Super User

Super User

Τετάρτη, 02 Ιούλιος 2014 03:00

Νέου χρόνου ἀνατολή

Στοῦ νέου χρόνου τήν ἀνατολή
ἀδάπανο τό Φῶς Σου ν᾿ ἁπλώνεται
στά μονοπάτια πού καθόρισες
νά περπατήσω·
καί τά ἐνδότερα τοῦ εἶναι μου
νά τά φωτίζεις γιά νά κατανοῶ
τά ἅγια μυστήρια τοῦ μεγαλείου Σου.

 Στοῦ νέου χρόνου τήν ἀνατολή
 ἡ πατρική ἀγάπη Σου
λάβα νά καίει στήν καρδιά μου·
νά τήν ἀναμοχλεύει·
νά λειώνει κάθε ἄχρηστο καί περιττό.
Νά πλάθομαι μέρα μέ τή μέρα
τῆς χάρης Σου δοχεῖο θεϊκό.

Στοῦ νέου χρόνου τήν ἀνατολή
νά μοῦ ἀποκαλύπτεις
τήν Πολιτεία τοῦ ουρανοῦ·
νά μ᾿ ἀνεβάζεις ἀπό τή γῆ
ὅπου καθηλωμένη μέ κρατοῦν
τά σιδηρά δεσμά τῆς ματαιότητας
καί τοῦ ἐγωισμοῦ.

Στοῦ νέου χρόνου τήν ἀνατολή
στή στοργική ἀγκάλη σου
ἀφήνω τό σῶμα μου καί τήν ψυχή.
Ἀσφάλισέ τα καί ἁγίασέ τα,
Πατέρα μου καί Λυτρωτή.

                 Γ.Δ.

 

Σάββατο, 12 Ιούλιος 2014 03:00

Μιά ζωή ἐδῶ!

Greece 2 24 edited «Πάλι στήν ἐκκλησία; Μά τί θά γίνει ἄν δέν πᾶς μιά Κυριακή; Αὔριο θά πᾶμε θά­λασ­σα», μοῦ εἶπε ἡ νεαρή ξαδέλφη μου μέ ἕναν τόνο εἰρωνείας στή φωνή. Τήν κοίταξα μέ συγκατάβαση. Πῶς νά τῆς ἐξηγοῦσα ἄλλωστε...

Τ᾿ ἄλλο πρωί βρέθηκα στό ναό. Μπροστά μου μιά μικρούλα ἴσαμε τέσσερα χρο­νῶν σταύ­ρωνε τά χεράκια της σέ στάση προ­σευ­χῆς. Πίσω μου μιά γερόν­τισσα ἔσυ­ρε τό στασίδι της. Τά χρόνια κύρτωναν τούς ὤμους της μά εἶχε στά μάτια της τήν ἡμεράδα τοῦ τα­ξιδευτῆ, ὅταν ἀράζει στό λιμάνι του.

-Ἦρθες, Σοφία -ἀκούστηκε ἡ δι­πλα­νή φω­­νή-, πάλι στήν ἐκκλησία σου...

-Ἦρθα, Ἑλένη· δόξα νά ᾿χει ὁ Θεός· ποῦ ἀλλοῦ νά πᾶμε; Ἐδῶ εἶναι ἡ χαρά καί ἡ γα­λήνη μας. Μιά ζωή ἐδῶ...

Ἀγγίζαν τοῦτα τά λόγια τῆς ἀγάπης τήν καρδιά μου τήν πρωτόπειρη. Τήν κάνανε νά γονατίζει εὐλαβικά μέσα στό σπίτι τοῦ Θεοῦ.

Κεντοῦσε ἡ αὐγή μικρούς σταυρούς ἀπό λευκόχρυσο στίς λάμπουσες ψηφίδες πού ζωγράφιζαν τή Μάνα τοῦ Θεοῦ. Τό φῶς ἱε­ρουρ­γοῦσε τή λατρεία του στήν ἄσπιλη μορ­φή ἐκείνης πού προσφέρθηκε ζῶσα λατρεία στόν Θεό, πανάγιο πρόσφορο, αἰρόμενο ἐπά­νω στά φτερά τῶν Χερουβείμ, νά μοῦ θυμίζει, καθώς μπαίνω στό ναό, πώς πρέπει ἡ πή­λινή μου ὕπαρξη νά σηκωθεῖ στόν οὐρανό, γιά νά μετέχω στή θυσία τοῦ Ἀμνοῦ.

Ἀπ᾿ τίς μισανοιγμένες πύλες τοῦ Ἱεροῦ κοιτάζω τήν Ἁγία Τράπεζα. Λαμποκοπᾶ στό βύσσινο τοῦ αἵματος καί στό χρυσάφι τοῦ φωτός· αἷμα καί φῶς τό νάμα πού ἀνάβλυσε ἀπό τά τρυπημένα χέρια τοῦ Ἀρνίου πού ἀνοίγουν πάνω της. Σέ λίγο ἐκεῖ, στό βυσσινόχρυσό της κάλυμμα, θά τελεσθεῖ καί πάλι ἡ θυσία τοῦ Σταυροῦ. Θά θυσιάζεται ὁ Ἀμνός πάνω σ᾿ ἐκεῖνο τό Τραπέζι πού φυλάγει μές στά σπλάχνα του λείψανα τῶν θυσιασμένων στήν ἀγάπη του· καί ἡ Ἁγία Τράπεζα θά γίνει Γολγοθᾶς, πού γύρω του θά συναχθεῖ ἀκέραιος ὁ Παράδεισος: οἱ ἅγιοι, πού ἀκολουθῆσαν τόν Νυμφίο ἀπό τά λίκνα τῆς Βηθλεέμ τά διωκόμενα μέχρι τήν ἀγωνία τῆς Γεσθημανῆ, κι οἱ ἄγγελοι, τά Χερουβείμ καί Σεραφείμ, πού τώρα ἀνάγλυφα στούς δίσκους τούς χρυσούς περιχορεύουν στό Σταυ­ρό.

Ἰλιγγιῶ μπροστά στήν ἄκρα συγκατάβαση· πίσω ἀπ᾿ τά τέμπλα τοῦ Ἱεροῦ θά χα­μη­λώσει ὁ οὐρανός· τό ἄυλο καί ἄ­κτιστο· καί τό κτιστό, πού ὅμως κοι­νώ­νησε στήν ἀφθαρσία τοῦ Ἀναστη­μέ­νου κι ἀφθαρτί­στη­κε· κι ἀνάμεσα σ᾿ ἁγίους καί ἀγγέλους χέρια ἀνθρώπινα θά λογχίζουνε τό Σῶμα τοῦ Θεοῦ, ὅπως ἐκεῖνα πού τόν κάρφωσαν ἐπάνω στό σταυρό τοῦ Γολγοθᾶ· τότε, ἀσέβεια καί ἔγκλημα· τώρα, λατρεία καί εὐχαριστία, ἡ πιό ὑπέρτατη...

Ἰλιγγιῶ μπροστά στήν ἄπειρη συγχώρεση· κι ἀναλογίζομαι μέ δέος τή χαρά καί τόν τρομακτικό σταυρό τοῦ λειτουργοῦ. Δέν θά μποροῦσα -λέω- δέν θά ἄντεχα...

Ἔτσι, μέ τήν καρδιά μαλακωμένη μπρός στό θαῦμα πού θά τελεσθεῖ, εἰσέρχομαι στή βασιλεία τοῦ Θεοῦ. Ὁ Ὄρθρος τέ­λειωσε. Ἡ θεία Λειτουργία ἄρχισε. Τώρα ὑπάρχω ἀ­νάμεσα οὐρανοῦ καί γῆς. Μοῦ τό θυμίζουνε αὐτό τά δύο χρώματα πού ἀνταμώνουνε στό φόντο πίσω ἀπό τῶν ἁγίων τίς μορφές. Κάτω τό πράσινο τῆς γῆς, ἐπάνω περισσότερο, ἄμετρα περισσότερο τό μπλέ τοῦ οὐρανοῦ. Στούς τοίχους τοῦ ναοῦ ζω­γραφισμένος ὁ Παράδεισος, αὐτός πού δέν μπορῶ ἤ δέν θά ἄντεχα νά δῶ μπρός στήν Ἁγία Τράπεζα: ἡ ἐστεμμένη Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ· ἀπ᾿ τή μεριά μου οἱ ὁμόφυλες, ὁσίες μέ λευκά μαλλιά, μητέρες καί παρθένες, τρυφερά παιδόπουλα... Εἴμαστε ὅλες μας ἐκεῖ· κι ἀπέναντι οἱ ἅγιοι· στεφανηφόροι βασιλεῖς καί ἱερεῖς, ἄσημοι καί ἁπλοϊκοί κι ἐγγράμματοι...

Μέσα στό σπίτι τοῦ Θεοῦ σβήνει εἰρηνικά κάθε διαχωριστική γραμμή πού χαράξανε ἀνάμεσά μας ἡ ἀνθρώπινη ἁμαρτία καί μικρότητα κι οἱ τοῖχοι ζωγραφίζουν σιω­πη­λά: «οὐκ ἔνι ἄρσεν καί θῆλυ· βάρβαρος, Σκύ­­θης, δοῦλος, ἐλεύθερος· πάντες ὑμεῖς εἷς ἐστε ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ».

Ὅλοι μας ἕν· συνοδοιπόροι στούς δρόμους πού περπάτησε ὁ ἐσταυρωμέ­νος μας Θεός πάνω στή γῆ· τώρα στίς ἀμμουδιές τῆς Γαλιλαίας, στίς πλαγιές τοῦ ὄρους τῶν Ἐ­λαιῶν, καθώς ὁ λειτουργός διαβάζει τό Εὐ­αγγέλιο· ὕστερα Κυρηναῖοι στήν ἀνηφοριά τοῦ Γολγοθᾶ, ὅταν μέσα σέ σιωπή καί σέ κα­τά­νυξη θά λιτανεύον­ται τά ἅγια· κι ὕστερα μαθητές καί μυροφόρες του, πού θ᾿ ἀντικρύζουμε τόν ὄλβιο τάφο του κενό, ὅταν θά κοινωνοῦμε στό Ποτήριο τῆς Ζω­ῆς.

Ὅλοι μας ἕν· στά ψίχουλα τῆς λειτουργιᾶς πού θρυμματίζει ὁ ἱερουργός φέρνον­τας τά ὀνόματά μας στόν Θεό· στ᾿ Ἀμπέλι τό πολύκλωνο πού βλάστησε ἀπ᾿ τό Αἷμα τοῦ σταυροῦ στό δισκοπότηρο. Μέσα στό σπί­­τι τοῦ Θεοῦ ἔχουμε κοινωνήσει στήν ἀ­γά­πη, δίχως ἐπαγγελίες, δίχως φῶτα, δίχως σύμβολα κενά.

Ὁ λειτουργός διαβάζει τήν ἀπόλυση. Τρέχει ἡ μικρούλα, γιά νά πάρει τό ἀντίδωρο. Φεύγει σκυφτή καί ἡ γερόντισσα... Θά ἔρθουν καί τήν ἄλλη Κυ­ριακή καί τήν ἑπόμενη.

Στρέφω τό βλέμμα μου ψηλά καί ἀτενίζω τόν μεγάλο πολυέλαιο. Ἐ­τοῦ­τα τ᾿ ἄπειρα, μικρά κεριά, πού ἡ φλόγα τους κοιτᾶ τόν Παντοκράτορα, λειώνουν τά «Κύριε ἐ­λέ­ησον» στό θρόνο του· τήν προσευχή γιά ὅλη τή χρεία τήν ἀνθρώπινη κι ἐκείνην πού ἀναπέμψαν μυστικά καρδιές μέ πόνο καί μέ πόθο τῆς μετάνοιας.

Κρατᾶ τό σπίτι τοῦ Θεοῦ τά «Κύριε ἐ­λέ­ησον» καί ἡσυχάζει στή σιωπή. Κάνω ἐ­πάνω στό κορμί μου τό σημεῖο τοῦ σταυροῦ καί ἑτοιμάζομαι νά βγῶ. Μέσα στή σκέ­ψη μου γυρίζει ἡ φωνή τῆς νεαρῆς ξαδέλφης μου: «Πάλι στήν ἐκκλησία; Αὔριο πᾶμε θά­λασ­σα»... Αὐθόρμητα, σάν ἄνθρωπος πού τοῦ ζητοῦν νά στερηθεῖ ὅ,τι πολύτιμο κι ἀ­γαπημένο γνώρισε, τά χείλη μου ψελλίζουνε τήν ἄρνηση μέ τή φωνή τοῦ ψαλμωδοῦ: «Ἐ­ξελεξάμην παραρ­ρι­πτεῖ­σθαι ἐν τῷ οἴ­κῳ τοῦ Θεοῦ μου μᾶλλον»· καί σμίγει ἐτού­τη ἡ φω­νή ἐκείνην τῆς γερόντισσας, πού κελαρύζει μέσα μου ψαλμός, εὐχαριστία μιᾶς ζωῆς πού προσκομίστηκε λατρεία στόν Θεό: «Ποῦ ἀλλοῦ νά πᾶμε;... Μιά ζωή ἐδῶ...».

Ἐδῶ, Κύριε· τίς Κυριακές, τά δειλινά, τούς ὄρθρους τῆς Μ. Πέμπτης, τίς νύχτες τῆς Ἀνάστασης· ἐδῶ· μπροστά στό τέμπλο τοῦ Ἱεροῦ σου, μέ τήν καρδιά μου ταπεινό κε­ρί νά λιγοστεύει στήν εἰκόνα σου· κάτω ἀπ᾿ τίς στέγες τοῦ ναοῦ σου, μέ τήν ἄστεγη ψυ­­χή μου Χερουβείμ, κάποτε ματωμένο ἀπ᾿ τίς ἁμαρτίας τήν πληγή, μά πάντοτε φωνάζοντας τό κεκραγάρι τῆς ἀγάπης του: «Σοί μόνῳ ἁμαρτάνομεν ἀλλά καί σοί μόνῳ λα­τρεύομεν». Ἐδῶ μέσα στή γλύκα τοῦ σπιτιοῦ σου, ὅπου μέ περιμένει ἡ εὐτυχία τῆς στοργῆς σου καί ἡ θωπεία τῆς συγχώρεσης· ἐδῶ πού ἔρχομαι δίχως ποτέ νά μέ πληγώνει ἡ ἀπόρριψη· ἐδῶ πού ἡ μοναξιά μου λιγοστεύει στήν ἀγάπη σου· ἐδῶ πού ὁ ἄλ­λος ἄν­θρωπος μοῦ γίνεται ἀδελφός· μιά ζω­ή ἐδῶ· ἀπό τίς πρῶτες λέξεις μου μέχρι τό λυ­κο­φῶς· μέχρι νά ξημερώσει ἡ ἄλλη Κυ­­ριακή, ἡ ἀτέλειωτη, πού θά μέ πάρεις ἀ­πό δῶ, ἀπό τόν κτιστό ναό σου -ὅπου μετέχω στή χαρά σου ἐν ἐσόπτρῳ καί αἰνίγματι- στόν ἄκτιστο, νά σέ λατρεύω ἐκτυπώτερον, ἔτσι ὅπως τώρα δέν μπορῶ νά φανταστῶ, μαζί μέ τούς ἁγίους, τούς ἀγγέλους, τή Μη­τέρα σου· ἀπό τό Πάσχα κάθε Κυριακῆς στό Πά­σχα τό ἀνέ­σπερο τῆς βασιλείας σου. Ἀ­μήν.

Μ. Σωτηρίου

«Ἀπολύτρωσις»

Δευτέρα, 04 Αύγουστος 2014 03:00

Εἰς τήν θείαν Λειτουργίαν


 leitoyrgia Ὅ,τι κοινώνησαν οἱ μαθηταί τοῦ Χριστοῦ στό Μυστικό Δεῖπνο, τό ἴδιο κοινωνοῦμε κι ἐμεῖς. Σῶμα καί αἷμα Χριστοῦ κοινωνοῦμε κι ἐμεῖς. Μιά ἀνεξάντλητη πηγή, ἀπ' ὅπου ὅλοι οἱ πιστοί πίνουν καί τροφοδοτοῦνται, εἶναι ὁ Χριστός. Ἕνας ἥλιος, πού ἐνῶ κάθε μέρα στέλνει ἀναρίθμητα ἑκατομμύρια ἀκτῖνες κάτω στή γῆ καί κατά κάποιο τρόπο γίνεται ἀναρίθμητα ἑκατομμύρια κομματάκια, κι ὅμως ὁ ἥλιος παραμένει ὁ ἴδιος, ἀνεξάντλητος. Μυστήριο! Ὁ Χριστός μέ ἕνα ἄλλο θαῦμα μᾶς ἔδωσε τήν εἰκόνα τοῦ μεγαλυτέρου τούτου θαύματος, πού εἶναι ἠ θεία Εὐχαριστία. Ποιό εἶναι τό μικρότερο θαῦμα; Μᾶς τό διηγεῖται τό Εὐαγγέλιο. Μιά μέρα στήν ἔρημο μαζεύτηκε κόσμος πολύς γιά ν' ἀκούση τό Χριστό. Πέρασε ἡ ὥρα, καί ἡ μέρα ἔκλινε πρός τή δύσι. Ἦταν ἕνα βραδινό σάν τό βραδινό αὐτό πού ὁ Χριστός κάθησε μαζί μέ τούς μαθητάς του νά φάη στό Μυστικό Δεῖπνο. Ὁ κόσμος πού εἶχε μαζευτῆ στήν ἔρημο ἔπρεπε νά φάη. Ἀλλά ποῦ τροφή γιά τόσο λαό! Χρειάζονταν χιλιάδες ψωμιά. Καί οἱ μαθηταί δέν εἶχαν παρά μονάχα πέντε ψωμιά καί δυό ψάρια. Ἦταν ἀδύνατο μ' αὐτά νά φᾶνε καί νά χορτάσουν. Κι ὅμως ὁ Χριστός ἔκανε τό θαῦμα του. Πῆρε τά πέντε ψωμιά καί τά δυό ψάρια, τά εὐλόγησε καί μετά ἄρχισε νά μοιράζη. Μοίραζε, ἀλλά τό ψωμί δέν τέλειωνε. Πολλαπλασιαζόταν συνεχῶς.
  Αὐτό ἦταν τό θαῦμα πού ἔκανε στήν ἔρημο. Ἀπ' αὐτό μποροῦμε νά πάρουμε μιά ἰδέα τοῦ τί γίνεται στή θεία Κοινωνία. Τό ψωμί καί τό κρασί, πού εὐλόγησε ὁ Χριστός στό Μυστικό Δεῖπνο καί ἐξακολουθεῖ νά εὐλογῆ καί νά ἁγιάζη διά μέσου τοῦ ἱερέως, κατά θαυμαστό τρόπο αὐξάνεται καί πολλαπλασιάζεται πάνω στίς ἅγιες τράπεζες καί ἀπ' αὐτό παίρνουν καί κοινωνοῦν ὅλες οἱ γενιές τῶν χριστιανῶν μέχρι συντελείας τῶν αἰώνων. Κοινωνοῦν ὅλοι σῶμα καί αἷμα Χριστοῦ «εἰς ἄφεσιν ἁμαρτιῶν καί ζωήν τήν αἰώνιον». Καί αὐτό εἶναι τό χριστιανικό πάσχα ἐδῶ στή γῆ. Ἀλλ' ὑπάρχει καί ἄλλο πάσχα ἀπείρως ἀνώτερο, τό πάσχα τῆς ἄλλης ζωῆς, πού θ' ἀξιωθοῦν ὅσοι κοινωνοῦν ἐδῶ ἀξίως τό σῶμα καί τό αἷμα τοῦ Χριστοῦ.
  Μέγας εἶ, Κύριε, καί θαυμαστά τά ἔργα σου καί οὐδείς λόγος ἐξαρκέσει πρός ὕμνον τῶν θαυμασίων σου!


 
Ἀπό τό βιβλίο τοῦ ἐπισκόπου π. Αὐγουστίνου Καντιώτου «Εἰς τήν θείαν Λειτουργίαν», τεῦχος Α΄, Ἀθῆναι 1977, σελ. 21-22.

Κυριακή, 21 Αύγουστος 2016 03:00

"Δίδαξον ἡμᾶς προσεύχεσθαι"

  Ἄργησε! Ἔρριξε τό ἱμάτιο στούς ὤμους του καί βγῆκε στό λιθόστρωτο. Μήτε πού τό κατάλαβε πῶς σκόνταψε στόν τρίβωνα πού ἔπεφτε ἀσουλούπωτα ἀπό τούς ὤμους τοῦ κοντοῦ διαβάτη, πού σουλάτσαρε ἀμέριμνα.
 - Σωκράτη! ἀναφώνησε ὁ Ἀλκιβιάδης, συμπάθα με! Μά ποῦ ἀλήθεια τριγυρνᾶς πρωί-πρωί;
 Τοῦ γέροντα τά μάτια φωτιστῆκαν καλοκάγαθα.
 - Ἐγώ, μακάριε; Ἐσύ ποῦ τό ᾿βαλες μέ τόση βιάση ἀπ᾿ τά χαράματα;
 - Πηγαίνω νά προσευχηθῶ στήν πολιάδα Ἀθηνᾶ, ἀπάντησε σχεδόν λαχανιασμένα τό παιδί.
 Ὅμως τά χείλη τοῦ ἄλλου εἴχανε μισανοίξει μ᾿ ἀπορία κι ἔκπληξη.
 - Ὦ θεσπέσιε! Ξέρεις ἀλήθεια νά προσεύχεσαι; Μά πές μου, ποιός σοῦ τό ᾿μαθε αὐτό;
 Ὁ νέος ἐκνευρίστηκε. Μέσα στά μάτια πού ἀνοίγανε μέ τόση συλλογή εἶδε σπιθίζουσα τή γνώριμη εἰρωνεία π᾿ ἀναστάνωνε τήν πόλη του.
 - Ὦ Σωκράτη, τραύλισε ἀνυπόμονα, δέν ἔχω χρόνο σήμερα γι᾿ αὐτά.
 - Στάσου, στάσου, ἀγαθέ, τόν ἔκοψε ὁ γέροντας. Πῶς θά προσευχηθεῖς; Πῶς ἡ ἀνθρώπινή σου ἄγνοια θά ἐγγίσει τό θεό;... Πρέπει νά περιμένουμε, μακάριε.
 - Νά περιμένουμε... πότε, Σωκράτη; Ποιός ἄνθρωπος θά μᾶς διδάξει προσευχή;
 - Αὐτός πού νοιάζεται γιά σένα, φίλε μου. Αὐτός πού θ᾿ ἀφαιρέσει τά σκοτάδια ἀπ’ τήν ψυχή.
 - Ἀλήθεια; -μουρμούρισε σχεδόν συνεπαρμένα τό παιδί- κι ὕστερα, σάν νά ξυπνοῦσε ἀπότομα ἀπό τή μαγγανεία τοῦ δασκάλου του:
 - Ὦ Σωκράτη, ἔκαμε χάνοντας τή γνώριμη συγκράτηση μπρός στά λευκά μαλλιά. Καλά τό λέν πώς εἶσαι σοφιστής. Κι ἀνασηκώνοντας τόν ὄμορφο χιτώνα του χάθηκε βιαστικά στοῦ δρόμου τή στροφή.
  Μές στή γαλήνη τοῦ ναοῦ, μπρός στό πανέμορφο ἄγαλμα τῆς Πολιάδας πού ἔλαμπε, ὁ Ἀλκιβιάδης ψέλλιζε, μέ τήν ψυχή του μαζεμένη στή φωνή, τόν ὕμνο πού ἔμαθε παιδί. Μά οἱ ἐξαίσιοι στίχοι του σκοντάψανε ἀπρόσμενα σέ ᾿κείνη τήν εἰρωνική φωνή πού ξεπετάχθηκε στή μνήμη του: «Πῶς ἡ ἀνθρώπινή σου ἄγνοια θά ἐγγίσει τό θεό;».
 Κόμπιασε τό παιδί· φουρκίστηκε. Αὐτός ὁ σοφιστής... Στά μάτια του κοντεύαν ν᾿ ἀνεβοῦνε θυμωμένα δάκρυα. Τό ᾿νιωθε ἡ ἐφηβική ψυχή τό ἀναπάντητο ἐρώτημα πού ᾿χε ἐκτοξεύσει ὁ παράξενός του δάσκαλος. Κι ὅμως ζητοῦσε νά προσευχηθεῖ ὁ Ἀλκιβιάδης, νά συναντήσει τόν ἀθάνατο, τόν ἄπειρο θεό...
  Ἤθελε νά προσευχηθεῖ. Ἦταν ἀνάγκη τῆς ψυχῆς του, πεῖσμα της· ἀνάμνηση θαμπή -κατά πῶς θά ᾿λεγε ὁ Πλάτωνας· μιά νοσταλγία δειλινοῦ στόν κῆπο τῆς Ἐδέμ. Ἐκεῖ, σάν τά βουνά ντυνόντανε τά ἑσπερινά τους φωτοστέφανα καί ἡ ἀνθρώπινη ψυχή, ἁγνή καί παρθενεύουσα, ἀφουγκραζότανε τ᾿ ἀγαπημένα χνάρια τοῦ Θεοῦ καί τοῦ κουβέντιαζε ἔτσι ὅπως φίλος μέ τόν φίλο πού πεθύμησε, ὅπως παιδί μέ τόν γονιό του πού ἀγάπησε. Προσευχή· ἀκούμπημα τῆς ἀθωότητας ἀπάνω στήν καρδιά τοῦ πλαστουργοῦ Θεοῦ στόν κῆπο τοῦ Παράδεισου...
  Ἔμεινε τούτη ἡ νοσταλγία ζωντανή, κραυγάζουσα, στό θρῆνο τοῦ ἐξόριστου Ἀδάμ· γενιές γενιῶν ζητοῦσε νά προσευχηθεῖ, νά μπολιαστεῖ στήν κοινωνία τῆς ψυχῆς του μέ τόν ἄπειρο Θεό του, τόν ποθούμενο. Μόνο πού λάσπωσε ἡ φθορά τήν ἅγια μνήμη τῆς εἰκόνας Του κι ἀνήμπορος σήκωνε προσευχόμενος τά χέρια του στό τίποτα· σέ ὡραῖα καμωμένα εἴδωλα πού τόν κοιτούσανε βουβά. Κι ὅμως, ἐπίμονα, παρακαλεστικά σήκωνε ὁ ἄνθρωπος τά χέρια του πασχίζοντας κι ἀπό τίς τέσσερις γωνιές τῆς γῆς ν᾿ ἀγγίξει πάλι λίγο οὐρανό. Καί πιό πολύ ἐκεῖ, στήν πόλη τήν κλεινή, τήν ἰοστέφανη, π᾿ ἀχτιδοβόλησε σοφία καί πολιτισμό· ναοί, ναΐσκοι, οἶκοι, ἀναθήματα, ἀπ᾿ τήν ἀστράπτουσα ζωφόρο τῆς παρθένας Ἀθηνᾶς μέχρι τίς στῆλες τῶν Ἑρμῶν καί τ᾿ ἀετώματα τοῦ Ποσειδώνα, προσευχή. Μά μές στούς δρόμους τῆς Ἀθήνας τῆς κατείδωλης ἕνα κοντόσωμο ἀνθρωπάκι, πού τό ὄνομά του ἔμελλε νά σημαδέψει ἐποχές, πλανιότανε ρωτώντας ἐναγώνια: «Πῶς ἡ ἀνθρώπινή σου ἄγνοια θά ἐγγίσει τό θεό;».

  proseuxomena xeriaΤαξίδεψε τό ἐρώτημα, ἡ ἀναπάντητη κραυγή τοῦ νοσταλγοῦ Ἀδάμ ἀπό τήν ἀπορία τοῦ ἕλληνα σοφοῦ στά χείλη τῶν ἁπλοϊκῶν ψαράδων πού ἱκετεύουνε τόν Ἁλιέα τῶν ψυχῶν: «Κύριε, δίδαξον ἡμᾶς προσεύχεσθαι».
  Κι Αὐτός, ἡ Προσευχή, ἡ Κοινωνία ἡ νοσταλγούμενη κάθε ἀνθρώπινης καρδιᾶς, τούς δίνει λέξεις καί καρδιά, γιά νά προσεύχονται· καρδιά λουσμένη μέ τή χάρη τοῦ Παράκλητου, γιά νά μπορέσει ἡ χωμάτινή μας ὕπαρξη νά ἀγγίξει τή διάσταση τοῦ αἰώνιου· νά πεῖ τόν πλαστουργό Θεό πατέρα της· κι ἔτσι ὑψωμένη ἀπό τή γῆ στόν οὐρανό ἀγγελικά νά τόν δοξολογεῖ, ἀγγελικά νά λαχταρᾶ τόν ἐρχομό τῆς βασιλείας του μές στῶν ἀνθρώπων τίς καρδιές, ἀγγελικά νά παραδίνεται στό ζωηφόρο θέλημα, καί μέ τήν ἀμεριμνησία τοῦ παιδιοῦ ν᾿ ἀφήνει τή φροντίδα της στά πατρικά, ἀγαπημένα χέρια του, αὐτά πού τρέφουνε καί συντηροῦν τά σύμπαντα· αὐτά πού ἀνοῖξαν στό σταυρό, γιά νά τή δέσουν μέ τή διπλανή ἀνθρώπινη καρδιά στήν κοινωνία τοῦ «ἡμῶν». Κι ἔτσι ἀγαπώντας, συγχωρητικά νά ἱκετεύει αὐτό πού περισσότερο ποθεῖ: συγχώρεση, λύτρωμα ἀπ᾿ τήν κηλίδα πού ματώνει τήν εἰρήνη της, γιά ν᾿ ἀναφέρεται ἀνάλαφρη, ἁγνή στό πρῶτο κάλλος τῆς εἰκόνας της κράζουσα μυστικά καί ἀδιάλειπτα «ἀββᾶ, ὁ Πατήρ». Πάτερ ἡμῶν· μιά προσευχή γιά νά ἐγγίσουμε Θεό· νά ἀγαπήσουμε ξανά Θεό καί ἄνθρωπο, χαράσσοντας λυτρωτικά στόν μέσα κόσμο μας τό σχῆμα τοῦ σταυροῦ ἀπό τή γῆ στόν οὐρανό· ἀπό τήν κλειδωμένη μας καρδιά στόν ἀδελφό· μιά προσευχή πού μᾶς τή δίδαξαν τά χείλη τοῦ Θεοῦ, τύπος τῆς κάθε προσευχῆς πού θ᾿ ἀναπέμπουμε.
  Ταξίδεψαν οἱ εὐλογημένες λέξεις της ἀπό τή θεοβάδιστη Ἀνατολή μέχρι τήν περιμένουσα πατρίδα μου, νά μάθει ἐπιτέλους νά προσεύχεται· νά τίς προφέρουν ἀδιάκριτα γέροντες καί παιδιά, σοφοί κι ἀγράμματοι· τά νήπιά της νά ἀρχίζουνε μ᾿ αὐτές τή μέρα στό σχολειό· κι ἀπ᾿ ἄκρη σ᾿ ἄκρη, στό γαλάζιο καί στό πράσινο ν᾿ ἀνθίσει προσευχή· ναοί, ναΐσκοι, λευκοί σταυροί στῶν γλάρων τούς ἀναβαθμούς, καί στ᾿ ἀετώματα τῶν κορυφῶν ξωκκλήσια τοῦ Ἁι-Λιᾶ· τροῦλοι χρυσοί νά εὐλογοῦνε σιωπηλά τίς πόλεις μας, καί τάλαντα στίς ἐξοχές μας νά μηνοῦν Ἑσπερινό. Καιόμενο λιβανωτό ἡ πατρίδα μου! Στόν Ἄθωνα χέρια π᾿ ἀναμετροῦν τά «Κύριε, ἐλέησον» τήν ἀκουμποῦνε στήν ποδιά τῆς Παναγιᾶς.
   Κι ἀπ᾿ τά καμπαναριά μας κι ἀπ᾿ τά σήμαντρα φθάνει ζεστή στούς οὐρανούς ἡ προσευχή: «Κύριε, δίδαξον ἡμᾶς προσεύχεσθαι». Ἡ ἱκετεύουσα ἀγωνία τῆς μητέρας Ἐκκλησίας γιά τήν πατρίδα μας, τώρα πού κάποιοι μάχονται νά ξεγυμνώσουν τό γαλάζιο ἀπ᾿ τό στολίδι τοῦ σταυροῦ, καί νά ξεμάθουνε τήν προσευχή ἀπό τά χείλη τῶν νηπίων μας· ἡ ἱκετεύουσα ἀγωνία τῆς μητέρας Ἐκκλησίας γιά μᾶς, τούς κουρασμένους νοσταλγούς τοῦ σήμερα...
  Γιατί ἐμεῖς, οἱ θεοδίδακτοι τῆς προσευχῆς, ἐρχόμαστε καί πάλι νοσταλγοί, σηκώνοντας ξανά τά χέρια μας στό τίποτα· σ᾿ ὡραῖα καμωμένα εἴδωλα, ὅλα ἐκεῖνα τά φθαρτά πού ἀγαπήσαμε καί τά ᾿παμε ἐπιπόλαια στηρίγματα τῆς ζήσης μας· κι ἔτσι ἀπομένουμε μονάχοι μας, δίχως μιά προσευχή νά φέρει τόν Θεό Πατέρα μας συνοδοιπόρο στήν ὀδύνη μας. Μά ὁ Θεός μας εἶναι ἐκεῖ, γλυκύς καί πρᾶος, καρφωμένος στό σταυρό. Μᾶς περιμένει νά Τόν συναντήσουμε στήν ὀμορφιά τῆς προσευχῆς. Ἀρκεῖ νά Τόν ἀφήσουμε -ὅπως δίχως νά ξέρει τό ζητοῦσε ὁ Σωκράτης μας- νά ἀφαιρέσει τά σκοτάδια μας, τή λίθινη καρδιά μας, γιά νά μᾶς δώσει μιά καρδιά σάρκινη, μαλακωμένη μέ τό δάκρυ τῆς μετάνοιας, γιά νά χωρέσει τόν Παράκλητο· ἐν ἀληθείᾳ καί ἐν Πνεύματι νά ποῦμε προσευχή, νά λαχταροῦμε προσευχή, νά ἀπολαύσουμε, κρυφή χαρά μας, προσευχή· μέσα στήν προσευχή μας ν᾿ ἀνεβαίνουμε ἀπ᾿ τήν κοιλάδα τοῦ κλαυθμῶνος στή γλυκύτητα κάποιου χαμένου δειλινοῦ στόν κῆπο τῆς Ἐδέμ· νά ζοῦμε προσευχή, γιά νά μπορέσουμε νά ξαναζήσουμε Παράδεισο... Ἀμήν.

Μ. Παστουρματζῆ
Κυριακή, 13 Ιούλιος 2014 03:00

Μήπως πάει χαμένη γιά σένα;

5  Τή μεγάλη ἀγάπη τοῦ Θεοῦ ἀπέναντί μας, μιά ἀγάπη πού δέν τήν ἀξίζουμε, ἐκφράζει ἡ Καινή Διαθήκη μέ τή λέξη χάρη. Ἡ χάρη τοῦ Θεοῦ δίνεται ἁπλόχερα καί σέ ὅλους τούς ἀνθρώπους, ἀλλά δέν τήν ἀξιοποιοῦν ὅλοι οἱ ἄνθρωποι, καί ὑπάρχει πάντοτε κίνδυνος νά πάει χαμένη. Αὐτή εἶναι ἡ τραγικότερη συμφορά πού μπορεῖ νά συμβεῖ στόν ἄνθρωπο.

  Ἄν χαθεῖ ὁ ἥλιος ἤ τά ἄστρα, μικρό τό κακό. Ἄν λείψει ἡ χλωρίδα καί ἡ πανίδα, λίγη ἡ ζημία. Ἄν στερέψουν οἱ πηγές κι ἀδειάσουν οἱ ὠκεανοί, δέν εἶναι τόσο φοβερό. Ὅλα αὐτά μποροῦν νά προκαλέσουν μόνον ἐπίγεια κακά καί σωματικό θάνατο. Ἄν ὅμως πάει χαμένη ἡ χάρη, σαλεύεται τό σύμπαν. Γιατί ἡ χάρη τοῦ Θεοῦ εἶναι ὅ,τι ἡ ἕλξη γιά τόν πνευματικό κόσμο τοῦ ἀνθρώπου, ὅ,τι τό ὀξυγόνο γιά τήν ἀτμόσφαιρα τῆς ψυχῆς του, ἡ ἐγγύηση τῆς ἐσωτερικῆς ἁρμονίας καί ἰσορροπίας του, ἡ πηγή τῆς χαρᾶς καί τῆς εὐφροσύνης του. Στή χάρη τοῦ Θεοῦ περικλείεται ὅλο τό ἀπολυτρωτικό ἔργο τοῦ Χριστοῦ.

  Ἀλλά πῶς χάνουμε τή χάρη τοῦ Θεοῦ; Τή χάνουμε, πρῶτον, ὅταν ἐπαναπαυόμαστε σέ κάποια ξερή γνώση γιά τή λύτρωση, ἀλλά δέν ἀνοίγουμε τίς καρδιές μας στήν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ. Τό γράμμα παίρνει τότε τή θέση τοῦ πνεύματος μέσα μας. Εἶναι σάν νά κατέχουμε μιά θαυμάσια βιβλιοθήκη χωρίς νά ξέρουμε τήν ἀλήθεια ἤ τή σοφία πού περιέχει. «Ἐσεῖς κατέχετε τή γῆ», εἶπε ἕνας ἄνθρωπος μέ αἴσθηση τῆς ὀμορφιᾶς στόν ἰδιοκτήτη ἑνός κτήματος. «Ἐγώ κατέχω τό τοπίο». Ἔτσι καί ἡ θεολογική γνώση μπορεῖ νά μήν ἐξελιχθεῖ ποτέ σέ ἀποδοχή τῆς χάριτος τοῦ Θεοῦ. Δεύτερον, μποροῦμε νά χάσουμε τή χάρη τοῦ Θεοῦ, ἄν συγκινηθοῦμε βέβαια ἀπό τήν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ, ἀλλά δέν ζήσουμε τή δύναμή της. Γιά αἰῶνες ὁ Νιαγάρας ἦταν μόνον ἕνα θαυμάσιο θέαμα, γιά νά τόν θαυμάζουν οἱ ἄνθρωποι, μέχρις ὅτου οἱ μηχανικοί βρῆκαν τόν τρόπο νά συλλάβουν τή δύναμη τοῦ νεροῦ του καί νά μετασχηματίσουν τή δύναμή του σέ φῶς καί ἐνέργεια. Ὁ σταυρός τοῦ Χριστοῦ μπορεῖ νά γίνει ἁπλῶς ἕνα καταπληκτικό θέαμα, πού θά ἱκανοποιεῖ τό συναίσθημα χωρίς νά ὑποτάσσει τό θέλημα σέ ὑπακοή, χωρίς νά μετασχηματίζεται σέ διακονία ἤ θυσία, πού κάνει τήν ἀγάπη πραγματική. Ἄν ὁ σταυρός δέν γεννᾶ μέσα μας καί τά δύο, καί τήν ἐπιθυμία καί τή δύναμη νά κάνουμε τό θέλημα τοῦ Θεοῦ, δεχόμαστε τή χάρη τοῦ Θεοῦ στά χαμένα.

  Τέλος, μποροῦμε νά χάσουμε τή χάρη τοῦ Θεοῦ, ἄν ἐπαναπαυθοῦμε σέ μιά πραγματική ἐμπειρία μεταστροφῆς καί μετανοίας, ἀλλά δέν προχωρήσουμε νά ἐξερευνήσουμε τό πλῆρες νόημά της γιά τή ζωή μας, δέν ἐπιτρέψουμε στό Πνεῦμα τό Ἅγιο νά κυβερνήσει κάθε πτυχή μας -τή δουλειά μας, τή διασκέδασή μας, τίς σχέσεις μας μέ τούς ἄλλους κ.ἄ. Πολλοί χριστιανοί δέν ἔχουν προχωρήσει ποτέ σ' ἐκείνη τή βαθύτερη ἐμπειρία τῆς ἀγάπης τοῦ Χριστοῦ. Ἡ ἀνάπτυξή τους διακόπτεται, ὅπως ἕνα φυτό πού δέν ἀνθίζει ἤ δέν πολλαπλασιάζεται. «Αὐτός πού παύει νά γίνεται καλύτερος, παύει νά εἶναι καλός», εἶπε κάποιος (ὁ Ὄλιβερ Κρόμβελ). Ἡ μετάνοια δέν εἶναι μιά ἀποφασιστική στιγμή, ἀλλά εἶναι μιά ἀποφασιστική ζωή. Καί κάποιος πού βρῆκε τή χάρη, μπορεῖ νά τήν χάσει, ἄν δέν τήν καλλιεργήσει.

  Πρέπει ὅμως νά γνωρίζουμε καί κάτι ἄλλο, γιά νά μή χάσουμε τή χάρη τοῦ Θεοῦ· ὅτι αὐτήν δέν μποροῦμε νά εἴμαστε σίγουροι πώς θά τήν ἔχουμε πάντοτε στή διάθεσή μας. Τώρα πού βρίσκεται στό παρόν πρέπει νά τήν ἀποκτήσουμε. Τό τώρα, πού ἔχουμε στά χέρια μας, χρειάζεται νά ἀξιοποιήσουμε. Ὅπως ἀξιοποιοῦμε τό νερό ὅταν τρέχει, τόν ἥλιο ὅταν βγαίνει, ἔτσι πρέπει νά ἐκμεταλλευθοῦμε τόν καιρό καί τό χρόνο πού ζοῦμε αὐτή τή στιγμή, τίς συνθῆκες καί τή μέρα πού διαβαίνουμε στό παρόν. Αὐτός εἶναι ὁ εὐπρόσδεκτος καιρός καί ἡ ἡμέρα τῆς σωτηρίας.

  Πρόσεξε, ἀδελφέ μου: Ἐκεῖ στή χαράδρα τῆς ἁμαρτίας πού βρίσκεσαι καί κανείς δέν μπορεῖ νά σέ βοηθήσει, περνᾶ ἀπό μπροστά σου ἕνα σκοινί. Δέν εἶναι μπροστά σου πάντοτε· στήν κατάλληλη ὥρα ἅπλωσε τό χέρι σου καί ἅρπαξέ το. Ἀμέσως θά σέ τραβήξει στή σωτηρία καί στήν αἰώνια ζωή. «Ἐπιλαβοῦ τῆς αἰωνίου ζωῆς», λέει πάλι ὁ ἀπόστολος Παῦλος. Τώρα, σήμερα, ἀδελφέ μου, πού κάποιος σέ πλησιάζει καί σοῦ δείχνει τόν τρόπο νά σωθεῖς, μήν ἀδιαφορήσεις. Κίνησε μέσα σου τήν πίστη καί πιάσε ἐπαφή μέ τό Θεό καί δέξου τή χάρη του.

Στέργιος Ν. Σάκκος

Παρασκευή, 05 Ιανουάριος 2024 02:00

Σέ τί διαφέρουν

agiasmos2  «Ποῦ ἔγκειται ἡ διαφορά τῶν δύο ῾Αγιασμῶν, τῆς πρώτης ἁγιάσεως κατά τήν παραμονή καί τῆς δεύτερης κατά τήν ἡμέρα τῶν Φώτων, ἐφ’ ὅσον οἱ ἀκολουθίες εἶναι οἱ ἴδιες, καί σέ τί εἰδικότερο χρησιμοποιεῖται ὁ καθένας;»
   Καί στίς δύο περιπτώσεις τελεῖται ἡ ἴδια ἀκριβῶς ἀκολουθία, μέ μόνη τή διαφορά ὅτι ὁ «πρόλογος» τῆς μεγάλης καθαγιαστικῆς εὐχῆς, δηλαδή ἀπό τό «Τριάς ὑπερούσιε...» μέχρι τό «συνεχόμενος φόβῳ ἐν κατανύξει βοῶ σοι», διαβάζεται μόνο κατά τήν ἡμέρα τῶν Θεοφανίων, ἐνῶ κατά τήν παραμονή ἡ εὐχή ἀρχίζει ἀπό τό «Μέγας εἶ, Κύριε...».
  Ὁ «πρόλογος» αὐτός δέν εἶναι κἄν εὐχή ἀλλά πανηγυρικό ἐγκώμιο τῆς ἑορτῆς, πού βέβαια δέν ἀλλοιώνει καθόλου τήν οὐσία τῆς ἀκολουθίας στήν ὁποία ἀποτελεῖ μεταγενέστερο καί ἐμβόλιμο στοιχεῖο.
 ῾Επομένως καί τῆς παραμονῆς καί τῆς ἑορτῆς ὁ ῾Αγιασμός εἶναι ἀκριβῶς ὁ ἴδιος, «μέγας   ῾Αγιασμός» καί στίς δύο περιπτώσεις. ῾Η νηστεία τῆς 5ης ᾿Ιανουαρίου δέν γίνεται γιά τόν ῾Αγιασμό, πού θά λάβουμε τήν ἑπομένη, ἀλλά γιά τήν ἴδια τή γιορτή τῶν Θεοφανείων. ῾Ιστορικά καί λειτουργικά πρόκειται γιά μία ἀκολουθία πού ἐπινοήθηκε ἤδη ἀπό τόν Ε´ αἰώνα νά τελεῖται καί κατά τήν παραμονή, γιά νά ἐξυπηρετοῦνται οἱ πιστοί. ᾿Αρχικῶς ὁ μέγας ῾Αγιασμός ἐτελεῖτο εἰς ἀνάμνησιν τοῦ βαπτίσματος τοῦ Κυρίου κατά τήν Παννυχίδα (ἀκολουθία ἐν εἴδει μικρῆς ἀγρυπνίας) τῆς ἑορτῆς τῶν Θεοφανίων ἀμέσως μετά τήν ἀκολουθία τοῦ ῎Ορθρου. Στό ἁγιασμένο νερό, ἀπό τό ὁποῖο ἔπιναν καί ραντίζονταν οἱ πιστοί, γινόταν ἡ Βάπτιση τῶν κατηχουμένων. Οὐσιαστικά ὁ μέγας ῾Αγιασμός εἶναι εὐλογία τοῦ ὕδατος τοῦ βαπτίσματος, μέ τήν ὁποία μέχρι σήμερα παρουσιάζει τόσα κοινά.
῾Ο πατριάρχης ᾿Αντιοχείας Πέτρος ὁ Γναφεύς (465-475) πρῶτος σκέφθηκε νά διευκολύνει τούς χριστιανούς καί ὅρισε νά τελεῖται ὁ ῾Αγιασμός καί κατά τήν παραμονή «ἐν τῇ ἑσπέρᾳ». Πόσο ἦταν ἀναγκαία καί ἐπιβεβλημένη ἡ εἰσαγωγή αὐτοῦ τοῦ νεωτερισμοῦ φάνηκε ἀπό τήν ταχύτατη ἐπικράτηση αὐτῆς τῆς πράξεως.
Γιά νά χρησιμοποιήσουμε μία σύγχρονη παρομοίωση, συνέβη μέ τόν μέγα ῾Αγιασμό ὅ,τι ἀκριβῶς γίνεται στήν ἐποχή μας μέ τίς δύο θ. Λειτουργίες, πού τελοῦνται στούς μεγάλους ναούς τῶν πόλεων τήν ἴδια μέρα γιά τήν ἐξυπηρέτηση τῶν ἀναγκῶν τῶν πιστῶν.
 ῾Η διάκριση, πού θέλουν νά πιστεύουν μερικοί ὅτι ὑπάρχει ὡς πρός τή δύναμη καί τή χρήση τῶν δύο, ἤ μᾶλλον τοῦ ἑνός ῾Αγιασμοῦ, δέν εἶναι δικαιολογημένη.

Ἰ. Φουντούλης, καθηγητής τῆς Λειτουργικῆς

Κυριακή, 13 Ιούλιος 2014 03:00

Τό μικρό... καί μεγάλο ἔλεος

symban  Ὁ πανάγαθος Θεός, πού δημιούργησε τά πάντα, ἀόρατα καί ὁρατά, «καλά λίαν» (Γε 1,31), τόν ἄνθρωπο τόν τοποθέτησε μέσα στήν τρυφή τοῦ παραδείσου· «Καί ἐφύτευσεν ὁ Θεός παράδεισον ἐν Ἐδέμ κατά ἀνατολάς καί ἔθετο ἐκεῖ τόν ἄνθρωπον, ὅν ἔπλασε» (Γε 2,8). Τό κατοικητήριο τοῦ ἀνθρώπου, ἡ γῆ μέ ὅλα τά εὐεργετήματά της, τά ἄπειρα ἐπίγεια ἀγαθά, περιλαμβάνεται στό «μικρό ἔλεος» τοῦ Θεοῦ. Σ᾿ αὐτό τό ἔλεος ἀνήκει ὅλος ὁ ὑλικός κόσμος. Ἐκδηλώνεται ἰδιαίτερα τό «μικρό ἔλεος» τοῦ Δημιουργοῦ μας μέ τή ζωή πού μᾶς χάρισε, μέ τά πλούσια προϊόντα τῆς γῆς, τούς καρπούς, τά ζωογόνα δάση, τόν ἀέρα, τό ὀξυγόνο, τά δροσερά νερά, τά ποτάμια, τίς λίμνες, πού ἀποτελοῦν τό αἷμα τῆς στεριᾶς.
  Ὁποιοδήποτε δημιούργημα καί ἄν ἐρευνήσουμε, στεκόμαστε μέ θαυμασμό μπροστά του, ὅσο μικρό καί ἄν εἶναι αὐτό. Εἶναι ὅμως μεγάλο, ἀφοῦ ἀποτελεῖ ἔργο ἄπειρου καί παντεχνίτη Νοῦ. Ἕνα μικρό ἔντομο κρύβει τή μεγαλωσύνη τοῦ Θεοῦ. Ἕνα πολύχρωμο λουλουδάκι ὁμιλεῖ γιά τήν ἀσύλληπτη θαυματουργία του. Τί ὑπάρχει στή φύση πού δέν φανερώνει τήν παντοδυναμία τοῦ Δημιουργοῦ; Πανσοφία καί πανσθενουργία διακρίνει κανείς, ὅπου καί ἄν στρέψει τό βλέμμα καί τή σκέψη του! Προπάντων τή δύναμη καί τή σοφία τοῦ Θεοῦ θαυμάζουμε στό ἀνθρώπινο σῶμα, τό ὁποῖο ἀποτελεῖ ἕνα σύνολο ἔμψυχων ἐργοστασίων. Οἱ ἀνθρωπολόγοι πού τό ἐξετάζουν μένουν ἔκπληκτοι μπροστά του. Ἀποκαλύπτονται θαυμαστικά παρατηρώντας τά ἀνεξήγητα μυστικά τοῦ ἀνθρώπινου σώματος. Ἀπό τήν ἀρχή τῆς δημιουργίας ὁ ἄνθρωπος ἐρευνᾶ αὐτό τό «σκεῦος» καί ὁλοένα ἀνακαλύπτει ἀνεξιχνίαστα φαινόμενα. Κάθε φορά πού ἡ ἰατρική ἐπιστήμη βρίσκει κάποια ἄγνωστη ὥς τότε λειτουργικότητα, στέκεται ἔκθαμβη καί τό ἀνακοινώνει ὡς σπουδαία ἀνακάλυψη. Καί ὅμως ὅλα αὐτά τά ἀνυπέρβλητα δημιουργήματα διαλαλοῦν τό «μικρό ἔλεος» τοῦ Θεοῦ, τό ὁποῖο ἐν πολλοῖς, ὡς ἀνεξερεύνητο, ἀκόμα ἐρευνᾶται καί συνεχῶς μᾶς καταπλήσσει.
  Πέρα ὅμως ἀπό τό «μικρό ἔλεος» τοῦ Θεοῦ ὑπάρχει τό «μέγα ἔλεος», τό ὁποῖο εἶναι ἀσύγκριτα ὑπεροχότερο καί πάνω ἀπό ὅλα θαυμαστότερο! Τά περισσότερα τροπάρια καί οἱ ὕμνοι τῆς Ἐκκλησίας μας ἔχουν ὡς καταληκτικό ἐφύμνιο τό «δωρήσασθαι ἡμῖν τό μέγα ἔλεος» ἤ κάποια παρόμοια φράση πού ἐμπεριέχει τό «μέγα ἔλεος».
  Τί νά εἶναι, ἄραγε, αὐτό τό «μέγα ἔλεος»; Εἶναι τό «καθ᾿ ὁμοίωσιν», εἶναι τά χαρίσματα τῆς ψυχῆς, ἡ σωτηρία καί ἡ ἀθανασία της, ἡ εἴσοδός μας στή βασιλεία τῶν οὐρανῶν. Ἐδῶ συγκεφαλαιώνονται ὅλα τά ἀνέκφραστα ἀγαθά τοῦ παραδείσου, τά ὁποῖα χαρίζει ὁ Κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστός στούς ἐκλεκτούς του καί σέ ὅσους ἀξιωθοῦν νά πάρουν μιά θέση στόν αἰώνιο αὐτό πνευματικό χῶρο. Τά μεγαλεῖα αὐτά οὔτε τά φαντάστηκε ποτέ ἀνθρώπινη σκέψη οὔτε ἄκουσε ἀνθρώπινο αὐτί οὔτε ἐπιθύμησε ποτέ καμιά ἀνθρώπινη καρδιά. Αὐτές τίς ἄφθαρτες καί ἄληκτες ἐκπλήξεις «ἡτοίμασεν ὁ Θεός τοῖς ἀγαπῶσιν αὐτόν» (Α΄ Κο 2,9· πρβλ. Ἠσ 52,15). Μιά ἀνθρώπινη ψυχή ἀξίζει περισσότερο ἀπό τόν σύμπαντα κόσμο, κατά πώς λέγει τό ἀδιάψευστο στόμα τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ· «Τί γάρ ὠφελεῖται ἄνθρωπος ἐάν τόν κόσμον ὅλον κερδήσῃ, τήν δέ ψυχήν αὐτοῦ ζημιωθῇ;» (Μθ 16, 26).
  Γι᾿ αὐτό τό «μέγα ἔλεος» χύθηκε ποτάμι τό αἷμα τῶν χριστιανῶν. Οἱ γνωστοί μάρτυρες τῆς Ἐκκλησίας εἶναι 13 ἑκατομμύρια. Φανταστεῖτε πόσοι εἶναι οἱ ἄγνωστοι! Ὅλοι τοῦτοι μαζί μέ τίς ἐκλεκτές ψυχές, τούς ἀναχωρητές, τούς ὁσίους, τούς πατέρες καί διδασκάλους τῆς Ἐκκλησίας μας καί ὅλους τούς «σεσωσμένους» ἀποτελοῦν τή θεάρεστη χορεία τοῦ μικροῦ ποιμνίου τοῦ Ἰησοῦ, πού κέρδισε τό «μέγα ἔλεος», τήν πρώτη Ἐδέμ, τήν εὐδαίμονα ἀθανασία. Οἱ «κεκαθαρμένες» αὐτές ψυχές τώρα εἶναι «συμπολῖται τῶν ἁγίων καί οἰκεῖοι τοῦ Θεοῦ» (Ἐφ 2,19), κάτοικοι μιᾶς θεούπολης ἀσάλευτης, ὅπου «οὐκ ἔστι πόνος, οὐ λύπη, οὐ στεναγμός ἀλλά ζωή ἀτελεύτητος».
  Μεγάλος, λοιπόν, ὁ Θεός καί στό «μικρό ἔλεος» ἀλλά ἀσύγκριτα ἀπερινόητος στό «μέγα ἔλεός» του. Αὐτό τό «μέγα ἔλεος» τό διαθέτει ὁ Μεγαλοδύναμος ἀδιάκριτα γιά ὅλους τούς ἀνθρώπους. Ἀρκεῖ νά μετανοήσουμε, νά ζητήσουμε τή χάρη του, νά βαπτισθοῦμε, νά κοινωνοῦμε τό σῶμα καί τό αἷμα τοῦ Χριστοῦ, νά ζοῦμε μυστηριακή ζωή, νά ποθοῦμε τήν αἰωνιότητα καί νά πορευόμαστε γενικά σύμφωνα μέ τά θεῖα προστάγματά Του, προσδεχόμενοι «τήν μακαρίαν ἐλπίδα» τῶν αἰωνίων ἀγαθῶν (Ττ 2, 13). Ἀγοραστήκαμε μέ ἀκριβή θεϊκή «τιμή», τή σταυρική θυσία τοῦ Χριστοῦ (Α΄ Κο 6,20), καί δέν πρέπει νά πάει χαμένη ἡ ἐξαγορά αὐτή. Ζοῦμε στή ζωή ἐδῶ, ἔχοντας τά μάτια μας στραμμένα πρός τόν οὐρανό, ὅπου ὁ αἰώνιος προορισμός μας.
  Τό «μικρό ἔλεος», δηλαδή τά ἐπίγεια ἀγαθά, τά ἀπολαμβάνει ὅλος ὁ κόσμος, πιστοί καί ἄπιστοι. Ἀλλά εἶναι τρισμακάριοι ὅσοι βάλουν ὡς στόχο τῆς ζωῆς τους νά κατακτήσουν «τό μέγα ἔλεος», νά σώσουν τήν ψυχή τους καί νά πολιτογραφηθοῦν στή βασιλεία τῶν οὐρανῶν μαζί μέ τούς ἀγγέλους, τούς ἁγίους, ἀνάμεσα στή χορεία τῶν «σεσωσμένων», δοξολογοῦντες καί αἰνοῦντες τήν ἁγία Τριάδα «εἰς αἰῶνας αἰώνων». Ἀμήν.

Δημ. Σ. Καλτσούλας
Θεολόγος-Φιλόλογος
Δευτέρα, 05 Ιανουάριος 2015 02:00

Τά «σημεῖα» τοῦ Βαπτίσματος

 baptisi  Τήν κεφαλαιώδη σημασία τοῦ Βαπτίσματος γιά τήν χριστιανική ζωή τήν ὅρισε πρῶτα ὁ ἴδιος ὁ Κύριος, ὅταν τό ἔθεσε ὡς ἀπαρχή καί θεμέλιο τοῦ εὐαγγελίου του. Παρήγγειλε στούς μαθητάς του, πρίν φύγει ἀπό κοντά τους σωματικά· «Πορευθέντες μαθητεύσατε πάντα τά ἔθνη, βαπτίζοντες αὐτούς εἰς τό ὄνομα τοῦ Πατρός καί τοῦ Υἱοῦ καί τοῦ ἁγίου Πνεύματος, διδάσκοντες αὐτούς τηρεῖν πάντα ὅσα ἐνετειλάμην ὑμῖν» (Μθ 28,19-20). Γιά νά γίνουμε μαθητές τοῦ Χριστοῦ, ἐκτός ἀπό τήν ἐφαρμογή τῶν ἐντολῶν του καί πρίν ἀπό αὐτήν, χρειάζεται τό Βάπτισμα καί κυρίως αὐτό. ᾿Εφόσον βαπτιστοῦμε στό ὄνομα τοῦ τριαδικοῦ Θεοῦ, ἰσχύει ἡ μαθητεία μας καί λογιζόμαστε χριστιανοί. Διαφορετικά, μένουμε ἁπλῶς ἀκροατές μιᾶς διδασκαλίας, ὀπαδοί μιᾶς θρησκείας ἀλλά ὄχι πιστά μέλη τῆς ᾿Εκκλησίας. Τέτοια εἶναι ἡ σημασία τοῦ Βαπτίσματος.

   Μᾶς πληροφορεῖ δέ ὁ ἱστορικός τῆς ᾿Εκκλησίας Λουκᾶς ὅτι στήν ἀρχή οἱ βαπτίσεις ἀκολουθοῦνταν ἀπό «σημεῖα», ἀπό θαύματα, ὅπως γλωσσολαλίες (Πρξ 10,44-48) καί ὑπογραμμιζόταν ἔτσι ἐμφατικά ἡ μεγάλη τους σημασία. Μ᾿ αὐτόν τόν ἐντυπωσιακό τρόπο βεβαιώνονταν οἱ καινούργιοι πιστοί, πού εἶχαν ἀκόμη ἀνάγκη ἀπό προφανεῖς βεβαιώσεις, γιά τήν παρουσία τοῦ Θεοῦ. Βοηθοῦνταν νά ἀξιολογήσουν εὐκολότερα τά ὄντως σπουδαῖα «σημεῖα», πού ἀκολουθοῦσαν τό Βάπτισμα τότε καί πάντοτε, τά πνευματικά χαρίσματα, δηλαδή τήν πίστη, τήν ἐλπίδα, τήν ἀγάπη, τήν χαρά, τήν εἰρήνη, τήν μακροθυμία, τήν χρηστότητα, τήν ἀγαθωσύνη, τήν πραότητα καί τούς ἄλλους καρπούς τοῦ Πνεύματος (Γα 5,22-23). Σήμερα τά πρῶτα ἐκεῖνα ἔκτακτα «σημεῖα» δέν δίνονται, διότι ἡ χάρη εἶναι δεδομένη. Τά μόνιμα ὅμως χαρίσματα εἶναι τακτικά σέ κάθε βαπτιζόμενο κι αὐτά εἶναι τά ζητούμενα. «Ταῦτα ζήτει», προτρέπει ὁ ἱερός Χρυσόστομος, διότι «ταῦτα σημείων μείζονα».

Πέμπτη, 03 Ιούλιος 2014 03:00

Χτυπᾶτε, εἶμαι Ἕλληνας παπάς

 iereus Στόν τόπο μας ἡ ἱστορία τῆς κατοχῆς ἔχει συνδεθεῖ μέ ἀξιόλογες ἐκκλησιαστικές προσωπικότητες. Μία ἀπ᾿ αὐτές, πού κατατάχθηκε ἤδη στή χορεία τῶν ἐθνομαρτύρων, εἶναι ὁ βαθιά πιστός ἀλλά καί ἑλληνόψυχος ἀρχιμανδρίτης ἀπό τόν Κρόκο Κοζάνης, Ἰωακείμ Λιούλιας. Τόν θυμηθήκαμε πάλι, καθώς ξεφυλλίζαμε τό βιβλίο τοῦ Διονυσίου Χαραλάμπους «Μάρτυρες».
  Ὁ Διονύσιος Χαραλάμπους, ὀρθόδοξος κληρικός, συμφοιτητής τοῦ π. Ἰωακείμ, πέρασε τρία ὁλόκληρα χρόνια σέ στρατόπεδα συγκεντρώσεως τῶν Γερμανῶν. Οἱ δύο συμμαθητές συναντήθηκαν στό στρατόπεδο Παύλου Μελᾶ Θεσσαλονίκης. Ἀξίζει ἐδῶ νά μεταφέρουμε κάποιες ἀπό τίς σελίδες τοῦ προσωπικοῦ ἡμερολογίου τοῦ π. Διονυσίου:
  «6 Μαΐου 1943. Μεσημέρι. Κάποιος φωνάζει ἀπό τό παράθυρο: "Δέν βγαίνεις, πάτερ; Ἔφεραν κι ἄλλους παπάδες". Βγαίνω γρήγορα. Μέ πλησιάζουν. Νιώθω μιά ξαφνική συγκίνηση. Ὁ ἕνας συμμαθητής μου, ὁ πατήρ Ἰωακείμ. Χρόνια εἴχαμε ν᾿ ἀνταμώσουμε καί νά τώρα, πῶς ἦρθαν τά πράγματα, νά συναντηθοῦμε ἐδῶ μέσα!
  Μέ τραβᾶ μέ τρόπο παράμερα.
  - Δουλεύω καλά, μοῦ λέει, γιά τή λευτεριά τῆς σκλαβωμένης πατρίδας. Θά σοῦ πῶ ὕστερα λεπτομέρειες. Δέν ξέρω ὅμως πῶς μᾶς πρόδωσαν καί χθές τά μεσάνυχτα ἦρθαν οἱ Γερμανοί καί μέ σήκωσαν μέ τίς κλωτσιές ἀπό τό κρεβάτι. Οὔτε τά ροῦχα μου δέν ἐπέτρεψαν νά φορέσω. Τά ᾿φερε ὕστερα ἡ μάνα μου στό κρατητήριο. Καί σήμερα μέ τόν παπά τόν ἄλλο καί τούς ὑπόλοιπους, πού εἶναι οἱ περισσότεροι ὑπάλληλοι καί ἔμποροι τῆς Κοζάνης, μᾶς κουβάλησαν ἐδῶ.
  Τόν κατατοπίζω κι ἐγώ καί τοῦ συνιστῶ προσοχή στήν ἀνάκριση».
  Τό πῶς δούλευε γιά τή σκλαβωμένη πατρίδα τό γνωρίζουμε ἀπό τίς μαρτυρίες πολλῶν Κοζανιτῶν. Τό Πάσχα τοῦ ᾿43 ἐκφωνεῖ στήν κεντρική πλατεία τῆς Κοζάνης ἱστορικό καί μνημειώδη λόγο γιά τήν «αἰωνία Ἑλλάδα» καί τελειώνει μέ τούτη τή φράση: «Χριστός Ἀνέστη! Θ᾿ ἀναστηθοῦμε, ἀδελφοί μου». Λίγες μέρες ἀργότερα, στίς 2 Μαΐου, γιορτή τοῦ ἁγίου Ἀθανασίου, ὁμιλεῖ σέ πλῆθος κόσμου, πού ἐκκλησιάστηκε στό ἐξωκλήσι τοῦ Ἁγίου Ἀθανασίου μέ θέμα: «Ἄνοιξη, Ἀνάσταση, Ἐλευθερία». Τίμημα τῆς παρρησίας του εἶναι ἡ αἰφνιδιαστική σύλληψή του στίς 5 Μαΐου 1943 καί ἡ μεταφορά του στό στρατόπεδο Παύλου Μελᾶ. Τά ὑπόλοιπα ἄς τά παρακολουθήσουμε ἀπό τό ἡμερολόγιο τοῦ συγκρατούμενου π. Διονυσίου:
  «3 Ἰουνίου. Ἕνα αὐτοκίνητο τῆς Γκεστάπο, μαῦρο σάν τίς μαῦρες ψυχές τῶν ἀφεντικῶν του, ἦλθε καί μᾶς πῆρε τόν Ἰωακείμ. Ποῦ τόν πάει; Οἱ ἄνθρωποι τοῦ γραφείου, πού ξέρουν, λένε πώς τόν πηγαίνουν στό 501. Ἐκεῖ πού δοκιμάζει κανείς σ᾿ ὅλη της τήν ἔκταση τή σκληρότητα καί τήν κτηνωδία τῶν χωρίς Χριστόν ἀνθρώπων τοῦ Χίτλερ.
  Ὁ Θεός, ὁ μόνος πού μπορεῖ νά βοηθήσει σέ τέτοιες περιστάσεις τόν ἄνθρωπο, ἄς τόν βοηθήσει».
  Δύο μέρες ἀργότερα, συναισθανόμενος πώς ἔρχεται τό τέλος, γράφει στόν μητροπολίτη Κοζάνης τό παρακάτω γράμμα, στό ὁποῖο δείχνει τό ἀδούλωτο φρόνημα, πού τοῦ ἐνέπνευσε ἡ πίστη στόν Θεό καί ἡ προσήλωση στίς παραδόσεις τῆς φυλῆς.
 «5 Ἰουνίου 1943
 Πρός τόν Μητροπολίτην
 Κοζάνης Ἰωακείμ
 Σεβασμιώτατε,
  Φαίνεται ὅτι ἤγγικεν ἡ ὥρα ἀποδημίας μου εἰς Κύριον. Οἱ βάρβαροι εἰσβολεῖς θά μᾶς ὁδηγήσουν σήμερα ἤ αὔριο στόν τόπο τῆς ἐκτελέσεως. Αἰσθάνομαι ὑπερήφανος, Ἀρχιεπίσκοπέ μου, πού πεθαίνω γιά τήν ἀπελευθέρωση τοῦ λαοῦ, ὅπως μᾶς δίδαξε ὁ Χριστός, καί πού ἀντιπροσωπεύω μέσα στή θυσία τοῦ Ἔθνους τόν ἑλληνικό κλῆρο μέ τήν ἔνδοξη παράδοση, πού μᾶς ἄφησε ὁ Παπαφλέσσας, ὁ Σαμουήλ, ὁ Ἠσαΐας ἀπ᾿ τά Σάλωνα καί σεῖς ὁ ἴδιος συνεχίζετε ἀκόμη καί σήμερα τόν ἀγώνα γιά τήν ἐλευθερία τοῦ Ἔθνους.
 Σᾶς φιλῶ τό χέρι ὁ ἐν Χριστῷ καί ἀγῶνι ἀδελφός Ἰωακείμ».
 Ὕστερα ἀπό ἕνα σχεδόν μῆνα, στίς 2 Ἰουλίου, ὁδηγεῖται στό ἐκτελεστικό ἀπόσπασμα. Ἀλλ᾿ ἄς ἀφήσουμε καί πάλι τόν π. Διονύσιο Χαραλάμπους νά μᾶς μεταφέρει στό στρατόπεδο Παύλου Μελᾶ:
 «2 Ιουλίου. Μιά κλούβα περνᾶ μέ βία τή μεγάλη πορτάρα καί τραβᾶ κατά πάνω μας. Ξεχωρίζουμε μέσα "πεταλάδες"... Τά μάθαμε... Πῆραν τριανταδυό ἀπό δῶ καί δεκαοκτώ ἀπό τίς ἄλλες φυλακές...
 4 Ιουλίου. Θετικές πιά καί ἐξακριβωμένες πληροφορίες βεβαιοῦν τήν ἐκτέλεση τοῦ πατρός Ἰωακείμ. Ἕνας, μάλιστα, πού παρακολουθοῦσε ἀπ᾿ τόν κῆπο του ἐκεῖ κοντά τό δράμα, λέει πώς ἄνοιξε τήν τελευταία στιγμή τά στήθια του καί φώναξε δυνατά:
 - Χτυπᾶτε! Εἶμαι Ἕλληνας παπάς. Πεθαίνω γιά τόν Χριστό καί γιά τήν Πατρίδα. Ὁ ἴδιος λέει ἐπίσης πώς μετά τήν ἐκτέλεση οἱ στρατιῶτες τοῦ ἐκτελεστικοῦ ἀποσπάσματος παίζαν φούτμπώλ μέ τό καλυμμαύχι του.
 Τόν κλαίω καί τόν μακαρίζω συγχρόνως. Ἡ Ἐκκλησία μας ἔχασε ἕναν καλό στρατιώτη καί τό Ἔθνος ἕναν πατριώτη μέ ἀλύγιστο ἐθνικό φρόνημα.
 Μοῦ ᾿λεγε προχθές, πού γινόταν λόγος γι᾿ αὐτόν, κάποιος πού τούς πῆγαν μαζί στό 501:
 "Ὅταν φθάσαμε ἐκεῖ, μᾶς πῆραν στήν ἀνάκριση χωριστά. Μετά δυόμισυ ὧρες περίπου μᾶς κατέβασαν. Ἀντίκρυσα τότε ἕναν πατέρα Ἰωακείμ ὁλότελα παραμορφωμένο ἀπ᾿ τό ξύλο. Χωρίς ράσο κι ἀντερί. Τά κρατοῦσε τσαλακωμένα στ᾿ ἀριστερό του χέρι. Μᾶς τράβηξαν καί μᾶς πέταξαν, ἐμένα στό 9 κι ἐκεῖνον στό 6. Το παραθυράκι τοῦ κελλιοῦ μου ἔβλεπε στήν αὐλή. Ἔτσι, κάθε πρωί παρακολουθοῦσα ὅλους ὅσους βγάζαν γιά ἔργα. Ἦταν ἀρκετοί. Ἐκεῖνος πού περισσότερο τραβοῦσε τήν προσοχή μου ἦταν ὁ πατήρ Ἰωακείμ. Περπατοῦσε καμαρωτός, πάντα μέ ψηλά τό κεφάλι. Στήν ὄψη του ἦταν ἁπλωμένη ἡ χριστιανική ἠρεμία καί γαλήνη. Κι ὅλο σιγόψαλλε ὄμορφα καί κατανυκτικά".
 Κάποιος ἄλλος πάλι, πού κι αὐτός ἔμενε μαζί του, μοῦ εἶπε σήμερα:
 "Ἄ, ὁ πατήρ Ἰωακείμ ἦταν κληρικός ἀπ᾿ τούς σπάνιους. Ὅλες τίς μέρες, πού ἔμενε ἐκεῖ, ἔψαλλε καί προσευχόταν μέ εὐλάβεια. Εἶχε βαθειά πίστη κι αὐτό τόν ἔκανε νά μή χάσει τό θάρρος του ὥς τήν τελευταία στιγμή. Ὅλοι μας τόν θαυμάζαμε. Ὅταν μιά μέρα ὁ γερμανός φρουρός πειράζοντάς τον τοῦ εἶπε κάτι περιφρονητικό γιά τόν κλῆρο, αὐτός μ᾿ ἕνα ἀξιοθαύμαστο θάρρος ἀπάντησε:
 - Εἶμαι Ἕλληνας κληρικός"».
  Πόση εὐγνωμοσύνη ὀφείλουμε στό τιμημένο ράσο! Μόνον ἐχθροί τοῦ Γένους μποροῦν νά τό περιφρονοῦν.

Ἀπ. Παπαδημητρίου
   

Πέμπτη, 03 Ιούλιος 2014 03:00

Ἐμεῖς οἱ ῞Ελληνες

  «... Θά ἤθελα νά ἤμουν Ἑλληνίδα, νά εἶχα γεννηθεῖ ὀρθόδοξη, νά μεταλάμβανα τή θεία Κοινωνία καί νά φιλοῦσα τίς ἅγιες Εἰκόνες ἀπό τά βρεφικά μου χρόνια μέχρι τόν θάνατό μου. Κλαίω γιά μένα καί τούς συμπατριῶτες μου, πού τά χέρια μας ἀγγίζουν εἴδωλα, εἰδωλόθυτα καί ἀγκαλιάζουν τό τίποτα.

  …Ἔψαχνα τήν ἀλήθεια, χρησιμοποιώντας περισσότερες ἀπό 30 διαφορετικές ἐκδόσεις τῆς ἁγίας Γραφῆς, οἱ ὁποῖες δυστυχῶς, ὅλες τους εἶναι γεμάτες λάθη (μεταφρασμένες ἀπό ἑτεροδόξους).

  Θά ἤθελα νά ἤμουν Ἑλληνίδα, ὥστε νά μπορῶ νά διαβάζω τήν Καινή Διαθήκη στό πρωτότυπο…

  …Ἕλληνες, νομίζετε ὅτι εἶστε φτωχοί μέ τήν κρίση πού διέρχεστε, ἀλλά δέν ξέρετε πόσο πλούσιοι εἶστε.

  Ἡ Ταϊβάν εἶναι χώρα μέ μεγάλη ἀνάπτυξη, ἀλλά βρίσκεται στό σκοτάδι τοῦ σατανᾶ καί ἡ πνευματική μας ζωή εἶναι κενή.

  ... Θά παρακαλέσω νά μέ θεωρήσετε σάν τόν φτωχό Λάζαρο, νά μᾶς θρέψετε μέ τά ἀπομεινάρια τοῦ πνευματικοῦ πλούτου πού ἔχετε, νά μᾶς ρίξετε μερικά ψίχουλα ἀπό τά ἀποφάγια σας, ἀπό τά ἀφιερώματα πού χαρίζετε στίς ἐκκλησίες σας, ἀπό τά πολλά ἐκκλησάκια πού ἔχετε σέ κάθε γωνιά τῆς πατρίδας σας…»

(Ἀπόσπασμα ἀπό τήν ἐπιστολή τῆς πρώτης ταϊβανέζας ἱεραποστόλου Πελαγίας Yu, πού δημοσιεύτηκε στό περιοδικό ὀρθοδόξου ἱεραποστολῆς ΑΓΙΟΣ ΚΟΣΜΑΣ Ο ΑΙΤΩΛΟΣ, τεῦχ. 84, μέ τίτλο «ΘΑ ΗΘΕΛΑ ΝΑ ΗΜΟΥΝ ΕΛΛΗΝΙΔΑ»).

  Πολλές φορές ἀναρωτήθηκα γιατί ὁ Θεός ὑπῆρξε τόσο γενναιόδωρος μέ μᾶς τούς Ἕλληνες. Γιατί διάλεξε τόν δικό μας τόπο γιά ν’ ἁπλώσει τίς ρίζες τῆς Ἐκκλησίας Του, τή δική μας γλῶσσα γιά νά ἀφήσει τήν Ἀποκάλυψή Του στήν ἀνθρωπότητα, καί τό δικό μας ἔθνος γιά νά ταυτίσει τήν πίστη του μέ τήν παράδοσή μας. Γιατί σέ μᾶς, εἰδικά σέ μᾶς τούς Ἕλληνες, ἐμπιστεύθηκε τήν κληρονομιά τοῦ λατρευτικοῦ καί ἑρμηνευτικοῦ πλούτου.

  Αἰῶνες τώρα γεννιόμαστε πατώντας χώματα ποτισμένα μέ αἷμα μαρτυρικό καί ἀναπνέουμε ἀέρα ὅπου ἀκόμα πλανῶνται προσευχές. Ἀπό τά βρεφικά μας χρόνια ζοῦμε κάτω ἀπό τήν ἀσπίδα τῆς θείας προστασίας πού παίρνουμε μέ τό Βάπτισμά μας. Κι αὐτή τήν εὐλογία τοῦ Θεοῦ τήν ὑποβαθμίσαμε σέ ἔθιμο καί τή γεμίσαμε πολύχρωμα μπαλόνια. Ἡ ἀσφυκτική κυριαρχία τοῦ σατανᾶ, ὅπως αὐτή πού περιγράφει ἡ Πελαγία Yu ὡς φρικτή καθημερινότητα, γιά μᾶς εἶναι ἄγνωστη καί γι’ αὐτό ἀμφισβητήσιμη. Κι ἐνῶ ἀπολαμβάνουμε συνθῆκες ἀστείρευτης χάριτος μέσα ἀπό τά Μυστήρια, ἀπεγνωσμένα προσπαθοῦμε νά ἀπαλλαγοῦμε ἀπό τό βάρος πού ἔχουν οἱ φτεροῦγες μας.

  Σκεφτήκαμε ἄραγε, κάθε φορά πού προσπερνᾶμε ἀδιάφορα ἕναν Χρυσόστομο ἤ ἕναν Μάξιμο Ὁμολογητή ἀπό τούς τόμους πού κοσμοῦν τίς βιβλιοθῆκες μας, πόσα ἑκατομμύρια χριστιανοί διψοῦν γιά ἕνα ὀλιγοσέλιδο φυλλάδιο στή δική τους γλῶσσα πού νά στηρίξει τήν πίστη τους; Σκεφτήκαμε πώς ἡ γλῶσσα καί ἡ παράδοση, πού γιά μᾶς εἶναι τό κλειδί πού ξεκλειδώνει τούς θησαυρούς τῆς αἰωνιότητας, γιά κείνους εἶναι τό ἐμπόδιο; Ἀναρωτηθήκαμε πόσοι λαχταροῦν γι’ αὐτή τή γλῶσσα, πού ἐμεῖς, μ’ ἐπίσημα χείλη, βαφτίσαμε νεκρή καί ἄχρηστη, καί γι’ αὐτή τήν παράδοση, πού ἐμεῖς τήν εἴπαμε παλιακή, καί ἀγωνιζόμαστε νά τήν πετάξουμε;

   Λαός πλούσιος, πού ἀλόγιστα σπαταλᾶ τήν κληρονομιά τοῦ Πατέρα στήν ἀνακύκλωση τῆς καθημερινῆς μιζέριας. Λαός εὐλογημένος, πού ἀνταλλάσσει τά δικά του πρωτοτόκια ἀντί τοῦ πενιχροῦ πινακίου φακῆς μίας σύγχρονης διανόησης, πού μᾶς θέλει ἐπίπεδους, ἐπιφανειακούς, ἀδιάφορους, προσκυνημένους ἐγωιστές μίας παγκόσμιας ὁμογενοποιημένης κουλτούρας καί ὄχι ταπεινούς «τά ἄνω θρώσκοντας», διεκδικητές αἰωνίου ἀκτίστου φωτός.

  Ἡ Πελαγία Υu, σάν σύγχρονη Χαναναία, κραυγάζει πρός τόν Κύριο: «Ἐλέησόν με, ζητῶ τά ψίχουλα πού τρῶνε τά σκυλιά». Ἐκείνην ὅμως τίμησε ὁ Κύριος μέ τό «μεγάλη σου ἡ πίστις». Ἡ Πελαγία Υu αὐτοονομάζεται «φτωχός Λάζαρος» καί ἐκλιπαρεῖ γιά ὅσα οἱ σύγχρονοι Ἕλληνες ξεφορτώνονται ὡς φορτίο περιττό. Μόνο πού ἐκεῖνος, ὁ Λάζαρος, κατέληξε στήν ἀγκαλιά τοῦ Ἀβραάμ. Μήπως ἐμεῖς οἱ Ἕλληνες, οἱ τόσο ἐλεημένοι, μένει ν’ ἀκούσουμε τήν ὑπενθύμισή του «παιδί μου, θυμήσου ὅτι ἐσύ ἀπόλαυσες τά ἀγαθά σου…»;

  Ἐμεῖς οἱ Ἕλληνες… Οἱ ζυμωμένοι μέ τό ὀρθόδοξο μεγαλεῖο θά καταλήξουμε ἐπαῖτες πού λαχταροῦν τά ξυλοκέρατα;

  Ἰδού νῦν καιρός. Καιρός ἐπιστροφῆς στό σπίτι τοῦ Πατέρα, γιά νά μή γίνουμε «οὐ λαός».

  Ἰδού νῦν καιρός. Γιά ν’ ἀποδείξει ἡ Ἑλλάδα τῆς Χάριτος ὅτι σάν πιστός θεματοφύλακας ἀντιστέκεται, καί ὅτι σάν καλός οἰκονόμος ἔχει ἀκόμη τό μεγαλεῖο, ὄχι νά διανέμει τ’ ἀποφάγια της, ἀλλά νά μοιράζεται ἀδελφικά τόσο τόν πνευματικό της πλοῦτο, ὅσο καί τό φτωχικό της γεῦμα.

Μαρτινιανή

Ἀπολύτρωσις 68 (2013) 183-184