Super User

Super User

Σάββατο, 20 Μάιος 2023 03:00

Κυρ. Τυφλοῦ Ἰω 9,1-38

   tyflos Ὅλο τό ἀνάγνωσμα διακρίνεται σέ δύο παραγράφους, 1-7 καί 8-41. Ἡ πρώτη εἶναι τό ἱστορικό τῆς θεραπείας τοῦ τυφλοῦ καί ἡ δεύτερη ἡ διδασκαλία πού προέκυψε ἀπό τό σημεῖο.
     Τό βαθύτερο νόημα τῶν δύο αὐτῶν παραγράφων, τῆς θεραπείας καί τῆς διδασκαλίας, εἶναι ὅτι οἱ μέν φαρισαῖοι καί οἱ Ἰουδαῖοι καί αὐτοί ἀκόμη οἱ προσωρινά «πεπιστευκότες» στόν Ἰησοῦ ἐξαγριώθηκαν ἐναντίον του τόσο, ὥστε δέν μποροῦσε πλέον νά εἶναι ἀνεκτός ἀνάμεσά τους, οὔτε νά τούς διδάσκει κατά πρόσωπον. Τό μῖσος τους τόν ἀπομάκρυνε ἀπό ἀνάμεσά τους. Αὐτός ὅμως καί ἀπό μακριά θά τούς στείλει τό σημεῖο του καί τόν ἔλεγχό του, τό ὄργανο πού θά τόν ἐκπροσωπεῖ· καί αὐτός εἶναι ἕνας τυφλός.

     Ἰω 9,1-2. Καί παράγων εἶδεν ἄνθρωπον τυφλόν ἐκ γενετῆς. Καί ἠρώτησαν αὐτόν οἱ μαθηταί αὐτοῦ λέγοντες· Ῥαββί, τίς ἥμαρτεν, οὗτος ἤ οἱ γονεῖς αὐτοῦ, ἵνα τυφλός γεννηθῇ;
     Καθώς προχωροῦσε μέ τούς μαθητές του εἶδε ἕναν τυφλό καί οἱ μαθητές του τόν ρώτησαν σέ τίνος τήν ἁμαρτία ὀφείλεται αὐτή ἡ τύφλωσή του· τοῦ ἰδίου ἤ τῶν γονέων του; Ὑπάρχουν μέσα στήν Παλαιά Διαθήκη οἱ διδαχές ὅτι οἱ ἁμαρτίες τῶν γονέων τυραννοῦν τά τέκνα καί ὅτι καί ἡ προσωπική ἁμαρτία εἶναι αἰτία νοσημάτων. Αὐτό μάλιστα τό λένε καί ἡ ἰατρική καί ἡ βιολογία. Ἰδίως ὁ ἀλκοολισμός καί τά ἀφροδίσια νοσήματα φέρουν τύφλωση καί ἄλλες ἀναπηρίες καί στούς ἐνόχους καί στούς ἀπογόνους τους. Ὁ Ἰησοῦς ἐπιβεβαιώνει ἀλλοῦ τή διδαχή αὐτή, ἀλλά προσθέτει ὅτι αὐτό δέν συμβαίνει σέ ὅλες τίς περιπτώσεις, ὅπως καί στήν συγκεκριμένη περίπτωση τοῦ ἐκ γενετῆς τυφλοῦ.

     Ἰω 9,3. Ἀπεκρἰθη Ἰησοῦς· Οὔτε οὗτος ἥμαρτεν οὔτε οἱ γονεῖς αὐτοῦ, ἀλλ' ἵνα φανερωθῇ τά ἔργα τοῦ Θεοῦ ἐν αὐτῷ.
     Μεγάλο καί ὑψηλό νόημα κρύβεται στά λόγια αὐτά. Τά σημεῖα δέν ἔχουν σκοπό τή θεραπεία τῶν νοσημάτων, ἀλλά τά νοσήματα πολλές φορές ἔχουν σκοπό τή φανέρωση σημείων. Δέν ἦλθε ὁ Ἰησοῦς γιά νά θεραπεύσει τούς ἀσθενεῖς, ἀλλά οἰ ἀσθενεῖς πού θεραπεύθηκαν ἀρρώστησαν, γιά νά δοξασθεῖ ὁ Ἰησοῦς. Γι' αὐτό μπαίνει σέ ὁλόκληρο νοσοκομεῖο μέ «πέντε στοάς» καί θεραπεύει μόνον ἔναν. Ἄν ὁ σκοπός τῶν σημείων ἦταν ἡ θεραπεία, ὁ Ἰησοῦς διέπραξε μεγάλη ἀδικία. Συμβαίνει ὅμως τό ἀντίθετο. Ὁ ἄνθρωπος ἐκεῖνος ἔμεινε 38 χρόνια παράλυτος, γιά νά βρεῖ ὁ Ἰησοῦς ἀφορμή νά ἀρχίσει τό πρῶτο κήρυγμά του γιά τή θεότητά του. Καί ὁ ἄνθρωπος αὐτός γεννήθηκε καί ἀνδρώθηκε τυφλός καί ἔζησε μία ζωή δυστυχίας, γιά νά διακονήσει μία δύσκολη στιγμή τῆς δράσεως τοῦ Ἰησοῦ· τότε πού τόν Ἰησοῦ τόν ἔδιωξε ἀπό τή διδασκαλική του ἕδρα τό μῖσος τῶν Ἰουδαίων καί τοῦ χρειαζόταν ἕνας τυφλός, γιά νά τόν στείλει «νά τούς ἀνοίξει τά μάτια».

     Ἰω 9,4. Ἐμέ δεῖ ἐργάζεσθαι τά ἔργα τοῦ πέμψαντός με ἕως ἡμέρα ἐστίν· ἔρχεται νύξ, ὅτε οὐδείς δύναται ἐργάζεσθαι.
     Ἁπλή ἡ παραβολική ἔκφραση. Ὅταν ἕνας πατέρας στέλνει τό γιό του σέ μία ἐργασία, π.χ. νά θερίσει, ὁ γιός ἔχει τή δυνατότητα νά ἐργάζεται ὅσο εἶναι ἡμέρα· ἅμα νυχτώσει, δέν ὑπάρχει δυνατότητα. Καί ὁ Ἰησοῦς ἔχει ἕναν τακτό χρόνο γιά νά φέρει σέ πέρας τήν ἀποστολή του. Δέν ἔχει καιρό γιά χάσιμο. Γι' αὐτό βρίσκει τρόπο νά συνεχίσει τή διδασκαλία του ἀπό μακριά. Γι' αὐτό θά δείξει πάλι σημεῖο, γιά νά προωθηθεῖ ἡ ἀποστολή του. Ἔπειτα βλέποντας προφανῶς πρός τόν τυφλό καί ἀναφερόμενος σ' αὐτόν, λέει:

     Ἰω 9,5. Ὅταν ἐν τῷ κόσμῳ ὦ, φῶς εἰμι τοῦ κόσμου.
     Πάντοτε εἶναι φῶς, φῶς ἀίδιο καί πνευματικό. Ὅταν ὅμως εἶναι στόν κόσμο, εἶναι τοῦ κόσμου φῶς, ἔχει ἔργο νά χειραγωγήσει τόν κόσμο. Καί ἀφοῦ σέ προηγούμενο λόγο ἀποκάλυψε ὅτι «Ἐγώ εἰμι τό φῶς τοῦ κόσμου», ἐδῶ θά ἐπιβεβαιώσει τή διδαχή μέ τό σημεῖο, μέ τό ὁποῖο δίνει τό αἰσθητό φῶς στόν τυφλό, ὥστε μέ τή δύναμη τοῦ σημείου νά πιστέψουν στή διδαχή.

     Ἰω 9,6-7. Ταῦτα εἰπών ἔπτυσε χαμαί καί ἐποίησε πηλόν ἐκ τοῦ πτύσματος, καί ἐπέχρισε τόν πηλόν ἐπί τούς ὀφθαλμούς τοῦ τυφλοῦ καί εἶπεν αὐτῷ· Ὕπαγε νίψαι εἰς τήν κολυμβήθραν τοῦ Σιλωάμ, ὅ ἑρμηνεύεται ἀπεσταλμένος. Ἀπῆλθεν οὖν καί ἐνίψατο, καί ἦλθε βλέπων.
     Καί ἐνῶ ἔλεγε τήν προηγουμένη φράση, ἔσκυβε κάτω καί ἔκανε πηλό μέ τό σάλιο του. Καί ἀφοῦ ἄλειψε τά μάτια τοῦ τυφλοῦ, τόν ἔστειλε στήν κολυμβήθρα (= κρήνη, δεξαμενή, πηγή) τοῦ Σιλωάμ νά νιφθεῖ. Μετά ἀπό τό νίψιμο εἶδε καί ἐπέστρεψε ὁ τυφλός στόν ναό, χωρίς βέβαια νά γνωρίσει τότε τόν Ἰησοῦ. Μποροῦσε ὁ Κύριος νά θεραπεύσει τόν τυφλό ἀμέσως μέ τόν λόγο του καί χωρίς πηλό. Ὅ,τι ἔκανε τό ἔκανε γιά τούς ἑξῆς περίπου λόγους:
     1) Γιά νά διεγείρει τήν πίστη τοῦ ἀνθρώπου καί νά μήν εὐεργετηθεῖ μέ τό σημεῖο ὁ ἄνθρωπος χωρίς πίστη. Γιά τό σκοπό αὐτό ὁ Ἰησοῦς ἄλλον τόν ρωτᾶ ἄν «πιστεύει ὅτι δύναται τοῦτο ποιῆσαι», σέ ἄλλον βάζει τά δάχτυλα στά αὐτιά του καί φτύνει στό στόμα του. Ἐδῶ ἀλείφει τήν περιοχή τῶν ματιῶν μέ λάσπη ἀπό σάλιο. Ὁ τυφλός οὔτε τή διδαχή τοῦ Ἰησοῦ ἄκουσε οὔτε ἄλλο τίποτε. Ἄκουσε μόνο στό σκοτάδι του κάποιον νά φτύνει δίπλα του καί νά τόν ἀλείφει λέγοντας· «Φῶς εἰμι τοῦ κόσμου». Ἄν δέν πίστευε, ὄχι μόνο τόση πορεία, καί τυφλός μάλιστα, δέν θά ἔκανε μέχρι τοῦ Σιλωάμ, ἀλλά καί θά σκουπιζόταν νιώθοντας προσβεβλημένος.
     2) Ἐνεργεῖ ἔτσι ὁ Ἰησοῦς, γιά νά γίνει τό σημεῖο ἐπιδεικτικώτερο, ἀφοῦ ὁ τυφλός διασχίσει τό πλῆθος τυφλός καί ἀμέσως περάσει ἀπό τόν ἴδιο δρόμο, μπροστά ἀπό τούς ἴδιους ἀνθρώπους μέ μάτια. Αὐτό ἦταν μία λιτάνευση τοῦ σημείου.
     3) Γιά νά μή γνωρίσει ὁ τυφλός τόν Ἰησοῦ, τουλάχιστον μέχρι ἐκείνη τήν ὥρα πού συζητᾶ μέ τούς φαρισαίους γιά τόν Ἰησοῦ. Αὐξάνει τή δύναμη τῆς μαρτυρίας τοῦ τυφλοῦ γιά τόν Ἰησοῦ τό γεγονός ὅτι ὁ τυφλός οὔτε εἶδε οὔτε συνομίλησε μέ τόν Ἰησοῦ οὔτε τόν γνωρίζει. Ἔτσι ἔγινε καί μέ τόν παραλυτικό τῆς Βηθεσδά (Ἰω 5,10-13).

   Ἰω 9,8-12. Οἱ οὖν γείτονες καί οἱ θεωροῦντες αὐτόν τό πρότερον ὅτι τυφλός ἦν, ἔλεγον· Οὐχ οὗτός ἐστιν ὁ καθήμενος καί προσαιτῶν; Ἄλλοι ἔλεγον ὅτι οὗτός ἐστιν· ἄλλοι δέ ὅτι ὅμοιος αὐτῷ ἐστιν. Ἐκεῖνος ἔλεγεν ὅτι ἐγώ εἰμι. Ἔλεγον οὖν αὐτῷ· Πῶς ἀνεῴχθησάν σου οἱ ὀφθαλμοί; Ἀπεκρίθη ἐκεῖνος καί εἶπεν· Ἄνθρωπος λεγόμενος Ἰησοῦς πηλόν ἐποίησε καί ἐπέχρισέ μου τούς ὀφθαλμούς καί εἶπέ μοι· Ὕπαγε εἰς τήν κολυμβήθραν τοῦ Σιλωάμ καί νίψαι· ἀπελθών δέ καί νιψάμενος ἀνέβλεψα. Εἶπον οὖν αὐτῷ· Ποῦ ἐστιν ἐκεῖνος; Λέγει· Οὐκ οἶδα.
     Ἡ φωτιά πού ἄναψε ὁ Ἰησοῦς μέ τό σημεῖο αὐτό ἄρχισε νά κατατρώει τήν καλαμιά τοῦ πλήθους καί νά ξαπλώνεται. Πρῶτοι οἱ γείτονες ἄρχισαν νά συζητοῦν ἄν εἶναι αὐτός ὁ πρώην τυφλός ἤ ὄχι, καί ὁ τυφλός ἐπιβεβαίωσε ὅτι εἶναι ὁ ἴδιος. Διηγόταν μάλιστα καί πῶς ἔγινε ἡ θεραπεία καί ὅτι τόν θεράπευσε «ἄνθρωπος λεγόμενος Ἰησοῦς». Ἔτσι τοῦ εἶπαν ὅτι λέγεται. Ὅτι ἦταν ἄνθρωπος εἶναι ἡ πρώτη ἐντύπωση τοῦ τυφλοῦ καί τίποτε τό βαθύτερο δέν σημαίνει.

     Ἰω 9,13-14. Ἄγουσιν αὐτόν πρός τούς φαρισαίους, τόν ποτε τυφλόν. Ἦν δέ σάββατον ὅτε τόν πηλόν ἐποίησεν ὁ Ἰησοῦς καί ἀνέῳξεν αὐτοῦ τούς ὀφθαλμούς.
     Ποιοί τόν ὁδήγησαν καί μέ ποιά πρόθεση; Τόν ἔδειξαν στούς φαρισαίους, γιά νά ποῦν «Νά, βλέπετε τί μεγάλο σημεῖο ἔκανε ὁ Ἰησοῦς» ἤ γιά νά ποῦν «Βλέπετε τί ἔκανε τήν ἡμέρα τοῦ σαββάτου»; Δέν ἐξηγεῖ ὁ εὐαγγελιστής, ἀλλά μόνον ἱστορεῖ τό γεγονός· καί σημειώνει ὅτι ἦταν σάββατο.

     Ἰω 9,15. Πάλιν οὖν ἠρώτων αὐτόν καί οἱ φαρισαῖοι πῶς ἀνέβλεψεν. Ὁ δέ εἶπεν αὐτοῖς· Πηλόν ἐπέθηκέ μου ἐπί τούς ὀφθαλμούς, καί ἐνιψάμην, καί βλέπω.
     Οἱ φαρισαῖοι βάζουν τόν τυφλό καί τούς διηγεῖται πάλι πῶς ἔγινε τό σημεῖο. Εἶναι δύσπιστοι, διότι δέν θέλουν νά τό πιστέψουν. Θέλουν νά βροῦν πάτημα νά διαβάλουν τό σημεῖο, καί τό βρίσκουν.

     Ἰω 9,16. Ἔλεγον οὖν ἐκ τῶν φαρισαίων τινές· Οὗτος ὁ ἄνθρωπος οὐκ ἐστι παρά τοῦ Θεοῦ, ὅτι τό σάββατον οὐ τηρεῖ. Ἄλλοι ἔλεγον· Πῶς δύναται ἄνθρωπος ἁμαρτωλός τοιαῦτα σημεῖα ποιεῖν; Καί σχίσμα ἦν ἐν αὐτοῖς.
     Αὐτός ὁ ἄνθρωπος ἐργάστηκε φτιάχνοντας πηλό μέ τό σάλιο! Ἀμίμητο παράδειγμα κακεντρεχείας· τόσο σημεῖο δέν τούς ἔλεγε τίποτε· τόση ἐργασία τούς φαινόταν βεβήλωση τοῦ σαββάτου. Αὐτό ὅμως πού κυρίως τούς ἦταν τυραννικό στή συνείδηση, εἶναι ὅτι ὁ Ἰησοῦς τούς ἀπέδειξε καλά ὅτι εἶναι ἀπό τόν Θεό. Ἀπ' αὐτό ἀπορρέει τό κῦρος ὅλων τῶν λόγων του. Καί αὐτοί μή μπορώντας νά ἀμαυρώσουν διαφορετικά αὐτήν τήν ἀλήθεια, τήν ὁποία καλά ἀντιλήφθηκαν, βρῆκαν τό σπουδαῖο ἐπιχείρημα, γιά νά ἀποδείξουν ὅτι «ὁ ἄνθρωπος οὐκ ἔστι παρά τοῦ Θεοῦ». Αὐτό ἔλεγαν «ἐκ τῶν φαρισαίων τινές», ἐνῶ «ἄλλοι ἔλεγον· Πῶς δύναται ἄνθρωπος ἁμαρτωλός τοιαῦτα σημεῖα ποιεῖν;». Καί αὐτοί οἱ «ἄλλοι» ἦταν ἐπίσης φαρισαῖοι. Γι' αὐτό ὁ εὐαγγελιστής προσθέτει· «Καί σχίσμα ἦν ἐν αὐτοῖς». Διχάστηκαν, λοιπόν, οἱ φαρισαῖοι· δέν ἦταν ἄρα μόνος ὁ Νικόδημος ὑπέρ τοῦ Ἰησοῦ.

     Ἰω 9,17-19. Λέγουσι τῷ τυφλῷ πάλιν· Σύ τί λέγεις περί αὐτοῦ, ὅτι ἤνοιξέ σου τούς ὀφθαλμούς; Ὁ δέ εἶπεν ὅτι προφήτης ἐστίν. Οὐκ ἐπίστευσαν οὖν οἱ Ἰουδαῖοι περί αὐτοῦ ὅτι τυφλός ἦν καί ἀνέβλεψεν, ἕως ὅτου ἐφώνησαν τούς γονεῖς αὐτοῦ τοῦ ἀναβλέψαντος καί ἠρώτησαν αὐτούς λέγοντες· Οὗτός ἐστιν ὁ υἱός ὑμῶν, ὅν ὑμεῖς λέγετε ὅτι τυφλός ἐγεννήθη; Πῶς οὖν ἄρτι βλέπει;
     Ξαναρωτοῦν τόν τυφλό ποιά γνώμη ἔχει γι' αὐτόν καί ὁ τυφλός τούς λέει «ὅτι προφήτης ἐστίν». Εἶχαν τήν ἐλπίδα ὅτι ὁ τυφλός θά ἐκφράσει κάποια ἀμφιβολία γιά τήν προφητική ἰδιότητα τοῦ Ἰησοῦ, ἀλλά δέν πέτυχαν αὐτό πού ἤθελαν. Τόσο πολύ πάσχιζαν νά ἀμφισβητήσουν τό σημεῖο, ὥστε κάλεσαν τούς γονεῖς τοῦ τυφλοῦ νά πιστοποιήσουν α) ἄν εἶναι γιός τους, β) ἄν ὄντως γεννήθηκε τυφλός καί γ) πῶς ἐξηγοῦν ὅτι τώρα βλέπει.

     Ἰω 9,20-23. Ἀπεκρίθησαν δέ αὐτοῖς οἱ γονεῖς αὐτοῦ καί εἶπον· Οἴδαμεν ὅτι οὗτός ἐστιν ὁ υἱός ἡμῶν καί ὅτι τυφλός ἐγεννήθη· πῶς δέ νῦν βλέπει οὐκ οἴδαμεν, ἤ τίς ἤνοιξεν αὐτοῦ τούς ὀφθαλμούς ἡμεῖς οὐκ οἴδαμεν· αὐτός ἡλικίαν ἔχει, αὐτόν ἐρωτήσατε, αὐτός περί ἑαυτοῦ λαλήσει. Ταῦτα εἶπον οἱ γονεῖς αὐτοῦ ὅτι ἐφοβοῦντο τούς Ἰουδαίους· ἤδη γάρ συνετέθειντο οἱ Ἰουδαῖοι ἵνα, ἐάν τις αὐτόν ὁμολογήσῃ Χριστόν, ἀποσυνάγωγος γένηται. Διά τοῦτο οἱ γονεῖς αὐτοῦ εἶπον ὅτι ἡλικίαν ἔχει, αὐτόν ἐρωτήσατε.
     Οἱ γονεῖς τοῦ τυφλοῦ ἀπάντησαν μέ πολλή σύνεση· γνώριζαν ὅτι οἱ φαρισαῖοι εἶχαν ἀποφασίσει ὅποιος ὁμολογήσει ὅτι ὁ Ἰησοῦς εἶναι «Χριστός» νά γίνει ἀποσυνάγωγος. «Ἀποσυνάγωγος» εἶναι ὁ ἀποδιωγμένος ἀπό τήν συναγωγή, δηλαδή ἀκριβῶς ὁ ἀφορισμένος. Ὡς συναγωγή ἐδῶ ἐννοεῖται ὄχι μία τοπική συναγωγή ἀλλά ἡ γενική συναγωγή, ὅλος ὁ Ἰσραήλ. Φοβοῦνταν λοιπόν, μήπως γίνουν ἀποσυνάγωγοι, καί γι' αὐτό ἀπέφυγαν νά ἀπαντήσουν στό τρίτο ἐρώτημα ἀπαντώντας μόνο στά δύο· ὅτι εἶναι γιός τους καί ὅτι γεννήθηκε τυφλός· «πῶς δέ νῦν βλέπει οὐκ οἴδαμεν, ἤ τίς ἤνοιξεν αὐτοῦ τούς ὀφθαλμούς ἡμεῖς οὐκ οἴδαμεν· αὐτός ἡλικίαν ἔχει, αὐτόν ἐρωτήσατε, αὐτός περί ἑαυτοῦ λαλήσει». Χαρακτηριστικά τοῦ φόβου τους εἶναι οἱ ἐπαναλήψεις «οὐκ οἴδαμεν... οὐκ οἴδαμεν» καί «αὐτός... αὐτόν... αὐτός περί ἑαυτοῦ». Διότι καί μόνον ἄν ἔλεγαν ὅτι μέ θεία δύναμη θεραπεύθηκε ἤ ὅτι κάποιος Ἰησοῦς τόν θεράπευσε, θά θεωροῦνταν ἀπό τούς φαρισαίους ὡς ἔμμεση ὁμολογία ὅτι ὁ Ἰησοῦς εἶναι «Χριστός». Τούς παρέπεμψαν στόν θεραπευμένο· «αὐτός ἡλικίαν ἔχει». Ἀπό αὐτό φαίνεται πώς ἦταν ἄνδρας.

     Ἰω 9,24. Ἐφώνησαν οὖν ἐκ δευτέρου τόν ἄνθρωπον ὅς ἦν τυφλός, καί εἶπον αὐτῷ· Δός δόξαν τῷ Θεῷ· ἡμεῖς οἴδαμεν ὅτι ὁ ἄνθρωπος οὗτος ἁμαρτωλός ἐστιν.
     Καλοῦν ἄλλη μία φορά τόν τυφλό καί ἀντί γιά ἄλλη ἐρώτηση τόν διατάσσουν· «Δός δόξαν τῷ Θεῷ· ἡμεῖς οἴδαμεν ὅτι ὁ ἄνθρωπος οὗτος ἁμαρτωλός ἐστιν». Χαρακτηριστικό παράδειγμα τοῦ τρόπου μέ τόν ὁποῖο ἐπιβάλλουν οἱ καταπιεστές τή γνώμη τους, καί τῆς ἀντιλήψεώς τους γιά τή δοξολογία τοῦ Θεοῦ. Δοξολογία τοῦ Θεοῦ γι' αὐτούς θά ἦταν νά πεῖ ὁ τυφλός ὅτι ὁ Ἰησοῦς εἶναι ἁμαρτωλός, παρ' ὅτι τόν εὐεργέτησε, παρ' ὅτι ἔκανε σημεῖο· καί νά τόν πεῖ ἁμαρτωλό ἀκριβῶς γιά τήν εὐεργεσία πού τοῦ ἔκανε!

     Ἰω 9,25. Ἀπεκρίθη οὖν ἐκεῖνος καί εἶπεν· Εἰ ἁμαρτωλός ἐστιν οὐκ οἶδα· ἕν οἶδα, ὅτι τυφλός ὤν ἄρτι βλέπω.
     Ἀλλά ὁ τυφλός, ὁ ὁποῖος φαίνεται ὅτι ἔμοιαζε στή σύνεση τούς γονεῖς του, ἀπάντησε· «Εἰ ἁμαρτωλός ἐστιν οὐκ οἶδα· ἕν οἶδα, ὅτι τυφλός ὤν ἄρτι βλέπω». Δέν ἀπάντησε ἔτσι ἀπό φόβο, ἀλλά γιά νά δείξει κατά τόν πιό ψυχρό καί ἀμερόληπτο τρόπο τή δύναμη τοῦ σημείου καί τή μαρτυρία τοῦ σημείου.

     Ἰω 9,26. Εἶπον δέ αὐτῷ πάλιν· Τί ἐποίησέ σοι; Πῶς ἤνοιξέ σου τούς ὀφθαλμούς;
     Μή βρίσκοντας οἱ φαρισαῖοι τί νά ποῦν καί ἀπό ποῦ νά πιασθοῦν, τόν ρωτοῦν γιά πολλοστή φορά νά διηγηθεῖ πῶς ἔγινε ἡ θεραπεία. Θέλουν νά ἐρευνήσουν τό ἱστορικό καλά μήπως καί βροῦν καμία ἁμαρτωλή πτυχή.

 
     Ἰω 9,27-29. Ἀπεκρίθη αὐτοῖς· Εἶπον ὑμῖν ἤδη, καί οὐκ ἠκούσατε· τί πάλιν θέλετε ἀκούειν; Μή καί ὑμεῖς θέλετε αὐτοῦ μαθηταί γενέσθαι; Ἐλοιδόρησαν αὐτόν καί εἶπον· Σύ εἶ μαθητής ἐκείνου· ἡμεῖς δέ τοῦ Μωϋσέως ἐσμέν μαθηταί. Ἡμεῖς οἴδαμεν ὅτι Μωϋσεῖ λελάληκεν ὁ Θεός· τοῦτον δέ οὐκ οἴδαμεν πόθεν ἐστίν.
     Ἀλλά ὁ τυφλός, ὁ ὁποῖος ἐδῶ ἔδειξε ὅτι δέν ἦταν δειλός, τούς ἐλέγχει πλέον καί τούς εἰρωνεύεται μέ παρρησία· «Εἶπον ὑμῖν ἤδη, καί οὐκ ἠκούσατε· τί πάλιν θέλετε ἀκούειν; Μή καί ὑμεῖς θέλετε αὐτοῦ μαθηταί γενέσθαι;». Τό τελευταῖο τούς φάνηκε τόσο προσβλητικό, ὥστε τοῦ ἀπάντησαν· «Σύ εἶ μαθητής ἐκείνου»· ὅπως ὅταν κανείς ἀποκαλέσει κάποιον «γουρούνι», καί ἐκεῖνος τοῦ ἀπαντᾶ· «Εἶσαι». Μεγάλη βρισιά γιά τούς φαρισαίους τό «αὐτοῦ μαθηταί»! «Ἡμεῖς δέ τοῦ Μωϋσέως ἐσμέν μαθηταί». Καύχημα χωρίς περιεχόμενο. Ὁ Ἰησοῦς τούς ἀπέδειξε πρό πολλοῦ κατά πόσο εἶναι μαθητές τοῦ Μωυσέως· «Εἰ ἐπιστεύετε Μωϋσεῖ, ἐπιστεύετε ἄν ἐμοί» (5,46). «Ἡμεῖς οἴδαμεν ὅτι Μωϋσεῖ λελάληκεν ὁ Θεός· τοῦτον δέ οὐκ οἴδαμεν πόθεν ἐστίν». Αὐτοί ἀντιφάσκουν μέ τόν ἑαυτό τους καί εἶναι ἐκτός πραγματικότητος. Ἄλλοτε ἔλεγαν ὅτι «οὗτός ἐστιν Ἰησοῦς ὁ υἱός Ἰωσήφ, οὗ ἡμεῖς οἴδαμεν τόν πατέρα καί τήν μητέρα» (6,42), ἄλλοτε ὅτι τόν γνώριζαν πώς εἶναι Γαλιλαῖος καί δέν ἔχει τά γνωρίσματα τοῦ Χριστοῦ ἀπό τή Βηθλεέμ (7,41-42.52). Τώρα ὅμως λένε· «Οὐκ οἴδαμεν πόθεν ἐστίν». Καί ἀσφαλῶς αὐτοί δέν μιλοῦν ποτέ «κατά τήν ὑπόνοιαν τοῦ Ἰησοῦ», ἀλλά πάντοτε ἐκφράζουν τίς σκέψεις τους τῆς στιγμῆς, γι' αὐτό καί ἀντιφάσκουν.
     Ὅσο γιά τό ὅλο νόημα τοῦ χωρίου ὅτι στόν Μωυσῆ λάλησε ὁ Θεός καί σ' αὐτόν ὄχι (καί πῶς ὄχι, ἀφοῦ «οὐκ οἴδασι πόθεν ἐστίν»;), ὁ εὐαγγελιστής εἶπε ἤδη στήν ἀρχή τοῦ εὐαγγελίου ὅτι «ὁ νόμος διά Μωϋσέως ἐδόθη, ἡ χάρις καί ἡ ἀλήθεια διά Ἰησοῦ Χριστοῦ ἐγένετο», διότι «Θεόν οὐδείς ἑώρακε πώποτε», οὔτε ὁ λεγόμενος θεόπτης Μωυσῆς, ἀλλά μόνον «ὁ μονογενής Υἱός ὁ ὤν εἰς τόν κόλπον τοῦ Πατρός, ἐκεῖνος ἐξηγήσατο» (1,17-18).

     Ἰω 9,30-33. Ἀπεκρίθη ὁ ἄνθρωπος καί εἶπεν αὐτοῖς· Ἐν γάρ τούτῳ θαυμαστόν ἐστιν, ὅτι ὑμεῖς οὐκ οἴδατε πόθεν ἐστί, καί ἀνέῳξέ μου τούς ὀφθαλμούς. Οἴδαμεν δέ ὅτι ἁμαρτωλῶν ὁ Θεός οὐκ ἀκούει, ἀλλ' ἐάν τις θεοσεβής ᾖ καί τό θέλημα αὐτοῦ ποιῇ, τούτου ἀκούει. Ἐκ τοῦ αἰῶνος οὐκ ἠκούσθη ὅτι ἤνοιξέ τις ὀφθαλμούς τυφλοῦ γεγεννημένου. Εἰ μή ἦν οὗτος παρά Θεοῦ, οὐκ ἠδύνατο ποιεῖν οὐδέν.
     Αὐτή ἡ ἄγνοιά τους «οὐκ οἴδαμεν πόθεν ἐστίν» ἔπρεπε νά τούς συνετίσει καί νά τούς ὁδηγήσει στήν πίστη στόν Ἰησοῦ. Αὐτό τούς διδάσκει καί ὁ τυφλός μέ ὅσα τούς λέει. Πολύ ἁπλή ἑρμηνεία τῶν σημείων, προσιτή καί στόν ἁπλούστερο ἄνθρωπο. Τήν ἀναγνώριση τοῦ Χριστοῦ ὁ Θεός δέν τήν ἔκανε ζήτημα εὐφυοῦς ἀντιλήψεως ἤ γραμματομαθείας, ἀλλά ζήτημα ἁπλότητος, ἀκακίας καί ταπεινώσεως. Γιά τούς ταπεινούς, ἔστω καί γι' αὐτούς μέ μικρή διάνοια, ἡ εὕρεση καί ἀναγνώριση τοῦ Χριστοῦ εἶναι τό εὐκολώτερο πρᾶγμα. Γιά τούς ἐγωιστές, ἔστω καί ἄν εἶναι εὐφυεῖς καί μορφωμένοι, τό ἴδιο πρᾶγμα εἶναι ἀπρόσιτο. Μωρολογοῦν μάλιστα οἱ σοφοί ἐγωιστές μέ τρόπο τόσο φανερό, ὥστε καί οἱ πιό ἀμόρφωτοι νά γελοῦν μ' αὐτούς. Ἁπλή σκέψη χωρίς πάθος χρειάζεται. Ὁ Θεός δίνει στόν Ἰησοῦ σημεῖα, καί μάλιστα μεγάλα καί δημιουργικά· ἄρα ὁ Ἰησοῦς εἶναι θεοσεβής (συμβατική ἔκφραση, κατά τήν πρώτη ἐντύπωση τοῦ τυφλοῦ) καί κάνει τό θέλημα τοῦ Θεοῦ. Ἄρα ὅ,τι λέει ὁ Ἰησοῦς εἶναι ἀλήθεια. Οἱ φαρισαῖοι τόν ἀδικοῦν.

     Ἰω 9,34. Ἀπεκρίθησαν καί εἶπον αὐτῷ· Ἐν ἁμαρτίαις σύ ἐγεννήθης ὅλος, καί σύ διδάσκεις ἡμᾶς; Καί ἐξέβαλον αὐτόν ἔξω.
     Μή μπορώντας οἱ φαρισαῖοι νά ἀπαντήσουν, βρίζουν· καταδικάζουν τόν πρώην τυφλό σάν ἁμαρτωλό, σάν νά εἶναι αὐτοί οἱ κριταί τῶν ἀνθρώπων, καί τόν πετοῦν ἔξω. Ἀκόμη καί ἄν ὄντως εἶχε γεννηθεῖ μέ ἁμαρτίες, πρᾶγμα πού δέν τό γνώριζαν, δέν ἔπρεπε νά τοῦ μιλήσουν ἔτσι. Καλά τούς δίδαξε, καί θά γίνονταν κάτοχοι τῆς ἀληθείας καί τῆς αἰώνιας ζωῆς, ἄν εἶχαν τήν ταπείνωση νά δεχθοῦν τή διδασκαλία του. Ὁ μέν Ἰησοῦς ἁμάρτησε, ἄς ποῦμε, διότι χάρισε τό φῶς στόν τυφλό, ὁ τυφλός ὅμως τί τό ἁμαρτωλό ἔκανε, ἐπειδή ἔπαψε νά εἶναι τυφλός; Ὁ Ἰησοῦς δηλαδή μέ τό σημεῖο του αὐτό ἔφερε τούς φαρισαίους σέ τέτοια θέση, ὥστε νά φανεῖ γυμνή ἡ κακία τους, νά τή δοῦν καί οἱ ἄλλοι ὅλοι καί αὐτοί οἱ ἴδιοι.

     Ἰω 9,35. Ἤκουσεν ὁ Ἰησοῦς ὅτι ἐξέβαλον αὐτόν ἔξω, καί εὑρών αὐτόν εἶπεν αὐτῷ· Σύ πιστεύεις εἰς τόν υἱόν τοῦ Θεοῦ;
     Κάθε διωγμένος ἀπό τούς ἀντιχρίστους γιά τό ὄνομα τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ εἶναι εὐπρόσδεκτος ἀπό τόν Ἰησοῦ Χριστό. Γι' αὐτό ἐδῶ, ὅταν οἱ φαρισαῖοι πέταξαν ἔξω τόν τυφλό, τόν βρῆκε ὁ Ἰησοῦς καί τοῦ ἀποκαλύφθηκε. Ὁ τυφλός δέν εἶχε δεῖ τόν Ἰησοῦ οὔτε τόν γνώριζε· ἄκουσε μόνο στίς πολλές συζητήσεις πού προκάλεσε ἡ θεραπεία του ὅτι ὁ Ἰησοῦς, αὐτός πού τόν θεράπευσε, ἔχει μαρτυρίες καί λέει ὅτι εἶναι ὁ Χριστός καί ὁ Υἱός τοῦ Θεοῦ. Βλέπει ἕναν ἄγνωστο κύριο νά τόν ρωτᾶ· «Σύ πιστεύεις εἰς τόν υἱόν τοῦ Θεοῦ;». Τό «σύ» τόν ἀντιδιαστέλλει ἀπό ἐκείνους πού δέν πιστεύουν.

     Ἰω 9,36-38. Ἀπεκρίθη ἐκεῖνος καί εἶπε· Καί τίς ἐστι, κύριε, ἵνα πιστεύσω εἰς αὐτόν; Εἶπε δέ αὐτῷ ὁ Ἰησοῦς· Καί ἑώρακας αὐτόν καί ὁ λαλῶν μετά σοῦ ἐκεῖνός ἐστιν. Ὁ δέ ἔφη· Πιστεύω, Κύριε· καί προσεκύνησεν αὐτῷ.
     Τό «κύριε» εἶναι τό κοινό καί συνηθισμένο (βλέπε καί 4,11· 20,15). Τοῦ ἀπαντᾶ ὁ Ἰησοῦς· «Καί ἑώρακας αὐτόν καί ὁ λαλῶν μετά σοῦ ἐκεῖνός ἐστιν». Τό «ἑώρακας» εἶναι γιά τόν πρώην τυφλό ἕνα καινούργιο ρῆμα, μία λέξη πού δέν τοῦ ἀνῆκε, καί τώρα τήν ἀπολαμβάνει ὡς δική του γιά πρώτη φορά. Εἶναι ἐκ μέρους τοῦ Ἰησοῦ μία λεπτή καί χαριτωμένη ὑπενθύμιση τῆς δωρεᾶς του. Ἀλλά καί ἡ ὑπόλοιπη φράση ἐκφράζει κάτι ἀνώτερο· ὅτι «ἔχεις τήν τιμή καί τή δόξα νά μιλᾶς μέ τόν Υἱό τοῦ Θεοῦ».
     Εὐγνώμων καί γεμάτος πίστη ὁ πρώην τυφλός λέει· «Πιστεύω, Κύριε· καί προσεκύνησεν αὐτῷ». Ἡ προσκύνηση, πού ἀνήκει μόνο στόν Κύριο τόν Θεό τοῦ Ἰσραήλ, ἑρμηνεύει μέ ποιά σημασία λέχθηκε αὐτό τό δεύτερο «Κύριε». Εἶναι τό «Κύριος» πού ἁρμόζει μόνο στόν Υἱό τοῦ Θεοῦ.

     Ἰω 9,39. Καί εἶπεν ὁ Ἰησοῦς· Εἰς κρῖμα ἐγώ εἰς τόν κόσμον τοῦτον ἦλθον, ἵνα οἱ μή βλέποντες βλέπωσι καί οἱ βλέποντες τυφλοί γένωνται.
     «Εἰς κρῖμα» σημαίνει «γιά νά εἶμαι τό κριτήριο», τό πρόσωπο γιά τό ὁποῖο θά κριθοῦν οἱ ἄνθρωποι. «Οἱ μή βλέποντες βλέπωσι»· οἱ τυφλοί σωματικά θά δοῦν τό αἰσθητό φῶς καί αὐτοί πού θεωροῦνται ἀπό τούς φαρισαίους ἄσοφοι καί χωρίς πλούσια γνώση τοῦ νόμου, θά δοῦν τό πνευματικό φῶς, αὐτόν τόν ἴδιο τόν Θεό, πού ἀποκαλύπτεται στό πρόσωπό μου. Ὅταν ὁ τυφλός εἶπε «Κύριε», ἀπέκτησε μία ὅραση πολύ ἀνώτερη ἀπό ἐκείνη πού ἀπέκτησε ὅταν ἀντίκρυσε τό ἡλιακό φῶς.
     «Καί οἱ βλέποντες τυφλοί γένωνται». Αὐτό μόνο μέ πνευματική ἔννοια. Ὅπως στό Μθ 9,13 οἱ «ἰσχύοντες» (ὑγιεῖς) καί οἱ «δίκαιοι» δέν εἶναι οἱ ὄντως ὑγιεῖς καί δίκαιοι, ἀλλά αὐτοί πού νομίζουν οἱ ἴδιοι ὅτι εἶναι ὑγιεῖς καί δίκαιοι, ὁ δέ Ἰησοῦς ἐπαναλαμβάνει τίς λέξεις εἰρωνικά ὡς λέξεις ἐκείνων, ἔτσι καί ἐδῶ· «βλέποντες» εἶναι αὐτοί πού, ἐνῶ δέν βλέπουν ὄντως, ἔχουν τόν ἐγωισμό νά πιστεύουν ὅτι αὐτοί βλέπουν καλά τά πράγματα, αὐτοί κατέχουν τήν ἀλήθεια, αὐτοί φωτίζουν τούς ἄλλους. Ἑπομένως καί τό «ἵνα οἱ μή βλέποντες βλέπωσι καί οἱ βλέποντες τυφλοί γένωνται» δέν σημαίνει «νά γίνουν» ἀλλά «νά ἀποδειχθοῦν τυφλοί». Πρό Χριστοῦ ἐπικρατεῖ μία σύγχυση· οἱ τυφλοί ἀπό τόν ἐγωισμό θεωροῦνται ὡς αὐτοί πού βλέπουν τήν ἀλήθεια, ἐνῶ οἱ μή τυφλοί γιά τήν ταπείνωση θεωροῦνται ὡς τυφλοί. Ὁ Ἰησοῦς εἶναι τό κριτήριο πού ἐπαναφέρει τήν ἀλήθεια· ἦλθε ὡς κριτήριο, γιά νά ἀποδειχθοῦν αὐτοί πού δῆθεν βλέπουν, ὅτι εἶναι ὄντως τυφλοί, ἐνῶ αὐτοί πού θεωροῦνται τυφλοί, νά δοῦν ὑψηλές ἀποκαλύψεις, δηλαδή αὐτόν τόν ἴδιο τόν Υἱό τοῦ Θεοῦ. Αὐτά τά εἶπε ὁ Ἰησοῦς, γιά νά τά ἀκούσουν ἐκτός ἀπό τόν τυφλό καί οἱ φαρισαῖοι πού παρευρίσκονταν.

     Ἰω 9,40-41. Καί ἤκουσαν ἐκ τῶν φαρισαίων ταῦτα οἱ ὄντες μετ' αὐτοῦ, καί εἶπον αὐτῷ· Μή καί ἡμεῖς τυφλοί ἐσμεν; Εἶπεν αὐτοῖς ὁ Ἰησοῦς· Εἰ τυφλοί ἦτε, οὐκ ἄν εἴχετε ἁμαρτίαν· νῦν δέ λέγετε ὅτι βλέπομεν· ἡ οὖν ἁμαρτία ὑμῶν μένει.
     Καί ὅταν «ἤκουσαν ἐκ τῶν φαρισαίων ταῦτα οἱ ὄντες μετ' αὐτοῦ», εἶπαν· «Μή καί ἡμεῖς τυφλοί ἐσμεν;». Μετά ἀπό τόση τύφλωση ἀκόμη ἀμφέβαλλαν ἄν εἶναι τυφλοί. Τόσο βέβαιοι ἦταν ὅτι κατέχουν καί λαλοῦν τήν ἀλήθεια, ὅτι ἔχουν δίκαιο. Καί ὁ Ἰησοῦς, σοφά καί συνετά ἀπαντώντας, δέν τούς φέρνει ἀντίρρηση, ἀλλά τούς δίνει νά ἐννοήσουν ποιές εὐθύνες συνεπάγεται αὐτός ὁ ἰσχυρισμός τους, ὅτι βλέπουν καλά· «Εἰ τυφλοί ἦτε, οὐκ ἄν εἴχετε ἁμαρτίαν· νῦν δέ λέγετε ὅτι βλέπομεν· ἡ οὖν ἁμαρτία ὑμῶν μένει». Θά σᾶς ἦταν πού ἐλαφρυντικό αὐτό πού σᾶς εἶπα, ὅτι εἶστε τυφλοί. Σεῖς ὅμως ἐπιμένετε ὅτι βλέπετε καί ἀρνεῖσθε τό ἐλαφρυντικό πού σᾶς χαρίζω· καλά. Λοιπόν, ἐπειδή, καθώς οἱ ἴδιοι λέτε, βλέπετε, γι' αὐτό εἶστε ἀπόλυτα καί ἀσυγχώρητα ὑπεύθυνοι γιά τό κακό πού κάνετε. Ἐγώ ἤθελα νά σᾶς πῶ ὅτι τό φούσκωμα γιά τή νομομάθειά σας δέν σᾶς ἀφήνει νά δεῖτε ὅτι εἶμαι ὁ Υἱός τοῦ Θεοῦ. Σεῖς λέτε ὅτι τό ἀντιλαμβάνεσθε αὐτό. Ἀκριβῶς γι' αὐτό ἡ ἀπιστία σας εἶναι ἄξια τῆς ἐσχάτης καταδίκης. Ἐγώ σᾶς ἀπέδειξα κακούς κι ἐσεῖς ὁμολογεῖτε ὅτι εἶστε ἐθελόκακοι.
     Μή νομίσει κανείς ὅτι αὐτή ἡ ἀπόδειξη τοῦ Ἰησοῦ εἶναι μία τυχαία ἀπόδειξη. Εἶναι κάτι πού δείχνει ὅτι ἡ κρίση πού διεξάγεται προχωρεῖ. Κάθε διαπίστωση δείχνει σέ ποιό σημεῖο ἔφθασε ἡ κρίση πού συντελεῖται. Μετά ἀπό κάθε ἕνα λόγο τοῦ Ἰησοῦ, οἱ φαρισαῖοι δέν ξαναβρίσκουν τήν προηγουμένη εὐκαιρία.
 

Στεργίου Ν. Σάκκου, Ἑρμηνεία εὐαγγελικῶν περικοπῶν, 63-74

Σάββατο, 13 Μάιος 2023 03:00

Κυρ. Σαμαρείτιδος Ἰω 4,5-42

   samaritissa Βρισκόμαστε στήν ἀρχή τῆς δημοσίας δράσεως τοῦ Κυρίου. Ἡ ἐπιτυχία τοῦ Κυρίου κίνησε τόν φθόνο τῶν φαρισαίων, καί αὐτός ἀποφεύγοντας νά τούς παροξύνει ἀφήνει τήν Ἰουδαία, ὅπου ἦταν τό κέντρο τῶν φαρισαίων καί φεύγει πρός βορρᾶν, στή Γαλιλαία, ὅπου ἦταν πιό ἤρεμα τά πνεύματα καί οἱ ἄνθρωποι πιό ἁπλοί. Στή μετάβασή του περνᾶ ἀπό τή Σαμάρεια, πού ἦταν ἐξ ὁλοκλήρου ἔξω ἀπό τήν ἐθνική ζωή τοῦ Ἰσραήλ. Ὁ δρόμος αὐτός ἦταν ὁ κυριώτερος καί ὁ πιό συνηθισμένος δρόμος τῶν Ἰεροσολύμων πρός βορρᾶν καί εἰδικά γιά τόν Ἰησοῦ ἦταν καί ὁ πιό ἀσφαλής. Περνώντας ἀπό τήν Σαμάρεια γίνεται ἡ συνάντησή του μέ τή Σαμαρείτισσα. Στήν περικοπή πού θά μελετήσουμε ὁ Κύριος ἀποκαλύπτει τόν ἑαυτό του στή Σαμαρείτισσα καί τούς συμπολίτες της.

Λέξεις:

5.  Πλησίον τοῦ χωρίου = κοντά στήν τοποθεσία

6.  πηγή = πηγάδι

    κεκοπιακώς = κουρασμένος

    ἐκαθέζετο οὕτως = καθόταν ἔτσι ὅπως ἦταν

    ἀντλῆσαι ὕδωρ = γιά νά βγάλει νερό

8.  ἀπεληλύθεισαν εἰς τήν πόλιν = εἶχαν πάει στήν πόλη.

9.  οὐ γάρ συγχρῶνται Ἰουδαῖοι Σαμαρείταις = γιατί δέν χρησιμοποιοῦν τό ἴδιο

     ἀγγεῖο οἱ Ἰουδαῖοι μέ τούς Σαμαρεῖτες.

10. εἰ ᾔδεις = ἄν ἤξερες

     σύ ἄν ᾔτησας αὐτόν = θά τοῦ ζητοῦσες ἐσύ

     ὕδωρ ζῶν = νερό τρεχούμενο, φρέσκο

11. ἄντλημα = κουβᾶς

12. καί τά θρέμματα αὐτοῦ = καί τά ζῶα του

14. ἁλλομένου = πού ἀναβλύζει

15. ἐνθάδε = σ’ αὐτό τό μέρος, ἐδῶ

19. θεωρῶ = καταλαβαίνω

22. ὅ οὐκ οἴδατε = αὐτό πού δέν γνωρίζετε

25. ἀναγγελεῖ ἡμῖν πάντα = θά μᾶς τά ἀναγγείλει ὅλα

27. ἐπί τούτῳ = ἐκείνη τήν ὥρα

     ἐθαύμασαν = ἀπόρησαν

28. τήν ὑδρίαν αὐτῆς = τή στάμνα της

29. δεῦτε ἴδετε = ἐλᾶτε νά δεῖτε.

31. ἠρώτων αὐτόν = τόν παρακαλοῦσαν

32. ἐγώ βρῶσιν ἔχω = ἐγώ ἔχω φαγητό

35. ἐπάρατε = σηκῶστε

     θεάσασθε τάς χώρας = κοιτᾶξτε τά χωράφια

36. συνάγει = συγκεντρώνει

  

     4,4. ῎Εδει δέ αὐτόν διέρχεσθαι διά τῆς Σαμαρείας.

    διά τῆς Σαμαρείας: Ἡ Σαμάρεια ἦταν μεγάλη περιοχή τῆς Παλαιστίνης, ἴση περίπου μέ τή Θράκη, μεταξύ Ἰουδαίας καί Γαλιλαίας, μέ πρωτεύουσα τήν πόλη Σαμάρεια. Οἱ Σαμαρεῖτες ἦταν Ἰουδαῖοι στήν καταγωγή. Ὅταν ὅμως οἱ Ἀσσύριοι κατέκτησαν τήν περιοχή τους, πῆραν πάρα πολλούς στή βαβυλώνιο αἰχμαλωσία καί γιά νά ἀντικαταστήσουν αὐτούς πού πῆραν στή Βαβυλώνα ἔφεραν καί ἐγκατέστησαν στή Σαμάρεια πέντε εἰδωλολατρικά ἔθνη. Διάφορα γεγονότα, πού τά διηγοῦνται τά βιβλία Δ’ Βασιλειῶν καί Β’ Παραλειπομένων, ἔκαναν τά ἔθνη αὐτά νά λατρεύουν μαζί μέ τά εἴδωλά τους καί τόν ἀληθινό Θεό τοῦ Ἰσραήλ καί νά δεχθοῦν ἀπό τή Γραφή μόνο τήν Πεντάτευχο. Ὅταν ἐπέστρεψαν ἀπό τή βαβυλώνιο αἰχμαλωσία οἱ Ἰουδαῖοι, οἱ Σαμαρεῖτες δέν ἔγιναν δεκτοί στήν ἀνοικοδόμηση τοῦ ναοῦ. Γι’ αὐτό ἔκτισαν δικό τους ναό στό ὄρος Γαριζίν. Πῆραν καί ἕναν ἀποστάτη Ἰουδαῖο ἱερέα καί τόν ἔκαναν ἀρχιερέα στόν ναό τους καί ἔκαναν ἐκεῖ τά θρησκευτικά τους καθήκοντα. Οἱ Ἰουδαῖοι τούς ὑποτιμοῦσαν σάν μαγαρισμένους, αὐτοί ὅμως ἤθελαν πολύ νά θεωροῦνται γνήσιοι Ἰουδαῖοι. Ἰσχυρίζονταν μάλιστα ὅτι εἶχαν γενάρχες τόν Ἐφραίμ καί τόν Μανασσῆ, τά παιδιά τοῦ Ἰωσήφ. Ὅτι ἦταν ἀλλογενεῖς οἱ Σαμαρεῖτες φαίνεται καί ἀπό τά λόγια τοῦ Χριστοῦ (βλ. Μθ 10,5· Λκ 17,18). Κι ὅμως αὐτό δέν ἐμποδίζει τόν Κύριο νά περάσει ἀπό τή Σαμάρεια καί μάλιστα ν’ ἀνοίξει συζήτηση μέ μία Σαμαρείτισσα καί ἔτσι νά σώσει καί αὐτήν καθώς καί πολλούς συμπατριῶτες της.

    4,5. ἔρχεται οὖν εἰς πόλιν τῆς Σαμαρείας λεγομένην Συχάρ, πλησίον τοῦ χωρίου ὅ ἔδωκεν ᾿Ιακώβ ᾿Ιωσήφ τῷ υἱῷ αὐτοῦ·

    Συχάρ: Ὁ ἱστορικός Εὐσέβειος λέει γιά τήν πόλη αὐτή ὅτι βρισκόταν στόν δρόμο ἀπό τήν Ἰουδαία πρός τήν Γαλιλαία πρίν ἀπό τή Συχέμ. Σήμερα ὑπάρχει ἐκεῖ κοντά ἡ κωμόπολη Ἀσκάρ.

    4,6. Ἦν δέ ἐκεῖ πηγή τοῦ ᾿Ιακώβ. ὁ οὖν ᾿Ιησοῦς κεκοπιακώς ἐκ τῆς ὁδοιπορίας ἐκαθέζετο οὕτως ἐπί τῇ πηγῇ· ὥρα ἦν ὡσεί ἕκτη.

    ἦν δέ ἐκεῖ πηγή τοῦ Ἰακώβ: Τό πηγάδι τό εἶχε ἀνοίξει ὁ Ἰακώβ καί τό κληροδότησε ἔπειτα στόν Ἰωσήφ. Στήν Παλαιά Διαθήκη ἀναφέρονται πολλά τέτοια πηγάδια τοῦ Ἀβραάμ, τοῦ Λώτ, τοῦ Ἰσαάκ, τοῦ Ἰακώβ κτλ. Τό πηγάδι τοῦ Ἰακώβ βρέθηκε μέ τίς ἀνασκαφές. Βρίσκεται 1,5 χιλιόμετρο ἔξω ἀπό τόν μεγάλο δρόμο τῆς Σαμάρειας τόν ὁποῖο βάδιζε ὁ Ἰησοῦς.

    κεκοπιακώς: Ὁ Ἰησοῦς σάν τέλειος ἄνθρωπος εἶχε ὅλα τά ἀδιάβλητα πάθη τοῦ ἀνθρώπου, ἐκτός ἀπό τήν ἁμαρτία, δηλαδή πεινοῦσε, νύσταζε, κουραζόταν κτλ. Κουρασμένος λοιπόν ἀπό τήν ὁδοιπορία, ξέκλινε λίγο ἀπό τόν δρόμο καί στάθηκε στό πηγάδι νά ξεκουραστεῖ.

    ἐκαθέζετο οὕτως ἐπί τῇ πηγῇ: Κάθισε ὅπως ἦταν, δηλαδή χωρίς κανένα κάθισμα ἤ στρωσίδι. Αὐτό δείχνει τήν ἁπλότητά του.

    ὥρα ἦν ὡσεί ἕκτη: Οἱ Ἑβραῖοι μετροῦσαν τίς ὧρες ἀπό τήν ἀνατολή τοῦ ἡλίου. Ἡ δική μας ὥρα 6 π.μ. ἦταν γι’ αὐτούς ἡ πρώτη ὥρα. Ἕκτη ὥρα ἦταν ἡ 12η μεσημβρινή.

    4,7. Ἔρχεται γυνή ἐκ τῆς Σαμαρείας ἀντλῆσαι ὕδωρ. λέγει αὐτῇ ὁ ᾿Ιησοῦς· δός μοι πιεῖν.

    Τό «ἐκ τῆς Σαμαρείας» δέν σημαίνει ὅτι ἡ γυναίκα ἦρθε ἀπό τήν πόλη Σαμάρεια, ἀλλά ὅτι ἦταν ἀπό τήν περιοχή τῆς Σαμαρείας, δηλαδή ντόπια καί ὄχι ξένη.

    Γιατί ἡ γυναίκα αὐτή ἦρθε νά πάρει νερό ἀπό μιά τόσο μακρινή πηγή, ἀφοῦ ὁπωσδήποτε θά ὑπῆρχε πηγή καί μέσα στό χωριό, δέν ξέρουμε. Ἴσως βρισκόταν ἔξω στά χωράφια γιά δουλειές καί γυρνώντας στό σπίτι της ἦρθε νά πάρει νερό. Ἴσως πάλι νά διάλεξε ἕνα τόσο μακρινό πηγάδι καί μιά τέτοια μεσημεριάτικη ὥρα, πού ὁ καυτερός ἥλιος ἐμποδίζει τούς ἀνθρώπους νά κυκλοφοροῦν ἔξω, γιατί δέν ἤθελε νά τήν βλέπουν πολλοί καί νά τήν σχολιάζουν γιά τή ζωή της πού δέν ἦταν ἠθική.

    4,9. λέγει οὖν αὐτῷ ἡ γυνή ἡ Σαμαρεῖτις· πῶς σύ ᾿Ιουδαῖος ὢν παρ᾿ ἐμοῦ πιεῖν αἰτεῖς, οὔσης γυναικός Σαμαρείτιδος; οὐ γάρ συγχρῶνται ᾿Ιουδαῖοι Σαμαρείταις.

    Ἡ Σαμαρείτισσα ξαφνιάζεται πού ὁ Ἰησοῦς τῆς ζητᾶ νερό, γιά δύο λόγους:

    α) Τόν ἕνα τόν ἀναφέρει ἀμέσως στή συνέχεια ὁ εὐαγγελιστής· οὐ γάρ συγχρῶνται Ἰουδαῖοι Σαμαρείταις. Οἱ Ἰουδαῖοι ἀπέφευγαν ἀκόμη καί νά χρησιμοποιοῦν τά σκεύη πού χρησιμοποίησε κάποιος Σαμαρείτης, ἀπέφευγαν δηλαδή κάθε οἰκειότητα μέ τούς Σαμαρεῖτες, γιατί ὅπως εἴπαμε τούς θεωροῦσαν μαγαρισμένους. Ἤξερε ἡ Σαμαρείτισσα ὅτι ἕνας Ἰουδαῖος θά προτιμοῦσε νά σκάσει ἀπό δίψα, ὅπως θά λέγαμε, παρά να πιεῖ ἀπό τό ἀγγεῖο μιᾶς Σαμαρείτισσας. Ὅτι ἦταν Ἰουδαῖος ὁ Ἰησοῦς μποροῦσε νά τό καταλάβει ἀπό τά ροῦχα του καί τήν προφορά του.

    β) Γιατί ἦταν γυναίκα. Οἱ ραββῖνοι περιφρονοῦσαν πολύ τή γυναίκα. Τό νά ἀσχολεῖται ραββῖνος μέ γυναίκα τό θεωροῦσαν πολύ ἀνάξιο τῆς ἰδιότητάς του. Σώζονται πολλά σχετικά ραββινικά ἀποφθέγματα: Μή συζητᾶς μέ γυναίκα. Στό δρόμο μή παρατείνεις συζήτηση μέ γυναίκα, οὔτε καί μέ τή σύζυγό σου. Καλύτερα νά καοῦν οἱ λόγοι τῆς τορά (= τοῦ νόμου), παρά νά παραδοθοῦν σέ γυναίκα. Οἱ γυναῖκες εἶναι ἀνεπίδεκτες θρησκευτικῆς μαθήσεως. Ἄν ἄνδρας συνομιλεῖ μέ γυναίκα, βλάπτει τόν ἑαυτό του, ἀπομακρύνεται ἀπό τόν νόμο καί κληρονομεῖ τή γέενα. Ἀκόμη καί οἱ μαθητές ἔνιωσαν κατάπληξη ὅταν εἶδαν τόν Ἰησοῦ νά συζητᾶ μέ γυναίκα.

    4,10. Ἀπεκρίθη ᾿Ιησοῦς καί εἶπεν αὐτῇ· εἰ ᾔδεις τήν δωρεάν τοῦ Θεοῦ, καί τίς ἐστιν ὁ λέγων σοι, δός μοι πιεῖν, σύ ἂν ᾔτησας αὐτόν, καί ἔδωκεν ἄν σοι ὕδωρ ζῶν.

    Ἡ ἀπάντηση τῆς Σαμαρείτισσας στόν Ἰησοῦ, πού τῆς ζήτησε νερό, ἔδειχνε καθαρά τήν ἀπροθυμία της. Δέν εἶχε καμία διάθεση νά τοῦ δώσει νερό. Ἀλλά ὁ Κύριος μέ καλωσύνη συνεχίζει τή συζήτηση ἀποκαλύπτοντάς της ὅτι ἔχει νά τῆς δώσει αὐτός ἕνα ἀνώτερο νερό. Ἡ ἀπάντησή του δείχνει στή Σαμαρείτισσα ὅτι ὁ Ἰουδαῖος αὐτός τόν ὁποῖο ἔβλεπε μπροστά της, δέν εἶχε καμία σχέση μέ τούς ραββινικούς ἀφορισμούς, οἱ ὁποῖοι δημιουργοῦσαν μία καταπιεστική ἀτμόσφαιρα στήν ψυχή κάθε Σαμαρείτη. Τήν κάνει νά αἰσθάνεται ἄνετα μαζί του.

    ὕδωρ ζῶν: Σημαίνει φρέσκο νερό καί τρεχούμενο νερό σέ ἀντίθεση πρός τό στεκούμενο καί παλιό. Ὁ Χριστός λέει τή φράση μέ μεταφορική ἔννοια, ἀλλά ἡ Σαμαρείτισσα νομίζει ὅτι μιλάει γιά κάποιο νερό πού εἶναι καλύτερο στήν ποιότητα ἀπό τό νερό τῆς πηγῆς τοῦ Ἰακώβ.

    4,11. Λέγει αὐτῷ ἡ γυνή· κύριε, οὔτε ἄντλημα ἔχεις, καί τό φρέαρ ἐστί βαθύ· πόθεν οὖν ἔχεις τό ὕδωρ τό ζῶν;

    Τό «κύριε» δέν σημαίνει ὅτι ἡ Σαμαρείτισσα ὁμολογεῖ τόν Ἰησοῦ Κύριο. Δέν εἶναι ἐκεῖνο τό «Κύριε» μέ τό ὁποῖο ἀποκαλοῦμε τόν Χριστό. Εἶναι τό «κύριε» πού λέμε καί μεῖς σήμερα ὅταν ἀπευθυνόμαστε σέ κάποιον· κύριε Θωμᾶ, κύριε Ἰωάννη, κτλ.

    4,15. Λέγει πρός αὐτόν ἡ γυνή· Κύριε, δός μοι τοῦτο τό ὕδωρ, ἵνα μή διψῶ μηδέ ἔρχωμαι ἐνθάδε ἀντλεῖν.

    Ἡ Σαμαρείτισα νόμισε ὅτι τό ὕδωρ τό ζῶν γιά τό ὁποῖο τῆς μιλᾶ ὁ Ἰησοῦς, εἶναι ἴσως μιά μαγική πηγή ἀπό τήν ὁποία ἀναπηδᾶ δροσερό νερό, ὅλα τά χρόνια τῆς ζωῆς τοῦ ἰδιοκτήτη. Γι’ αὐτό καί μέ λαχτάρα ζητᾶ νά τῆς δώσει ὁ Κύριος αὐτό τό σπουδαῖο νερό, μέ τήν ἀφελέστατη δικαιολογία ὅτι δέν θά εἶναι πιά ἀναγκασμένη νά ἔρχεται στήν πηγή τοῦ Ἰακώβ γιά νά παίρνει ἀπό κεῖ νερό. Θά ἔχει τή βρύση μές στό σπίτι της. Ἀπό τά λόγια της αὐτά φαίνεται πόσο ἀμαθής καί ἁπλοϊκή ἦταν.

    4,18. Πέντε γάρ ἄνδρας ἔσχες, καί νῦν ὃν ἔχεις οὐκ ἔστι σου ἀνήρ· τοῦτο ἀληθές εἴρηκας.

    Ἡ Σαμαρείτισσα αὐτή φαίνεται ὅτι ἐκτός ἀπό τήν ἀφέλειά της εἶχε καί ἀνήθικη ζωή, τήν ὁποία ξεσκεπάζει ὁ Κύριος. Τό ξεσκέπασμα αὐτό γίνεται μέ πολύ ἤπιο καί εὐγενικό τρόπο. Παρόλο πού δέν ὑπάρχουν μπροστά ἄλλα πρόσωπα, ὁ Κύριος μιλᾶ στή γυναίκα μέ λεπτότητα καί εὐγένεια.

    4,19. Λέγει αὐτῷ ἡ γυνή· Κύριε, θεωρῶ ὅτι προφήτης εἶ σύ.

    Ἡ Σαμαρείτισσα δέν ταράσσεται πού ὁ Ἰησοῦς ἀποκαλύπτει τή βρώμικη ζωή της, ἀλλά μέ ὅλη τήν ἀφέλειά της ὁμολογεῖ ἀμέσως ὅτι ὁ συνομιλητής της εἶναι προφήτης. Ἡ ὁμολογία της εἶναι συγχρόνως καί μία ὁμολογία τῆς ἀθλιότητός της. Εἶναι σάν νά λέει: Ναί, Κύριε, εἶμαι τέτοια ὅπως μέ βλέπεις, μιά διεφθαρμένη γυναίκα.

    4,20. Οἱ πατέρες ἡμῶν ἐν τῷ ὄρει τούτῳ προσεκύνησαν· καί ὑμεῖς λέγετε ὅτι ἐν Ἰεροσολύμοις ἐστίν ὁ τόπος ὅπου δεῖ προσκυνεῖν.

    Μόλις κατάλαβε ἡ Σαμαρείτισσα ὅτι ἔχει μπροστά της ἕνα προφήτη, ρωτᾶ γιά τή λατρεία τοῦ Θεοῦ. Ἀκόμη καί μία γυναίκα κατωτάτης διανοητικῆς καί ἠθικῆς ὑποστάθμης τήν ἀπασχολεῖ ἕνα τόσο ὑψηλό πνευματικό θέμα· πῶς καί ποῦ πρέπει νά λατρεύουμε τόν Θεό. Ἄν καί ὁ ἄνθρωπος μέ τόν ὁποῖο μιλάει εἶναι ἀλλόφυλος καί ἀντίπαλος, ἐπειδή ἔχει προσωπική ἐμπειρία γιά τήν ὑπερφυσική του δύναμη (τῆς ἀποκάλυψε τή ζωή της), τόν ἀναγνωρίζει σάν προφήτη καί ζητᾶ τή γνώμη του γιά τό πνευματικό θέμα πού τήν ἀπασχολοῦσε.

    4,22. ὑμεῖς προσκυνεῖτε ὃ οὐκ οἴδατε, ἡμεῖς προσκυνοῦμεν ὃ οἴδαμεν· ὅτι ἡ σωτηρία ἐκ τῶν ᾿Ιουδαίων ἐστίν.

    ὑμεῖς προσκυνεῖτε … οἴδαμεν: Τό νόημα τῶν λέξεων αὐτῶν εἶναι· Σεῖς δέν ξέρετε τί πιστεύετε, ἐμεῖς ξέρουμε τί πιστεύουμε. Πολλοί αἱρετικοί, καί μάλιστα οἱ ἀρειανοί, ἐπειδή ἐδῶ ὁ Ἰησοῦς βάζει τόν ἑαυτό του μέσα σέ κείνους πού προσκυνοῦν τόν Θεό, ὑποστήριξαν ὅτι ὁ Ἰησοῦς Χριστός ἦταν μόνον ἄνθρωπος. Ἀλλά αὐτό δέν εἶναι σωστό, γιατί ἐδῶ ὁ Ἰησοῦς δέν μιλάει σάν υἱός τοῦ Θεοῦ, πρᾶγμα πού δέν φαντάζεται κἄν ἡ Σαμαρείτισσα. Μιλάει σάν ἕνας ἁπλός Ἰουδαῖος, ἀφοῦ ἔτσι τόν ἔβλεπε ἡ γυναίκα. Κι ἄλλες φορές μέσα στήν Ἁγία Γραφή ὁ Κύριος δέν κάθεται νά ἐξηγήσει ποιός πράγματι εἶναι, ἀλλά μιλᾶ «κατά τήν ὑπόνοιαν τῶν ἀκουόντων», ὅπως λέει ὁ ἱερός Χρυσόστομος, δηλαδή ὅπως τόν βλέπουν οἱ ἀκροατές του.

    ὅτι ἡ σωτηρία ἐκ τῶν Ἰουδαίων ἐστίν: Φυσικά ἡ Σαμαρείτισσα δέν μποροῦσε νά φαντασθεῖ ὅτι αὐτός μέ τόν ὁποῖο μιλᾶ εἶναι ὁ Σωτήρ τοῦ κόσμου πού ἀνέτειλε ἀπό τή φυλή τοῦ Ἰούδα. Μποροῦσε ὅμως νά καταλάβει ὅτι ἡ μόνη θρησκεία ἡ ὁποία εἶχε τή δύναμη νά σώσει τούς ἀνθρώπους ἦταν ἐκείνη τήν ὁποία πῆραν οἱ Σαμαρεῖτες ἀπό τούς Ἰουδαίους. Κι αὐτό τῆς λέει ὁ Κύριος. Τό νόημα τῶν λόγων του εἶναι ὅτι ἀφοῦ μέχρι στιγμῆς οἱ διδάσκαλοι τῆς ἀλήθειας γιά τή σωτηρία εἶναι οἱ Ἰουδαῖοι, αὐτοί ξέρουν τί πιστεύουν καί αὐτῶν ἡ γνώμη γιά τή λατρεία εἶναι ἔγκυρη.

    4,25. Λέγει αὐτῷ ἡ γυνή· οἶδα ὅτι Μεσσίας ἔρχεται ὁ λεγόμενος Χριστός· ὅταν ἔλθῃ ἐκεῖνος, ἀναγγελεῖ ἡμῖν πάντα.

    οἶδα ὅτι Μεσσίας ἔρχεται: Οἱ Σαμαρεῖτες ἤξεραν ὅτι θά ἔλθει ὁ Μεσσίας ἀπό τήν Πεντάτευχο (Γέ 49,10· Λε 10,15· Ἀρ 24,17). Κι αὐτή ἀκόμη ἡ ἀφελής καί ἁμαρτωλή γυναίκα ἤξερε τή Γραφή καί περίμενε τόν Μεσσία.

    Ἡ λέξη Μεσσίας ἀναφέρεται δύο φορές στήν Καινή Διαθήκη: Στό κατά Ἰωάννην εὐαγγέλιο· μία φορά στή συνάντηση Ἰησοῦ καί Ναθαναήλ καί μία φορά ἐδῶ. Καί στίς δύο φορές ὁ εὐαγγελιστής τήν ἑρμηνεύει μέ τό «Χριστός». Πράγματι, Μεσσίας στά ἑβραϊκά θά πεῖ Χριστός δηλαδή χρισμένος. Στήν Παλαιά Διαθήκη χριστοί ἦταν οἱ προφῆτες, οἱ βασιλεῖς καί οἱ ἀρχιερεῖς. Χρίονταν μέ λάδι ὅταν ἀνελάμβαναν τό ἀξίωμά τους. Στήν Καινή Διαθήκη ὁ Ἰησοῦς εἶναι ὁ Χριστός καί συγκεντρώνει στό πρόσωπό του και τά τρία μεγάλα ἀξιώματα τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης.

    4,26. Λέγει αὐτῇ ὁ ᾿Ιησοῦς· ἐγώ εἰμι ὁ λαλῶν σοι.

    Ἡ ἁπλοϊκή Σαμαρείτισσα εἶναι τό μοναδικό πρόσωπο στό ὁποῖο τόσο ξεκάθαρα ἀποκαλύπτεται ὁ Ἰησοῦς.

     4,32. Ὁ δέ εἶπεν αὐτοῖς· ἐγώ βρῶσιν ἔχω φαγεῖν, ἣν ὑμεῖς οὐκ οἴδατε.

     Οἱ μαθητές παρακαλοῦν τόν κουρασμένο καί νηστικό δάσκαλο νά φάει. Ἀλλά ὁ Ἰησοῦς πού ξέρει ὅτι σέ λίγο θά καταφθάσουν οἱ κάτοικοι τῆς Συχάρ δέν θέλει νά τόν βροῦν νά τρώει. Πρέπει νά εἶναι ἕτοιμος νά σπείρει τόν λόγο τοῦ Θεοῦ. Γι’ αὐτό λέει στούς μαθητές του· «ἐμόν βρῶμά ἐστιν ἵνα ποιῶ τό θέλημα τοῦ πέμψαντός με καί τελειώσω αὐτοῦ τό ἔργον». Εἶναι σάν νά λέει: Σέ 10 λεπτά θά γεμίσει ὁ τόπος αὐτός ἀπό κόσμο, στόν ὁποῖο πρέπει νά κηρύξω καί σεῖς μοῦ λέτε νά φάω; Ἀφῆστε νά κηρύξω πρῶτα, πρᾶγμα πού εἶναι ἡ κύρια ἀποστολή μου καί ἀναγκαιότερο τοῦ φαγητοῦ=, καί ἔπειτα τρώω.

    4,35-38. οὐχ ὑμεῖς λέγετε … εἰσεληλύθατε: Παίρνοντας ἀφορμή ἀπό τό περι­στατι­κό τῆς Σαμαρείτισσας ὁ Ἰησοῦς ἀναφέρει μερικούς γενικούς κανόνες πού ρυθμίζουν τήν ἱεραποστολική ζωή καί δράση γενικά.

    Δέν χρειάζεται νά ἐξετάσουμε σχολαστικά ποιοί εἶναι οἱ «σπείροντες» καί ποιοί οἱ «θερίζοντες».

    4,40. Ὡς οὖν ἦλθον πρός αὐτόν οἱ Σαμαρεῖται, ἠρώτων αὐτόν μεῖναι παρ᾿ αὐτοῖς· καί ἔμεινεν ἐκεῖ δύο ἡμέρας.

    ἠρώτων αὐτόν μεῖναι παρ’ αὐτοῖς: Οἱ Σαμαρεῖτες ἦρθαν στόν Χριστό παρακινημένοι ἀπό τήν πρόσκληση τῆς Σαμαρείτισσας. Ἐδῶ ὅμως φαίνεται ὅτι εἶχαν καί οἱ ἴδιοι ἐνδιαφέρον, γι’ αὐτό καί τοῦ ζητοῦν νά μείνει νά τούς διδάξει.

     Τά κυριώτερα νοήματα

    1. Ὁ Θεός εἶναι ἀσύλληπτος καί ἡ λατρεία του πρέπει νά εἶναι ἀνάλογη. Ἀπό τή διήγηση τοῦ εὐαγγελίου φαίνεται ὅτι ἡ ἀμάθεια καί ἡ ἁπλοϊκότητα τῆς Σαμαρείτισσας βρίσκονταν στό κατώτατο ἐπίπεδο. Μπροστά σέ μιά τέτοια ἀφέλεια θά ἀπελπιζόταν καί ὁ πιό ὑπομονετικός διδάσκαλος. Κι ὅμως ὁ Ἰησοῦς αὐτό τό πρόσωπο διάλεξε γιά νά τοῦ μεταδώσει τήν πιό ὑψηλή διδασκαλία γιά τή φύση τοῦ Θεοῦ καί τή λατρεία. Τά μεγάλα μαθήματα πού ἀποκαλύπτει ὁ Ἰησοῦς στή Σαμαρείτισσα εἶναι:

    α. Ἡ φύση τοῦ Θεοῦ: Ὁ Θεός εἶναι πνεῦμα. Δέν ἔχει καμία σχέση μέ τήν ὕλη καί μέ τίς συνθῆκες πού ἐπηρεάζουν τήν ὕλη, δηλαδή χῶρο, χρόνο κτλ. Αὐτό γιά τήν ἐποχή ἐκείνη πού οἱ ἄνθρωποι πίστευαν στά εἴδωλα καί πού καί αὐτός ὁ ἀληθινός Θεός τῶν Ἰουδαίων περιοριζόταν μόνο στόν ἰσραηλιτκό λαό, ἦταν μία θεϊκή ἀποκάλυψη.

    β. Ἡ λατρεία τοῦ Θεοῦ: Ἀφοῦ ὁ Θεός εἶναι πνεῦμα, ἀνάλογη πρέπει νά εἶναι καί ἡ λατρεία του. Δέν μπορεῖ νά ἱκανοποιεῖται ἀπό θυσίες ζώων ἤ καί ἀνθρώπων, οὔτε ἀπό τήν προσφορά ὑλικῶν πραγμάτων. Ζητᾶ ὁ Θεός λατρεία πνευματική, «ἐν πνεύματι». Ἀκόμη, ἡ λατρεία τοῦ Θεοῦ πρέπει νά γίνεται «ἐν ἀληθείᾳ», δηλαδή μέ τόν ἀπολύτως ὀρθό τρόπο. Ἡ λατρεία τῶν Σαμαρειτῶν ἦταν εἰδωλολατρική, ἐσφαλμένη. Ἡ λατρεία τῶν Ἰουδαίων ἦταν βέβαια ἀληθινή στήν ἀρχή, ἀφοῦ ὁ Θεός τήν ὅρισε, ἀλλά ἦταν προσωρινή καί εἶχε καταντήσει καί τυπική. Ὁ νέος τρόπος λατρείας τόν ὁποῖο διδάσκει ὁ Χριστός εἶναι ὁ ἀπόλυτα σωστός.

    γ. Ἡ σχέση τοῦ Θεοῦ μέ τόν ἄνθρωπο: Ὁ Θεός, πού εἶναι πνεῦμα, εἶναι καί Πατήρ. Δέν εἶναι ξένος πρός τούς ἀνθρώπους, ἀλλά ἔχει μαζί τους μία τόσο στενή καί τόσο τρυφερή σχέση. Τό ὅτι ὁ Θεός εἶναι πατέρας μας ἔχει συνέπειες στήν καθημερινή μας ζωή:

    Ι. Μᾶς ἐνθαρρρύνει στίς δυσκολίες. Ἄν ὁ φυσικός πατέρας φροντίζει καί ἐνδιαφέρεται γιά τά παιδιά του, πόσο μεγαλύτερη εἶναι ἡ φροντίδα καί τό ἐνδιαφέρον τοῦ πολυεύσπλαγχνου οὐράνιου πατέρα μας!

    ΙΙ. Μᾶς ἐμπνέει νά ἐντείνουμε τόν ἀγώνα μας γιά νά εἶναι ἡ ζωή μας τέτοια πού πρέπει νά εἶναι ἡ ζωή τῶν παιδιῶν ἑνός τέτοιου πατέρα.

    Ἄλλα νοήματα

    1. Προσωπική πνευματική ἐμπειρία: Τά λόγια τῶν Σαμαρειτῶν «οὐκέτι διά τήν σήν λαλιάν πιστεύομεν· αὐτοί γάρ ἀκηκόαμεν, καί οἴδαμεν ὅτι οὗτός ἐστιν ἀληθῶς ὁ σωτήρ τοῦ κόσμου ὁ Χριστός», ἐκφράζουν ἕνα βασικό νόμο τῆς πνευματικῆς ζωῆς. Ἔχει βέβαια μεγάλη ἀξία τό κήρυγμα. Ὅταν μάλιστα ὁ κήρυκας εἶναι φλογερός καί πιστός, ἔχει τή δύναμη νά συναρπάζει, νά συγκινεῖ. Ἀλλά καί τό πιό δυνατό κήρυγμα μπορεῖ νά διαψευσθεῖ ἀπό ἕνα ἄλλο ἀντίθετο. Ὅσα καί ἄν ἀκούσει κανείς γιά τόν Χριστό, ὅσο καί ἄν ἐνθουσιασθεῖ ἀπό τά λόγια τῶν ἄλλων, εἶναι ἀνάγκη νά ἀποκτήσει δική του προσωπική ἐμπειρία, γιατί αὐτή κανείς δέν μπορεῖ νά τή διαψεύσει. Πρέπει νά γευθεῖ καί νά ὁμολογήσει μόνος του ὁ καθένας ὅτι «χρηστός ὁ Κύριος». Γι’ αὐτό καί στό σχέδιο τῆς θείας οἰκονομίας ἔρχεται ὁ ἴδιος ὁ Υἱός τοῦ Θεοῦ στόν κόσμο, καί ἡ σωτηρία συντελεῖται μέ τήν προσωπική γνωριμία καί ἕνωση μαζί του. Αὐτή ἡ προσωπική ἐμπειρία ἦταν ἡ δύναμη πού κίνησε τούς ἀποστόλους στό κήρυγμα, ὅπως λέει ὁ ἀπόστολος Πέτρος· «οὐ γάρ σεσοφισμένοις μύθοις … μεγαλειότητος» (Β΄Πέ 1,16).

    Ἄν δέν ἑνωθοῦμε μέ τόν Χριστό, ἄν δέν γίνουμε ἕνα μαζί του ἐφαρμόζοντας τόν λόγο του καί ζώντας τά μυστήριά του, δέν εἶναι δυνατόν νά ζήσει ὁ Χριστός στήν καρδιά μας, δέν μποροῦμε νά ποῦμε ὅτι τόν γνωρίσαμε.

    2. Ἡ θεία χάρις: Σέ λίγη ὥρα ἡ Σαμαρείτισσα, μία ἀμαθής καί ἁπλοϊκή γυναίκα, γίνεται μάρτυρας τῆς παρουσίας τοῦ Χριστοῦ στόν κόσμο καί εὐαγγελίστρια τῶν συμπολιτῶν της. Ἡ ἀλλαγή της αὐτή εἶναι ἀποτέλεσμα τῆς χάριτος τοῦ Θεοῦ. Γι’ αὐτό θά ποῦμε δυό λόγια σήμερα γιά τή χάρη. Στόν φυσικό κόσμο ὑπάρχουν τεράστιες δυνάμεις, μία ἀπό τίς ὁποῖες εἶναι ὁ ἠλεκτρισμός. Τί ἀκριβῶς εἶναι ὁ ἠλεκτρισμός δέν μπόρεσε κανείς νά ὁρίσει. Τά θαυμαστά ὅμως ἀποτελέσματα τοῦ ἠλεκτρισμοῦ μαρτυροῦν τήν παρουσία του. Ἔτσι καί στόν πνευματικό κόσμο λειτουργοῦν ἀσύλληπτες καί ἀνεξερεύνητες δυνάμεις, τίς ὁποῖες μελετοῦμε ἀπό τά ἀποτελέσματά τους. Μιά τέτοια δύναμη εἶναι καί ἡ χάρη. Τήν χρησιμοποιοῦμε καί σήμερα. Ὅταν ζητοῦμε κάτι ἀπό ἕναν ἄνθρωπο, τοῦ λέμε «κάνε μου τή χάρη», ἤ ὅταν μιλοῦμε γιά κάποιον φυλακισμένο πού ἀμνηστεύθηκε λέμε ὅτι «πῆρε χάρη». Στήν Ἁγία Γραφή τό νόημα τῆς λέξεως «χάρις» εἶναι πολύ πιό πλούσιο. Χάρις εἶναι ἡ ἀγάπη τήν ὁποία δίνει ὁ Θεός στόν ἄνθρωπο χωρίς ἐκεῖνος νά τό ἀξίζει. Ἕνας πατέρας εἶναι ὑποχρεωμένος νά ἀγαπᾶ τό παιδί πού γέννησε, ἐφ’ ὅσον αὐτό παραμένει παιδί του. Ἄν ὅμως ἀποδειχθεῖ ἀνάξιο τῆς ἀγάπης τοῦ πατέρα, ἁρπάξει τήν περιουσία του καί ἀπομακρυνθεῖ καί γίνει ἐχθρός του, τότε ὁ πατέρας δέν ἔχει καμία ὑποχρέωση ἀπέναντί του. Ἄν ἐξακολουθήσει νά τό ἀγαπᾶ, αὐτή ἡ ἀγάπη εἶναι χάρις. Καί μᾶς ὁ Θεός πατέρας μας μᾶς ἀγαπάει μετά ἀπό τόσες παραβάσεις καί ἀποστασίες. Αὐτή ἡ ἀγάπη του εἶναι χάρις.

    Μιλώντας γιά τή χάρη ὁ ἴδιος ὁ Κύριος στή Σαμαρείτισσα, τήν παραβάλλει μέ τό νερό τῆς πηγῆς. Πράγματι, ὑπάρχουν μερικές ὁμοιότητες ἀνάμεσα στό νερό καί στή χάρη.

    * Τό νερό εἶναι ἡ βάση γιά νά ἀρχίσει, νά συντηρηθεῖ καί νά αὐξηθεῖ ἡ ζωή τοῦ φυτικοῦ καί τοῦ ζωϊκοῦ βασιλείου. Καί ἡ χάρη εἶναι ἡ αἰτία πού μᾶς ὁδηγεῖ καί μᾶς κατευθύνει καί μᾶς συγκρατεῖ στήν πνευματική ζωή.

    * Τό νερό κατεβαίνει ἀπό τόν οὐρανό καί ἀπορροφᾶται ἀπό τή γῆ, γιά νά δώσει τά θαυμαστά ἀποτελέσματα στή ζωή καί τή λειτουργία τῶν φυτῶν. Καί ἡ χάρη ἐξαποστέλλεται ἀπό τόν ἐπουράνιο πατέρα μας καί ἐνεργεῖ μέσα στά βάθη τῆς ὑπάρξεώς μας. Γιά νά τό καταλάβετε καλύτερα ἀναφέρω τήν ἑξῆς εἰκόνα: Βλέπουμε στόν οὐρανό μιά κόκκινη φωτιά ἀπό τήν ὁποία βγαίνει ἕνα ἄσπρο σύννεφο, τό ὁποῖο πέφτει στή γῆ ἄλλοτε σάν βροχή, ἄλλοτε σάν δύναμη καί ἄλλοτε σάν φῶς καί τή λούζει. Ἔτσι ἡ ἄγονη γῆ βλασταίνει λουλούδια καί δίνει καρπούς. Ἐξηγῶ τό παράδειγμα. Ἡ φωτιά εἶναι ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ. Μιά ἀγάπη φλογερή, πλατειά, ἀσύλληπτη. Τό ἄσπρο σύννεφο εἶναι ἡ χάρη τοῦ Θεοῦ, δηλαδή ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ τήν ὁποία χαριστικά μᾶς δίνει, ἐνῶ δέν τήν ἀξίζουμε. Ἡ χάρη τοῦ Θεοῦ ἔρχεται στή ζωή μας σάν βροχή. Εἶναι τό ἔλεος τοῦ Θεοῦ πού μᾶς δροσίζει, μᾶς καθαρίζει, μᾶς δυναμώνει καί μᾶς φωτίζει. Ἔτσι ἀποδίδουμε πνευματική καρποφορία· τήν εἰρήνη, τή χαρά τῆς ψυχῆς, τήν ἀγάπη μας πρός τόν Θεό.

    * Τό νερό σβήνει τή δίψα, καί ἡ χάρη ἱκανοποιεῖ τούς πόθους τῆς ταραγμένης ψυχῆς μας.

    Ἀλλά ὁ παραλληλισμός τῆς χάριτος μέ τό νερό δέν ἐξαντλεῖ ὅλες τίς ἰδιότητές της, γι’ αὐτό καί ὁ Κύριος προσθέτει τίς διαφορές πού ὑπάρχουν ἀνάμεσα στό νερό καί στή χάρη: «πᾶς ὁ πίνων ἐκ τοῦ ὕδατος τούτου διψήσει πάλιν· ὅς δ’ ἄν πίῃ ἐκ τοῦ ὕδατος οὗ ἐγώ δώσω αὐτῷ … γενήσεται ἐν αὐτῷ πηγή ὕδατος ἁλλομένου εἰς ζωήν αἰώνιον» (Ἰω 4,13-14).

    Πλούτη, δόξες, πολυτέλειες, τιμές, κατακτήσεις, ἡδονές καί ὅλα τά ἐφήμερα ἀγαθά μοιάζουν μέ τό νερό. Δέν ἔχουν τή δύναμη νά σβήσουν τή βαθειά δίψα γιά τήν αἰώνια εὐτυχία. Στή δίψα αὐτή ἀπαντᾶ μόνο ἡ χάρη τοῦ Θεοῦ. Ἡ χάρη ἀκόμη ἔχει τή δύναμη νά ξεπερνᾶ τά πιό δύσκολα ἐμπόδια. Ἕνα παράδειγμα μᾶς δίνει ἡ περικοπή πού μελετήσαμε. Ἡ Σαμαρείτισσα ἦταν πλανεμένη πνευματικά, εἰδωλολάτρις, ἀλλά καί ἠθικά παραστρατημένη. Καί ὅμως, ἀπό τή στιγμή πού δέχεται τή χάρη τοῦ Θεοῦ γίνεται ἄλλος ἄνθρωπος. Φωτίζεται, ἀλλάζει ἡ ἴδια καί γίνεται εὐαγγελίστρια γιά νά μεταφέρει τό μήνυμα τῆς σωτηρίας καί στούς ἄλλους. Γίνεται ἡ ἁγία Φωτεινή. Τέτοια παραδείγματα ἔχει ἄπειρα νά μᾶς παρουσιάσει ἡ Ἐκκλησία μας. Εἶναι οἱ προφῆτες, ἀπόστολοι, διδάσκαλοι καί πατέρες, ἅγιοι καί ὅσιοι μέ ἐπικεφαλῆς τήν Παναγία Μητέρα τοῦ Κυρίου μας, τήν ὁποία ὁ ὑμνωδός τῆς Ἐκκλησίας μας σ’ ἕνα Χαιρετισμό χαιρετίζει ὡς «λαμπρόν τῆς χάριτος γνώρισμα».

    Ἡ θεία χάρη μέ ἄπειρους τρόπους κατεργάζεται τόν ἁγιασμό καί τή σωτηρία τῶν ἀνθρώπων. Ἄς εὐχηθοῦμε νά μήν ἀφήσει ἀσυγκίνητες καί τίς δικές μας ψυχές. Νά τίς ἀγγίσει καί νά τίς μεταμορφώσει μέ τή δύναμη τοῦ εὐαγγελίου, γιά νά μᾶς κάνει καί μᾶς τούς ἴδιους γνωρίσματά της καί νά φαίνεται ἡ δύναμή της πάνω στόν ἴδιο τόν ἑαυτό μας. Ἀμήν.

Στεργίου Σάκκου, Εὐαγγελικές περικοπές (βοήθημα γιά κυκλάρχες)

Σάββατο, 06 Μάιος 2023 03:00

Κυρ. Παραλύτου Ἰω 5,1-15

  paralytikos Ἡ Ἐκκλησία μας τήν Δ΄ Κυριακή ἀπό τοῦ Πάσχα διαβάζει τήν περικοπή τῆς θεραπείας τοῦ παραλυτικοῦ τῆς Βηθεσδά (Ἰω 5,1-15). Ζήτημα δημιουργήθηκε γιά τόν καθορισμό «τῆς ἑορτῆς τῶν Ἰουδαίων», τήν ὁποία ἀναφέρει ὁ εὐαγγελιστής Ἰωάννης στήν ἀρχή τῆς διηγήσεώς του. Ποιά εἶναι αὐτή «ἡ ἑορτή τῶν Ἰουδαίων», μέ τήν εὐκαιρία τῆς ὁποίας ὁ Ἰησοῦς βρῆκε τόν ἰσραηλιτικό λαό συγκεντρωμένο στά Ἰεροσόλυμα; Ἕνα χειρόγραφο, ὄχι σπουδαῖο, προσθέτει τήν λέξη «τῶν ἀζύμων», καί ἕνα ἄλλο «τῆς σκηνοπηγίας». Αὐτά εἶναι ἑρμηνευτικά γλωσσήματα τοῦ περιθωρίου. Ἀπό τούς ἑρμηνευτές ὅλοι οἱ ἀρχαῖοι καί οἱ περισσότεροι ἀπό τούς νεωτέρους ἀκολουθοῦν τόν Χρυσόστομο, κατά τόν ὁποῖο ἡ γιορτή ἦταν ἡ Πεντηκοστή. Γι' αὐτό ἴσως καί ἡ Ἐκκλησία ἤδη ἀπό τά πολύ ἀρχαῖα χρόνια φρόντισε ὥστε σέ μία ἀπό τίς Κυριακές τοῦ Πεντηκοσταρίου νά διαβάζεται καί αὐτή ἡ περικοπή.

    Ἡ σύνταξη τοῦ στίχου 2 φαίνεται ἀνώμαλη στό πρῶτο ἄκουσμα· «Ἔστι δέ ἐν τοῖς Ἰεροσολύμοις, ἐπί τῇ προβατικῇ, κολυμβήθρα, ἡ ἐπιλεγομένη ἑβραϊστί Βηθεσδά, πέντε στοάς ἔχουσα». Τά «προβατικῇ» καί «κολυμβήθρα» δέν βρίσκονται στήν ἴδια πτώση, οὔτε τό «προβατικῇ» εἶναι ἐπίθετο στό «κολυμβήθρα». Τό «προβατικῇ» εἶναι δοτική καί τό «κολυμβήθρα» ὀνομαστική. Τό νόημα τοῦ στίχου εἶναι· «Ἔστι δέ ἐν τοῖς Ἰεροσολύμοις, ἐπί τῇ προβατικῇ (ἐννοεῖται πύλῃ), (μία) κολυμβήθρα, ἡ ἐπιλεγομένη ἑβραϊστί Βηθεσδά».

    Τό ἑβραϊκό ὄνομα τῆς κολυμβήθρας παραδίδεται κατά τέσσερις τρόπους· Βηλζαθά, Βαθζαθά, Βηθσαϊδά καί Βηθεσδά. Οἱ δύο πρῶτες γραφές ὑπάρχουν σέ μεμονωμένα χειρόγραφα, εἶναι ἄγνωστες στήν ἔμμεση παράδοση τοῦ κειμένου καί δέν ὑπάρχουν στήν πραγματικότητα στήν ἀραμαϊκή γλῶσσα. Περισσότερο μαρτυροῦνται στήν χειρόγραφη παράδοση οἱ γραφές Βηθσαϊδά (=οἶκος κολυμβήσεως) καί Βηθεσδά (=οἶκος ἐλέους), κυρίως ἡ δεύτερη, πού ἔχει πολλές καί ἀρχαιότατες μαρτυρίες καί στήν ἔμμεση παράδοση, στά ἔργα δηλαδή τῶν ἀρχαίων ἐκκλησιαστικῶν συγγραφέων. Ἡ φράση πού ἀκολουθεῖ, «πέντε στοάς ἔχουσα», ἐπεξηγεῖ τήν γραφή «Βηθεσδά». Εἶναι σάν νά λέει· «Οἶκος ἐλέους», δηλαδή νοσοκομεῖο μέ πέντε πτέρυγες.

    Ἡ περικοπή βρίσκεται στήν ἀρχή μιᾶς μεγάλης συνάφειας, ὅπου ὁ εὐαγγελιστής ἐντάσσει τόν πρῶτο μακροσκελῆ λόγο τοῦ Ἰησοῦ πρός τούς Ἰουδαίους. Ἀναφέρει μάλιστα καί τήν πρώτη σοβαρή ἀπόπειρα τῶν Ἰουδαίων νά σκοτώσουν τόν Ἰησοῦ. Μέ τήν ἀφήγηση τῆς θεραπείας ὁ Ἰωάννης ἔχει σκοπό νά δείξει ὅτι ἕνα ἀπό τά κύρια αἴτια γιά τά ὁποῖα «ἐδίωκον τόν Ἰησοῦν οἱ Ἰουδαῖοι» ἦταν ἡ κατάλυση τῶν σχολαστικῶν διατάξεων περί Σαββάτου.

    Ἡ σχολαστικότητα τῶν ραββίνων γιά τήν ἀργία τοῦ Σαββάτου εἶχε φθάσει στίς μέρες τοῦ Χριστοῦ τά ὅρια τοῦ γελοίου. Τό Σάββατο δέν ἐπιτρεπόταν κανείς νά σηκώνει φορτίο. Δέν ἔπρεπε νά φορᾶ παπούτσια μέ καρφιά, διότι τά καρφιά εἶναι βάρος. Ἕνας ἄνθρωπος ἐπιτρεπόταν νά κρατᾶ ἕνα ψωμί, δύο ἄνθρωποι δέν ἐπιτρεπόταν νά κρατοῦν ἕνα ψωμί, διότι αὐτό ἦταν συνεργασία... Ἀλλά γιατί νά ἀνατρέχουμε στίς ραββινικές πηγές, ἀφοῦ καί στό ἴδιο τό εὐαγγέλιο ὁ Ἰησοῦς χαρακτηρίσθηκε «ἁμαρτωλός», διότι ἡμέρα Σάββατο ἔκανε λάσπη μέ τό σάλιο του!

    Ὁ Ἰησοῦς παραβλέποντας ὅλες αὐτές τίς ἀνόητες διατάξεις, πλησίασε τόν παραλυτικό καί τόν ρώτησε· «Θέλεις ὑγιής γενέσθαι;». Ὁ ἄνθρωπος ἦταν παράλυτος 38 ὁλόκληρα χρόνια. Καί «ἐξεδέχετο», ποιός ξέρει πόσα χρόνια, «τήν τοῦ ὕδατος κίνησιν». Παρά τό ὅτι δέν εἶχε ἄνθρωπο νά τόν βοηθήσει, ἐπέμενε νά περιμένει τήν κίνηση τοῦ νεροῦ, διότι ἤλπιζε. Ἡ τόση ἐπιμονή καί ἐλπίδα του δείχνει πόσο καιγόταν ἀπό τόν πόθο νά γίνει ὑγιής. Κάτω ἀπό τέτοιες συνθῆκες ἡ ἐρώτηση τοῦ Ἰησοῦ ἦταν μία ἐρώτηση γιά τήν ὁποία ἄλλος στήν θέση τοῦ ἀρρώστου θά ἐξοργιζόταν μέ τόν Ἰησοῦ καί θά νόμιζε ὅτι τόν ἐμπαίζει, ὅπως μαρτυρεῖ ὁ ἱερός Χρυσόστομος.

    Ἐντούτοις ὁ παραλυτικός ἀπάντησε ταπεινά· «Κύριε, ἄνθρωπον οὐκ ἔχω, ἵνα ὅταν ταραχθῇ τό ὕδωρ βάλῃ με εἰς τήν κολυμβήθραν». Δέν εἶπε κἄν «Ναί, θέλω». Ἦταν τόσο εὐνόητο. Ἀλλά εἶπε τό παράπονό του, καί μάλιστα χωρίς πικρόχολη παρατήρηση ἐναντίον τόσων καί τόσων οἱ ὁποῖοι ἀσφαλῶς πολλές φορές τόν παραγκώνισαν γιά νά πέσουν στό νερό πρῶτοι. Πολλοί ἑρμηνευτές ὀρθά συμπεραίνουν ἀπό αὐτά ὅτι ὁ ἄνθρωπος ἔδειξε γενικά ταπείνωση καί ἀκακία. Γι' αὐτό ἴσως καί ὁ Ἰησοῦς, πού δοκίμασε μέ τήν ἐρώτησή του τήν ταπείνωση τοῦ ἀνθρώπου, θεράπευσε μόνον αὐτόν ἀπό τόσες δεκάδες καί ἑκατοντάδες ἴσως ἀσθενῶν.

    Ὁ παραλυτικός ἔδειξε στήν συνέχεια καί πίστη. Διότι τό νά ὑπακούσει στήν φωνή ἑνός ἀγνώστου ἀνθρώπου «ἔγειραι, ἆρον τόν κράββατόν σου καί περιπάτει» καί νά ἀποπειραθεῖ νά σηκωθεῖ ἐκτελώντας μία παράλογη ἐκ πρώτης ὄψεως προτροπή, ἦταν ζήτημα πίστεως. Ὁ παραλυτικός σηκώθηκε, πῆρε τόν «κράββατόν» του καί ἔφυγε.

    Ἡ λέξη «κράββατος», πού προέρχεται ἀπό τήν ἀρχαία μακεδονική διάλεκτο, συμπεριλήφθηκε στήν κοινή ἑλληνική καί ἐπικράτησε περισσότερο ἀπό τήν λέξη «κλίνη». Σημαίνει ὅ,τι καί σήμερα. Στούς παπύρους λέγεται «κράββακτος», «κράββατος» καί «κρεββάτι», ὅπως ἀκριβῶς σήμερα.

    Οἱ Ἰουδαῖοι, καί μάλιστα οἱ ἐπίσημοι, βλέποντας τόν θεραπευμένο νά κάνει μία τέτοια δουλειά τό Σάββατο, τόν ἐπέπληξαν· «Σάββατόν ἐστιν, οὐκ ἔξεστί σοι ἆραι τόν κράββατον». Αὐτούσιο ραββινικό ἀπόφθεγμα, ἄν ἐξαιρέσουμε τήν λέξη «κράββατος», ἡ ὁποία μπορεῖ νά ἀντικατασταθεῖ μέ ὁποιαδήποτε λέξη.

    Ὁ ἄνθρωπος ἀπαντᾶ μέ κάποια ἀπολογητική καί ἐλεγκτική ἤ εἰρωνική ἴσως ἔμφαση. «Ὁ ποιήσας με ὑγιῆ, ἐκεῖνός μοι εἶπεν· ἆρον τόν κράββατόν σου καί περιπάτει». Ἦταν σάν νά ἔλεγε· «Αὐτός πού εἶχε τήν δύναμη νά μέ θεραπεύσει, αὐτός μοῦ ἔδωσε τήν ἐντολή νά κάνω ὅ,τι κάνω. Σεῖς μέ ποιά ἐξουσία μέ παρατηρεῖτε;». Ἤ «Ἐγώ οὔτε αὐτόν οὔτε ἐσᾶς γνωρίζω. Βλέπω μόνο ὅτι ἐκεῖνος εἶχε τήν ὑπερφυσική δύναμη νά μέ κάνει ὑγιῆ, καί στήν ἐντολή ἐκείνου ὑπακούω». Χαρακτηριστική ἀπάντηση, ἀπ' ὅπου φαίνεται ὅτι ὁ ἁπλός ἄνθρωπος, ὅταν ἀντιμετωπίζει πολλές ἐντολές, προσέχει νά δεῖ τίνος ἐντολοδότου οἱ ἐντολές ἔχουν ἀντίκρυσμα τά ἀνάλογα ἔργα, καί τίς ἐντολές τῶν ἄλλων τίς θεωρεῖ ἄκυρες.

    Οἱ Ἰουδαῖοι ξαναρωτοῦν ποιός εἶναι αὐτός. Μέ εὐφυΐα παρατηρεῖ ὁ Χρυσόστομος ὅτι στήν ἐρώτησή τους δέν λένε «τίς ἐστιν ὁ ποιήσας σε ὑγιῆ», ὅπως ἀπαιτεῖ καί ἡ ἀκολουθία τοῦ λόγου μετά τήν σχετική ἀπάντηση τοῦ ἀνθρώπου, ἀλλά «τίς ἐστιν ὁ ἄνθρωπος ὁ εἰπών σοι, ἆρον τόν κράββατόν σου καί περιπάτει;». Ἀπαξιοῦν νά ποῦν τήν λέξη πού δείχνει τό σημεῖο καί λένε μόνο τήν φράση μέ τήν ὁποία φαίνεται ἡ καταπάτηση τῆς ἐντολῆς.

    Ὁ Ἰησοῦς συναντᾶ κατόπιν τόν πρώην παραλυτικό στό ἱερό καί τοῦ λέει· «Ἴδε ὑγιής γέγονας· μηκέτι ἁμάρτανε, ἵνα μή χεῖρόν τί σοι γένηται». Ἀπό τά λόγια αὐτά συνάγεται ὅτι ἡ αἰτία τῆς παραλυσίας ἦταν κάποια συγκεκριμένη ἁμαρτία ἤ ἁμαρτωλή ζωή. Ὁ Χριστός εἶπε στούς μαθητές του ἄλλοτε ὅτι αἰτία κάθε ἀσθένειας δέν εἶναι ὁπωσδήποτε ἡ προσωπική ἁμαρτία ἤ ἡ ἁμαρτία τῶν γονέων (βλ. Ἰω 9,3). Ἐδῶ ὅμως ἀφήνει νά ἐννοηθεῖ ὅτι αἰτία εἶναι ἡ προσωπική ἁμαρτία. Ἡ παράλυση, πού ὀφείλεται κυρίως σέ βλάβη τοῦ ἐγκεφάλου, εἶναι δυνατόν νά προέλθει ἀπό διάφορες παθήσεις, ἀλλά καί ἀπό ἀφροδίσια νοσήματα, τά ὁποῖα τότε βέβαια δέν εἶχαν διαγνωσθεῖ, ἀλλά δέν ἦταν ἄγνωστα καί στόν Κύριο.

    Ὁ πρώην παραλυτικός «ἀπῆλθε καί ἀνήγγειλε τοῖς Ἰουδαίοις ὅτι Ἰησοῦς ἐστιν ὁ ποιήσας αὐτόν ὑγιῆ». Πολλοί σύγχρονοι ἑρμηνευτές φρονοῦν ὅτι ὁ θεραπευμένος παραλυτικός ἐνήργησε ἔτσι ἀπό ἀχαριστία καί κακία, διότι θίχτηκε ἀπό τήν προτροπή τοῦ Ἰησοῦ «μηκέτι ἁμάρτανε». Ἡ ἀνακοίνωση κατά τήν ἄποψη αὐτή ἦταν προδοσία. Ἡ ἑρμηνεία αὐτή εἶναι καθώς φαίνεται ἀρχαιοτάτη, διότι τήν ἀναφέρει καί ὁ Χρυσόστομος, πού τήν ἀπορρίπτει ὅμως ὡς φαντασιώδη. Ὁ ἄνθρωπος τό ἀνήγγειλε μέ καύχημα μᾶλλον γιά τόν Ἰησοῦ, ὅπως καί στήν πρώτη ἀπάντηση πρός τούς Ἰουδαίους. Ἔχουμε καί πολλές ἄλλες περιπτώσεις κατά τίς ὁποῖες οἱ εὐεργετημένοι ἀπό τόν Ἰησοῦ διαλαλοῦσαν τήν θεραπεία τους στούς Φαρισαίους, ὄχι μόνο ἐρεθίζοντάς τους κατά τοῦ Ἰησοῦ, ἀλλά καί κάνοντάς το παρά τίς ἐπιπλήξεις του. Ὁ εὐαγγελιστής θέλει νά πεῖ ἁπλῶς ὅτι ὁ Ἰησοῦς ἀπέφευγε τήν μεγάλη δημοσιότητα, γιά νά μή γίνεται προκλητικός, ὅπως ἐδῶ, πού ἀμέσως μετά τήν θεραπεία «ἐξένευσεν ὄχλου ὄντος ἐν τῷ τόπῳ». Τά ἔργα του ὅμως ἔφθαναν στήν ἀντίληψη τῶν ἐχθρῶν του, διότι διαλαλοῦνταν ἀπό τούς ἴδιους τούς εὐεργετημένους. Εἶναι τό «καί ἐάν οὗτοι σιωπήσωσιν, οἱ λίθοι κεκράξονται» (Λκ 19,40).

Σ. Ν. Σάκκου, Εὐαγγελικές περικοπές, σελ. 31-38

Παρασκευή, 21 Απρίλιος 2023 02:00

Κυρ. τοῦ Θωμᾶ Ἰω 20,19-31

  19Οὔσης οὖν ὀψίας τῇ ἡμέρᾳ ἐκείνῃ τῇ μιᾷ τῶν σαββάτων, καί τῶν θυρῶν κεκλεισμένων ὅπου ἦσαν οἱ μαθηταί συνηγμένοι διά τόν φόβον τῶν ᾿Ιουδαίων, ἦλθεν ὁ ᾿Ιησοῦς καί ἔστη εἰς τό μέσον, καί λέγει αὐτοῖς· εἰρήνη ὑμῖν. 20Καί τοῦτο εἰπών ἔδειξεν αὐτοῖς τάς χεῖρας καί τήν πλευράν αὐτοῦ. Ἐχάρησαν οὖν οἱ μαθηταί ἰδόντες τόν Κύριον. 21Εἶπεν οὖν αὐτοῖς ὁ ᾿Ιησοῦς πάλιν· εἰρήνη ὑμῖν. Καθώς ἀπέσταλκέ μέ ὁ πατήρ, κἀγώ πέμπω ὑμᾶς. 22Καί τοῦτο εἰπών ἐνεφύσησε καί λέγει αὐτοῖς· λάβετε Πνεῦμα ῞Αγιον· 23ἄν τινων ἀφῆτε τάς ἁμαρτίας, ἀφίενται αὐτοῖς, ἄν τινων κρατῆτε, κεκράτηνται. 24Θωμᾶς δέ εἷς ἐκ τῶν δώδεκα, ὁ λεγόμενος Δίδυμος, οὐκ ἦν μετ᾿ αὐτῶν ὅτε ἦλθεν ὁ ᾿Ιησοῦς. 25Ἔλεγον οὖν αὐτῷ οἱ ἄλλοι μαθητές· ἑωράκαμεν τόν Κύριον. Ὁ δέ εἶπεν αὐτοῖς· ἐάν μή ἴδω ἐν ταῖς χερσίν αὐτοῦ τόν τύπον τῶν ἥλων, καί βάλω τόν δάκτυλόν μου εἰς τόν τύπον τῶν ἥλων, καί βάλω τήν χεῖρά μου εἰς τήν πλευράν αὐτοῦ, οὐ μή πιστεύσω. 26Καί μεθ᾿ ἡμέρας ὀκτώ πάλιν ἦσαν ἔσω οἱ μαθηταί αὐτοῦ καί Θωμᾶς μετ᾿ αὐτῶν. Ἔρχεται ὁ ᾿Ιησοῦς τῶν θυρῶν κεκλεισμένων, καί ἔστη εἰς τό μέσον καί εἶπεν· εἰρήνη ὑμῖν. 27Εἶτα λέγει τῷ Θωμᾷ· φέρε τόν δάκτυλόν σου ὧδε καί ἴδε τάς χεῖράς μου, καί φέρε τήν χεῖρά σου καί βάλε εἰς τήν πλευράν μου, καί μή γίνου ἄπιστος, ἀλλά πιστός. 28Καί ἀπεκρίθη Θωμᾶς καί εἶπεν αὐτῷ· ὁ Κύριός μου καί ὁ Θεός μου. 29Λέγει αὐτῷ ὁ ᾿Ιησοῦς· ὅτι ἑώρακάς με, πεπίστευκας· μακάριοι οἱ μή ἰδόντες καί πιστεύσαντες. 30Πολλά μέν οὖν καί ἄλλα σημεῖα ἐποίησεν ὁ ᾿Ιησοῦς ἐνώπιον τῶν μαθητῶν αὐτοῦ, ἃ οὐκ ἔστι γεγραμμένα ἐν τῷ βιβλίῳ τούτῳ· 31ταῦτα δέ γέγραπται ἵνα πιστεύσητε ὅτι ᾿Ιησοῦς ἐστιν ὁ Χριστός ὁ υἱός τοῦ Θεοῦ, καί ἵνα πιστεύοντες ζωήν ἔχητε ἐν τῷ ὀνόματι αὐτοῦ.

Δύο ἐμφανίσεις τοῦ ἀναστάντος Χριστοῦ

   Ἡ περικοπή τῆς Κυριακῆς τοῦ Θωμᾶ, Ἰω 20,19–31, περιέχει τό ἱστορικόν δύο ἐμφανίσεων τοῦ ἀναστάντος Χριστοῦ εἰς τούς μαθητάς, τῆς πρώτης ἐμφανίσεως καί τῆς δευτέρας. Ἡ Κυριακή αὐτή εἶναι ἁπλῶς ἡ ἑπομένη Κυριακή ἀπό τοῦ πάσχα. Δεδομένου δέ ὅτι κατά τό πάσχα ἀναγινώσκεται περικοπή τῆς ἀναστάσεως, ἦτο ἑπόμενον κατά τήν Κυριακήν αὐτήν νά ἀναγινώσκεται περικοπή μέ τάς ἐν συνεχείᾳ ἐμφανίσεις, μία ἐκ τῶν ὁποίων εἶναι καί ἡ ἐμφάνισις εἰς τόν Θωμᾶν. Ἔπειτα ἐκ τῆς παραγράφου αὐτῆς τοῦ ἀναγνώσματος ὠνομάσθη καί ἡ Κυριακή Κυριακή τοῦ Θωμᾶ, ὅπως ἐκ τῶν ἀναγνωσμάτων ἔλαβον τά ὀνόματα καί αἱ Κυριακαί τοῦ τελώνου καί τοῦ φαρισαίου, τοῦ ἀσώτου, κτλ.
 

   «Οὔσης οὖν ὀψίας τῇ ἡμέρᾳ ἐκείνῃ … Εἰρήνη ὑμῖν». Αὐτή εἶναι ἡ πρώτη ἐμφάνισις εἰς τό σύνολον τῶν μαθητῶν. Πρό αὐτῆς ὁ Ἰωάννης ἀναφέρει τήν ἐμφάνισιν εἰς τήν Μαρίαν τήν Μαγδαληνήν, ἥτις εἶναι καί ἡ πρώτη πασῶν. Ὅπως συνάγεται ἐκ τῶν Εὐαγγελίων, ἡ πρώτη ἐμφάνισις ἔγινεν εἰς τήν Μαγδαληνήν Μαρίαν ἐπί τοῦ μνήματος, ἡ δευτέρα εἰς τήν αὐτήν καί τήν Μαρίαν τοῦ Κλωπᾶ καθ’ ὁδόν, ἡ τρίτη καί τετάρτη εἰς τούς πορευομένους πρός Ἐμμαούς καί εἰς τόν Σίμωνα Πέτρον, καί ἡ πέμπτη, ἡ παροῦσα, εἰς τούς δέκα μαθητές, ἀπουσιάζοντος τοῦ Θωμᾶ. Αὐταί αἱ πέντε ἔγιναν κατά τήν πρώτην ἡμέραν τῆς ἀναστάσεως τήν μίαν τῶν σαββάτων ἤ Κυριακήν. Ἡ πρώτη τό πρωΐ καί ἡ τελευταία «οὔσης ὀψίας».

   Ὁ Χριστός εἰσέρχεται τῶν θυρῶν κεκλεισμένων. Τό σῶμα τῆς ἀναστάσεως δέν ὑπόκειται πλέον εἰς τούς φυσικούς νόμους. Καί δέν δύναται μέν κανείς νά πολυπραγμονήσῃ ἐπί τῆς συστάσεώς του, ἀλλ’ ὅτι εἶναι ἀδέσμευτον ἀπό τούς φυσικούς νόμους καί ἀνώτερον τῆς φθορᾶς, τοῦτο εἶναι βέβαιον. 

   Οἱ μαθηταί ἦσαν συνηγμένοι εἰς μίαν οἰκίαν «διά τόν φόβον τῶν Ἰουδαίων». Οἱ μαθηταί ἦσαν μία ὁμάς ξένων ἐκδρομέων προσκυνητῶν, πού ἦλθε διά νά ἑορτάσῃ τό πάσχα εἰς τά Ἰεροσόλυμα καί ἔχασε τόν ἀρχηγόν της, συλληφθέντα, δικασθέντα καί ἐκτελεσθέντα κεραυνοβόλων ἐντός 24 ὡρῶν. Ἦτο φυσικόν νά τρέμουν μήπως ἐν συνεχείᾳ ἡ μῆνις τῶν ἐχθρῶν τοῦ ἀρχηγοῦ των ἐκσπάσῃ καί ἐπ’ αὐτῶν, καί διά τοῦτο ὅλοι ὁμοῦ «ἐζάρωσαν» εἰς μίαν οἰκίαν. Τώρα, τήν ἡμέρα αὐτήν, ἀκούεται ἀπουσία τοῦ σώματος ἐκ τοῦ τάφου, σχέσιν ἔχουσα μέ τήν πρόρρησιν τοῦ Ἰησοῦ ὅτι θά ἀναστηθῇ, μίαν πρόρρησιν πού ἠνάγκασε τούς ἀρχιερεῖς νά ἀσφαλίσουν τόν τάφον, διά νά μή γίνουν δῆθεν θύματα πλάνης καί κακοηθείας τῶν μαθητῶν τοῦ πλάνου ἐκείνου. Τήν ἀπουσίαν τοῦ σώματος ἄλλοι λέγουν ἀνάστασιν, ὅσοι εἶδον τόν ἀναστάντα, καί ἄλλοι κλοπήν τοῦ σώματος ὑπό τῶν μαθητῶν, δηλαδή οἱ ἀρχιερεῖς. Εὐλόγως λοιπόν οἱ μαθηταί ἐφοβοῦντο μήπως καταζητοῦνται ὡς σκευωρήσαντες τήν κλοπήν καί ὑποστοῦν τήν ὀργήν τῶν ἀρχιερέων.
   Μέ ἄφθαστον ἁπλότητα περιγράφεται ἡ ἐμφάνισις τοῦ ἀναστάντος· «Ἦλθεν ὁ ᾿Ιησοῦς καί ἔστη εἰς τό μέσον». Τίποτε ἄλλο. Φαντασθῆτε πῶς περιγράφουν τοιαῦτα καταπληκτικά γεγονότα οἱ σημερινοί λογοτέχναι καί δημοσιογράφοι ἤ οἱ ἀρχαῖοι συγγραφεῖς τῶν ἀποκρύφων. Πολλή τελετουργία, βερμπαλισμός, ἀναφωνήσεις, ὑπερθετικοί βαθμοί. Μέ τήν ἰδίαν ἁπλότητα περιγράφεται καί ἡ ἀντίδρασις τῶν μαθητῶν· «Ἐχάρησαν οὖν οἱ μαθηταί ἰδόντες τόν Κύριον». Τίποτε ἄλλο.

   Ὁ χαιρετισμός τοῦ ἀναστάντος «Εἰρήνη ὑμῖν» ἦτο ὁ πανάρχαιος καί πασίγνωστος χαιρετισμός τῶν Ἑβραίων. Ὁ Χριστός ὅμως τόν ἔλεγε μέ τόν ἰδικόν του τρόπον· διότι ἤδη κατά τόν μυστικόν δείπνον εἶπεν· «Εἰρήνην ἀφίημι ὑμῖν, εἰρήνην τήν ἐμήν δίδωμι ὑμῖν· οὐ καθώς ὁ κόσμος δίδωσιν, ἐγώ δίδωμι ὑμῖν» (Ἰω 14,27). Ἔχει καί δίδει ἄλλην εἰρήνην ἄσχετον μέ τήν εἰρήνην τοῦ κόσμου. Μέ τόν χαιρετισμόν αὐτόν ὁ ἀναστάς ἐννοεῖ τήν καταλλαγήν τῆς ἀνθρωπότητος μέ τόν Πατέρα καί τήν ἐσωτερικήν εἰρήνην τῶν καρδιῶν καί τῶν μελῶν τῆς Ἐκκλησίας.

   «Καί τοῦτο εἰπών... τόν Κύριον». Καί διά νά πιστοποιήσῃ τήν ταυτότητα τοῦ προσώπου του, τούς ἐπιδεικνύει τάς οὐλάς τῶν πληγῶν εἰς τάς παλάμας καί τήν πλευράν.
   Οἱ πατέρες τῆς Ἐκκλησίας διδάσκουν ὅτι ὁ ἀναστάς Χριστός πάντοτε, καί κατά τάς συναναστροφάς του μέ τούς μαθητάς, ἦτο τελείως γυμνός. Στηρίζονται δέ πρός τοῦτο εἰς δύο εἰδῶν τεκμήρια, ἱστορικά καί θεολογικά. Ἱστορικόν τεκμήριον εἶναι ὅτι ὁ Ἰησοῦς ἐκαρφώθη ἐπί τοῦ σταυροῦ γυμνός. Ἔπειτα γυμνόν τό σῶμα τοῦ περιετυλίχθη εἰς τά ἐντάφια σπάργανα, τά ὀθόνια καί τοῦ σουδάριον, τά ὁποῖα κατά τήν ἀνάστασιν ἀφῆκεν εἰς τόν τάφον καί τά ὁποία εἶδαν ὄντως ἡ Μαγδαληνή Μαρία καί αἱ λοιπαί μυροφόροι καί ὁ Πέτρος μέ τόν Ἰωάννην. Ἦτο ἑπόμενον λοιπόν ὁ ἀναστάς νά εἶναι γυμνός.

   Θεολογικόν τεκμήριον εἶναι ὅτι ἡ γύμνωσις εἶναι ἡ κατάστασις ἡ πρέπουσα εἰς τήν ἀφθαρσίαν. Γυμνοί ἦσαν οἱ πρωτόπλαστοι εἰς τόν παράδεισον πρό τῆς πτώσεως, «καί οὐκ ἠσχύνοντο», λέγει ἡ Γραφή. Ὅταν δέν ὑπάρχῃ ἡ ἁμαρτία οὔτε ὡς τάσις οὔτε ὡς σπέρμα, δέν αἰσθάνεται ὁ ἄνθρωπος τήν ἀνάγκην νά σκεπάσῃ ἑαυτόν μέ ἱματισμόν. Μετά τήν πτῶσιν ἠσθάνθησαν οἱ πρωτόπλαστοι διά πρώτην φοράν τήν γύμνωσίν των ἰδιαζόντως καί τήν ἀνάγκην νά ράψουν περιζώματα μέ φύλλα συκῆς. Τότε καί ὁ Θεός τούς ἔδωκε νά φοροῦν χιτῶνας δερματίνους. Ὁ Ἰησοῦς μέ τήν ἀνάστασίν του εἰσήγαγε τό ἀνθρώπινον σῶμα εἰς τόν παράδεισον, ὅπου οὐδεμία ἀνάγκη ἱματισμοῦ ὑπάρχει.
   Καί ναί μέν τό σῶμα τῆς ἀναστάσεως τό ἄφθαρτον δέν γνωρίζομεν τί σχῆμα ἔχει, ἀλλά διά τό σῶμα τοῦ ἀναστάντος Χριστοῦ γνωρίζομεν ὅτι, εἴτε εἰς τήν πραγματικότητα εἴτε κατ’ οἰκονομίαν, εἶχε ἀκριβῶς τό σχῆμα τοῦ φθαρτοῦ, τόσον μάλιστα, ὥστε νά φαίνωνται καί αἱ πληγαί εἰς τάς παλάμας καί εἰς τάς πλευράς.

   Πῶς ὅμως εἰς τόσας ἐμφανίσεις καί συναναστροφάς ὁ Ἰησοῦς ἦτο γυμνός; Πῶς δύναται κανείς νά φαντασθῇ, ὅτι ἐκεῖ πού ὁ Ἰησοῦς ἐμφανίζεται εἰς τόν αἰγιαλόν καί ἐν συνεχείᾳ κάθονται καί τρώγουν καί συζητεῖ μέ τόν Πέτρον καί τόν Ἰωάννην καί ἐκεῖ πού ὁμιλεῖ εἰς πεντακοσίους πιστούς ἄνδρας καί γυναῖκας εἰς τό ὕπαιθρον τῆς Γαλιλαίας, ὅτι ἦτο γυμνός; Οἱ πατέρες λέγουν ὅτι τό ἐξ ἀναστάσεως σῶμα τοῦ Ἰησοῦ ἦτο ἐνδεδυμένον τήν «εὐπρέπειαν τῆς ἀφθαρσίας». Ἀναλυτικώτερον, ὅτι τό σῶμα τῆς ἀναστάσεως ἔχει τήν δύναμιν πρῶτα μέν νά φανερώνεται ὅταν θέλῃ, καί νά γίνεται ἄφαντον καί ἀόρατον τοῖς θνητοῖς ὅταν θέλῃ· ἔπειτα δέ νά μή ἐπιτρέπῃ εἰς τούς ὀφθαλμούς τῶν φθαρτῶν σωμάτων νά βλέπουν τήν γύμνωσίν του, ὅπως ὁ ἀναστάς Κύριος συνεζήτει καί ἐδίδασκεν ἐπί ὥρας καθ’ ὁδόν πρός τήν Ἐμμαούς, καί ὅμως δέν ἐπέτρεπεν εἰς τούς συνοδοιπόρους νά ἀναγνωρίσουν ἤ τήν μορφήν του ἤ τήν φωνήν του.
   Ἐδῶ λοιπόν ὁ Ἰησοῦς ἐπιδεικνύει εἰς τούς μαθητάς του τά σημάδια τῶν πληγῶν εἰς τάς παλάμας καί τήν πλευράν. Καί μετά τοῦτο τούς ἀποστέλλει εἰς τήν ἀποστολήν του, τούς δίδει τό ἅγιον Πνεῦμα, καί ἱδρύει τήν Ἐκκλησίαν του.

   «Καθώς ἀπέσταλκέ με ὁ πατήρ, κἀγώ πέμπω ὑμᾶς. Καί τοῦτο εἰπών ἐνεφύσησε καί λέγει αὐτοῖς· λάβετε Πνεῦμα ῞Αγιον· ἄν τινων ἀφῆτε τάς ἁμαρτίας, ἀφίενται αὐτοῖς, ἄν τινων κρατῆτε, κεκράτηνται».

   Προβληματίζονται οἱ ἑρμηνευταί, ἄν ἡ ἐπιφοίτησις τοῦ ἁγίου Πνεύματος ἔγινε τώρα μέ τό ἐμφύσημα ἤ κατά τήν Πεντηκοστήν. Ἡ δέ ἀρνητική κριτική εὑρίσκει ἐδῶ διαφωνίαν μεταξύ Ἰωάννου καί Πράξεων. Τό πρᾶγμα εἶναι ἁπλοῦν. Τώρα τούς δίδει ὁ Χριστός τό Πνεῦμα, ἀλλά μετά πολλάς ἡμέρας φαίνεται. Μήπως μέ τό «κἀγώ πέμπω ὑμᾶς» πρέπει νά φαντασθῇ κανείς ὅτι ἐκείνην τήν στιγμήν οἱ μαθηταί ἀνοίξαντες τήν θύραν τοῦ δωματίου ἐξεχύθησαν τροχάδην εἰς τά πέρατα τῆς οἰκουμένης; Ὁ Ἰησοῦς δίδει εἰς τούς μαθητάς πρός βρῶσιν καί πόσιν τό σῶμα του καί τό αἷμα του, ἐνῷ ἀκόμη δέν ἐθυσιάσθη, καί μάλιστα ἀκόμη δέν ἀνεστήθη. Διότι ἡ ἀνάστασις εἶναι πού δίδει τήν σωτήριον ἀξίαν εἰς τόν θάνατόν του καί εἰς τό αἷμα του. Ἔτσι καί ἐδῶ· θεωρεῖται ὡς μία ὥρα μέσα εἰς τό χρονικόν πέλαγος τῆς ἀνθρωπίνης ἱστορίας ἡ ἡμέρα αὐτή τῆς ἐμφυσήσεως καί ἡ ἡμέρα τῆς ἐπιφοιτήσεως τοῦ Πνεύματος. Δηλαδή ἡ ἐμφύσησις αὐτή καί ἡ ἐπιφοίτησις εἶναι ἕνα γεγονός, ὅπως ἕνα γεγονός εἶναι ἡ ὑπογραφή μιᾶς ἐξοφλητικῆς ἀποδείξεως καί ἡ ἐπιμέτρησις τῶν χρημάτων, ἡ ὁποία ἐνδεχομένως γίνεται μετά ἀπό ὥρας ἤ ἡμέρας. Καί ἡ ἐγκατάλειψις τῆς Ἰερουσαλήμ καί τοῦ παλαιοῦ Ἰσραήλ κατά τήν ἡμέραν τῆς σταυρώσεως τοῦ Χριστοῦ μέ τήν καταστροφή τοῦ 70 μ.Χ. Εἶναι ἕνα γεγονός. Τά κοσμοϊστορικά γεγονότα τῆς ἀποκαλύψεως τοῦ Θεοῦ δέν καθορίζονται μέ τό ἠλεκτρονικόν χρονόμετρον τοῦ ἀστεροσκοπείου τοῦ Γκρήνουϊτς. Οἱ ἑρμηνευταί πού ἀσχολοῦνται μέ τοιαύτας μικρολογίας εἶναι κατειλημμένοι ἀπό τόν σύγχρονον πυρετόν τῆς ἀνθρωπότητος.
   Ἐδῶ ὁ Χριστός ἐκτελεῖ τρία πράγματα. Ἀποστέλλει τούς μαθητάς εἰς τήν συνέχισιν τοῦ ἔργου του καί τούς καθιστᾷ εἰς τό ἑξῆς ἀποστόλους. Τούς χρίει μέ τήν χορηγίαν τοῦ ἁγίου Πνεύματος. Τούς δίδει τήν ἐξουσίαν τοῦ ἀφιέναι ἁμαρτίας· μίαν ἐξουσίαν διά τήν ὁποίαν πολύ ὀρθῶς εἶπαν οἱ φαρισαῖοι ὅτι ἀνήκει ἀποκλειστικῶς εἰς τόν Θεόν, ἀλλά κακῶς ἐθεώρησαν ὡς βλάσφημον τόν Ἰησοῦν πού τήν ἀσκοῦσε. Τήν ἐξουσίαν αὐτήν ἀκριβῶς, πού οὔτε ἄγγελοι οὔτε τίς ἄλλος εἶχε, τήν παραδίδει ὁ Χριστός εἰς τούς μαθητάς του.

   Ὅλα αὐτά εἶναι ἡ ἵδρυσις τῆς Ἐκκλησίας. Ἡ Ἐκκλησία λοιπόν ἱδρύθη κατά τήν ἡμέραν τῆς ἀναστάσεως, τήν Κυριακήν. Βεβαίως ἐφ’ ὅσον μετά πεντήκοντα ἡμέρας ἐξεδηλώθη τό τότε ἐμφυσηθέν Πνεῦμα, τότε ἱδρύθη φανερῶς καί ἡ Ἐκκλησία. Ἀλλά καί πάλιν τά γεγονότα καί αὐτῆς καί ἐκείνης τῆς ἡμέρας εἶναι ἕνα γεγονός, καί ἡ ἡμέρα μία, ἡ «ἡμέρα Κυρίου».

   «Θωμᾶς δέ... οὐ μή πιστεύσω».  

   Κατ’ ἐκείνην τήν ὥραν καί ἡμέραν ἔλειπεν ἐκ τῶν μαθητῶν ὁ Θωμᾶς. Ὅταν ὁ Ἰησοῦς ἔφυγε καί ὁ Θωμᾶς ἦλθεν, οἱ μαθηταί τοῦ ἔλεγον ὅτι «ἑωράκαμεν τόν Κύριον», ἀλλ’ αὐτός δέν ἐπίστευεν. Ὡς ὅρον διά νά πιστεύσῃ ἔθεσε πολύ ὀρθολογιστικόν τεκμήριον· νά τόν ἰδῇ, νά ἰδῇ τά σημάδια τῶν πληγῶν του, καί νά βάλῃ μάλιστα καί τά δάκτυλά του εἰς τά σημάδια καί νά τά ψηλαφήσῃ.

   Πολλοί νομίζουν ὅτι αὐτή ἡ ἀπιστία τοῦ Θωμᾶ εἶναι ἡ ἁμαρτωλή ἀπιστία τῶν συγχρόνων ἀπίστων, ὅτι αὐτό ἦτο μία πτῶσις τοῦ Θωμᾶ, ὀνομάζουν τόν Θωμᾶν ἄπιστον μέ τήν ἁμαρτωλήν ἔννοιαν τῆς λέξεως, διάφορα δέ ἀπόκρυφα τῆς ἀρχαιότητος ἤ σύγχρονα λογοτεχνικά ἔργα παρουσιάζουν τόν Θωμᾶν νά κλαίῃ ἐν μετανοίᾳ διά τήν ἀπιστίαν του ταύτην. Ὅλα αὐτά εἶναι παρανοήσεις ἀνθρώπων πού δέν ἀντελήφθησαν καλῶς τό βαθύτερον νόημα αὐτῆς τῆς ἀπιστίας καί ἄλλων λεπτομερειῶν τῆς ἀναστάσεως. Τό πνεῦμα τῶν εὐαγγελιστῶν εἶναι ὅτι ὅλοι οἱ μαθηταί καί αἱ μαθήτριαι τοῦ Χριστοῦ ἦσαν ἐξ ἴσου ἄπιστοι. Ἄπιστοι οἱ πάντες ἔναντι τῆς ἀναστάσεως, διότι ὁ Ἰησοῦς πρό τοῦ θανάτου του τούς ὥρισε συνάντησιν μετά τήν ἀνάστασιν εἰς τήν Γαλιλαίαν, καί αὐτοί δέν ἐπῆγαν. Καί ὁ ἄγγελος τούς ὑπενθύμισε, καί ὁ ἴδιος ὁ ἀναστάς διαμηνύων διά τῶν γυναικῶν τούς ὑπενθύμισε τήν συνάντησιν, καί αὐτοί πάλιν δέν ἐπῆγαν. Ὁπότε καί ὁ Ἰησοῦς ἠναγκάσθη νά τούς συναντήσῃ εἰς τά Ἰεροσόλυμα. Ἄπιστοι αἱ μαθήτριαι, διότι παρά τάς προρρήσεις τοῦ Ἰησοῦ, ἐπῆγαν πρωΐ – πρωΐ μέ μῦρα διά νά τοῦ κάνουν τά νεκρικά ἔθιμα. Ἄπιστοι ὅλοι οἱ μαθηταί, διότι δέν ἐπίστευσαν εἰς τάς γυναίκας πού εἶδαν τόν Ἰησοῦν. Ἄπιστοι οἱ δύο πρός Ἐμμαούς, διότι μετά τόσας εἰδήσεις περί τῆς ἀναστάσεως, αὐτοί ἀπεφάσισαν «νά τό διαλύσουν» καί καθ’ ὁδόν ἔλεγον εἰς τόν ἄγνωστον συνοδοιπόρον, ὅτι «ἤλπιζον» πολλά καί διεψεύσθησαν, καθώς καί ὅτι ὁ Ἰησοῦς εἶναι τώρα εἰς τόν τάφον καί ὅτι αἱ γυναῖκες παρεφρόνησαν. Ἄπιστος καί ὁ Θωμᾶς πού τοῦ συνέβη νά λείπῃ καί νά μή ἰδῇ, μόνος αὐτός, τόν Ἰησοῦν. Οὐδείς ἀπολύτως ἐκ τῶν μαθητῶν τοῦ Χριστοῦ, οὔτε γυνή οὔτε ἀνήρ, ἐπίστευσεν εἰς τήν ἀνάστασιν τοῦ Χριστοῦ, προτοῦ νά τόν ἰδῇ αὐτοπροσώπως, καί ἄς τόν ἐβεβαίωναν οἱ πάντες. Ἀλλά καί οὐδείς μετά τήν αὐτοπρόσωπον συνάντησιν μέ τόν ἀναστάντα ἀμφέβαλε ποτέ περί τῆς ἀναστάσεως.

   Ὅλον αὐτό ἔγινε, διά νά εἶναι αἰώνιος μαρτυρία ὅτι ἡ ἀνάστασις εἶναι γεγονός ἀληθές καί ἱστορικόν. Οὐδενός μαθητοῦ ἡ ἀπιστία ἔχει τινά ἁμαρτίαν, οὐδεμίαν σχέσιν ἔχει ἡ ἀπιστία των αὐτή μέ τήν συνήθη ἀπιστίαν τῶν ἀνθρώπων εἰς τά θεῖα, οἱοσδήποτε μαθητής θά ἐδείκνυε τήν ἀπιστίαν τοῦ Θωμᾶ, ἄν ἔμενε τελευταῖος. Καί ἡ πίστις τοῦ Θωμᾶ μετά τήν αὐτοψίαν, δέν ἔχειν καμμίαν σχέσιν μέ τήν μετάνοιαν τοῦ ἁμαρτωλοῦ.

   «Καί μεθ' ἡμέρας ὀκτώ... ἀλλά πιστός».

   Μετά ἀπό ὀκτώ ἡμέρας, πάλιν ἡμέραν πρώτην τῆς ἑβδομάδος δηλαδή Κυριακήν, ὁ Ἰησοῦς ἐνεφανίσθη καί ἐχαιρέτησε τούς μαθητάς κατά τόν ἴδιον τρόπον. Ὁ Χριστός ἐπιμένει νά ἐμφανίζεται κατά τήν μία τῶν σαββάτων. Τότε στέλνει καί τό ἅγιο Πνεῦμα. Ὑποδεικνύει στούς μαθητάς του ὅτι αὐτή εἶναι ἡ "ἡμέρα του". Τό ὅτι οἱ μαθηταί τό ἀντιλήφθηκαν αὐτό καλά, φαίνεται ἀπό τήν ἱστορική συνέχεια. Αὐτήν τήν ἡμέρα ὅρισαν ὡς ἡμέρα ἐκκλησιασμοῦ καί κλάσεως τοῦ ἄρτου καί τήν ὀνόμασαν Κυριακή.

  psilafisi thoma3 Καί ἀμέσως, ὡσάν νά ἦτο ἐνημερωμένος διά τάς ἀντιρρήσεις τοῦ Θωμᾶ, ἀπετάνθη πρός αὐτόν μετά τινος παιγνιώδους εἰρωνείας καί τοῦ εἶπε· «Φέρε τόν δάκτυλόν σου ὧδε καί ἴδε τάς χεῖρας μου, καί φέρε τήν χεῖράν σου καί βάλεις εἰς τήν πλευράν μου, καί μή γίνου ἄπιστος ἀλλά πιστός». Ἡ τελευταία ἔκφρασις σημαίνει ἁπλῶς «καί μή ἐξακολουθῇς νά ἀπιστῇς, ἀλλά πίστευσον», ἤ «καί βάλε τέρμα εἰς τήν ἀμφιβολίαν σου». Ἀσφαλῶς ὁ Θωμᾶς ἐπίστευσε, μόλις εἶδε τόν Ἰησοῦν. Ἀλλ’ ὁ Ἰησοῦς τοῦ ἐπέβαλε νά κάνῃ καί παρά τήν θέλησίν του ἐκεῖνα πού ἀπαιτοῦσεν ὡς ὅρους διά νά πιστεύσῃ.

   «Καί άπεκρίθη ὁ Θωμᾶς... Θεός μου».

   Πλήρως πεπεισμένος πλέον ὁ Θωμᾶς ἀναφωνεῖ· «Ὁ Κύριός μου καί ὁ Θεός μου». Εἶναι ἡ ὀνομαστική ἀντί τῆς κλητικῆς ὅπως συνήθως εἰς τά ἁγιογραφικά ἑβραΐζοντα κείμενα.

   Ἡ ὁμολογία «Ὁ Κύριός μου καί ὁ Θεός μου» εἶναι ἀπό τά μεγαλύτερα τεκμήρια τῆς θεότητος τοῦ Χριστοῦ. Ὁ Χριστός εἶναι "Κύριος καί Θεός", δηλαδή ὁ Γιαχβέ. Ἀπό ἐδῶ φαίνεται ὅτι ἡ ἴδια ἡ ἀνάσταση εἶναι τό ἰσχυρότερο τεκμήριο τοῦ ὅτι ὁ Χριστός εἶναι ὁ Γιαχβέ. Γι' αὐτό ὁ Θωμᾶς μόλις εἶδε τό ἕνα, ἀναφώνησε τό ἄλλο.

   «Λέγει... καί πιστεύσαντες».

   Καί ὁ Ἰησοῦς τοῦ λέγει· «Ἐπίστευσες, ἐπειδή μέ εἶδες· μακάριοι εἶναι αὐτοί πού θά πιστεύσουν χωρίς νά μέ ἰδοῦν». Ὁ λόγος αὐτός σημαίνει ἁπλῶς ὅτι οἱ μή ἰδόντες καί πιστεύσαντες εἶναι μακάριοι. Δέν μειώνει τήν πίστιν τῶν ἕνδεκα μαθητῶν καί τῶν ἄλλων αὐτοπτῶν. Οἱ αὐτόπται οὔτε διά τήν πίστιν των εἰς τήν ἀνάστασιν εἶναι ἀξιέπαινοι οὔτε διά τήν ἀπιστίαν των ἀξιοκατάκριτοι. Οὔτε ἡ ἀπιστία των ἐκείνη ἦτο ἁμαρτία οὔτε ἡ πίστις των σπουδαῖον πρᾶγμα διά τήν ψυχήν των. Ἡ πνευματική ἀξία τοῦ καθενός ἐδῶ δέν ἔχει καμμίαν ἀπολύτως σημασίαν. Τώρα προέχει νά θεμελιωθῇ ἡ ἀλήθεια τῆς χριστιανικῆς πίστεως, τῆς ὁποίας κέντρον εἶναι ἡ ἀνάστασις.

   Καί τό παράδοξον, ὁ Χριστός πρῶτα θεμελιώνει τήν ἀλήθειάν του ἱστορικῶς καί ἔπειτα πνευματικῶς, ἀδιαφορώντας τελείως διά τό ἄν μειώνεται τό πρόσωπον τῶν μαθητῶν. Κοιτάζει νά πορισθῇ ἱστορικά θεμέλια τῆς ἀναστάσεώς του καί ἄς ἀπαιτῆται διά τοῦτο ὡς χρησιμώτατον ὑλικόν ἡ ἀπιστία καί ἡ στενοκεφαλιά τῶν μαθητῶν. Ἐφ’ ὅσον ἡ ἀνάστασις εἶναι γεγονός ἀληθές, θά ἦτο πολύ ὡραῖον διά τούς μαθητάς νά πιστεύουν ἐξ ἀρχῆς εἰς αὐτήν κατά τάς προρρήσεις τοῦ Ἰησοῦ, νά μή λυπηθοῦν διά τόν θάνατόν του, νά μή φοβηθοῦν, νά μή τρέξουν εἰς τήν Γαλιλαίαν καί νά τόν περιμένουν νά ἔλθῃ ἀνεστημένος. Θά ἦσαν μνημεῖα πίστεως ὡσάν τόν γενάρχην τῆς ἀναστάσεως. Ὅμως ὁ Κύριος ἐχρειάζετο ἱστορικά θεμέλια διά τήν ἀπιστίαν τῶν ἀνθρώπων τοῦ μέλλοντος, καί τοῦ ἦτο διά ταῦτα ἀπαραίτητος ὅλη ἐκείνη ἡ ἀθλιότης τῶν μαθητῶν, πού τόσον τούς μειώνει εἰς τήν συνείδησιν ἑνός πού δέν δύναται νά ἐμβαθύνῃ. Ἐφρόντισεν ὁ Ἰησοῦς πρῶτα νά θεμελιώσῃ τήν ἀλήθειάν του καί ἔπειτα νά διορθώσῃ τούς ἀνθρώπους του. Ἡ πνευματική προκοπή τῶν προσώπων εἶναι πάντοτε ἐξάρτημα τῆς γενικῆς θεμελιώσεως καί προκοπῆς τῆς Ἐκκλησίας. Πολλά καί μεγάλα διδάγματα συνάγονται ἐκ τῆς ἐνέργειάς του αὐτῆς, τά ὁποῖα δέν εἶναι δυνατόν νά ἀναπτυχθοῦν ἐδῶ.
 
«Πολλά μέν οὖν καί ἄλλα σημεῖα ἐποίησεν ὁ ᾿Ιησοῦς ἐνώπιον τῶν μαθητῶν αὐτοῦ, ἃ οὐκ ἔστι γεγραμμένα ἐν τῷ βιβλίῳ τούτῳ».

   Αὐτό ἰσχύει δι’ ὅλα τά Εὐαγγέλια, φαίνεται δέ καί ἀπό μόνον τό γεγονός, ὅτι δέν ἱστοροῦν τά ἴδια. Τόσον τά ἄλλα Εὐαγγέλια ὅσον καί ὁ Ἰωάννης ἐπιλέγουν ὡρισμένα σημεῖα, ὅσα ἔχουν μεγάλην σημασίαν διά τήν προχώρησιν τῆς διδασκαλίας καί τῆς ἀποκαλύψεως τοῦ Χριστοῦ. Ἐν συνεχείᾳ εἰς τόν ἑπόμενον στίχον ὁ εὐαγγελιστής λέγει τόν σκοπόν διά τόν ὁποῖον ἔγραψε τό Εὐαγγέλιόν του.

«Ταῦτα δέ γέγραπται ἵνα πιστεύσητε ὅτι ᾿Ιησοῦς ἐστιν ὁ Χριστός ὁ υἱός τοῦ Θεοῦ, καί ἵνα πιστεύοντες ζωήν ἔχητε ἐν τῷ ὀνόματι αὐτοῦ».

   Ἐγράφησαν διά νά πεισθοῦν οἱ ἀναγνῶσται ἐπί τῆς ἀλήθειας ταύτης. Καί ποία εἶναι ἡ ἀλήθεια; Ὅτι ὁ Χριστός, ἡ προσδοκία τοῦ Ἰσραήλ καί τῶν ἐθνῶν, εἶναι αὐτός ὁ Ἰησοῦς ἀπό τήν Ναζαρέτ πού ἐδίδαξεν, ἀπέθανεν ἐπί τοῦ σταυροῦ, καί ἀνέστη. Καί ὅτι ὁ Χριστός Ἰησοῦς εἶναι Υἱός τοῦ Θεοῦ, δηλαδή Θεός. Διότι Υἱός Θεοῦ καί Θεός εἶναι ταυτόσημα, ὅπως καί τό υἱός ἀνθρώπου μέ τό ἄνθρωπος, σκύμνος λέοντος μέ τό λέοντα, γέννημα ἐχίδνης μέ τήν ἔχιδνα, κτλ. Εἰς τόν στίχον αὐτόν δίδεται μέ συντομίαν ὅλον τό περιεχόμενον τοῦ Εὐαγγελίου.
   Οἱ δύο στίχοι 30–31 ἐγράφησαν ὑπό τοῦ Ἰωάννου μέ σκοπόν νά κατακλείσουν τό Εὐαγγέλιον ὡς ἐπίλογος. Δέν θά ἐξετάσω ἐδῶ ἄν τά ὑπόλοιπα προσετέθησαν πάραυτα ἤ βραδύτερον. Πάντως εἶναι καί ἐκεῖνα τοῦ Ἰωάννου, ὅστις ἐνθυμηθείς ὅτι ἔχει καί ἄλλα νά γράψῃ καί κρίνας τοῦτο σκόπιμον, τά προσέθεσεν ἔτσι ὅπως ἔτυχε, χωρίς νά σκεφθῇ καθόλου ὅτι καταστρέφουν τό διάγραμμα. Τά ἔγραψεν ὡς πρόχειρον ὑστερόγραφον. Αὐτό πού ἐνδιαφέρει ἐδῶ εἶναι ὅτι οἱ δύο στίχοι εἶναι ἐπίλογος καί μᾶς δίδουν πολύ περιληπτικῶς καί σαφῶς τό περιεχόμενον καί τόν σκοπόν τοῦ Εὐαγγελίου.

Στεργίου Σάκκου, Ἑρμηνεία εὐαγγελικῶν περικοπῶν, Θεσ/νίκη 31986, σελ. 19-29.

Παρασκευή, 26 Απρίλιος 2024 03:00

Κυρ. Βαΐων Ἰω 12,1-18

Λέξεις:
1. ὁ τεθνηκώς = πού εἶχε πεθάνει
ὅν ἤγειρεν ἐκ νεκρῶν = τόν ὁποῖο ἀνέστησε
2. εἷς ἦν τῶν ἀνακειμένων σύν αὐτῷ = ἦταν ἕνας ἀπό αὐτούς πού ἦταν ξαπλωμένοι μαζί του στό τραπέζι.
3. λίτραν μύρου = μιά λίτρα ἄρωμα
νάρδου πιστικῆς = ἀπό νάρδο ρευστή,
ὑγρή ἐξέμαξε = σκούπισε
ἐπληρώθη = γέμισε
5. οὐκ ἐπράθη = δέν πουλήθηκε
τριακοσίων δηναρίων = γιά 300 δηνάρια
6. οὐχ ὅτι περί τῶν πτωχῶν ἔμελεν αὐτῷ = ὄχι γιατί τόν ἔνοιαζε γιά τούς φτωχούς
τό γλωσσόκομον = τό ταμεῖο τά βαλλόμενα
ἐβάσταζεν = κρατοῦσε αὐτά (τά χρήματα) πού ἔβαζαν
7. εἰς τήν ἡμέραν τοῦ ἐνταφιασμοῦ μου = γιά τήν ἡμέρα τοῦ ἐνταφιασμοῦ μου
τετήρηκεν αὐτό = τό φύλαξε
8. μεθ’ ἑαυτῶν = μαζί σας
9. ἔγνω = ἔμαθε
10. ἐβουλεύσαντο = ἀποφάσισαν
11. πολλοί δι’ αὐτόν ὑπῆγον τῶν Ἰουδαίων = πολλοί Ἰουδαῖοι πῆγαν γι’ αὐτόν
13. τά βαΐα τῶν φοινίκων = τά κλαδιά ἀπό τίς χουρμαδιές
ἐξῆλθον εἰς ὑπάντησιν αὐτῷ = βγῆκαν γιά νά τόν προϋπαντήσουν
14. ὀνάριον = ἕνα γαϊδουράκι
15. ἐπί πῶλον = πάνω σέ πουλάρι
16. τό πρῶτον = στήν ἀρχή ταῦτα
ἦν ἐπ’ αὐτῷ γεγραμμένα = αὐτά ἦταν γραμμένα γι’ αὐτόν
17. ἐμαρτύρει = ἔδινε μαρτυρία.
Ἱστορικά - Πραγματολογικά - Ἑρμηνευτικά
 
 Ἡ περικοπή παρουσιάζει δύο περιστατικά ἀπό τή ζωή τοῦ Χριστοῦ, πού συνέβησαν λίγες μέρες πρίν ἀπό τό πάθος καί τήν ἀνάστασή του.
 α) Ἡ μύρωση τοῦ Ἰησοῦ ἀπό τή Μαρία στή Βηθανία (12,1-11).
 β) Ἡ θριαμβευτική εἴσοδός του στά Ἰεροσόλυμα (12,12-19).
 Τά ἴδια περιστατικά ἀναφέρονται καί στό Μθ 26,6-13· Μρ 14,3-10 (μύρωση τοῦ Ἰησοῦ ἀπό τή Μαρία)· Μθ 21,1-11· Μρ 11,1-10· Λκ 19,28-39 (θριαμβευτική εἴσοδος στά Ἰεροσόλυμα).
 Καθώς ἀρχίζει ἡ ἑβδομάδα τοῦ πάθους, κατά τήν ὁποία θά δοῦμε τόν Ἰησοῦ στήν ἔσχατη ταπείνωσή του καί στήν τέλεια ἐξουθένωση, μέ τήν εὐαγγελική αὐτή περικοπή ἡ Ἐκκλησία μᾶς τόν παρουσιάζει στή βασιλική του δόξα. Στό πρῶτο περιστατικό ἡ Μαρία μέ τό μύρο της τόν χρίει ὅπως ἔχριαν τούς βασιλεῖς τῆς ἐποχῆς ἐκείνης. Στό δεύτερο, ὁ λαός τῶν Ἰεροσολύμων τόν ἀνακηρύσσει ἐπίσημα βασιλιά του. Ἡ στάση τοῦ Ἰησοῦ στά δύο αὐτά περιστατικά ἀποκαλύπτει τί εἴδους βασιλιάς εἶναι.

 

12,1. Ὁ οὖν ᾿Ιησοῦς πρό ἓξ ἡμερῶν τοῦ πάσχα ἦλθεν εἰς Βηθανίαν, ὅπου ἦν Λάζαρος ὁ τεθνηκώς, ὃν ἤγειρεν ἐκ νεκρῶν.
 ἦλθεν εἰς Βηθανίαν: Μετά τήν ἀνάσταση τοῦ Λαζάρου πού εἶχε γίνει πρίν ἀπό λίγο καιρό, ὁ Ἰησοῦς εἶχε ἀποσυρθεῖ μαζί μέ τούς μαθητές του στήν πόλη Ἐφραίμ, κοντά στήν ἔρημο (Ἰω 11,54). Ἤθελε νά ἀποφύγει τούς φαρισαίους οἱ ὁποῖοι εἶχαν ἄγριες διαθέσεις ἐναντίον του καί εἶχαν ἤδη ἀποφασίσει τό θάνατό του.
 Ἕξι μέρες πρίν ἀπό τό Πάσχα ἦρθε στή Βηθανία γιά νά συμμετάσχει στήν καθιερωμένη γιορτή τοῦ Πάσχα, πού γινόταν στά Ἰεροσόλυμα. Ἡ Βηθανία ἦταν προάστιο τῆς Ἰερουσαλήμ, ἀπό τήν ὁποία ἀπεῖχε 3 χιλιόμετρα. Ὅσες φορές πήγαινε ὁ Ἰησοῦς μέ τούς μαθητές του στά Ἰεροσόλυμα γιά τό Πάσχα ἤ γιά ἄλλες γιορτές, φιλοξενοῦνταν στή Βηθανία, στό σπίτι τοῦ Λαζάρου. Κάθε πρωί πήγαινε στά Ἰεροσόλυμα, κήρυττε ὅλη τή μέρα, καί τό βράδυ γύριζε στή Βηθανία.

12,2. ἐποίησαν οὖν αὐτῷ δεῖπνον ἐκεῖ, καί ἡ Μάρθα διηκόνει· ὁ δέ Λάζαρος εἷς ἦν τῶν ἀνακειμένων σύν αὐτῷ.
 ἐποίησαν οὖν αὐτῷ δεῖπνον ἐκεῖ: Οἱ εὐαγγελιστές Ματθαῖος καί Μᾶρκος λένε ὅτι ὁ Ἰησοῦς φιλοξενήθηκε «ἐν τῇ οἰκίᾳ Σίμωνος τοῦ λεπροῦ» (Μθ, 26,6· Μρ 14,3). Ὁ Σίμων ὁ λεπρός ἦταν ὁ πατέρας τῶν τριῶν ἀδελφῶν Λαζάρου, Μάρθας καί Μαρίας. Τότε πού φιλοξενοῦνταν ὁ Ἰησοῦς στό σπίτι αὐτό, ὁ Σίμων δέν ζοῦσε. Ἴσως εἶχε πεθάνει ἀπό λέπρα, πρίν ἀπό χρόνια, γι’ αὐτό καί τό σπίτι του λεγόταν «οἰκία Σίμωνος τοῦ λεπροῦ».
 ἡ Μάρθα διηκόνει: Ἡ Μάρθα ἦταν νοικοκυρά καί ἀνδρεία γυναίκα, μέ τήν ἔννοια πού ἔχει ἡ λέξη στίς Παροιμίες (29,28). Τήν ἀγάπη καί εὐγνωμοσύνη της πρός τόν διδάσκαλο τήν ἐκφράζει διακονώντας τον. 
 ὁ δέ Λάζαρος εἷς τῶν ἀνακειμένων σύν αὐτῷ: Ἀναφέροντας αὐτή τή λεπτομέρεια ὁ εὐαγγελιστής τονίζει ὅτι ὁ Λάζαρος εἶχε ὅλες τίς ἐκδηλώσεις τῆς φυσιολογικῆς ζωῆς. Δηλαδή μετά τήν ἀνάστασή του ζοῦσε καί συναναστρεφόταν κανονικά τούς ἄλλους ἀνθρώπους, ἔτρωγε μαζί τους, κτλ.

12,3. Ἡ οὖν Μαρία, λαβοῦσα λίτραν μύρου νάρδου πιστικῆς πολυτίμου, ἤλειψε τούς πόδας τοῦ ᾿Ιησοῦ καί ἐξέμαξε ταῖς θριξίν αὐτῆς τούς πόδας αὐτοῦ· ἡ δέ οἰκία ἐπληρώθη ἐκ τῆς ὀσμῆς τοῦ μύρου.
 Τό περιστατικό αὐτό, ὅπως εἴπαμε, τό διηγοῦνται καί οἱ εὐαγγελιστές Ματθαῖος καί Μᾶρκος, ἐκεῖνοι ὅμως δέν ἀναφέρουν τό ὄνομα τῆς Μαρίας. Λένε ἁπλῶς «γυνή τις», ἐνῶ ὁ εὐαγγελιστής Ἰωάννης μᾶς λέει ὅτι ἦταν ἀδελφή τοῦ Λαζάρου καί τῆς Μάρθας. Ὁ εὐαγγελιστής Λουκᾶς μᾶς διηγεῖται μία ἄλλη μύρωση, πού δέχθηκε ὁ Ἰησοῦς ἀπό μία ἁμαρτωλή γυναίκα, στό σπίτι κάποιου Σίμωνα φαρισαίου (Λκ 7,36-50). Πρόκειται γιά δύο ἐντελῶς ξεχωριστά καί ἄσχετα περιστατικά. Τό περιστατικό πού διηγεῖται ὁ εὐαγγελιστής Λουκᾶς ἔγινε στή Γαλιλαία, πολύ πρίν ἀπό τή σταύρωση τοῦ Ἰησοῦ, καί ἡ ἁμαρτωλή γυναίκα ἐξέφρασε μ’ αὐτό τή μετάνοιά της. Ἡ μύρωση τήν ὁποία ἀναφέρουν οἱ εὐγγελιστές Ματθαῖος, Μᾶρκος καί Ἰωάννης ἔγινε στήν Ἰουδαία, στή Βηθανία, 6 μέρες πρίν ἀπό τή σταύρωση, καί μέ τήν πράξη της αὐτή ἡ Μαρία δήλωνε τήν ἀγάπη καί τό σεβασμό της πρός τόν Διδάσκαλο.
 Ἐπίσης δέν πρέπει νά συγχέουμε τή Μαρία αὐτή μέ τή Μαρία τή Μαγδαληνή. Ἡ Μαγδαληνή ἦταν ἀπό τή Γαλιλαία καί ἡλικιωμένη, ἐνῶ ἡ Μαρία, ἡ ἀδελφή τοῦ Λαζάρου ἦταν ἀπό τήν Ἰουδαία καί νεαρή στήν ἡλικία.
 λίτρα: Μέτρο γιά ὑγρά, ἦταν περίπου 325 γραμμάρια.
 μύρου νάρδου πιστικῆς: Ἄρωμα ὑγρῆς νάρδου. Ἡ νάρδος ἦταν ἕνα ἰνδικό ἀρωματικό φυτό. Κυκλοφοροῦσε στήν ἀγορά μέ δύο μορφές. α) Σέ δέσμες ξηρῶν φυτῶν καί β) σέ ρευστό ἄρωμα, πού ἔβγαινε ὡς ἀπόσταγμα ἀπό μεγάλη ποσότητα ξηρῶν φυτῶν νάρδου.
 Τό ρευστό ἄρωμα εἶναι ἡ πιστική νάρδος, πού ἦταν πολύ πιό ἀκριβή ἀπό τήν ξηρά νάρδο, γι’ αὐτό καί ὁ εὐαγγελιστής Ἰωάννης τήν ὀνομάζει «πολύτιμον», ἐνῶ ὁ Ματθαῖος λέει ὅτι ἦταν «βαρύτιμος» καί ὁ Μᾶρκος «πολυτελής». Ὅλα σημαίνουν ὅτι κόστιζε πολύ, ἦταν πανάκριβη. Οἱ εὐαγγελιστές Ματθαῖος καί Μᾶρκος λένε ὅτι τό δοχεῖο τοῦ μύρου ἦταν «ἀλάβαστρον». Τό ἀλάβαστρο ἦταν ἕνα στενόμακρο ἀγγεῖο, ὅπου φύλαγαν πολύτιμα ὑγρά, συνήθως ἀρώματα. Δέν εἶχε στόμιο· ἦταν σάν τίς σημερινές γυάλινες ἀμποῦλες τῶν ἐνέσεων. Γιά νά χρησιμοποιήσουν τό ἄρωμα, ἔσπαζαν τό λαιμό τοῦ ἀγγείου. Ἔτσι, τό ἀλάβαστρο ἦταν ἀγγεῖο μιᾶς μόνο χρήσεως.
 ἤλειψε τούς πόδας τοῦ Ἰησοῦ: Οἱ ἀρχαῖοι ἔτρωγαν ξαπλωμένοι σέ ντιβάνια καί φυσικά χωρίς παπούτσια· τό καλοκαίρι μάλιστα καί χωρίς κάλτσες. Ἐπειδή τότε οἱ ἄνθρωποι ἔκαναν πολλές πορεῖες, τά πόδια τους σκονίζονταν καί μύριζαν ἄσχημα. Γι’ αὐτό, ὅταν φιλοξενοῦσαν οἱ νοικοκυρές ἕναν ξένο, συνήθιζαν νά τοῦ πλένουν τά πόδια, ὅπως σήμερα π.χ. τοῦ κρατοῦν τό ἐπανοφώρι γιά νά τό φορέσει ἤ τοῦ βάφουν τά παπούτσια. Σέ ἐπίσημες φιλοξενίες ἤ στίς γιορτές, μετά τό πλύσιμο ἄλειφαν τά πόδια καί μέ 1-2 γραμμάρια ἄρωμα. Φυσικά ἄλειφαν μόνο τό κάτω πόδι, τό πέλμα, πού μπαίνει στό παπούτσι, γιατί αὐτό μύριζε. Γι’ αὐτό καί ἡ Μαρία τά πόδια τοῦ Κυρίου τά ἄλειψε μέ μύρο. Ἐννοεῖται ὅτι ἡ μύρωση ἔγινε μετά τό πλύσιμο, πού μπορεῖ νά τό ἔκανε ἡ ἴδια ἡ Μαρία ἤ κάποιος ἄλλος. Ἀλλά ἀντί νά βάλει 1-2 γραμμάρια ἄρωμα, ἔκανε μία πρωτάκουστη πολυτέλεια. Τόν μύρωσε μέ μία λίτρα ἄρωμα, δηλαδή 325 γραμμάρια. Ὅπως μᾶς λέει ὁ εὐαγγελιστής Ματθαῖος, τό ἄρωμα τό ἔχυσε ἡ Μαρία ὄχι μόνο στά πόδια, ἀλλά καί στό κεφάλι τοῦ Ἰησοῦ, δείχνοντας ἔτσι τήν ὑπερβολική ἀγάπη της.
 ἐξέμαξε ταῖς θριξίν αὐτῆς τούς πόδας αὐτοῦ: Γιά μιά ἰουδαία γυναίκα ἦταν πολύ ἐξευτελιστικό νἄχει λυμένα τά μαλλιά της. Ἀλλά ἡ Μαρία ὄχι ἁπλῶς τά λύνει· τά κάνει καί πετσέτα γιά νά σκουπίσει τά πόδια τοῦ Διδασκάλου.

12,4-5. Λέγει οὖν εἷς ἐκ τῶν μαθητῶν αὐτοῦ, ᾿Ιούδας Σίμωνος ᾿Ισκαριώτης, ὁ μέλλων αὐτόν παραδιδόναι· διατί τοῦτο τό μύρον οὐκ ἐπράθη τριακοσίων δηναρίων καί ἐδόθη πτωχοῖς;
 Τό μύρο, ὅπως τό ἐκτιμᾶ ὁ Ἰούδας, κόστιζε γύρω στά 300 δηνάρια. Ἕνα δηνάριο ἦταν ἕνα μεροκάματο γιά ἐργάτη. Ὅλο τό μύρο κόστιζε 300 δηνάρια. Τό ποσό αὐτό ἦταν σεβαστό γιά τούς φτωχούς μαθητές τοῦ Κυρίου. Τόσα χρήματα αὐτοί δέν τά 'βγαζαν οὔτε σ’ ἕνα χρόνο. Γι’ αὐτό καί παραπονοῦνται ὅλοι, ὅπως μᾶς λέει ὁ εὐαγγελιστής Ματθαῖος. Γι’ αὐτούς ὅμως ἦταν μόνο ζήτημα νοοτροπίας ἡ ἀντίδραση. Ἁπλῶς ἦταν ἀσυνήθιστοι νά βλέπουν μιά τέτοια σπατάλη. Ἐνῶ ὁ Ἰούδας εἶχε εἰδικό λόγο νά ἀγανακτεῖ. Τόν δάγκωνε τό πάθος του. Γι’ αὐτό καί ὁ εὐαγγελιστής Ἰωάννης ἀναφέρει μόνο τή δική του ἀντίδραση.
 Ἰούδας Σίμωνος Ἰσκαριώτης: Ὁ Ἰούδας ἦταν ἕνας ἀπό τούς δώδεκα μαθητές τοῦ Κυρίου καί ὀνομαζόταν Ἰσκαριώτης, ἴσως διότι καταγόταν ἀπό τήν πόλη Ἰσκαριώθ ἤ Καριώθ.
 ὁ μέλλων αὐτόν παραδιδόναι: Ἐδῶ φαίνεται πόσο θεόπνευστος καί πνευματοκίνητος εἶναι ὁ εὐαγγελιστής Ἰωάννης. Δέν ἐκφράζει κανένα παράπονο. Δέν λέει κανένα κακό λόγο ἐναντίον τοῦ προδότη Ἰούδα. Μᾶς διηγεῖται μόνο τήν ἱστορία χωρίς νά ἀνακατεύει καθόλου σ’ αὐτή τά δικά του συναισθήματα.

12,6. Εἶπε δέ τοῦτο οὐχ ὅτι περί τῶν πτωχῶν ἔμελεν αὐτῷ, ἀλλ' ὅτι κλέπτης ἦν, καί τό γλωσσόκομον εἶχε καί τά βαλλόμενα ἐβάσταζεν.
 τό γλωσσόκομον: Ἦταν μιά μικρή θήκη ὅπου οἱ αὐλητές (ὀργανοπαῖκτες) ἔβαζαν τή γλῶσσα τοῦ αὐλοῦ. Ἔπειτα ὀνομάσθηκε γλωσσόκομο καί κάθε κιβώτιο ἤ θήκη καί εἰδικώτερα τό σακκούλι ὅπου φύλαγαν τά νομίσματα, τό πορτοφόλι.

12,7. Εἶπεν οὖν ὁ ᾿Ιησοῦς· ἄφες αὐτήν, εἰς τήν ἡμέραν τοῦ ἐνταφιασμοῦ μου τετήρηκεν αὐτό.
 
εἰς τήν ἡμέραν τοῦ ἐνταφιασμοῦ μου τετήρηκεν αὐτό:
Τήν ἔκφραση αὐτή μᾶς τήν ἐξηγοῦν οἱ ἄλλοι εὐαγγελιστές, πού γράφουν· «προέλαβε μυρίσαι μου τό σῶμα εἰς τόν ἐνταφιασμόν» (Μθ 26,12-13· Μρ 14,8-9). Πρίν θάψουν τόν νεκρό, συνήθιζαν νά τόν ἀλείφουν μέ μύρα. Αὐτό λεγόταν ἐνταφιασμός. Ὁ Ἰησοῦς ἀποκαλύπτει ὅτι μυρώνοντάς τον ἡ Μαρία τοῦ προσέφερε ἄθελά της αὐτή τήν τελευταία προσφορά ἀγάπης, διότι σέ λίγες μέρες τό σῶμα του, ἔχοντας ἀκόμη τή μυρωδιά τοῦ μύρου, θά μπεῖ στόν τάφο.

12,10-11. Ἐβουλεύσαντο δέ οἱ ἀρχιερεῖς ἵνα καί τόν Λάζαρον ἀποκτείνωσιν, ὅτι πολλοί δι' αὐτόν ὑπῆγον τῶν Ἰουδαίων καί ἐπίστευον εἰς τόν Ἰησοῦν.
 Ὁ Λάζαρος γίνεται πλέον ἐνοχλητικός στούς φαρισαίους, γιατί ἐξαιτίας του πολλοί ἔτρεχαν νά δοῦν τόν Ἰησοῦ.

12,12-13. Τῇ ἐπαύριον ὄχλος πολύς ὁ ἐλθών εἰς τήν ἑορτήν, ἀκούσαντες ὅτι ἔρχεται ᾿Ιησοῦς εἰς ῾Ιεροσόλυμα, ἔλαβον τά βαΐα τῶν φοινίκων καί ἐξῆλθον εἰς ὑπάντησιν αὐτῷ, καί ἔκραζον· ὡσαννά, εὐλογημένος ὁ ἐρχόμενος ἐν ὀνόματι Κυρίου, βασιλεύς τοῦ ᾿Ισραήλ.
baion ὄχλος πολύς ὁ ἐλθών εἰς τήν ἑορτήν:
Γιά τό Πάσχα μαζεύονταν στά Ἰεροσόλυμα οἱ Ἰουδαῖοι ὅλης τῆς Παλαιστίνης καί τῆς διασπορᾶς. Ὅλοι αὐτοί εἶχαν ἀκούσει γιά τόν Ἰησοῦ καί ἤθελαν νά τόν δοῦν.
 ἔλαβον τά βαΐα τῶν φοινίκων: Βάια λέγονται τά κλαδιά τῶν φοινίκων. Ἦταν σύμβολο θριάμβου κατά τήν ἀρχαιότητα (βλ. Α’ Μακ. 13,51· πρβλ. Ἀπ 7,9), ὅπως ἦταν σέ ἄλλα μέρη τά κλαδιά ἐλιᾶς, δάφνης ἤ πεύκου.
 ὡσαννά, εὐλογημένος... Κυρίου: Ὁ στίχος ἀναφέρεται στόν 117ο ψαλμό (στ. 25-26). Ἡ λέξη «ὡσαννά» εἶναι ἑβραϊκή καί σημαίνει «σῶσον δή», δηλαδή «σῶσε μας, λοιπόν, Κύριε». Μέ τήν κραυγή αὐτή οἱ Ἰουδαῖοι ἀνακηρύσσουν τόν Ἰησοῦ βασιλιά καί περιμένουν ἀπό αὐτόν τή σωτηρία τους.

12,15. Μή φοβοῦ, θύγατερ Σιών· ἰδού ὁ βασιλεύς σου ἔρχεται καθήμενος ἐπί πῶλον ὄνου.
 Τά λόγια αὐτά εἶναι ἀπό τόν προφήτη Ζαχαρία (9,9), ὁ ὁποῖος λέει: «Χαῖρε σφόδρα, θύγατερ Σιών· κήρυσσε, θύγατερ Ἰερουσαλήμ· ἰδού ὁ βασιλεύς σου ἔρχεταί σοι, δίκαιος καί σῴζων αὐτός, πραΰς καί ἐπιβεβηκὼς ἐπί ὑποζύγιον καί πῶλον νέον».

12,17. ᾿Εμαρτύρει οὖν ὁ ὄχλος ὁ ὢν μετ᾿ αὐτοῦ ὅτε τόν Λάζαρον ἐφώνησεν ἐκ τοῦ μνημείου καί ἤγειρεν αὐτόν ἐκ νεκρῶν.
 ὅτε τόν Λάζαρον ἐφώνησεν ἐκ τοῦ μνημείου: Βαθειά ἐντύπωση ἔκανε στόν κόσμο ὄχι μόνο τό ὅτι ἀνέστησε ὁ Χριστός τόν Λάζαρο, ἀλλά καί τό πῶς τόν φώναξε νά βγεῖ ἀπό τό μνῆμα. Αὐτό ἔδειχνε περισσότερο ὅτι δέν εἶναι προφήτης, ὅπως ὁ Ἠλίας καί ὁ Ἐλισσαῖος, ἀλλά εἶναι ὁ Κύριος τῆς ζωῆς καί τοῦ θανάτου.

12,19. Οἱ οὖν Φαρισαῖοι εἶπον πρός ἑαυτούς· θεωρεῖτε ὅτι οὐκ ὠφελεῖτε οὐδέν; Ἴδε ὁ κόσμος ὀπίσω αὐτοῦ ἀπῆλθεν.
 Οἱ φαρισαῖοι βλέποντας τήν ὑποδοχή πού κάνει ὁ λαός στόν Ἰησοῦ ἀγωνιοῦν καί ταράσσονται μήπως δέν πραγματοποιηθεῖ τό σχέδιό τους καί παρακινοῦν ὁ ἕνας τόν ἄλλο νά ἐπισπεύσουν τή σύλληψη.

Τά κυριώτερα νοήματα
 
 1. Ἡ ἀληθινή ἀγάπη κρίνεται ἀπό τά κίνητρά της: Οἱ ἐκδηλώσεις τῆς ἀγάπης ποτέ δέν ζυγίζονται μέ τή ζυγαριά τῆς χρησιμότητος. Τό νά ξοδέψει ἡ Μαρία ἕνα πανάκριβο ἄρωμα γιά ἕνα ἀρωμάτισμα τοῦ Ἰησοῦ, ὁ ἐγκληματικός Ἰούδας τό βλέπει σάν σπατάλη ἀσυγχώρητη, οἱ ἀφώτιστοι μαθητές σάν περιττό ἔξοδο, ἀλλά ὁ Ἰησοῦς τό ἐκτιμᾶ σάν τήν πιό μεγάλη πράξη ἀγάπης. Ὁ Ἰούδας δαγκώνεται καί πληγώνεται ἀπό τό πάθος τῆς φιλαργυρίας του, πού τόν ὤθησε στή μεγαλύτερη προδοσία τῶν αἰώνων. Γι’ αὐτό καί ἀναλαμβάνει τήν «ὑπεράσπιση» τῶν φτωχῶν. Ὅταν τά βασικά πράγματα, ὅπως ἡ πίστη, ἡ ἀγάπη καί ἡ ταπείνωση, λείψουν, τότε οἱ ἐκδηλώσεις τους, ὅπως εἶναι ἡ ἐλεημοσύνη, δέν ἔχουν καμία ἀξία. Καί ἀντίστροφα πάλι, ἐνῶ δέν παύει ποτέ νά εἶναι μεγάλη ἀρετή ἡ ἐλεημοσύνη, ὅμως πράξεις πού κινοῦνται ἀπό τά ἴδια περίπου κίνητρα, μποροῦν νά εἶναι ἀνώτερες καί ἀπό τήν ἐλεημοσύνη. Τή στιγμή πού ὁ Ἰούδας κατακλέπτει τό ταμεῖο τῶν φτωχῶν μαθητῶν πού προορίζεται γιά τούς φτωχούς, πῶς ἔχει τό θράσος νά μιλᾶ γιά ἐλεημοσύνη καί φιλανθρωπία; Τί ἀγάπη γιά τούς φτωχούς μποροῦσε νά φωλιάζει μέσα σέ μιά καρδιά πού δέν εἶχε ἀγάπη γιά τό Διδάσκαλό της;
 Ἡ ἀπάντηση τοῦ Ἰησοῦ στά δῆθεν φιλανθρωπικά αἰσθήματα τοῦ Ἰούδα, «ἄφες αὐτήν, εἰς τήν ἡμέραν τοῦ ἐνταφιασμοῦ μου τετήρηκεν αὐτό…», εἶναι μία πολλαπλή ἀπάντηση σέ ὅλους, τόσο στή Μαρία, πού ἦταν γυναίκα λεπτότητος καί ἀγαποῦσε περιπαθῶς τόν Κύριό της, ὅσο καί στή Μάρθα, στήν ἱκανή γιά δουλειές καί γυναίκα ἀνδρεία (Πρμ 28,29), καί στούς μαθητές. Τή Μαρία τήν παρεξήγησαν, ἄλλοτε μέν ἡ Μάρθα σάν ὀκνηρή καί φυγόπονη καί τώρα οἱ μαθητές σάν ἀνόητη καί νοσηρή καί σπάταλη γυναίκα. Ἀλλά ὁ Ἰησοῦς, αὐτός πού κατασκεύασε τίς ψυχές ὅλων, γνωρίζει καί πῶς λειτουργεῖ ἡ κάθε μιά· μόνον αὐτός εἶδε τό μεγαλεῖο τῆς πράξεως τῆς Μαρίας. Γι’ αὐτό ἀπαντᾶ ὅπως πάντοτε. Πρός τή Μαρία: «Μαρία, θέλεις λοιπόν νά εἶσαι πάντοτε μαζί μέ τόν Διδάσκαλο, νά τόν ἀκοῦς καί ν’ ἀρωματίζεις τά πέλματά του; Μή φοβᾶσαι. Σέ κανένα δέν ἐπιτρέπω νά σοῦ ἀφαιρέσει τήν ἀγαθή αὐτή μερίδα πού σοῦ ἀρέσει καί τήν διάλεξες. Θέλεις νά εἶσαι πάντα μαζί μου; Μαζί μου λοιπόν θά εἶσαι στήν αἰωνιότητα, ἀλλά καί στήν ἱστορία τῆς γῆς· ὅπου θά κηρύττομαι ἐγώ, θά κηρύσσεται καί ἡ πράξη σου. Θά μείνεις γιά πάντα στά Εὐαγγέλιά μου ἀπαθανατισμένη, σ’ αὐτήν ἐδῶ τήν στάση, ν’ ἀλείφεις τά πόδια τοῦ Διδασκάλου σου μέ μύρα. Ὅπου θά λατρεύουν ἐμένα, θά μνημονεύεσαι καί σύ».
 Καί πρός τήν Μάρθα: «Μάρθα, ἐσύ βλέπε τά δικά σου· ποιός σοῦ εἶπε νά μπλεχτεῖς σέ τόσα φαγητά; Δέν ἔφθανε τό ἕνα; Δέν σοῦ ἐπιτρέπω ὅμως νά θίξεις τήν μερίδα τῆς Μαρίας». Πρός τούς μαθητές: «Ἀκοῦστε σεῖς πού σκανδαλίζεσθε. Ὄχι μόνο σᾶς ἀπαγορεύω νά ἐνοχλεῖτε αὐτή τήν κόρη, ἀλλά καί σᾶς διατάζω, ὅταν θά μέ κηρύξετε νά μνημονεύετε μαζί μου κι αὐτήν καί ὅταν θά γράψετε τά εὐαγγέλια, θά σημειῶστε κι αὐτή της τήν πράξη πού γι’ αὐτήν σεῖς ἐνοχληθήκατε. Τό ἀκοῦτε;». Καί πρός τόν Ἰούδα: «Καί σύ, μαύρη ψυχή, πού τόσο ἀγαπᾶς τούς φτωχούς, μάθε ὅτι ἀκόμη θά εὐωδιάζει στά πόδια μου αὐτό τό ἄρωμα, ὅταν μετά ἀπό 4-5 μέρες, θά μέ βάλεις μέ τήν προδοσία σου στόν τάφο. Τί μνημονεύεις τούς φτωχούς; Τί σέ πειράζει αὐτή ἡ σπατάλη, ὅταν μέσα σου μέ ἔχεις ἤδη δολοφονήσει, μέ ἔχεις πουλήσει ἀντί χρημάτων; Γιατί ἡ ἀγάπη ἡ περίσσεια αὐτῆς τῆς κόρης σ’ ἐνοχλεῖ, καί δέν σέ ἐνοχλεῖ ἡ περίσσεια καί ἀδικαιολόγητη κακία σου; Ἔ, λοιπόν, ἀφοῦ σύ ἀδικαιολόγητα μέ στέλνεις στόν τάφο -καί μή νομίσεις ὅτι μοῦ τό κρύβεις-, ἀδικαιολόγητα κι αὐτή μέ μυρώνει γιά τόν ἐνταφιασμό μου».
 Αὐτά τά νοήματα εἶχε γιά τόν καθένα ἀπό τούς παρευρισκόμενους ἡ ἁπλή καί εὐγενική ἀπάντηση τοῦ Ἰησοῦ.
 Πολλές φορές μερικές ψυχές δείχνουν τήν ἀγάπη ἤ τήν πίστη καί τό σεβασμό τους μ’ ἕνα παράξενο καί ἀσυνήθιστο τρόπο. Ὁ Ζακχαῖος ἀνέβηκε στό δένδρο, ὁ ἑκατόνταρχος δέν ἤθελε τόν Κύριο στό σπίτι του, ὁ Πέτρος τοῦ ἔλεγε νά φύγει ἀπό τό πλοιάριό του, ἡ Μαρία σπατάλησε τό πανάκριβο μύρο, ὁ Νέστορας μονομάχησε μέ τόν Λυαῖο. Αὐτά τά πράγματα ἔχουν ἀσύγκριτη ἀξία, ἀλλά γίνονται μόνο μία φορά. Κάθε μίμησή τους ὄχι μόνο δέν ἔχει ἀξία, ἀλλά πολλές φορές εἶναι καί πράξη ἁμαρτωλή. Ἡ πρώτη φορά, τότε πού γίνονται αὐθόρμητα, δείχνει τήν πρόθεση, ἐνῶ οἱ ἄλλες φορές εἶναι προφάσεις σχεδιασμένης ἁμαρτίας. Ὁ Κύριος ἐνδιαφέρεται γιά τήν πρόθεση καί τά κίνητρα καί σύμφωνα μ’ αὐτά κρίνει κάθε μας πράξη.
 2. Ἡ παρουσία τῶν πιστῶν ἐνοχλεῖ τούς ἀπίστους: Ὁ Λάζαρος καί μόνο μέ τό νά ζῆ ἦταν κήρυκας τῆς θεότητος τοῦ Ἰησοῦ. Θά ἦταν ἀνώφελο γιά τούς ἀρχιερεῖς νά φονεύσουν τόν Ἰησοῦ καί ν’ ἀφήσουν τόν Λάζαρο. Καί ὁ Ἰησοῦς μέν «ἁμάρτησε» γιατί ἀνέστησε τόν Λάζαρο. Ἀλλά τί ἁμαρτία ἔκανε ὁ Λάζαρος πού ἀναστήθηκε; Ἐδῶ εἶναι καλό νά συσχετίσουμε τόν παραλυτικό τῆς Βηθεσδά, τόν ἐκ γενετῆς τυφλό καί τόν Λάζαρο, διότι αὐτά τά τρία σημεῖα εἶναι τά σημεῖα πού περισσότερο ἀπ’ ὅλα τ’ ἄλλα προκάλεσαν τήν ἐντύπωση καί τόν θαυμασμό. Εἶναι τά σημεῖα πού ἀποτελοῦν καί ἀπάντηση τούς ἀρχιερεῖς καί φαρισαίους, καί κλήση στήν πίστη καί τήν μετάνοια, καί ἔλεγχο τῆς πωρώσεώς τους. Πρίν ἀπό αὐτά μεγάλο σημεῖο ὑπῆρξε ἡ ἐπίδειξη τοῦ Ἰωάννου Βαπτιστοῦ καί ἡ θεοφάνεια κατά τή βάπτιση. Μετά ἀπό αὐτά τό «σημεῖον Ἰωνᾶ», ἡ ἀνάστασή του. Οἱ ἀρχιερεῖς, οἱ φαρισαῖοι καί ἡ πλειονότητα τῶν Ἰουδαίων σέ ὅσα ἔγιναν κατά τή βάπτιση δέν πίστευσαν. Στά τρία μεγάλα σημεῖα ἔδειξαν προοδευτικά μεγαλύτερη πώρωση καί σκληρότητα. Καί τήν ἔδειξαν πρός τούς ἀνθρώπους πού δέχθηκαν τήν εὐεργεσία τῶν σημείων. Τόν παραλυτικό τόν ἐπέπληξαν, τόν τυφλό τόν πέταξαν ἔξω, τόν Λάζαρο ἀποφάσισαν νά τόν φονεύσουν, νά τόν ἐπαναφέρουν στόν τάφο, γιά νά γίνει ἀνύπαρκτη ἡ ἀνάσταση πού ἔγινε. Τήν τρίτη φορά ἔδειξαν ὅτι καί ἄν ὑποτεθεῖ ὅτι ὁ Ἰησοῦς δέν εἶναι Υἱός τοῦ Θεοῦ, αὐτούς τούς ἐνοχλεῖ πλέον ὁ ἴδιος ὁ Θεός Πατήρ. Γιατί, ποιός ἄλλος ἀνέστησε τόν Λάζαρο ἀπό τούς νεκρούς; Θεομάχοι πιά ἀποδείχτηκαν, καί χριστοκτόνοι θά γίνουν ἀργότερα. «Σύντριμμα καί ταλαιπωρία ἐν ταῖς ὁδοῖς αὐτῶν» (Ψα 13,3).
 3. Ὁ Βασιλιάς Ἰησοῦς: Σέ ἐθνική συνέλευση ὁ Ἰσραήλ ἀναγνωρίζει τόν Ἰησοῦ ὡς τόν Χριστό πού τόσους αἰῶνες ἀνέμενε. Σ’ αὐτήν τήν μεσσιανικότητά του πιστεύει ἀπό τά σημεῖα πού ἔκανε καί μάλιστα ἀπό τήν ἀνάσταση τοῦ Λαζάρου. Τόν χρίει βασιλιά ὄχι ὑποτελῆ στούς Ρωμαίους ἀλλά βασιλιά σάν τόν Δαβίδ, κυρίαρχο καί παντοδύναμο. Καθαιρεῖ αὐτομάτως τόν Ἡρώδη τῆς Γαλιλαίας καί τόν ἐπίτροπο τῆς Ἰουδαίας Πιλᾶτο. Ἔτσι ὁ Ἰσραήλ κάνει αὐτό πού δέν πρόλαβε νά κάνει στήν Γαλιλαία, ὅταν ὁ Ἰησοῦς τούς χόρτασε μέ ἄρτους (Ἰω 6,15). Ὅμως, γιά νά γίνει κάποιος βασιλιάς, δέν ἀρκεῖ νά τόν ἀναγορεύσει ὁ λαός. Πρέπει νά τό δεχθεῖ καί ὁ ἴδιος. Καί ποιός ἄνθρωπος δέν δέχεται πρόθυμα τό βασιλικό χρῖσμα, ὅταν τοῦ τό προσφέρει ὁ λαός; Νά, ὅμως πού ὁ Ἰησοῦς δέν τό δέχεται. Ἤ μᾶλλον, δέχεται μέ ὅρους σκληρούς γιά τόν Ἰσραήλ. Δέχεται νά γίνει βασιλιάς τους αἰώνιος καί πνευματικός, χωρίς νά καθαιρεῖ τούς τυράννους, ὄχι βασιλιάς ἐπίγειος, ἐκδικητής τοῦ Ἰσραήλ καί τύραννος τῶν ἐθνῶν. Πῶς ὅμως νά τά πεῖ ὅλα αὐτά σ’ ἐκεῖνο τό πλῆθος πού παραληροῦσε ἀπό τόν ἐθνικό του ἐνθουσιασμό; Πῶς νά τούς ἀποσπάσει τόν νοῦ ἀπό τά ἐπίγεια καί ὑλικά καί νά τούς χειραγωγήσει σέ νοήματα πνευματικά καί μάλιστα ἐκείνη τήν ὥρα; Ἔχει ὁ Ἰησοῦς τόν τρόπο του. Τούς δίνει τήν ἀπάντηση μέ μιά χειρονομία σιωπηρή πού λέει πολλά. Ζητεῖ ἕνα «ὀνάριον» καί κάθεται πάνω σ’ αὐτό. Ἔτσι ἐπιτελεῖ τόν θρίαμβό του στά Ἰεροσόλυμα. Καί μόνο ἡ θέα τοῦ ὀναρίου ἀρκεῖ νά ἀποθαρρύνει τόν λαό καί νά δώσει ἀρνητική ἀπάντηση στήν ἀναγόρευση. Ὁ ἐπίγειος βασιλιάς ἀνεβαίνει σέ ἵππο πολεμικό καί ὑπερήφανο· τό ὀνάριο σημαίνει· «Ὄχι, ἀπαράδεκτο τό χρῖσμα πού προσφέρετε». Βασιλιά κατακτητή καί ἐκδικητή θέλεις, λαέ; Νά, πάρε τον πάνω σέ ὀνάριο· σοῦ ἀρέσει; Ὁ ἀληθινός Μεσσίας γελοιοποίησε τόν φανταστικό ψευδομεσσία πού εἶχε πλάσει ὁ λαός.
Στεργίου Σάκκου,
Εὐαγγελικές περικοπές (βοήθημα γιά κυκλάρχες)
Παρασκευή, 19 Απρίλιος 2024 00:00

Κυρ. Ὁσίας Μαρίας Αἰγυπτίας Μρ 10,32-45

Ὁ Κύριος προλέγει τόν θάνατό του - Διδασκαλία περί ταπεινοφροσύνης
 

Λέξεις:

32. καί ἦν προάγων αὐτούς ὁ Ἰησοῦς = καί ὁ Ἰησοῦς βάδιζε μπροστά ἀπό αὐτούς
ἐθαμβοῦντο = θάμπωναν, ἦταν κατάπληκτοι
παραλαβών πάλιν = πῆρε πάλι παράμερα
33. κατακρινοῦσιν αὐτόν θανάτῳ = θά τόν καταδικάσουν σέ θάνατο
τοῖς ἔθνεσι = στούς εἰδωλολάτρες
34. ἐμπαίξουσιν αὐτῷ = θά τόν κοροϊδέψουν
35. προσπορεύονται αὐτῷ = πηγαίνουν κοντά του
38. οὐκ οἴδατε τί αἰτεῖσθε = δέν ξέρετε τί ζητᾶτε
δύνασθε πιεῖν = μπορεῖτε νά πιεῖτε
βαπτισθῆναι = νά βαπτισθεῖτε
40. οὐκ ἔστιν ἐμόν δοῦναι ἀλλ’ οἷς ἡτοίμασται = δέν ἐξαρτᾶται ἀπό μένα νά σᾶς τό δώσω, ἀλλά ἀπό αὐτούς γιά τούς ὁποίους ἔχει ἑτοιμασθεῖ
42. οἱ δοκοῦντες ἄρχειν τῶν ἐθνῶν = ἐκεῖνοι πού θεωροῦνται ὅτι εἶναι ἄρχοντες τῶν ἐθνῶν
κατακυριεύουσιν αὐτῶν = τά καταπιέζουν
κατεξουσιάζουν αὐτῶν = τά ἐκμεταλλεύονται
43. οὐχ οὕτω δέ ἔσται ἐν ὑμῖν = δέν θά γίνει τό ἴδιο καί μέ σᾶς
διάκονος = ὑπηρέτης
45. διακονηθῆναι = νά ὑπηρετηθεῖ
διακονῆσαι = νά ὑπηρετήσει
δοῦναι τήν ψυχήν αὐτοῦ = νά δώσει τή ζωή του
λύτρον = ἀντίτιμο, ποσό γιά τήν ἐξαγορά κάποιου
ἀντί πολλῶν = γιά τήν ἐξαγορά πολλῶν

Ἱστορικά - Πραγματολογικά - Ἑρμηνευτικά
 

 Ὅσα μᾶς διηγεῖται ἡ εὐαγγελική μας περικοπή συνέβησαν κατά τό τελευταῖο ἔτος τῆς δημοσίας δράσεως τοῦ Κυρίου, λίγο καιρό πρίν ἀπό τό πάθος του. Ὁ Ἰησοῦς μαζί μέ τούς δώδεκα μαθητές του καί μέ ἄλλους ἀνθρώπους πήγαινε στά Ἰεροσόλυμα, γιά τήν ἑορτή τοῦ Πάσχα, πού πλησίαζε. Στό δρόμο συμβαίνουν τά περιστατικά τῆς περικοπῆς:
 α) Ὁ Κύριος προλέγει τό πάθος του, μέ πολλές λεπτομέρειες (στ. 32-34)
 β) Ὁ Ἰάκωβος καί ὁ Ἰωάννης τοῦ ζητοῦν μία χάρη (στ. 35-40)
 γ) Ὁ Κύριος μιλᾶ στούς μαθητές του περί ταπεινοφροσύνης (στ. 41-45)
 Τά ἴδια περιστατικά διηγεῖται ὁ εὐαγγελιστής Ματθαῖος (20,17-28), ἐνῶ ὁ εὐαγγελιστής Λουκᾶς ἀναφέρει μόνο τήν πρόρρηση τοῦ πάθους (Λκ 18,31-34).

10,32. Ἦσαν δέ ἐν τῇ ὁδῷ ἀναβαίνοντες εἰς Ἰεροσόλυμα· καί ἦν προάγων αὐτούς ὁ ᾿Ιησοῦς, καί ἐθαμβοῦντο, καί ἀκολουθοῦντες ἐφοβοῦντο. καί παραλαβών πάλιν τούς δώδεκα ἤρξατο αὐτοῖς λέγειν τά μέλλοντα αὐτῷ συμβαίνειν.
ἀναβαίνοντες:
Τά Ἰεροσόλυμα βρίσκονταν στό νότιο μέρος τῆς Παλαιστίνης, πού εἶναι ὀρεινό καί ψηλότερο ἀπό τή Β. Παλαιστίνη, τή Γαλιλαία. Γι’ αὐτό ἐκεῖνοι πού πήγαιναν ἀπό τή Γαλιλαία στά Ἰεροσόλυμα ἔλεγαν ὅτι ἀνεβαίνουν.
καί ἦν προάγων αὐτούς ὁ Ἰησοῦς: Ὁ Ἰησοῦς ξέρει ὅτι ἀνεβαίνει στά Ἰεροσόλυμα γιά νά θανατωθεῖ κι ὅμως στήν πορεία αὐτή πηγαίνει μπροστά. Ὅπως ἑρμηνεύουν οἱ πατέρες, αὐτό δείχνει ὅτι δέν ἀποφεύγει τό πάθος, ἀλλά τό ἐπιζητεῖ.
  Ἡ εἰκόνα μᾶς θυμίζει τήν εἰκόνα τοῦ ποιμένα. Στήν Παλαιστίνη προπορεύεται ὁ βοσκός καί ἀκολουθοῦν τά πρόβατα (ἐνῶ στήν πατρίδα μας συνήθως γίνεται τό ἀντίστροφο). Καί ὁ Ἰησοῦς, ὁ Καλός Ποιμένας, πού θά ὑπογράψει σέ λίγο τήν ἀγάπη του γιά τό ποίμνιο μέ τή θυσία του, πάει μπροστά ὁδηγώντας τό κοπάδι του.
 καί παραλαβών πάλιν τούς δώδεκα: Ὁ Κύριος εἶχε μιλήσει κι ἄλλες φορές στούς μαθητές του γιά τό πάθος του (Μθ 16,21· 27,22· Μρ 8,31· Λκ 9,22). Ἐπειδή ὅμως ἦταν φυσικό νά τό λησμονοῦν γιατί δέν ἤθελαν νά συμβεῖ, συνεχῶς τούς τό ὑπενθυμίζει γυμνάζοντάς τους ἔτσι καί προετοιμάζοντάς τους ὥστε νά μή λυπηθοῦν ὅταν θά ἔρθει ὁ καιρός.
 Ὁ εὐαγγελιστής Ματθαῖος προσθέτει ὅτι ὁ Κύριος πῆρε τούς μαθητές του κατ’ ἰδίαν γιά νά τούς μιλήσει γιά τό πάθος του. Καί ὁ ἱ. Χρυσόστομος ἑρμηνεύει ὅτι: «Ἦταν ἀνάγκη νά μιλήσει ἰδιαίτερα στούς μαθητές του γι’ αὐτό τό θέμα, χωρίς νά πάρει εἴδηση ὁ κόσμος, γιατί θά ταράσσονταν πολύ. Ἐξάλλου, καί στόν πολύ κόσμο προεῖπε ὁ Κύριος τό πάθος του, ἀλλά καλυμμένα· "Λύσατε τόν ναόν τοῦτον καί ἐν τρισίν ἡμέραις ἐγερῶ αὐτόν" (Ἰω 2,19), "σημεῖον οὐ δοθήσεται εἰ μή τό σημεῖον Ἰωνᾶ τοῦ προφήτου" (Μθ 16,4· Λκ 11,29), "μικρόν χρόνον μεθ’ ὑμῶν εἰμι καί ζητήσετέ με καί οὐχ εὑρήσετε" (Ἰω 7,34).
 Καί στούς μαθητές στήν ἀρχή μίλησε πιό καλυμμένα. Τώρα ὅμως πού ἔχουν γυμνασθεῖ μέ τήν προσδοκία τοῦ πάθους, ἀποκαλύπτει καί λεπτομέρειες, γιά νά μή σκανδαλισθοῦν, ἀλλά νά εἶναι ἕτοιμοι νά τό δεχθοῦν.

10,33. Ὅτι ἰδού ἀναβαίνομεν εἰς Ἰεροσόλυμα καί ὁ υἱός τοῦ ἀνθρώπου παραδοθήσεται τοῖς ἀρχιερεῦσι καί γραμματεῦσι, καί κατακρινοῦσιν αὐτόν θανάτῳ καί παραδώσουσιν αὐτόν τοῖς ἔθνεσι.
 παραδοθήσεται τοῖς ἀρχιερεῦσι καί τοῖς γραμματεῦσι: Γιά τήν ἐκπλήρωση τῆς προφητείας αὐτῆς βλέπε· Μρ 14,53.65· πρβλ. Μθ 26,14-16· Λκ 22,66-71· Ἰω 18,12-27.
 κατακρινοῦσιν αὐτόν θανάτῳ: Γιά τήν καταδίκη τοῦ Ἰησοῦ εἰς θάνατον βλέπε· Μρ 14,64· πρβλ. Μθ 26,59-66· Λκ 22,71· Ἰω 18.
 καί παραδώσουσιν αὐτόν τοῖς ἔθνεσιν: Ὅλους ἐκείνους πού δέν ἦταν Ἰουδαῖοι, οἱ Ἰουδαῖοι τούς ἔλεγαν ἐθνικούς ἤ ἔθνη. Ἐδῶ ὁ Κύριος ἐννοεῖ τούς Ρωμαίους κατακτητές, πού ἦταν εἰδωλολάτρες. Ὅταν λέει ὅτι θά τόν παραδώσουν στά ἔθνη, εἶναι ὅπως θά λέγαμε ἐμεῖς στήν Κατοχή ὅτι τόν παρέδωσαν στούς Γερμανούς. Τό Συνέδριο τῶν Ἰουδαίων ἔπαιρνε ἀποφάσεις, ἀλλά γιά νά ἔχουν ἰσχύ οἱ ἀποφάσεις αὐτές ἔπρεπε νά τίς ἐπικυρώσει ὁ Ρωμαῖος ἡγεμόνας. Δέν μποροῦσε νά ἐκτελεσθεῖ καμία θανατική ποινή, ἄν προηγουμένως δέν τήν ἐνέκριναν οἱ κατακτητές Ρωμαῖοι. Γι’ αὐτό ὁ Κύριος θά παραδοθεῖ ἀπό τούς Ἰουδαίους στούς εἰδωλολάτρες. Βλ. Μρ 15,1 ὅπου ὁδηγεῖται στόν ἐθνικό ἡγεμόνα Πιλᾶτο (πρβλ. Μθ 27,2• Λκ 23,1• Ἰω 18,28).

10,34. καί ἐμπαίξουσιν αὐτῷ καί μαστιγώσουσιν αὐτόν καί ἐμπτύσουσιν αὐτῷ καί ἀποκτενοῦσιν αὐτόν, καί τῇ τρίτῃ ἡμέρᾳ ἀναστήσεται.
 καί ἐμπαίξουσιν, αὐτῷ καί μαστιγώσουσιν αὐτόν καί ἐμπτύσουσιν αὐτῷ:
Μέ θαυμαστή ἀκρίβεια προλέγει ὁ Κύριος τούς ἐμπαιγμούς (βλ. Μθ 27,28-29· Μρ 15,16-19· Λκ 22,63-65· 23,11· Ἰω 19,2-3), τή μαστίγωση (βλ. Μθ 27,26·Μρ 15,15· Ἰω 19,1) κι αὐτούς ἀκόμη τούς ἐμπτυσμούς (βλ. Μθ 26,67· 27,30· Μρ 15,19).
 καί τῇ τρίτῃ ἡμέρα ἀναστήσεται: Καί ἡ τριήμερος ἀνάσταση βεβαιώνεται ἀπό τά εὐαγγέλια (βλ. Μθ 28,1ἑ.· Μρ 16,1ἑ.· Λκ 24,1ἑ.· Ἰω 20,1ἑ.)

10,35. Καί προσπορεύονται αὐτῷ ᾿Ιάκωβος καί ᾿Ιωάννης υἱοί Ζεβεδαίου λέγοντες· διδάσκαλε, θέλομεν ἵνα ὃ ἐάν αἰτήσωμεν ποιήσῃς ἡμῖν.
prorissi pathous καί προσπορεύονται Ἰάκωβος καί Ἰωάννης:
Κατά τόν εὐαγγελιστή Ματθαῖο (20,20) ἡ μητέρα τῶν δύο ἀδελφῶν πλησίασε τόν Κύριο καί τοῦ ζήτησε τή χάρη γιά τούς δύο γιούς της. Ἡ λεπτομέρεια αὐτή δέν σημαίνει ὅτι διαφωνοῦν μεταξύ τους οἱ δύο εὐαγγελιστές. Ἦταν πράγματι πολύ φυσικό οἱ μαθητές νά ὑπέβαλαν τό αἴτημά τους στόν Κύριο διά μέσου τῆς μητέρας τους, ἡ ὁποία ἀνῆκε στόν κύκλο τῶν μαθητριῶν τοῦ Κυρίου, πού τόν συνόδευαν στίς περιοδεῖες του, γιά νά περιποιοῦνται αὐτόν καί τούς μαθητές του. Δέν ἀποκλείεται νά ζήτησε πρῶτα τή χάρη ἡ μητέρα καί νά πλησίασαν ἔπειτα καί οἱ μαθητές κοντά στόν Ἰησοῦ γιά νά τοῦ ποῦν κι αὐτοί τήν ἐπιθυμία τους. Ὁ εὐαγγελιστής Μᾶρκος, πού διηγεῖται τά περιστατικά μέ περισσότερη συντομία, δέν ἀναφέρει τή μητέρα τῶν μαθητῶν.

10,37. Οἱ δέ εἶπον αὐτῷ· δός ἡμῖν ἵνα εἷς ἐκ δεξιῶν σου καί εἷς ἐξ εὐωνύμων σου καθίσωμεν ἐν τῇ δόξῃ σου.
 Στήν Π. Διαθήκη ὑπάρχει ἡ ἔκφραση «υἱός τοῦ ἀνθρώπου» μέ τή σημασία τοῦ ἰσραηλιτικοῦ λαοῦ. Ὅταν ὁ Κύριος ἔλεγε ὅτι ὁ Υἱός τοῦ ἀνθρώπου θά πάθει καί θά σταυρωθεῖ κτλ., οἱ μαθητές τό ἐξηγοῦσαν ὅτι ὁ Ἰσραήλ θά ταλαιπωρηθεῖ, ὅπως καί ταλαιπωροῦνταν, καί στή συνέχεια ὁ Μεσσίας θά τόν ἀπαλλάξει ἀπό τά δεινά.
 Ἔτσι, ἀφοῦ ὁ Κύριος μίλησε γιά ἀνάσταση, οἱ μαθητές κατάλαβαν ὅτι θά ἐπακολουθήσει ἡ δόξα του. Χωρίς νά ἐμποδισθοῦν καθόλου ἀπό τό πάθος, ἀφοῦ τό ἀπέδιδαν στά βάσανα πού ἤδη εἶχε τραβήξει ὁ ἰσραηλιτικός λαός, ἐνθουσιάζονταν ἀπό τή δόξα τῆς ἀναστάσεως.
 Εἶχαν ἤδη ἀκούσει ἀπό τόν Κύριο ὅτι, ὅταν θά καθίσει στό θρόνο του, θά καθίσουν καί οἱ 12 μαθητές μαζί του σέ 12 θρόνους. Γι’ αὐτό βιάζονται νά πιάσουν τίς καλύτερες θέσεις κοντά του. Δεξιά καί ἀριστερά τοῦ βασιλιᾶ ἦταν οἱ πιό τιμητικές θέσεις, ὅπου κάθονταν οἱ σπουδαιότεροι ὑπουργοί.

10,38. Ὁ δέ ᾿Ιησοῦς εἶπεν αὐτοῖς· οὐκ οἴδατε τί αἰτεῖσθε. δύνασθε πιεῖν τό ποτήριον ὃ ἐγώ πίνω, καί τό βάπτισμα ὃ ἐγώ βαπτίζομαι βαπτισθῆναι;
 «Ποτήριον» ὀνομάζει ὁ Κύριος τό θάνατό του στήν προσευχή τῆς Γεθσημανῆ· «παρελθέτω τό ποτήριον τοῦτο ἀπ’ ἐμοῦ» (Μθ 26,39).
 Τή λέξη «βάπτισμα» χρησιμοποιεῖ ὁ Κύριος ὅταν μιλᾶ γιά τό πάθος του («βάπτισμα ἔχω βαπτισθῆναι καί πῶς συνέχομαι ἕως οὗ τελεσθῇ!», Λκ 12,50).

10,41. καί ἀκούσαντες οἱ δέκα ἤρξαντο ἀγανακτεῖν περί ᾿Ιακώβου καί ᾿Ιωάννου.
 Καί οἱ ὑπόλοιποι μαθητές καταλάβαιναν καί ἐξηγοῦσαν τά λόγια τοῦ Κυρίου ὅπως οἱ δύο γιοί τοῦ Ζεβεδαίου. Νόμιζαν ὅτι στά Ἰεροσόλυμα πού πᾶνε θά δοξασθεῖ ὁ δάσκαλός τους καί θά πάρουν κι αὐτοί ἀπό τή δόξα του. Γι’ αὐτό καί ἀγανακτοῦν ὅταν βλέπουν τόν Ἰάκωβο καί τόν Ἰωάννη νά ζητοῦν τίς πιό καλές θέσεις γιά τόν ἑαυτό τους.

10,43. οὐχ οὕτω δέ ἔσται ἐν ὑμῖν, ἀλλ᾿ ὃς ἐάν θέλῃ γενέσθαι μέγας ἐν ὑμῖν, ἔσται ὑμῶν διάκονος.
 διάκονος:
Λέγεται αὐτός πού εἶναι κατασκονισμένος (διά + κόνις=σκόνη). Θά εἶναι διάκονος σημαίνει θά τρέχει, θά ἱδρώνει καί θά κουράζεται γιά νά ἀπολαμβάνουν οἱ ἄλλοι. Θά εἶναι ἕνας ταπεινός ὑπηρέτης.

10,45. καί γάρ ὁ υἱός τοῦ ἀνθρώπου οὐκ ἦλθε διακονηθῆναι, ἀλλά διακονῆσαι, καί δοῦναι τήν ψυχήν αὐτοῦ λύτρον ἀντί πολλῶν.
 λύτρον:
Στά παλιά τά χρόνια οἱ ἐπιδρομεῖς αἰχμαλώτιζαν πολλούς ἀνθρώπους καί τούς πουλοῦσαν σκλάβους. Ἀλλά οἱ συγγενεῖς τῶν αἰχμαλώτων φρόντιζαν καί τούς εὕρισκαν ποῦ εἶναι, πλήρωναν χρήματα καί τούς ἐξαγόραζαν, γιά νά εἶναι πάλι ἐλεύθεροι νά γυρίσουν στό σπίτι τους. Τό χρηματικό ποσό πού ἔδιναν γιά νά τούς ἐλευθερώσουν λέγεται «λύτρον». Ἀπό ἐδῶ βγαίνει καί τό ρῆμα «λυτρώνω», πού σημαίνει ἐξαγοράζω καί ἀπελευθερώνω κάποιον.
 δοῦναι τήν ψυχήν αὐτοῦ λύτρον ἀντί πολλῶν: Οἱ ἄνθρωποι ὅλοι μετά τό προπατορικό ἁμάρτημα ἤμασταν αἰχμάλωτοι τοῦ θανάτου, γιατί καρπός τῆς ἁμαρτίας εἶναι ὁ θάνατος. Ὁ Χριστός ἦρθε καί μᾶς ἐξαγόρασε ἀπό τή σκλαβιά τοῦ θανάτου, δίνοντας σάν λύτρο τή δική του ζωή. Γι’ αὐτό λέει «νά δώσει τή ζωή του λύτρο γιά πολλούς».

Τά κυριώτερα νοήματα

 1. Πρόρρηση τοῦ πάθους: Ὁ Κύριος προλέγει στούς μαθητές του τό πάθος καί τό θάνατο πού μέλλει νά πάθει. Τούς εἶπε μέ δύο λόγια ὅλη τήν οὐσία. Ὅταν φθάσουν στά Ἰεροσόλυμα, θά παραδώσουν τόν Υἱό τοῦ ἀνθρώπου στούς ἀρχιερεῖς καί στούς θρησκευτικούς ἄρχοντες. Αὐτοί θά τόν καταδικάσουν εἰς θάνατον, καί στή συνέχεια θά τόν παραδώσουν στούς ρωμαίους ἄρχοντες, οἱ ὁποῖοι θά τοῦ κάνουν τρία πράγματα :
 α) Θά τόν ἐμπαίξουν, δηλαδή θά σπάσουν πλάκα μ’ αὐτόν δίνοντάς του καρπαζιές, φτυσίματα, ντύνοντάς τον μ’ ἕνα παλιωμένο βασιλικό ροῦχο, βάζοντάς του στέμμα ἀπό ἀγκάθια, κτλ.
 β) Θά τόν μαστιγώσουν μέ τόν βούρδουλα.
 γ) Θά τόν σταυρώσουν. Μετά τό θάνατό του ὅμως θά ἀναστηθεῖ.
 Κι ἐνῶ ὅλα αὐτά τά γνωρίζει ὁ Κύριος καί μάλιστα μέ τόσες λεπτομέρειες, ἄφοβος προχωρεῖ πρός τά Ἰεροσόλυμα, πρός τό πάθος. Ἔτσι δίνει ἕνα ἁπλό μάθημα στούς μαθητές του, οἱ ὁποῖοι σέ λίγο θά τόν δοῦν νά ἐξευτελίζεται καί νά πάσχει σάν ὁ τελευταῖος κατάδικος. Προλέγοντας τό πάθος τούς προετοιμάζει γιά νά μή σκανδαλισθοῦν. Ἀλλά καί σ’ ὅλους τούς ἀνθρώπους ὅλων τῶν αἰώνων αὐτή ἡ στάση τοῦ Ἰησοῦ εἶναι ἕνα μάθημα καί μία ἀπόδειξη ὅτι θεληματικά ὡς κύριος τοῦ ἑαυτοῦ του καί τῆς καταστάσεως ὅλης ἔδωσε τόν ἑαυτό του γιά τή σωτηρία τῶν ἀνθρώπων. Ἀποδεικνύει αὐτό πού καί ὁ ἴδιος λέει στούς μαθητές του, ὅτι σάν καλός ποιμένας δίνει τή ζωή του γιά χάρη τῶν προβάτων του· «οὐδείς αἴρει αὐτήν ἀπ᾿ ἐμοῦ, ἀλλ᾿ ἐγώ τίθημι αὐτήν ἀπ᾿ ἐμαυτοῦ» (Ἰω 10,18). Ἔτσι δείχνει ὁ Χριστός α) τήν παγγνωσία του καί β) τήν ἀγάπη του γιά τόν ἄνθρωπο.
 2. Ἡ ἀνοησία τῶν μαθητῶν: Ἐνῶ ὁ Κύριος μιλᾶ τόσο καθαρά στούς μαθητές γιά τό πάθος του, αὐτοί φαντάζονται ἄλλα ἀντ’ ἄλλων. Φαντάζονται ὅτι τώρα πού θά μποῦν στά Ἰεροσόλυμα γιά νά κάνουν Πάσχα, ὁ Ἰησοῦς θά φανατίσει τό λαό καί θά κάνει ἐπανάσταση. Θά διώξει τούς Ρωμαίους, θά γίνει βασιλιάς κι αὐτούς θά τούς κάνει ὑπουργούς καί πρωθυπουργούς. Δύο μαθητές μάλιστα, ὁ Ἰάκωβος καί ὁ Ἰωάννης, ζητοῦν νά τούς βάλει δεξιά καί ἀριστερά στό θρόνο του, δηλαδή νά τούς δώσει τά δύο μεγαλύτερα ἀξιώματα τοῦ κράτους. Ὁ Κύριος τούς λέει· Μπορεῖτε νά πιεῖτε τό ποτήρι πού θά πιῶ ἐγώ; Καί βέβαια μποροῦμε, ἀπαντοῦν αὐτοί. Φαντάζονταν ὅτι τήν ὥρα πού ὁ Ἰησοῦς θά στέφεται βασιλιάς, θά τοῦ δώσουν νά πιεῖ ἀπό ἕνα ποτήρι κρασί, ὅπως δίνουν σ’ αὐτούς πού παντρεύονται, κι ὅποιος θά πιεῖ ἀπ’ αὐτό, ὅπως πίνει καί ὁ κουμπάρος, θά γίνει ὁ δεύτερος τοῦ κράτους. Ὁ Χριστός ὅμως ἐννοοῦσε τό πικρό ποτήρι τοῦ σταυροῦ καί τοῦ θανάτου.
 Οἱ ἄλλοι μαθητές ἀγανακτοῦν μέ τούς δύο συμμαθητές τους πού ἔβαζαν τά μέσα γιά νά καταλάβουν τίς καλύτερες θέσεις, γιατί κι αὐτοί εἶχαν τά ἴδια πάθη. Ἔτσι βλέπουμε πώς αὐτοί οἱ ἐκλεκτοί, πού τούς διάλεξε ὁ Χριστός ἀπό τόν κόσμο, παρουσιάζονται τόσο φτωχοί καί τιποτένιοι, πού εἶναι πράγματι ν’ ἀπορεῖ κανείς μαζί τους. Πῶς δέν κατάλαβαν τίποτε, πῶς δέν ἐπηρεάστηκαν καθόλου τόσο καιρό κοντά σ’ ἕνα τέτοιο δάσκαλο; Ἀλλά ἐπίτηδες ὁ Χριστός διάλεξε τέτοιους ἀνθρώπους γιά μαθητές του κι ἀφήνει νά δοῦμε καθαρά καί τά πάθη καί τίς ἀδυναμίες τους, γιά νά καταλάβουμε στή συνέχεια τί τούς πρόσθεσε ἡ χάρη τοῦ Θεοῦ καί πόσο τούς ἄλλαξε τό Πνεῦμα τό ἅγιο.
 3. Ἡ δύναμη τῆς ταπεινοφροσύνης: Ὁ Κύριος λέει στούς μαθητές του: Νά ξέρετε ὅτι στή δική μου βασιλεία τά ἀξιώματα πᾶνε ἀνάποδα. Στά σημερινά κράτη οἱ ἀνώτεροι πατᾶνε πάνω στούς κατωτέρους. Μέ τή βασιλεία μου θά γίνει ἀλλιῶς. Οἱ ἀνώτεροι θά εἶναι δοῦλοι τῶν κατωτέρων. Αὐτοί θά τρέχουν, θά ἱδρώνουν, θά ἐξευτελίζονται, γιά ν’ ἀπολαύσουν οἱ κατώτεροι. Πρέπει οἱ ἀξιωματοῦχοι νά μοιάζετε μέ μένα τόν βασιλιά σας. Ἔτσι δέν κάνω ἐγώ; Ἦρθα νά ὑπηρετήσω κι ὄχι νά μέ ὑπηρετήσουν. Τί λέτε, σᾶς ἀρέσει τώρα; Καί στό τέλος θά χρειασθεῖ νά πεθάνετε κιόλας, γιατί κι ἐγώ, ἡ κυριώτερη δουλειά πού ἦρθα νά κάνω, αὐτή εἶναι. Νά δώσω τή ζωή μου γιά νά κερδίσουν ὅλοι οἱ ἄλλοι. Σᾶς ἀρέσει;
 4. Τό πάθος τῆς φιλοδοξίας: Ἡ στάση τῶν μαθητῶν μᾶς δίνει τήν εὐκαιρία νά μελετήσουμε τό πάθος τῆς φιλοδοξίας, καί νά παρατηρήσουμε ὁρισμένα χαρακτηριστικά του. Ὁ φιλόδοξος εἶναι:
 α) ἄπονος. Ἐνῶ ὁ Κύριος μιλᾶ γιά πάθος, γιά σταύρωση, οἱ μαθητές σκέπτονται πρωτοκαθεδρίες χωρίς νά συμπονοῦν τόν διδάσκαλο. Ὁ φιλόδοξος πάντοτε κάνει κέντρο τοῦ παντός τόν ἑαυτό του καί ζητᾶ νά ἱκανοποιήσει τό πάθος του ἀδιαφορώντας γιά τούς ἄλλους. Δέν διστάζει νά ἐκμεταλλευτεῖ τίς περιστάσεις μέ σκληρότητα, φθάνει νά ἐπιτύχει αὐτό πού θέλει.
 Ἡ φιλοδοξία ἔκανε τόν Ἀβεσσαλώμ νά ἐπαναστατήσει κατά τοῦ πατέρα του. Καί μία αὐτοκράτειρα τοῦ Βυζαντίου, ἡ Εἰρήνη ἡ Ἀθηναία, ἐξ αἰτίας τῆς φιλοδοξίας, ἔφθασε νά τυφλώσει ἡ ἴδια τό παιδί της, γιά νά μπορεῖ ἔτσι νά κρατᾶ τό θρόνο.
 β) πονηρός καί ἀδίστακτος. Εἶναι ἱκανός γιά τά πάντα. Χρησιμοποιεῖ μέσα νόμιμα ἀλλά καί παράνομα. Δέχεται ταπεινώσεις καί ἐξευτελισμούς καί ὑποτάσσεται πρόθυμα σ' ἐκεῖνον πού θά τοῦ ὑποσχεθεῖ νά τόν βοηθήσει. Σάν τόν χαμαιλέοντα ἀλλάζει διαρκῶς τρόπους συμπεριφορᾶς καί προ¬σαρμόζεται στό περιβάλλον του γιά νά ἐπιτύχει αὐτό πού ζητᾶ.
 γ) ἀχόρταγος. Ὅσο περισσότερο δοξάζεται, τόσο πιό πολύ διψᾶ γιά τή δόξα. Τό πάθος εἶναι μιά φωτιά ἄσβηστη μέσα του. Δέν χορταίνει μέ τίποτε.
 Ὁ τύπος τοῦ φιλόδοξου εἶναι πολύ συνηθισμένος στή ζωή μας. Δέν πάσχει ἀπό φιλοδοξία μόνο ὁ στρατηγός, ὁ ἄρχοντας, αὐτός πού κατέχει μιά ὑψηλή θέση. Καί στά πιό ταπεινά στρώματα τῆς κοινωνίας συναντοῦμε τόν φιλόδοξο. Κι ὅπως λέει καί τό ἀρχαῖο γνωμικό· ''πολλοί τά πλούτη ἐμίσησαν, τήν δόξαν οὐδείς''.
 Καθημερινά συναντοῦμε φιλόδοξους ἀνθρώπους. Φιλόδοξα σκέπτονται καί ζοῦν οἱ οἰκογένειες ἐκεῖνες πού κάνουν ἔξοδα καί καταστρέφονται οἰκονομικά γιά νά φαντάξουν καί νά κάνουν ἐπίδειξη. Ἡ φιλοδοξία σπρώχνει πολλούς νέους στήν ἁμαρτία καί τή διαφθορά.
 Ἀλλά ἡ περικοπή μας, πού μᾶς παρουσιάζει τό φοβερό πάθος τῆς φιλοδοξίας, μᾶς ὑποδεικνύει καί τά μέσα γιά τή θεραπεία του. Καί νά ποιά εἶναι αὐτά:
 α) Ἡ ἐπίγνωση τῆς ἀγνοίας μας. Πολλές φορές ζητοῦμε κι ἀγωνιζόμαστε μ’ ὅλες μας τίς δυνάμεις γιά πράγματα πού φαντάζουν σπουδαῖα στά μάτια μας, ἐνῶ στήν πραγματικότητα δέν εἶναι τίποτε. Ὅταν ἀναγνωρίσουμε αὐτή τήν ἄγνοιά μας, θά ἀφήσουμε πάντοτε ἕνα περιθώριο στά σχέδια καί τίς ἐπιδιώξεις μας καί δέν θά ἐξαρτοῦμε τό πᾶν ἀπό αὐτά. Γιά νά εἴμαστε σίγουροι γιά τήν πραγματική ἀξία αὐτῶν πού ἐπιδιώκουμε πρέπει νά ζητοῦμε πάντα τό θέλημα τοῦ Θεοῦ.
 β) Ἡ σκέψη ὅτι ἡ ἀληθινή δόξα δέν βρίσκεται στή γῆ. Ἡ ζωή μας πάνω στή γῆ εἶναι ἕνας ἀγώνας, πού τό ἔπαθλό του θά μᾶς δοθεῖ στόν οὐρανό. Ἐκεῖ θά τό ἀπολαύσουμε. Γι’ αὐτό, νά μήν ἀφήνουμε τόν ἑαυτό μας νά ριζώνει καί νά ξεχνιέται στή γῆ, ἀλλά νά τόν βοηθοῦμε νά καλλιεργεῖ πόθους καί ὄνειρα γιά τήν αἰωνιότητα.
 γ) Ὁ σταυρός τοῦ Κυρίου μας. Τό σημεῖο πάνω στό ὁποῖο ταπεινώθηκε ἡ ὑπέρτατη δόξα, εἶναι τό πιό δραστικό φάρμακο κατά τῆς φιλοδοξίας μας. Ὁ Θεός, πού ἔκλινε οὐρανούς καί κατέβη, ἦρθε στή γῆ ὄχι γιά νά διακονηθεῖ ἀλλά γιά νά διακονήσει, ἦρθε γιά νά πλουτίσει τούς φτωχούς μέ τήν ἑκούσια φτώχεια του καί νά δώσει τή ζωή του λύτρον ἀντί πολλῶν.
 Μπροστά στό σταυρό του ἄς ταπεινωθοῦμε κι ἄς κάψουμε κάθε γήινη φιλοδοξία μας, σάν θυσία εὐπρόσδεκτη στόν μεγάλο βασιλιά καί κυβερνήτη τοῦ κόσμου.

Στεργίου Σάκκου,
Εὐαγγελικές περικοπές (Βοήθημα γιά κυκλάρχες)
Παρασκευή, 12 Απρίλιος 2024 02:00

Κυρ. Ἰωάννου τῆς Κλίμακος Μρ 9,17-31

Ἡ θεραπεία τοῦ σεληνιαζομένου παιδιοῦ
Λέξεις
18. ὅπου ἄν αὐτόν καταλάβῃ = ὅπου τόν πιάσει
ρήσσει αὐτόν = τόν κατασπαράσσει
ξηραίνεται = γίνεται ξερός
οὐκ ἴσχυσαν = δέν μπόρεσαν
19. ἕως πότε πρός ὑμᾶς ἔσομαι; = ὥς πότε θά εἶμαι μαζί σας;
20. ἐσπάραξεν αὐτόν = τόν τάραξε
22. παιδιόθεν = ἀπό παιδί
εἰς πῦρ ἔβαλε=τόν ἔρριξε στή φωτιά
εἴ τι δύνασαι = ἄν μπορεῖς νά κάνεις κάτι
23. εἰ δύνασαι πιστεῦσαι = ἄν μπορεῖς νά πιστέψεις
25. ἐπισυντρέχει ὄχλος = μαζεύεται κι ἄλλος κόσμος
ἐπετίμησε τῷ πνεύματι τῷ ἀκαθάρτῳ = ἐπιτίμησε τό ἀκάθαρτο πνεῦμα
ἐγώ σοι ἐπιτάσσω = ἐγώ σέ προστάζω
μηκέτι=ποτέ πιά.
26. πολλά σπαράξαν = ἀφοῦ τόν τάραξε δυνατά
27. τῆς χειρός = ἀπό τό χέρι
ἤγειρεν αὐτόν = τόν σήκωσε καί ἀνέστη = καί σηκώθηκε
28. κατ΄ ἰδίαν = ἰδιαίτερα
29. ἐν οὐδενί = μέ τίποτε
30. παρεπορεύοντο = περνοῦσαν
31. ἀποκτενοῦσιν αὐτόν = θά τόν σκοτώσουν
Ἱστορικά - Πραγματολογικά - Ἑρμηνευτικά
 Τό περιστατικό τῆς θεραπείας τοῦ δαιμονισμένου παιδιοῦ, τό ἀναφέρει καί ὁ εὐαγγελιστής Ματθαῖος (Μθ 17,14-21) καί ὁ Λουκᾶς (Λκ 9,37-43), ἀλλά ὁ εὐαγγελιστής Μᾶρκος τό παρουσιάζει μέ περισσότερες λεπτομέρειες. Λίγο πιό πρίν οἱ εὐαγγελιστές μιλοῦν γιά τή Μεταμόρφωση τοῦ Κυρίου. Ἐκεῖ οἱ τρεῖς μαθητές (Πέτρος, Ἰάκωβος, Ἰωάννης) πού ἦταν μαζί του τόν εἶδαν στή θεϊκή του δόξα νά συζητᾶ μέ τούς δύο μεγάλους προφῆτες Μωυσῆ καί Ἠλία. Κατεβαίνοντας ἀπό τό ὄρος τῆς Μεταμορφώσεως καί ἀπό τό θεϊκό κλῖμα ὅπου εἶχαν ζήσει, συναντοῦν τούς ἄλλους μαθητές περιστοιχισμένους ἀπό γραμματεῖς καί φαρισαίους νά συζητοῦν. Ἀφορμή γιά τή συζήτηση τούς ἔδωσε ἕνα θλιβερό περιστατικό. Ἕνας πατέρας εἶχε φέρει τό δαιμονισμένο παιδί του καί οἱ μαθητές δέν μπόρεσαν νά τό θεραπεύσουν.
 Ἡ ἐμφάνιση τοῦ Ἰησοῦ διακόπτει τή συζήτηση καί στρέφει τήν προσοχή ὅλων πρός αὐτόν.
 
 9,17. Καί ἀποκριθείς εἷς ἐκ τοῦ ὄχλου εἶπε· διδάσκαλε, ἤνεγκα τόν υἱόν μου πρός σε, ἔχοντα πνεῦμα ἄλαλον.
 Εἷς ἐκ τοῦ ὄχλου: Εἶναι ὁ πατέρας τοῦ δαιμονισμένου παιδιοῦ. Ὁ εὐαγγελιστής δέν μᾶς ἀναφέρει τό γένος, τήν πατρίδα, τή θρησκεία του κι οὔτε καμία ἄλλη πληροφορία γιά τή ζωή τοῦ ἀνθρώπου αὐτοῦ μᾶς δίνει. Μᾶς δίνει τόσα μόνο ὅσα χρειάζονται καί δέν ἀναφέρει περιττά πράγματα. Ὁ εὐαγγελιστής Ματθαῖος μᾶς λέει ὅτι ὁ πονεμένος πατέρας γονάτισε μπροστά στόν Ἰησοῦ.
 ἤνεγκα τόν υἱόν μου πρός σε: Ὁ εὐαγγελιστής Λουκᾶς μᾶς πληροφορεῖ πώς ὁ υἱός αὐτός ἦταν μονογενής (Λκ 9,38).
 ἔχοντα πνεῦμα ἄλαλον: Ὁ εὐαγγελιστής Ματθαῖος λέει «σεληνιάζεται» (Μθ 17,14). Ἐπειδή ἡ ἀρρώστια αὐτή ἐκδηλωνόταν ὅταν ἡ σελήνη ἦταν πανσέληνος, οἱ ἄνθρωποι τήν ὀνόμασαν σεληνιασμό. Ἀλλά αὐτό εἶναι ἁπλῶς μία λαϊκή δοξασία. Ἡ ἀρρώστια δέν ἔχει καμία σχέση μέ τή σελήνη. Ὁ ἱερός Χρυσόστομος λέει: Δέν εἶναι ἡ σελήνη αἰτία τοῦ σεληνιασμοῦ, ἀλλά οἱ δαίμονες παρακολουθοῦσαν τίς ἀλλαγές τῆς σελήνης καί ἔκαναν ἐπίθεση στούς ἀνθρώπους κατά τήν πανσέληνο, γιά νά δείξουν τά ἔργα τοῦ Θεοῦ σάν αἰτία τῆς δικῆς τους κακίας καί νά κάνουν ἔτσι τούς ἀνθρώπους νά κατηγορήσουν τόν Θεό.
 Ὁ σεληνιασμός, ὅπως τόν περιγράφουν οἱ εὐαγγελιστές, μοιάζει πολύ μέ τήν ἐπιληψία. Ἀλλά καί ἄν δεχθοῦμε τήν ἀσθένεια τοῦ παιδιοῦ αὐτοῦ σάν μιά φυσική νευρική ἀσθένεια, τίποτα δέν μᾶς ἐμποδίζει νά παραδεχθοῦμε ὅτι τήν προκάλεσε ὁ διάβολος. Κι ἄλλες φορές βλέπουμε στά εὐαγγέλια ὅτι ὁ διάβολος προκαλεῖ στούς ἀνθρώπους φυσικές ἀσθένειες τίς ὁποῖες θεραπεύει ὁ Ἰησοῦς (πρβλ. Μθ 9,32-33, ὅπου ἕνας κωφός ὀνομάζεται δαιμονιζόμενος, καί Μθ 12,22, ὅπου ἀναφέρεται ἡ θεραπεία ἑνός τυφλοῦ καί κωφοῦ δαιμονιζομένου).
 
 9,18. Καί ὅπου ἂν αὐτόν καταλάβῃ, ῥήσσει αὐτόν, καί ἀφρίζει καί τρίζει τούς ὀδόντας αὐτοῦ, καί ξηραίνεται· καί εἶπον τοῖς μαθηταῖς σου ἵνα αὐτό ἐκβάλωσι, καί οὐκ ἴσχυσαν.
 Συγκλονιστική περιγραφή τῆς κρίσεως τοῦ δαιμονισμένου παιδιοῦ.
 
 9,19. Ὁ δέ ἀποκριθείς αὐτῷ λέγει· ὦ γενεά ἄπιστος, ἕως πότε πρός ὑμᾶς ἔσομαι; ἕως πότε ἀνέξομαι ὑμῶν; φέρετε αὐτόν πρός με. καί ἤνεγκαν αὐτόν πρός αὐτόν.
 ὦ γενεά ἄπιστος… ἀνέξομαι ὑμῶν;
Τά λόγια αὐτά τοῦ Κυρίου δείχνουν τήν ἀγανάκτησή του. Ὀνομάζει τή γενεά ἄπιστη, ἀλλά καί διεστραμμένη. Ὑπάρχουν ἄπιστοι ἀπό ἄγνοια. Ἐκείνους δέν θά μποροῦσε νά τούς κατηγορήσει κανείς σάν διεστραμμένους. Ἡ γενεά ὅμως αὐτή, τήν ὁποία κατηύθυναν οἱ γραμματεῖς καί φαρισαῖοι, δέν μποροῦσε νά δικαιολογήσει τήν ἀπιστία της μέ ἄγνοια. Εἶχε δεῖ τόσο πολλά σημεῖα κι εἶχε γνωρίσει τή δύναμη τοῦ Ἰησοῦ. Ἐπειδή ὅμως ἐπέμενε στήν ἀπιστία ὀνομάζεται διεστραμμένη.
 Παρ’ ὅλη τήν ἀγανάκτηση ὁ Κύριος ἀπευθύνει ἕναν γενικό ἔλεγχο πρός τή γενεά καί δέν ἐλέγχει προσωπικά τόν πατέρα τοῦ παιδιοῦ, πού θά ἦταν σκληρότερο.
 φέρετε αὐτόν πρός με: Ἡ ἀπιστία καί ἡ διαστροφή τῆς γενεᾶς καί ἡ δίκαιη ἀγανάκτηση τοῦ Κυρίου, δέν τόν ἐμποδίζει νά καλέσει κοντά του τό ἄρρωστο παιδί γιά νά τό θεραπεύσει.
 
 9,20. καί ἰδών αὐτόν εὐθέως τό πνεῦμα ἐσπάραξεν αὐτόν, καί πεσών ἐπί τῆς γῆς ἐκυλίετο ἀφρίζων.
seliniazomenos Τό παιδί εἶδε τόν Ἰησοῦ καί τό πνεῦμα ταράχθηκε. Σέ ὅλες τίς περιπτώσεις δαιμονισμένων ἀτόμων, τό πονηρό πνεῦμα βλέπει μέ τά μάτια τοῦ δαιμονισμένου. Οἱ ἐξωτερικές πράξεις εἶναι τοῦ ἀνθρώπου, ἀλλά τό πνεῦμα πού τόν κινεῖ σ΄ αὐτές, συνήθως εἶναι τό πονηρό πνεῦμα.
 Πρίν ἀκόμη ὁ Κύριος ἐπιτιμήσει τό πονηρό πνεῦμα, αὐτό ταράσσεται. Δίνεται ἔτσι μιά ἀφορμή στόν πατέρα νά ἐνισχύσει τήν πίστη του.
 
 9,21. Καί ἐπηρώτησε τόν πατέρα αὐτοῦ· πόσος χρόνος ἐστίν ὡς τοῦτο γέγονεν αὐτῷ; ὁ δέ εἶπε· παιδιόθεν.
 Ὁ χρόνος τῆς ἀρρώστιας τοῦ παιδιοῦ δέν ἦταν ἄγνωστος στόν παντογνώστη Κύριο. Ρωτᾶ ὅμως γιά νά δώσει ἀφορμή στόν πατέρα νά ὁμολογήσει ὅτι ἡ ἀρρώστια τοῦ παιδιοῦ του ἦταν μακροχρόνια. Τόν διάλογο αὐτό δέν τόν ἀναφέρουν οἱ ἄλλοι εὐαγγελιστές.
 παιδιόθεν: Τό παιδί ἔπασχε ἀπό τήν παιδική του ἡλικία. Ἐπειδή ἡ ἀρρώστια ἦταν μακροχρόνια, ἦταν καί πιό δύσκολη ἡ θεραπεία της.
 
 9,22. Καί πολλάκις αὐτόν καί εἰς πῦρ ἔβαλε καί εἰς ὕδατα, ἵνα ἀπολέσῃ αὐτόν· ἀλλ᾿ εἴ τι δύνασαι, βοήθησον ἡμῖν σπλαγχνισθείς ἐφ᾿ ἡμᾶς.
 
ἀλλ’ εἴ τι δύνασαι, βοήθησον ἡμῖν:
Τά λόγια αὐτά δείχνουν τήν ὀλιγοπιστία τοῦ πατέρα. Ἴσως ἡ πίστη του εἶχε κλονιστεῖ ἀπό τήν ἀδυναμία τῶν μαθητῶν νά θεραπεύσουν τό παιδί του. Ἡ ἀδυναμία τῶν μαθητῶν τόν ἔκανε νά ἀμφιβάλλει καί γιά τοῦ διδασκάλου τή δύναμη.
 
 9,23. Ὁ δέ ᾿Ιησοῦς εἶπεν αὐτῷ τό εἰ δύνασαι πιστεῦσαι, πάντα δυνατά τῷ πιστεύοντι.
 τό εἰ δύνασαι πιστεῦσαι, πάντα δυνατά τῷ πιστεύοντι: Εἶναι μία στερεότυπη ἔκφραση, πού συνήθιζε νά τή λέει ὁ Ἰησοῦς σάν ὅρο καί προϋπόθεση σ’ αὐτούς πού ἐπρόκειτο νά δεχθοῦν ἕνα σημεῖο. Ὅπως ἑρμηνεύει ὁ ἱερός Χρυσόστομος, εἶναι σάν νά τοῦ λέει: Ἔχω τόσο περίσσεια δύναμη, πού κι ἄλλοι μποροῦν μ’ αὐτή νά θαυματουργήσουν. Φθάνει νά πιστέψεις ὅπως πρέπει καί μπορεῖς καί σύ νά θεραπεύσεις κι αὐτόν καί πολλούς ἄλλους.
 Διάφοροι ἑρμηνευτές ὑπογραμμίζουν ἐδῶ τήν μετριοφροσύνη τοῦ Κυρίου. Δέν ἀπαντᾶ «σέ μένα τά πάντα εἶναι δυνατά…», ὅπως καί ἦταν, ἀλλά λέει· «πάντα δυνατά τῷ πιστεύοντι». Ἀποδίδει τή θεραπεία ὄχι στή δική του δύναμη, ἀλλά στήν πίστη τοῦ ἀνθρώπου.
 
 9,24. Καί εὐθέως κράξας ὁ πατήρ τοῦ παιδίου μετά δακρύων ἔλεγε· πιστεύω, κύριε· βοήθει μου τῇ ἀπιστίᾳ.
 μετά δακρύων: Τά δάκρυα δείχνουν τή μετάνοια τοῦ πατέρα γιά τήν ἀπιστία του. πιστεύω, Κύριε· βοήθει μου τῇ ἀπιστία: Ὁπωσδήποτε ὁ πατέρας τοῦ παιδιοῦ εἶχε κάποια πίστη, καί αὐτή τόν ἔκανε νά φέρει τό παιδί του στόν Χριστό. Ἦταν ὅμως λιγοστή ἡ πίστη του, γι’ αὐτό λέει· «Βοήθει μου τῇ ἀπιστίᾳ».
 
 9,25. Ἰδών δέ ὁ ᾿Ιησοῦς ὅτι ἐπισυντρέχει ὄχλος, ἐπετίμησε τῷ πνεύματι τῷ ἀκαθάρτῳ λέγων αὐτῷ· τό πνεῦμα τό ἄλαλον καί κωφόν, ἐγώ σοι ἐπιτάσσω, ἔξελθε ἐξ αὐτοῦ καί μηκέτι εἰσέλθῃς εἰς αὐτόν.
 ἰδών δέ ὁ Ἰησοῦς ὅτι ἐπισυντρέχει ὄχλος: Ὁ Κύριος δέν ἤθελε νά μαζευθεῖ πολύς κόσμος. Κι ἄλλες φορές, ὅταν ἔκανε κάποιο σημεῖο, δέν ἤθελε νά εἶναι μπροστά πολύς κόσμος ἤ ἔλεγε στούς ἀνθρώπους πού θεράπευε νά μή μιλήσουν σέ κανέναν γιά τό σημεῖο πού ἔκανε.
 ἐγώ σοι ἐπιτάσσω: Μιλᾶ ὡς κυρίαρχος, ὡς ἐξουσιαστής ὁ Κύριος, ἐνῶ ὅλοι οἱ ἄλλοι πού κάνουν σημεῖα ἐπικαλοῦνται τή δική του δύναμη (πρβλ. ὁ Παῦλος, Πρξ 16,18).
 
 9,26-27. Καί κράξαν καί πολλά σπαράξαν αὐτόν ἐξῆλθε, καί ἐγένετο ὡσεί νεκρός, ὥστε πολλούς λέγειν ὅτι ἀπέθανεν. ὁ δέ ᾿Ιησοῦς κρατήσας αὐτόν τῆς χειρός ἤγειρεν αὐτόν, καί ἀνέστη.
 Τήν ὥρα πού ὁ δυστυχισμένος νέος ἀπαλλασσόταν ἀπό τό δαιμόνιο καί τήν τυρρανία του, οἱ ἄνθρωποι τόν εἶδαν σάν νεκρό. Ἀλλά ὁ Κύριος, πού καί νεκρούς εἶχε ἀναστήσει, τόν πιάνει ἀπό τό χέρι καί τόν σηκώνει ὑγιῆ καί ἀπαλλαγμένο ἀπό τό πάθος του.
 
 9,28. Καί εἰσελθόντα αὐτόν εἰς οἶκον οἱ μαθηταί αὐτοῦ ἐπηρώτων αὐτόν κατ᾿ ἰδίαν, ὅτι ἡμεῖς οὐκ ἠδυνήθημεν ἐκβαλεῖν αὐτό.
 Προηγουμένως ὁ Κύριος εἶχε δώσει στούς μαθητές του «ἐξουσίαν κατά πνευμάτων ἀκαθάρτων, ὥστε ἐκβάλλειν αὐτά καί θεραπεύειν πᾶσαν νόσον καί πᾶσαν μαλακίαν» (Μθ 10,1). Τώρα πού εἶδαν ὅτι δέν μποροῦσαν νά θεραπεύσουν τόν δαιμονιζόμενο νέο, μέ ἀγωνία ρωτοῦν τόν Κύριο, ποῦ ὀφειλόταν αὐτή ἡ ἀδυναμία τους. Ἐπειδή τό θέμα ἦταν τόσο σπουδαῖο καί σοβαρό, γι’ αὐτό τόν ρωτοῦν ἰδιαιτέρως καί ὄχι μπροστά στόν κόσμο.
 
 9,29. Καί εἶπεν αὐτοῖς· τοῦτο τό γένος ἐν οὐδενί δύναται ἐξελθεῖν εἰ μή ἐν προσευχῇ καί νηστείᾳ.
 Ὁ εὐαγγελιστής Ματθαῖος ὡς πρώτη ἀπάντηση τοῦ Κυρίου ἀναφέρει «διά τήν ἀπιστίαν ὑμῶν» καί παρακάτω λέει αὐτά πού καταγράφει καί ὁ εὐαγγελιστής Μᾶρκος (Μθ 17,20-21). Δέν ἦταν βέβαια ἄπιστοι οἱ μαθητές. Φαίνεται ὅμως ὅτι μπροστά στή φρικτή κατάσταση τοῦ δαιμονισμένου παιδιοῦ, τούς κατέλαβε ὀλιγοπιστία, καί ὁ Κύριος ἐλέγχει τήν ὀλιγοπιστία τους ὡς ἀπιστία.
 ἐν οὐδενί δύναται ἐξελθεῖν εἰ μή ἐν προσευχῇ καί νηστείᾳ: Ἡ ἀπάντηση τοῦ Κυρίου εἶναι κατηγορηματική. Δέν λέει ὅτι τά δαιμόνια βγαίνουν μέ τήν προσευχή καί τή νηστεία, ἀλλά ὅτι δέν βγαίνουν μέ τίποτε ἄλλο παρά μόνον μέ προσευχή καί νηστεία. Ὑπογραμμίζοντας τή δύναμη τῆς νηστείας στήν περίπτωση αὐτή ὁ ἱερός Χρυσόστομος λέει· «Ἡ νηστεία εἶναι φοβερή γιά τούς δαίμονες. Ἄν κάποιος εἶναι σεληνιαζόμενος, δεῖξε του τό πρόσωπο τῆς νηστείας. Θά μείνει πιό ἀκίνητος κι ἀπ’ αὐτές τίς πέτρες, γιατί θά παγώσει ἀπό τόν φόβο καί θά 'ναι σάν δεμένος, ἰδιαίτερα δέ ὅταν δεῖ νά συνδέεται μέ τή νηστεία ἡ ἀδελφή καί ὁμόζυγός της προσευχή».
 
 9,30. Καί ἐκεῖθεν ἐξελθόντες παρεπορεύοντο διά τῆς Γαλιλαίας, καί οὐκ ἤθελεν ἵνα τις γνῷ. 
 Καί ἐκεῖθεν ἐξελθόντες:
Ὁ Κύριος μέ τή συνοδία του ἔφυγαν ἀπό τό μέρος ὅπου ἔγινε ἡ θεραπεία τοῦ σεληνιαζόμενου παιδιοῦ, δηλαδή ἀπό τά περίχωρα τῆς Καισαρείας τοῦ Φιλίππου, καί διέσχιζαν τή Γαλιλαία.
 οὐκ ἤθελεν ἵνα τις γνῷ: Ἤθελε νά μένει κρυφός ἀπό τούς γραμματεῖς καί φαρισαίους, γιά νά προετοιμάσει τούς μαθητές του γιά τό πάθος του πού πλησίαζε.
 
 9,31. Ἐδίδασκε γάρ τούς μαθητάς αὐτοῦ καί ἔλεγεν αὐτοῖς ὅτι ὁ υἱός τοῦ ἀνθρώπου παραδίδοται εἰς χεῖρας ἀνθρώπων, καί ἀποκτενοῦσιν αὐτόν, καί ἀποκτανθείς τῇ τρίτῃ ἡμέρᾳ ἀναστήσεται.
 Κι ἄλλες φορές ὁ Κύριος προλέγει τό πάθος του. Αὐτό δείχνει ὅτι εἶναι κύριος τῆς ζωῆς του καί μόνος του θέλησε νά τή θυσιάσει. Δέν ἀναγκάσθηκε ἀπό κανέναν.
 
 9,32. Οἱ δέ ἠγνόουν τό ῥῆμα, καί ἐφοβοῦντο αὐτόν ἐπερωτῆσαι. ἐφοβοῦντο αὐτόν ἐπερωτῆσαι:
 Οἱ μαθητές δέν καταλαβαίνουν τά λόγια τοῦ Ἰησοῦ, ἀλλά καί φοβοῦνται νά ρωτήσουν περισσότερα. Φοβοῦνται, ἤ γιατί δέν ἀντέχουν ν’ ἀκούσουν μιά ἀπάντηση πού θά 'ταν ἴσως πιό δυσάρεστη γι’ αὐτούς ἤ γιατί θά τούς μάλωνε ἴσως ὁ διδάσκαλος, ἄν ἐμφανίζονταν τόσο «βραδεῖς τῇ καρδίᾳ» καί δέν καταλάβαιναν πράγματα γιά τά ὁποῖα ἐπανειλημμένως τούς εἶχε μιλήσει.

Τά κυριώτερα νοήματα
 1.    Ὁ φοβερός ἐχθρός μας καί πῶς θά τόν πολεμήσουμε: Εἶναι γνωστό σ’ ὅλους μας ὅτι, ἀπό τήν ἀρχή τῆς δημιουργίας, ὁ διάβολος βλέποντας τήν μακάρια κατάσταση τοῦ ἀνθρώπου στόν παράδεισο, τόν φθόνησε καί τόν πλάνεψε, μέ ἀποτέλεσμα νά τόν βγάλει ἀπό τήν μακαριότητα καί νά τόν κάνει τραγικό καί δυστυχισμένο. Ἀλλά καί μετά τήν πτώση, ὁ φοβερός αὐτός ἐχθρός τοῦ ἀνθρωπίνου γένους δέν ἔπαψε νά μᾶς ἐνοχλεῖ προσπαθώντας συνεχῶς νά μᾶς βλάψει.
 Ὁ Ἰησοῦς Χριστός μέ τήν ἐνανθρώπησή του, μέ τόν θάνατο καί τήν ἀνάστασή του νίκησε γιά λογαριασμό μας τόν διάβολο καί τόν συνέτριψε (βλ. Ἰω 12,31· «νῦν ὁ ἄρχων τοῦ κόσμου ἐκβληθήσεται ἔξω»). Πράγματι, μετά τόν ἐρχομό τοῦ Χριστοῦ μας ἔπεσαν τά εἴδωλα, καταργήθηκε ἡ πολυθεΐα, λιγόστεψαν οἱ δαιμονιζόμενοι. Δέν ἔχει πιά ὁ διάβολος ἐξουσία πάνω στούς ἀνθρώπους. Δέν μπορεῖ νά μᾶς βλάψει. Μπορεῖ ὅμως καί ἔχει τό δικαίωμα νά μᾶς πειράξει. Ὁ ἀπόστολος Πέτρος λέει ὅτι ὁ διάβολος «ὡς λέων ὠρυόμενος περιπατεῖ ζητῶν τίνα καταπίῃ» (Α΄ Πέ 5,8). Καί ὁ ἀπόστολος Παῦλος μιλᾶ συχνά γιά τήν πάλη μας μέ τόν διάβολο καί γιά τίς μεθοδεῖες του (βλ. Β’ Κο 11,14· Ἐφ 6,11.12.16· Α΄ Τι 3,7· Β’ Τι 2,26). Ἡ ἁγία Γραφή μᾶς περιγράφει τήν ἐπίθεση τοῦ σατανᾶ στόν ἴδιο τόν Κύριό μας (Μθ 4,11· Μρ 1,12-13· Λκ 4,1-13). Καί ἡ ἱστορία τῆς Ἐκκλησίας μας ἔχει νά μᾶς παρουσιάσει πολλές μάχες πού ἔδωσαν τά παιδιά της ἐναντίον τοῦ φοβεροῦ ἐχθροῦ διαβόλου.
 Σέ μερικούς ἴσως γεννηθεῖ τό ἐρώτημα γιατί ὁ Θεός ἐπιτρέπει στόν διάβολο νά μᾶς πειράζει. Ἡ ἀπάντηση εἶναι γιά νά τόν νικοῦμε καί ἔτσι ἐκεῖνος μέν νά καταισχύνεται, ἐμεῖς δέ νά κερδίζουμε τόν στέφανο τῆς νίκης. Κι εἶναι εὔκολο νά νικήσουμε τόν φοβερό μας ἐχθρό, ἄν χρησιμοποιήσουμε τά ὅπλα μέ τά ὁποῖα μᾶς ὁπλίζει ἡ Ἐκκλησία μας ἐναντίον του. Δύο κυρίως εἶναι τά μέσα μέ τά ὁποῖα ὁ διάβολος μᾶς πολεμᾶ· οἱ σαρκικές ἐπιθυμίες καί ἡ ματαιότητα τοῦ κόσμου. Κι ἐμεῖς, ὅπως μᾶς διδάσκει ἡ περικοπή μας, ἔχουμε δύο ὅπλα γιά νά τόν ἀντικρούσουμε καί νά τόν συντρίψουμε. Ὅταν ξεσηκώνεται ἡ σάρκα καί ἔχουμε σαρκικούς πειρασμούς, τότε νά νηστέψουμε. Δέν θά ἐπιμείνει περισσότερο ὁ διάβολος, γιατί τήν τρέμει τή νηστεία, ἡ ὁποία μᾶς γυμνάζει καί μᾶς κάνει ἀγαπητούς στόν Θεό. Ὅταν πάλι ὁ διάβολος μᾶς προβάλλει τά τερπνά αὐτοῦ τοῦ κόσμου, ἐμεῖς νά καταφεύγουμε στήν προσευχή καί μαζί μέ τόν Δαβίδ νά λέμε στόν Κύριο «ἀπόστρεψον τούς ὀφθαλμούς μου τοῦ μή ἰδεῖν ματαιότητα» (Ψα 118,37).
  Ἡ νηστεία καί ἡ προσευχή εἶναι τά πανίσχυρα ὅπλα μας, μέ τά ὁποῖα συντρίβεται ὁ διάβολος. Γι’ αὐτό καί ἡ Μ. Τεσσαρακοστή κατά τήν ὁποία ἐντείνεται ὁ πνευματικός μας ἀγώνας, εἶναι κατ΄ ἐξοχήν περίοδος προσευχῆς καί νηστείας.
 2.    Ὁ Ἰησοῦς Χριστός εἶναι ὁ γιατρός και παιδαγωγός τῶν παιδιῶν μας: Ὁ σεληνιαζόμενος νέος τῆς περικοπῆς μας εἶναι μιά ζωντανή εἰκόνα τῆς κοινωνίας μας καί μάλιστα τῶν νέων μας. Στό πρόσωπό του μποροῦμε νά δοῦμε ἕναν μεγάλο ἀριθμό παιδιῶν τῆς ἐποχῆς μας, πού χωρίς Χριστό κυριεύθηκαν ἀπό τό πονηρό πνεῦμα. Ἄλλες φορές τά καταλαμβάνει τό ἄλαλο πνεῦμα. Χωρίς λόγο δέν μιλοῦν στούς γονεῖς τους. Τό σπίτι γίνεται γι’ αὐτούς ἕνα ξενοδοχεῖο, ὅπου ἔρχονται μόνο γιά νά φᾶνε καί νά κοιμηθοῦν! Κι ἄλλοτε πάλι τά κυριεύει τό πνεῦμα τοῦ ὑλισμοῦ, τῆς ἀθεΐας καί τῆς διαφθορᾶς, πού τά βασανίζει τόσο φρικτά. Ἐνῶ ἔχουν τόσα ἀγαθά, εἶναι πεινασμένα κι ἀνικανοποίητα, ψάχνουν τή χαρά στά ναρκωτικά, γιά νά ἐξαθλιώσουν μ’ αὐτά ὁλότελα τόν ἑαυτό τους. Ἡ νεολαία μας, πού ζῆ μακριά ἀπό τόν Χριστό, συχνά σάν τόν σεληνιαζόμενο νέο τρίζει τά δόντια της ὀργισμένη καί ἀφρίζει, σχίζει τά ροῦχα της, αὐτοκαταστρέφεται. Δέν ξέρει τί θέλει. Κι ἄλλοτε τή βλέπουμε νά πέφτει στό νερό τῆς ἀπελπισίας κι ἄλλοτε στή φωτιά τῆς αὐτοκτονίας.
 Σ’ ὅλους ἐμᾶς πού μέ πόνο παρακολουθοῦμε τήν ἐξαθλίωση καί τή διαφθορά τῶν παιδιῶν μας, ἡ σημερινή περικοπή δίνει μία ἀπάντηση καί μᾶς συστήνει ἕνα ἐγγυημένο μέσο θεραπείας: Νά φέρουμε τά παιδιά μας στόν Χριστό. Αὐτός εἶναι ὁ παντοδύναμος γιατρός, πού μπορεῖ νά τά θεραπεύσει, εἶναι ὁ πάνσοφος διδάσκαλος, πού μπορεῖ νά τά διδάξει καί νά τά μορφώσει.
 Ἡ νέα μας γενιά, ἡ ἐλπίδα τοῦ μέλλοντος, θά ἀσφαλιστεῖ καί θά καλλιεργηθεῖ σωστά, γιά νά ἀποτελέσει τήν αὐριανή κοινωνία, μόνο κοντά στόν Χριστό. Ἀπό τή βρεφική ἀκόμη ἡλικία ὁ ἄνθρωπος ἔχει μέσα του ὅλα τά σπέρματα τοῦ κακοῦ: τή σκληρότητα, τήν τάση πρός τήν κλοπή, τό ψέμα, τήν τεμπελιά, τόν θυμό, τόν φθόνο κι ὅλα ἐκεῖνα τά δαιμόνια, πού ἅμα κυριαρχήσουν στόν ἄνθρωπο, τόν κάνουν νά ἀλλάζει χρώματα, νά ἀφρίζει, νά τρίζει τά δόντια του καί νά παρουσιάζει τήν ὄψη ἀτίθασου θηρίου, τήν εἰκόνα τοῦ δαιμονισμένου νέου τοῦ εὐαγγελίου. Ἕνας σοφός κοινωνιολόγος ἔλεγε: Ὅλοι οἱ κακοποιοί τοῦ μέλλοντος, οἱ λωποδύτες, οἱ κλέφτες, οἱ διαρρῆκτες, οἱ δολοφόνοι, βρίσκονται σήμερα στά σχολεῖα μας. Καί μεταξύ αὐτῶν θά ὑπάρξουν καί μεγαλύτεροι κακοῦργοι πού θά κάνουν ἐθνικά ἐγκλήματα. Ὅλοι αὐτοί εἶναι μαθητές τῶν σχολείων μας καί ἀνατρέφονται ἀπό μᾶς. Ἡ διάπλασή τους ἐξαρτᾶται ἀπό μᾶς καί εἶναι θέμα ἀνατροφῆς.
 Ὤ, ἄν ἐμπιστευόμασταν στόν Χριστό τήν ἀνατροφή τῶν παιδιῶν μας! Πόσο καλύτερη θά γινόταν ἡ κοινωνία μας, ἄν ἀπό μικροί οἱ ἄνθρωποι μάθαιναν νά μελετοῦν καί νά ἐφαρμόζουν τόν νόμο τοῦ Θεοῦ! Ἄν ἀναγνώριζαν ὡς μόνο δάσκαλο τόν Κύριό μας Ἰησοῦ Χριστό! Ἄν ἀντί νά σπαταλοῦν τόν χρόνο τους στά διαφθορεῖα καί τά κέντρα τοῦ διαβόλου, συνήθιζαν νά συχνάζουν στήν Ἐκκλησία, στό σχολεῖο τοῦ Χριστοῦ! Πόσο διαφορετικός θά ἦταν ὁ κόσμος! Γιά νά γίνει αὐτή ἡ ἀλλαγή πραγματικότητα, εἶναι ἀνάγκη ὅλοι ἐκεῖνοι πού ἔρχονται σ’ ἐπαφή μέ τά παιδιά καί πρῶτα ἀπ’ ὅλους οἱ γονεῖς, νά ὁδηγήσουν τά παιδιά τους στόν Χριστό καί νά τά συνδέσουν μ’ Αὐτόν. Κι ἄν πολλά παιδιά μας ἔχουν ἤδη κυριευθεῖ ἀπό τό ἄλαλο πνεῦμα καί δέν μᾶς ἀκοῦν ὅταν τούς μιλοῦμε γιά τόν Χριστό, ἄς μήν ἀπελπισθοῦμε. Σάν τόν πατέρα τοῦ σεληνιαζόμενου νέου, ἄς γονατίσουμε μπροστά στόν Χριστό μας, γιά νά τοῦ ζητήσουμε νά σώσει τά παιδιά μας. Ὅταν τά παιδιά μας δέν θέλουν ν’ ἀκούσουν νά τούς μιλοῦμε γιά τόν Χριστό, νά μιλοῦμε στόν Χριστό γιά τά παιδιά μας.
Στεργίου Σάκκου
Εὐαγγελικές περικοπές (Βοήθημα γιά κυκλάρχες)
Παρασκευή, 05 Απρίλιος 2024 02:00

Κυρ. Σταυροπροσκυνήσεως Μρ 8,34-38· 9,1

Λέξεις:
 8,34. ἀράτω τόν σταυρόν αὐτοῦ = νά σηκώσει τόν σταυρό του
35. τήν ψυχήν αὐτοῦ σῶσαι = νά σώσει τή ζωή του
 ἀπολέσει αὐτήν = θά τήν χάσει
 ἕνεκεν ἐμοῦ = γιά μένα
 38. ὅς γάρ ἄν ἐπαισχυνθῇ με καί τούς ἐμούς λόγους = ὅποιος θά ντραπεῖ ἐμένα καί τά λόγια μου ἐν τῇ δόξῃ τοῦ πατρός αὐτοῦ = μέ τή δόξα τοῦ πατέρα του
 9,1. Εἰσί τινες τῶν ὧδε ἑστηκότων = ὑπάρχουν μερικοί ἀπό αὐτούς πού στέκονται ἐδῶ
 Οἵτινες οὐ μή γεύσωνται θανάτου = οἱ ὁποῖοι δέν θά γευθοῦν θάνατο, δέν θά πεθάνουν.

 Ἱστορικά - Πραγματολογικά - Ἑρμηνευτικά
 Στήν περικοπή μας ἔχουμε ἕναν λόγο τοῦ Κυρίου μας γιά τήν αὐταπάρνηση καί τή μαθητεία κοντά του. Τόν λόγο αὐτό διασώζουν καί ὁ εὐαγγελιστής Ματθαῖος (16,24-28) καί ὁ εὐαγγελιστής Λουκᾶς (9,23-27). Γιά νά καταλάβουμε καί νά ἑρμηνεύσουμε τήν περικοπή, πρέπει νά ξέρουμε πότε, γιατί καί σέ ποιούς εἶπε ὁ Κύριος αὐτά τά λόγια.
 Βρισκόμαστε στήν ἀρχή τοῦ τρίτου ἔτους τῆς δημοσίας δράσεως τοῦ Χριστοῦ. Γιά πρώτη φορά ὁ Κύριος κάνει λόγο στούς μαθητές του γιά τό πάθος του καί ὁ Πέτρος ἐκφράζοντας καί τῶν ἄλλων τή γνώμη τόν ἐπιπλήττει, λέγοντας· «ἵλεώς σοι, Κύριε· οὐ μή ἔσται σοι τοῦτο» (βλ. Μθ 16,21-23). Τά λόγια τοῦ Πέτρου δείχνουν τή φιλαυτία τῶν μαθητῶν. Μέχρι τότε ἔβλεπαν τόν Ἰησοῦ ὡς ἕνα φωτισμένο διδάσκαλο, ἤ ἔστω καί ὡς τόν Υἱό τοῦ Θεοῦ, πού ἦρθε στόν κόσμο γιά νά ἱδρύσει τή βασιλεία του καί νά περάσουν ὅλοι καλά μαζί του. Τώρα ὅμως, πού ἀκοῦνε νά τούς μιλᾶ γιά πάθος καί θάνατο, ταράσσονται, γιατί ὁπωσδήποτε κοντά στόν διδάσκαλο θά ταλαιπωροῦνταν κι αὐτοί. Κι ὁ Ἰησοῦς, ἀφοῦ ἤλεγξε τόν Πέτρο μέ τό «ὕπαγε ὀπίσω μου σατανᾶ...» (Μρ 8,33), εἶπε αὐτόν τόν λόγο πού θά μελετήσουμε, ξεκαθαρίζοντας ἔτσι ἀπό τήν ἀρχή τή θέση του ἔναντι ἐκείνων πού θά ἤθελαν νά τόν ἀκολουθήσουν.
 Ἕξι ἡμέρες μετά ἀπό τόν λόγο αὐτό, ὁ Ἰησοῦς μεταμορφώθηκε στό ὄρος μπροστά στούς τρεῖς ἀγαπημένους του μαθητές, Πέτρο, Ἰάκωβο καί Ἰωάννη. Μέ τή μεταμόρφωσή του ὁ Κύριος ἔδωσε στούς μαθητές του μία ἀπόδειξη ὅτι τό πάθος του, γιά τό ὁποῖο τούς μίλησε καί θά τούς ξαναμιλήσει καί πολλές ἄλλες φορές, τό ἔχει σχεδιάσει μόνος του καί προχωρεῖ σ’ αὐτό θεληματικά.
 Τέσσερα πράγματα περιέχει ὁ λόγος τοῦ Κυρίου:
α) Πρόσκληση (στ. 34).
β) Διδαχή (στ. 35-37).
γ) Προφητεία γιά τό μακρινό μέλλον (στ. 38).
δ) Προφητεία γιά τό κοντινό μέλλον (στ. 9,1).

 Μέ τή διδαχή δικαιολογεῖ τήν πρόσκληση, ἐνῶ μέ τήν προφητεία κατοχυρώνει τήν πρόσκληση καί τή διδαχή.

α) Πρόσκληση (στ. 34)

 8,34. Καί προσκαλεσάμενος τόν ὄχλον σύν τοῖς μαθηταῖς αὐτοῦ εἶπεν αὐτοῖς· ὅστις θέλει ὀπίσω μου ἀκολουθεῖν, ἀπαρνησάσθω ἑαυτόν καί ἀράτω τόν σταυρόν αὐτοῦ, καί ἀκολουθείτω μοι.
stauros Λίγο πιό πρίν, ὅπως εἴπαμε, ὁ Πέτρος μάλωσε τόν Κύριο, πού ἔλεγε ὅτι θά σταυρωθεῖ. Καί ὁ Κύριος τώρα, μιλώντας στόν Πέτρο καί σέ ὅλο τόν κόσμο, δίνει τήν ἀπάντηση· Πέτρε, ἐσύ μέ συμβουλεύεις ν’ ἀποφύγω τήν αὐτοθυσία, γιά νά περάσεις ἐσύ καλά. Ἀλλά ἐγώ σοῦ λέω ὅτι, ἄν δέν κάνεις αὐτά πού ζητῶ, φύγε ἀπό κοντά μου αὐτή τή στιγμή, γιατί δέν θά καλοπεράσεις.
 Ἀπό τό «ἀπαρνησάσθω ἑαυτόν» βγαίνει ἡ λέξη αὐταπάρνηση, πού εἶναι τόσο συνηθισμένη στόν Χριστιανισμό. Ἀπαρνοῦμαι τόν ἑαυτό μου θά πεῖ τόν ἀρνοῦμαι ὁλότελα. Ὅπως, ὅταν κάποιος ἀπαρνεῖται ἕναν φίλο του, δέν νοιάζεται πιά καθόλου γι’ αὐτόν, ἔτσι, ὅποιος ἀπαρνεῖται τόν ἑαυτό του δέν ἐνδιαφέρεται καθόλου γι’ αὐτόν. Πῶς μπορεῖ νά γίνει αὐτό θά τό δοῦμε παρακάτω, στά νοήματα.
 ἀράτω τόν σταυρόν αὐτοῦ: Ὁ σταυρικός θάνατος ἦταν ὁ πιό σκληρός. Οἱ κατάδικοι πού ἐπρόκειτο νά σταυρωθοῦν, βάδιζαν πρός τόν τόπο τῆς ἐκτελέσεώς τους φορτωμένοι μέ τόν σταυρό, πάνω στόν ὁποῖο καί τούς σταύρωναν. Τό «αἴρω τόν σταυρόν» στά χρόνια ἐκεῖνα εἶχε καταντήσει παροιμιώδης ἔκφραση καί εἶχε τή σημασία πού ἔχει σήμερα τό «βαδίζω στήν κρεμάλα».
 καί ἀκολουθείτω μοι: Ἡ αὐταπάρνηση καί ὁ σταυρός, δηλαδή ἡ αὐτοθυσία πού ἀνέφερε προηγουμένως, παίρνουν ἀξία ὅταν γίνονται γιά χάρη τοῦ «ἀκολουθείτω μοι», δηλαδή γιά νά ἀκολουθήσει ὁ ἄνθρωπος τόν Χριστό.

β) Διδαχή (στ. 35-37)

 Οἱ ὅροι τούς ὁποίους ἔθεσε ὁ Κύριος γιά ὅσους θέλουν νά γίνουν μαθητές του εἶναι πολύ σκληροί. Δικαιολογημένα οἱ ἀκροατές του θά ρωτοῦσαν· Τί ὄφελος θά 'χουμε ἀπό μιά μαθητεία πού πληρώνεται τόσο ἀκριβά; Σ’ αὐτό τό φυσικό ἐρώτημα ὁ Κύριος ἀπαντᾶ μέ τούς στίχους 35-37.
 8,35. ὃς γάρ ἂν θέλῃ τήν ψυχήν αὐτοῦ σῶσαι, ἀπολέσει αὐτήν· ὃς δ᾿ ἂν ἀπολέσῃ τήν ἑαυτοῦ ψυχήν ἕνεκεν ἐμοῦ καί τοῦ εὐαγγελίου, οὗτος σώσει αὐτήν.
 Γιά νά καταλάβουμε τό νόημα τοῦ στίχου αὐτοῦ πρέπει νά πιάσουμε σωστά τή σημασία τῆς λέξεως ψυχή. Ἐδῶ ψυχή σημαίνει ζωή. Στήν πραγματικότητα ἡ ζωή εἶναι μία καί αἰώνια. Αὐτό βέβαια ὅσοι ἀπό τούς ἀκροατές τοῦ Κυρίου ἦταν πιστοί, τό πίστευαν ἀλλά καί ἐκεῖνοι πού δέν τό πίστευαν τό εἶχαν ἀκούσει, τό ἤξεραν. Στή διάρκεια τῆς ζωῆς τό πιό σημαντικό σημεῖο εἶναι ὁ σταυρός, γιά τόν ὁποῖο μόλις μίλησε ὁ Κύριος. Οἱ ἄπιστοι ἀκροατές ἔβλεπαν τόν σταυρό σάν τό τέρμα τῆς ζωῆς, γι’ αὐτό καί τόν φοβοῦνταν. Οἱ πιστοί τόν θεωροῦσαν ἕνα διαχωριστικό σημεῖο, μετά ἀπό τό ὁποῖο βρίσκεται τό μεγαλύτερο καί ὡραιότερο τμῆμα τῆς ζωῆς. Ὁ Χριστός λέει: Ὅποιος πιστεύει ὅτι ἡ ζωή του θά τελειώσει μέ τόν σταυρό καί γι’ αὐτό θέλει νά τή φυλάξει, αὐτός οὐσιαστικά θά τή χάσει, γιατί τό πιό μεγάλο μέρος τῆς ζωῆς εἶναι μετά τόν σταυρό. Ὅποιος ὅμως χάσει αὐτή τή λίγη ζωή, πού εἶναι πρίν ἀπό τόν σταυρό, κερδίζει τό αἰώνιο τμῆμα τῆς ζωῆς, πού εἶναι μετά ἀπό τόν σταυρό.
 ἕνεκεν ἐμοῦ καί τοῦ εὐαγγελίου: Μέ δύο τρόπους μπορεῖ νά χάσει κανείς τή ζωή του, γιά χάρη τοῦ εὐαγγελίου: α) τηρώντας τό εὐαγγέλιο, β) κηρύττοντας τό εὐαγγέλιο. Ὁ μόνος τρόπος γιά νά πεθάνει κανείς γιά χάρη τοῦ Χριστοῦ, εἶναι νά πεθάνει γιά χάρη τοῦ εὐαγγελίου. Ἔτσι «ἕνεκεν ἐμοῦ» καί «ἕνεκεν τοῦ εὐαγγελίου» εἶναι τό ἴδιο πρᾶγμα.
 8,36. τί γάρ ὠφελήσει ἄνθρωπον ἐάν κερδήσῃ τόν κόσμον ὅλον, καί ζημιωθῇ τήν ψυχήν αὐτοῦ;
 Τό πιό πολύτιμο ἀγαθό στόν κόσμο εἶναι ἡ ζωή μας. Σκεφθεῖτε κάποιον πού ἔχει στή κατοχή του τόν πιό μεγάλο θησαυρό, ὅ,τι πιό πολύτιμο ὑπάρχει πάνω στή γῆ, τόν κόσμο ὅλο. Σέ τί θά τόν ὠφελήσει αὐτό, ἄν χάσει τή ζωή του, ἄν ἔρθει ἡ ὥρα νά πεθάνει. Πολλοί, ἀπό τό στίχο αὐτό παίρνουν ἀφορμή γιά νά μιλήσουν γιά τήν ἀξία τῆς ψυχῆς. Ὅλος ὁ κόσμος δέν ἀξίζει ὅσο ἀξίζει μία ψυχή. Ἡ σωστή ἐξήγηση, ὅπως εἴπαμε, εἶναι ὅτι ψυχή σημαίνει ζωή.

γ) Προφητεία γιά τό μακρινό μέλλον (στ. 38)

 Ὁ στίχος αὐτός ἀναλύει καί ἐπεξηγεῖ τό «ἕνεκεν ἐμοῦ καί τοῦ εὐαγγελίου». Ὅποιος θά ντραπεῖ ἐμένα, λέει ὁ Κύριος, καί τά λόγια μου, δηλαδή τό εὐαγγέλιό μου, θά τόν ντραπῶ κι ἐγώ καί δέ θά τόν ἀναγνωρίσω γιά δικό μου κατά τή β΄ παρουσία μου.
 ἐν τῇ γενεᾷ ταύτῃ τῇ μοιχαλίδι: Ἡ ἁγία Γραφή, καί ἰδιαίτερα ἡ Παλαιά Διαθήκη, συχνά χρησιμοποιεῖ τόν χαρακτηρισμό «μοιχαλίς» γιά τή γενιά πού ξεκλίνει ἀπό τόν νόμο τοῦ Θεοῦ καί πιστεύει στά εἴδωλα. Αὐτό δείχνει πόσο ἀποκλειστικός καί ἀπόλυτος εἶναι στήν ἀγάπη του ὁ Θεός
 ὅταν ἔλθῃ ἐν τῇ δόξῃ… ἁγίων: Εἰκόνα τῆς β’ παρουσίας τοῦ Κυρίου.

δ) Προφητεία γιά τό κοντινό μέλλον (9,1)

 9,1. Καί ἔλεγεν αὐτοῖς· ἀμήν λέγω ὑμῖν ὅτι εἰσί τινες τῶν ὧδε ἑστηκότων, οἵτινες οὐ μή γεύσωνται θανάτου ἕως ἂν ἴδωσι τήν βασιλείαν τοῦ Θεοῦ ἐληλυθυῖαν ἐν δυνάμει.
τήν βασιλείαν τοῦ Θεοῦ ἐληλυθυῖαν ἐν δυνάμει:
Ἡ βασιλεία τοῦ Θεοῦ, πού θά ἔλθει ἐν δυνάμει συνδέεται μέ τήν ἵδρυση καί προκοπή τῆς Ἐκκλησίας κατά τά πρῶτα της βήματα καί μέ τήν καταστροφή τῆς Ἰερουσαλήμ τό 70 μ.Χ. ἀπό τόν Τίτο. Τά δύο αὐτά σημαίνουν τό ἴδιο γεγονός, ὅτι ὁ Θεός ἀλλάζει περιούσιο λαό. Ἐγκαταλείπει τόν παλαιό Ἰσραήλ καί υἱοθετεῖ τόν νέο Ἰσραήλ, τήν Ἐκκλησία. Ἡ ἐγκατάλειψη τοῦ παλαιοῦ Ἰσραήλ ἐκδηλώνεται, σύμφωνα μέ τό πνεῦμα τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης, μέ σωματική καταστροφή. Ἡ υἱοθεσία τοῦ νέου Ἰσραήλ γίνεται, κατά τό πνεῦμα τῆς Καινῆς Διαθήκης, πνευματικά, μέ πνευματική προκοπή.
 Τήν προφητεία αὐτή, πράγματι, τήν εἶδαν νά ἐκπληρώνεται πολλοί ἀπό τούς ἀκροατές τοῦ Κυρίου (= τῶν ὧδε ἑστηκότων). Βέβαια τήν πρόοδο τῆς Ἐκκλησίας τήν ἔνιωσαν μόνο οἱ πιστοί, τήν καταστροφή τῆς Ἰερουσαλήμ ὅμως τήν εἶδαν ὅλοι. Ἔτσι ἡ ἐκπλήρωση αὐτῆς τῆς προφητείας ἦταν γιά ὅλους μία ἐγγύηση γιά τήν ἐκπλήρωση καί τῆς προηγούμενης προφητείας, ὅτι κατά τή β΄ παρουσία του ὁ Κύριος θά ἀναγνωρίσει μόνο ἐκείνους πού τόν ἀναγνώρισαν. Ὁπότε, πρέπει ὅλοι νά πιστέψουν ὅτι ἡ ζωή συνεχίζεται καί μετά τόν σταυρό. Κι ἄν γι’ αὐτή τή ζωή τήν πρό τοῦ σταυροῦ δέν ὑπάρχει ἀντάλλαγμα, πολύ περισσότερο δέν ὑπάρχει ἀντάλλαγμα γιά τήν αἰώνια ζωή, τήν μετά τόν σταυρό. Ἑπομένως, εἶναι πολύ μεγάλο τό κέρδος γιά τούς μαθητές τοῦ Χριστοῦ καί δέν θά πρέπει νά τούς φαίνονται σκληρά τά δίδακτρα πού ζητᾶ ὁ Κύριος.


Τά κυριώτερα νοήματα
 

 Τά δίδακτρα τοῦ σταυροῦ: Ὁ σταυρός εἶναι τό σύμβολο πού μιλᾶ γιά τήν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ, πού ἐκφράζεται μέ τήν ὑπέρτατη θυσία τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ, γιά τή δύναμη τοῦ Θεοῦ, πού φαίνεται στήν ἀνάσταση, καί γιά τή σοφία τοῦ Θεοῦ πού ἀποκαλύπτεται στό σχέδιο τῆς θείας οἰκονομίας. Συγχρόνως ὅμως μιλᾶ καί γιά τήν ἀγάπη τοῦ λυτρωμένου ἀνθρώπου πρός τόν Θεό. Αὐτήν τήν ἀγάπη μας ὁ Θεός ζητᾶ νά τήν ἐκδηλώνουμε μέ τή μαθητεία. Θέλει νά γίνουμε μαθητές του. Καί τό ζητᾶ αὐτό ἀπ' ὅλους, μικρούς καί μεγάλους, σέ ὅποια τάξη κι ἄν ἀνήκουμε, ὅποια δουλειά κι ἄν κάνουμε, ὅπου κι ἄν βρισκόμαστε. Δέν μᾶς ὑποχρεώνει διά τῆς βίας νά τόν ἀκολουθήσουμε. Δέν ἀναγκάζει κανένα. Σ' ἐκείνους ὅμως πού θά θελήσουν νά ὀνομάζονται χριστιανοί ὁ Χριστός βάζει μερικούς ὅρους.
 Οἱ μαθητές, στίς χῶρες πού δέν εἶναι δωρεάν ἡ παιδεία, πληρώνουν δίδακτρα στίς σχολές τῶν διδασκάλων τους. Στή σχολή τοῦ σταυροῦ, τί δίδακτρα πρέπει νά πληρώσουμε, ποιές εἶναι οἱ προϋποθέσεις πού χρειάζονται γιά νά μᾶς δεχθεῖ ὁ Χριστός ὡς μαθητές του;
 1. Αὐταπάρνηση: Αὐταπάρνηση εἶναι ἡ ἀγάπη στήν πράξη καί τήν ἐφαρμογή. Νά, μερικά παραδείγματα ἀνθρώπων πού δείχνουν ἔμπρακτα τήν ἀγάπη τους στούς ἄλλους:
* Ὁ ἐπιστήμων πού κοπιάζει καί μοχθεῖ ὄχι γιά νά πλουτίσει, ἀλλά γιά νά προαγάγει τήν ἐπιστήμη του καί νά ὠφελήσει ἔτσι τήν ἀνθρωπότητα.
* Ἡ μάνα πού ὑπηρετεῖ τό παιδί της ξεχνώντας τόν ἑαυτό της.
* Ἡ ἀδελφή νοσοκόμα πού ἀγρυπνεῖ στό προσκεφάλι τοῦ ἀρρώστου ἀνθρώπου καί ταλαιπωρεῖται αὐτή, γιά νά δώσει ἀνακούφιση στόν πονεμένο...
 Ἡ ζωή εἶναι μιά σκάλα θυσιῶν, πού ὅλο καί μεγαλύτερες γίνονται. Ἀλλά ἄν ἀξίζει νά ἀπαρνεῖται κανείς τόν ἑαυτό του καί νά θυσιάζεται γιά νά ὑπηρετήσει τήν κοινωνία, τόν ἄνθρωπο κτλ., χίλιες φορές ἀξίζει νά ζήσει μέ αὐταπάρνηση γιά χάρη τοῦ Θεοῦ. Συγκλονιστικό παράδειγμα τέτοιας αὐταπαρνήσεως παραμένει στούς αἰῶνες ὁ πατριάρχης Ἀβραάμ, πού δέν δίστασε νά ὁδηγήσει στή θυσία καί αὐτό τό μονάκριβο παιδί του, ἐπειδή τοῦ τό ζήτησε ὁ Θεός. Μιά τέτοια αὐταπάρνηση σάν τοῦ Ἀβραάμ ζητᾶ κι ἀπό μᾶς ὁ Θεός. Δέν ζητᾶ βέβαια νά θυσιάσουμε τά φυσικά μας παιδιά. Ζητᾶ ὅμως νά κόψουμε τά πάθη μας πού τά ἀγαποῦμε τόσο πολύ καί συνδεόμαστε τόσο μ’ αὐτά. Μιά τέτοια θυσία γίνεται εὐπρόσδεκτη ἀπό τόν Θεό. Ὅπως ἐκεῖνος πού ἔχει ἕνα ἀπόστημα στό σῶμα του ἀφήνεται μ’ ἐμπιστοσύνη στά χέρια τοῦ γιατροῦ γιά νά τόν ἐγχειρίσει, ἔτσι κι ἐμεῖς ν’ ἀφήσουμε τόν ἑαυτό μας στά χέρια τοῦ Θεοῦ. Ἔχουμε βέβαια πολλά ἄσχημα σημεῖα, πληγές καί ἀποστήματα πού πρέπει νά κοποῦν καί νά πεταχθοῦν. Νά μή λυπηθοῦμε τόν ἑαυτό μας. Νά τόν ἐμπιστευθοῦμε στόν Θεό, γιά νά κόψει καί νά πετάξει αὐτός κάθε σάπιο καί βρομερό, κάθε τι πού ἀντιστέκεται στή σωτηρία τῆς ψυχῆς μας. Τότε θά ζήσουμε μέ αὐταπάρνηση, ὅπως μᾶς τό ζητᾶ ὁ Χριστός.
 2. Θυσία: Τό νά εἶσαι χριστιανός στοιχίζει καί μάλιστα πολύ. Μιά ματιά στήν ἱστορία τῆς Ἐκκλησίας μας, στή ζωή τῶν ἁγίων καί τῶν μαρτύρων της, μπορεῖ νά μᾶς βοηθήσει νά καταλάβουμε τί σημαίνει ὅτι ὁ Χριστός ζητᾶ ἀπό τά παιδιά του θυσία.
 Πολλοί γιά τή χριστιανική τους ἰδιότητα χάλασαν τή σταδιοδρομία τους κατά κόσμον, ἔχασαν τήν εὔνοια τῶν ἀνωτέρων τους, ἔζησαν μέρες σκληρές κι εἶναι πολλοί ἐκεῖνοι πού ἔχυσαν τό αἷμα τους γιά τόν Χριστό.
 Ἡ δόξα τοῦ Χριστοῦ εἶναι ὁ σταυρός. Καί τοῦ κάθε χριστιανοῦ ἡ δόξα πρέπει νά εἶναι ὁ σταυρός. Ὅπως ὁ Χριστός θυσιάστηκε γιά μᾶς, ἔτσι κι ἐμεῖς ὀφείλουμε νά θυσιασθοῦμε γιά τήν ἀγάπη του. Μᾶς φαίνεται σκληρό νά μιλοῦμε γιά θυσία καί γιά σταυρό κι ὅμως πρέπει νά ξέρουμε ὅτι αὐτός εἶναι ὁ κλῆρος μας, «εἰς τοῦτο κείμεθα».
 Σ’ ἕναν κόσμο, ὅπου κυβερνᾶ τό συμφέρον κι ὅλοι προσπαθοῦν νά κοπιάζουν ὅσο γίνεται λιγώτερο καί νά ἐκμεταλλεύονται τούς ἄλλους, οἱ γνήσιοι μαθητές τοῦ Χριστοῦ διακρίνονται ἀπό τή θυσία. Γιατί ἡ θυσία εἶναι αὐτή πού δείχνει ἔμπρακτα τήν ἀγάπη καί τήν πίστη μας στόν Χριστό. Οἱ χριστιανοί δέν συμβιβάζονται μέ τήν ἁμαρτωλή νοοτροπία τοῦ κόσμου. Σ’ ἕναν κόσμο βρόμικο καί ἁμαρτωλό, πού κυβερνιέται ἀπό τόσα εἴδωλα καί ξόανα (μόδα, δύναμη, ἀπόλαυση, κτλ.) ὁ χριστιανός, ὁ ἀληθινός μαθητής τοῦ σταυροῦ, πού ζῆ μέ θυσία, πάει κόντρα. Εἶναι ζωντανό ψάρι πού δέν τόν παρασύρει τό νερό.
 3. Μίμηση Χριστοῦ: Ἡ αὐταπάρνηση καί ἡ θυσία εἶναι δύο μεγάλα μαθήματα, δύο πνευματικά κεφάλαια, ἀλλά χάνουν τήν ἀξία καί τή σπουδαιότητά τους, ὅταν δέν συνδέονται μέ τόν Χριστό. Ἄν δηλαδή κάποιος ἀπό τή φύση του εἶναι καλοκάγαθος καί θυσιάζεται γιά τούς ἄλλους, ἄν ζῆ μέ ἄκρα αὐταπάρνηση γιά ὁποιοδήποτε ἄλλο σκοπό καί ὄχι γιά τήν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ, χάνει τόν μισθό του. Τό πρῶτο πού ζητᾶ ἀπό μᾶς ὁ Χριστός εἶναι νά τόν μιμηθοῦμε. Χριστιανός θά πεῖ μιμητής τοῦ Χριστοῦ, ἕνας μικρός Χριστός. Ὁ χριστιανός ὀφείλει νά ἀκολουθεῖ βῆμα πρός βῆμα τόν Χριστό. Κι ὁ δρόμος τοῦ Χριστοῦ εἶναι δρόμος τοῦ σταυροῦ, ἔχει πίκρα καί πόνο. Ἀλλά δέν σταματᾶ ἐδῶ. Συνεχίζεται μέ τή χαρά τῆς ἀναστάσεως. Ὅπως τό σιτάρι, πού σπέρνουμε στό χωράφι δέν χάνεται ἀλλά ἀπό τόν σαπισμένο κόκκο ξεπετιέται τό βλαστάρι, ἔτσι καί ἡ θυσία δέν εἶναι καταστροφή. Ὁδηγεῖ στήν ἀνάσταση καί τή ζωή.
 Γιά νά τά καταλάβουμε καί νά τά ζήσουμε αὐτά χρειάζεται νά δοῦμε τά πράγματα μέσα ἀπό τό πρῖσμα τῆς αἰωνιότητος.
 4. Ὁμολογία: Ὁ Χριστός ἀπαιτεῖ ἀπό ἐμᾶς νά ὁμολογοῦμε ὅτι εἴμαστε παιδιά του. Ἄν εἶναι αἶσχος καί προδοσία ν’ ἀρνεῖται κανείς τόν φίλο ἤ τήν πατρίδα του, εἶναι ἁμαρτία φοβερή ν’ ἀρνούμαστε τόν Χριστό πού μᾶς ἔπλασε καί μᾶς ἀνέπλασε μέ τήν ἀγάπη του, πού εἶναι ὁ μεσίτης μας, ὁ ὁποῖος μᾶς προσαγάγει στόν Θεό Πατέρα. Ὅποιος ἀρνεῖται τόν Χριστό, ἀρνεῖται τή σωτηρία του.

Στεργίου Σάκκου, Εὐαγγελικές περικοπές (Βοήθημα γιά κυκλάρχες)