Ἡ Ἐκκλησία μας τήν Δ΄ Κυριακή ἀπό τοῦ Πάσχα διαβάζει τήν περικοπή τῆς θεραπείας τοῦ παραλυτικοῦ τῆς Βηθεσδά (Ἰω 5,1-15). Ζήτημα δημιουργήθηκε γιά τόν καθορισμό «τῆς ἑορτῆς τῶν Ἰουδαίων», τήν ὁποία ἀναφέρει ὁ εὐαγγελιστής Ἰωάννης στήν ἀρχή τῆς διηγήσεώς του. Ποιά εἶναι αὐτή «ἡ ἑορτή τῶν Ἰουδαίων», μέ τήν εὐκαιρία τῆς ὁποίας ὁ Ἰησοῦς βρῆκε τόν ἰσραηλιτικό λαό συγκεντρωμένο στά Ἰεροσόλυμα; Ἕνα χειρόγραφο, ὄχι σπουδαῖο, προσθέτει τήν λέξη «τῶν ἀζύμων», καί ἕνα ἄλλο «τῆς σκηνοπηγίας». Αὐτά εἶναι ἑρμηνευτικά γλωσσήματα τοῦ περιθωρίου. Ἀπό τούς ἑρμηνευτές ὅλοι οἱ ἀρχαῖοι καί οἱ περισσότεροι ἀπό τούς νεωτέρους ἀκολουθοῦν τόν Χρυσόστομο, κατά τόν ὁποῖο ἡ γιορτή ἦταν ἡ Πεντηκοστή. Γι' αὐτό ἴσως καί ἡ Ἐκκλησία ἤδη ἀπό τά πολύ ἀρχαῖα χρόνια φρόντισε ὥστε σέ μία ἀπό τίς Κυριακές τοῦ Πεντηκοσταρίου νά διαβάζεται καί αὐτή ἡ περικοπή.
Ἡ σύνταξη τοῦ στίχου 2 φαίνεται ἀνώμαλη στό πρῶτο ἄκουσμα· «Ἔστι δέ ἐν τοῖς Ἰεροσολύμοις, ἐπί τῇ προβατικῇ, κολυμβήθρα, ἡ ἐπιλεγομένη ἑβραϊστί Βηθεσδά, πέντε στοάς ἔχουσα». Τά «προβατικῇ» καί «κολυμβήθρα» δέν βρίσκονται στήν ἴδια πτώση, οὔτε τό «προβατικῇ» εἶναι ἐπίθετο στό «κολυμβήθρα». Τό «προβατικῇ» εἶναι δοτική καί τό «κολυμβήθρα» ὀνομαστική. Τό νόημα τοῦ στίχου εἶναι· «Ἔστι δέ ἐν τοῖς Ἰεροσολύμοις, ἐπί τῇ προβατικῇ (ἐννοεῖται πύλῃ), (μία) κολυμβήθρα, ἡ ἐπιλεγομένη ἑβραϊστί Βηθεσδά».
Τό ἑβραϊκό ὄνομα τῆς κολυμβήθρας παραδίδεται κατά τέσσερις τρόπους· Βηλζαθά, Βαθζαθά, Βηθσαϊδά καί Βηθεσδά. Οἱ δύο πρῶτες γραφές ὑπάρχουν σέ μεμονωμένα χειρόγραφα, εἶναι ἄγνωστες στήν ἔμμεση παράδοση τοῦ κειμένου καί δέν ὑπάρχουν στήν πραγματικότητα στήν ἀραμαϊκή γλῶσσα. Περισσότερο μαρτυροῦνται στήν χειρόγραφη παράδοση οἱ γραφές Βηθσαϊδά (=οἶκος κολυμβήσεως) καί Βηθεσδά (=οἶκος ἐλέους), κυρίως ἡ δεύτερη, πού ἔχει πολλές καί ἀρχαιότατες μαρτυρίες καί στήν ἔμμεση παράδοση, στά ἔργα δηλαδή τῶν ἀρχαίων ἐκκλησιαστικῶν συγγραφέων. Ἡ φράση πού ἀκολουθεῖ, «πέντε στοάς ἔχουσα», ἐπεξηγεῖ τήν γραφή «Βηθεσδά». Εἶναι σάν νά λέει· «Οἶκος ἐλέους», δηλαδή νοσοκομεῖο μέ πέντε πτέρυγες.
Ἡ περικοπή βρίσκεται στήν ἀρχή μιᾶς μεγάλης συνάφειας, ὅπου ὁ εὐαγγελιστής ἐντάσσει τόν πρῶτο μακροσκελῆ λόγο τοῦ Ἰησοῦ πρός τούς Ἰουδαίους. Ἀναφέρει μάλιστα καί τήν πρώτη σοβαρή ἀπόπειρα τῶν Ἰουδαίων νά σκοτώσουν τόν Ἰησοῦ. Μέ τήν ἀφήγηση τῆς θεραπείας ὁ Ἰωάννης ἔχει σκοπό νά δείξει ὅτι ἕνα ἀπό τά κύρια αἴτια γιά τά ὁποῖα «ἐδίωκον τόν Ἰησοῦν οἱ Ἰουδαῖοι» ἦταν ἡ κατάλυση τῶν σχολαστικῶν διατάξεων περί Σαββάτου.
Ἡ σχολαστικότητα τῶν ραββίνων γιά τήν ἀργία τοῦ Σαββάτου εἶχε φθάσει στίς μέρες τοῦ Χριστοῦ τά ὅρια τοῦ γελοίου. Τό Σάββατο δέν ἐπιτρεπόταν κανείς νά σηκώνει φορτίο. Δέν ἔπρεπε νά φορᾶ παπούτσια μέ καρφιά, διότι τά καρφιά εἶναι βάρος. Ἕνας ἄνθρωπος ἐπιτρεπόταν νά κρατᾶ ἕνα ψωμί, δύο ἄνθρωποι δέν ἐπιτρεπόταν νά κρατοῦν ἕνα ψωμί, διότι αὐτό ἦταν συνεργασία... Ἀλλά γιατί νά ἀνατρέχουμε στίς ραββινικές πηγές, ἀφοῦ καί στό ἴδιο τό εὐαγγέλιο ὁ Ἰησοῦς χαρακτηρίσθηκε «ἁμαρτωλός», διότι ἡμέρα Σάββατο ἔκανε λάσπη μέ τό σάλιο του!
Ὁ Ἰησοῦς παραβλέποντας ὅλες αὐτές τίς ἀνόητες διατάξεις, πλησίασε τόν παραλυτικό καί τόν ρώτησε· «Θέλεις ὑγιής γενέσθαι;». Ὁ ἄνθρωπος ἦταν παράλυτος 38 ὁλόκληρα χρόνια. Καί «ἐξεδέχετο», ποιός ξέρει πόσα χρόνια, «τήν τοῦ ὕδατος κίνησιν». Παρά τό ὅτι δέν εἶχε ἄνθρωπο νά τόν βοηθήσει, ἐπέμενε νά περιμένει τήν κίνηση τοῦ νεροῦ, διότι ἤλπιζε. Ἡ τόση ἐπιμονή καί ἐλπίδα του δείχνει πόσο καιγόταν ἀπό τόν πόθο νά γίνει ὑγιής. Κάτω ἀπό τέτοιες συνθῆκες ἡ ἐρώτηση τοῦ Ἰησοῦ ἦταν μία ἐρώτηση γιά τήν ὁποία ἄλλος στήν θέση τοῦ ἀρρώστου θά ἐξοργιζόταν μέ τόν Ἰησοῦ καί θά νόμιζε ὅτι τόν ἐμπαίζει, ὅπως μαρτυρεῖ ὁ ἱερός Χρυσόστομος.
Ἐντούτοις ὁ παραλυτικός ἀπάντησε ταπεινά· «Κύριε, ἄνθρωπον οὐκ ἔχω, ἵνα ὅταν ταραχθῇ τό ὕδωρ βάλῃ με εἰς τήν κολυμβήθραν». Δέν εἶπε κἄν «Ναί, θέλω». Ἦταν τόσο εὐνόητο. Ἀλλά εἶπε τό παράπονό του, καί μάλιστα χωρίς πικρόχολη παρατήρηση ἐναντίον τόσων καί τόσων οἱ ὁποῖοι ἀσφαλῶς πολλές φορές τόν παραγκώνισαν γιά νά πέσουν στό νερό πρῶτοι. Πολλοί ἑρμηνευτές ὀρθά συμπεραίνουν ἀπό αὐτά ὅτι ὁ ἄνθρωπος ἔδειξε γενικά ταπείνωση καί ἀκακία. Γι' αὐτό ἴσως καί ὁ Ἰησοῦς, πού δοκίμασε μέ τήν ἐρώτησή του τήν ταπείνωση τοῦ ἀνθρώπου, θεράπευσε μόνον αὐτόν ἀπό τόσες δεκάδες καί ἑκατοντάδες ἴσως ἀσθενῶν.
Ὁ παραλυτικός ἔδειξε στήν συνέχεια καί πίστη. Διότι τό νά ὑπακούσει στήν φωνή ἑνός ἀγνώστου ἀνθρώπου «ἔγειραι, ἆρον τόν κράββατόν σου καί περιπάτει» καί νά ἀποπειραθεῖ νά σηκωθεῖ ἐκτελώντας μία παράλογη ἐκ πρώτης ὄψεως προτροπή, ἦταν ζήτημα πίστεως. Ὁ παραλυτικός σηκώθηκε, πῆρε τόν «κράββατόν» του καί ἔφυγε.
Ἡ λέξη «κράββατος», πού προέρχεται ἀπό τήν ἀρχαία μακεδονική διάλεκτο, συμπεριλήφθηκε στήν κοινή ἑλληνική καί ἐπικράτησε περισσότερο ἀπό τήν λέξη «κλίνη». Σημαίνει ὅ,τι καί σήμερα. Στούς παπύρους λέγεται «κράββακτος», «κράββατος» καί «κρεββάτι», ὅπως ἀκριβῶς σήμερα.
Οἱ Ἰουδαῖοι, καί μάλιστα οἱ ἐπίσημοι, βλέποντας τόν θεραπευμένο νά κάνει μία τέτοια δουλειά τό Σάββατο, τόν ἐπέπληξαν· «Σάββατόν ἐστιν, οὐκ ἔξεστί σοι ἆραι τόν κράββατον». Αὐτούσιο ραββινικό ἀπόφθεγμα, ἄν ἐξαιρέσουμε τήν λέξη «κράββατος», ἡ ὁποία μπορεῖ νά ἀντικατασταθεῖ μέ ὁποιαδήποτε λέξη.
Ὁ ἄνθρωπος ἀπαντᾶ μέ κάποια ἀπολογητική καί ἐλεγκτική ἤ εἰρωνική ἴσως ἔμφαση. «Ὁ ποιήσας με ὑγιῆ, ἐκεῖνός μοι εἶπεν· ἆρον τόν κράββατόν σου καί περιπάτει». Ἦταν σάν νά ἔλεγε· «Αὐτός πού εἶχε τήν δύναμη νά μέ θεραπεύσει, αὐτός μοῦ ἔδωσε τήν ἐντολή νά κάνω ὅ,τι κάνω. Σεῖς μέ ποιά ἐξουσία μέ παρατηρεῖτε;». Ἤ «Ἐγώ οὔτε αὐτόν οὔτε ἐσᾶς γνωρίζω. Βλέπω μόνο ὅτι ἐκεῖνος εἶχε τήν ὑπερφυσική δύναμη νά μέ κάνει ὑγιῆ, καί στήν ἐντολή ἐκείνου ὑπακούω». Χαρακτηριστική ἀπάντηση, ἀπ' ὅπου φαίνεται ὅτι ὁ ἁπλός ἄνθρωπος, ὅταν ἀντιμετωπίζει πολλές ἐντολές, προσέχει νά δεῖ τίνος ἐντολοδότου οἱ ἐντολές ἔχουν ἀντίκρυσμα τά ἀνάλογα ἔργα, καί τίς ἐντολές τῶν ἄλλων τίς θεωρεῖ ἄκυρες.
Οἱ Ἰουδαῖοι ξαναρωτοῦν ποιός εἶναι αὐτός. Μέ εὐφυΐα παρατηρεῖ ὁ Χρυσόστομος ὅτι στήν ἐρώτησή τους δέν λένε «τίς ἐστιν ὁ ποιήσας σε ὑγιῆ», ὅπως ἀπαιτεῖ καί ἡ ἀκολουθία τοῦ λόγου μετά τήν σχετική ἀπάντηση τοῦ ἀνθρώπου, ἀλλά «τίς ἐστιν ὁ ἄνθρωπος ὁ εἰπών σοι, ἆρον τόν κράββατόν σου καί περιπάτει;». Ἀπαξιοῦν νά ποῦν τήν λέξη πού δείχνει τό σημεῖο καί λένε μόνο τήν φράση μέ τήν ὁποία φαίνεται ἡ καταπάτηση τῆς ἐντολῆς.
Ὁ Ἰησοῦς συναντᾶ κατόπιν τόν πρώην παραλυτικό στό ἱερό καί τοῦ λέει· «Ἴδε ὑγιής γέγονας· μηκέτι ἁμάρτανε, ἵνα μή χεῖρόν τί σοι γένηται». Ἀπό τά λόγια αὐτά συνάγεται ὅτι ἡ αἰτία τῆς παραλυσίας ἦταν κάποια συγκεκριμένη ἁμαρτία ἤ ἁμαρτωλή ζωή. Ὁ Χριστός εἶπε στούς μαθητές του ἄλλοτε ὅτι αἰτία κάθε ἀσθένειας δέν εἶναι ὁπωσδήποτε ἡ προσωπική ἁμαρτία ἤ ἡ ἁμαρτία τῶν γονέων (βλ. Ἰω 9,3). Ἐδῶ ὅμως ἀφήνει νά ἐννοηθεῖ ὅτι αἰτία εἶναι ἡ προσωπική ἁμαρτία. Ἡ παράλυση, πού ὀφείλεται κυρίως σέ βλάβη τοῦ ἐγκεφάλου, εἶναι δυνατόν νά προέλθει ἀπό διάφορες παθήσεις, ἀλλά καί ἀπό ἀφροδίσια νοσήματα, τά ὁποῖα τότε βέβαια δέν εἶχαν διαγνωσθεῖ, ἀλλά δέν ἦταν ἄγνωστα καί στόν Κύριο.
Ὁ πρώην παραλυτικός «ἀπῆλθε καί ἀνήγγειλε τοῖς Ἰουδαίοις ὅτι Ἰησοῦς ἐστιν ὁ ποιήσας αὐτόν ὑγιῆ». Πολλοί σύγχρονοι ἑρμηνευτές φρονοῦν ὅτι ὁ θεραπευμένος παραλυτικός ἐνήργησε ἔτσι ἀπό ἀχαριστία καί κακία, διότι θίχτηκε ἀπό τήν προτροπή τοῦ Ἰησοῦ «μηκέτι ἁμάρτανε». Ἡ ἀνακοίνωση κατά τήν ἄποψη αὐτή ἦταν προδοσία. Ἡ ἑρμηνεία αὐτή εἶναι καθώς φαίνεται ἀρχαιοτάτη, διότι τήν ἀναφέρει καί ὁ Χρυσόστομος, πού τήν ἀπορρίπτει ὅμως ὡς φαντασιώδη. Ὁ ἄνθρωπος τό ἀνήγγειλε μέ καύχημα μᾶλλον γιά τόν Ἰησοῦ, ὅπως καί στήν πρώτη ἀπάντηση πρός τούς Ἰουδαίους. Ἔχουμε καί πολλές ἄλλες περιπτώσεις κατά τίς ὁποῖες οἱ εὐεργετημένοι ἀπό τόν Ἰησοῦ διαλαλοῦσαν τήν θεραπεία τους στούς Φαρισαίους, ὄχι μόνο ἐρεθίζοντάς τους κατά τοῦ Ἰησοῦ, ἀλλά καί κάνοντάς το παρά τίς ἐπιπλήξεις του. Ὁ εὐαγγελιστής θέλει νά πεῖ ἁπλῶς ὅτι ὁ Ἰησοῦς ἀπέφευγε τήν μεγάλη δημοσιότητα, γιά νά μή γίνεται προκλητικός, ὅπως ἐδῶ, πού ἀμέσως μετά τήν θεραπεία «ἐξένευσεν ὄχλου ὄντος ἐν τῷ τόπῳ». Τά ἔργα του ὅμως ἔφθαναν στήν ἀντίληψη τῶν ἐχθρῶν του, διότι διαλαλοῦνταν ἀπό τούς ἴδιους τούς εὐεργετημένους. Εἶναι τό «καί ἐάν οὗτοι σιωπήσωσιν, οἱ λίθοι κεκράξονται» (Λκ 19,40).
Σ. Ν. Σάκκου, Εὐαγγελικές περικοπές, σελ. 31-38
19Οὔσης οὖν ὀψίας τῇ ἡμέρᾳ ἐκείνῃ τῇ μιᾷ τῶν σαββάτων, καί τῶν θυρῶν κεκλεισμένων ὅπου ἦσαν οἱ μαθηταί συνηγμένοι διά τόν φόβον τῶν ᾿Ιουδαίων, ἦλθεν ὁ ᾿Ιησοῦς καί ἔστη εἰς τό μέσον, καί λέγει αὐτοῖς· εἰρήνη ὑμῖν. 20Καί τοῦτο εἰπών ἔδειξεν αὐτοῖς τάς χεῖρας καί τήν πλευράν αὐτοῦ. Ἐχάρησαν οὖν οἱ μαθηταί ἰδόντες τόν Κύριον. 21Εἶπεν οὖν αὐτοῖς ὁ ᾿Ιησοῦς πάλιν· εἰρήνη ὑμῖν. Καθώς ἀπέσταλκέ μέ ὁ πατήρ, κἀγώ πέμπω ὑμᾶς. 22Καί τοῦτο εἰπών ἐνεφύσησε καί λέγει αὐτοῖς· λάβετε Πνεῦμα ῞Αγιον· 23ἄν τινων ἀφῆτε τάς ἁμαρτίας, ἀφίενται αὐτοῖς, ἄν τινων κρατῆτε, κεκράτηνται. 24Θωμᾶς δέ εἷς ἐκ τῶν δώδεκα, ὁ λεγόμενος Δίδυμος, οὐκ ἦν μετ᾿ αὐτῶν ὅτε ἦλθεν ὁ ᾿Ιησοῦς. 25Ἔλεγον οὖν αὐτῷ οἱ ἄλλοι μαθητές· ἑωράκαμεν τόν Κύριον. Ὁ δέ εἶπεν αὐτοῖς· ἐάν μή ἴδω ἐν ταῖς χερσίν αὐτοῦ τόν τύπον τῶν ἥλων, καί βάλω τόν δάκτυλόν μου εἰς τόν τύπον τῶν ἥλων, καί βάλω τήν χεῖρά μου εἰς τήν πλευράν αὐτοῦ, οὐ μή πιστεύσω. 26Καί μεθ᾿ ἡμέρας ὀκτώ πάλιν ἦσαν ἔσω οἱ μαθηταί αὐτοῦ καί Θωμᾶς μετ᾿ αὐτῶν. Ἔρχεται ὁ ᾿Ιησοῦς τῶν θυρῶν κεκλεισμένων, καί ἔστη εἰς τό μέσον καί εἶπεν· εἰρήνη ὑμῖν. 27Εἶτα λέγει τῷ Θωμᾷ· φέρε τόν δάκτυλόν σου ὧδε καί ἴδε τάς χεῖράς μου, καί φέρε τήν χεῖρά σου καί βάλε εἰς τήν πλευράν μου, καί μή γίνου ἄπιστος, ἀλλά πιστός. 28Καί ἀπεκρίθη Θωμᾶς καί εἶπεν αὐτῷ· ὁ Κύριός μου καί ὁ Θεός μου. 29Λέγει αὐτῷ ὁ ᾿Ιησοῦς· ὅτι ἑώρακάς με, πεπίστευκας· μακάριοι οἱ μή ἰδόντες καί πιστεύσαντες. 30Πολλά μέν οὖν καί ἄλλα σημεῖα ἐποίησεν ὁ ᾿Ιησοῦς ἐνώπιον τῶν μαθητῶν αὐτοῦ, ἃ οὐκ ἔστι γεγραμμένα ἐν τῷ βιβλίῳ τούτῳ· 31ταῦτα δέ γέγραπται ἵνα πιστεύσητε ὅτι ᾿Ιησοῦς ἐστιν ὁ Χριστός ὁ υἱός τοῦ Θεοῦ, καί ἵνα πιστεύοντες ζωήν ἔχητε ἐν τῷ ὀνόματι αὐτοῦ.
Δύο ἐμφανίσεις τοῦ ἀναστάντος Χριστοῦ
Ἡ περικοπή τῆς Κυριακῆς τοῦ Θωμᾶ, Ἰω 20,19–31, περιέχει τό ἱστορικόν δύο ἐμφανίσεων τοῦ ἀναστάντος Χριστοῦ εἰς τούς μαθητάς, τῆς πρώτης ἐμφανίσεως καί τῆς δευτέρας. Ἡ Κυριακή αὐτή εἶναι ἁπλῶς ἡ ἑπομένη Κυριακή ἀπό τοῦ πάσχα. Δεδομένου δέ ὅτι κατά τό πάσχα ἀναγινώσκεται περικοπή τῆς ἀναστάσεως, ἦτο ἑπόμενον κατά τήν Κυριακήν αὐτήν νά ἀναγινώσκεται περικοπή μέ τάς ἐν συνεχείᾳ ἐμφανίσεις, μία ἐκ τῶν ὁποίων εἶναι καί ἡ ἐμφάνισις εἰς τόν Θωμᾶν. Ἔπειτα ἐκ τῆς παραγράφου αὐτῆς τοῦ ἀναγνώσματος ὠνομάσθη καί ἡ Κυριακή Κυριακή τοῦ Θωμᾶ, ὅπως ἐκ τῶν ἀναγνωσμάτων ἔλαβον τά ὀνόματα καί αἱ Κυριακαί τοῦ τελώνου καί τοῦ φαρισαίου, τοῦ ἀσώτου, κτλ.
«Οὔσης οὖν ὀψίας τῇ ἡμέρᾳ ἐκείνῃ … Εἰρήνη ὑμῖν». Αὐτή εἶναι ἡ πρώτη ἐμφάνισις εἰς τό σύνολον τῶν μαθητῶν. Πρό αὐτῆς ὁ Ἰωάννης ἀναφέρει τήν ἐμφάνισιν εἰς τήν Μαρίαν τήν Μαγδαληνήν, ἥτις εἶναι καί ἡ πρώτη πασῶν. Ὅπως συνάγεται ἐκ τῶν Εὐαγγελίων, ἡ πρώτη ἐμφάνισις ἔγινεν εἰς τήν Μαγδαληνήν Μαρίαν ἐπί τοῦ μνήματος, ἡ δευτέρα εἰς τήν αὐτήν καί τήν Μαρίαν τοῦ Κλωπᾶ καθ’ ὁδόν, ἡ τρίτη καί τετάρτη εἰς τούς πορευομένους πρός Ἐμμαούς καί εἰς τόν Σίμωνα Πέτρον, καί ἡ πέμπτη, ἡ παροῦσα, εἰς τούς δέκα μαθητές, ἀπουσιάζοντος τοῦ Θωμᾶ. Αὐταί αἱ πέντε ἔγιναν κατά τήν πρώτην ἡμέραν τῆς ἀναστάσεως τήν μίαν τῶν σαββάτων ἤ Κυριακήν. Ἡ πρώτη τό πρωΐ καί ἡ τελευταία «οὔσης ὀψίας».
Ὁ Χριστός εἰσέρχεται τῶν θυρῶν κεκλεισμένων. Τό σῶμα τῆς ἀναστάσεως δέν ὑπόκειται πλέον εἰς τούς φυσικούς νόμους. Καί δέν δύναται μέν κανείς νά πολυπραγμονήσῃ ἐπί τῆς συστάσεώς του, ἀλλ’ ὅτι εἶναι ἀδέσμευτον ἀπό τούς φυσικούς νόμους καί ἀνώτερον τῆς φθορᾶς, τοῦτο εἶναι βέβαιον.
Οἱ μαθηταί ἦσαν συνηγμένοι εἰς μίαν οἰκίαν «διά τόν φόβον τῶν Ἰουδαίων». Οἱ μαθηταί ἦσαν μία ὁμάς ξένων ἐκδρομέων προσκυνητῶν, πού ἦλθε διά νά ἑορτάσῃ τό πάσχα εἰς τά Ἰεροσόλυμα καί ἔχασε τόν ἀρχηγόν της, συλληφθέντα, δικασθέντα καί ἐκτελεσθέντα κεραυνοβόλων ἐντός 24 ὡρῶν. Ἦτο φυσικόν νά τρέμουν μήπως ἐν συνεχείᾳ ἡ μῆνις τῶν ἐχθρῶν τοῦ ἀρχηγοῦ των ἐκσπάσῃ καί ἐπ’ αὐτῶν, καί διά τοῦτο ὅλοι ὁμοῦ «ἐζάρωσαν» εἰς μίαν οἰκίαν. Τώρα, τήν ἡμέρα αὐτήν, ἀκούεται ἀπουσία τοῦ σώματος ἐκ τοῦ τάφου, σχέσιν ἔχουσα μέ τήν πρόρρησιν τοῦ Ἰησοῦ ὅτι θά ἀναστηθῇ, μίαν πρόρρησιν πού ἠνάγκασε τούς ἀρχιερεῖς νά ἀσφαλίσουν τόν τάφον, διά νά μή γίνουν δῆθεν θύματα πλάνης καί κακοηθείας τῶν μαθητῶν τοῦ πλάνου ἐκείνου. Τήν ἀπουσίαν τοῦ σώματος ἄλλοι λέγουν ἀνάστασιν, ὅσοι εἶδον τόν ἀναστάντα, καί ἄλλοι κλοπήν τοῦ σώματος ὑπό τῶν μαθητῶν, δηλαδή οἱ ἀρχιερεῖς. Εὐλόγως λοιπόν οἱ μαθηταί ἐφοβοῦντο μήπως καταζητοῦνται ὡς σκευωρήσαντες τήν κλοπήν καί ὑποστοῦν τήν ὀργήν τῶν ἀρχιερέων.
Μέ ἄφθαστον ἁπλότητα περιγράφεται ἡ ἐμφάνισις τοῦ ἀναστάντος· «Ἦλθεν ὁ ᾿Ιησοῦς καί ἔστη εἰς τό μέσον». Τίποτε ἄλλο. Φαντασθῆτε πῶς περιγράφουν τοιαῦτα καταπληκτικά γεγονότα οἱ σημερινοί λογοτέχναι καί δημοσιογράφοι ἤ οἱ ἀρχαῖοι συγγραφεῖς τῶν ἀποκρύφων. Πολλή τελετουργία, βερμπαλισμός, ἀναφωνήσεις, ὑπερθετικοί βαθμοί. Μέ τήν ἰδίαν ἁπλότητα περιγράφεται καί ἡ ἀντίδρασις τῶν μαθητῶν· «Ἐχάρησαν οὖν οἱ μαθηταί ἰδόντες τόν Κύριον». Τίποτε ἄλλο.
Ὁ χαιρετισμός τοῦ ἀναστάντος «Εἰρήνη ὑμῖν» ἦτο ὁ πανάρχαιος καί πασίγνωστος χαιρετισμός τῶν Ἑβραίων. Ὁ Χριστός ὅμως τόν ἔλεγε μέ τόν ἰδικόν του τρόπον· διότι ἤδη κατά τόν μυστικόν δείπνον εἶπεν· «Εἰρήνην ἀφίημι ὑμῖν, εἰρήνην τήν ἐμήν δίδωμι ὑμῖν· οὐ καθώς ὁ κόσμος δίδωσιν, ἐγώ δίδωμι ὑμῖν» (Ἰω 14,27). Ἔχει καί δίδει ἄλλην εἰρήνην ἄσχετον μέ τήν εἰρήνην τοῦ κόσμου. Μέ τόν χαιρετισμόν αὐτόν ὁ ἀναστάς ἐννοεῖ τήν καταλλαγήν τῆς ἀνθρωπότητος μέ τόν Πατέρα καί τήν ἐσωτερικήν εἰρήνην τῶν καρδιῶν καί τῶν μελῶν τῆς Ἐκκλησίας.
«Καί τοῦτο εἰπών... τόν Κύριον». Καί διά νά πιστοποιήσῃ τήν ταυτότητα τοῦ προσώπου του, τούς ἐπιδεικνύει τάς οὐλάς τῶν πληγῶν εἰς τάς παλάμας καί τήν πλευράν.
Οἱ πατέρες τῆς Ἐκκλησίας διδάσκουν ὅτι ὁ ἀναστάς Χριστός πάντοτε, καί κατά τάς συναναστροφάς του μέ τούς μαθητάς, ἦτο τελείως γυμνός. Στηρίζονται δέ πρός τοῦτο εἰς δύο εἰδῶν τεκμήρια, ἱστορικά καί θεολογικά. Ἱστορικόν τεκμήριον εἶναι ὅτι ὁ Ἰησοῦς ἐκαρφώθη ἐπί τοῦ σταυροῦ γυμνός. Ἔπειτα γυμνόν τό σῶμα τοῦ περιετυλίχθη εἰς τά ἐντάφια σπάργανα, τά ὀθόνια καί τοῦ σουδάριον, τά ὁποῖα κατά τήν ἀνάστασιν ἀφῆκεν εἰς τόν τάφον καί τά ὁποία εἶδαν ὄντως ἡ Μαγδαληνή Μαρία καί αἱ λοιπαί μυροφόροι καί ὁ Πέτρος μέ τόν Ἰωάννην. Ἦτο ἑπόμενον λοιπόν ὁ ἀναστάς νά εἶναι γυμνός.
Θεολογικόν τεκμήριον εἶναι ὅτι ἡ γύμνωσις εἶναι ἡ κατάστασις ἡ πρέπουσα εἰς τήν ἀφθαρσίαν. Γυμνοί ἦσαν οἱ πρωτόπλαστοι εἰς τόν παράδεισον πρό τῆς πτώσεως, «καί οὐκ ἠσχύνοντο», λέγει ἡ Γραφή. Ὅταν δέν ὑπάρχῃ ἡ ἁμαρτία οὔτε ὡς τάσις οὔτε ὡς σπέρμα, δέν αἰσθάνεται ὁ ἄνθρωπος τήν ἀνάγκην νά σκεπάσῃ ἑαυτόν μέ ἱματισμόν. Μετά τήν πτῶσιν ἠσθάνθησαν οἱ πρωτόπλαστοι διά πρώτην φοράν τήν γύμνωσίν των ἰδιαζόντως καί τήν ἀνάγκην νά ράψουν περιζώματα μέ φύλλα συκῆς. Τότε καί ὁ Θεός τούς ἔδωκε νά φοροῦν χιτῶνας δερματίνους. Ὁ Ἰησοῦς μέ τήν ἀνάστασίν του εἰσήγαγε τό ἀνθρώπινον σῶμα εἰς τόν παράδεισον, ὅπου οὐδεμία ἀνάγκη ἱματισμοῦ ὑπάρχει.
Καί ναί μέν τό σῶμα τῆς ἀναστάσεως τό ἄφθαρτον δέν γνωρίζομεν τί σχῆμα ἔχει, ἀλλά διά τό σῶμα τοῦ ἀναστάντος Χριστοῦ γνωρίζομεν ὅτι, εἴτε εἰς τήν πραγματικότητα εἴτε κατ’ οἰκονομίαν, εἶχε ἀκριβῶς τό σχῆμα τοῦ φθαρτοῦ, τόσον μάλιστα, ὥστε νά φαίνωνται καί αἱ πληγαί εἰς τάς παλάμας καί εἰς τάς πλευράς.
Πῶς ὅμως εἰς τόσας ἐμφανίσεις καί συναναστροφάς ὁ Ἰησοῦς ἦτο γυμνός; Πῶς δύναται κανείς νά φαντασθῇ, ὅτι ἐκεῖ πού ὁ Ἰησοῦς ἐμφανίζεται εἰς τόν αἰγιαλόν καί ἐν συνεχείᾳ κάθονται καί τρώγουν καί συζητεῖ μέ τόν Πέτρον καί τόν Ἰωάννην καί ἐκεῖ πού ὁμιλεῖ εἰς πεντακοσίους πιστούς ἄνδρας καί γυναῖκας εἰς τό ὕπαιθρον τῆς Γαλιλαίας, ὅτι ἦτο γυμνός; Οἱ πατέρες λέγουν ὅτι τό ἐξ ἀναστάσεως σῶμα τοῦ Ἰησοῦ ἦτο ἐνδεδυμένον τήν «εὐπρέπειαν τῆς ἀφθαρσίας». Ἀναλυτικώτερον, ὅτι τό σῶμα τῆς ἀναστάσεως ἔχει τήν δύναμιν πρῶτα μέν νά φανερώνεται ὅταν θέλῃ, καί νά γίνεται ἄφαντον καί ἀόρατον τοῖς θνητοῖς ὅταν θέλῃ· ἔπειτα δέ νά μή ἐπιτρέπῃ εἰς τούς ὀφθαλμούς τῶν φθαρτῶν σωμάτων νά βλέπουν τήν γύμνωσίν του, ὅπως ὁ ἀναστάς Κύριος συνεζήτει καί ἐδίδασκεν ἐπί ὥρας καθ’ ὁδόν πρός τήν Ἐμμαούς, καί ὅμως δέν ἐπέτρεπεν εἰς τούς συνοδοιπόρους νά ἀναγνωρίσουν ἤ τήν μορφήν του ἤ τήν φωνήν του.
Ἐδῶ λοιπόν ὁ Ἰησοῦς ἐπιδεικνύει εἰς τούς μαθητάς του τά σημάδια τῶν πληγῶν εἰς τάς παλάμας καί τήν πλευράν. Καί μετά τοῦτο τούς ἀποστέλλει εἰς τήν ἀποστολήν του, τούς δίδει τό ἅγιον Πνεῦμα, καί ἱδρύει τήν Ἐκκλησίαν του.
«Καθώς ἀπέσταλκέ με ὁ πατήρ, κἀγώ πέμπω ὑμᾶς. Καί τοῦτο εἰπών ἐνεφύσησε καί λέγει αὐτοῖς· λάβετε Πνεῦμα ῞Αγιον· ἄν τινων ἀφῆτε τάς ἁμαρτίας, ἀφίενται αὐτοῖς, ἄν τινων κρατῆτε, κεκράτηνται».
Προβληματίζονται οἱ ἑρμηνευταί, ἄν ἡ ἐπιφοίτησις τοῦ ἁγίου Πνεύματος ἔγινε τώρα μέ τό ἐμφύσημα ἤ κατά τήν Πεντηκοστήν. Ἡ δέ ἀρνητική κριτική εὑρίσκει ἐδῶ διαφωνίαν μεταξύ Ἰωάννου καί Πράξεων. Τό πρᾶγμα εἶναι ἁπλοῦν. Τώρα τούς δίδει ὁ Χριστός τό Πνεῦμα, ἀλλά μετά πολλάς ἡμέρας φαίνεται. Μήπως μέ τό «κἀγώ πέμπω ὑμᾶς» πρέπει νά φαντασθῇ κανείς ὅτι ἐκείνην τήν στιγμήν οἱ μαθηταί ἀνοίξαντες τήν θύραν τοῦ δωματίου ἐξεχύθησαν τροχάδην εἰς τά πέρατα τῆς οἰκουμένης; Ὁ Ἰησοῦς δίδει εἰς τούς μαθητάς πρός βρῶσιν καί πόσιν τό σῶμα του καί τό αἷμα του, ἐνῷ ἀκόμη δέν ἐθυσιάσθη, καί μάλιστα ἀκόμη δέν ἀνεστήθη. Διότι ἡ ἀνάστασις εἶναι πού δίδει τήν σωτήριον ἀξίαν εἰς τόν θάνατόν του καί εἰς τό αἷμα του. Ἔτσι καί ἐδῶ· θεωρεῖται ὡς μία ὥρα μέσα εἰς τό χρονικόν πέλαγος τῆς ἀνθρωπίνης ἱστορίας ἡ ἡμέρα αὐτή τῆς ἐμφυσήσεως καί ἡ ἡμέρα τῆς ἐπιφοιτήσεως τοῦ Πνεύματος. Δηλαδή ἡ ἐμφύσησις αὐτή καί ἡ ἐπιφοίτησις εἶναι ἕνα γεγονός, ὅπως ἕνα γεγονός εἶναι ἡ ὑπογραφή μιᾶς ἐξοφλητικῆς ἀποδείξεως καί ἡ ἐπιμέτρησις τῶν χρημάτων, ἡ ὁποία ἐνδεχομένως γίνεται μετά ἀπό ὥρας ἤ ἡμέρας. Καί ἡ ἐγκατάλειψις τῆς Ἰερουσαλήμ καί τοῦ παλαιοῦ Ἰσραήλ κατά τήν ἡμέραν τῆς σταυρώσεως τοῦ Χριστοῦ μέ τήν καταστροφή τοῦ 70 μ.Χ. Εἶναι ἕνα γεγονός. Τά κοσμοϊστορικά γεγονότα τῆς ἀποκαλύψεως τοῦ Θεοῦ δέν καθορίζονται μέ τό ἠλεκτρονικόν χρονόμετρον τοῦ ἀστεροσκοπείου τοῦ Γκρήνουϊτς. Οἱ ἑρμηνευταί πού ἀσχολοῦνται μέ τοιαύτας μικρολογίας εἶναι κατειλημμένοι ἀπό τόν σύγχρονον πυρετόν τῆς ἀνθρωπότητος.
Ἐδῶ ὁ Χριστός ἐκτελεῖ τρία πράγματα. Ἀποστέλλει τούς μαθητάς εἰς τήν συνέχισιν τοῦ ἔργου του καί τούς καθιστᾷ εἰς τό ἑξῆς ἀποστόλους. Τούς χρίει μέ τήν χορηγίαν τοῦ ἁγίου Πνεύματος. Τούς δίδει τήν ἐξουσίαν τοῦ ἀφιέναι ἁμαρτίας· μίαν ἐξουσίαν διά τήν ὁποίαν πολύ ὀρθῶς εἶπαν οἱ φαρισαῖοι ὅτι ἀνήκει ἀποκλειστικῶς εἰς τόν Θεόν, ἀλλά κακῶς ἐθεώρησαν ὡς βλάσφημον τόν Ἰησοῦν πού τήν ἀσκοῦσε. Τήν ἐξουσίαν αὐτήν ἀκριβῶς, πού οὔτε ἄγγελοι οὔτε τίς ἄλλος εἶχε, τήν παραδίδει ὁ Χριστός εἰς τούς μαθητάς του.
Ὅλα αὐτά εἶναι ἡ ἵδρυσις τῆς Ἐκκλησίας. Ἡ Ἐκκλησία λοιπόν ἱδρύθη κατά τήν ἡμέραν τῆς ἀναστάσεως, τήν Κυριακήν. Βεβαίως ἐφ’ ὅσον μετά πεντήκοντα ἡμέρας ἐξεδηλώθη τό τότε ἐμφυσηθέν Πνεῦμα, τότε ἱδρύθη φανερῶς καί ἡ Ἐκκλησία. Ἀλλά καί πάλιν τά γεγονότα καί αὐτῆς καί ἐκείνης τῆς ἡμέρας εἶναι ἕνα γεγονός, καί ἡ ἡμέρα μία, ἡ «ἡμέρα Κυρίου».
«Θωμᾶς δέ... οὐ μή πιστεύσω».
Κατ’ ἐκείνην τήν ὥραν καί ἡμέραν ἔλειπεν ἐκ τῶν μαθητῶν ὁ Θωμᾶς. Ὅταν ὁ Ἰησοῦς ἔφυγε καί ὁ Θωμᾶς ἦλθεν, οἱ μαθηταί τοῦ ἔλεγον ὅτι «ἑωράκαμεν τόν Κύριον», ἀλλ’ αὐτός δέν ἐπίστευεν. Ὡς ὅρον διά νά πιστεύσῃ ἔθεσε πολύ ὀρθολογιστικόν τεκμήριον· νά τόν ἰδῇ, νά ἰδῇ τά σημάδια τῶν πληγῶν του, καί νά βάλῃ μάλιστα καί τά δάκτυλά του εἰς τά σημάδια καί νά τά ψηλαφήσῃ.
Πολλοί νομίζουν ὅτι αὐτή ἡ ἀπιστία τοῦ Θωμᾶ εἶναι ἡ ἁμαρτωλή ἀπιστία τῶν συγχρόνων ἀπίστων, ὅτι αὐτό ἦτο μία πτῶσις τοῦ Θωμᾶ, ὀνομάζουν τόν Θωμᾶν ἄπιστον μέ τήν ἁμαρτωλήν ἔννοιαν τῆς λέξεως, διάφορα δέ ἀπόκρυφα τῆς ἀρχαιότητος ἤ σύγχρονα λογοτεχνικά ἔργα παρουσιάζουν τόν Θωμᾶν νά κλαίῃ ἐν μετανοίᾳ διά τήν ἀπιστίαν του ταύτην. Ὅλα αὐτά εἶναι παρανοήσεις ἀνθρώπων πού δέν ἀντελήφθησαν καλῶς τό βαθύτερον νόημα αὐτῆς τῆς ἀπιστίας καί ἄλλων λεπτομερειῶν τῆς ἀναστάσεως. Τό πνεῦμα τῶν εὐαγγελιστῶν εἶναι ὅτι ὅλοι οἱ μαθηταί καί αἱ μαθήτριαι τοῦ Χριστοῦ ἦσαν ἐξ ἴσου ἄπιστοι. Ἄπιστοι οἱ πάντες ἔναντι τῆς ἀναστάσεως, διότι ὁ Ἰησοῦς πρό τοῦ θανάτου του τούς ὥρισε συνάντησιν μετά τήν ἀνάστασιν εἰς τήν Γαλιλαίαν, καί αὐτοί δέν ἐπῆγαν. Καί ὁ ἄγγελος τούς ὑπενθύμισε, καί ὁ ἴδιος ὁ ἀναστάς διαμηνύων διά τῶν γυναικῶν τούς ὑπενθύμισε τήν συνάντησιν, καί αὐτοί πάλιν δέν ἐπῆγαν. Ὁπότε καί ὁ Ἰησοῦς ἠναγκάσθη νά τούς συναντήσῃ εἰς τά Ἰεροσόλυμα. Ἄπιστοι αἱ μαθήτριαι, διότι παρά τάς προρρήσεις τοῦ Ἰησοῦ, ἐπῆγαν πρωΐ – πρωΐ μέ μῦρα διά νά τοῦ κάνουν τά νεκρικά ἔθιμα. Ἄπιστοι ὅλοι οἱ μαθηταί, διότι δέν ἐπίστευσαν εἰς τάς γυναίκας πού εἶδαν τόν Ἰησοῦν. Ἄπιστοι οἱ δύο πρός Ἐμμαούς, διότι μετά τόσας εἰδήσεις περί τῆς ἀναστάσεως, αὐτοί ἀπεφάσισαν «νά τό διαλύσουν» καί καθ’ ὁδόν ἔλεγον εἰς τόν ἄγνωστον συνοδοιπόρον, ὅτι «ἤλπιζον» πολλά καί διεψεύσθησαν, καθώς καί ὅτι ὁ Ἰησοῦς εἶναι τώρα εἰς τόν τάφον καί ὅτι αἱ γυναῖκες παρεφρόνησαν. Ἄπιστος καί ὁ Θωμᾶς πού τοῦ συνέβη νά λείπῃ καί νά μή ἰδῇ, μόνος αὐτός, τόν Ἰησοῦν. Οὐδείς ἀπολύτως ἐκ τῶν μαθητῶν τοῦ Χριστοῦ, οὔτε γυνή οὔτε ἀνήρ, ἐπίστευσεν εἰς τήν ἀνάστασιν τοῦ Χριστοῦ, προτοῦ νά τόν ἰδῇ αὐτοπροσώπως, καί ἄς τόν ἐβεβαίωναν οἱ πάντες. Ἀλλά καί οὐδείς μετά τήν αὐτοπρόσωπον συνάντησιν μέ τόν ἀναστάντα ἀμφέβαλε ποτέ περί τῆς ἀναστάσεως.
Ὅλον αὐτό ἔγινε, διά νά εἶναι αἰώνιος μαρτυρία ὅτι ἡ ἀνάστασις εἶναι γεγονός ἀληθές καί ἱστορικόν. Οὐδενός μαθητοῦ ἡ ἀπιστία ἔχει τινά ἁμαρτίαν, οὐδεμίαν σχέσιν ἔχει ἡ ἀπιστία των αὐτή μέ τήν συνήθη ἀπιστίαν τῶν ἀνθρώπων εἰς τά θεῖα, οἱοσδήποτε μαθητής θά ἐδείκνυε τήν ἀπιστίαν τοῦ Θωμᾶ, ἄν ἔμενε τελευταῖος. Καί ἡ πίστις τοῦ Θωμᾶ μετά τήν αὐτοψίαν, δέν ἔχειν καμμίαν σχέσιν μέ τήν μετάνοιαν τοῦ ἁμαρτωλοῦ.
«Καί μεθ' ἡμέρας ὀκτώ... ἀλλά πιστός».
Μετά ἀπό ὀκτώ ἡμέρας, πάλιν ἡμέραν πρώτην τῆς ἑβδομάδος δηλαδή Κυριακήν, ὁ Ἰησοῦς ἐνεφανίσθη καί ἐχαιρέτησε τούς μαθητάς κατά τόν ἴδιον τρόπον. Ὁ Χριστός ἐπιμένει νά ἐμφανίζεται κατά τήν μία τῶν σαββάτων. Τότε στέλνει καί τό ἅγιο Πνεῦμα. Ὑποδεικνύει στούς μαθητάς του ὅτι αὐτή εἶναι ἡ "ἡμέρα του". Τό ὅτι οἱ μαθηταί τό ἀντιλήφθηκαν αὐτό καλά, φαίνεται ἀπό τήν ἱστορική συνέχεια. Αὐτήν τήν ἡμέρα ὅρισαν ὡς ἡμέρα ἐκκλησιασμοῦ καί κλάσεως τοῦ ἄρτου καί τήν ὀνόμασαν Κυριακή.
Καί ἀμέσως, ὡσάν νά ἦτο ἐνημερωμένος διά τάς ἀντιρρήσεις τοῦ Θωμᾶ, ἀπετάνθη πρός αὐτόν μετά τινος παιγνιώδους εἰρωνείας καί τοῦ εἶπε· «Φέρε τόν δάκτυλόν σου ὧδε καί ἴδε τάς χεῖρας μου, καί φέρε τήν χεῖράν σου καί βάλεις εἰς τήν πλευράν μου, καί μή γίνου ἄπιστος ἀλλά πιστός». Ἡ τελευταία ἔκφρασις σημαίνει ἁπλῶς «καί μή ἐξακολουθῇς νά ἀπιστῇς, ἀλλά πίστευσον», ἤ «καί βάλε τέρμα εἰς τήν ἀμφιβολίαν σου». Ἀσφαλῶς ὁ Θωμᾶς ἐπίστευσε, μόλις εἶδε τόν Ἰησοῦν. Ἀλλ’ ὁ Ἰησοῦς τοῦ ἐπέβαλε νά κάνῃ καί παρά τήν θέλησίν του ἐκεῖνα πού ἀπαιτοῦσεν ὡς ὅρους διά νά πιστεύσῃ.
«Καί άπεκρίθη ὁ Θωμᾶς... Θεός μου».
Πλήρως πεπεισμένος πλέον ὁ Θωμᾶς ἀναφωνεῖ· «Ὁ Κύριός μου καί ὁ Θεός μου». Εἶναι ἡ ὀνομαστική ἀντί τῆς κλητικῆς ὅπως συνήθως εἰς τά ἁγιογραφικά ἑβραΐζοντα κείμενα.
Ἡ ὁμολογία «Ὁ Κύριός μου καί ὁ Θεός μου» εἶναι ἀπό τά μεγαλύτερα τεκμήρια τῆς θεότητος τοῦ Χριστοῦ. Ὁ Χριστός εἶναι "Κύριος καί Θεός", δηλαδή ὁ Γιαχβέ. Ἀπό ἐδῶ φαίνεται ὅτι ἡ ἴδια ἡ ἀνάσταση εἶναι τό ἰσχυρότερο τεκμήριο τοῦ ὅτι ὁ Χριστός εἶναι ὁ Γιαχβέ. Γι' αὐτό ὁ Θωμᾶς μόλις εἶδε τό ἕνα, ἀναφώνησε τό ἄλλο.
«Λέγει... καί πιστεύσαντες».
Καί ὁ Ἰησοῦς τοῦ λέγει· «Ἐπίστευσες, ἐπειδή μέ εἶδες· μακάριοι εἶναι αὐτοί πού θά πιστεύσουν χωρίς νά μέ ἰδοῦν». Ὁ λόγος αὐτός σημαίνει ἁπλῶς ὅτι οἱ μή ἰδόντες καί πιστεύσαντες εἶναι μακάριοι. Δέν μειώνει τήν πίστιν τῶν ἕνδεκα μαθητῶν καί τῶν ἄλλων αὐτοπτῶν. Οἱ αὐτόπται οὔτε διά τήν πίστιν των εἰς τήν ἀνάστασιν εἶναι ἀξιέπαινοι οὔτε διά τήν ἀπιστίαν των ἀξιοκατάκριτοι. Οὔτε ἡ ἀπιστία των ἐκείνη ἦτο ἁμαρτία οὔτε ἡ πίστις των σπουδαῖον πρᾶγμα διά τήν ψυχήν των. Ἡ πνευματική ἀξία τοῦ καθενός ἐδῶ δέν ἔχει καμμίαν ἀπολύτως σημασίαν. Τώρα προέχει νά θεμελιωθῇ ἡ ἀλήθεια τῆς χριστιανικῆς πίστεως, τῆς ὁποίας κέντρον εἶναι ἡ ἀνάστασις.
Καί τό παράδοξον, ὁ Χριστός πρῶτα θεμελιώνει τήν ἀλήθειάν του ἱστορικῶς καί ἔπειτα πνευματικῶς, ἀδιαφορώντας τελείως διά τό ἄν μειώνεται τό πρόσωπον τῶν μαθητῶν. Κοιτάζει νά πορισθῇ ἱστορικά θεμέλια τῆς ἀναστάσεώς του καί ἄς ἀπαιτῆται διά τοῦτο ὡς χρησιμώτατον ὑλικόν ἡ ἀπιστία καί ἡ στενοκεφαλιά τῶν μαθητῶν. Ἐφ’ ὅσον ἡ ἀνάστασις εἶναι γεγονός ἀληθές, θά ἦτο πολύ ὡραῖον διά τούς μαθητάς νά πιστεύουν ἐξ ἀρχῆς εἰς αὐτήν κατά τάς προρρήσεις τοῦ Ἰησοῦ, νά μή λυπηθοῦν διά τόν θάνατόν του, νά μή φοβηθοῦν, νά μή τρέξουν εἰς τήν Γαλιλαίαν καί νά τόν περιμένουν νά ἔλθῃ ἀνεστημένος. Θά ἦσαν μνημεῖα πίστεως ὡσάν τόν γενάρχην τῆς ἀναστάσεως. Ὅμως ὁ Κύριος ἐχρειάζετο ἱστορικά θεμέλια διά τήν ἀπιστίαν τῶν ἀνθρώπων τοῦ μέλλοντος, καί τοῦ ἦτο διά ταῦτα ἀπαραίτητος ὅλη ἐκείνη ἡ ἀθλιότης τῶν μαθητῶν, πού τόσον τούς μειώνει εἰς τήν συνείδησιν ἑνός πού δέν δύναται νά ἐμβαθύνῃ. Ἐφρόντισεν ὁ Ἰησοῦς πρῶτα νά θεμελιώσῃ τήν ἀλήθειάν του καί ἔπειτα νά διορθώσῃ τούς ἀνθρώπους του. Ἡ πνευματική προκοπή τῶν προσώπων εἶναι πάντοτε ἐξάρτημα τῆς γενικῆς θεμελιώσεως καί προκοπῆς τῆς Ἐκκλησίας. Πολλά καί μεγάλα διδάγματα συνάγονται ἐκ τῆς ἐνέργειάς του αὐτῆς, τά ὁποῖα δέν εἶναι δυνατόν νά ἀναπτυχθοῦν ἐδῶ.
«Πολλά μέν οὖν καί ἄλλα σημεῖα ἐποίησεν ὁ ᾿Ιησοῦς ἐνώπιον τῶν μαθητῶν αὐτοῦ, ἃ οὐκ ἔστι γεγραμμένα ἐν τῷ βιβλίῳ τούτῳ».
Αὐτό ἰσχύει δι’ ὅλα τά Εὐαγγέλια, φαίνεται δέ καί ἀπό μόνον τό γεγονός, ὅτι δέν ἱστοροῦν τά ἴδια. Τόσον τά ἄλλα Εὐαγγέλια ὅσον καί ὁ Ἰωάννης ἐπιλέγουν ὡρισμένα σημεῖα, ὅσα ἔχουν μεγάλην σημασίαν διά τήν προχώρησιν τῆς διδασκαλίας καί τῆς ἀποκαλύψεως τοῦ Χριστοῦ. Ἐν συνεχείᾳ εἰς τόν ἑπόμενον στίχον ὁ εὐαγγελιστής λέγει τόν σκοπόν διά τόν ὁποῖον ἔγραψε τό Εὐαγγέλιόν του.
«Ταῦτα δέ γέγραπται ἵνα πιστεύσητε ὅτι ᾿Ιησοῦς ἐστιν ὁ Χριστός ὁ υἱός τοῦ Θεοῦ, καί ἵνα πιστεύοντες ζωήν ἔχητε ἐν τῷ ὀνόματι αὐτοῦ».
Ἐγράφησαν διά νά πεισθοῦν οἱ ἀναγνῶσται ἐπί τῆς ἀλήθειας ταύτης. Καί ποία εἶναι ἡ ἀλήθεια; Ὅτι ὁ Χριστός, ἡ προσδοκία τοῦ Ἰσραήλ καί τῶν ἐθνῶν, εἶναι αὐτός ὁ Ἰησοῦς ἀπό τήν Ναζαρέτ πού ἐδίδαξεν, ἀπέθανεν ἐπί τοῦ σταυροῦ, καί ἀνέστη. Καί ὅτι ὁ Χριστός Ἰησοῦς εἶναι Υἱός τοῦ Θεοῦ, δηλαδή Θεός. Διότι Υἱός Θεοῦ καί Θεός εἶναι ταυτόσημα, ὅπως καί τό υἱός ἀνθρώπου μέ τό ἄνθρωπος, σκύμνος λέοντος μέ τό λέοντα, γέννημα ἐχίδνης μέ τήν ἔχιδνα, κτλ. Εἰς τόν στίχον αὐτόν δίδεται μέ συντομίαν ὅλον τό περιεχόμενον τοῦ Εὐαγγελίου.
Οἱ δύο στίχοι 30–31 ἐγράφησαν ὑπό τοῦ Ἰωάννου μέ σκοπόν νά κατακλείσουν τό Εὐαγγέλιον ὡς ἐπίλογος. Δέν θά ἐξετάσω ἐδῶ ἄν τά ὑπόλοιπα προσετέθησαν πάραυτα ἤ βραδύτερον. Πάντως εἶναι καί ἐκεῖνα τοῦ Ἰωάννου, ὅστις ἐνθυμηθείς ὅτι ἔχει καί ἄλλα νά γράψῃ καί κρίνας τοῦτο σκόπιμον, τά προσέθεσεν ἔτσι ὅπως ἔτυχε, χωρίς νά σκεφθῇ καθόλου ὅτι καταστρέφουν τό διάγραμμα. Τά ἔγραψεν ὡς πρόχειρον ὑστερόγραφον. Αὐτό πού ἐνδιαφέρει ἐδῶ εἶναι ὅτι οἱ δύο στίχοι εἶναι ἐπίλογος καί μᾶς δίδουν πολύ περιληπτικῶς καί σαφῶς τό περιεχόμενον καί τόν σκοπόν τοῦ Εὐαγγελίου.
Στεργίου Σάκκου, Ἑρμηνεία εὐαγγελικῶν περικοπῶν, Θεσ/νίκη 31986, σελ. 19-29.
12,1. Ὁ οὖν ᾿Ιησοῦς πρό ἓξ ἡμερῶν τοῦ πάσχα ἦλθεν εἰς Βηθανίαν, ὅπου ἦν Λάζαρος ὁ τεθνηκώς, ὃν ἤγειρεν ἐκ νεκρῶν.
ἦλθεν εἰς Βηθανίαν: Μετά τήν ἀνάσταση τοῦ Λαζάρου πού εἶχε γίνει πρίν ἀπό λίγο καιρό, ὁ Ἰησοῦς εἶχε ἀποσυρθεῖ μαζί μέ τούς μαθητές του στήν πόλη Ἐφραίμ, κοντά στήν ἔρημο (Ἰω 11,54). Ἤθελε νά ἀποφύγει τούς φαρισαίους οἱ ὁποῖοι εἶχαν ἄγριες διαθέσεις ἐναντίον του καί εἶχαν ἤδη ἀποφασίσει τό θάνατό του.
Ἕξι μέρες πρίν ἀπό τό Πάσχα ἦρθε στή Βηθανία γιά νά συμμετάσχει στήν καθιερωμένη γιορτή τοῦ Πάσχα, πού γινόταν στά Ἰεροσόλυμα. Ἡ Βηθανία ἦταν προάστιο τῆς Ἰερουσαλήμ, ἀπό τήν ὁποία ἀπεῖχε 3 χιλιόμετρα. Ὅσες φορές πήγαινε ὁ Ἰησοῦς μέ τούς μαθητές του στά Ἰεροσόλυμα γιά τό Πάσχα ἤ γιά ἄλλες γιορτές, φιλοξενοῦνταν στή Βηθανία, στό σπίτι τοῦ Λαζάρου. Κάθε πρωί πήγαινε στά Ἰεροσόλυμα, κήρυττε ὅλη τή μέρα, καί τό βράδυ γύριζε στή Βηθανία.
12,2. ἐποίησαν οὖν αὐτῷ δεῖπνον ἐκεῖ, καί ἡ Μάρθα διηκόνει· ὁ δέ Λάζαρος εἷς ἦν τῶν ἀνακειμένων σύν αὐτῷ.
ἐποίησαν οὖν αὐτῷ δεῖπνον ἐκεῖ: Οἱ εὐαγγελιστές Ματθαῖος καί Μᾶρκος λένε ὅτι ὁ Ἰησοῦς φιλοξενήθηκε «ἐν τῇ οἰκίᾳ Σίμωνος τοῦ λεπροῦ» (Μθ, 26,6· Μρ 14,3). Ὁ Σίμων ὁ λεπρός ἦταν ὁ πατέρας τῶν τριῶν ἀδελφῶν Λαζάρου, Μάρθας καί Μαρίας. Τότε πού φιλοξενοῦνταν ὁ Ἰησοῦς στό σπίτι αὐτό, ὁ Σίμων δέν ζοῦσε. Ἴσως εἶχε πεθάνει ἀπό λέπρα, πρίν ἀπό χρόνια, γι’ αὐτό καί τό σπίτι του λεγόταν «οἰκία Σίμωνος τοῦ λεπροῦ».
ἡ Μάρθα διηκόνει: Ἡ Μάρθα ἦταν νοικοκυρά καί ἀνδρεία γυναίκα, μέ τήν ἔννοια πού ἔχει ἡ λέξη στίς Παροιμίες (29,28). Τήν ἀγάπη καί εὐγνωμοσύνη της πρός τόν διδάσκαλο τήν ἐκφράζει διακονώντας τον.
ὁ δέ Λάζαρος εἷς τῶν ἀνακειμένων σύν αὐτῷ: Ἀναφέροντας αὐτή τή λεπτομέρεια ὁ εὐαγγελιστής τονίζει ὅτι ὁ Λάζαρος εἶχε ὅλες τίς ἐκδηλώσεις τῆς φυσιολογικῆς ζωῆς. Δηλαδή μετά τήν ἀνάστασή του ζοῦσε καί συναναστρεφόταν κανονικά τούς ἄλλους ἀνθρώπους, ἔτρωγε μαζί τους, κτλ.
12,3. Ἡ οὖν Μαρία, λαβοῦσα λίτραν μύρου νάρδου πιστικῆς πολυτίμου, ἤλειψε τούς πόδας τοῦ ᾿Ιησοῦ καί ἐξέμαξε ταῖς θριξίν αὐτῆς τούς πόδας αὐτοῦ· ἡ δέ οἰκία ἐπληρώθη ἐκ τῆς ὀσμῆς τοῦ μύρου.
Τό περιστατικό αὐτό, ὅπως εἴπαμε, τό διηγοῦνται καί οἱ εὐαγγελιστές Ματθαῖος καί Μᾶρκος, ἐκεῖνοι ὅμως δέν ἀναφέρουν τό ὄνομα τῆς Μαρίας. Λένε ἁπλῶς «γυνή τις», ἐνῶ ὁ εὐαγγελιστής Ἰωάννης μᾶς λέει ὅτι ἦταν ἀδελφή τοῦ Λαζάρου καί τῆς Μάρθας. Ὁ εὐαγγελιστής Λουκᾶς μᾶς διηγεῖται μία ἄλλη μύρωση, πού δέχθηκε ὁ Ἰησοῦς ἀπό μία ἁμαρτωλή γυναίκα, στό σπίτι κάποιου Σίμωνα φαρισαίου (Λκ 7,36-50). Πρόκειται γιά δύο ἐντελῶς ξεχωριστά καί ἄσχετα περιστατικά. Τό περιστατικό πού διηγεῖται ὁ εὐαγγελιστής Λουκᾶς ἔγινε στή Γαλιλαία, πολύ πρίν ἀπό τή σταύρωση τοῦ Ἰησοῦ, καί ἡ ἁμαρτωλή γυναίκα ἐξέφρασε μ’ αὐτό τή μετάνοιά της. Ἡ μύρωση τήν ὁποία ἀναφέρουν οἱ εὐγγελιστές Ματθαῖος, Μᾶρκος καί Ἰωάννης ἔγινε στήν Ἰουδαία, στή Βηθανία, 6 μέρες πρίν ἀπό τή σταύρωση, καί μέ τήν πράξη της αὐτή ἡ Μαρία δήλωνε τήν ἀγάπη καί τό σεβασμό της πρός τόν Διδάσκαλο.
Ἐπίσης δέν πρέπει νά συγχέουμε τή Μαρία αὐτή μέ τή Μαρία τή Μαγδαληνή. Ἡ Μαγδαληνή ἦταν ἀπό τή Γαλιλαία καί ἡλικιωμένη, ἐνῶ ἡ Μαρία, ἡ ἀδελφή τοῦ Λαζάρου ἦταν ἀπό τήν Ἰουδαία καί νεαρή στήν ἡλικία.
λίτρα: Μέτρο γιά ὑγρά, ἦταν περίπου 325 γραμμάρια.
μύρου νάρδου πιστικῆς: Ἄρωμα ὑγρῆς νάρδου. Ἡ νάρδος ἦταν ἕνα ἰνδικό ἀρωματικό φυτό. Κυκλοφοροῦσε στήν ἀγορά μέ δύο μορφές. α) Σέ δέσμες ξηρῶν φυτῶν καί β) σέ ρευστό ἄρωμα, πού ἔβγαινε ὡς ἀπόσταγμα ἀπό μεγάλη ποσότητα ξηρῶν φυτῶν νάρδου.
Τό ρευστό ἄρωμα εἶναι ἡ πιστική νάρδος, πού ἦταν πολύ πιό ἀκριβή ἀπό τήν ξηρά νάρδο, γι’ αὐτό καί ὁ εὐαγγελιστής Ἰωάννης τήν ὀνομάζει «πολύτιμον», ἐνῶ ὁ Ματθαῖος λέει ὅτι ἦταν «βαρύτιμος» καί ὁ Μᾶρκος «πολυτελής». Ὅλα σημαίνουν ὅτι κόστιζε πολύ, ἦταν πανάκριβη. Οἱ εὐαγγελιστές Ματθαῖος καί Μᾶρκος λένε ὅτι τό δοχεῖο τοῦ μύρου ἦταν «ἀλάβαστρον». Τό ἀλάβαστρο ἦταν ἕνα στενόμακρο ἀγγεῖο, ὅπου φύλαγαν πολύτιμα ὑγρά, συνήθως ἀρώματα. Δέν εἶχε στόμιο· ἦταν σάν τίς σημερινές γυάλινες ἀμποῦλες τῶν ἐνέσεων. Γιά νά χρησιμοποιήσουν τό ἄρωμα, ἔσπαζαν τό λαιμό τοῦ ἀγγείου. Ἔτσι, τό ἀλάβαστρο ἦταν ἀγγεῖο μιᾶς μόνο χρήσεως.
ἤλειψε τούς πόδας τοῦ Ἰησοῦ: Οἱ ἀρχαῖοι ἔτρωγαν ξαπλωμένοι σέ ντιβάνια καί φυσικά χωρίς παπούτσια· τό καλοκαίρι μάλιστα καί χωρίς κάλτσες. Ἐπειδή τότε οἱ ἄνθρωποι ἔκαναν πολλές πορεῖες, τά πόδια τους σκονίζονταν καί μύριζαν ἄσχημα. Γι’ αὐτό, ὅταν φιλοξενοῦσαν οἱ νοικοκυρές ἕναν ξένο, συνήθιζαν νά τοῦ πλένουν τά πόδια, ὅπως σήμερα π.χ. τοῦ κρατοῦν τό ἐπανοφώρι γιά νά τό φορέσει ἤ τοῦ βάφουν τά παπούτσια. Σέ ἐπίσημες φιλοξενίες ἤ στίς γιορτές, μετά τό πλύσιμο ἄλειφαν τά πόδια καί μέ 1-2 γραμμάρια ἄρωμα. Φυσικά ἄλειφαν μόνο τό κάτω πόδι, τό πέλμα, πού μπαίνει στό παπούτσι, γιατί αὐτό μύριζε. Γι’ αὐτό καί ἡ Μαρία τά πόδια τοῦ Κυρίου τά ἄλειψε μέ μύρο. Ἐννοεῖται ὅτι ἡ μύρωση ἔγινε μετά τό πλύσιμο, πού μπορεῖ νά τό ἔκανε ἡ ἴδια ἡ Μαρία ἤ κάποιος ἄλλος. Ἀλλά ἀντί νά βάλει 1-2 γραμμάρια ἄρωμα, ἔκανε μία πρωτάκουστη πολυτέλεια. Τόν μύρωσε μέ μία λίτρα ἄρωμα, δηλαδή 325 γραμμάρια. Ὅπως μᾶς λέει ὁ εὐαγγελιστής Ματθαῖος, τό ἄρωμα τό ἔχυσε ἡ Μαρία ὄχι μόνο στά πόδια, ἀλλά καί στό κεφάλι τοῦ Ἰησοῦ, δείχνοντας ἔτσι τήν ὑπερβολική ἀγάπη της.
ἐξέμαξε ταῖς θριξίν αὐτῆς τούς πόδας αὐτοῦ: Γιά μιά ἰουδαία γυναίκα ἦταν πολύ ἐξευτελιστικό νἄχει λυμένα τά μαλλιά της. Ἀλλά ἡ Μαρία ὄχι ἁπλῶς τά λύνει· τά κάνει καί πετσέτα γιά νά σκουπίσει τά πόδια τοῦ Διδασκάλου.
12,4-5. Λέγει οὖν εἷς ἐκ τῶν μαθητῶν αὐτοῦ, ᾿Ιούδας Σίμωνος ᾿Ισκαριώτης, ὁ μέλλων αὐτόν παραδιδόναι· διατί τοῦτο τό μύρον οὐκ ἐπράθη τριακοσίων δηναρίων καί ἐδόθη πτωχοῖς;
Τό μύρο, ὅπως τό ἐκτιμᾶ ὁ Ἰούδας, κόστιζε γύρω στά 300 δηνάρια. Ἕνα δηνάριο ἦταν ἕνα μεροκάματο γιά ἐργάτη. Ὅλο τό μύρο κόστιζε 300 δηνάρια. Τό ποσό αὐτό ἦταν σεβαστό γιά τούς φτωχούς μαθητές τοῦ Κυρίου. Τόσα χρήματα αὐτοί δέν τά 'βγαζαν οὔτε σ’ ἕνα χρόνο. Γι’ αὐτό καί παραπονοῦνται ὅλοι, ὅπως μᾶς λέει ὁ εὐαγγελιστής Ματθαῖος. Γι’ αὐτούς ὅμως ἦταν μόνο ζήτημα νοοτροπίας ἡ ἀντίδραση. Ἁπλῶς ἦταν ἀσυνήθιστοι νά βλέπουν μιά τέτοια σπατάλη. Ἐνῶ ὁ Ἰούδας εἶχε εἰδικό λόγο νά ἀγανακτεῖ. Τόν δάγκωνε τό πάθος του. Γι’ αὐτό καί ὁ εὐαγγελιστής Ἰωάννης ἀναφέρει μόνο τή δική του ἀντίδραση.
Ἰούδας Σίμωνος Ἰσκαριώτης: Ὁ Ἰούδας ἦταν ἕνας ἀπό τούς δώδεκα μαθητές τοῦ Κυρίου καί ὀνομαζόταν Ἰσκαριώτης, ἴσως διότι καταγόταν ἀπό τήν πόλη Ἰσκαριώθ ἤ Καριώθ.
ὁ μέλλων αὐτόν παραδιδόναι: Ἐδῶ φαίνεται πόσο θεόπνευστος καί πνευματοκίνητος εἶναι ὁ εὐαγγελιστής Ἰωάννης. Δέν ἐκφράζει κανένα παράπονο. Δέν λέει κανένα κακό λόγο ἐναντίον τοῦ προδότη Ἰούδα. Μᾶς διηγεῖται μόνο τήν ἱστορία χωρίς νά ἀνακατεύει καθόλου σ’ αὐτή τά δικά του συναισθήματα.
12,6. Εἶπε δέ τοῦτο οὐχ ὅτι περί τῶν πτωχῶν ἔμελεν αὐτῷ, ἀλλ' ὅτι κλέπτης ἦν, καί τό γλωσσόκομον εἶχε καί τά βαλλόμενα ἐβάσταζεν.
τό γλωσσόκομον: Ἦταν μιά μικρή θήκη ὅπου οἱ αὐλητές (ὀργανοπαῖκτες) ἔβαζαν τή γλῶσσα τοῦ αὐλοῦ. Ἔπειτα ὀνομάσθηκε γλωσσόκομο καί κάθε κιβώτιο ἤ θήκη καί εἰδικώτερα τό σακκούλι ὅπου φύλαγαν τά νομίσματα, τό πορτοφόλι.
12,7. Εἶπεν οὖν ὁ ᾿Ιησοῦς· ἄφες αὐτήν, εἰς τήν ἡμέραν τοῦ ἐνταφιασμοῦ μου τετήρηκεν αὐτό.
εἰς τήν ἡμέραν τοῦ ἐνταφιασμοῦ μου τετήρηκεν αὐτό: Τήν ἔκφραση αὐτή μᾶς τήν ἐξηγοῦν οἱ ἄλλοι εὐαγγελιστές, πού γράφουν· «προέλαβε μυρίσαι μου τό σῶμα εἰς τόν ἐνταφιασμόν» (Μθ 26,12-13· Μρ 14,8-9). Πρίν θάψουν τόν νεκρό, συνήθιζαν νά τόν ἀλείφουν μέ μύρα. Αὐτό λεγόταν ἐνταφιασμός. Ὁ Ἰησοῦς ἀποκαλύπτει ὅτι μυρώνοντάς τον ἡ Μαρία τοῦ προσέφερε ἄθελά της αὐτή τήν τελευταία προσφορά ἀγάπης, διότι σέ λίγες μέρες τό σῶμα του, ἔχοντας ἀκόμη τή μυρωδιά τοῦ μύρου, θά μπεῖ στόν τάφο.
12,10-11. Ἐβουλεύσαντο δέ οἱ ἀρχιερεῖς ἵνα καί τόν Λάζαρον ἀποκτείνωσιν, ὅτι πολλοί δι' αὐτόν ὑπῆγον τῶν Ἰουδαίων καί ἐπίστευον εἰς τόν Ἰησοῦν.
Ὁ Λάζαρος γίνεται πλέον ἐνοχλητικός στούς φαρισαίους, γιατί ἐξαιτίας του πολλοί ἔτρεχαν νά δοῦν τόν Ἰησοῦ.
12,12-13. Τῇ ἐπαύριον ὄχλος πολύς ὁ ἐλθών εἰς τήν ἑορτήν, ἀκούσαντες ὅτι ἔρχεται ᾿Ιησοῦς εἰς ῾Ιεροσόλυμα, ἔλαβον τά βαΐα τῶν φοινίκων καί ἐξῆλθον εἰς ὑπάντησιν αὐτῷ, καί ἔκραζον· ὡσαννά, εὐλογημένος ὁ ἐρχόμενος ἐν ὀνόματι Κυρίου, βασιλεύς τοῦ ᾿Ισραήλ.
ὄχλος πολύς ὁ ἐλθών εἰς τήν ἑορτήν: Γιά τό Πάσχα μαζεύονταν στά Ἰεροσόλυμα οἱ Ἰουδαῖοι ὅλης τῆς Παλαιστίνης καί τῆς διασπορᾶς. Ὅλοι αὐτοί εἶχαν ἀκούσει γιά τόν Ἰησοῦ καί ἤθελαν νά τόν δοῦν.
ἔλαβον τά βαΐα τῶν φοινίκων: Βάια λέγονται τά κλαδιά τῶν φοινίκων. Ἦταν σύμβολο θριάμβου κατά τήν ἀρχαιότητα (βλ. Α’ Μακ. 13,51· πρβλ. Ἀπ 7,9), ὅπως ἦταν σέ ἄλλα μέρη τά κλαδιά ἐλιᾶς, δάφνης ἤ πεύκου.
ὡσαννά, εὐλογημένος... Κυρίου: Ὁ στίχος ἀναφέρεται στόν 117ο ψαλμό (στ. 25-26). Ἡ λέξη «ὡσαννά» εἶναι ἑβραϊκή καί σημαίνει «σῶσον δή», δηλαδή «σῶσε μας, λοιπόν, Κύριε». Μέ τήν κραυγή αὐτή οἱ Ἰουδαῖοι ἀνακηρύσσουν τόν Ἰησοῦ βασιλιά καί περιμένουν ἀπό αὐτόν τή σωτηρία τους.
12,15. Μή φοβοῦ, θύγατερ Σιών· ἰδού ὁ βασιλεύς σου ἔρχεται καθήμενος ἐπί πῶλον ὄνου.
Τά λόγια αὐτά εἶναι ἀπό τόν προφήτη Ζαχαρία (9,9), ὁ ὁποῖος λέει: «Χαῖρε σφόδρα, θύγατερ Σιών· κήρυσσε, θύγατερ Ἰερουσαλήμ· ἰδού ὁ βασιλεύς σου ἔρχεταί σοι, δίκαιος καί σῴζων αὐτός, πραΰς καί ἐπιβεβηκὼς ἐπί ὑποζύγιον καί πῶλον νέον».
12,17. ᾿Εμαρτύρει οὖν ὁ ὄχλος ὁ ὢν μετ᾿ αὐτοῦ ὅτε τόν Λάζαρον ἐφώνησεν ἐκ τοῦ μνημείου καί ἤγειρεν αὐτόν ἐκ νεκρῶν.
ὅτε τόν Λάζαρον ἐφώνησεν ἐκ τοῦ μνημείου: Βαθειά ἐντύπωση ἔκανε στόν κόσμο ὄχι μόνο τό ὅτι ἀνέστησε ὁ Χριστός τόν Λάζαρο, ἀλλά καί τό πῶς τόν φώναξε νά βγεῖ ἀπό τό μνῆμα. Αὐτό ἔδειχνε περισσότερο ὅτι δέν εἶναι προφήτης, ὅπως ὁ Ἠλίας καί ὁ Ἐλισσαῖος, ἀλλά εἶναι ὁ Κύριος τῆς ζωῆς καί τοῦ θανάτου.
12,19. Οἱ οὖν Φαρισαῖοι εἶπον πρός ἑαυτούς· θεωρεῖτε ὅτι οὐκ ὠφελεῖτε οὐδέν; Ἴδε ὁ κόσμος ὀπίσω αὐτοῦ ἀπῆλθεν.
Οἱ φαρισαῖοι βλέποντας τήν ὑποδοχή πού κάνει ὁ λαός στόν Ἰησοῦ ἀγωνιοῦν καί ταράσσονται μήπως δέν πραγματοποιηθεῖ τό σχέδιό τους καί παρακινοῦν ὁ ἕνας τόν ἄλλο νά ἐπισπεύσουν τή σύλληψη.
Λέξεις:
32. καί ἦν προάγων αὐτούς ὁ Ἰησοῦς = καί ὁ Ἰησοῦς βάδιζε μπροστά ἀπό αὐτούς
ἐθαμβοῦντο = θάμπωναν, ἦταν κατάπληκτοι
παραλαβών πάλιν = πῆρε πάλι παράμερα
33. κατακρινοῦσιν αὐτόν θανάτῳ = θά τόν καταδικάσουν σέ θάνατο
τοῖς ἔθνεσι = στούς εἰδωλολάτρες
34. ἐμπαίξουσιν αὐτῷ = θά τόν κοροϊδέψουν
35. προσπορεύονται αὐτῷ = πηγαίνουν κοντά του
38. οὐκ οἴδατε τί αἰτεῖσθε = δέν ξέρετε τί ζητᾶτε
δύνασθε πιεῖν = μπορεῖτε νά πιεῖτε
βαπτισθῆναι = νά βαπτισθεῖτε
40. οὐκ ἔστιν ἐμόν δοῦναι ἀλλ’ οἷς ἡτοίμασται = δέν ἐξαρτᾶται ἀπό μένα νά σᾶς τό δώσω, ἀλλά ἀπό αὐτούς γιά τούς ὁποίους ἔχει ἑτοιμασθεῖ
42. οἱ δοκοῦντες ἄρχειν τῶν ἐθνῶν = ἐκεῖνοι πού θεωροῦνται ὅτι εἶναι ἄρχοντες τῶν ἐθνῶν
κατακυριεύουσιν αὐτῶν = τά καταπιέζουν
κατεξουσιάζουν αὐτῶν = τά ἐκμεταλλεύονται
43. οὐχ οὕτω δέ ἔσται ἐν ὑμῖν = δέν θά γίνει τό ἴδιο καί μέ σᾶς
διάκονος = ὑπηρέτης
45. διακονηθῆναι = νά ὑπηρετηθεῖ
διακονῆσαι = νά ὑπηρετήσει
δοῦναι τήν ψυχήν αὐτοῦ = νά δώσει τή ζωή του
λύτρον = ἀντίτιμο, ποσό γιά τήν ἐξαγορά κάποιου
ἀντί πολλῶν = γιά τήν ἐξαγορά πολλῶν
Ὅσα μᾶς διηγεῖται ἡ εὐαγγελική μας περικοπή συνέβησαν κατά τό τελευταῖο ἔτος τῆς δημοσίας δράσεως τοῦ Κυρίου, λίγο καιρό πρίν ἀπό τό πάθος του. Ὁ Ἰησοῦς μαζί μέ τούς δώδεκα μαθητές του καί μέ ἄλλους ἀνθρώπους πήγαινε στά Ἰεροσόλυμα, γιά τήν ἑορτή τοῦ Πάσχα, πού πλησίαζε. Στό δρόμο συμβαίνουν τά περιστατικά τῆς περικοπῆς:
α) Ὁ Κύριος προλέγει τό πάθος του, μέ πολλές λεπτομέρειες (στ. 32-34)
β) Ὁ Ἰάκωβος καί ὁ Ἰωάννης τοῦ ζητοῦν μία χάρη (στ. 35-40)
γ) Ὁ Κύριος μιλᾶ στούς μαθητές του περί ταπεινοφροσύνης (στ. 41-45)
Τά ἴδια περιστατικά διηγεῖται ὁ εὐαγγελιστής Ματθαῖος (20,17-28), ἐνῶ ὁ εὐαγγελιστής Λουκᾶς ἀναφέρει μόνο τήν πρόρρηση τοῦ πάθους (Λκ 18,31-34).
10,32. Ἦσαν δέ ἐν τῇ ὁδῷ ἀναβαίνοντες εἰς Ἰεροσόλυμα· καί ἦν προάγων αὐτούς ὁ ᾿Ιησοῦς, καί ἐθαμβοῦντο, καί ἀκολουθοῦντες ἐφοβοῦντο. καί παραλαβών πάλιν τούς δώδεκα ἤρξατο αὐτοῖς λέγειν τά μέλλοντα αὐτῷ συμβαίνειν.
ἀναβαίνοντες: Τά Ἰεροσόλυμα βρίσκονταν στό νότιο μέρος τῆς Παλαιστίνης, πού εἶναι ὀρεινό καί ψηλότερο ἀπό τή Β. Παλαιστίνη, τή Γαλιλαία. Γι’ αὐτό ἐκεῖνοι πού πήγαιναν ἀπό τή Γαλιλαία στά Ἰεροσόλυμα ἔλεγαν ὅτι ἀνεβαίνουν.
καί ἦν προάγων αὐτούς ὁ Ἰησοῦς: Ὁ Ἰησοῦς ξέρει ὅτι ἀνεβαίνει στά Ἰεροσόλυμα γιά νά θανατωθεῖ κι ὅμως στήν πορεία αὐτή πηγαίνει μπροστά. Ὅπως ἑρμηνεύουν οἱ πατέρες, αὐτό δείχνει ὅτι δέν ἀποφεύγει τό πάθος, ἀλλά τό ἐπιζητεῖ.
Ἡ εἰκόνα μᾶς θυμίζει τήν εἰκόνα τοῦ ποιμένα. Στήν Παλαιστίνη προπορεύεται ὁ βοσκός καί ἀκολουθοῦν τά πρόβατα (ἐνῶ στήν πατρίδα μας συνήθως γίνεται τό ἀντίστροφο). Καί ὁ Ἰησοῦς, ὁ Καλός Ποιμένας, πού θά ὑπογράψει σέ λίγο τήν ἀγάπη του γιά τό ποίμνιο μέ τή θυσία του, πάει μπροστά ὁδηγώντας τό κοπάδι του.
καί παραλαβών πάλιν τούς δώδεκα: Ὁ Κύριος εἶχε μιλήσει κι ἄλλες φορές στούς μαθητές του γιά τό πάθος του (Μθ 16,21· 27,22· Μρ 8,31· Λκ 9,22). Ἐπειδή ὅμως ἦταν φυσικό νά τό λησμονοῦν γιατί δέν ἤθελαν νά συμβεῖ, συνεχῶς τούς τό ὑπενθυμίζει γυμνάζοντάς τους ἔτσι καί προετοιμάζοντάς τους ὥστε νά μή λυπηθοῦν ὅταν θά ἔρθει ὁ καιρός.
Ὁ εὐαγγελιστής Ματθαῖος προσθέτει ὅτι ὁ Κύριος πῆρε τούς μαθητές του κατ’ ἰδίαν γιά νά τούς μιλήσει γιά τό πάθος του. Καί ὁ ἱ. Χρυσόστομος ἑρμηνεύει ὅτι: «Ἦταν ἀνάγκη νά μιλήσει ἰδιαίτερα στούς μαθητές του γι’ αὐτό τό θέμα, χωρίς νά πάρει εἴδηση ὁ κόσμος, γιατί θά ταράσσονταν πολύ. Ἐξάλλου, καί στόν πολύ κόσμο προεῖπε ὁ Κύριος τό πάθος του, ἀλλά καλυμμένα· "Λύσατε τόν ναόν τοῦτον καί ἐν τρισίν ἡμέραις ἐγερῶ αὐτόν" (Ἰω 2,19), "σημεῖον οὐ δοθήσεται εἰ μή τό σημεῖον Ἰωνᾶ τοῦ προφήτου" (Μθ 16,4· Λκ 11,29), "μικρόν χρόνον μεθ’ ὑμῶν εἰμι καί ζητήσετέ με καί οὐχ εὑρήσετε" (Ἰω 7,34).
Καί στούς μαθητές στήν ἀρχή μίλησε πιό καλυμμένα. Τώρα ὅμως πού ἔχουν γυμνασθεῖ μέ τήν προσδοκία τοῦ πάθους, ἀποκαλύπτει καί λεπτομέρειες, γιά νά μή σκανδαλισθοῦν, ἀλλά νά εἶναι ἕτοιμοι νά τό δεχθοῦν.
10,33. Ὅτι ἰδού ἀναβαίνομεν εἰς Ἰεροσόλυμα καί ὁ υἱός τοῦ ἀνθρώπου παραδοθήσεται τοῖς ἀρχιερεῦσι καί γραμματεῦσι, καί κατακρινοῦσιν αὐτόν θανάτῳ καί παραδώσουσιν αὐτόν τοῖς ἔθνεσι.
παραδοθήσεται τοῖς ἀρχιερεῦσι καί τοῖς γραμματεῦσι: Γιά τήν ἐκπλήρωση τῆς προφητείας αὐτῆς βλέπε· Μρ 14,53.65· πρβλ. Μθ 26,14-16· Λκ 22,66-71· Ἰω 18,12-27.
κατακρινοῦσιν αὐτόν θανάτῳ: Γιά τήν καταδίκη τοῦ Ἰησοῦ εἰς θάνατον βλέπε· Μρ 14,64· πρβλ. Μθ 26,59-66· Λκ 22,71· Ἰω 18.
καί παραδώσουσιν αὐτόν τοῖς ἔθνεσιν: Ὅλους ἐκείνους πού δέν ἦταν Ἰουδαῖοι, οἱ Ἰουδαῖοι τούς ἔλεγαν ἐθνικούς ἤ ἔθνη. Ἐδῶ ὁ Κύριος ἐννοεῖ τούς Ρωμαίους κατακτητές, πού ἦταν εἰδωλολάτρες. Ὅταν λέει ὅτι θά τόν παραδώσουν στά ἔθνη, εἶναι ὅπως θά λέγαμε ἐμεῖς στήν Κατοχή ὅτι τόν παρέδωσαν στούς Γερμανούς. Τό Συνέδριο τῶν Ἰουδαίων ἔπαιρνε ἀποφάσεις, ἀλλά γιά νά ἔχουν ἰσχύ οἱ ἀποφάσεις αὐτές ἔπρεπε νά τίς ἐπικυρώσει ὁ Ρωμαῖος ἡγεμόνας. Δέν μποροῦσε νά ἐκτελεσθεῖ καμία θανατική ποινή, ἄν προηγουμένως δέν τήν ἐνέκριναν οἱ κατακτητές Ρωμαῖοι. Γι’ αὐτό ὁ Κύριος θά παραδοθεῖ ἀπό τούς Ἰουδαίους στούς εἰδωλολάτρες. Βλ. Μρ 15,1 ὅπου ὁδηγεῖται στόν ἐθνικό ἡγεμόνα Πιλᾶτο (πρβλ. Μθ 27,2• Λκ 23,1• Ἰω 18,28).
10,34. καί ἐμπαίξουσιν αὐτῷ καί μαστιγώσουσιν αὐτόν καί ἐμπτύσουσιν αὐτῷ καί ἀποκτενοῦσιν αὐτόν, καί τῇ τρίτῃ ἡμέρᾳ ἀναστήσεται.
καί ἐμπαίξουσιν, αὐτῷ καί μαστιγώσουσιν αὐτόν καί ἐμπτύσουσιν αὐτῷ: Μέ θαυμαστή ἀκρίβεια προλέγει ὁ Κύριος τούς ἐμπαιγμούς (βλ. Μθ 27,28-29· Μρ 15,16-19· Λκ 22,63-65· 23,11· Ἰω 19,2-3), τή μαστίγωση (βλ. Μθ 27,26·Μρ 15,15· Ἰω 19,1) κι αὐτούς ἀκόμη τούς ἐμπτυσμούς (βλ. Μθ 26,67· 27,30· Μρ 15,19).
καί τῇ τρίτῃ ἡμέρα ἀναστήσεται: Καί ἡ τριήμερος ἀνάσταση βεβαιώνεται ἀπό τά εὐαγγέλια (βλ. Μθ 28,1ἑ.· Μρ 16,1ἑ.· Λκ 24,1ἑ.· Ἰω 20,1ἑ.)
10,35. Καί προσπορεύονται αὐτῷ ᾿Ιάκωβος καί ᾿Ιωάννης υἱοί Ζεβεδαίου λέγοντες· διδάσκαλε, θέλομεν ἵνα ὃ ἐάν αἰτήσωμεν ποιήσῃς ἡμῖν.
καί προσπορεύονται Ἰάκωβος καί Ἰωάννης: Κατά τόν εὐαγγελιστή Ματθαῖο (20,20) ἡ μητέρα τῶν δύο ἀδελφῶν πλησίασε τόν Κύριο καί τοῦ ζήτησε τή χάρη γιά τούς δύο γιούς της. Ἡ λεπτομέρεια αὐτή δέν σημαίνει ὅτι διαφωνοῦν μεταξύ τους οἱ δύο εὐαγγελιστές. Ἦταν πράγματι πολύ φυσικό οἱ μαθητές νά ὑπέβαλαν τό αἴτημά τους στόν Κύριο διά μέσου τῆς μητέρας τους, ἡ ὁποία ἀνῆκε στόν κύκλο τῶν μαθητριῶν τοῦ Κυρίου, πού τόν συνόδευαν στίς περιοδεῖες του, γιά νά περιποιοῦνται αὐτόν καί τούς μαθητές του. Δέν ἀποκλείεται νά ζήτησε πρῶτα τή χάρη ἡ μητέρα καί νά πλησίασαν ἔπειτα καί οἱ μαθητές κοντά στόν Ἰησοῦ γιά νά τοῦ ποῦν κι αὐτοί τήν ἐπιθυμία τους. Ὁ εὐαγγελιστής Μᾶρκος, πού διηγεῖται τά περιστατικά μέ περισσότερη συντομία, δέν ἀναφέρει τή μητέρα τῶν μαθητῶν.
10,37. Οἱ δέ εἶπον αὐτῷ· δός ἡμῖν ἵνα εἷς ἐκ δεξιῶν σου καί εἷς ἐξ εὐωνύμων σου καθίσωμεν ἐν τῇ δόξῃ σου.
Στήν Π. Διαθήκη ὑπάρχει ἡ ἔκφραση «υἱός τοῦ ἀνθρώπου» μέ τή σημασία τοῦ ἰσραηλιτικοῦ λαοῦ. Ὅταν ὁ Κύριος ἔλεγε ὅτι ὁ Υἱός τοῦ ἀνθρώπου θά πάθει καί θά σταυρωθεῖ κτλ., οἱ μαθητές τό ἐξηγοῦσαν ὅτι ὁ Ἰσραήλ θά ταλαιπωρηθεῖ, ὅπως καί ταλαιπωροῦνταν, καί στή συνέχεια ὁ Μεσσίας θά τόν ἀπαλλάξει ἀπό τά δεινά.
Ἔτσι, ἀφοῦ ὁ Κύριος μίλησε γιά ἀνάσταση, οἱ μαθητές κατάλαβαν ὅτι θά ἐπακολουθήσει ἡ δόξα του. Χωρίς νά ἐμποδισθοῦν καθόλου ἀπό τό πάθος, ἀφοῦ τό ἀπέδιδαν στά βάσανα πού ἤδη εἶχε τραβήξει ὁ ἰσραηλιτικός λαός, ἐνθουσιάζονταν ἀπό τή δόξα τῆς ἀναστάσεως.
Εἶχαν ἤδη ἀκούσει ἀπό τόν Κύριο ὅτι, ὅταν θά καθίσει στό θρόνο του, θά καθίσουν καί οἱ 12 μαθητές μαζί του σέ 12 θρόνους. Γι’ αὐτό βιάζονται νά πιάσουν τίς καλύτερες θέσεις κοντά του. Δεξιά καί ἀριστερά τοῦ βασιλιᾶ ἦταν οἱ πιό τιμητικές θέσεις, ὅπου κάθονταν οἱ σπουδαιότεροι ὑπουργοί.
10,38. Ὁ δέ ᾿Ιησοῦς εἶπεν αὐτοῖς· οὐκ οἴδατε τί αἰτεῖσθε. δύνασθε πιεῖν τό ποτήριον ὃ ἐγώ πίνω, καί τό βάπτισμα ὃ ἐγώ βαπτίζομαι βαπτισθῆναι;
«Ποτήριον» ὀνομάζει ὁ Κύριος τό θάνατό του στήν προσευχή τῆς Γεθσημανῆ· «παρελθέτω τό ποτήριον τοῦτο ἀπ’ ἐμοῦ» (Μθ 26,39).
Τή λέξη «βάπτισμα» χρησιμοποιεῖ ὁ Κύριος ὅταν μιλᾶ γιά τό πάθος του («βάπτισμα ἔχω βαπτισθῆναι καί πῶς συνέχομαι ἕως οὗ τελεσθῇ!», Λκ 12,50).
10,41. καί ἀκούσαντες οἱ δέκα ἤρξαντο ἀγανακτεῖν περί ᾿Ιακώβου καί ᾿Ιωάννου.
Καί οἱ ὑπόλοιποι μαθητές καταλάβαιναν καί ἐξηγοῦσαν τά λόγια τοῦ Κυρίου ὅπως οἱ δύο γιοί τοῦ Ζεβεδαίου. Νόμιζαν ὅτι στά Ἰεροσόλυμα πού πᾶνε θά δοξασθεῖ ὁ δάσκαλός τους καί θά πάρουν κι αὐτοί ἀπό τή δόξα του. Γι’ αὐτό καί ἀγανακτοῦν ὅταν βλέπουν τόν Ἰάκωβο καί τόν Ἰωάννη νά ζητοῦν τίς πιό καλές θέσεις γιά τόν ἑαυτό τους.
10,43. οὐχ οὕτω δέ ἔσται ἐν ὑμῖν, ἀλλ᾿ ὃς ἐάν θέλῃ γενέσθαι μέγας ἐν ὑμῖν, ἔσται ὑμῶν διάκονος.
διάκονος: Λέγεται αὐτός πού εἶναι κατασκονισμένος (διά + κόνις=σκόνη). Θά εἶναι διάκονος σημαίνει θά τρέχει, θά ἱδρώνει καί θά κουράζεται γιά νά ἀπολαμβάνουν οἱ ἄλλοι. Θά εἶναι ἕνας ταπεινός ὑπηρέτης.
10,45. καί γάρ ὁ υἱός τοῦ ἀνθρώπου οὐκ ἦλθε διακονηθῆναι, ἀλλά διακονῆσαι, καί δοῦναι τήν ψυχήν αὐτοῦ λύτρον ἀντί πολλῶν.
λύτρον: Στά παλιά τά χρόνια οἱ ἐπιδρομεῖς αἰχμαλώτιζαν πολλούς ἀνθρώπους καί τούς πουλοῦσαν σκλάβους. Ἀλλά οἱ συγγενεῖς τῶν αἰχμαλώτων φρόντιζαν καί τούς εὕρισκαν ποῦ εἶναι, πλήρωναν χρήματα καί τούς ἐξαγόραζαν, γιά νά εἶναι πάλι ἐλεύθεροι νά γυρίσουν στό σπίτι τους. Τό χρηματικό ποσό πού ἔδιναν γιά νά τούς ἐλευθερώσουν λέγεται «λύτρον». Ἀπό ἐδῶ βγαίνει καί τό ρῆμα «λυτρώνω», πού σημαίνει ἐξαγοράζω καί ἀπελευθερώνω κάποιον.
δοῦναι τήν ψυχήν αὐτοῦ λύτρον ἀντί πολλῶν: Οἱ ἄνθρωποι ὅλοι μετά τό προπατορικό ἁμάρτημα ἤμασταν αἰχμάλωτοι τοῦ θανάτου, γιατί καρπός τῆς ἁμαρτίας εἶναι ὁ θάνατος. Ὁ Χριστός ἦρθε καί μᾶς ἐξαγόρασε ἀπό τή σκλαβιά τοῦ θανάτου, δίνοντας σάν λύτρο τή δική του ζωή. Γι’ αὐτό λέει «νά δώσει τή ζωή του λύτρο γιά πολλούς».
1. Πρόρρηση τοῦ πάθους: Ὁ Κύριος προλέγει στούς μαθητές του τό πάθος καί τό θάνατο πού μέλλει νά πάθει. Τούς εἶπε μέ δύο λόγια ὅλη τήν οὐσία. Ὅταν φθάσουν στά Ἰεροσόλυμα, θά παραδώσουν τόν Υἱό τοῦ ἀνθρώπου στούς ἀρχιερεῖς καί στούς θρησκευτικούς ἄρχοντες. Αὐτοί θά τόν καταδικάσουν εἰς θάνατον, καί στή συνέχεια θά τόν παραδώσουν στούς ρωμαίους ἄρχοντες, οἱ ὁποῖοι θά τοῦ κάνουν τρία πράγματα :
α) Θά τόν ἐμπαίξουν, δηλαδή θά σπάσουν πλάκα μ’ αὐτόν δίνοντάς του καρπαζιές, φτυσίματα, ντύνοντάς τον μ’ ἕνα παλιωμένο βασιλικό ροῦχο, βάζοντάς του στέμμα ἀπό ἀγκάθια, κτλ.
β) Θά τόν μαστιγώσουν μέ τόν βούρδουλα.
γ) Θά τόν σταυρώσουν. Μετά τό θάνατό του ὅμως θά ἀναστηθεῖ.
Κι ἐνῶ ὅλα αὐτά τά γνωρίζει ὁ Κύριος καί μάλιστα μέ τόσες λεπτομέρειες, ἄφοβος προχωρεῖ πρός τά Ἰεροσόλυμα, πρός τό πάθος. Ἔτσι δίνει ἕνα ἁπλό μάθημα στούς μαθητές του, οἱ ὁποῖοι σέ λίγο θά τόν δοῦν νά ἐξευτελίζεται καί νά πάσχει σάν ὁ τελευταῖος κατάδικος. Προλέγοντας τό πάθος τούς προετοιμάζει γιά νά μή σκανδαλισθοῦν. Ἀλλά καί σ’ ὅλους τούς ἀνθρώπους ὅλων τῶν αἰώνων αὐτή ἡ στάση τοῦ Ἰησοῦ εἶναι ἕνα μάθημα καί μία ἀπόδειξη ὅτι θεληματικά ὡς κύριος τοῦ ἑαυτοῦ του καί τῆς καταστάσεως ὅλης ἔδωσε τόν ἑαυτό του γιά τή σωτηρία τῶν ἀνθρώπων. Ἀποδεικνύει αὐτό πού καί ὁ ἴδιος λέει στούς μαθητές του, ὅτι σάν καλός ποιμένας δίνει τή ζωή του γιά χάρη τῶν προβάτων του· «οὐδείς αἴρει αὐτήν ἀπ᾿ ἐμοῦ, ἀλλ᾿ ἐγώ τίθημι αὐτήν ἀπ᾿ ἐμαυτοῦ» (Ἰω 10,18). Ἔτσι δείχνει ὁ Χριστός α) τήν παγγνωσία του καί β) τήν ἀγάπη του γιά τόν ἄνθρωπο.
2. Ἡ ἀνοησία τῶν μαθητῶν: Ἐνῶ ὁ Κύριος μιλᾶ τόσο καθαρά στούς μαθητές γιά τό πάθος του, αὐτοί φαντάζονται ἄλλα ἀντ’ ἄλλων. Φαντάζονται ὅτι τώρα πού θά μποῦν στά Ἰεροσόλυμα γιά νά κάνουν Πάσχα, ὁ Ἰησοῦς θά φανατίσει τό λαό καί θά κάνει ἐπανάσταση. Θά διώξει τούς Ρωμαίους, θά γίνει βασιλιάς κι αὐτούς θά τούς κάνει ὑπουργούς καί πρωθυπουργούς. Δύο μαθητές μάλιστα, ὁ Ἰάκωβος καί ὁ Ἰωάννης, ζητοῦν νά τούς βάλει δεξιά καί ἀριστερά στό θρόνο του, δηλαδή νά τούς δώσει τά δύο μεγαλύτερα ἀξιώματα τοῦ κράτους. Ὁ Κύριος τούς λέει· Μπορεῖτε νά πιεῖτε τό ποτήρι πού θά πιῶ ἐγώ; Καί βέβαια μποροῦμε, ἀπαντοῦν αὐτοί. Φαντάζονταν ὅτι τήν ὥρα πού ὁ Ἰησοῦς θά στέφεται βασιλιάς, θά τοῦ δώσουν νά πιεῖ ἀπό ἕνα ποτήρι κρασί, ὅπως δίνουν σ’ αὐτούς πού παντρεύονται, κι ὅποιος θά πιεῖ ἀπ’ αὐτό, ὅπως πίνει καί ὁ κουμπάρος, θά γίνει ὁ δεύτερος τοῦ κράτους. Ὁ Χριστός ὅμως ἐννοοῦσε τό πικρό ποτήρι τοῦ σταυροῦ καί τοῦ θανάτου.
Οἱ ἄλλοι μαθητές ἀγανακτοῦν μέ τούς δύο συμμαθητές τους πού ἔβαζαν τά μέσα γιά νά καταλάβουν τίς καλύτερες θέσεις, γιατί κι αὐτοί εἶχαν τά ἴδια πάθη. Ἔτσι βλέπουμε πώς αὐτοί οἱ ἐκλεκτοί, πού τούς διάλεξε ὁ Χριστός ἀπό τόν κόσμο, παρουσιάζονται τόσο φτωχοί καί τιποτένιοι, πού εἶναι πράγματι ν’ ἀπορεῖ κανείς μαζί τους. Πῶς δέν κατάλαβαν τίποτε, πῶς δέν ἐπηρεάστηκαν καθόλου τόσο καιρό κοντά σ’ ἕνα τέτοιο δάσκαλο; Ἀλλά ἐπίτηδες ὁ Χριστός διάλεξε τέτοιους ἀνθρώπους γιά μαθητές του κι ἀφήνει νά δοῦμε καθαρά καί τά πάθη καί τίς ἀδυναμίες τους, γιά νά καταλάβουμε στή συνέχεια τί τούς πρόσθεσε ἡ χάρη τοῦ Θεοῦ καί πόσο τούς ἄλλαξε τό Πνεῦμα τό ἅγιο.
3. Ἡ δύναμη τῆς ταπεινοφροσύνης: Ὁ Κύριος λέει στούς μαθητές του: Νά ξέρετε ὅτι στή δική μου βασιλεία τά ἀξιώματα πᾶνε ἀνάποδα. Στά σημερινά κράτη οἱ ἀνώτεροι πατᾶνε πάνω στούς κατωτέρους. Μέ τή βασιλεία μου θά γίνει ἀλλιῶς. Οἱ ἀνώτεροι θά εἶναι δοῦλοι τῶν κατωτέρων. Αὐτοί θά τρέχουν, θά ἱδρώνουν, θά ἐξευτελίζονται, γιά ν’ ἀπολαύσουν οἱ κατώτεροι. Πρέπει οἱ ἀξιωματοῦχοι νά μοιάζετε μέ μένα τόν βασιλιά σας. Ἔτσι δέν κάνω ἐγώ; Ἦρθα νά ὑπηρετήσω κι ὄχι νά μέ ὑπηρετήσουν. Τί λέτε, σᾶς ἀρέσει τώρα; Καί στό τέλος θά χρειασθεῖ νά πεθάνετε κιόλας, γιατί κι ἐγώ, ἡ κυριώτερη δουλειά πού ἦρθα νά κάνω, αὐτή εἶναι. Νά δώσω τή ζωή μου γιά νά κερδίσουν ὅλοι οἱ ἄλλοι. Σᾶς ἀρέσει;
4. Τό πάθος τῆς φιλοδοξίας: Ἡ στάση τῶν μαθητῶν μᾶς δίνει τήν εὐκαιρία νά μελετήσουμε τό πάθος τῆς φιλοδοξίας, καί νά παρατηρήσουμε ὁρισμένα χαρακτηριστικά του. Ὁ φιλόδοξος εἶναι:
α) ἄπονος. Ἐνῶ ὁ Κύριος μιλᾶ γιά πάθος, γιά σταύρωση, οἱ μαθητές σκέπτονται πρωτοκαθεδρίες χωρίς νά συμπονοῦν τόν διδάσκαλο. Ὁ φιλόδοξος πάντοτε κάνει κέντρο τοῦ παντός τόν ἑαυτό του καί ζητᾶ νά ἱκανοποιήσει τό πάθος του ἀδιαφορώντας γιά τούς ἄλλους. Δέν διστάζει νά ἐκμεταλλευτεῖ τίς περιστάσεις μέ σκληρότητα, φθάνει νά ἐπιτύχει αὐτό πού θέλει.
Ἡ φιλοδοξία ἔκανε τόν Ἀβεσσαλώμ νά ἐπαναστατήσει κατά τοῦ πατέρα του. Καί μία αὐτοκράτειρα τοῦ Βυζαντίου, ἡ Εἰρήνη ἡ Ἀθηναία, ἐξ αἰτίας τῆς φιλοδοξίας, ἔφθασε νά τυφλώσει ἡ ἴδια τό παιδί της, γιά νά μπορεῖ ἔτσι νά κρατᾶ τό θρόνο.
β) πονηρός καί ἀδίστακτος. Εἶναι ἱκανός γιά τά πάντα. Χρησιμοποιεῖ μέσα νόμιμα ἀλλά καί παράνομα. Δέχεται ταπεινώσεις καί ἐξευτελισμούς καί ὑποτάσσεται πρόθυμα σ' ἐκεῖνον πού θά τοῦ ὑποσχεθεῖ νά τόν βοηθήσει. Σάν τόν χαμαιλέοντα ἀλλάζει διαρκῶς τρόπους συμπεριφορᾶς καί προ¬σαρμόζεται στό περιβάλλον του γιά νά ἐπιτύχει αὐτό πού ζητᾶ.
γ) ἀχόρταγος. Ὅσο περισσότερο δοξάζεται, τόσο πιό πολύ διψᾶ γιά τή δόξα. Τό πάθος εἶναι μιά φωτιά ἄσβηστη μέσα του. Δέν χορταίνει μέ τίποτε.
Ὁ τύπος τοῦ φιλόδοξου εἶναι πολύ συνηθισμένος στή ζωή μας. Δέν πάσχει ἀπό φιλοδοξία μόνο ὁ στρατηγός, ὁ ἄρχοντας, αὐτός πού κατέχει μιά ὑψηλή θέση. Καί στά πιό ταπεινά στρώματα τῆς κοινωνίας συναντοῦμε τόν φιλόδοξο. Κι ὅπως λέει καί τό ἀρχαῖο γνωμικό· ''πολλοί τά πλούτη ἐμίσησαν, τήν δόξαν οὐδείς''.
Καθημερινά συναντοῦμε φιλόδοξους ἀνθρώπους. Φιλόδοξα σκέπτονται καί ζοῦν οἱ οἰκογένειες ἐκεῖνες πού κάνουν ἔξοδα καί καταστρέφονται οἰκονομικά γιά νά φαντάξουν καί νά κάνουν ἐπίδειξη. Ἡ φιλοδοξία σπρώχνει πολλούς νέους στήν ἁμαρτία καί τή διαφθορά.
Ἀλλά ἡ περικοπή μας, πού μᾶς παρουσιάζει τό φοβερό πάθος τῆς φιλοδοξίας, μᾶς ὑποδεικνύει καί τά μέσα γιά τή θεραπεία του. Καί νά ποιά εἶναι αὐτά:
α) Ἡ ἐπίγνωση τῆς ἀγνοίας μας. Πολλές φορές ζητοῦμε κι ἀγωνιζόμαστε μ’ ὅλες μας τίς δυνάμεις γιά πράγματα πού φαντάζουν σπουδαῖα στά μάτια μας, ἐνῶ στήν πραγματικότητα δέν εἶναι τίποτε. Ὅταν ἀναγνωρίσουμε αὐτή τήν ἄγνοιά μας, θά ἀφήσουμε πάντοτε ἕνα περιθώριο στά σχέδια καί τίς ἐπιδιώξεις μας καί δέν θά ἐξαρτοῦμε τό πᾶν ἀπό αὐτά. Γιά νά εἴμαστε σίγουροι γιά τήν πραγματική ἀξία αὐτῶν πού ἐπιδιώκουμε πρέπει νά ζητοῦμε πάντα τό θέλημα τοῦ Θεοῦ.
β) Ἡ σκέψη ὅτι ἡ ἀληθινή δόξα δέν βρίσκεται στή γῆ. Ἡ ζωή μας πάνω στή γῆ εἶναι ἕνας ἀγώνας, πού τό ἔπαθλό του θά μᾶς δοθεῖ στόν οὐρανό. Ἐκεῖ θά τό ἀπολαύσουμε. Γι’ αὐτό, νά μήν ἀφήνουμε τόν ἑαυτό μας νά ριζώνει καί νά ξεχνιέται στή γῆ, ἀλλά νά τόν βοηθοῦμε νά καλλιεργεῖ πόθους καί ὄνειρα γιά τήν αἰωνιότητα.
γ) Ὁ σταυρός τοῦ Κυρίου μας. Τό σημεῖο πάνω στό ὁποῖο ταπεινώθηκε ἡ ὑπέρτατη δόξα, εἶναι τό πιό δραστικό φάρμακο κατά τῆς φιλοδοξίας μας. Ὁ Θεός, πού ἔκλινε οὐρανούς καί κατέβη, ἦρθε στή γῆ ὄχι γιά νά διακονηθεῖ ἀλλά γιά νά διακονήσει, ἦρθε γιά νά πλουτίσει τούς φτωχούς μέ τήν ἑκούσια φτώχεια του καί νά δώσει τή ζωή του λύτρον ἀντί πολλῶν.
Μπροστά στό σταυρό του ἄς ταπεινωθοῦμε κι ἄς κάψουμε κάθε γήινη φιλοδοξία μας, σάν θυσία εὐπρόσδεκτη στόν μεγάλο βασιλιά καί κυβερνήτη τοῦ κόσμου.
Λέξεις:
8,34. ἀράτω τόν σταυρόν αὐτοῦ = νά σηκώσει τόν σταυρό του
35. τήν ψυχήν αὐτοῦ σῶσαι = νά σώσει τή ζωή του
ἀπολέσει αὐτήν = θά τήν χάσει
ἕνεκεν ἐμοῦ = γιά μένα
38. ὅς γάρ ἄν ἐπαισχυνθῇ με καί τούς ἐμούς λόγους = ὅποιος θά ντραπεῖ ἐμένα καί τά λόγια μου ἐν τῇ δόξῃ τοῦ πατρός αὐτοῦ = μέ τή δόξα τοῦ πατέρα του
9,1. Εἰσί τινες τῶν ὧδε ἑστηκότων = ὑπάρχουν μερικοί ἀπό αὐτούς πού στέκονται ἐδῶ
Οἵτινες οὐ μή γεύσωνται θανάτου = οἱ ὁποῖοι δέν θά γευθοῦν θάνατο, δέν θά πεθάνουν.
Ἱστορικά - Πραγματολογικά - Ἑρμηνευτικά
Στήν περικοπή μας ἔχουμε ἕναν λόγο τοῦ Κυρίου μας γιά τήν αὐταπάρνηση καί τή μαθητεία κοντά του. Τόν λόγο αὐτό διασώζουν καί ὁ εὐαγγελιστής Ματθαῖος (16,24-28) καί ὁ εὐαγγελιστής Λουκᾶς (9,23-27). Γιά νά καταλάβουμε καί νά ἑρμηνεύσουμε τήν περικοπή, πρέπει νά ξέρουμε πότε, γιατί καί σέ ποιούς εἶπε ὁ Κύριος αὐτά τά λόγια.
Βρισκόμαστε στήν ἀρχή τοῦ τρίτου ἔτους τῆς δημοσίας δράσεως τοῦ Χριστοῦ. Γιά πρώτη φορά ὁ Κύριος κάνει λόγο στούς μαθητές του γιά τό πάθος του καί ὁ Πέτρος ἐκφράζοντας καί τῶν ἄλλων τή γνώμη τόν ἐπιπλήττει, λέγοντας· «ἵλεώς σοι, Κύριε· οὐ μή ἔσται σοι τοῦτο» (βλ. Μθ 16,21-23). Τά λόγια τοῦ Πέτρου δείχνουν τή φιλαυτία τῶν μαθητῶν. Μέχρι τότε ἔβλεπαν τόν Ἰησοῦ ὡς ἕνα φωτισμένο διδάσκαλο, ἤ ἔστω καί ὡς τόν Υἱό τοῦ Θεοῦ, πού ἦρθε στόν κόσμο γιά νά ἱδρύσει τή βασιλεία του καί νά περάσουν ὅλοι καλά μαζί του. Τώρα ὅμως, πού ἀκοῦνε νά τούς μιλᾶ γιά πάθος καί θάνατο, ταράσσονται, γιατί ὁπωσδήποτε κοντά στόν διδάσκαλο θά ταλαιπωροῦνταν κι αὐτοί. Κι ὁ Ἰησοῦς, ἀφοῦ ἤλεγξε τόν Πέτρο μέ τό «ὕπαγε ὀπίσω μου σατανᾶ...» (Μρ 8,33), εἶπε αὐτόν τόν λόγο πού θά μελετήσουμε, ξεκαθαρίζοντας ἔτσι ἀπό τήν ἀρχή τή θέση του ἔναντι ἐκείνων πού θά ἤθελαν νά τόν ἀκολουθήσουν.
Ἕξι ἡμέρες μετά ἀπό τόν λόγο αὐτό, ὁ Ἰησοῦς μεταμορφώθηκε στό ὄρος μπροστά στούς τρεῖς ἀγαπημένους του μαθητές, Πέτρο, Ἰάκωβο καί Ἰωάννη. Μέ τή μεταμόρφωσή του ὁ Κύριος ἔδωσε στούς μαθητές του μία ἀπόδειξη ὅτι τό πάθος του, γιά τό ὁποῖο τούς μίλησε καί θά τούς ξαναμιλήσει καί πολλές ἄλλες φορές, τό ἔχει σχεδιάσει μόνος του καί προχωρεῖ σ’ αὐτό θεληματικά.
Τέσσερα πράγματα περιέχει ὁ λόγος τοῦ Κυρίου:
α) Πρόσκληση (στ. 34).
β) Διδαχή (στ. 35-37).
γ) Προφητεία γιά τό μακρινό μέλλον (στ. 38).
δ) Προφητεία γιά τό κοντινό μέλλον (στ. 9,1).
Μέ τή διδαχή δικαιολογεῖ τήν πρόσκληση, ἐνῶ μέ τήν προφητεία κατοχυρώνει τήν πρόσκληση καί τή διδαχή.
8,34. Καί προσκαλεσάμενος τόν ὄχλον σύν τοῖς μαθηταῖς αὐτοῦ εἶπεν αὐτοῖς· ὅστις θέλει ὀπίσω μου ἀκολουθεῖν, ἀπαρνησάσθω ἑαυτόν καί ἀράτω τόν σταυρόν αὐτοῦ, καί ἀκολουθείτω μοι.
Λίγο πιό πρίν, ὅπως εἴπαμε, ὁ Πέτρος μάλωσε τόν Κύριο, πού ἔλεγε ὅτι θά σταυρωθεῖ. Καί ὁ Κύριος τώρα, μιλώντας στόν Πέτρο καί σέ ὅλο τόν κόσμο, δίνει τήν ἀπάντηση· Πέτρε, ἐσύ μέ συμβουλεύεις ν’ ἀποφύγω τήν αὐτοθυσία, γιά νά περάσεις ἐσύ καλά. Ἀλλά ἐγώ σοῦ λέω ὅτι, ἄν δέν κάνεις αὐτά πού ζητῶ, φύγε ἀπό κοντά μου αὐτή τή στιγμή, γιατί δέν θά καλοπεράσεις.
Ἀπό τό «ἀπαρνησάσθω ἑαυτόν» βγαίνει ἡ λέξη αὐταπάρνηση, πού εἶναι τόσο συνηθισμένη στόν Χριστιανισμό. Ἀπαρνοῦμαι τόν ἑαυτό μου θά πεῖ τόν ἀρνοῦμαι ὁλότελα. Ὅπως, ὅταν κάποιος ἀπαρνεῖται ἕναν φίλο του, δέν νοιάζεται πιά καθόλου γι’ αὐτόν, ἔτσι, ὅποιος ἀπαρνεῖται τόν ἑαυτό του δέν ἐνδιαφέρεται καθόλου γι’ αὐτόν. Πῶς μπορεῖ νά γίνει αὐτό θά τό δοῦμε παρακάτω, στά νοήματα.
ἀράτω τόν σταυρόν αὐτοῦ: Ὁ σταυρικός θάνατος ἦταν ὁ πιό σκληρός. Οἱ κατάδικοι πού ἐπρόκειτο νά σταυρωθοῦν, βάδιζαν πρός τόν τόπο τῆς ἐκτελέσεώς τους φορτωμένοι μέ τόν σταυρό, πάνω στόν ὁποῖο καί τούς σταύρωναν. Τό «αἴρω τόν σταυρόν» στά χρόνια ἐκεῖνα εἶχε καταντήσει παροιμιώδης ἔκφραση καί εἶχε τή σημασία πού ἔχει σήμερα τό «βαδίζω στήν κρεμάλα».
καί ἀκολουθείτω μοι: Ἡ αὐταπάρνηση καί ὁ σταυρός, δηλαδή ἡ αὐτοθυσία πού ἀνέφερε προηγουμένως, παίρνουν ἀξία ὅταν γίνονται γιά χάρη τοῦ «ἀκολουθείτω μοι», δηλαδή γιά νά ἀκολουθήσει ὁ ἄνθρωπος τόν Χριστό.
Οἱ ὅροι τούς ὁποίους ἔθεσε ὁ Κύριος γιά ὅσους θέλουν νά γίνουν μαθητές του εἶναι πολύ σκληροί. Δικαιολογημένα οἱ ἀκροατές του θά ρωτοῦσαν· Τί ὄφελος θά 'χουμε ἀπό μιά μαθητεία πού πληρώνεται τόσο ἀκριβά; Σ’ αὐτό τό φυσικό ἐρώτημα ὁ Κύριος ἀπαντᾶ μέ τούς στίχους 35-37.
8,35. ὃς γάρ ἂν θέλῃ τήν ψυχήν αὐτοῦ σῶσαι, ἀπολέσει αὐτήν· ὃς δ᾿ ἂν ἀπολέσῃ τήν ἑαυτοῦ ψυχήν ἕνεκεν ἐμοῦ καί τοῦ εὐαγγελίου, οὗτος σώσει αὐτήν.
Γιά νά καταλάβουμε τό νόημα τοῦ στίχου αὐτοῦ πρέπει νά πιάσουμε σωστά τή σημασία τῆς λέξεως ψυχή. Ἐδῶ ψυχή σημαίνει ζωή. Στήν πραγματικότητα ἡ ζωή εἶναι μία καί αἰώνια. Αὐτό βέβαια ὅσοι ἀπό τούς ἀκροατές τοῦ Κυρίου ἦταν πιστοί, τό πίστευαν ἀλλά καί ἐκεῖνοι πού δέν τό πίστευαν τό εἶχαν ἀκούσει, τό ἤξεραν. Στή διάρκεια τῆς ζωῆς τό πιό σημαντικό σημεῖο εἶναι ὁ σταυρός, γιά τόν ὁποῖο μόλις μίλησε ὁ Κύριος. Οἱ ἄπιστοι ἀκροατές ἔβλεπαν τόν σταυρό σάν τό τέρμα τῆς ζωῆς, γι’ αὐτό καί τόν φοβοῦνταν. Οἱ πιστοί τόν θεωροῦσαν ἕνα διαχωριστικό σημεῖο, μετά ἀπό τό ὁποῖο βρίσκεται τό μεγαλύτερο καί ὡραιότερο τμῆμα τῆς ζωῆς. Ὁ Χριστός λέει: Ὅποιος πιστεύει ὅτι ἡ ζωή του θά τελειώσει μέ τόν σταυρό καί γι’ αὐτό θέλει νά τή φυλάξει, αὐτός οὐσιαστικά θά τή χάσει, γιατί τό πιό μεγάλο μέρος τῆς ζωῆς εἶναι μετά τόν σταυρό. Ὅποιος ὅμως χάσει αὐτή τή λίγη ζωή, πού εἶναι πρίν ἀπό τόν σταυρό, κερδίζει τό αἰώνιο τμῆμα τῆς ζωῆς, πού εἶναι μετά ἀπό τόν σταυρό.
ἕνεκεν ἐμοῦ καί τοῦ εὐαγγελίου: Μέ δύο τρόπους μπορεῖ νά χάσει κανείς τή ζωή του, γιά χάρη τοῦ εὐαγγελίου: α) τηρώντας τό εὐαγγέλιο, β) κηρύττοντας τό εὐαγγέλιο. Ὁ μόνος τρόπος γιά νά πεθάνει κανείς γιά χάρη τοῦ Χριστοῦ, εἶναι νά πεθάνει γιά χάρη τοῦ εὐαγγελίου. Ἔτσι «ἕνεκεν ἐμοῦ» καί «ἕνεκεν τοῦ εὐαγγελίου» εἶναι τό ἴδιο πρᾶγμα.
8,36. τί γάρ ὠφελήσει ἄνθρωπον ἐάν κερδήσῃ τόν κόσμον ὅλον, καί ζημιωθῇ τήν ψυχήν αὐτοῦ;
Τό πιό πολύτιμο ἀγαθό στόν κόσμο εἶναι ἡ ζωή μας. Σκεφθεῖτε κάποιον πού ἔχει στή κατοχή του τόν πιό μεγάλο θησαυρό, ὅ,τι πιό πολύτιμο ὑπάρχει πάνω στή γῆ, τόν κόσμο ὅλο. Σέ τί θά τόν ὠφελήσει αὐτό, ἄν χάσει τή ζωή του, ἄν ἔρθει ἡ ὥρα νά πεθάνει. Πολλοί, ἀπό τό στίχο αὐτό παίρνουν ἀφορμή γιά νά μιλήσουν γιά τήν ἀξία τῆς ψυχῆς. Ὅλος ὁ κόσμος δέν ἀξίζει ὅσο ἀξίζει μία ψυχή. Ἡ σωστή ἐξήγηση, ὅπως εἴπαμε, εἶναι ὅτι ψυχή σημαίνει ζωή.
Ὁ στίχος αὐτός ἀναλύει καί ἐπεξηγεῖ τό «ἕνεκεν ἐμοῦ καί τοῦ εὐαγγελίου». Ὅποιος θά ντραπεῖ ἐμένα, λέει ὁ Κύριος, καί τά λόγια μου, δηλαδή τό εὐαγγέλιό μου, θά τόν ντραπῶ κι ἐγώ καί δέ θά τόν ἀναγνωρίσω γιά δικό μου κατά τή β΄ παρουσία μου.
ἐν τῇ γενεᾷ ταύτῃ τῇ μοιχαλίδι: Ἡ ἁγία Γραφή, καί ἰδιαίτερα ἡ Παλαιά Διαθήκη, συχνά χρησιμοποιεῖ τόν χαρακτηρισμό «μοιχαλίς» γιά τή γενιά πού ξεκλίνει ἀπό τόν νόμο τοῦ Θεοῦ καί πιστεύει στά εἴδωλα. Αὐτό δείχνει πόσο ἀποκλειστικός καί ἀπόλυτος εἶναι στήν ἀγάπη του ὁ Θεός
ὅταν ἔλθῃ ἐν τῇ δόξῃ… ἁγίων: Εἰκόνα τῆς β’ παρουσίας τοῦ Κυρίου.
9,1. Καί ἔλεγεν αὐτοῖς· ἀμήν λέγω ὑμῖν ὅτι εἰσί τινες τῶν ὧδε ἑστηκότων, οἵτινες οὐ μή γεύσωνται θανάτου ἕως ἂν ἴδωσι τήν βασιλείαν τοῦ Θεοῦ ἐληλυθυῖαν ἐν δυνάμει.
τήν βασιλείαν τοῦ Θεοῦ ἐληλυθυῖαν ἐν δυνάμει: Ἡ βασιλεία τοῦ Θεοῦ, πού θά ἔλθει ἐν δυνάμει συνδέεται μέ τήν ἵδρυση καί προκοπή τῆς Ἐκκλησίας κατά τά πρῶτα της βήματα καί μέ τήν καταστροφή τῆς Ἰερουσαλήμ τό 70 μ.Χ. ἀπό τόν Τίτο. Τά δύο αὐτά σημαίνουν τό ἴδιο γεγονός, ὅτι ὁ Θεός ἀλλάζει περιούσιο λαό. Ἐγκαταλείπει τόν παλαιό Ἰσραήλ καί υἱοθετεῖ τόν νέο Ἰσραήλ, τήν Ἐκκλησία. Ἡ ἐγκατάλειψη τοῦ παλαιοῦ Ἰσραήλ ἐκδηλώνεται, σύμφωνα μέ τό πνεῦμα τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης, μέ σωματική καταστροφή. Ἡ υἱοθεσία τοῦ νέου Ἰσραήλ γίνεται, κατά τό πνεῦμα τῆς Καινῆς Διαθήκης, πνευματικά, μέ πνευματική προκοπή.
Τήν προφητεία αὐτή, πράγματι, τήν εἶδαν νά ἐκπληρώνεται πολλοί ἀπό τούς ἀκροατές τοῦ Κυρίου (= τῶν ὧδε ἑστηκότων). Βέβαια τήν πρόοδο τῆς Ἐκκλησίας τήν ἔνιωσαν μόνο οἱ πιστοί, τήν καταστροφή τῆς Ἰερουσαλήμ ὅμως τήν εἶδαν ὅλοι. Ἔτσι ἡ ἐκπλήρωση αὐτῆς τῆς προφητείας ἦταν γιά ὅλους μία ἐγγύηση γιά τήν ἐκπλήρωση καί τῆς προηγούμενης προφητείας, ὅτι κατά τή β΄ παρουσία του ὁ Κύριος θά ἀναγνωρίσει μόνο ἐκείνους πού τόν ἀναγνώρισαν. Ὁπότε, πρέπει ὅλοι νά πιστέψουν ὅτι ἡ ζωή συνεχίζεται καί μετά τόν σταυρό. Κι ἄν γι’ αὐτή τή ζωή τήν πρό τοῦ σταυροῦ δέν ὑπάρχει ἀντάλλαγμα, πολύ περισσότερο δέν ὑπάρχει ἀντάλλαγμα γιά τήν αἰώνια ζωή, τήν μετά τόν σταυρό. Ἑπομένως, εἶναι πολύ μεγάλο τό κέρδος γιά τούς μαθητές τοῦ Χριστοῦ καί δέν θά πρέπει νά τούς φαίνονται σκληρά τά δίδακτρα πού ζητᾶ ὁ Κύριος.
Τά δίδακτρα τοῦ σταυροῦ: Ὁ σταυρός εἶναι τό σύμβολο πού μιλᾶ γιά τήν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ, πού ἐκφράζεται μέ τήν ὑπέρτατη θυσία τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ, γιά τή δύναμη τοῦ Θεοῦ, πού φαίνεται στήν ἀνάσταση, καί γιά τή σοφία τοῦ Θεοῦ πού ἀποκαλύπτεται στό σχέδιο τῆς θείας οἰκονομίας. Συγχρόνως ὅμως μιλᾶ καί γιά τήν ἀγάπη τοῦ λυτρωμένου ἀνθρώπου πρός τόν Θεό. Αὐτήν τήν ἀγάπη μας ὁ Θεός ζητᾶ νά τήν ἐκδηλώνουμε μέ τή μαθητεία. Θέλει νά γίνουμε μαθητές του. Καί τό ζητᾶ αὐτό ἀπ' ὅλους, μικρούς καί μεγάλους, σέ ὅποια τάξη κι ἄν ἀνήκουμε, ὅποια δουλειά κι ἄν κάνουμε, ὅπου κι ἄν βρισκόμαστε. Δέν μᾶς ὑποχρεώνει διά τῆς βίας νά τόν ἀκολουθήσουμε. Δέν ἀναγκάζει κανένα. Σ' ἐκείνους ὅμως πού θά θελήσουν νά ὀνομάζονται χριστιανοί ὁ Χριστός βάζει μερικούς ὅρους.
Οἱ μαθητές, στίς χῶρες πού δέν εἶναι δωρεάν ἡ παιδεία, πληρώνουν δίδακτρα στίς σχολές τῶν διδασκάλων τους. Στή σχολή τοῦ σταυροῦ, τί δίδακτρα πρέπει νά πληρώσουμε, ποιές εἶναι οἱ προϋποθέσεις πού χρειάζονται γιά νά μᾶς δεχθεῖ ὁ Χριστός ὡς μαθητές του;
1. Αὐταπάρνηση: Αὐταπάρνηση εἶναι ἡ ἀγάπη στήν πράξη καί τήν ἐφαρμογή. Νά, μερικά παραδείγματα ἀνθρώπων πού δείχνουν ἔμπρακτα τήν ἀγάπη τους στούς ἄλλους:
* Ὁ ἐπιστήμων πού κοπιάζει καί μοχθεῖ ὄχι γιά νά πλουτίσει, ἀλλά γιά νά προαγάγει τήν ἐπιστήμη του καί νά ὠφελήσει ἔτσι τήν ἀνθρωπότητα.
* Ἡ μάνα πού ὑπηρετεῖ τό παιδί της ξεχνώντας τόν ἑαυτό της.
* Ἡ ἀδελφή νοσοκόμα πού ἀγρυπνεῖ στό προσκεφάλι τοῦ ἀρρώστου ἀνθρώπου καί ταλαιπωρεῖται αὐτή, γιά νά δώσει ἀνακούφιση στόν πονεμένο...
Ἡ ζωή εἶναι μιά σκάλα θυσιῶν, πού ὅλο καί μεγαλύτερες γίνονται. Ἀλλά ἄν ἀξίζει νά ἀπαρνεῖται κανείς τόν ἑαυτό του καί νά θυσιάζεται γιά νά ὑπηρετήσει τήν κοινωνία, τόν ἄνθρωπο κτλ., χίλιες φορές ἀξίζει νά ζήσει μέ αὐταπάρνηση γιά χάρη τοῦ Θεοῦ. Συγκλονιστικό παράδειγμα τέτοιας αὐταπαρνήσεως παραμένει στούς αἰῶνες ὁ πατριάρχης Ἀβραάμ, πού δέν δίστασε νά ὁδηγήσει στή θυσία καί αὐτό τό μονάκριβο παιδί του, ἐπειδή τοῦ τό ζήτησε ὁ Θεός. Μιά τέτοια αὐταπάρνηση σάν τοῦ Ἀβραάμ ζητᾶ κι ἀπό μᾶς ὁ Θεός. Δέν ζητᾶ βέβαια νά θυσιάσουμε τά φυσικά μας παιδιά. Ζητᾶ ὅμως νά κόψουμε τά πάθη μας πού τά ἀγαποῦμε τόσο πολύ καί συνδεόμαστε τόσο μ’ αὐτά. Μιά τέτοια θυσία γίνεται εὐπρόσδεκτη ἀπό τόν Θεό. Ὅπως ἐκεῖνος πού ἔχει ἕνα ἀπόστημα στό σῶμα του ἀφήνεται μ’ ἐμπιστοσύνη στά χέρια τοῦ γιατροῦ γιά νά τόν ἐγχειρίσει, ἔτσι κι ἐμεῖς ν’ ἀφήσουμε τόν ἑαυτό μας στά χέρια τοῦ Θεοῦ. Ἔχουμε βέβαια πολλά ἄσχημα σημεῖα, πληγές καί ἀποστήματα πού πρέπει νά κοποῦν καί νά πεταχθοῦν. Νά μή λυπηθοῦμε τόν ἑαυτό μας. Νά τόν ἐμπιστευθοῦμε στόν Θεό, γιά νά κόψει καί νά πετάξει αὐτός κάθε σάπιο καί βρομερό, κάθε τι πού ἀντιστέκεται στή σωτηρία τῆς ψυχῆς μας. Τότε θά ζήσουμε μέ αὐταπάρνηση, ὅπως μᾶς τό ζητᾶ ὁ Χριστός.
2. Θυσία: Τό νά εἶσαι χριστιανός στοιχίζει καί μάλιστα πολύ. Μιά ματιά στήν ἱστορία τῆς Ἐκκλησίας μας, στή ζωή τῶν ἁγίων καί τῶν μαρτύρων της, μπορεῖ νά μᾶς βοηθήσει νά καταλάβουμε τί σημαίνει ὅτι ὁ Χριστός ζητᾶ ἀπό τά παιδιά του θυσία.
Πολλοί γιά τή χριστιανική τους ἰδιότητα χάλασαν τή σταδιοδρομία τους κατά κόσμον, ἔχασαν τήν εὔνοια τῶν ἀνωτέρων τους, ἔζησαν μέρες σκληρές κι εἶναι πολλοί ἐκεῖνοι πού ἔχυσαν τό αἷμα τους γιά τόν Χριστό.
Ἡ δόξα τοῦ Χριστοῦ εἶναι ὁ σταυρός. Καί τοῦ κάθε χριστιανοῦ ἡ δόξα πρέπει νά εἶναι ὁ σταυρός. Ὅπως ὁ Χριστός θυσιάστηκε γιά μᾶς, ἔτσι κι ἐμεῖς ὀφείλουμε νά θυσιασθοῦμε γιά τήν ἀγάπη του. Μᾶς φαίνεται σκληρό νά μιλοῦμε γιά θυσία καί γιά σταυρό κι ὅμως πρέπει νά ξέρουμε ὅτι αὐτός εἶναι ὁ κλῆρος μας, «εἰς τοῦτο κείμεθα».
Σ’ ἕναν κόσμο, ὅπου κυβερνᾶ τό συμφέρον κι ὅλοι προσπαθοῦν νά κοπιάζουν ὅσο γίνεται λιγώτερο καί νά ἐκμεταλλεύονται τούς ἄλλους, οἱ γνήσιοι μαθητές τοῦ Χριστοῦ διακρίνονται ἀπό τή θυσία. Γιατί ἡ θυσία εἶναι αὐτή πού δείχνει ἔμπρακτα τήν ἀγάπη καί τήν πίστη μας στόν Χριστό. Οἱ χριστιανοί δέν συμβιβάζονται μέ τήν ἁμαρτωλή νοοτροπία τοῦ κόσμου. Σ’ ἕναν κόσμο βρόμικο καί ἁμαρτωλό, πού κυβερνιέται ἀπό τόσα εἴδωλα καί ξόανα (μόδα, δύναμη, ἀπόλαυση, κτλ.) ὁ χριστιανός, ὁ ἀληθινός μαθητής τοῦ σταυροῦ, πού ζῆ μέ θυσία, πάει κόντρα. Εἶναι ζωντανό ψάρι πού δέν τόν παρασύρει τό νερό.
3. Μίμηση Χριστοῦ: Ἡ αὐταπάρνηση καί ἡ θυσία εἶναι δύο μεγάλα μαθήματα, δύο πνευματικά κεφάλαια, ἀλλά χάνουν τήν ἀξία καί τή σπουδαιότητά τους, ὅταν δέν συνδέονται μέ τόν Χριστό. Ἄν δηλαδή κάποιος ἀπό τή φύση του εἶναι καλοκάγαθος καί θυσιάζεται γιά τούς ἄλλους, ἄν ζῆ μέ ἄκρα αὐταπάρνηση γιά ὁποιοδήποτε ἄλλο σκοπό καί ὄχι γιά τήν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ, χάνει τόν μισθό του. Τό πρῶτο πού ζητᾶ ἀπό μᾶς ὁ Χριστός εἶναι νά τόν μιμηθοῦμε. Χριστιανός θά πεῖ μιμητής τοῦ Χριστοῦ, ἕνας μικρός Χριστός. Ὁ χριστιανός ὀφείλει νά ἀκολουθεῖ βῆμα πρός βῆμα τόν Χριστό. Κι ὁ δρόμος τοῦ Χριστοῦ εἶναι δρόμος τοῦ σταυροῦ, ἔχει πίκρα καί πόνο. Ἀλλά δέν σταματᾶ ἐδῶ. Συνεχίζεται μέ τή χαρά τῆς ἀναστάσεως. Ὅπως τό σιτάρι, πού σπέρνουμε στό χωράφι δέν χάνεται ἀλλά ἀπό τόν σαπισμένο κόκκο ξεπετιέται τό βλαστάρι, ἔτσι καί ἡ θυσία δέν εἶναι καταστροφή. Ὁδηγεῖ στήν ἀνάσταση καί τή ζωή.
Γιά νά τά καταλάβουμε καί νά τά ζήσουμε αὐτά χρειάζεται νά δοῦμε τά πράγματα μέσα ἀπό τό πρῖσμα τῆς αἰωνιότητος.
4. Ὁμολογία: Ὁ Χριστός ἀπαιτεῖ ἀπό ἐμᾶς νά ὁμολογοῦμε ὅτι εἴμαστε παιδιά του. Ἄν εἶναι αἶσχος καί προδοσία ν’ ἀρνεῖται κανείς τόν φίλο ἤ τήν πατρίδα του, εἶναι ἁμαρτία φοβερή ν’ ἀρνούμαστε τόν Χριστό πού μᾶς ἔπλασε καί μᾶς ἀνέπλασε μέ τήν ἀγάπη του, πού εἶναι ὁ μεσίτης μας, ὁ ὁποῖος μᾶς προσαγάγει στόν Θεό Πατέρα. Ὅποιος ἀρνεῖται τόν Χριστό, ἀρνεῖται τή σωτηρία του.
Τή θεραπεία τοῦ παραλυτικοῦ τήν ἐξιστοροῦν καί οἱ εὐαγγελιστές Ματθαῖος (Μθ 9,1-8) καί Λουκᾶς (Λκ 5,17-26) ἀλλά ὁ εὐαγγελιστής Μᾶρκος τήν ἐκθέτει μέ περισσότερες λεπτομέρειες.
Βρισκόμαστε στήν ἀρχή τῆς δημοσίας δράσεως τοῦ Κυρίου. Λίγο πιό πρίν κάλεσε τούς τέσσερις πρώτους μαθητές του Πέτρο, Ἀνδρέα, Ἰάκωβο καί Ἰωάννη, καί ἀμέσως μετά ἀπό τή θεραπεία τοῦ παραλυτικοῦ τῆς Καπερναούμ τόν βλέπουμε νά καλεῖ τόν Ματθαῖο. Ὁ εὐαγγελιστής Ματθαῖος μᾶς πληροφορεῖ ὅτι ἡ θεραπεία τοῦ παραλυτικοῦ ἔγινε τήν ἄλλη μέρα, μετά τήν ἐπιστροφή τοῦ Κυρίου ἀπό τή χώρα τῶν Γαδαρηνῶν.
Μέ τή διήγηση τοῦ περιστατικοῦ αὐτοῦ καί οἱ τρεῖς εὐαγγελιστές θέλουν νά κηρύξουν τή θεότητα τοῦ Χριστοῦ, ὅπως θά τό δοῦμε μελετώντας τήν περικοπή μας. Ἡ Ἐκκλησία μας διανύοντας τήν περίοδο τῆς Μεγάλης Τεσσαρακοστῆς χρησιμοποιεῖ τήν περικοπή αὐτή ὡς κήρυγμα τῆς ἀφέσεως τῶν ἁμαρτιῶν, ἡ ὁποία καί πάλι θεμελιώνεται στή θεότητα τοῦ Χριστοῦ.
2,1. Καί εἰσῆλθε πάλιν εἰς Καπερναούμ δι᾿ ἡμερῶν καί ἠκούσθη ὅτι εἰς οἶκόν ἐστι.
Καπερναούμ: Πόλη τῆς Γαλιλαίας στή βορειοδυτική ἀκτή τῆς λίμνης. Ἦταν ἀρκετά μεγάλη, ἡ πρωτεύουσα, θά λέγαμε, τοῦ νομοῦ στόν ὁποῖο ἀνῆκε ἡ Ναζαρέτ. Στήν Καπερναούμ κατοικοῦσε ὁ Χριστός, ὅταν περιόδευε κηρύττοντας σέ ὅλη τήν Παλαιστίνη. Ἐκεῖ ἐγκατέστησε καί τή μητέρα του καί τούς μεγαλύτερους ἀδελφούς του (παιδιά τοῦ Ἰωσήφ ἀπό ἄλλη γυναίκα). Ὁ Ματθαῖος τήν ὀνομάζει «ἰδίαν πόλιν» τοῦ Ἰησοῦ (Μθ 9,9).
δι’ ἡμερῶν: Στίς μέρες αὐτές τῶν ὁποίων τά περιστατικά δέν μᾶς ἐξιστορεῖ ὁ εὐαγγελιστής Μᾶρκος, μεσολάβησε ἡ ἐπίσκεψη τοῦ Ἰησοῦ στή χώρα τῶν Γαδαρηνῶν καί ἡ ἐπιστροφή του ἀπό ἐκεῖ, ὅπως μᾶς λέει ὁ εὐαγγελιστής Ματθαῖος.
εἰς οἶκον: Μερικοί νόμισαν ὅτι στό σπίτι του κήρυττε ὁ Ἰησοῦς. Πρόκειται μᾶλλον γιά κάποιο φιλικό του σπίτι. Ὅπως ξέρουμε ἀπό τίς διηγήσεις τῶν εὐαγγελίων, ὁ Κύριος τό Σάββατο κήρυττε στή συναγωγή. Ἀλλά καί τίς ἄλλες ἡμέρες μποροῦσε νά κηρύττει σέ κάποιο σπίτι.
2,2. Καί εὐθέως συνήχθησαν πολλοί, ὥστε μηκέτι χωρεῖν μηδέ τά πρός τήν θύραν· καί ἐλάλει αὐτοῖς τόν λόγον.
Ὁ εὐαγγελιστής Λουκᾶς ἀναφέρει ὅτι ἐκτός ἀπό τόν λαό πού συγκεντρώθηκε γιά νά ἀκούσει τόν Κύριο «ἦσαν καθήμενοι φαρισαῖοι καί νομοδιδάσκαλοι οἵ ἦσαν ἐληλυθότες ἐκ πάσης κώμης τῆς Γαλιλαίας καί Ἰουδαίας καί Ἰερουσαλήμ» (Λκ 5,17).
2,3. Καί ἔρχονται πρός αὐτόν παραλυτικόν φέροντες, αἰρόμενον ὑπό τεσσάρων.
Ὁ τρόπος μέ τόν ὁποῖο μεταφέρεται ὁ παραλυτικός στόν Ἰησοῦ δείχνει τή σοβαρή του κατάσταση. Τόν πήγαιναν σηκωτό γιατί ἦταν σχεδόν νεκρός, ἕνα ζωντανό πτῶμα.
2,4. Καί μή δυνάμενοι προσεγγίσαι αὐτῷ διά τόν ὄχλον, ἀπεστέγασαν τήν στέγην ὅπου ἦν, καί ἐξορύξαντες χαλῶσι τόν κράβαττον, ἐφ᾿ ᾧ ὁ παραλυτικός κατέκειτο.
ἀπεστέγασαν τήν στέγην: Τό πῶς ἀνέβηκαν στή στέγη μᾶς τό ἐξηγεῖ ὁ εὐαγγελιστής Λουκᾶς· «ἀναβάντες ἐπί τό δῶμα» (Λκ 5,19). Γιά νά ἐξηγήσουμε πῶς ἦταν δυνατό ν’ ἀνεβοῦν στή στέγη τέσσερις ἄνθρωποι, κρατώντας μάλιστα ἕνα παράλυτο καί πῶς ἄνοιξαν τρύπα καί πῶς τόν κατέβασαν ἀπό ἐκεῖ, πρέπει νά ξέρουμε πῶς ἦταν ἡ στέγη τῶν παλιῶν σπιτιῶν τῆς Παλαιστίνης. Τά σπίτια τῆς ἀρχαίας Παλαιστίνης καί πολλῶν ἄλλων ἀνατολικῶν χωρῶν εἶχαν ἕνα μέρος τῆς στέγης τους ἐπίπεδο, σάν ταράτσα, στήν ὁποία ἀνέβαιναν μέ σκάλα ἐξωτερική, συνήθως. Αὐτό ἦταν τό δῶμα καί τό χρησιμοποιοῦσαν γιά νά στεγνώσουν ἐκεῖ χόρτα ἤ ἄλλα γεωργικά προϊόντα. Ἡ ὑπόλοιπη στέγη ἦταν σχεδόν σάν τίς στέγες πού ἔχουμε καί σήμερα στά χωριά μας. Μόνο πού δέν ἦταν σκεπσμένη μέ κεραμίδια σάν τά σημερινά, ἀλλά μέ διαφορετικά, μεγάλα κεραμίδια πού οἱ διαστάσεις τους πολλές φορές ἦταν 0,70 Χ 0,70. Τά κεραμίδια αὐτά τά στήριζαν ἐπάνω σέ ξύλινα δοκάρια καί μάλιστα πολλές φορές χωρίς νά βάλουν ἀπό κάτω καλαμωτή. Ἐσωτερική ὀροφή, δηλαδή ταβάνι, τά περισσότερα σπίτια δέν εἶχαν. Ἔτσι ἄν ἔβγαλαν 8 ἤ τό πολύ 10 κεραμίδια, δέν εἶχαν παρά νά τρυπήσουν τήν καλαμωτή καί ἀμέσως ἄνοιγαν μέρος γιά νά περάσουν τόν παραλυτικό.
2,5. Ἰδών δέ ὁ ᾿Ιησοῦς τήν πίστιν αὐτῶν λέγει τῷ παραλυτικῷ· τέκνον, ἀφέωνταί σοι αἱ ἁμαρτίαι σου.
τήν πίστιν αὐτῶν: Δηλαδή τῶν ἀνθρώπων πού μετέφεραν τόν παραλυτικό ἀλλά καί τοῦ ἰδίου τοῦ παραλυτικοῦ, πού ὑποβλήθηκε σέ μιά τόσο μεγάλη ταλαιπωρία, γιατί, ὁπωσδήποτε, πίστευε ὅτι ὁ Ἰησοῦς μπορεῖ νά τόν θεραπεύσει.
τέκνον : Γιά δύο λόγους μποροῦσε νά ὀνομάζει τόν παραλυτικό ἔτσι ὁ Κύριος: α) Ἐφόσον πίστευε, ἦταν διά τῆς πίστεως παιδί τοῦ Θεοῦ. β) Ὡς δημιούργημα τοῦ Θεοῦ ἦταν καί παιδί του.
2,6. Ἦσαν δέ τινες τῶν γραμματέων ἐκεῖ καθήμενοι καί διαλογιζόμενοι ἐν ταῖς καρδίαις αὐτῶν.
ἦσαν δέ τινες τῶν γραμματέων ἐκεῖ: Οἱ γραμματεῖς αὐτοί ἦρθαν ἀπό τήν Καπερναούμ, ἀλλά καί ἀπό ἄλλες πόλεις κι ἀπό τά Ἰεροσόλυμα ἀκόμη, ὅπως μᾶς πληροφορεῖ ὁ εὐαγγελιστής Λουκᾶς, εἰδικά γιά νά συναντήσουν τόν Ἰησοῦ. Ὅπως φαίνεται ἀπό τά εὐαγγέλια, αὐτή ἡ συνάντηση τοῦ Ἰησοῦ μέ φαρισαίους εἶναι ἡ πρώτη. Ἔμαθαν οἱ φαρισαῖοι γιά τόν νεαρό αὐτό διδάσκαλο πού βαπτίσθηκε ἀπό τόν Ἰωάννη κι ἔδειξε ἔτσι ὅτι παίρνει τήν ἴδια θέση μ’ ἐκεῖνον ἔναντι τῶν φαρισαίων. Ἄκουσαν ὅτι στήν ἐπί τοῦ ὄρους ὁμιλία του εἶπε στούς ἀνθρώπους ὅτι «ἐάν μή περισσεύσῃ ἡ δικαιοσύνη ὑμῶν πλεῖον τῶν γραμματέων καί φαρισαίων, οὐ μή εἰσέλθητε εἰς τήν βασιλείαν τῶν οὐρανῶν» (Μθ 5,20) καί ὅτι μίλησε ἀόριστα καί γιά κάποιους ὑποκριτές (Μθ 6,5· 7,5). Ὅλα αὐτά τούς ἀνησύχησαν, γι’ αὐτό καί ἀποφασίζουν νά ἔρθουν νά δοῦν ποιός εἶναι αὐτός ὁ τολμηρός νεαρός καί νά ἀκούσουν μέ τά ἴδια τους τά αὐτιά τό κήρυγμά του ὡς πνευματικοί ὑπεύθυνοι τοῦ Ἰσραήλ.
2,7. Τί οὗτος οὕτω λαλεῖ βλασφημίας; τίς δύναται ἀφιέναι ἁμαρτίας εἰ μή εἷς ὁ Θεός;
Σύμφωνα μέ τή διδασκαλία τῆς Ἁγίας Γραφῆς (βλ. Ἠσ 43,25 κ.ἀ.), κάθε ἁμαρτία προσβάλλει τόν Θεό καί μόνον αὐτός μπορεῖ νά τή συγχωρήσει. Ὁποιοσδήποτε ἄλλος ἰσχυριζόταν ὅτι συγχωρεῖ ἤ μπορεῖ νά συγχωρήσει ἁμαρτίες, ἔπεφτε στή βλασφημία καί ἡ τιμωρία γιά τό σοβαρό αὐτό παράπτωμα ἦταν λιθοβολισμός (Λε 24,16).
2,8. Καί εὐθέως ἐπιγνούς ὁ ᾿Ιησοῦς τῷ πνεύματι αὐτοῦ ὅτι οὕτως αὐτοί διαλογίζονται ἐν ἑαυτοῖς, εἶπεν αὐτοῖς· τί ταῦτα διαλογίζεσθε ἐν ταῖς καρδίαις ὑμῶν;
τί ταῦτα διαλογίζεσθε ἐν ταῖς καρδίαις ἡμῶν; Οἱ φαρισαῖοι ἦρθαν νά βροῦν κάποια ἀστοχία ἤ κάποιο λάθος στό κήρυγμα τοῦ Ἰησοῦ, γιά νά τόν ἀποκηρύξουν. Κι αὐτός τούς δίνει κάτι πολύ περισσότερο, μιά ἀφορμή γιά νά τόν θεωρήσουν βλάσφημο, ἀφοῦ εἶπε ὅτι συγχωρεῖ τίς ἁμαρτίες τοῦ παραλυτικοῦ. Ἀλλά ἀμέσως στή συνέχεια τούς δίνει ἕνα ἀτράνταχτο σημάδι τῆς θεότητός του. Διαβάζει τή σκέψη τους. Αὐτό τό σημάδι οἱ φαρισαῖοι δέν μποροῦσαν νά τό ἀμφισβητήσουν, γιατί ἤξεραν καλά ἀπό τήν Ἁγία Γραφή ὅτι ὅπως μόνο ὁ Θεός συγχωρεῖ ἁμαρτίες, ἔτσι καί μόνο ὁ Θεός ἐτάζει νεφρούς καί καρδίας (Ψα 7,10· Β΄ Πα 6,30· Ἀπ 2,23).
2,9. Τί ἐστιν εὐκοπώτερον, εἰπεῖν τῷ παραλυτικῷ, ἀφέωνταί σου αἱ ἁμαρτίαι, ἢ εἰπεῖν, ἔγειρε καί ἆρον τόν κράβαττόν σου καί περιπάτει;
Αὐτά τά λόγια τοῦ Ἰησοῦ ἀποκαλύπτουν τί ἀκριβῶς διαλογίζονταν οἱ γραμματεῖς καί φαρισαῖοι. Τό νόημα εἶναι ὅτι ὁ Χριστός λέει: Ἐγώ ξέρω ὅτι τό νά συγχωρεῖς ἁμαρτίες εἶναι δυσκολώτερο ἀπό τό νά θεραπεύσεις ἄρρωστο, γιατί τό δεύτερο μπορεῖ νά τό κάνει κι ἕνας προφήτης μέ τή δύναμη τοῦ Θεοῦ. Ἐσεῖς, ἐπειδή δέν πιστεύετε ὅτι ἔχω πράγματι αὐτή τήν ἐξουσία, ἀλλά ὅτι ἁπλῶς βλασφημῶ, νομίζετε ὅτι τό νά πῶ μόνο λόγια καί μάλιστα λόγια βλάσφημα, δέν εἶναι τίποτε, τό νά δείξω ὅμως ἔργα χειροπιαστά εἶναι δύσκολο καί δέν μπορῶ νά τό κάνω.
2,10. Ἵνα δέ εἰδῆτε ὅτι ἐξουσίαν ἔχει ὁ υἱός τοῦ ἀνθρώπου ἀφιέναι ἐπί τῆς γῆς ἁμαρτίας - λέγει τῷ παραλυτικῷ.
υἱός τοῦ ἀνθρώπου: Τί σημαίνει τό ὄνομα αὐτό ἐξηγήσαμε σέ προηγούμενο μάθημα. Υἱό τοῦ ἀνθρώπου ὀνομάζει μόνο ὁ ἴδιος ὁ Ἰησοῦς τόν ἑαυτό του καί κανείς ἄλλος ἐκτός ἀπό τόν πρωτομάρτυρα Στέφανο, πού τό κάνει μία φορά στή δίκη του στό συνέδριο πρίν ἀπό τό μαρτύριο (Πρξ 7,56). Μέ τό ὄνομα αὐτό θυμίζει ὁ Κύριος στούς ἀκροατές του τήν προφητεία τοῦ Δανιήλ, ὅπου υἱός τοῦ ἀνθρώπου εἶναι ὁ Μεσσίας καί παρουσιάζεται ἐκεῖ ὄχι ἁπλῶς ὡς ἄνθρωπος, ἀλλά ὡς ὑπεράνθρωπος. Κι ἐδῶ τό ὄνομα υἱός τοῦ ἀνθρώπου τό ἐπιβεβαιώνει ὁ Κύριος μέ τό ὑπερφυσικό σημεῖο πού κάνει. Δείχνει ὅτι δέν εἶναι μόνο ἄνθρωπος, ὅπως φαίνεται, ἀλλά εἶναι καί Θεός, ἀφοῦ κάνει κάτι πού μόνο ὁ Θεός μπορεῖ νά τό κάνει.
2,12. Καί ἠγέρθη εὐθέως, καί ἄρας τόν κράβαττον ἐξῆλθεν ἐναντίον πάντων, ὥστε ἐξίστασθαι πάντας καί δοξάζειν τόν Θεόν λέγοντας ὅτι οὐδέποτε οὕτως εἴδομεν.
καί ἄρας τόν κράβαττον: Μερικοί, γιά νά μειώσουν τάχα τό σημεῖο πού ἔκανε ὁ Ἰησοῦς εἶπαν ὅτι ὁ κράβαττος ἦταν ἁπλῶς ἕνα ἐλαφρύ στρῶμα, ἤ ἴσως ἕνα τετράγωνο ὕφασμα. Ἀλλά καί μία μαξιλαροθήκη νά ἦταν, τό γεγονός εἶναι ὅτι αὐτός πού σάν ἄψυχο πτῶμα εἶχε κουβαληθεῖ πάνω στόν κράβαττο, ἐπιστρέφει τώρα περπατώντας μόνος του στό σπίτι. Κι ὅταν τοῦ λέει ὁ Κύριος νά σηκώσει τό κρεβάτι του, εἶναι γιά νά φανεῖ ἡ περίσσια δύναμη. Αὐτός ὁ ἄνθρωπος πού τόσα χρόνια τώρα ἔμενε σάν νεκρός στό κρεβάτι, σάν νά ἦταν αὐτό ὁ τάφος του, τώρα ἐλευθερωμένος ἀπό τή φοβερή ἀρρώστια, τό σηκώνει σάν τρόπαιο νίκης.
ἐναντίον πάντων: Ἡ θεραπεία ἔγινε δημόσια, μπροστά στά μάτια ὅλων καί κανείς δέν μπορεῖ νά τήν ἀμφισβητήσει.
Λέξεις:
44. Τῇ ἐπαύριον = τήν ἄλλη μέρα
ἠθέλησεν = ἀποφάσισε
46. ὅν ἔγραψε Μωϋσῆς = αὐτόν γιά τόν ὁποῖο ἔγραψε ὁ Μωυσῆς
47. Δύναταί τι ἀγαθόν εἶναι;= μπορεῖ νά ὑπάρχει κάτι καλό;
ἔρχου καί ἴδε = ἔλα καί δές
48. ἴδε ἀληθῶς Ἰσραηλίτης= νά, ἕνας πραγματικός Ἰσραηλίτης
49. Πρό τοῦ σε Φίλιππον φωνῆσαι = πρίν σέ φωνάξει ὁ Φίλιππος
ὄντα ὑπό τήν συκῆν εἶδόν σε= σέ εἶδα ὅταν ἤσουν κάτω ἀπό τή συκιά
51. ὅτι εἶπόν σοι = ἐπειδή σοῦ εἶπα
Μείζω τούτων ὄψει = θά δεῖς μεγαλύτερα ἀπό αὐτά
52. ἀμήν ἀμήν λέγω ὑμῖν = Ναί, ἀλήθεια σᾶς λέω
ἀπ’ ἄρτι= ἀπό τώρα
ἀνεῳγότα =ἀνοιγμένο
Στήν περικοπή μᾶς περιγράφει ὁ εὐαγγελιστής Ἰωάννης πῶς κάλεσε ὁ Κύριος δύο ἀπό τούς πρώτους μαθητές του, τόν Φίλιππο καί τόν Ναθαναήλ. Βρισκόμαστε στήν ἀρχή τῆς δημόσιας δράσεως τοῦ Ἰησοῦ. Πρίν ἀπό λίγο καιρό ἔχει διαλέξει τούς τρεῖς πρώτους μαθητές του, τόν Ἀνδρέα, Πέτρο καί Ἰωάννη, οἱ ὁποῖοι ἦταν παλιά μαθητές τοῦ Ἰωάννου τοῦ Προδρόμου. Τώρα ὁ Κύριος βρίσκεται στά Ἰεροσόλυμα καί ἑτοιμάζεται νά ἐπιστρέψει στή Γαλιλαία, μαζί μέ ἄλλους προσκυνητές πού εἶχαν ἔρθει ἀπό ἐκεῖ. Σέ ὅλη τή δράση του συνήθιζε νά πηγαίνει στά Ἰεροσόλυμα τόν καιρό πού συγκεντρώνονταν ἐκεῖ οἱ εὐσεβεῖς Ἰουδαῖοι ἀπ’ ὅλα τά μέρη γιά νά ἐκτελέσουν τά καθήκοντά τους πρός τόν Θεό. Ἐκεῖ τοῦ δινόταν ἡ εὐκαιρία νά διαλέξει καί νά ξεχωρίσει ἐκείνους πού θά χρησιμοποιοῦσε στό στενό του ἐπιτελεῖο. Σάν τό λιοντάρι πού παραμονεύει στήν πηγή τήν ὥρα πού πηγαίνουν νά πιοῦν τά κοπάδια καί διαλέγει ἀπό αὐτά τή λεία του, ἔτσι καί ὁ Κύριος στά Ἰεροσόλυμα διάλεγε τούς ἐκλεκτούς του.
1,44. Τῇ ἐπαύριον ἠθέλησεν ὁ ᾿Ιησοῦς ἐξελθεῖν εἰς τήν Γαλιλαίαν· καί εὑρίσκει Φίλιππον καί λέγει αὐτῷ· ἀκολούθει μοι.
τῇ ἐπαύριον: Μετά τήν ἐκλογή τοῦ Σίμωνα Πέτρου.
ἠθέλησεν ὁ Ἰησοῦς ἐξελθεῖν εἰς τήν Γαλιλαίαν: Ἑτοιμαζόταν ἀπό τήν Ἰερουσαλήμ πού ἦταν στό νότο, στήν Ἰουδαία, νά ἐπιστρέψει στή Γαλιλαία, στό βορρᾶ. Στό ξεκίνημα αὐτῆς τῆς πορείας ἤ στόν δρόμο γιά τή Γαλιλαία συνάντησε καί κάλεσε τόν Φίλιππο καί τόν Ναθαναήλ.
ἀκολούθει μοι: Μ’ ἕνα λόγο ὁ Φίλιππος, ὅπως φαίνεται ἀπό τή συνέχεια, ὑπήκουσε στήν πρόσκληση τοῦ Κυρίου καί τόν ἀκολούθησε. Γιά τήν ὑπακοή αὐτή συνεργάζονται πολλές προϋποθέσεις : α) Ὁ Φίλιππος θά γνώριζε τόν Κύριο ἀπό παλιά, ἔστω καί ἀπό μακριά. β) Θά ἦταν μᾶλλον καί αὐτός μαθητής τοῦ Προδρόμου καί θά εἶχε ἀκούσει τή μαρτυρία ἐκείνου γιά τόν Ἰησοῦ. γ) Ἦταν ὁ ἴδιος εὐσεβής καί πιστός καί εἶχε βαθιά ριζωμένη μέσα του τήν προσδοκία τοῦ Μεσσία. δ) Ἔπειτα, τόν ἐπηρέασε ὁπωσδήποτε καί ἡ μυστική θεία δύναμη τοῦ Ἰησοῦ ἀλλά καί ἡ ἐπιβολή του.
1,45. Ἦν δέ ὁ Φίλιππος ἀπό Βηθσαϊδά, ἐκ τῆς πόλεως ᾿Ανδρέου καί Πέτρου.
Βηθσαϊδά: Μικρή πόλη στή δυτική παραλία τῆς λίμνης Γεννησαρέτ πρός τά βορειοδυτικά τῆς λίμνης, κοντά στήν Καπερναούμ. Ὅταν ἦταν τετράρχης τῆς περιοχῆς ὁ Φίλιππος, τήν καλλώπισε καί τή στόλισε καί τῆς ἔδωσε τό ὄνομα Ἰουλία πρός τιμήν τῆς κόρης του, πού εἶχε αὐτό τό ὄνομα.
ἐκ τῆς πόλεως Ἀνδρέου καί Πέτρου: Σύμφωνα μέ τόν εὐαγγελιστή Μᾶρκο τό σπίτι τοῦ Σίμωνα καί τοῦ Ἀνδρέα ἦταν στήν Καπερναούμ (Μρ 1,29). Φαίνεται ὅτι οἱ δύο ἀπόστολοι κατάγονταν ἀπό τή Βηθσαϊδά, ἀλλά ἔμεναν μέ τήν οἰκογένειά τους στήν Καπερναούμ, πού καθώς ἦταν ἡ μεγαλύτερη πόλη τῆς περιοχῆς τούς ἐξυπηρετοῦσε καλύτερα καί στή δουλειά τους.
1,46. Εὑρίσκει Φίλιππος τόν Ναθαναήλ καί λέγει αὐτῷ· ὃν ἔγραψε Μωϋσῆς ἐν τῷ νόμῳ καί οἱ προφῆται, εὑρήκαμεν, ᾿Ιησοῦν τόν υἱόν τοῦ ᾿Ιωσήφ τόν ἀπό Ναζαρέτ.
εὑρίσκει Φίλιππος τόν Ναθαναήλ: Τό «εὑρίσκει» προϋποθέτει ὅτι προηγουμένως τόν ἔψαχνε.
Ναθαναήλ: Ἑβραϊκό ὄνομα πού σημαίνει Θεόδωρος. Ὅπως μᾶς λέει ὁ ἴδιος ὁ εὐαγγελιστής (Ἰω 21,2), ὁ Ναθαναήλ ἦταν ἀπό τήν Κανά τῆς Γαλιλαίας. Οἱ ἄλλοι εύαγγελιστές δέν ἀναφέρουν καθόλου αὐτό τό ὄνομα στούς καταλόγους τῶν μαθητῶν τοῦ Κυρίου (Μθ 10,2· Μρ 3,16· Λκ 6,14· Πρξ 1,13). Συνήθως μαζί μέ τόν Φίλιππο ἀναφέρουν κάποιο Βαρθολομαῖο. Αὐτός εἶναι ὁ Ναθαναήλ, πού φαίνεται ὅτι ἦταν γιός κάποιου Θολομαίου (Βαρ-Θολομαῖος). Οἱ Ἰουδαῖοι συνήθιζαν νά ὀνομάζονται ἀπό τό ὄνομα τοῦ πατέρα τους. Ἔτσι καί ὁ Σίμων λεγόταν Βαριωνᾶς.
ὅν ἔγραψε... εὑρήκαμεν: Τά λόγια αὐτά τοῦ Φιλίππου δείχνουν ὅτι οἱ δύο φίλοι ἀπό παλιά μελετοῦσαν τήν Π. Διαθήκη καί περίμεναν τόν ἐρχομό τοῦ Μεσσία μέ ἐνδιαφέρον.
τόν υἱόν τοῦ Ἰωσήφ: Οἱ ἄνθρωποι δέν ἤξεραν τήν ἐκ Πνεύματος ἁγίου γέννηση τοῦ Κυρίου, γι’ αὐτό καί τόν ὀνόμαζαν γιό τοῦ Ἰωσήφ, γιατί ἔτσι φαινόταν. Τό μεγάλο μυστικό τό ἤξεραν μόνο ἡ Παναγία μας, ὁ Ἰωσήφ καί ἡ Ἐλισάβετ.
1,47. Καί εἶπεν αὐτῷ Ναθαναήλ· ἐκ Ναζαρέτ δύναταί τι ἀγαθόν εἶναι; λέγει αὐτῷ Φίλιππος· ἔρχου καί ἴδε.
ἐκ Ναζαρέτ δύναταί τι ἀγαθόν εἶναι;: Ἡ Ναζαρέτ ἦταν ἕνα μικρό χωριό τῆς Γαλιλαίας. Τό ὄνομά του παράγεται ἀπό τό ἑβραϊκό Νέζερ πού σημαίνει ἀδύνατη παραφυάδα καί δείχνει τή μικρότητα, τήν ἀσημαντότητα καί τή φτώχεια του. Ἡ Ναζαρέτ, ἦταν φαίνεται κακόφημο χωριό, γι’ αὐτό καί ὁ Ναθαναήλ πού ἦταν κοντοχωριανός (ἀπό τήν Κανά) παραξενεύεται ὅταν ἀκούει ὅτι ὁ Μεσσίας τόν ὁποῖο περίμεναν εἶναι ἀπό τή Ναζαρέτ. Δέν μποροῦσε νά περιμένει τίποτε καλό ἀπό τή Ναζαρέτ.
1,48. Εἶδεν ὁ ᾿Ιησοῦς τόν Ναθαναήλ ἐρχόμενον πρός αὐτόν καί λέγει περί αὐτοῦ· ἴδε ἀληθῶς ᾿Ισραηλίτης ἐν ᾧ δόλος οὐκ ἔστι.
ἴδε ἀληθῶς Ἰσραηλίτης: Ὁ Κύριος ὀνομάζει τόν Ναθαναήλ ἀντάξιο τοῦ ὀνόματος τοῦ Ἰσραηλίτη. Τό ὄνομα αὐτό πῆραν οἱ ἀπόγονοι τοῦ Ἰακώβ ἀπό τότε πού καί ὁ ἴδιος ὁ Ἰακώβ μετονομάσθηκε Ἰσραήλ (= δυνατός) μετά τήν πάλη του μέ τόν Θεό (βλ. Γέ 32,24-30). Ὁ Ναθαναήλ δέν ἔχει μόνο τό ὄνομα τοῦ Ἰσραηλίτη, ἀλλά εἶναι κι αὐτός σάν τόν Ἰακώβ δυνατός καί ἄξιος νά δεῖ τόν Θεό.
ἐν ᾧ δόλος οὐκ ἔστι: Δόλος (δελεάζω, δέλεαρ) εἶναι τό δόλωμα μέ τό ὁποῖο πιάνουν τά ψάρια καί κάθε παγίδα μέ τήν ὁποία ζητᾶ κανείς νά ἐξαπατήσει τόν ἄλλο. Ὅταν ἄλλο ἔχεις στήν καρδιά καί ἄλλο στά χείλη, αὐτό εἶναι δόλος.
1,49. Λέγει αὐτῷ Ναθαναήλ· πόθεν με γινώσκεις; ἀπεκρίθη ᾿Ιησοῦς καί εἶπεν αὐτῷ· πρό τοῦ σε Φίλιππον φωνῆσαι, ὄντα ὑπό τήν συκῆν εἶδόν σε.
πόθεν με γινώσκεις;: Ὁ Ναθανήλ δέν κολακεύθηκε ἀπό τόν ἐπαινετικό λόγο τοῦ Κυρίου, ἀλλά ζητᾶ νά μάθει ἀπό ποῦ τόν ξέρει.
πρό τοῦ σε Φίλιππον φωνῆσαι ὄντα ὑπό τήν συκῆν εἶδόν σε: Ἡ ἔκφραση «ὑπό τήν συκῆν» ἀναφέρεται πρώτη φορά στόν προφήτη Ζαχαρία (Ζα 3,10) καί ἀργότερα τή χρησιμοποιοῦσαν οἱ ραββῖνοι ὡς μία παροιμιώδη ἔκφραση πού σημαίνει μελετῶ τήν ἁγία Γραφή. Ἐπειδή στήν Παλαιστίνη, ὅπου καίει πολύ ὁ ἥλιος, οἱ ἄνθρωποι ὅταν ἤθελαν νά μελετήσουν τήν ἁγία Γραφή ζητοῦσαν μιά σκιά καί συνήθως κάθονταν κάτω ἀπό κάποια συκιά, ἡ ὁποία δίνει καλή σκιά, ἔμεινε ἡ ἔκφραση παροιμιώδης. Ἔχουμε καί στή σημερινή γλῶσσα τέτοιες ἐκφράσεις· π.χ. λέμε «αὐτός εἶναι καβάλα στ΄ ἄλογο», ὅταν θέλουμε νά ποῦμε γιά κάποιον ὅτι πᾶνε καλά οἱ δουλειές του.
1,50. Ἀπεκρίθη Ναθαναήλ καί λέγει αὐτῷ· ῥαββί, σύ εἶ ὁ υἱός τοῦ Θεοῦ, σύ εἶ ὁ βασιλεύς τοῦ ᾿Ισραήλ.
Ραββί, σύ εἶ … Ἰσραήλ: Ὁ Ναθαναήλ βλέπει ὅτι ἡ ἀπάντηση τοῦ Κυρίου δέν εἶναι ἀνθρώπινη. Καταλαβαίνει ὅτι ἔχει μπροστά του ἕναν καρδιογνώστη. Γι’ αὐτό ἀφήνει κατά μέρος τίς ἀντιρρήσεις καί ὁμολογεῖ τόν Ἰησοῦ Μεσσία.
ὁ υἱός τοῦ Θεοῦ: Τήν ὁμολογία αὐτή τοῦ Ναθαναήλ δέν μποροῦμε νά τή θεωρήσουμε ὡς ὁμολογία τῆς θεότητος τοῦ Κυρίου, ὅπως ἦταν ἡ ὁμολογία τοῦ Πέτρου (Μθ 16,16-17). Ὁ Ναθαναήλ ἐκφράζει τήν πίστη τῶν συγχρόνων του Ἰσραηλιτῶν ὅτι ὁ Μεσσίας, ὁ βασιλιάς τοῦ Ἰσραήλ, θά εἶναι ἀγαπητός καί οἰκεῖος στόν Θεό. Μ’ αὐτή τήν ἔννοια τόν ὀνομάζει υἱό τοῦ Θεοῦ.
1,51. Ἀπεκρίθη ᾿Ιησοῦς καί εἶπεν αὐτῷ· ὅτι εἶπόν σοι, εἶδόν σε ὑποκάτω τῆς συκῆς, πιστεύεις; μείζω τούτων ὄψει.
Τά λόγια αὐτά τοῦ Κυρίου εἶναι ἕνα εὐγενικό ἀστεῖο πρός τόν Ναθαναήλ.
1,52. Καί λέγει αὐτῷ· ἀμήν ἀμήν λέγω ὑμῖν, ἀπ᾿ ἄρτι ὄψεσθε τόν οὐρανόν ἀνεῳγότα, καί τούς ἀγγέλους τοῦ Θεοῦ ἀναβαίνοντας καί καταβαίνοντας ἐπί τόν υἱόν τοῦ ἀνθρώπου.
ἀμήν: Εἶναι ἑβραϊκή λέξη. Στήν ἀρχή προτάσεως σημαίνει «ναί, ἀλήθεια». Στό τέλος, «γένοιτο, εἴθε». Οἱ ἄλλοι εὐαγγελιστές χρησιμοποιοῦν τό «ἀμήν» ἁπλό. Ὁ εὐαγγελιστής Ἰωάννης τό χρησιμοποιεῖ, ὅπως ἐδῶ, διπλό. Ὁ Κύριος λέει τό «ἀμήν ἀμήν» ὅταν πρόκειται νά κάνει μία βαρυσήμαντη δήλωση. Κι ἐδῶ, τά λόγια του, εἶναι προφητικά.
ἀπ’ ἄρτι ὄψεσθε τόν οὐρανόν ἀνεῳγότα: Ἡ εἰκόνα θυμίζει τό ὅραμα τοῦ Ἰακώβ (Γέ 28, 12-13). Ὁ οὐρανός ἄνοιξε ἤδη, γιατί κατέβηκε ἀπ’ αὐτόν ὁ υἱός τοῦ Θεοῦ.
καί τούς ἀγγέλους… ἀνθρώπου: Οἱ ἄγγελοι κατέβηκαν στή γέννηση τοῦ Ἰησοῦ, στήν Ἀνάσταση, στήν Ἀνάληψή του.
Πίστις καί ἔρευνα: Ἡ περικοπή μας εἶναι μία τρανταχτή καί ἀδιάψευστη ἀπάντηση σ' ἐκείνους πού βλέπουν τήν πίστη σάν ἕνα ταμπού καί ἰσχυρίζονται ὅτι τό εὐαγγέλιο λέει «πίστευε καί μή ἐρεύνα». Αὐτό εἶναι ἕνα μεγάλο ψέμα. Τό εὐαγγέλιο δέν φοβᾶται καθόλου τήν ἔρευνα. Ἀντίθετα, μάλιστα, τήν ἐπιζητεῖ. Ὄχι μόνο μποροῦμε ἀλλά καί πρέπει νά ἐρευνήσουμε γιά νά μάθουμε γιά τόν Χριστό, γιά τήν πίστη μας. Χρειάζεται ὅμως προσοχή, ποῦ θά ἐρευνήσουμε. Ὅπως γιά κάθε θέμα ἀπευθυνόμαστε στόν εἰδικό, ἔτσι καί γιά τό θέμα τῆς πίστεως θά ἀπευθυνθοῦμε στόν εἰδικό, δηλαδή στό εὐαγγέλιο καί τήν Ἐκκλησία. Ὅπως γιά ἕνα μαθηματικό πρόβλημα θά ρωτήσουμε τόν μαθηματικό, γιά ἕνα θέμα ὑγείας θά ἀπευθυνθοῦμε στόν εἰδικό γιατρό κτλ., ἔτσι γιά θέματα πού ἔχουν σχέση μέ τόν Θεό, τήν ψυχή μας, τήν αἰωνιότητα, εἴμαστε ὑποχρεωμένοι νά ἐρευνήσουμε καί νά μελετήσουμε τήν ἁγία Γραφή καί νά ζητήσουμε τίς πληροφορίες πού θέλουμε ἀπό τήν Ἐκκλησία. Εἶναι ἄτιμο καί ἐγκληματικό γιά τόν ἑαυτό μας, γιά θέματα πίστεως νά καταφεύγουμε σέ ἀνθρώπους ἄπιστους, πού δέν ἔχουν καμία πνευματική γεύση.
Ὁ Φίλιππος καί ὁ Ναθαναήλ μελετοῦσαν τήν Π. Διαθήκη, ἤξεραν τόν Μωυσῆ καί τούς προφῆτες, πού μιλοῦσαν γιά τόν Μεσσία, κι ἔτσι τόν ἀναγνώρισαν ὅταν τόν εἶδαν. Καί οἱ κάτοικοι τῆς Βεροίας, ὅπως μᾶς πληροφοροῦν οἱ Πράξεις τῶν Ἀποστόλων, εἶχαν ὅλο τό δικαίωμα νά ἐρευνοῦν καί νά κρίνουν τή διδασκαλία τοῦ ἀποστόλου Παύλου· «τό καθ’ ἡμέραν ἀνακρίνοντες τάς γραφάς εἰ ἔχοι ταῦτα οὕτως» (Πρξ 17,11).
Σ’ ἐκείνους πού μέ εἰλικρινῆ καί ἄδολη διάθεση ἐρευνοῦν, ἀποκαλύπτεται ὁ Θεός, ἀφοῦ ὁ ἴδιος ὑποσχέθηκε· «ζητεῖτε, καί εὑρήσετε… πᾶς γάρ ὁ αἰτῶν λαμβάνει καί ὁ ζητῶν εὑρίσκει» (Μθ 7,7· 8). Κι ἄν ὁ μεγάλος μαθηματικός Ἀρχιμήδης, ὅταν ἀνακάλυψε ἕνα φυσικό νόμο βγῆκε ἔξω συνεπαρμένος ἀπό χαρά καί φώναζε «εὕρηκα, εὕρηκα», πόση χαρά καί ἀγαλλίαση γεμίζουν οἱ καρδιές ἐκείνων πού μετά ἀπό ἔρευνα καί μελέτη εὑρίσκουν ὄχι ἕνα νόμο τῆς φυσικῆς, ἀλλά αὐτόν τόν Δημιουργό καί Νομοθέτη τοῦ σύμπαντος, εὑρίσκουν τόν Χριστό.
Εἶναι ὡραῖο πρᾶγμα συχνά νά ἀποσπώμαστε ἀπό τίς διάφορες φροντίδες καί ἔννοιες καί νά βυθιζόμαστε στή μελέτη τῆς ἁγίας Γραφῆς, νά ἔχουμε ἐνδιαφέροντα πνευματικά. Τότε, κάθε φορά περισσότερο θά ξεκαθαρίζονται τά πράγματα μέσα μας, κάθε φορά λαμπρότερη θά γίνεται ἡ πίστη μας καί καθαρώτερα θά ἀτενίζουμε τή μορφή τοῦ Κυρίου μας, γιατί ἡ ἔρευνα, ἡ τίμια καί εἰλικρινής ἔρευνα, πού γίνεται σέ σωστές πηγές, ἔχει πάντοτε καλά ἀποτελέσματα, ἐνισχύει καί φρεσκάρει τήν πίστη μας.
Ἡ σωτήρια δοκιμή: Αὐτό πού κρατᾶ τούς περισσότερους ἀνθρώπους μακριά ἀπό τόν Θεό καί τήν πίστη, εἶναι ἡ προκατάληψη. Ἔχουν μία ἐσφαλμένη ἰδέα γιά τά πνευματικά θέματα καί ἐπιμένουν σ’ αὐτή, χωρίς νά ζητήσουν νά μάθουν τήν πραγματικότητα. Γεμάτος ἀπορία -ἴσως καί μέ κάποια περιφρόνηση- ὁ Ναθαναήλ εἶπε στόν Φίλιππο· «ἐκ Ναζαρέτ δύναταί τι ἀγαθόν εἶναι;». Καί ὁ Φίλιππος δέν κάθισε νά τοῦ κάνει διδασκαλία, νά τοῦ ἀναπτύξει θεωρίες. Πολύ ἁπλά τόν προσκάλεσε· «ἔρχου καί ἴδε». Ὁ κόσμος μας καταρρέει πρός τό ψέμα καί τή συκοφαντία. Μέ καχυποψία καί προκατάληψη ἀντιμετωπίζει κάθε πρόσκληση. Ἀλλά ὁ Χριστός, τό εὐαγγέλιό του, δέν φοβᾶται τήν ἔρευνα. Προσκαλεῖ καί προκαλεῖ γιά μία δοκιμή. Ἀμφιβάλλεις; Θέλεις νά μάθεις τήν ἀλήθεια; Ἔλα, δοκίμασε καί θά δεῖς. Δέν ἔχει μυστικά καί ἀπόκρυφα πράγματα ἡ πίστη μας. Ὅ,τι λέει τό ἐπιβεβαιώνει καί τό ἀποδεικνύει μέ τή δοκιμή. Ὑπάρχουν βέβαια στήν πίστη μας καί πράγματα μελλούμενα, ὅπως ἡ μέλλουσα κρίση, ὁ παράδεισος, κτλ. Ἀλλά καί γι’ αὐτά ἔχουμε μία ἐμπειρία μέ ὅσα ζοῦμε τώρα. Εἶναι τέτοια ἡ προκαταβολή, τό καπάρο πού δίνει ὁ Χριστός γιά τά μέλλοντα, ὥστε μᾶς ὑποχρεώνει νά πιστέψουμε. Ἀντί νά ἀμφιβάλλουμε καί νά ταλαιπωρούμαστε πνευματικά μέσα στίς ὑποψίες, εἶναι συμφέρον μας νά δοκιμάσουμε προσωπικά αὐτά πού ὑπόσχεται ὁ Θεός καί νά δοῦμε ἀπό τήν πεῖρα μας ἄν καί πόσο εἶναι ἀληθινά. Πολλοί ὁμολογοῦν ὅτι εἶδαν ἐντελῶς καινούργια τήν πίστη καί ἀναγνώρισαν τόν Χριστό διαφορετικό, ὅταν θέλησαν νά παραμερίσουν τήν προκατάληψη καί νά κάνουν μία εἰλικρινῆ δοκιμή καί ἐφαρμογή αὐτῶν πού ὑπόσχεται ὁ Χριστός.
Ἡ εἰλικρίνεια ἀπαραίτητη προϋπόθεση γιά νά πιστέψουμε: Εἶναι πολύ φυσική καί λογική ἡ ἀπορία: Ἀφοῦ ὁ Χριστός δέν καταπιέζει καί δέν ἐξαναγκάζει κανένα, ἀλλά μᾶς καλεῖ ἐλεύθερα νά δοκιμάσουμε, γιατί οἱ ἄνθρωποι ἀρνοῦνται νά τόν πλησιάσουν καί νά σχηματίσουν μία προσωπική γνώμη, μέ τήν ἐμπειρία πού τούς χαρίζει; Ἡ ἀπάντηση εἶναι ὅτι οἱ ἄνθρωποι φοβοῦνται τήν ἀλήθεια. Δέν εἶναι εἰλικρινεῖς οὔτε μέ τόν ἴδιο τόν ἑαυτό τους. Ἡ πίστη στόν Χριστό ἔχει συνέπειες στή ζωή μας καί αὐτές τίς συνέπειες φοβοῦνται. Γι' αὐτό περιορίζονται μόνο στά λόγια, σέ μερικές ἐξωτερικές ἐνέργειες χωρίς ἐσωτερική συμμετοχή. Ὅσοι εἶναι εἰλικρινεῖς καί τίμιοι ὁμολογοῦν ὅτι πράγματι δέν ὑπάρχει καμία δυσκολία γιά νά πιστέψουν. Ἡ δυσκολία βρίσκεται στή μετάνοια. Δέν ὑπάρχουν ἐπιχειρήματα πού νά χτυποῦν τή θεότητα τοῦ Χριστοῦ, τήν ἀλήθεια τοῦ εὐαγγελίου. Ὅσοι ἀρνοῦνται νά πιστέψουν, δέν εἶναι γιατί δέν τούς πείθει τό εὐαγγέλιο, ἀλλά γιατί τούς δυσκολεύει στήν ἐφαρμογή του. Εἶναι πολύ εὔκολο νά πιστέψεις, ἄν εἶσαι ἕτοιμος νά ἀρνηθεῖς τόν παλιό ἑαυτό του, νά κόψεις τούς δεσμούς μέ τήν ἁμαρτία. Τήν πίστη μᾶς τή χαρίζει ὁ Θεός καί μᾶς δίνει γι’ αὐτήν ὅσες ἀποδείξεις χρειαζόμαστε. Γιά νά τή ζήσουμε ὅμως εἶναι ἀνάγκη νά μετανοήσουμε. Ὅσο μετανοοῦμε, τόσο καθαρώτερη γίνεται ἡ πίστη μας καί ὅσο προχωροῦμε στήν πίστη, τόσο πιό ἔντονη νιώθουμε τήν ἀνάγκη νά μετανοήσουμε.
Λέξεις:
14. ἐάν ἀφῆτε τοῖς ἀνθρώποις = ἄν συγχωρᾶτε στούς ἀνθρώπους ἀφήσει καί ὑμῖν = θά συγχωρήσει καί σέ σᾶς 16. σκυθρωποί = κατσούφηδες ἀφανίζουσι = ἀφήνουν ἄπλυτα, ἀκάθαρτα ἀπέχουσι τόν μισθόν αὐτῶν = παίρνουν ὅλο τό μισθό τους 17. ἄλειψαί σου τήν κεφαλήν = σαπούνισε τό κεφάλι σου 18. ὅπως μή φανῇς τοῖς ἀνθρώποις νηστεύων = γιά νά μή φανεῖς, νά μή σέ πάρουν εἴδηση οἱ ἄνθρωποι ὅτι νηστεύεις ἀλλά τῷ πατρί σου τῷ ἐν τῷ κρυπτῷ = ἀλλά στόν πατέρα σου πού εἶναι ἀόρατος 19. θησαυρός = ἀποθήκη, χῶρος ὅπου βάζει κανείς τά χρήματα ἤ τά ἀγαθά του, κιβώτιο. μή θησαυρίζετε = μή γεμίζετε θησαυρούς μέ χρήματα καί ἀγαθά σής = σκόρος βρῶσις = διάβρωση, σκουριά κλέπται = διαρρῆκτες διορύσσουσι = σκάβουν, ἀνοίγουν τρύπα στόν τοῖχο, κάνουν διάρρηξη 20. ἀφανίζει = ἐξαφανίζει.
Ἱστορικά - Πραγματολογικά - Ἑρμηνευτικά 6,14. ᾿Εάν γάρ ἀφῆτε τοῖς ἀνθρώποις τά παραπτώματα αὐτῶν, ἀφήσει καί ὑμῖν ὁ πατήρ ὑμῶν ὁ οὐράνιος. 6,15. Ἐάν δέ μή ἀφῆτε τοῖς ἀνθρώποις τά παραπτώματα αὐτῶν, οὐδέ ὁ πατήρ ὑμῶν ἀφήσει τά παραπτώματα ὑμῶν. 6,16. ῞Οταν δέ νηστεύητε, μή γίνεσθε ὥσπερ οἱ ὑποκριταί σκυθρωποί· ἀφανίζουσι γάρ τά πρόσωπα αὐτῶν ὅπως φανῶσι τοῖς ἀνθρώποις νηστεύοντες· ἀμήν λέγω ὑμῖν ὅτι ἀπέχουσι τόν μισθόν αὐτῶν. 6,17. Σύ δέ νηστεύων ἄλειψαί σου τήν κεφαλήν καί τό πρόσωπόν σου νίψαι. ἄλειψαί σου τήν κεφαλήν: 6,18. Ὅπως μή φανῇς τοῖς ἀνθρώποις νηστεύων, ἀλλά τῷ πατρί σου τῷ ἐν τῷ κρυπτῷ, καί ὁ πατήρ σου ὁ βλέπων ἐν τῷ κρυπτῷ ἀποδώσει σοι ἐν τῷ φανερῷ. 6,19-21. Μή θησαυρίζετε ὑμῖν θησαυρούς ἐπί τῆς γῆς, ὅπου σής καί βρῶσις ἀφανίζει, καί ὅπου κλέπται διορύσσουσι καί κλέπτουσι· θησαυρίζετε δέ ὑμῖν θησαυρούς ἐν οὐρανῷ, ὅπου οὔτε σής οὔτε βρῶσις ἀφανίζει, καί ὅπου κλέπται οὐ διορύσσουσιν οὐδέ κλέπτουσιν· ὅπου γάρ ἐστιν ὁ θησαυρός ὑμῶν, ἐκεῖ ἔσται καί ἡ καρδία ὑμῶν. Τά κυριώτερα νοήματα
1. Ἡ συγχωρητικότητα: Τό μεγαλύτερο κακό, τό βαρύτερο φορτίο πού μᾶς πιέζει εἶναι ἡ ἁμαρτία. Ὅλοι νιώθουμε τήν ἀνάγκη νά ἀπαλλαγοῦμε ἀπό αὐτήν, νά λυτρωθοῦμε. Τή λύτρωση ἀπό τήν ἁμαρτία τή χαρίζει μόνο ὁ Χριστός. Μόνο ἕνας τρόπος ὑπάρχει γιά νά ἐξαλείψουμε τόν λεκέ τῆς ἁμαρτίας. Τό αἷμα τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ. Ὅταν μετανοημένοι καί ἀποφασισμένοι διακόψουμε τίς σχέσεις μέ τήν ἁμαρτία, πλησιάσουμε τόν Χριστό, μᾶς συγχωρεῖ καί μᾶς ἐλευθερώνει. Ἀλλά γιά νά μᾶς συγχωρήσει ὁ Θεός, ζητᾶ ἀπό μᾶς ἕνα ἀντάλλαγμα: Νά συγχωρήσουμε καί μεῖς αὐτούς πού μᾶς ἔβλαψαν. Ὁ ὅρος αὐτός τοῦ Κυρίου μᾶς φαίνεται σκληρός. Ὁ ἑαυτός μας ἐπαναστατεῖ. Θέλει νά ἐκδικηθεῖ. Δέν θέλει νά συγχωρήσει. Κι ὅμως ὁ λόγος τοῦ Κυρίου εἶναι κατηγορηματικός. Ἄν δέν συγχωρέσεις, δέν θά συγχωρεθεῖς. Ὅταν σκεφθοῦμε ποιός εἶναι αὐτός πού μᾶς λέει νά συγχωρήσουμε, τότε παραμερίζονται τά ἐμπόδια. Ἄν μᾶς πληγώνει ἡ κακία τῶν ἀνθρώπων, ἄν μᾶς ματώνει ἡ ἀδικία τους, ὁ πόνος μας αὐτός δέν εἶναι ἄγνωστος στόν Χριστό. Πρίν ἀπό μᾶς πόνεσε καί χτυπήθηκε αὐτός ἀπό τήν κακία τῶν ἀνθρώπων. Ὑπέφερε ὅσο κανείς πάνω στόν κόσμο. Ἦταν ἀθῶος καί τόν κατηγόρησαν μέ τίς πιό φρικτές κατηγορίες. Εὐεργέτησε τόν κόσμο καί ὁ κόσμος τόν σταύρωσε. Κι ἐνῶ αὐτός μποροῦσε μ’ ἕνα του νεῦμα νά διαλύσει τούς ἐχθρούς του, νά τούς κάνει σκόνη, τά ὑπέμεινε ὅλα καί προσευχήθηκε γιά τούς σταυρωτές του. Αὐτό ζητᾶ κι ἀπό μᾶς. Σάν γνήσια παιδιά του νά τόν μιμηθοῦμε. Νά συγχωροῦμε τούς ἐχθρούς μας. Ὅποιο κακό κι ἄν μᾶς ἔκαναν οἱ ἄνθρωποι δέν μᾶς βασάνισαν καί σάν τόν Χριστό. Κι ἔπειτα, ἄν συγκρίνουμε τά σφάλματα τῶν ἄλλων μέ τίς δικές μας ἁμαρτίες, πού πικραίνουν τόν Χριστό, θά δοῦμε ὅτι οἱ δεύτερες εἶναι ἀσύγκριτα περισσότερες καί φοβερώτερες. Εἶναι ἑπομένως μία συμφέρουσα συναλλαγή: Νά συγχωρέσουμε τούς ἐχθρούς μας γιά νά μᾶς συγχωρέσει ὁ Θεός. 2. Ἡ νηστεία: Στήν καταναλωτική κοινωνία μας τό κήρυγμα τῆς νηστείας δέν βρίσκει ἀνταπόκριση. Τό περιφρονοῦν ἤ τό πολεμοῦν οἱ ἄνθρωποι. Οἱ κυριώτερες κατηγορίες πού ἀκοῦμε κατά τῆς νηστείας εἶναι δύο: α) Δέν εἶναι ἐντολή τοῦ Θεοῦ. β) Βλάπτει τήν ὑγεία καί φθείρει τό σῶμα μας. Γιά τό πρῶτο ἔχουμε νά ποῦμε ὅτι παρόλο πού δέν περιέχεται στόν Δεκάλογο ἡ ἐντολή τῆς νηστείας, εἶναι ἐντολή τοῦ Θεοῦ καί μάλιστα ἡ πρώτη, πού δόθηκε στόν ἄνθρωπο μέσα στόν παράδεισο (βλ. Γέ 2,16-17). Γι' αὐτό ἡ νηστεία ἦταν ἀπό παλιά γνωστή ὄχι μόνο στούς Ἑβραίους ἀλλά καί σ’ ἄλλους λαούς. Καί ἡ Ἁγία Γραφή μιλᾶ γιά νηστεία ἐθνικῶν (π.χ. Νινευΐτες, Κορνήλιος). Ὁ Χριστός δέν ὁρίζει βέβαια καμία νηστεία, ἐπικυρώνει ὅμως μέ τό παράδειγμά του τόν θεσμό τῆς νηστείας, ἀφοῦ καί ὁ ἴδιος νήστεψε 40 μέρες (βλ. Μθ 4,2· Λκ 4,2), ὅπως νήστεψαν καί οἱ μεγάλοι ἄνδρες τῆς Π. Διαθήκης, Μωυσῆς (Ἔξ 34, 28), Δαυΐδ (Β’ Βα 12,7), Ἠλίας (Γ΄ Βα 19,8). Ἐπίσης στή ζωή τῶν ἀποστόλων συχνά γίνεται λόγος γιά νηστεία (Πρξ 27,9· 13,2· Α΄Κο 7,5· Β΄Κο 11,27). Ἑπομένως δέν μποροῦμε νά καταπατοῦμε τόν θεσμό τῆς νηστείας μέ τή δικαιολογία ὅτι δέν τήν ὅρισε ὁ Θεός. Στή δεύτερη κατηγορία, ὅτι ἡ νηστεία ἀδυνατίζει καί βλάπτει τό σῶμα, ἔχουμε νά ἀπαντήσουμε ὅτι ἡ νηστεία, ὅταν γίνεται σωστά, ξεκουράζει καί ἀποτοξινώνει τόν ὀργανισμό. Δέν ἐξασθενεῖ τίς σωματικές δυνάμεις. Παραδείγματα: ὁ Μωυσῆς, μετά 40θήμερη νηστεία κατέβηκε ἀπό τό Σινά δυνατός καί συνέτριψε τόν χρυσό μόσχο (Ἐξ 32,20). Ὁ Ἠλίας νηστεύοντας περπάτησε 40 μερόνυχτα (Γ’ Βα 19,8). Οἱ τρεῖς παῖδες παρόλο πού νήστευαν στή Βαβυλώνα, ἦταν λαμπρότεροι καί ὀμορφότεροι τῶν ἄλλων πού τρέφονταν μέ πλούσια φαγητά (Δα 1,15). Ὅποιος μέ θερμή πίστη στόν Θεό ἀρχίζει τόν ἀγώνα τῆς νηστείας, δέν πρόκειται νά πάθει κακό ἀπό τή νηστεία. Ἐξάλλου, καί ἐκεῖνοι πού ἔχουν προβλήματα ὑγείας μποροῦν νά νηστεύουν λιγώτερο ἤ καί καθόλου. Κανείς ὅμως δέν ἔχει δικαίωμα νά περιφρονεῖ ἤ νά κατηγορεῖ τόν θεσμό τῆς νηστείας. Ἡ νηστεία ἔχει περιεχόμενο πολύ βαθύ. Δέν περιορίζεται μόνο στή χύτρα. Δέν εἶναι μία ἀρετή ἀνεξάρτητη, ἀλλά ἔχει ἀξία ὅταν συνδυάζεται μέ ἄλλες ἀρετές. Ὁ Μ. Ἀθανάσιος λέει· Μή νομίσεις, ὅτι ἡ νηστεία εἶναι μία ἁπλή πράξη. Διότι ἔργο ἀρετῆς κατόρθωσε ὄχι αὐτός πού νηστεύει ἀπό φαγητά, ἀλλά αὐτός πού ἀπέχει ἀπό κάθε πονηρό πρᾶγμα. Ἄν δηλαδή νηστεύεις, ἀλλά δέν φυλάξεις τό στόμα σου ἀπό λόγια πονηρά ἤ ἀπό ὀξυχολία ἤ ἀπό ψεῦδος ἤ ἀπό ἐπιορκία ἤ ἀπό κατάκριση τοῦ πλησίον σου, ἄν αὐτά βγοῦν ἀπό τό στόμα αὐτοῦ πού νηστεύει, τίποτε δέν τόν ὠφέλησε ἡ νηστεία, ἀλλά ἔχασε ὅλο τόν κόπο του. Καί ὁ Μ. Βασίλειος λέει· ἡ νηστεία εἶναι ἀρχή μετανοίας. Δέν εἶναι ἀρκετή μόνη της ἡ ἀποχή ἀπό τροφές γιά νά κάνει ἀξιέπαινη τή νηστεία, ἀλλά νά νηστεύσουμε νηστεία δεκτή, εὐάρεστη στόν Θεό. Ἀληθινή νηστεία εἶναι ἡ ἀποξένωση ἀπό τό κακό, ἡ ἐγκράτεια τῆς γλώσσας, ἡ ἀποχή ἀπό τόν θυμό, ὁ χωρισμός ἀπό ἐπιθυμίες, ἀπό καταλαλιά, ψεῦδος, ἐπιορκεία. Ἡ στέρηση αὐτῶν εἶναι ἀληθινή νηστεία. Ἡ νηστεία πρέπει νά συνδέεται μέ τήν προσευχή καί τήν ἐλεημοσύνη. Ἕνας ἀρχαῖος διδάσκαλος λέει· νηστεύσωμεν ἵνα ἐλεήσωμεν. Ὅταν ἡ νηστεία μας συνοδεύεται μέ τίς ἄλλες ἀρετές, τότε δαμάζει τά πάθη τῆς σαρκός, ἀνεβάζει τόν νοῦ στόν οὐρανό, ἔχει τή δύναμη ἀκόμη καί τήν ἀγανάκτηση τοῦ Θεοῦ νά μεταβάλλει σέ ἔλεος ὅπως ἔγινε στήν περίπτωση τῶν Νινευϊτῶν. 3. Τά κακά τοῦ πλουτισμοῦ: Ὁ πλοῦτος δέν εἶναι κακό πρᾶγμα. Γίνεται καλός ἤ κακός ἀνάλογα μέ τό πῶς θά τόν χρησιμοποιήσουμε. Στήν περικοπή μας ὁ Κύριος συμβουλεύει νά μή μαζεύουμε ἀγαθά καί πλούτη στή γῆ γιά δύο λόγους: α) Ὁ πλουτισμός παρέχει ἀνασφάλεια. Ἄλλοτε οἱ φυσικές καταστροφές (ναυάγιο, πυρκαϊά, σαπίλα) κι ἄλλοτε ἡ ἀνθρώπινη μοχθηρία (κλοπή, κατάχρηση, πόλεμος, οἰκονομική κρίση) γίνονται αἰτία νά χάσουμε τούς θησαυρούς μας. β) Ὁ πλουτισμός χαλάει τόν ἄνθρωπο. Τόν κάνει νά παραμελεῖ τά πάντα καί νά ἔχει τόν νοῦ του προσκολλημένο συνεχῶς στό κεφάλαιο, στήν ἐπιχείρηση, στό κέρδος. Κι ὅμως, ὁ νοῦς καί ἡ καρδιά μας εἶναι πλασμένα γιά τόν Θεό καί μόνο κοντά του ἀναπαύονται. Γιά νά βοηθήσουμε τόν ἑαυτό μας νά στραφεῖ περισσότερο στόν Θεό, ὁ Κύριος συμβουλεύει νά ἀποθηκεύουμε τά ἀγαθά μας ὄχι στή γῆ, ἀλλά στόν οὐρανό, μέ τήν ἐλεημοσύνη. Στεργίου Σάκκου, Εὐαγγελικές περικοπές
(Βοήθημα γιά κυκλάρχες) |