἀπό τήν ἀμά­ θεια». Ἀρ­γό­τερα, αὐτός ὁ ἀρι­στοῦχος τῆς Σχολῆς τοῦ Γένους ἔγινε μητρο­πολίτης Ἀθηνῶν μέ τ᾽ ὄνομα Θεό­φιλος.
 Ὕστερα ἀπό πέντε χρόνια προσφο­ρᾶς στόν θρόνο τῆς Κων/λεως, ὁ Σουλτά­νος τόν ἐξορίζει στόν Ἄθω, ἐκεῖ πού εἶχε στείλει καί τόν Πα­τριάρχη Γρηγόριο Ε´. Πα­ραμονές τῆς Ἑλ­ληνικῆς Ἐπανά­στασης φθάνει δια­τα­γή νά τόν μεταφέ­ρουν στήν ἰδιαίτερη πα­τρίδα του, τήν Ἀδριανούπολη. Μέ ἱκανοποίηση δια­πι­στώνει πώς ὅλοι ἐκεῖ ἑτοιμά­ζονται πυ­ρετωδῶς γιά τή μεγάλη ὥρα τοῦ λυτρωμοῦ. Ξεσπᾶ σέ λυ­γμούς, μόλις πλη­ρο­φο­ρεῖται πώς στή μεσαία πύλη τοῦ Πατρι­αρχείου αἰ­ωρεῖται ἀπαγχο­νισμένος ὁ Πατριάρχης Γρη­γόριος Ε´. Διαι­σθά­νε­ται πώς πλησιά­ζει κι ἡ δική του σειρά.
 Τά καριοφίλια τοῦ 1821 ἔχουν ἀνά­ψει γιά τά καλά καί ἐξαιτίας τους κα­τα­φθάνουν στόν τοῦρκο Διοικητή τῆς Ἀδριανούπολης οἱ πρῶτες διαταγές τοῦ Σουλτάνου.
18 Ἀπριλίου, Δευτέρα τοῦ Θωμᾶ, ὁ Πα­­τριάρχης Κύριλλος ὁδηγεῖται μπρο­στά στόν τοῦρκο ἡγεμόνα. Τοῦ ἀπευ­θύ­νει λόγια μονα­δικά:
«Θάρρει, ἡγεμών. Ἅπαντες μίαν ἡμέ­ραν θά ἀπο­θάνωμεν. Γενηθήτω τό θέ­λημα τοῦ Κυ­ρίου».
 Κι ὁ Διοικητής, πού πραγματικά τόν ἐκ­τι­μάει καί ὑποφέρει πού ἀναγκάζεται νά σκο­τώ­σει ἕναν σεβάσμιο καί ἀθῶο Ἱεράρχη, προσπαθεῖ νά δικαιολογηθεῖ:
«Μή φοβοῦ, Πατριάρχα. Πίστευσον ὅτι τό πᾶν ὑπέρ σοῦ, ἐάν ἠδυνάμην, ἤθελον πρά­ξει».
 Στήν πόρτα τῆς Ἀρχιεπισκοπῆς ὁ βρό­χος εἶναι ἕ­τοιμος. Ὁ σεπτός μελλο­θάνατος προσ­­­εύ­χεται, κοιτάζει στόν οὐ­ρανό καί προ­φέρει δυ­νατά, κατά τόν ἱστορικό Σπ. Τρι­κούπη, τά τελευταῖα του λόγια:
«Μνήσθητί μου, Κύριε, ὅταν ἔλθῃς ἐν τῇ Βασιλείᾳ Σου».
 Φρικιαστικό τό φαινόμενο. Ὁ δήμιος τρα­βᾶ τό σχοινί κι αὐτό δέν ὑπακούει. Σπά­ζει. Ὁ Πατριάρχης πέ­φτει ἀπότομα στό ἔδαφος. Ἔρχεται δεύτερο σχοινί. Μό­λις  ὅμως σηκώνει ξανά τό ἱερό σφά­γιο, ξα­να­σπάει. Ἀνταριάζει ὁ τουρκικός ὄχλος. Οἱ χριστιανοί πνίγουν τό κλάμα τους. Περνᾶ ὁ Τοῦρκος ἀπό τόν λαιμό τοῦ ἐθνο­μάρτυρα τό τρίτο σχοινί. Τότε ἡ ψυχή του πετᾶ ἐξαγνι­σμέ­νη γιά τήν αἰωνιό­τητα, ἐνῶ τό πολύπαθο σῶμα του παραμένει τρεῖς μέρες κρεμα­σμέ­νο. Μέ ἀγρι­ότητα Ἑ­βραῖοι καί Ὀ­θωμανοί τό πετοῦν ὕστερα στό ποτάμι, πού τό πα­ρα­σέρ­νει πρός τό Διδυμότειχο. Κάποιος χρι­στιανός ἀναγνωρίζει τό λείψανο τοῦ Πα­τρι­άρχη καί τό θάβει στόν κῆπο τοῦ σπιτιοῦ του. Ἀρ­γό­τερα, ἕνας ἀνεψιός τοῦ μακαριστοῦ Κυρίλ­λου μεταφέρει τά ὀστᾶ του καί τά θάβει στόν νάρθηκα τῆς Μητροπόλεως.
 Τέτοιες θυσίες Ἱεραρχῶν, πού τίμη­σαν τό ράσο τους καί τήν ἀποστολή τους καί μέ τά αἵ­ματά τους πορφύ­ρωσαν τή σκλάβα γῆ μας, ἐμπνέουν ἰδιαίτερα στό ξε­κίνημα τοῦ Ἀγώνα τούς Ἕλληνες καί ἠλεκτρίζουν πιό­τερο τίς καρ­διές τους γιά λευτεριά καί δι­καί­ωση.

Ἑλληνίς

  teacher 1 cMέ τόν Στέργιο εἴμαστε κοντοπατριῶτες· ἐκεῖνος ἀπό χω­ριό τῶν Γρεβενῶν, ἐγώ ἀπό χωριό τῆς Κοζάνης. Ἦταν λίγο μεγαλύτερός μου καί ἐγώ τόν ἀγαποῦσα καί τόν σεβόμουνα ἀπό μαθητής ἀκόμη. Ὅταν περ­νοῦσε ἀπό Κοζάνη, σταματοῦσε γιά λίγο στήν ΧΕΝ (Χριστιανική Ἕνωση Νέων). Ἐ­γώ τόν ἔβλεπα καί τόν θαύμαζα. Ἦταν μα­θητής τοῦ π. Αὐγουστίνου (γιά τόν ὁ­ποῖο ἔγραψε ὁλόκληρο βιβλίο ἀργότερα), καί τόν ὁποῖο εἶχα γνωρίσει ὡς Διευθυντή τοῦ Γραφείου Β10 τοῦ Β´ Σώματος Στρατοῦ, ὅπου εἶχε κοντά του πολλούς συνεργάτες (Γρατσέας, Καραδιάκος, Μακράκης, Βλιαγκόφτης, Γιομπλιάκης), μέ τούς ὁποίους εἶχα φιλίες ἀπό τό βιβλιοπωλεῖο τῆς ΧΕΝ, ὅπου βοηθοῦσα τό Δραγατσίκα καί τόν Κουτσιμανῆ. Θυμοῦμαι, μάλιστα, πώς μιά φορά ἦρθε μαζί μέ τόν Διονύσιο Τριανταφυλλόπουλο, Γυμνασιάρχη τότε στά Γρεβενά, γιά νά πάρουν μικρά βιβλία γιά νά τά δώσουν ὡς βραβεῖα στά τακτικά κατηχητόπουλα τῶν Γρεβενῶν.

  Ἐκεῖνο πού μ᾽ ἐντυπωσίαζε πολύ τότε, ἦταν ἡ βοήθεια πού πρόσφερε ὁ Στέργιος στούς μαθητές πού εἶχαν κάποιες δυσκολίες στά μαθηματικά. Ἔλυνε ὅλα τά προ­βλή­ματα τῶν μεγαλύτερων φίλων μου πού ἑτοιμαζότανε γιά εἰσαγωγικές στό Πανεπιστήμιο καί συναντοῦ­σαν δυσκολίες. Τούς ἀνέλυε λεπτο­μερῶς ὅλα τά στοιχεῖα καί ὕστερα ἔφευγε γιά τή Θεσσαλονίκη ἤ γιά τά Γρεβενά, ὅποιο καί νά ᾽τανε τό δρομολόγιο, ἐπειδή στήν Κοζάνη ἀλλάζανε λεωφορεῖο καί σταθμό.
  Πέρασαν ἀρκετά χρόνια καί ἀνταμώσαμε ὅταν ἐγώ ὑπηρετοῦσα στήν 113 Π.Μ.Ε. (στό Σέδες), ὡς ὑπεύθυνος τοῦ Γραφείου Ἐθνικῆς καί Θρησκευτικῆς διαφωτίσεως (1958). Κατέβαινα συχνά στή Θεσσαλονίκη καί πήγαινα στήν «Ἀ­πολύ­τρωση» (Πέλοπος 7), ὅπου ἀνταμώναμε. Χαιρόμουνα πολύ ὅταν τύχαινε νά ὁμιλεῖ ὁ Στέργιος στήν αἴθουσα τῆς Ἀδελφότητος, ὅπου συνέρρεε πλῆθος κόσμου. Στή Θεσσαλονίκη συνδέθηκα μέ τούς συναδέλφους στό Πανεπιστήμιο καί μέ κάποιους ἀπό τούς καθηγητές (Ἔξαρχο καί Σιώτη), οἱ ὁποῖοι τοῦ ἔδειχναν ἰδιαίτερη ἀγάπη.
  Ὅταν ἀπολύθηκα καί ἐπέστρεψα στήν Ἀθήνα, ἄρχισα νά συνεργάζομαι στίς Ἐκ­δόσεις «Ἀστέρος», ὅπου μ᾽ ἐπισκεπτόταν ὁ Στέργιος ὅταν κατέβαινε στήν πρωτεύ­ουσα. Μέ τό πέρασμα τῶν χρόνων ἐγώ ἔφυγα γιά ἀνώτερες σπουδές στή Γαλλία καί ὁ Στέργιος στή Γερμανία. Στό Παρίσι ξαφνιάστηκα ὅταν τόν εἶδα μπροστά μου: «Πῶς ἐδῶ Στέργιο;». «Ἔμαθα ὅτι εἶσαι ἐ­δῶ καί ἦρθα νά σέ ἰδῶ. Ἔχω μαζί μου καί τόν ἄλλο Στέργιο, τόν Τσάμη, πού ἀσχολεῖ­ται μέ τή Θρησκειολογία». Τά εἴπαμε, τούς ξενάγησα ὅσο μποροῦσα καί ὅσο ἦ­ταν ἐ­λεύθεροι καί χωρίσαμε. Φεύγοντας γιά τή Γερμανία, μοῦ λέει: «Σέ λίγο θά γυρίσω στήν Ἑλλάδα. Καθώς προχωρεῖς στή δια­τρι­βή σου, ἄν συναντήσεις κάποια δυσ­κο­λία στά χειρόγραφα, γράψε μου, γιατί ἐγώ ταξιδεύω συχνά στό Ἅγιον Ὄ­ρος καί ἔχω φίλους στίς ἁγιορείτικες βιβλιο­θῆκες». Καί ὄντως, ὅταν βρέθηκα σέ τέτοιες δυσκολίες, τοῦ ἔγραψα καί ἐκεῖνος ἔσπευσε νά ξοδέψει χρόνο καί λεφτά γιά νά μ᾽ ἐξυπηρετήσει. Τοῦ χρω­στῶ, λοιπόν, καί γι᾽ αὐ­τές τίς διευκολύνσεις βαθειά εὐγνωμο­σύνη.
  Τά χρόνια περνοῦσαν καί οἱ σχέσεις μας γίνονταν, λόγῳ τῶν θεολογικῶν μας θεμάτων, ὅλο καί στενότερες. Ἐκεῖνος ἀ­νέβαινε τά καθηγητικά σκαλοπάτια καί ἐγώ σιγάσιγά προχωροῦσα στά ὑμνολογικά μου μονοπάτια. Ἀνταλλάζαμε τά μελετήματα καί τά βιβλία μας καί ἐγώ ἐθαύμαζα πάντα τόν ἱεροκήρυκα καί τόν καινοδιαθηκολόγο πού ἀνέβαινε ὅλο καί πιό ψηλά. Τόν βοηθοῦσα καί μέ βοηθοῦ­σε διά τῆς προσευχῆς. Καί ὅταν κάποτε τύχαινε νά ὑποφέρω ἐγώ μέ στή­ριζε ἐκεῖνος καί ὅταν κάποιος πειρασμικός ἄνεμος τόν χτυποῦ­σε, ἐγώ πού διάβαζα καί μετέφραζα τά «Γεροντικά» τοῦ ἔλε­γα τ᾽ ἀνάλογα Ἀποφθέγματα: «Ἔπαρον τοὺς πειρασμοὺς καὶ οὐδεὶς ὁ σωζόμενος» ἤ τό ἄλλο: «Ὅσο δυνατότερα φυσάει ὁ ἄνεμος, τόσο βαθύτερα πᾶνε οἱ ρίζες τοῦ δέντρου στή γῆ, γιά ν᾽ ἀντέχει».
  Ὅπως ἔχω σημειώσει πιό πάνω, χαιρόμασταν τήν ἀδελφική φιλία καί τήν συνεργασία ὅπου μπορούσαμε. Θυμοῦμαι τώρα μέ πολλή συγκίνηση, ὅταν ἐπέστρεψα ἀπ᾽ τίς σπουδές μου στό ἐξωτερικό, τό ἔμαθε ὁ Στέργιος καί, πηγαί­νοντας ἀπό Θεσσαλονίκη γιά τά Γρεβενά, πῆρε ταξί ἀπό τήν Κοζάνη καί ἦρ­θε νά με ἰδεῖ στήν Λευκοπηγή. Ἀγκαλια­στήκαμε συγκινημένοι καί οἱ δύο καί ὁ πατέρας μου τόν παρακάλεσε νά μείνει καί νά φάει μαζί μας, τό βρισκούμενο. Ἔμεινε καί κουβεντιάζαμε ὥρα πολ­λή. Ὁ πατέρας μου, πού ἤξερε ὅλα τά χω­­ ριά καί τά βουνά τῶν Γρεβενῶν, ἄρχισε νά τόν ρωτάει διάφορα πράγματα καί ὁ Στέργιος ἀπαντοῦσε. Καί τότε λέει σέ μιά στι­γμή ὁ Στέργιος:
  Ξέρεις, μπαρμπαΒασίλη, ἔχω κι ἐγώ βοσκήσει κοπάδια καί ἔχω ὀργώσει καί ἔχω σπείρει, ὅπως καί ὁ γιός σου καί φίλος μου. Θά σοῦ πῶ, ἀκόμα, ὅτι ἔχω ἔρθει στήν κατοχή, πού φύγαμε ἀπό τά Γρεβενά καί μείναμε προσωρινά στό γειτονικό σας Γενήκιοϊ, γιά ν᾽ ἀποφύγουμε τούς Ἰταλούς πού κρατοῦσαν τήν πόλη καί τά χωριά μας. Μάλιστα, ἐδῶ, στά χωράφια πού θερίζανε, ἐγώ καί ἡ ἀδελ­φή μου ἡ Μαρία ὅταν μάζευαν οἱ θερι­στά­δες τά δεμάτια, ἐμεῖς, σάν τήν σταχομαζώχτρα τοῦ Παπαδιαμάν­τη, μαζεύαμε στάχυστάχυ ὅ,τι ἔπεφτε. Τό ξεσπυρίζαμε στό σπίτι καί μετά τό ἔφερνα στόν ὦμο στό χωριό σας, στόν μύλο τοῦ Ἀντώνη Φλώρου καί τό ἄλεθα καί τό κουβαλοῦσα πάλι στόν Ἄργυλο (ἔτσι λέγεται τώρα τό Γενήκιοϊ), ὅπου ἡ μάνα μας ζύμωνε τό εὐλογημένο ψωμί!
  Ὁ πατέρας μου τόν κοιτοῦσε χωρίς νά τόν διακόψει ἀλλά κάποια στιγμή δέν βάσταξε:
  Νά σέ ρωτήσω κάτι, κ. Στέργιο: Ἔβοσκες γίδια, ὄργωνες, ἔσπερνες, κουβαλοῦ­σες σακκιά στόν ὦμο τό σιτάρι καί τό ἀ λεύρι καί τώρα κατάντησες (δηλαδή, ἔ­φτασες νά γίνεις) Καθηγητής Πανεπιστημίου! Πῶς ἔγινε;
  Μήν ἀπορεῖς, μπαρμπαΒασίλη, ἔτσι θά γίνει καί ὁ γιός σου, τώρα πού τελείωσε τίς σπουδές του. Βοηθάει ὁ Θε­ός ὅταν προσευχόμαστε καί ὅταν τοῦ τό ζητοῦμε γιά τό καλό τῆς Ἐκκλησίας καί τῶν χριστιανῶν.
  Ὁ πατέρας μου γιά νά τόν εὐχαριστήσει τοῦ εἶπε καί ἕνα τραγούδι «Στό Γρεβενό, στό Γρεβενό, τόν ἔμορφο τόν τό­πο...».

*   *   *

  Ὁ Στέργιος Σάκκος ἦταν ὁ ἱεροκήρυκας καί ὁ ἐπιστήμων Καινοδιαθηκολόγος. Ὡς ἱεροκήρυκας ἀκολουθοῦσε τά ἴχνη τοῦ γέροντά του π. Αὐγουστίνου καί διακονοῦσε τόν ἱερόν Ἄμβωνα σ᾽ ὅλα τά μήκη καί τά πλάτη τῆς Ἑλλάδος, ὅπου τόν καλοῦσαν. Ἦταν ἀκάματος ἐργάτης τοῦ Εὐ­αγ­γελίου καί προσπαθοῦσε νά μιμηθεῖ σέ ὅλα τόν ἱερό Χρυσόστομο γιά τόν ὁποῖο ἔγραψε οὐκ ὀλίγα. Ὡς Καθηγητής τῆς Εἰ­σαγωγῆς καί τῆς Ἑρμηνείας τῆς Καινῆς Δι­α­θήκης ἔγραψε πολλά καί βοήθησε πολύ τούς φοιτητάς του νά βροῦν τόν σωστό δρόμο προσέγγισης καί ἑρμηνείας τῆς Ἁ­γίας Γραφῆς. Μέ τήν πάροδο τοῦ χρόνου θά κριθοῦν καί θά ἀξιολογηθοῦν ἀπό ἁρ­μο­δίους τά ἔργα του. Ἐκεῖνο πού μένει ζων­τανό καί πληθυνόμενο καί αὐξανόμενο διαρκῶς εἶναι τό ἱεραποστολικό ἔργο του καί στά Κατηχητικά καί στίς Κατασκηνώσεις καί ἰδιαίτερα στήν παιδευτική πνοή πού ἔδωκε στήν Ἀδελφότητα «Χριστιανική Ἐλπίς», πού μέ τίς ὁδηγίες του, τίς θυσίες του καί τήν ὁλοκληρωτική ἀφοσίωσή του, ἔγινε κόσμημα στήν ὅλη διακονία τῆς Ὀρ­θοδόξου Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος.

 

Π. Β. Πάσχος
Ὁμότιμος Καθηγητής
τοῦ Πανεπιστημίου Ἀθηνῶν

Πέμπτη, 10 Μάρτιος 2016 17:08

Κάποιος νά μέ καταλαβαίνει...

 cross front c«Δέν μπορεῖς νά μέ καταλάβεις, ὅσο κι ἄν προσπαθεῖς. Δέν ἔζησες αὐτό πού ζῶ ἐγώ», ἔκανε μέ πα­ρά­πονο ἡ νεαρή μου φίλη καί τά μάτια της δακρύσανε. Ἐδῶ καί δύο χρόνια σηκώνει τόν σταυ­ρό μίας μαρτυρι­κῆς ἀσθένειας...
«Ἴσως ἐγώ νά μή μπορῶ», ἀ­πάν­τησα μέ συντριβή. «Μπορεῖ ὅ­μως Αὐ­τός», εἶπα καί ἔδειξα τόν Ἐσταυ­ρωμένο πού κρεμότανε στόν τοῖχο ἀπέναντι. «Αὐτός πού ἔζησε αὐτό πού ζῆς ἐσύ: τόν πόνο τοῦ σώ­ματος ἐπάνω στόν σταυρό, ὁ ἀ­ναμάρ­τη­τος...».  Στύλωσε μέ λα­χτά­ρα τή μα­τιά της στόν σταυρό καί ὁ πόνος στή μορφή της γλύκανε.
 Ἐκεῖνος, ὁ Νυμφίος, καταλά­βαι­νε. Ἐκεῖνος πού ἄφησε ἑκούσια τήν ἀνενδεῆ ἀπάθεια τῆς θεότητας, γιά νά φορέσει τό φθαρτό ἀνθρώπινό μας ἐνδιαίτημα• Ἐκεῖνος πού ἁγία­σε ὅλο τόν πόνο μας μέ τόν πόνο Του. Δέν ἔμεινε θλίψη ἀν­θρώπινη πού νά μή ζήσει ὁ Θεός τοῦ Γολ­γο­θᾶ στή γήινη πορεία Του: δοκί­μασε τή φτώχεια μας, ρακένδυτος σέ μιά σπηλιά τῆς Βηθλεέμ• τήν προσφυ­γιά, ἐξ­όριστος στήν Αἴγυπτο• τή φθονερή συ­κοφαντία, κατατρεγμέ­νος ἀνελέητα ἀ­πό τούς φαρισαίους καί τούς γραμ­ματεῖς• τή χλεύη καί τήν ἀδικία στό πραιτώριο καί τήν ἀχαριστία αὐτῶν πού κραύγαζαν τό «σταύρωσον!»• τήν ἐγκατάλει­ψη, ὅταν οἱ φίλοι φεῦγαν στή Γεθση­μα­νῆ• τήν προδοσία, ὅταν ὁ μαθη­τής του Τόν παρέδιδε μέ φίλημα• τή μο­ναξιά, μιά μοναξιά πού δέν τή βίωσε ποτέ κανένα πλάσμα ἀνθρώ­πινο, ὅταν μέ ὀδύνη φώναζε ἐπάνω στόν σταυρό: «Θεέ μου Θεέ μου, ἱνατί με ἐγκα­τέλι­πες;» (Μθ 27,47). Ὥς καί ὁ Πατέ­ρας, ὁ Θεός, ἀπέ­στρεφε τό βλέμμα Του ἀπό τή βδε­λυρή ἀνθρώπινη ἁ­μαρτία πού φορ­τώ­θηκε ἑ­κούσια ὁ ἠγαπημένος, ὁμοούσιος Υἱός, μό­νος, μονώτατος ἐπάνω στόν σταυ­ρό• καί ὕστερα τήν κρύα γεύση τοῦ θα­νάτου καί τήν παγωνιά τοῦ τά­φου• Ἐκεῖνος, ἡ Αὐτοζωή!
 Κοιτάζω τόν σταυρό κι ἐγώ, γιά νά ἀνακουφίσω τόν δικό μου κρυφό πόνο μέσα μου. Κάθε μου δάκρυ ἀν­θρώπινο ἔβρεξε πρῶτα τό δικό Του θεῖο πρόσω­πο. Ἔγινε ὁ Θεός μου ἄνθρωπος, γιά νά βρῶ ἐγώ συνάν­θρωπο, κάποιον νά μέ κατα­λαβαίνει ὥς τά μύχιά μου τήν ὥρα πού φω­νάζω ὀδυνώμενη μαζί μέ τόν Δαβίδ: «καὶ ὑπέμεινα συλλυπού­με­νον καὶ οὐχ ὑπῆρξε• καὶ παρακα­λοῦν­τας καὶ οὐχ εὗρον» (Ψα 68,21). Ἔψαξα ἀν­θρώπινη καρδιά νά μέ συλλυπη­θεῖ καί δέν ὑ­πῆρ­χε• καί ἀνθρώπους πα­ρη­γορητές καί δέν τούς βρῆκα που­θενά.
 Τήν ὥρα πού πονῶ μοναχικά καί ἀκα­τανόητα στό σῶμα ἤ στήν ψυ­χή εἶ­ναι ἡ εὐκαιρία μου• ἡ εὐκαιρία πού μοῦ χάρισε ὁ ἠγαπημένος μου Θεός πού πάντοτε πονᾶ, γιατί ἐγώ δέν Τόν ἀγά­πησα: νά γνωριστοῦμε, νά μοιρα­στοῦμε τίς καρδιές μας πού πονοῦν, νά σφι­χταγκαλιαστοῦμε στόν σταυρό, νά ἀλα­φρώσει, ὅπως μοναδικά γνωρίζει Ἐκεῖ­ νος, τό φορ­τίο μου, νά τό μετουσι­ώσει σέ χαρά• ἐκείνη τή βαθειά, λεπτότατη χα­ρά, πού ἄφησαν θησαυρό στόν κό­σμο μας οἱ ἅγιοι, ὅταν μᾶς λέγανε πα­ρά­δοξα: «ἀγάπησα τό μαρτύριο»• ὅ­ταν τελείωναν τή μαρτυρική ζωή τους μέ ἕνα «Δόξα τῷ Κυρίῳ πάν­των ἕνεκεν».
 Θυμήθηκα ἕνα νεαρό παιδί καθη­λωμένο στό ἀναπηρικό του καρο­τσάκι ἀπό τή σκλήρυνση πού μοῦ ᾽λεγε: «Εὐ­χαριστῶ γιά τήν ἀρρώ­στια μου. Ἄν δέν τήν εἶχα, δέν θά χαιρόμουν τόν Θεό πο­τέ!».
 Αὐτή ἡ χαρά μέσα στά δάκρυα, ἕνα ἀπό τά πιό πανάκριβα, ὑπέρ­λογα δω­ρήματα τοῦ πάθους τοῦ Χριστοῦ καί τῆς ἀνάστασης, τότε καί σήμερα καί πάν­τοτε!
 Μέσα σέ μιά βαθειά σιωπή ἡ φίλη μου κοιτάζει ἀκόμα τόν σταυρό. Πιάνω τό χέρι της μέ ἀλληλέγ­γυα στοργή:
«Ἀδελφή μου, ὅταν πονᾶς, κοί­τα­ξε τόν σταυρό! Μονάχα τόν σταυ­ρό! Ἐκεῖ ὑπάρχει Αὐτός πού σέ κατα­λαβαίνει ἀ­πό­λυτα».
 Νιώθω τήν ἱλαρή μορφή Του νά με­ρεύει τήν πλη­γή μου μέσα μου καί ἡ ψυχή μου ψιθυρίζει εὐ­γνώ­μονα:
 Σ᾽ εὐχαριστῶ πού πόνεσες, Θεέ μου! πού καταδέχτηκες ν’ ἀνα­δε­χθεῖς Ἐσύ, ὁ ἀναμάρτητος, ὅλη τή θλίψη πού συσ­σώρευσε στή λίγη ἀνθρώπινη ζωή μου ἡ ἁμαρτία, ἡ πτώση τῆς παρακοῆς μου στήν Ἐ­δέμ.
 Σ᾽ εὐχαριστῶ πού πόνεσες, γιά νά μήν εἶμαι ἐγώ μόνη, ὅταν πονῶ• γιά νά ᾽χω Ἄνθρωπο, Θεάνθρωπο νά μέ κατα­λαβαίνει ὥς τά βάθη μου.
 Σ᾽ εὐχαριστῶ πού πόνεσες ἐπά­νω στόν σταυρό, γιά νά μοῦ δείχνεις ἀδιά­ψευστα πώς τέρμα τῆς δοκιμα­σίας εἶναι μόνο ἡ Ἀνάσταση στό ἐδῶ καί στό ἐ­πέ­κεινα• ἡ Ἀνάσταση ἀπ᾽ τήν ἀπελ­πι­σία, πού μαραίνει τήν ψυχή, καί ἀπό τά πά­θη μου, πού κάνουν μόνο αὐτά τόν πόνο μου ἀβάσταχτο• κι ἡ Ἀνάσταση ἡ ἄλλη, ἡ αἰώνια, πού θά γευτῶ ὅταν, συμμέ­το­χη στό πάθος Σου σ᾽ αὐτήν ἐδῶ τή γῆ, θά κοινωνήσω μέ τή χά­ρη Σου στήν ἀτελεύτητη ὀμορφιά τῆς Βασιλείας Σου. Ἀμήν.

 

Μαρία Παστουρματζῆ

Παρασκευή, 07 Απρίλιος 2017 16:56

Τό Πάθος τοῦ Χριστοῦ καί τά πάθη μας

 akanthino stefaniἩ πορεία τοῦ Χριστοῦ πρός τό ἑ­κού­σιο πάθος συνιστᾶ τό αἰώνιο ὑπό­δειγμα ἄκρας συνέ­πειας ἔργων καί λόγων. Σέ ἀν­τίθεση μέ πλεί­στους ὅσους φιλο­σό­φους καί φιλοσοφοῦντες προγενεστέρων αἰώνων καί κοινωνικούς ἀνα­λυ­τές καί μελετητές τῆς ἀνθρώπινης ψυχῆς, τῆς ἀνύπαρκτης γιά πολ­λούς ἀπό αὐτούς, ὁ Χριστός ἀπευ­θύνθηκε καί ἀπευθύνεται στόν πονεμένο ἄνθρωπο μέ λόγια ἁπλά καί πλήρως κα­τανοητά. Δέν εἶναι συνε­πῶς τό ἀκα­τα­νόητο ἤ τό δυσνόητο τῶν λό­γων πού ἀπωθεῖ διαχρονικά τούς ἀνθρώ­πους, ἀλλά οἱ συνέπειες ἐκ τῆς ἀποδοχῆς αὐτῶν.
 Ὁ Χριστός καλεῖ δια­χρονικά τούς πι­στούς νά ἄρουν τόν σταυρό τους. Τί ἐν­νοεῖ; Γιατί δέν ἔκανε τόν λόγο του πιό ἑλκυστικό, παρηγορητικό ἤ ἐν­θουσιαστικό, ὥστε νά κερδίσει περισσό­τερο τή συμπάθεια τοῦ εὐμετάβλητου σέ κάθε ἐποχή λα­οῦ, ὁ ὁποῖος τελικά πέφτει θύμα τῶν δημα­γωγῶν; Ὁ Χριστός δέν ὑπῆρξε δη­μαγωγός ἤ δάσκαλος τῆς οὐ­τοπίας, ὅπως τόν χαρακτήρισαν κάποιοι ἐμπα­θεῖς ἤ ἀνήμποροι νά ἀπο­δεχθοῦν τόν λόγο Του. Ὁ Χριστός τό­νισε στόν Πι­λᾶτο• «εἰς τοῦ­το ἐλήλυθα εἰς τὸν κόσμον, ἵνα μαρ­τυ­ρή­σω τῇ ἀλη­θείᾳ» (Ἰω 18,37). Καί εἶναι ἀπο­δε­κτό ὅτι ἡ ἀλήθεια εἶναι πικρή. Δέν ἦλθε νά πείσει μέ ἐπι­χειρήματα ἀν­θρώ­πινης σοφί­ας, γι’ αὐτό καί τό κήρυγμά του πολλοί τότε, συν­τρι­πτικά περισσότεροι σήμερα, τό χαρακτηρίζουν μω­ρία! Ἦλ­θε νά ἐλευθερώσει τόν ἄν­θρωπο, τόν δυ­ναστευόμενο ἀπό τή δου­λεία τοῦ δια­­βόλου, τόν αὐτοσταυ­ρού­μενο μέ τά βέλη τῶν ἁμαρτιῶν πού διαπράτ­τει.
 Ἡ μεγάλη τραγωδία τοῦ ἀνθρώπου εἶναι ὅτι ἀπέκρουσε καί ἀποκρούει τόν λόγο τοῦ Χριστοῦ στό ὄνομα τῆς προσ­ωπικῆς του ἐλευθερίας. Βλέπει παντοῦ στή δι­δα­σκαλία Του ἀπαγο­ρεύ­σεις στε­ρητικές αὐ­τῆς καί βαυκαλίζεται μέ τήν ψευδαί­σθηση τῆς ἐλευθερίας στήν ἀπόρ­ριψή της. Καί ὅμως ὁ Χρι­στός ὑπῆρξε ὁ μόνος πού συμ­πόνεσε τόν λαό, πού τόν εἶδε ὡς πρόβατα χωρίς ποι­μένα κα­ταδυ­να­στευ­όμενο ἀπό τόν ἀρ­χέκακο διάβολο καί τά ὄργανά του, πού ἀ­σκοῦ­σαν καί ἀσκοῦν στόν ἴδιο βαθμό τίς ἐξουσίες ἐπάνω στή γῆ! Ὁ Χριστός δέν ἐπωφελήθηκε στό ἐλάχιστο ἀπό τόν ἐν­τυπω­σια­σμό τοῦ λαοῦ καί τήν προ­σή­λωση στό πρόσωπό Του ὥς καί λίγες ἡ­μέρες πρίν ἀπό τόν θάνατό Του. Γνώ­ριζε ὅτι οἱ δημαγωγοί θά ἐξέρχονταν νικητές γιά μία ἀκόμη φορά καί θά ἔπει­θαν τόν λαό νά κραυγάσει «σταύ­ρωσον, σταύρωσον». Ὁ Χριστός πορεύ­θηκε πρός τό πάθος καί ἔκτεινε τά χέρια στόν σταυρό δείχνοντας τήν ἀπέ­ραντη ἀγάπη του πρός τόν πάσχοντα ἄνθρω­πο• ἀκόμη καί πρός ἐκεῖνον πού δέν εἶχε τή συναίσθηση ὅτι πάσχει, τόν ἐμπαθῆ ἄρχοντα τοῦ Ἰσραήλ, πού τόν ὁ­δή­γησε στήν καταδίκη, ἐπειδή διέψευσε τό ὅρα­μά του νά τοῦ προσφέρει ἐγκόσμια ἐξουσία. Τό θαυ­μαστό καί παρα­βλεπό­μενο «πάτερ, ἄφες αὐτοῖς• οὐ γὰρ οἴδασι τί ποιοῦσι» (Ἰω 23,34), τό ὁποῖο ἐπαναλαμβάνει ὁ πρω­τομάρτυρας διά­κονος Στέ­φανος μέ τό «Κύριε, μὴ στήσῃς αὐτοῖς τὴν ἁμαρ­τίαν ταύτην» (Πρξ 7,60), εἶναι τό μεγάλο θαῦμα τῆς ἀγάπης. Ὁ ἐμπαθής ἄνθρωπος προ­τιμᾶ τό μίσος ἀπό τήν ἀγάπη, τήν ὁ­ποία στίς σύγχρονες γλῶσσες ἔχει ὑπο­βιβάσει καί ταυτίσει μέ τόν ἔρωτα, σέ πρώτη φάση, μέ τή γενετήσια ἱκανο­ποί­ηση, τελικά.
 Ὁ ἄνθρωπος ἀρνεῖται νά σηκώσει τόν σταυ­ρό τοῦ Χριστοῦ. Προτιμᾶ νά σηκώ­νει κάποιον ἄλλον, κατά πολύ πιό βαρύ καί κατα­θλιπτικό, ἐπαιρό­μενος συν­άμα γιά τήν ἀποτίναξη τῶν παν­τοί­ων ζυγῶν. Ἀμετανόητος παρα­μένει δοῦλος τῶν πα­θῶν του, βασικό­τερα ἀπό τά ὁποῖα εἶναι ἡ φι­λαργυρία, ἡ φιληδονία καί ἡ φιλοδοξία. Κυ­ρι­ευμένος ἀπό τή φιλαργυρία, διακηρύσσει τά περί ἰσότητας καί δικαιοσύνης, ὅμως ὁδηγεῖ μέ τήν ἀπλη­στία του τούς συν­ανθρώπους του στήν ἔ­σχατη ἔνδεια. Κυριευμένος ἀπό τή φιληδονία ὁδη­γεῖται στήν αὐτοκατα­στρο­φή του προσ­φέ­ροντας τόν ἑαυτό του θυσία στόν βωμό τῶν ἀκό­ρεστων ἡδονῶν του. Κυριευμένος ἀπό τή φι­­λο­δoξία, αἱματοκυλίει τήν ἀνθρωπό­τητα σπέρ­νοντας παντοῦ τόν θάνατο καί τήν ὑ­πο­δού­λωση στό ὄνο­μα τῆς ἐλευθερίας, τήν ὁποία κα­τανοεῖ μόνο κατά τήν οἰκονο­μική της διάσταση.
 Κάποιοι κοινωνικοί ἀναλυτές, ἀνήμ­ποροι νά ἑρμηνεύσουν τήν ἀνθρώπινη τραγω­δί­α, χρησιμο­ποιοῦν ὅρους ὑλι­στικῆς φιλοσοφίας καί θεωροῦν τόν ἐμ­παθῆ δήμιο τῶν συνανθρώπων του κα­τα­δικαστέο στό ὄνομα τοῦ φυσικοῦ δικαίου, τοῦ ἀνύπαρ­κτου δηλαδή, καί δικαιώνουν τό θύμα παραβλέποντας δυό ἄκρως σημαντικές πτυχές τοῦ ἀνθρώ­πινου προσώπου: 1) Οἱ θύτες εἶναι συνάμα καί θύματα. 2) Τά θύματα εἶναι ἐν δυ­νάμει θύτες, ὅταν ζοῦν μέ τό ὄνειρο νά περάσουν στή χορεία τῶν πρώτων.
 Ὑπό τίς συνθῆκες αὐτές ὁ πόνος εἶναι ἀφό­ρητος γιά θύτες καί θύματα. Καί φυ­σικά δέν κάνει διάκριση στίς ἐπισκέψεις του, ἄν καί πα­ρου­σι­ά­ζεται ὑπό διαφορε­τικές μορφές. Ἡ προσ­πάθεια φυγῆς ἀπό τόν πόνο χαρακτηρίζει τόν ἄνθρωπο χωρίς Θεό. Οἱ ἔχοντες προσφεύγουν στίς μεσσι­α­νικές διακηρύξεις κάποιων ἐπι­στη­μόνων, οἱ ὁποῖοι ὅμως ἀδυνατοῦν νά προσφέρουν θεραπεία τῆς ψυχῆς, τήν ὕ­παρξη τῆς ὁποίας ἀρνοῦνται ἤ ἀγνο­οῦν. Οἱ ἀπόκληροι ἀποδέχονται τή «μοίρα» τους χωρίς ἐλπίδα συντριβό­μενοι ἀπό τήν ἀνέχεια, στήν ὁποία τούς ὁδήγησε ἡ ἀ­πλη­στία τῶν ὀλίγων.
 Καί οἱ μέν καί οἱ δέ παραλύουν μπρο­στά στόν ἀκραῖο ἀνθρώπινο πόνο, τόν θάνατο. Μή ἔχοντες ἐλπίδα ἐπιχειροῦν νά προσφέρουν στόν ἑαυτό τους κάποια ψεύτικη παρηγοριά ἐπιτι­θέ­μενοι συνάμα κατά τοῦ Χριστοῦ. Τί φοβερό, ὁ ἀνα­στάσιμος παι­άνας «Χριστός ἀνέ­στη» νά ἠχεῖ γιά τούς αὐτο­σταυ­ρού­μενους δού­λους τῶν πα­θῶν ὡς πένθιμο ἐμβατή­ριο! Πόσο τραγικό νά πεθαίνει κάποιος σταυ­ρωμένος χωρίς ἐλπίδα ἀνά­στασης!

 
Ἀπόστολος Παπαδημητρίου