Super User

Super User

Παρασκευή, 01 Μάρτιος 2024 02:00

Κυριακή Ἀσώτου Λκ 15,11-32

asotos  Τήν δύναμη τῆς μετανοίας καί τό μέγεθος τῆς θείας φιλανθρωπίας τονίζει καί ἡ τρίτη παραβολή, πού ἐπικράτησε νά ὀνομάζεται «παραβολή τοῦ ἀσώτου», ἄν καί εἶναι ἴσως πιό ἐπιτυχημένος ὁ τίτλος «παραβολή τοῦ εὔσπλαγχνου πατέρα», διότι μέ τρόπο μοναδικό «δημοσιεύει τὴν ἀνυπέρβλητον εὐσπλαγχνίαν καὶ ἀνείκαστον φιλοστοργίαν τοῦ οὐρανίου πατρός». Κατά τόν ἅγιο Κύριλλο ὁ ᾿Ιησοῦς θεώρησε ἀναγκαῖο νά διηγηθεῖ αὐτή τήν παραβολή εἰδικά γιά τούς φαρισαίους καί τούς ἄλλους κατηγόρους του, ὥστε νά τούς διδάξει τήν φιλαδελφία.
 ῾Η παραβολή τοῦ ἀσώτου ἀποτελεῖ «τό μαργαριτάρι τῶν παραβολῶν», ἕναν πραγματικό θησαυρό σοφίας, εὐσπλαγχνίας, ἀγάπης καί τρυφερότητος. Καί μόνον αὐτή ἀρκεῖ γιά νά πιστοποιήσει ὅτι στόν ᾿Ιησοῦ Χριστό «κατοικεῖ πᾶν τὸ πλήρωμα τῆς θεότητος σωματικῶς» (Κλ 2,9). Δικαιολογημένα χαρακτηρίσθηκε «τό Εὐαγγέλιο τοῦ Εὐαγγελίου». Μέ ἕναν ἄφθαστο συνδυασμό δυνάμεως νοημάτων καί λιτότητος λόγου, μέσα στούς εἰκοσιδύο στίχους της δίδεται ἡ ἐπιτομή τοῦ Εὐαγγελίου, καθώς παρουσιάζεται μέ τρόπο μοναδικό, συνοπτικά, παραστατικά καί συνταρακτικά τό δράμα τοῦ ἀποστάτη ἀνθρώπου, τοῦ κάθε ἁμαρτωλοῦ, ἄρα τοῦ καθενός ἀπό ἐμᾶς, γενικά τῆς ἀνθρωπότητος ὅλης. Συγχρόνως ὅμως προσφέρεται καί ἡ λύση αὐτοῦ τοῦ δράματος. Εἶναι τό ἀποτέλεσμα τῆς συνεργασίας τοῦ μετανοοῦντος ἁμαρτωλοῦ μέ τήν ἀγάπη τοῦ πολυεύσπλαγχνου Θεοῦ. ᾿Επιγραμματικά θά λέγαμε ὅτι στήν περιπέτεια τοῦ ἀσώτου διακρίνονται οἱ ἑξῆς τέσσερις σταθμοί· ἀποστασία - καταστροφή, ἐπιστροφή - σωτηρία.
 Γράφτηκε χαρακτηριστικά· «Βάλτε ἀπό τό ἕνα μέρος τῆς πλάστιγγας ὅλα ὅσα ὁ Κομφούκιος, ὁ Βούδδας, ὁ Ζωροάστρης, καί ὁ Σωκράτης ἔγραψαν ἤ εἶπαν, βάλτε ἀπό τό ἄλλο μέρος μόνη τήν παραβολή τοῦ ἀσώτου, καί θά δεῖτε ποῦ θά βαρύνει ἡ πλάστιγγα. ῾Η παραβολή αὐτή εἶναι ἡ θεία προσαρμογή στίς ἀνάγκες τοῦ ἀνθρώπου». Διακεκριμένος κριτικός τῆς λογοτεχνίας συγκρίνοντας τήν παραβολή μέ τά ἀριστουργήματα τῆς ἀρχαίας ἑλληνικῆς γραμματείας καταλήγει στό συμπέρασμα· «᾿Από λογοτεχνικῆς ὑπεροχῆς αὐτή ἡ ἀφήγηση εἶναι ἀνυπέρβλητη. Τίποτε πιό ἁπλό, πιό ἀληθινό, πιό ρωμαλέο δέν θά μποροῦσε νά βρεθεῖ μεταξύ τῶν πιό διάσημων κομματιῶν τῆς ἑλληνικῆς κλασικῆς λογοτεχνίας. Πρόκειται γιά μία συγκλονιστική τραγωδία συμφιλίωσης».
 ῾Η παραβολή ἀπαρτίζεται ἀπό δύο μέρη. Τό πρῶτο (στ. 11-24) παρουσιάζει τόν ἄσωτο υἱό καί τήν ἐπιστροφή του στίς ἑξῆς πέντε σκηνές·
 α) ᾿Αναχώρηση ἀπό τό πατρικό σπίτι - ἁμαρτία (στ. 11-13)
 β) ᾿Αθλιότης - τιμωρία (στ. 14-16) 
 γ) Μετάνοια (στ. 17-19)
 δ) ᾿Επιστροφή στό σπίτι τοῦ πατέρα (στ. 20-21)
 ε) ᾿Αποκατάσταση - συγχώρηση καί δικαίωση (στ. 22-24).
 Τό δεύτερο μέρος τῆς παραβολῆς ἀναφέρεται στόν πρεσβύτερο υἱό, πού ἀποδείχθηκε γογγυστής (στ. 25-32). Διακρίνονται δύο σκηνές·
 α) ῾Η συζήτηση τοῦ πρεσβυτέρου υἱοῦ μέ τόν δοῦλο (στ. 25-28)
 β) ῾Η συζήτηση μέ τόν πατέρα του (στ. 29-32). 

 

15,11-12. Εἶπε δέ· ἄνθρωπός τις εἶχε δύο υἱούς, καὶ εἶπεν ὁ νεώτερος αὐτῶν τῷ πατρί· πάτερ, δός μοι τὸ ἐπιβάλλον μέρος τῆς οὐσίας. Καὶ διεῖλεν αὐτοῖς τὸν βίον.
 ᾿Από τόν τρόπο μέ τόν ὁποῖο εἰσάγεται ἡ παραβολή, εἶπε δέ, δέν εἶναι δυνατό νά προσδιορισθεῖ ἄν λέχθηκε ἀμέσως μετά τίς δύο προηγούμενες ἤ σέ κάποια ἄλλη περίσταση. Τό βέβαιο εἶναι ὅτι ἀπευθύνεται, ὅπως καί ἐκεῖνες, τόσο στούς ἁμαρτωλούς ὅσο καί στούς γογγυστές φαρισαίους καί γραμματεῖς. ᾿Ακόμη καί ἄν ὁ ᾿Ιησοῦς εἶπε τήν παραβολή σέ διαφορετικό τόπο καί χρόνο, ὁ εὐαγγελιστής Λουκᾶς ὡς συστηματικός ἱστορικός εὔστοχα τήν παραθέτει ἐδῶ, ἀκριβῶς λόγῳ τοῦ κοινοῦ νοήματος.
 ῾Η παραβολή διηγεῖται ὅτι κάποιος ἄνθρωπος εἶχε δύο γιούς. ῾Ο νεώτερος εἶπε στόν πατέρα του· πάτερ, δός μοι τὸ ἐπιβάλλον μέρος τῆς οὐσίας. Ζητᾶ νά τοῦ δοθεῖ τό μερίδιο τῆς πατρικῆς περιουσίας πού τοῦ ἀνήκει. Σύμφωνα μέ τόν νόμο, κάθε πρωτότοκος δικαιοῦνταν διπλό μερίδιο (βλ. Δε 21,17)· ἑπομένως στόν νεώτερο γιό τῆς παραβολῆς ἀνῆκε τό 1/3 τῆς περιουσίας. Συνήθως ὁ πρωτότοκος κληρονομοῦσε τό πατρικό σπίτι καί τούς ἀγρούς. Τά ἄλλα ἀδέλφια ἔπαιρναν σέ χρῆμα τό μερίδιό τους. Μέ αὐτό μποροῦσαν νά ἐμπορευθοῦν, νά ἀγοράσουν δικά τους κτήματα, νά συνάψουν γάμο καί γενικά νά ὀργανώσουν τήν ζωή τους. Εἶχε, λοιπόν, τό δικαίωμα ὁ νεώτερος γιός νά ζητήσει τό μερίδιο τῆς πατρικῆς κληρονομιᾶς. ῞Οπως δείχνει ὅμως ὁ αὐθάδης τρόπος μέ τόν ὁποῖο τό ἀπαιτεῖ καί ἡ σπάταλη διαχείρισή του στήν συνέχεια, δέν ἔκανε καλή χρήση αὐτοῦ τοῦ δικαιώματος.
 ῾Ο πατέρας διεῖλεν αὐτοῖς τὸν βίον, τούς μοίρασε τήν περιουσία του. Μέ μακροθυμία ἀντιμετώπισε τήν θρασύτητα τοῦ γιοῦ του καί, σεβόμενος τό δικαίωμα καί τήν ἐλευθερία του, ἱκανοποίησε τό αἴτημά του. ᾿Αναμφίβολα, θά τόν συμβούλευσε ποιό ἦταν τό συμφέρον του. Δέν θέλησε, ὡστόσο, αὐταρχικά νά τόν ἐμποδίσει ἀπό ὁποιαδήποτε ἐνέργεια. Χρησιμοποιεῖ τήν ἀγωγή τῆς ἐλευθερίας καί ὄχι τήν διαταγή τῆς κυριαρχίας. Καταλάβαινε, ἐξάλλου, ὅτι ὁ γιός του, τυφλωμένος ἀπό τόν ἐγωισμό καί τήν ἔπαρσή του, δέν ἦταν σέ θέση νά ἀποδεχθεῖ καμία πατρική συμβουλή. Τό μόνο πού θά μποροῦσε πλέον νά τόν συνετίσει ἦταν ἡ ἔμπυρη ἐμπειρία. Μέ πόνο, λοιπόν, ὁ πατέρας προχώρησε στήν μοιρασιά τῆς περιουσίας του.

15,13. Καὶ μετ᾿ οὐ πολλὰς ἡμέρας συναγαγὼν ἅπαντα ὁ νεώτερος υἱὸς ἀπεδήμησεν εἰς χώραν μακράν, καὶ ἐκεῖ διεσκόρπισε τὴν οὐσίαν αὐτοῦ ζῶν ἀσώτως.
 
῾Η καλωσύνη τοῦ πατέρα δέν συγκίνησε τόν νέο. ῾Ο οἶστρος γιά ἀνεξαρτησία τόν εἶχε κυριεύσει. Δέν τόν ἄφηνε νά δεῖ πόσο ἀληθινά σεβόταν τήν ἐλευθερία του ἡ πατρική ἀγάπη. Μόλις πῆρε σέ χρῆμα τό μερίδιο τῆς περιουσίας, μετ᾿ οὐ πολλὰς ἡμέρας, πρίν περάσουν πολλές ἡμέρες, διότι δέν ἄντεχε περισσότερο νά περιμένει, συναγαγὼν ἅπαντα, μάζεψε ὅλα του τά ὑπάρχοντα, δίχως νά ἀποκρύψει ὅτι σκόπευε νά μήν ξαναγυρίσει, καί ἀπεδήμησεν εἰς χώραν μακράν, ἔφυγε σέ χώρα μακρινή. ῎Ηθελε τό γρηγορώτερο νά ἀπομακρυνθεῖ ἀπό τήν πατρική ἐπίβλεψη, ὥστε ἀδέσμευτος νά ἀπολαμβάνει τίς ἀθέμιτες ἡδονές πού τόν ἔθελγαν.
 ᾿Ενῶ ὅμως ξεκόπηκε ἀπό τόν πατέρα του κυνηγώντας τήν ἐλευθερία, παρασύρθηκε στήν ἀσυδοσία καί βρέθηκε δέσμιος στά πλοκάμια τῆς ἁμαρτίας. ᾿Επιγραμματικά ἀλλά καί πολύ παραστατικά περιγράφει ἡ εὐαγγελική διήγηση τήν ζωή τοῦ νεώτερου γιοῦ στήν χώρα τῆς ἀποστασίας· διεσκόρπισε τὴν οὐσίαν αὐτοῦ ζῶν ἀσώτως, σκόρπισε ὅλη του τήν περιουσία σέ μία ζωή ἄσωτη, σπατάλησε τά ὑπάρχοντά του καί τά νιάτα του στήν ἀκολασία. ῾Η ἄσωτη, ἡ ἀκόλαστη ζωή του πρόβαλε τήν ἀφροσύνη του καί προσέβαλε τήν ὑπόληψη τοῦ ἀγαθοῦ πατέρα (βλ. Πρμ 28,7· «φυλάσσει νόμον υἱὸς συνετός, ὃς δὲ ποιμαίνει ἀσωτίαν ἀτιμάζει πατέρα»).
 ᾿Εφαρμόζοντας τήν παραβολή στήν πραγματικότητα τῆς χριστιανικῆς ζωῆς ὁ ἅγιος Χρυσόστομος τονίζει· «῞Οταν ἁμαρτάνουμε, φεύγουμε ἀπό τόν Θεό, δραπετεύουμε, ἀπομακρυνόμαστε σέ ξένη γῆ, ὅπως ἐκεῖνος πού κατέφαγε τά ὑπάρχοντα τοῦ πατέρα του φεύγοντας σέ ξένη γῆ, πού κατανάλωσε ὅλη τήν πατρική περιουσία καί ζοῦσε στόν λιμό». Καί ἐξηγεῖ ὁ ἅγιος διδάσκαλος ποιά εἶναι ἡ δική μας περιουσία, τήν ὁποία μᾶς ἐμπιστεύθηκε ὁ Κύριος· «Μᾶς ἀπάλλαξε ἀπό τίς ἁμαρτίες, μᾶς χάρισε δύναμη, ἰσχύ γιά νά ἐργαζόμαστε τήν ἀρετή, μᾶς χάρισε προθυμία, ὑπομονή, μέ τό βάπτισμα μᾶς χάρισε Πνεῦμα ἅγιο· ἄν αὐτά τά ξοδέψουμε, θά βρεθοῦμε σέ λιμό».
 

15,14. Δαπανήσαντος δὲ αὐτοῦ πάντα ἐγένετο λιμὸς ἰσχυρὸς κατὰ τὴν χώραν ἐκείνην, καὶ αὐτὸς ἤρξατο ὑστερεῖσθαι.
 ῾Η ζωή τῆς ἀσωτίας δέν μποροῦσε νά εἶναι ἀπεριόριστη, ὅπως ἴσως φανταζόταν ὁ νέος. Δύο παράγοντες, ἀναμενόμενος ὁ ἕνας (σπατάλη), ἀπροσδόκητος ὁ ἄλλος (λιμός), τήν ἀνέκοψαν· δαπανήσαντος δὲ αὐτοῦ πάντα, ὅταν ξοδεύτηκαν ὅλα τά πλούτη του, ἐγένετο λιμὸς ἰσχυρὸς κατὰ τὴν χώραν ἐκείνην, ἔπεσε πεῖνα μεγάλη στήν περιοχή ἐκείνη, καὶ αὐτὸς ἤρξατο ὑστερεῖσθαι, ἄρχισε νά ὑπομένει στερήσεις. Μέσα στό κυνήγι καί στήν μέθη τῶν ἡδονῶν δέν προνόησε ἀσφαλῶς γιά τήν δύσκολη ὥρα. ῾Ο ἄσωτος νέος ὁδηγήθηκε σέ μεγάλη δυστυχία καί ἀθλιότητα. Τό ὄνειρο πού ἔπλαθε ἐγκαταλείποντας τό πατρικό του σπίτι γιά μία ζωή εὐτυχισμένη μέσα σέ ἀπολαύσεις πολύ σύντομα ἔσβησε.
 

15,15. Καὶ πορευθεὶς ἐκολλήθη ἑνὶ τῶν πολιτῶν τῆς χώρας ἐκείνης, καὶ ἔπεμψεν αὐτὸν εἰς τοὺς ἀγροὺς αὐτοῦ βόσκειν χοίρους.
 Μέσα στήν ἀπόγνωσή του ὁ νέος πορευθείς, ἀφοῦ περιπλανήθηκε ἴσως πολύ ζητώντας βοήθεια, ἐκολλήθη ἑνὶ τῶν πολιτῶν τῆς χώρας ἐκείνης, ἐπίμονα καί φορτικά παρακάλεσε νά τόν κρατήσει στήν δούλεψή του κάποιος ἀπό τούς κατοίκους τῆς περιοχῆς. Αὐτός πού ἔφυγε ἀπό τό σπίτι του, ἐπειδή δέν ἤθελε νά ὑπακούει στόν πατέρα του, σάν παράσιτο προσκολλᾶται σέ ἕναν ξένο καί τόν ἱκετεύει νά τόν δεχθεῖ στήν δούλεψή του! ῞Ολοι ἐκεῖνοι πού τόν περικύκλωναν καί τοῦ ἔκαναν τόν φίλο, ὅταν μποροῦσαν νά ροκανίζουν τήν περιουσία τοῦ πατέρα του, τώρα πού δέν εἶχαν νά πάρουν τίποτε ἀπό αὐτόν τόν ἐγκατέλειψαν ἐπιβεβαιώνοντας μέ τήν συμπεριφορά τους ὅτι «τῶν εὐτυχούντων πάντες φίλοι, τῶν δυστυχούντων οὐδείς». Πραγματοποιήθηκε καί στήν δική του περίπτωση τό ἀρχαῖο γνωμικό· «ζεῖ (=βράζει) χύτρα, ζῆ φιλία».
 Πόση καταφρόνια τοῦ ἔδειξε ὁ ἄγνωστός του ἀλλοεθνής, φαίνεται ἀπό τό γεγονός ὅτι, ἐπειδή ἴσως δέν μποροῦσε νά ἀνεχθεῖ οὔτε τήν θέα του, ἔπεμψεν αὐτὸν εἰς τοὺς ἀγροὺς αὐτοῦ βόσκειν χοίρους. Τό νά γίνει κάποιος χοιροβοσκός ἦταν μεγάλος ἐξευτελισμός, ἰδιαίτερα γιά ἕναν ῾Εβραῖο. Κατά τόν μωσαϊκό νόμο οἱ χοῖροι ἦταν ἀκάθαρτα ζῶα -μέ τήν νομική ἔννοια- γι᾿ αὐτό ἡ κατανάλωση χοιρινοῦ κρέατος ἀπαγορευόταν (βλ. Λε 11,7· Δε 14,8)· οἱ πιστοί ᾿Ιουδαῖοι ἀπέφευγαν ἀκόμη καί νά ὀνομάσουν τόν χοῖρο, ζῶο τόσο βδελυρό γι᾿ αὐτούς. ῾Ο Κύριος χρησιμοποιώντας τήν εἰκόνα αὐτή προκάλεσε, ἀναμφίβολα, τόν ἀποτροπιασμό στίς καρδιές τῶν ἀκροατῶν του.
 

15,16. Καὶ ἐπεθύμει γεμίσαι τὴν κοιλίαν αὐτοῦ ἀπὸ τῶν κερατίων ὧν ἤσθιον οἱ χοῖροι, καὶ οὐδεὶς ἐδίδου αὐτῷ.
 
Οἱ χοῖροι τούς ὁποίους ἔβοσκε ὁ ἄσωτος βρίσκονταν σέ καλύτερη θέση ἀπό τόν ἴδιο. ᾿Εκεῖνοι συμπλήρωναν τήν βοσκή τους μέ τά ξυλοκέρατα πού τούς ἔδινε τό ἀφεντικό καί ἦταν χορτάτοι. Τοῦ ἀσώτου ὅμως δέν τοῦ ἔφθανε γιά νά χορτάσει τήν πεῖνα του ἡ λιγοστή τροφή πού ἔπαιρνε ὡς ἀμοιβή. Ταλαίπωρος καί πειναλέος ἐπεθύμει γεμίσαι τὴν κοιλίαν αὐτοῦ, ἐπιθυμοῦσε νά γεμίσει τήν κοιλιά του· πολύ χαρακτηριστική ἔκφραση γιά κάποιον πού ὑποφέρει ἀπό τήν πεῖνα καί δέν ἐνδιαφέρεται οὔτε γιά τήν ποιότητα οὔτε γιά τήν ποσότητα τῆς τροφῆς του. ῾Ο ἄσωτος λαχταροῦσε νά γεμίσει τό ἄδειο στομάχι του μέ τά ξυλοκέρατα (χαρούπια), τροφή κατάλληλη γιά χοίρους καί ὄχι γιά ἀνθρώπους. ᾿Εντούτοις, οὐδεὶς ἐδίδου αὐτῷ, κανείς ἀπό τούς ὑπαλλήλους, πού ἦταν ὑπεύθυνοι γιά τήν διανομή τῆς τροφῆς στούς χοίρους, δέν τοῦ ἔδινε ξυλοκέρατα, γιά νά μήν τά στερήσει ἀπό τά ζῶα· ἐκεῖνα θεωροῦνταν πιό πολύτιμα ἀπό αὐτόν. Δέν στερήθηκε μόνο τήν περιουσία του, τήν ἐλευθερία, τούς φίλους, τήν τιμή του, ἀλλά ἀκόμη καί τήν τροφή τῶν χοίρων πού ἐπιθύμησε! Πλήρωσε, πράγματι, πολύ ἀκριβά τό ἀντίτιμο γιά τήν πρώτη λιγοστή «ἀπόλαυση» τῆς ἁμαρτωλῆς ζωῆς του.
 

15,17. Εἰς ἑαυτὸν δὲ ἐλθὼν εἶπε· πόσοι μίσθιοι τοῦ πατρός μου περισσεύουσιν ἄρτων, ἐγὼ δὲ λιμῷ ἀπόλλυμαι!
 ῾Η σκληρή πραγματικότητα στήν ὁποία βρέθηκε ὁ φυγάς μακριά ἀπό τό πατρικό σπίτι τόν ἀφύπνισε. ῾Η κακοπάθεια τόν συνέτισε. ᾿Ανάνηψε ἀπό τήν μέθη τῆς ἁμαρτίας καί ἀντιλήφθηκε τήν κατάστασή του. 
 ᾿Ελπιδοφόρο τό μήνυμα γιά κάθε παραστρατημένη ψυχή καί γιά τήν σύγχρονη ἀνθρωπότητα, τήν ἀποστατημένη καί ἀλλοτριωμένη ἀπό τόν Θεό. ῾Η ἴδια ἡ ἁμαρτία καί ἡ διαφθορά, πού φέρνει τόν ἄνθρωπο σέ ἀδιέξοδο, μπορεῖ νά γίνει ὁ πειστικός δάσκαλος καί ὁδηγός του γιά τήν μετάνοια καί τήν ἐπιστροφή. «Μεγάλη τῶν κερατίων ἡ πειστικότης», κατά τήν ἀποφθεγματική διατύπωση τοῦ μακαριστοῦ ᾿Αλ. Τσιριντάνη.
 ῾Η ἔκφραση εἰς ἑαυτὸν δὲ ἐλθὼν ὑποδηλώνει ἔμμεσα ὅτι ἡ ἁμαρτία εἶναι ἕνα εἶδος τρέλλας. Σημαίνει ὅτι ὁ ἄσωτος υἱός συνῆλθε, «ἦλθε στά συγκαλά του».
 ῾Η ἀνάμνηση τοῦ πατρικοῦ σπιτιοῦ καί τῆς εὐημερίας πού κυριαρχοῦσε σ᾿ αὐτό ὠθεῖ τόν ἄσωτο νά συνειδητοποιήσει ἐντονώτερα τήν ἄθλια κατάστασή του (πρβλ. ᾿Απ 2,5). ᾿Αναλογίζεται· πόσοι μίσθιοι τοῦ πατρός μου περισσεύουσιν ἄρτων, ἐγὼ δὲ λιμῷ ἀπόλλυμαι! Βρισκόταν σέ πολύ χειρότερη θέση ἀπ᾿ ὅ,τι οἱ μισθωτοί ἐργάτες τοῦ πατέρα του. ᾿Εκεῖνοι εἶχαν τουλάχιστον περίσσια τροφή, ἐνῶ αὐτός πεθαίνει ἀπό τήν πεῖνα. ῾Η ἀντίθεση προβάλλει πολύ ζωηρά τήν ἔσχατη κατάπτωσή του.
 

15,18. ᾿Αναστὰς πορεύσομαι πρὸς τὸν πατέρα μου καὶ ἐρῶ αὐτῷ· πάτερ, ἥμαρτον εἰς τὸν οὐρανὸν καὶ ἐνώπιόν σου.
 Οἱ συμφορές στίς ὁποῖες ἡ ἁμαρτία ἔρριξε τόν ἄσωτο -φτώχεια, πεῖνα, ἐγκατάλειψη- εἶχαν εὐεργετική ἐπίδραση· τόν ἔφεραν σέ συναίσθηση. ῾Η νοσταλγία τῆς πατρικῆς ἑστίας θά τόν ὁδηγήσει στόν δρόμο τῆς ἐπιστροφῆς. ῎Εχει πεποίθηση στήν μακροθυμία τοῦ πατέρα διότι τήν εἶχε γευθεῖ πολλές φορές, ἀκόμη καί τήν τελευταία στιγμή τῆς φυγῆς του. Πῆρε, πράγματι, τήν ἡρωική ἀπόφαση· ἀναστὰς πορεύσομαι πρὸς τὸν πατέρα μου. ῾Ο τρόπος μέ τόν ὁποῖο ἐκφράζεται ὑποδηλώνει ὅτι μέσα του συντελέσθηκε ἡ ἀνάσταση ἀπό τόν πνευματικό θάνατο τῆς ἁμαρτίας. ῎Ετσι ἐνθαρρύνεται καί ὠθεῖται στήν ἀποκατάσταση τῶν σχέσεών του μέ τόν πατέρα.
 Σωτήριος ἀποδείχθηκε ὁ λόγος τοῦ ἀσώτου πορεύσομαι πρὸς τὸν πατέρα μου, ἐπειδή συνοδευόταν ἀπό τήν ἀνάλογη πράξη. Γράφει σχετικά ὁ ἅγιος Χρυσόστομος· «῾Ο λόγος αὐτός τοῦ ἔφερε ὅλα τά ἀγαθά· ἤ μᾶλλον ὄχι ἁπλῶς ὁ λόγος, ἀλλά τό ἔργο πού προστέθηκε στόν λόγο. Δέν εἶπε ὁ ἄσωτος “θά ἐπανέλθω” καί ἔμεινε, ἀλλά εἶπε “θά ἐπανέλθω” καί ἐπανῆλθε, καί περπάτησε ὅλον ἐκεῖνο τόν δρόμο. ῎Ετσι νά κάνουμε καί ἐμεῖς», προτρέπει ὁ ἅγιος διδάσκαλος. «... ῾Η ἁμαρτία μᾶς ἀπομάκρυνε ἀπό τό σπίτι τοῦ πατέρα. ῎Ας τήν ἀφήσουμε, λοιπόν, γιά νά ἐπανέλθουμε γρήγορα στό πατρικό σπίτι. Εἶναι, ἀναμφίβολα, φιλόστοργος ὁ πατέρας καί ἄν ἀλλάξουμε ζωή, θά μᾶς ἀγαπήσει ὄχι λιγώτερο ἀπό αὐτούς πού εὐδοκιμοῦν, ἀλλά καί πολύ περισσότερο».
 ῾Ο ἄσωτος ἀποφασίζει νά ἐπιστρέψει στόν πατέρα του καί νά ἐξομολογηθεῖ τήν ἐνοχή του χωρίς δικαιολογίες. Θά τοῦ πεῖ· πάτερ, ἥμαρτον εἰς τὸν οὐρανὸν καὶ ἐνώπιόν σου. Συναισθάνεται ὅτι ἡ ἁμαρτία του δέν λύπησε μόνο τόν πατέρα του, τόν ὁποῖο πλήγωσε καί προσέβαλε μέ τήν ἀπρεπῆ συμπεριφορά του. Πρωτίστως λύπησε τόν ἴδιο τόν Θεό· αὐτό σημαίνει ἡ φράση εἰς τὸν οὐρανόν, διότι κατά τήν ἑβραϊκή νοοτροπία τό ὄνομα τοῦ Θεοῦ ἦταν ἀπρόφερτο. Κάθε ἁμαρτία προσβάλλει καί λυπεῖ τόν ἴδιο τόν Θεό, ὅπως ὁμολογεῖ καί ὁ ψαλμωδός Δαυΐδ· «σοὶ μόνῳ ἥμαρτον καὶ τὸ πονηρὸν ἐνώπιόν σου ἐποίησα» (Ψα 50,6).

 15,19. οὐκέτι εἰμὶ ἄξιος κληθῆναι υἱός σου· ποίησόν με ὡς ἕνα τῶν μισθίων σου.
 ῾Η συναίσθηση τῆς ἁμαρτωλότητος γεννᾶ στήν ψυχή ταπεινό φρόνημα. ῾Ο ἄσωτος, ἐνῶ τόν προηγούμενο καιρό δέν δίσταζε νά ἐκφράζεται στόν πατέρα του μέ ἐγωισμό καί αὐθάδεια, νιώθει πλέον ἀνάξιος νά ὀνομάζεται γιός ἑνός τέτοιου πατέρα· πρόδωσε τήν ἀγάπη του, σπατάλησε τήν περιουσία του, ντρόπιασε τήν τιμή του. ᾿Αναγνωρίζει ὅτι ἡ διαγωγή του ἦταν ἐντελῶς ἀνάρμοστη. Εἶναι ἀποφασισμένος νά ὁμολογήσει· οὐκέτι εἰμὶ ἄξιος κληθῆναι υἱός σου. ᾿Ελπίζει, βέβαια, στόν συγγενικό τους δεσμό, γι᾿ αὐτό καί ἀποτολμᾶ τήν ἐπιστροφή. Παραδέχεται ὅμως ὅτι δέν δικαιοῦται τό ἐλάχιστο προνόμιο οὔτε κἄν νά φέρει τό πρῶτο του ὄνομα οὔτε καί τήν μόνιμη διαμονή στό σπίτι. Θά ζητήσει ἱκετευτικά ἀπό τόν πατέρα του· ποίησόν με ὡς ἕνα τῶν μισθίων σου, δέξου με ὡς ἕνα ξένο μισθωτό ἐργάτη. Πόσο ἀλλιώτικα λειτουργεῖ ὁ ἄσωτος νέος μετά τήν μετάνοιά του! Τοῦ φαινόταν ἀνυπόφορα δεσμευτική ἡ παρουσία καί ἡ κάθε νουθεσία τοῦ πατέρα του, τώρα ἐπιθυμεῖ νά μείνει κοντά του ὑποτασσόμενος δουλικά σέ ὅλα τά προστάγματά του.
 

15,20. Καὶ ἀναστὰς ἦλθε πρὸς τὸν πατέρα αὐτοῦ. ῎Ετι δὲ αὐτοῦ μακρὰν ἀπέχοντος εἶδεν αὐτὸν ὁ πατὴρ αὐτοῦ καὶ ἐσπλαγχνίσθη, καὶ δραμὼν ἐπέπεσεν ἐπὶ τὸν τράχηλον αὐτοῦ καὶ κατεφίλησεν αὐτόν.
 ῾Ο ἄσωτος πραγματοποιεῖ τήν ἀπόφασή του· καὶ ἀναστὰς ἦλθε πρὸς τὸν πατέρα αὐτοῦ· ἡ ἐπανάληψη τῆς μετοχῆς (βλ. στ. 18) τῆς προσδίδει ἰδιαίτερη βαρύτητα. ᾿Αναστημένος πνευματικά, ἀναστήθηκε, σηκώθηκε ἀπό «τοῦ πτώματος τῆς ἁμαρτίας», ἐγκατέλειψε τήν ἁμαρτία καί στήριξε τό βλέμμα του σταθερά πρός μία κατεύθυνση, πρός τό πατρικό του σπίτι. Δέν ἄφησε νά τόν καταβάλει ἡ ἀπόγνωση. Δέν μπόρεσε νά ἀσκήσει πάνω του πλέον καμία ἕλξη ἡ ζωή τῆς ἡδονῆς. Τήν ἀποφασιστική στιγμή τῆς μετανοίας του τήν συνεχίζει μέ ἀποφασιστική ζωή μετανοίας. ᾿Επάξια ἡ ᾿Εκκλησία μας προβάλλει τόν ἄσωτο υἱό ὡς παράδειγμα μετανοίας καί διαβάζει τήν παραβολή αὐτή ὡς εὐαγγελική περικοπή κατά τήν δεύτερη Κυριακή τοῦ Τριωδίου.
 ῾Η ἐπιστροφή τοῦ ἀσώτου παιδιοῦ βρίσκει ἤδη ἀνοιχτή τήν ἀγκαλιά τοῦ στοργικοῦ πατέρα. Συγκλονιστικά ἀπεικονίζεται ἡ ἀγαθότητα καί εὐσπλαγχνία του στόν στίχο αὐτό καί στούς ἑπόμενους. Σύμφωνα μέ τόν νόμο, ὁ πατέρας εἶχε δικαίωμα νά παραδώσει γιά λιθοβολισμό τόν ἀνυπάκουο καί ἄσωτο υἱό του (βλ. Δε 21,18-21). ᾿Εντούτοις, ἔτι δὲ αὐτοῦ μακρὰν ἀπέχοντος εἶδεν αὐτὸν ὁ πατὴρ αὐτοῦ· τόν διέκρινε, ἐνῶ ἦταν ἀκόμη μακριά, κάτι πού φανερώνει ὅτι ἀπό καιρό περίμενε μέ λαχτάρα τήν ἐπιστροφή του. Μποροῦμε νά ὑποθέσουμε ὅτι καθημερινά πολλές φορές θά τόν ἀναζητοῦσε ἐναγώνια μέ τό βλέμμα του στό βάθος τοῦ δρόμου. ῾Η ἀγάπη τοῦ πατέρα κρατοῦσε ἄσβηστη στήν καρδιά του τήν ἐλπίδα τῆς ἐπιστροφῆς τοῦ παιδιοῦ (πρβλ. Τωβίτ 11,5ἑ). ῎Ετσι, τήν ἡμέρα ἐκείνη, παρά τήν ἀπόσταση καί παρ᾿ ὅτι ὁ νέος εἶχε καταντήσει ἀγνώριστος -ἕνας φτωχός χοιροβοσκός, βρώμικος, ρακένδυτος, ταλαιπωρημένος, ἐξασθενημένος ἀπό τήν πεῖνα, κατάκοπος ἀπό τήν ὁδοιπορία-, τόν ἀναγνώρισε. Μόλις τόν εἶδε, ἐσπλαγχνίσθη· ταράχτηκαν τά σπλάγχνα του, πόνεσε γιά τό οἰκτρό κατάντημα τοῦ παιδιοῦ του.
 Λιτά ἀλλά πολύ ζωηρά περιγράφεται ἡ στοργή τοῦ φιλεύσπλαγχνου πατέρα· δραμὼν ἐπέπεσεν ἐπὶ τὸν τράχηλον αὐτοῦ καὶ κατεφίλησεν αὐτόν. ᾿Από τήν ὑπερβολική του χαρά καί τήν σφοδρή του ἀγάπη ξέχασε καί τήν ἡλικία του ἀκόμη· τρέχει, σάν νά ἦταν στά χρόνια τῆς νιότης του, καί πέφτει αὐτός πρῶτος στόν τράχηλο τοῦ παιδιοῦ του γεμίζοντάς το μέ φιλιά. Δέν ὀνειδίζει τόν ἄσωτο νέο, δέν τόν ἐπιπλήττει, δέν ἀπειλεῖ μέ τιμωρίες· οὔτε κἄν περιμένει νά ἐκφράσει ἐκεῖνος τήν μετάνοιά του. Τοῦ δείχνει μέ τόν τρόπο αὐτό ὅτι τόν συγχωρεῖ καί τόν καλοδέχεται στό σπιτικό του. Τά μεγάλα συναισθήματα ἐκφράζονται χωρίς λόγια.
 

15,21. Εἶπε δὲ αὐτῷ ὁ υἱός· πάτερ, ἥμαρτον εἰς τὸν οὐρανὸν καὶ ἐνώπιόν σου, καὶ οὐκέτι εἰμὶ ἄξιος κληθῆναι υἱός σου.
 ῾Ο ἄσωτος κατηγορεῖ τόν ἑαυτό του, ὁμολογεῖ τό σφάλμα του. ῾Η στοργική ὑποδοχή τοῦ πατέρα δέν τόν ἐμποδίζει νά μιλήσει μέ συντριβή καί νά δηλώσει τήν μετάνοιά του. ῾Η πατρική εὐσπλαγχνία κάνει τόν ἄσωτο νά πονᾶ περισσότερο γιά τήν πτώση του· αἰσθάνεται τήν ἀνάγκη νά ὁμολογήσει εἰλικρινά τήν ἁμαρτία του. Τοῦτο ἀποτελεῖ δεῖγμα ἀληθινῆς μετανοίας καί βαθειᾶς εὐγνωμοσύνης.
 Δέν ἀκούγεται, βέβαια, τό «ποίησόν με ὡς ἕνα τῶν μισθίων σου» (στ. 19), πού εἶχε σκεφθεῖ νά πεῖ ὁ ἄσωτος. ῾Ο στοργικός πατέρας δέν τόν ἄφησε νά τελειώσει τήν πρότασή του· ἔσπευσε νά τόν ἀποκαταστήσει στήν θέση τοῦ ἄρχοντα ὡς παιδί του ἀγαπημένο.
 

15,22. Εἶπε δὲ ὁ πατὴρ πρὸς τοὺς δούλους αὐτοῦ· ἐξενέγκατε τὴν στολὴν τὴν πρώτην καὶ ἐνδύσατε αὐτόν, καὶ δότε δακτύλιον εἰς τὴν χεῖρα αὐτοῦ καὶ ὑποδήματα εἰς τοὺς πόδας.
 ῾Ο πατέρας ἀποκαθιστᾶ τόν ἄσωτο στήν πρώτη του ἐξουσία, στήν θέση τοῦ γνήσιου υἱοῦ του. Προστάζει τούς δούλους του· ἐξενέγκατε τὴν στολὴν τὴν πρώτην, τό μακρύ καί μεγαλόπρεπο ροῦχο, τήν πιό ἐπίσημη ἐνδυμασία, καὶ ἐνδύσατε αὐτόν, νά τοῦ τήν φορέσετε, καὶ δότε δακτύλιον εἰς τὴν χεῖρα αὐτοῦ, βάλτε στό χέρι του δαχτυλίδι, κόσμημα τῶν ἐλεύθερων καί εὔπορων ἀνθρώπων· μέ τό δαχτυλίδι τήν ἐποχή ἐκείνη οἱ ἄρχοντες σφράγιζαν τά διάφορα ἔγγραφα (βλ. ᾿Ια 2,2). ᾿Ακόμη, δῶστε του καὶ ὑποδήματα εἰς τοὺς πόδας, τά ὁποῖα φοροῦσαν κατά τήν ἀρχαιότητα μόνον οἱ ἐλεύθεροι πολῖτες, ἐνῶ οἱ δοῦλοι περπατοῦσαν ξυπόλητοι.
 

15,23. καὶ ἐνέγκαντες τὸν μόσχον τὸν σιτευτὸν θύσατε καὶ φαγόντες εὐφρανθῶμεν.
 ῾Η ἐπιστροφή τοῦ ἀσώτου εἶναι τό πιό σημαντικό γεγονός γιά τόν πατέρα. ῾Η εὐτυχία του ἔφθασε στό ἀποκορύφωμά της. Δέν περίμενε ἄλλη χαρά μεγαλύτερη ἀπό αὐτήν. Τώρα, λέει στούς δούλους του, φέρτε καί σφάξτε τὸν μόσχον τὸν σιτευτόν, τό θρεφτάρι, μοσχάρι πού καλοτάιζε ἡ οἰκογένεια γιά κάποια ἐξαιρετικά χαρμόσυνη περίσταση. Στρῶστε τραπέζι γιορταστικό καὶ φαγόντες εὐφρανθῶμεν· τήν ἀγαλλίαση τῆς καρδιᾶς νά συνοδεύσει ἡ εὐφροσύνη τοῦ σώματος ἀπό τήν εὐωχία καί τά πλούσια φαγητά. Αὐθόρμητα συγκρίνει κανείς αὐτό τό ἀρχοντικό οἰκογενειακό συμπόσιο μέ τά ξυλοκέρατα πού λαχταροῦσε ὁ ἄσωτος, ὅταν ἔβοσκε τά γουρούνια. Τί τοῦ χαρίζει ἡ φιλόστοργη ἀγάπη τοῦ πατέρα!
 

15,24. ὅτι οὗτος ὁ υἱός μου νεκρὸς ἦν καὶ ἀνέζησε, καὶ ἀπολωλὼς ἦν καὶ εὑρέθη. Καὶ ἤρξαντο εὐφραίνεσθαι.
 Σέ κάθε ἐποχή καί τόπο συνηθίζουν οἱ ἄνθρωποι νά ἐκδηλώνουν αὐθόρμητα τήν χαρά τους μέ μουσικά ἀκούσματα. ῞Οταν ζοῦν μία ἔντονη συγκίνηση συνθέτουν τραγούδια κατάλληλα γιά τήν περίσταση. ῞Ενα τέτοιο αὐτοσχέδιο τραγούδι μοιάζει νά εἶναι αὐτός ὁ ρυθμικός στίχος. ᾿Εκφράζει λυρικά τήν χαρά καί τήν συγκίνηση τοῦ πατέρα γιά τήν ἐπιστροφή τοῦ ἀσώτου, γιά τήν ὁποία πανηγυρίζει ὅλο τό σπίτι. Φαίνεται ὅτι ὁ στίχος ἐπαναλαμβανόταν στό γλέντι σάν ἐπωδός (πρβλ. στ. 32) μέ τήν συνοδεία μουσικῶν ὀργάνων (βλ. στ. 25).
 Τό πρῶτο ἡμιστίχιο οὗτος ὁ υἱός μου νεκρὸς ἦν καὶ ἀνέζησε ἀναφέρεται στήν ἠθική νέκρωση, ὅπου ὁδήγησε τόν ἄσωτο ἡ ἁμαρτία, καί στήν ἀνάσταση, πού τοῦ χάρισε ἡ μετάνοια. Ταυτόχρονα ὅμως τονίζει τό φοβερό δρᾶμα καί τήν ἀνεκλάλητη χαρά πού ἔζησε προσωπικά ὁ πατέρας μέ τήν ἀπουσία καί τήν ἐπιστροφή ἀντίστοιχα τοῦ παιδιοῦ του. ῾Η φράση ἀπολωλὼς ἦν καὶ εὑρέθη, παράλληλη πρός τήν προηγούμενη, ἔχει τό ἴδιο νόημα καί, ἐπιπλέον, παραπέμπει στίς δύο προηγούμενες παραβολές.
 

15,25. ῏Ην δὲ ὁ υἱὸς αὐτοῦ ὁ πρεσβύτερος ἐν ἀγρῷ· καὶ ὡς ἐρχόμενος ἤγγισε τῇ οἰκίᾳ, ἤκουσε συμφωνίας καὶ χορῶν.
 Στήν ἀπέραντη φιλευσπλαγχνία τοῦ στοργικοῦ πατέρα ἀντιπαρατίθεται ἡ ἄσπλαγχνη μικροπρέπεια, ἡ ζηλότυπη καί ἐγωιστική συμπεριφορά τοῦ πρεσβύτερου ἀδελφοῦ. Αὐτός βρισκόταν ἐν ἀγρῷ, δηλαδή ἐκτός πόλεως, στήν ἐξοχή ἤ στήν ἐπαρχία. Πιθανόν νά ἀπουσίαζε μερικές μέρες ἀπό τό σπίτι εἴτε διότι βρισκόταν στό ὕπαιθρο γιά διάφορες ἐργασίες εἴτε διότι εἶχε πάει σέ κάποιο χωριό ἤ κωμόπολη τῆς περιοχῆς γιά κάποιες ὑποθέσεις.
 Πλησιάζοντας στό σπίτι του ἤκουσε συμφωνίας καὶ χορῶν· ἡ μουσική καί οἱ χοροί συνηθίζονταν σέ συμπόσια ἐπίσημα καί μεγάλες χαρές (πρβλ. ῎Εξ 15,20· Β´ Βα 6,14).
 

15,26-27. καὶ προσκαλεσάμενος ἕνα τῶν παίδων ἐπυνθάνετο τί εἴη ταῦτα. ῾Ο δὲ εἶπεν αὐτῷ ὅτι ὁ ἀδελφός σου ἥκει καὶ ἔθυσεν ὁ πατήρ σου τὸν μόσχον τὸν σιτευτόν, ὅτι ὑγιαίνοντα αὐτὸν ἀπέλαβεν.
 Παραξενεύθηκε ὁ πρεσβύτερος υἱός γιά τό ἔκτακτο καί ἀπρογραμμάτιστο συμπόσιο πού ἀντιλήφθηκε νά γίνεται στό σπίτι του. Κάλεσε, λοιπόν, ἕνα τῶν παίδων, ἕναν ἀπό τούς ὑπηρέτες, καί ἐπυνθάνετο, ρωτοῦσε νά μάθει, τί εἴη ταῦτα, τί σήμαιναν αὐτά πού ἄκουγε. ᾿Ενδεικτικό τοῦ μεγάλου πλούτου τοῦ πατέρα εἶναι τό γεγονός ὅτι ἀναφέρονται τρία εἴδη ὑπηρετικοῦ προσωπικοῦ· μίσθιοι (στ. 17. 19), δοῦλοι (στ. 22) καί παῖδες (στ. 26).
 ῾Ο δοῦλος ἐνημερώνει τόν πρεσβύτερο ἀδελφό ὅτι ὁ ἀδελφός σου ἥκει, ἔχει ἔλθει ὁ ἀδελφός σου. Γι᾿ αὐτό τό εὐφρόσυνο γεγονός ὁ πατέρας ἔσφαξε τό θρεφτό μοσχάρι. Πανηγυρίζει ὅτι ὑγιαίνοντα αὐτὸν ἀπέλαβεν, ξαναβρῆκε γερό τό παιδί του.

 15,28. ᾿Ωργίσθη δὲ καὶ οὐκ ἤθελεν εἰσελθεῖν. ῾Ο οὖν πατὴρ αὐτοῦ ἐξελθὼν παρεκάλει αὐτόν.
 ῾Η ἀπάντηση ἐξοργίζει τόσο πολύ τόν πρεσβύτερο ἀδελφό, ὥστε δέν ἤθελε κἄν νά μπεῖ στό σπίτι· ὠργίσθη δὲ καὶ οὐκ ἤθελεν εἰσελθεῖν. ῾Η ἀντίδρασή του φανερώνει τήν ἀρρώστια τῆς ψυχῆς του, τόν πληγωμένο ἐγωισμό καί τόν φαρμακερό φθόνο του. ῞Οπως τονίζεται καί στίς δύο προηγούμενες παραβολές, τοῦ χαμένου προβάτου καί τῆς χαμένης δραχμῆς, ἡ εὕρεση τοῦ χαμένου γίνεται ἀφορμή χαρᾶς ὄχι μόνο γιά τούς ἀνθρώπους ἀλλά καί γιά τόν Θεό (στ. 7) καί γιά τούς ἀγγέλους (στ. 10). ῾Ο μεγάλος γιός ὄφειλε νά χαρεῖ, αὐτός ὅμως ἀρνεῖται νά συμμετάσχει στήν χαρά τῆς σωτηρίας τοῦ ἀδελφοῦ του.
 ῾Ο πατέρας δείχνει καί στόν πρωτότοκο γιό τήν εὐσπλαγχνία του· ἐξελθὼν παρεκάλει αὐτόν. ῎Αφησε τό συμπόσιο καί βγῆκε ἔξω. ῞Οπως ἔτρεξε νά προϋπαντήσει τόν ἄσωτο, μέ τήν ἴδια ἀγάπη σπεύδει νά νουθετήσει τόν πρεσβύτερο ἀδελφό. Παραβλέπει μέ ἀνεξικακία τήν ἐμπάθειά του καί τόν παρακαλεῖ ἐπίμονα νά μή μείνει ἀμέτοχος στήν οἰκογενειακή τους εὐτυχία. «῾Ως φιλόπαις καὶ σοφός, καὶ τὸν ἐπιστρέψαντα τιμᾷ, καὶ τὸν μείναντα παρακαλεῖ», παρατηρεῖ ὁ Ζιγαβηνός. ῎Ετσι καί ὁ φιλεύσπλαγχνος Θεός, «ὁ τοὺς δικαίους ἀγαπῶν καὶ τοὺς ἁμαρτωλοὺς ἐλεῶν», ὅλους τούς φροντίζει καί σέ ὅλους δίνει εὐκαιρίες νά ζήσουν τήν ἀγάπη του, νά χαροῦν τίς εὐλογίες του.

 15,29-30. ῾Ο δὲ ἀποκριθεὶς εἶπε τῷ πατρί· ἰδοὺ τοσαῦτα ἔτη δουλεύω σοι καὶ οὐδέποτε ἐντολήν σου παρῆλθον, καὶ ἐμοὶ οὐδέποτε ἔδωκας ἔριφον ἵνα μετὰ τῶν φίλων μου εὐφρανθῶ· ὅτε δὲ ὁ υἱός σου οὗτος, ὁ καταφαγών σου τὸν βίον μετὰ πορνῶν, ἦλθεν, ἔθυσας αὐτῷ τὸν μόσχον τὸν σιτευτόν.
 ῾Ο πρεσβύτερος γιός ἐκφράζεται μέ θράσος καί ἀπαίτηση πρός τόν πατέρα του. Εἶναι πρόδηλη, ἐπίσης, ἡ ἀλαζονική ὑπεροχή πού αἰσθάνεται ἔναντι τοῦ νεώτερου ἀδελφοῦ του. Αὐτοεπαινεῖται γιά τήν ἐργασία τόσων χρόνων καί γιά τήν ἄμεμπτη διαγωγή του· παραπονεῖται ὅμως, διότι δέν ἀμείφθηκε ὅπως θά τοῦ ἄξιζε.
 Τά λόγια του φανερώνουν ὅτι τοῦ λείπει, ἀναμφίβολα, ὄχι μόνον ἡ ἀδελφική ἀγάπη ἀλλά καί ἡ υἱική φιλοστοργία. Μιλᾶ στόν πατέρα του σάν νά ἀπευθύνεται σέ ἕναν ξένο, σέ ἕνα σκληρό ἀφεντικό, πού χρόνια τόν ἐκμεταλλεύεται, ἰδοὺ τοσαῦτα ἔτη δουλεύω σοι. Δέν ἦταν δοῦλος οὔτε μισθωτός. ῏Ηταν ὁ μεγάλος γιός τοῦ ἄρχοντα καί ἐλεύθερα ἐργαζόταν γιά τό εἰσόδημα τῆς οἰκογένειάς του. Καί ὅμως λέει δουλεύω σοι, γιά τό δικό σου συμφέρον. ᾿Αποστασιοποιεῖται καί ἀλλοτριώνεται ἀπό τόν πατέρα του.
 ᾿Ισχυρίζεται ἐπίσης ὅτι οὐδέποτε ἐντολήν σου παρῆλθον, δέν παρέβηκα ποτέ καμία ἐντολή σου. ῾Η αὐθάδειά του, ὡστόσο, καί ἡ πεισματική ἐμμονή στό θέλημά του δέν ταιριάζουν σέ εὐπειθῆ καί ὑπάκουο γιό.
 Διαμαρτύρεται, τέλος, ὅτι ἐνῶ αὐτός ἦταν ἄψογος, ὁ πατέρας του ποτέ δέν τοῦ ἔδωσε ἕνα κατσικάκι νά τό χαρεῖ μέ τούς φίλους του· ἐμοὶ οὐδέποτε ἔδωκας ἔριφον ἵνα μετὰ τῶν φίλων μου εὐφρανθῶ. ῾Η πρόταξη τῆς προσωπικῆς ἀντωνυμίας εἶναι ἐμφατική καί ἀποκαλυπτική τοῦ ἐγωκεντρισμοῦ του. ῾Ο μεγάλος γιός θέλει νά ὑπογραμμίσει τήν μεροληπτική συμπεριφορά τοῦ πατέρα πού ἀδικεῖ τόν ἴδιο ἐνῶ εὐνοεῖ τόν ἀδελφό του. Πίσω ἀπό αὐτή τήν ὑποτιθέμενη ἀδικία θέλει νά καλύψει τήν δική του κακία.
 Μέ περιφρόνηση καί ἀπαξίωση ἀναφέρεται στόν ἄσωτο ἀποφεύγοντας νά τόν ὀνομάσει ἀδελφό του, ὁ υἱός σου οὗτος· μέ ἀποστροφή πικρόχολη κάνει μνεία τῆς ἀκόλαστης ζωῆς του. Σκοπός του εἶναι νά τονίσει τήν δική του ἀκεραιότητα καί νά ὑπογραμμίσει τήν ἀδικία πού τοῦ γίνεται· ᾿Ενῶ αὐτός δούλευε πιστά στόν πατέρα του τόσα χρόνια, ὁ ἄλλος κατέφαγε τήν πατρική περιουσία σέ ἀθέμιτες ἡδονές. ᾿Ενῶ ποτέ σ᾿ αὐτόν δέν ἔδωσε ὁ πατέρας τό ἐλάχιστο δῶρο, γιά ἐκεῖνον, μόλις ἦλθε, ἔσφαξε τὸν μόσχον τὸν σιτευτόν, ὅ,τι πιό ἐκλεκτό εἶχε.

 15,31-32. ῾Ο δὲ εἶπεν αὐτῷ· τέκνον, σὺ πάντοτε μετ᾿ ἐμοῦ εἶ, καὶ πάντα τὰ ἐμὰ σά ἐστιν. Εὐφρανθῆναι δὲ καὶ χαρῆναι ἔδει, ὅτι ὁ ἀδελφός σου οὗτος νεκρὸς ἦν καὶ ἀνέζησε, καὶ ἀπολωλὼς ἦν καὶ εὑρέθη.
 Πόσο παράλογα μιλᾶ ὁ πρεσβύτερος γιός, τυφλωμένος ἀπό τήν ὀργή καί τόν φθόνο του, φαίνεται ἀπό τήν ἀπάντηση τοῦ πατέρα. Μέ πραότητα καί καλωσύνη τοῦ ἀποκρίνεται. Μέ γλυκύτητα καί τρυφερότητα τόν προσφωνεῖ τέκνον, παρ᾿ ὅτι ἐκεῖνος οὔτε τόν ἀποκάλεσε πατέρα οὔτε τοῦ μίλησε μέ τόν ἀπαιτούμενο σεβασμό. Τοῦ ἐξηγεῖ· σὺ πάντοτε μετ᾿ ἐμοῦ εἶ, καὶ πάντα τὰ ἐμὰ σά ἐστιν. ᾿Εσύ δέν ἀπομακρύνθηκες ἀπό τήν πατρική ἀγκαλιά· ἤσουν πάντοτε κοντά μου καί μποροῦσες ἀνεμπόδιστα νά ἀπολαμβάνεις ὅλα τά ἀγαθά μου. ῎Αν δέν ἐκτίμησε τά προνόμια πού τοῦ ἐξασφάλιζε ἡ θέση του κοντά στόν πατέρα καί ἔνιωθε σάν δοῦλος καταδυναστευόμενος, ἦταν δικό του λάθος. ῾Η ὑποδοχή, ἐξάλλου, τοῦ ἀσώτου δέν σήμαινε ἀπόρριψη ἤ μείωση δική του. ῞Οσα παρατέθηκαν σ᾿ ἐκεῖνο τό συμπόσιο τῆς χαρᾶς σέ τίποτε δέν μείωναν τήν πατρική ἀγάπη πρός τό πρόσωπό του, μήτε τοῦ στεροῦσαν καί τά κεκτημένα δικαιώματά του.
 Εἶχε, ἑπομένως, χρέος ὡς μεγαλύτερος ἀδελφός νά χαρεῖ ὥς τά κατάβαθά του, εὐφρανθῆναι, καί νά ἐκδηλώσει τήν χαρά του, χαρῆναι, συμμετέχοντας στό συμπόσιο. Φιλόστοργα τονίζει ὁ πατέρας ὅτι δέν πρόκειται γιά τυχαῖο γεγονός ἀλλά γιά μία νεκρανάσταση, γιά τήν εὕρεση ἑνός χαμένου προσώπου, καί μάλιστα ὄχι ξένου ἀλλά τοῦ ἀδελφοῦ του. Δέν τόν ἐπιτιμᾶ μέ αὐστηρότητα, ἀλλά τοῦ προβάλλει λογικό ἐπιχείρημα· ὁ ἀδελφός σου οὗτος -ἀντιπαράθεση στό «ὁ υἱός σου οὗτος»- νεκρὸς ἦν καὶ ἀνέζησε, καὶ ἀπολωλὼς ἦν καὶ εὑρέθη. Μέ τά λόγια του αὐτά, ὁ φιλεύσπλαγχνος πατέρας, δηλώνει ὅτι ὁ ἄσωτος πού ἐπέστρεψε παίρνει στό πατρικό σπίτι τήν ἴδια θέση πού εἶχε καί πρίν τήν φυγή του. Τό ἁμαρτωλό του παρελθόν διαγράφεται καί δέν πρόκειται νά ἐπηρεάσει στό ἐλάχιστο τήν περαιτέρω ζωή του.
 ῾Η στάση τοῦ μεγάλου γιοῦ παραπέμπει, ἀναμφισβήτητα, στήν φαρισαϊκή νοοτροπία (βλ. στ. 2). Αὐτήν, ἐξάλλου, ἤθελε νά ἐλέγξει ὁ Κύριος καί μέ τίς τρεῖς παραβολές πού παρατίθενται στό κεφάλαιο αὐτό, ὅπως ἤδη φαίνεται ἀπό τήν ἀρχή (15,1ἑ). ῾Η ἀγάπη τοῦ Θεοῦ πατέρα δέν ἐμποδίζεται ἀπό τήν ἁμαρτία καί τῶν πιό διεφθαρμένων ἀνθρώπων. ᾿Αρκεῖ νά θελήσουν νά μετανοήσουν ἀληθινά καί ὁ Θεός τούς δέχεται, τούς ἀποδέχεται μέ ἀπέραντη ἀγάπη καί τούς ἀποκαθιστᾶ στήν πρώτη θέση. ῾Επομένως οἱ φαρισαῖοι ὀφείλουν νά ἀντιμετωπίζουν μέ χαρά τήν μεταστροφή τους καί νά τούς ἀναγνωρίζουν ὡς ἀδελφούς τους.
 Τελικά, μπῆκε στό σπίτι ὁ μεγάλος γιός, ἔλαβε μέρος στήν χαρά γιά τήν ἐπιστροφή τοῦ ἀσώτου ἤ ὄχι; Δέν διευκρινίζεται. Πιθανώτερο φαίνεται ὅτι ἐπέμεινε στήν ἄρνησή του. Σκόπιμα ὡστόσο, δέν λέγεται αὐτό ξεκάθαρα, ὥστε νά μένει περιθώριο γιά τήν μετάνοια καί ἐπιστροφή τῶν φαρισαίων. ῾Η περίπτωση τοῦ Νικοδήμου, ὁ ὁποῖος ἐντάχθηκε στούς κρυφούς μαθητές τοῦ ᾿Ιησοῦ ἀποτελεῖ ἕνα φωτεινό παράδειγμα. Σέ μία διαχρονική ἑρμηνεία ἡ παραβολή ἀφορᾶ ὄχι μόνο στούς φαρισαίους ἀλλά γενικά στούς ᾿Ιουδαίους, οἱ ὁποῖοι κλήθηκαν νά ἀποδεχθοῦν ἀδελφικά τά ἔθνη καί νά ἀποτελέσουν μαζί τους τήν μία οἰκογένεια τοῦ Θεοῦ, τήν ᾿Εκκλησία. ᾿Αφορᾶ, ἐπίσης, καί σέ κάθε αὐτοαποκαλούμενο δίκαιο, πού περιφρονεῖ καί ἐξουθενώνει ὁποιονδήποτε ἁμαρτωλό ὁ ὁποῖος ἐν μετανοίᾳ ἐπιστρέφει στό σπίτι τοῦ Πατέρα.

Στεργίου Σάκκου,
Ἑρμηνεία στό κατά Λουκᾶν Εὐαγγέλιο, τ. Β΄, σελ. 322-340
Παρασκευή, 23 Φεβρουάριος 2024 02:00

Κυρ. Τελώνου καί Φαρισαίου Λκ 18,10-14

 telonis-farisaiosTήν προσευχή ἔχει ὡς θέμα καί ἡ ἀμέσως ἑπόμενη παραβολή, τοῦ τελώνου καί τοῦ φαρισαίου. Στήν προηγούμενη, τήν παραβολή τοῦ ἀδίκου κριτοῦ, τονίζεται ἡ προσευχή μέ ἐπιμονή, ἐνῶ ἐδῶ ἡ προσευχή μέ συντριβή, τήν ὁποία ἐνσαρκώνει ἕνας τελώνης. Ὁ εὐαγγελιστής Λουκᾶς φρόντισε νά συμπεριλάβει στήν συγγραφή του τήν παραβολή αὐτή, διότι μαζί μέ τίς ἄλλες τρεῖς -τοῦ ἀπολωλότος προβάτου, τῆς ἀπολεσθείσης δραχμῆς καί τοῦ ἀσώτου υἱοῦ (κεφ. 15)- πού τίς εἶπε ὁ Ἰησοῦς γιά χάρη τῶν τελωνῶν, ἀποτελοῦν μία ἰδιαίτερη παρηγοριά καί ἐνθάρρυνση γιά τούς ἐξ ἐθνῶν χριστιανούς, στούς ὁποίους κατά βάσιν ἀπευθύνεται τό κατά Λουκᾶν Εὐαγγέλιο.
   Ἡ Ἐκκλησία θέλοντας νά διδάξει στούς πιστούς τήν προσευχή μέ συντριβή καί κατάνυξη ὅρισε ὡς εὐαγγελική περικοπή τῆς πρώτης Κυριακῆς τοῦ Τριωδίου τήν παραβολή τοῦ τελώνου καί τοῦ φαρισαίου.

18,9. Εἶπε δὲ καὶ πρός τινας τοὺς πεποιθότας ἐφ’ ἑαυτοῖς ὅτι εἰσὶ δίκαιοι, καὶ ἐξουθενοῦντας τοὺς λοιπούς, τὴν παραβολὴν ταύτην.
  Τήν προηγούμενη παραβολή τήν εἶπε ὁ Ἰησοῦς στούς μαθητές του. Tό ἀκροατήριο στό ὁποῖο ἀπευθύνεται ἡ παροῦσα παραβολή δέν προσδιορίζεται, ἀλλά σημαίνεται γενικά καί ἀόριστα μέ τό ἐμπρόθετο πρός τινας. Πιθανόν νά πρόκειται γιά διδασκαλία πού ἔγινε σέ διαφορετικό τόπο καί χρόνο ἀπό ἐκείνη τοῦ ἀδίκου κριτοῦ· τίθεται ὅμως ἐδῶ λόγῳ τοῦ κοινοῦ θέματος, τῆς προσευχῆς. Ἡ περίπτωση τῆς ἐπίμονης χήρας δείχνει τί κατορθώνει ἡ ἐμπιστοσύνη στόν Θεό, ἐνῶ ἡ περίπτωση τοῦ φαρισαίου δείχνει πόσο κατακριτέα εἶναι ἡ ἐμπιστοσύνη τοῦ ἀνθρώπου στόν ἑαυτό του καί πόσο ἀναγκαῖο εἶναι ἡ πίστη νά συνοδεύεται ἀπό ἀληθινή ταπεινοφροσύνη. Ἡ ἔπαρση, ἡ ἀλαζονεία στερεῖ ἀπό τήν προσευχή τόν μισθό της. Mιά τέτοια προσευχή ὄχι μόνο δέν ὠφελεῖ ἀλλά ἐπιπλέον ἐξοργίζει τόν Θεό ἐναντίον τοῦ προσευχομένου.
  Tούς τινάς, πού ἔδωσαν τήν ἀφορμή γιά νά πεῖ ὁ Kύριος τήν παραβολή, τούς χαρακτηρίζει ὁ Λουκᾶς ὡς πεποιθότας ἐφ’ ἑαυτοῖς ὅτι εἰσὶ δίκαιοι, καὶ ἐξουθενοῦντας τοὺς λοιπούς. Προφανῶς ἀνάμεσα σέ ἐκείνους πού ἀκολουθοῦσαν τόν Ἰησοῦ ἦταν κάποιοι οἱ ὁποῖοι φέρονταν μέ πνεῦμα φαρισαϊκό, ἀγέρωχα καί ὑπεροπτικά. Αἰτία τῆς ὑπεροψίας τους ἦταν ἡ αὐτοπεποίθησή τους. Θεωροῦσαν τόν ἑαυτό τους «δίκαιο», δηλαδή πιστό τηρητή τοῦ νόμου, εὐσεβῆ καί ἐνάρετο. Ὅλοι οἱ ἄλλοι στά μάτια τους ἦταν τιποτένιοι, ἐντελῶς ἀσήμαντοι καί ἀξιοκαταφρόνητοι, ὅπως δηλώνει ἡ μετοχή ἐξουθενοῦντας.
 

18,10. ἄνθρωποι δύο ἀνέβησαν εἰς τὸ ἱερὸν προσεύξασθαι, ὁ εἷς Φαρισαῖος καὶ ὁ ἕτερος τελώνης.
  Ἡ παραβολή διηγεῖται ὅτι δύο ἄνθρωποι πῆγαν στό ἱερόν, στόν χῶρο ὅπου βρισκόταν ὁ ναός, γιά νά προσευχηθοῦν. Ἐπειδή τό ἱερὸν κάλυπτε τόν λόφο Μορία, τό ψηλότερο σημεῖο τῶν Ἰεροσολύμων, λέγεται ὅτι οἱ ἄνθρωποι αὐτοί ἀνέβησαν εἰς τὸ ἱερὸν προσεύξασθαι, ἐνῶ γιά τήν ἀντίστροφη κίνηση θά χρησιμοποιήσει παρακάτω τό «κατέβη» (στ. 14). Στό ἱερό ἀνέβαιναν οἱ Ἰουδαῖοι καί γιά τήν δημόσια λατρεία, πού γινόταν σέ τακτές ὧρες, ἀλλά καί γιά τήν ἰδιωτική τους προσευχή, ὁποιαδήποτε ὥρα.
  Ἀπό τούς δύο ἀνθρώπους τῆς παραβολῆς ὁ ἕνας ἦταν φαρισαῖος καί ὁ ἄλλος τελώνης. Ὁ Ἰησοῦς ἐπιλέγει δύο ἀντιπροσωπευτικούς τύπους, τούς ὁποίους παρουσιάζει παράλληλα, ὥστε νά γίνει ἐμφανέστερη ἡ ἀντίθεση ἀνάμεσα στήν ἔπαρση πού δημιουργεῖ τό αἴσθημα τῆς αὐτοδικαίωσης καί στήν ταπεινοφροσύνη πού γεννᾶ ἡ συναίσθηση τῆς ἁμαρτωλότητος. Τούς παρουσιάζει μάλιστα σέ μία ὥρα ὑπέρτατης εἰλικρίνειας, στήν ὥρα τῆς ἀτομικῆς προσευχῆς, ὅπου ἀφήνουν νά ξεχυθεῖ μπροστά στόν Θεό ὁ ἐσωτερικός τους κόσμος. Πράγματι τήν ὥρα τῆς προσευχῆς, ὅταν αὐτή εἶναι αὐθόρμητη, παρουσιάζεται τό ἀκριβέστερο καρδιογράφημα καί ψυχογράφημα τοῦ ἀνθρώπου, φανερώνεται ἡ πραγματική πνευματική του ποιότητα.
 

18,11-12. Ὁ Φαρισαῖος σταθεὶς πρὸς ἑαυτὸν ταῦτα προσηύχετο· ὁ Θεός, εὐχαριστῶ σοι ὅτι οὐκ εἰμὶ ὥσπερ οἱ λοιποὶ τῶν ἀνθρώπων, ἅρπαγες, ἄδικοι, μοιχοί, ἢ καὶ ὡς οὗτος ὁ τελώνης· νηστεύω δὶς τοῦ σαββάτου, ἀποδεκατῶ πάντα ὅσα κτῶμαι.
  Ἡ φράση σταθεὶς πρὸς ἑαυτὸν ὑποδηλώνει τήν ἐπιτηδευμένη στάση τοῦ φαρισαίου, «τὸ ὑψηλόφρον αὐτοῦ καὶ ἀταπείνωτον», ἴσως καί τήν περίβλεπτη θέση πού κατέλαβε μέσα στό ἱερό, προφανῶς στήν αὐλή τῶν ἀνδρῶν. Σάν κόκορας πού τεντώνει τόν λαιμό του γιά νά βγάλει δυνατή φωνή ὥστε νά ἀκουσθεῖ, στάθηκε σέ κάποια ἀπόσταση ἀπό τούς ἄλλους, τούς ὁποίους βέβαια θεωροῦσε σαφῶς κατώτερους ἀπό τόν ἑαυτό του καί ἀνάξιους λόγου. Δέν εἶναι φανταστική ἡ σκηνή, ὅπως τήν παρουσιάζει ὁ Ἰησοῦς. Στό Ταλμούδ ὑπάρχουν προσευχές παρόμοιες μέ αὐτή τῆς παραβολῆς τίς ὁποῖες ἀπήγγελλαν οἱ φαρισαῖοι «ἐν ταῖς συναγωγαῖς καὶ ἐν ταῖς ρύμαις» (Mθ 6,2).
  Τό ἀπαράδεκτο περιεχόμενο τῆς προσευχῆς τοῦ φαρισαίου ὑπαινίσσεται ἡ φράση ταῦτα προσηύχετο, τήν ὁποία ἀναλύει ἡ συνέχεια τοῦ λόγου. Προσευχόταν ὁ φαρισαῖος, ἀλλά μέ ἕναν τρόπο ἀσεβῆ καί ἀνεπίτρεπτο. Οὐσιαστικά δέν ἀπευθύνει στόν Θεό τήν προσευχή του· ἔχει τό θράσος νά τήν μεταβάλει σέ ἀσύστολη περιαυτολογία. Σκοτισμένος ἀπό τό πάθος τῆς ὑπερηφάνειας στρέφεται συνεχῶς γύρω ἀπό τόν ἑαυτό του, «αὐτολιβανίζεται» εἰς ἐπήκοον ὅλων. Χρησιμοποιεῖ τήν ἅγια ὥρα τῆς ἐπικοινωνίας μέ τόν Θεό ὡς μέσο αὐτοπροβολῆς καί ἀπαριθμεῖ τά κατορθώματά του, σάν νά ἦταν ἄγνωστα στόν παντογνώστη Θεό!
  Φαίνεται, βέβαια, ὅτι ἀρχίζει σωστά ἡ προσευχή, μέ εὐχαριστία πρός τόν Θεό· ὁ Θεός, εὐχαριστῶ σοι. Ἐντούτοις, ἡ εὐχαριστία τότε εἶναι εἰλικρινής, ὅταν ἀποτελεῖ ἔκφραση βαθειᾶς ταπεινοφροσύνης καί ὁ φαρισαῖος δέν διαθέτει αὐτή τήν ταπεινοφροσύνη. Γι’ αὐτό δέν ἀποδίδει στήν θεία χάρη τίς ἀρετές καί τά κατορθώματά του, ἀλλά ἐνῶ στρέφεται πρός τόν Θεό, ἐγκωμιάζει τόν ἑαυτό του ὡς ἀνώτερο ὅλων. Διατεινόμενος ὅτι οὐκ εἰμὶ ὥσπερ οἱ λοιποὶ τῶν ἀνθρώπων, ἀποδίδει στόν ἑαυτό του τήν πνευματική του ὑπεροχή, σάν νά τήν πέτυχε μέ τήν δική του δύναμη. Eἶναι ἀξιοσημείωτο ὅτι ὁ αὐτοέπαινος τοῦ φαρισαίου ἀκολουθεῖ τό γνωστό σχῆμα τοῦ νόμου· «ἔκκλινον ἀπὸ κακοῦ καὶ ποίησον ἀγαθόν». Ὁ ἴδιος εἶχε τήν συναίσθηση ὅτι ὄχι μόνο δέν κάνει ὅ,τι κακό ἀπαγορεύει ὁ νόμος τοῦ Θεοῦ, ἀλλά καί ἐκπληρώνει κάθε καλό πού ἀπαιτεῖ. Δέν ἀρκεῖται, ὡστόσο, νά ἐπαινέσει ἁπλῶς τίς ὑποτιθέμενες ἀρετές του. Προχωρεῖ στήν κατάκριση ὅλων τῶν ἄλλων, γιά νά τονίσει τήν ὑπεροχή του. «Ἡ συμπεριφορά του δείχνει ἄνθρωπο πού δέν ἀναγνωρίζει πώς ὅ,τι ἔχει τό χρωστᾶ στόν Θεό. Ἄν πίστευε ὅτι μέ τήν χάρη τοῦ Θεοῦ ἔχει τά καλά, δέν θά ἐξουθένωνε τούς ἄλλους. Θά σκεπτόταν ὅτι καί ὁ ἴδιος ἐπίσης εἶναι γυμνός, ὅσον ἐξαρτᾶται ἀπό τόν ἑαυτό του. Δωρεάν τόν ἔντυσε ἡ εὐσπλαγχνία τοῦ Θεοῦ».
  Ὁ φαρισαῖος δέν περιορίζεται στήν καταδίκη ἑνός ἀορίστου πλήθους. Ἐξουθενώνει τόν παρόντα τελώνη, γιά νά τόν δεῖ νά ὑποφέρει ἀπό τά δηκτικά του λόγια, καί νά ἱκανοποιηθεῖ ἔτσι περισσότερο ἡ ἀλαζονική του ἔπαρση. Μέ τό ὡς οὗτος ὁ τελώνης εἶναι σάν νά δείχνει μέ τό δάχτυλό του ὑπεροπτικά καί μέ ἀποτροπιασμό τό ἀντικείμενο τῆς ἀπόρριψης, τόν τελώνη. Δέν εὔχεται νά μετανοήσει, ὅπως πράγματι ὄφειλε νά συμπεριφερθεῖ ὁ φαρισαῖος ὡς ἄνθρωπος τοῦ Θεοῦ, ὁ ὁποῖος θέλει τήν σωτηρία τοῦ ἁμαρτωλοῦ· «μὴ θελήσει θελήσω τὸν θάνατον τοῦ ἀνόμου, λέγει Kύριος, ὡς τὸ ἀποστρέψαι αὐτὸν ἐκ τῆς ὁδοῦ τῆς πονηρᾶς καὶ ζῆν αὐτόν;» (Ἰζ 18,23). Oὔτε κἄν περνάει ἀπό τό μυαλό τοῦ φαρισαίου ἡ σκέψη ὅτι ἐφόσον βρίσκεται στόν ναό ὁ τελώνης καί μάλιστα προσεύχεται, μπορεῖ νά ἔχει ξεκινήσει ἤδη μία καλύτερη ζωή.
  Τριπλό εἶναι τό καύχημα τοῦ φαρισαίου. Ἀφορᾶ: α) Στήν μοναδική δικαιοσύνη του· οὐκ εἰμὶ ὥσπερ οἱ λοιποὶ τῶν ἀνθρώπων, ἅρπαγες, ἄδικοι, μοιχοί, ἢ καὶ ὡς οὗτος ὁ τελώνης. Ἡ μέθη τῆς ὑπερηφάνειας ὁδηγεῖ τόν φαρισαῖο σέ παραλογισμό. Ἐπειδή δέν βρίσκει τίποτε ἀξιόλογο στόν ἑαυτό του γιά νά τό ἐπαινέσει, μισάνθρωπα ὑποτιμᾶ καί κατακρίνει ὅλους τούς ἄλλους ἀνθρώπους, καί μάλιστα τόν τελώνη πού εἶναι κοντά του, προκειμένου νά προβάλει τήν δική του ὑποτιθέμενη ὑπεροχή. Εὐτυχῶς, δηλαδή, πού οἱ ἄλλοι κατά τήν ἀντίληψή του ἦταν ἄθλιοι, διότι διαφορετικά θά κατέρρεε τό πιό μεγάλο μέρος τῆς δικῆς του ἀρετῆς!
  β) Στήν ὑπέρτακτη νηστεία του· νηστεύω δὶς τοῦ σαββάτου, ἄρα ὑπερέχω στήν ἐγκράτεια ἔναντι τῶν «λοιπῶν» πού εἶναι ἀκρατεῖς καί μοιχοί. «Σάββατο» λεγόταν ὁλόκληρη ἡ ἑβδομάδα παίρνοντας τό ὄνομά της ἀπό τήν τελευταία ἡμέρα τῆς ἀναπαύσεως· Σαββάτ θά πεῖ ἀνάπαυση. Ὁ νόμος ὅριζε μόνο μία ἡμέρα νηστείας τό χρόνο, τήν ἡμέρα τοῦ ἐξιλασμοῦ (βλ. Λε 23,27- 32). Στήν ἱστορία τοῦ Ἰσραήλ ὅμως, πρός τιμήν κάποιων γεγονότων, καθιερώθηκαν ἔκτακτες νηστεῖες· αὐτές γίνονταν Δευτέρα καί Πέμπτη (βλ. Zα 8,19). Κάποιοι φαρισαῖοι ἐντούτοις, γιά προσωπικούς λόγους, γενίκευσαν αὐτή τήν ἔκτακτη συνήθεια· νήστευαν κάθε Δευτέρα καί Πέμπτη. Τό δεύτερο καύχημα τοῦ φαρισαίου, λοιπόν, εἶναι ὅτι ἐκτελεῖ περισσότερα ἀπό ὅσα διατάζει ὁ νόμος, ἄρα, κατά τήν γνώμη του, ὁ Θεός εἶναι ὑποχρεωμένος ἀπέναντί του γιά τά ἀξιόμισθα ἔργα του!
  γ) Στήν ἀκριβῆ τήρηση τοῦ νόμου· ἀποδεκατῶ πάντα ὅσα κτῶμαι, σέ ἀντίθεση πρός τίς ἁρπαγές καί τίς ἀδικίες τῶν «λοιπῶν». Ἡ ἀποδεκάτωση ὅλων τῶν γεωργικῶν καί κτηνοτροφικῶν προϊόντων ἦταν ἀπαίτηση τοῦ μωσαϊκοῦ νόμου (Δε 14,22). Oἱ φαρισαῖοι, συνήθως, δέν ἦταν οὔτε γεωργοί οὔτε κτηνοτρόφοι, ὅπως οἱ ἁπλοί χωρικοί, τούς ὁποίους περιφρονητικά ἀποκαλοῦσαν «ἄμ χάαρετς», λαό τῆς γῆς. Aὐτοί ἐπιδίδονταν σέ ἄλλα ἐπαγγέλματα, ἦταν βιοτέχνες, ἐπιχειρηματίες, ἔμποροι κτλ. Ὡστόσο, γιά νά παρουσιάζονται ὡς ἀκριβεῖς τηρητές τοῦ νόμου καλλιεργοῦσαν σέ μικρά κηπάρια ἤ σέ γλάστρες κάποια φυτά (ἄνηθο, ἡδύοσμο κτλ.) καί ἀπό αὐτά πρόσφεραν στόν ναό τό ἕνα δέκατο τῆς παραγωγῆς (Mθ 23,23· Λκ 11,42). Ἡ τήρηση, λοιπόν, τοῦ νόμου, γιά τήν ὁποία καυχᾶται ὁ φαρισαῖος τῆς παραβολῆς, ἦταν μόνο φαινομενική καί στήν πραγματικότητα ἀποτελοῦσε θεοεμπαιξία. Γιά τόν «ἁμαρτωλό» λαό ἡ θρησκεία ἦταν δαπανηρή, χωρίς νά ἐξασφαλίζει κανένα καύχημα. Γιά τούς «ἁγίους» φαρισαίους ἀποδεικνυόταν ἀδάπανη καί πηγή καυχημάτων. Τό κέντρο τοῦ κόσμου γιά τόν φαρισαῖο εἶναι τό ἐγώ του, γύρω ἀπό τό ὁποῖο στρέφονται ὁ Θεός καί ὅλοι οἱ ὑπόλοιποι ἄνθρωποι. Αἰσθάνεται τόσο αὐτάρκης, βέβαια, ὥστε ὁ Θεός τοῦ χρειάζεται μόνο γιά νά ἀναγνωρίζει τίς ἀρετές του, ἐνῶ οἱ ἄλλοι ἄνθρωποι εἶναι γι’ αὐτόν ἕνα μέτρο σύγκρισης, γιά νά ἐξαίρεται ἡ δική του ὑπεροχή. Γι’ αὐτό καί στήν προσευχή του δέν ζητᾶ κάτι ἀπό τόν Θεό, ἀλλά ἐγκωμιάζει τόν ἑαυτό του. «Τοῦτο», παρατηρεῖ ὁ ἅγιος Αὐγουστῖνος, «εἶναι χλευασμός ἀπό μέρους τοῦ προσευχομένου».
 

18,13. Καὶ ὁ τελώνης μακρόθεν ἑστὼς οὐκ ἤθελεν οὐδὲ τοὺς ὀφθαλμοὺς εἰς τὸν οὐρανὸν ἐπᾶραι, ἀλλ’ ἔτυπτεν εἰς τὸ στῆθος αὐτοῦ λέγων· ὁ Θεός, ἱλάσθητί μοι τῷ ἁμαρτωλῷ.
  Ὁ τελώνης δέν διαμαρτύρεται γιά τά πικρόχολα λόγια τοῦ φαρισαίου. Δέν φαίνεται νά ἀγανακτεῖ. Τόν ἀπασχολεῖ μόνο ἡ ἁμαρτωλότητά του. Αὐτήν ἦλθε νά καταθέσει μπροστά στόν Θεό. Ἡ στάση του, οἱ χειρονομίες καί τά λόγια του φανερώνουν τήν πλήρη συναίσθηση τῆς ἁμαρτωλότητός του καί τήν ταπεινή διάθεση τῆς ψυχῆς του. Ἔνιωθε ἀνάξιος νά πλησιάσει στόν ναό, ἐκεῖ ὅπου κατοικοῦσε ὁ πανάγιος Θεός. Στάθηκε μακριά, μακρόθεν ἑστώς, σέ κάποια ἄκρη τῆς αὐλῆς τῶν ἀνδρῶν. Γι’ αὐτό ἀκριβῶς, σχολιάζει ὁ ἅγιος Αὐγουστῖνος, «ὁ Θεός τόν πλησίασε εὐκολώτερα. Δέν τολμοῦσε (ὁ τελώνης) οὔτε τά μάτια του νά σηκώσει στόν οὐρανό καί εἶχε ἤδη μαζί του Ἐκεῖνον πού δημιούργησε τόν οὐρανό». Ὁ Θεός ἦταν δίπλα στόν ἁμαρτωλό καί μακριά ἀπό τόν δίκαιο!
  Δέν ἤθελε οὔτε τά μάτια του νά σηκώσει στόν οὐρανό, διότι τόν ταπείνωνε ἡ συναίσθηση τῶν ἁμαρτιῶν του· ἀπό τήν ντροπή ἤ καί ἀπό τόν φόβο τῆς θεϊκῆς τιμωρίας δέν τολμοῦσε νά ὑψώσει τό βλέμμα του. Μέ σκυμμένο τό κεφάλι ἔτυπτεν εἰς τὸ στῆθος αὐτοῦ, χτυποῦσε τό στῆθος, πού κάλυπτε τήν καρδιά του, τήν ἕδρα τῶν πονηρῶν διαλογισμῶν καί ἀποφάσεων. Σάν νά ἤθελε νά τήν κάνει νά πονέσει γιά τόν πόνο πού τοῦ προξένησε σπρώχνοντάς τον στήν ἁμαρτία· σάν νά προσπαθοῦσε νά τήν ἀφυπνίσει ἀπό τόν βαθύ της λήθαργο ἤ νά γκρεμίσει τόν παλιό ἐσωτερικό του κόσμο, γιά νά χτίσει τόν νέο.
  Βυθισμένος σέ τέτοια συντριβή καί κατάνυξη ὁ τελώνης δέν ἔβρισκε τό κουράγιο νά πεῖ πολλά λόγια στόν Θεό. Ἐπαναλάμβανε μία σύντομη ἀλλά καρδιόβγαλτη προσευχή· ὁ Θεός, ἱλάσθητί μοι τῷ ἁμαρτωλῷ. Δέν ὑπάρχουν ἐκφραστικώτεροι λόγοι γιά νά δείξουν τό μέγεθος τῆς συντριβῆς του. Kαί ἀκριβῶς αὐτή ἡ συντριβή κάνει τούς λόγους τοῦ τελώνη πολύ πιό ἀποτελεσματικούς ἀπό τά ἀξιέπαινα ἔργα τοῦ φαρισαίου, ὅπως ἐπισημαίνει ὁ ἅγιος Xρυσόστομος: «Tά λόγια ξεπέρασαν τά ἔργα καί οἱ λέξεις νίκησαν τίς πράξεις. Ὁ ἕνας (ὁ φαρισαῖος) πρόβαλε δικαιοσύνη καί νηστεία καί εἰσφορές, ὁ ἄλλος (ὁ τελώνης) ἁπλές λέξεις καί ἀπομάκρυνε ὅλα τά ἁμαρτήματα. Διότι ὁ Θεός δέν ἄκουσε μόνο τίς λέξεις, ἀλλά εἶδε καί τό φρόνημα μέ τό ὁποῖο τίς πρόφερε καί ἐπειδή τό βρῆκε ταπεινό καί συντετριμμένο, τόν ἐλέησε φιλάνθρωπα».
  Κανέναν δέν περιεργάζεται ὁ τελώνης, κανέναν δέν κατηγορεῖ, σέ καμία ἀρετή του δέν ἀναφέρεται. Ζητᾶ μόνο τό θεῖο ἔλεος. Ἀφήνει μία κραυγή αὐτοκατάκρισης καί ὁμολογεῖ μέ εἰλικρίνεια τήν ἐνοχή του. Δέν κάνει καμία προσπάθεια νά δικαιολογηθεῖ. Ὁ ἑαυτός του μόλις ἐμφανίζεται ὡς τό ἀντικείμενο τοῦ θείου ἱλασμοῦ. Ἡ τελωνική κακοήθεια δέν κατόρθωσε νά διαφθείρει ἐντελῶς τόν ἐσωτερικό του κόσμο. Ἄφησε ἄθικτο τό βάθος του, ὅπου ἔμενε θαμμένη ἡ ἀνθρώπινη εὐγένεια. Μέ τήν ταπείνωση καί τήν μετάνοια συντελέσθηκε ἡ νεκρανάστασή του. Ἀνατόμος τῆς ἀνθρώπινης ψυχῆς ὁ ἅγιος Xρυσόστομος ἐπισημαίνει ὅτι στά λόγια τοῦ τελώνη δέν φαίνεται ἁπλῶς ἡ ταπεινοφροσύνη, ἀλλά ἡ εὐγνωμοσύνη τῆς καρδιᾶς του καί ἐξηγεῖ: «Ἔργο τῆς ταπεινοφροσύνης εἶναι ὅταν κάποιος ἐνῶ ἔχει τήν συνείδηση ὅτι ἔκανε μεγάλα ἔργα, δέν φαντάζεται τίποτε μεγάλο γιά τόν ἑαυτό του. Eὐγνωμοσύνη εἶναι ὅταν ὄντας ἁμαρτωλός τό ὁμολογεῖ. Ἄν, λοιπόν, αὐτός πού εἶχε τήν συνείδηση ὅτι δέν ἔκανε τίποτε καλό, ἐπειδή ὁμολόγησε αὐτό πού ἦταν, ἔκαμψε σέ τόση εὔνοια τόν Θεό, πόση παρρησία θά ἀπολαύσουν ἐκεῖνοι πού ἐνῶ ἔχουν νά ποῦν πολλά κατορθώματα, τά λησμονοῦν ὅλα καί συγκαταριθμοῦν τόν ἑαυτό τους στούς ἐσχάτους;».
 

18,14. Λέγω ὑμῖν, κατέβη οὗτος δεδικαιωμένος εἰς τὸν οἶκον αὐτοῦ ἢ γὰρ ἐκεῖνος· ὅτι πᾶς ὁ ὑψῶν ἑαυτὸν ταπεινωθήσεται, ὁ δὲ ταπεινῶν ἑαυτὸν ὑψωθήσεται.
  Ὁ Ἰησοῦς Xριστός κάνοντας χρήση τῆς ἰδιότητός του ὡς κριτοῦ ἤ μᾶλλον ὡς Θεοῦ, πού δέχεται τίς προσευχές τῶν ἀνθρώπων καί ἔχει τήν ἁρμοδιότητα νά τίς κρίνει, ἀποφαίνεται γιά τό ἀποτέλεσμα τῶν δύο προσευχῶν τίς ὁποῖες παρουσίασε ἡ παραβολή. Μιλᾶ μέ κῦρος καί ἐξουσία εἰσάγοντας τόν λόγο μέ τό λέγω ὑμῖν, πού δέν ἀφήνει κανένα περιθώριο ἀμφισβητήσεως. «Ἄκουσες τόν ἀλαζόνα κατήγορο, ἄκουσες τόν ταπεινό ὑπόδικο, ἄκου τώρα τόν κριτή», σημειώνει ὁ ἅγιος Aὐγουστῖνος.
  Θά προξένησε, ὡστόσο, ἔκπληξη στούς ἀκροατές τῆς παραβολῆς τό γεγονός ὅτι κατέβη οὗτος (ὁ τελώνης) δεδικαιωμένος εἰς τὸν οἶκον αὐτοῦ ἢ γὰρ ἐκεῖνος. Ἀπό τόν ναό ἔφυγε λυτρωμένος, ἔχοντας λάβει τήν ἄφεση τῶν ἁμαρτιῶν του καί τήν εἰρήνη τῆς ψυχῆς του, ὁ τελώνης καί ὄχι ὁ φαρισαῖος. Στά μάτια τοῦ Θεοῦ «δίκαιος» δέν ἦταν ὁ φαρισαῖος πού καλλιεργοῦσε μέσα του τήν ψευδαίσθηση τῆς αὐτοδικαίωσης, ἀλλά ὁ ἁμαρτωλός μά ταπεινός τελώνης. Tήν ἀλήθεια αὐτή παρουσιάζει ὁ ἅγιος Χρυσόστομος μέ τήν ἑξῆς χαρακτηριστική εἰκόνα: Δύο ἅρματα ἀνταγωνίζονται στήν ταχύτητα. Στό ἕνα ἔχουν ζευχθεῖ ἡ δικαιοσύνη καί ἡ ὑπερηφάνεια, στό ἄλλο ἡ ἁμαρτία καί ἡ ταπεινοφροσύνη. Τό βάρος καί ὁ ὄγκος τῆς ὑπερηφάνειας ἀναγκάζει τό πρῶτο ἅρμα νά καθυστερεῖ πολύ. Ἀντίθετα, ἡ μεγάλη δύναμη τῆς ταπεινοφροσύνης νικᾶ τήν ἀσθένεια τῆς ἁμαρτίας. Τήν νίκη κερδίζει πανηγυρικά τό δεύτερο ἅρμα.
  Tό συμπέρασμα τῆς παραβολῆς βγαίνει ἀβίαστα· πᾶς ὁ ὑψῶν ἑαυτὸν ταπεινωθήσεται, ὁ δὲ ταπεινῶν ἑαυτὸν ὑψωθήσεται. Μέ τίς ἴδιες ἀκριβῶς λέξεις ὁ Κύριος δίδαξε προηγουμένως τήν ταπεινοφροσύνη στούς φαρισαίους πού ἐπιδίωκαν τίς πρωτοκλισίες στά δεῖπνα (βλ. Λκ 14,11). Ἴσως νά χρησιμοποιοῦσε συχνά τήν φράση αὐτή ὡς ἀξίωμα στήν διδασκαλία του πρός τούς φαρισαίους.
  Ὁ φαρισαῖος τῆς παραβολῆς ὑψῶν ἑαυτόν, ὅπως παρατηρεῖ ὁ ἅγιος Κύριλλος, ταπεινώθηκε, «κατέπεσε εἰς τὸ τῆς ἀτιμίας βάραθρον» ἐνῶ ὁ τελώνης ἀπό τήν ἐπονείδιστη ζωή «εἰς μακαρίαν ἐπανῆλθε κατάστασιν». Zωηρά καί παραστατικά ἐκφράζει τήν ἀλήθεια αὐτή ἡ ὑμνολογία τῆς Ἐκκλησίας. Ἀναφέρω ἐνδεικτικά τό ἀκόλουθο τροπάριο: «Ταπεινώσεως ὡς κλίμακι χρησάμενος τρόπῳ τελώνης, πρὸς οὐρανῶν ὕψος ἐπήρθη· τῆς ἀλαζονείας δὲ ἀρθεὶς κουφότητι δείλαιος σαθρᾷ ὁ φαρισαῖος καταντᾷ πρὸς Ἅδου πέταυρον». Σκάλα γερή, πού ἀνεβάζει τόν τελώνη ὥς τόν οὐρανό, εἶναι ἡ ταπείνωση. Σκάλα σαθρή, πού κατεβάζει τόν φαρισαῖο στό βάραθρο τοῦ ἅδη, εἶναι ἡ ἀλαζονεία. Ἀναρίθμητα παραδείγματα ἀποδεικνύουν πόσο ὀλέθρια εἶναι ἡ ἀλαζονεία καί πῶς ἡ ταπεινοφροσύνη, πράγματι, ἀνυψώνει τόν ἄνθρωπο στά μάτια τῶν συνανθρώπων του ἀλλά καί στήν δόξα τοῦ Θεοῦ.

Στεργίου Σάκκου, Ἑρμηνεία στό κατά Λουκᾶν Εὐαγγέλιο, τόμ. Γ΄, σελ. 52-62
Τετάρτη, 23 Δεκέμβριος 2020 02:00

Κυρ. μετά τήν Χριστοῦ Γέννησιν Μθ 2,13-23

῾Η φυγή στήν Αἴγυπτο, ἡ σφαγή τῶν νηπίων

  Τό εὐαγγελικό ἀνάγνωσμα πού διαβάζεται τήν Κυριακή μετά τήν ἑορτή τῆς  Γεννήσεως τοῦ Χριστοῦ (2,13-23) περιέχει τά γεγονότα πού συνέβησαν ὕστερα ἀπό τήν ἀναχώρηση τῶν μάγων. ῾Ο ᾿Ιωσήφ παίρνει μήνυμα θεϊκό νά φύγει στήν Αἰγυπτο μαζί μέ τό παιδί καί τή μητέρα του Μαρία, ἐνῶ ὁ ῾Ηρώδης διατάσσει τούς στρατιῶτες του νά φονεύσουν ὅλα τά βρέφη στή Βηθλεέμ καί στή γύρω περιοχή. Μετά τό θάνατο τοῦ ῾Ηρώδη ὁ ᾿Ιωσήφ ἐπανέρχεται στήν Παλαιστίνη καί ἐγκαθίσταται στή Ναζαρέτ μέ τόν ᾿Ιησοῦ καί τήν Παρθένο.  
 

α) ῾Η φυγή στήν Αἴγυπτο (2,13-15)

2,13. ᾿Αναχωρησάντων δέ αὐτῶν ἰδού ἄγγελος Κυρίου φαίνεται κατ᾿ ὄναρ τῷ ᾿Ιωσήφ λέγων· ἐγερθείς παράλαβε τό παιδίον καί τήν μητέρα αὐτοῦ καί φεῦγε εἰς Αἴγυπτον, καί ἴσθι ἐκεῖ ἕως ἄν εἴπω σοι· μέλλει γάρ ῾Ηρῴδης ζητεῖν τό παιδίον τοῦ ἀπολέσαι αὐτό.
   ᾿Αναχωρησάντων δέ αὐτῶν: Αὐτοί πού ἀναχώρησαν ἦταν οἱ μάγοι, δηλαδή σοφοί ἐπιστήμονες τῆς ἐποχῆς ἐκείνης ἀπό τό λαό τῶν Περσῶν ἤ τῶν  Χαλδαίων.  ῏Ηταν ἀπό ἐκεῖνες τίς ἐκλεκτές ψυχές πού παρότι ζοῦσαν μέσα στόν εἰδωλολατρικό κόσμο, διψοῦσαν γιά λύτρωση καί περίμεναν τόν Σωτήρα. Εἶχαν ἔρθει στή Βηθλεέμ ἀκολουθώντας τόν ἀστέρα πού φάνηκε στήν ᾿Ανατολή καί τίς πληροφορίες πού πῆραν ἀπό τόν ῾Ηρῴδη. Στή Βηθλεέμ προσκύνησαν τό θεῖο Βρέφος καί τήν ἁγία Μητέρα του, πρόσφεραν τά δῶρα τους καί μέ τήν καθοδήγηση τοῦ Θεοῦ ἐπέστρεψαν στή χώρα τους ἀπό ἄλλο δρόμο γιά νά μή τούς ἀντιληφθεῖ ὁ ῾Ηρῴδης.
   ῞Οταν οἱ μάγοι ἀναχώρησαν, ἄγγελος Κυρίου φανερώθηκε σέ ὄνειρο στόν ᾿Ιωσήφ. Φαίνεται ὅτι παρουσιάστηκε τήν ἴδια νύκτα πού ἔφυγαν οἱ μάγοι, πρίν προλάβει νά πληροφορηθεῖ  ὁ βασιλιάς ῾Ηρῴδης ὅτι ἀκολούθησαν ἄλλο δρόμο. ῞Ολα μαρτυροῦν τήν ἰδιάζουσα πρόνοια τοῦ Θεοῦ γιά τή διάσωση τοῦ νεογέννητου ᾿Ιησοῦ Χριστοῦ.
   Παράλαβε τό παιδίον: ῾Ο Χριστός εἶναι τό παιδίον ἐκεῖνο, γιά τό ὁποῖο ὁ προφήτης ᾿Ησαΐας διακηρύττει· «Παιδίον ἐγενήθη ἡμῖν, υἱός καί ἐδόθη ἡμῖν» (9,6) καί ὁ Θεός Πατέρας λέγει· «Υἱός μου εἶ σύ, ἐγώ σήμερον γεγέννηκά σε» (Ψα 2,7). Δέν εἶναι ἕνα συνηθισμένο παιδί, ὅπως κάθε ἄνθρωπος, ἀλλά προϋπῆρχε αἰώνια. ῾Η γέννησή του δέν εἶναι ἡ ἀρχή τῆς ὑπάρξεώς του, ἀλλά ἡ ἀρχή τῆς «ἐπί γῆς παρουσίας του». Δέν γεννᾶται ἐκ σπέρματος ἀνδρός, ἀλλά ἐκ Πνεύματος ἁγίου καί ἐκ τῆς Παρθένου. Γι’ αὐτό γίνεται «σημεῖον ἀντιλεγόμενον».
   ῾Ο ἄγγελος δέν λέει στόν ᾿Ιωσήφ «τήν γυναίκα σου», ὅπως μέχρι τώρα ὀνόμαζε τήν Παναγία, ἀλλά τήν μητέρα αὐτοῦ, τοῦ παιδιοῦ. Τοῦ μιλάει  ξεκάθαρα πλέον ἀφοῦ ὅλα τά θαυμαστά γεγονότα τῆς γέννησης αὐτοῦ τοῦ παιδιοῦ ἔχουν διαλύσει κάθε ὑποψία.
   ῾Η Αἴγυπτος ἦταν ἡ πλησιέστερη γειτονική χώρα πρός τήν ᾿Ιουδαία. Βρισκόταν κι αὐτή στήν κατοχή τῶν Ρωμαίων, ἀλλά ὄχι στήν ἐξουσία τοῦ ῾Ηρώδη. Γι᾿ αὐτό ὁ ἄγγελος προστάζει τόν ᾿Ιωσήφ  φεῦγε εἰς Αἴγυπτον, νά καταφύγει στήν Αἴγυπτο. ῾Η χώρα αὐτή ἄλλωστε ὑπῆρξε συχνά τόπος καταφυγῆς γιά ὅσους κινδύνευαν ἀπό τούς ἰσχυρούς ἄρχοντες τῆς ᾿Ιερουσαλήμ (βλ. Γ´ Βα 11,40· ᾿Ιε 33,21· 48,17· 50,6). ῾Η Αἴγυπτος ἦταν γεωγραφικά κατάλληλη γιά τή μετανάστευση τῶν ᾿Ιουδαίων.
   ῾Ο χρόνος τῆς ἐπανόδου στήν Παλαιστίνη δέν ἀποκαλύφθηκε στόν ᾿Ιωσήφ. ῾Ο ἄγγελος τοῦ εἶπε μόνο ἕως ἄν εἴπω σοι. ῎Επρεπε, δηλαδή νά περιμένει ἀδιαμαρτύρητα μέ ὑπομονή καί ἀφοσίωση στήν ἀποστολή του τήν ἐντολή τοῦ Θεοῦ. Στήν περίπτωση αὐτή δοκιμάστηκε καί πάλι ἡ πίστη τοῦ ᾿Ιωσήφ.
   Μέλλει γάρ ῾Ηρῴδης ζητεῖν τό παιδίον τοῦ ἀπολέσαι αὐτό: ῾Ο ῾Ηρῴδης,  ἄνθρωπος πονηρός καί σατανικός ἦταν γιά πολλά χρόνια βασιλιάς τῆς Παλαιστίνης. ῞Οταν γεννήθηκε ὁ Χριστός βρισκόταν στά 3-4 τελευταῖα χρόνια τῆς ζωῆς του. Φιλόδοξος καί πολύ καχύποπτος, φοβόταν καί ἔτρεμε γιά τή βασιλεία του, κι ἔσφαζε τόν κάθε ὕποπτο μέ τήν παραμικρή ἀφορμή. Δέν εἶχε οὔτε ἠθική οὔτε ἀνθρωπιά. ῎Εσφαξε τούς δύο γιούς του πού ἦταν διάδοχοί του, 2-3 γυναῖκες του, μιά ἀπό τίς πεθερές του καί πολλούς ἄλλους ἀπό τό συγγενικό του περιβάλλον. Τήν ἀπαίσια συμπεριφορά του στιγμάτισε ὁ Αὔγουστος μ᾿ ἕνα λόγο-λογοπαίγνιο στά ἀρχαῖα ἑλληνικά· Εἶναι προτιμότερο νά εἶναι κανείς «ὗς», παρά «υἱός» τοῦ ῾Ηρώδη. Νά εἶναι δηλαδή γουρούνα, στήν αὐλή τοῦ ῾Ηρώδη, παρά γιός του. Χωρίς ὑπερβολή ὁ ῾Ηρῴδης εἶναι ἕνας ἀπό τούς πιό αἱμοβόρους ἀνθρώπους, πού πέρασε ἀπό τήν ἱστορία. ῾Η Ρώμη γνώρισε μιά ἀπεχθῆ καί αἱμοσταγῆ περίοδο μέ αὐτοκράτορα τόν Νέρωνα καί ἡ ᾿Ιερουσαλήμ μία ἀντίστοιχη μέ βασιλιά τόν ῾Ηρώδη.
   ᾿Από τήν ἱερή ἱστορία διδασκόμαστε ὅτι πρέπει νά περιμένουμε στή ζωή μας πειρασμούς καί ἐπιβουλές·  Μέσα στή χαρά τῆς γεννήσεως τοῦ Χριστοῦ ὑπάρχει καί ὁ ῾Ηρώδης ἡ ἐνσάρκωση τῆς κακίας, τοῦ φθόνου καί τοῦ μίσους. ῾Η ἁγία οἰκογένεια μετά τήν προσκύνηση τῶν ποιμένων καί τῶν μάγων εἶχε νά ἀντιμετωπίσει πολλούς πειρασμούς, ἄλλους ἀπό αὐτούς ἔπρεπε νά τούς ἀποφύγει, ἄλλους νά τούς πολεμήσει καί ἄλλους νά τούς ὑπομείνει.
   ῾Ο ἅγιος Χρυσόστομος μᾶς ἐξηγεῖ γιατί δέν σώζονται οἱ μάγοι καί τό παιδί χωρίς νά χρειαστεῖ νά φύγουν μακριά, ἀλλά οἱ μέν ἀναχωροῦν στήν Περσία τό δέ βρέφος φυγαδεύεται μέ τή μητέρα του στήν Αἴγυπτο; «᾿Εάν ἔπεφτε ὁ ᾿Ιησοῦς στά χέρια τοῦ ῾Ηρώδη, ὅπως τά ἄλλα παιδιά, ἀλλά δέν φονευόταν δέν θά γινόταν πιστευτό ὅτι ἔλαβε σάρκα· θά ὑπῆρχε δυσπιστία γιά τή μεγάλη οἰκονομία τοῦ Θεοῦ. ᾿Εάν παρόλο πού συνέβησαν αὐτά, μερικοί τόλμησαν νά ποῦν ὅτι ἦταν μύθος (δοκητισμός) ἡ πρόσληψη τῆς σάρκας του, σκεφθεῖτε σέ ποιά μεγάλη ἀσέβεια θά ἔπεφταν, ἐάν ὅλα γινόταν ἀνάλογα μέ τήν δύναμη τοῦ Θεοῦ καί ὅπως ἁρμόζει σ᾿ Αὐτόν; Φυγαδεύει ὅμως γρήγορα τούς μάγους, γιά νά τούς κάνει διδασκάλους στήν περσική χώρα, ὥστε νά θεραπεύσει τή μανία τοῦ τυράννου, νά πνίξει τό θυμό του καί νά σταματήσει τή μάταιη προσπάθειά του. Διότι δέν εἶναι ἄξιο τῆς δυνάμεως τοῦ Θεοῦ μόνο τό νά νικᾶ φανερά τούς ἐχθρούς του ἀλλά καί εὔκολα νά τούς ἐξαπατᾶ. ῞Ομοια ἐξαπάτησε καί τούς Αἰγυπτίους γιά χάρη τῶν ᾿Ιουδαίων».
   Καί ὁ Θεοτόκης συμπληρώνει ὅτι ἡ φυγή στήν Αἴγυπτο ἔγινε γιά νά μάθουμε ἐμεῖς ὅτι θέλημα τοῦ Θεοῦ εἶναι νά φεύγουμε ἀπό ἐκεῖ πού βλέπουμε κίνδυνο, δίνοντας τόπο στήν ὀργή καί νά μή γινόμαστε ριψοκίνδυνοι.


2,14. ῾Ο δέ ἐγερθείς παρέλαβε τό παιδίον καί τήν μητέρα αὐτοῦ νυκτός καί ἀνεχώρησεν εἰς Αἴγυπτον.
 fygi aigypto  ῾Ο ᾿Ιωσήφ σηκώθηκε καί παρέλαβε τό παιδίον καί τήν μητέρα αὐτοῦ νυκτός. ῾Η διαταγή δέν δεχόταν καθυστέρηση. Τήν ἴδια νύχτα ὁ ᾿Ιωσήφ πῆρε τό δρόμο ἀπό τή Βηθλεέμ γιά τήν Αἴγυπτο. ῾Η εὐεργεσία πού προσφέρει ἡ νύχτα σ᾿ αὐτούς πού καταδιώκει ἡ μανία τοῦ ῾Ηρώδη εἶναι μεγάλη. Τούς δίνει τή δυνατότητα τῆς φυγῆς  χωρίς νά γίνουν ἀντιληπτοί.
   Καί ἀνεχώρησεν εἰς Αἴγυπτον· Δύο δρόμοι ὁδηγοῦσαν ἀπό τή Βηθλεέμ στήν Αἴγυπτο. ῾Ο πρῶτος διερχόταν ἀπό τήν παραλία τῆς Παλαιστίνης. Αὐτός ἦταν ὁ εὐκολότερος καί ὁ πιό συνηθισμένος δρόμος, βρισκόταν ὅμως κάτω ἀπό τήν ἐπίβλεψη τῆς φρουρᾶς τοῦ ῾Ηρώδη. ῾Ο δεύτερος δρόμος περνοῦσε νότια τῆς ᾿Ιερουσαλήμ ἀπό τίς πόλεις Χεβρών καί Βηρσαβεέ.
   Φεύγοντας ἀπό τή Βηθλεέμ ὁ ᾿Ιωσήφ καί ἡ Μαρία μέ τό παιδί, ἀναμφίβολα ἀκολούθησαν τόν δευτέρο δρόμο πού ἦταν δυσκολότερος καί μακρύτερος ἀλλά πιό ἀσφαλής ἀπό τήν ἀπειλή τοῦ ῾Ηρώδη. Μετά τή Χεβρών καί τή Βηρσαβεέ, θά προχωροῦσαν πρός τά δεξιά στόν ἐπίσημο ἀρχαῖο δρόμο τῶν καραβανιῶν, πού ἦταν κατά μῆκος τῆς Μεσογείου καί ἕνωνε τήν Παλαιστίνη μέ τήν Αἴγυπτο. Στή Βηρσαβεέ ἀρχίζει σήμερα, ὅπως καί τότε, ἡ ἀκατοίκητη καί ἀκαλλιέργητη στέππα καί πιό κάτω, πρός τό Δέλτα τοῦ Νείλου, ἐκτείνεται ἡ ἔρημος, ἡ «θάλασσα τῆς ἄμμου», ὅπως τή λένε. ᾿Εκεῖ ἐκτός ἀπό ἄμμο δέν βρίσκει κανείς τίποτα ἄλλο, οὔτε ἕνα θάμνο, οὔτε ἕνα χορταράκι, οὔτε μιά πέτρα. Τό ταξίδι στήν ἔρημο ἦταν σκληρό, ἐπίπονο καί ἐξαντλητικό, προπαντός ἐπειδή δέν ὑπῆρχε νερό. ῾Ο ᾿Ιωσήφ, ἡ Μαρία καί ὁ ᾿Ιησοῦς χρειάστηκαν περίπου ἐννέα ἕως δέκα μέρες πορεία γιά νά μεταβοῦν ἀπό τή Βηθλεέμ στά αἰγυπτιακά σύνορα.
   ῾Η χώρα αὐτή στήν ὁποία ἡ οἰκογένεια τοῦ ᾿Αβραάμ ἔγινε ἔθνος, φιλοξενεῖ τώρα τόν κατεξοχήν ἀπόγονο τοῦ ᾿Αβραάμ, τόν παντοδύναμο Κύριο ὁ ὁποῖος διώκεται καί ταλαιπωρεῖται ὡς πρόσφυγας καί μετανάστης. Δέν γνωρίζουμε σέ ποιό μέρος τῆς Αἰγύπτου ὁδήγησε ὁ ᾿Ιωσήφ τό παιδίον καί τήν μητέρα αὐτοῦ. Λέγεται ὅτι  κατέφυγε στήν Ματαρέα, κοντά στό Παλαιό Κάϊρο, ὅπου ἡ Βαβυλώνα τῆς Αἰγύπτου. ῎Αν καί ἡ παράδοση αὐτή πρωτοεμφανίζεται τόν ΙΓ´ αἰώνα.
   Εἶναι συγκινητικό καί διδακτικό νά σκεφτοῦμε ὅτι ὅπως ὁ ἰσραηλιτικός λαός ταλαιπωρήθηκε μέ τήν αἰχμαλωσία του στή Βαβυλώνα τῆς ᾿Ασσυρίας, ἔτσι καί ὁ Μεσσίας, ἀπό τόν πρῶτο χρόνο τῆς ἐπίγειας ζωῆς του, ὑπομένει ἐξορία σέ μιά ἄλλη Βαβυλώνα, στήν Αἴγυπτο.
 
2,15. καί ἦν ἐκεῖ ἕως τῆς τελευτῆς ῾Ηρῴδου, ἵνα πληρωθῇ τό ῥηθέν ὑπό τοῦ Κυρίου διά τοῦ προφήτου λέγοντος· ἐξ Αἰγύπτου ἐκάλεσα τόν υἱόν μου.
   ῾Ο εὐαγγελιστής Ματθαῖος δέν μᾶς ἔδωσε πληροφορίες οὔτε γιά τόν τόπο  ἀλλά οὔτε γιά τό χρόνο τῆς παραμονῆς τοῦ ᾿Ιησοῦ στήν Αἴγυπτο. Πολλά, βέβαια, εἶναι ἐκεῖνα πού γράφουν τά ᾿Απόκρυφα, ἀλλά πρόκειται γιά ἀποκυήματα φαντασίας.
   Μποροῦμε νά ποῦμε μέ βεβαιότητα ὅτι ὁ χρόνος παραμονῆς τῆς ἁγίας οἰκογένειας στήν Αἴγυπτο ἦταν σύντομος. ῎Αν ὁ ᾿Ιησοῦς γεννήθηκε στό τέλος τοῦ ἔτους 748 ἀπό κτίσεως Ρώμης, ἡ φυγή στήν Αἴγυπτο θά μποροῦσε νά τοποθετηθεῖ τήν ἄνοιξη ἤ τό θέρος τοῦ ἔτους 749. ῾Ο ᾿Ιωσήφ ἔμεινε στήν Αἴγυπτο ἕως τῆς τελευτῆς ῾Ηρῴδου. ῾Ο ῾Ηρώδης πέθανε τήν ἄνοιξη τοῦ 750 ἀπό κτίσεως Ρώμης, δηλαδή ἡ ἁγία οἰκογένεια βρισκόταν περίπου ἕνα χρόνο στήν Αἴγυπτο, ὅταν ἔφθασε ἡ εἴδηση τοῦ θανάτου τοῦ ῾Ηρώδη.
   ῞Ινα πληρωθῇ τό ῥηθέν ὑπό τοῦ Κυρίου διά τοῦ προφήτου: ῾Ο προφήτης εἶναι ὁ ᾿Ωσηέ ὁ ὁποῖος εἶπε· «ὅτι νήπιος ᾿Ισραήλ καί ἐγώ ἠγάπησα αὐτόν καί ἐξ Αἰγύπτου μετεκάλεσα τά τέκνα αὐτοῦ» (11,1). ῾Η πρώτη ἑρμηνεία τοῦ χωρίου ἐξ Αἰγύπτου ἐκάλεσα τόν υἱόν μου ἀναφέρεται στόν ἰσραηλιτικό λαό καί ἡ δεύτερη ἀποδίδεται στόν ᾿Ιησοῦ.
   Συχνά ἡ ἱστορία τοῦ ἔθνους τοῦ ᾿Ισραήλ θεωρεῖται ὡς τύπος καί προεικόνιση τῆς ζωῆς τοῦ Μεσσία. «Καί ἐάν ἀμφιβάλλουν οἱ ᾿Ιουδαῖοι γιά τήν προφητεία καί λένε ὅτι γι᾿ αὐτούς λέχθηκε ὁ λόγος, θά τούς ἀπαντήσουμε ὅτι αὐτός εἶναι ὁ νόμος τῆς προφητείας· πολλές φορές διατυπώνεται γι᾿ ἄλλα πράγματα καί ἐκπληρώνεται σέ ἄλλα», διδάσκει ὁ ἅγιος Χρυσόστομος.

β) ῾Η σφαγή τῶν νηπίων (2,16-18)

   ῾Η σφαγή τῶν παιδιῶν, πού περιγράφεται στούς στίχους 16-18, εἶναι μιά ἐνέργεια ἀπολύτως σύμφωνη πρός τό χαρακτήρα τοῦ ῾Ηρώδη καί τά ἐγκλήματα πού εἶχε διαπράξει.
2,16. Τότε ῾Ηρῴδης ἰδών ὅτι ἐνεπαίχθη ὑπό τῶν μάγων, ἐθυμώθη λίαν, καί ἀποστείλας ἀνεῖλε πάντας τούς παῖδας τούς ἐν Βηθλεέμ καί ἐν πᾶσι τοῖς ὁρίοις αὐτῆς ἀπό διετοῦς καί κατωτέρω, κατά τόν χρόνον ὅν ἠκρίβωσε παρά τῶν μάγων.
   ῞Οταν ὁ ῾Ηρῴδης διαπίστωσε ὅτι ἐνεπαίχθη ὑπό τῶν μάγων, δηλαδή χλευάστηκε, ἐξαπατήθηκε καί ξεγελάστηκε μέ ψεύτικη ὑπόσχεση, ἐθυμώθη λίαν, θύμωσε πάρα πολύ καί ἀποφάσισε νά ἐκδικηθεῖ. ῾Ο τύραννος ἀποπειράθηκε νά ἐξαπατήσει τούς μάγους καί νά ἀποσπάσει πληροφορίες γιά τό χρόνο γέννησης τοῦ νέου βασιλιᾶ, ἀποκρύπτοντας τούς ἀληθινούς του σκοπούς. Πολύ  δίκαια βρέθηκε τώρα ἐξαπατημένος ἀπό αὐτούς πού ἐξαπάτησε.
   ᾿Ανεῖλε πάντας τούς παῖδας: ῎Εστειλε στρατιῶτες καί σκότωσαν ὅλα τά ἀρσενικά παιδιά πού ἦταν στή Βηθλεέμ καί σέ ὅλη τή γύρω περιοχή. Οἱ στρατιῶτες ἔμπαιναν στά σπίτια καί ἐξέταζαν ἐάν ὑπῆρχαν ἀγόρια ἀπό διετοῦς καί κατωτέρω, ἀπό ἡλικίας δύο ἐτῶν καί κάτω καί τά ἔσφαζαν. ῾Ο ἅγιος Χρυσόστομος λέει ὅτι ὁ θυμός καί ὁ φόβος τοῦ ῾Ηρώδη τόν ἔκαναν νά προσθέσει περισσότερο χρόνο στήν ἡλικία τῶν παιδιῶν γιά μεγαλύτερη ἀσφάλεια, ὥστε νά μήν τοῦ διαφύγει ὁ Μεσσίας.
   Κατά τόν χρόνον ὅν ἠκρίβωσε παρά τῶν μάγων: ᾿Από αὐτό φαίνεται ὅτι οἱ μάγοι εἶπαν στόν ῾Ηρώδη ὅτι ὁ ἀστέρας φάνηκε στήν ᾿Ανατολή πρίν ἀπό δύο περίπου χρόνια.
   ῾Η ἐπιβουλή τοῦ ῾Ηρώδη ἐναντίον τοῦ Χριστοῦ καί ἡ σφαγή τῶν νηπίων φανερώνει ὅτι ὁ Χριστιανισμός διώκεται ἀπό τό λίκνο του ἀκόμη. Μερικοί σκανδαλίζονται ἀπό τή σφαγή τῶν ἀθώων νηπίων καί κατηγοροῦν τόν Θεό. Αἴτιος τῆς σφαγῆς ὅμως δέν εἶναι ὁ Θεός, ἀλλά ὁ θηριώδης ῾Ηρώδης. ῾Ο Θεός ὑπολογίζει τήν ἄδικη αὐτή σφαγή ὡς μαρτύριο καί στήν ἄλλη ζωή δοξάζει τίς ψυχές τῶν νηπίων. ῾Η ᾿Εκκλησία θεωρεῖ τά σφαγιασθέντα νήπια ὡς τούς πρώτους μάρτυρες τῆς πίστεώς μας καί ἑορτάζει τή μνήμη τους τήν 29η Δεκεμβρίου.
   ῾Ο ἅγιος Χρυσόστομος διατυπώνει ἕνα σοφό κανόνα γιά νά ἑρμηνεύσουμε τίς διάφορες ἀδικίες πού βλέπουμε στή ζωή· «Εἶναι πολλοί ὅσοι ἀδικοῦν, ἀλλά δέν ἀδικεῖται κανένας... ῞Ο,τι ἄδικο καί ἄν πάθουμε ἀπό κάποιον ὁ Θεός ὑπολογίζει  τήν ἀδικία αὐτή ἤ γιά τή διαγραφή ἁμαρτημάτων ἤ γιά νά μᾶς δώσει μισθό. Αὐτή εἶναι ἡ ἐξήγηση πού μποροῦμε νά δώσουμε ἐμεῖς. ῾Υπάρχουν ὅμως καί βαθύτερες πού τίς γνωρίζει μέ ἀκρίβεια ᾿Εκεῖνος πού τά οἰκονομεῖ ὅλα αὐτά».

2,17-18. Τότε ἐπληρώθη τό ῥηθέν ὑπό ᾿Ιερεμίου τοῦ προφήτου λέγοντος· φωνή ἐν ῾Ραμᾷ ἠκούσθη, θρῆνος καί κλαυθμός καί ὀδυρμός πολύς· ῾Ραχήλ κλαίουσα τά τέκνα αὐτῆς, καί οὐκ ἤθελε παρακληθῆναι, ὅτι οὐκ εἰσίν.
   ῾Η σφαγή τῶν νηπίων δέν ἦταν ἕνα ἀπρόβλεπτο γεγονός μέσα στό σχέδιο τοῦ Θεοῦ, τό ὁποῖο δέν εἶχε τή δύναμη νά τό ἐμποδίσει. Εἶχε προφητευθεῖ ὑπό ᾿Ιερεμίου τοῦ προφήτου (38,15).
   Φωνή ἐν ῾Ραμᾷ ἠκούσθη: ῾Η λέξη ῾Ραμᾷ, σημαίνει «ὕψωμα» γι᾿ αὐτό δόθηκε σέ πολλές πόλεις τῆς Παλαιστίνης πού βρίσκονταν σέ λόφους. ᾿Εδῶ πρόκειται γιά τή ῾Ραμᾷ, πόλη τῆς φυλῆς Βενιαμίν, πού ἦταν κτισμένη ὀκτώ χιλιόμετρα βόρεια τῆς ᾿Ιερουσαλήμ, στή σημερινή τοποθεσία ᾿Ελ Ραμά. ῾Ο ᾿Ησαΐας (10,29) καί ὁ ᾿Ωσηέ (5,8) προφήτευσαν τήν καταστροφή αὐτῆς τῆς πόλεως ἐνῶ ὁ προφήτης ᾿Ιερεμίας βρέθηκε φυλακισμένος σ᾿ αὐτήν.
   Μέ τήν ἔκφραση φωνή ἐν ῾Ραμᾷ ἠκούσθη ὁ ᾿Ιερεμίας θέλει νά δείξει πόσο ἰσχυρός ἦταν ὁ θρῆνος, ὥστε ἔφθασε καί ἀκούστηκε ὡς πάνω στόν ψηλό τόπο πού λέγεται ῾Ραμᾶ.
   Κατά τήν ἰουδαϊκή παράδοση κοντά στήν πόλη ῾Ραμᾷ βρισκόταν ὁ τάφος τῆς ῾Ραχήλ. ῾Η ῾Ραχήλ ἦταν ἡ γυναίκα τοῦ ᾿Ιακώβ, μητέρα τοῦ ᾿Ιωσήφ καί τοῦ Βενιαμίν. Πέθανε στή γέννα τοῦ Βενιαμίν καί τήν ἔθαψαν στόν ἱππόδρομο πού βρισκόταν κοντά στή ῾Ραμᾶ. ᾿Επειδή καί ὁ τάφος ἦταν ἐκεῖ καί ἡ περιοχή ἀνῆκε στόν κλῆρο τοῦ παιδιοῦ της Βενιαμίν, ὁ προφήτης ἀποκαλεῖ δικά της ὅλα αὐτά τά παιδιά τῆς περιοχῆς πού σφαγιάσθηκαν. Προφητικά ὀνομάζεται ἐδῶ ῾Ραχήλ ἡ κάθε πονεμένη Βηθλεεμίτισσα γυναίκα πού ἔχασε τό παιδί της ἀπό τό μαχαίρι τοῦ ῾Ηρώδη.
   ῾Ο ᾿Ιερεμίας στό 38ο κεφάλαιο τοῦ βιβλίου του προφητεύει τήν αἰχμαλωσία τῶν ᾿Ισραηλιτῶν ἀπό τούς Βαβυλωνίους. Σ᾿ αὐτή τή συνάφεια παρουσιάζει τή Ραχήλ νά ὀδύρεται μέσα ἀπό τόν τάφο της γιά τήν ἐξορία πού θά ὑποστοῦν τά τέκνα της. Πράγματι οἱ ἀπόγονοι τοῦ Βενιαμίν μετά τήν ἅλωση τῆς ᾿Ιερουσαλήμ ἀπό τόν Ναβουχοδονόσορα ὑποχρεώθηκαν ἀπό τούς νικητές Βαβυλωνίους νά συγκεντρωθοῦν προσωρινά στή ῾Ραμᾶ γιά νά μεταφερθοῦν στή Βαβυλώνα ὡς αἰχμάλωτοι. Σ᾿ αὐτή τήν πορεία τῆς ἐξορίας περνοῦσαν δίπλα ἀπό τόν τάφο τῆς ῾Ραχήλ, ἡ ὁποία ἔζησε 1.700 περίπου χρόνια πρίν ἀπό τήν καταστροφή τῆς ᾿Ιερουσαλήμ. ῾Ο κλαυθμός τῆς ῾Ραχήλ γιά τήν τύχη τῶν ἀπογόνων της εἶναι συμβολικός. Προφητεύει ἐπίσης τό θρῆνο τῶν μητέρων τοῦ ᾿Ισραήλ, τῶν ὁποίων τά τέκνα παρέδωσε ὁ ῾Ηρώδης στή σφαγή, γι᾿ αὐτό τή χρησιμοποιεῖ ἐδῶ ὁ εὐαγγελιστής Ματθαῖος.
   ῾Η φράση καί οὐκ ἤθελε παρακληθῆναι ἐκφράζει τή βαθειά θλίψη, «τήν ὑπερβολήν τοῦ πάθους», ὅπως ἐξηγεῖ ὁ Ζιγαβηνός.
   Φρίκη προκαλεῖ στίς εὐαίσθητες ψυχές ἡ σφαγή τῶν ἀθώων νηπίων τῆς Βηθλεέμ. ᾿Αλλά τό ἔγκλημα τοῦ ῾Ηρώδη στίς μέρες μας ἐπαναλαμβάνεται σέ ἀσύγκριτα μεγαλύτερη ἔκταση. ῾Ο π. Αὐγουστῖνος ᾿Επίσκοπος Φλωρίνης γράφει· «Δυστυχῶς ὅμως τό ἔγκλημα ὄχι μόνο δέν ἔπαυσεν ἀλλά συνεχίζεται εἰς πολύ μεγαλυτέραν ἔκτασιν· καί τοῦτο χάρις εἰς τάς νέας ἐπιστημονικάς μεθόδους τῆς γενοκτονίας. ῾Η συνηθεστέρα δέ ἀλλά καί φρικτοτέρα ἐξ ὅλων αὐτῶν τῶν μεθόδων εἶνε αἱ ἐκτρώσεις... Δέν διστάζομεν ν᾿ ἀποκαλέσωμεν ὅσους συντελοῦν εἰς τήν διάπραξιν τοῦ εἰδεχθοῦς αὐτοῦ ἐγκλήματος, νέους ῾Ηρῴδας. Νέοι ῾Ηρῷδαι εἶνε οἱ μαιευτῆρες ἰατροί, τῶν ὁποίων τά ἰατρεῖα ἔχουν μεταβληθῆ εἰς σφαγεῖα. Νέοι ῾Ηρῷδαι οἱ γονεῖς, πατέρες καί μητέρες. Συνεργοί δέ καί οἱ νοσοκόμοι πού λαμβάνουν μέρος εἰς τό ἔγκλημα τῆς ἐκτρώσεως» (βιβλίο Χριστούγεννα σελ.361-362).

γ) ᾿Επιστροφή ἀπό τήν Αἴγυπτο καί ἐγκατάσταση στή Ναζαρέτ (2,19-23 )

2,19-20. Τελευτήσαντος δέ τοῦ ῾Ηρῴδου ἰδού ἄγγελος Κυρίου κατ᾿ ὄναρ φαίνεται τῷ ᾿Ιωσήφ ἐν Αἰγύπτῳ λέγων· ἐγερθείς παράλαβε τό παιδίον καί τήν μητέρα αὐτοῦ καί πορεύου εἰς γῆν ᾿Ισραήλ· τεθνήκασι γάρ οἱ ζητοῦντες τήν ψυχήν τοῦ παιδίου.
   Τελευτήσαντος δέ τοῦ ῾Ηρῴδου: ῾Ο ῾Ηρῴδης λίγο καιρό μετά τήν ἄδικη καί ὠμότατη σφαγή τῶν παιδιῶν πέθανε στήν ᾿Ιεριχώ, τήν ἄνοιξη τοῦ 750 ἀπό κτίσεως Ρώμης, μισούμενος ἀπό ὅλο τό λαό. ῾Ο θάνατός του προῆλθε ἀπό μιά φοβερή ἀσθένεια τῶν ἐντέρων, πού τοῦ προκαλοῦσε ἀβάσταχτους πόνους. ῾Ο Μ. ᾿Αθανάσιος, μέ βάση τίς μαρτυρίες πού εἶχε, περιγράφει τά συμπτώματα τῆς ἀρρώστιας του· ῾Υψηλός πυρετός, ἀφόρητος κνησμός, συνεχεῖς ἀλγηδόνες, οἰδήματα στά πόδια, φλεγμονή ὑπέρογκος, σήψη πού γεννοῦσε σκώληκες, δύσπνοια καί σπασμοί σέ ὅλα τά μέλη.
   Μετά τό θάνατο τοῦ τυράννου, παρουσιάστηκε ἄγγελος Κυρίου στό ὄνειρο τοῦ ᾿Ιωσήφ καί τοῦ εἶπε· Σήκω καί πάρε τό παιδίον καί τήν μητέρα αὐτοῦ καί πορεύου εἰς γῆν ᾿Ισραήλ. ῞Οταν ὁ ἄγγελος ἔστειλε τόν ᾿Ιωσήφ στήν Αἴγυπτο, τοῦ εἶπε· «Φεῦγε εἰς Αἴγυπτον», δηλαδή κάνε γρήγορα, τρέξε γιά νά διαφύγεις τόν κίνδυνο. ῞Οταν ὅμως τόν ἀνακαλεῖ νά ἐπανέλθει στή χώρα τοῦ ᾿Ισραήλ, τοῦ λέγει· Πορεύου εἰς γῆν ᾿Ισραήλ, ξαναγύρισε στήν πατρίδα σου τήν Παλαιστίνη, μέ ἄνεση καί χωρίς φόβο, ἐπειδή ὁ διώκτης τοῦ παιδιοῦ πέθανε.
   ῾Ο ἄγγελος καθόρισε στόν ᾿Ιωσήφ τή χώρα τῆς διαμονῆς του, ἀφήνοντας τόν ἴδιο νά διαλέξει τήν πόλη ἤ τήν περιφέρεια στήν ὁποία ἤθελε νά ἐγκατασταθεῖ.
   Οἱ ζητοῦντες τήν ψυχήν τοῦ παιδίου: «Ζητῶ τήν ψυχήν τινός» εἶναι ἑβραϊσμός καί σημαίνει «θέλω νά τόν σκοτώσω». ῾Ο ἄγγελος μιλάει γενικά γιά τούς διῶκτες. Τό ἄρθρο οἱ δείχνει ὅτι τούς θεωρεῖ γνωστούς στόν ᾿Ιωσήφ. ᾿Εννοεῖ φυσικά τόν ῾Ηρῴδη τόν ὁποῖο ἀνέφερε προηγουμένως στό στ. 13. Αὐτός ἔχει πεθάνει καί δέν ὑπάρχουν τώρα  ἄλλοι ἐχθροί πού νά ἐπιζητοῦν τήν ἐξόντωση τοῦ παιδιοῦ.
   ῾Η ἱστορία ἐπαναλαμβάνεται διά μέσου τῶν αἰώνων μέ τόν ἴδιο τρόπο. ῞Ολοι οἱ ἄρχοντες πού ὕψωσαν τό ξίφος τους ἐναντίον τοῦ Χριστοῦ, νικήθηκαν. Μπορεῖ νά φαινόταν ὅτι εἶχαν θριάμβους καί ἐπιτυχίες, νά ἀπέσπασαν τιμές καί δόξες ἀπό τούς ἀνθρώπους, νά τούς προσκύνησαν οἱ ὑπόδουλοι λαοί καί οἱ σκλάβοι τους, ὅμως τά τρόπαιά τους ἦταν προσωρινά καί φαινομενικά. ῾Ο ᾿Ιησοῦς εἶναι ὁ αἰώνιος νικητής. Αὐτοί σφετερίστηκαν τήν ἐξουσία ἀπό τόν πραγματικό βασιλιά τοῦ κόσμου τόν Κύριο ἡμῶν ᾿Ιησοῦ Χριστό, ὅπως ἔκανε ὁ πρῶτος ἐπαναστάτης ὁ διάβολος, ὅταν θέλησε νά στήσει τό θρόνο του πάνω ἀπό τόν Θεό. Σέ κάθε  ἐποχή οἱ φανεροί ἀλλά καί οἱ ὕπουλοι ἐχθροί τοῦ παιδίου συντρίβονται καί ἀφανίζονται, κάτω ἀπό τήν ἀλήθεια καί τή δύναμή του. Δέν πρέπει νά μᾶς καταλαμβάνει φόβος οὔτε ἀπογοήτευση ἀπό τό διαρκῆ καί σκληρό πόλεμο τῶν ἀντιπάλων τῆς πίστεως. ᾿Αρχηγός μας εἶναι ὁ παντοδύναμος Κύριος πού ἐδῶ καί 2.000 χρόνια τώρα διώκεται, ἀλλά τελικά θριαμβεύει.

2,21-22. ῾Ο δέ ἐγερθείς παρέλαβε τό παιδίον καί τήν μητέρα αὐτοῦ καί ἦλθεν εἰς γῆν ᾿Ισραήλ. ᾿Ακούσας δέ ὅτι ᾿Αρχέλαος βασιλεύει ἐπί τῆς ᾿Ιουδαίας ἀντί ῾Ηρῴδου τοῦ πατρός αὐτοῦ, ἐφοβήθη ἐκεῖ ἀπελθεῖν· χρηματισθείς δέ κατ᾿ ὄναρ ἀνεχώρησεν εἰς τά μέρη τῆς Γαλιλαίας.
   ῞Οταν πέθανε ὁ ῾Ηρώδης Α´ τό βασίλειό του μοιράστηκε καί δόθηκε στούς γιούς του. Τήν ᾿Ιουδαία, περιοχή τῶν ᾿Ιεροσολύμων ὅπου ἀνῆκε καί ἡ Βηθλεέμ, τήν πῆρε ὁ ᾿Αρχέλαος, ὁ πιό ἄγριος ἀπό τούς γιούς του πού ἔμοιαζε στή θηριωδία μέ τόν πατέρα του. ῾Ηγεμόνας στή Γαλιλαία καί Περαία ἔγινε ὁ ῾Ηρώδης ᾿Αντίπας ὁ τετράρχης, γιός καί αὐτός τοῦ ῾Ηρώδη. ῾Ο Φίλιππος, ὁ τρίτος γιός, ἔγινε τετράρχης τῆς Γαυλωνίτιδος καί Τραχωνίτιδος καί Παναιάδος.
   ᾿Εφοβήθη ἐκεῖ ἀπελθεῖν: Βέβαια ὅπου καί ἄν πήγαινε ὁ ᾿Ιωσήφ θά βρισκόταν στήν κυριαρχία ἑνός ἀπογόνου τοῦ φοβεροῦ σφαγέα. ῾Η Βηθλεέμ ὅμως καί ὅλη ἡ περιοχή της εἶχε στιγματιστεῖ καί πιθανόν τό «παιδίον» νά κινδύνευε καί πάλι. Γι᾿ αὐτό ἐφοβήθη ὁ ᾿Ιωσήφ νά ἐγκατασταθεῖ ἐκεῖ. Τήν ὥρα τοῦ προβληματισμοῦ του παίρνει ἀπάντηση χρηματισθείς κατ᾿ ὄναρ. Μέ ὄνειρο καί πάλι ὁ Θεός τοῦ ἀποκαλύπτει τό μέρος πού  θά ἐγκατασταθεῖ.
   ᾿Ανεχώρησεν εἰς τά μέρη τῆς Γαλιλαίας: ῾Η Παλαιστίνη ὅπως γνωρίζουμε, διασχιζόταν ἀπό τόν ᾿Ιορδάνη ποταμό. ῾Η περιοχή ἀνατολικά τοῦ ᾿Ιορδάνη ὀνομαζόταν Περαία, ἐνῶ ἡ χώρα δυτικά τοῦ ποταμοῦ χωριζόταν σέ τρεῖς περιοχές. Στά βόρεια ἦταν ἡ Γαλιλαία, στή μέση ἡ Σαμάρεια καί στά νότια ἡ ᾿Ιουδαία μέ τήν ᾿Ιερουσαλήμ. ῾Ο ᾿Ιωσήφ πῆγε καί ἐγκαταστάθηκε ψηλά στή Ναζαρέτ πού ἦταν ἕνα χωριό τῆς Γαλιλαίας, ἐκεῖ ὅπου κατοικοῦσε πρίν ἀπό τήν ἀπογραφή.
   ῾Η φροντίδα τοῦ ᾿Ιωσήφ γιά τήν προστασία τοῦ ᾿Ιησοῦ,  ἀλλά καί ἡ ἐπέμβαση τοῦ Θεοῦ, δείχνει ὅτι ὁ Θεός ἀφήνει στόν ἄνθρωπο τήν πρωτοβουλία νά δράσει καί νά φροντίσει γιά τήν ἀσφάλειά του. ῞Οταν ὅμως αὐτός βρίσκεται σέ ἀδιέξοδο καί ἀδυνατεῖ νά προστατεύσει τόν ἑαυτό του, τότε ἀναλαμβάνει νά τόν βοηθήσει, τόν ἐνισχύει καί γίνεται συμπαραστάτης του. ῎Ετσι κάθε καλό εἶναι ἀποτέλεσμα πρῶτα τοῦ Θεοῦ καί ὕστερα τοῦ ἀνθρώπου.

2,23. καί ἐλθών κατῴκησεν εἰς πόλιν λεγομένην Ναζαρέτ, ὅπως πληρωθῇ τό ῥηθέν διά τῶν προφητῶν ὅτι Ναζωραῖος κληθήσεται.
   Ναζωραῖος κληθήσεται: ῾Η προφητεία αὐτή ἐπί λέξει δέν εἶναι γραμμένη σέ κανένα σημεῖο στήν Παλαιᾶς Διαθήκης. ᾿Εκφράζει ὅμως τό πνεῦμα της καί σημαίνει ὅτι ὁ ᾿Ιησοῦς ἐνῶ θά εἶναι βασιλιάς καί Θεός, θά φαίνεται σάν ἕνας φτωχός καί ἁπλός χωρικός.
   ῾Ο ἅγιος ῾Ιερώνυμος παρατηρεῖ ὅτι ὁ εὐαγγελιστής Ματθαῖος χρησιμοποιώντας πληθυντικό, διά τῶν προφητῶν, ἀφήνει νά ἐννοηθεῖ ὅτι πῆρε ἀπό τήν ἁγία Γραφή ὄχι τά λόγια, ἀλλά τό πνεῦμα. Δέν ἔχει κατά νοῦ ἕνα συγκεκριμένο χωρίο, μέ ὁρισμένες λέξεις ἀλλά μιά ἔννοια πού ὑπάρχει σέ πολλά προφητικά κείμενα.
   ῾Ο ᾿Ιησοῦς ἐξαιτίας τῆς διαμονῆς του στή Ναζαρέτ ὀνομάστηκε πράγματι  Ναζωραῖος. Οἱ ᾿Ιουδαῖοι ἐκεῖνοι πού δέν παραδέχονταν τόν Χριστό ὡς Μεσσία, τόν ὀνόμαζαν περιφρονητικά Ναζωραῖο ἤ Ναζαρηνό (Μθ 26,71· Μρ 10,47· Λκ 18,37), διότι ἔβλεπαν μέ περιφρόνηση τή Ναζαρέτ. ῎Αλλωστε γνώριζαν ὅτι ὁ Χριστός θά κατάγεται ἀπό τή Βηθλεέμ (βλ. ᾿Ιω 7,41-42) καί ὄχι ἀπό τή Γαλιλαία, ἀπό τήν ὁποία δέν προέρχεται κανένας προφήτης (βλ. ᾿Ιω 7,52). Σκοπός τους ἦταν νά ἀποδείξουν ὅτι ὁ ᾿Ιησοῦς τοῦ ὁποίου ἡ καταγωγή εἶναι ἀπό τή Ναζαρέτ δέν εἶναι ὁ ἀναμενόμενος Μεσσίας, γι᾿ αὐτό καί τόν ἀποδοκίμαζαν. ῎Ετσι πληρώθηκαν ὅλες οἱ προφητεῖες, πού ἀναφέρονται στήν περιφρόνηση τήν ὁποία θά ὑπέμενε ὁ Μεσσίας, ὁ ὁποῖος ἔγινε πράγματι ὄνειδος ἀνθρώπων καί ἐξουθένημα λαοῦ (βλ. Ψα 21,7).
   Τό γεγονός ὅτι ἡ πρόνοια τοῦ Θεοῦ προστατεύει τό θεῖο βρέφος ἀπό τήν ἀπειλητική μανία τοῦ πονηροῦ καί ἐγκληματικοῦ ῾Ηρώδη, τό καθοδηγεῖ σέ ἀσφαλές μέρος καί εἰδοποιεῖ γιά τή δυνατότητα τῆς ἐπιστροφῆς του στήν πατρίδα, ἀποτελεῖ γιά τόν πιστό μιά ἐνθάρρυνση καί μιά ἐνίσχυση στήν ἀντιμετώπιση τῶν κινδύνων τῆς ζωῆς. Παρά τόν φαινομενικό θρίαμβο τοῦ κακοῦ, τοῦ μίσους καί τῆς θηριωδίας μέσα στήν ἱστορία τῶν ἀνθρώπων, τελικά ἐπιβάλλεται ἡ δύναμη τῆς ἀγάπης. Τό ὅτι ὁ Θεός γεννιέται ὡς βρέφος μέσα στήν ἱστορία ἀποτελεῖ τή μεγαλύτερη ἀπόδειξη γιά τό στοργικό ἐνδιαφέρον τοῦ Θεοῦ πρός τόν ἄνθρωπο καί τόν πόθο Του νά τόν λυτρώσει ἀπό τίς δαιμονικές δυνάμεις πού τόν ἀπειλοῦν.

Στεργίου Σάκκου, Εὐαγγελικές περικοπές (Βοήθημα γιά κυκλάρχες)

Σάββατο, 21 Δεκέμβριος 2024 02:00

Κυρ. πρό τῆς Χριστοῦ Γεννήσεως Μθ 1,1-25

῾Η γενεαλογία καί ἡ γέννηση τοῦ ᾿Ιησοῦ Χριστοῦ
 

  genealogia Xristou Τήν Κυριακή πού προηγεῖται τῆς ἑορτῆς τῶν Χριστουγέννων τό εὐαγγελικό ἀνάγνωσμα περιλαμβάνει τό πρῶτο κεφάλαιο τοῦ κατά Ματθαῖον Εὐαγγελίου (1,1-25). Σ᾿ αὐτό καταγράφεται ἡ γενεαλογία τοῦ ᾿Ιησοῦ καί ἐξιστορεῖται ἡ γέννησή του. Βέβαια ὡς Θεός ὁ ᾿Ιησοῦς Χριστός ἔχει ἀίδιο ὕπαρξη καί γι᾿ αὐτό εἶναι ἀγενεαλόγητος. ῾Ως ἄνθρωπος ὅμως γεννήθηκε σέ συγκεκριμένο χρόνο γι᾿ αὐτό ἔχει γενεαλογία, ἱστορία καί καταγωγή. Μέ τήν ἐνανθρώπηση ὁ ἀγενεαλόγητος γενεαλογεῖται, ὁ αἰώνιος καί ἀπερίγραπτος Θεός εἰσέρχεται στήν ἱστορία τῶν ἀνθρώπων.
 
 α) ῾Η γενεαλογία τοῦ ᾿Ιησοῦ Χριστοῦ (1,1-17)
 
   ῾Η γενεαλογία, ὁ ἰδιότυπος αὐτός πρόλογος τοῦ κατά Ματθαῖον Εὐαγγελίου, ἀποτελεῖ τήν εἰσαγωγή ὁλόκληρης τῆς Καινῆς Διαθήκης καί ἑνώνει τήν Π. Διαθήκη μέ τήν Καινή. Εἶναι ἐντυπωσιακό πῶς γνωρίζει ὁ Ματθαῖος τόσους πολλούς προγόνους τοῦ ᾿Ιησοῦ, ἐνῶ κανένας σημερινός ἄνθρωπος δέν ξέρει περισσότερους ἀπό 3-4 προγόνους του· ἴσως ὅσοι ἀνήκουν σέ ἱστορικές οἰκογένειες νά γνωρίζουν μέχρι καί 10. Στήν ἀρχαιότητα σέ πολλούς λαούς διατηροῦνταν προσεκτικά τά γενεαλογικά δένδρα. ᾿Ιδιαίτερη προσοχή ἔδιναν στίς γενεαλογίες οἱ ῾Εβραῖοι, διότι προσδοκοῦσαν τόν ἐρχομό τοῦ Μεσσία, ὁ ὁποῖος θά προερχόταν ἀπό συγκεκριμένη φυλή καί γενιά. ῾Η κάθε οἰκογένεια κρατοῦσε κατάλογο τῶν προγόνων της. ῎Ετσι ὑπῆρχε καί κατάλογος πολλῶν προγόνων τῆς οἰκογένειας τοῦ ᾿Ιωσήφ. Στή διαφύλαξη αὐτοῦ τοῦ καταλόγου φαίνεται ἡ ἐπέμβαση καί ἡ φροντίδα τοῦ Θεοῦ.
  ῾Ο εὐαγγελιστής Ματθαῖος ἐξιστορεῖ τή γενιά τοῦ Χριστοῦ μέχρι τόν ᾿Αβραάμ, ἐνῶ ὁ Λουκᾶς μέχρι τόν ᾿Αδάμ. ῾Ο Χριστός ἀνῆκε στή φυλή τοῦ ᾿Ιούδα καί ἰδιαίτερα στήν οἰκογένεια τοῦ Δαυΐδ. ῾Η γενιά του ἔχει κάθε εἴδους ἀνθρώπους· Εὐσεβεῖς, ἀσεβεῖς, ἁγνούς, πόρνους, μοιχούς, ἀγρότες, ποιμένες, βασιλιάδες, γνήσιους ᾿Ισραηλίτες, ἀλλόφυλες γυναῖκες.
  ῾Ο Θεός κατέστρωσε καί κατεύθυνε τό σχέδιο τῆς θείας οἰκονομίας μέ θαυμαστό τρόπο. Γιά νά πραγματοποιήσει αὐτό τό σχέδιο ἐπενέβη στήν ἱστορία τῶν ἀνθρώπων καί χρησιμοποίησε διάφορα πρόσωπα χωρίς νά κρίνει μέ τά ἀνθρώπινα κριτήρια τήν καταγωγή ἤ τήν ἠθικότητα τῆς ζωῆς τους. Τό μόνο κριτήριο σύμφωνα μέ τό ὁποῖο τούς ἐπέλεξε ἦταν ἡ διάθεση ὑποταγῆς στό θέλημά του.
   Στόν Ματθαῖο ἡ γενεαλογία βρίσκεται ἀμέσως πρίν ἀπό τή διήγηση τῆς γεννήσεως τοῦ ᾿Ιησοῦ Χριστοῦ, ἐνῶ στό Λουκᾶ στήν ἀρχή τῆς δημόσιας δράσεως τοῦ ᾿Ιησοῦ (3,23-38). Καί οἱ δύο γενεαλογικοί κατάλογοι εἶναι ἱστορικά μνημεῖα. Συγκρίνοντας τίς δύο γενεαλογίες διαπιστώνουμε ἀρκετές διαφορές τόσο στόν ἀριθμό τῶν ὀνομάτων ὅσο καί στά ἴδια τά ὀνόματα. Μελετώντας τό θέμα πρέπει νά λάβουμε ὑπ᾿ ὄψη μας ὅτι, ὅταν ἔγραφε τή γενεαλογία στό Εὐαγγέλιό του ὁ Λουκᾶς, γνώριζε τή γενεαλογία τοῦ Ματθαίου, ἀφοῦ ἤδη κυκλοφοροῦσε τό κατά Ματθαῖον Εὐαγγέλιο. ῾Ωστόσο ὁ Λουκᾶς δέν φοβᾶται μήπως δημιουργήσει σύγχυση μέ τή διαφορετική γενεαλογία, διότι οἱ σύγχρονοί του γνώριζαν ἀπό τήν παράδοση καί τίς δύο.
   Καί στίς δύο γενεαλογίες θά ἔπρεπε νά ὑπάρχουν κι ἄλλα ὀνόματα, τά ὁποῖα ὅμως παραλείπονται. Οἱ παραλείψεις αὐτές ὀφείλονται ἤ στό ὅτι ὑπῆρχαν ἐλλείψεις στούς γενεαλογικούς καταλόγους, στούς ὁποίους στηρίχθηκαν οἱ εὐαγγελιστές, ἤ στό ὅτι ἡ λέξη «υἱός» σημαίνει ἁπλῶς ἀπόγονος καί ὄχι ἄμεσος υἱός. Οἱ διαφορές πού ὑπάρχουν εἶναι οἱ ἑξῆς·
   1) ῾Ο Ματθαῖος ἀρχίζει ἀπό τόν ᾿Αβραάμ καί καταλήγει στόν ᾿Ιωσήφ, τόν ἄνδρα Μαρίας. ῾Ο Λουκᾶς ἀντίστροφα ἀρχίζει ἀπό τόν ᾿Ιωσήφ καί προσπερνώντας τόν ᾿Αβραάμ καταλήγει στόν ᾿Αδάμ, στόν κοινό προπάτορα τοῦ ἀνθρωπίνου γένους. ῾Η διαφορά αὐτή εὔκολα κατανοεῖται, ὅταν γνωρίζουμε τό σκοπό τῆς συγγραφῆς τῶν δύο Εὐαγγελίων. ῾Ο Ματθαῖος ἀπευθύνεται στούς ἐξ ῾Εβραίων χριστιανούς, στούς ὁποίους θέλει νά καταδείξει ὅτι ὁ ᾿Ιησοῦς σύμφωνα μέ τίς ἐπαγγελίες εἶναι τό σπέρμα τοῦ ᾿Αβραάμ (βλ. Γα 3,16· ῾Εβ 2,16) καί ὅτι κατάγεται ἀπό τό βασιλικό γένος τοῦ Δαυΐδ (βλ. Λκ 1,32· Πρξ 2,30· Ρω 1,3· Β´ Τι 2,8). ῾Ο Λουκᾶς, ὁ μαθητής τοῦ ἀπ. Παύλου, πού γράφει στόν κράτιστο Θεόφιλο καί ἀπευθύνεται σέ ὅλα τά ἔθνη, ἐπιδιώκει νά παρουσιάσει τήν παγκοσμιότητα τοῦ εὐαγγελίου, πού τούς ἀγκαλιάζει ὅλους. Γι αὐτό στή γενεαλογία του ἀνάγεται ὥς τόν ᾿Αδάμ.
   2) ᾿Από τόν ᾿Αβραάμ μέχρι τόν Δαυΐδ ταυτίζονται οἱ γενεαλογίες τῶν δύο εὐαγγελιστῶν καί συμπίπτουν μέ ὅσα μᾶς παραδίδει ἡ Παλαιά Διαθήκη. Οἱ σοβαρές διαφορές μεταξύ τῶν δύο γενεαλογιῶν ἐντοπίζονται στό διάστημα ἀπό Δαυΐδ μέχρι ᾿Ιωσήφ. Συνεπῶς ἀπό τόν ᾿Ιωσήφ μέχρι τόν Δαυΐδ ἔχουμε δύο διαφορετικούς πίνακες. ῾Ο Λουκᾶς παραθέτει συνολικά 42 ὀνόματα, ἐνῶ ὁ Ματθαῖος 28. Τό ἐνδιαφέρον εἶναι ὅτι καί οἱ δύο γενεαλογίες συναντιοῦνται στόν βασιλιά Δαυΐδ, ἀπό τή γενιά τοῦ ὁποίου ἀναμενόταν ὁ Μεσσίας.
    Γιά ποιό λόγο ἡ Παρθένος δέν ἀναφέρεται στή γενεαλογία ἐνῶ ἀντιθέτως μνημονεύεται ὁ ᾿Ιωσήφ, πού δέν συντελεῖ καθόλου στή γέννηση; ῾Ο ἅγιος Χρυσόστομος καί οἱ ἄλλοι πατέρες ἀπαντοῦν·
Στήν εὐαγγελική ἐξιστόρηση λέγεται σαφέστατα ὅτι ἡ Παρθένος ἦταν ἀπό τόν οἶκο καί τήν πατριά τοῦ Δαυΐδ, ἀφοῦ ὁ Θεός λέγει στόν Γαβριήλ νά μεταβεῖ «πρός παρθένον μεμνηστευμένην ἀνδρί, ᾧ ὄνομα ᾿Ιωσήφ, ἐξ οἴκου καί πατριᾶς Δαυΐδ» (βλ. Λκ 1,27). ᾿Αλλά καί ὁ ᾿Ιωσήφ προερχόταν ἀπό τήν ἴδια φυλή, διότι ὑπῆρχε νόμος καί ἔθιμο νά μήν ἐπιτρέπεται ὁ γάμος μεταξύ προσώπων διαφορετικῆς φυλῆς, καί ὁ ᾿Ιωσήφ ὡς τηρητής τοῦ νόμου, θά κράτησε αὐτό τό ἔθιμο. ῎Αρα γενεαλογώντας τόν ᾿Ιωσήφ, τόν νομιζόμενο πατέρα (βλ. Λκ 3,23), γενεαλογεῖται ἔμμεσα καί ἡ Μαρία πού ἦταν ἀπό τήν ἴδια γενιά.
 
1,1. Βίβλος γενέσεως ᾿Ιησοῦ Χριστοῦ, υἱοῦ Δαυΐδ υἱοῦ ᾿Αβραάμ.
   Βίβλος γενέσεως (βλ. Γέ 5,1) σημαίνει ἱστορία. Βίβλος γενέσεως ᾿Ιησοῦ Χριστοῦ εἶναι ἡ ἱστορία τοῦ ᾿Ιησοῦ Χριστοῦ. Πρῶτο θέμα τῆς ἱστορίας αὐτῆς εἶναι ἡ γενεαλογία, ἡ καταγωγή τοῦ ᾿Ιησοῦ Χριστοῦ.
Χριστός σημαίνει χρισμένος. ῾Ο ᾿Ιησοῦς εἶναι ὁ κατεξοχήν Χριστός, διότι ὡς ἄνθρωπος δέν χρίσθηκε μέ ἔλαιο, καθώς χρίονταν οἱ ἱερεῖς καί οἱ βασιλεῖς, ἀλλά ἦταν πεπληρωμένος μέ τό ἅγιο Πνεῦμα, ὅπως προφήτευσε ὁ ᾿Ησαΐας· «Πνεῦμα Κυρίου ἐπ ἐμέ, οὗ εἵνεκεν ἔχρισέ με» (᾿Ησ. 61,1· Λκ 4,18). ῾Ο ᾿Ιησοῦς Χριστός, ὁ υἱός τῆς Παρθένου εἶναι ταυτόχρονα υἱός Δαυΐδ καί υἱός ᾿Αβραάμ. Αὐτοί εἶναι οἱ δύο σπουδαιότεροι ἀπό τούς προγόνους τοῦ Χριστοῦ ἀλλά καί δύο ἐπίσημα πρόσωπα τοῦ ἰουδαϊκοῦ ἔθνους. ῾Ο ᾿Αβραάμ (2000 π.Χ.) εἶναι ὁ πατέρας καί γενάρχης τοῦ ᾿Ισραηλιτικοῦ λαοῦ (βλ. Μθ 3,9· Λκ 1,73· ᾿Ιω 8,33· ᾿Ια 2,5), ἀπό αὐτόν κατάγονται ὅλοι οἱ ῾Εβραῖοι. Σ᾿ αὐτόν ἔδωσε πρῶτα ὁ Θεός τίς ὑποσχέσεις, ὅτι διά τοῦ σπέρματος αὐτοῦ, εὐλογηθήσονται «πᾶσαι αἱ φυλαί τῆς γῆς» (Γέ 12,3· 22,18) ἐπειδή «ἡ πίστις (τοῦ ᾿Αβραάμ) ἐλογίσθη εἰς δικαιοσύνην» (Γέ 15,6· Ρω 4,3). ᾿Αλλά καί στόν βασιλιά Δαυΐδ (1000 π.Χ.) ὁ Θεός ὑποσχέθηκε· «ἐκ καρποῦ τῆς κοιλίας σου θήσομαι ἐπί τοῦ θρόνου σου» (Ψα 131,11 πρβλ. Ψα 88,4. 29. 39). ῾Ο εὐαγγελιστής τοποθέτησε μάλιστα τόν Δαυΐδ πρίν ἀπό τόν ᾿Αβραάμ, ἐπειδή ὁ Δαυΐδ ἦταν πλησιέστερος στόν ᾿Ιησοῦ Χριστό, ἐνδοξότερος τοῦ ᾿Αβραάμ καί ἐπειδή ἀπό τό σπέρμα τοῦ Δαυΐδ προεῖπαν οἱ προφῆτες ὅτι πρόκειται νά σαρκωθεῖ. ῾Ο ᾿Ιησοῦς ἦταν ἀπόγονος τοῦ Δαυΐδ. Αὐτό τονίζεται ἰδιαίτερα ἀπό τούς εὐαγγελιστές, διότι ἀποτελεῖ βασικό στοιχεῖο τῆς ταυτότητος τοῦ Μεσσία (βλ. Μθ 9,27. 15,22. 21,9. 15· ᾿Ιω 7,42).
   ῾Ο ἅγιος Χρυσόστομος τονίζει· «῎Ακουσέ τα αὐτά χωρίς καμία ταπεινή ὑποψία, ἀλλά αὐτό ἀκριβῶς νά θαυμάσεις, ὅτι ἐνῶ εἶναι Υἱός τοῦ ἀνάρχου Θεοῦ καί μάλιστα Υἱός γνήσιος, κατεδέχθηκε νά ὀνομασθεῖ καί υἱός Δαυΐδ, γιά νά κάνει ἐσένα υἱό τοῦ Θεοῦ· κατεδέχθηκε νά κάνει αὐτός πατέρα του δοῦλο, γιά νά καταστήσει τόν Κύριο πατέρα σέ σένα τόν δοῦλο. Γιά τόν ἀνθρώπινο λογισμό εἶναι πολύ δυσκολότερο νά γίνει ὁ Θεός ἄνθρωπος, παρά ὁ ἄνθρωπος υἱός τοῦ Θεοῦ. ῞Οταν ἀκούσεις, λοιπόν, ὅτι ὁ Υἱός τοῦ Θεοῦ εἶναι υἱός τοῦ Δαυΐδ καί τοῦ ᾿Αβραάμ, νά μήν ἀμφιβάλλεις, ὅτι καί σύ, ὁ υἱός τοῦ ᾿Αδάμ, θά γίνεις υἱός τοῦ Θεοῦ. Γεννήθηκε κατά σάρκα, γιά νά γεννηθεῖς ἐσύ πνευματικά· γεννήθηκε ἀπό γυναίκα, γιά νά παύσεις ἐσύ νά εἶσαι υἱός γυναίκας. Γι᾿ αὐτό ἡ γέννηση εἶναι καί ὅμοια μέ τή δική μας ἀλλά καί ὑπερέβη τή δική μας».
 
1,2. ᾿Αβραάμ ἐγέννησε τόν ᾿Ισαάκ, ᾿Ισαάκ δέ ἐγέννησε τόν ᾿Ιακώβ, ᾿Ιακώβ δέ ἐγέννησε τόν ᾿Ιούδαν καί τούς ἀδελφούς αὐτοῦ.
  ᾿Εγέννησε· ῾Ο ἄνδρας, ἡ κεφαλή τῆς γυναίκας, εἶναι καί ἡ ἀρχή καί ἡ ρίζα τοῦ τέκνου, ἐπειδή αὐτός σπείρει, γεννᾶ. ῾Ωστόσο ἡ γυναίκα πού δόθηκε ὡς βοηθός στόν ἄνδρα, ἐκτρέφει καί θάλπει καί συναυξάνει τό σπέρμα καί τέλος τίκτει.
  ῾Ο εὐαγγελιστής ἀναφέρει ὀνομαστικά ὡς υἱό τοῦ ᾿Ιακώβ μόνο τόν ᾿Ιούδα, ἐνῶ γιά τούς ὑπόλοιπους λέει ἁπλῶς τούς ἀδελφούς αὐτοῦ, ἐπειδή ἀπό τή δική του φυλή γεννήθηκε ὁ Χριστός, ὅπως τό προφήτευσε ὁ πατριάρχης ᾿Ιακώβ ὅταν πέθαινε, ξεχωρίζοντας ἀπό ὅλα τά παιδιά του τόν ᾿Ιούδα (βλ. Γέ 49,10· ῾Εβ 7,14· ᾿Απ 5,5).
 
1,3. ᾿Ιούδας δέ ἐγέννησε τόν Φαρές καί τόν Ζαρά ἐκ τῆς Θάμαρ, Φαρές δέ ἐγέννησε τόν ᾿Εσρώμ, ᾿Εσρώμ δέ ἐγέννησε τόν ᾿Αράμ.
  ῾Ο ᾿Ιούδας, ὁ γιός τοῦ ᾿Ιακώβ, ἔκανε τή Θάμαρ νύφη στόν πρῶτο γιό του καί ἔπειτα στόν δεύτερο, σύμφωνα μέ τή συνήθεια τῶν ᾿Ιουδαίων τῆς ἐπιγαμβρεύσεως (λεβιρατικός γάμος). ᾿Επειδή καί οἱ δυό πέθαναν ξαφνικά χωρίς ν᾿ ἀφήσουν παιδιά, ὁ ᾿Ιούδας θέλησε νά ἀπομακρύνει τήν Θάμαρ ἀπό τήν οἰκογένειά του. ᾿Εκείνη ὅμως μέ τέχνασμα ξεγέλασε τόν πεθερό της ᾿Ιούδα, τόν ἔκανε ἄνδρα της, χωρίς ἐκεῖνος νά τήν ἀναγνωρίσει καί γέννησε δίδυμα. ῾Η Θάμαρ ἐνήργησε ἔτσι ὄχι ἀπό διαφθορά, ἀλλά ἀπό πίστη ὅτι ἡ οἰκογένεια τοῦ ᾿Ιακώβ εἶναι εὐλογημένη, ἐπειδή αὐτή μόνο λατρεύει τόν ἀληθινό Θεό. Γι᾿ αὐτό θέλησε μέ κάθε τρόπο νά μπεῖ καί νά παραμείνει σ᾿ αὐτή. Στήν πραγματικότητα ἅγνευσε περισσότερο ἀπό ἄλλες γυναῖκες, διότι μέ τόν ᾿Ιούδα δέν ξαναεῖχε σαρκικές σχέσεις. ῾Ο Θεός γιά νά βραβεύσει τήν πίστη της, τήν ἔκανε πρόγονο τοῦ Χριστοῦ.
  ῾Ο ἅγιος Χρυσόστομος παρατηρεῖ ὅτι «ἐνῶ ἀπαριθμεῖ ἄνδρες ἡ γενεαλογία, ἀναφέρει καί ὁρισμένες γυναῖκες. Δέν ἀνέφερε βέβαια ὅλες τίς γυναῖκες, ἀλλά παρέλειψε τίς τιμημένες, ὅπως ἦταν ἡ Σάρρα, ἡ Ρεβέκκα καί ἄλλες, ἐνῶ παρουσίασε τίς διαβόητες γιά τήν κακία τους, ὅποια π.χ. ἦταν πόρνη καί μοιχαλίδα, ὅποια προερχόταν ἀπό παράνομους γάμους, ὅποια ἦταν ἀλλόφυλη καί βάρβαρη. Μνημόνευσε τή γυναίκα τοῦ Οὐρία, τή Θάμαρ, τή Ραάβ καί τή Ρούθ, ἀπό τίς ὁποῖες ἡ μία ἦταν ἀλλόφυλη, ἄλλη πόρνη καί ἄλλη πλάγιασε μέ τόν πεθερό της καί ὄχι ἔπειτα ἀπό νόμιμο τουλάχιστον γάμο, ἀλλά ἀφοῦ πέτυχε μέ δόλο τή συνεύρεση καί καλύφθηκε μέ τό προσωπεῖο τῆς πόρνης. Κανείς ἐπίσης δέν ἀγνοεῖ τή γυναίκα τοῦ Οὐρία μέ τήν ὁποία μοίχευσε ὁ Δαυΐδ, ἐπειδή τό τόλμημα ἦταν πρωτοφανές. ῾Ο εὐαγγελιστής ὅμως ἄφησε ὅλες τίς ἄλλες καί περιέλαβε μόνο αὐτές στή γενεαλογία του. ῎Αν ἔπρεπε νά ἀναφερθοῦν γυναῖκες, ἔπρεπε νά μποῦν ὅλες καί ἄν ὄχι ὅλες ἔπρεπε νά ἀναφερθοῦν οἱ φημισμένες γιά τήν ἀρετή καί ὄχι γιά τά ἁμαρτήματα... ῾Ο πατριάρχης τους, ἀπό τόν ὁποῖο πῆραν καί τό ἐθνικό τους ὄνομα, εἶναι γνωστό ὅτι ὑπέπεσε σέ μεγάλη ἁμαρτία, διότι παρουσιάζεται ἡ Θάμαρ καί τόν κατηγορεῖ γιά τήν πορνεία του. Καί ὁ Δαυΐδ ἐπίσης ἀπέκτησε τόν Σολομώντα ἀπό παράνομη γυναίκα. Καί ἀφοῦ οἱ σπουδαῖοι δέν κατόρθωσαν νά τηρήσουν τόν Μωσαϊκό νόμο, πολύ περισσότερο δέν τό πέτυχαν οἱ ἀσήμαντοι. Καί ἀφοῦ ὅλοι τόν παρέβαιναν, ὅλοι ἦταν ἁμαρτωλοί, γι᾿ αὐτό ἦταν ἀναγκαία ἡ ἐνανθρώπηση τοῦ Χριστοῦ».
  ῾Ο εὐαγγελιστής προβάλλει ὄχι μόνο τόν Φαρές τόν πατέρα τοῦ ᾿Εσρώμ, ἀλλά καί τόν ἀδελφό του Ζαρά, διότι ἦταν δίδυμοι. Εἶναι μάλιστα πολύ χαρακτηριστικό αὐτό πού συνέβη τήν ὥρα τῆς γέννησής τους. Πρῶτος ἔβγαλε τό χέρι του ὁ Ζαρά, τότε ἡ μαία πού ἦταν ἐκεῖ τό ἔδεσε ἀμέσως μέ κόκκινη κλωστή. ᾿Εκεῖνος ὅμως τράβηξε πίσω τό χέρι καί ἔτσι βγῆκε πρῶτος ὁ Φαρές κι ἔπειτα ὁ Ζαρά μέ τό κόκκινο νήμα. ῾Ο ᾿Εσρώμ γεννήθηκε στή Χαναάν πρίν ἀκόμη ὁ ᾿Ιακώβ μετοικήσει στήν Αἴγυπτο (Γέ 46,12).
 
1,4-5. ᾿Αράμ δέ ἐγέννησε τόν ᾿Αμιναδάβ, ᾿Αμιναδάβ δέ ἐγέννησε τόν Ναασών, Ναασών δέ ἐγέννησε τόν Σαλμών, Σαλμών δέ ἐγέννησε τόν Βοόζ ἐκ τῆς ῾Ραχάβ, Βοόζ δέ ἐγέννησε τόν ᾿Ωβήδ ἐκ τῆς ῾Ρούθ, ᾿Ωβήδ δέ ἐγέννησε τόν ᾿Ιεσσαί.
   ῾Ο Ναασών ἀναφέρεται ὡς ἀρχηγός τῆς φυλῆς ᾿Ιούδα στήν ἔξοδο τῶν ᾿Ισραηλιτῶν ἀπό τήν Αἴγυπτο (βλ. ᾿Αρ 1,7· Α´ Πα 2,10). Σύμφωνα μέ τόν κατάλογο τοῦ Ματθαίου ὁ Ναασών ἀπέχει μόλις τρεῖς γενιές ἀπό τόν ᾿Εσρώμ. ᾿Αλλά τρεῖς γενιές εἶναι πολύ λίγες γιά τά 400 καί πλέον χρόνια πού ἔκαναν οἱ ᾿Ισραηλίτες στήν Αἴγυπτο. Μᾶλλον πρέπει ὁ εὐαγγελιστής νά παραλείπει μερικά πρόσωπα.
   ῾Ο Σαλμών ἔζησε στά χρόνια τοῦ Μωυσῆ. ῾Η ῾Ραχάβ ἤ Ραάβ ἦταν πόρνη σ᾿ ἕνα εἰδωλολατρικό ἔθνος στά χρόνια πού οἱ ῾Εβραῖοι μπῆκαν στήν Παλαιστίνη. ῞Οταν γνώρισε τούς πρώτους ᾿Ισραηλίτες, πίστεψε ὅτι αὐτοί λατρεύουν τόν ἀληθινό Θεό, μετανόησε καί ἐγκατέλειψε τό ἀτιμωτικό ἐπάγγελμά της. Συνεργάστηκε μέ τούς ἰσραηλινούς κατασκόπους καί ζήτησε νά γίνει μέλος τοῦ ᾿Ισραήλ (᾿Ιη 2, 7-24), γιά νά λατρεύει τόν Θεό αὐτοῦ τοῦ λαοῦ. ῾Ο Θεός βράβευσε τήν πίστη, τή μετάνοια καί τήν ἀφοσίωσή της καί τήν ἔκανε πρόγονο τοῦ Χριστοῦ.
   ῾Η Ρούθ ἦταν ἀλλοεθνής, ἀλλόθρησκη. ᾿Εγκατέλειψε τό ἔθνος της καί τό θρήσκευμά της, ἄν καί ἦταν χήρα καί ἄτεκνη, γιά νά ἀκολουθήσει τήν πρώτη πεθερά της Νωεμίν, ὄχι μόνο ἐπειδή τήν ἀγαποῦσε ἀλλά ἐπειδή πίστεψε ὅτι αὐτή λατρεύει τόν ἀληθινό Θεό. ῾Ο Θεός γιά νά τή βραβεύσει τήν ἀποκατέστησε μέ τόν Βοόζ καί τήν ἔκανε γιαγιά τοῦ βασιλιά Δαυΐδ καί πρόγονο τοῦ Χριστοῦ.
   ῾Ο ἅγιος Χρυσόστομος λέει ὅτι ὁ Ματθαῖος ἀναφέρει τή Ρούθ καί τή Ραάβ, ἀπό τίς ὁποῖες ἡ πρώτη ἦταν ἀπό ἄλλο ἔθνος καί ἡ δεύτερη ὄχι μόνο ἀπό ἄλλο ἔθνος ἀλλά καί πόρνη, γιά νά βεβαιωθοῦμε ὅτι ὁ Κύριος ἦρθε γιά νά ἐξαλείψει ὅλες τίς κακίες μας, γιά νά διαδραματίσει ρόλο γιατροῦ καί ὄχι δικαστῆ. ῞Οπως οἱ πρόγονοι τοῦ ᾿Ιησοῦ πῆραν πόρνες γιά γυναῖκες τους, ἔτσι καί ὁ Θεός μέ τήν ἐνανθρώπησή του πῆρε καί προστάτευσε τήν ἀνθρωπότητα, πού εἶχε γίνει πόρνη καί ἀνήθικη. Τήν ἀπάλλαξε ἀπό τίς προγονικές ἁμαρτίες καί τήν κατέστησε πιστή νύμφη του, ἔφτιαξε τήν ᾿Εκκλησία του.
 
1,6. ᾿Ιεσσαί ἐγέννησε τόν Δαυΐδ τόν βασιλέα. Δαυΐδ δέ ὁ βασιλεύς ἐγέννησε τόν Σολομῶντα ἐκ τῆς τοῦ Οὐρίου.
   Γιά τόν Δαυΐδ σημειώνεται καί ὁ τίτλος του, βασιλέας, ὄχι μόνο ἐπειδή εἶναι ὁ πρῶτος βασιλιάς πού μνημονεύεται στή γενεαλογία αὐτή, ἀλλά ἐπειδή αὐτό τό βασιλικό του ἀξίωμα θά κληρονομοῦσε ὁ Μεσσίας (βλ. Λκ 1,32). ῾Ο Οὐρίας ἦταν ἕνας σπουδαῖος στρατηγός τοῦ Δαυΐδ. ῾Ο βασιλιάς γιά νά πάρει τή γυναίκα του, τή Βηρσαβεέ μέ τήν ὁποία προηγουμένως εἶχε διαπράξει μοιχεία ἔστειλε τόν Οὐρία σέ πολύ ἐπικίνδυνες μάχες, ὅπου καί σκοτώθηκε. Μέ αὐτή τή γυναίκα τοῦ Οὐρίου, τῆς ὁποίας τό ὄνομα δέν ἀναφέρεται, διότι ἁμάρτησε σέ ἀντίθεση μέ τίς ἄλλες τρεῖς πού μετανόησαν, ὁ Δαυΐδ ἐγέννησε τόν Σολομῶντα.
 
1,7-9. Σολομών δέ ἐγέννησε τόν ῾Ροβοάμ, ῾Ροβοάμ δέ ἐγέννησε τόν ᾿Αβιά, ᾿Αβιά δέ ἐγέννησε τόν ᾿Ασά, ᾿Ασά δέ ἐγέννησε τόν ᾿Ιωσαφάτ, ᾿Ιωσαφάτ δέ ἐγέννησε τόν ᾿Ιωράμ, ᾿Ιωράμ δέ ἐγέννησε τόν ᾿Οζίαν, ᾿Οζίας δέ ἐγέννησε τόν ᾿Ιωάθαμ, ᾿Ιωάθαμ δέ ἐγέννησε τόν ῎Αχαζ, ῎Αχαζ δέ ἐγέννησε τόν ᾿Εζεκίαν, ᾿Εζεκίας δέ ἐγέννησε τόν Μανασσῆ.
   ῾Ο ᾿Οζίας ἤ ᾿Αζαρίας εἶναι ὁ βασιλιάς πού τόλμησε νά θυμιατίσει στό ναό καί γι᾿ αὐτό προσβλήθηκε ἀπό λέπρα (βλ. Β´ Πα 26,19). ᾿Από τά βιβλία τῶν Βασιλειῶν πληροφορούμαστε ὅτι γιός τοῦ ᾿Ιωράμ εἶναι ὁ ᾿Οχοζίας, γιός τοῦ ᾿Οχοζία ὁ ᾿Ιωάς, γιός τοῦ ᾿Ιωάς ὁ ᾿Αμασίας ὁ ὁποῖος γέννησε τόν ᾿Οζία ἤ ᾿Αζαρία (Δ´ Βα 8,25·11,1-2· 14,1·15,1). ᾿Από αὐτό φαίνεται ὅτι ὁ Ματθαῖος ἀποσιώπησε τρία ὀνόματα, τοῦ ᾿Οχοζία, τοῦ ᾿Ιωάς καί τοῦ ᾿Αμασία. Δέν τά ἀνέφερε, εἴτε ἐπειδή αὐτοί ἦσαν ἀσεβεῖς (βλ. Δ´ Βα 8,27· Β´ Πα 24,18 καί 25,14), εἴτε ἐπειδή τά ὀνόματά τους ἦταν σβησμένα ἀπό τούς ἑβραϊκούς καταλόγους.
 
1,10-11. ᾿Εζεκίας δὲ ἐγέννησε τὸν Μανασσῆ, Μανασσῆς δὲ ἐγέννησε τὸν ᾿Αμών, ᾿Αμὼν δὲ ἐγέννησε τὸν ᾿Ιωσίαν, ᾿Ιωσίας δέ ἐγέννησε τόν ᾿Ιεχονίαν καί τούς ἀδελφούς αὐτοῦ ἐπί τῆς μετοικεσίας Βαβυλῶνος.
   Στήν ἱστορία τοῦ ᾿Ισραήλ ὁ Μανασσῆς ἦταν ἀπό τούς πλέον ἀσεβεῖς καί ἁμαρτωλούς βασιλεῖς. ῾Υποχρέωσε τούς πιό πολλούς ᾿Ισραηλίτες νά ἀρνηθοῦν τόν Θεό, νά γίνουν εἰδωλολάτρες καί νά πέσουν σέ σαρκικά ἁμαρτήματα.
   ᾿Επί τῆς μετοικεσίας Βαβυλῶνος· Μετοικεσία σημαίνει τήν ἀλλαγή τῆς κατοικίας. Τόν 6ο π.Χ. αἰώνα οἱ Βαβυλώνιοι κυρίευσαν τήν Παλαιστίνη, κατέστρεψαν τήν ᾿Ιερουσαλήμ καί ὁδήγησαν τούς μισούς ῾Εβραίους αἰχμαλώτους στή Βαβυλώνα γιά 70 χρόνια. ᾿Από τότε ποτέ πιά ὁ ᾿Ισραήλ δέν εἶδε δόξες. ῾Η πρώτη μετοικεσία τῶν ῾Εβραίων στή Βαβυλώνα ἔγινε ἐπί ᾿Ιωακείμ καί ἡ δεύτερη μετά ἀπό λίγο χρονικό διάστημα ἐπί ᾿Ιεχονίου (βλ. Δ´ Βα 24,1-16). Τότε ὁ Ναβουχοδονόσορ μετέφερε ἀπό τήν ᾿Ιερουσαλήμ στή Βαβυλώνα πολλές χιλιάδες ῾Εβραίους μαζί μέ τόν βασιλιά τους (βλ. Δ´ Βα 24,14-16. Β´ Πα 36,6-10). Σβήνει πλέον ὁ θεσμός τοῦ βασιλιᾶ. Μέ τήν αἰχμαλωσία κλείνει τό τμῆμα αὐτό τοῦ καταλόγου.
 
1,12-15. Μετά δέ τήν μετοικεσίαν Βαβυλῶνος ᾿Ιεχονίας ἐγέννησε τόν Σαλαθιήλ, Σαλαθιήλ δέ ἐγέννησε τόν Ζοροβάβελ, Ζοροβάβελ δέ ἐγέννησε τόν ᾿Αβιούδ, ᾿Αβιούδ δέ ἐγέννησε τόν ᾿Ελιακείμ, ᾿Ελιακείμ δέ ἐγέννησε τόν ᾿Αζώρ, ᾿Αζώρ δέ ἐγέννησε τόν Σαδώκ, Σαδώκ δέ ἐγέννησε τόν ᾿Αχείμ, ᾿Αχείμ δέ ἐγέννησε τόν ᾿Ελιούδ, ᾿Ελιούδ δέ ἐγέννησε τόν ᾿Ελεάζαρ, ᾿Ελεάζαρ δέ ἐγέννησε τόν Ματθάν, Ματθάν δέ ἐγέννησε τόν ᾿Ιακώβ.
   ῾Ο ᾿Ιεχονίας ἀνέβηκε στό βασιλικό θρόνο ὀχτώ χρονῶν καί βασίλευσε μόνο γιά ἕνα τρίμηνο, ἔπειτα μεταφέρθηκε ἀπό τόν Ναβουχοδονόσορα στή Βαβυλώνα, ὅπου καί πέθανε. Στή Βαβυλώνα ἐγέννησε τόν Σαλαθιήλ, καί ὁ Σαλαθιήλ τόν Ζοροβάβελ (βλ. Α´ Πα 3,17), ὁ ὁποῖος ἐπέστρεψε στήν ᾿Ιερουσαλήμ καί οἰκοδόμησε τό θυσιαστήριο τοῦ Θεοῦ (βλ. Β´ ῎Εσ 3,2. 8· 5,2).
 
1,16. ᾿Ιακώβ δέ ἐγέννησε τόν ᾿Ιωσήφ τόν ἄνδρα Μαρίας, ἐξ ἧς ἐγεννήθη ᾿Ιησοῦς ὁ λεγόμενος Χριστός.
   ῾Ο εὐαγγελιστής φθάνει στόν ᾿Ιωσήφ καί τόν χαρακτηρίζει ὡς τόν ἄνδρα Μαρίας, δηλαδή σύζυγο, ἀφοῦ ἔτσι φαινόταν στά μάτια τοῦ κόσμου. ῾Ο ἅγιος Χρυσόστομος ἐπισημαίνει· «᾿Αφοῦ ἀνέφερε λοιπόν ὅλους τούς προγόνους καί τελείωσε στόν ᾿Ιωσήφ, δέν ἀρκέσθηκε στό ὄνομά του, ἀλλά πρόσθεσε· ᾿Ιωσήφ τόν ἄνδρα Μαρίας, διότι ἤθελε νά δείξει ὅτι τόν περιέλαβε στή γενεαλογία ἐξαιτίας τῆς Μαρίας. ῎Επειτα γιά νά μή νομίσεις, ὅταν ἀκούσεις τό ἄνδρα Μαρίας, ὅτι ἡ γέννηση τοῦ Χριστοῦ ἀκολούθησε τό φυσικό δρόμο, συμπλήρωσε τόν τρόπο τῆς γεννήσεως». Μέ τή φράση ἐξ ἧς ἐγεννήθη, ὁ εὐαγγελιστής ἀπέκλεισε τή συμμετοχή τοῦ ᾿Ιωσήφ στή σύλληψη καί στή γέννηση τοῦ ᾿Ιησοῦ τήν ὁποία ἀποδίδει στήν Παρθένο Μαρία.
   ῾Ο ᾿Ιησοῦς διακρίνεται ἀπό ὅλους τούς ἄλλους πού ἔφεραν αὐτό τό ὄνομα. Εἶναι ὁ λεγόμενος Χριστός. ῾Η φράση αὐτή ἀποτελεῖ τό ἐπώνυμό του.
 
1,17. Πᾶσαι οὖν αἱ γενεαί ἀπό ᾿Αβραάμ ἕως Δαυΐδ γενεαί δεκατέσσαρες, καί ἀπό Δαυΐδ ἕως τῆς μετοικεσίας Βαβυλῶνος γενεαί δεκατέσσαρες, καί ἀπό τῆς μετοικεσίας Βαβυλῶνος ἕως τοῦ Χριστοῦ γενεαί δεκατέσσαρες.
   ῾Ο Ματθαῖος πού ἀπευθύνει τό Εὐαγγέλιό του στούς ἐξ ᾿Ιουδαίων χριστιανούς ἐνδιαφέρεται νά παρουσιάσει τή γενεαλογία Χριστολογικά, σέ ἄμεση σχέση μέ τό πρόσωπο τοῦ Μεσσία. Κατατάσσει τά ὀνόματα σέ τρεῖς δεκατετράδες. Τόν ἐνδιαφέρει πρῶτα ὁ ἱερός ἀριθμός ἑπτά πού μέ τόν διπλασιασμό (14) ἐπιβεβαιώνεται. ῎Επειτα οἱ τρεῖς ὁμάδες περιλαμβάνουν ἀντίστοιχα· πατριάρχες, βασιλεῖς καί διδασκάλους. ᾿Αντιστοιχοῦν δέ οἱ τρεῖς αὐτές ὁμάδες στό τριπλό ἀξίωμα τοῦ ᾿Ιησοῦ Χριστοῦ, ἀρχιερατικό, βασιλικό, προφητικό. Οἱ πρόγονοι τῆς μεσαίας δεκατετράδος, ἀπό Δαυΐδ μέχρι ᾿Ιεχονία, τότε πού ἔγινε ἡ μετοικεσία Βαβυλῶνος, ἦταν ὅλοι βασιλιάδες. ῾Ο ἅγιος Χρυσόστομος παρατηρεῖ· «Δέν βελτιώθηκαν μέ τίς ἀλλαγές τῆς πολιτικῆς τους κατάστασης, ἀλλά διατήρησαν τά ἴδια ἐλαττώματα καί μέ τό ἀριστοκρατικό πολίτευμα καί μέ τή βασιλεία καί μέ τήν ὀλιγαρχία. Δέν ἔγιναν περισσότερο ἐνάρετοι οὔτε ἀπό τήν ἡγεσία μεγάλων ἀρχηγῶν οὔτε ἱερέων οὔτε βασιλέων...Πολύ σωστά ὑπενθυμίζει καί τήν αἰχμαλωσία, ὑποδηλώνοντας ἔτσι ὅτι δέν συνετίσθηκαν ἀκόμη καί τότε πού ξέπεσαν σ᾿ ἐκείνη τήν κατάσταση. ῾Επομένως ὅλα δείχνουν ὅτι ἦταν ἀνάγκη νά ἔρθει στόν κόσμο ὁ Χριστός».
   ῎Αν μετρήσουμε τίς γενιές ἀπό τή μετοικεσία Βαβυλῶνος ὥς τόν ᾿Ιωσήφ εἶναι δώδεκα καί ὄχι δεκατέσσαρες. ῾Ο ἅγιος πατέρας ἀπαντᾶ καί σ᾿ αὐτή τήν ἀπορία· «Στό σημεῖο αὐτό ὁ εὐαγγελιστής ὑπολογίζει ὡς μία γενιά τό χρόνο τῆς αἰχμαλωσίας καί ὡς ἄλλη τόν ἴδιο τόν Χριστό. ῎Ετσι τόν συνδέει στενότατα μέ μᾶς τούς ἀνθρώπους».
   ῾Η συνεχής ἀναφορά ὅλων αὐτῶν τῶν προσώπων πού συνδέονται μέ τό πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ μᾶς διδάσκει ὅτι πάνω στή γῆ ὅλες οἱ γενιές τῶν ἀνθρώπων ἔρχονται καί παρέρχονται. Μόνο ὁ Χριστός καί ὅ,τι σχετίζεται μέ τό ὄνομά του μένουν αἰώνια. ῾Η πίστη στό πρόσωπο τοῦ Κυρίου δίνει αἰώνια ἀξία στή μικρή καί ἀσήμαντη ζωή μας.
 
β) ῾Η γέννηση τοῦ ᾿Ιησοῦ Χριστοῦ (1,18-25)
 
  Μέ πολλή συντομία καί ἁπλότητα περιγράφει ὁ εὐαγγελιστής τό μεγαλύτερο γεγονός τῶν αἰώνων, τή γέννηση τοῦ Χριστοῦ, τήν ἐνανθρώπηση τοῦ Θεοῦ, τή σάρκωση τοῦ Λόγου (βλ.᾿Ιω 1,13). «Οὐ φέρει τό μυστήριον ἔρευνα. Πίστει μόνῃ τοῦτο πάντες δοξάζομεν», ψάλλουμε στούς αἴνους τῶν Χριστουγέννων. Ζοῦμε τή γέννηση τοῦ Χριστοῦ ὡς ἀποκάλυψη, ὡς ἱστορία καί ὡς ἐμπειρία, πού τήν παρακολουθοῦμε μέ ἔκσταση, μέ δέος καί θαυμασμό.
 
1,18. Τοῦ δέ ᾿Ιησοῦ Χριστοῦ ἡ γέννησις οὕτως ἦν. Μνηστευθείσης γάρ τῆς μητρός αὐτοῦ Μαρίας τῷ ᾿Ιωσήφ, πρίν ἤ συνελθεῖν αὐτούς εὑρέθη ἐν γαστρί ἔχουσα ἐκ Πνεύματος ῾Αγίου.
   Οὕτως ἦν δηλαδή «αὐτή εἶναι» ἡ γέννησις, τήν ὁποία πρόκειται νά ἐξιστορήσει. ῾Η μνηστεία σύμφωνα μέ τόν ἰουδαϊκό νόμο ἦταν προκαταρκτική πράξη τοῦ γάμου καί δημιουργοῦσε σχέση δεσμευτικῆς ὑποχρεώσεως μεταξύ τῶν μνηστευομένων. Μετά τή μνηστεία ὁ ἄνδρας ἦταν σύμφωνα μέ τό νόμο ὁ σύζυγος τῆς γυναίκας (βλ. Γε 29,21· Δε 22,23) καί ὁ δεσμός μποροῦσε νά λυθεῖ μόνο μέ διαζύγιο καί ἀποζημίωση χρηματική πού ἔπρεπε νά δώσει ὁ ἄνδρας στή γυναίκα.
Γιά νά γίνει παραδεκτός ὁ λόγος ὁ εὐαγγελιστής δέν εἶπε τῆς Παρθένου ἀλλά τῆς μητρός αὐτοῦ Μαρίας. ῾Ο Θεοτόκης λέει ὅτι γιά τρεῖς λόγους εὐδόκησε ὁ Θεός νά μνηστευθεῖ ἡ ἀειπάρθενος Μαρία τόν ᾿Ιωσήφ. α) Γιά νά ἀποφύγει τόν κίνδυνο τοῦ θανάτου, διότι ὁ θάνατος ἦταν ἡ τιμωρία τῆς παρθένου πού βρισκόταν ἔγκυος, ἐνῶ δέν εἶχε ἄνδρα (βλ. Δε 22,23-24). ῾Η μνηστεία τῆς Μαρίας ἔκανε τόν καθένα νά νομίζει ὅτι συνέλαβε ἀπό τόν ᾿Ιωσήφ. β) Γιά νά φανεῖ ὅτι ὁ Χριστός καταγόταν ἀπό τό γένος τοῦ ᾿Αβραάμ καί τή φυλή τοῦ ᾿Ιούδα. Αὐτό δέν θά γινόταν, ἐάν ἡ παρθένος δέν εἶχε μνηστευθεῖ μέ ἄνδρα ἀπό τή φυλή τοῦ ᾿Ιούδα. γ) Γιά νά ὑπηρετεῖ ὁ ᾿Ιωσήφ χωρίς καμιά κακή ὑποψία τίς ἀνάγκες τοῦ νεογέννητου Χριστοῦ, ὅταν τόν καταδίωκε ὁ ῾Ηρώδης. ῾Ο ᾿Ιωσήφ κρίθηκε κατάλληλος γιά τήν ὑπηρεσία αὐτή, διότι ὑπερεῖχε στήν ἀρετή ἀπό ὅλους τούς ἄλλους.
  ῾Η φράση εὑρέθη ἐν γαστρί ἔχουσα δηλώνει τήν αἰφνίδια καί ἀνέλπιστη μεταβολή ἀπό τή φυσική κατάσταση στήν κατάσταση τῆς ἐγκυμοσύνης. ᾿Εξάλειψε, βέβαια, ὁ εὐαγγελιστής κάθε ὑποψία κλεψιγαμίας, λέγοντας ὅτι συνέλαβε ἐκ Πνεύματος ἁγίου (βλ. Λκ 1,35), μέ τή δύναμη καί τήν ἐνέργεια τοῦ παναγίου Πνεύματος. ῾Ο ἅγιος Χρυσόστομος ἑρμηνεύει· «῾Ο Ματθαῖος εἶπε ποιός ἔκαμε τό θαῦμα καί προχώρησε σέ ἄλλο θέμα, γιά νά μή κουράζεις ἐσύ τόν κήρυκα τοῦ εὐαγγελίου καί νά τόν ἐνοχλεῖς μέ τίς ἐρωτήσεις σου... ᾿Αγνοοῦμε πῶς ὁ ἄπειρος χώρεσε μέσα στή μήτρα, πῶς ὁ κυβερνήτης τοῦ κόσμου ἔμεινε ἔμβρυο μέσα στήν κοιλιά τῆς γυναίκας, πῶς γέννησε ἡ Παρθένος καί παρέμεινε παρθένος. Πές μου, πῶς ἔπλασε τό ἅγιο Πνεῦμα ἐκεῖνο τό ναό; Τό ὅτι γεννήθηκε ἀπό τό σῶμα τῆς Παρθένου, τό ἔκαμε βέβαια γνωστό μέ τά ἑξῆς λόγια· “Τό γάρ ἐν αὐτῇ γεννηθέν”. Καί ὁ Παῦλος εἶπε· “Γενόμενος ἐκ γυναικός”. Εἶναι φανερό ὅτι τό σῶμα τοῦ Χριστοῦ εἶναι ἀπό τό δικό μας φύραμα, ἀπό τή μήτρα τῆς Παρθένου. Δέν εἶναι ὅμως καθόλου φανερό τό πῶς».
 
1,19. ᾿Ιωσήφ δέ ὁ ἀνήρ αὐτῆς, δίκαιος ὤν καί μή θέλων αὐτήν παραδειγματίσαι, ἐβουλήθη λάθρα ἀπολῦσαι αὐτήν.
   ῾Ο ᾿Ιωσήφ ἦταν ἄνθρωπος δίκαιος δηλαδή ἐνάρετος καί ἄμεμπτος, ὅπως ὁ Νῶε, ὁ ᾿Ιώβ, οἱ γονεῖς τοῦ Προδρόμου (βλ. Γέ 6,9. ᾿Ιβ 1,1· Λκ 1,6). ῾Η εὐγένεια, ἡ λεπτότητα καί ἡ ὑπομονή τοῦ ᾿Ιωσήφ φαίνονται στή στάση του ἀπέναντι στήν Παρθένο, ὅταν ἀντιλήφθηκε τήν ἐγκυμοσύνη της καί ὅταν προστατεύει τόν Κύριο. ῾Ο Θεός τόν διάλεξε νά γίνει μνηστήρας τῆς Παρθένου, ἐπειδή ἦταν δίκαιος.
   ῾Ο ᾿Ιωσήφ ὑποπτεύεται μοιχεία, καί ὅμως μέ πραότητα καί ἀνεξικακία ὑπομένει τό ὄνειδος καί σκέφτεται· ᾿Εάν παραδώσει τήν Παρθένο στά κριτήρια, θά γίνει παράδειγμα ἀτιμίας καί τιμωρίας, ἡ ποινή της θά ἦταν ὁ θάνατος (βλ. Δε 22,21). Δέν μπορεῖ ὅμως καί νά τήν κρατήσει· ἡ ὑπακοή του στό νόμο τοῦ Θεοῦ τόν ἀναγκάζει νά τήν χωρίσει ὡς μοιχαλίδα. ᾿Εάν τήν ἔδιωχνε φανερά, αὐτό θά ἦταν ἀρκετό γιά τήν κατάκρισή της. Γι᾿ αὐτό θέλησε λάθρα ἀπολῦσαι αὐτήν, νά τήν ἀποπέμψει κρυφά συμβιβάζοντας ἔτσι τήν αὐστηρότητα τοῦ νόμου μέ τή συμπάθεια στή μνηστή του.
  ῾Ο Μωσαϊκός νόμος ἔλεγε ὅτι, ἄν βρεθεῖ μιά ἀνύπανδρη κοπέλα ἔγκυος ἤ μιά ἀρραβωνιασμένη πού δέν ἔχει τό παιδί ἀπό τόν ἀρραβωνιαστικό της, νά τήν παραδίδουν στό κοινοτικό συμβούλιο καί νά τή λιθοβολοῦν ἔξω ἀπό τό χωριό, μπροστά σ᾿ ὅλο τόν κόσμο, γιά νά γίνει παράδειγμα. ῾Ο ᾿Ιωσήφ εἶδε τή μνηστή του ἔγκυο, καί μή ξέροντας ὅτι εἶναι ἀπό τό Πνεῦμα τό ἅγιο, στενοχωρήθηκε, ἀλλά ἦταν σπλαχνικός καί δέν θέλησε αὐτήν παραδειγματίσαι, νά τῆς ἐπιβάλει τίς κυρώσεις τοῦ νόμου, νά τήν παραδώσει γιά λιθοβολισμό. ᾿Αρκέστηκε μόνο στό νά τή διώξει κρυφά, ὥστε κι αὐτός νά ἀπαλλαγεῖ καί αὐτή νά ζήσει. «῾Ο ᾿Ιωσήφ παραιτήθηκε ὄχι μόνο ἀπό τή βαρύτερη, τή νομική ποινή, ἀλλά καί ἀπό τήν ἐλαφρότερη, τό δημόσιο ἐξευτελισμό. Βλέπεις πόσο συγκαταβατικός ἦταν αὐτός ὁ ἄνθρωπος; ῎Οχι μόνο δέν τήν τιμώρησε, ἀλλά καί δέν τό ἀνακοίνωσε σέ κανένα, οὔτε σ᾿ αὐτή πού ἦταν ὕποπτη, ἀλλά τό σκεπτόταν μόνος του καί φρόντιζε νά ἀποκρύψει τήν κατηγορία ἀκόμη καί ἀπό τήν Παρθένο», τονίζει ὁ ἅγιος Χρυσόστομος.
 
1,20. Ταῦτα δέ αὐτοῦ ἐνθυμηθέντος ἰδού ἄγγελος Κυρίου κατ᾿ ὄναρ ἐφάνη αὐτῷ λέγων· ᾿Ιωσήφ υἱός Δαυΐδ, μή φοβηθῇς παραλαβεῖν Μαριάμ τήν γυναῖκα σου· τό γάρ ἐν αὐτῇ γεννηθέν ἐκ Πνεύματός ἐστιν ῾Αγίου.
   ῾Ο ἅγιος Χρυσόστομος δίνει ἀπαντήσεις στά εὔλογα ἐρωτήματα· Γιατί ὁ ἄγγελος δέν πληροφόρησε τόν ᾿Ιωσήφ προτοῦ νά ὑποψιασθεῖ καί νά στενοχωρηθεῖ; Γιά νά μή δυσπιστήσει καί πάθει ὅ,τι ἔπαθε ὁ Ζαχαρίας. ῏Ηταν εὔκολο νά πιστέψει ἀφ᾿ ὅτου ἔγινε τό πράγμα φανερό, δέν ἦταν ὅμως τό ἴδιο εὔκολο νά παραδεχθεῖ τήν πληροφορία, πρίν ἀρχίσει νά φαίνεται ἡ ἐγκυμοσύνη τῆς Μαρίας. Γι᾿ αὐτό ὁ ἄγγελος δέν τό εἶπε ἀπό τήν πρώτη στιγμή, γι᾿ αὐτό καί ἡ Παρθένος τό ἀποσιώπησε. Νόμιζε ὅτι δέν θά γινόταν πιστευτή ἀπό τόν μνηστήρα της ἄν τοῦ ἀνακοίνωνε ἕνα τόσο παράξενο πράγμα, ἀλλά θά τόν ἐξαγρίωνε πιό πολύ, διότι θά νόμιζε ὅτι προσπαθεῖ νά συγκαλύψει τήν ἁμαρτία της. ᾿Αφοῦ καί αὐτή ἡ ἴδια πού προοριζόταν γιά τή θεία ἀποστολή, ταράχθηκε καί εἶπε· «Πῶς ἔσται μοι τοῦτο, ἐπεί ἄνδρα οὐ γινώσκω;» (Λκ 1,34), πολύ περισσότερο θά δυσπιστοῦσε ἐκεῖνος, ἀφοῦ μάλιστα θά τό μάθαινε ἀπό γυναίκα ὕποπτη.
   ῞Οταν ὁ ᾿Ιωσήφ κατέληξε σ᾿ αὐτές τίς σκέψεις τοῦ ἐμφανίστηκε στόν ὕπνο του ἄγγελος Κυρίου κατ᾿ ὄναρ. ῾Ο Ματθαῖος ἀναφέρει καί ἄλλα ὄνειρα πού εἶδε ὁ ᾿Ιωσήφ (βλ. 2,13· 2,19· 2,22), καθώς ἐπίσης καί τό ὄνειρο τῶν Μάγων (2,12) καί τῆς συζύγου τοῦ Πιλάτου (27,19). Μέ τή μετοχή λέγων δείχνει ὅτι ἀναφέρει μέ ἀκρίβεια τά λόγια τοῦ ἀγγέλου ὁ ὁποῖος τόν προσφωνεῖ ᾿Ιωσὴφ υἱὸς Δαυΐδ. Τοῦ ὑπενθυμίζει τήν καταγωγή του ἀπό τή γενιά τοῦ Δαυΐδ, γιά νά θυμηθεῖ τίς προφητεῖες πού ἔλεγαν ὅτι ἀπό τόν Δαυΐδ θά προέλθει ὁ Χριστός. ῾Ο ἄγγελος γιά νά γίνει πιστευτός ἀπό τόν ᾿Ιωσήφ, τοῦ φανερώνει τή σκέψη, τούς φόβους, τήν ταραχή καί τήν ἀνησυχία του, τοῦ προλέγει στή συνέχεια ὅτι τό παιδί θά εἶναι ἀγόρι καί τοῦ ἀναφέρει τήν προφητεία τοῦ ᾿Ησαΐα γιά τή γέννηση τοῦ ᾿Εμμανουήλ ἀπό τήν Παρθένο. Τοῦ δείχνει μέ ὅλα αὐτά, ὅτι εἶναι ἀπεσταλμένος τοῦ Θεοῦ.
   Δέν ἐπιπλήτει τόν ᾿Ιωσήφ ἀλλά τοῦ μιλάει μέ ἤπιο τρόπο· ῾Η φράση μή φοβηθῇς, φανερώνει ὅτι ὁ ᾿Ιωσήφ φοβόταν μήπως δυσαρεστήσει τόν Θεό, συγκατοικώντας μέ μοιχαλίδα. ῎Αν δέν ὑπῆρχε αὐτός ὁ φόβος, δέν θά σκεφτόταν νά τήν ἀποπέμψει. Τοῦ συνιστᾶ ἐπίσης νά τήν κρατήσει στό σπίτι του· παραλαβεῖν Μαριάμ τήν γυναῖκά σου, διότι τοῦ τήν παραδίδει ὁ ἴδιος ὁ Θεός, ὄχι γιά γάμο ἀλλά γιά νά συγκατοικεῖ. ῞Οπως καί ὁ Χριστός τήν παρέδωσε ἀργότερα στόν ᾿Ιωάννη, ἔτσι τήν παραδίδει τώρα στόν ᾿Ιωσήφ. Γυναίκα ὀνομάζει ἐδῶ τή μνηστή. «᾿Επίτηδες δέ ὀνομάζει αὐτήν γυναῖκα αὐτοῦ, ἵνα πληροφορήσῃ αὐτόν ὅτι καθαρά ἐστι καί ἀμίαντος», τονίζει ὁ Θεοφύλακτος. ῎Επειτα ὁ ἄγγελος μίλησε ἔμμεσα γιά τό ζήτημα καί δέν ἔκανε λόγο γιά τήν καχυποψία του. ῎Ετσι μέ τρόπο εὐγενικό καί διακριτικό ἀπάλλαξε τήν Παρθένο ἀπό τήν κατηγορία ὅτι ἡ ἐγκυμοσύνη της εἶναι μεμπτή. ῎Εδειξε ἐπίσης ὅτι, γιά τό λόγο πού φοβόταν καί ἤθελε νά τήν ἀποπέμψει, γι᾿ αὐτό ἀκριβῶς ἔπρεπε νά τήν πάρει καί νά τήν κρατήσει στό σπίτι του. ῎Ετσι διέλυσε τελείως τήν ἀγωνία τοῦ ᾿Ιωσήφ, ἀφοῦ τόν βεβαίωσε ὅτι ὄχι μόνο δέν εἶναι ἔνοχη γιά παράνομη συνεύρεση, ἀλλά ἔμεινε ἔγκυος μέ ὑπερφυσικό τρόπο. ῾Ο ᾿Ιωσήφ θά πρέπει ὄχι μόνο νά διώξει τό φόβο, ἀλλά καί νά αἰσθάνεται μεγάλη χαρά, διότι τό γάρ ἐν αὐτῇ γεννηθέν ἐκ Πνεύματός ἐστιν ῾Αγίου. ῾Ο ἅγιος Χρυσόστομος λέει ὅτι τά λόγια αὐτά εἶναι παράδοξα, βρίσκονταν πέρα ἀπό τήν ἀνθρώπινη λογική καί πάνω ἀπό τούς φυσικούς νόμους. Πῶς θά τά πιστεύσει ὅμως ὁ ἄνθρωπος, ὁ ὁποῖος τά ἀκούει γιά πρώτη φορά; ᾿Από ὅσα τοῦ ἀπεκάλυψε ὁ ἄγγελος. Γι᾿ αὐτό τοῦ εἶπε ὅσα φοβήθηκε καί ὅσα σκέφθηκε, ὥστε νά βεβαιωθεῖ γιά τό ὅλο ζήτημα.
 
1,21. τέξεται δέ υἱόν καί καλέσεις τό ὄνομα αὐτοῦ ᾿Ιησοῦν· αὐτός γάρ σώσει τόν λαόν αὐτοῦ ἀπό τῶν ἁμαρτιῶν αὐτῶν.
   Δέν εἶπε στόν ᾿Ιωσήφ, θά σοῦ γεννήσει, ἀλλά γενικά τέξεται θά γεννήσει υἱόν, λέει ὁ ἅγιος Χρυσόστομος. Διότι δέν θά γεννοῦσε τό παιδί γιά τόν ᾿Ιωσήφ σάν γυναίκα του, ἀλλά γιά ὁλόκληρη τήν οἰκουμένη. ῾Ο ἄγγελος ἔφερε καί τό ὄνομα καί ἔδειξε καί μ᾿ αὐτό, ὅτι ἡ ἐγκυμοσύνη ὀφείλεται σέ θαῦμα. ᾿Ακόμη θέλει νά πεῖ στόν ᾿Ιωσήφ ὅτι θά προσφέρει τίς ὑπηρεσίες του ὡς οἰκογενειάρχης, ἄν καί δέν συνέβαλε καθόλου στή γέννηση. Τοῦ δίνει τό δικαίωμα πού ἀνήκει στόν πατέρα νά δώσει τό ὄνομα στό νεογέννητο. Καὶ καλέσεις τὸ ὄνομα αὐτοῦ ᾿Ιησοῦν, ἄν καί δέν εἶναι παιδί σου, ἐσύ θά τοῦ δώσεις τό ὄνομα. Θά ἐνεργεῖς σάν πατέρας του.
   Τό ὄνομα ᾿Ιησοῦς εἶναι ἑβραϊκό (Γεσουάχ) καί σημαίνει «ὁ Γιαχβέ σώζει». Τό ἔχουν καί πολλοί ἄλλοι ᾿Ισραηλίτες, ἀναφέρονται τέσσερα πρόσωπα μέ αὐτό τό ὄνομα στήν Π. Διαθήκη (βλ. ᾿Ιη Ν. 1,1· Β´ ῎Εσ. 3,2· 10,18· Νε 12,8). ῾Ωστόσο, στήν περίπτωση τοῦ ᾿Ιησοῦ Χριστοῦ, ὅπως ἐξηγεῖ ὁ ἄγγελος αὐτὸς γὰρ σώσει τὸν λαὸν αὐτοῦ ἀπὸ τῶν ἁμαρτιῶν αὐτῶν. Αὐτός ὁ ἴδιος εἶναι ὁ Γιαχβέ, ὁ μόνος ἀληθινός Θεός, ἴσος καί ὁμοούσιος μέ τόν Πατέρα Θεό καί γεννιέται γιά νά σώσει τόν κόσμο. ῾Ο ἀπ. Παῦλος λέει ὅτι «ὁ Θεός ἐχαρίσατο αὐτῷ ὄνομα τό ὑπέρ πᾶν ὄνομα» (Φι 2,9). «Καί τό ὄνομα ἀκόμα δέν ἦταν κάτι τό ἀσήμαντο, ἀλλά θησαυροφυλάκιο ἀπείρων ἀγαθῶν. ῾Ο ἄγγελος τό ἑρμηνεύει καί δημιουργεῖ ἀγαθές ἐλπίδες», ἐπισημαίνει ὁ ἅγιος Χρυσόστομος.
   Τό ὄνομα τοῦ ᾿Ιησοῦ ἔγινε ἡ χαρά τῶν πονεμένων, τό στήριγμα τῶν ἀδυνάτων, τό καταφύγιο τῶν ἀδικημένων, ἡ εἰρήνη τῶν ταραγμένων, τό φῶς τῶν τυφλῶν, ἡ ἀγάπη καί ἡ εὐδοκία τοῦ Θεοῦ στούς ἀνθρώπους. Στό ὄνομα τοῦ ᾿Ιησοῦ ἀπέθεσαν οἱ θνητοί τίς ἐλπίδες τους, ὅπως προφήτευσε ὁ ᾿Ησαΐας· «Τῷ ὀνόματι αὐτοῦ ἔθνη ἐλπιοῦσι» (᾿Ησ 11,10· 42,4). Εἶναι τό ὄνομα τοῦ ᾿Ιησοῦ τό ὅπλο τῶν πιστῶν ἐναντίον τῶν δαιμόνων. «᾿Ονόματι ᾿Ιησοῦ μάστιζε πολεμίους», συνιστᾶ ὁ ἅγιος ᾿Ιωάννης τῆς Κλίμακος. ῾Ο ἀείμνηστος π. Κωνσταντῖνος Καλλίνικος γράφει· «Εἶναι δηλαδή ὄνομα δηλοῦν τήν ἀπό τῆς ἁμαρτίας σωτηρίαν· ὄνομα πλῆρες δυνάμεως καί μεγαλοπρεπείας· ὄνομα, τό ὑπέρ πᾶν ὄνομα εἰς τό ἄκουσμα τοῦ ὁποίου πᾶν γόνυ κάμπτει ἐπουρανίων καί ἐπιγείων καί καταχθονίων· ὄνομα, δι οὗ παράλυτοι ἐγείρονται ἐν ᾿Ιεροσολύμοις ὑπό τοῦ Πέτρου καί δαίμονες ἐλαύνονται ἐν Φιλίπποις ὑπό τοῦ Παύλου». Μέ τό ὄνομα αὐτό συστήθηκε στόν Σαῦλο ὅταν αὐτός τόν ρώτησε στό δρόμο πρός τή Δαμασκό «τίς εἶ, Κύριε; ὁ δέ Κύριος εἶπεν· ἐγώ εἰμι ᾿Ιησοῦς, ὅν σύ διώκεις» (Πρξ 9,5). Τό ὄνομα τοῦ Χριστοῦ εἶναι ἡ δύναμη τῆς ᾿Εκκλησίας καί τῶν μαθητῶν (βλ. Μρ 16,17-18) , εἶναι τό μόνο πού σώζει (Πρξ 4,12). Τό ὄνομά του δοξάζουμε ἤ βλασφημοῦμε μέ τή ζωή μας. Μέ αὐτό ἀρχίζουμε καί σφραγίζουμε τή προσευχή μας.
   «Μέ τά λόγια, αὐτός γάρ σώσει τόν λαόν αὐτοῦ ἀπό τῶν ἁμαρτιῶν αὐτῶν, ὑποδηλώνεται τό θαῦμα. ῾Υπόσχεται ἀπαλλαγή ἀπό τίς ἁμαρτίες. Αὐτό κανένας δέν τό κατόρθωσε ποτέ προηγουμένως. ᾿Αλλά γιατί, εἶπε τόν λαόν αὐτοῦ καί δέν εἶπε ὅλους τούς λαούς; Γιά νά μή κάνει διστακτικό τόν ἀκροατή του ἐκείνη τή στιγμή. ᾿Αλλά γιά τόν συνετό ἀκροατή ἦταν φανερό ὅτι ἀναφερόταν σέ ὅλους τούς λαούς. Λαός του δέν εἶναι μόνον οἱ ᾿Ιουδαῖοι, ἀλλά καί ὅλοι ὅσοι πιστεύουν καί δέχονται τή διδασκαλία του», βεβαιώνει ὁ ἅγιος Χρυσόστομος. ῎Αν ὁ ᾿Ιησοῦς ρύθμιζε μόνο τήν ἐπίγεια ζωή μας, θά ἦταν ἕνας ἁπλός κοινωνικός μεταρρυθμιστής, παιδαγωγός καί φιλόσοφος. ῾Ο ᾿Ιησοῦς εἶναι ὁ μοναδικός σωτήρας. Κατέβηκε στή γῆ καί γεννιέται στίς καρδιές μας γιά νά μᾶς σώσει. ῾Η γέννησή του δέν θά πρέπει νά μένει μόνο ἕνα σημαντικό ἱστορικό γεγονός ἤ μιά συγκινητική γιορτή τῆς ᾿Εκκλησίας, πρέπει νά συντελεῖται μέσα στόν ἄνθρωπο, νά ἀλλάζει τήν καρδιά του, νά φέρνει τή σωτηρία, τήν ἀπελευθέρωση ἀπό τά πάθη, τήν ἄφεση καί τή συγχώρεση (βλ. Λκ 1,77). Νά γίνεται δηλαδή ἡ ἀληθινή ἱστορία καί ἡ καθημερινή γιορτή τοῦ κάθε πιστοῦ.
 
1,22. Τοῦτο δὲ ὅλον γέγονεν ἵνα πληρωθῇ τὸ ῥηθὲν ὑπὸ τοῦ Κυρίου διὰ τοῦ προφήτου λέγοντος.
    ᾿Αφοῦ ὁ ἄγγελος ἐνίσχυσε τήν πίστη τοῦ ᾿Ιωσήφ μέ ὅσα τοῦ εἶπε, ἀναφέρει καί τόν προφήτη στήν κατάλληλη στιγμή νά τά ἐπικυρώσει, λέει ὁ Χρυσόστομος καί συνεχίζει· Δέν πρέπει νά νομίσεις ὅτι αὐτό ἀποφασίσθηκε τώρα, ἔχει σχεδιασθεῖ ἀπό πολύ παλιά. ῾Ο ἄγγελος παραπέμπει τόν ᾿Ιωσήφ στόν ᾿Ησαΐα, ὥστε καί ἄν δυσπιστήσει στά δικά του λόγια, νά θυμηθεῖ τά λόγια τοῦ προφήτη πού τά ἄκουγε σ᾿ ὅλη του τή ζωή, ἀφοῦ ἦταν εὐσεβής καί μελετοῦσε τούς προφῆτες. Δέν ἀρκεῖται στόν προφήτη ἀλλά ἀναφέρει ὡς πηγή τῆς προφητείας τόν Θεό, διότι τά λόγια δέν εἶναι τοῦ ᾿Ησαΐα ἀλλά τοῦ Κυρίου. Μόνο τό στόμα ἦταν τοῦ ᾿Ησαΐα, ἡ πηγή τῆς προφητείας ἦταν ὁ οὐρανός.
 
1,23. ἰδού ἡ παρθένος ἐν γαστρί ἕξει καί τέξεται υἱόν, καί καλέσουσι τό ὄνομα αὐτοῦ ᾿Εμμανουήλ, ὅ ἐστι μεθερμηνευόμενον μεθ᾿ ἡμῶν ὁ Θεός.
   Προηγουμένως εἶπε· «Μαριάμ τήν γυναῖκά σου» (στ. 20), τώρα λέει ἡ παρθένος. ῾Ο ᾿Ιωσήφ δέν ἄκουγε κάτι τό παράξενο, διότι τό συγκεκριμένο χωρίο τό εἶχε μελετήσει στόν ᾿Ησαΐα. ῾Η παρθένος, πού ἀνέφερε ἡ προφητεία δέν εἶναι πιά ἄγνωστη, ἀλλά εἶναι ἡ Μαρία ἡ μνηστή του ἀπό τήν ὁποία ὁ Υἱός τοῦ Θεοῦ λαμβάνει τήν ἀνθρώπινη φύση.
   ᾿Εμμανουήλ· ῾Εβραϊκό ὄνομα, ὅ ἐστι μεθερμηνευόμενον μεθ᾿ ἡμῶν ὁ Θεός. Σημαίνει «ὁ Θεός εἶναι μαζί μας». Δηλώνει τήν παρουσία καί τήν παραμονή τοῦ Θεοῦ ἀνάμεσα στούς ἀνθρώπους. Δέν ὀνομάσθηκε ἔτσι ὁ ᾿Ιησοῦς, ἀλλ᾿ ἔτσι εἶπε γι᾿ αὐτόν ὁ κόσμος, ὅταν τόν εἶδε. Οἱ ἄνθρωποι μέ πολύ αἰσθητό τρόπο, θά δοῦν τόν Θεό δίπλα τους, διότι ὁ Δημιουργός τοῦ παντός ἔκρυψε ὅλο τό θεῖο μεγαλεῖο καί τή δόξα του, φόρεσε τήν ἀνθρώπινη φύση καί ἦρθε νά μείνει μαζί τους (βλ. ᾿Ιω 1,14). ᾿Ανερμήνευτη ἡ ἁπλότητα, ἡ ταπείνωση, ἡ θεία συγκατάβασή του!
 
1,24-25. Διεγερθείς δέ ὁ ᾿Ιωσήφ ἀπό τοῦ ὕπνου ἐποίησεν ὡς προσέταξεν αὐτῷ ὁ ἄγγελος Κυρίου καί παρέλαβε τήν γυναῖκα αὐτοῦ, καί οὐκ ἐγίνωσκεν αὐτήν ἕως οὗ ἔτεκε τόν υἱόν αὐτῆς τόν πρωτότοκον, καί ἐκάλεσε τό ὄνομα αὐτοῦ ᾿Ιησοῦν.
    ῾Ο ᾿Ιωσήφ πίστευσε στίς πληροφορίες πού τοῦ δόθηκαν καί ἔκανε ὡς προσέταξεν αὐτῷ ὁ ἄγγελος Κυρίου. Μέ εὐλάβεια παρέλαβε τήν ἁγία Παρθένο καί τήν ὑπηρετοῦσε ὡς μητέρα τοῦ Θεανθρώπου. ῾Ο Ζιγαβηνός γιά τήν πρόθυμη ὑπακοή τοῦ ᾿Ιωσήφ, λέγει· «῾Ο φανείς ἄγγελος ἀνεκάλυψεν αὐτῷ τό τῆς καρδίας αὐτοῦ ἐνθύμημα. Συνῆκε γάρ ὅτι ὄντως παρά Θεοῦ ἧκεν ὁ φανείς. Μόνος γάρ ὁ Θεός οἶδε τά τῶν καρδιῶν ἐνθυμήματα». ῾Ο εὐαγγελιστής λέει ὅτι ὁ Χριστός δέν γεννήθηκε ἀπό τόν ᾿Ιωσήφ ἀλλά ἀπό τό Πνεῦμα τό ἅγιο, μόνο μέ μητέρα, κι ὅτι ἡ μητέρα του, ἕως οὗ ἔτεκε τόν υἱόν αὐτῆς, ἦταν παρθένος ἁγνή. Αὐτό ὅμως τό ἕως οὗ δέν σημαίνει ὅτι μετά τή γέννηση δέν ἦταν παρθένος. «Χρησιμοποίησε ἐδῶ τή λέξη ἕως ὄχι γιά νά νομίσεις ὅτι εἶχε συζυγικές σχέσεις μαζί της ἀργότερα, ἀλλά γιά νά σέ βεβαιώσει ὅτι ἡ Παρθένος ἐξάπαντος δέν ἦλθε σέ ἐπαφή μαζί του πρίν ἀπό τή γέννηση», λέει ὁ ἅγιος Χρυσόστομος. ῾Η Γραφή λέει, ὅτι ὁ κόρακας τοῦ Νῶε δέν ἐπέστρεψε στήν κιβωτό ἕως ὅτου ξηράθηκαν τά νερά ἤ ὅτι ἡ γυναίκα τοῦ Δαυΐδ Μελχόλ δέν γέννησε παιδί ἕως ὅτου πέθανε. Οὔτε ὁ κόρακας γύρισε ποτέ, οὔτε ἡ Μελχόλ γέννησε μετά τό θάνατό της. ῾Η παρθενία τῆς Μαρίας δέν ἔπαψε νά ὑπάρχει καί μετά τή γέννηση τοῦ ᾿Ιησοῦ.
   Τό ὅτι ὁ ᾿Ιησοῦς λέγεται πρωτότοκος υἱός τῆς Μαρίας δέν σημαίνει ὅτι ἡ Μαρία ἔκανε καί ἄλλα παιδιά. Πρωτότοκον εἶναι κάθε τι πού γεννιέται πρώτη φορά ἀπό τή μάνα χωρίς νά ἐνδιαφέρει ἄν ἡ μάνα ἐκείνη γέννησε ἔπειτα καί ἄλλα ἤ ὄχι. ῞Ολα τά πρωτότοκα τῶν ῾Εβραίων, παιδιά ἤ ζῶα, ἦταν ἀφιερωμένα στόν Θεό. ῾Ο ᾿Ιωσήφ δέν ἔκανε ποτέ τή Μαρία φυσική γυναίκα του. ᾿Ενῶ πρίν νά γεννήσει τόν Χριστό, πού εἶναι βέβαιο ὅτι ἦταν παρθένος, ὀνομάζεται συμβατικά «ἄνδρας της», μετά τή γέννηση ποτέ δέν ὀνομάζεται ἄνδρας της οὔτε ἡ Μαρία γυναίκα τοῦ ᾿Ιωσήφ. Γι᾿ αὐτό λέει· «᾿Ιωσήφ, σήκω καί πάρε τό παιδίον καί τή μητέρα αὐτοῦ». Δέν λέει «τό παιδί σου καί τή γυναίκα σου», ἀλλά τό παιδί καί τή μητέρα του. ᾿Από ἐδῶ φαίνεται ὅτι ἡ παρθένος Μαρία ἔμεινε παντοτινά παρθένος. ῾Ο ἅγιος ᾿Ιωάννης ὁ Δαμασκηνός γιά αὐτούς πού φλυαροῦν καί ἰσχυρίζονται ὅτι μετά τόν τόκο ἡ Παρθένος γέννησε καί ἄλλα παιδιά μέ τόν ᾿Ιωσήφ, λέγει ὅτι «οὐ σωφρονοῦντος λογισμοῦ τά τοιαῦτα» (Βλ. Σ. Σάκκου, ῾Η ἔρευνα τῆς Γραφῆς, 185-199).
   Καί ἐκάλεσε τό ὄνομα αὐτοῦ ᾿Ιησοῦν· ῾Ο ᾿Ιωσήφ ἐκτέλεσε τήν παραγγελία τοῦ ἀγγέλου καί ὀνόμασε τό παιδί ᾿Ιησοῦ ἀναγνωρίζοντάς το δημόσια ὡς μέλος τῆς οἰκογενείας του. Τήν ἑρμηνεία τοῦ ὀνόματος ᾿Ιησοῦς τήν ἔδωσε ὁ ἄγγελος στόν ᾿Ιωσήφ. Εἶναι ὁ σωτήρας τοῦ κόσμου πού δίνει τή σωτηρία μέ τήν ἐνανθρώπησή του, τή διδασκαλία καί τή θυσία του. «᾿Επεσκέψατο ἡμᾶς ἐξ ὕψους ὁ σωτήρ ἡμῶν». ῾Ο ἀπρόσιτος Θεός ἔγινε προσιτός ἄνθρωπος καί ἐγκαινιάζει μιά ἄμεση ἐπαφή μαζί μας, γιά νά συνδεθοῦμε καί πάλι μαζί του.

Στεργίου Ν. Σάκκου, Εὐαγγελικές περικοπές (βοήθημα γιά κυκλάρχες)

Τρίτη, 26 Δεκέμβριος 2023 02:00

Κυρ. ΙΕ΄ Λουκᾶ Λκ 19,1-10

 Ἡ μετάνοια τοῦ Ζακχαίου

  zakxaios ῾Η περικοπή τοῦ ἀρχιτελώνη Ζακχαίου διαβάζεται στούς ναούς ὡς εὐαγγελικό ἀνάγνωσμα πρίν τήν ἔναρξη τοῦ Τριωδίου. Εἶναι ἡ πρώτη περικοπή ἀπό τή μεγάλη σειρά τῶν ἀναγνωσμάτων πού προηγοῦνται τοῦ Πάσχα καί ἔχουν ὡς κύριο θέμα τους τή μετάνοια. Βρίσκεται μόνο στό κατά Λουκᾶν εὐαγγέλιο καί ἐντάσσεται στά γεγονότα πρό τοῦ Πάθους τοῦ Κυρίου.
   ῾Ο εὐαγγελιστής Λουκᾶς ἀφηγήθηκε προηγουμένως τή θεραπεία τοῦ τυφλοῦ, τήν ὁποία ἔκανε ὁ Κύριος «ἐν τῷ ἐγγίζειν αὐτόν εἰς ᾿Ιεριχώ». Στή συνέχεια περιγράφει τή συνάντηση τοῦ ᾿Ιησοῦ μέ τόν Ζακχαῖο, πού ἔγινε μέσα στήν ᾿Ιεριχώ.

19,1. Καί εἰσελθών διήρχετο τήν ᾿Ιεριχώ· καί ἰδού ἀνήρ ὀνόματι καλούμενος Ζακχαῖος.

   ᾿Ιεριχώ· ῾Η πόλη αὐτή βρίσκεται δυτικά τοῦ ᾿Ιορδάνη καί εἶναι ἀπό τίς ἀρχαιότερες πόλεις τῆς Παλαιστίνης. Περιλαμβανόταν στόν κλῆρο τῆς φυλῆς Βενιαμίν.
    ῾Η γεωγραφική της θέση τήν καθιστοῦσε κλειδί σ᾿ ὅλη τή γῆ Χαναάν. ῏Ηταν ἡ πρώτη πόλη πού ἔπρεπε νά ἐκπορθήσουν οἱ ᾿Ισραηλίτες μέ τήν εἴσοδό τους στή γῆ τῆς ἐπαγγελίας, μετά σαράντα χρόνων περιπλάνηση στήν ἔρημο. ῾Η κατάκτησή της ἔγινε μ᾿ ἕναν θαυμαστό τρόπο, πού περιγράφεται στό 6ο κεφάλαιο τοῦ βιβλίου τοῦ ᾿Ιησοῦ τοῦ Ναυῆ. Τό ὄνομα τοῦ ἡγέτη τους, τοῦ ᾿Ιησοῦ τοῦ Ναυῆ, καί ἡ θαυματουργική κατάκτησή της ἔμειναν χαραγμένα στήν ἱστορία καί στή σκέψη τῶν ᾿Ισραηλιτῶν.
    Μετά ἀπό αἰῶνες ἕνας ἄλλος ᾿Ιησοῦς πλησιάζει τήν ᾿Ιεριχώ. Δέν εἶναι ὁ υἱός τοῦ Ναυῆ ἀλλά ὁ υἱός τοῦ Θεοῦ, ὁ ἐνανθρωπήσας Θεός. ῾Ο ᾿Ιησοῦς τοῦ Ναυῆ ἦρθε ὡς κατακτητής· ὁ ᾿Ιησοῦς Χριστός εἰσέρχεται ὡς ἐλευθερωτής. ᾿Επιθυμεῖ νά λυτρώσει τίς ψυχές τῶν ἀνθρώπων ἀπό τήν τυραννία τοῦ διαβόλου. γιά τό σκοπό αὐτό δίνει ἀλλεπάλληλες μάχες· στά σύνορα Γαλιλαίας καί Σαμάρειας γκρεμίζει τό φρούριο πού εἶχε στήσει ὁ σατανᾶς στά σώματα τῶν δέκα λεπρῶν καί θεραπεύει τούς δυστυχεῖς ἀνθρώπους· μπαίνοντας στήν ᾿Ιεριχώ, διαλύει τό σκοτάδι πού εἶχε καλύψει τά μάτια τοῦ τυφλοῦ καί τοῦ χαρίζει τό φῶς. ῾Ο λαός ἐνθουσιασμένος τόν ἀκολουθεῖ. Πιστεύει ὅτι σύντομα αὐτός θά ἀναλάβει τή βασιλεία καί θά στήσει πάλι τό θρόνο τοῦ Δαυΐδ στά ᾿Ιεροσόλυμα.
   καλούμενος Ζακχαῖος· Τό ὄνομα Ζακχαῖος εἶναι ἑβραϊκό· σημαίνει ἀθῶος, καθαρός. ᾿Αλλά ὁ Ζακχαῖος τῆς περικοπῆς μας κάθε ἄλλο παρά καθαρός καί ἀθῶος ἦταν. ῏Ηταν κλέφτης, ἅρπαγας, διεφθαρμένος. Αὐτή τήν ἀντίθεση δυστυχῶς τή διαπιστώνουμε σέ πολλές περιπτώσεις. Μπορεῖ π.χ. κάποιος νά λέγεται Γεννάδιος καί νά εἶναι δειλός. Νά λέγεται Εὐσέβιος καί νά εἶναι ἀσεβής, Χρυσόστομος καί νά εἶναι βλάσφημος καί ἀθυρόστομος, ᾿Αρετή καί νά συμπεριφέρεται μέ κακία κτλ. ᾿Αλλά ἡ σοβαρότερη ἀντινομία βρίσκεται στή δική μας ζωή καί στό ἱερό ὄνομα «χριστιανός», πού ὅλοι φέρουμε. Λεγόμαστε χριστιανοί, μικροί Χριστοί, μιμητές τοῦ Χριστοῦ, ἀλλά δέν εὐθυγραμμίζουμε τή ζωή μας στά ἴχνη του. Γινόμαστε κακέκτυπο τοῦ Χριστοῦ καί αἰτία νά βλασφημεῖται τό ὄνομα τοῦ Θεοῦ στούς ἀνθρώπους.
(Μπορεῖ νά ἀναφερθεῖ τό παράδειγμα τοῦ Μ. ᾿Αλεξάνδρου, ὁ ὁποῖος στή μάχη συνάντησε ἕναν δειλό στρατιώτη, πού λεγόταν ᾿Αλέξανδρος, καί τοῦ εἶπε· «῎Η θά ἀλλάξεις ὄνομα ἤ διαγωγή»).

19,2. καί αὐτός ἦν ἀρχιτελώνης, καί οὗτος ἦν πλούσιος.

   ῏Ην ἀρχιτελώνης· ῾Η ᾿Ιεριχώ ἦταν ἕδρα ἑνός ἀπό τά πέντε τελωνειακά τμήματα στά ὁποῖα ὁ Καίσαρας χώρισε τήν Παλαιστίνη. ῾Ο Ζακχαῖος ἦταν ἀρχιτελώνης, ὁ ἀρχηγός τῆς τελωνειακῆς ἐπιχείρησης πού εἰσέπραττε τούς φόρους τῆς περιοχῆς.
    ῏Ην πλούσιος· Πλούτησε, βέβαια, μέ τήν περιουσία καί τά ἀγαθά τοῦ λαοῦ, τόν ὁποῖο καταπίεζε μέ τή βαρειά φορολογία, πού τό ὕψος της αὐτός καί οἱ συνέταιροί του καθόριζαν. Οἱ ἄνθρωποι δούλευαν σκληρά καί ἀκατάπαυστα, χύνοντας κυριολεκτικά τόν ἱδρώτα καί τό αἷμα τους στήν καλλιέργεια τῆς γῆς, καί οἱ τελῶνες μέ σκληρότητα καί ἀδικία ἀποσποῦσαν τούς καρπούς τῶν μόχθων τους.
   Στή φράση· καί αὐτός ἦν ἀρχιτελώνης καί οὗτος ἦν πλούσιος, διακρίνεται ἴσως καί κάποιος θαυμασμός τοῦ εὐαγγελιστῆ. Βλέπει τό μέγεθος τοῦ πλούτου καί τήν ὑψηλή κοινωνική θέση τοῦ ἀρχιτελώνη Ζακχαίου καί νιώθει ἱκανοποίηση, διότι αὐτά δέν στάθηκαν ἱκανά νά ἀνακόψουν τήν πορεία του πρός τή σωτηρία, ὅπως στήν περίπτωση τοῦ πλούσιου νεανίσκου.

19,3. καί ἐζήτει ἰδεῖν τόν ᾿Ιησοῦν τίς ἐστι, καί οὐκ ἠδύνατο ἀπό τοῦ ὄχλου, ὅτι τῇ ἡλικίᾳ μικρός ἦν.

   ᾿Εζήτει ἰδεῖν τόν ᾿Ιησοῦν τίς ἐστι· ῾Η συνάντηση τοῦ Ζακχαίου μέ τόν Κύριο δέν εἶναι κάτι τυχαῖο καί συμπτωματικό. ᾿Ενδιαφέρεται νά δεῖ τίς ἐστι, ποιός εἶναι αὐτός πού ἡ προσωπικότητά του εἶναι σ᾿ ὅλους γνωστή. Οἱ θεραπεῖες καί οἱ λόγοι του εἶναι ἀντικείμενο συζητήσεως τῶν περισσοτέρων. ῎Εχει ἀκούσει πολλά ὁ Ζακχαῖος. Σίγουρα ἄκουσε καί τίς ἐπικρίσεις γιά τήν ἐπιείκεια καί τή συγκατάβαση τήν ὁποία δείχνει ὁ ᾿Ιησοῦς πρός τούς τελῶνες καί τούς ἁμαρτωλούς. ῞Ολα αὐτά τόν συγκινοῦν. Ποιός εἶναι αὐτός πού καί ἄνθρωπος τοῦ Θεοῦ ἀποδεικνύεται ἀπ᾿ τά σημεῖα πού ἐπιτελεῖ καί ἀγάπη δείχνει πρός τούς ἁμαρτωλούς; Στά βάθη τῆς ὑπάρξεώς του γεννιέται σφοδρή ἡ ἐπιθυμία νά δεῖ τόν ᾿Ιησοῦ.
   ῾Ο ἄνθρωπος ἀκολουθεῖ τίς ἐπιθυμίες του. ῾Ολόκληρο τό «εἶναι» του ἐπιστρατεύει, γιά νά ἀποκτήσει αὐτό πού ἐπιθυμεῖ. Μποροῦμε νά ποῦμε ὅτι εἶναι ὅλος μιά ἀσίγαστη ἐπιθυμία· ζητιάνος τῆς χαρᾶς καί κυνηγός τῆς ἀλήθειας. «῞Οπου γάρ ἐστιν ὁ θησαυρός ὑμῶν, ἐκεῖ ἔσται καί ἡ καρδία ὑμῶν»  (Μθ 6,21), λέει ὁ Κύριος στήν ἐπί τοῦ ὄρους ὁμιλία. Συνήθως, στόν πεπτωκότα ἄνθρωπο, οἱ ἐπιθυμίες ταυτίζονται μέ τά πάθη καί τόν ἐξωθοῦν στήν καταστροφή. ῞Οταν ὅμως ἡ ἐπιθυμία στρέφεται σέ ἀνώτερα καί θεῖα πράγματα, τότε ὁ ἄνθρωπος ὁδηγεῖται στήν πραγματική χαρά καί τή σωτηρία. ῾Ο Ζακχαῖος χρόνια προσπαθοῦσε νά γεμίσει τό κενό τῆς ψυχῆς του, κυνηγώντας μέ ἀπληστία τόν πλοῦτο, ἀλλά δέν τά κατάφερε· τώρα ἀναζητεῖ τόν πραγματικό θησαυρό.
   Γιά νά γνωρίσουμε τόν Χριστό ὀφείλουμε νά τόν ἀναζητήσουμε. Καί ἀναζήτηση σημαίνει πόθος ψυχῆς, ἀσίγαστη δίψα, προσπάθεια νά ἀνακαλύψουμε τόν ἀληθινό προορισμό μας πάνω στή γῆ. ῾Ο Δαυΐδ στόν 41ο Ψαλμό ἐκφράζει τόν πόθο του γιά τόν Θεό μέ τήν εἰκόνα τοῦ διψασμένου ἐλαφιοῦ, πού τρέχει στίς πηγές τῶν ὑδάτων. Καί σ᾿ ἄλλον Ψαλμό ἐπαναλαμβάνει· «᾿Εξεζήτησέ σε τό πρόσωπό μου· τό πρόσωπόν σου, Κύριε, ζητήσω» (26,8).
   Τίποτε δέν μπορεῖ νά ὑποκαταστήσει αὐτή τή δίψα τῆς θείας παρουσίας. Τίποτε δέν ἔχει τή δύναμη νά ἀναπληρώσει τή θέση τοῦ Θεοῦ στήν καρδιά καί στή ζωή τοῦ ἀνθρώπου. Αὐτό ἀκριβῶς ἐκφράζει καί ὁ ἅγιος Αὐγουστίνος· «῏Ω Κύριε, εἶναι ἀνήσυχη ἡ ψυχή μας, ἕως ὅτου εὕρει ἀνάπαυση κοντά Σου». Καί ὁ ἅγιος Συμεών ὁ νέος Θεολόγος λέει· «῾Ο Θεός εἶναι πῦρ καί ζητᾶ ὕλη ν᾿ ἁρπάξει, δηλαδή ἀγαθή πρόθεση καί προαίρεση, καί νά πέσει μέσα σ᾿ αὐτήν καί ν᾿ ἀναφθεῖ. Σέ ὅποιους ἀναφθεῖ, πετάγεται σέ φλόγα μεγάλη καί φθάνει ὥς τούς οὐρανούς καί δέν ἀφήνει αὐτόν πού φλογίσθηκε νά σταματήσει καθόλου καί νά ἠρεμήσει».
   Οὐκ ἠδύνατο ἀπό τοῦ ὄχλου· ῾Ο Ζακχαῖος δέν μένει μόνο στήν ἐπιθυμία. Πλησιάζει πρός τό πλῆθος πού συρρέει γύρω ἀπ᾿ τόν ᾿Ιησοῦ, προσπαθώντας νά τόν δεῖ· συνωστίζεται ἀνάμεσα στόν κόσμο. Εἶναι ὅμως ἀδύνατο νά διακρίνει τόν ᾿Ιησοῦ· ὅτι τῇ ἡλικίᾳ μικρός ἦν, εἶχε μικρό ἀνάστημα, ἦταν κοντός. Τό ἐμπόδιο, πού ὀρθώνεται μπροστά του, δέν τόν σταματᾶ· εἶναι ἀποφασισμένος νά δεῖ τόν ᾿Ιησοῦ, ἔστω κι ἄν χρειαστεῖ νά παραμερίσει τήν ἀξιοπρέπειά του καί νά κινηθεῖ ἀντίθετα ἀπ᾿ ὅ,τι ταιριάζει στήν κοινωνική του θέση.

19,4. Καί προδραμών ἔμπροσθεν ἀνέβη ἐπί συκομορέαν, ἵνα ἴδῃ αὐτόν, ὅτι ἐκείνης ἤμελλε διέρχεσθαι.

   προδραμών ἔμπροσθεν· Τρέχει μπροστά, πρός τήν κατεύθυνση πού πορεύεται τό πλῆθος, ξεπερνᾶ τούς ἄλλους καί ψάχνει ἕναν σίγουρο τόπο, ἀπό τόν ὁποῖο θά μπορεῖ νά ἀντικρύσει τόν ᾿Ιησοῦ, καθώς θά διέρχεται ἀπό κεῖ.
   ᾿Ανέβη ἐπί συκομορέαν· Γιά νά καταλάβει κανείς τή σημασία αὐτῆς τῆς ἐνέργειας, πρέπει νά φαντασθεῖ τόν ἀντιδήμαρχο ἤ τόν πρόεδρο τοῦ ἐμπορικοῦ ἐπιμελητηρίου ἤ κάποιον διάσημο μεγαλοβιομήχανο νά ἀνεβαίνει σάν ἀλητόπαιδο σέ ἕνα δένδρο, γιά νά δεῖ ἀπό κεῖ κάποιο διερχόμενο πρόσωπο, τό ὁποῖο θεωρεῖται κοινωνικά κατώτερό του. ῾Ο Ζακχαῖος ἀνέβηκε στή συκομουριά ὄχι γιά νά δεῖ κάποιον ἀξιωματοῦχο, ρωμαῖο αὐτοκράτορα, τετράρχη ἤ στρατηγό, ἀλλά τόν ᾿Ιησοῦ.
   Τί θά ἔλεγε ὁ κόσμος, ὅταν θά ἔβλεπε αὐτό τό ἐπίσημο πρόσωπο νά ἀνεβαίνει πάνω στή συκομουριά σάν ἕνα ἀτίθασο παιδί; Τόν διακαῆ του πόθο καμιά τέτοια σκέψη, καμιά ἀξιοπρέπεια δέν στάθηκε ἱκανή νά τόν ἀνακόψει. ῞Οταν κανείς μέ πάθος ἐπιθυμεῖ κάτι, κάνει πράγματα πού κάτω ἀπό «ὁμαλές» συνθῆκες θά ἦταν ἀδύνατο νά τά διανοηθεῖ.
   Σίγουρα ἦταν ἀσυμβίβαστη πρός τήν κοινωνική του θέση ἡ ἐνέργειά του αὐτή. ῎Ισως ἐμεῖς θά τή χαρακτηρίζαμε καί παιδαριώδη. ῾Ο καρδιογνώστης Κύριος ὅμως συγκινεῖται ἀπό τήν ταπείνωση καί τόν πόθο του καί σταματᾶ, γιά νά ἀσχοληθεῖ εἰδικά μ᾿ αὐτόν.

19,5. Καί ὡς ἦλθεν ἐπί τόν τόπον, ἀναβλέψας ὁ ᾿Ιησοῦς εἶδεν αὐτόν καί εἶπε πρός αὐτόν· Ζακχαῖε, σπεύσας κατάβηθι· σήμερον γάρ ἐν τῷ οἴκῳ σου δεῖ με μεῖναι.

   ᾿Αναβλέψας ὁ ᾿Ιησοῦς εἶδεν αὐτόν·  ῾Ο Ζακχαῖος ἐπιθύμησε μόνο νά δεῖ τόν ᾿Ιησοῦ κι αὐτό τοῦ φαινόταν ἀρκετό. ῾Ωστόσο, ἡ λαχτάρα τῆς καρδιᾶς του δέν διαφεύγει τήν προσοχή τοῦ παντεπόπτη Κυρίου. Σηκώνει τά μάτια του καί τόν βλέπει. Τό βλέμμα τοῦ ᾿Ιησοῦ συναντιέται μέ τοῦ τελώνη· κι εἶναι μιά ἰσχυρή ἐπικοινωνία, πού ἀγγίζει τόν Ζακχαῖο μέχρι τά βάθη τῆς ὑπάρξεώς του· τόν ἀνασταίνει.
   Μέ μιά παρόμοια ματιά ἀργότερα, στήν αὐλή τοῦ ἀρχιερέα, ὁ Κύριος θά δημιουργήσει συγκλονισμό στήν καρδιά τοῦ Πέτρου καί θά τόν ὁδηγήσει στή μετάνοια· «Στραφείς ὁ Κύριος ἐνέβλεψε τῷ Πέτρῳ, καί ὑπεμνήσθη ὁ Πέτρος...τοῦ λόγου τοῦ Κυρίου καί ἐξελθών ἔξω... ἔκλαυσε πικρῶς» (Λκ 22,61).
   Ζακχαῖε, σπεύσας κατάβηθι· ῎Ηδη ἡ ἐπικοινωνία μεταξύ ᾿Ιησοῦ καί Ζακχαίου ἔχει ἐπιτευχθεῖ. ῾Ο Κύριος τόν προσφωνεῖ μέ τό ὄνομά του καί προστακτικά τόν καλεῖ νά ζήσει τή λυτρωτική ἐμπειρία πού λαχταρᾶ. Στή συνάντηση αὐτή τοῦ ᾿Ιησοῦ μέ τόν παραστρατημένο ἄνθρωπο ἀρχίζει ἡ σωτηρία. ῾Ο Ζακχαῖος γίνεται οἰκεῖος τοῦ Θεοῦ καί ὁ Κύριος τοῦ ἀνακοινώνει ὅτι θά πάει τήν ἴδια μέρα στό σπίτι του νά φιλοξενηθεῖ· σήμερον γάρ ἐν τῷ οἴκῳ σου δεῖ με μεῖναι.

19,6-7. Καί σπεύσας κατέβη, καί ὑπεδέξατο αὐτόν χαίρων. Καί ἰδόντες πάντες διεγόγγυζον λέγοντες ὅτι παρά ἁμαρτωλῷ ἀνδρί εἰσῆλθε καταλῦσαι.

   Καί σπεύσας κατέβη· ῾Ο Ζακχαῖος ἀνταποκρίθηκε πάραυτα στήν τιμή πού τοῦ κάνει ὁ Κύριος. κατέβηκε γρήγορα καί ὑπεδέξατο αὐτόν χαίρων, ὑποδέχθηκε τόν ᾿Ιησοῦ στό σπίτι του μέ χαρά. Τή χαρά, πού δέν βρῆκε τόσα χρόνια στόν πλοῦτο καί στήν ὑψηλή κοινωνική θέση, τοῦ τήν προσφέρει ὁ Κύριος μέ τήν ἐπίσκεψη στό σπίτι του. ῎Αν θεωροῦσε σπουδαῖο ὁ Ζακχαῖος καί μόνο τό νά δεῖ τόν ᾿Ιησοῦ, τό νά Τόν δεχθεῖ στό σπίτι του, νά καθίσει στό ἴδιο τραπέζι, νά Τόν συναναστραφεῖ μιά μέρα καί νά συζητήσει μαζί Του ὑπερέβαινε τά ὅρια τῆς φαντασίας του.
   ῾Ο ὄχλος ὅμως, ὁ ὁποῖος ἀκολουθοῦσε τόν ᾿Ιησοῦ καί ζοῦσε μέ τήν αὐταπάτη ὅτι αὐτός πορεύεται πρός τόν ἔνδοξο θρόνο τοῦ Δαυΐδ, ἀποκαρδιώθηκε ἀπό τήν ἐνέργεια αὐτή. Γνώριζε τήν προηγούμενη διαγωγή τοῦ Ζακχαίου καί δέν ἦταν σέ θέση νά ἐκτιμήσει τήν ἀναζήτησή του. Πολύ περισσότερο δέν μποροῦσε νά ἐξηγήσει τή συμπεριφορά τοῦ ᾿Ιησοῦ, ὁ ὁποῖος ἤθελε νά ἐνθαρρύνει τή μετάνοια τοῦ Ζακχαίου καί νά τόν βοηθήσει, ὥστε νά βγεῖ ἀπό τόν ἁμαρτωλό κλοιό πού τόν περιέσφιγγε.
Διεγόγγυζον· Τό ρῆμα «γογγύζω» εἶναι ἠχοποίητο, ἀπό τή φωνή τῶν περιστεριῶν «γόγγυ-γόγγυ». ῾Η πρόθεση «διά» ἐπιτείνει τή σημασία του. Σημαίνει γκρινιάζω ὑπερβολικά καί δυνατά, γιά νά δείξω τή δυσαρέσκειά μου ἤ κατακρίνω μουρμουριστά.
   Σάν ἀντίποδας στή χαρά τοῦ ἁμαρτωλοῦ πού ἀγγίζει τόν Θεό οἱ πάντες, ὁ ὄχλος πού ἀκολουθεῖ, ἀλλά «πόρρω ἀπέχει» (Μθ 15,8) ἀπό τόν ᾿Ιησοῦ, γογγύζει.
   ῞Οσοι ἄκουσαν τόν διδάσκαλο νά ζητᾶ φιλοξενία στό σπίτι τοῦ ἀρχιτελώνη, ἑνός ἄτιμου καί μιαροῦ ἀνθρώπου, ἀποκαρδιώθηκαν καί Τόν κατέκριναν. Δημιουργήθηκε μιά κατακραυγή, ἕνας ἔντονος ψίθυρος, ἕνα μουρμουρητό ὑπόκωφο καί ἐχθρικό. ᾿Αποροῦν γιά τό πῶς ὁ ᾿Ιησοῦς μπαίνει στό σπίτι ὅπου κατοικεῖ ἕνας καταπιεστής τοῦ λαοῦ, μιά βδέλλα πού ἀπομυζᾶ ἀχόρταγα τό αἷμα τῶν φτωχῶν ἀνθρώπων.
   ῾Ο Κύριος, ὅμως, δέν λογαριάζει τή γνώμη τοῦ κόσμου, ὅπως δέν τή λογάριασε καί ὁ Ζακχαῖος. Εἶναι κυνηγός ψυχῶν, πού ἦλθε ἀπό τόν οὐρανό στή γῆ, γιά νά ζητήσει καί νά σώσει τό ἀπολωλός. ῞Οταν ὅλος ὁ κόσμος δυσανασχετεῖ γιά τό γεγονός ὅτι ὁ Χριστός δέχθηκε νά μπεῖ στό σπίτι ἑνός ἁμαρτωλοῦ ἀρχιτελώνη, τήν ἴδια στιγμή ἕνας ἄνθρωπος μετανοεῖ καί ἀρχίζει καινούργια ζωή. Γιά τούς πολλούς αὐτό ὑπῆρξε ἀφορμή σκανδάλου, κριτικῆς καί δυσανασχέτησης. Παρά τά σχόλια καί τήν κατακραυγή, ἡ χάρη τοῦ Θεοῦ ἄγγιξε βαθιά τόν μετανιωμένο ἁμαρτωλό.

19,8. Σταθείς δέ Ζακχαῖος εἶπε πρός τόν Κύριον· ἰδού τά ἡμίση τῶν ὑπαρχόντων μου, Κύριε, δίδωμι τοῖς πτωχοῖς, καί εἴ τινός τι ἐσυκοφάντησα, ἀποδίδωμι τετραπλοῦν.

   ῾Ο Ζακχαῖος μετανοεῖ γιά τά ἐγκλήματα πού ἔχει διαπράξει. ῾Η μετάνοια τόν ἀποκαθιστᾶ καί τόν κάνει πάλι παιδί τοῦ Θεοῦ. Δέν περιορίζεται στό νά ἐκφράσει τή λύπη του γιά τίς ἀδικίες καί τά λάθη του· προχωρᾶ ἀμέσως στήν ἔμπρακτη ἀποκατάσταση. Μετάνοια πού περιορίζεται στά λόγια καί σέ μερικούς ἐξωτερικούς ἐντυπωσιακούς τύπους εἶναι ἄκαρπη, ψεύτικη. ῾Η ἁγία Γραφή μᾶς παρουσιάζει παραδείγματα ἀνθρώπων πού ἔδωσαν τήν ἐντύπωση ὅτι μετανοοῦν, ἀλλά, ἐπειδή ἦταν ψεύτικη ἡ μετάνοιά τους, μία προσωρινή μεταμέλεια, δέν σώθηκαν (Κάιν, Φαραώ, Σαούλ, ᾿Ιούδας). ῎Εχουμε ὅμως καί ἀνθρώπους μέ εἰλικρινῆ μετάνοια (Δαυΐδ, Πέτρος, Παῦλος). αὐτοί παραμένουν φωτεινά παραδείγματα, πού ἀξίζει καί πρέπει νά τά μιμηθοῦμε.
   ῾Η ἀληθινή μετάνοια φαίνεται ἀπό τό πόσο πρόθυμος εἶναι ὁ ἄνθρωπος νά ξεκόψει ἀπό τήν ἁμαρτία καί νά ἀποχωρισθεῖ αὐτά πού τόν κρατοῦν σφικτά στή γῆ, εἴτε εἶναι χρήματα εἴτε δύναμη καί ἐξουσία εἴτε ἀξιώματα. Μόνο ὅποιος βρεῖ κάτι ἀνώτερο ἀπ᾿ αὐτά συνειδητοποιεῖ τή σχετικότητά τους καί δίνει προτεραιότητα στά πνευματικά. ῾Ο Ζακχαῖος βρῆκε τόν Χριστό καί τή σωτηρία πού ᾿Εκεῖνος προσφέρει.
   Τά ἡμίση τῶν ὑπαρχόντων μου, Κύριε, δίδωμι τοῖς πτωχοῖς· ῾Η δήλωση τοῦ Ζακχαίου· «Τό ἥμισυ τῆς περιουσίας μου δίνω, Κύριε, στούς φτωχούς καί ἄν πῆρα ἀπό κάποιον παράνομο φόρο, τοῦ ἐπιστρέφω τά τετραπλάσια», ἀποδεικνύει πόσο ἀδικαιολόγητος ἦταν ὁ γογγυσμός καί ὁ σκανδαλισμός τοῦ κόσμου.
   ῾Ο ᾿Ιησοῦς δέν δίδαξε τόν Ζακχαῖο, καί ὅμως αὐτός ἔκανε ὅ,τι θά ἐπιθυμοῦσε ὁ διδάσκαλος. ῎Εδωσε στούς φτωχούς τά μισά ἀπό τά ὑπάρχοντά του καί ἀπέδωσε στό τετραπλάσιο ὅσα εἶχε εἰσπράξει παράνομα. Φαίνεται πώς γνώριζε τά κεντρικά νοήματα τῆς διδασκαλίας τοῦ Κυρίου, ἄν καί ὁ ἴδιος δέν τόν ἄκουσε ποτέ νά διδάσκει. Τόν συγκινοῦσε ἡ διαβεβαίωση τοῦ ᾿Ιησοῦ ὅτι ὁ Θεός δέχεται τούς ἁμαρτωλούς καί θαύμαζε ἐνδόμυχα τήν ἔμπρακτη μετάνοια πού δίδασκε. Πιθανόν νά γνώριζε πώς κι ἕνας ἀπό τούς μαθητές του, ὁ Ματθαῖος, ἦταν τελώνης στήν Καπερναούμ καί ἄλλαξε ζωή, γιά νά ἀκολουθήσει τόν ᾿Ιησοῦ.
   εἴ τινός τι ἐσυκοφάντησα· Τό ρῆμα «συκοφαντῶ» σημαίνει εἰσπράττω ἀπό κάποιον ὁρισμένο χρηματικό ποσό ὡς φόρο, ἐπικαλούμενος ἀνύπαρκτους νόμους. (Γιά τή σημασία τοῦ ρήματος βλέπε στό 9ο Μάθημα).
᾿Αποδίδωμι τετραπλοῦν· ῾Η στό τετραπλάσιο ἀπόδοση εἶναι ἐντολή τοῦ μωσαϊκοῦ νόμου. Δέν ἰσχύει γιά ὅλες τίς κλοπές καί γιά τίς ποικίλες τελωνικές εἰσπράξεις, ἀλλά μόνο γιά τήν κλοπή μοσχαριῶν ἤ προβάτων· «᾿Εάν τις κλέψῃ μόσχον ἤ πρόβατον καί σφάξῃ ἤ ἀποδῶται, πέντε μόσχους ἀποτίσει ἀντί τοῦ μόσχου καί τέσσαρα πρόβατα ἀντί τοῦ προβάτου» (῎Εξ 22,1).
   Τό τετραπλοῦν τοῦ Ζακχαίου ὑπαινίσσεται τήν εἰδική ἐκείνη διάταξη τοῦ ρωμαϊκοῦ νόμου, κατά τήν ὁποία «εἴτε δημόσιον εἴτε ἰδιωτικόν πρόσωπον ἀπαιτήσει τι παρανόμως, μετά τοσούτου ἄλλου ἀποδίδωσιν αὐτό τῷ ἀδικηθέντι· εἰ δέ μετά βίας ἀπῄτηται, τό τετραπλοῦν δίδωσι καί σφοδρῶς τιμωρεῖται» (Βασιλικά 56,1,8).
   Κατά τήν ὀρθή παρατήρηση τοῦ Θεοφύλακτου, «ὁ Ζακχαῖος δέδωκεν πάντα τόν βίον», διότι «καί ὅσα ἀπό τά ὑπάρχοντά του κράτησε, τά ἤθελε γιά νά τά δώσει σ᾿ ὅσους ἀδίκησε... Πράγματι, ἔδωσε τά μισά ἀπό τά ὑπάρχοντά του στούς φτωχούς· τοῦ ἔμειναν τά ἄλλα μισά. ᾿Από αὐτά πάλι δίνει τετραπλάσια σ᾿ ὅσους ἀδικήθηκαν ἀπ᾿ αὐτόν. ᾿Αφοῦ ἡ περιουσία τοῦ ἀρχιτελώνη προερχόταν ἀπό ἀδικίες, τήν ἐπέστρεψε. Σκέψου ὅτι ἔτσι ἀπογυμνώθηκε ἐντελῶς».
   ῞Οταν ὁ Ζακχαῖος συναντᾶ τόν Κύριο, ἑκούσια πτωχεύει καί ἀποκτᾶ ἄφθαρτο θησαυρό. κερδίζει τήν ἐσωτερική του εἰρήνη· ὁ Κύριος πληρώνει τήν καρδιά του μέ τήν παρουσία του. Πέτυχε αὐτό πού μᾶς προτρέπει ἕνα κατανυκτικό τροπάριο τοῦ ῎Ορθρου τῆς Μ. Τρίτης· «Διάδος πτωχοῖς καί κτῆσαι φίλον τόν Κύριον». ᾿Αντίθετα, ὁ πλούσιος νεανίσκος, ὁ ὁποῖος συνάντησε τόν Χριστό πρίν ἀπό τόν Ζακχαῖο, ἄν καί ἦταν ἄμεμπτος ἠθικά, μελετοῦσε τό νόμο καί ποθοῦσε νά κληρονομήσει τήν αἰώνια ζωή, μόλις τοῦ ὑπέδειξε ὁ Κύριος μία ὁλοκληρωτική αὐταπάρνηση προκειμένου νά Τόν ἀκολουθήσει, ἀπομακρύνθηκε σκυθρωπός καί λυπημένος.
   ῾Η σωτηρία τοῦ πλούσιου Ζακχαίου ἑρμηνεύει αὐτό πού προηγουμένως εἶπε ὁ Κύριος· «Τά ἀδύνατα παρά ἀνθρώποις δυνατά παρά τῷ Θεῷ ἐστιν» (Λκ 18,27).

19,9-10. Εἶπε δέ πρός αὐτόν ὁ ᾿Ιησοῦς ὅτι σήμερον σωτηρία τῷ οἴκῳ τούτῳ ἐγένετο, καθότι καί αὐτός υἱός ᾿Αβραάμ ἐστιν. ῏Ηλθε γάρ ὁ υἱός τοῦ ἀνθρώπου ζητῆσαι καί σῶσαι τό ἀπολωλός.

   ῾Ο ᾿Ιησοῦς διαγγέλλει θριαμβευτικά· σήμερον σωτηρία τῷ οἴκῳ τούτῳ ἐγένετο, ἀπαντώντας σ᾿ ὅσους τόν κατέκριναν γιά τό ἰδιαίτερο ἐνδιαφέρον του πρός τόν ἁμαρτωλό ἀρχιτελώνη. Παρόμοια ἐξήγηση ἔδωσε καί ὅταν διαμαρτυρήθηκαν οἱ φαρισαῖοι γιά τή συνεστίασή του μετά «τῶν τελωνῶν καί ἁμαρτωλῶν» στό σπίτι τοῦ Ματθαίου.
   ῾Η ἔκφραση καί αὐτός υἱός ᾿Αβραάμ ἐστιν ἦταν ἀπάντηση στό καύχημα τῶν ᾿Ιουδαίων ἐκείνων, οἱ ὁποῖοι θεωροῦσαν τούς ἑαυτούς τους ὡς γνήσιους ἀπογόνους τοῦ ᾿Αβραάμ καί φύλακες τοῦ νόμου. Μέ καύχηση ἔλεγαν· «Υἱοί ᾿Αβραάμ ἐσμεν», ἀντιδιαστέλλοντας τόν ἑαυτό τους ἀπό τούς ἄλλους, τούς ὁποίους θεωροῦσαν κατώτερους.
   ᾿Από τήν καταγωγή του, βέβαια, ἦταν καί ὁ Ζακχαῖος υἱός ᾿Αβραάμ, ἀλλά οἱ φαρισαῖοι εὔκολα ἀμφισβητοῦσαν τήν ἰδιότητα αὐτή σέ πολλούς. ῞Οταν ὁ ᾿Ιησοῦς εἶχε κατηγορηθεῖ γιά τή συναναστροφή του μέ τούς τελῶνες στό σπίτι τοῦ Ματθαίου, εἶχε ἀπαντήσει μέ δύο χαρακτηριστικές φράσεις· «Οὐ χρείαν ἔχουσιν οἱ ἰσχύοντες ἰατροῦ, ἀλλ᾿ οἱ κακῶς ἔχοντες» καί «Οὐ γάρ ἦλθον καλέσαι δικαίους, ἀλλά ἁμαρτωλούς εἰς μετάνοιαν» (Μθ 9,12-13). Τώρα ἀπαντᾶ λέγοντας· ῏Ηλθε γάρ ὁ υἱός τοῦ ἀνθρώπου ζητῆσαι καί σῶσαι τό ἀπολωλός. Οἱ τρεῖς φράσεις ἐκφράζουν τό ἴδιο νόημα. ῾Ο ᾿Ιησοῦς ἀποκαλύπτει ὅτι ἡ ἀναζήτηση καί ἡ σωτηρία τοῦ ἀπολωλότος εἶναι ἡ δική του ἀποστολή. ῞Οταν συντρώγει μέ τούς ἁμαρτωλούς ἤ τούς συναναστρέφεται καί δείχνει μέ κάθε τρόπο τή στοργή του σ᾿ αὐτούς, δέν κάνει τίποτε ἄλλο ἀπό τό νά ἐκτελεῖ τήν ἀποστολή του.
   Αὐτή τήν ἴδια ἀποστολή, τῆς ἐπιστροφῆς καί σωτηρίας τῶν παραστρατημένων παιδιῶν τοῦ Θεοῦ, ἔχουμε ὅλα τά μέλη τῆς ᾿Εκκλησίας. ῎Ετσι π.χ. ὁ ἅγιος Κοσμᾶς, ὅταν πάνω στά βουνά τῆς Βωβούσας στήν ῎Ηπειρο βρῆκε τό λήσταρχο Τότσκα, ἄγγιξε μέ τή διδαχή καί τήν ἁγιότητά του τή σπίθα πού κρυβόταν μέσα στήν καρδιά τοῦ λήσταρχου καί τήν ἔκανε πυρκαγιά πίστεως καί μετανοίας. ῾Υπάρχουν γύρω μας ἄνθρωποι πού ζοῦν μέσα στήν ἁμαρτία, ὅμως διατηρεῖται μέσα τους μιά θεϊκή σπίθα. Αὐτή θά κάψει κάθε κακία, ἄν βρεθεῖ κάποιος νά τήν τροφοδοτήσει.
   ῾Ο Χριστός ἀδιαφόρησε τελείως γιά τόν ἄδικο γογγυσμό τοῦ ὄχλου, τόν ὁποῖο προκάλεσε ἡ συμπεριφορά του πρός τόν ἀρχιτελώνη. Μπροστά στήν ἀξία τῆς ψυχῆς καμία ἀξία δέν ἔχει ἡ ἄδικη ταραχή πολλῶν συνειδήσεων. Τό μεγαλύτερο σκάνδαλο, ἐφόσον εἶναι ἄδικο, εἶναι ἀνάξιο προσοχῆς, προκειμένου νά σωθεῖ μία ψυχή. ῾Ο Χριστός γνώριζε καλά καί δίδαξε τόσο γιά τήν ἀξία τῆς ψυχῆς, τῆς ὁποίας δέν ὑπάρχει ἀντάλλαγμα, ὅσο καί γιά τήν εὐθύνη τοῦ σκανδαλοποιοῦ.
   ῾Ο γογγυσμός φαίνεται ὅτι συνεχιζόταν καί μετά τή γενναία δήλωση τοῦ Ζακχαίου, ἡ ὁποία ἔπρεπε νά μεταβάλει τό γογγυσμό σέ δοξολογία. Αὐτοί πού γογγύζουν δέν ξέρουν τί εἶναι μετάνοια. ῎Εχουν τήν ἐπιφανειακή καί ἐπίπλαστη εὐσέβειά τους καί νομίζουν ὅτι ζοῦν ὅπως θέλει ὁ Θεός, στήν οὐσία ὅμως κάνουν τό θέλημά τους. Γι᾿ αὐτό ὁ ᾿Ιησοῦς ἀδιαφορεῖ. ῾Ως γιατρός πού εἶναι ἐπισκέπτεται τόν ἄρρωστο Ζακχαῖο καί προβαίνει σέ μιά λεπτή ἐγχείρηση. ῾Ο ἀσθενής του θεραπεύεται καί ἀναθεωρεῖ ἔμπρακτα τό βεβαρημένο παρελθόν του. Αὐτό ὅμως ἀφήνει ἀσυγκίνητους τούς ἐχθρούς τοῦ ᾿Ιησοῦ. Γι᾿ αὐτούς μετράει τό ὅτι ὁ ᾿Ιησοῦς φιλοξενεῖται στό σπίτι τοῦ ἁμαρτωλοῦ. Μοιάζουν μέ τόν πρεσβύτερο υἱό τῆς παραβολῆς, πού ἡ ζήλεια καί ἡ ὀργή κάνουν τήν ψυχή του νά κοχλάζει ἀπό φθόνο καί κακία, διότι ὁ ἄσωτος υἱός ἐπέστρεψε στό σπίτι τοῦ πατέρα.
                                                                                   * * *
   Προϋπόθεση γιά τήν πνευματική ζωή καί τή σωτηρία εἶναι ἡ εἰλικρινής μετάνοια (βλ. Πρξ 11,18). Αὐτή τή μετάνοια βλέπουμε στήν περίπτωση τοῦ Ζακχαίου, ὁ ὁποῖος περνᾶ ἀπό τό σκοτάδι στό φῶς, ἀπό τό θάνατο στή ζωή, ἀπό τά δίχτυα τοῦ σατανᾶ στήν ἀγκαλιά τοῦ Θεοῦ. Στή σωτήρια πορεία του διακρίνουμε τά ἑξῆς στάδια·
α) Συναίσθηση τῆς ἁμαρτωλότητος. ῾Ο Ζακχαῖος δέν ἐπαναπαύθηκε στά πλούτη καί τά ἀγαθά του, διότι εἶχε τή συναίσθηση ὅτι τά εἶχε ἀποκτήσει μέ ἀδικίες. ῾Η ἁμαρτία εἶναι μία φωτιά, πού ταράσσει καί ἀναστατώνει τόν ἁμαρτωλό, δέν τόν ἀφήνει σέ ἡσυχία.
β) ᾿Αναζήτηση τοῦ Λυτρωτῆ. ῾Η συναίσθηση τῆς ἁμαρτωλότητος ὠθεῖ τόν Ζακχαῖο στήν ἀναζήτηση τοῦ ᾿Ιησοῦ, τοῦ μοναδικοῦ Λυτρωτῆ.
γ) ῾Υπέρβαση τῶν ἐμποδίων πού παρεμβάλλονται. Τό μικρό του ἀνάστημα τό μεγαλώνει ἀνεβαίνοντας στό δένδρο. Γιά τήν κακή ἐντύπωση, πού θά προκαλοῦσε αὐτή ἡ ἐνέργειά του στόν κόσμο, ἀδιαφορεῖ.
δ) ᾿Απόφαση ἀλλαγῆς. ᾿Από τή στιγμή πού συνάντησε τόν ᾿Ιησοῦ ὁ Ζακχαῖος ἀποφασίζει νά ζήσει μία νέα ζωή. Τό πρῶτο βῆμα σ᾿ αὐτή τή ζωή εἶναι ἡ θυσία. Θυσιάζει τήν περιουσία του. ᾿Επιστρέφει τά κλεμμένα καί ἀποκαθιστᾶ τίς ἀδικίες πού διέπραξε, χωρίς νά ὑπολογίζει ὅτι ἔτσι στερεῖται τά πλούτη του. Τώρα ἡ ζωή του ρυθμίζεται ἀπό τό θέλημα τοῦ Λυτρωτῆ.
   ῎Αν ὁ ἀρχιτελώνης Ζακχαῖος σώθηκε μέ τήν εἰλικρινῆ μετάνοια, δέν εἶναι λιγότερο ἀναγκαία καί γιά τή δική μας ζωή ἡ μετάνοια. ῾Η συνάντηση καί ὁ σύνδεσμός μας μέ τόν Θεό δέν εἶναι κάτι δεδομένο καί αὐτονόητο λόγῳ τῆς χριστιανικῆς μας ἰδιότητας. ᾿Αποτελεῖ τό σκοπό τῆς ζωῆς μας, κάτι πού γιά νά τό πραγματοποιήσουμε ἀπαιτεῖται ἰσόβιος ἀγώνας. Σ᾿ ὅποιον βαθμό καί ἄν τό ἐπιτύχουμε, πάντοτε θά ὑπάρχουν περιθώρια ἐπέκτασης. Εἶναι αὐτό πού ὁ ἅγιος ᾿Ιωάννης τῆς Κλίμακος ὀνόμασε «ἀτέλεστον τελειότητα» καί ἡ ὁποία συνιστᾶ τόν θεμελιώδη σκοπό τῆς χριστιανικῆς ζωῆς.
   ᾿Αξίζει ἐπίσης νά σημειώσουμε ὅτι ἡ μετάνοια τοῦ Ζακχαίου ἦταν εὐνοϊκή γιά ὅλο τό σπιτικό του. ῾Ο προφήτης Ζαχαρίας περιγράφει σ᾿ ἕνα ὅραμά του πώς πάνω ἀπό τό σπίτι τοῦ κλέφτη ἔρχεται τό πετόμενο δρέπανο, πού θά τό θερίσει (Ζα 5,1-4). Τό σπίτι τοῦ Ζακχαίου χτίστηκε μέ κλεψιές καί ἀδικίες, μέ τό αἷμα καί τόν ἱδρώτα τοῦ φτωχοῦ λαοῦ, τόν ὁποῖο κατέκλεβε ὡς ἀρχιτελώνης, γι᾿ αὐτό κινδύνευε νά καταστραφεῖ. Σώθηκε ὅμως τήν τελευταία στιγμή μέ τή μετάνοια τοῦ ἀρχηγοῦ τῆς οἰκογένειας, πού τό παράδειγμά του ἀσφαλῶς θά ἀκολούθησαν καί ὅλα τά μέλη της.
   Καί σήμερα πολλά σπίτια εἶναι κτισμένα μέ χρήματα πού προέρχονται ἀπό κλοπές, ἀδικίες καί ἀπάτες. Μολύνονται καθημερινά ἀπό ἁμαρτίες φοβερές καί μεγάλες, πού μπορεῖ νά μένουν κρυφές ἀπό τούς ἀνθρώπους, ἀλλά τίς γνωρίζει πολύ καλά ὁ Θεός. Κάθε ἁμαρτία εἶναι ἕνας δυναμίτης, πού βάζει ὁ σατανᾶς στά θεμέλια τοῦ σπιτιοῦ. ῾Ο ἅγιος Κοσμᾶς ὁ Αἰτωλός ἔλεγε· «῎Εχεις 100 πρόβατα· θέλεις νά τά χάσεις ὅλα; Βάλε μέσα στό μαντρί σου ἕνα κλεμμένο πρόβατο. ᾿Εξαιτίας τοῦ κλεμμένου θά χάσεις καί τά ἄλλα!».
   ῾Η μετάνοια, ἡ δικαιοσύνη καί ἡ ἐλεημοσύνη ἀσφαλίζουν καί σώζουν ἀπό κάθε συμφορά.


Στεργίου Σάκκου, Εὐαγγελικές περικοπές (βοήθημα γιά κυκλάρχες)

Παρασκευή, 29 Νοέμβριος 2024 03:00

Κυρ. ΙΔ΄ Λουκᾶ Λκ 18,35-43

 Ἡ θεραπεία τοῦ τυφλοῦ τῆς Ἰεριχοῦς


  tyflos2  Ἡ θεραπεία τυφλῶν ἦταν ἕνα ἀπό τά κατεξοχήν μεσσιανικά σημεῖα (βλ. Ἠσ 9,2· 29,18· 35,5· 42,67· 61,1· Μθ 4,16· 11,45). Οἱ προφητεῖες, βέβαια, ἀναφέρονταν κυρίως στόν πνευματικό φωτισμό τόν ὁποῖο ἐπρόκειτο νά φέρει ὁ Μεσσίας στόν κόσμο, πού ζοῦσε στό σκοτάδι τῆς πλάνης καί τῆς ἁμαρτίας. Προαναγγέλλουν ὅμως καί τήν διάνοιξη τῶν σωματικῶν ὀφθαλμῶν, ἡ ὁποία ἀποτελεῖ μία χειροπιαστή ἔνδειξη τοῦ πνευματικοῦ φωτισμοῦ. Θεραπεία τυφλοῦ ἤ τυφλῶν στήν Ἰεριχώ ἀναφέρουν καί οἱ εὐαγγελιστές Mατθαῖος καί Mᾶρκος. Tίς τοποθετοῦν καί οἱ τρεῖς συνοπτικοί στήν ἴδια συνάφεια, λίγο πρίν ἀπό τήν θριαμβευτική εἴσοδο στά Ἰεροσόλυμα (πρβλ. Μθ 20,29-34· Μρ 10,46-52). Ἡ ἐξιστόρηση τοῦ περιστατικοῦ διαβάζεται ὡς εὐαγγελικό ἀνάγνωσμα τήν ΙΔ´ Κυριακή τοῦ Λουκᾶ.

18,35. Ἐγένετο δὲ ἐν τῷ ἐγγίζειν αὐτὸν εἰς Ἰεριχὼ τυφλός τις ἐκάθητο παρὰ τὴν ὁδὸν προσαιτῶν.
    Τά Εὐαγγέλια μνημονεύουν μόνον αὐτή τήν ἐπίσκεψη τοῦ Ἰησοῦ στήν Ἰεριχὼ. Ἦταν ἡ δεύτερη σέ πληθυσμό πόλη τῆς Ἰουδαίας, πολύ πλούσια καί ἀριστοκρατική. Χτισμένη δύο χιλιόμετρα βορειότερα ἀπό τήν παλιά Ἰεριχώ πού γκρέμισε ὁ Ἰησοῦς τοῦ Ναυῆ, βρισκόταν σέ κοντινή ἀπόσταση ἀπό τά Ἰεροσόλυμα. Εἶχε πλούσια παραγωγή μελιοῦ, βάλσαμου, ρόδων καί ἄλλων ἀρωματικῶν εἰδῶν. Ἰδιαίτερη λαμπρότητα τῆς ἔδιναν τά ἑλληνιστικοῦ τύπου κτίσματα, μέ τά ὁποῖα τήν εἶχε στολίσει ὁ Ἡρώδης A´: ἀμφιθέατρο, ἱπποδρόμιο, πολυτελέστατα ἀνάκτορα καί μεγάλες δεξαμενές. Σήμερα ὀνομάζεται Ρίχα καί εἶναι ἕνα ἄσημο χωριουδάκι μέ λίγους κατοίκους.
    Χιλιάδες προσκυνητές διέρχονταν ἀπό τήν Ἰεριχώ πορευόμενοι πρός τά Ἰεροσόλυμα γιά τήν γιορτή τοῦ Πάσχα. Τέτοιες ἡμέρες οἱ δρόμοι της ἦταν γεμάτοι ἀπό προσκυνητές καί καραβάνια. Ἑβραῖοι τῆς Παλαιστίνης καί τῆς διασπορᾶς, προσήλυτοι, λαός, φαρισαῖοι, φτωχοί, πλούσιοι, στρατιῶτες, ἔμποροι, ποικίλοι ἄνθρωποι συνέρρεαν. Ὅπως συμβαίνει συνήθως σέ παρόμοιες περιπτώσεις, πολλοί ζητιάνοι τυφλοί καί ἀνήμποροι, κάθονταν ἀπ’ τήν μιά καί τήν ἄλλη πλευρά τῶν εἰσόδων τῆς πόλεως καί ἐκλιπαροῦσαν τήν ἐλεημοσύνη τῶν εὐσεβῶν προσκυνητῶν. Κάπου ἐκεῖ παρὰ τὴν ὁδόν, κοντά στόν δρόμο, καθόταν καί ὁ τυφλός τῆς περικοπῆς προσαιτῶν, ζητιανεύοντας.
    Ὁ εὐαγγελιστής Ματθαῖος ἀναφέρει τήν θεραπεία δύο τυφλῶν κατά τήν ἔξοδο τοῦ Ἰησοῦ ἀπό τήν Ἰεριχώ (βλ. 20,30), ἐνῶ ὁ εὐαγγελιστής Μᾶρκος κάνει λόγο γιά ἕναν, τόν ὁποῖο κατονομάζει· «υἱὸς Τιμαίου Βαρτιμαῖος» (10,46). Ἡ ἀναφορά τοῦ ὀνόματός του δείχνει ὅτι ἦταν γνωστός στούς ἀναγνῶστες τοῦ Εὐαγγελίου, πιθανόν μέλος τῆς πρώτης Ἐκκλησίας. Ἴσως αὐτός νά ἦταν ὁ ἕνας ἀπό τούς δύο πού ἀναφέρει ὁ Ματθαῖος. Ὁ εὐαγγελιστής Λουκᾶς διηγεῖται τήν θεραπεία ἑνός τυφλοῦ, ἡ ὁποία συνέβη ἐν τῷ ἐγγίζειν αὐτὸν εἰς Ἰεριχώ, ὅταν ὁ Ἰησοῦς βρισκόταν κοντά στήν εἴσοδο τῆς πόλεως. Στήν συνέχεια ἐξιστορεῖ τήν συνάντηση τοῦ Ἰησοῦ μέ τόν Ζακχαῖο μέσα στήν Ἰεριχώ (βλ. 19,110). Οἱ ἀφηγήσεις τῶν τριῶν εὐαγγελιστῶν ἔχουν κοινά σημεῖα, ἀλλά δέν ἀποκλείεται νά ἀναφέρονται σέ διαφορετικά γεγονότα.  Ὁ Ἰησοῦς βρέθηκε κατ’ ἐπανάληψη μπροστά σέ πολλούς τυφλούς καί εἶναι πολύ φυσικό νά ἔδειξε κατ’ ἐπανάληψη στόν λαό τό κατεξοχήν μεσσιακό σημεῖο, νά θεράπευσε δηλαδή πολλούς τυφλούς. Ἀπό τούς πολλούς οἱ εὐαγγελιστές ἀναφέρουν ὁρισμένους.

18,36-37. Ἀκούσας δὲ ὄχλου διαπορευομένου ἐπυνθάνετο τί εἴη ταῦτα. Ἀπήγγειλαν δὲ αὐτῷ ὅτι Ἰησοῦς ὁ Ναζωραῖος παρέρχεται.
    Μέ τήν ἐξασκημένη ἀκοή του ὁ τυφλός, ἀκούσας ὄχλου διαπορευομένου, ἀντιλαμβάνεται ὅτι ὁ θόρυβος τῆς κοσμοσυρροῆς δέν εἶναι συνηθισμένος. Ρωτάει, λοιπόν, τούς διερχομένους· τί εἴη ταῦτα, τί συμβαίνει; Kαί τοῦ ἀπαντοῦν· Ἰησοῦς ὁ Ναζωραῖος παρέρχεται. Εἶχαν περάσει ἤδη τρία χρόνια ἀπό τότε πού ὁ Ἰησοῦς ἄρχισε τήν δημόσια δράση του καί ὁ ἀριθμός τῶν μαθητῶν πού τόν ἀκολουθοῦσαν αὐξήθηκε σημαντικά. Ἐπιπλέον, ἡ φήμη γιά τά σημεῖα πού ἐπιτελοῦσε εἶχε διαδοθεῖ σέ ὅλη τήν Παλαιστίνη καί ἔξω ἀπό αὐτήν. Ὅπου πήγαινε ἦταν πλέον γνωστός καί πλῆθος πολύ συνέρρεε κοντά του. Ἔτσι ἐξηγεῖται ἡ κοσμοσυρροή τήν ὁποία ἀντιλήφθηκε ὁ τυφλός. Ἰδιαίτερα κατά τήν τελευταία πορεία τοῦ Ἰησοῦ πρός τά Ἰεροσόλυμα, ὁ ὄχλος πού τόν συνόδευε ἐκδήλωνε ζωηρά τόν ἐνθουσιασμό του. Εἶχε θεριεύσει ἡ ἐλπίδα ὅτι ἴσως κατά τό Πάσχα ἐκεῖνο θά ἀναλάμβανε ὡς Μεσσίας τόν θρόνο του, καί θά τούς ἀπήλλασσε ἀπό τόν ρωμαϊκό ζυγό!

18,38. Καὶ ἐβόησε λέγων· Ἰησοῦ υἱὲ Δαυΐδ, ἐλέησόν με.
    Τό πλῆθος πληροφόρησε τόν τυφλό ὅτι «Ἰησοῦς ὁ Ναζωραῖος παρέρχεται», ἀλλά ἐκεῖνος ἐβόησε, φώναξε δυνατά, Ἰησοῦ υἱὲ Δαυΐδ, ἐλέησόν με. Φαίνεται ὅτι δέν θεωροῦσε τόν Ἰησοῦ ἁπλό ἄνθρωπο, ἀλλά εἶχε «θειοτέραν περὶ αὐτοῦ ἔννοιαν». Ἄν καί ἡ τύφλωσή του ἀσφαλῶς δέν τοῦ ἐπέτρεπε νά μελετᾶ μόνος του τίς Γραφές καί σέ ὅλη τήν ζωή του ἦταν ἕνας φτωχός ζητιάνος, ὡστόσο, εἶχε ἐνημερωθεῖ γιά τά θαυμαστά σημεῖα τοῦ Ἰησοῦ, γνώριζε ἴσως καί τίς σχετικές προφητεῖες105 καί πίστευε ὅτι ἔχει μπροστά του τόν ἀναμενόμενο Μεσσία, τόν «υἱόν Δαυΐδ». Aὐτή τήν πίστη ὁμολογεῖ μέ τήν προσφώνηση καί μέ τήν ἐκζήτηση τοῦ ἐλέους, τῆς συμπόνιας τοῦ Ἰησοῦ. Ἐκεῖνος μπορεῖ νά ἐπιτελέσει τό σημεῖο πού τοῦ ζητᾶ, ἔχει τήν δύναμη νά τοῦ χαρίσει τό φῶς του.

18,39. Καὶ οἱ προάγοντες ἐπετίμων αὐτῷ ἵνα σιωπήσῃ· αὐτὸς δὲ πολλῷ μᾶλλον ἔκραζεν· υἱὲ Δαυΐδ, ἐλέησόν με.
    Oἱ προάγοντες, ὅσοι βάδιζαν στήν ἀρχή τῆς πορείας, πρίν ἀπό τόν Ἰησοῦ, ἐπετίμων αὐτῷ, ἐπέπλητταν τόν τυφλό γιά νά σιωπήσει. Θεωροῦσαν ἀπρεπές νά παρουσιασθεῖ μπροστά σέ ἕνα τόσο ὑψηλό πρόσωπο ἕνας ἀνάπηρος, γιά νά ζητήσει ἐλεημοσύνη. Ἦταν, κατά τήν γνώμη τους, θρασύτατη ἡ ἀπαίτηση τοῦ τυφλοῦ νά διακόψει ὁ Ἰησοῦς τήν πορεία του, ἴσως καί τήν διδασκαλία του, προκειμένου νά ἀσχοληθεῖ μαζί του.
    Ὁ τυφλός, ὡστόσο, ἐκφράζει τόν πόνο καί τόν πόθο του. Δέν ἀποθαρρύνεται ἀπό τήν ἀντιμετώπιση τοῦ πλήθους. Ἡ ἐπίπληξη τῶν ἀνθρώπων λειτουργεῖ σ’ αὐτόν σάν τόν ὑδατοφράχτη, πού κάνει τόν χείμαρρο νά φουσκώνει ὁλοένα καί περισσότερο. Μέ ἐμπιστοσύνη στά φιλάνθρωπα αἰσθήματα τοῦ Ἰησοῦ δυναμώνει τήν ἔνταση τῆς φωνῆς του· μᾶλλον ἔκραζεν. Δέν ἦταν κραυγή ἀπόγνωσης, ἀλλά θερμῆς πίστεως. Ἡ πίστη ξέρει νά παλεύει μέ κάθε ἐμπόδιο καί νά νικᾶ. Δυνατά, καρδιόβγαλτα καί ἐπίμονα, ὅπως δηλώνει ὁ χρόνος τοῦ ρήματος, ἐπαναλάμβανε· υἱὲ Δαυΐδ, ἐλέησόν με.

18,40. Σταθεὶς δὲ ὁ Ἰησοῦς ἐκέλευσεν αὐτὸν ἀχθῆναι πρὸς αὐτόν.
    Ὁ Ἰησοῦς στάθηκε. Δέν θεωρεῖ ἀνάξιο τῆς ἀποστολῆς του νά ἀσχοληθεῖ μέ τόν ἄνθρωπο πού ζητάει τήν βοήθειά του. Στά μάτια τοῦ πλήθους, βέβαια, ὁ τυφλός δέν εἶναι παρά ἕνας ἐπαίτης. Ὁ Kύριος ὅμως γνωρίζει ὅτι ἔχει κοντά του ἕναν ἄνθρωπο μεγάλης πίστεως. Γι’ αὐτό, δίνει ἐντολή νά τόν ὁδηγήσουν μπροστά του· ἐκέλευσεν αὐτὸν ἀχθῆναι πρὸς αὐτόν. Μόνος του ὁ τυφλός δέν μποροῦσε νά προσδιορίσει τό σημεῖο πρός τό ὁποῖο ἔπρεπε νά κατευθυνθεῖ. Ὁ Ἰησοῦς τοῦ δείχνει τήν φιλοστοργία του. Ταυτόχρονα, δίνει περισσότερη δημοσιότητα στό σημεῖο, καθώς ὅλοι βλέπουν τόν μετακινούμενο τυφλό, πού ἀμέσως μετά θεραπεύεται, παραδίδει δέ καί ἕνα μάθημα στόν ὄχλο πού τόν ἀκολουθεῖ: Ὁ Μεσσίας δέν εὐαρεστεῖται στούς ἄκριτους καί ἐπιφανειακούς ἐνθουσιασμούς τῶν πολλῶν. Ἀναπαύεται στήν ὑγιῆ πίστη τῶν ταπεινῶν ἀνθρώπων.

18,41. Ἐγγίσαντος δὲ αὐτοῦ ἐπηρώτησεν αὐτὸν λέγων· τί σοι θέλεις ποιήσω; Ὁ δὲ εἶπε· Κύριε, ἵνα ἀναβλέψω.
   Ὁ Ἰησοῦς ὡς Θεός, ἀναμφίβολα, γνωρίζει τί ἐπιθυμεῖ ὁ τυφλός. Ἐντούτοις, τόν ρωτᾶ· τί σοι θέλεις ποιήσω; Στόχος του εἶναι νά ἀκούσουν τά πλήθη τήν συγκεκριμένη ἀπάντηση τοῦ τυφλοῦ· ἵνα ἀναβλέψω. Διαλύεται ἔτσι ἡ ὑποψία πολλῶν ὅτι ὁ τυφλός ζητοῦσε ἐλεημοσύνη καί ἀποκαλύπτεται ἡ μεγάλη του πίστη.

18,42. Καὶ ὁ Ἰησοῦς εἶπεν αὐτῷ· ἀνάβλεψον· ἡ πίστις σου σέσωκέ σε.
   Μέ τήν θεϊκή του δύναμη καί ἐξουσία ὁ Ἰησοῦς χαρίζει στόν τυφλό τήν χαμένη του ὅραση. Ἡ προσταγή του, ἀνάβλεψον, θυμίζει τόν λόγο τοῦ Δημιουργοῦ «γενηθήτω φῶς» (Γέ 1,3). Ποιός ἀπό τούς προφῆτες, θαυμάζει ὁ ἅγιος Θεοφύλακτος, θεράπευσε μέ τέτοια ἐξουσία; Ἡ φωνή ἔγινε ἀμέσως φῶς στόν ἄρρωστο, διότι βγῆκε «ἐκ τοῦ φωτὸς τοῦ ἀληθινοῦ».
    Ὁ Κύριος θέλοντας νά προβάλει τήν δύναμη τῆς πίστεως καί νά διδάξει πώς τό θαῦμα πού θά ἀκολουθήσει ἀποτελεῖ βραβεῖο γιά τήν πίστη τοῦ τυφλοῦ λέγει· ἡ πίστις σου σέσωκέ σε. «Πίστιν εἶχε, οὐχ ὅτι ἐστὶ Θεός, ἀλλ’ ὅτι δύναται ἰάσασθαι αὐτόν», διευκρινίζει ὁ Ζιγαβηνός. Δέν μποροῦσε ἀσφαλῶς νά συλλάβει ὅτι μπροστά του εἶχε τόν Θεό. Πίστευε ὅμως ἀκράδαντα, ὅπως φανερώνει ἡ ἐπίμονη κραυγή του, στήν δύναμη τοῦ Ἰησοῦ νά θεραπεύσει τήν ἀνίατη ἀσθένειά του.

18,43. Καὶ παραχρῆμα ἀνέβλεψε, καὶ ἠκολούθει αὐτῷ δοξάζων τὸν Θεόν· καὶ πᾶς ὁ λαὸς ἰδὼν ἔδωκεν αἶνον τῷ Θεῷ.
   Ὁ παντοδύναμος λόγος τοῦ Κυρίου ἐπιτέλεσε ἄμεσα τό σημεῖο. Ὁ τυφλός παραχρῆμα ἀνέβλεψε. Ἐκφράζοντας τήν ἀπέραντη εὐγνωμοσύνη του, προστέθηκε στήν συνοδεία τοῦ Ἰησοῦ, ἠκολούθει αὐτῷ. Εὐγνώμονα, ἐπίσης, διακήρυττε παντοῦ τήν εὐεργεσία πού δέχθηκε δοξάζων τὸν Θεόν, διότι ἀπήλαυσε διπλῆς εὐεργεσίας. Ἐλευθερώθηκε ἀπό τήν τύφλωση καί τοῦ σώματος καί τῆς καρδιᾶς.
    Ὁ Ἰησοῦς κατά τήν διάρκεια τῆς τριετοῦς δράσεώς του ἀπαγόρευε αὐστηρά στούς εὐεργετημένους νά μιλοῦν γιά τήν θεραπεία τους. Κάποιες φορές δέν τούς ἐπέτρεπε οὔτε νά τόν ἀκολουθοῦν (βλ. Μρ 5,18-19· Λκ 8,38-39). Λάμβανε τά μέτρα του, ὥστε νά προκαλοῦνται ὅσο τό δυνατόν λιγώτερο οἱ ἐχθροί του. Καθώς ὅμως πλησίαζε ἡ ὥρα τοῦ Πάθους, δέν ὑπῆρχε λόγος νά μένει περιορισμένος ὁ κύκλος τῶν μαθητῶν του οὔτε νά καταστέλλονται πλέον οἱ ἐπευφημίες τοῦ λαοῦ.

   Στήν γενικώτερη συνάφεια πρέπει ἰδιαίτερα νά προσέξουμε τίς συνεχεῖς κλήσεις πού ἀπευθύνει ὁ Ἰησοῦς. Εἴτε μέ λόγους εἴτε μέ σημεῖα καλεῖ ὅλους ὅσους τόν πλησιάζουν, ὅσους τόν ρωτοῦν, ὅσους θεραπεύει. Αὐτές οἱ τελευταῖες κλήσεις εἶναι κλήσεις μαθητῶν. Ἕνα μήνα περίπου μετά ἀπό τή θεραπεία τοῦ τυφλοῦ στήν Ἰεριχώ, ἐμφανίζεται ἀναστημένος σέ πεντακόσιους μαθητές στήν Γαλιλαία. Ποῦ βρέθηκαν τόσοι; Τήν ἀπάντηση τήν δίνει ὁ τελευταῖος στίχος αὐτῆς τῆς περικοπῆς καί τῶν παραλλήλων τοῦ Ματθαίου καί τοῦ Μάρκου. Eἶναι αὐτοί πού τόν εἶχαν θαυμάσει καί τόν εἶχαν ἐμπιστευθεῖ ὡς Mεσσία.

Στεργίου Σάκκου, Ἑρμηνεία στό κατά Λουκᾶν Εὐαγγέλιο, τόμ. Γ΄, σελ. 82-89

Τρίτη, 22 Οκτώβριος 2024 03:00

Κυρ. ΙΓ΄ Λουκᾶ Λκ 18,18-27

Ὁ διάλογος τοῦ Ἰησοῦ μέ τόν πλούσιο νέο

  plousios neos  Ὁ διάλογος τοῦ Ἰησοῦ μέ τόν πλούσιο νέο κατατάσσεται καί ἀπό τούς τρεῖς συνοπτικούς εὐαγγελιστές (πρβλ. Μθ 19,16-30· Μρ 10,17-31) στήν ἴδια χρονική συνάφεια, ἀμέσως πρίν ἀπό τήν συνάφεια τοῦ πάθους. Ἄν καί δέν σημαίνεται ὁ τόπος στόν ὁποῖο ὁ πλούσιος νέος πλησίασε καί ρώτησε τόν Ἰησοῦ, πιθανόν εἶναι ἡ περιοχή τῆς Ἰουδαίας, καθώς ὁ Ἰησοῦς πορεύεται πρός τά Ἰεροσόλυμα. Στήν τελευταία αὐτή περιοδεία του ὁ Kύριος μέ τά σημεῖα καί μέ τό κήρυγμά του τονίζει συνεχῶς ὅτι ἡ βασιλεία τοῦ Θεοῦ εἶναι πλέον πολύ κοντά, σχεδόν ἔχει φθάσει.
     Ἡ περικοπή 18,18-30 ἔχει θέμα τήν ἀνάγκη τῆς ἱεραποστολῆς καί τίς ἀπαιτήσεις της. Διακρίνονται σ’ αὐτήν τρία ἐπί μέρους θέματα: α) ὁ διάλογος μέ τόν πλούσιο νέο γιά τήν αἰώνια ζωή, β) ἡ διδασκαλία γιά τόν κίνδυνο τοῦ πλούτου, γ) ἡ αὐταπάρνηση τῶν μαθητῶν. Tά δύο πρῶτα θέματα (στ. 18-27) ἀποτελοῦν τό εὐαγγελικό ἀνάγνωσμα τῆς ΙΓ΄ Κυριακῆς τοῦ Λουκᾶ. Ἡ Ἐκκλησία ὅρισε τήν ἀνάγνωση τῆς περικοπῆς αὐτῆς στήν ἀρχή τοῦ χειμώνα, τότε πού οἱ ἀνάγκες τῶν πτωχῶν αὐξάνουν, μέ σκοπό νά προβάλει τήν σπουδαιότητα τῆς ἐλεημοσύνης.

 18,18. Καὶ ἐπηρώτησέ τις αὐτὸν ἄρχων λέγων· διδάσκαλε ἀγαθέ, τί ποιήσας ζωὴν αἰώνιον κληρονομήσω;
    Ὁ ἄνθρωπος πού ἀπηύθυνε τήν ἐρώτηση στόν Ἰησοῦ χαρακτηρίζεται ἄρχων. Κατεῖχε προφανῶς ὑψηλή κοινωνική θέση καί ἀξιόλογη περιουσία. Oἱ Ἰσραηλῖτες ἀποκαλοῦσαν ἄρχοντες ἐκείνους πού εἶχαν κάποιο ἀξίωμα στήν Συναγωγή ἤ στό Μεγάλο Συνέδριο. Ἄρχοντας π.χ. χαρακτηρίζεται ὁ Ἰάειρος (βλ. Mθ 9,18) πού ἦταν ἀρχισυνάγωγος (βλ. Μρ 5,22· Λκ 8,41).
    Kατά τόν εὐαγγελιστή Ματθαῖο ὁ ἄνθρωπος πού πλησίασε τόν Ἰησοῦ ἦταν «νεανίσκος» (Mθ 19,20.22)· αὐτό δέν ἀντίκειται στήν ἰδιότητα τοῦ ἄρχοντα, διότι στούς χρόνους τῆς Καινῆς Διαθήκης «νεανίσκος» θεωροῦνταν γιά τούς Ἰουδαίους κάθε ἄνδρας κάτω τῶν 40 ἐτῶν. Δημόσια δράση μποροῦσε νά ἀναλάβει καθένας πού συμπλήρωνε τό τριακοστό ἔτος τῆς ἡλικίας του. Ἑπομένως, ὁ νεανίσκος ἄρχων τῆς περικοπῆς πιθανόν νά ἦταν περίπου 30 ἐτῶν.
    Τά ἀξιοζήλευτα προσόντα -νεότητα, πλοῦτος, ἀξίωμα- φαίνεται ὅτι δέν ἀρκοῦσαν γιά νά ἱκανοποιήσουν τήν ψυχή τοῦ νεαροῦ πλούσιου ἄρχοντα. Αὐτό φανερώνει ἡ ἐρώτηση τήν ὁποία ὑποβάλλει στόν Ἰησοῦ· διδάσκαλε ἀγαθέ, τί ποιήσας ζωὴν αἰώνιον κληρονομήσω; Ζητᾶ μία συνταγή γιά τήν ἀπόκτηση τῆς αἰώνιας ζωῆς. Tό ἴδιο ἐρώτημα εἶχε ὑποβάλει στόν Kύριο καί κάποιος νομικός (βλ. 10,25). Ἐκεῖνος ὅμως εἶχε κακή πρόθεση, ἤθελε νά ἐκπειράσει τόν Ἰησοῦ. Ὁ νεαρός ἄρχοντας πού τώρα τόν πλησιάζει εἶναι ἕνας εἰλικρινής ἀναζητητής τῆς αἰωνίου ζωῆς, γι’ αὐτό καί ὁ Kύριος τοῦ ἀπαντᾶ ἀμέσως, σαφῶς καί εὐθέως. Eἶναι μάλιστα τόσο ἔντονη ἡ ἀναζήτηση τῆς αἰωνίου ζωῆς στόν νέο ἄρχοντα, ὥστε τρέχοντας πλησιάζει τόν Διδάσκαλο καί γονατιστός ἐκφράζει τήν βαθειά ἐπιθυμία του (βλ. Μρ 10,17).
    Ὁ πλούσιος νεανίσκος βλέπει τόν Ἰησοῦ ὡς συνηθισμένο διδάσκαλο, ἕναν ἀπό τούς τόσους ραββίνους τῆς ἐποχῆς του, ἕναν ἁπλό ἄνθρωπο. Δέν ὑποπτεύεται ὅτι αὐτός ὁ διδάσκαλος εἶναι ὁ Θεός. Κι ὅμως τόν ὀνομάζει «ἀγαθόν», ἐπίθετο μέ τό ὁποῖο χαρακτήριζαν μόνο τόν Θεό. Πουθενά στό Ταλμούδ καί στήν παράδοση τῶν ἰουδαίων δέν χρησιμοποιεῖται αὐτή ἡ προσφώνηση γιά τούς ραββίνους, οὔτε καί γιά τούς πιό διακεκριμένους, διότι ἀκουγόταν σάν ἐξεζητημένη κολακεία.
    Οἱ ἰουδαῖοι πίστευαν στήν ἀθανασία τῆς ψυχῆς, ἀλλά δέν εἶχαν ξεκαθαρισμένη τήν ἔννοια τῆς αἰώνιας ζωῆς. Ἡ φράση «αἰώνιος ζωή» ὡς ἀντίθετη τῆς «αἰωνίου αἰσχύνης» χρησιμοποιεῖται γιά πρώτη φορά στό βιβλίο τοῦ Δανιήλ (12,2). Ἡ αἰώνια ζωή τήν ὁποία ἀναζητᾶ ὁ νεανίσκος ἦταν γενική ἀναζήτηση τῆς ἐποχῆς, ἰδίως ἀνάμεσα στούς ραββίνους, ὅπως φαίνεται καί ἀπό τήν νυκτερινή συζήτηση τοῦ Νικοδήμου μέ τόν Ἰησοῦ (βλ. Ἰω 3,1-21). Στά ραββινικά κείμενα ἡ αἰώνια ζωή ὁρίζεται ὡς «ζωή τοῦ μέλλοντος κόσμου» ἤ ἁπλῶς «αἰώνιος ζωή» ὁπότε ἀντιδιαστέλλεται ἀπό τήν «ζωήν τῆς ὥρας ταύτης» ἤ «τήν πρόσκαιρον ζωήν». Ἀσφαλῶς ὁ νεανίσκος ἐννοεῖ τήν αἰώνια ζωή σύμφωνα μέ τήν ραββινική ἀντίληψη, δηλαδή ὡς ζωή συνεχῆ καί εὐφρόσυνη μετά τόν θάνατο.
    Στήν καρδιά τοῦ κάθε ἀνθρώπου ὑπάρχει ἄσβεστος ὁ πόθος γιά μία ζωή χρονικά ἀτέλειωτη καί ποιοτικά τέλεια, ὅπως ἀκριβῶς χαρίζει στούς δικούς του τήν αἰωνιότητα ὁ πανάγαθος Θεός. Aὐτός ὁ πόθος εἶναι κυριαρχικός σέ κάθε κοινωνία καί κάθε ἐποχή.

18,19. Εἶπε δὲ αὐτῷ ὁ Ἰησοῦς· τί με λέγεις ἀγαθόν; οὐδεὶς ἀγαθὸς εἰ μὴ εἷς ὁ Θεός.
    Ὅπως εὔστοχα τό ἔχει ἐπισημάνει ὁ ἅγιος Χρυσόστομος, ὁ Ἰησοῦς συχνά μιλᾶ «πρὸς τὴν ὑπόνοιαν τῶν ἀκροωμένων», σύμφωνα μέ τήν σκέψη καί τήν γνώμη τῶν ἀκροατῶν. Ἔτσι καί στήν προκειμένη περίπτωση, ἐπειδή ὁ νεαρός ἄρχοντας τόν θεωροῦσε ἁπλό ἄνθρωπο καί ὁ Κύριος «ὡς ἄνθρωπος αὐτῷ διαλέγεται». Tόν ρωτᾶ· τί με λέγεις ἀγαθόν, ἀφοῦ δέν εἶναι ἀγαθός κανείς ἄνθρωπος; Kαί τοῦ ὑπενθυμίζει αὐτό πού ἤδη γνώριζε, ὅτι οὐδεὶς ἀγαθὸς εἰ μὴ εἷς ὁ Θεός. Tό εἷς, ἑξηγεῖ ὁ Mέγας Bασίλειος, ἐδῶ σημαίνει «ὁ μοναδικός».
    Ὁ ἅγιος Θεοφύλακτος ἀποδίδει ὡς ἑξῆς τήν ἀπάντηση τοῦ Kυρίου: «Ὥστε, ἄν θέλεις νά μέ ὀνομάζεις ἀγαθό, λέγε με ἀγαθό ὡς Θεό, ἀλλά μή μέ πλησιάζεις σάν ἁπλό ἄνθρωπο». Kαί ἐμβαθύνει στά λόγια τοῦ Kυρίου ὁ ἅγιος διδάσκαλος: «Πράγματι ἀγαθός καί πηγή τῆς ἀγαθότητος καί ἀρχή τῆς αὐτοαγαθότητος εἶναι ὁ Θεός. Oἱ ἄνθρωποι κι ἄν εἴμαστε ἀγαθοί, δέν εἴμαστε κυριολεκτικά, ἀλλά κατά συμμετοχή (στήν ἀγαθότητα τοῦ Θεοῦ). Ἔχει ἐπιμειξίες ἡ ἀγαθότητά μας καί μεταβάλλεται».
 

18,20. Τὰς ἐντολὰς οἶδας· μὴ μοιχεύσῃς, μὴ φονεύσῃς, μὴ κλέψῃς, μὴ ψευδομαρτυρήσῃς, τίμα τὸν πατέρα σου καὶ τὴν μητέρα σου.
    Προϋπόθεση γιά τήν ἀπόκτηση τῆς αἰώνιας ζωῆς, ὅπως ὑποδεικνύει στόν νεαρό ἄρχοντα ὁ Ἰησοῦς, εἶναι ἡ τήρηση τῶν ἐντολῶν τοῦ Νόμου. Στήν Παλαιά Διαθήκη ἡ τήρηση τῶν ἐντολῶν συνδέεται μέ τήν μακροημέρευση καί τήν εὐδαιμονία (βλ. Δε 6,2· Ἠσ 1,19-20), ἀλλά καί μέ τήν αἰώνια ζωή, ὅπως φαίνεται ἀπό τόν λόγο τοῦ Ἰησοῦ πρός τούς γραμματεῖς· «ἐρευνᾶτε τὰς γραφάς, ὅτι ὑμεῖς δοκεῖτε ἐν αὐταῖς ζωὴν αἰώνιον ἔχειν» (Ἰω 5,39).
    Οἱ ἐντολές τίς ὁποῖες ἀπαριθμεῖ ὁ Ἰησοῦς -μὴ μοιχεύσῃς, μὴ φονεύσῃς, μὴ κλέψῃς, μὴ ψευδομαρτυρήσῃς, τίμα τὸν πατέρα σου καὶ τὴν μητέρα σου- ἰσχύουν βεβαίως διαχρονικά καί ἡ τήρησή τους ἀποτελεῖ ἀναπόσπαστο γνώρισμα τῆς χριστιανικῆς ζωῆς σέ κάθε ἐποχή. Ἦταν χαραγμένες στήν δεύτερη πλάκα τοῦ Νόμου, πού ρύθμιζε τίς διαπροσωπικές σχέσεις (βλ. Ἔξ 20,12-17). Ἡ τήρηση αὐτῶν τῶν ἐντολῶν ἀποτελοῦσε ἐγγύηση γιά τήν ἐφαρμογή καί τῶν ἐντολῶν τῆς πρώτης πλάκας, ἡ ὁποία ἀναφερόταν στήν σχέση τοῦ ἀνθρώπου μέ τόν Θεό. Εἶναι ἀξιοσημείωτο ὅτι τελευταία παρατίθεται ἡ ἐντολή πού στήν πλάκα τοῦ Νόμου τίθεται πρώτη· πιθανόν, γιά νά τονισθεῖ ἰδιαίτερα. Ὁ Ἰησοῦς ἄσκησε αὐστηρό ἔλεγχο ἐναντίον ἐκείνων πού ἐσκεμμένα τήν παρερμήνευαν καί τήν καταπατοῦσαν (βλ. Μρ 7,9-13). Ἐξάλλου, τά προηγούμενα εἶναι παραβάσεις στίς ὁποῖες συχνότερα πέφτουν οἱ ἄνθρωποι, ἐνῶ τήν τιμή πρός τούς γονεῖς λίγοι εἶναι τόσο «θηριώδεις» ὥστε νά τήν ἀθετοῦν.
    Kατά τήν διήγηση τοῦ εὐαγγελιστοῦ Μάρκου ἀνάμεσα στίς ἐντολές πού ἀναφέρει ὁ Ἰησοῦς προστίθεται καί τό· «μὴ ἀποστερήσῃς» (10,19). Δέν εἶναι κάποια συγκεκριμένη ἐντολή τοῦ Νόμου, ἀλλά ἐκφράζει τό γενικό νόημα πολλῶν ἐντολῶν καί εἰδικώτερα ἴσως τῆς δεκάτης· «οὐκ ἐπιθυμήσεις ὅσα τῷ πλησίον σού ἐστι» (Ἔξ 20,17). Εἶναι μία εἰδική σύσταση πρός τόν πλούσιο νέο, τόν ὁποῖο ἡ σφοδρή ἐπιθυμία τοῦ πλούτου θά μποροῦσε νά παρασύρει, ὥστε νά κατακρατεῖ ἀγαθά πού δέν τοῦ ἀνήκουν στερώντας τα ἀπό τόν πλησίον του. Ἐξάλλου, στά ραββινικά κεί- μενα τό «οὐ κλέψεις» ἑρμηνεύεται ὡς κλοπή ἀνθρώπου, ὡς ἀνδραποδισμός (πρβλ. Ἔξ 21,17· Δε 24,7), ὁπότε ἡ προσθήκη «μὴ ἀποστερήσῃς» ἔρχεται νά διευκρινίσει ὅτι ἀπαγορεύεται καί ἡ ἀποστέρηση τῶν ἀγαθῶν.
    Στό κατά Ματθαῖον Eὐαγγέλιο στήν θέση τοῦ «μὴ ἀποστερήσῃς» τίθεται ἡ ἐντολή πού πάντα τόνιζε ὁ Ἰησοῦς «ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν» (19,19). Aὐτή συνοψίζει ὅλες τίς ἐντολές τίς σχετικές μέ τίς ἀνθρώπινες σχέσεις καί δείχνει στόν πλούσιο νέο τόν δρόμο γιά τήν τέλεια ἀγάπη καί τήν ὁλοκληρωτική ἀποδέσμευση ἀπό τόν πλοῦτο.

 18,21. Ὁ δὲ εἶπε· ταῦτα πάντα ἐφυλαξάμην ἐκ νεότητός μου.
    Ὁ νέος καταθέτει· ταῦτα πάντα ἐφυλαξάμην. Ὄχι μόνο γιά τούς πατριάρχες καί τούς προφῆτες ἀλλά καί γιά πολλούς ραββίνους ἀναφέρεται ὅτι «ἐτήρησαν τὰς ἐντολὰς τοῦ νόμου ἀπό τοῦ Ἄλεφ μέχρι τοῦ Ταῦ» ἤ ὅπως θά λέγαμε στά Ἑλληνικά ἀπό τό Α μέχρι τό Ω. Καί ὁ νεανίσκος λέγει τό ἴδιο, καί μάλιστα ὅτι φύλαξε τόν νόμο ἐκ νεότητος, καθόσον οἱ ραββῖνοι θεωροῦσαν τήν ἡλικία τῶν 5 ἐτῶν κατάλληλη νά διδαχθεῖ τό παιδί τά πρῶτα στοιχεῖα τοῦ Νόμου καί τήν ἡλικία τῶν 12 ἐτῶν ἱκανή γιά τήν ὁλοκλήρωση τῶν ἱερῶν σπουδῶν καί τήν τήρηση τῶν ἐντολῶν. Δέν ψεύδεται, οὔτε καυχιέται. Μᾶλλον ἐκφράζει ἔκπληξη, ἴσως καί κάποια ἀπογοήτευση, διότι ἡ ἀπάντηση τοῦ Κυρίου δέν ἦταν αὐτή πού περίμενε. Ὁ Ἰησοῦς τοῦ ὑποδεικνύει τόν ἴδιο δρόμο πού ἐδῶ καί χρόνια βάδιζε κι ὄχι κάτι εἰδικό καί ἀνώτερο.
    Ἡ διαβεβαίωση τοῦ νέου ταῦτα πάντα ἐφυλαξάμην δέν μποροῦσε νά ἔχει ἀπόλυτη ἰσχύ. Φαίνεται, ὡστόσο, ὅτι ἡ πρόθεσή του ἦταν ἄδολη. Ἡ συνείδησή του τίποτε δέν τοῦ καταμαρτυροῦσε. Ἐνσυνείδητα τουλάχιστον δέν ἔβλαψε ποτέ κανένα συνάνθρωπό του. Παρά ταῦτα διατηροῦσε μέσα του κάποιες ἐπιφυλάξεις. Προβληματιζόταν ἄν αὐτό ἦταν ἀρκετό γιά νά κερδίσει τήν αἰώνια ζωή. Αὐτό ἐκφράζει καί τό ἐρώτημά του· «τί ἔτι ὑστερῶ;» (Μθ 19,20). Ὅλη ἡ στάση του καί ἡ ἀγαθή του διάθεση ἀπέσπασαν ἀπό τόν Ἰησοῦ ἕνα βλέμμα γεμάτο συμπάθεια, σύμφωνα μέ τήν πληροφορία τοῦ εὐαγγελιστοῦ Μάρκου· «ἐμβλέψας αὐτῷ ἠγάπησεν αὐτόν» (10,21). Ὁ Ἰησοῦς ἐκτίμησε τά καλά του στοιχεῖα καί τόν ἔκρινε ἄξιο νά γίνει ἀπόστολός του.

 18,22. Ἀκούσας δὲ ταῦτα ὁ Ἰησοῦς εἶπεν αὐτῷ· ἔτι ἕν σοι λείπει· πάντα ὅσα ἔχεις πώλησον καὶ διάδος πτωχοῖς, καὶ ἕξεις θησαυρὸν ἐν οὐρανῷ, καὶ δεῦρο ἀκολούθει μοι.
     Ὁ καρδιογνώστης Κύριος ἀκούσας ταῦτα, ἀφοῦ ἄκουσε τήν ὁμολογία καί τό ἐρώτημα τοῦ νέου, ἔκανε τήν διάγνωση· ἔτι ἕν σοι λείπει. Ἦταν δικαιολογημένη ἡ ἀνησυχία του, ὑστεροῦσε σέ κάτι. Τοῦ ἔλειπε ἡ αὐταπάρνηση, τό φρόνημα τῆς θυσίας. Κυριαρχοῦσε μέσα του ἡ φιλαυτία. Αὐτό δήλωνε ἡ ὑπερβολική προσκόλληση στά ὑπάρχοντά του. Ὁ Ἰησοῦς ἐντόπισε τήν ἀχίλλειο πτέρνα του, τό εὐαίσθητο σημεῖο του, πού μποροῦσε νά τοῦ στερήσει τήν αἰωνιότητα. Προσάρμοσε, λοιπόν, τήν ἀπάντησή του ἀνάλογα πρός τό κυριαρχικό αὐτό πάθος, διότι αὐτό κρατοῦσε τόν νέο δεμένο μέ τόν κόσμο καί θά τόν ἐμπόδιζε νά εἰσέλθει στήν αἰώνια βασιλεία τοῦ Θεοῦ.
     Ὡς τέλειος γιατρός, μετά τήν διάγνωση, προτείνει τό πιό δραστικό φάρμακο μέ δύο προτροπές. Ἡ πρώτη, πάντα ὅσα ἔχεις πώλησον καὶ διάδος πτωχοῖς, ἔχει κοινωνική χροιά καί πρέπει νά τήν ἐφαρμόσει διά μιᾶς ὁ νέος. Ἡ δεύτερη προτροπή, δεῦρο ἀκολούθει μοι, συνδέεται μέ τήν ἱεραποστολή καί ἀπαιτεῖ τήν διά βίου ἀφοσίωσή του στόν Ἰησοῦ Xριστό. Mέ τήν πρώτη προτροπή ὁ Ἰησοῦς συνιστᾶ στόν νέο νά ἀπαλλαχθεῖ ἀπό ὅλα ἐκεῖνα πού εἶχαν γίνει τό βάρος τῆς ψυχῆς του· νά πουλήσει τήν περιουσία του καί νά μοιράσει τό ἀντίτιμο σέ ἐκείνους πού ἔχουν ἀνάγκη. Ἡ ἀγάπη καί ἡ φροντίδα γιά τούς φτωχούς, βέβαια, ἀποτελεῖ καθῆκον γιά τόν καθένα πού κατέχει μία περιουσία (πρβλ. Λκ 16,9). Γιά τόν νεαρό ἄρχοντα ὅμως ἡ προτροπή τοῦ Ἰησοῦ εἶχε ἰδιαίτερη σημασία. Θά τοῦ ἐξασφάλιζε τήν ἐσωτερική του ἀπελευθέρωση, τό ἄνοιγμα τοῦ δρόμου πρός τήν τελειότητα. Γι’ αὐτό ὁ Kύριος τοῦ δείχνει τήν κορυφή, τήν ἀπόλυτη ἀκτημοσύνη, τοῦ λέει νά ἀπαρνηθεῖ ὅλα τά ὑπάρχοντά του. Kαί κάτι ἐλάχιστο ἄν κρατήσει, αὐτό θά τόν ἐμποδίζει νά ἀφοσιωθεῖ ἀπόλυτα στόν Θεό, θά τόν καταστήσει δοῦλο καί ὑποχείριο τῆς περιουσίας. Kατά κάποιο τρόπο ὁ νεαρός ἄρχοντας καλεῖται νά μιμηθεῖ τόν πατριάρχη Ἀβραάμ, πού εἶχε ὑπακούσει στήν προσταγή τοῦ Kυρίου· «ἔξελθε ἐκ τῆς γῆς σου καὶ ἐκ τῆς συγγενείας σου καὶ ἐκ τοῦ οἴκου τοῦ πατρός σου καὶ δεῦρο εἰς τὴν γῆν, ἣν ἄν σοι δείξω» (Γέ 12,1).
    Σύμφωνα μέ τά ραββινικά κείμενα ἡ περιουσία ἦταν ἀναγκαία, προκειμένου νά ἐπιτελεῖται τό ἔργο τῆς ἐλεημοσύνης. Δέν ἦταν ἄγνωστο βέβαια καί τό φαινόμενο νά τήν ξεπουλᾶ κανείς γιά χάρη τῆς μελέτης τοῦ Νόμου. Ἀναφέρεται συγκεκριμένα ὅτι ὁ ραββῖνος Johanan πούλησε ὅλη τήν περιουσία του γιά νά ἐπιδοθεῖ ἀνενόχλητος στήν μελέτη τῆς Τορά (=Νόμος). Τότε κάποιος φίλος του τοῦ εἶπε μέ θλίψη: «Ἀλίμονο, δέν ἄφησες τίποτε γιά τά γεράματά σου!». Καί ἐκεῖνος τοῦ ἀπάντησε: «Θεωρεῖς ζημία τό ὅτι πούλησα αὐτό πού δημιουργήθηκε σέ ἕξι μέρες, γιά νά ἀπολαύσω αὐτό πού δόθηκε σέ σαράντα μέρες καί σαράντα νύχτες;». Δέν σημειώνεται, βέβαια, τί ἔκανε τά χρήματα ἀπό τήν πώληση τῆς περιουσίας του. Ὁ Κύριος ὅμως ἐδῶ ζητάει ἀπό τόν πλούσιο ἄρχοντα τήν ἄμεση ἀπαλλαγή ἀπό τήν περιουσία του καί τήν ἐξ ὁλοκλήρου διανομή της στούς φτωχούς· προβάλλει, δηλαδή, τό πνεῦμα τῆς αὐτοθυσίας καί εὐσπλαγχνίας.
    Θέλοντας νά ἐνισχύσει τόν συμπαθῆ νέο, πού ἔνιωθε πολύ ἀδύναμος γιά τήν ἡρωική πράξη τῆς θυσίας, ὁ Ἰησοῦς τοῦ ὑπόσχεται μία μεγάλη ἀμοιβή· καὶ ἕξεις θησαυρὸν ἐν οὐρανῷ. Τόν βεβαιώνει ὅτι ἄν ἀπαρνηθεῖ τά πλούτη του δέν θά ζημιωθεῖ. Ἀν- τίθετα, θά κερδίσει θησαυρό ἀσύγκριτα πολυτιμότερο, οὐράνιο ἀντί τοῦ ἐπιγείου, αἰώνιο ἀντί τοῦ προσωρινοῦ. Xαρακτηρίζοντας ὡς θησαυρὸν τά πνευματικά ἀγαθά ὁ Kύριος δηλώνει ὅτι αὐτά εἶναι πλούσια, μόνιμα καί ἀσφαλῆ.
  Ἡ ἀποδέσμευση ἀπό τόν πλοῦτο, ἄλλωστε, ἀποτελοῦσε βασική προϋπόθεση καί προπαρασκευή, προκειμένου νά μπορέσει ὁ νέος νά ἀνταποκριθεῖ στό τιμητικό κάλεσμα· καὶ δεῦρο ἀκολούθει μοι. Mέ τόν λόγο αὐτόν ὁ Κύριος ἀντικαθιστᾶ τήν Τορά μέ τό πρόσωπό του. Οἱ ραββῖνοι δίδασκαν ὅτι ἀξίζει νά πουλήσει κανείς τά ὑπάρχοντά του, γιά νά μελετᾶ ἀπερίσπαστα τήν Τορά. Ὁ Xριστός λέγει ὅτι ἀξίζει νά τά πουλήσει γιά νά ἀκολουθήσει Ἐκεῖνον. Ἡ καταφρόνηση τῶν χρημάτων καί ἡ προσφορά στούς ἐνδεεῖς δέν ἔχουν κανένα νόημα, τονίζει καί ὁ ἅγιος Χρυσόστομος, χωρίς τό «ἀκολουθεῖν τῷ Χριστῷ· τουτέστι, πάντα τὰ παρ’ αὐτοῦ κελευόμενα ποιεῖν». Ἀκολουθία τοῦ Χριστοῦ, δηλαδή, σημαίνει πλήρη ὑπακοή σ’ Αὐτόν, ἐφαρμογή τῶν ἐντολῶν του.
    Ὁ Ἰησοῦς οὐσιαστικά προσκαλεῖ τόν νέο νά ἐνταχθεῖ στήν ὁμάδα τῶν μαθητῶν του. Ἴσως διέκρινε στά βάθη τῆς ὑπάρξεώς του τίς δυνατότητες νά γίνει καί αὐτός ἀπόστολος, ἕνας Βαρνάβας, γιατί ὄχι καί Παῦλος. Δέν τοῦ ζητᾶ, λοιπόν, νά ἀπαλλαγεῖ ἁπλῶς ἀπό τά ὑπάρχοντά του δίνοντάς τα ἐλεημοσύνη, ἀλλά τόν προσκαλεῖ στήν ἀπόλυτη θυσία. Δέν θέλει τίποτε ἀπό τά δικά του, θέλει ὅμως τόν ἴδιο ἀδέσμευτο κοντά του. Αὐτή εἶναι, στήν πραγματικότητα, ἡ αἰώνια ζωή τήν ὁποία ἀναζητοῦσε ὁ νέος. Ὁ ὁρισμός της παραδίδεται στό κατά Ἰωάννην Εὐαγγέλιο· «αὕτη δέ ἐστιν ἡ αἰώνιος ζωή, ἵνα γινώσκωσί σε τὸν μόνον ἀληθινὸν Θεὸν καὶ ὃν ἀπέστειλας Ἰησοῦν Χριστόν» (17,3).

 18,23. Ὁ δὲ ἀκούσας ταῦτα περίλυπος ἐγένετο· ἦν γὰρ πλούσιος σφόδρα.
    Ἀκούγοντας ὁ νεαρός ἄρχοντας ποιός εἶναι ὁ δρόμος γιά τήν αἰωνιότητα, περίλυπος ἐγένετο, λυπήθηκε κατάκαρδα. Aὐτός πού διψοῦσε γιά τό αἰώνιο καί ἔφθασε τόσο κοντά στήν ἴδια τήν πηγή τῆς αἰωνιότητος, στόν Ἰησοῦ Xριστό, ἀπομακρύνθηκε σκυθρωπός (βλ. Μρ 10,22). Kαί οἱ φαρισαῖοι ἀπομακρύνονταν ἀπό τόν Ἰησοῦ, ἀλλά ἐκεῖνοι ἔφευγαν μᾶλλον ἐξαγριωμένοι ἀπό τό κήρυγμά του καί ὄχι λυπημένοι. Ἡ μεγάλη λύπη τοῦ πλούσιου νέου φανερώνει τήν εἰλικρινῆ ἐπιθυμία μέ τήν ὁποία εἶχε πλησιάσει τόν Ἰησοῦ. Ἡ κατάστασή του προκαλεῖ τήν συμπάθεια, ἀλλά ἀποκαλύπτει καί τήν ἀδυναμία του. Ἦταν δέσμιος τῆς φιλαυτίας καί τῆς φιλαργυρίας. Ὁ εὐαγγελιστής Λουκᾶς ἐξηγεῖ· ἦν γὰρ πλούσιος σφόδρα. Ὅσο περισσότερα εἶναι τά πλούτη, τόσο πιό ἀσφυκτικά δεσμά χαλκεύουν γιά τόν κάτοχό τους· «τυραννικώτερος γὰρ τότε ὁ ἔρως γίνεται», διαπιστώνει ὁ ἅγιος Χρυσόστομος.
    Δέν γνωρίζουμε πῶς ἐξελίχθηκε ἡ συνέχεια τῆς ἱστορίας αὐτοῦ τοῦ νέου. Ἡ εὐαγγελική διήγηση ἀφήνει μόνο νά φανεῖ ὅτι ἀπέρριψε τήν πρόσκληση καί ἔχασε τήν εὐκαιρία νά γίνει ἀπόστολος τοῦ Χριστοῦ. Θά μποροῦσε νά σκεφθεῖ κανείς ὅτι ἄν ὁ Κύριος ἦταν πιό συγκαταβατικός μέ τόν νέο, τόν ὁποῖο μάλιστα εἶχε ἤδη συμπαθήσει γιά τήν εὐσέβεια καί τίς ὑψηλές ἐπιθυμίες του, θά τόν κρατοῦσε κοντά του καί θά κέρδιζε ἔτσι ἕναν ἐνθουσιώδη μαθητή. Ἀλλά ἡ ἱστορία μαρτυρεῖ ὅτι ὅσοι δέν δέχθηκαν νά ὑπακούσουν στούς ὅρους μαθητείας πού ἔθεσε ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ καί ἔθεσαν τούς δικούς τους ὅρους, γρήγορα ἐγκατέλειψαν τήν μαθητεία καί κατάντησαν προδότες.

 18,24. Ἰδὼν δὲ αὐτὸν ὁ Ἰησοῦς περίλυπον γενόμενον εἶπε· πῶς δυσκόλως οἱ τὰ χρήματα ἔχοντες εἰσελεύσονται εἰς τὴν βασιλείαν τοῦ Θεοῦ!
    Ἡ μεγάλη λύπη τοῦ πλούσιου νέου δίνει ἀφορμή στόν Ἰησοῦ νά ἀποκαλύψει μία ἀλήθεια· πῶς δυσκόλως οἱ τὰ χρήματα ἔχοντες εἰσελεύσονται εἰς τὴν βασιλείαν τοῦ Θεοῦ! Τό πῶς εἶναι «βεβαιωτικό» καί τίθεται «ἀντὶ τοῦ ἀληθῶς». Xρήματα ὀνομάζονται αὐτά πού προορίζονται γιά χρήση· γι’ αὐτό ὀφείλουμε νά τά χρησιμοποιοῦμε ὅπως πρέπει καί νά μήν τά κατακρατοῦμε. Oἱ τὰ χρήματα ἔχοντες, λοιπόν, εἶναι ὄχι ὅσοι ἔχουν καί χρησιμοποιοῦν σωστά τά χρήματα, ἀλλά ὅσοι ἀχόρταγα τά συγκεντρώνουν στά ταμεῖα τους.
    Εἶναι, πράγματι, δύσκολο νά ἀποσπασθεῖ ἀπό τήν προσκόλληση στά ὑπάρχοντά του ὁ φιλοχρήματος. Kολλᾶ πάνω σ’ αὐτά σάν σέ «ἰξό» (=παρασιτικό φυτό πού ἐκρύει κολλώδη οὐσία), κατά τόν χαρακτηρισμό τοῦ Θεοφυλάκτου. Ἡ ἀγάπη τοῦ ἐπίγειου πλούτου ἀντίκειται στήν ἀγάπη τοῦ οὐράνιου (πρβλ. Ἰα 4,4· Α´ Ἰω 2,15), καί συνήθως στήν ζυγαριά τῆς καρδιᾶς τῶν πλουσίων ὁ χρυσός βαραίνει περισσότερο ἀπό τόν Χριστό. Γι’ αὐτόν τόν λόγο δέν εἶναι εὔκολο νά εἰσέλθουν στήν βασιλεία τοῦ Θεοῦ. Δέν εἶναι, ὡστόσο, ἀδύνατη ἡ εἴσοδος. Στήν ἁγία Γραφή ἀλλά καί στήν ἱστορία τῆς Ἐκκλησίας ἀναφέρονται πολλά παραδείγματα πλουσίων πού εὐαρέστησαν τόν Θεό καί ἔγιναν δεκτοί στήν βασιλεία του.
 

18,25. Εὐκοπώτερον γάρ ἐστι κάμηλον διὰ τρυμαλιᾶς ῥαφίδος εἰσελθεῖν ἢ πλούσιον εἰς τὴν βασιλείαν τοῦ Θεοῦ εἰσελθεῖν.
   Tήν ἀλήθεια πού διατύπωσε προηγουμένως ὁ Ἰησοῦς τήν ἐπιβεβαιώνει μέ μία παροιμία γνωστή καί συνηθισμένη στούς ἀκροατές του. Τό πρῶτο σκέλος τῆς παροιμίας, εὐκοπώτερόν ἐστι κάμηλον διὰ τρυμαλιᾶς ραφίδος εἰσελθεῖν, διατηροῦνταν πάντα σταθερό· στό δεύτερο μέρος της μποροῦσε νά προσθέσει καθένας ὅ,τι ἤθελε νά ἐμφανίσει ὡς πολύ δύσκολο, ὡς ἀδύνατο. Tό νόημα τῆς παροιμίας εἶναι ἀντίστοιχο μέ τήν ἔκφραση πού χρησιμοποιοῦμε σήμερα γιά νά χαρακτηρίσουμε κάτι τό ἀδύνατο· «θά συμβεῖ, ὅταν ἀνατείλει ὁ ἥλιος ἀπό τήν δύση», δηλαδή ποτέ.
    Ἡ εἰκόνα τῆς καμήλας ἦταν οἰκεία στούς παλαιστίνιους Ἰουδαίους. Ἦταν ἕνα ἀπό τά πιό μεγαλόσωμα ζῶα πού γνώριζαν, τό ὁποῖο κουβαλοῦσε πάντοτε, ἀκόμη καί ὅταν κοιμόταν, τό φορτίο του, τήν καμπούρα του. Ἡ τρυμαλιὰ τῆς ραφίδος ἦταν ἡ τρύπα τῆς βελόνας. Στό βαβυλωνιακό Ταλμούδ καί στούς Ἄραβες συναντᾶται ἡ ἴδια παροιμία μέ μία μικρή παραλλαγή: «ἐλέφαντα διὰ τρυπήματος βελόνης διελθεῖν».
   Προσθέτοντας ὡς δεύτερο μέρος τῆς παροιμίας ὁ Ἰησοῦς τό ἢ πλούσιον εἰς τὴν βασιλείαν τοῦ Θεοῦ εἰσελθεῖν ὑπογραμμίζει ὅτι εἶναι ἀσύμβατη ἡ προσκόλληση στόν πλοῦτο μέ τήν εἴσοδο στήν οὐράνια βασιλεία. Οἱ πλούσιοι πού εἰσῆλθαν στήν βασιλεία τοῦ Θεοῦ ἔγιναν πρῶτα ἀκτήμονες ἤ τουλάχιστον σωστοί διαχειριστές τῆς περιουσίας πού ὁ Θεός τούς ἀνέθεσε. Ὁ Ἰησοῦς δίδαξε ὅτι εἶναι ἀδύνατο νά ὑπηρετεῖ ὁ ἄνθρωπος ταυτόχρονα τόν Θεό καί τόν μαμωνᾶ (βλ. Μθ 6,24· πρβλ. Λκ 16,13).

 18,26-27. Εἶπον δὲ οἱ ἀκούσαντες· καὶ τίς δύναται σωθῆναι; ὁ δὲ εἶπε· τὰ ἀδύνατα παρὰ ἀνθρώποις δυνατὰ παρὰ τῷ Θεῷ ἐστιν.
    Oἱ ἀκροατές τοῦ Κυρίου θορυβήθηκαν ἀπό τά τελευταῖα λόγια του. Σύμφωνα μέ τό πνεῦμα τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης ὁ πλοῦτος εἶναι δεῖγμα τῆς εὐλογίας τοῦ Θεοῦ. Πῶς, λοιπόν, οἱ πλούσιοι, οἱ εὐλογημένοι, δέν θά εἰσέλθουν στήν οὐράνια βασιλεία; Ἐπιπλέον, ἀπό τήν πεῖρα τους ἦταν βεβαιωμένοι πώς ὅλοι οἱ ἄνθρωποι ἑλκύονται ἀπό τά ἀγαθά αὐτοῦ τοῦ κόσμου. Ποιός θά μποροῦσε νά ἀπαλλαγεῖ ὁλοκληρωτικά ἀπό αὐτά; Tήν ἀπορία τους ἐκφράζουν μέ τό ἐρώτημα· καὶ τίς δύναται σωθῆναι;
    Ἡ ἀπάντηση τοῦ Διδασκάλου τούς καθησυχάζει· τὰ ἀδύνατα παρὰ ἀνθρώποις δυνατὰ παρὰ τῷ Θεῷ ἐστιν. Ὅ,τι δέν μπορεῖ νά κατορθώσει ὁ ἄνθρωπος μόνος του, τό ἐπιτυγχάνει ἡ χάρη τοῦ Θεοῦ. Αὐτή ἀλλοιώνει ἐπιθυμίες, θεραπεύει ἀδυναμίες, ἐνισχύει τήν θέληση κάθε καλοπροαίρετου ἀνθρώπου, διότι, ὅπως ἐπιγραμματικά σημειώνει ὁ ἅγιος Θεοφύλακτος, «ἡμῶν μὲν γάρ ἐστι τὸ θελῆσαι τὸ ἀγαθόν, Θεοῦ δὲ τὸ τελειῶσαι». Ἐνῶ λοιπόν, ἡ διαπίστωση τῶν ἀνθρώπων εἶναι ὅτι «φύσιν μεταβαλεῖν ἀδύνατον», ὁ Θεός χαρίζει στήν Ἐκκλησία του τήν ἐμπειρία ὅτι «ὅπου Θεός βούλεται νικᾶται φύσεως τάξις».


Στεργίου Σάκκου, Ἑρμηνεία στό κατά Λουκᾶν Εὐαγγέλιο, τόμ. Γ΄, σελ. 66-76

Παρασκευή, 19 Ιανουάριος 2024 02:00

Κυρ. ΙΒ΄ Λουκᾶ Λκ 17,12-19

Ἡ θεραπεία τῶν δέκα λεπρῶν


  deka leproi Ἡ θεραπεία τῶν δέκα λεπρῶν ἀποτελεῖ ἕνα ἀκόμη διαπιστευτήριο τῆς θεότητος τοῦ Ἰησοῦ Xριστοῦ, μία πρόσθετη εὐκαιρία γιά τούς Ἰουδαίους νά ἀναγνωρίσουν τήν θεϊκή του ἐξουσία. Ἐντούτοις, στά πρόσωπα τῶν ἐννέα λεπρῶν προβάλλει ἡ ἀχαριστία τοῦ εὐεργετημένου λαοῦ. Πράγματι, ὁ Ἰσραήλ ἀποδείχθηκε ἀνάξιος τῆς σωτηρίας πού τοῦ πρόσφερε ὁ Ἰησοῦς Χριστός, ἐνῶ ἕνας Σαμαρείτης κέρδισε τήν σωτηρία. Δέν εἶναι τυχαῖο ὅτι μόνο ὁ Λουκᾶς, ὁ εὐαγγελιστής πού ἀπευθύνεται στούς ἐξ ἐθνῶν χριστιανούς διασώζει τό συγκεκριμένο περιστατικό, ἀκριβῶς διότι μαρτυρεῖ ὅτι ὁ ἰουδαϊκός λαός δέν εἶναι πλέον ὁ προνομιοῦχος κληρονόμος τῶν ἐπαγγελιῶν τοῦ Θεοῦ· ὅτι ἡ σωτηρία προσφέρεται σέ ὅλους ἐκείνους πού πλησιάζουν τόν Ἰησοῦ μέ βαθειά καί γνήσια πίστη. Τό γεγονός, δηλαδή, τῆς θεραπείας τῶν δέκα λεπρῶν, ὅπως ἀκριβῶς περιγράφεται ἀπό τόν εὐαγγελιστή Λουκᾶ, ἀποτελεῖ ἕνα προανάκρουσμα τῆς πίστεως τῶν ἐθνικῶν καί τῆς ἐντάξεώς τους στήν Ἐκκλησία.

 17,11. Καὶ ἐγένετο ἐν τῷ πορεύεσθαι αὐτὸν εἰς Ἰερουσαλήμ καὶ αὐτὸς διήρχετο διὰ μέσου Σαμαρείας καὶ Γαλιλαίας.
   Γιά τρίτη φορά ὁ εὐαγγελιστής Λουκᾶς σημειώνει ἐν τῷ πορεύεσθαι αὐτὸν εἰς Ἰερουσαλήμ (πρβλ. 9,51· 13,22). Πρόκειται γιά τίς περιοδεῖες πού καλύπτουν τούς τελευταίους 6-8 μῆνες τῆς ἐπίγειας ζωῆς τοῦ Kυρίου καί πού θά καταλήξουν στήν τελευταία ἐπίσκεψή του στήν Ἰερουσαλήμ, ὅπου θά συντελεσθεῖ ἡ σύλληψη καί τά σεπτά πάθη του. Κατά τήν περιοδεία αὐτή διήρχετο διὰ μέσου Σαμαρείας καὶ Γαλιλαίας· καθώς κατευθυνόταν ἀπό τήν βόρεια Παλαιστίνη πρός τήν Ἰουδαία, περνοῦσε ἀπό τά σύνορα μεταξύ Γαλιλαίας καί Σαμάρειας. Δέν εἶναι δυνατόν νά προσδιορισθεῖ ἀκριβῶς ἡ πορεία πού ἀκολουθεῖ ὁ Ἰησοῦς. Eἶναι ὅμως φανερό ὅτι δέν μπαίνει στήν Σαμάρεια ἀλλά καί δέν διασχίζει κατευθεῖαν τήν Περαία ἀπ’ ὅπου προτιμοῦσαν νά περνοῦν οἱ Γαλιλαῖοι καί οἱ Ἰουδαῖοι ἀποφεύγοντας τήν ἐπικοινωνία μέ τούς Σαμαρεῖτες. Ἀκολουθεῖ τήν γραμμή τῶν συνόρων ἀπό τήν Δύση πρός τήν Ἀνατολή, ὥστε νά μποροῦν νά τόν ἀκούσουν καί οἱ κάτοικοι τῆς Σαμαρείας, πού βρίσκεται στά δεξιά του καί οἱ Γαλιλαῖοι, τῶν ὁποίων ἡ περιοχή εἶναι στά ἀριστερά του. Kατευθύνεται πρός τόν Ἰορδάνη ἀπό ὅπου θά περάσει στήν Περαία.

 17,12. Καὶ εἰσερχομένου αὐτοῦ εἴς τινα κώμην ἀπήντησαν αὐτῷ δέκα λεπροὶ ἄνδρες, οἳ ἔστησαν πόρρωθεν.
   Καθώς ὁ Ἰησοῦς ἔμπαινε σέ ἕνα χωριό τῆς παραμεθόριας περιοχῆς, εἰσερχομένου αὐτοῦ εἴς τινα κώμην, εἶχε ἕνα θλιβερό συναπάντημα· ἀπήντησαν αὐτῷ δέκα λεπροὶ ἄνδρες. Oἱ λεπροί ἔστησαν πόρρωθεν, στάθηκαν μακριά ἀπό τόν Kύριο καί τήν συνοδεία του, διότι σύμφωνα μέ τόν μωσαϊκό νόμο θεωροῦνταν ἀκάθαρτοι καί ἀπαγορευόταν νά πλησιάζουν τούς ὑγιεῖς ἀνθρώπους.

 17,13. καὶ αὐτοὶ ἦραν φωνὴν λέγοντες· Ἰησοῦ ἐπιστάτα, ἐλέησον ἡμᾶς.
    Ἡ τοπική ἀπόσταση δέν ἐμπόδισε τούς λεπρούς νά βρεθοῦν κοντά στόν Ἰησοῦ μέ τήν ἱκεσία τους· «τῷ μὲν τόπῳ πόρρω ἵσταντο, τῇ δὲ ἱκεσίᾳ ἐγγὺς ἐγένοντο», σχολιάζει ὁ ἅγιος Θεοφύλακτος. Μόλις τόν εἶδαν ἀπό μακριά ἦραν φωνήν, ἔβγαλαν φωνή δυνατή. Φώναξαν καί οἱ δέκα μαζί μέ ὅλη τους τήν δύναμη, ἐπε­δή τούς χώριζε κάποια ἀπόσταση καί ἐπιπλέον ἡ φωνή τους ἦταν ἀλλοιωμένη καί βραχνή ἐξαιτίας τῆς ἀρρώστιας. Ἐξάλλου, καί ὁ μεγάλος πόνος τούς ἐξωθοῦσε νά κραυγάσουν. Δέν ἦταν μόνο καταδικασμένοι σέ μία σκληρή καί ἀπεχθῆ ἀσθένεια· ἡ ἐγκατάλειψη καί ἡ ἀποκοπή ἀπό τήν κοινωνία τῶν ἀνθρώπων μεγάλωνε τήν θλίψη τους, τήν ἔκανε ἀβάσταχτη.
   Ὁ τρόπος μέ τόν ὁποῖο οἱ δέκα λεπροί ἀπευθύνονται στόν Kύριο δηλώνει τόν ἐξαιρετικό σεβασμό τους πρός Αὐτόν. Στό γνωστό ὄνομά του Ἰησοῦς προσθέτουν τήν προσφώνηση ἐπιστά­τα, δηλαδή Κύριε, διδάσκαλε (πρβλ. 5,5). Δείχνουν ἔτσι ὅτι τοῦ ἀναγνωρίζουν κάποια ὑπερφυσική δύναμη καί ἐξουσία. Παρ’ ὅτι ζοῦσαν στήν ἐρημιά οἱ λεπροί φαίνεται ὅτι εἶχαν ἀκούσει γιά τά θαυμαστά σημεῖα τοῦ Ἰησοῦ, μεταξύ τῶν ὁποίων καί θεραπεῖες λεπρῶν. Γι’ αὐτό τόν ἱκετεύουν νά τούς σπλαγχνισθεῖ· ἐλέησον ἡμᾶς. Kαί βέβαια, τό ἔλεος πού ἐκλιπαροῦν εἶναι ἡ θεραπεία τῆς ἀσθένειάς τους. Ἐμπιστεύονται τόν ἑαυτό τους στήν εὐσπλαγχνία του μέ τήν ἐλπίδα ὅτι θά τούς χαρίσει τήν ὑγεία. Eἶναι δέ ἀξιοσημείωτο ὅτι δέν παρακαλοῦν ὁ καθένας γιά τόν ἑαυτό του ἀλλά ὅλοι γιά ὅλους. Aὐτό καθιστᾶ πολύ πιό δυνατή τήν ἱκεσία τους.

 17,14. Καὶ ἰδὼν εἶπεν αὐτοῖς· πορευθέντες ἐπιδείξατε ἑαυτοὺς τοῖς ἱερεῦσι. Καὶ ἐγένετο ἐν τῷ ὑπάγειν αὐτοὺς ἐκαθαρίσθησαν.
   Ὁ φιλάνθρωπος Ἰησοῦς ἀκούγοντας τήν θερμή ἱκεσία τῶν λεπρῶν, στράφηκε πρός τό μέρος τους. Ἰδὼν, μόλις εἶδε τό οἰκτρό κατάντημά τους, τά παραμορφωμένα πρόσωπα, τά καταφαγωμένα ἀπό τήν λέπρα σώματα, τούς συμπόνεσε καί τούς ἀπηύθυνε τόν λόγο, εἶπεν αὐτοῖς. Δέν τούς λέγει κάποιο λόγο θεραπείας ἤ ἔστω παρηγοριᾶς, ὅπως θά περιμέναμε. Τούς στέλνει στούς ἱερεῖς μέ τήν ἐντολή· πορευθέντες ἐπιδείξατε ἑαυτοὺς τοῖς ἱερεῦσι. Αὐτοί θά τούς ἔδιναν τό πι-στοποιητικό ὑγείας καί τήν ἄδεια νά ἐπιστρέψουν στίς οἰκογένειές τους. Ὅταν ὁ Κύριος θεράπευσε τόν ἕνα λεπρό (βλ. Λκ 5,14· Μθ 8,4) τοῦ εἶπε «δεῖξον σεαυτὸν τῷ ἱερεῖ», ἐδῶ χρησιμοποιεῖ πληθυντικό, διότι ἀνάμεσα στούς δέκα λεπρούς ὑπῆρχε ὁ Σαμαρείτης, ἴσως καί ἄλλοι ὁμοεθνεῖς του. Aὐτοί θά πήγαιναν στούς δικούς τους ἱερεῖς, στόν ναό τους στό ὄρος Γαριζίν, ἐνῶ οἱ Ἰουδαῖοι θά ἔπαιρναν τήν πιστοποίηση τῆς ὑγείας τους ἀπό τόν ἁρμόδιο ἱερέα καί κατόπιν θά πήγαιναν νά προσφέρουν τήν ὁρισμένη θυσία στόν Ναό τοῦ Σολομῶντος.
   Ἡ προτροπή τοῦ Ἰησοῦ θέτει σέ δοκιμασία τήν πίστη τῶν λεπρῶν. Δίχως νά ἀσχοληθεῖ καθόλου μέ τήν τραγική κατάστασή τους, δίνει ἐντολή νά παρουσιασθοῦν στούς ἱερεῖς. Kαί ἐκεῖνοι, ἐνῶ εἶναι ἀκόμη λεπροί, δέν ἀμφισβητοῦν τόν λόγο τοῦ Ἰησοῦ. Πιστεύουν στήν δύναμή του, ὑπακοῦν μέ ἐμπιστοσύνη στήν παραγγελία του καί σπεύδουν «ἀδιστάκτως» νά τήν ἐκπληρώσουν. Γι’ αὐτό, καθώς προχωροῦν θεραπεύονται· καὶ ἐγένετο ἐν τῷ ὑπάγειν αὐτοὺς ἐκαθαρίσθησαν. Δέν προσδιορίζεται πόσο εἶχαν ἀπομακρυνθεῖ, ὅταν πραγματοποιήθηκε ἡ θεραπεία τους. Ὁπωσδήποτε ὅμως δέν θά ἦταν πολύ μακρινή ἡ ἀπόσταση, ὥστε νά μποροῦν νά ἐπι-στρέψουν καί νά τόν βροῦν στήν κώμη ἔξω ἀπό τήν ὁποία τούς εἶχε θεραπεύσει.

 17,15-16. Εἷς δὲ ἐξ αὐτῶν, ἰδὼν ὅτι ἰάθη, ὑπέστρεψε μετὰ φωνῆς μεγάλης δοξάζων τὸν Θεόν, καὶ ἔπεσεν ἐπὶ πρόσωπον παρὰ τοὺς πόδας αὐτοῦ εὐχαριστῶν αὐτῷ· καὶ αὐτὸς ἦν Σαμαρείτης.
   Ἕνας ἀπό τούς δέκα λεπρούς, εἷς δὲ ἐξ αὐτῶν, μόλις εἶδε ὅτι θεραπεύθηκε, ἰδὼν ὅτι ἰάθη, δέν πῆγε στόν ἱερέα, ἀλλά γύρισε πίσω νά βρεῖ τόν εὐεργέτη του Ἰησοῦ. Οἱ δέκα λεπροί εἶχαν ὑψώσει ὅλοι μαζί τήν φωνή τους κάτω ἀπό τήν πίεση τῆς ἀνάγκης· ἕνας μόνον ἐπέστρεψε τώρα μετὰ φωνῆς μεγάλης ὑψώνοντας καί πάλι τήν φωνή του δοξάζων τὸν Θεὸν μέ εὐγνωμοσύνη. Οἱ ἄλλοι θά ἔτρεξαν νά πανηγυρίσουν τό γεγονός μέ τούς δικούς τους. Ἄν μάλιστα ἦταν ὅλοι Ἰουδαῖοι, θά χάρηκαν καί θά ἔνιωσαν κάποια ἀνακούφιση πού ἀπαλλάχθηκαν ἀπό τήν μιαρή γι’ αὐτούς παρουσία τοῦ Σαμαρείτη. Θά πίστευαν ὅτι καί ἐκεῖνος προφανῶς κατευθύνεται πρός τήν οἰκογένειά του. Ὁ Σαμαρείτης ὅμως ἔκα­νε κάτι ἐντελῶς διαφορετικό. Ἀναζήτησε τόν Ἰησοῦ, ἀποδεικνύοντας ὅτι παρά τήν σκληρή δοκιμασία ἡ ψυχή του διατηροῦσε τήν εὐγένεια, πού ἔλειπε ἀπό τούς Ἰουδαίους.
   Δέν ἦταν, ὡστόσο, μόνον ἡ εὐγένεια καί ἡ εὐγνωμοσύνη, βασικά στοιχεῖα τῆς ἀνθρωπιᾶς, πού ὁδήγησαν τόν πρώην λεπρό στά πόδια τοῦ εὐεργέτη του. Μέσα του ὡρίμασε καί ἡ πίστη, πού εἶχε γεννηθεῖ μαζί μέ τήν προσδοκία τῆς θεραπείας καί ηὔξανε συνεχῶς, ὥστε νά ἐπιζητεῖ τήν ἐπικοινωνία μέ Ἐκεῖνον πού κα­τα­λάβαινε ὅτι δέν ἦταν ἕνας ἁπλός ἄνθρωπος· ἦταν ὁ μέγας Ἀρχιερέας. Ἡ δική του παρουσία ἔδινε κῦρος στούς ἱερεῖς τοῦ νόμου. Δέν χρειαζόταν, λοιπόν, νά προσέλθει στούς ἱερεῖς ὁ θεραπευμένος λεπρός, ἦρθε στόν ἴδιο τόν Ἀρχιερέα! Κυριευμένος ἀπό δέος, μόλις συνάντησε τόν Ἰησοῦ ἔπεσεν ἐπὶ πρόσωπον παρὰ τοὺς πόδας αὐτοῦ εὐχαριστῶν αὐτῷ, ἔπεσε στά γόνατα καί ἀ­κούμ­πησε τό πρόσωπό του μπροστά στά πόδια του ἐκ-φράζοντας τόν βαθύτατο σεβασμό του. Ἡ προσκύνηση, ὅπως καί ἡ δόξα, ἁρ­μόζει μόνο στόν Θεό (πρβλ. Ἀπ 19,10). Ὁ εὐγνώμων λεπρός δόξαζε τόν Θεό πού δέν ἔβλεπε, καί εὐχαριστοῦσε τόν ἄνθρωπο Ἰησοῦ πού ἔβλεπε. Aὐθόρμητα ὅμως, χωρίς νά τό ἀντιλαμβάνεται, προσκύνησε τόν Θεάνθρωπο, τόν κρυπτόμενο Θεό καί φαινόμενο ἄνθρωπο. Παρ’ ὅλο πού δέν εἶχε ἀκόμη σαφῆ πίστη στήν θεότητα τοῦ Ἰησοῦ Xριστοῦ, διαισθανόταν ὅτι στό πρόσωπό του συναντοῦσε τόν ἴδιο τόν Θεό.
   Στήν συνοριακή περιοχή Γαλιλαίας καί Σαμάρειας φαίνεται ὅτι ὑπῆρχε καταυλισμός στόν ὁποῖο ζοῦσαν ἀπομονωμένοι Γαλι­λαῖοι καί Σαμαρεῖτες προσβεβλημένοι ἀπό τήν φοβερή ἀσθένεια τῆς λέπρας. Παρά τήν ἀμοιβαία ἐχθρότητα πού ὑπῆρχε ἀνάμεσά τους (πρβλ. Ἰω 4,9), ὁ πόνος τούς εἶχε ἑνώσει στόν ἴδιο τόπο. Mέ ἔμφαση ὁ εὐαγγελιστής σημειώνει ὅτι ὁ εὐγνώμων λεπρός ἦταν Σαμαρείτης· καὶ αὐτὸς ἦν Σαμαρείτης. Ἡ πληροφορία, ὅπως ἑρ­μηνεύουν οἱ πατέρες, σημειώνεται «ἵνα μηδεὶς ἐθνικὸς ἀπογινώσκῃ καὶ ἵνα μηδεὶς ἐκ προγόνων ἁγίων ὢν καυχῷτο».

 17,17-18. Ἀποκριθεὶς δὲ ὁ Ἰησοῦς εἶπεν· οὐχὶ οἱ δέκα ἐκαθαρίσθησαν; Οἱ δὲ ἐννέα ποῦ; Οὐχ εὑρέθησαν ὑποστρέψαντες δοῦναι δόξαν τῷ Θεῷ εἰ μὴ ὁ ἀλλογενὴς οὗτος;
   Eἶναι ἀξιοσημείωτο ὅτι δέν ἀναφέρεται τό πρόσωπο στό ὁποῖο ἀπευθύνεται ἀποκριθεὶς ὁ Ἰησοῦς. Προφανῶς ὁ λόγος τόν ὁποῖο εἶπεν δέν εἶναι ἀπάντηση στόν εὐγνώμονα Σαμαρείτη, ἀλλά ἕνα σχόλιο σέ ὅλο τό περιστατικό καί τήν συμπεριφορά τῶν θεραπευθέντων. Tά τρία ἀλλεπάλληλα ἐρωτήματα πού διατυπώνει στιγματίζουν τήν ἀχαριστία τῶν ἐννέα ἰουδαίων λεπρῶν·
 α) Οὐχὶ οἱ δέκα ἐκαθαρίσθησαν; Ἀναμφίβολα τό ἐρώτημα, ὅπως καί τά δύο ἑπόμενα, εἶναι ρητορικό· δέν δηλώνει ἄγνοια τοῦ Ἰησοῦ. Ἐκφράζει τήν ἔντονη ἀποδοκιμασία του, διότι δέν αἰσθάνθηκαν ὅλοι οἱ θεραπευμένοι τήν ἀνάγκη νά ἐπιστρέψουν καί νά εὐχαριστήσουν γιά τήν θεραπεία τους. Διέθεταν πίστη καί οἱ δέκα λεπροί, ἀλλά μόνον ἕνας ἀπό αὐτούς ἐκδήλωσε εὐγνωμοσύνη. Τῶν ἄλλων λεπρῶν ἡ πίστη ἦταν νεκρή, χωρίς ἔργα (βλ. Ἰα 2,17).
 β) Οἱ δὲ ἐννέα ποῦ; Τό δεύτερο ἐρώτημα ἀντηχεῖ ὅπως ἡ φωνή τοῦ Θεοῦ στόν παράδεισο, ὅταν ἀναζητοῦσε τόν Ἀδάμ μετά τήν πτώση του· «Ἀδάμ, ποῦ εἶ;» (Γέ 3,9). Ἐκφράζει ὅλη τήν θλίψη τοῦ πανάγαθου Κυρίου γιά τήν ἀγνωμοσύνη τοῦ πλάσματος πού τόσο εὐεργέτησε, γιά τήν ἑκούσια ἀπομάκρυνση τοῦ ἀνθρώπου ἀπό τήν προσφορά τῆς θεϊκῆς ἀγάπης. Αὐτή ἡ ἀχαριστία, τήν ὁποία ἐκ τῶν προτέρων γνώριζε ὁ Ἰησοῦς, δέν τόν ἐμπόδισε, ὡστόσο, νά χαρίσει τήν θεραπεία καί στούς ἐννέα ἀχάριστους.
 γ) Οὐχ εὑρέθησαν ὑποστρέψαντες δοῦναι δόξαν τῷ Θεῷ εἰ μὴ ὁ ἀλλογενὴς οὗτος; Εἶναι ἰδιαίτερα βαρυσήμαντο τό γεγονός ὅτι εὐγνώμων φάνηκε κάποιος πολύ καταφρονεμένος ἀπό τούς Ἰουδαίους, ἕνας ἀλλογενής Σαμαρείτης. Οἱ Σαμαρεῖτες θεωροῦνταν ἀπό τούς Ἰουδαίους ἀλλοεθνεῖς καί ὄχι γνήσιοι ἀπόγονοι τοῦ Ἰσραήλ, διότι στό βόρειο βασίλειο τοῦ Ἰσραήλ εἶχαν σημειωθεῖ πολλές ἑκούσιες καί ἀναγκαστικές μεταναστεύσεις, ἐποικισμοί καί ποικίλες ἐπιμειξίες, μετά ἀπό τίς διαδοχικές εἰσβολές Ἀσσυρίων, Χαλδαίων, Περσῶν, Ἑλλήνων καί Ρωμαίων. Αὐτή ἡ καταφρόνια πρός τό γένος τοῦ θεραπευμένου Σαμαρείτη ἔκανε τήν εὐγνωμοσύνη του ἀκόμη μεγαλύτερη στό πρόσωπο τοῦ ἰουδαίου Ἰησοῦ, ὁ ὁποῖος τοῦ χάρισε τήν ὑγεία ἀδιαφορώντας γιά τήν προαιώνια ἔχθρα πού χώριζε τούς Ἰουδαίους ἀπό τούς Σαμαρεῖτες.
    Ἡ ἀντίθεση ἀνάμεσα στούς ἐννέα ἀγνώμονες λεπρούς καί τόν ἕνα εὐγνώμονα ἐξαίρει περισσότερο τήν εὐγνωμοσύνη τοῦ Σαμαρείτη καί καθιστᾶ βαρύτερη τήν ἀχαριστία τῶν ἄλλων. Θλιβερή ἡ διαπίστωση τοῦ ἁγίου Κυρίλλου· «Ἰουδαῖοι ὄντες, εἰς ἀχάριστον λήθην ἐμπεσόντες, οὐχ ὑπέστρεψαν δοῦναι δόξαν τῷ Θεῷ· ὅθεν σκληροκάρδιον καὶ ἀμνήμονα παντελῶς δεικνύει τὸν Ἰσραήλ».

 17,19. Καὶ εἶπεν αὐτῷ· ἀναστὰς πορεύου· ἡ πίστις σου σέσωκέ σε.
   Στόν εὐγνώμονα Σαμαρείτη ὁ Κύριος χάρισε κάτι ἀνώτερο ἀπό τήν ὑγεία τοῦ σώματος· τήν σωτηρία, πού εἶναι ἡ ὑγεία τῆς ψυχῆς. Οἱ ἐννέα λεπροί ἔδειξαν πίστη στήν δύναμή του καί ἔλαβαν τήν ἱκανοποίηση τοῦ αἰτήματός τους. Ἡ σχέση τους ὅμως μέ τόν Ἰησοῦ περιορίστηκε σ’ αὐτή τήν «ἰδιοτελῆ δοσοληψία». Δέν θέλησαν νά προχωρήσουν σέ στενώτερη ἐπαφή καί ἐπικοινωνία μαζί του. Ἀνάλογα μέ τήν πίστη τους καί τήν διάθεση τῆς ψυχῆς τους ἔλαβαν καί αὐτοί τήν ἀμοιβή τους. Ὁ Σαμαρείτης ἐπιδίωξε μία ἀμεσώτερη σχέση μέ τόν Ἰησοῦ. Μία τέτοια κίνηση δηλώνει πίστη ἄλλης ποιότητος. Αὐτήν ἐξαίρει ὁ Κύριος διαβεβαιώνοντας τόν Σαμαρείτη ἡ πίστις σου σέσωκέ σε.
   Παράλληλα ἡ διαβεβαίωσή του αὐτή εἶναι καί γιά τούς μαθητές μία ἐπιπλέον ἐπιβεβαίωση τῶν θαυμαστῶν ἀποτελεσμάτων πού μπορεῖ νά ἐπιφέρει ἡ δυνατή πίστη, γιά τήν ὁποία τούς εἶχε μιλήσει προηγουμένως (στ. 6). Aὐτή ἡ σωτήρια πίστη ἀμείβεται μέ τόν καθαρισμό τῆς λέπρας ὄχι μόνο τοῦ σώματος ἀλλά καί τῆς ψυχῆς. Ἐλευθερώνει ἀπό τήν ἁμαρτία, πού κρατᾶ τόν ἄνθρωπο ἀποκομμένο ἀπό τήν κοινωνία του μέ τόν Θεό.


Στεργίου Σάκκου, Ἑρμηνεία στό κατά Λουκᾶν, τόμ. Γ΄, σελ. 21-28