Ἦταν στ’ ἀλήθεια ἰδιαίτερη καί ξεχωριστή προσωπικότητα. Ὁ δημοσιογράφος καί ἱστορικός Ἰωάννης Φιλήμων δίκαια καί πολύ εὔστοχα τήν εἶχε χαρακτηρίσει «ἐπιβλητικὴν καπετάνισσαν, πρὸ τῆς ὁποίας ὁ ἄνανδρος ᾐσχύνετο καὶ ὁ ἀνδρεῖος ὑπεχώρει». Περί Μπουμπουλίνας ὁ λόγος.
Εἶχε μέσα στό αἷμα της τοῦ πατέρα της τόν ἡρωισμό, καθώς ὁ Σταυριανός Πινότσης συμμετεῖχε στά Ὀρλωφικά καί γι᾽ αὐτό συνελήφθη. Ὁ ὑδραῖος πλοίαρχος ἀρρώστησε στίς φυλακές τῆς Κωνσταντινούπολης καί ἡ σύζυγός του Σκεύω Κοκκίνη τόν ἐπισκέφθηκε ἑτοιμόγεννη. Καί τελικά στίς 11 Μαΐου 1771 μέσα στή σκοτεινή φυλακή ἡ Λασκαρίνα πρωτοβλέπει τό φῶς τοῦ ἥλιου.
Μεγαλώνει στίς Σπέτσες μαζί μέ τά ὀκτώ ἑτεροθαλῆ ἀδέλφια ἀπό τόν δεύτερο γάμο τῆς χήρας Σκεύως. Ἀπό πολύ νωρίς φαίνεται ὁ ἡγετικός της χαρακτήρας. Κινεῖται ὡς ἀρχηγός τῆς οἰκογένειας κι ἐπιβάλλεται ἀμέσως μέ τόν δυναμισμό της, μέ τήν ἀκαταμάχητη ἀποφασιστικότητά της.
Αὐτή ἡ μελαχρινή κοπέλα μέ τήν ἀρχοντική κορμοστασιά παντρεύεται δύο φορές, στά 17 της καί στά 30, ἀλλά χηρεύει διπλά. Οἱ σύζυγοι σκοτώνονται σέ συγκρούσεις μέ πειρατές. Μένει, λοιπόν, ἡ Λασκαρίνα ἀπό τό 1811 χήρα μέ 6 παιδιά καί μέ τό ὄνομα τοῦ δεύτερου συζύγου Δημητρίου Μπούμπουλη πλέον νά τή συνοδεύει. Στά χέρια της κρατᾶ μία τεράστια περιουσία σέ πλοῖα, ἀκίνητα ἀλλά καί μετρητά. Θά μποροῦσε νά σκεφτεῖ τά παιδιά της, τά ἀπαραίτητα γιά τήν ἐποχή προικιά, τήν τακτοποίησή τους. Κι ὅμως... αὐτή ἡ γενναία καρδιά ζοῦσε κι ἀνέπνεε γιά ἕνα καί μόνο σκοπό: τήν ἐλευθερία τῆς Ἑλλάδας!
Παράτολμη καί θαρραλέα, αὐξάνει τήν περιουσία της μέ σωστή διαχείριση. Οἱ Ὀθωμανοί ἐποφθαλμιοῦν τόν πλοῦτο της καί γυρεύουν νά δημεύσουν τήν περιουσία της μέ τήν ἀληθινή κατηγορία ὅτι ὁ Μπούμπουλης εἶχε πολεμήσει μέ δικά του πλοῖα στό πλευρό τῶν Ρώσων ἐναντίον τῶν Τούρκων.
Ἡ ἀτρόμητη Μπουμπουλίνα δέν εἶναι διατεθειμένη νά παραδώσει ὅσα προορίζονται γιά τήν ἐπανάσταση πού μέ τόση λαχτάρα ἑτοιμάζουν οἱ Ἕλληνες. Καταφθάνει στήν Κωνσταντινούπολη. Ζητᾶ πρῶτα προστασία ἀπό τόν ρῶσο πρέσβη. Ἡ Ρωσία ἀναγνωρίζει τήν προσφορά τοῦ συζύγου καί παρέχει στή Μπουμπουλίνα ἕνα κτῆμα στήν Κριμαία νά ἀσφαλιστεῖ μέχρι νά περάσει ἡ τρικυμία.
Προτοῦ φύγει ἀπό τήν Πόλη ἡ τετραπέρατη Λασκαρίνα ἐξασφαλίζει συνάντηση μέ τή Βαλιδέ. Ἡ μητέρα τοῦ σουλτάνου ἐντυπωσιάζεται ἀπό τή δυναμική Ἑλληνίδα καί πείθει τόν γιό της νά προστατεύσει μέ ἔγγραφο τήν περιουσία τῆς Μπουμπουλίνας!
Αὐτή τήν περίοδο ἐντείνει τίς προετοιμασίες ἀγοράζοντας ὅπλα ἀπό λιμάνια τοῦ ἐξωτερικοῦ. Ὁλοκληρώνει μία κορβέτα 48 πή- χεις! Αὐτή θά εἶναι ἡ ναυαρχίδα της. Ὡς γνήσια Ἑλληνίδα πού καμαρώνει γιά τή λαμπρή ἀρχαιοελληνική ἱστορία, τήν ὀνομάζει «Ἀγαμέμνων» καί τήν ἐξοπλίζει μέ 19 κανόνια! Τό πρῶτο ἑλληνικό πολεμικό πλοῖο! Τί κι ἄν ἔφτασαν καταγγελίες στήν Πύλη! Κατορθώνει δωροδοκώντας τόν τοῦρκο ἐπιθεωρητή νά συνεχίσει μέ πάθος τή ναυπήγηση.
Οἱ Σπέτσες εἶναι τό πρῶτο ἑλληνικό νησί πού κηρύσσει ἐπανάσταση στίς 3 Ἀπριλίου 1821. Ἡ καπετάνισσα ξεσηκώνει μέ λόγο καί μέ ἔργο, ἐμπνέει τά «γενναῖα παλληκάρια της», ὅπως συνήθιζε νά τά ἀποκαλεῖ, καί βάζει φωτιά στίς καρδιές τους. Δραστήρια καί φλογερή, δίνει ἁπλόχερα γιά τίς ἀνάγκες τῆς Ἐπανάστασης καί ξοδεύει σχεδόν ὅλη τήν περιουσία της μόλις στά δύο πρῶτα χρόνια! Συντηρεῖ πλοῖα, ἀλλά ἀναλαμβάνει οἰκονομικά καί τό πλήρωμα.
Τό ὄνομά της εἶναι ἄρρηκτα συνδεδεμένο μέ τήν πολιορκία στό Ναύπλιο, ἐνῶ τό ψυχικό σθένος αὐτῆς τῆς Ἑλληνίδας φάνηκε καί στή μάχη τοῦ Ἄργους ὅπου ὁ γιός της σκοτώθηκε πολεμώντας γενναῖα. Πονᾶ ἡ μάνα βλέποντας τόν ἐχθρό νά ἀποκεφαλίζει τόν Γιάννο της. Τό λακωνικό μήνυμα πού ἔστειλε στήν προσωρινή Κυβέρνηση εἶναι ἀπόδειξη τοῦ μεγαλείου πού ἔκρυβε μέσα της αὐτή ἡ γυναίκα: «Ὁ γιός μου εἶναι νεκρός, ἀλλά τό Ἄργος ἔμεινε στά χέρια μας».
Βρισκόμαστε πλέον στά 1825. Ὁ ἐμφύλιος πόλεμος σπαράζει τούς Ἕλληνες. Ἡ Μπουμπουλίνα διαμαρτύρεται γιά τήν ἄδικη φυλάκιση τοῦ Κολοκοτρώνη. Καί τότε ὑφίσταται κι αὐτή τίς συνέπειες... Τῆς ἀφαιροῦν τό κομμάτι γῆς πού τῆς εἶχαν παραχωρήσει τιμητικά στό Ἄργος γιά τίς ὑπηρεσίες της καί τήν ὑποχρεώνουν νά φύγει στίς Σπέτσες.
Λειώνει ἡ καρδιά τῆς γενναίας καπετάνισσας. Τήν ὥρα πού ὁ Ἰμπραήμ ἀποβιβάζεται μέ νέες δυνάμεις καί ἀνακαταλαμβάνει τήν Πελοπόννησο, τήν ὥρα πού θά ἔπρεπε ὅλοι οἱ Ἕλληνες νά εἴμαστε ἑνωμένοι σάν μία γροθιά, ἡ ἀθεράπευτη διχόνοια πού μαστίζει τό ἔθνος μας φυλακίζει ἥρωες, ἐξορίζει πατριῶτες, σπέρνει διασπαστικά αἰσθήματα. Κι ὅμως ἡ ἑλληνική καρδιά της δέν βαστᾶ. Παραμερίζει τήν πικρία κι ἑτοιμάζεται νά ἀναδιοργανώσει τίς δυνάμεις της καί νά συμμετάσχει στήν ἀπώθηση τοῦ Ἰμπραήμ. Δέν πρόφτασε ὅμως νά πραγματοποιήσει τό σχέδιό της.
Στίς 22 Μαΐου τοῦ 1825 ἐξαγριωμένοι ἄντρες ἀπό τήν οἰκογένεια Κούτση γυρεύουν πίσω τήν Εὐγενία Κούτση, μιά καί ἡ Μπουμπουλίνα πλέον δέν εἶχε περιουσία καί δέν ἤθελαν τόν γιό της Γεώργιο γιά γαμπρό. Ὕστερα ἀπό μία ἔντονη λογομαχία, τό κακό δέν ἄργησε νά συμβεῖ. Ἕνα βόλι τήν ἔριξε νεκρή… Ἦταν τυχαῖο; Ἦταν δολοφονία; Ἄγνωστο. Τό μόνο σίγουρο εἶναι πώς αὐτή ἡ λεοντόκαρδη ἡρωίδα πού ὁρμοῦσε ἄτρομη ἐνάντια στόν ἐχθρό διψώντας γιά λευτεριά χάθηκε τόσο ἄδικα ἀπό χέρι ἀδελφικό.
Τό ἴδιο ἄδικο τέλος μέ τήν καπετάνισσά του εἶχε καί τό θρυλικό της πλοῖο… Οἱ ἀπόγονοι δώρισαν στό ἑλληνικό κράτος τό «Ἀγαμέμνων» γιά νά ἐνδυναμωθεῖ ὁ ἐλάχιστος ἑλ- ληνικός στόλος. Ὅταν ὅμως ὁ Μιαούλης θέλησε νά ἀντιταχθεῖ στόν Καποδίστρια, ἀντέδρασε πυρπολώντας τό πλοῖο τῆς Μπουμπου- λίνας! Ἡ σολωμική «διχόνοια ἡ δολερή» ἔ-δρασε καί πάλι καταστροφικά.
Μέσα στό συγκεχυμένο κλίμα τῆς ἐποχῆς μας πού μαστιζόμαστε ἀπό ἀλληλοκατηγορίες, πού ὅλοι διεκδικοῦν ἡγεσίες καί πρωτεῖα δίχως ἴχνος θυσίας, ἔρχεται ἡ μορφή τῆς Μπουμπουλίνας νά μᾶς προβληματίσει. Ἔδωσε τά καράβια της, τήν περιουσία της ὅλη κι ἔμεινε κοινωνικά περιφρονημένη. Πρόσφερε τά παιδιά της θυσία γιά τήν πατρίδα καί ἦταν ἕτοιμη νά δώσει γιά τή λευτεριά μας καί τήν τελευταία σταγόνα τοῦ αἵματός της. Μόνο πού δέν τήν ἀφήσαμε νά θυσιαστεῖ σέ μία μάχη ἡρωικά. Κι ὅταν μετά τόν θάνατό της ἔμεινε τό πλοῖο της νά συνεχίζει τόν ἀγώνα τῆς κυρᾶς του, τό βυθίσανε κι αὐτό πάλι χέρια ἑλληνικά, γιά νά ἐπιβεβαιωθεῖ ἡ τραγικότητα τοῦ διχασμοῦ. Γιατί νά μή μᾶς διδάσκουν τά παραδείγματα ἀπό τήν ἱστορία;
Μία τέτοια ἡρωίδα ἀξίζει νά τήν προβάλλουμε ὡς πρότυπο φιλοπατρίας στίς νέες γενιές. Ὅσο σιωποῦμε, δραστηριοποιοῦνται οἱ γείτονες καί τή διεκδικοῦν ὡς δική τους ἡρωίδα. Στά σχολικά τους βιβλία κατατάσσουν τή Μπουμπουλίνα, καθώς καί τόν Κολοκοτρώνη καί τόν Μπότσαρη στούς φιλέλληνες δίπλα στόν λόρδο Βύρωνα! Κι ἐμεῖς τηροῦμε σιγήν ἰχθύος μπροστά σέ μία τέτοια παραχάραξη τῆς ἱστορίας! Ὡστόσο, κάθε σελίδα στήν πολυκύμαντη ζωή τῆς Μπουμπουλίνας βροντοφωνάζει πώς ἡ ἡρωίδα εἶχε καταγωγή, καρδιά καί συνείδηση ἑλληνική!
Ἀγγελική Τσιραμπίδου
Φιλόλογος
Ἀπολύτρωσις 71 (2016) 141-143
Εἶναι πολύ παρήγορο, ἀλλά καί τιμητικό γιά τόν λαό μας, πού δέν ξεχνᾶ ποτέ τήν Πόλη του καί τόν αὐτοκράτορά του καί πού κάθε χρόνο, στίς 29 Μαΐου, τιμᾶ καί μνημονεύει μέ ἰδιαίτερη εὐλάβεια τούς μάρτυρες τῆς Ἅλωσης.
Ἐκεῖνο ὅμως πού, ὅταν γίνεται, γίνεται κάπως δειλά καί συγκαλυμμένα, εἶναι ἡ ἀναφορά στόν ρόλο πού ἔπαιξαν οἱ Δυτικοί σέ σχέση μέ τά λυγμικά γεγονότα τῆς πτώσης.
Σέ ὅ,τι ἀφορᾶ στόν ρόλο τῶν Φράγκων, τά πράγματα εἶναι ἁπλά, ἀλλά, δυστυχῶς, ἀποσιωπῶνται σκοπίμως.
Διακόσια πενήντα χρόνια πρίν ἀπό τήν Ἅλωση τῆς Πόλης, οἱ λεγόμενοι Σταυροφόροι -οἱ τότε δυτικές συμμαχικές δυνάμεις- ἀναδεικνύονται μέ τή δράση τους ὡς οἱ πλέον πολύτιμοι πρώιμοι σύμμαχοι τῶν Τούρκων. Διότι, μέ τήν παρότρυνση καί τίς εὐλογίες τοῦ τότε πάπα καί μέ τό πρόσχημα τῆς ἀπελευθέρωσης τῶν Ἁγίων Τόπων, καταλύουν τή Ρωμανία/Βυζαντινή αὐτοκρατορία, ἐγκαθιστοῦν φράγκους ἡγεμόνες στά διάφορα τμήματά της, καταστρέφουν ὁλοσχερῶς τήν Κωνσταντινούπολη, τή λεηλατοῦν καί φορτώνουν στά καράβια τους ὅλα της τά τιμαλφῆ.
Ὁ ἱστορικός Νικήτας Χωνιάτης, αὐτόπτης μάρτυρας τῆς λεηλασίας τῆς Κωνσταντινουπόλεως ἀπό τούς σταυροφόρους τό 1204, περιγράφει λεπτομερῶς τήν καταστροφή καί τίς ἁρπαγές τῶν θησαυρῶν τῆς Βασιλεύουσας: «...Ἔβλεπε κανείς ὄχι μόνον τίς ἱερές εἰκόνες τοῦ Χριστοῦ νά θραύονται μέ ἀξίνες καί νά ρίπτονται στό χῶμα καί τά στολίδια τους νά ἀποσπῶνται χωρίς φειδώ καί προσοχή καί νά ρίχνονται στή φωτιά, ἀλλά καί τά σεπτά καί πανάγια σκεύη νά ἁρπάζονται μέ θράσος ἀπό τούς ναούς, νά ρίχνονται στή φωτιά καί νά παρέχονται στά ἐχθρικά στρατεύματα ὡς ἁπλός ἄργυρος καί χρυσός».
Ἡ καθηγήτρια Βυζαντινῆς Ἱστορίας στό Πανεπιστήμιο Ἀθηνῶν Ἀθηνᾶ Κόλια-Δερμιτζάκη, παρουσιάζοντας τόν ἀπολογισμό τῆς δραματικῆς αὐτῆς ἀπογύμνωσης τῆς Κωνσταντινουπόλεως ἀπό τούς θησαυρούς της, γράφει:
«Ἡ Κωνσταντινούπολη ἄδειασε ἀπό κάθε πλοῦτο δημόσιο, ἰδιωτικό καί ἐκκλησιαστικό... Τεράστια ἀπώλεια γιά τήν τέχνη ἦταν ἡ καταστροφή σημαντικοῦ ἀριθμοῦ χάλκινων ἀγαλμάτων καί συμπλεγμάτων, τά ὁποῖα οἱ νέοι κύριοι τῆς Αὐτοκρατορίας τεμάχισαν καί ἔλιωσαν, γιά νά τά μετατρέψουν σέ νομίσματα». Τουτέστιν, τά ἱδρυτικά κεφάλαια τῶν Τραπεζῶν τῶν σημερινῶν μας ἑταίρων.
Ἀπό τότε ἡ Ρωμανία ποτέ δέν μπόρεσε νά ξανασταθεῖ στά πόδια της. Ἡ καταστροφή πού ὑπέστη στά 1204 ἀπό τούς φράγκους σταυροφόρους ἦταν τόσο μεγάλη πού, στήν κυριολεξία, τήν παρέλυσε ἐντελῶς.
Ἔτσι λοιπόν, ὅταν οἱ Τοῦρκοι τό 1453 φτάνουν ἔξω ἀπό τά τείχη τῆς Κωνσταντινουπόλεως καί τήν πολιορκοῦν, δέν βρίσκονται πλέον ἀπέναντι σέ μία πανίσχυρη αὐτοκρατορία, ἀλλά μπροστά σέ μία Πόλη ἀδύναμη καί ἀπομονωμένη.
Ὅπως γίνεται κατανοητό, στήν πραγματικότητα ἡ Ρωμανία δέν καταλύθηκε τό 1453 ἀπό τούς Τούρκους, ἀλλά τό 1204 ἀπό τά παποκίνητα δυτικά συμμαχικά στρατεύματα. Τό 1453 μέ τήν Ἅλωση τῆς Πόλης ζήσαμε ἁπλῶς τό τελευταῖο ἐπεισόδιο ἑνός πολυχρόνιου δράματος.
Αὐτά τά πράγματα ἄς τά θυμόμαστε καλά, διότι μονάχα ἔτσι θά μποροῦμε νά ἑρμηνεύουμε σέ βάθος καί τά σημερινά καμώματα τῶν Δυτικῶν καί ἀναλόγως νά προφυλαγόμαστε.
Φώτης Μιχαήλ
Ἰατρός
Tό δικαστήριο αὐτό πραγματοποιεῖται στή μαρτυρική μεγαλόνησο τῆς Κύπρου, τόν 13ο αἰώνα, τήν ἐποχή τῆς φο- βερῆς λατινοκρατίας. Δύο παπικοί κήρυκες, ὁ Ἀνδρέας καί ὁ Ἠλίερμος, στέκονται μέ ἀλαζονεία καί ἰταμότητα μπρο- στά στούς σεμνούς ὀρθόδοξους μοναχούς τῆς μονῆς Καντάρας. Στίς διάφορες θεολογικοῦ περιεχομένου ἐρωτήσεις τῶν παπικῶν οἱ ὀρθόδοξοι ἀπαντοῦν μέ ὕφος καί ἦθος πού ἁρμόζει στό σχῆμα τους. Στήν κρίσιμη ἐρώτηση «πῶς δὲ τὰς ἱερὰς μυσταγωγίας ἐκτελεῖτε;» δίνουν μέ ἁπλότητα τήν ἀπάντηση: «καθὼς παρέδωκαν ἡμῖν οἱ ἀπ’ ἀρχῆς αὐτόπται καὶ κήρυκες τοῦ Θεοῦ Λόγου καὶ μετ’ αὐτοὺς αἱ ἅγιαι καὶ οἰκουμενικαὶ συνοδοὶ τῶν ἁγίων καὶ θεοφόρων πατέρων». Χωρίς δισταγμό μάλιστα ὁμολογοῦν πώς τελοῦν τή θεία Κοινωνία μέ τόν ὀρθόδοξο, πατροπαράδοτο τρόπο καί ὄχι κατά τήν τροποποίηση τῶν παπικῶν. Στήν εὐθεία ἐρώτηση τῶν ἀνακριτῶν τί πιστεύουν γιά τούς παπικούς, οἱ ἅγιοι μοναχοί μέ παρρησία διακηρύσσουν ὅτι οἱ παπικοί ἔχουν παρεκκλίνει ἀπό τίς ἐντολές τοῦ Χριστοῦ καί τήν παράδοση τῆς Ἐκκλησίας.
Οἱ γενναῖοι ὁμολογητές μοναχοί εἶναι ὁ ἡγούμενος τῆς Μονῆς Ἰωάννης, οἱ μοναχοί Κόνων, Ἰερεμίας, Μᾶρκος, Θεόκτιστος, Κύριλλος, Βαρνάβας, Μάξιμος, Ἰωσήφ, Γερμανός, Θεόγνωτος, καθώς καί οἱ μοναχοί Γεράσιμος καί Γεννάδιος πού προέρχονταν ἀπό τή Μονή Μαχαιρᾶ. Γιά τή σθεναρή ὁμολογία τῆς ὀρθόδοξης πίστης οἱ δεκατρεῖς μοναχοί ὑπο- μένουν ἀπειλές καί βασανισμούς. Ὁδηγοῦνται ἀπό τή λατινική-παπική ἐξουσία τῆς Κύπρου στίς φυλακές τῆς Λευκωσίας, ὅπου γιά τρία χρόνια ὑφίστανται μέ καρτερία ἀπερίγραπτα μαρτύρια. Ὁ ἀνίερος στόχος τῶν βασανιστῶν εἶναι ἡ ἀποκήρυξη τοῦ ὀρθόδοξου δόγματος. Οἱ ἅγιοι μοναχοί προτιμοῦν τόν θάνατο, παρά νά ἀλλοιώσουν, ἔστω καί στό ἐλάχιστο, τήν ἀτόφια ὀρθόδοξη πίστη τους. Μέσα στά ἀβάσταχτα βασανιστήρια ἐγκαταλείπει αὐτόν τόν κόσμο πρῶτος ὁ μοναχός Θεό- γνωτος. Οἱ ὑπόλοιποι θά λάβουν τό στεφάνι τοῦ μαρτυρίου μέ σκληρότερο τρόπο. Μετά ἀπό πίεση τοῦ δυτικοῦ ἱερατείου, ὁ κυβερνήτης τῆς Κύπρου διατάζει τόν βασανισμό καί τή θανάτωσή τους. Τούς ἀφαιροῦν βίαια τό ἱερό μοναχικό σχῆμα, τούς δένουν σέ ἄγρια ἄλογα, καί τούς σέρνουν πάνω στίς κοφτερές πέτρες τῆς κοίτης τοῦ ξεροπόταμου Παδιαίου, χτυπώντας τους ταυτόχρονα μέ ραβδιά καί λιθοβολώντας τους.
Τό μένος τῶν ἀλλοδόξων δέν ἡσυχάζει οὔτε μέ τόν φρικτό θάνατο τῶν μαρτύρων. Τά κατακομματιασμένα σώματα τῶν Ἁγίων τά ρίχνουν στίς φλόγες μεγάλης φωτιᾶς.
Μά δέν μποροῦν νά ἐξαλείψουν ἀπό τήν αἰωνιότητα τή θυσία πού εὐαρεστεῖ τόν δικαιοκρίτη Κύριο. Αὐτός στεφανώνει τούς γενναίους ἀγωνιστές τῆς ἀλήθειας μέ τριπλούς στεφάνους: τῶν Ὁσίων, τῶν Ὁμολογητῶν καί τῶν Μαρτύρων.
Οἱ δεκατρεῖς μοναχοί τῆς Καντάρας μέ τό μαρτύριό τους, στίς 19 Μαΐου τοῦ 1231, στήριξαν τό φρόνημα τῶν ὀρθοδόξων Κυπρίων στήν ἑλληνορθόδοξη αὐτοσυνειδησία τους καί γιγάντωσαν τήν ἀντίσταση ἔναντι τῶν παράλογων ἀπαιτήσεων τῶν παπικῶν.
Στίς ὄχθες τῆς κοίτης Πεδιαίου εἶναι χτισμένο ἕνα πανέμορφο παρεκκλήσι πρός τιμήν τῶν 13 Ὁσιομαρτύρων τῆς Καντάρας. Ἡ διήγηση γιά τό μαρτύριό τους σώθηκε σέ δύο χειρόγραφα. Τό πρῶτο χρονολογεῖται τόν 14ο αἰώνα καί φυλάσσεται στήν Ἐθνική Βιβλιοθήκη τοῦ Παρισιοῦ, ἐνῶ τό δεύτερο γράφτηκε τό 1426 καί βρίσκεται στή Μαρκιανή Βιβλιοθήκη τῆς Βενετίας.
Ἡ βαμμένη μέ αἷμα μαρτυρικό σελίδα στό συναξάρι τῆς 19ης Μαΐου διασαλπίζει τό μίσος τῶν παπικῶν ἔναντι τῶν ὀρθοδόξων, ἀλλά καί ὁριοθετεῖ τήν πορεία τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας στίς χαλεπές ἡμέρες κάθε ἐποχῆς καί τῆς δικῆς μας.
Ἰχνηλάτης
Στή μελέτη «Εἰς τήν Ἀνάστασιν τοῦ Κυρίου» ὁ ἅγιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης διδάσκει ὅτι ὁ πιστός ὀφείλει νά μετάσχει στή χαρά τῆς ἀναστάσεως μέ τρεῖς τρόπους: Νά χαρεῖ μέ τόν Κύριο, τόν ἀναστάντα Χριστό, νά χαρεῖ μέ τή μητέρα Του καί νά χαρεῖ μέ τό σῶμα του.
Ὁ πρῶτος λόγος τοῦ Κυρίου μετά τήν ἀνάστασή του ἦταν τό «χαίρετε», διότι τό πέλαγος τῆς χαρᾶς κατέκλυσε τόν πρό ὀλίγου καταφρονεμένο Ἰησοῦ. Καθώς ἡ ἀνθρώπινη φύση τοῦ Λόγου τοῦ Θεοῦ ὑπῆρξε τό «μεθόριο» ἀνάμεσα στόν Κτίστη καί στά κτίσματα, μέ τήν ἀνάστασή του καθιστᾶ τόν ἑαυτό του ἀγωγό διά τοῦ ὁποίου διοχετεύει τή δόξα καί τή μακαριότητα τῆς θεότητας στούς «μακαρίους ἀγγέλους καί στούς ἀνθρώπους». Ὁ Κύριος ἀγάπησε τόν ἄνθρωπο καί τό ἀπέδειξε μέ τό Πάθος Του. Φυσικό ἰδίωμα τῆς ἀγάπης εἶναι «νά κοινοποιεῖ τά τῶν φίλων». Ἔτσι, καί ἡ χαρά πού κατέκλυσε τήν ἀνθρώπινη φύση τοῦ Ἰησοῦ κατακλύζει καί ὅσους Τόν ἀγαποῦν. Ἄλλωστε, εἶναι δίκαιο νά μετάσχει κανείς στή χαρά τῆς ἀναστάσεως, ἐφόσον συμμετεῖχε στό Πάθος, τονίζει ὁ ἅγιος Νικόδημος.
Ἡ Κυριακή τῆς Ἀναστάσεως, «ὁ ἥλιος τῶν ἀστέρων», ἡ «βασιλὶς τῶν ἡμερῶν», ἀποτελεῖ πηγή χαρᾶς γι᾽ αὐτόν πού ἀγαπᾶ τόν Κύριο. Καί μάλιστα, ὅποιος δέν συγχαίρει μέ τόν Ἰησοῦ τήν ἡμέρα αὐτή εἶναι «ξένος» καί «ἀλλότριος» τοῦ Χριστοῦ. Ἡ χαρά τῆς Ἀνάστασης ἀποδεικνύει τήν πίστη.
Ὁ πιστός ὀφείλει νά συγχαίρει τήν ἡμέρα τῆς Ἀνάστασης καί μέ τή μητέρα τοῦ Κυρίου. Ἡ χαρά τῆς Θεοτόκου εἶναι τόσο μεγάλη ὅσο μεγάλη ὑπῆρξε ἡ θλίψη της στά Πάθη τοῦ Υἱοῦ της. Ὁ μεγάλος πόνος της πηγάζει ἀπό τή μεγάλη ἀγάπη γιά τόν μονογενῆ της Υἱό, καί ἡ μεγάλη ἀγάπη γεννᾶ τήν ἄμετρη χαρά τήν ἡμέρα τῆς Ἀναστάσεως. Συγχαίρου, λοιπόν, προτρέπει ὁ ἅγιος Νικόδημος τόν πιστό, μέ τή Δέσποι- να τοῦ οὐρανοῦ καί τῆς γῆς, πού εἶναι τό δοχεῖο τῆς χαρᾶς, διότι σέ αὐτήν δόθηκε ἡ χαρά πρίν ἀκόμη ἀπό τήν Ἀνάσταση, τήν ἡμέρα τοῦ Εὐαγγελισμοῦ της.
Ὀφείλει ὅμως νά χαίρει ἐπίσης ὁ πιστός τήν ἡμέρα τῆς Ἀναστάσεως, διότι μέ τήν ἀνάσταση τοῦ Κυρίου, τό σῶμα του, πού εἶναι «γῆ καὶ σποδός», συνδοξάζεται μέ τό σῶμα τοῦ ἀναστάντος Κυρίου. Τό γεγονός αὐτό ἀφήνει ἄφωνη κάθε γλῶσσα καί ἐκπλήττει κάθε νοῦ. Ἀκόμη καί ὅταν θλίβεσαι νά χαίρεσαι, προτρέπει ὁ ἅγιος πατέρας, νά πλουτίζεις μέ τή φτώχια σου, νά εὐφραί- νεσαι μέ τίς ὅποιες δυστυχίες σου. Διότι ὅσο μεγαλύτερες θλίψεις γευθεῖς, τόσο ἐνδοξότερη ἀνάσταση θά λάβεις. Πόσα ἐφηῦρε ἡ ἀγάπη τοῦ γλυκυτάτου Ἰησοῦ προκειμένου νά εὐεργετήσει τό πλάσμα Του!
Ἀπόδοση Δ. Καλογεράκη
Ἀπολύτρωσις 71 (2016) 134
Γιορτάζουμε καί πανηγυρίζουμε οἱ χριστιανοί αὐτή τήν περίοδο τό μεγαλύτερο γεγονός στήν ἱστορία τῆς ἀνθρωπότητας, τήν ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ.
Ὁ Χριστός πέθανε, ἀλλά δέν μπόρεσε ὁ Ἅδης νά τόν κρατήσει δέσμιό του. Τρεῖς ἡμέρες μετά τόν θάνατό του ἀνέστη ἀπό τούς νεκρούς. Οἱ ἄπιστοι βέβαια χλευάζουν τήν πίστη μας στήν ἀνάστασή του. Τήν χλευάζουν διότι θά τούς συνέφερε νά μήν ἀνασταινόταν ὁ Κύριος, νά μήν ἦταν ἀλήθεια ὅσα εἶπε. Διότι ἡ ἀνάσταση ἀποδεικνύει ὅτι ὁ Ἰησοῦς εἶναι ὁ αἰώνιος καί παντοδύναμος καί ἀδιάψευστος Θεός. Ὅμως ὁ Χριστός ἀναστήθηκε. Καί εἶναι βέβαιο ὅτι ἀναστήθηκε, διότι ὑπάρχουν γιά τήν ἀνάστασή του πολλές καί ἔγκυρες μαρτυρίες.
Λέει ὁ εὐαγγελιστής Λουκᾶς στήν ἀρχή τῶν Πράξεων ὅτι ἀφοῦ ἀναστήθηκε, ὁ Κύριος, ἐμφανιζόταν στούς μαθητές του ἐπί 40 ἡμέρες «συναλιζόμενος αὐτοῖς» (Πρξ 1,3-4). Ὄχι ἁπλῶς τούς ἐμφανιζόταν, ἀλλά ἔφαγε καί ἤπιε μαζί τους. Αὐτό σημαίνει ἡ μετοχή «συναλιζόμενος». Ἐμφανίσθηκε πρωί καί μεσημέρι. Ποτέ δέν ἐμφανίσθηκε βράδυ. Ἐμφανίσθηκε σέ ἕνα, σέ δύο, σέ ἑπτά, σέ δέκα, σέ ἕνδεκα, σέ πεντακόσιους. Καί γράφει ὁ ἀπόστολος Παῦλος στούς Κορινθίους ὅτι πολλοί ἀπ’ αὐτούς τούς πεντακόσιους, πού τόν εἶδαν καί τόν ψηλάφησαν, ζοῦν ἀκόμη (βλ. Α´ Κο 15,6). Εἶναι σάν νά τούς λέει: «Πηγαίνετε νά τούς ρωτήσετε».
Πόσο πειστικές ἦταν αὐτές οἱ ἐμφανίσεις τοῦ ἀναστημένου Ἰησοῦ φαίνεται ἀπό τό γεγονός ὅτι αὐτοί πού τόν εἶδαν, οἱ μαθητές του, κήρυξαν τήν ἀνάστασή του σ’ ὅλο τόν κόσμο. Καί ὄχι μόνο τήν κήρυξαν καί τήν διατράνωσαν ἀλλά πλήρωσαν γι’ αὐτό τό κήρυγμά τους μέ τήν ἴδια τήν ζωή τους, μέ τό αἷμα τους.
Ὁρισμένοι βέβαια θά ποῦν ὅτι εἶναι πολλοί αὐτοί πού ὑπερασπίζονται μέ τό αἷμα τους τήν σαθρή ἰδεολογία τους. Καί πράγματι οἱ αἰῶνες ἔχουν νά ἐπιδείξουν πολλούς τέτοιους μάρτυρες πού θυσιάσθηκαν γιά τά μάταια «πιστεύω» τους. Ἄλλο ὡστόσο ἡ ἰδεολογία καί ἄλλο τά γεγονότα. Ἡ ἰδεολογία ἔχει σχέση μέ τόν νοῦ καί ὁ νοῦς μπορεῖ νά πλανηθεῖ, τά γεγονότα ὅμως ἔχουν σχέση μέ τίς αἰσθήσεις καί οἱ αἰσθήσεις δέν πλανῶνται. Δέν πεθαίνει ποτέ κανείς γιά ἕνα τέτοιο παραμύθι. Κι ὅμως γι’ αὐτό τό «παραμύθι» πέθαναν μέ μαρτυρικό θάνατο πολλοί, πάρα πολλοί ἀπό τούς μαθητές τοῦ Κυρίου.
Ἀλλά τί σημαίνει ἡ ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ γιά μᾶς; Σημαίνει ὅτι ἡ τραγωδία μας ἔλαβε τέλος. Καί ἡ πιό μεγάλη τραγωδία τοῦ ἀνθρώπου, ἡ πιό φοβερή, εἶναι ὁ θάνατος. Ὁ θάνατος λοιπόν μέ τήν ἀνάστασή Του συνετρίβη, δέν ἔχει πλέον ἐξουσία καί ἰσχύ. Μπορεῖ γιά ἕνα διάστημα νά βασιλεύει ἀκόμη, μπορεῖ νά πεθαίνουμε -καί θά πεθάνουμε ὅλοι οἱ ἄνθρωποι μέχρι τόν τελευταῖο (βλ. Ἑβ 9,27)-, ἀλλά δέν θά πεθάνουμε γιά πάντα. Τελείωσε αὐτή ἡ ἱστορία. Ὁ θάνατος δέν μπορεῖ νά μᾶς κρατήσει πλέον στά δεσμά του, ὅπως δέν κράτησε καί τόν Κύριό μας. Καί ἀφοῦ ὁ Χριστός εἶναι ἡ κεφαλή μας, καί ἀφοῦ ἀνέστη ἡ κεφαλή, θά ἀναστηθεῖ καί τό σῶμα του, θά ἀναστηθοῦμε κι ἐμεῖς.
Λοιπόν, ὅπως θά ἔλεγε ὁ ἅγιος Αὐγουστῖνος, ὅσοι πενθεῖτε, ὅσοι κλαύσατε δικούς σας -καί ποιός δέν ἔχει κλαύ- σει στήν ζωή του δικό του ἄνθρωπο;- σκουπίστε τά δάκρυά σας. Ὁ τάφος δέν εἶναι τό τέρμα. Ὁ τάφος εἶναι ἡ ἀρχή μιᾶς καινούργιας ζωῆς, πού θά ὁλοκληρωθεῖ καί θά φανεῖ ἔνδοξη κατά τήν Δευτέρα Παρουσία τοῦ Κυρίου, ὅταν θά δοῦμε καί πάλι τούς ἀγαπητούς μας.
Ὅσοι ἀντιμετωπίζετε ἀδιέξοδα, ὅσοι βρίσκεσθε μπροστά σέ δυσκολίες ἀξεπέραστες, θάρρος! Τίποτε δέν εἶναι πιό ἀδιέξοδο ἀπό τό ἀδιέξοδο τοῦ τάφου. Ὅμως ὁ τάφος τοῦ Χριστοῦ ὁ ὁλόφωτος, ὅπως φωτίζει καί ὅλους τούς ὑπόλοιπους τάφους, φωτίζει καί τά ἀδιέξο- δά μας, ρίχνει φῶς ἄπλετο ἐκεῖ πού μόνο σκοτάδι ὑπάρχει.
Ὅσοι ἀγωνίζεσθε πνευματικά, εὐφρανθεῖτε! Ἀναστήθηκε ἐκεῖνος πού ἑτοιμάζει στεφάνι νίκης γιά σᾶς. Μόνο νά ἀγωνισθεῖτε μέχρι τέλους, ἔτσι λέει: «Γίνου πιστὸς ἄχρι θανάτου, καὶ δώσω σοι τὸν στέφανον τῆς ζωῆς» (Ἀπ 2,10), τό στεφάνι πού εἶναι καμωμένο ἀπό ζωή. Ἔχει νόημα ὁ ἀγώνας, ἔχει νόημα τό νά κοπιάζουμε καί νά ἀντιστεκόμαστε στήν ἁμαρτία, στόν Σατανᾶ. Ἔχει νόημα ἀκόμη καί τό νά ματώνουμε πάνω στήν προσπάθεια. Ὁ Ἀναστημένος στέκει μπροστά μας καί μᾶς περιμένει θριαμβευτές.
Ἀλλά καί ὅσοι εἴμαστε ἁμαρτωλοί, θάρρος! Ἀναστήθηκε ἐκεῖνος ὁ ὁποῖος ἔγινε «ἱλασμὸς περὶ τῶν ἁμαρτιῶν ἡμῶν» (Α´ Ἰω 2,2) μέ τό αἷμα του, καί μέ τήν ἀνάστασή του μᾶς δικαιώνει (βλ. Ρω 4,25) καί μᾶς ἀνεβάζει στόν οὐρανό καί μᾶς κάνει σύνθρονους τοῦ Θεοῦ. Ἀρκεῖ νά προσπαθήσουμε, ὥστε μέ τήν μετάνοιά μας νά φανοῦμε ἀντάξιοι αὐτοῦ τοῦ δώρου, αὐτοῦ τοῦ χαρίσματος.
Εὐφρανθεῖτε ὅλοι οἱ Χριστιανοί! Ὅλοι νά εὐφρανθοῦμε. Σήμερα εἶναι ἡμέρα χαρᾶς, πανηγύρεως, σήμερα γιορτάζει ὁ οὐρανός καί θριαμβεύει ἡ γῆ.
Ὁ Χριστός ἀνέστη, ἀδελφοί!
Εὐάγγελος Ἀλ. Δάκας
Ἀπολύτρωσις 71 (2016) 132-133
Τό τελευταῖο διάστημα ἀκούστηκαν κυβερνητικά στελέχη νά ἀποκαλοῦν τά Σκόπια «Μακεδονία»! Τήν ἴδια στιγμή στό ἐπίσημο ἀνακοινωθέν τῆς συνάντησης τῶν εὐρωπαίων σοσιαλιστῶν στό Παρίσι, (12/ 3/16), στήν ὁποία συμμετεῖχε καί ὁ πρωθυπουργός Ἀλέξης Τσίπρας, τά Σκόπια ὀνομάζονται Μακεδονία. Ἐπιπλέον, ὅπως ἀναφέρουν διασταυρωμένες πληροφορίες -εὐχόμαστε νά μήν ἀληθεύουν- τῆς ἐφημερίδας «Δημοκρατία» (1/4/ 2016), σέ μυστική σύσκεψη, ἡ ὁποία πραγματοποιή- θηκε στό Μέγαρο Μαξίμου, ἐρρίφθη ὁ κύ-βος γιά τή σύναψη ὁριστικῆς συμφωνίας μέ τά Σκόπια, ὅσον ἀφορᾶ στό πρόβλημα τῆς ὀνομασίας. Σύμφωνα μέ αὐτήν, ἡ Ἑλ-λάδα προσφέρει δῶρο στά Σκόπια τό ὄνομα «Μακεδονία» χωρίς κανέναν ἄλλο προσδιορισμό, μέ ἀντάλλαγμα τό ἄμεσο ἄνοιγμα τῶν ἑλληνοσκοπιανῶν συνόρων ἀπό τή γειτονική χώρα.
Παρά τίς δυσχέρειες, τίς ὁποῖες ἀντιμετωπίζει ἐσχάτως ἡ πατρίδα μας, σέ καμιά περίπτωση δέν μπορεῖ χάριν ὁποιασδήποτε συμφωνίας νά διακυβευθεῖ τό ὄνομα «Μακεδονία». Γιά τόν λόγο αὐτό ἑνώνουμε κι ἐμεῖς τή φωνή μας μέ τή διαμαρτυρία καί τόσων ἄλλων ἀνησυχούντων συμπατριωτῶν μας καί ὑψώνουμε κραυγή ἀγωνίας γιά τά τεκταινόμενα εἰς βάρος τῆς πολύπαθης Μακεδονίας μας.
Ἐδῶ καί 20 χρόνια τό κρατικό μόρφωμα τῶν Σκοπίων ἐξακολουθεῖ νά παραβιάζει τίς διεθνεῖς συμφωνίες καί νά καπηλεύεται τό ὄνομά μας. Ἐπιπλέον οἱ κάτοικοί του δηλώνουν «Μακεδόνες» καί τή γλῶσσα τους, πού εἶναι μεταπλασμένο βουλγαρικό ἰδίωμα, ἀσύστολα τήν ὀνόμασαν «μακεδονική». Ἡ ὅλη κατάσταση καλλιεργεῖ ἔντονα τό κλίμα τοῦ «ἀλυτρωτισμοῦ» εἰς βάρος τῆς μιᾶς καί μοναδικῆς Μακεδονίας, τῆς ἑλληνικῆς, ὁ ὁποῖος ἐκδηλώνεται μέ τήν πλαστογράφηση τῆς ἱστορίας στήν ἐκπαίδευση, ἐνῶ σέ ἀερο- δρόμια, ὁδούς κ.ἄ. δίνονται τά ὀνόματα τῶν βασιλέων τῆς ἀρχαίας Μακεδονίας καί στήνονται μνημειώδεις ἀνδριάντες τους· ἀναρτῶνται ἐπίσης χάρτες τῆς «Μεγάλης Μακεδονίας», ὅπου ἀποτυπώνεται ὅλη ἡ βόρεια ἐπικράτειά μας προσαρτημένη στά Σκόπια. Μέ τίς προπαγανδιστικές τους προσπάθειες κατάφεραν νά ἐπιτύχουν τήν ἀναγνώριση τοῦ ὀνόματος «Μακεδονία» ἀπό 140 περίπου χῶρες (ἀνάμεσά τους ἡ Ρωσία, οἱ ΗΠΑ, ἡ Κίνα, ἡ Ἰνδία).
Εἶναι γνωστό ὅτι τό νεοφανές κράτος τῶν Σκοπίων κατασκευάστηκε ἀπό τόν Στάλιν καί τόν Τῖτο τό 1944. Μέχρι τότε ἡ περιοχή αὐτή ὀνομαζόταν «Βαρντάρσκα». Ἐπειδή ὅμως ὁ συνεκτικός ἱστός μιᾶς κοινωνίας εἶναι ἡ δημιουργία «ταυτότητας», ἡ ὕπαρξη ἱστορίας ἤ ἡ ἐπίκληση κάποιου ἰδεολογήματος, οἱ γείτονές μας προσπάθησαν νά σφετερισθοῦν μιά ἀλλότρια ταυτότητα· ἐκμεταλλεύτηκαν ἔτσι τόν γεω- γραφικό ὅρο «Μακεδονία», τόν ὁποῖο καί χρησιμοποίησαν μέ ἐθνολογική σημασία. Εἶναι προφανές ὅτι ἡ προσπάθεια τῶν Σκοπίων στοχεύει στήν οἰκειοποίηση κάθε μακεδονικοῦ, στήν ὑφαρπαγή τῆς πολιτιστικῆς καί ἱστορικῆς μας κληρονομιᾶς ἀκόμη καί στόν σφετερισμό τῶν ἐδαφῶν μας. Αὐτό ὀφείλεται ἀφενός στόν ἐθνικισμό τους καί ἀφετέρου στόν ἰμπεριαλισμό τῶν ΗΠΑ, πού στό ὑβριδιακό κατασκεύασμα τῶν Σκοπίων βλέπουν ἕνα στήριγμα γιά τήν πολιτική τους στά Βαλκάνια.
Ἀπάντηση στήν παραχάραξη τῆς ἱστορίας, τήν ὁποία ἐπιχειροῦν, δίνει ὁ πρῶτος πρόεδρος τῆς ΠΓΔΜ, Κίρο Γκλιγκόρωφ: «Εἴμαστε Σλάβοι καί ἤρθαμε στήν περιοχή τόν 6ο αἰώνα μ.Χ.. Δέν εἴμαστε ἀπόγονοι τῶν ἀρχαίων Μακεδόνων. Σοβαροί ἱστορικοί γελοῦν μέ ὅσα συμβαίνουν στή χώρα μου. Ἔτσι ὅπως πᾶμε, θά βγοῦμε ἀπευθείας ἀπόγονοι τοῦ Ἀδάμ καί τῆς Εὔας καί θά ἀποδειχτεῖ ὅτι καί ὁ παράδεισος εἶναι μακεδονικός».
Περίτρανα ἐπίσης τούς ἀπαντᾶ ἡ διάτορη φωνή τῶν ἀρχαιολογικῶν ἀνασκαφῶν. «Οἱ βασιλεῖς τῶν Μακεδόνων δέν ἄντεξαν, ἀλλά βγῆκαν νά καταδιώξουν τούς πλαστογράφους τους», δήλωσε ὁ ἀείμνηστος πρόεδρος τῆς Δημοκρατίας Κωνσταντῖνος Τσάτσος, ὅταν ἐπισκέφθηκε τή Βεργίνα. Ἡ Μακεδονία εἶναι Ἑλλάδα «ἐν λίθοις φθεγγομένοις καὶ μνημείοις σῳζομένοις», ὅπως εὔγλωττα ἀποκαλύπτουν οἱ τόσες ἐπιγραφές!
Ἐξάλλου, σέ παρόμοιες περιπτώσεις διακρατικῶν διαφορῶν, ὅπου καταχρηστικά χρησιμοποιήθηκε «ἐθνική» ὀνομασία χώρας, (π.χ. τῆς Αὐστρίας, τοῦ Ἡνωμέ- νου Βασιλείου, τῆς Τσεχίας, τῆς Σερβίας κτλ.), γνωρίζουμε ὅτι τό θέμα διευθετήθηκε βάσει τῶν διεθνῶν κανόνων δικαίου.
Συνεπῶς καί στή δική μας περίπτωση ἐπιβάλλεται κατά τόν ἴδιο τρόπο νά ἀποτραποῦν διεκδικήσεις τοῦ κράτους αὐτοῦ εἰς βάρος τῆς Ἑλλάδος. Νά ἀπαγορευθεῖ στά Σκόπια ὁ σφετερισμός τοῦ δικοῦ μας ὀνόματος καί τῆς δικῆς μας ἱστορίας. Παίονες καί Δάρδανοι κατοικοῦσαν στήν περιοχή τους. Ἄν θέλουν κάποιο ἀρχαῖο ὄνομα, Παιονία ἤ Δαρδανία ἄς ὀνομαστοῦν. Οὔτε πρέπει νά γίνει δεκτή ἡ εἴσοδος τῶν Σκοπίων σέ διεθνεῖς ὀργανισμούς μέ τήν πλαστή ἐθνωνυμία «Μακεδονία». Ἀποτελεῖ ὑποχρέωση τῶν ἑταίρων μας καί τῶν διεθνῶν ὀργανισμῶν νά βοηθήσουν στήν κατεύθυνση αὐτή, ἄν καί ὁ βάρδος τῆς ἐλευθερίας Ρήγας Βελεστινλής μᾶς προετοίμαζε γιά τό ἀντίθετο: «Μήν ἐλπίζετε εἰς ξένους/ καί υἱούς νενοθευμένους/ ἀλλά μόνο στήν ἀνδρείαν/ στῶν Ἑλλήνων τήν καρδίαν».
Κι ἐμεῖς ἀπό τήν πλευρά μας ὀφείλουμε νά πάψουμε νά στρουθοκαμηλίζουμε μπροστά στίς προκλήσεις τῶν ἐπίδοξων σφετεριστῶν μας. Μέ κάθε τρόπο ἄς περιφρουρήσουμε τό ὄνομά μας καί ἄς μήν αὐτοϋπονομεύουμε τήν ἱστορική μας αὐ- τοσυνειδησία καί ταυτότητα, διακατεχόμενοι ἀπό τό σύνδρομο τοῦ ἐνδοτισμοῦ. Ἀντιστεκόμαστε σθεναρά στό ξεπούλημα τοῦ ὀνόματος «Μακεδονία» ἀπό Ἕλληνες καί ξένους. Τό σημαντικό εἶναι ἡ Ἑλλάδα νά μή χαρίσει τόν ὅρο «Μακεδονία». Τό ὄνομά μας δέν τό χαρίζουμε, δέν τό κομματιάζουμε, δέν τό διαπραγματευόμαστε, δέν τό ἀνταλλάσσουμε. «Τό ὄνομά μας εἶναι ἡ ψυχή μας».
Εὐδοξία Αὐγουστίνου
Ἀπολύτρωσις 71 (2016) 156-157
Τυραννικά κι ἀβάσταχτα τά τετρακόσια χρόνια σκλαβιᾶς γιά τούς ραγιάδες Ἕλληνες. Δέν πονοῦσαν μόνον γιά τήν ἐθνική τους σκλαβιά, ἀλλά καί γιά τήν ἠθική, κοινωνική καί πνευματική τους κατάπτωση. Τήν ὥρα ὅμως πού «ὅλα τἄσκιαζε ἡ φοβέρα καί τά πλάκωνε ἡ σκλαβιά», ἐμφανίζονταν κατά καιρούς μεγάλα πνευματικά ἀναστήματα. Οἱ δυναμικές αὐτές μορφές τῆς Ἐκκλησίας μας μέ τή φωτισμένη παρουσία καί τά λαμπρά τους ἔργα παρηγόρησαν, ἐνθάρρυναν καί ζέσταναν τήν ἀποσταμένη ἐλπίδα τῶν πο νεμένων προγόνων μας, ὥστε τόν Μάρτιο τοῦ 1821 νά γίνει τό ποθούμενο, ὁ μεγάλος ξεσηκωμός τοῦ Γένους μας.
Μία τέτοια πολυσήμαντη ἱερή μορ φή ζῆ στό μεταίχμιο δύο ἐποχῶν, πρός τό τέλος τῆς Τουρκοκρατίας καί στό ξέσπασμα τῆς Ἐθνεγερσίας. Εἶναι ὁ Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως Κύριλλος Στ΄ ἀπό τήν Ἀδριανούπολη. Στήν πόλη αὐτή, μέ τή μεγάλη πνευματική ἀκτινοβολία, μορφώνεται ὁ μικρός Κώστας Σερμπετσόγλου. Ὁ μητροπολίτης Ἀδριανουπόλεως Καλλί νικος, καθώς μαθαίνει τήν ἐξαιρετική πρόοδο αὐτοῦ τοῦ παιδιοῦ στά γράμματα, τόν βραβεύει. Ἀποφασίζει νά τοῦ χαρίζει τά βιβλία τῆς ἑπόμενης χρονιᾶς πού θά τοῦ χρειαστοῦν γιά τίς σπουδές του. Ἔτσι σέ καιρούς πού τό βιβλίο εἶναι δυσεύρετο, ὁ Κώστας τό ἔχει ἐξασφαλισμένο. Ἀποστηθίζει κομμάτια ἀπό τά ἀρχαῖα ἑλληνικά καί ἀπό τούς Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας. Τό μέλλον του θά διαγραφόταν πολύ λαμπρό, ἄν διάλεγε ὅπως ἔκαναν ἄλλοι νέοι τῆς ἐποχῆς του τά μεγάλα πνευματικά κέντρα τῆς Αὐστροουγγαρίας, γιά νά εὐρύνει τή μόρφωσή του καί νά γίνει ἕνας ὀνομαστός ἐπιστήμονας.
Μιά ἱερή λαχτάρα ὅμως τρεμοπαίζει μές στά σωθικά του: Νά ὑπηρετήσει τό θυσιαστήριο τοῦ Κυρίου καί νά διακονήσει μέ ὅλο του τό εἶναι τή σταυρωμένη Ἐκκλησία του. Δέν εἶναι θαῦμα, σέ χρόνια μακραίωνης τουρκικῆς σκλαβιᾶς πού τό ράσο διαρκῶς διώκεται καί βάφεται στό αἷμα, νά μαγνητίζει συνάμα τίς νεανικές καρδιές; Καί νά! Χειροτονεῖται διάκονος μέ τ᾽ ὄνομα Κύριλλος. Ἕνα ἀπέραντο πεδίο δράσης τόν περιμένει.
Σέ ὅποια βαθμίδα κι ἄν ἀνέβηκε, εἴτε ὡς ἀρχιδιάκονος τῶν Πατριαρχείων εἴτε ὡς μητροπολίτης Ἰκονίου ἤ κατόπιν Ἀδριανουπόλεως εἴτε ὡς Πατριάρχης ἀργότερα Κων/λεως (1813), ἀναδεικνύεται «εὐσεβής, ἐλεήμων, λόγιος, μεγαλόφρων, φιλόμουσος, ἄοκνος καὶ ἐν γένει ἐραστής παντὸς ἀγαθοῦ καὶ πάσης ἀρετῆς». Δέν χτίζει μόνο νέα σχολεῖα, ἀλλά στηρίζει τούς δασκάλους κι ἐνισχύει ποικιλότροπα τούς μαθητές. Χάρη σ᾽ αὐτόν λειτουργεῖ καί ἀκμά ζει ἡ Μεγάλη Σχολή τοῦ Γένους. Πόσους ἄριστους μαθητές της δέν βράβευσε καί, καθώς ἔσκυβαν νά τοῦ φιλήσουν τό χέρι, ἄφηνε στήν παλάμη τους πουγκί μέ νομίσματα! «Πάρε τό δῶρο αὐτό», εἶχε πεῖ στόν Θεοδωράκη πού ἀρίστευσε στίς ἐξετάσεις του, «γιά νά σοῦ χρησιμεύσει γιά ἀγορά βιβλίων... Εὔχομαι νά συντελέσεις στήν ἀπελευθέρωση τῆς Πατρίδος σου ἀπό τήν ἀμά θεια». Ἀργότερα, αὐτός ὁ ἀριστοῦχος τῆς Σχολῆς τοῦ Γένους ἔγινε μητροπολίτης Ἀθηνῶν μέ τ᾽ ὄνομα Θεόφιλος.
Ὕστερα ἀπό πέντε χρόνια προσφορᾶς στόν θρόνο τῆς Κων/λεως, ὁ Σουλτάνος τόν ἐξορίζει στόν Ἄθω, ἐκεῖ πού εἶχε στείλει καί τόν Πατριάρχη Γρηγόριο Ε´. Παραμονές τῆς Ἑλληνικῆς Ἐπανάστασης φθάνει διαταγή νά τόν μεταφέρουν στήν ἰδιαίτερη πατρίδα του, τήν Ἀδριανούπολη. Μέ ἱκανοποίηση διαπιστώνει πώς ὅλοι ἐκεῖ ἑτοιμάζονται πυρετωδῶς γιά τή μεγάλη ὥρα τοῦ λυτρωμοῦ. Ξεσπᾶ σέ λυγμούς, μόλις πληροφορεῖται πώς στή μεσαία πύλη τοῦ Πατριαρχείου αἰωρεῖται ἀπαγχονισμένος ὁ Πατριάρχης Γρηγόριος Ε´. Διαισθάνεται πώς πλησιάζει κι ἡ δική του σειρά.
Τά καριοφίλια τοῦ 1821 ἔχουν ἀνάψει γιά τά καλά καί ἐξαιτίας τους καταφθάνουν στόν τοῦρκο Διοικητή τῆς Ἀδριανούπολης οἱ πρῶτες διαταγές τοῦ Σουλτάνου.
18 Ἀπριλίου, Δευτέρα τοῦ Θωμᾶ, ὁ Πατριάρχης Κύριλλος ὁδηγεῖται μπροστά στόν τοῦρκο ἡγεμόνα. Τοῦ ἀπευθύνει λόγια μοναδικά:
«Θάρρει, ἡγεμών. Ἅπαντες μίαν ἡμέραν θά ἀποθάνωμεν. Γενηθήτω τό θέλημα τοῦ Κυρίου».
Κι ὁ Διοικητής, πού πραγματικά τόν ἐκτιμάει καί ὑποφέρει πού ἀναγκάζεται νά σκοτώσει ἕναν σεβάσμιο καί ἀθῶο Ἱεράρχη, προσπαθεῖ νά δικαιολογηθεῖ:
«Μή φοβοῦ, Πατριάρχα. Πίστευσον ὅτι τό πᾶν ὑπέρ σοῦ, ἐάν ἠδυνάμην, ἤθελον πράξει».
Στήν πόρτα τῆς Ἀρχιεπισκοπῆς ὁ βρόχος εἶναι ἕτοιμος. Ὁ σεπτός μελλοθάνατος προσεύχεται, κοιτάζει στόν οὐρανό καί προφέρει δυνατά, κατά τόν ἱστορικό Σπ. Τρικούπη, τά τελευταῖα του λόγια:
«Μνήσθητί μου, Κύριε, ὅταν ἔλθῃς ἐν τῇ Βασιλείᾳ Σου».
Φρικιαστικό τό φαινόμενο. Ὁ δήμιος τραβᾶ τό σχοινί κι αὐτό δέν ὑπακούει. Σπάζει. Ὁ Πατριάρχης πέφτει ἀπότομα στό ἔδαφος. Ἔρχεται δεύτερο σχοινί. Μόλις ὅμως σηκώνει ξανά τό ἱερό σφάγιο, ξανασπάει. Ἀνταριάζει ὁ τουρκικός ὄχλος. Οἱ χριστιανοί πνίγουν τό κλάμα τους. Περνᾶ ὁ Τοῦρκος ἀπό τόν λαιμό τοῦ ἐθνομάρτυρα τό τρίτο σχοινί. Τότε ἡ ψυχή του πετᾶ ἐξαγνισμένη γιά τήν αἰωνιότητα, ἐνῶ τό πολύπαθο σῶμα του παραμένει τρεῖς μέρες κρεμασμένο. Μέ ἀγριότητα Ἑβραῖοι καί Ὀθωμανοί τό πετοῦν ὕστερα στό ποτάμι, πού τό παρασέρνει πρός τό Διδυμότειχο. Κάποιος χριστιανός ἀναγνωρίζει τό λείψανο τοῦ Πατριάρχη καί τό θάβει στόν κῆπο τοῦ σπιτιοῦ του. Ἀργότερα, ἕνας ἀνεψιός τοῦ μακαριστοῦ Κυρίλλου μεταφέρει τά ὀστᾶ του καί τά θάβει στόν νάρθηκα τῆς Μητροπόλεως.
Τέτοιες θυσίες Ἱεραρχῶν, πού τίμησαν τό ράσο τους καί τήν ἀποστολή τους καί μέ τά αἵματά τους πορφύρωσαν τή σκλάβα γῆ μας, ἐμπνέουν ἰδιαίτερα στό ξεκίνημα τοῦ Ἀγώνα τούς Ἕλληνες καί ἠλεκτρίζουν πιότερο τίς καρδιές τους γιά λευτεριά καί δικαίωση.
Ἑλληνίς
Mέ τόν Στέργιο εἴμαστε κοντοπατριῶτες· ἐκεῖνος ἀπό χωριό τῶν Γρεβενῶν, ἐγώ ἀπό χωριό τῆς Κοζάνης. Ἦταν λίγο μεγαλύτερός μου καί ἐγώ τόν ἀγαποῦσα καί τόν σεβόμουνα ἀπό μαθητής ἀκόμη. Ὅταν περνοῦσε ἀπό Κοζάνη, σταματοῦσε γιά λίγο στήν ΧΕΝ (Χριστιανική Ἕνωση Νέων). Ἐγώ τόν ἔβλεπα καί τόν θαύμαζα. Ἦταν μαθητής τοῦ π. Αὐγουστίνου (γιά τόν ὁποῖο ἔγραψε ὁλόκληρο βιβλίο ἀργότερα), καί τόν ὁποῖο εἶχα γνωρίσει ὡς Διευθυντή τοῦ Γραφείου Β10 τοῦ Β´ Σώματος Στρατοῦ, ὅπου εἶχε κοντά του πολλούς συνεργάτες (Γρατσέας, Καραδιάκος, Μακράκης, Βλιαγκόφτης, Γιομπλιάκης), μέ τούς ὁποίους εἶχα φιλίες ἀπό τό βιβλιοπωλεῖο τῆς ΧΕΝ, ὅπου βοηθοῦσα τό Δραγατσίκα καί τόν Κουτσιμανῆ. Θυμοῦμαι, μάλιστα, πώς μιά φορά ἦρθε μαζί μέ τόν Διονύσιο Τριανταφυλλόπουλο, Γυμνασιάρχη τότε στά Γρεβενά, γιά νά πάρουν μικρά βιβλία γιά νά τά δώσουν ὡς βραβεῖα στά τακτικά κατηχητόπουλα τῶν Γρεβενῶν.
Ἐκεῖνο πού μ᾽ ἐντυπωσίαζε πολύ τότε, ἦταν ἡ βοήθεια πού πρόσφερε ὁ Στέργιος στούς μαθητές πού εἶχαν κάποιες δυσκολίες στά μαθηματικά. Ἔλυνε ὅλα τά προβλήματα τῶν μεγαλύτερων φίλων μου πού ἑτοιμαζότανε γιά εἰσαγωγικές στό Πανεπιστήμιο καί συναντοῦσαν δυσκολίες. Τούς ἀνέλυε λεπτομερῶς ὅλα τά στοιχεῖα καί ὕστερα ἔφευγε γιά τή Θεσσαλονίκη ἤ γιά τά Γρεβενά, ὅποιο καί νά ᾽τανε τό δρομολόγιο, ἐπειδή στήν Κοζάνη ἀλλάζανε λεωφορεῖο καί σταθμό.
Πέρασαν ἀρκετά χρόνια καί ἀνταμώσαμε ὅταν ἐγώ ὑπηρετοῦσα στήν 113 Π.Μ.Ε. (στό Σέδες), ὡς ὑπεύθυνος τοῦ Γραφείου Ἐθνικῆς καί Θρησκευτικῆς διαφωτίσεως (1958). Κατέβαινα συχνά στή Θεσσαλονίκη καί πήγαινα στήν «Ἀπολύτρωση» (Πέλοπος 7), ὅπου ἀνταμώναμε. Χαιρόμουνα πολύ ὅταν τύχαινε νά ὁμιλεῖ ὁ Στέργιος στήν αἴθουσα τῆς Ἀδελφότητος, ὅπου συνέρρεε πλῆθος κόσμου. Στή Θεσσαλονίκη συνδέθηκα μέ τούς συναδέλφους στό Πανεπιστήμιο καί μέ κάποιους ἀπό τούς καθηγητές (Ἔξαρχο καί Σιώτη), οἱ ὁποῖοι τοῦ ἔδειχναν ἰδιαίτερη ἀγάπη.
Ὅταν ἀπολύθηκα καί ἐπέστρεψα στήν Ἀθήνα, ἄρχισα νά συνεργάζομαι στίς Ἐκδόσεις «Ἀστέρος», ὅπου μ᾽ ἐπισκεπτόταν ὁ Στέργιος ὅταν κατέβαινε στήν πρωτεύουσα. Μέ τό πέρασμα τῶν χρόνων ἐγώ ἔφυγα γιά ἀνώτερες σπουδές στή Γαλλία καί ὁ Στέργιος στή Γερμανία. Στό Παρίσι ξαφνιάστηκα ὅταν τόν εἶδα μπροστά μου: «Πῶς ἐδῶ Στέργιο;». «Ἔμαθα ὅτι εἶσαι ἐδῶ καί ἦρθα νά σέ ἰδῶ. Ἔχω μαζί μου καί τόν ἄλλο Στέργιο, τόν Τσάμη, πού ἀσχολεῖται μέ τή Θρησκειολογία». Τά εἴπαμε, τούς ξενάγησα ὅσο μποροῦσα καί ὅσο ἦταν ἐλεύθεροι καί χωρίσαμε. Φεύγοντας γιά τή Γερμανία, μοῦ λέει: «Σέ λίγο θά γυρίσω στήν Ἑλλάδα. Καθώς προχωρεῖς στή διατριβή σου, ἄν συναντήσεις κάποια δυσκολία στά χειρόγραφα, γράψε μου, γιατί ἐγώ ταξιδεύω συχνά στό Ἅγιον Ὄρος καί ἔχω φίλους στίς ἁγιορείτικες βιβλιοθῆκες». Καί ὄντως, ὅταν βρέθηκα σέ τέτοιες δυσκολίες, τοῦ ἔγραψα καί ἐκεῖνος ἔσπευσε νά ξοδέψει χρόνο καί λεφτά γιά νά μ᾽ ἐξυπηρετήσει. Τοῦ χρωστῶ, λοιπόν, καί γι᾽ αὐτές τίς διευκολύνσεις βαθειά εὐγνωμοσύνη.
Τά χρόνια περνοῦσαν καί οἱ σχέσεις μας γίνονταν, λόγῳ τῶν θεολογικῶν μας θεμάτων, ὅλο καί στενότερες. Ἐκεῖνος ἀνέβαινε τά καθηγητικά σκαλοπάτια καί ἐγώ σιγάσιγά προχωροῦσα στά ὑμνολογικά μου μονοπάτια. Ἀνταλλάζαμε τά μελετήματα καί τά βιβλία μας καί ἐγώ ἐθαύμαζα πάντα τόν ἱεροκήρυκα καί τόν καινοδιαθηκολόγο πού ἀνέβαινε ὅλο καί πιό ψηλά. Τόν βοηθοῦσα καί μέ βοηθοῦσε διά τῆς προσευχῆς. Καί ὅταν κάποτε τύχαινε νά ὑποφέρω ἐγώ μέ στήριζε ἐκεῖνος καί ὅταν κάποιος πειρασμικός ἄνεμος τόν χτυποῦσε, ἐγώ πού διάβαζα καί μετέφραζα τά «Γεροντικά» τοῦ ἔλεγα τ᾽ ἀνάλογα Ἀποφθέγματα: «Ἔπαρον τοὺς πειρασμοὺς καὶ οὐδεὶς ὁ σωζόμενος» ἤ τό ἄλλο: «Ὅσο δυνατότερα φυσάει ὁ ἄνεμος, τόσο βαθύτερα πᾶνε οἱ ρίζες τοῦ δέντρου στή γῆ, γιά ν᾽ ἀντέχει».
Ὅπως ἔχω σημειώσει πιό πάνω, χαιρόμασταν τήν ἀδελφική φιλία καί τήν συνεργασία ὅπου μπορούσαμε. Θυμοῦμαι τώρα μέ πολλή συγκίνηση, ὅταν ἐπέστρεψα ἀπ᾽ τίς σπουδές μου στό ἐξωτερικό, τό ἔμαθε ὁ Στέργιος καί, πηγαίνοντας ἀπό Θεσσαλονίκη γιά τά Γρεβενά, πῆρε ταξί ἀπό τήν Κοζάνη καί ἦρθε νά με ἰδεῖ στήν Λευκοπηγή. Ἀγκαλιαστήκαμε συγκινημένοι καί οἱ δύο καί ὁ πατέρας μου τόν παρακάλεσε νά μείνει καί νά φάει μαζί μας, τό βρισκούμενο. Ἔμεινε καί κουβεντιάζαμε ὥρα πολλή. Ὁ πατέρας μου, πού ἤξερε ὅλα τά χω ριά καί τά βουνά τῶν Γρεβενῶν, ἄρχισε νά τόν ρωτάει διάφορα πράγματα καί ὁ Στέργιος ἀπαντοῦσε. Καί τότε λέει σέ μιά στιγμή ὁ Στέργιος:
Ξέρεις, μπαρμπαΒασίλη, ἔχω κι ἐγώ βοσκήσει κοπάδια καί ἔχω ὀργώσει καί ἔχω σπείρει, ὅπως καί ὁ γιός σου καί φίλος μου. Θά σοῦ πῶ, ἀκόμα, ὅτι ἔχω ἔρθει στήν κατοχή, πού φύγαμε ἀπό τά Γρεβενά καί μείναμε προσωρινά στό γειτονικό σας Γενήκιοϊ, γιά ν᾽ ἀποφύγουμε τούς Ἰταλούς πού κρατοῦσαν τήν πόλη καί τά χωριά μας. Μάλιστα, ἐδῶ, στά χωράφια πού θερίζανε, ἐγώ καί ἡ ἀδελφή μου ἡ Μαρία ὅταν μάζευαν οἱ θεριστάδες τά δεμάτια, ἐμεῖς, σάν τήν σταχομαζώχτρα τοῦ Παπαδιαμάντη, μαζεύαμε στάχυστάχυ ὅ,τι ἔπεφτε. Τό ξεσπυρίζαμε στό σπίτι καί μετά τό ἔφερνα στόν ὦμο στό χωριό σας, στόν μύλο τοῦ Ἀντώνη Φλώρου καί τό ἄλεθα καί τό κουβαλοῦσα πάλι στόν Ἄργυλο (ἔτσι λέγεται τώρα τό Γενήκιοϊ), ὅπου ἡ μάνα μας ζύμωνε τό εὐλογημένο ψωμί!
Ὁ πατέρας μου τόν κοιτοῦσε χωρίς νά τόν διακόψει ἀλλά κάποια στιγμή δέν βάσταξε:
Νά σέ ρωτήσω κάτι, κ. Στέργιο: Ἔβοσκες γίδια, ὄργωνες, ἔσπερνες, κουβαλοῦσες σακκιά στόν ὦμο τό σιτάρι καί τό ἀ λεύρι καί τώρα κατάντησες (δηλαδή, ἔφτασες νά γίνεις) Καθηγητής Πανεπιστημίου! Πῶς ἔγινε;
Μήν ἀπορεῖς, μπαρμπαΒασίλη, ἔτσι θά γίνει καί ὁ γιός σου, τώρα πού τελείωσε τίς σπουδές του. Βοηθάει ὁ Θεός ὅταν προσευχόμαστε καί ὅταν τοῦ τό ζητοῦμε γιά τό καλό τῆς Ἐκκλησίας καί τῶν χριστιανῶν.
Ὁ πατέρας μου γιά νά τόν εὐχαριστήσει τοῦ εἶπε καί ἕνα τραγούδι «Στό Γρεβενό, στό Γρεβενό, τόν ἔμορφο τόν τόπο...».
* * *
Ὁ Στέργιος Σάκκος ἦταν ὁ ἱεροκήρυκας καί ὁ ἐπιστήμων Καινοδιαθηκολόγος. Ὡς ἱεροκήρυκας ἀκολουθοῦσε τά ἴχνη τοῦ γέροντά του π. Αὐγουστίνου καί διακονοῦσε τόν ἱερόν Ἄμβωνα σ᾽ ὅλα τά μήκη καί τά πλάτη τῆς Ἑλλάδος, ὅπου τόν καλοῦσαν. Ἦταν ἀκάματος ἐργάτης τοῦ Εὐαγγελίου καί προσπαθοῦσε νά μιμηθεῖ σέ ὅλα τόν ἱερό Χρυσόστομο γιά τόν ὁποῖο ἔγραψε οὐκ ὀλίγα. Ὡς Καθηγητής τῆς Εἰσαγωγῆς καί τῆς Ἑρμηνείας τῆς Καινῆς Διαθήκης ἔγραψε πολλά καί βοήθησε πολύ τούς φοιτητάς του νά βροῦν τόν σωστό δρόμο προσέγγισης καί ἑρμηνείας τῆς Ἁγίας Γραφῆς. Μέ τήν πάροδο τοῦ χρόνου θά κριθοῦν καί θά ἀξιολογηθοῦν ἀπό ἁρμοδίους τά ἔργα του. Ἐκεῖνο πού μένει ζωντανό καί πληθυνόμενο καί αὐξανόμενο διαρκῶς εἶναι τό ἱεραποστολικό ἔργο του καί στά Κατηχητικά καί στίς Κατασκηνώσεις καί ἰδιαίτερα στήν παιδευτική πνοή πού ἔδωκε στήν Ἀδελφότητα «Χριστιανική Ἐλπίς», πού μέ τίς ὁδηγίες του, τίς θυσίες του καί τήν ὁλοκληρωτική ἀφοσίωσή του, ἔγινε κόσμημα στήν ὅλη διακονία τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος.
Π. Β. Πάσχος
Ὁμότιμος Καθηγητής
τοῦ Πανεπιστημίου Ἀθηνῶν
«Δέν μπορεῖς νά μέ καταλάβεις, ὅσο κι ἄν προσπαθεῖς. Δέν ἔζησες αὐτό πού ζῶ ἐγώ», ἔκανε μέ παράπονο ἡ νεαρή μου φίλη καί τά μάτια της δακρύσανε. Ἐδῶ καί δύο χρόνια σηκώνει τόν σταυρό μίας μαρτυρικῆς ἀσθένειας...
«Ἴσως ἐγώ νά μή μπορῶ», ἀπάντησα μέ συντριβή. «Μπορεῖ ὅμως Αὐτός», εἶπα καί ἔδειξα τόν Ἐσταυρωμένο πού κρεμότανε στόν τοῖχο ἀπέναντι. «Αὐτός πού ἔζησε αὐτό πού ζῆς ἐσύ: τόν πόνο τοῦ σώματος ἐπάνω στόν σταυρό, ὁ ἀναμάρτητος...». Στύλωσε μέ λαχτάρα τή ματιά της στόν σταυρό καί ὁ πόνος στή μορφή της γλύκανε.
Ἐκεῖνος, ὁ Νυμφίος, καταλάβαινε. Ἐκεῖνος πού ἄφησε ἑκούσια τήν ἀνενδεῆ ἀπάθεια τῆς θεότητας, γιά νά φορέσει τό φθαρτό ἀνθρώπινό μας ἐνδιαίτημα• Ἐκεῖνος πού ἁγίασε ὅλο τόν πόνο μας μέ τόν πόνο Του. Δέν ἔμεινε θλίψη ἀνθρώπινη πού νά μή ζήσει ὁ Θεός τοῦ Γολγοθᾶ στή γήινη πορεία Του: δοκίμασε τή φτώχεια μας, ρακένδυτος σέ μιά σπηλιά τῆς Βηθλεέμ• τήν προσφυγιά, ἐξόριστος στήν Αἴγυπτο• τή φθονερή συκοφαντία, κατατρεγμένος ἀνελέητα ἀπό τούς φαρισαίους καί τούς γραμματεῖς• τή χλεύη καί τήν ἀδικία στό πραιτώριο καί τήν ἀχαριστία αὐτῶν πού κραύγαζαν τό «σταύρωσον!»• τήν ἐγκατάλειψη, ὅταν οἱ φίλοι φεῦγαν στή Γεθσημανῆ• τήν προδοσία, ὅταν ὁ μαθητής του Τόν παρέδιδε μέ φίλημα• τή μοναξιά, μιά μοναξιά πού δέν τή βίωσε ποτέ κανένα πλάσμα ἀνθρώπινο, ὅταν μέ ὀδύνη φώναζε ἐπάνω στόν σταυρό: «Θεέ μου Θεέ μου, ἱνατί με ἐγκατέλιπες;» (Μθ 27,47). Ὥς καί ὁ Πατέρας, ὁ Θεός, ἀπέστρεφε τό βλέμμα Του ἀπό τή βδελυρή ἀνθρώπινη ἁμαρτία πού φορτώθηκε ἑκούσια ὁ ἠγαπημένος, ὁμοούσιος Υἱός, μόνος, μονώτατος ἐπάνω στόν σταυρό• καί ὕστερα τήν κρύα γεύση τοῦ θανάτου καί τήν παγωνιά τοῦ τάφου• Ἐκεῖνος, ἡ Αὐτοζωή!
Κοιτάζω τόν σταυρό κι ἐγώ, γιά νά ἀνακουφίσω τόν δικό μου κρυφό πόνο μέσα μου. Κάθε μου δάκρυ ἀνθρώπινο ἔβρεξε πρῶτα τό δικό Του θεῖο πρόσωπο. Ἔγινε ὁ Θεός μου ἄνθρωπος, γιά νά βρῶ ἐγώ συνάνθρωπο, κάποιον νά μέ καταλαβαίνει ὥς τά μύχιά μου τήν ὥρα πού φωνάζω ὀδυνώμενη μαζί μέ τόν Δαβίδ: «καὶ ὑπέμεινα συλλυπούμενον καὶ οὐχ ὑπῆρξε• καὶ παρακαλοῦντας καὶ οὐχ εὗρον» (Ψα 68,21). Ἔψαξα ἀνθρώπινη καρδιά νά μέ συλλυπηθεῖ καί δέν ὑπῆρχε• καί ἀνθρώπους παρηγορητές καί δέν τούς βρῆκα πουθενά.
Τήν ὥρα πού πονῶ μοναχικά καί ἀκατανόητα στό σῶμα ἤ στήν ψυχή εἶναι ἡ εὐκαιρία μου• ἡ εὐκαιρία πού μοῦ χάρισε ὁ ἠγαπημένος μου Θεός πού πάντοτε πονᾶ, γιατί ἐγώ δέν Τόν ἀγάπησα: νά γνωριστοῦμε, νά μοιραστοῦμε τίς καρδιές μας πού πονοῦν, νά σφιχταγκαλιαστοῦμε στόν σταυρό, νά ἀλαφρώσει, ὅπως μοναδικά γνωρίζει Ἐκεῖ νος, τό φορτίο μου, νά τό μετουσιώσει σέ χαρά• ἐκείνη τή βαθειά, λεπτότατη χαρά, πού ἄφησαν θησαυρό στόν κόσμο μας οἱ ἅγιοι, ὅταν μᾶς λέγανε παράδοξα: «ἀγάπησα τό μαρτύριο»• ὅταν τελείωναν τή μαρτυρική ζωή τους μέ ἕνα «Δόξα τῷ Κυρίῳ πάντων ἕνεκεν».
Θυμήθηκα ἕνα νεαρό παιδί καθηλωμένο στό ἀναπηρικό του καροτσάκι ἀπό τή σκλήρυνση πού μοῦ ᾽λεγε: «Εὐχαριστῶ γιά τήν ἀρρώστια μου. Ἄν δέν τήν εἶχα, δέν θά χαιρόμουν τόν Θεό ποτέ!».
Αὐτή ἡ χαρά μέσα στά δάκρυα, ἕνα ἀπό τά πιό πανάκριβα, ὑπέρλογα δωρήματα τοῦ πάθους τοῦ Χριστοῦ καί τῆς ἀνάστασης, τότε καί σήμερα καί πάντοτε!
Μέσα σέ μιά βαθειά σιωπή ἡ φίλη μου κοιτάζει ἀκόμα τόν σταυρό. Πιάνω τό χέρι της μέ ἀλληλέγγυα στοργή:
«Ἀδελφή μου, ὅταν πονᾶς, κοίταξε τόν σταυρό! Μονάχα τόν σταυρό! Ἐκεῖ ὑπάρχει Αὐτός πού σέ καταλαβαίνει ἀπόλυτα».
Νιώθω τήν ἱλαρή μορφή Του νά μερεύει τήν πληγή μου μέσα μου καί ἡ ψυχή μου ψιθυρίζει εὐγνώμονα:
Σ᾽ εὐχαριστῶ πού πόνεσες, Θεέ μου! πού καταδέχτηκες ν’ ἀναδεχθεῖς Ἐσύ, ὁ ἀναμάρτητος, ὅλη τή θλίψη πού συσσώρευσε στή λίγη ἀνθρώπινη ζωή μου ἡ ἁμαρτία, ἡ πτώση τῆς παρακοῆς μου στήν Ἐδέμ.
Σ᾽ εὐχαριστῶ πού πόνεσες, γιά νά μήν εἶμαι ἐγώ μόνη, ὅταν πονῶ• γιά νά ᾽χω Ἄνθρωπο, Θεάνθρωπο νά μέ καταλαβαίνει ὥς τά βάθη μου.
Σ᾽ εὐχαριστῶ πού πόνεσες ἐπάνω στόν σταυρό, γιά νά μοῦ δείχνεις ἀδιάψευστα πώς τέρμα τῆς δοκιμασίας εἶναι μόνο ἡ Ἀνάσταση στό ἐδῶ καί στό ἐπέκεινα• ἡ Ἀνάσταση ἀπ᾽ τήν ἀπελπισία, πού μαραίνει τήν ψυχή, καί ἀπό τά πάθη μου, πού κάνουν μόνο αὐτά τόν πόνο μου ἀβάσταχτο• κι ἡ Ἀνάσταση ἡ ἄλλη, ἡ αἰώνια, πού θά γευτῶ ὅταν, συμμέτοχη στό πάθος Σου σ᾽ αὐτήν ἐδῶ τή γῆ, θά κοινωνήσω μέ τή χάρη Σου στήν ἀτελεύτητη ὀμορφιά τῆς Βασιλείας Σου. Ἀμήν.
Μαρία Παστουρματζῆ
Ἡ πορεία τοῦ Χριστοῦ πρός τό ἑκούσιο πάθος συνιστᾶ τό αἰώνιο ὑπόδειγμα ἄκρας συνέπειας ἔργων καί λόγων. Σέ ἀντίθεση μέ πλείστους ὅσους φιλοσόφους καί φιλοσοφοῦντες προγενεστέρων αἰώνων καί κοινωνικούς ἀναλυτές καί μελετητές τῆς ἀνθρώπινης ψυχῆς, τῆς ἀνύπαρκτης γιά πολλούς ἀπό αὐτούς, ὁ Χριστός ἀπευθύνθηκε καί ἀπευθύνεται στόν πονεμένο ἄνθρωπο μέ λόγια ἁπλά καί πλήρως κατανοητά. Δέν εἶναι συνεπῶς τό ἀκατανόητο ἤ τό δυσνόητο τῶν λόγων πού ἀπωθεῖ διαχρονικά τούς ἀνθρώπους, ἀλλά οἱ συνέπειες ἐκ τῆς ἀποδοχῆς αὐτῶν.
Ὁ Χριστός καλεῖ διαχρονικά τούς πιστούς νά ἄρουν τόν σταυρό τους. Τί ἐννοεῖ; Γιατί δέν ἔκανε τόν λόγο του πιό ἑλκυστικό, παρηγορητικό ἤ ἐνθουσιαστικό, ὥστε νά κερδίσει περισσότερο τή συμπάθεια τοῦ εὐμετάβλητου σέ κάθε ἐποχή λαοῦ, ὁ ὁποῖος τελικά πέφτει θύμα τῶν δημαγωγῶν; Ὁ Χριστός δέν ὑπῆρξε δημαγωγός ἤ δάσκαλος τῆς οὐτοπίας, ὅπως τόν χαρακτήρισαν κάποιοι ἐμπαθεῖς ἤ ἀνήμποροι νά ἀποδεχθοῦν τόν λόγο Του. Ὁ Χριστός τόνισε στόν Πιλᾶτο• «εἰς τοῦτο ἐλήλυθα εἰς τὸν κόσμον, ἵνα μαρτυρήσω τῇ ἀληθείᾳ» (Ἰω 18,37). Καί εἶναι ἀποδεκτό ὅτι ἡ ἀλήθεια εἶναι πικρή. Δέν ἦλθε νά πείσει μέ ἐπιχειρήματα ἀνθρώπινης σοφίας, γι’ αὐτό καί τό κήρυγμά του πολλοί τότε, συντριπτικά περισσότεροι σήμερα, τό χαρακτηρίζουν μωρία! Ἦλθε νά ἐλευθερώσει τόν ἄνθρωπο, τόν δυναστευόμενο ἀπό τή δουλεία τοῦ διαβόλου, τόν αὐτοσταυρούμενο μέ τά βέλη τῶν ἁμαρτιῶν πού διαπράττει.
Ἡ μεγάλη τραγωδία τοῦ ἀνθρώπου εἶναι ὅτι ἀπέκρουσε καί ἀποκρούει τόν λόγο τοῦ Χριστοῦ στό ὄνομα τῆς προσωπικῆς του ἐλευθερίας. Βλέπει παντοῦ στή διδασκαλία Του ἀπαγορεύσεις στερητικές αὐτῆς καί βαυκαλίζεται μέ τήν ψευδαίσθηση τῆς ἐλευθερίας στήν ἀπόρριψή της. Καί ὅμως ὁ Χριστός ὑπῆρξε ὁ μόνος πού συμπόνεσε τόν λαό, πού τόν εἶδε ὡς πρόβατα χωρίς ποιμένα καταδυναστευόμενο ἀπό τόν ἀρχέκακο διάβολο καί τά ὄργανά του, πού ἀσκοῦσαν καί ἀσκοῦν στόν ἴδιο βαθμό τίς ἐξουσίες ἐπάνω στή γῆ! Ὁ Χριστός δέν ἐπωφελήθηκε στό ἐλάχιστο ἀπό τόν ἐντυπωσιασμό τοῦ λαοῦ καί τήν προσήλωση στό πρόσωπό Του ὥς καί λίγες ἡμέρες πρίν ἀπό τόν θάνατό Του. Γνώριζε ὅτι οἱ δημαγωγοί θά ἐξέρχονταν νικητές γιά μία ἀκόμη φορά καί θά ἔπειθαν τόν λαό νά κραυγάσει «σταύρωσον, σταύρωσον». Ὁ Χριστός πορεύθηκε πρός τό πάθος καί ἔκτεινε τά χέρια στόν σταυρό δείχνοντας τήν ἀπέραντη ἀγάπη του πρός τόν πάσχοντα ἄνθρωπο• ἀκόμη καί πρός ἐκεῖνον πού δέν εἶχε τή συναίσθηση ὅτι πάσχει, τόν ἐμπαθῆ ἄρχοντα τοῦ Ἰσραήλ, πού τόν ὁδήγησε στήν καταδίκη, ἐπειδή διέψευσε τό ὅραμά του νά τοῦ προσφέρει ἐγκόσμια ἐξουσία. Τό θαυμαστό καί παραβλεπόμενο «πάτερ, ἄφες αὐτοῖς• οὐ γὰρ οἴδασι τί ποιοῦσι» (Ἰω 23,34), τό ὁποῖο ἐπαναλαμβάνει ὁ πρωτομάρτυρας διάκονος Στέφανος μέ τό «Κύριε, μὴ στήσῃς αὐτοῖς τὴν ἁμαρτίαν ταύτην» (Πρξ 7,60), εἶναι τό μεγάλο θαῦμα τῆς ἀγάπης. Ὁ ἐμπαθής ἄνθρωπος προτιμᾶ τό μίσος ἀπό τήν ἀγάπη, τήν ὁποία στίς σύγχρονες γλῶσσες ἔχει ὑποβιβάσει καί ταυτίσει μέ τόν ἔρωτα, σέ πρώτη φάση, μέ τή γενετήσια ἱκανοποίηση, τελικά.
Ὁ ἄνθρωπος ἀρνεῖται νά σηκώσει τόν σταυρό τοῦ Χριστοῦ. Προτιμᾶ νά σηκώνει κάποιον ἄλλον, κατά πολύ πιό βαρύ καί καταθλιπτικό, ἐπαιρόμενος συνάμα γιά τήν ἀποτίναξη τῶν παντοίων ζυγῶν. Ἀμετανόητος παραμένει δοῦλος τῶν παθῶν του, βασικότερα ἀπό τά ὁποῖα εἶναι ἡ φιλαργυρία, ἡ φιληδονία καί ἡ φιλοδοξία. Κυριευμένος ἀπό τή φιλαργυρία, διακηρύσσει τά περί ἰσότητας καί δικαιοσύνης, ὅμως ὁδηγεῖ μέ τήν ἀπληστία του τούς συνανθρώπους του στήν ἔσχατη ἔνδεια. Κυριευμένος ἀπό τή φιληδονία ὁδηγεῖται στήν αὐτοκαταστροφή του προσφέροντας τόν ἑαυτό του θυσία στόν βωμό τῶν ἀκόρεστων ἡδονῶν του. Κυριευμένος ἀπό τή φιλοδoξία, αἱματοκυλίει τήν ἀνθρωπότητα σπέρνοντας παντοῦ τόν θάνατο καί τήν ὑποδούλωση στό ὄνομα τῆς ἐλευθερίας, τήν ὁποία κατανοεῖ μόνο κατά τήν οἰκονομική της διάσταση.
Κάποιοι κοινωνικοί ἀναλυτές, ἀνήμποροι νά ἑρμηνεύσουν τήν ἀνθρώπινη τραγωδία, χρησιμοποιοῦν ὅρους ὑλιστικῆς φιλοσοφίας καί θεωροῦν τόν ἐμπαθῆ δήμιο τῶν συνανθρώπων του καταδικαστέο στό ὄνομα τοῦ φυσικοῦ δικαίου, τοῦ ἀνύπαρκτου δηλαδή, καί δικαιώνουν τό θύμα παραβλέποντας δυό ἄκρως σημαντικές πτυχές τοῦ ἀνθρώπινου προσώπου: 1) Οἱ θύτες εἶναι συνάμα καί θύματα. 2) Τά θύματα εἶναι ἐν δυνάμει θύτες, ὅταν ζοῦν μέ τό ὄνειρο νά περάσουν στή χορεία τῶν πρώτων.
Ὑπό τίς συνθῆκες αὐτές ὁ πόνος εἶναι ἀφόρητος γιά θύτες καί θύματα. Καί φυσικά δέν κάνει διάκριση στίς ἐπισκέψεις του, ἄν καί παρουσιάζεται ὑπό διαφορετικές μορφές. Ἡ προσπάθεια φυγῆς ἀπό τόν πόνο χαρακτηρίζει τόν ἄνθρωπο χωρίς Θεό. Οἱ ἔχοντες προσφεύγουν στίς μεσσιανικές διακηρύξεις κάποιων ἐπιστημόνων, οἱ ὁποῖοι ὅμως ἀδυνατοῦν νά προσφέρουν θεραπεία τῆς ψυχῆς, τήν ὕπαρξη τῆς ὁποίας ἀρνοῦνται ἤ ἀγνοοῦν. Οἱ ἀπόκληροι ἀποδέχονται τή «μοίρα» τους χωρίς ἐλπίδα συντριβόμενοι ἀπό τήν ἀνέχεια, στήν ὁποία τούς ὁδήγησε ἡ ἀπληστία τῶν ὀλίγων.
Καί οἱ μέν καί οἱ δέ παραλύουν μπροστά στόν ἀκραῖο ἀνθρώπινο πόνο, τόν θάνατο. Μή ἔχοντες ἐλπίδα ἐπιχειροῦν νά προσφέρουν στόν ἑαυτό τους κάποια ψεύτικη παρηγοριά ἐπιτιθέμενοι συνάμα κατά τοῦ Χριστοῦ. Τί φοβερό, ὁ ἀναστάσιμος παιάνας «Χριστός ἀνέστη» νά ἠχεῖ γιά τούς αὐτοσταυρούμενους δούλους τῶν παθῶν ὡς πένθιμο ἐμβατήριο! Πόσο τραγικό νά πεθαίνει κάποιος σταυρωμένος χωρίς ἐλπίδα ἀνάστασης!
Ἀπόστολος Παπαδημητρίου