Super User

Super User

Τρίτη, 01 Ιούλιος 2014 03:00

Τοῦ Γένους ἀντιστύλι!

oikonomos  Κυριακή τοῦ 1792 στήν Τσαρίτσανη τῆς Θεσσαλίας. Γιατί τά βλέμματα ὅλων εἶναι στραμμένα πρός τόν ἄμβωνα; Τί κοιτάζει ἐπίμονα τό ἐκκλησίασμα; Ἕνα χαριτωμένο δωδεκάχρονο παιδί κάνει τό πρῶτο του κήρυγμα. Καταπλήσσει τούς συντοπίτες του. Ὁ παπα-Κυριακός καμαρώνει τό βλαστάρι του. Εἶναι ὁ νεαρός Κωνσταντίνος Οἰκονόμος, ὁ μετέπειτα ταλαντοῦχος δάσκαλος τοῦ Γένους καί μεγάλος ρήτορας.
  Λέγεται πώς, ὅταν ἦταν βρέφος, ἕνα σμῆνος ἀπό μέλισσες ρίχτηκε στό λαιμό του. Σάν ἀποχώρησαν, δέν τοῦ ἄφησαν κανένα ἴχνος κακοποίησης. Τοῦτο τό γεγονός θεωρήθηκε σημάδι, πού προμήνυε τή μελιστάλαχτη φωνή του καί «τόν βόμβον» αὐτῶν πού θά τήν ἀπολάμβαναν.
  Πραγματικά, ὡς μαθητής διαπρέπει. Ρουφᾶ τή γνώση στήν περίφημη σχολή τῶν Ἀμπελακίων, καθώς ρίχνεται στή μελέτη τῆς κλασικῆς ἑλληνικῆς γραμματείας, τῆς ἑλληνικῆς, τῆς λατινικῆς καί τῆς γαλλικῆς γλώσσας. Τί θαυμασμό προκαλεῖ μέ τήν εὐγλωττία του στούς συμμαθητές του, κάθε φορά πού ἐκφωνεῖ τούς πανηγυρικούς λόγους στίς σχολικές γιορτές! Δέν χορταίνουν νά τόν χειροκροτοῦν.
  Ὅλοι εἶναι σίγουροι πώς θά σταδιοδρομήσει καί θά δοξασθεῖ ὡς φιλόλογος. Κάτι ἄλλο ὅμως, ἱερό, ζυμώνεται μέσα του. Καί νά! Σείονται οἱ θόλοι τῆς ἐκκλησιᾶς ἀπό τά «ἄξιος, ἄξιος»! Χειροτονεῖται διάκονος καί εἰσέρχεται στίς τάξεις τοῦ ἔγγαμου κλήρου. Πῶς νά μήν ἐπικροτήσουν τούτη τή μοναδική στιγμή γιά τόν τόπο τους οἱ συμπατριῶτες του, ὅταν θωροῦν τόν ἀγαπητό Κωνσταντίνο τους, πού λαχταρᾶ νά θέσει ὅλα του τά χαρίσματα στήν ὑπηρεσία τοῦ Θεοῦ!
   Ἀπό κείνη τή στιγμή δίδεται ὁλόψυχα στό ἔργο τῆς θείας σπορᾶς. Ἡ εὐρυμάθειά του ἀποτυπώνεται στήν πρώτη πραγματεία πού κυκλοφορεῖ γιά τή διαφώτιση τοῦ κλήρου· «Τόμος, τά καθήκοντα τοῖς ἱερεῦσι θεσπίζων». Ἱερό του ἄντλημα στή συγγραφή καί στό λόγο ἡ Βίβλος, οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας καί ἰδιαίτερα οἱ προσφιλεῖς του Μ. Βασίλειος, Γρηγόριος Θεολόγος καί Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος. Ὀργώνει ἀκάματος χωριά καί πόλεις τῆς Θεσσαλίας, τῆς Μακεδονίας. Πῶς τόν καρτεροῦν! Σάν τό χῶμα τή βροχή, σάν τό παιδί τόν πατέρα, γιά νά δροσίσει μέ τά νάματα τῆς πίστεως τήν ἀποκαμωμένη τους ὕπαρξη. Γρήγορα «ἡ θεία χάρις... προχειρίζεται Κωνσταντῖνον τόν εὐλαβέστατον διάκονον εἰς πρεσβύτερον...».
  Κι ἐνῶ δέν ἀρέσκεται στό κυνήγι τῆς προβολῆς, ἡ φήμη του τρέχει παντοῦ. Ποιοί τώρα ἔχουν τό προνόμιο ν’ ἀπολαμβάνουν τόν χειμαρρώδη λόγο, τή σοφία του; Οἱ μαθητές τοῦ «Φιλολογικοῦ Γυμνασίου» τῆς Σμύρνης. Ἡ Ἰωνία καί τά νησιά τοῦ Αἰγαίου στέλνουν τά παιδιά τους νά μαθητεύσουν «παρά τούς πόδας» τοῦ ὑπέροχου αὐτοῦ Σχολάρχου. Δέκα ὁλόκληρα χρόνια διδάσκει σ’ αὐτό τό σχολεῖο θρησκευτικά καί ἑλληνική φιλολογία.
 Στόν περίφημο «Παραινετικόν πρός τούς νέους» λόγο του ὁ χαρισματοῦχος ρήτορας σείει τήν καρδιά τῆς νεολαίας τῆς Σμύρνης· «...Κατηραμένη ἡδονή. Πόσους μετεμόρφωσας ἐλεεινῶς! Πόσους νέους ἔθαψας ἀώρους! Ὁποιονδήποτε ἐπάγγελμα καί ἄν μέλλετε, φίλοι νέοι, νά ἐπαγγελθῆτε, χωρίς τήν χαράν, τήν ταπείνωσιν, τήν ἀγάπην, τήν εἰλικρίνειαν, τήν ἁγνότητα εἶναι ἀδύνατον νά διαδράμητε τό στάδιον ἐντίμως καί εὐτυχῶς. Ὅλων δέ τούτων τῶν ἀρετῶν θεμέλιον ἔχετε τήν πρός τόν Θεόν εὐσέβειαν. Χωρίς τοῦ Θεοῦ τήν προστασίαν μ’ ὅλα τά προτερήματά σας ἠθέλετε εἶσθαι ὅμοιοι μέ ἄθλια ὀρφανά παιδία ἀφειμένα εἰς ἔρημον τόπον χωρίς ὁδηγόν νά τά κατευθύνῃ...».
  Ἀξιοσημείωτη ἡ κηρυκτική του δραστηριότητα καί στήν εὐρύτερη περιοχή τῆς Σμύρνης. Μέ τίς πύρινες ὁμιλίες του δονεῖ τίς καρδιές τῶν πιστῶν. Κι εἶναι γιά τούς ραγιάδες πολύτιμος ἀστέρας ἡ παρουσία του, πού φωτίζει τό πηχτό σκοτάδι τῆς σκλαβιᾶς.
  «Δέξαι τήν καλοῦσάν σε φωνήν, ὡς φωνήν ἀληθοῦς Κυρίου». Μ’ αὐτά τά λόγια τό 1819 ὁ Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως Γρηγόριος ὁ Ε΄ προσκαλεῖ τόν χαλκέντερο ρήτορα, γιά νά τόν διορίσει ἱεροκήρυκα τῆς Μεγάλης τοῦ Χριστοῦ Ἐκκλησίας. Καί στή «βασιλίδα τῶν πόλεων» σπρώχνονται τά πλήθη, γιά ν’ ἀπολαύσουν τόν μελίρρυτο ἱεροκήρυκα. Μά ἡ ἔκρηξη τῆς Ἐπανάστασης τοῦ 1821 ἀνακόπτει τήν πολυσχιδῆ δράση του. Ὁ Πατριάρχης τόν συμβουλεύει νά φύγει στήν Ὀδησσό τῆς Ρωσίας, γιατί τό Γένος τόν χρειάζεται. Μέ τή λύπη ζωγραφισμένη στά πρόσωπά τους ἀποχαιρετιοῦνται οἱ δύο μεγάλοι ἄνδρες.
  Σέ λίγες μέρες μέ θρυμματισμένη τήν καρδιά του ὑποδέχεται στό λιμάνι τῆς Ὀδησσοῦ μέ πλῆθος λαοῦ τό σεπτό σκήνωμα τοῦ Πατριάρχη. Καί τότε, στό ναό τῆς Μεταμορφώσεως, μπροστά στή σορό τοῦ ἐθνομάρτυρα Γρηγορίου τοῦ Ε΄ ἐκφωνεῖ μέ τή μεταλλική φωνή του ἐπιτάφιο λόγο, πού ἀντηχεῖ ὡς ἐγερτήριο σάλπισμα στό πολύπαθο Γένος. Στ’ ἀλήθεια, ἡ ὁμιλία του αὐτή ἀπαθανατίζει τή ρητορική του δεινότητα καί θεωρεῖται ἕνα ἀπό τά διαμάντια τῆς νεότερης ἑλληνικῆς φιλολογίας. Εἶναι ἕνα λυρικό τραγούδι, πού ἀντανακλᾶ τόν πόνο τοῦ παιδιοῦ, τό σπαραγμό τοῦ Ἕλληνα, καθώς στέκεται δίπλα στό λείψανο τοῦ πατέρα του, τοῦ Ἐθνάρχη του:
  «...Σεβασμιώτατε Πατριάρχα, ἄν καί δέν στολίζῃς πλέον τόν θρόνον τόν Οἰκουμενικόν, παρίστασαι μετά παρρησίας εἰς τόν θρόνον τῆς Μεγαλωσύνης τοῦ Ὑψίστου. Ἄν καί δέν ἄρχῃς πνευματικῶς εἰς τήν Μεγάλην τοῦ Χριστοῦ Ἐκκλησίαν, διαπρέπεις μακαριστῶς εἰς τήν Οὐράνιον Ἐκκλησίαν τῶν Πρωτοτόκων. Ἄν καί δέν ἐνταφιάζεσαι εἰς τήν ἔνδοξον μέν, ἀλλά στενάζουσαν ἤδη γῆν τῆς Ἑλλάδος, ἐνταφιάζεσαι ἐνδόξως εἰς γῆν ἐλευθέραν καί τιμᾶσαι λαμπρῶς ὑπό τῶν παρόντων ὁμογενῶν σου... Ὦ Θεέ τοῦ ἐλέους! Ἐπίβλεψον ἐξ οὐρανοῦ καί δε τήν κάκωσιν τοῦ λαοῦ σου. Ἕως πότε, Κύριε, μέλλει νά ἐξυβρίζῃ τό Πανάγιόν Σου ὄνομα ὁ βάρβαρος ἐχθρός τοῦ Σταυροῦ;...».
  Μέ τή συναρπαστικότητα τοῦ λόγου καί μέ τή δύναμη τῆς πένας του ἀγωνίζεται ὅπου γῆς γιά τήν ἀνάσταση τῆς πατρίδας του. Ἀξιώνεται νά πατήσει τά ἐλεύθερα πιά ἑλληνικά χώματα καί νά ὑπηρετήσει ἀνύσταχτος τήν Ἐκκλησία καί τό Ἔθνος. Καί ὁ μεγάλος ἀθλητής τῆς Ὀρθοδοξίας καί δεινός ρήτορας, πού «ἑνώνει τοῦ Χρυσοστόμου τήν εὐγλωττίαν μέ τοῦ Ἀθανασίου τό φλογερόν πνεῦμα», κλείνει στίς 8 Μαρτίου 1857 τά μάτια του, γιά νά τ’ ἀνοίξει στήν ἀτέρμονη αἰωνιότητα τοῦ Θεοῦ.
  Πνευματοφόρε, πνευματοκίνητε, λευκασμένε δάσκαλε τοῦ Γένους μας, σ᾿ εὐχαριστοῦμε γιά τίς σοφές ὑποθῆκες πού μᾶς κληροδότησες κι ἡ μνήμη σου ἄς εἶναι αἰώνια.

 Ἑλληνίς
Τρίτη, 01 Ιούλιος 2014 03:00

Ὁ Σταυραετός τῆς Κλεφτουριᾶς

  Ὁ πρωτοκλέφτης τῶν Ἀγράφων Κατσαντώνης γεννήθηκε στά 1773 ἤ 1775 στό χωριό Μάραθος (Μύρεσι) τῆς Εὐρυτανίας.
  Ἀντώνης ἦταν τό ὄνομά του. Νεαρό παλληκάρι στά 1800 περίπου πῆρε τήν ἀπόφαση νά βγεῖ στό κλαρί. Ἐνῶ προετοιμαζόταν, ἡ μάνα του προσπαθοῦσε νά τόν καθησυχάσει παρακαλώντας τον: «Κάτσε, Ἀντώνη μ’, κάτσ’ Ἀντώνη μ’». Ἔτσι ἀπό τά ἀδέλφια του, ἀλλά ἴσως καί ἀπό τά παλληκάρια τοῦ καπετάν Δίπλα, στόν νταϊφά τοῦ ὁποίου κατέφυγε, τοῦ δόθηκε ἡ προσωνυμία «Κατσαντώνης». Ὁ Δίπλας, θεῖος καί νουνός του, τόν καλοδέχτηκε. Σύντομα τοῦ ἔδωσε καί τήν ἀρχηγία τοῦ ἀσκεριοῦ ἀναγνωρίζοντας τίς ἱκανότητές του. Πάμπολλες οἱ νικηφόρες μάχες πού εἶχε μέ τούς Τουρκαλβανούς τοῦ Ἀλῆ Πασᾶ.
  Στά 1807 στήν κλεφταρματολική σύναξη στή Λευκάδα ἀναγνωρίζεται μέ ἐπίσημη ἀνακήρυξη ὡς ἀρχηγός ὅλων τῶν κλεφτῶν. Ἀξίζει νά μνημονευθοῦν κάποια γεγονότα χαρακτηριστικά τῆς προσωπικότητας τοῦ ἥρωα.
  •  Ὅταν ὁ στρατηγός Κ. Παπαδόπουλος ἀποκαλώντας τον χιλίαρχο τόν κάλεσε νά ἀπαριθμήσει τά κατορθώματά του, εἶπε πώς ὁ τελευταῖος ἀπ’ τούς συντρόφους του εἶναι καλύτερος ἀπ’ αὐτόν καί ὅ,τι κάνουν τό κάνουν οἱ σύντροφοί του καί ὄχι αὐτός. Ἡ ἀπάντηση αὐτή ἱκανοποίησε τόν στρατηγό καί ἐνθουσίασε τούς παρευρισκομένους.
  •  Ὅταν κάποτε ὁ ἴδιος στρατηγός τόν κάλεσε νά ἐνταχθεῖ μέ τά παλληκάρια του στόν ρωσικό στρατό, μέ προοπτική γιά ὑψηλά ἀξιώματα, ἀπάντησε: «Δέν ἔχει ἀνάγκη ἡ Μεγάλη Ρωσία ἀπό τό καριοφίλι τοῦ Κατσαντώνη. Ἐγώ βγῆκα κλέφτης νά πολεμήσω τήν τουρκιά καί νά λευτερώσω τήν πατρίδα μου».
  •  Ὁ Φραγκίστας ἀναφέρει πώς στή μάχη τῶν Κατσαντωναίων μέ τούς Τουρκαλβανούς τοῦ Ἀλῆ Πασᾶ τό 1806 πιάστηκε αἰχμάλωτος ἕνας μπουλούκμπασης (σωματάρχης) ὀνόματι Ντούμηκας, ὁ ὁποῖος ἐλαφρά τραυματισμένος στόν μηρό, παρουσιάστηκε καί παρακάλεσε γονατιστός τόν Κατσαντώνη κλαίγοντας νά μήν τόν σκοτώσει, γιατί εἶχε καί δύο ἀνύπαντρες ἀδερφές, πού θά ἔπρεπε νά τίς ἀποκαταστήσει. Τότε ὁ ἥρωας συγκινήθηκε καί διέταξε νά τοῦ χαρίσουν τή ζωή δίδοντάς του καί ἕνα χρυσό νόμισμα.
  Ἦταν βαθιά θρησκευόμενος καί ὅταν ἦταν 2-3 χρονῶν, γύρω στά 1777, τόν εὐλόγησε ὁ πατρο-Κοσμᾶς ὁ Αἰτωλός περνώντας ἀπό τά κονάκια καί τή στάνη τοῦ πατέρα του ψηλά στά Ἄγραφα.
  Ἡ παράδοση τῶν Ἀγράφων, ὅπως τή διηγήθηκε ὁ Παπαλάμπρος Τσέτσος, διασώζει τό ἑξῆς χαρακτηριστικό περιστατικό:
  Ὅταν τελικά συνελήφθη ἀπό τούς Τουρκαλβανούς τοῦ Ἀλῆ Πασᾶ καί ὁδηγήθηκε στά Γιάννενα, ἀνάμεσα στά πολλά φρικτά βασανιστήρια πού ὑπέστη περιλαμβανόταν καί ἡ δοκιμασία τῆς πίστης του. Τόν πῆγαν, λοιπόν, μέσα σέ ἕνα τζαμί γιά νά προσκυνήσει. Ὁ Κατσαντώνης, ἄν καί σακατεμένος κυριολεκτικά, μάζεψε τίς δυνάμεις του καί στάθηκε ὄρθιος καί περήφανος. Τότε οἱ βασανιστές του ἐπιχείρησαν νά τόν κάνουν νά σκύψει καί νά προσκυνήσει στό τζαμί, ἀλλά οἱ προσπάθειές τους ἀπέβησαν ἄκαρπες καί μάταιες.
  Τελικά, γιά νά τόν ἀναγκάσουν νά σκύψει ἔστω καί μόνο μπαίνοντας στό τζαμί, ἔκτισαν μία πλαϊνή εἴσοδο ἀφήνοντας τόσο ἄνοιγμα ὥστε νά σκύψει ἀναγκαστικά μπαίνοντας μέσα. Πῆραν, λοιπόν, τόν ἥρωα, τόν πῆγαν στή χαμηλή εἴσοδο καί τόν πίεζαν νά περάσει ἀπό κεῖ, βέβαιοι πλέον ὅτι θά τόν ταπεινώσουν.
  Ὁ Κατσαντώνης ὅμως βρῆκε τή λύση: Γύρισε καί μπῆκε μέ... τήν πλάτη στό τζαμί!
  Ξεψύχησε στά Γιάννενα μαζί μέ τόν ἀδελφό του Γιῶργο Χασιώτη κάτω ἀπό φρικτά βασανιστήρια «ψελλίζοντας στά χείλη του τό ὄνομα τοῦ ἁγίου Κοσμᾶ τοῦ Αἰτωλοῦ», θά γράψει ὁ βιογράφος τοῦ ἁγίου Φάνης Μιχαλόπουλος.
  Οἱ περιοδεῖες, τά κηρύγματα καί τό μαρτύριο τοῦ ἐθναποστόλου Κοσμᾶ τοῦ Αἰτωλοῦ καί ἡ δράση, τά κατορθώματα, ἡ σύλληψη καί τό μαρτυρικό τέλος στά Γιάννενα τοῦ θρυλικοῦ καί χιλιοτραγουδισμένου σαρακατσάνου πρωτοκλέφτη Κατσαντώνη εἶχαν προετοιμάσει τήν εὐρύτερη περιοχή τῶν Ἀγράφων, τῶν Τζουμέρκων, τῆς Εὐρυτανίας καί γενικότερα ὅλων τῶν Σαρακατσαναίων καί λοιπῶν Ἑλλήνων γιά τόν ξεσηκωμό καί τήν ἐθνική Παλιγγενεσία τοῦ 1821.
Ἰωάννης Θ. Κουτσοκώστας

Τρίτη, 01 Ιούλιος 2014 03:00

Ἡ σπορά τῆς θυσίας

agones Μαζί μέ τά πρῶτα μύρα τῆς ἄνοιξης καί μέ τήν εὐωδιά τῆς θείας χάριτος, πού ἐπισκίασε τήν Κεχαριτωμένη κατά τόν Εὐαγγελισμό της, ὁ μήνας αὐτός ἀποπνέει καί τά μύρα τῆς λευτεριᾶς, καθώς σημαδεύτηκε ἀπό τό ἀθάνατο ᾿21. Σεβαστικά στρέφεται ἡ σκέψη μας σ᾿ ἐκείνους πού μᾶς χάρισαν μιά ἐλεύθερη πατρίδα καί εὐγνώμονα σκύβει νά μαθητεύσει στήν ἔνδοξη θυσία τους. Ἐκεῖνοι φύγαν, πέρασαν, μά «τό ἔργο τους γιά τήν πατρίδα μένει». Αἰῶνες τώρα μᾶς σκέπουν τά δένδρα πού πρόβαλαν ἀπό τούς τάφους τῆς δικῆς τους θυσίας.
  Μέ θυσίες πολλές καί μεγάλες οἱ πρόγονοί μας κράτησαν ζωντανή τήν ἐλευθερία μές στά σκελετωμένα κουφάρια τους κατά τούς αἰῶνες τῆς πικρῆς σκλαβιᾶς. Ἔμειναν ἀπροσκύνητοι στίς φοβέρες καί στά καλοπιάσματα τοῦ ἐχθροῦ, ἄσκιαχτοι ἀπ᾿ τό χειροπιαστό σκοτάδι, πού αἰῶνες τούς πλάκωνε. Μέσα στή μαυροφόρα ἀπελπισιά, στίς τυράννιες καί στά βάσανα, πού πάσχιζαν νά ἐξοντώσουν «τήν ἀποσταμένη ἐλπίδα», κράτησαν τό πνεῦμα ἄγρυπνο καί λεβέντικη τήν ψυχή. Καί τοῦτο, διότι φύλαξαν στήν καρδιά τους ἄσβηστη «τοῦ Χριστοῦ τήν πίστη τήν ἁγία».
  Ἡ πίστη ἦταν ἡ δύναμη πού, σάν ἦρθε ἡ ὥρα, ὅπλισε τούς ταπεινωμένους ἀλλά περήφανους ραγιάδες μέ ἡρωισμό· τούς ἔρριξε στήν περιπέτεια τῆς θυσίας, γιά νά κερδίσουν «τῆς πατρίδος τήν ἐλευθερία». Τό ὁμολογεῖ μέ τή σεμνή μεγαλοπρέπειά του ὁ πρωτομάστορας τῆς λευτεριᾶς, ὁ γέρος τοῦ Μωριᾶ Θεόδωρος Κολοκοτρώνης στό λόγοπαρακαταθήκη πού ἀπηύθυνε στά Ἑλληνόπουλα τῆς ἐλεύθερης πατρίδας: «Ὅταν ἐπήραμε τά ἄρματα, εἴπαμε πρῶτα ὑπέρ πίστεως κι ἔπειτα ὑπέρ πατρίδος». Τό ἐξομολογεῖται στήν προσευχή του ὁ Μακρυγιάννης, ὁ στρατηγός μέ τή σοφή ἁπλότητα: «... καί τότε μᾶς ἔσωσες, πανάγαθε Θεέ, μᾶς ἀνάστησες καί μᾶς σώνεις κάθε στιγμή...».
  Εἶναι ἰδιαίτερα ἐπίκαιρο τό μήνυμα πού φθάνει σέ μᾶς ἀπό τή μνήμη τῆς ἀνάστασης τοῦ ἑλληνικοῦ γένους. Σήμερα πού ὅλα μετριοῦνται μέ τήν ἀπολαβή κι ὅλα ὑπολογίζονται μέ κριτήρια ἰδιοτελῆ καί ἐγωκεντρικά, εἶναι ἀνάγκη νά θυμηθοῦμε ὅτι τίποτε τό μεγάλο κι ὄμορφο δέν γίνεται χωρίς θυσία. Πατρίδα, οἰκογένεια, σπουδές, ἐργασία, φιλία εἶναι ἀγαθά πού μέ θυσίες ἀποκτοῦνται καί μόνο μέ θυσίες διατηροῦνται. Δέν εἶναι θάνατος καί φθορά ἡ θυσία. Εἶναι σπορά ζωῆς. Ἄν δέν πεθάνει θαμμένος στή γῆ ὁ κόκκος τοῦ σιταριοῦ, μένει μόνος του· ἄν ὅμως πεθάνει, «πολύν καρπόν φέρει» (Ἰω 12,24). Τό ἐπισημαίνει τό ἀδιάψευστο στόμα τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ, ὁ ὁποῖος προσέφερε στήν ἀνθρωπότητα τήν ὑπέρτατη καί σωτήρια θυσία τοῦ Γολγοθᾶ, πού ἔγινε ἡ πηγή τῆς χαρᾶς τοῦ κόσμου.
  Ἡ θυσία εἶναι ἡ ὕψιστη ἐπιλογή, στήν ὁποία ἑκούσια προβαίνει ὁ ἄνθρωπος. Καί δέν μπορεῖ νά τήν ἐμπνεύσει ἤ νά τή θρέψει τίποτε ἄλλο παρά μόνο ἡ πίστη στόν Ἰησοῦ Χριστό καί ἡ χάρη του πού χύνεται πλουσιοπάροχα μέσα στήν ἁγία του Ἐκκλησία. Νά μήν τό ξεχνοῦμε!
Στέργιος Σάκκος
 
 
Τετάρτη, 25 Μάρτιος 2015 00:00

Ἑλληνισμός καί Ἐκκλησία

simaia kampanario Ἡ ἑλληνική ἐπανάσταση ἀποτελεῖ ὁρόσημο στή διεθνῆ ἱστορία. Ἡ τρομακτική δυσαναλογία δυνάμεων κατακτητῶν καί ἐπαναστατῶν σέ συνδυασμό μέ τό ἄκρως ἀρνητικό κλίμα ἔναντι ἐπαναστάσεων στήν εὐρωπαϊκή σκηνή καθιστᾶ τήν ἐξέγερση τῶν ὑπόδουλων προγόνων μας μοναδική γιά τήν τόλμη, ἡ ὁποία ἐγγίζει τά ὅρια τῆς ἀφροσύνης! Ὁ μεγάλος πατριώτης, ὁ Καποδίστριας, γνώστης βαθύς τῆς εὐρωπαϊκῆς διπλωματίας, ἦταν ἀντίθετος πρός τό τόλμημα, τό ὁποῖο ἀρχικά ἀνέλαβε ὁ Ἀλέξανδρος Ὑψηλάντης καί τό συνέχισαν οἱ καπετάνιοι τῆς Πελοποννήσου.
 Ἡ ἐπανάσταση, κατά τή σύμφωνη μαρτυρία τῶν πρωταγωνιστῶν της, ὑπῆρξε παλλαϊκή καί εὐλογήθηκε ἀπό τήν Ἐκκλησία. Γι’ αὐτό καί μετά τήν ἀπόκτηση τῆς πολυπόθητης ἐλευθερίας ἀπό τμῆμα τοῦ λαοῦ μας, ἡ Πολιτεία ἐθέσπισε (1848) νά ἑορτάζεται ἡ λαμπρή ἐπέτειος τῆς Ἐθνεγερσίας κατά τήν 25η Μαρτίου, ἡμέρα κατά τήν ὁποία ἡ Ἐκκλησία πανηγυρίζει τόν Εὐαγγελισμό τῆς Θεοτόκου, τῆς μητέρας τοῦ Χριστοῦ.
 Ἐπί σειράν ἐτῶν τό Γένος μέ εὐγνωμοσύνη πανηγύριζε τή διπλή ἑορτή. Ἀθρόα ἦταν ἡ προσέλευση τοῦ λαοῦ στούς ναούς, γιά νά δοξολογήσει τόν Θεό γιά τή βοήθεια πρός ἀποτίναξη ζυγοῦ δουλείας αἰώνων. Δέν θά ἰσχυριστῶ ὅτι κατά τόν πανηγυρισμό τοῦ διπλοῦ ἑορτασμοῦ πρυτάνευε τό θρησκευτικό αἴσθημα καί ἑπόταν τό πατριωτικό. Ὁ ἄνθρωπος διαχρονικά στέκεται ἀνήμπορος νά κατανοήσει τό ὕψος τῆς πνευματικῆς ἐλευθερίας, στήν ὁποία μᾶς κάλεσε ὁ Θεός μέ τήν ἐνανθρώπησή του. Ἡ ἐθνική ἐλευθερία παλαιότερα καί ἡ κοινωνικοπολιτική σχετικά πρόσφατα προβάλλονται ὡς οἱ δύο κύριες μορφές ἐλευθερίας, μέ συνέπεια νά παραθεωρεῖται σύν τῷ χρόνῳ ἡ πνευματική ἐλευθερία καί τελικά νά ἀγνοεῖται αὐτή παντελῶς!
 Τό ἐλεύθερο πλέον Γένος ἀπολαμβάνοντας τά ἀγαθά τῆς ἐθνικῆς ἐλευθερίας λησμόνησε σύντομα τήν ὑπόσχεσή του πρός τόν Θεό νά ἐκφράσει τήν εὐγνωμοσύνη του μέ τήν ἀνέγερση ναοῦ πρός τιμήν τοῦ Σωτῆρος Χριστοῦ. Ἔτσι τό τάμα τοῦ Ἔθνους παραμένει ὥς σήμερα ἀνεκπλήρωτη ὑπόσχεση.
 Κύλησαν τά χρόνια. Ἡ πατρίδα μας ἐλεύθερη πλέον ὑποτάχθηκε στό δυτικό πνεῦμα, τό ὁποῖο ἐπέβαλαν οἱ «προστάτες» μας μέσῳ τῶν προθύμων νά ὑπηρετήσουν τά συμφέροντά τους ἐντοπίων.
 Ἀφοῦ οἱ «προστάτες» μας διαπίστωσαν ὅτι οἱ «ἱεραπόστολοι»-πράκτορές τους (μισσιονάριοι) δέν ἦσαν ἀποτελεσματικοί στή μετακίνηση τοῦ λαοῦ ἀπό τήν ὀρθόδοξη πίστη, ἀνέθεσαν τό ἔργο αὐτό σέ ἐντόπιους «φωτισμένους» ἀπό τή Δύση «ἀναμορφωτές», «μεταρρυθμιστές», «ἐκσυγχρονιστές». Ἡ διανόηση, ἄν καί κατά βάση ἐπιφυλακτική -ἄν ὄχι ἐχθρική- πρός τήν ἐξουσία, συνεισέφερε τά μέγιστα στήν ἀποϊεροποίηση τῆς κοινωνικῆς μας ζωῆς.
 Στό πεδίο τῆς ἱστορίας, ἀφοῦ ἐπετειακό εἶναι τό ἄρθρο μας, ἡ ἐπίθεση κατέληξε νά εἶναι ἐνορχηστρωμένη. Ἔτσι πρέπει οἱ μαθητές νά ἐνστερνιστοῦν βασικές «ἀλήθειες» ὅπως: «Ἄν δέν εἶχε προηγηθεῖ ἡ Γαλλική Ἐπανάσταση, θά μέναμε σκλάβοι γιά αἰῶνες ἀκόμη!». Οἱ μαθητές δέν πρέπει νά μάθουν γιά τά πενήντα καί πλέον ἀτυχῆ ἐπαναστατικά κινήματα τῶν προγόνων τους, γιατί θά αἰσθάνονται ἄβολα ἐνώπιον τῆς πλήρους ὑποταγῆς μας σήμερα στούς ἰσχυρούς! Πρέπει ἀπό τήν ἄλλη νά μάθουν οἱ μαθητές ὅτι ἡ Ἐκκλησία ὑπῆρξε ἐχθρική πρός τήν Ἐπανάσταση, τήν ὁποία ὁ Πατριάρχης, ὡς τουρκόφιλος, ἀφόρισε! Πρέπει νά μάθουν ὅτι ἡ σύναξη στή μονή τῆς Ἁγίας Λαύρας εἶναι μύθος, ὅπως καί τό κρυφό σχολειό! Τί κι ἄν ὁ Γρηγόριος Ε΄, ὁ ἅγιος πλέον τῆς Ἐκκλησίας, ἔδωσε τό αἷμα του, προκειμένου νά ἐκτονωθεῖ ἡ θηριώδης μανία τοῦ σουλτάνου ἔναντι τῶν ἐπαναστατῶν καί νά ἀποφευχθεῖ ἡ σφαγή τῶν Ρωμιῶν τῆς Κωνσταντινούπολης; Μαρτυρεῖται ἱστορικά ἡ ἐπαφή τοῦ πατριάρχη μέ τόν Χατζή Χαλίλ, ἡγέτη τῶν μουσουλμάνων τῆς ὀθωμανικῆς αὐτοκρατορίας, ὁ ὁποῖος ἀρνήθηκε νά κηρύξει ἱερό πόλεμο (τζιχάντ) κατά τῶν Ρωμιῶν καί γι’ αὐτό δολοφονήθηκε!
 Οἱ προκροῦστες -καί εἶναι πάρα πολλοί!- ἔχουν μεταφέρει ἀναρίθμητες ἰδεολογικές κλίνες ἀπό τήν «προστάτιδα» Δύση καί πρέπει ἐπάνω σ’ αὐτές νά ἁπλωθεῖ ἡ ἑλληνική ἱστορία! Τί κι ἄν ἱστορικοί βρῆκαν σέ δημοκρατική γαλλική ἐφημερίδα τοῦ 1821 (Contitutionelle) ἀνταπόκριση ἀπό τήν Πάτρα μέ ἀναφορά στή σύναξη τῆς Ἁγίας Λαύρας ὑπό τόν μητροπολίτη Γερμανό, ὁ ὁποῖος, κατά τό δημοσίευμα, ἐκφώνησε πύρινο ἐπαναστατικό λόγο; Ποιά εἶναι ἰσχυρότερη; Ἡ ἱστορική ἀλήθεια ἤ ἡ κυρίαρχη ἰδεολογία; Ἐπιχείρησε, τονίζουν ἀνερυθρίαστα, ἡ Ἐκκλησία νά καρπωθεῖ ὀφέλη ζητώντας ἀπό τούς Βαυαρούς νά καθιερώσουν ὡς ἐπέτειο τήν 25η Μαρτίου, ἐνῶ ἡ Ἐπανάσταση ξεκίνησε νωρίτερα. Προτιμοῦν ὅλοι αὐτοί οἱ ἐμπαθεῖς καί ἀνέντιμοι ἐχθροί της Ἐκκλησίας νά ἐμφανίζονται ἀγνοοῦντες τήν ἱστορία, ἀρκεῖ νά πλήξουν τόν μισητό ἐχθρό τους, πού ἀπέτρεψε τόν ἐξισλαμισμό τῶν προγόνων μας, ὥστε νά ἔχει νόημα ἡ Ἐπανάσταση! Διότι ἀσφαλῶς ἔχουν μελετήσει τήν ἐπιστολή τοῦ Ἀλεξάνδρου Ὑψηλάντη πρός τόν Κολοκοτρώνη, στήν ὁποία ὁρίζεται ὡς ἡμέρα τοῦ ξεσηκωμοῦ ἡ 25η Μαρτίου, ἐπειδή οἱ ἐπαναστάτες ὡς πιστοί ὀρθόδοξοι χριστιανοί ἀποζητοῦσαν τή βοήθεια τοῦ Θεοῦ στόν δίκαιο ἀγώνα τους! Γνωρίζουν ἐπίσης τήν ἐπιστολή τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Ε΄ πρός τόν ἐπίσκοπο Σαλώνων Ἠσαΐα, τόν ἐθνομάρτυρα στή μάχη τῆς Ἀλαμάνας. Μάλιστα ἐπιλέγουν τόν αὐτοεξευτελισμό τους ὑποστηρίζοντας παράλληλα ὅτι ἡ τουρκική σκλαβιά δέν ἦταν καί τόσο φοβερή! Ἔτσι τούς ὑπαγορεύουν τά ἀφεντικά τῆς «νέας τάξης»!
 Σήμερα φαίνεται οἱ Νεοέλληνες νά ἔχουν, ἐπιτέλους γιά τούς «διαφωτιστές», ἀπομακρυνθεῖ ἀρκούντως ἀπό τήν ὀρθόδοξη παράδοση. Ἴσως νά βλέπουν αὐτοί μέ ἱκανοποίηση τό ὅτι κάθε ἐθνική ἐπέτειος ἔχει ὑποβιβασθεῖ σέ φαρσοκωμωδία μέ δοξολογία ἑνός «ἀνυπάρκτου» ἤ ἔστω «παροπλισμένου» Θεοῦ, μέ δεκάρικους λόγους, φθηνά συνθήματα, ἀξιοδάκρυτες παρελάσεις. Ἔθνος πού χάνει τήν πίστη του δέν εἶναι δυνατόν νά διατηρήσει τή φιλοπατρία. Καταλαβαίνουμε ποῦ ὀφείλεται ἡ κρίση πού βιώνουμε;

Ἀπόστολος Παπαδημητρίου
Σάββατο, 12 Απρίλιος 2014 03:00

Ἀνιδιοτελής φιλοπατρία

nikitaras Σήμερα, πού ἡ ζωή μας περιπλέκεται μές στό κυνήγι τῆς ὕλης καί κοντεύουν νά στερέψουν οἱ χυμοί τῆς καρδιᾶς μας, ὁ μπαρουτοκαπνισμένος στρατηγός Νικήτας Σταματελόπουλος ἤ θρυλικός καπετάν Νικηταράς ὁ Τουρκοφάγος, ὁ μεγάλος αὐτός ἀγωνιστής τῆς Ἑλληνικῆς Ἐπαναστάσεως τοῦ 1821, διδάσκει ἐμᾶς τούς νεώτερους Ἕλληνες μέ τή φιλοπατρία, ἀνιδιοτέλεια καί ἀφιλαργυρία του.
 Ἀπό μικρό παιδί βγαίνει στά κακοτράχαλα βουνά. Πονᾶ πού τό χῶμα τῆς πατρίδας του ποδοπατεῖ ὁ Τοῦρκος κατακτητής. «Ἕνδεκα χρόνων μαζί μέ τόν πατέρα μου στό βουνό ἔσερνα ἄρματα», ἐξομολογεῖται ὁ ἴδιος στόν Γεώργιο Τερτσέτη. Διακρίνει τά ἐξαιρετικά χαρίσματα τοῦ ἀνεψιοῦ του ὁ Θεόδωρος Κολοκοτρώνης καί τόν ἔχει μαζί του πολύτιμο συμπολεμιστή σ᾿ ὅλες τίς ριψοκίνδυνες μάχες τῆς Ἐθνεγερσίας. Στό Βαλτέτσι, στά Δολιανά, στ᾿ Ἀνάπλι, στήν Τριπολιτσά, στά Δερβενάκια, ἀλλά καί στή Ρούμελη, στή Στυλίδα, στήν Ὑπάτη, στήν Ἀράχωβα, στό Μεσολόγγι, στό Δίστομο, στήν Ἀθήνα καί στό Φάληρο δίνει ὁ Νικηταράς τό παρόν. Τόν πυροδοτεῖ τό σύνθημά του· «Δέν θά βάλω τό γιαταγάνι μου εἰς τήν θήκην, ἐάν δέν ἀπελευθερώσω τήν πατρίδα μου». Οἱ Τοῦρκοι τόσο ἔτρεμαν τό σπαθί του, ὥστε πολλές φορές ὁρκίζονταν· «νά μέ φάει τό σπαθί τοῦ Νικηταρᾶ, ἐάν λέω ψέμματα».
 Πόσες φορές μέ τίς παρακινδυνευμένες ἐνέργειές του δέν ἔβγαλε ἀπό τό ἀδιέξοδο τούς συμπατριῶτες του! Στήν ἀρχή τοῦ Ἀγώνα δέν ὑπῆρχε μολύβι γιά τά βόλια. Πῶς θά πολεμήσουν δίχως βόλια; Ὁ Νικηταράς συλλαμβάνει ἕνα παράτολμο σχέδιο. Μία λύση ὑπάρχει· ὁ μεντρεσές (= ἱερό σπουδαστήριο τῶν Τούρκων) στό Ἄργος. Ἡ στέγη του ἦταν γεμάτη μολύβι, ἀλλά καί ἡ πόλη γεμάτη τουρκικό στρατό. Μιά νύχτα ἐπιτίθεται αἰφνιδιαστικά, τρέπει τόν ἐχθρό σέ φυγή καί φορτώνει στά ζῶα ὅλο τό μολύβι. Πόσο ἀναπτέρωσε τότε μ᾿ αὐτήν τήν ἀπρόσμενη ἐνίσχυση τό ἠθικό τῶν ραγιάδων!
 Ἀλλ᾿ ἐκεῖνο πού κάνει τή φυσιογνωμία αὐτή πραγματικά ὑπέροχη, εἶναι ἡ ἀπαράμιλλη μεγαλοψυχία καί ἀφιλοκέρδειά της. Ἡ ἄγρια, ἡ σκληρή πολεμική ζωή τοῦ Τουρκοφάγου δέν ξεθωριάζει στό ἐλάχιστο τήν αἴγλη τοῦ ἐσωτερικοῦ του κόσμου. Ἀπεναντίας, διάφορα περιστατικά ἀποκαλύπτουν τό ψυχικό του μεγαλεῖο. Οἱ Ἕλληνες, ὅταν πατοῦν τήν Τριπολιτσά, ρίχνονται μέ μανία νά σφάξουν ὅσους Ἀγαρηνούς ἀπέμειναν. Ὁ Νικηταράς παλεύει καί σώζει ἕνα μεγάλο μέρος αἰχμαλώτων.
 Μετά τή μάχη στά Δερβενάκια πολλοί Ἕλληνες ἁρπάζουν τή λεία τοῦ ἐχθροῦ. Ὁ πολέμαρχος κατευθύνεται στό ταμπούρι του. Μά κάποια βογγητά τόν σταματοῦν. Βρίσκει μέσα στά χαμόκλαδα ἕναν πληγωμένο Ἀρβανίτη πού τόν ἱκέτευε· «Σκότωσέ με, Γκιαούρ...». Ἀλλ᾿ ἐκεῖνος τοῦ ἀποκρίνεται λεβέντικα· «Γιά τζελάτη (= δήμιο) μέ πέρασες, ἄπιστε;». Ἀμέσως τόν παίρνει στόν ὦμο του, γιά νά τόν πάει στό ταμπούρι του καί νά τόν δεῖ γιατρός. Στό δρόμο τά παλληκάρια ἔκπληκτα φωνάζουν· «Ὅλοι κουβαλᾶνε λάφυρα κι ὁ Νικηταράς πῆρε ἕναν λαβωμένο Ἀρβανίτη στήν πλάτη!». Ἐνῶ εἶχε προχωρήσει ἀρκετά, ὁ καπετάνιος ἀντιλαμβάνεται πώς ὁ Τουρκαρβανίτης τοῦ κόβει τά μαλλιά μ᾿ ἕνα μαχαίρι. «Ἄπιστε Ἀρβανίτη», τοῦ λέει, «ἐγώ πασχίζω πῶς νά σοῦ σώσω τή ζωή καί σύ μέ τό μαχαίρι σου θέλεις νά μέ σκοτώσεις;». Κι ὁ πληγωμένος διαμαρτύρεται· «Ὄχι, λίγα μαλλιά ἔκοψα, γιά νά τά ἔχω θυμητάρι ἀπ᾿ τήν ἀφεντιά σου. Ἄν ζήσω, γκόλφι μου (= φυλακτό) θά τά κάνω...». Σάν ἔφθασαν, φωνάζει τόν γιατρό Παναγιώτη Γιατράκο, γιά νά φροντίσει τόν ἀλλόθρησκο.
 Εἶναι παραμονή Πρωτοχρονιᾶς. Ὁ Νικηταράς βρίσκεται στ᾿ Ἀνάπλι. Ἔρχονται τά παιδιά στό σπίτι του νά τοῦ ποῦν τά κάλαντα. Γιά καλή τους ὥρα ἀνταμώνουν ἐκεῖ καί τόν θεῖο τοῦ μεγάλου πολεμάρχου, τόν Γέρο τοῦ Μωριᾶ. Μά σάν τά παιδιά ἀποτελειώνουν τά κάλαντα μέ τή χαριτωμένη στροφή «Ἀνοῖξτε τό πουγγάκι σας τό μαργαριταρένιο κι ἁπλῶστε τό χεράκι σας τό μοσχοβολισμένο. Κι ἄν εἶναι γρόσια δῶστε μας κι ἄν εἶναι καί παράδες...», ὁ καπετάνιος μάταια ψάχνει τό σακκούλι του. Ἡ παρουσία τοῦ θείου του ἐκείνη τήν ὥρα ἦταν πολύτιμη. Δανείζεται ἀπ᾿ αὐτόν λίγους παράδες, γιά νά "φιλέψει" τούς μικρούς του ἐπισκέπτες. Ἀλλά καί ὁ Κολοκοτρώνης δέν τοῦ χαρίζεται καί τοῦ λέει σάν ἔφυγαν οἱ καλαντάρηδες· «Δέν ντρέπεσαι νά διακονεύεις, κοτζάμ καπετάνιος ἐκεῖ, μέ τόσες δόξες; Τί σόι στρατηγός εἶσαι ἐσύ;». Κι αὐτός τοῦ ἀπαντᾶ μέ εἰλικρίνεια· «Πραματευτής δέν εἶμαι, μπάρμπα. Τό ᾿χε ἡ μοίρα μου νά γίνω καπετάνιος, μά δέν θέλω νά κάνω πραμάτεια τό καπετανλίκι μου, καί νά πλουταίνω...». Πραγματικά, «ποτέ δέν στόλισαν τό σελάχι του μαλαματοκαπνισμένα ἄρματα κι ἀσημένια τσαπράζια (= κοσμήματα)... Περίσσια στολίδια δέν εἶχε πάνω του, ὅπως τόσο συνήθιζαν τότε οἱ Ἕλληνες καπεταναῖοι», σημειώνει ὁ Τάκης Λάππας στό βιβλίο του «Ἀθάνατο ᾿21».
 Ὁ φτωχός, ὁ ἀνιδιοτελής, ὁ ἀφιλόδοξος, ὁ ἄδολος ἥρωας τοῦ 1821 ἀφήνει τήν τελευταία του πνοή στόν Πειραιά στίς 25 Σεπτεμβρίου 1849. Κατά τήν ἐπιθυμία του θάβεται κοντά στό μνῆμα τοῦ Γέρου τοῦ Μωριᾶ, στό Α' νεκροταφεῖο Ἀθηνῶν, γιά νά ᾿ναι πλάι σ᾿ αὐτόν πού πέρασαν μαζί ἀγωνίες, γεύτηκαν πίκρες, ἔζησαν νίκες καί χαρές καί προπάντων εἶδαν μαζί τό μεγαλούργημα-θαῦμα, τήν Ἑλλάδα ν᾿ ἀνασταίνεται καί πάλι μέσα ἀπό τήν τέφρα τῆς σκλαβιᾶς.
 Καθώς σήμερα ἀντικρύζουμε τό ἄγαλμά του στό πεδίο τοῦ Ἄρεως, θαρρεῖς καί μᾶς συμβουλεύει· «Ἀγαπημένοι μου πατριῶτες, κρατῆστε τήν Ἑλλάδα μας ἐλεύθερη, ἀτόφια καί ἀκέραιη. Ἥρωες δέν εἶναι ἐκεῖνοι πού καταστρέφουν καί ρημάζουν, πού κλέβουν δίχως νά τούς πάρει κανείς εδηση, πού καταστρώνουν μετ᾿ ἐπιστήμης σχέδια κακόβουλα..., ἀλλ᾿ ἐκεῖνοι πού μέ θυσία, κόπο καί ἱδρώτα, δίχως σκοτεινά ἐλατήρια καί συμφέροντα, βάζουν τό δικό τους λιθαράκι γιά τήν ἀνόρθωση, πρόοδο καί ἐξέλιξη τῆς πολύπαθης τούτης γῆς».
  Ἑλληνίς
Παρασκευή, 28 Σεπτέμβριος 2018 03:00

Ὁ φιλόστοργος κυβερνήτης νεκρός

 thanatos kapodistria Περασμένα μεσάνυχτα. Μιά Ἑλληνίδα τρέχει ἐναγώνια στό Κυβερνεῖο. Συναντᾶ τόν Κυβερνήτη ξάγρυπνο, σκυμμένο πάνω σέ κάποια ἔγγραφα. Ταραγμένη τοῦ μεταφέρει μιά τρομερή εἴδηση, πού τήν ἄκουσε ἀπό ἕναν γάλλο ἀξιωματικό. «Δέν θά τολμήσουν νά τό κάνουν αὐτό τό ἔγκλημα οἱ Μαυρομιχάλες...», τῆς τονίζει ἀποφασιστικά καί προσπαθεῖ νά τή γαληνεύσει.
 Χάραμα τῆς μοιραίας ἐκείνης Κυριακῆς. 27η Σεπτεμβρίου 1831. Φεύγει ὁ Καποδίστριας ἀπό τό «ταπεινόν Κυβερνεῖον ὄρθρου βαθέος», στίς 6.00 τό πρωί, καί κατευθύνεται στό ναό τοῦ Ἁγίου Σπυρίδωνος στό Ναύπλιο, γιά νά παρακολουθήσει τή θεία Λειτουργία. Ἀπό τότε πού ἀνέλαβε τό τιμόνι τοῦ ἑλληνικοῦ κράτους, ἐκτελεῖ πάντα τήν ἴδια εὐλογημένη συνήθεια. Δέν προλαβαίνει ὅμως νά μπεῖ στήν ἐκκλησία, κι οἱ σφαῖρες καί τό μαχαίρι τοῦ Γεωργίου καί τοῦ Κωνσταντίνου Μαυρομιχάλη τόν ρίχνουν κάτω νεκρό. «Τά τελευταῖα βλέμματα τῆς ζωῆς του δέν ἔσβησαν εἰρηνικά ἐπάνω στίς πράσινες φυλλωσιές τῆς πατρίδας του, τῆς Κέρκυρας. Ἔσβησαν ματωμένα ἐπάνω στή σπασμένη παραστάδα τῆς πύλης τοῦ Ἁγίου Σπυρίδωνος, στό Ναύπλιο...», σημειώνει γλαφυρά ἡ ἱστορικός Ἑλένη Κούκκου.
 Σύσσωμος ὁ λαός θρηνεῖ γοερά τόν στυλοβάτη καί ἀναμορφωτή τῆς νέας Ἑλλάδας, τόν πατέρα καί προστάτη τῶν ὀρφανῶν καί κατατρεγμένων. Δέν μπορεῖ νά πιστέψει στό ἐθνικό ἔγκλημα πού διαπράχθηκε. Δέν μπορεῖ νά διανοηθεῖ τήν ἀπρόσμενη ἀπουσία τοῦ μεγάλου ἄνδρα. Δέν εἶναι δυνατόν αὐτός πού «ἔβαλε τά θεμέλια καί ἔχτισε ἐπάνω στά χαλάσματα, πέτρα-πέτρα, ὅλες τίς μορφές τῆς ὀργανώσεως καί διοικήσεως ἑνός κράτους πού ἀναγεννήθηκε ἀπό τή στάχτη του» νά κείτεται ξαφνικά νεκρός.
 Τό πρῶτο φύλλο τῆς Γενικῆς Ἐφημερίδας τῆς Κυβερνήσεως κυκλοφορεῖ μέ μεγάλο μαῦρο περιθώριο κι ἐκφράζει τόν πόνο τῶν Ἑλλήνων γιά τόν ἄδικο χαμό τοῦ Κυβερνήτη τους: «Τρομερόν καί φρικτόν ἄκουσμα! Μέγα καί ἀνήκουστον δυστύχημα κατέλαβε τήν Ἑλλάδα! Ἄνδρες αἱμάτων κατέβαψαν τάς ἀνοσίους χεῖρας των εἰς τό αἷμα τοῦ Πατρός τῆς Πατρίδος!... Ὁποία ἐκπληκτική λύπη καί ἀδημονία κατεκυρίευσεν εὐθύς ὅλους!...».
 Μικροί, μεγάλοι ντύνονται πένθιμα. Βάφουν τά σεντόνια τους μαῦρα καί σκεπάζουν τίς προσόψεις τῶν σπιτιῶν τους ἀπό τή σκεπή μέχρι τό ἔδαφος. Ὅλα τά σπίτια τοῦ Ναυπλίου, ἀπ’ ὅπου θά περνοῦσε ἡ νεκρώσιμη πομπή, παρόμοια εἰκόνα παρουσιάζουν. Τί νά τό κάνουν τό φῶς, ἀφοῦ ὅλα σκοτείνιασαν γύρω τους σάν ἔχασαν ἀπό ἀνάμεσά τους τή γλυκειά, τήν ἱλαρή αὐτή μορφή;
 Τό σῶμα τοῦ φιλόστοργου Κυβερνήτη ταριχευμένο προσμένει νά ὁδηγηθεῖ στήν τελευταία του κατοικία μετά τό τέλος τῶν ἀνακρίσεων. Κυλοῦν 22 μέρες, καί τότε τελεῖται ἡ ἐξόδιος ἀκολουθία. Ἀπό τό παλάτι τῆς Κυβέρνησης ξεκινᾶ ἡ ἐπικήδεια πομπή μέ κατεύθυνση τό ναό τοῦ Ἁγίου Γεωργίου. Σαλπιγκτές, ἱππικό, πυροβολικό, πεζικό, ἐκκλησιαστικά πρόσωπα, τό σῶμα τῆς Γερουσίας, μαθητές μέ τούς δασκάλους τους κι ἕνα ἀμέτρητο πλῆθος λαοῦ περιστοιχίζουν τήν ὑψηλή Ἐξοχότητα. Κλαυθμοί, ὀδυρμοί, στεναγμοί ἠχοῦν ἀσταμάτητα. Ἀπ’ ὅπου κι ἄν περνᾶ ἡ σορός οἱ εὐεργετημένες καρδιές σπαράζουν κι οἱ φωνές συνταιριασμένες ὅλες μαζί φωνάζουν εὐγνώμονα «πατέρα»! Μπροστά σ’ ἕνα τέτοιο θλιβερό σκηνικό κι ὁ πιό ἄτεγκτος λυγίζει. Καί τά πιό σκληρά αἰσθήματα μαλακώνουν.
 Μά, πῶς νά μή θρυμματίζεται ὁλόκληρη ἡ ὕπαρξή τους, ὅταν συλλογίζονται σέ πόσες θυσίες ἀναλώθηκε, πόσες κακουχίες ὑπέμεινε, τί ὄνειρα ἔπλαθε γιά τήν ἀναστήλωση τῆς πατρίδας! Αὐτός εἶναι πού ἀρνήθηκε νά δεχθεῖ τό μισθό πού τοῦ ὅρισε ἡ Βουλή κι ἡ Γερουσία. Μποροῦσε ὁ ἴδιος νά κολυμπᾶ στό χρῆμα, τή στιγμή πού τό ἐθνικό ταμεῖο κατέρρεε; Αὐτός εἶναι πού ὑποθήκευσε τή μεγάλη ἀκίνητη πατρική περιουσία του στήν Κέρκυρα, μέ σκοπό ν’ ἀγοράσει τροφές ἀπό τήν Ἰταλία καί νά σώσει ἀπό τή μάστιγα τῆς πείνας τούς κατοίκους τοῦ Ναυπλίου καί πιότερο τά φίλτατά του παιδιά, «τό ροδόχρουν τοῦτο ὄνειρον τῆς Ἑλλάδος», ὅπως τρυφερά τ’ ἀποκαλοῦσε. Αὐτός εἶναι πού ἀδιαφοροῦσε γιά τήν ὑγεία του, ἐργαζόταν σκληρά, διαρκῶς ξαγρυπνοῦσε, γιά νά δρομολογήσει τήν ἁλυσίδα ποικίλων ἔργων, πού θά κοσμοῦσαν τή νέα Ἑλλάδα.
 Πῶς, λοιπόν, νά μή χύνουν ποτάμι τά δάκρυα, σάν συνέχονται ἀπό τή στυγερή δολοφονία του; Ἀντί νά γευθεῖ ὁ μεγάλος εὐεργέτης τους, ὁ χαρισματοῦχος, ὁ ἀνύσταχτος Κυβερνήτης τους τό γλυκό ποτό τῆς εὐγνωμοσύνης, δοκιμάζει τό φαρμάκι τοῦ μίσους καί τῆς ἐμπάθειας στίς σφαῖρες πού τοῦ φύτεψαν. Δακρύβρεχτα τά πολυπληθῆ γράμματα, πού καταφθάνουν ἀπό πόλεις καί χωριά στή Διοικητική Ἐπιτροπή τῆς Ἑλλάδας. Ὅλα ἀντανακλοῦν τό σπαραγμό ψυχῆς τοῦ λαοῦ γιά τήν ἀναπάντεχη ὀρφάνια του. Ἐκεῖνα ὅμως πού πιότερο ματώνουν τήν καρδιά καί τή συγκλονίζουν εἶναι τά γράμματα τόσων παιδιῶν, μαθητῶν, πού ζεστάθηκαν ἀπό τό χάδι καί τή στοργή τοῦ Κυβερνήτη. Νά πῶς ἐκφράζονται αὐτά τά χαριτωμένα πλάσματα:
 «Ἀγαπημένε μας, τρυφερέ Πατέρα! Μέ τό θάνατό σου σκοτείνιασαν ὅλα γύρω μας. Τά λουλούδια μαράθηκαν. Τά πουλιά σώπασαν. Ὅλα βουβάθηκαν ἀπό τίς δικές μας παιδικές καί νεανικές κραυγές, πού τίς στέλνουμε στόν οὐρανό μαζί μέ τούς λυγμούς μας... Ἐκεῖνοι πού σέ σκότωσαν θά εἶναι γιά πάντα καταραμένοι. Γιατί σκότωσαν τήν ἐλπίδα μας. Σκότωσαν τήν παρηγοριά μας. Τή δύναμη. Τό φῶς γιά ἕνα καλύτερο αὔριο. Γιατί σκότωσαν ἐσένα, ἀγαπημένε μας Κυβερνήτη-Πατέρα!...».

Ἑλληνίς

Τρίτη, 01 Ιούλιος 2014 03:00

Ἰωάννης Καποδίστριας

kapodistrias  Καθώς ὁ χρόνος κυλᾶ, ἡ μορφή τοῦ πρώτου κυβερνήτη μας σελαγίζει ὅλο καί πιό ἀκτινοβόλα στήν ἱστορία, ἀναζητώντας μάταια μιμητές μέσα ἀπό τόν κόσμο τῶν ἐντυπώσεων, τῶν δημαγωγιῶν καί τῶν δημοσκοπήσεων. Ἁδρές πινελιές ἀπό τό πορτραῖτο του καταδεικνύουν τό μεγαλεῖο τοῦ ἀνεπανάληπτου πολιτικοῦ.
  Κατά τή διάρκεια τῆς Ἐπανάστασης τοῦ 1821 ὑπηρετοῦσε στήν Ἐλβετία, ἀπεσταλμένος ἀπό τόν ρῶσο αὐτοκράτορα γιά τήν ἐπίλυση τοῦ ὀξύτατου ἐλβετικοῦ ζητήματος. Στή Γενεύη διέμενε μέ τόν ὑπηρέτη του σέ δυό πενιχρά δωμάτια καί δικαιολογοῦνταν: «Ἀφοῦ χτύπησα τίς πόρτες τῶν παλατιῶν τῶν πλουσίων, χτύπησα μετά καί τίς πόρτες τῶν καλυβῶν τῶν φτωχῶν, γιά νά συλλέξω τόν ὀβολό τοῦ φτωχοῦ. Πρέπει νά μπορῶ νά τούς λέω μέ παρρησία: “Ἔδωσα τά πάντα, πρίν ζητήσω καί τή δική σας βοήθεια γιά τούς ἀδελφούς μου”». Ὁ μισθός του τότε ἀνερχόταν σέ 700.000 φράγκα ἐκείνης τῆς ἐποχῆς, ἀπό τά ὁποῖα ξόδευε συνολικά 2.500 φράγκα γιά τά προσωπικά του ἔξοδα. Ὅλα τά ὑπόλοιπα τά διέθετε γιά τούς Ἕλληνες καί τόν ἀγώνα τους.
  Ὅταν στίς 2 Ἀπριλίου 1827 ἡ Γ΄ Ἐθνική Συνέλευση ψήφισε τόν Καποδίστρια ὡς πρῶτο κυβερνήτη τῆς ἐλεύθερης μικρῆς Ἑλλάδας, ἔγραψε στόν φίλο του Ἐυνάρδο: «Εἶμαι ἀποφασισμένος νά ἄρω τόν οὐρανόθεν ἐπικαταβαίνοντά μου σταυρόν». Καί μέ τή φράση: «Ἐάν ὁ Θεός μεθ᾿ ἡμῶν, οὐδείς καθ᾿ ἡμῶν», ἀρχίζει ἡ πρώτη προκήρυξή του πρός τόν ἑλληνικό λαό. Ἀποτελεῖ μάλιστα μοναδικό φαινόμενο στήν ἑλληνική ἱστορία -πιθανόν καί στήν παγκόσμια- πολιτικοῦ, ὁ ὁποῖος ἀρνήθηκε κάθε χρηματική χορηγία, γιά νά μήν ἐπιβαρύνει τό δημόσιο ταμεῖο.
 Παιδεία καί Ἐκκλησία ἦταν οἱ βασικοί πόλοι γύρω ἀπό τούς ὁποίους περιεστράφη τό ζωτικό του ἐνδιαφέρον καί θεμελίωσε τή συνύπαρξή τους στό ὑπουργεῖο «Παιδείας καί Ἐκκλησίας» (καί ὄχι Θρησκευμάτων). Εὔστοχα ὑπογραμμίστηκε ὅτι ὑπῆρξε ὁ πρῶτος καί μαζί ὁ τελευταῖος πολιτικός πού ἀγάπησε τήν Ἐκκλησία. Ἀγωνιοῦσε καί ἐπαγρυπνοῦσε μήν εἰσχωρήσει στήν «καθ᾿ ἡμᾶς» παιδεία τό «μόλεμα τῆς Εὐρώπης», ὑπονομεύσει τήν πίστη μας καί φραγκέψει τόν τόπο μας. Γι᾿ αὐτό μέ πάθος οἱ προτεστάντες μισσιονάριοι τόν κατηγόρησαν ὅτι τά σχολεῖα του εἶχαν μοναστηριακή ὀργάνωση, ἀφοῦ συνδύαζαν παιδεία καί λατρεία σέ καθημερινή βάση.
  Εἶναι γνωστή ἡ ἀντίθεσή του πρός τή Γαλλική Ἐπανάσταση καί κυρίως πρός τίς ἀντιθρησκευτικές της ἀρχές. Ὡστόσο, κάποιοι θέλησαν αὐθαίρετα καί κακόβουλα νά τόν σπιλώσουν ὡς ἀναμεμιγμένο στά δίχτυα τῆς Μασονίας.
  Γνώριζε ὅτι ἑτοιμαζόταν ἡ δολοφονία του καί μέ φρόνημα μάρτυρα, ἀμνηστεύοντας καί τούς ὑποψήφιους δολοφόνους του, ἔλεγε: «Οἱ Ἕλληνες δέν θά φθάσουν ποτέ μέχρι τοῦ σημείου νά μέ δολοφονήσουν. Θά σεβασθοῦν τήν λευκήν κεφαλήν μου... Ἄλλωστε εἶμαι ἀποφασισμένος νά θυσιάσω τήν ζωήν μου διά τήν Ἑλλάδα καί θά τήν θυσιάσω. Ἐάν οἱ Μαυρομιχαλαῖοι θέλουν νά μέ δολοφονήσουν, ἄς μέ δολοφονήσουν. Τόσον τό χειρότερον δι᾿ αὐτούς. Θά ἔλθῃ κάποτε ἡ ἡμέρα, κατά τήν ὁποίαν οἱ Ἕλληνες θά ἐννοήσουν τήν σημασίαν τῆς θυσίας μου».
  Στίς 27 Σεπτεμβρίου τοῦ 1831 δολοφονεῖται στίς 6.15 τό πρωί, καθώς κατευθυνόταν στό ναό τοῦ Ἁγίου Σπυρίδωνα στό Ναύπλιο, συνοδευόμενος ἀπό τούς δύο σωματοφύλακές του, ἀπό τούς ὁποίους ὁ ἕνας ἦταν μονόχειρας.
  Ὁ Καποδίστριας δέν ὑπῆρξε ὁ πολιτικός τῶν τυμπανοκρουσιῶν, τῶν πανηγυριῶν καί τῶν δοξολογιῶν ἀλλά ὁ σεμνός καί συνειδητοποιημένος πιστός. Ἔχοντας δεχτεῖ ὀρθόδοξη χριστιανική ἀγωγή προσερχόταν στό ναό ἀπό τήν ἀρχή τοῦ Ὄρθρου μαζί μέ τό λαό τοῦ Θεοῦ, στήν ὑπηρεσία τοῦ ὁποίου ἔταξε τή ζωή του. Ἄς σημειωθεῖ ὅτι εἶχε δύο ἀδελφές μοναχές.
  Καί ὅταν τό νῆμα τῆς ζωῆς του κόπηκε, σημειώνει ὁ Δραγούμης, «συνετρίβησαν διά μιᾶς δικαιοσύνη, ἐκπαίδευσις, στρατός, στόλος, δημοσία οἰκονομία, τάξις, ἀσφάλεια καί ζοφερώτερον ἀνέκυψε τό πρό τοῦ 1828 ἔτους χάος, διότι... ἀχαλίνωτος ἐμπάθεια καί ἑωσφορική ἰδιοτέλεια καί φιλαρχία τυφλώσασαι καί τούς ἐπισημοτάτους, κατέβαλον εἰς ἔδαφος πᾶν ὅ,τι διά μόχθων καί καρτερίας καί συνέσεως ἐθεμελίωσεν ἐκεῖνος».
Α. Ε.
Τρίτη, 01 Ιούλιος 2014 03:00

Πρῶτα ἡ πατρίδα!

Στή ναυμαχία τῆς «Ἕλλης» (4/12/1913) ὁ ναύαρχος Παῦλος Κουντουριώτης κατέκτησε ὄχι μόνο τή νίκη ἀλλά καί τό θαυμασμό τῶν Ἑλλήνων, μέ τή στρατηγική του εὐφυΐα καί τήν αὐτοθυσία του.
kountouriotis  Ἡ ἀνιδιοτέλεια κι ὁ ἁγνός πατριωτισμός ὅμως τοῦ Παύλου Κουντουριώτη φαίνονται ἀκόμη πιό πολύ σ᾿ ἕνα περιστατικό πού συνέβη τό 1914, λίγο πρίν τήν ἔναρξη τοῦ Α΄ παγκοσμίου πολέμου. Ἐκείνη τήν περίοδο ἡ Τουρκία διεκδικοῦσε ἀκόμη τά νησιά τοῦ ἀνατολικοῦ Αἰγαίου (Χίος, Σάμος, Μυτιλήνη κτλ.). Γιά νά ἀποκτήσει, λοιπόν, τήν κυριαρχία στό Αἰγαῖο ἡ Τουρκία εἶχε παραγγείλει ἀπό τήν Ἀγγλία ἕνα ὑπερντρέντνωτ (τό πιό μεγάλο καί ἰσχυρό πολεμικό πλοῖο τῆς ἐποχῆς) τό «Ρίο Ἰανέιρο». Ἡ ἑλληνική πλευρά ἀνησυχοῦσε ἔντονα διότι ὁ κίνδυνος θά ἦταν πολύ μεγάλος, καθώς ἡ Ἑλλάδα δέν θά προλάβαινε νά παραγγείλει ἐγκαίρως παρόμοιο πλοῖο. Τελικά ξέσπασε ὁ Α΄ Παγκόσμιος καί ἡ Τουρκία δέν πρόλαβε νά τό πάρει. Τότε ὁ Παῦλος Κουντουριώτης πρότεινε ἕνα παράτολμο σχέδιο, τό ὁποῖο ἀποκαλύφθηκε ἀπό τόν ἴδιο 20 χρόνια μετά. Τό περιστατικό αὐτό τό διηγῆται ὁ Κῦρος Κύρου.
 Ἦταν τό 1931, ὅταν εἶχε ξεσπάσει κίνημα στήν Κύπρο τό ὁποῖο κατέπνιξε ὁ ἀγγλικός στρατός. Τότε ὁ Ἐλευθέριος Βενιζέλος εἶχε καταδικάσει, γιά λόγους ἐξωτερικῆς πολιτικῆς, τό κίνημα. Ὁ Κῦρος Κύρου πρότεινε τή δημιουργία μιᾶς Ἐθνικῆς Ἐπιτροπῆς ἀπό τούς κυριότερους ἀπογόνους ἀγωνιστῶν τοῦ 1821, οἱ ὁποῖοι, ἀσχέτως πολιτικῶν πεποιθήσεων, νά ὑπογράψουν ἕνα μανιφέστο ὑπέρ τῆς Κύπρου καί τοῦ ἀγώνα της. Ὅλοι ἦταν πρόθυμοι, καί τότε ὁ Κῦρος Κύρου ἐπισκέφτηκε τόν ναύαρχο Κουντουριώτη γιά νά τόν πείσει νά ὑπογράψει πρῶτος τό μανιφέστο καί νά ἀναλάβει τήν προεδρία τῆς Ἐπιτροπῆς. Τόν ἐπισκέφτηκε τό πρωί καί τόν βρῆκε ἐνθουσιασμένο ὑπέρ τοῦ Κυπριακοῦ κινήματος καί νά ἐπικρίνει τόν Βενιζέλο γιά τή στάση του: «Ἀκοῦς ἐκεῖ, νά τούς φερθεῖ ἔτσι τῶν ἀνθρώπων!...; Ἄμ τότε, τί θά ἔλεγε στούς παππούληδές σας, ὅταν ἐκάμανε τήν Ἐπανάσταση;». Ὅταν τοῦ διάβασε τό μανιφέστο, ἦταν ἀπόλυτα σύμφωνος: «Δῶσ᾿ το νά τό ὑπογράψω». Τότε ὁ Κῦρος Κύρου τοῦ πρότεινε νά τό διαβάσει προσεκτικότερα καί νά ζητήσει καί τή γνώμη τοῦ Βενιζέλου, μιᾶς καί ὁ Κουντουριώτης ἦταν ὁ πιό στενός συνεργάτης καί πολιτικός φίλος τοῦ Βενιζέλου. Τότε ὁ ναύαρχος ξέσπασε:
 - Τί λές, ἀδερφέ!... Αὐτό μᾶς ἔλειπε!... Ἄμ᾿ ἄν τόν ρωτήσουμε, θά μᾶς κάνει πάλι αὐτά πού μοῦ ᾿κανε ἄλλοτε...
 - Πότε κ. Ναύαρχε;
 - Ἔ τότε, στά ᾿14... Εἶχαν ἀγοράσει οἱ Τοῦρκοι στ᾿ ἀγγλικά ναυπηγεῖα τό «Ρίο Ἰανέϊρον» καί ἐχάναμεν τήν ὑπεροπλίαν, τήν στιγμή ἀκριβῶς πού ὑπῆρχε κίνδυνος νά ξαναπιασθοῦμε. Ἐπῆγα λοιπόν τότε στόν Βενιζέλο καί τοῦ λέω: «Κύριε Πρόεδρε, ἄν πάρουν οἱ Τοῦρκοι αὐτό τό ὑπερντρέντνωτ θά μᾶς κηρύξουν ἀμέσως τόν πόλεμο καί τά πράγματα θά ᾿ναι πολύ σκοῦρα. Τό μόνο πού μπορεῖ νά γίνει εἶναι νά πάρω τόν “Ξιφία” ἤ ἕνα ἀντιτορπιλικό καί καθώς θά ἔρχεται τό τούρκικο ἀπό τό Γιβραλτάρ νά τό περιμένω στ᾿ ἀνοιχτά, νά τοῦ τραβήξω δυό τορπίλες καί νά πάη στό διάβολο. Ἀλλά βεβαίως θά τά πάρω ὅλα στήν καμπούρα μου. Ἡ κυβέρνηση θά μέ ἀποκηρύξη, θά μέ φυλακίση, θά μέ καθαιρέση, θά πληρώση ἀποζημιώσεις καί τά λοιπά... Ἐσύ τά ξέρεις πού εἶσαι καί διπλωμάτης. Ἀλλά χωρίς τό νέο θωρηκτό ἡ Τουρκία δέν θά μπορέσει νά κουνηθῆ, τόν κόσμο νά χαλάση θά ᾿ναι ἀδύνατον νά μᾶς πειράξη!...». Αὐτά εἶπα τότε τοῦ Βενιζέλου. Καί ξέρεις τί ἀπάντηση μοῦ ἔδωσε; Ἔκανε τάχα πώς... δέν ἄκουσε κι ἄλλαξε τήν κουβέντα!
 Καί σχολιάζει πολύ εὔστοχα στή συνέχεια ὁ Κῦρος Κύρου: «Αὐτός ἦτο ὁ Κουντουριώτης. Ἕτοιμος νά θυσιάση τόν ἐαυτόν του καί τά ἀξιώματά του εἰς μίαν πειρατικήν πρᾶξιν, διά τῆς ὁποίας θά ἐσώζετο ἡ Ἑλλάς! Τό πνεῦμα τοῦ Κανάρη, τό πνεῦμα τῆς πατριωτικῆς αὐταπαρνήσεως ὠμίζει μέ τά χείλη του, χωρίς διπλωματία καί παχειά λόγια. Ἦτο ἕνας ἀγωνιστής τοῦ Εἰκοσιένα -ὁ μόνος- πού ἐζοῦσε παραδόξως μαζί μας..!».
 Τά σχόλια περιττεύουν μετά ἀπό αὐτήν τήν πολύ εὔστοχη ἐπισήμανση τοῦ Κύρου Κύρου. Ἁπλῶς ὁ σύγχρονος Ἕλληνας πού ἔχει ἔστω κι ἕνα ψῆγμα ἐθνικῆς συνείδησης μέσα του, νιώθει νά τόν κυριεύει μία μελαγχολία διαπιστώνοντας τήν ἔλλειψη τά τελευταῖα χρόνια ἡγετῶν παρομοίων μέ τόν Παῦλο Κουντουριώτη, πού πάνω ἀπό καριέρες, πολιτικές φιλίες καί κόμματα νά βάζουν τό συμφέρον τῆς Ἑλλάδας.

Παναγιώτης Μητσόπουλος
Φιλόλογος
 pontioi Πέρα στή μακρινή Κολχίδα τοῦ Ἰάσονα, τά ἀνυπόταχτα, ἄγρια βουνά τοῦ Πόντου, ἀγέραστα καί πάντα θαλερά, ρίχνουν βαρύ τόν ἴσκιο τους στό διάβα τῆς ἱστορίας.
 Πάνω τους σημάδεψε ἀνεξίτηλο τό πέρασμά του ὁ Ἑλληνισμός ἀντάμα μέ τήν Ὀρθοδοξία. Αἰώνιοι, πέτρινοι ὄγκοι στέκουν ἐκεῖ κι ὁριοθετοῦν τήν πολυτάραχη, πολύχρονη ἱστορία τοῦ Πόντου.
 1453! Ὁ θρῆνος γιά τήν ἅλωση τῆς Πόλης ἔφτασε ὥς τά μαυροθαλασσίτικα ἀκρογιάλια: Νά ἠλί ἐμᾶς, νά βάϊ ἐμᾶς πάρθεν ἡ Ρωμανία, μοιρολογοῦν τά ἐγκλησίας κλαῖγνε τά μοναστήρια.
 Θρήνησε, ἔσκυψε τό κεφάλι ὁ λαός, μά δέν ὑποτάχθηκε. Κράτησε τήν ψυχή του ἀδούλωτη. Κι ἦταν αὐτή ἡ καρτερία τῆς ψυχῆς του ἡ πρώτη οὐσιαστική ἀντίσταση στόν τοῦρκο δυνάστη. Κορυφαία ἐκδήλωση αὐτῆς τῆς ἀντίστασης στάθηκε τό θρυλικό ἀντάρτικο. Θρησκεία, οἰκογένεια, τιμή καί πατρίδα, ἀξίες αἰώνιες, ἀνεκτίμητες ἔκαναν ὥστε νά προβάλει στό διάσελο τῆς ἱστορίας μιά νέα, ἄγρια καί τραχειά κλεφτουριά ὡς συνέχεια ἐκείνης τῆς ἐπανάστασης τοῦ 1821.
 Ὁ συγγραφέας Δημ. Ψαθᾶς στό ἔργο του «Γῆ τοῦ Πόντου» χαρακτηρίζει τόν ἔνοπλο αὐτό ἀγώνα ὡς «ἕνα ἔπος γραμμένο ἀπό μεγάλο ποιητή πού χάθηκε τό μεγαλύτερό του μέρος» (σελ. 365). Ὅ,τι περισώθηκε, ὡστόσο, σκιαγραφεῖ τό σύνολο.
 Σέ πολλά σημεῖα τῆς ἱστορικῆς αὐτῆς σελίδας θά μποροῦσε κανείς νά σταθεῖ. Θά προτιμήσουμε ὅμως νά ρίξουμε μιά ματιά στά κεμαλικά χρόνια, τότε πού ἡ ἐπανάληψη τῶν διωγμῶν ἔγινε ἀγριότερη ἀπό πρῶτα καί τά βουνά γέμισαν ἀπό τούς πόντιους ἀντάρτες καί τίς μαῦρες ζίπκες τους. Γύρω τους μαζεύονται τά ἄοπλα γυναικόπαιδα. Φοβοῦνται, κι ὄχι ἄδικα, πώς ἡ παραμονή τους στά χωριά ἤ στίς πόλεις τους εἶναι ἐκ τῶν προτέρων καταδικασμένη. Ἡ σκιά τῶν ὁπλισμένων αὐτῶν πατριωτῶν τούς ἀναπτερώνει τήν «ἀποσταμένη ἐλπίδα». Εἶναι ἄνισος ὁ ἀγώνας, μά δέν εἶναι οὔτε ἡ πρώτη οὔτε κι ἡ τελευταία φορά πού ἡ φυλή μας ἀναμετριέται μέ κολοσσούς.
 Ὁ Δημ. Ψαθᾶς στό προαναφερθέν ἔργο του παρατηρεῖ: «Ἐξ αἰτίας τοῦ πλήθους τοῦ τούρκικου στρατοῦ πολλές φορές οἱ ἀντάρτες βρισκόντουσαν κυκλωμένοι, κι ὅμως δέν εἶχαν μόνο τήν ἔγνοια πῶς νά ξεφύγουν, ἀλλά νά βγάλουν πρῶτα ἔξω ἀπό τόν κλοιό τά γυναικόπαιδα. Δέν ἔχει νά ἀναφέρει πολλά τέτοια παρόμοια ἡ ἱστορία μας. Μόνο τό Μεσολόγγι καί τό Σούλι» (σελ. 364-365).
 Ὁ Παῦλος Τσαουσίδης, παλιός ὁπλαρχηγός στόν Πόντο, πού ἔφτασε στήν ἐλεύθερη Ἑλλάδα μέ τήν ἀνταλλαγή κι ἔζησε στήν Ἔδεσσα, δίνει τίς ἑξῆς ἐνδιαφέρουσες πληροφορίες στίς ἀνέκδοτες διηγήσεις του: «Ἡ περιοχή ὅπου ἤμουν ἀρχηγός τομέως ἦταν τό πέμπτο τμῆμα Τόπ-Τσάμ μέ ἀρχηγό τόν Ἀναστάσιο Παπαδόπουλο. Ἤμασταν περίπου χίλιοι ὁπλίτες καί πολλές χιλιάδες ἄμαχος πληθυσμός. Κρατούσαμε μιά ἔκταση περίπου 25 χιλιόμετρα. Κάθε τμῆμα ἄνοιγε χαρακώματα, ὅπου φύλαγαν οἱ ὁπλίτες, καί στά βάθη τῶν βουνῶν χτίζαμε καλύβες ὅπου σιγουρεύαμε τά γυναικόπαιδα... Ὁ ὁπλισμός μας ἦταν λειανοντούφεκα... Δέν εἴχαμε ἀπό πουθενά καμιά βοήθεια, ἐκτός ἀπό τά λίγα τρόφιμα καί σκεπάσματα πού ᾿παίρναν φεύγοντας οἱ οἰκογένειες μαζί τους. Ἀπίστευτες ἦσαν οἱ διαφορές τῶν ἀντίμαχων δυνάμεων. Τύχαινε, δηλαδή, ὄχι σπάνια, δέκα καί μόνο ἀντάρτες νά πολεμοῦν μ᾿ ἑκατοντάδες Τούρκους κι ὡστόσο νά τά βγάζουν πέρα, κρατώντας μακριά ἀπ᾿ τά χαρακώματά τους τά λεφούσια. Ἴσως γιατί ξέραν ὅτι τό λύγισμά τους θά σήμαινε ὄχι μονάχα τόν δικό τους ἀφανισμό, ἀλλά καί τή σφαγή τῶν γυναικῶν καί τῶν παιδιῶν τους». Κι ὁ Δημ. Ψαθᾶς στή «Γῆ τοῦ Πόντου» καί πάλι συνοψίζει: «Ἄγριες, πεισματικές, παράξενες οἱ μάχες πού δινόντουσαν, γιατί ἐνῶ κροτάλιζαν τά πολυβόλα καί βροντοῦσαν τά κανόνια, κι ἐνῶ οἱ μαυροφορεμένοι ἐκεῖνοι ἄντρες, κολλημένοι ἐπάνω στά βράχια τους -ἕνα μέ τίς πέτρες-, σημάδευαν καί ρίχναν, λίγο παρά πίσω χιλιάδες γυναικόπαιδα προσεύχονταν μέ ἀγωνία ἤ ψέλνανε ἤ ἔκλαιγαν, σάν ἕνας συγκλονιστικός χορός ἀρχαίας τραγωδίας πού ἔγραψε ὁ πιό τραγικός ἀπ᾿ ὅλους τούς ἀρχαίους ποιητές» (σελ. 370). Κι ὁ προαναφερθείς ὁπλαρχηγός Π. Τσαουσίδης συμπληρώνει: «Εἴχαμε καί ὁρισμένα μέρη προσευχῆς σέ κάθε τμῆμα. Ἐνῶ ἡ μάχη συνεχιζόταν, ὁ ἄμαχος πληθυσμός μέ τούς παπάδες προσευχότανε κάνοντας παρακλήσεις στήν Ὑπεραγία Θεοτόκο».
 Τό ἀντάρτικο τοῦ Πόντου, ἔκφραση τῆς ἀδούλωτης ἑλληνικῆς ψυχῆς πού «ζυγόν δέν ὑπομένει», «προσέφερε πολλά καί ἀπό γενικότερη ἄποψη, ἀφοῦ ὁ Κεμάλ ἀναγκαζόταν νά στέλνει καί νά ἀπασχολεῖ πολύ στρατό στά βουνά, τήν ὥρα πού εἶχε ἀνάγκη στό μέτωπο κι ἀπό τόν τελευταῖο στρατιώτη», ὑπογραμμίζει ὁ Δημ. Ψαθᾶς (σελ. 370).
 Ἀλλά καί σέ μᾶς τούς Νεοέλληνες τοῦ 21ου αἰώνα ἔχει σπουδαῖα μηνύματα νά στείλει. Σιωπηλοί κάποτε καί ξεχασμένοι ἥρωες καί μάρτυρες, πού βάδισαν «ὁδούς σκληράς», «θλιβόμενοι, στενοχωρούμενοι, ἀπορούμενοι, διωκόμενοι, καταβαλλόμενοι» (πρβλ. Β΄ Κο 4,8), «ἐν φυλακαῖς, ἐν αἰχμαλωσίαις, ἐν πικραῖς δουλείαις» μά ἀλύγιστοι, στέκουν ὡς νεότεροι ὁδοδεῖκτες στήν ἐθνική καί τήν προσωπική μας πορεία. Πέρα στή μακρινή Ἀνατολή τ᾿ ἀγέραστα καί πάντα θαλερά βουνά τῆς πατρώας γῆς στέλνουν τά δικά τους μηνύματα στό διάβα τῆς ἱστορίας.
 Μουρατίδου Ἐλισάβετ
Θεολόγος
 
 
Τετάρτη, 18 Μάιος 2016 03:00

Περί Γενοκτονιῶν ὁ λόγος

mnimio Ζοῦμε σέ μία ἐποχή ὅπου γίνεται πολύς λόγος γιά τά ἀνθρώπινα δικαιώματα, καί ἰδιαίτερα γιά γενοκτονίες καί ἐθνοκαθάρσεις. Τό διεθνές δικαστήριο τῆς Χάγης κάθε τόσο συλλαμβάνει καί καταδικάζει ὑπεύθυνους γιά τέτοιου εἴδους ἐγκλήματα σέ κάθε γωνιά τῆς γῆς. Μέ τόν τρόπο αὐτό, ὁ σύγχρονος κόσμος δίνει τό μήνυμα ὅτι δέν «ἀνέχεται» τέτοιες συμπεριφορές. Εἴδαμε, ἄλλωστε, τίς καταδίκες σέρβων πολιτικῶν καί στρατηγῶν, πού κατηγορήθηκαν γιά ἐθνοκάθαρση τῶν μουσουλμάνων τῆς Βοσνίας. Ἰδιαίτερη εὐαισθησία ὑπάρχει γιά τό Ὁλοκαύτωμα τῶν Ἑβραίων κατά τόν Β΄ Παγκόσμιο πόλεμο. Στή Γερμανία ἡ ἀμφισβήτησή του θεωρεῖται ποινικό ἀδίκημα πού ἐπισύρει φυλάκιση. Ἀπαγορεύτηκε, ἐπίσης, ἡ κυκλοφορία βιβλίων πού ἀμφισβητοῦσαν ὁποιαδήποτε πτυχή του, ἐνῶ ὑπάρχει καί ὁμόφωνη καταδίκη ὅλων τῶν πολιτισμένων κρατῶν γιά ὁποιονδήποτε ὑπαινιχθεῖ ὁτιδήποτε γι’ αὐτό.
 Βλέποντας κανείς ὅλα τά παραπάνω θά μποροῦσε νά πεῖ ὅτι ἡ ἀνθρωπότητα ἔχει, πλέον, προοδεύσει καί προσπαθεῖ νά ἀποτρέψει τή συνέχιση τέτοιων ἐγκλημάτων. Δυστυχῶς, τά πράγματα δέν εἶναι τόσο «ἀγγελικά πλασμένα», ὅπως θέλουν νά μᾶς τά παρουσιάζουν οἱ ἀνεπτυγμένες χῶρες τῆς Δύσης. Πολλές φορές, ἡ ἀναγνώριση ἤ μή τῶν γενοκτονιῶν γίνεται ἀντικείμενο διπλωματικῶν παιχνιδιῶν καί συναλλαγῶν. Ἔτσι, ἐνῶ βλέπουμε νά συνεχίζεται ἡ διάπραξη ἐγκλημάτων πολέμου στήν Ἀφρική (π.χ. Νταρφούρ στό Σουδάν), στή Μέση Ἀνατολή καί σ’ ἄλλες περιοχές τοῦ κόσμου, ἡ πολιτισμένη Δύση ὄχι μόνο δέν ἀντιδρᾶ, ἔστω μέ κάποια ἀνακοίνωση, ἀλλά καί ὑποστηρίζει ἠθικά καί ὑλικά αὐτούς πού τά διαπράττουν. Μέ ἀπορία ἀκόμη βλέπουμε ὅτι ἡ ἀναγνώριση γενοκτονιῶν, ὅπως αὐτῆς τῶν Ἀρμενίων, γιά τίς ὁποῖες δέν τίθεται θέμα ἀμφισβήτησης ἀπό τούς ἱστορικούς, γίνεται ἀντικείμενο διπλωματικῶν παιχνιδιῶν καί ἐκβιασμῶν. Ὁ ὑπεύθυνος γι’ αὐτές -στήν περίπτωση τῶν Ἀρμενίων ἡ Τουρκία- ἀντί νά παραδεχτεῖ τήν ἐνοχή του, ἀπειλεῖ θρασύτατα ὅποιον τήν ἀναγνωρίσει μέ διακοπή διπλωματικῶν σχέσεων καί πιέζει μέ κάθε θεμιτό κι ἀθέμιτο μέσο. Διαπιστώνουμε, λοιπόν, ὅτι ὑπάρχουν δύο μέτρα καί δύο σταθμά στήν ἀναγνώριση τῶν γενοκτονιῶν.
 Στήν ἱστορία αὐτό δέν εἶναι παράξενο, καθώς πολλές φορές βλέπουμε νά θεωρεῖται δίκαιο ὁ νόμος τοῦ ἰσχυροῦ καί τά συμφέροντα νά μπαίνουν πάνω ἀπό τίς ἀνθρώπινες ἀξίες. Αὐτό πού προξενεῖ ἐντύπωση ὅμως εἶναι ἡ στάση πολλῶν ἀνθρώπων στήν πατρίδα μας, πού αὐτοχαρακτηρίζονται «προοδευτικοί», καί καυχῶνται γιά τήν εὐαισθησία τους στά ἀνθρώπινα δικαιώματα. Αὐτοί ὑπερασπίζονται μέ θέρμη γενοκτονίες πού ἔγιναν καί γίνονται σέ διάφορες περιοχές τῆς γῆς καί ἰδιαίτερα τό Ὁλοκαύτωμα τῶν Ἑβραίων. Καταδικάζουν ἀμείλικτα ὁποιονδήποτε τολμήσει νά πεῖ κάτι ἐναντίον του. Ὅταν, ὅμως, πρόκειται γιά τίς γενοκτονίες καί τίς ἐθνοκαθάρσεις πού διέπραξαν οἱ Τοῦρκοι ἀπέναντι στούς Ἕλληνες, τούς Ἀρμένιους καί τούς Ἀσσύριους τηροῦν σιγή ἰχθύος. Φτάνουν, μάλιστα, στό σημεῖο νά ἐξυμνοῦν καί νά τιμοῦν, ἀκόμη καί μέ στεφάνια, τόν ἰθύνοντα αὐτῶν τῶν ἐγκλημάτων, τόν Κεμάλ Ἀτατούρκ! Ἐπιθυμοῦν ἀκόμη τήν ἀλλαγή τῶν σχολικῶν βιβλίων Ἱστορίας γιά νά μή θίγονται οἱ γενοκτονίες καί οἱ ἐθνοκαθάρσεις τῶν Τούρκων, καί μιλοῦν ἁπλῶς γιά «συνωστισμούς».
 Τό θράσος τους ὅμως ξεπέρασε κάθε ὅριο λίγους μῆνες πρίν, μέ ἀφορμή τό περίφημο ἀντιρατσιστικό νομοσχέδιο. Πέρα ἀπό τά προβλήματα σχετικά μέ τήν ποινικοποίηση τῶν ἰδεῶν πού περιέχει τό ἐν λόγῳ νομοσχέδιο, προέβλεπε καί τή δίωξη ὅποιου ἀμφισβητοῦσε τό Ὁλοκαύτωμα τῶν Ἑβραίων. Πολύ σωστά πολλοί βουλευτές ἀπό διάφορα κόμματα ἐπέμειναν νά περιληφθοῦν στή διάταξη καί ὅσοι ἀμφισβητοῦν τίς γενοκτονίες τῶν Ἑλλήνων καί τῶν Ἀρμενίων πού ἔχει ἀναγνωρίσει ἡ ἑλληνική Βουλή. Τό ἐκπληκτικό πού συνέβη εἶναι ὅτι ὑπῆρξε ἀντίδραση σ’ αὐτήν τήν προσθήκη μέ προεξάρχουσα, φυσικά, τή διαβόητη κυρία Ρεπούση ἀλλά καί τούς γείτονες Τούρκους. Τό ἀκόμη πιό ἐκπληκτικό εἶναι ὅτι λόγῳ αὐτῆς τῆς ἀντίδρασης ἡ κυβέρνηση ὑπαναχώρησε καί τό θέμα «πάγωσε». Τίς τελευταῖες μέρες ὅμως τό ἀντιρατσιστικό νομοσχέδιο ἐπανέρχεται δριμύτερο, καθώς ψηφίστηκε ἀπό τήν ἁρμόδια ἐπιτροπή τῆς Βουλῆς καί πάει πλέον στήν Ὁλομέλεια. Μέ μεγάλη ἔκπληξη διαπιστώσαμε ὅτι δέν περιλαμβάνονται σ’ αὐτό οἱ γενοκτονίες τῶν Ἑλλήνων καί τῶν Ἀρμενίων ἀπό τούς Τούρκους, ἀλλά ὑπάρχει ἀναφορά μόνο στό Ὁλοκαύτωμα τῶν Ἑβραίων. Δηλαδή στό ἑλληνικό κράτος θά διώκεται ὅποιος μιλήσει ἐνάντια στή γενοκτονία τῶν Ἑβραίων, ἀλλά θά μπορεῖ ἐλεύθερα ὁ ὁποιοσδήποτε νά ἀμφισβητεῖ τή γενοκτονία τῶν Ἑλλήνων τοῦ Πόντου καί τῆς Μικρᾶς Ἀσίας! Ὁ ἀπόλυτος παραλογισμός καί τό ἀποκορύφωμα τοῦ ἀνθελληνισμοῦ...

Παναγιώτης Μητσόπουλος
Φιλόλογος-Θεολόγος