Δίκαια χαρακτηρίσθηκαν οἱ ἅγιοι Τρεῖς Ἱεραρχες ὡς οἱ κήρυκες τῆς ἐλπίδας. Στά ὑπέροχα συγγράμματά τους βρίσκουμε πλῆθος ἀναφορές σ᾽ αυτό τό θέμα πού εἶναι τόσο ἐπίκαιρο καί ἀναγκαῖο γιά τόν σημερινό ἄνθρωπο, ὁ ὁποῖος βιώνει τήν ἀνασφάλεια καί πολιορκεῖται ἀπό τήν ἀπελπισία. Ἄς δώσουμε τόν λόγο στή φωτισμένη πένα τους γιά νά μᾶς στηρίξουν στή μόνη «ζῶσαν ἐλπίδα» τοῦ κόσμου, τόν Κύριο Ἰησοῦ Χριστό.
Μακάριος ἐκεῖνος πού ἀπομακρύνθηκε ἀπό κάθε ἐλπίδα αὐτοῦ τοῦ κόσμου καί στηρίζει τήν ἐλπίδα του μόνο στόν Θεό... Δέν δέχεται τήν ἀμφιταλάντευση ὁ Θεός οὔτε καταδέχεται ὁ Κύριος νά παραχωρήσει ὁλόκληρη τή δική του βοήθεια σ᾽ ἐκεῖνον πού ἄλλοτε ἐλπίζει στά χρήματα καί στήν ἀνθρώπινη δόξα καί στήν κοσμική δύναμη, κι ἄλλοτε προβάλλει αὐτόν (τόν Θεό) ὡς ἐλπίδα του. Πρέπει ἀληθινά νά ἐπαναπαύεσαι στή βοήθεια τοῦ Θεοῦ (Μ. Βασιλείου, Εἰς Ἠσαΐαν 10 PG 30,549C-D).
Σέ κάθε ἐγχείρημά σου νά προηγεῖται ἡ πίστη στόν Θεό καί μαζί της νά ἀκολουθεῖ ἡ καλή ἐλπίδα... Ἡ προσπάθεια τῶν ἀνθρώπων γιά τά καλά δέν πρόκειται νά φθάσει στό τέλος χωρίς τή βοήθεια τοῦ Θεοῦ. Οὔτε καί ἡ χάρη τοῦ Θεοῦ θά ἔλθει σ᾽ ἐκεῖνον πού δέν προσπαθεῖ. Εἶναι ἀνάγκη νά συνυπάρχουν καί τά δύο, ἡ ἀνθρώπινη προσπάθεια καί ἡ διά τῆς πίστεως συμμαχία μέ τόν Θεό, γιά νά ὁλοκληρωθεῖ ἡ ἀρετή (Μ. Βασιλείου, Ἀσκητικαί διατάξεις 1• ΕΠΕ 10,472).
Ἡ ἐλπίδα εἶναι αὐτή πού κάνει τή χαρά συγκάτοικο στήν ψυχή τοῦ γενναίου (Μ. Βασιλείου, Περί εὐχαριστίας 3• ΕΠΕ 6,86).
Ὁ Θεός ὁ ἅγιος ὑπόσχεται σ᾽ ἐκείνους πού ἐλπίζουν σ᾽ Αὐτόν τή διέξοδο ἀπό κάθε θλίψη... Ἔτσι, λοιπόν, κι ἐμεῖς, ἐνῶ ἔχουμε φθάσει στό ἔσχατο ὅριο τῶν κακῶν, δέν ἐγκαταλείπουμε τήν ἐλπίδα στόν Θεό, ἀλλά παρατηροῦμε γύρω παντοῦ, γιά νά δοῦμε τή βοήθειά του (Μ. Βασιλείου, Ἐπιστολή 242• ΕΠΕ 2,26).
Εἶναι μεγάλη ἡ δύναμη τῆς ἐλπίδας πού στηρίζεται στόν Κύριο. Εἶναι φρούριο ἄπαρτο, κάστρο ἀκαταμάχητο, συμμαχία ἀκατανίκητη, λιμάνι γαλήνιο, πύργος ἀπόρθητος, ὅπλο ἀήττητο, δύναμη ἀκατάβλητη, πού καί μέσα στά ἀδιέξοδα βρίσκει διέξοδο (Ἰω. Χρυσοστόμου Εἰς Ψαλμόν,10• ΕΠΕ 5,516).
Ὅπως ἡ περικεφαλαία περιβάλλοντας τό κεφάλι σώζει τό πιό καίριο ἀπό τά ὄργανα τοῦ σώματός μας, ἔτσι καί ἡ ἐλπίδα δέν ἀφήνει τόν νοῦ νά πέσει σέ σφάλμα, ἀλλά τόν κρατᾶ ὀρθό (Ἰω. Χρυσοστόμου, Εἰς Θεσσαλονικεῖς 9,4• ΕΠΕ 22,536).
Τότε ἰδιαίτερα ἰσχύει ἡ ἐλπίδα, ὅταν ἐνῶ τά βλεπόμενα ὁδηγοῦν σέ ἀπόγνωση, ἐκείνη ἐμπνέει θάρρος γιά τό μέλλον (Ἰω. Χρυσοστόμου, Εἰς Ψαλμόν, 142• ΕΠΕ 7,380).
Πολλά ὑποφέρουμε, ἀλλά ἔχουμε μεγάλες ἐλπίδες. Ἀντιμετωπίζουμε κινδύνους καί ἐπιβουλές, ἀλλά ἔχουμε ἐκεῖνον πού μᾶς σώζει. Δέν εἶναι ἄνθρωπος ἀλλά Θεός. (Ἰω. Χρυσοστόμου, Εἰς Α΄ Τιμόθεον, 1,2• Ε.Π.Ε. 23,124).
Ἡ πιό μεγάλη βοήθεια γιά ἐκείνους πού δυστυχοῦν εἶναι ἡ ἐλπίδα τῆς μεταβολῆς καί τό καλύτερο στό ὁποῖο προσβλέπουν τά μάτια τους. (Γρηγορίου Θεολόγου, Λόγος ΣΤ΄, 16• ΕΠΕ 1,262).
Περισσότερο σέ σένα, Χριστέ μου, στηρίζω τό θάρρος μου παρά στούς ἀγῶνες τῆς ζωῆς μου. (Γρηγορίου Θεολόγου, Ποιήματα ΟΣΤ΄, ΕΠΕ 10,396).
Ἡ Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος μέ τήν ὑπ᾽ ἀρ. 2959 ἐγκύκλιό της ἐνημέρωσε ὅτι «δέν δέχεται γιά τά μέλη της τήν ἀποτέφρωση τοῦ σώματος, διότι τοῦτο εἶναι ναός τοῦ ἁγίου Πνεύματος (Α΄ Κο 6,19)». Ὅποιος ἀποδεδειγμένα καί οἰκειοθελῶς ἐκφράζει τήν ἐπιθυμία «περί καύσεως τοῦ σώματός του, δηλώνει τήν αὐτονόμησή του καί ὡς ἐκ τούτου δέν τελεῖται Νεκρώσιμος Ἀκολουθία καί Ἱερό Μνημόσυνο ὑπέρ αὐτοῦ».
Ἔπρεπε νά γίνει ἕνα ξεκαθάρισμα πάνω στό «καυτό» αὐτό θέμα, ἄν καί ἡ παράδοση εἴκοσι χριστιανικῶν αἰώνων καί πολλῶν ἄλλων προχριστιανικῶν ἐπιτάσσει χωρίς περιστροφές τόν ἐνταφιασμό. Ὅλοι οἱ πολιτισμένοι λαοί τῆς ἀρχαιότητας φρόντιζαν (=κήδευαν) τούς νεκρούς τους, καθώς ἡ κηδεία ἀνήκει στά «ἄγραπτα κ᾽ ἀσφαλῆ θεῶν νόμιμα» (Σοφοκλέους Ἀντιγόνη, 454).
Στήν Παλαιά Διαθήκη ἡ καύση τῶν νεκρῶν ἀντιμετωπίζεται ὡς εἰδωλολατρική συνήθεια, ἐνῶ ὁ διά πυρᾶς θάνατος συνδέεται μέ εἰδεχθῆ ἐγκλήματα. Ἡ Καινή Διαθήκη θεωρεῖ τόν ἐνταφιασμό τῶν νεκρῶν αὐτονόητο. Στήν ἱστορία τῆς Ἐκκλησίας μόνο ἐκκλησιομάχοι κατέφευγαν στήν ἀποτέφρωση τῶν σωμάτων τῶν χριστιανῶν. Ὁ ἴδιος ὁ Κύριος παραβάλλει τόν ἐνταφιασμό μέ τή σπορά τοῦ σίτου· «ἐὰν μὴ ὁ κόκκος τοῦ σίτου πεσὼν εἰς τὴν γῆν ἀποθάνῃ αὐτὸς μόνος μένει· ἐὰν δὲ ἀποθάνῃ πολὺν καρπὸν φέρει» (Ἰω 12,24). Καί ὁ ἀπόστολος Παῦλος τόν παραλληλίζει μέ τή σπορά τοῦ κόκκου τοῦ σιταριοῦ καί τόν συνδέει μέ τήν προσδοκία τῆς καινούργιας ζωῆς (βλ. Α΄ Κο 15,35-38). Στά νεότερα χρόνια τό ἀντιεκκλησιαστικό πνεῦμα τῆς γαλλικῆς ἐπανάστασης εἰσήγαγε τήν καύση τῶν νεκρῶν.
Πολύ δικαιολογημένα, λοιπόν, ἡ Ἐκκλησία μας δέν ἐπιτρέπει νεκρώσιμη ἀκολουθία γιά τόν ἐπιθυμοῦντα μετά τόν θάνατό του τήν ἀποτέφρωση.
Ὁ ἄνθρωπος ὡς σῶμα καί ψυχή εἰκονίζει τόν Θεό. Γι᾽ αὐτό καί ὁ ἱερός Δαμασκηνός στή νεκρώσιμη ἀκολουθία λέγει: «Καὶ ἴδω ἐν τοῖς τάφοις κειμένην τὴν κατ᾽ εἰκόνα Θεοῦ φθαρεῖσαν ἡμῖν ὡραιότητα, ἄμορφον, ἄδοξον μὴ ἔχουσαν εἶδος». Σύμφωνα μέ τόν ἀπόστολο Παῦλο τό σῶμα μας ἀποτελεῖ ναό Θεοῦ καί κατοικητήριο τοῦ ἁγίου Πνεύματος (Α΄ Κο 3,16-17) καί μέσα σ᾽ αὐτό ὁ πιστός προσφέρει τή λογική λατρεία πρός τόν Κύριο. Γι᾽ αὐτό ἡ Ἐκκλησία μας δέν ἀποστρέφεται τό σῶμα, ἀλλά τό τιμᾶ.
Ἡ ἄρρηκτη ἑνότητα ψυχῆς καί σώματος φαίνεται καί ἀπό τό γεγονός ὅτι ἡ λατρευτική καί μυστηριακή ζωή τῆς Ἐκκλησίας ἀναφέρεται στόν ὅλο ἄνθρωπο. Γράφει χαρακτηριστικά ὁ ἀπόστολος Παῦλος: «Αὐτὸς δὲ ὁ Θεὸς τῆς εἰρήνης ἁγιάσαι ὑμᾶς ὁλοτελεῖς, καὶ ὁλόκληρον ὑμῶν τὸ πνεῦμα καὶ ἡ ψυχὴ καὶ τὸ σῶμα ἀμέμπτως ἐν τῇ παρουσίᾳ τοῦ Κυρίου ἡμῶν Χριστοῦ τηρηθείη» (Α´ Θε 5,23). Ὁ ἁγιασμός καί ἡ σωτηρία τοῦ ἀνθρώπου δέν περιορίζεται μόνον στήν ψυχή, ἀλλά διαπορθμεύεται στόν ὅλο ἄνθρωπο πού ἀποτελεῖται ἀπό ψυχή καί σῶμα.
Ἐπιπλέον, ὅπως λέγει ὁ ἅγιος Γρηγόριος Νύσσης, ἡ ψυχή καί μετά τόν θάνατο ἀναγνωρίζει τά δικά της μέλη παρά τή διάλυση τοῦ σώματος· δέν ἀπομακρύνεται ἀπό τό δικό της σῶμα «οὔτε εἰ ἐν τῇ κοινωνίᾳ τῶν συντριμμάτων οὔτε εἰ πρὸς τὸ ἀκατέργαστον τῆς τῶν στοιχείων ὕλης καταμιχθείη».
Ἄλλωστε καί ὁ Χριστός, ὁ «πρωτότοκος πάσης κτίσεως», μίλησε γιά τόν ἐνταφιασμό του (βλ. Ἰω 12,7) καί ἐνταφιάσθηκε μέ ἀκέραιη καί ἀλώβητη τή βιολογική του εἰκόνα, ἀφοῦ «οὐ κατέαξαν αὐτοῦ τά σκέλη». Τό ἄψυχο μάλιστα σῶμα Του δέν ἔπαυσε νά εἶναι ἑνωμένο μέ τή θεότητα ἀκόμη καί μέσα στόν τάφο, ὅπως ψάλλει ἡ Ἐκκλησία μας· «Ἐν τάφῳ σωματικῶς, ἐν ᾅδου δὲ μετὰ ψυχῆς, ὡς Θεός, ... καὶ ἐν θρόνῳ ὑπῆρχες, Χριστέ, μετὰ Πατρὸς καὶ Πνεύματος».
Ἀπό τήν ἄλλη πλευρά οἱ θιασῶτες τῆς καύσης τῶν νεκρῶν, γιά νά δικαιολογήσουν τίς ἐπιλογές τους, ἐπικαλοῦνται χωροταξικά ἀδιέξοδα. Ἐάν ἡ Πολιτεία σέβεται τήν Ἐκκλησία καί τήν παράδοσή μας, θά βρεῖ τρόπο νά ἀντιμετωπίσει τήν ἔλλειψη χώρου. Γιατί στίς μουσουλμανικές χῶρες δέν ὑφίσταται πρόβλημα χώρου; Οὐσιαστικά πίσω ἀπό τήν ἀποτέφρωση ὑποκρύπτεται ἡ ἄρνηση τῆς ἀθανασίας τῆς ψυχῆς καί ἡ ἀπιστία στήν ἀνάσταση τῶν νεκρῶν· ἀποτελεῖ προσπάθεια λήθης τοῦ θανάτου καί ἐξαφάνισης τῶν ἰχνῶν του. Ὅλα αὐτά ἐνισχύονται ἀπό τόν μηδενιστικό τρόπο ζωῆς καί τήν παρατηρούμενη στίς ἡμέρες μας ἀποϊεροποίηση κάθε ἱεροῦ καί ὁσίου.
Ἀναμφισβήτητα ἡ μνήμη τῶν νεκρῶν μᾶς συνδέει μέ τίς ρίζες μας, τήν παράδοσή μας καί ὁρίζει τό χρέος μας ἀπέναντι «σ᾽ αὐτούς πού πέρασαν καί σέ ὅσους θά περάσουν». Τό μαρτυρεῖ ἀπό τά χρόνια τῶν Σαλαμινομάχων ὁ αἰσχύλειος παιάνας: «Ὦ παῖδες Ἑλλήνων ἴτε/ ἐλευθεροῦτε πατρίδ’, ... θήκας τε προγόνων». Ὁ πολιτισμός μας, ἡ ἱστορία μας, ἡ γλῶσσα καί τά ἔθιμά μας περνοῦν μέσα ἀπό αὐτούς τούς τάφους (παράβαλε τό παγκόσμιο ἐνδιαφέρον γιά τόν τάφο τῆς Ἀμφίπολης). Παράλληλα σφυρηλατοῦν τήν ἐλπίδα μας γιά τήν ἀνάσταση τῶν νεκρῶν.
Ἐν κατακλείδι ἡ καύση συνιστᾶ ἀσέβεια πρός τό τελειότερο κτίσμα τοῦ Θεοῦ καί «βιασμό» τῆς φύσης, ἐνῶ ταυτόχρονα προκαλεῖ οἰκολογικό πρόβλημα καί ἀλλοίωση στά κοινωνικά μας ἤθη. Ἡ ἀποτέφρωση τῶν νεκρῶν, τῶν εἰκόνων δηλαδή τοῦ Θεοῦ, ἀποτελεῖ μία νέα μορφή εἰκονομαχίας. Καί ὅπως τότε ἡ Ἐκκλησία γιά ἕναν αἰώνα περίπου ἀγωνίσθηκε, γιά νά διαφυλάξει τίς εἰκόνες, ἔτσι καί τώρα ὀφείλει νά ἀναχαιτίσει τήν εἰκονοκλαστική αὐτή προσπάθεια ἐνταφιάζοντας τά σώματα -πού μπορεῖ νά εἶναι καί λείψανα καί νά διαπιστωθεῖ ἡ ἁγιότητα τοῦ κεκοιμημένου κατά τήν ἐκταφή- καί νά μήν ἐπιτρέψει ἕνα ὁλοκαύτωμα τῆς κοινωνίας.
Εὐδοξία Αὐγουστίνου
Φιλόλογος-Θεολόγος
ΔΕΙΤΕ ἐδῶ ΚΑΙ ΕΠΙΛΕΞΤΕ ΥΛΙΚΟ ΓΙΑ ΓΙΟΡΤΗ ΜΗΤΕΡΑΣ (ΥΠΑΠΑΝΤΗ)
ΔΕΙΤΕ ἐδῶ ΚΑΙ ΕΠΙΛΕΞΤΕ ΥΛΙΚΟ ΓΙΑ ΓΙΟΡΤΗ ΤΡΙΩΝ ΙΕΡΑΡΧΩΝ
ΕΠΙΠΛΕΟΝ
Στην αρχική σελίδα των Εκπαιδευτηρίων «ΕΛΠΙΔΑ» και συγκεκριμένα στην ενότητα Downloads, https://ekpelpida.gr/downloads/ θα βρείτε υλικό γιορτής για τη βαθμίδα του Δημοτικού.
Ἡ βάπτιση τοῦ Κυρίου ἀπό τόν Ἰωάννη τόν βαπτιστή στόν Ἰορδάνη εἶναι ἕνα ἀποκαλυπτικό γεγονός πού συγκλονίζει. Δέν ἀναφέρομαι μόνο στήν φανέρωση τῆς ἁγίας Τριάδος, ἀλλά καί σέ μία σειρά ἐκπληκτικῶν μυστηρίων πού μᾶς ἀποκαλύπτουν τόν σκοπό καί τόν στόχο τῆς σαρκώσεως τοῦ Θεοῦ Λόγου.
Ὁ Κύριος Ἰησοῦς, ὁ Θεός πού ἔγινε ἄνθρωπος, εἶναι ἀναμάρτητος. Εἶναι ἐκεῖνος γιά τόν ὁποῖο ἡ Γραφή λέει ὅτι «ἁμαρτίαν οὐκ ἐποίησεν, οὐδὲ εὑρέθη δόλος ἐν τῷ στόματι αὐτοῦ» (Α΄ Πέ 2,22). Ἀπό τήν ἄλλη πλευρά, ὁ Ἰωάννης βάπτιζε «εἰς μετάνοιαν» (Μθ 3,11), γιά νά καλλιεργήσει στούς ἀνθρώπους ἀφ’ ἑνός μέν τήν συνείδηση τῆς ἁμαρτωλότητας καί ἀφ’ ἑτέρου τήν ἐπιθυμία νά ἀπαλλαγοῦν ἀπ’ αὐτή τήν κατάσταση. Τότε γιατί βαπτίσθηκε ὁ ἀναμάρτητος Χριστός;
Βαπτίσθηκε ὁ Κύριος, διότι κατ’ ἀρχήν ἔπρεπε ὁ Ἰωάννης νά βεβαιωθεῖ ὅτι αὐτός εἶναι ὁ προσδοκώμενος Μεσσίας. Ὁ Θεός τοῦ εἶχε ἀποκαλύψει ὅτι «ἐκεῖνος στόν ὁποῖο θά δεῖς τό Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ νά κατεβαίνει καί νά μένει ἐπάνω του, αὐτός εἶναι» (βλ. Ἰω 1,33). Γι’ αὐτό ἀποκαλύπτεται ἡ ἁγία Τριάδα, γι’ αὐτό ἀκούγεται ἡ φωνή τοῦ Πατρός καί γι’ αὐτό τό Πνεῦμα ἐμφανίζεται σάν περιστέρι. Ὅπως λέει ὁ ἴδιος ὁ Ἰωάννης· «Ἐγώ εἶδα τό Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ νά κατεβαίνει καί νά μένει ἐπάνω του καί μαρτυρῶ γι᾽ αὐτό τό γεγονός καί εἶμαι ἀπολύτως βέβαιος ὅτι αὐτός εἶναι ὁ υἱός τοῦ Θεοῦ» (βλ. Ἰω 1,33-34). Καί ἔπρεπε νά βεβαιωθεῖ γι’ αὐτό ὁ Ἰωάννης, ὥστε στήν συνέχεια νά δείξει τόν Ἰησοῦ στούς μαθητές του καί νά τούς προτρέψει νά τόν ἀκολουθήσουν. Συγκροτεῖται ἔτσι σταδιακά ἡ ἀποστολική ὁμάδα τῶν δώδεκα, ἡ ὁποία θά ἀποτελέσει ἀργότερα καί τόν πυρήνα τῆς Ἐκκλησίας.
Ἕνας ἄλλος λόγος ξεχωριστῆς σημασίας πού ὁ Κύριος βαπτίζεται εἶναι γιά νά προκαλέσει καί νά παραπλανήσει τόν Σατανᾶ. Ὁ Σατανᾶς γνωρίζει πολύ καλά κάθε ἄνθρωπο, διότι μᾶς δεσμεύει ὅλους μέ τά δεσμά τῆς ἁμαρτίας. Τόν ἀναμάρτητο Ἰησοῦ ὅμως δέν τόν γνώριζε, δέν μποροῦσε νά τόν ἐλέγξει. Τοῦ ἦταν «ἄγνωστη χώρα». Τόν βλέπει νά βαπτίζεται ὅπως οἱ ὑπόλοιποι ἄνθρωποι καί θεωρεῖ ὅτι εἶναι καί αὐτός ἁμαρτωλός. Ἀπό τήν ἄλλη πλευρά, ὁ Ἰησοῦς δέν ἐξομολογεῖται ὅπως ἔκαναν ὅσοι βαπτίζονταν, ἐνῶ συγχρόνως ἀκούγεται ἡ φωνή τοῦ Θεοῦ νά λέει· «Οὗτός ἐστιν ὁ υἱός μου ὁ ἀγαπητός, ἐν ᾧ εὐδόκησα» (Μθ 3,17). Ὅλα αὐτά τοῦ προκαλοῦν σύγχυση, δέν μπορεῖ νά καταλάβει τί συμβαίνει καί ἀρχίζει νά ἀνησυχεῖ. Ἔχει μπροστά του ἕναν ἄνθρωπο πού δέν μπορεῖ νά ἐλέγξει καί ὁ ὁποῖος μαρτυρεῖται ἀπό τόν οὐρανό ὅτι εἶναι ὁ ἀγαπητός, δηλαδή ὁ μονογενής, υἱός τοῦ Θεοῦ. Τί σημαίνει αὐτό; Τί θά πεῖ ὅτι εἶναι ὁ υἱός τοῦ Θεοῦ; Πρέπει νά τόν φοβᾶται;
Γι᾽ αὐτό ἀπό ἐκείνη τή στιγμή καί ἔπειτα ὁ Σατανᾶς τόν πολεμᾶ εὐθέως. Μετά τό βάπτισμά του ὁ Ἰησοῦς θά πάει στήν ἔρημο καί θά νηστεύσει γιά 40 ἡμέρες· τότε ὁ Σατανᾶς θά ἔλθει καί θά τόν πειράξει τρεῖς φορές λέγοντάς του· «Εἰ υἱὸς εἶ τοῦ Θεοῦ...» (Μθ 4,3). Ὅ,τι ἄκουσε ἀπό τόν οὐρανό στόν Ἰορδάνη. Ἀλλά ὁ Ἰησοῦς δέν θά ἐνδώσει, δέν θά τοῦ ἀποκαλύψει τί σημαίνει «ὁ υἱὸς τοῦ Θεοῦ». Γι’ αὐτό καί ὁ Σατανᾶς θά συνεχίσει νά τόν πολεμᾶ μέ ἀκόμη μεγαλύτερη ἔνταση, μέχρι νά τόν ὁδηγήσει καί στόν τελευταῖο καί πιό σκληρό πειρασμό, στόν σταυρό, ὥστε νά μπορέσει νά καταλάβει περί τίνος πρόκειται. Ἀλλά καί ἐκεῖ ὁ Ἰησοῦς δέν θά τοῦ ἀποκαλυφθεῖ, θά πεθάνει. Αὐτό ἐπεδίωκε ἄλλωστε. Ἔτσι ὥστε μέ τήν ἀνάστασή του νά συντρίψει τήν δύναμη τοῦ διαβόλου πού εἶναι ὁ θάνατος καί νά ἀπελευθερώσει τόν ἄνθρωπο ἀπό αὐτόν τόν ὄλεθρο.
Ὁ τρίτος λόγος πού ὁ Κύριος βαπτίζεται εἶναι αὐτός τόν ὁποῖο ἐπικαλεῖται, ὅταν ὁ ταπεινός Ἰωάννης τοῦ λέει· «Ἐγὼ χρείαν ἔχω ὑπὸ σοῦ βαπτισθῆναι, καὶ σὺ ἔρχῃ πρός με;» (Μθ 3,14). Καί τί λέει ὁ Κύριος; «Ἄφες ἄρτι», ἄφησέ τα αὐτά τώρα. «Οὕτω γὰρ πρέπον ἐστὶν ἡμῖν πληρῶσαι πᾶσαν δικαιοσύνην» (Μθ 3,15). Τώρα αὐτό πού πρέπει νά κάνουμε εἶναι νά ἐκτελέσουμε κάθε «δικαιοσύνην».
Τί θά πεῖ «δικαιοσύνη»; Θά πεῖ ἐντολή τοῦ Θεοῦ, θέλημα τοῦ Θεοῦ. Καί τί θά πεῖ «νά ἐκτελέσουμε κάθε ἐντολή τοῦ Θεοῦ»; Ποιά εἶναι ἡ ἐντολή τοῦ Θεοῦ πού ἐκτελεῖ ὁ Κύριος ὅταν βαπτίζεται; Ἀκριβῶς αὐτό, τό νά βαπτισθεῖ. Ὁ Ἰωάννης ἐστάλη ἀπό τόν Θεό νά βαπτίζει, αὐτό ἦταν τό καθῆκον του καί αὐτή τήν ἐντολή ἔλαβε ἀπό τόν Κύριο. Καί θέλημα τοῦ Θεοῦ ἦταν ὅλοι οἱ Ἰσραηλῖτες νά βαπτισθοῦν. Καί ὁ Ἰησοῦς πηγαίνει καί βαπτίζεται ὅπως ὅλοι οἱ Ἑβραῖοι, δέν ἐξαιρεῖ τόν ἑαυτό του ἀπ’ αὐτή τήν διαδικασία. Πηγαίνει καί βαπτίζεται σάν ἁμαρτωλός ἐνῶ εἶναι ἀναμάρτητος, ἀκριβῶς γιά νά ἐκτελέσει τό θέλημα τοῦ Θεοῦ.
Εἶναι προφανές γιά μᾶς τό νόημα αὐτῆς τῆς κίνησης. Ὁ Ἰησοῦς ὑπάκουσε στόν Θεό κατά πάντα. Τό θέλημα τοῦ Θεοῦ ἦταν ὁ υἱός του νά γίνει ἄνθρωπος. Καί ὄχι μόνο νά γίνει ἄνθρωπος ἀλλά καί νά περάσει ἀπό τό βάπτισμα τοῦ Ἰωάννη, ὅπως περνοῦσαν ὅλοι οἱ ἁμαρτωλοί, καί νά πεθάνει ὅπως πεθαίνουν καί ὅλοι οἱ ἁμαρτωλοί· καί ἄς μήν εἶχε σχέση μέ τήν ἁμαρτία. Λέει ὁ ἀπ. Παῦλος· «Πόσο ὑπάκουσε; Μέχρι ποῦ ὑπάκουσε; Μέχρι θανάτου» (βλ. Φι 2,8). Ὑπάκουσε καί πέθανε, γιά νά μείνει ὡς ἄνθρωπος πιστός στόν ἅγιο Θεό. Αὐτό θέλει νά μᾶς διδάξει μέ τό βάπτισμά του, ὅτι πρέπει νά ὑπακοῦμε στόν Θεό, ὅποιο καί ἄν εἶναι τό θέλημά του.
Τό βάπτισμα ἦταν βέβαια ἐξευτελισμός, ταπείνωση γιά τόν υἱό τοῦ Θεοῦ. Γιά μᾶς ὅμως δέν εἶναι ἐξευτελισμός οἱ ἐντολές Του, ὄχι. Ἡ εὐσέβεια, λέει ὁ ἀπ. Παῦλος, εἶναι πορισμός εὐλογημένης ζωῆς καί ἐδῶ, σ᾽ αὐτόν τόν κόσμο (βλ. Α΄ Τι 6,6), καί φυσικά στήν αἰωνιότητα. Καί δέν δεχόμαστε νά ὑπακούσουμε στόν νόμο τοῦ Κυρίου; Ἔχει πόνους, βέβαια, ἡ ζωή τῆς ὑπακοῆς, ἔχει ὀδύνη. Ἀλλά ἄν ὑπακούσουμε κατά πάντα ἔχει καί δόξα καί μᾶς κάνει πολῖτες τῆς βασιλείας τοῦ Θεοῦ.
Εὐ. Ἀ. Δάκας
Ἀπολύτρωσις 70 (2015) 4-6
Ἡ ἀπόθεση τοῦ ἀσθενοῦς σαρκίου «εἰς γῆν ἐξ ἧς προῆλθεν» ἔχει κάτι τό ἱεροπρεπές καί τό ὁσιακό στήν περίπτωση τοῦ Παπαδιαμάντη. Σέ ἐπιστολή, πού ἔστειλε ὁ π. Γεώργιος Ρήγας στόν ἐκδότη Ἠλ. Δικαῖο, γράφει καί τ᾿ ἀκόλουθα γιά τίς τελευταῖες στιγμές τῆς ἐπιγείου ζωῆς τοῦ Παπαδιαμάντη:
«Ἠσθένησε τήν 29ην Νοεμβρίου τοῦ 1910. Τήν τρίτην ἡμέραν τῆς ἀσθενείας του ἐλιποθύμησεν. Ὅταν δέ συνῆλθε, “τί μοῦ συνέβη;”, εἶπε. “Δέν εἶναι τίποτε• μιά λιποθυμία μικρά”, τοῦ εἶπον αἱ περιστοιχίζουσαι αὐτῶν τρεῖς ἀδελφαί του. “Τόσα ἔτη”, λέγει ὁ Ἀλέξανδρος, “ἐγώ δέν ἐλιποθύμησα• δέν ἐννοεῖτε ὅτι αὐτά εἶναι προοίμια τοῦ θανάτου μου; Φέρετε ἀμέσως τόν παπά καί μήν ἀναβάλλετε”. Ἐθρήνουν τότε αἱ ἀδελφαί του, ὁ δέ Παπαδιαμάντης βλέπων αὐτάς καί συλλογιζόμενος ὅτι ἐάν ἀποθάνῃ δέν ἔχουσιν ἄλλον βοηθόν καί συντηρητήν, ταῖς ἀπέτεινε τούς ἑξῆς παρηγόρους λόγους: “Ἔχω καλούς φίλους, οἱ ὁποῖοι θά ἐκδώσουν τάἔργα μου• ἡσυχάστε, φιλόστοργές μου ἀδελφές”. Μέτ᾿ ὀλίγον κληθέντες ἦλθον συγχρόνως καί ὁ ἱερεύς καί ὁ ἰατρός.Ὁ Παπαδιαμάντης πρό πάντων ἦτο χριστιανός καί χριστιανός εὐσεβής. Μόλις εἶδε τόν ἰατρόν, εἶπεν εἰς αὐτόν: “Τί θέλεις σύ ἐδῶ;”. “Ἦρθα νά σέ δῶ”, τοῦ λέγει ὁ ἰατρός. “Νά ἡσυχάσεις”, τοῦ λέγει ὁ ἀσθενής, “ἐγώ θά κάμω πρῶτα τά ἐκκλησιαστικά (δηλ. θά ἐπικαλεσθῶ τήν βοήθειαν τοῦ Θεοῦ) καί ὕστερα νά ᾿ρθεῖς ἐσύ”... Εἶχε σώας τάς φρένας του μέχρι τέλους καί ἐπεθύμει νά συγγράψῃ διήγημα. Ὁ νοῦς του μέχρι τῆς τελευταίας του ἀναπνοῆς ἦτο ἀφιερωμένος εἰς τόν Θεόν. Μόνος του, ὀλίγας ὥρας πρίν ἀποθάνῃ, ἔστειλε νά κληθῇ ὁ ἱερεύς διά νά κοινωνήσῃ: “Ξεύρεις! μήπως ἀργότερα δέν καταπίνω!”, ἔλεγεν. Ἦτο ἡ παραμονή τοῦ θανάτου του καί ὥς τις εἰρωνεία τοῦ ἀνηγγέλθη ἡ ἀπονομή τῆς παρασημοφορίας του διά τοῦ Σταυροῦ τοῦ Σωτῆρος.
Τήν ἑσπέραν τῆς 2ας Ἰανουαρίου, παραμονήν τοῦ θανάτου του, “Ἀνάψτε ἕνα κερί”, εἶπε, “φέρτε μου ἕνα βιβλίο” (Σημ. δηλ. ἐκκλησιαστικόν βιβλίον). Τό κηρίον ἠνάφθη. Ἐπρόκειτο δέ νά ἔλθῃ καί τό βιβλίον. Ἀλλά πάλιν ἀποκαμών ὁ Παπαδιαμάντης εἶπεν: “Ἀφῆστε τό βιβλίο• ἀπόψε θά εἰπῶ ὅσα ἐνθυμοῦμαι ἀπ᾿ ἔξω”. Καί ἤρχισε ψάλλων τρεμουλιαστά: “Τήν χεῖράν σου τήν ἁψαμένην...” (Σημ. Εἶναι τοῦτο τροπάριον ἐκ τῶν Ὡρῶν τῆς παραμονῆς τῶν Φώτων). Αὐτό ἦτο καί τό τελευταῖον ψάλσιμον τοῦ Παπαδιαμάντη, ὅστις τήν ἰδίαν νύκτα, κατά τήν 2αν μετά τό μεσονύκτιον, ὅταν ἐξημέρωνεν ἡ 3η Ἰανουαρίου, παρέδωκε τήν ψυχήν του εἰς χεῖρας τοῦ Πλάστου. Ἡ Σκίαθος ὅλη ἔκλαυσε καί κλαίει διά τήν ἀπώλειαν τοῦ Παπαδιαμάντη...».
Σήμερα μποροῦμε νά ποῦμε ὅτι ὄχι μόνο ἡ «Σκίαθος» ἀλλ᾿ ἡ ὀρθόδοξη Ἑλλάδα ὁλόκληρη θρήνησε τήν κοίμηση τοῦ Ἀλεξάνδρου. Ὅσο δέ περνάει ὁ καιρός καί γνωρίζουμε περισσότερο τό ἔργο του, τόσο ἡ ἐκτίμησή μας μεγαλώνει πρός τήν ὑψηλή τέχνη του καί ὁ θαυμασμός μας πρός τό πρόσωπό του γίνεται πιό ἔνθερμος.
Π. Β. Πάσχος
Ὁ ἐρχομός ἑνός καινούργιου ἔτους ἀποτελεῖ συνήθως ἀφετηρία γιά κάποιους στοχασμούς, ἄλλοτε ἁπλούς καί ἄλλοτε σύνθετους. Στό σημείωμα πού ἀκολουθεῖ θά προσπαθήσω νά μείνω κάπου στό μέσον.
Τό σύνολο τῶν πραγμάτων τοῦ φυσικοῦ κόσμου περικλείεται μέσα σ᾿ ἕνα εὐρύ πλαίσιο, τό χῶρο. Τό σύνολο τῶν φαινομένων -φυσικῶν, φυσιολογικῶν, ψυχικῶν- περικλείεται μέσα σ᾿ ἕνα δεύτερο καί ἐπίσης εὐρύ πλαίσιο, τό χρόνο. Οἱ ἔννοιες τοῦ χώρου καί τοῦ χρόνου συνυφαίνονται μεταξύ τους καί ἀλληλοσυμπληρώνονται δίνοντας τή φιλοσοφική ἔννοια τοῦ χωροχρόνου.
Περιοριζόμενοι στήν ἔννοια τοῦ χρόνου -πράγμα πού τό ἐπιβάλλει ἡ ἐπικαιρότητα- μποροῦμε νά ξεκινήσουμε ἀπό τή θεμελιακή τοποθέτηση ὅτι ἡ ἔναρξη τοῦ χρόνου ὁριοθετεῖται μέ τή δημιουργία τοῦ κτιστοῦ κόσμου. Στήν ἄκτιστη πραγματικότητα τῆς Ἁγίας Τριάδας ὁ χρόνος εἶναι ἀνυπόστατος· ὑπάρχει μόνο ἡ ἀσύνορη αἰωνιότητα. Ὅμως μερικές ἐπιμέρους παρατηρήσεις εἶναι ἀπαραίτητες.
Ὁ χρόνος εἶναι μία συνεχής ροή, μιά κίνηση. Τά περιστατικά πού συμβαίνουν ετε στό ἐξωτερικό μας περιβάλλον, στόν φυσικό δηλαδή κόσμο, ετε στή συνείδησή μας, τόν ψυχικό μας δηλαδή κόσμο, ετε στόν ἱστορικό καί κοινωνικό χῶρο, μέ τήν ἀέναη διαδοχή τους μᾶς βοηθοῦν νά σχηματίσουμε ἀπό παιδιά τήν ἀντίληψη τοῦ χρόνου. Δικαιολογημένα, λοιπόν, ὁ Ἡράκλειτος παρομοιάζει τό χρόνο μέ τό νερό ἑνός ποταμοῦ πού ρέει ἀσταμάτητα. Ἀλλά καί ὁ Ἀριστοτέλης παρατηρεῖ· «φανερόν ὅτι οὐκ ἔστιν ἄνευ κινήσεως καί μεταβολῆς χρόνος», καί «τότε φαμέν γεγονέναι χρόνον, ὅταν τοῦ προτέρου καί τοῦ ὑστέρου ἐν τῇ κινήσει ασθησιν λάβωμεν». Συμπερασματικά μποροῦμε νά ποῦμε ὅτι ἡ ἀντίληψη τοῦ χρόνου περιλαμβάνει δύο στοιχεῖα: α) τήν ἰδιότητα τῆς διάρκειας καί β) τίς σχέσεις τοῦ ταυτόχρονου καί τῆς διαδοχῆς. Στή χρονική σχέση τῆς διαδοχῆς διακρίνουμε τό παρελθόν, τό παρόν καί τό μέλλον.
Ὁ χρόνος δέν ἀποτελεῖ μονοσήμαντη ἔννοια. Ἄν τόν δοῦμε ἀπό καθαρά ἐνδοκοσμική ἄποψη, ξεχωρίζουμε δύο κατηγορίες: τόν ἀντικειμενικό, φυσικό, καί τόν ὑποκειμενικό, ψυχολογικό χρόνο. Ὡστόσο μέσα στόν ἐκκλησιαστικό χῶρο ὁ χρόνος χάνει τή γνωστή κινητική του ἰδιότητα καί μεταβάλλεται σ᾿ ἕνα συνεχές καί ἀρράγιστο παρόν. Πρόκειται γιά τόν λειτουργικό χρόνο, ὅπου καταργεῖται ἡ ασθηση τῆς διαδοχῆς καί ὅλα τά γεγονότα τῆς σωτηρίας μας τελοῦνται ἀδιαλείπτως μέ τήν ἀμεσότητα τοῦ παρόντος: Σήμερον γεννᾶται, σήμερον σταυροῦται, σήμερον ἀνίσταται ὁ λυτρωτής Χριστός.
Ὁ ἄνθρωπος, βέβαια, εἶναι μία φυσική καί μεταφυσική συγχρόνως ὕπαρξη πλασμένη ἀπό τόν Θεό «κατ᾿ εἰκόνα» καί «καθ᾿ ὁμοίωσιν». Τό «κατ᾿ εἰκόνα» εἶναι ἕνα ὀντολογικό δεδομένο. Τό «καθ᾿ ὁμοίωσιν» ὅμως ἀποτελεῖ τελικό στόχο, προορισμό. Ἑπομένως, γιά νά πετύχει ἡ στόχευση, χρειάζεται μία πορεία πρός τά ἐμπρός μέ ὑπέρβαση τοῦ ἑαυτοῦ μας, μιά κατεύθυνση πρός τό «πέραν»· «ὅλο μακρύτερα νά πηγαίνουμε, ὅλο ψηλότερα ν᾿ ἀνεβαίνουμε». Ἔτσι καταλήξαμε πάλι στήν ἀρχική ἀντίληψη τῆς κίνησης, θεωρημένη τώρα ἀπό ἄλλη σκοπιά. Ἡ στατικότητα, ἡ στασιμότητα σημαίνει ἀπώλεια. Ἡ ζωή μας στόν κόσμο τοῦτο ὀφείλει νά εἶναι in statu viae (σέ κατάσταση δρόμου, πορείας). Γι᾿ αὐτό καί ὁ πιστός δέν μπορεῖ παρά νά εἶναι Homo viator (ἄνθρωπος ταξιδευτής, ὁδοιπόρος). Πόσο ὡραῖα καί ἐπιγραμματικά ἐκφράζει τήν ἀλήθεια αὐτή ὁ ἀπόστολος Παῦλος· «Τά μέν ὀπίσω ἐπιλανθανόμενος τοῖς δέ ἔμπροσθεν ἐπεκτεινόμενος» (Φι 3,14). Ἐπηρεασμένος ἀπό τόν Παῦλο καί ὁ ἅγιος Γρηγόριος Νύσσης τήν πορεία μας αὐτή τή χαρακτηρίζει ὡς «ἐπέκτασιν».
Ἑπομένως ἡ ἔλευση τοῦ νέου ἔτους συνεπάγεται ἀνανέωση τοῦ συμβολαίου τῆς εὐθύνης, ὥστε νά φθάσουμε στό «ἐν εἰρήνῃ καί μετανοίᾳ». Ἡ παράταση τῆς ζωῆς σ᾿ αὐτόν τόν κόσμο ἔχει νόημα, ὅταν ὁ χρόνος ἀξιοποιεῖται. Καί τό ἀρχαῖο ἐκεῖνο «χρόνου φείδου» δηλώνει ὅτι ὁ ἐφησυχασμός, ἡ ἀδράνεια, ἡ σπατάλη τοῦ χρόνου ὁδηγοῦν στόν πνευματικό μαρασμό, στή φθορά. Ἀντίθετα ἡ σωστή ἀξιοποίηση τοῦ χρόνου γίνεται μέ τά ἔργα τῆς ἀγάπης. «Τοιοῦτοι γάρ τῆς ἀγάπης οἱ ὀφθαλμοί· οὐχ ὁδῷ διακόπτονται, οὐ χρόνῳ μαραίνονται». Μέσα, λοιπόν, στή σύγχρονη ταραχή καί ἀνεμοζάλη μακάρι ὁ καινούργιος χρόνος νά μᾶς καταστήσει συμμέτοχους στήν ἀκατάλυτη ἐλπίδα τῶν μελλοντικῶν ἀγαθῶν πού μᾶς περιμένουν, γιατί «τό τοῦ Κυρίου Πάσχα προέρχεται καί καιροί συνάγονται καί μετακόσμια ἁρμόζεται καί διδάσκων ἁγίους ὁ Λόγος εὐφραίνεται»• δηλαδή: Τό Πάσχα τοῦ Κυρίου προχωρεῖ καί οἱ χρόνοι συγκλίνουν καί οἱ ὑπερφυσικές πραγματικότητες ἐναρμονίζονται καί ὁ Λόγος (τό δεύτερο πρόσωπο τῆς Ἁγίας Τριάδας) εὐφραίνεται καθώς διδάσκει τούς ἁγίους.
Ἰ. Ἀ. Νικολαΐδης
1η Ἰανουαρίου τοῦ 1788 καί ὁ πρῶτος συνεταιρισμός στήν Εὐρώπη βάζει τό θεμέλιό του. Ἄνδρες, γυναῖκες καί παιδιά, κάτοικοι τῶν Ἀμπελακίων τῆς ἐπαρχίας Λάρισας καί τῶν γύρω χωριῶν, συγκροτοῦν ἕνα πρότυπο συνεταιριστικό σῶμα.
Στόχος τοῦ Συνεταιρισμοῦ ἦταν κατά βάση ἡ πληρωμή τῶν φόρων στούς τούρκους κατακτητές, ἡ τροφοδοσία τῶν ἀπόρων συγχωριανῶν καί, τέλος, ἡ συντήρηση νοσοκομείων, σχολείων, ἐκκλησιῶν κτλ.
Ὁ Συνεταιρισμός Ἀμπελακίων, ἄν καί λειτούργησε σέ καθεστώς κατοχῆς, διατηρήθηκε γιά ἀρκετά χρόνια, δημιουργώντας ἕνα ἰδανικό πρότυπο γιά τίς κοινωνίες τοῦ μέλλοντος.
Ἡ πυροδότηση γιά τήν πρωτοποριακή αὐτή δημιουργία ὀφείλεται στόν Μητροπολίτη Πλαταμῶνος Διονύσιο, ὁ ὁποῖος στηρίχθηκε στό πνεῦμα κοινωνικῆς ἀλληλεγγύης καί ἀδελφότητας πού ἐπικρατοῦσε στά Ἀμπελάκια καί σ᾿ ὅλη τή γύρω περιοχή. Ἡ βαθειά εὐσέβεια τῶν χωρικῶν, ἡ ὁποία ἐκφραζόταν μέ τήν ἔμπρακτη ἀγάπη, εἶχε καλλιεργηθεῖ ἀπό τούς διδασκάλους τῆς περίφημης Σχολῆς τῶν Ἀμπελακίων, Νεόφυτο Δούκα, Εὐγένιο Βούλγαρη κ.ἄ.
Ἡ χριστοκεντρική βάση καί ἡ ἁγιογραφική θεμελίωση τοῦ πετυχημένου αὐτοῦ πειράματος δηλώνεται ξεκάθαρα στό προοίμιο τοῦ καταστατικοῦ του:
«“Οὗ γάρ εἰσιν δύο ἤ τρεῖς συνηγμένοι εἰς τό ἐμόν ὄνομα, ἐκεῖ εἰμι ἐν μέσῳ αὐτῶν”, λέγει ὁ Κύριος στά Εὐαγγέλια.
Καί ὁ προφήτης - βασιλεύς: “Ἀρχή τῶν λόγων σου ἀλήθεια”, καί “Ὁ φόβος Κυρίου ἁγνός, διαμένων εἰς αἰῶνα αἰῶνος” καί “Γάρ οἱ δοῦλοι σου φυλάσσουσιν αὐτά• ἐν τῷ φυλάσσειν αὐτά ἀνταπόδοσις πολλή”.
Συνεπῶς ἐμεῖς, οἱ ἔμποροι καί βιοτέχνες κόκκινων νημάτων αὐτῆς τῆς πολιτείας, ἀποθέτοντας τή ζωή μας στόν ἀκρογωνιαῖο λίθο, στό ὄνομα τοῦ Κυρίου μας, ἀποφασίσαμε...»
1η Ἰανουαρίου... Ἀπό Θεοῦ ἄρξασθε καί σύν Θεῷ ἐργάζεσθε... Κι ὁ κόπος θά ᾿ναι εὐλογημένος!
Συνέκδημος
Ἀπολύτρωσις 58 (2003) 11
Στήν ἐποχή μας, πού μᾶς καταδιώκει καί μᾶς κυβερνᾶ ὁ χρόνος, νιώθουμε πόσο πρόσκαιρη καί παροδική εἶναι ἡ ζωή πάνω στή γῆ. Πάντα λαχταροῦμε νά μάθουμε τό μέλλον, τό αὔριο· νά γνωρίζουμε «χρόνους ἤ καιρούς» (Πρξ 1,7).
Εἶναι ἡ ἀβεβαιότητα τῆς γήινης ζωῆς ἀλλά καί ὁ πόθος γιά ἀθανασία καί αἰωνιότητα. Σ᾿ αὐτόν τόν κόσμο ἡ τάση μας αὐτή βρίσκει τήν πλήρωσή της ἀπόλυτα μέσα σέ μιά αἰώνια βασιλεία: στή βασιλεία τῶν οὐρανῶν, στήν Ἐκκλησία πού κεφαλή καί ἀρχηγό ἔχει τόν αἰώνιο Κύριο. Ὁ χρόνος ὑποτάσσεται σ᾿ Αὐτόν καί δέν καταδυναστεύει, ἀλλά ὑπηρετεῖ τούς πολίτες τῆς βασιλείας του. Πράγματι·
* Ὁ Κύριος εἶναι «βασιλεύς τῶν αἰώνων» (Α΄ Τι 1,17). Αὐτός πού κυβερνᾶ τό χρόνο καί μένει ἔξω ἀπό τό χρόνο καί τήν κυριαρχία του.
* Ἡ ἔννοια τοῦ χρόνου καταργεῖται μέσα στό χῶρο τῆς βασιλείας Του. Ὅλα κινοῦνται σέ ἕνα ἀδιάκοπο παρόν· «Χίλια ἔτη ἐν ὀφθαλμοῖς σου ὡς ἡ ἡμέρα ἡ ἐχθές, ἥτις διῆλθε, καί φυλακή ἐν νυκτί» (Ψα 89,4).
* Χρησιμοποιεῖ τό χρόνο, γιά νά φανερώνει τήν ἀγάπη Του καί τό ἔλεός Του στούς πιστούς, νά δίνει καιρό καί εὐκαιρία μετανοίας στούς ἀνθρώπους· «Μακροθυμεῖ εἰς ἡμᾶς, μή βουλόμενός τινας ἀπολέσθαι, ἀλλά πάντας εἰς μετάνοιαν χωρῆσαι» (Β΄ Πε 3,9).
* Ὁ χρόνος γίνεται στά χέρια Του «σημεῖον», πού δείχνει τήν παντοδυναμία Του· «Ἔστη ὁ ἥλιος καί ἡ σελήνη ἐν στάσει, ἕως ἠμύνατο ὁ Θεός τούς ἐχθρούς αὐτῶν. Καί ἔστη ὁ ἥλιος κατά μέσον τοῦ οὐρανοῦ, οὐ προεπορεύετο εἰς δυσμάς εἰς τέλος ἡμέρας μιᾶς» (Ἰη 10,13).
* Οἱ νίκες καί οἱ χαρές, πού χαρίζει στούς δικούς Του, δέν ἐπηρεάζονται, οὔτε μειώνονται ἀπό τό χρόνο, ἀλλά διαρκοῦν αἰώνια, διότι ἔχουν τό σημάδι τῆς σωτηρίας.
* Παίρνει τό χρόνο ὁ Κύριος καί μᾶς τόν κάνει δῶρο, μακραίνοντας τίς μέρες τῆς ζωῆς μας· «Μακρότητι ἡμερῶν ἐμπλήσω αὐτόν καί δείξω αὐτῷ τό σωτήριόν μου» (Ψα 90,16).
* Κι ὅταν ὁ χρόνος γίνεται μάστιγα γιά τό λαό του μέ τίς συμφορές πού φέρνει, ξέρει νά τόν ἁπαλύνει καί νά συντομεύει τίς θλίψεις· «Καί εἰ μή ἐκολόβωσε Κύριος τάς ἡμέρας, οὐκ ἄν ἐσώθη πᾶσα σάρξ· ἀλλά διά τούς ἐκλεκτούς οὕς ἐξελέξατο, ἐκολόβωσε τάς ἡμέρας» (Μρ 13,20).
Ἀλλά ὁ Θεός δέν ὑποτάσσει μόνο τό χρόνο· ὑποτάχθηκε κι ὁ Ἴδιος στό χρόνο, ὅταν ἔγινε ἄνθρωπος, γιά νά ὑπηρετήσει τή σωτηρία μας.
* Ἄχρονος καί ἄπειρος Αὐτός γεννᾶται ἐν χρόνῳ καί ζῆ μέσα στόν ἀνθρώπινο χρόνο μέ τούς περιορισμούς του (Βαρούχ 3,38).
* Θυσιάζεται πάνω στό σταυρό καί παραδίδει τό πνεῦμα Του· «Ἦν δέ ὡσεί ὥρα ἕκτη καί σκότος ἐγένετο ἐφ᾿ ὅλην τήν γῆν ἕως ὥρας ἐνάτης» (Λκ 23,44).
Στόν Κύριο τοῦ χρόνου, στόν Βασιλέα τῶν αἰώνων, πού κάνει προσιτή γιά μᾶς τήν αἰωνιότητα, πρέπει αἰώνια δοξολογία· «Εὐλογητός Κύριος εἰς τόν αἰῶνα. Γένοιτο, γένοιτο» (Ψα 88,53).
Δ. Παπαδημητρίου - Χατζηαθανασίου
Ποιός δέν ἀγαπᾶ τό κέρδος;
Tό κέρδος! Mιά ἔννοια πού συγκεντρώνει πάνω της λάγνα τή σκέψη καί τόν πόθο κάθε ἀνθρώπου. Ποιός δέν θέλει νά κερδίσει ὁτιδήποτε, μεγάλο ἤ ἔστω καί μικρό; Ποιός δέν ὀνειρεύεται νά αὐξήσει τά ὑπάρχοντά του, νά πολλαπλασιάσει τά ἀγαθά του; Δέν εἶναι μόνο ὁ ἔμπορος, ὁ ἐπιχειρηματίας, ὁ ἐπαγγελματίας, πού μέ τήν ἐλπίδα τοῦ κέρδους ὑποβάλλεται σέ κόπους καί ταλαιπωρίες. Δέν εἶναι μόνο ὅσοι μηχανεύονται μύριους τρόπους -ὄχι πάντοτε θεμιτούς- γιά νά αὐξήσουν τίς ἀπολαβές τους, νά ἐπεκτείνουν τίς ἐπιρροές τους. Ὁ καθένας στόν τομέα του θέλει νά κερδίσει, νά πάει μπροστά, νά ἀξιοποιήσει κάθε δυνατότητα, νά ἐκμεταλλευθεῖ κάθε εὐκαιρία πρός ὄφελός του.
Mά πέρα ἀπό τά ὑλικά κέρδη εἶναι καί τό κέρδος τό πνευματικό, πού συγκεντρώνει τήν προσοχή τοῦ πιστοῦ καί τόν κινητοποιεῖ σέ ἀγώνα. Ὁ Παροιμιαστής μακαρίζει τόν ἄνθρωπο πού ἀπέκτησε «σοφίαν» καί «φρόνησιν» καί ἀναγνωρίζει ὅτι «κρεῖσσον αὐτήν ἐμπορεύεσθαι χρυσίου καί ἀργυρίου θησαυρούς» (Πρμ 3,14). Kι ἄν γιά τό ὑλικό κέρδος καταβάλλονται κόποι καί προσπάθειες μή χαθεῖ, μή μειωθεῖ, πολύ περισσότερο γιά τό πνευματικό κέρδος ἀξίζει κάθε θυσία. Aὐτό συνιστᾶ καί ὁ λόγος τῆς ἁγίας Γραφῆς, ἐπίκαιρος πάντοτε καί ἰδιαίτερα στήν ἀρχή τῆς νέας χρονιᾶς πού μᾶς χαρίζει ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ. Γράφει θεόπνευστα ὁ ἀπόστολος Παῦλος στούς χριστιανούς τῆς Ἐφέσου ἀλλά καί στούς πιστούς κάθε τόπου καί ἐποχῆς• «βλέπετε οὖν πῶς ἀκριβῶς περιπατεῖτε, μή ὡς ἄσοφοι ἀλλ’ ὡς σοφοί, ἐξαγοραζόμενοι τόν καιρόν, ὅτι αἱ ἡμέραι πονηραί εἰσιν» (5,15).
Προσοδοφόρο ἐμπόριο
Πορεία ἀέναη ἡ ζωή τοῦ καθενός, μᾶς καθιστᾶ ὁδοιπόρους στό στρατί πού ξεκινᾶ ἀπό τή γῆ κι ἔχει τό τέρμα του στόν οὐρανό. Περνᾶ ὁ χρόνος, διαπιστώνουμε. Kαί στήν πραγματικότητα, ἐμεῖς οἱ ἄνθρωποι σάν διαβατάρικα πουλιά περνοῦμε, γερνοῦμε, φεύγουμε. Mά -τό σκεφθήκαμε τάχα;- τό κάθε βῆμα μας πάνω στή γῆ, ἡ κάθε μέρα, τό κάθε λεπτό προσδιορίζει τήν ποιότητα τοῦ εἶναι μας καί προοιωνίζει τό αἰώνιο μέλλον μας. Mέ ἐμποροπανήγυρη παρομοιάζουν οἱ Πατέρες τήν παροῦσα ζωή. «Ὅποιος ξέρει νά ἐμπορεύεται (πνευματικά)», λέγει ὁ ἅγιος Mᾶρκος ὁ ἐρημίτης «κερδίζει πολλά, ὅποιος δέν ξέρει ὑφίσταται ζημίες». Ἡ ἴδια ἡ ζωή μᾶς ἀναδεικνύει καλούς ἐμπόρους -½ς «μεγαλέμποροι» ἐγκωμιάζονται οἱ ἅγιοι τῆς Ἑκκλησίας μας- καί μᾶς ἐξασφαλίζει μεγάλα πνευματικά κέρδη, ἐφόσον ἀξιοποιοῦμε σωστά τό χρόνο μας. Στήν ἀντίθετη περίπτωση, μᾶς ὁδηγεῖ στήν πνευματική πτώχευση, πού ἐπιφέρει τήν αἰώνια καταδίκη.
«Πονηραί ἡμέραι»
Kεφάλαιο σπουδαῖο, ἱερό θά ἔλεγα, ὁ χρόνος. Kι αὐξάνει περισσότερο ἡ ἀξία του, καθώς οἱ ἡμέρες τῆς ζωῆς μας εἶναι «πονηραί». Ἔτσι ὀνομάζονται στή φυσική ζωή οἱ ἡμέρες πού σημαδεύονται ἀπό δεινά φυσικά -ἀρρώστιες, ἐπιδημίες, σεισμούς, πλημμύρες, καταιγίδες, πυρκαγιές- ἤ κοινωνικά -πολέμους, βομβαρδισμούς, αἰχμαλωσίες, πεῖνες, κτλ. Στήν πνευματική ζωή «πονηρές» λέγονται οἱ ἡμέρες πού ἐπηρεάζονται ἀπό τήν ἐξουσία τοῦ πονηροῦ. Eἶναι οἱ ἡμέρες κατά τίς ὁποῖες ὁ σατανᾶς, «ὁ κοσμοκράτορας τοῦ σκότους τοῦ αἰῶνος τούτου» (Ἐφ 6,12), προβάλλει ἐμπόδια πολλαπλά, πειρασμούς καί κινδύνους πού ἀπειλοῦν τήν ψυχή καί τή σωτηρία τῶν πιστῶν. Mοιάζουν οἱ πονηρές ἡμέρες μέ «νύχτα ζοφερή καί μαύρη, γράφει παραστατικά ὁ ἅγιος Mακάριος ὁ Aἰγύπτιος. «Ὁ ἄνθρωπος τότε πέφτει στήν ἐξουσία τοῦ διαβόλου, βυθίζεται μές στή νύχτα καί στό σκοτάδι, κλονίζεται καί σείεται ἀπό τόν δεινό ἄνεμο τῆς ἁμαρτίας... καί δέν μένει ἐλεύθερο καί ἀπαθές κανένα μέλος τῆς ψυχῆς• τοῦ σώματος• ὅλα τά κατακλύζει ἡ ἁμαρτία».
Oἱ «πονηρές ἡμέρες» διαμορφώνουν ἕνα περιβάλλον ἄγριο καί συγκεχυμένο, ὅπου κυριαρχεῖ ὁ φόβος καί ἡ ἀπογοήτευση, ἡ ἀπελπισία καί ἡ ὑστερία. Tέτοια ἦταν ἡ πνευματική κατάσταση τῆς κοινωνίας τοῦ 1ου αἰ. μ.X., ἀλλά μήπως παρόμοια δέν εἶναι, εἴκοσι αἰῶνες ἀργότερα, καί ἡ σημερινή ἐποχή; Σέ μιά τέτοια ἀτμόσφαιρα τό θεοκίνητο χέρι τοῦ ἀποστόλου καταγράφει τήν προτροπή: «Προσέξτε πῶς ζῆτε! Ἐξαγοράστε τό χρόνο σας!».
Ἐμπορεύσου σοφά!
Ἡ ἄσχημη κατάσταση τοῦ κόσμου δέν πρέπει νά γίνει ἀφορμή ἀπελπισίας γιά τόν πιστό, νά τόν ἀποτελματώσει στήν ἀδράνεια καί στήν ἀπραξία. Mέσα στίς ποικίλες δυσκολίες τῶν «πονηρῶν ἡμερῶν» ἐκεῖνος ἔχει νά ἐπιτελέσει ἕνα δύσκολο ἔργο• νά ἐξαγοράσει τίς «πονηρές ἡμέρες» καί νά κερδίσει ἔτσι τήν αἰωνιότητα. Θά μιμηθεῖ τόν στρατιώτη πού στή μάχη φροντίζει νά κινεῖται μέ ταχύτητα, γιά νά προλάβει τόν ἐχθρό ἀλλά καί μέ ἀκρίβεια, γιά νά ἀποφύγει τόν κίνδυνο. Ἡ χριστιανική πίστη δέν εἶναι κάτι τό στατικό. Eἶναι μία συνεχής κατάσταση μάχης ἐναντίον τῶν δυνάμεων τοῦ σκότους, πού δροῦν στόν κόσμο καί προσπαθοῦν νά κερδίσουν ἔδαφος στήν ψυχή κάθε ἀνθρώπου, ἀσφαλῶς καί τοῦ πιστοῦ.
Ἡ ἐγκατάλειψη τῆς μάχης ἤ -τό χειρότερο- ἡ συνθηκολόγηση μέ τίς δυνάμεις τοῦ σκότους δέν συνιστοῦν χριστιανική τακτική. Mή ζῆτε «ὡς ἄσοφοι, ἀλλ᾽ ὡς σοφοί», παροτρύνει ὁ ἀπόστολος. Kαί σοφία σημαίνει τήν κατανόηση καί ἐφαρμογή τοῦ θείου θελήματος. Δέν ὑπάρχει τίποτε πιό καταλυτικό ἀπό τήν παραμέριση τοῦ θείου θελήματος καί τήν ἐκκοσμίκευση τοῦ φρονήματος τοῦ χριστιανοῦ. Aὐτό ἀπονευρώνει καί ἀπονεκρώνει κάθε πνευματική ἰκμάδα. Eἶναι ἡ μεγαλύτερη ζημία.
Προσωπικά καί κοινωνικά κέρδη
Eἶναι φανερό ὅτι «ἐξαγορασμός τοῦ χρόνου» σημαίνει ἀξιοποίηση τῶν περιστάσεων -καί τῶν πιό ἀντίξοων καί ἀρνητικῶν- γιά τό πνευματικό συμφέρον, ἀκατάπαυστη μάχη σ᾽ ἕνα διπλό μέτωπο• στήν καρδιά καί στό περιβάλλον μας. Kίνητρο, κριτήριο καί δύναμη στή διεξαγωγή αὐτῆς τῆς διπλῆς μάχης εἶναι τό θέλημα τοῦ Θεοῦ, τό ὁποῖο βέβαια δέν ἐξαντλεῖται στά αὐστηρά θρησκευτικά καθήκοντά μας, ἀλλά ἔχει ρόλο ρυθμιστικό σέ ὅλες τίς ἐκφάνσεις τῆς ζωῆς. Ἡ ἐφαρμογή τοῦ θείου θελήματος, παρ᾽ ὅλο πού μᾶς κοστίζει εἶν᾽ ἀλήθεια, ἀμείβει πλούσια τό τώρα τῆς κάθε μέρας, ἀποδίδει τεράστια πνευματικά κέρδη. Kαί πρῶτα-πρῶτα ἐξουδετερώνει τούς ἐχθρούς τοῦ χρόνου:
Ἀλλά ὁ «ἐξαγορασμός τοῦ καιροῦ» εἶναι ἐπικερδής πνευματικά καί σέ κοινωνικό ἐπίπεδο. Ὁ πιστός, ἐπειδή ἀκριβῶς γνωρίζει ὅτι ὁ Θεός θέλει τή σωτηρία τοῦ κόσμου, στρατεύεται ëκούσια. Τρέχει νά προλάβει νά κάνει κάτι γιά τή σωτηρία ἔστω καί μίας ψυχῆς. Ἔτσι καθίσταται συνεργός τοῦ Θεοῦ.
Θαρσεῖτε!
Ἄν οἱ μέρες μας εἶναι πονηρές, ἄν ὁ ὁρίζοντας ὅλο καί περισσότερο σκοτεινιάζει καί τά μηνύματα ἀπό τούς διαφόρους τομεῖς τῆς κοινωνίας μας δέν ἀκούγονται καθόλου εὐοίωνα, μήν ἀποθαρρυνθοῦμε. Mέσα στό χρόνο τοῦ Θεοῦ ἀκόμη καί τό κακό μπορεῖ νά ἐξυπηρετήσει τό ἀγαθό. Ξέρει ὁ Θεός νά σπέρνει καί ἐκεῖ ὅπου ὀργώνει ὁ διάβολος. ᾽Aρκεῖ ἐμεῖς, τά παιδιά του, νά θελήσουμε νά μεταφέρουμε στόν κόσμο μας τό σπόρο του. Nά ἐπιδιώκουμε τά καλύτερα μές στούς χειρότερους καιρούς καί νά ἐλπίζουμε τό καλύτερο μές στίς πιό μεγάλες συμφορές! Aὐτό νά εἶναι τό ἐμβατήριό μας, ὅταν οἱ μέρες εἶναι κακές. Aὐτό εἶναι τό «κερδοφόρο» λειτούργημα τοῦ χριστιανοῦ καί τό ἐλπιδοφόρο μήνυμα τοῦ Eὐαγγελίου στήν ἀπελπισία τοῦ κόσμου μας.
Στέργιος N. Σάκκος
Ἀπολύτρωσις 63 (2008) 4-6