Super User

Super User

Κυριακή, 06 Ιούλιος 2014 03:00

Ὁ ἅγιος τοῦ κυπριακοῦ ἀγῶνος

  1956. Μέρα τῆς γιορτῆς τοῦ ἁγίου Γεωργίου καί στήν τουρκική συνοικία τῆς Λευκωσίας ἕνα ἀδίκημα τρομερό διαπράττεται. Μία Τουρκάλα κατηγορεῖ ἕνα ἑλληνοκύπριο παλληκάρι ὅτι σκότωσε τόν τοῦρκο ἀστυνομικό Νιχάτ Βασίφ. Ὁ ἀθῶος νέος δέν εἶνε πρόσωπο τυχαῖο, ἀλλ᾿ ἕνα ὄνομα σπουδαῖο, ἕνας κρίκος γερός ἀνάμεσα στούς πολλούς πού λαμπρύνουν τήν ἀτέλειωτη ἁλυσίδα τοῦ κυπριακοῦ ἔπους 1955-59. Εἶνε ὁ Ἰάκωβος Πατάτσος, «ἡ προσωποποίησις τῆς ἀθωότητος, ἀφωσιωμένος ψυχῇ τε καί σώματι στήν ἰδέα τῆς θρησκείας καί τῆς Πατρίδος».
   Ποιός δέν ξέρει τῆς ΟΧΕΝ (Ὀρθόδοξος Χριστιανική Ἕνωσις Νέων) τό ζωντανό μέλος πού ὀνειρεύεται μία χριστιανική ἐλεύθερη Κύπρο, τόν εὐσυνείδητο κατηχητή τῶν παιδιῶν τοῦ Δημοτικοῦ σχολείου τῆς Ἀγλαντζιᾶς; Ἀπό τότε ὅμως πού σήμανε ὁ ἐθνικός συναγερμός τῆς 1ης Ἀπριλίου τοῦ 1955 ἡ ζωή του χάνει τόν ἥσυχο ρυθμό της. Μέ τίς ὁμάδες κρούσεως τῆς Λευκωσίας ἀναλαμβάνει ριψοκίνδυνες ἀποστολές. Πόσες φορές στίς ἐπιχειρήσεις δέν παραπλανᾶ τόν ἄγγλο δυνάστη καί γλυτώνει τή σύλληψι! Ἀλλά τώρα, πού μία ἀδέσποτη σφαῖρα πληγώνει θανάσιμα τόν ἀστυνομικό Νιχάτ Βασίφ, ὁ Ἰάκωβος δέν ἔχει καμιά ἀνάμειξη. Κι ὅμως, ἡ ἐπιμονή τῆς Τουρκάλας Ἐμινέ τόν ρίχνει στίς Κεντρικές Φυλακές τῆς Λευκωσίας.
   Σ᾿ ἐκεῖνα τά σκοτεινά καί ὑγρά κελλιά πού παγώνουν καί σκιάζουν τήν καρδιά κάθε φυλακισμένου, ὁ 22χρονος λεβέντης βρίσκει φωλιά ζεστή, συντροφιά ζηλευτή. Μέ τήν πιό ἔξαλλη φαντασία του δέν μποροῦσε νά συλλάβη τήν ἔκπληξη πού τόν περίμενε στό διπλανό κελλί. Ποιός νά τοῦ τό ᾿λεγε πώς αὐτές τίς σκληρές ὧρες πού τόν πνίγει τό ἄδικο καί τά βέλη τῆς συκοφαντίας βαθιά τόν πληγώνουν, θά ἔβρισκε γείτονα προσφιλέστατο καί στυλοβάτη ἄξιο, τόν πνευματικό του πατέρα π. Φώτιο Καλογήρου; Μόνον ἐκεῖνο τό παράθυρο μέ τά σίδερα καί τό χοντρό σύρμα πού χωρίζει τά δύο κελλιά γνωρίζει καλά τίς μυστικές καί τονωτικές συζητήσεις πού ἔκαναν οἱ δύο "κατάδικοι".
   Ἐντείνεται ἡ ἀγωνία γιά τό μέλλον τοῦ Πατάτσου στίς 23 Ἰουλίου 1956, τήν τελευταία μέρα τῆς δίκης. Λακωνική καί ἀκριβής ἡ ἀπολογία του· «Εἶμαι ἀθῶος. Εὑρέθην ἐκεῖ τυχαίως... Δέν ἐπυροβόλησα καί οὔτε εἶχα περίστροφον...». Κι ἐνῶ τό δικαστήριο στερεῖται ἀποδείξεων, ὁ ἄγγλος δικαστής Ἔλλισον ἀπαγγέλλει ψύχραιμα τή θανατική του καταδίκη. Ὤ, καί νά κρατοῦσε στά χέρια του ἐκείνη τή στιγμή ὁ φλεγματικός Ἔλλισον ἕναν παλμογράφο, γιά νά καταγράψει τίς ἄτακτες κινήσεις τῆς καρδιᾶς τῆς μάνας τοῦ κατηγορουμένου! Ἴσως τότε θά εἶχε κάποιες ἀναστολές καί ἐνοχές μέσα του γιά τήν τιμωρία ἑνός ἀθώου.
  Τά βήματα τῆς χήρας Ροδού μέχρι τήν ἀποφράδα μέρα κατευθύνονται χωρίς σταματημό πρός τό σπλάγχνο της. Κι ἐκεῖνο ἀντικρύζει καθημερινά τή θλιβερή φιγούρα τῆς μαυροφορεμένης μάνας του, πού τοῦ φέρνει λουλούδια εὐωδιαστά ἀπ᾿ τήν αὐλή τους. Χύνει βάλσαμο στή σπαραγμένη της καρδιά μέ τίς παραμυθητικές του ὑποθῆκες· «Μάνα μου, θέλω νά περνᾶς καλά, νά μή στερῆσαι τίποτε καί νά ᾿σαι περήφανη. Νά πηγαίνεις τακτικά στήν ἐκκλησιά καί νά προσεύχεσαι μέ πίστη...».
  Ξημερώνει ἡ 8η Αὐγούστου 1956, ἡ τελευταία μέρα τῆς ζωῆς του. Κι ὅμως τό παλληκάρι τοῦ Θεοῦ δέν τήν αἰσθάνεται ἔτσι. Ἡ θεοφιλής ψυχή του ἀπ᾿ τή γῆ βιώνει ἤδη τά... πέραν τῆς ἀγχόνης, τή γλυκύτητα τῆς αἰώνιας μακαριότητας. Τίς ἐσωτερικές οὐράνιες πτήσεις του ἐκμυστηρεύεται γραπτά στή μητέρα του· «Εὑρίσκομαι μεταξύ ἀγγέλων. Τώρα ἀπολαμβάνω τούς κόπους μου. Τό πνεῦμα μου φτερουγίζει γύρω ἀπό τόν θρόνο τοῦ Κυρίου. Θέλω νά χαίρης ὅπως κι ἐγώ. Ἄν κλαίης, θά λυποῦμαι. Τ᾿ ὄνομά σου θά γραφῆ στήν ἱστορία, γιατί ἐδέχθης νά θυσιασθῆ τό παιδί σου γιά τήν Πατρίδα. Εἶνε καιρός τώρα νά καμαρώσης τό παιδί σου. Εὑρίσκεται ἐκεῖ ψηλά ὅπου ψάλλουν οἱ ἄγγελοι. Χαῖρε, ἀγαπημένη μου μητέρα. Μή κλαίης, γιά ν᾿ ἀκούσης τήν ἀγγελική φωνή μου, πού ψάλλει Ἅγιος, Ἅγιος, Ἅγιος Κύριος Σαβαώθ. Ψάλλε καί σύ μαζί μου. Ψάλλε, προσεύχου, δόξαζε τόν Θεόν σ᾿ ὅλη σου τήν ζωήν...».
   Ἔρχεται στίς 8 τό βράδυ ὁ ἱερέας τῶν Κεντρικῶν Φυλακῶν, π. Ἀντώνιος Ἐρω-τοκρίτου. Ἀρχίζει τήν ἀκολουθία τοῦ Ἁγίου Εὐχελαίου μέ παρευρισκομένους τούς τρεῖς μελλοθανάτους. Μπορεῖ ἐκεῖνες τίς φυλακές νά μήν τίς λούζει τό ἄπλετο φῶς τοῦ ἥλιου, μές στήν καρδιά ὅμως τοῦ Χαρίλαου Μιχαήλ, Ἀνδρέα Ζάκου καί Ἰάκωβου Πατάτσου, μέ τή συμμετοχή τους στό "Ποτήριον τῆς Ζωῆς", κατοικεῖ ὁ Ἥλιος τῆς δικαιοσύνης, ὁ Νικητής τοῦ θανάτου.
   Εἶχα τήν εὐτυχῆ συγκυρία νά γνωρίσω στήν Κύπρο τόν τραγικό αὐτόν ἱερέα, πού ἔζησε ἀπό τόσο κοντά τό δρᾶμα τῶν ἀπαγχονισθέντων. Γεμάτη ἀνυπομονησία ζήτησα νά μοῦ μιλήση γι᾿ αὐτούς τούς ἐθνομάρτυρες, πού μέ τά "χριστιανά τέλη" τους καθαγίασαν τόν φρικτό τόπο τοῦ μαρτυρίου τους. Κι εἶδα τά μάτια τοῦ ἀσπρομάλλη γέροντα νά ὑγραίνωνται, σάν θυμήθηκε τί ὁ Ἰάκωβος Πατάτσος τόν ρώτησε στίς τελευταῖες του στιγμές· «Ὅταν θά μᾶς παίρνουν, πάτερ, τί νά ψάλλωμεν;». Πραγματικά, στό δρόμο γιά τήν κρεμάλα ἀντήχησε ἡ φωνή τοῦ ἥρωα πού ἔψαλε ἕνα τροπάριο τοῦ Μ. Σαββάτου· «Ἔκστηθι φρίττων, οὐρανέ, καί σαλευθή-τωσαν τά θεμέλια τῆς γῆς...». Συνέχισε μέ τό «Ὅτε κατῆλθες πρός τόν θάνατον...», ἀλλά δέν τό ἀποτέλειωσε, διότι ἡ ἀγχόνη τοῦ εἶχε ἤδη φράξει τό λαιμό. Μά τέτοια μαρτύρια δέν σκιάζουν τούς τίμιους ἀγωνιστές. Τέτοιες θυσίες ἐμπνέουν καί ἠλεκτρίζουν τίς νέες γενιές.
   Ἀκριβῶς 40 χρόνια ἀπό τότε, στίς 11 καί 14 Αὐγούστου 1996, δύο παλληκάρια τῆς Κύπρου, ὁ Ἀναστάσιος Ἰσαάκ καί ὁ Σολωμός Σολωμοῦ, μέ τή λεβεντιά, τήν τόλμη καί τόν ἀξιοθαύμαστο ἡρωϊσμό τους ἀνασταίνουν, ἐκεῖ στό ὁδόφραγμα τῆς Δερύνειας, τή χορεία τῶν ἐθνομαρτύρων τῆς Ε.Ο.Κ.Α.
  Ἡρωϊκά, χριστιανικά νιάτα τοῦ κυπριακοῦ ἔπους 1955-59, πυροδοτῆστε καί ἄλλα νιάτα τῆς ἐποχῆς μας. Πόσο ἀνάγκη ἔχουν καί ἀπό μία σπίθα τῆς φλόγας σας πρός τόν Θεό καί τήν Πατρίδα, γιά νά ζωογονηθοῦν καί νά πληρωθοῦν οἱ ἄδειες ἀπό ἰδανικά καρδιές τους!
  Ἑλληνίς
Τετάρτη, 19 Ιούλιος 2023 03:00

Δέν ξεχνῶ

den ksexno  Τούτη τή φορά δέν θ' ἀνατρέξω σέ πηγές κι ἱστορικά ἀρχεῖα. Δέν θά ξεφυλλίσω ἀπομνημονεύματα κι οὔτε θά ἀναζητήσω πορίσματα ἱστορικῶν. Ἀλλά θά βυθίσω τή σκέψη μου ἐπίμονα στό παρελθόν, θά ἀφήσω τήν καρδιά μου ἐλεύθερα νά ἐκφράσει τά δικά της βιώματα καί τόν ἑαυτό μου ὅλο νά καταθέσει τή δική του μαρτυρία γιά κεῖνο τό τραγικό ξημέρωμα τῆς 20ῆς Ἰουλίου 1974 στή μακρινή μεγαλόνησο, τήν Κύπρο μας.
  Δέν μέ ξυπνοῦν οἱ ὀρθρινές καμπάνες γιά τοῦ προφήτη Ἠλία τή γιορτή. Στό χάραμα τῆς νέας μέρας καί μές στήν καρδιά τοῦ καλοκαιριοῦ ἀπρόσμενοι ἦχοι φθάνουν στ' αὐτιά μου. Ὅλη ἡ Λεμεσός ἐκπέμπει στήν ἴδια συχνότητα· ἐμβατήρια, πολεμικά ἀνακοινωθέντα, ὁ ἐθνικός ὕμνος... Ὄχι, δέν ξημερώνει καμιά ἐθνική γιορτή. Ἡ ἀλήθεια εἶναι πικρή. «Εἰρηνικοί ἐπισκέπτες» εἰσβάλλουν στό νησί μας καί μέλλει κι ἡ δική μου γενιά νά «γνωρίσει» ἀπό κοντά τούς «εὐγενεῖς» γειτόνους της, τούς Τούρκους.
  Πῶς νά συμβιβαστεῖ μέ τούτη τήν ἄδικη καταπάτηση τό λογικό μου; Πῶς νά συνταιριαστεῖ μέ τήν τρομερή παραφωνία τοῦ πολέμου ἡ ἐφηβική μου καρδιά; Μά, προπάντων, πῶς νά ἀντέξω σέ τέτοιες σκληρές ὧρες, πού οἱ ὀρδές τοῦ Ἀττίλα μανιακά λεηλατοῦν, τήν ἀπουσία τοῦ πατέρα; Ἄλλοτε τέτοια μέρα κινοῦσε γιά τήν ἐκκλησία. Καί τώρα; Ἀπό τ' ἀκουστικό τοῦ τηλεφώνου ψυχρή καί κατηγορηματική ἀκούγεται ἡ φωνή τοῦ ἀξιωματικοῦ ὑπηρεσίας πρός τή δόλια μάνα μου· «Κυρία μου, βρίσκεται ἐκτός στρατοπέδου. Εἶναι σέ ἀποστολή». Περνοῦν μέρες... Ἡ ἀπάντηση ἔρχεται πάντα ἴδια. Καί λίγο πιό πέρα ὁ Ἀσιάτης βάρβαρος μέ τίς ληστρικές ἐπιδρομές καί τ' ἅρματα μάχης, μέ τίς ὀβίδες καί τίς ἐμπρηστικές του βόμβες ναπάλμ, ἐξακολουθεῖ ν' ἀλλάζει ριζικά τή ζηλευτή ὄψη τοῦ νησιοῦ.
  Πέρασαν ἀπό τότε πολλά χρόνια. Λησμόνησα πολλά. Μά ὅ,τι λίγο ἔζησα ἀπό τήν κυπριακή τραγωδία χαράχτηκε μέσα μου. Μπορῶ νά ξεχάσω τή γειτονιά μου πού μέ μιᾶς βουβάθηκε σάν ἦρθαν τά λεωφορεῖα νά παραλάβουν τίς οἰκογένειες τῶν Ἄγγλων γιά νά τίς ἀσφαλίσουν στίς ἀγγλικές βάσεις, ἐκεῖ πού ὁ ἐχθρός δέν θά βομβάρδιζε; Μπορῶ νά ξεχάσω τό θαυμασμό πού ἔνιωσα γιά τόν διπλανό μας Ἕλληνα Κύπριο, ἥρωα τῆς ἐποποιΐας τοῦ 1940, πού καθηλωμένος στήν ἀναπηρική του καρέκλα ἀρνήθηκε μαζί μέ τήν ἀγγλίδα γυναίκα του τήν ἀσφάλεια πού τοῦ προσφερόταν στό ἀγγλικό ἀκρωτήρι, διότι ἤθελε νά ἔχει τήν ἴδια τύχη μέ τούς Ἕλληνες συμπατριῶτες του; Νά ξεχάσω τή γραφική ἔπαυλη πού ὀμόρφαινε τή συνοικία μας καί τ' ἀφεντικό της, τόν πρόξενο τῆς Μάλτας, πού θρηνοῦσε γοερά τό χαμό τοῦ παλληκαριοῦ του στήν Ἀμμόχωστο; Τή θλιβερή φιγούρα τῆς μάνας μου, πού ἔλειωνε μπροστά στήν εἰκόνα τῆς Παναγιᾶς κι ἄφηνε γιά ὧρες τή σιωπηλή κραυγή καί ἱκεσία της;
 Κάθε 20 Ἰουλίου ἡ μάνα μας ξεδιπλώνει ἕνα χακί πουκάμισο. Κι ἔτσι λερωμένο, μέ τά σημάδια τοῦ ἱδρώτα φανερά καί μέ τ' ἀριστερό πέτο τοῦ γιακᾶ ξεσχισμένο ἀπό τή σφαίρα τοῦ ἐχθροῦ πού τό διαπέρασε, μᾶς ὑπενθυμίζει τό χρέος μας ἀπέναντι στόν Θεό καί στόν προφήτη του Ἠλία γιά τή σωτηρία τοῦ πατέρα μας. Κι ἐκεῖνος ἀπ' τό χάραμα, μπροστά στό τέμπλο τοῦ Ἱεροῦ, στητός, ὁλόρθος ἀναπολεῖ... Μέ μάτια ὑγρά καί μ' ἕνα δίπτυχο στό χέρι μνημονεύει τούς ἀξιωματικούς κι ὁπλῖτες του πού ἄφησαν τήν τελευταία τους πνοή σέ κείνη τήν ἐπιχείρηση καί δέεται τό αἷμα τους κι ἡ θυσία τους σέ τοῦτο τό μαρτυρικό νησί νά βροῦν κάποτε τό δίκιο τους.

Ἑλληνίς,
Μαρία Γούδα, φιλόλογος-θεολόγος
 
 
Τρίτη, 01 Ιούλιος 2014 03:00

Στά χρόνια τοῦ χαλασμοῦ

  Νοέμβρης μήνας στά 1903. Γιά τίς γυναῖκες τῆς ἐπαρχίας καί τῆς ὑπαίθρου δέν ὑπάρχει καλύτερη ἐποχή νά ἀσχοληθοῦν μέ τίς δουλειές τοῦ σπιτιοῦ καί μέ τά προικιά τῆς κόρης. Ὄχι ὅμως γιά τίς γυναῖκες τῆς σκλαβωμένης Καστοριᾶς. Ἐτοῦτες «τήν εἰκοστή τοῦ Νοεμβριοῦ χίλια ᾿νιακόσια τρία», ὅπως καταγράφει τό δημοτικό τραγούδι τοῦ Μακεδονικοῦ Ἀγώνα (βλ. Κωνσταντίνου Δούφλια, Τά δημοτικά τραγούδια τῆς Ἄνω Μακεδονίας), ἔχουν ξεχυθεῖ στούς δρόμους. Ἄφησαν τά ζεστά τους σπιτικά καί κατά ἑκατοντάδες περικύκλωσαν τό Διοικητήριο φωνάζοντας «μέ στριγκές κραυγές σάν κοπάδι ἀπό ἀγριόχηνες ἤ τσακάλια»: «Ἔξω ὁ Τσακαλάρωφ, ἔξω ὁ κομιτατζῆς!». Ἀνάμεσά τους ξεχωρίζουν κάποιες μαντηλοδεμένες στό κεφάλι ἤ στό μπράτσο· ὁ πρόχειρος ἐπίδεσμός τους ἔχει μουλιάσει ἀπό τό αἷμα μαρτυρώντας τόν πρόσφατο τραυματισμό τους.
germanos-karabaggelis Τί εἶχε συμβεῖ καί ἐξαγρίωσε τίς ἡρωικές γυναῖκες τῆς ἀκριτικῆς πόλης; Ὁ Γερμανός Καραβαγγέλης, μητροπολίτης Καστοριᾶς, γράφει σχετικά στά ἀπομνημονεύματά του:
  «Ὁ Βούλγαρος μητροπολίτης τοῦ Μοναστηριοῦ κατώρθωσε νά πάρει ἄδεια τοῦ Χιλμῆ πασᾶ κι ἔφθασε στήν Καστοριά μέ ἄφθονο χρῆμα καί ρουχισμό, ὁλόκληρη περιουσία. Εἶχε σκοπό στήνοντας τό στρατόπεδό του στήν Καστοριά καί συνεργαζόμενος μέ τό Κομιτᾶτο, ἀπό τή μιά μεριά νά ἐνθαρρύνει τούς χωρικούς κι ἀπ᾿ τήν ἄλλη νά ἀνασυστήσει τό βουλγαρικό γυμνάσιο Καστοριᾶς. Κι ἄν κατώρθωνε νά μείνει ἐκεῖ μερικούς μῆνες, ἀσφαλῶς ἡ διαμονή του στήν Καστοριά θά εἶχε πολύ δυσάρεστα ἀποτελέσματα γιά τόν Ἑλληνισμό...
 Κάνομε συνεδρίαση τῆς δημογεροντίας κι ἀποφασίζομε νά τόν διώξωμε... Παραγγέλνω λοιπόν τήν ἄλλη μέρα νά ἔρθουν στή Μητρόπολη ὅλες οἱ γυναῖκες τῆς Καστοριᾶς... Καβαλικεύω καί τραβῶ στό διοικητήριο. Πίσω μου ἀκολουθοῦσαν καμιά χιλιάδα γυναῖκες... “Τί θά κάνουμε;”, ρωτῶ τόν καϊμακάμη. “Ἐγώ σέ ρωτῶ τί θά κάνουμε”, μοῦ ἀπαντᾶ αὐτός. “Δέν ἔχω ἀπάντηση. Ἤ θά φύγει ὁ Βούλγαρος ἤ θά πέσουμε ὅλοι”.
  Πηγαίνοντας στό διοικητήριο εἴχαμε περάσει μέ φωνές καί ἀπειλές μπρός ἀπό τό σπίτι τοῦ Βούλγαρου μητροπολίτη, πού τό φύλαγε ἕνας λόχος στρατοῦ μέ ἐφ’ ὅπλου λόγχη. (Σημ. Ἐδῶ τραυματίστηκαν δύο τρεῖς γυναῖκες πού πιάστηκαν στά χέρια μέ τό στρατό). Καί αὐτό καί ἡ εἴσοδος τοῦ συλλαλητηρίου τῶν γυναικῶν στό διοικητήριο ἔκανε μεγάλη ἐντύπωση κι ὁ καϊμακάμης δέν ἤξερε τί νά κάνει. Εὐτυχῶς τ᾿ ἀλλεπάλληλα τηλεγραφήματα καί τοῦ καϊμακάμη καί τά δικά μου ἔφεραν τό ἀποτέλεσμά τους κι ἔφθασε ἡ διαταγή νά ἀπελαθεῖ ὁ Βούλγαρος. Ἡ δική μας δηλαδή ἦταν μιά εἰρηνική ἐπανάσταση... Ἐπειδή ὅμως καί τήν ἄλλη μέρα δέν φαινόταν διατεθειμένος νά φύγει (ὁ Βούλγαρος), ὁ καϊμακάμης πού ἔβλεπε τόν κόσμο στό ποδάρι ἔστειλε τήν ἀστυνομία καί τόν ἐσήκωσε, τόν ἔβαλε πάνω στ᾿ ἄλογο κι ἔφυγε».
  Αὐτό τό περιστατικό, ὅπου πρωτοστάτησαν οἱ γυναῖκες μέ ἐμπνευστή τόν θρυλικό Γερμανό Καραβαγγέλη, ὁ λαός τό ἔκανε τραγούδι γιά νά περνᾶ ἀπό στόμα σέ στόμα ἡ ἱστορία καί νά μήν μποροῦν νά τήν παραχαράζουν οἱ ἔχοντες ποικίλα συμφέροντα:

«Τήν εἰκοστή τοῦ Νοεμβριοῦ
χίλια ᾿νιακόσια τρία
τά μαγαζιά τῆς Καστοριᾶς
ἀρχίσαν νά δουλεύουν
κι ἐκεῖ πού ἐδουλεύανε
ἀκοῦνε τίς καμπάνες.
-Μά τί γιορτή ᾿ναι σήμερα,
ρωτοῦνε οἱ παπάδες.
-Οὔτε γιορτή ᾿ναι σήμερα
οὔτε καί πανηγύρι,
ὁ Βοϊβόντας ἔρχεται
μέ Βούλγαρο δεσπότη,
τι πέρασαν οἱ ἄθλιοι
πώς δῶ εἶναι Βουλγαρία.
Οὔτε Βουλγαρία εἶν᾿ ἐδῶ
οὔτε καί ἡ Σλαβία,
ἐδῶ τό λένε
Καστοριά - Ἑλλάς - Μακεδονία».

Ἀπολύτρωσις 63 (2008) 302-303

Τρίτη, 11 Οκτώβριος 2016 03:00

Ὁ ἀνθυπίλαρχος

paulos-makedonomaxos  Ὁ Μακεδονικός ἀγώνας ὑπῆρξε ἀγώνας αἱμάτων καί θυσιῶν. Ὅμως κανενός ἥρωα τό αἷμα δέν συνετέλεσε τόσο στήν ἐλευθερία τῆς Μακεδονίας, ὅσο τό αἷμα τοῦ Παύλου Μελᾶ.
  Ὁ Παῦλος Μελᾶς καταγόταν ἀπό ἐκεῖνες τίς οἰκογένειες πού ἀναδεικνύουν ἥρωες. Καί τό ἐπιτυγχάνουν αὐτό, διότι μεταδίδουν ὡς εἶδος κληρονομιᾶς ἀπό γενιά σέ γενιά τά ὑψηλά ἰδανικά τῆς φυλῆς. Καί ἔχοντας προσήλωση στήν ὑπεράσπιση τῶν ἰδανικῶν αὐτῶν, καταφέρνουν νά ὑπερβαίνουν τίς μικρότητες τῶν πολλῶν πού σύρονται στήν κολακεία τῶν ἰσχυρῶν, στήν ἐπιδίωξη ἀναρρίχησης μέ κάθε τρόπο, στόν εὔκολο πλουτισμό καί τήν καλοπέραση.
  Ὁ Παῦλος Μελᾶς ἐπέλεξε νά εἰσέλθει στή σχολή Εὐελπίδων ἔχοντας ἀποκρυσταλλωμένη ἄποψη περί τοῦ σκοποῦ τῆς ζωῆς του. Τήν καταθέτει σέ ἐπιστολή πρός τόν πατέρα του μετά τήν ὁρκωμοσία του (4-10-1886):
  «Σεβαστέ πατέρα,
 ...Προχθές τό πρωί ἔδωκα τόν νενομισμένον ὅρκον. Δέν δύνασθε νά φαντασθεῖτε ὁποίαν βαθείαν ἐντύπωσιν μοῦ ἐνεποίησε ἡ τελετή αὕτη. Δέν ἦτο ἐπιβλητική, οὔτε μᾶς ἐξήγησαν προηγουμένως ποίαν βαρύτητα καί σπουδαιότητα ἔχουν οἱ λόγοι τούς ὁποίους ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ καί τῆς σημαίας προφέρομεν. Ἀλλά σᾶς βεβαιῶ ὅτι ὡρκίσθην ἔχων πλήρη συναίσθησιν τῶν ὑπό τοῦ ὅρκου ἐπιβαλλομένων καθηκόντων, σταθεράν δέ ἀπόφασιν νά τά ἐκτελέσω. Διά τοῦτο καί ἐκ βάθους τῆς καρδίας μου ὡρκίσθην ὑπακοήν εἰς τούς νόμους τῆς Πατρίδος, σέβας, πίστιν καί ἀφοσίωσιν εἰς τόν Βασιλέα μου, καί ὅτι θέλω ὑπερασπισθῇ μέχρι τελευταίας πνοῆς μου τήν Σημαίαν καί τήν Πατρίδα.
 Πάντα ταῦτα πρό πολλοῦ εἶχα ὁρκισθῆ καθ᾿ ἑαυτόν νά τηρήσω, ὥστε ὁ ἐπίσημος ὅρκος οὐδέν νέον καθῆκον μέ μανθάνει, ἀλλά συνέσφιγξεν ἔτι περισσότερον, ἄν τοῦτο εἶναι δυνατόν, τούς δεσμούς, οἵτινες μέ συνδέουν πρός τήν Πατρίδα μου καί τόν Βασιλέα μου. Ἐπίσης, ἀναμιμνησκόμενος αὐτοῦ καθ᾿ ἑκάστην, αἰσθάνομαι προθυμότερος νά ἐκτελῶ τά καθήκοντά μου καί νά ὑπομένω τάς μικράς ἐνοχλήσεις, τάς ὁποίας ἔχομεν εἰς τήν σχολήν.
  Κατ᾿ αὐτόν τόν τρόπον εἶμαι εὐτυχέστερος τώρα ἐδῶ. Πρίν τελειώσω τήν ἐπιστολήν μου, σᾶς παρακαλῶ, σεβαστέ μου πατέρα, νά μ᾿ εὐχηθῆτε ὅπως ὁ Θεός μέ βοηθήσῃ νά τηρήσω ἐντίμως τόν ὅρκον μου μέχρι τελευταίας στιγμῆς τῆς ζωῆς μου.
  Μετά σεβασμοῦ ἀσπάζομαι τήν δεξιάν σας καί μένω εὐπειθέστατος υἱός σας
 Παῦλος Μελᾶς»

  Ὁ Παῦλος ἀποφοίτησε ἀπό τή σχολή τό 1891 καί κατατάχθηκε στό πυροβολικό μέ τό βαθμό τοῦ ἀνθυπιλάρχου. Πέρασαν ἕξι χρόνια ὥς τόν πόλεμο τοῦ 1897, στόν ὁποῖο ἔλαβε μέρος μέ τόν διο βαθμό. Πιστός στόν ὅρκο πού ἔδωσε, ὑπέφερε ὅσο ἐλάχιστοι γιά τή μεγάλη ἐκείνη ἐθνική ταπείνωση. Οἱ πολλοί ξεχάστηκαν στά κοσμικά σαλόνια καί τίς διασκεδάσεις μέ τούς ξένους πρεσβευτές, τούς διανοουμένους, τούς καλλιτέχνες καί τούς ἀνθρώπους τοῦ χρήματος. Συμμαθητές τοῦ Παύλου πῆραν προαγωγές. Ἐκεῖνον μιά ἔγνοια τόν ἔτρωγε: Νά μήν παρασυρθεῖ ἀπό τήν καλοπέραση καί φανεῖ ἐπίορκος, ἐνῶ τόσοι ἀκόμη ἀδελφοί στέναζαν κάτω ἀπό ζυγό δουλείας. Γι᾿ αὐτό καί ἔντονη ἡ κριτική πρός τούς ὑπευθύνους τῆς συντριβῆς. Γι᾿ αὐτό καί νέα παράταση τῆς στασιμότητας.
  Ἡ ἀνήσυχη φύση του βρῆκε ὡς διέξοδο πρός πραγμάτωση τῶν ὁραμάτων του τή συμμετοχή του στήν πρώτη διερευνητική ἀποστολή στή Μακεδονία. Ἡ ἔκθεσή του διέφερε σημαντικά ἀπό τίς ἐκθέσεις τῶν ἄλλων. Οἱ ἄλλοι ἔγραψαν κατά τίς ἐπιθυμίες τῶν ἐπιτελῶν· ὁ Παῦλος κατά τόν καημό τῶν ὑποδούλων. Οἱ ἄλλοι προήχθησαν· ὁ Παῦλος παρέμεινε καί πάλι στάσιμος. Καί σάν διαπίστωσε πώς ἐκεῖ στήν Ἀθήνα δέν εἶχαν καμιά διάθεση νά σπεύσουν σέ βοήθεια τῶν κατατρεγμένων ἀπό τούς κομιτατζῆδες Μακεδόνων, τά «βρόντησε» ὅλα τοῦ στρατοῦ, ἀπό τόν ὁποῖο δέν περίμενε πιά τίποτε. Δέν ὑπῆρξε αὐτό θυσία γιά τόν Παῦλο. Θυσία ὑπῆρξε τό ὅτι ἄφησε πίσω του τήν πολυαγαπημένη Ναταλία τῶν Δραγούμηδων καί τά λατρευτά του παιδιά Μιχάλη (Μίκη) καί Ζωή (Ζέζα), καί εἰσῆλθε στήν ὑπόδουλη Μακεδονία ὡς Μίκης Ζέζας.
  Σαράντα μέρες κύλισαν, ὥσπου νά τόν βρεῖ τό φονικό βόλι (13-10-1904). Ἀρκετές γιά νά λάβει νέα τροπή ὁ ἀγώνας. Ὅ,τι δέν κατάφερε ζωντανός, τό πέτυχε νεκρός: «Ἔφερε τή Μακεδονία πιό κοντά μας», ἔγραψε σέ ποίημά του ὁ Παλαμᾶς. Τάραξε τήν κοιμισμένη ἐθνική συνείδηση τῶν ἐλευθέρων Ἑλλήνων καί ἔσπευσαν πρός βοήθεια τῶν ὑποδούλων.
  Τά χρόνια κύλισαν. Ποιός γνωρίζει τούς συμμαθητές τοῦ Παύλου στή σχολή Εὐελπίδων; Ποιός ξέρει ποιός ἀπ᾿ αὐτούς ἔφθασε στό βαθμό τοῦ στρατηγοῦ; Τί ἀπόμεινε ἀπό τίς κοσμικές ἐκδηλώσεις στά σαλόνια, ὅπου οἱ «μεγάλοι» περνοῦσαν τήν ὥρα εὐτελίζοντας τήν ὕπαρξή τους καί προσπαθώντας νά πνίξουν στή λησμονιά τόν ὅποιο ὅρκο εἶχαν δώσει μέ σαμπάνια καί φερσίματα «κατά πώς πρέπει» ἀπό τήν Ἑσπερία φερμένα; Ἡ πατρίδα ποτέ δέν στηρίχθηκε στούς πολλούς, πού ὄνειρο ἔχουν τήν προσωπική τους ἀνέλιξη. Κάπου κάπου γεννᾶ ἕναν Παῦλο Μελᾶ καί αὐτός εἶναι ἀρκετός. Παρακάμπτοντας στρατηγούς, ὑπουργούς καί ἄλλους τρανούς, πότε ἕνας ἀνθυπίλαρχος, πότε καί κάποιος κατώτερος ἀκόμη, ἀναλαμβάνει νά σηκώσει στούς ὤμους του τήν πατρίδα καί τά καταφέρνει. Γιατί, μόλις δοῦνε αὐτόν οἱ πολλοί ἐγκαρδιώνονται καί σπεύδουν νά τόν βοηθήσουν. Ὄχι! Ὁ ἕνας ποτέ δέν εἶναι μόνος. Εἶναι ὅμως ἀπαραίτητο νά προηγηθεῖ, νά προηγηθεῖ κυρίως στήν προσφορά τοῦ αἵματός του.

Ἀπ. Παπαδημητρίου

paulos melas

Tόν Ζέζα τόν γνωρίσατε, τόν ἴδατε τόν Μίκη,
πού σήμερα λαχτάρησε βουνό κι ἀρματολίκι;
Κοντά σέ κάποιαν ἐκκλησιά, χωριοῦ προσκυνητάρι,
πού παλληκάρια θάψανε πανώριο παλληκάρι,
χλωρή δαφνούλα φύτρωσε νά στεφανώσει τώρα
μιά σκλάβα μαυροφόρα.

Στά ματωμένα σπλάχνα της τήν ὀμορφιά της θάβει,
κι ἀπ᾿ τήν σβησμένη του ματιά
πῆραν ψυχή, πῆραν φωτιά
ξεψυχισμένοι σκλάβοι.

Τί στρατιώτης ἔπεσε στή γῆ της ζηλευτός!...
Λυπᾶται, μά καί χαίρεται κανείς μέ τόν χαμό του...
Τιμῆς καί δόξης θάνατος ὁ θάνατος αὐτός,
μπροστά στήν τόση δόξα του ξεχάνεις τόν καημό του.

Κι ἀντήχησαν ἀντίλαλοι: στόν Βούλγαρο πελέκι,
τιμή στοῦ Ζέζα τό σπαθί, τοῦ Μίκη τό τουφέκι.
Κι ὁ Λεπενιώτης ἄστραψε κοντά του κι ὁ Βλαχάβας
κι ἐκλείσανε τά χείλη του μ᾿ ἕνα φιλί τῆς σκλάβας.

Τετάρτη, 04 Οκτώβριος 2023 03:00

Βελίκα Τράικου

 simaia  Καυτές ἱστορικές μνῆμες κουβαλᾶ τοῦτος ὁ μήνας. Ζωντανεύει μπροστά μας καί τούς νικηφόρους βαλκανικούς πολέμους τοῦ 1912-13. Πολλές πόλεις τῆς Μακεδονίας γιορτάζουν τοῦτες τίς μέρες τά ἐλευθέριά τους ἀπό τή μακρόχρονη τουρκική σκλαβιά καί παιανίζουν τή νίκη τους κατά τῶν βουλγάρων κομιτατζήδων. ᾿Αλλά, μέχρι νά φουντώσει καί νά θεριέψει ὁ Μακεδονικός ᾿Αγώνας, πόσοι καί πόσες δέν ἐργάστηκαν ἀνύσταχτα πολλές δεκαετίες πρίν, δέν ριψοκινδύνευσαν καί δέν ἔγιναν ὁλοκαυτώματα, σπέρνοντας ἀπό τό δικό του μετερίζι ὁ καθένας τό σπόρο τῆς λευτεριᾶς!
  Νεαρή δασκάλα Μακεδονομάχος εἶναι ἡ Βελίκα Τράικου ἀπό τό Γραδεμπόρι, σημερινό Πεντάλοφο Θεσσαλονίκης. Δέν εἶναι τυχαία ἐκπαιδευτικός. ῎Εχει ἀποφοιτήσει ἀπό τό ξακουστό ἐκπαιδευτήριο, τό ᾿Ανώτερο Παρθεναγωγεῖο Θεσσαλονίκης. Σ᾿ ἐκεῖνο τό πνευματικό φυτώριο πυροδοτήθηκε ἡ καρδιά της κι ἄναψαν οἱ μεγάλοι πόθοι νά ὑπηρετήσει τή χειμαζόμενη μακεδονική γῆ, ὅπου καί νά τή στείλουν. Καί νά την, ἕτοιμη δασκαλίτσα, διορίζεται, στά 1900, σ᾿ ἕνα χωριό κυκλωμένο ἀπό κομιτατζῆδες, στήν Καρατζόβα, στά βόρεια τῆς ῎Εδεσσας. ῎Εχει ὑπεράνθρωπο ἔργο νά ἐπιτελέσει. Πόσο στενοχωριέται πού βλέπει τά μικρά ῾Ελληνόπουλα, τά μαθητούδια της, νά μή γνωρίζουν τήν ἑλληνική γλώσσα, τήν ἱστορία τῶν προγόνων τους! Συνειδητοποιεῖ γιά ἄλλη μιά φορά πώς ἡ ἀγαπημένη της Μακεδονία ψυχορραγεῖ, πώς ἡ βουλγαρική ἐξαρχία ἔχει βάλει στόχο νά τήν ἀποκόψει ἀπό τίς θαλερές της ρίζες, τόν ῾Ελληνισμό καί τήν ᾿Ορθοδοξία. ῾Η Βελίκα ἀνασκουμπώνεται. Τό σκοτάδι τῆς ἀμάθειας πρέπει νά διαλυθεῖ. Στίς παιδικές ὑπάρξεις μέ τά σπινθηροβόλα ματάκια ἐμφυσᾶ τά ἰδανικά τῆς φυλῆς μας.
  Σέ ἀπόσταση ἀναπνοῆς ἀπό τή φωλιά τῶν κομιτατζήδων ἡ ἀτρόμητη δασκάλα ἐπιτελεῖ ἄλλου εἴδους μάχες, ἀφυπνίζοντας πνευματικά τά Μακεδονόπουλα. Χαρακτηριστικά εἶναι τά λόγια πού εἶχε ξεστομίσει σ᾿ ἐκεῖνο τό συνέδριο τῶν Μακεδονομάχων, πού ἔγινε στή Μητρόπολη Θεσσαλονίκης τόν Αὔγουστο τοῦ 1901·
  «῾Οπλίστε τούς χωρικούς!.. Κι ὅταν ἐμεῖς προετοιμάσουμε τό ἔδαφος, ἀπό παντοῦ θ᾿ ἀνάψει ὁ ἀγώνας!...».
  ᾿Αλλ᾿ ὁ ἡρωισμός μιᾶς τέτοιας ψυχωμένης δασκάλας παίρνει καταπληκτικές διαστάσεις, πού μᾶς ἀφήνει ἔκθαμβους.
  Εἶναι φθινόπωρο τοῦ 1901. ῾Ο διπλωμάτης στό ἑλληνικό Προξενεῖο τοῦ Μοναστηρίου, ὁ ῎Ιων Δραγούμης, ἔχει κάνει ἔκκληση στό «Κέντρο» τῆς Θεσσαλονίκης νά τοῦ στείλουν ἕνα ταλαντοῦχο πρόσωπο γιά μιά πολύ σοβαρή, ἐχέμυθη καί ἐπικίνδυνη ἀποστολή. Θά ἀποτελοῦσε τό σύνδεσμο τοῦ ἑλληνικοῦ κομιτάτου ἀνάμεσα στό Μοναστήρι - Καστοριά - Θεσσαλονίκη. ᾿Αναρωτιέται ποιόν ἄραγε θά τοῦ στείλουν. Μένει βουβός, σάν ἀντικρύζει μπροστά του τή δεκαοκτάχρονη Βελίκα ἕτοιμη ν᾿ ἀναλάβει καθήκοντα. Κι ὅμως, ἡ γυναικεία καρδιά της κρύβει σπάνιους θησαυρούς.
   Ποιά εἶναι ἐκείνη ἡ ἀξιολύπητη μές στά κουρέλια, δίχως παπούτσια, πού μιλᾶ τούρκικα κι ἀφήνει τό Μοναστήρι, διασχίζει δυσκολοδιάβατα μέρη, βουνά, ρεματιές, φαράγγια, λαγκάδια μέ προορισμό τήν ῎Εδεσσα ἤ τήν Καστοριά, τά Γιαννιτσά ἤ τή Θεσσαλονίκη; Κανείς δέν τῆς δίνει σημασία. ῞Ολοι τήν ἀποστρέφονται καί τήν οἰκτείρουν. Μέ μιά τρελή Τουρκάλα θά ἀσχοληθοῦν;
  ῾Ο φακός τῆς ἱστορίας φωτογραφίζει καί μία ἄλλη.
   Εἶναι μιά φτωχή Βουλγάρα, πού ρίχνεται καθημερινά στόν ἀγώνα τῆς βιοπάλης. Τριγυρνάει στή φύση καί συνεχῶς σκυμμένη μαζεύει ραδίκια. ῎Επειτα πάει στά παζάρια τῶν Τούρκων ἤ τῶν Βουλγάρων νά πουλήσει τίς λιγοστές της πραμάτειες, χόρτα ἤ γάλα, γιά νά βγάλει «τόν ἐπιούσιον».
   Στ᾿ ἀλήθεια, τί παράξενο! Εἶναι πολλές φορές πού ὁ φακός συλλαμβάνει τήν τρελή Τουρκάλα ἤ τή βουλγάρα ραδικοῦ ἤ γαλατοῦ ἔξω ἀπό Προξενεῖα, Μητροπόλεις, Διοικητήρια, ᾿Αστυνομίες, στρατόπεδα. Τί γυρεύει ἐκεῖ; Κι ὅμως, ποιός θά τό ὑποπτευόταν; ῾Η τραγική αὐτή φιγούρα γίνεται ὁ σύνδεσμος ἀνάμεσα στόν ῎Ιωνα Δραγούμη, στόν Δεσπότη Καστοριᾶς Γερμανό Καραβαγγέλη καί στόν Πρόξενο τῆς Θεσσαλονίκης. Τί κι ἄν οἱ περαστικοί κουνοῦν τό κεφάλι τους καί τήν ἐλεεινολογοῦν; ῾Η Βελίκα ἔχει πλήρη συναίσθηση τῶν πράξεών της. ῾Υπηρετεῖ τό χειμαζόμενο ἔθνος της. Χαλάλι γιά τήν πατρίδα της νά κάνει τρομερές ὑπερβάσεις, νά χάσει καί τήν ὑπόληψή της. Παριστάνοντας τήν Τουρκάλα ἤ τή Βουλγάρα, μέσα στίς πυκνές πλεξοῦδες της ἤ κάτω ἀπό τόν ξεφτισμένο ποδόγυρό της κρύβει καλοβαλμένα πολύτιμα ἔγγραφα τοῦ ᾿Αγώνα. Σκιαγμένη συνεχῶς μήπως τ᾿ ἁρπάξει ὁ ἐχθρός, τά μεταφέρει στούς κατά τόπους ὑπευθύνους τοῦ ἑλληνικοῦ κομιτάτου. Τούς ἐνημερώνει γιά ὅ,τι ἅρπαξε τό αὐτί της ἀπό τούς Βουλγάρους καί τούς Τούρκους, ἀφοῦ γνωρίζει καλά καί τίς δύο γλῶσσες. Κι ὅταν καταφθάνει στή μακεδονική γῆ ὁ σταυραετός τοῦ ᾿Αγώνα, ὁ Παῦλος Μελᾶς, κι οἱ μάχες πιότερο ἀνάβουν, ἡ λεπτεπίλεπτη δασκάλα συνεχίζει, παρ᾿ ὅλους τούς κινδύνους, νά «μεταμορφώνεται» καί νά ἀποτελεῖ «τό μάτι καί τό αὐτί τοῦ ᾿Αγώνα».
   Ξαφνικά, στίς 28 Αὐγούστου τοῦ 1904, τό ἐθνικό ἔργο τῆς ἡρωίδας ἀνακόπτεται. ῞Ενας βούλγαρος κομιτατζής τήν ἀνταμώνει στά Γιαννιτσά καί μπήγει τό μαχαίρι του στό στῆθος της. Τή βασανίζει ἄγρια. Θέλει ν᾿ ἁρπάξει τά μυστικά της. Μά ἡ τρελή Τουρκάλα τά παίρνει μαζί της στήν αἰωνιότητα. Θρηνεῖ γοερά στήν κηδεία της ἡ Θεσσαλονίκη τό ἄξιο βλαστάρι της καί καταγράφει τό ὄνομά της στό πάνθεο τῶν ἡρώων.
   Στή μνήμη σου, μαρτυρική ἡρωίδα δασκάλα, καταθέτουμε εὐγνωμοσύνης στεφάνι καί ὑποκλινόμαστε μπρός στό μεγαλεῖο σου. ῾Υπερέβης τά ὅρια τῆς γυναικείας ἀντοχῆς. Παραμέρισες ἀξιοπρέπειες καί κοσμιότητες. Προτίμησες νά ξευτελιστεῖ ἡ ἴδια σου ἡ προσωπικότητα γιά χάρη μιᾶς ἐλεύθερης ἑλληνικῆς Μακεδονίας.

῾Ελληνίς
"Ἀπολύτρωσις", Ὀκτ. 2001
Τρίτη, 12 Οκτώβριος 2021 03:00

Ἀπό τό ἡμερολόγιο τοῦ Παύλου Μελᾶ

 Δευτέρα, 8 Μαρτίου 1904. Ὥρα 10 π.μ.
 Ζήτω ἡ Μακεδονία!
 imerologio mela Ἐτελείωσαν, Νάτα μου, τά βάσανά μας· ἀπό τάς 4 τό πρωί εὑρισκόμεθα μεταξύ τοῦ ἐγκαταλελειμμένου χωρίου Ρομπάτι καί τῆς Φυλῆς τοῦ Ἁλιάκμονος...
 Οὐδέποτε, σέ βεβαιῶ, ἐπίστευσα τόσον εἰς τήν θείαν Πρόνοιαν ὅσον χθές τήν νύκτα. Ὅταν ἐξεκινήσαμεν ἦτο σκότος βαθύ· οἱ ὁδηγοί ἀμφέβαλλαν καί πάλιν περί τοῦ δυνατοῦ τῆς πορείας· ἀλλ᾿ ἐπειδή ἐπεμένομεν, ὑπήκουσαν. Μόλις ὅμως διήλθομεν εἰς τό σκότος τήν ἐπικίνδυνον τουρκικήν ζώνην ἀμέσως, ὡς διά μαγείας, τά πυκνά νέφη διελύθησαν καί ἡ σελήνη καί τά ἄστρα μᾶς ἐφώτισαν τόν φοβερώτατον δρόμον, τόν ὁποῖον ἐπί τρεῖς ὥρας ἠκολουθήσαμεν διά μέσου παρθένων δασῶν, κρημνῶν, ἀνωφερειῶν καί λοιπῶν. Ναί, Νάτα μου, ἐπιστεύσαμεν ὅλοι, μέ ὅλην τήν ψυχήν μας, ὅτι ὁ Θεός ἐκείνην τήν στιγμήν εὐλόγει τό ἔργον μας καί διά τῶν ἀστέρων του ἐφώτιζε τόν δρόμον μας. Ἡ πεποίθησις αὕτη μᾶς ἔδωκε δυνάμεις ὑπερανθρώπους καί, χωρίς νά τό ἐννοήσωμεν σχεδόν, ἐβαδίσαμεν ἐπί ἐννέα ὥρας, ἕκαστος φέρων βάρος 15-20 ὀκάδων. Τάς δυσκολίας τάς ὁποίας ὑπερνικήσαμεν, δέν ἠμπορῶ νά σοῦ τάς περιγράψω... Ἐν τούτοις εἶναι περίεργον ὅτι τά βασανιστήριά μας τώρα μόνον τά ἐνθυμούμεθα. Ὅταν τά ὑφιστάμεθα, ὁ νοῦς μας ὅλων ἦτο εἰς τήν Μακεδονίαν· ἠσθανόμεθα ὅτι αἱ πρός αὐτήν ὑπηρεσίαι μας ἀπό τῆς στιγμῆς ἐκείνης ἤρχισαν...
  Εἰς τήν ὑγείαν μου εἶμαι κάλλιστα, ἀλλ᾿ ἰδίως εἰς τό ἠθικόν. Δέν φαντάζεσαι πόσον ἀνυπομονῶ νά φθάσω ἐκεῖ. Ἔχω τήν πεποίθησιν ὅτι εἰς μερικά μέρη ἡ παρουσία μου μέ ὀλίγα χρήματα καί ὀλίγους ἄνδρας, μέ ὀλίγην γενναιότητα καί μέ πολλήν καλωσύνην καί φιλανθρωπίαν, θ᾿ ἀλλάξουν τά πράγματα. Συγχώρησε, γλυκειά μου, αὐτόν τόν ἐγωισμόν· εἶναι ὁ μόνος πού αἰσθάνομαι, ἀλλά νομίζω ὅτι εἶναι βάσιμος. Ὅταν συλλογίζωμαι ὅτι ἴσως μέ βοηθήση ὁ Χριστός νά ἐπιτύχω, νομίζω ὅτι μοῦ ἔρχεται τρέλα. Τί χαρά δι᾿ ὅλους μας ἄν γίνη τοῦτο, καί πρό πάντων τί εὐτύχημα διά τήν Πατρίδα, ἡ ὁποία θ᾿ ἀναθαρρήση καί θά ἰδῆ ὅτι ἄν κινηθῆ ὀλίγον, ναί μέν δέν ἠμπορεῖ νά κάμη μεγάλα πράγματα, ἀλλ᾿ ἠμπορεῖ νά κάμη ὥστε νά παύση αὐτός ὁ παμβουλγαρισμός εἰς τά μέρη ἐκεῖνα...
 Σοῦ στέλλω δύο φύλλα κυκλαμίνων τῆς Μακεδονίας. Εἴθε μίαν ἡμέραν νά ἔλθετε αἱ ἴδιαι νά τά κόψετε. Ἡ ὡραιότης τῶν μερῶν τούτων εἶναι ἀπερίγραπτος. Τί λυπηρόν νά εὑρίσκωνται εἰς τέτοια χέρια.
 Τώρα θά ξυπνήσω τόν Παπούλαν καί θά κοιμηθῶ. Οἱ ἄνδρες μας, ἐκτός τῶν σκοπῶν, κοιμοῦνται ὅλοι. Ἡ ὥρα εἶναι 12 ἀκριβῶς (ἐκράτησα τήν ὥραν τῆς Κηφισιᾶς, διά νά σᾶς παρακολουθῶ), θά εἶσθε ἀκόμη εἰς περίπατον. Χίλια φιλιά μακεδονικά εἰς σέ καί εἰς τούς ἄλλους. Μή λησμονήσης τόν Λέοντα Καλλέργην. Φίλησε τήν μαμά καί λοιπούς.
  Σέ φιλῶ καί σέ λατρεύω
 Παῦλος

Παρασκευή, 13 Ιούνιος 2014 03:00

Ὁ θάνατος τοῦ παλληκαριοῦ

ΜελάςΠαῦλος Μελᾶς ὑπῆρξε γόνος οἰκογενείας ἀπ᾿ ἐκεῖνες τίς λίγες πού ἔχουν τάξει τή ζωή τους στήν ὑπηρεσία τῆς πατρίδας, χωρίς νά ἀποζητοῦν τιμές καί ἀνταλλάγματα. Ἐκλαμβάνουν τό χρέος πρός αὐτήν ὡς θέμα ὑπάρξεως καί ἀδιαφοροῦν γιά τό ἄν ἄλλοι γύρω τους ζοῦν ἀπό τήν πατρίδα καί ὄχι γιά τήν πατρίδα. Αὐτή του ἡ στάση στοίχισε πολύ ἀκριβά στόν ἐνθουσιώδη ἀνθυπίλαρχο. Ἀπό τό 1891 ὥς τό 1904, ἔτος τοῦ θανάτου του, δέν ἔλαβε προαγωγή! Κι αὐτό διότι συνήθως κυβερνοῦν οἱ μικρόψυχοι πού γνωρίζουν νά ἀλληλοεγκωμιάζονται (=ἀλληλοκολακεύονται) καί νά ἐγκωμιάζουν τούς ἀξίους μόνο ὅταν τούς ἀντικρύζουν νεκρούς.
 Ὁ Παῦλος Μελᾶς αἰσθανόταν μία ἀκατανίκητη ἕλξη νά τόν ὠθεῖ πρός τήν ὑπόδουλη Μακεδονία πού στέναζε κάτω ἀπό τήν τρομοκρατία τῶν Βουλγάρων. Χαρακτήρας ἄκρως συναισθηματικός καί εὐαίσθητος κατέβαλε ἰσχυρότατη προσπάθεια νά ξεπεράσει τήν ἀγάπη του πρός τή σύζυγό του Ναταλία Δραγούμη καί τά παιδιά τους Μιχάλη καί Ζωή. Τό μαρτυρεῖ ἡ διαρκής ἀλληλογραφία του, στήν ὁποία στηρίχθηκε καί τό βιβλίο πού ἐξέδωσε μετά τό θάνατό του ἡ γυναίκα του.
 Ὁ Παῦλος Μελᾶς δέν εἶχε ἀσκηθεῖ στίς δοκιμασίες τοῦ βουνοῦ, ὅπως οἱ περισσότεροι συναγωνιστές του. Ὑπέφερε στίς κακουχίες, στίς διαρκεῖς ὁδοιπορίες μέ τόν ἀνεπαρκῆ ὕπνο, τίς καταρρακτώδεις βροχές, τήν ἀνεπαρκῆ σίτιση. Καί ὅμως δέν ἀσθένησε, σέ ἀντίθεση μέ πολλούς πολύ σκληραγωγημένους συντρόφους του. Κι αὐτό διότι διέθετε τεράστια ἀποθέματα ψυχικῆς ἀντοχῆς! Εἶχε θέσει ὡς ὑπόθεση ζωῆς νά φέρει εἰς πέρας μέ ἐπιτυχία τήν ἀποστολή πού εἶχε ἀναλάβει, γι᾿ αὐτό καί δέν τόν κατέβαλε καμιά ἀντιξοότητα. Οὔτε ἡ προδοσία οὔτε ἡ διστακτικότητα τῶν φίλων οὔτε ἡ διαρκής καταδίωξη τῶν Τούρκων οὔτε ὁ πρώιμος χειμώνας τοῦ 1904.
 Ὁ Παῦλος Μελᾶς ἦταν πρωτίστως ἄνθρωπος ὅπως ἡ Ἐκκλησία μας γνωρίζει νά καλλιεργεῖ διά τῆς πίστεως. Ἀποκαλύπτεται αὐτό στήν εὐσπλαγχνία του πρός τούς ἐχθρούς, ἀκόμη καί πρός εἰδεχθεῖς ἐγκληματίες. Ὅταν λίγο ἔξω ἀπό τό Στρέμπενο (Ἀσπρόγεια Φλώρινας) οἱ ἄνδρες του συνέλαβαν δυό ἐπικηρυγμένους δολοφόνους, ἔγραψε στό ἡμερολόγιό του: «Δέν θά λησμονήσω ποτέ πόσο ὑπέφερα σήμερον τό ἀπόγευμα. Διαρκῶς ἐρωτοῦσα τόν ἑαυτόν μου ἄν εἶχα τό δικαίωμα ἐγώ νά συλλάβω οἱονδήποτε ἄνθρωπον, ὁσονδήποτε κακοῦργος καί ἄν εἶναι, νά τόν τραβήξω ἀπό τήν οἰκογένειάν του καί νά τόν φονεύσω! Καί διαρκῶς ἀπαντοῦσα ὄχι, ὄχι! Ἐγώ οὐδέν ἄλλο στήριγμα πλήν τῆς πρός τήν πατρίδα μου καί τό γένος μου ἀγάπης ἔχω. Ἀλήθεια πολύ θά τ᾿ ἀγαπῶ καί τά δυό, διότι, ἄν καί ὑποφέρω, καίτοι κλαίω, θ᾿ ἀφήσω νά γίνει ἐκεῖνο πού ἀπεφασίσθη». Καί, ὅταν λίγες ὧρες ἀργότερα ἀποδείχθηκε πώς οἱ συλληφθέντες δέν ἦσαν οἱ κυρίως ὑπεύθυνοι γιά τά ἄγρια ἐγκλήματα πού εἶχαν διαπραχθεῖ στήν περιοχή, αἰσθάνθηκε βαθειά ἀνακούφιση.
 Ὁ Παῦλος Μελᾶς μέ τήν ὀλιγοήμερη παρουσία του στά χωριά στό ἀνατολικό Βίτσι συνετέλεσε στό νά ἀναθαρρήσουν οἱ Ἕλληνες καί νά φύγουν περίτρομοι ἐκεῖνοι πού ἐνέχονταν σέ ἐγκλήματα. Ἡ λαχτάρα του γιά συντονισμό τοῦ ἀγώνα τόν ὤθησε νά πορευτεῖ βορειοδυτικά πρός τά Κορέστια καί ἀπό ἐκεῖ στήν περιοχή τῶν Πρεσπῶν, ὅπου δροῦσε ἄλλο ἀνταρτικό σῶμα. Δέν πρόλαβε νά διασχίσει τά Κορέστια. Τό βράδυ τῆς 13ης Ὀκτωβρίου, ὕστερα ἀπό εἰδοποίηση ἀπό μέρους τῶν Βουλγάρων, τουρκικό ἀπόσπασμα περικύκλωσε τό χωριό ὅπου κατέλυσε. Ἄρχισαν οἱ πυροβολισμοί καί σέ λίγο πάλι σιγή. Ὁ Παῦλος μέ τούς συντρόφους του βγῆκε στήν αὐλή τοῦ σπιτιοῦ καί τότε δέχθηκε μία σφαίρα, τή μόνη πού τάραξε καί πάλι τή σιγή. Τά ὑπόλοιπα ζωντανεύουν ἀπό τό χέρι τῆς Ναταλίας Μελᾶ πού συζήτησε ἀργότερα μέ αὐτόπτες μάρτυρες: «Γύρισε ὁ Παῦλος πίσω λέγοντας: “Στή μέση μέ πῆρε, παιδιά”. Μπῆκε μέσα καί φώναξε τόν Πύρζα: “Νίκο, ποῦ εἶσαι;”. Ἔβγαλε τό σταυρό του ἀπ᾿ τό λαιμό του καί εἶπε: “Τό σταυρό νά τόν δώσης στή γυναῖκα μου καί τό τουφέκι, ὅπως σοῦ εἶπα, τοῦ Μίκη καί νά τούς πῆς ὅτι τό καθῆκον μου τό ἔκαμα”. Ἔβγαλε τό πορτοφόλι μέ τίς φωτογραφίες τῶν παιδιῶν του καί ξεζώστηκε. Τότε φάνηκαν τά αἵματα καί ἔπεσαν λίρες κατά γῆς, γιατί εἶχε τρυπήσει τό κεμέρι του ἡ σφαῖρα. Ἄρχισε νά πονεῖ ὁ Παῦλος κι ἔλεγε: “Σκοτῶστε με, παιδιά. Πῶς θά μ᾿ ἀφήσετε στούς Τούρκους;”. Ὅσο περνοῦσε ἡ ὥρα πονοῦσε δυνατότερα, βογγοῦσε “πονῶ!”. Ὕστερα εἶπε μέ δυνατή φωνή: “Νίκο, ἐσύ πῶς θά μ᾿ ἀφήσης;”. Ὁ Πύρζας γονάτισε καί τόν ἐφίλησε στό στόμα καί τοῦ εἶπε: “Κοντά σου εἶμαι, καπετάνιε. Δέν σ᾿ ἀφήνουμε”. Καί τά χείλη τοῦ Παύλου ἦταν ψυχρά. “Πονῶ”, ἔλεγε ὁ Παῦλος καί ὠνόμαζε τά παιδιά του. Καί πάλι ἔλεγε: “Σκοτῶστε με”. Δέν μποροῦσε πιά νά κουνηθεῖ ἀπό τή θέση του. Καί τά παιδιά του δέν τά ὠνόμαζε πιά. “Πονῶ”, εἶπε σιγά καί ξεψύχησε». Ὁ θάνατος τοῦ παλληκαριοῦ ἀφύπνησε τήν κοιμωμένη συνείδηση τοῦ Γένους, τή συνείδηση τῶν ἐλευθέρων-σκλαβωμένων στόν ἐφησυχασμό καί τήν ἰδιοτέλεια. Καί τότε ὅλα ἄλλαξαν μέ μιᾶς. Νά πῶς τό ἀποδίδει ὁ ποιητής μας Παλαμᾶς στούς πολύ δυνατούς στίχους του:
Σέ κλαίει λαός. Πάντα χλωρό
νά σειέται τό χορτάρι
στόν τόπο πού σέ πλάγιασε
τό βόλι, παλληκάρι.
 Πανάλαφρος ὁ ὕπνος σου.
Τοῦ Ἀπρίλη τά πουλιά σάν τοῦ σπιτιοῦ σου νά τ’ ἀκοῦς
λογάκια καί φιλιά.
Καί νά σοῦ φτάνουν
τοῦ σκληροῦ χειμώνα οἱ καταρράκτες
σάν τουφεκιοῦ ἀστραπόβροντα
καί τοῦ πολέμου κράχτες.
Πλατειά του ὀνείρου μας ἡ γῆ
καί ἀπόμακρη. Καί γέρνεις
ἐκεῖ καί σβεῖς γοργά. Ἱερή στιγμή.
Σάν πιό πλατειά τή δείχνεις
καί τή φέρνεις σάν πιό κοντά.
 Ναί! Ἦρθε πιό κοντά ἡ πονεμένη γῆ τῆς Μακεδονίας, διότι πύρωσαν οἱ ψυχρές πρίν καρδιές μέ τή θέρμη πού μετέδωσε σέ ὅλους τό ψυχρό σῶμα τοῦ νεκροῦ παλληκαριοῦ.
 Ἀπόστολος Παπαδημητρίου
Τρίτη, 01 Ιούλιος 2014 03:00

Ὁ ναύαρχος τῆς νίκης

 Πολύ σημαντική γιά τήν ἐπιτυχῆ ἔκβαση τοῦ Α΄ Βαλκανικοῦ πολέμου ἦταν ἡ δράση τοῦ Ἑλληνικοῦ Πολεμικοῦ Ναυτικοῦ, τό ὁποῖο μάλιστα πέτυχε καί τούς δύο στόχους του: ἀφ’ ἑνός νά ἀπελευθερώσει τά νησιά τοῦ Ἀνατολικοῦ Αἰγαίου, πλήν τῶν Δωδεκανήσων πού κατεῖχε ἡ Ἰταλία, καί ἀφ᾿ ἑτέρου νά ἐμποδίσει τήν ἔξοδο τοῦ τουρκικοῦ στόλου στό Αἰγαῖο ἀπό τά στενά τῶν Δαρδανελλίων, ὥστε νά μήν μπορέσουν οἱ Τοῦρκοι νά ἀνεφοδιάσουν τά στρατεύματά τους πού μάχονταν στή Μακεδονία.
kountouriotis Ἡγέτης τοῦ Πολεμικοῦ Ναυτικοῦ ἦταν τότε ὁ ναύαρχος Παῦλος Κουντουριώτης. Ἀπόγονος τῶν Κουντουριώτηδων, τῶν ὑδραίων ναυμάχων τοῦ 1821, εἶχε τό χάρισμα νά ἐμπνέει ἐμπιστοσύνη καί μέ τόν ἐνθουσιασμό του νά παρασύρει. Συγχρόνως εἶχε πλήρη συνείδηση τοῦ ἱστορικοῦ ρόλου πού τόν καλοῦσε ἡ πατρίδα νά διαδραματίσει. Χαρακτηριστική εἶναι ἡ διαταγή πού ἔβγαλε ἀπό τή ναυαρχίδα του, τό θωρηκτό «Ἀβέρωφ», ὅταν ξεκίνησε τίς ἐπιχειρήσεις κατά τή ναυμαχία τῆς Ἕλλης:
 «Μέ τήν δύναμιν τοῦ Θεοῦ καί τάς εὐχάς τοῦ Βασιλέως μας καί ὀνόματι τοῦ δικαίου, πλέω μεθ’ ὁρμῆς ἀκαθέκτου καί μέ τήν πεποίθησιν τῆς νίκης ἐναντίον τοῦ ἐχθροῦ τοῦ Γένους».
 Ἤξερε καλά ὁ Παῦλος Κουντουριώτης ὅτι στόχος τοῦ Ἑλληνικοῦ Πολεμικοῦ Ναυτικοῦ ἦταν νά μήν ἐπιτρέψει τήν ἔξοδο τοῦ τουρκικοῦ στόλου ἀπό τά Δαρδανέλλια. Γιά τό λόγο αὐτό, μέ τήν ἔναρξη τοῦ πολέμου κατευθύνθηκε πρός τά ᾿κεῖ ἀπελευθερώνοντας τή Λῆμνο καί κάνοντάς την ὁρμητήριο τοῦ στόλου του. Ἀγκυροβόλησε μάλιστα ἀκριβῶς ἔξω ἀπό τά στενά τῶν Δαρδανελλίων περιμένοντας τά τουρκικά πολεμικά πλοῖα. Ἦταν τόσος ὁ ἐνθουσιασμός του, πού θέλησε νά προκαλέσει τόν τουρκικό στόλο σέ ναυμαχία. Ἔτσι, τηλεγράφησε στήν Κωνσταντινούπολη: «Εἴμαστε ἔξω ἀπό τά Δαρδανέλλια περιμένοντας τόν ἀντίπαλο στόλο». Προθυμοποιήθηκε μάλιστα νά προσφέρει καί γαιάνθρακες γιά καύσιμα στόν ἀντίπαλο ναύαρχο, σέ περίπτωση πού δέν εἶχε. Ἡ ἀπάντηση ἀπό τήν Κωνσταντινούπολη ἦταν ὅτι ἡ γραμμή τοῦ τηλεγράφου εἶχε κοπεῖ. Πραγματικά ἀναβίωναν ὁμηρικές σκηνές, ὅπου ὁ ἕνας ἀντίπαλος προκαλοῦσε τόν ἄλλο.
 Στίς 3 Δεκεμβρίου 1912 ὁ τουρκικός στόλος ἀποφάσισε νά βγεῖ στό Αἰγαῖο. Ὁ ἑλληνικός τόν περίμενε ἔξω ἀπ’ τά Στενά κι ἔτσι ξεκίνησε ἡ ναυμαχία τῆς Ἕλλης. Οἱ δύο στόλοι παρατάχτηκαν σέ ἀπόσταση. Τότε τό θωρηκτό «Ἀβέρωφ», ὅπου βρισκόταν ὁ Κουντουριώτης, κάνοντας ἀνεξάρτητη κίνηση κατευθύνθηκε πρός τήν τουρκική ναυαρχίδα «Χαϊρεντίν Βαρβαρόσσα» κι ἄρχισαν οἱ κανονιοβολισμοί. Τό «Ἀβέρωφ» ὅμως χύμηξε ἀκάθεκτο καταπάνω της καί ὁ τοῦρκος ναύαρχος, ἐπειδή φοβήθηκε ἐμβολισμό, τράπηκε σέ φυγή πρός τήν ἀσφάλεια τῶν Στενῶν. Ἡ τουρκική γραμμή ἔσπασε καί τά ὑπόλοιπα τουρκικά πλοῖα ἄρχισαν νά ὑποχωροῦν. Ἦταν πράγματι ἐντυπωσιακό τό θέαμα, ἕνα πλοῖο νά καταδιώκει ἕναν ὁλόκληρο στόλο. Ὅλη ἡ ναυμαχία κράτησε μόλις 63 λεπτά, ἐνῶ τά ὑπόλοιπα ἑλληνικά πλοῖα δέν πρόλαβαν νά συμμετάσχουν. Μάλιστα, ἦταν τόση ἡ τόλμη τοῦ Κουντουριώτη, πού κατά τήν καταδίωξη τό «Ἀβέρωφ» βρέθηκε μέσα στό στόχο τῶν πανίσχυρων παράκτιων τουρκικῶν πυροβόλων τῶν Δαρδανελλίων. Ἐνδεικτική τῆς γενναιότητάς του ὅμως ἦταν ἡ ἀπάντηση πού ἔδωσε σέ ὅσους τοῦ ἄσκησαν κριτική γιά τήν παράτολμη κίνησή του: «Τά πολεμικά πλοῖα δέν εἶναι γιά στολισμό. Ἡ ἱστορία διδάσκει ὅτι κανένα κράτος δέν μπορεῖ νά θαλασσομαχεῖ ἐφόσον δέν θεωρεῖ τά πολεμικά πλοῖα προορισμένα νά κινδυνεύουν καί ἐν ἀνάγκῃ νά καταστραφοῦν».
  Ρωμανός
Τετάρτη, 02 Ιούλιος 2014 03:00

Κωστῆς Παλαμᾶς (1859-1943)

 palamas Κάποιον σκοτεινό Φεβρουάριο, γράφτηκε ὁ ἐπίλογος τῆς ζωῆς τοῦ ἐθνικοῦ ποιητῆ μας Κωστῆ Παλαμᾶ. Ἦταν ἕνας θάνατος πού μέσα στά χρόνια τῆς γερμανικῆς κατοχῆς ἔδωσε ζωή στήν ἑλληνική συνείδηση, τόνωσε τό ἐθνικό συναίσθημα. Ὁ ἐπικήδειος θρῆνος ἔγινε ἐθνικός παιάνας στά στόματα ὅσων μέ τήν τέχνη τοῦ λόγου τους ξεπροβόδισαν τό σκήνωμά του.
 Αὐτόπτης μάρτυρας ἀνασύρει ὅ,τι ζωηρά κατέγραψε ἡ μνήμη του ἀπό τίς συγκλονιστικές στιγμές τοῦ ἐθνικοῦ ἐκείνου παραληρήματος:
 «... Ἀφοῦ κατέβασαν στόν τάφο τόν νεκρό ποιητή, ἀκούστηκε μυριόστομος ὁ ἐθνικός ὕμνος· ποτέ δέν τόν ξανάκουσα νά ψάλλεται μέ τόση ξαναμμένη θέρμη. Ὄχι μόνο προκινδύνευε ὁ κόσμος, ξαφνικά γινόταν κάτι ἄλλο: μέστωναν τά σολωμικά λόγια, γίνονταν νοηματικά μηνύματα τά λόγια τοῦ ποιητῆ, ὄργανα μέθεξης ἑνός πλήθους πού ἐκείνη τήν ὥρα ξανακέρδιζε τή χαμένη του ἀξιοπρέπεια, τήν ποδοπατημένη του συνείδηση. Πάνω στά κεφάλια μας, ὅπως καί στό φέρετρο τοῦ ποιητῆ, ἀκουμποῦσε ἡ Ἑλλάδα».
..................................................................
  Γεννήθηκε στήν Πάτρα τό 1859 καί ἔζησε στό ἔνδοξο Μεσολόγγι, σαράντα περίπου χρόνια μετά τίς ἡρωικές στιγμές τῆς νεότερης ἑλληνικῆς ἱστορίας. Ἡ γενεαλογική του φύτρα καί τό ματοβαμμένο χῶμα ὅπου χάραζε τά παιδικά καί ἐφηβικά του ὄνειρα ἦταν γεμάτα μέ ἐθνική ὑπερηφάνεια, μέ ἀγάπη, ὅραμα καί θυσία γιά τή βασανισμένη πατρίδα.
 Ἡ οἰκογένεια Παλαμᾶ εἶχε νά ἐπιδείξει μιά μακριά ἁλυσίδα ἀπό λόγιους προγόνους μέ χαρακτηριστικό τήν ἀφοσίωση στά ἐθνικά θέματα. Ἀπό τά Ὀρλωφικά ὥς τήν Κρητική Ἐπανάσταση τοῦ 1886 οἱ Παλαμάδες δέν παρέλειψαν νά σημειώσουν τό «παρών» τους στίς τιμημένες ἱστορικές σελίδες τῆς Ἑλλάδας.
 Τό ἐθνικό καί οἰκογενειακό παρελθόν, τό ὄνειρο καί ἡ Μεγάλη Ἰδέα τῆς σύγχρονής του ἐποχῆς σέ συνδυασμό μέ τόν πόνο τῆς ὀρφάνιας ἔκαναν τό ποιητικό ταλέντο τοῦ Κωστῆ νά δώσει τά πρῶτα δείγματα στά ἐννιά μόλις χρόνια του.
 Μετά τίς παιδικές δοκιμές πού δημοσιεύτηκαν σέ ἐφημερίδα τοῦ Μεσολογγίου, στά ὥριμα πιά χρόνια ὁ Παλαμᾶς ἀναλαμβάνει ἕνα ὄντως ἐθνικό ἔργο. Χρησιμοποιεῖ τό θεόσδοτο τάλαντο, γιά νά κηρύξει τήν ἐπανασύνδεση μέ τήν ἐθνική παράδοση διά μέσου τοῦ Βυζαντίου. Συνέλαβε μέ τήν ποιητική του διαίσθηση τήν ἰδέα τῆς ἀδιάσπαστης ἑνότητας τοῦ ἑλληνικοῦ ἔθνους, ἀπό τήν ἀρχαιότητα μέχρι τήν ἐποχή του, καί τήν παρουσίασε μέ ἀνάγλυφο τρόπο μέσα ἀπό τά ποιητικά του ἔργα. Αὐτό πού προσπάθησε νά πετύχει -καί τό κατάφερε- ὁ ἱστορικός Παπαρρηγόπουλος μέ τήν «Ἱστορία τοῦ Ἑλληνικοῦ Ἔθνους», αὐτό ὑπηρέτησε μέ τήν ποίησή του καί ὁ Κωστῆς Παλαμᾶς καί δικαίως τοῦ ἀποδόθηκε ὁ τίτλος τοῦ ἐθνικοῦ ποιητῆ. Τοῦ «Γέροντα» τῶν ποιητῶν εἶναι καί ὁ στίχος πού ἔμεινε στά χείλη τῶν Ἑλλήνων θούριος καί ἐγερτήριο σάλπισμα:
 Ἡ μεγαλοσύνη στά ἔθνη
 δέν μετριέται μέ τό στρέμμα:
 μέ τῆς ψυχῆς τό πύρωμα μετριέται
 καί μέ τό αἷμα!

  Ὁ Κωστῆς Παλαμᾶς ἐκτός ἀπό τό καθαρῶς λογοτεχνικό του ἔργο ἔχει ἀφήσει καί πλῆθος ἐπιστολῶν. Οἱ περισσότερες προσωπικές, σταλμένες σέ φίλους καί γνωστούς, γραμμένες μέ ἁπλότητα καί εὐγένεια δίνουν στόν ἀναγνώστη τό ψυχογράφημα τοῦ «καθημερινοῦ» Παλαμᾶ πέρα ἀπό τέχνη καί ἐπισημότητα. Βρίσκει κανείς σ’ αὐτές ὅλη τήν εὐαισθησία καί τό ἐνδιαφέρον γιά τούς ἀγαπητούς, τή λαχτάρα γιά τοῦ καθενός τήν προκοπή, τόν πόνο καί τόν θαυμασμό γιά ὅσους ἔφυγαν, ἀλλά καί τήν ἀδελφική συμβουλή γιά κεῖνα πού ὁ ἴδιος ξέρει καλά καί θέλει νά τά ἐμπνεύσει στούς νεότερους. Γράφει γιά τούς κριτικούς, πού εἶναι ἀνάγκη νά ἐκφέρουν γνώμη γιά τά ἔργα τῶν ἄλλων:
 «...Ξέρω πώς πρῶτ’ ἀπ’ ὅλα ὁ μεγάλος κριτικός πρέπει νἄχῃ τή δύναμη τῆς συμπάθειας. Νά συμπάσχη μέ τόν κρινόμενο καί ὅσο κι ἄν στηρίζεται στά πράγματα, νά τόν μεταμορφώνῃ ἐξιδανικεύοντάς τον ὁπωσδήποτε. Νά τοῦ κάνῃ δηλαδή τό πορτραῖτο μέ τή γνώση καί τή δεξιωσύνη τοῦ ἄξιου ζωγράφου».
 Μέ ἀφορμή κάποια παρεξήγηση γράφει μέ συγκινητική ταπείνωση σέ συνεργάτη του:
 «...Ἐγώ ὅσο σκέπτομαι τόσο μοῦ μπαίνει στό μυαλό πώς εἶμαι ὁ ἁμαρτωλός πού πρέπει νά ζητῇ συγχώρεση. Γι’ αὐτό θά ἤθελα κι ἀπό σέ νά τή ζητήσω. Συγχωρῆστε με καί δῶστε μου φιλικά καί συγκαταβατικά τό χέρι σας».
 Στόν γνωστό ποιητή Παράσχο ἐξομολογεῖται καί ἀποκαλύπτει τό ἰδανικό τοῦ ποιητῆ:
 «...Πολύ καί τ’ ὄνομα πού σημειώνω κάτου ἀπό τούς στίχους μου. Τό ἰδανικό τοῦ ποιητῆ πρέπει νά βρίσκεται σ’ αὐτόν τόν οὐγκρικό στίχο πού μοῦ ἔγινε ἐφιάλτης αὐτή τή νύχτα: Ami, cache ta vie et repands ton espirit! δηλαδή: “Φίλε, κρύψε τή ζωή σου καί διάδωσε τό πνεῦμα σου!”».
 Ὑπηρετώντας αὐτό τό ἰδανικό, αἰσθανόταν ἄβολα καί ἔνιωθε ὑπερβολικές τίς ἄριστες κριτικές πού ἀποσποῦσαν τά ἔργα του. Ἔβρισκε ὅμως παρηγοριά μεταβιβάζοντας τούς ἐπαίνους σέ κείνη πού πολύ ἀγαποῦσε, τήν Ἑλλάδα:
 «...Καί ὅλη αὐτή ἡ κριτική, καί μέ λυρικά ὑπερθετικά καί μέ τόση καί μέ τέτοια καλωσύνη! Ντρέπομαι καί μελαγχολῶ. Σοῦ λέω ἀλήθεια. Καί μόνο μέ παρηγορεῖ πώς ὅλα αὐτά ἀντιχτυποῦνε στήν Ἑλλάδα. Ἐγώ στήν περίστασιν αὐτήν εἶμαι ἡ ἀφηρημένη ἰδέα, καί ἡ Πατρίδα τό πρόσωπο».
  Ἄξιζε νά δοθεῖ στόν Κωστῆ Παλαμᾶ ὁ τίτλος τοῦ «ἐθνικοῦ». Καί τοῦ ἀξίζει νά βρεῖ μιμητές ὅλους ἐκείνους πού τούς δόθηκε τό χάρισμα τοῦ λόγου, γιά νά γίνουν «διαλαλητές καί τιμητές τῶν ἀληθινῶν καί τῶν ὡραίων», νά ὑπηρετήσουν ἀπό τή δική τους ἔπαλξη τήν πατρίδα μέ ταπείνωση καί ἀνιδιοτέλεια.
 Κρής