Καρπός γλυκύς, πού μέστωσε στό δένδρο τῆς Ἐκκλησίας μέ τοῦ θείου λόγου τούς χυμούς κι ὡρίμασε μέσα στή θαλπωρή τῆς θείας χάριτος, ὁ ἅγιος Δημήτριος σημαδεύει τό ἑορτολόγιο τοῦ φθινοπώρου. Ὁ κεντρικός μήνας τῆς ἐποχῆς αὐτῆς, ὁ Ὀκτώβριος, πέρασε στή γλώσσα καί στή ζωή τοῦ λαοῦ μέ τό ὄνομά του: ὁ Ἁι-Δημήτρης. Κι ὅλη ἡ Ὀρθοδοξία ἀπ᾿ ἄκρου σ᾿ ἄκρο τῆς γῆς πανηγυρίζει μέ λαμπρότητα τή μνήμη του.
Ἰδιαίτερα ὅμως καμαρώνει γιά τόν ἅγιό της ἡ Θεσσαλονίκη. Κι ὄχι ἀδικαιολόγητα, διότι δέν εἶναι μόνο ἡ γενέτειρά του ἀλλά καί ἡ προστατευόμενη πόλη του. «Τήν ἐμήν Θεσσαλονίκην φύλαττε, Κύριε», δέεται ὁ ἅγιος. Κι ὁ ναός του, ἀνάθημα εὐγνωμοσύνης τοῦ εὐσεβοῦς λαοῦ τῆς πόλεως κι ἀναγνώριση τῆς προστασίας τοῦ ἁγίου, ρίχνει ἐπιβλητική τή σκιά του, καθιστώντας ὁρατή τήν παρουσία καί σκέπη τοῦ Μυροβλύτου στή «Νύμφη τοῦ Θερμαϊκοῦ».
Τή γνωρίζει καί τήν ἀναγνωρίζει ὁ λαός αὐτή τήν προστασία στήν καθημερινή του ζωή καί ἰδιαίτερα στίς μέρες τίς σκληρές τῶν πειρασμῶν καί τῆς δοκιμασίας. Ξεφυλλίζοντας τό ἡμερολόγιο τῆς Θεσσαλονίκης βλέπουμε πώς ἡ «θεοφρούρητος» καί «μαρτυροφύλακτος» πόλη
σέ σεισμούς καί πυρκαγιές
σέ ἐπιδρομές καί ἐπιδημίες
σέ καταστροφές καί βαρβαρικές κατοχές
σέ λιμούς καί σέ θύελλες αἱρέσεων
ἔχει συμπαραστάτη καί βοηθό της τόν ἅγιο.
Ὁ θρύλος τόν εἶδε πάνω «στό ἄτι του τό γοργό» νά περιπολεῖ στά τείχη της, γιά νά τά προφυλάξει ἀπό τή μανία τῶν ἐχθρῶν, καί νά κραυγάζει μπρός στίς ἀμπαρωμένες πύλες της: «ἄνοιξε πόρτα τῆς σκλαβιᾶς, ἡ λευτεριά εἶμ᾿ ἐγώ»!
Ἡ ποιητική λύρα τοῦ ἁγίου Συμεών, ἀρχιεπισκόπου Θεσσαλονίκης, ἀπαθανάτισε τήν ἐνθάρρυνση τοῦ Μεγαλομάρτυρα πρός τήν προστατευόμενη γενέτειρά του:
Μή δειλιᾷς ὦ πατρίς μου,
Θεσσαλονίκη πόλις,
ἥν ἐκ δεινῶν ἐλευθερῶ
ἀεί ταῖς προσευχαῖς·
ἐκλυτρώσομαι γάρ καί νῦν ἐκ θλίψεων
καί πληρώσω ἐνθέων
ἀμέτρων ἀγαθῶν
καί φυλάξω καί σώσω.
Ἐνθουσιασμένος ἀπό τήν κραταιά προστασία τοῦ ἁγίου τῆς Θεσσαλονίκης, ὁ ἀρχιεπίσκοπος ἀνακράζει: Ἀγαλλιάσθω γῆ πᾶσα,
Θεσσαλονίκη, χαῖρε,
ἡ εὐσεβής·
ὁ γάρ Χριστοῦ ὁπλίτης ὁ λαμπρός
μετά σοῦ εἰσαεί φρουρῶν καί σῴζων σε,
τούς ἐχθρούς σου συντρίβων,
πληρῶν σε ἀγαθῶν, ὧ καί κράζε τιμῶσα·
χαίροις Δημήτριε.
Μά ἄν ἡ Θεσσαλονίκη χρωστᾶ τά ἐλευθέριά της στήν ἀκαταμάχητη συμπαράσταση τοῦ πολιούχου της, ὀφείλει ἐπίσης σ᾿ αὐτόν ἕνα ἀκόμη μεγαλύτερο χρέος, τήν πνευματική της ἀπελευθέρωση. Ὁ Δημήτριος ὑπῆρξε ὁ γλυκύς καί ὥριμος καρπός, πού πρόσφερε ἡ Θεσσαλονίκη στόν Κύριο ὡς ἀντίδωρο γιά τό εὐαγγέλιο, μέ τό ὁποῖο τήν ἀνάστησε ὁ ἀπόστολος τῶν ἐθνῶν. Ἀλλά πρίν τό ἅγιο αἷμα του ποτίσει τό χῶμα τῆς Θεσσαλονίκης, ὁ ἴδιος ὁ Μεγαλομάρτυρας εἶχε καλλιεργήσει τήν πόλη μέ τήν κατήχηση καί τήν ἱεραποστολή. «Τό τάλαντον τοῦ λόγου τοῦ θεϊκοῦ δεξάμενος πολλαπλάσιον, μάρτυς, θείᾳ δυνάμει εἰργάσω Χριστοῦ πολλούς σώσας λόγοις σου...», τοῦ ἀναγνωρίζει ὁ ὑμνογράφος.
Μέ τόν θεϊκό λόγο ἄρδευσε ὁ θεσσαλονικέας ἅγιος τίς ψυχές τῶν συμπολιτῶν του. Ἔτσι εὐδοκίμησε τό δένδρο τῆς πίστεως καί στά χρόνια πού ἀκολούθησαν ἁπλώθηκε εὐσκιόφυλλο καί ἀγλαόκαρπο μέσα στή Θεσσαλονίκη. Ἔβγαλε βλαστούς, γιά τούς ὁποίους σεμνύνεται ἡ πόλη καί ἡ πατρίδα μας καί μπρός στούς ὁποίους κλίνει γόνυ εὐλαβικά ὅλη ἡ ὀρθόδοξη οἰκουμένη.
Ἔτσι ἀναδείχθηκε ἁγιοτόκος ἡ Θεσσαλονίκη. Πλούτισε κι εὐεργέτησε τόν κόσμο μ᾿ ἕνα πλῆθος μαρτύρων καί νεομαρτύρων, ὁσίων καί ἱεραποστόλων, παρθένων καί ὁμολογητῶν, διδασκάλων καί πατέρων τῆς Ἐκκλησίας. Κι ἔτσι θά μείνει μεγάλη, ἄν παραμείνει πιστή στό εὐαγγέλιο, πού ὁ ἀπόστολος Παῦλος τῆς κήρυξε καί ὁ ἅγιος Δημήτριος τῆς δίδαξε. Αὐτή εἶναι ἡ ἱερή παρακαταθήκη καί ἡ πνευματική διαθήκη πού παραχωρεῖ ὁ ἅγιος Δημήτριος στήν πόλη του καί στόν κάθε Θεσσαλονικέα ἀλλά καί στήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία καί στόν κάθε χριστιανό.
Ἀπό τό βιβλίο τοῦ Στεργίου Ν. Σάκκου: "Ὁ Κατηχητής τῆς Θεσσαλονίκης", σελ. 111-115
Ἔγραψε τήν ἱστορία της μέ τό ἀνεξίτηλο μελάνι τῆς ἀγάπης. Ἔζησε τό θαῦμα τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ πού νικᾶ τό θάνατο καί χαρίζει στούς δικούς του τήν αἰώνια ζωή. Ἡ ἰουδαία κόρη τῆς Ἰόππης βρῆκε στό κήρυγμα τῶν ἀποστόλων γιά τόν Ἰησοῦ τήν καταπληκτική ἐκπλήρωση τῶν προφητειῶν πού ἀπό μικρή μελετοῦσε στήν Παλαιά Διαθήκη. Ἡ ἁγία Γραφή καταχωρεῖ πλάι στό ὄνομά της τόν τίτλο «μαθήτρια», δηλώνοντας τό ζῆλο τῆς μαθητείας, γιά νά γνωρίσει τά μεγαλεῖα τῆς πίστεως καί νά ἐντρυφήσει σ᾿ αὐτά. Εὐγνώμονα ἡ ὕπαρξή της πρόσφερε ἀνταπόδομα στόν λυτρωτή Κύριο τήν ὁλοπρόθυμη διακονία της στά δικά του παιδιά, τούς ἀδελφούς της. Τό ὄνομά της, Ταβιθά, φυλάσσεται μέσα στό αἰώνιο βιβλίο τοῦ Θεοῦ. Στά ἑλληνικά θά πεῖ δορκάς, ἐλάφι· τόσο ταιριαστό σέ τούτη τήν ἐκλεκτή ὕπαρξη! Προικισμένη σάν τό χαριτωμένο ἐλάφι μέ προσοχή, εὐστροφία καί γρηγοράδα, ἀποτελοῦσε πνευματικό κεφάλαιο γιά τή χριστιανική κοινότητα τῆς πόλεώς της. Ἦταν τό ὑπόδειγμα καί ἡ καύχησή τους. Ἡ ζωή της σεμνή, σύμφωνη μέ τό θέλημα τοῦ Κυρίου, γινόταν ἀκτίνα παρηγοριᾶς στή θλίψη καί μήνυμα ἐλπίδας στόν κάθε πόνο. Ἀθόρυβη, ἐνεργητική, ἀκούραστη εἶχε βάλει τή σφραγίδα τῆς καλωσύνης της στίς ψυχές ὅλων τῶν πονεμένων. «Πλήρης ἀγαθῶν ἔργων», σάν δένδρο κατάκαρπο, σκίαζε καί εὔφραινε τούς «ἐλαχίστους» ἀδελφούς τοῦ Ἰησοῦ. Γι᾿ αὐτό θλίψη καί πόνο ἔφερε σέ ὅλους τούς χριστιανούς ἡ εἴδηση τοῦ πρόωρου θανάτου της. Οἱ πιστοί σπεύδουν νά καλέσουν κοντά τους τόν ἀπόστολο Πέτρο καί τοῦ μιλοῦν μέ δάκρυα. Κι ἦταν τοῦτα τά δάκρυα τῶν φτωχῶν ὁ θερμότερος ἐπικήδειος καί ἡ πειστικότερη δέηση πρός τόν ἴδιο ἀλλά καί τόν Κύριό του. Προσκόμιζαν στόν ἀπόστολο καί τά τεκμήρια τῆς ἀγάπης τῆς Ταβιθά· καί ἦταν τόσα! Ὄχι μόνο τά παρήγορα λόγια της τά γεμάτα μέ θεῖο φωτισμό ἀλλά καί τά ἔργα τῆς θυσίας της, πού ἀγρυπνώντας γιά τήν ἀγάπη τῶν ἀδελφῶν κατασκεύαζε: χιτῶνες καί ἱμάτια πού είχαν ντύσει τήν ἔνδεια καί τήν ἀνάγκη μέ τή θαλπωρή τῆς στοργῆς. Τό βλέμμα τοῦ Θεοῦ πατέρα ἀγκαλιάζει μέ συμπάθεια αὐτή τή συγκινητική σκηνή· δέν ἀρνεῖται νά ἀνταποκριθεῖ ἄμεσα στήν ἁπλή καί χωρίς ὑστεροβουλία προσδοκία τῶν πιστῶν. Τό θαῦμα -συνέπεια τῆς «ἀνυποκρίτου πίστεως»- φανερώνει τήν εὐλογία τοῦ Θεοῦ στήν Ταβιθά, ἀλλά καί σέ ὅσους ἔχουν πίστη «ὡς κόκκο σινάπεως» πού πετυχαίνει τά ἀκατόρθωτα. Ἡ στερέωση τῆς πίστεως τῶν χριστιανῶν τῆς Ἰόππης μέ τό θαῦμα τῆς ἀνάστασής της ἦταν μιά ἀκόμη προσφορά πού μέ τή χάρη τοῦ Θεοῦ παρέδωσε στήν Ἐκκλησία ἡ Ταβιθά. Ἡ ζωή καί ὁ θάνατός της ἦταν γιά τή δόξα τοῦ Θεοῦ καί τή στερέωση τῆς βασιλείας του. Σκορπίζοντας εὐεργεσίες μέ τά δυό της χέρια ἡ Ταβιθά ἀγκάλιασε τόν οὐρανό καί σκόρπισε τό φῶς του στή σκοτεινιά τῆς γῆς. Ἡ μορφή της γίνεται πρότυπο μίμησης γιά τούς πιστούς. Σέ κάθε ἐποχή κάποιες ψυχές βαδίζοντας στά ἡρωικά της ἴχνη φέρνουν τή θωπεία τοῦ Χριστοῦ στά δακρύβρεχτα πρόσωπα. Ὅσο κι ἄν τά χρόνια περνοῦν καί μεταβάλλονται οἱ συνθῆκες, μένει ἀναλλοίωτα ἴδια ἡ ἀνάγκη τῶν ἀνθρώπων γιά ἀγάπη· γιά κείνη τήν ἀγάπη πού ἀνυπόκριτα καί ἀφειδώλευτα μποροῦν νά προσφέρουν στόν πονεμένο καί ἀπελπισμένο κόσμο ὅσοι γίνονται μαθητές τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ. Καθώς μέσα ἀπό τό συναξάρι τῆς 25ης Ὀκτωβρίου ζωντανεύει ἡ ζωή της, ἄς μαθητεύσουμε σέ τούτη τή μαθήτρια τῆς πρώτης ἐκκλησίας, πού μᾶς ὁδηγεῖ στήν «καθ᾿ ὑπερβολήν ὁδό» τῆς ἐν Χριστῷ ἀγάπης.
Ἰχνηλάτης
Μεγαλόπνοο καί βαρυσήμαντο τό μήνυμα τοῦ μήνα φθάνει στίς μέρες μας ἀπό τά πρῶτα ἀποστολικά χρόνια. Τό χαράσσει ἡ γραφίδα ἑνός ἀποστόλου, τοῦ πρώτου ἐπισκόπου τῶν Ἰεροσολύμων Ἰακώβου, πού ἀναφέρεται στήν Καινή Διαθήκη ὡς «ἀδελφός τοῦ Κυρίου» καί τιμοῦμε τή μνήμη του στίς 23 Ὀκτωβρίου. Ἡ Ἐπιστολή τοῦ Ἰακώβου, ἡ ὁποία μέσα σέ δώδεκα διδαχές περιέχει τήν πρακτική διδασκαλία τῆς χριστιανικῆς ζωῆς, κλείνει μέ τό μήνυμα· «Ἐκεῖνος πού θά ἐπιστρέψει ἕναν ἁμαρτωλό ἀπό τό δρόμο τῆς πλάνης, θά σώσει ψυχή ἀπό τό θάνατο καί θά καλύψει πλῆθος ἁμαρτιῶν» (Ἰα 5,20).
Τό μεγαλύτερο ἀπό ὅλα τά ἔργα πού ἐπιτελέσθηκαν καί θά ἐπιτελεσθοῦν πάνω στή γῆ εἶναι ἡ σωτηρία μιᾶς ψυχῆς. Τοῦτο τό ἔργο μόνο ὁ Θεός μπορεῖ νά τό ἐπιτελέσει. Γι᾿ αὐτό ἐνανθρώπησε ὁ Υἱός καί Λόγος τοῦ Θεοῦ, γι᾿ αὐτό ἔπαθε καί πέθανε πάνω στό σταυρό, γιά νά συγχωρήσει τίς ἁμαρτίες μας καί νά σώσει τίς ψυχές μας. Ὅμως σ᾿ αὐτό τό θεϊκό ἔργο ὁ Χριστός ζητᾶ καί τῶν ἀνθρώπων τή συνδρομή, τή συνεργασία τους γιά τή σωτηρία ψυχῶν. Στήν ἀπέραντη χορεία τῶν συνεργατῶν τοῦ Θεοῦ καταλέγονται ὄχι μόνο μεγάλοι καί ἐπώνυμοι ἅγιοι, ἀλλά καί πολλοί ἄσημοι χριστιανοί, πού σέ κάθε ἐποχή ἀγωνίσθηκαν νά ὁδηγήσουν ψυχές στόν Χριστό.
Χαρακτηριστική εἶναι ἡ περίπτωση μιᾶς ἁπλοϊκῆς καί ὄχι ἄμεμπτης γυναίκας, τῆς Σαμαρείτιδας. Διακήρυξε στούς συμπολίτες της ὅτι ὁ Ἰησοῦς τῆς ἀποκάλυψε «πάντα ὅσα ἐποίησε» καί τούς κάλεσε νά Τόν γνωρίσουν. Τότε οἱ διοι ὁμολόγησαν ὅτι «οὗτός ἐστιν ἀληθῶς ὁ σωτήρ τοῦ κόσμου ὁ Χριστός» (Ἰω 4,42). Τό ἔργο τῆς Σαμαρείτιδας καλεῖται νά ἐπαναλάβει ὁ κάθε πιστός. Δέν ἀπαιτοῦνται ἰδιαίτερα προσόντα. Ἀρκεῖ μιά καρδιά φλεγόμενη ἀπό εὐγνωμοσύνη πρός τόν Σωτήρα Χριστό καί ἀπό ἀγάπη πρός τόν συνάνθρωπο, πού ζῆ δίπλα μας ἀγνοώντας τή λυτρωτική προσφορά τοῦ Χριστοῦ.
Ὁ κόσμος διψᾶ γιά τή σωτηρία κι ὁ Χριστός διψᾶ νά χαρίσει τή σωτηρία σέ τόσες ψυχές πού πνίγονται στό σκοτάδι τῆς ἄγνοιας, τῆς προκατάληψης, τῆς ἀπελπισίας. Εἶναι τόσο ὑψηλό καί ἅγιο ἔργο νά βοηθήσεις μιά τέτοια ψυχή νά βρεῖ τόν Σωτήρα! Πολλές φορές αὐτό μπορεῖ νά γίνει χωρίς λόγια. Ἡ ἀγάπη, ἡ ἀνιδιοτέλεια, ἡ ὑπομονή, ἡ ταπείνωση, ἡ ἐφαρμογή τῶν ἐντολῶν τοῦ Χριστοῦ στήν καθημερινή πράξη, προβληματίζουν τό περιβάλλον, γίνονται τό πιό κραυγαλέο καί πειστικό κήρυγμα. Αὐτό τό κήρυγμα συνιστᾶ ὁ ἀπόστολος Πέτρος στίς χριστιανές γυναῖκες, ὥστε οἱ ἄνδρες τους, πού προκατειλημμένοι μένουν μακριά ἀπό τήν Ἐκκλησία, νά κερδηθοῦν γιά τόν Χριστό «ἄνευ λόγου» (Α΄ Πέ 3,1-2).
Ἀξίζει νά θυμηθοῦμε τό πρωτοχριστιανικό σύνθημα «Εἷς πρός ἕνα πρός Ι.Χ.Θ.ΥΝ». Νά βροῦμε καί νά φέρουμε ὁ καθένας μία ψυχή στόν Χριστό, στή σωτηρία. Εἶναι τό ἐλάχιστο ἀντίδωρο εὐγνωμοσύνης πρός τόν μόνο Σωτήρα τῶν ψυχῶν μας καί ἡ μείζων προσφορά στόν κόσμο.
Στέργιος Ν. Σάκκος
Στή χορεία τῶν δώδεκα μικρῶν προφητῶν καταλέγεται ὁ γιός τοῦ Βαθουήλ, ᾿Ιωήλ (19 ᾿Οκτωβρίου). ῾Η διδαχή του, σέ πεῖσμα ἐκείνων πού καταφέρονται ἐναντίον τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης, φθάνει στίς μέρες μας δυνατή καί ἐπίκαιρη. Δυόμισυ καί πλέον δεκαετίες αἰώνων δέν ἐμποδίζουν τό φῶς τῆς ἐλπίδος πού ἀναδίδει ὁ λόγος του νά γλυκάνει καί τή δική μας ἐποχή, σηματοδοτώντας καί γιά μᾶς, ὅπως γιά τούς συγχρόνους του, τό δρόμο πρός ἀνόρθωση καί ἀνανέωση.
῏Ηταν ὁλότελα ἀφοσιωμένος στήν ὑπηρεσία τοῦ ἀληθινοῦ Θεοῦ ὁ ᾿Ιωήλ, ὅπως διακηρύττει καί τό ὄνομά του, πού σημαίνει «ὁ Γιαχβέ (=Κύριος) εἶναι ὁ Θεός». Μέ τή θεϊκή ἔμπνευση καί καθοδήγηση ἀπευθύνει στό λαό «λόγον Κυρίου», τά λόγια πού ὁ Κύριος τοῦ ὑπαγορεύει. ῾Η προφητική του φωνή ἠχεῖ σέ μία ἐξαιρετικά δύσκολη περίοδο· Οἱ ἀλλεπάλληλες ἐπιδρομές τῶν ἀκρίδων, ἡ ξηρασία καί οἱ ἐχθροπραξίες τῶν γειτόνων εἶχαν προξενήσει πρωτοφανῆ ἐρήμωση στόν τόπο, στέρηση στούς ἀνθρώπους, ἀπόγνωση στίς καρδιές. Καλεῖ τούς ἰουδαίους νά ἀναλογισθοῦν τήν αἰτία ὅλων τῶν δεινῶν τους, τήν ἁμαρτία τους. ῾Ωστόσο, τούς ἐνθαρρύνει. ῾Υπάρχει ἐλπίδα! Θά λείψουν τά δεινά καί ὁ Κύριος θά ἐπισκεφθεῖ τό λαό του. Θά ἐπανορθώσει τίς ἀπώλειες, ὑλικές καί πνευματικές. Μάλιστα, ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ δέν θά περιορισθεῖ μόνο στήν ἀποκατάσταση τῶν ἰουδαίων, ἀλλά θά ἁπλωθεῖ σέ ὅλη τή γῆ. Σέ ὅλο τόν κόσμο θά χαρίσει ὁ Θεός τό ἔλεος καί τή χάρη του καί ὅλους θά τούς ἐπισκιάσει τό Πνεῦμα του τό ἅγιο.
Εἶναι ὁ προφήτης τῆς Πεντηκοστῆς ὁ ᾿Ιωήλ. Τή δική του προφητεία ἐπικαλεῖται ὁ κορυφαῖος ἀπόστολος Πέτρος ἑρμηνεύοντας τό γεγονός τῆς ἐκχύσεως τοῦ ἁγίου Πνεύματος κατά τήν Πεντηκοστή (Πρξ 2,17-22), ὅταν ἡ εὐλογημένη βασιλεία τοῦ Θεοῦ, ἡ ᾿Εκκλησία, κάνει τά πρῶτα βήματά της πάνω στή γῆ. Γιά νά συντελεσθεῖ ἡ ποθητή κοσμοσωτήρια ἐπέμβαση τοῦ Θεοῦ, γιά νά ἔρθει στόν κόσμο τό ἅγιο Πνεῦμα, τονίζει ὁ ᾿Ιωήλ, πρέπει νά προηγηθεῖ ἡ μετάνοια.
Στό ἀδιέξοδο τῆς ἁμαρτίας καί στό σκοτάδι τῆς ἀποτυχίας ὁ προφητικός λόγος ἀνοίγει τήν ποθητή διέξοδο, ἁπλώνει τό οὐράνιο τόξο τῆς ἐλπίδος, τήν ἀδιάψευστη ὑπόσχεση τῆς εὐσπλαγχνίας τοῦ Θεοῦ· «ἐπιστράφητε πρός Κύριον τόν Θεόν ὑμῶν, ὅτι ἐλεήμων καί οἰκτίρμων ἐστί, μακρόθυμος καί πολυέλεος καί μετανοῶν ἐπί ταῖς κακίαις» (᾿Ιλ 2,13). ῞Ολες μας τίς κακίες, πού βαραίνουν τήν καρδιά καί μαυρίζουν τή ζωή μας, τίς συγχωρεῖ ὁ Θεός, ἀρκεῖ νά μετανοήσουμε. Νά τοῦ προσφέρουμε μετάνοια βαθειά καί συγκλονιστική· «διαρρήξατε τάς καρδίας ὑμῶν καί μή τά ἱμάτια», ξεσχίστε τίς καρδιές σας κι ὄχι τά ροῦχα σας, συμβουλεύει ὁ προφήτης.
Μή μᾶς ἀπελπίζει ἡ ἀσχήμια τοῦ κόσμου, ἡ μιζέρια τῆς ζωῆς, ἡ φτώχεια τῆς ψυχῆς μας! Μᾶς ἀγαπᾶ ὁ Θεός καί θέλει νά μᾶς σώσει. Ζητᾶ νά κάνει δική μας τή χάρη, τή χαρά, τήν εὐλογία του· νά πνεύσει στήν καρδιά μας τό Πνεῦμα του τό ἅγιο. Μά ἐμεῖς θά τοῦ ἀνοίξουμε τό δρόμο· μέ τή μετάνοια. Αὐτή εἶναι ὁ σίγουρος τρόπος γιά τήν ἀνόρθωση τῆς ψυχῆς καί τοῦ κόσμου μας, τό μήνυμα γιά τό μήνα πού διανύουμε καί, μακάρι, γιά τή ζωή μας ὅλη.
Στέργιος Ν. Σάκκος
Ἀπολύτρωσις 58 (2003) 195
Μετά τά τρία πρῶτα εἰσαγωγικά κεφάλαια, ὁ προφήτης Ὠσηέ εἰσέρχεται δυναμικά στό κύριο θέμα τῆς προφητείας του. Θά περιγράψει τήν βαθειά διαφθορά τοῦ λαοῦ στό βόρειο, τό ἰσραηλιτικό βασίλειο -μέ παράλληλες ἀναφορές καί στό νότιο, τό ἰουδαϊκό-, καί θά προαναγγείλει τήν τιμωρία πού πρόκειται νά τοῦ ἐπιβληθεῖ. Εἶναι φορές πού ὁ μακρόθυμος Θεός μιλᾶ μέ ἀποτομία, κραδαίνει τήν ρομφαία του ἀπειλητικά, ὄχι διότι ἐπιθυμεῖ νά τιμωρήσει. Χρησιμοποιεῖ τήν ἀπειλή, μήπως ταρακουνηθοῦν οἱ ἔνοχοι καί μετανοήσουν. Γι’ αὐτό καί μέ τό στόμα τοῦ Ὠσηέ ἐξαγγέλλει ἐναντίον τῆς πόρνης ἰουδαϊκῆς θεοκρατίας φοβερές τιμωρίες· ἐρήμωση, ξηρασία, θανάτωση, ἔσχατη ταπείνωση.
Ἐλέγχεται δριμύτατα τό ἱερατεῖο. Οἱ θυσίες πού προσφέρει ὁ λαός εἶναι ἀκάθαρτες καί βδελυρές στά μάτια τοῦ Θεοῦ, κι ὅμως οἱ ἱερεῖς, προκειμένου νά μή χάσουν τά ὀφέλη τους, τίς ἀνέχονται καί τίς ἐνθαρρύνουν! Ἀναμένει, λοιπόν, καί αὐτούς ἡ τιμωρία τῆς πείνας πού ἀπειλεῖ τόν λαό· «καὶ ἔσται καθὼς ὁ λαὸς οὕτως καὶ ὁ ἱερεύς» (4,9), δηλώνει ἀπερίφραστα ὁ προφήτης. Ὁ ἔλεγχος τοῦ προφήτη ἀπευθύνεται καί στούς ἄρχοντες. Αὐτοί κυρίως εὐθύνονται γιά τήν παρεκτροπή τοῦ λαοῦ. Ἀπό τήν μιά ἄκρη ὥς τήν ἄλλη γέμισαν τόν τόπο μέ παγίδες. Θά γευθοῦν, ὡστόσο, τήν παιδαγωγία τοῦ Κυρίου. Νόμισαν ὅτι μποροῦσαν νά ξεγελάσουν τόν Παντεπόπτη! Διέφθειραν τόν λαό σέ τέτοιο σημεῖο, ὥστε δέν ἔχει πλέον καμία διάθεση μετανοίας. Ὁ Κύριος ἀπερίφραστα λέγει ὅτι καί ὅταν τόν ἀναζητήσουν τήν ὥρα τῆς συμφορᾶς, μάταια θά προσφέρουν τίς θυσίες τους· «μέ πρόβατα καί μοσχάρια θά πηγαίνουν νά ἀναζητήσουν τόν Κύριο (προσφέροντάς του θυσίες γιά νά τόν ἐξευμενίσουν), ἀλλά δέν θά τόν βροῦν, διότι ἀπομακρύνθηκε ἀπ’ αὐτούς» (5,6). Τί νά τίς κάνει τίς θυσίες τους ὁ Θεός, ὅταν δέν βρίσκει θέση στήν καρδιά τους;
Μέθη καί κραιπάλη, μαγεία καί εἰδωλολατρία, πορνεία καί μοιχεία βαρύνουν καί τόν λαό. Κατηγοροῦνται οἱ Ἰσραηλῖτες γιά ἔλλειψη εἰλικρίνειας, ἀγάπης καί εὐσέβειας. Γέμισαν τό βασίλειο τοῦ Ἰσραήλ μέ κατάρες, ψέματα, φόνους, κλοπές, μοιχεῖες!.. Καί τό χειρότερο, δέν ὑπάρχει κανείς νά ἐλέγξει τό κακό, παρά μόνον ὁ νόμος τοῦ Θεοῦ, τόν ὁποῖο ὅμως οἱ περισσότεροι ἀμφισβητοῦν καί ἀπορρίπτουν. «Ἐπελάθου νόμον Θεοῦ, κἀγὼ ἐπιλήσομαι τέκνων σου» (4,6), βεβαιώνει ἡ θεία δικαιοσύνη. Ξέχασαν οἱ Ἰσραηλῖτες τόν Θεό καί τόν νόμο του, θά τούς ξεχάσει κι Αὐτός, γιά νά διαπιστώσουν ἐμπειρικά τί σημαίνει ἡ ἀνταρσία τους.
Ἀνεξάντλητη, ὡστόσο, ἡ πατρική ἀγάπη τοῦ Θεοῦ ξέρει ἄλλοτε νά ἀπειλεῖ καί ἄλλοτε νά συμβουλεύει· «σὺ δέ, Ἰσραήλ, μὴ ἀγνόει, καὶ Ἰούδα, μὴ εἰσπορεύεσθε εἰς Γάλγαλα...» (4,15). Ξέρει, ἐπίσης, νά μιλᾶ μέ τόν πιό ἁπλό καί παραστατικό τρόπο. Μέ δύο ζωηρές εἰκόνες, στήν γλῶσσα τοῦ λαοῦ, παρουσιάζει τήν ἐπικείμενη τιμωρία: Πῶς τινάζεται ἡ δάμαλις, ὅταν κατά τήν ἄνοιξη μπαίνει στά ρουθούνια της μία μεγάλη μύγα, ὁ λεγόμενος οἶστρος, πού τσιμπάει ἄγρια; Πῶς καθώς στροβιλίζεται ὁ ἄνεμος πετᾶ μακριά ὅ,τι βρεῖ στό πέρασμά του; Ἔτσι ἀκριβῶς ἀνταριασμένος ὁ Ἰσραήλ θά βρεθεῖ στήν ἐξορία μετά τήν εἰσβολή τῶν Ἀσσυρίων. Τότε θά καταλάβει ὅτι μάταια στήριξε τήν ἐμπιστοσύνη του στά ψεύτικα εἴδωλα.
Στεργίου Σάκκου, Προσεγγίσεις στούς δώδεκα μικρούς προφῆτες, σελ. 29-31
Μία λεπτομέρεια, μία ἀσήμαντη κατά τά ἄλλα λεπτομέρεια, ἀρκεῖ πολλές φορές γιά νά σταθμίσει καί νά ρυθμίσει ὅλη σου τή ζωή, τήν ἐπίγεια, καί κάποτε, καί τήν αἰώνια. Διότι, μέσα ἀπό μία λεπτομέρεια ἡ ὁποία καθορίζει τίς ἐπιλογές σου ἀφήνεις νά φανερωθοῦν οἱ διαθέσεις καί οἱ προθέσεις σου καί, τελικά, ἡ τοποθέτησή σου ἔναντι τοῦ ἴδιου τοῦ αἰώνιου Θεοῦ. Παράδειγμα παλιό, πού ὅμως μπορεῖ νά εἶναι πολύ διαφωτιστικό καί γιά τή δική μας ἐποχή, ὁ δίκαιος Λώτ, ὁ ἀνεψιός τοῦ Ἀβραάμ, τοῦ ὁποίου τή μνήμη τιμοῦμε στίς 9 Ὀκτωβρίου.
Ἀκολουθοῦσε τόν θεῖο του στίς μετακινήσεις πού προγραμμάτιζε ὁ Θεός· ἀπό τήν Οὔρ στή Χαράν, στή Χαναάν τῆς Παλαιστίνης, στήν Αἴγυπτο καί πάλι στήν Παλαιστίνη. Μαζί τους οἱ δικοί τους καί ὅλη ἡ περιουσία τους· κοπάδια ζώων, δοῦλοι μέ τίς οἰκογένειές τους, σκηνές, πράγματα. Κάποτε ὅμως οἱ βοσκοί τοῦ Ἀβραάμ καί τοῦ Λώτ μάλωσαν μεταξύ τους γιά τά βοσκοτόπια. Δέν τούς χωροῦσε ὁ τόπος. Τό ζήτημα ἔλυσε ἀμέσως ὁ Ἀβραάμ μέ ἀγάπη καί ἁπλότητα. Κάλεσε τόν Λώτ καί τοῦ πρότεινε νά διαλέξει πρῶτος τό μέρος στό ὁποῖο θά ἤθελε νά ἐγκατασταθεῖ, ὥστε νά ἀποφευχθοῦν οἱ προστριβές. Κι ὁ Λώτ διάλεξε μία περιοχή πλούσια καί ὡραία σάν παράδεισο, τήν περιοχή τῶν Σοδόμων. Εἶχε ὅμως ἕνα μειονέκτημα αὐτή ἡ πανέμορφη καί εὔφορη περιοχή· οἱ κάτοικοί της ἦταν «πονηροί καί ἁμαρτωλοί σφόδρα» κι ἐξόργιζαν μ᾿ αὐτό τόν Θεό.
Δέν λέει τίποτε περισσότερο ἡ ἁγία Γραφή. Ἀφήνει ὅμως νά ἐννοηθεῖ ὅτι ἡ ἐπιλογή τοῦ Λώτ δέν ἦταν καλή. Βέβαια, ὁ Λώτ δέν ἦταν οὔτε και ἔπειτα ἔγινε ἁμαρτωλός. Ἦταν ἁγνός ἄνθρωπος. Ἔκανε ὅμως ἕνα λάθος πολύ σοβαρό, κι ἄς φαινόταν ἀσήμαντη λεπτομέρεια: Ἐπειδή τοῦ ἄρεσε ἡ περιοχή γιά τά κοπάδια του, δέν ὑπολόγισε καθόλου τόν πνευματικό κίνδυνο πού διέτρεχε ὁ ἴδιος καί ἡ οἰκογένειά του μέσα σ᾿ αὐτή τήν πλούσια ἀλλά διεφθαρμένη πόλη. Ἀγνόησε τό σχέδιο τοῦ Θεοῦ κι ἀδιαφόρησε γι᾿ αὐτό. Καί τό ἀποτέλεσμα; Δέν τόν τιμώρησε, ὄχι, γιά τήν κακή ἐπιλογή του ὁ Θεός. Ἁπλῶς τόν ἄφησε νά βγεῖ ἀπό τό σχέδιό του. Ἔτσι, ὁ μέν ἴδιος σώθηκε, ἀλλά καί ἡ οἰκογένεια καί οἱ ἀπόγονοί του πλήρωσαν πολύ ἀκριβά τήν κακή του ἐπιλογή· ἀποξενώθηκαν ἀπό τόν Θεό κι ἀλλοτριώθηκαν ἀπό τό λαό του.
Πόσες φορές καί σήμερα ἄνθρωποι εὐσεβεῖς, καλοί καί ἅγιοι κατά τά ἄλλα, ἐπαναλαμβάνουν τό σφάλμα τοῦ Λώτ! Προγραμματίζουν καί ρυθμίζουν μέ γνώμονα τήν ὀρθή λογική τους, τά οἰκονομικά τους συμφέροντα, τήν κοινωνική τους ἀνάδειξη, χωρίς ὅμως νά ἐνδιαφέρονται γιά τό πνευματικό καί ἠθικό κόστος τῆς ἐπιλογῆς τους. Ἀδιαφοροῦν ἄν αὐτό πού ἐπιθυμοῦν καί ἐπιδιώκουν τό θέλει ὁ Θεός. Ἀποφασίζουν, π.χ., μία ἀγορά, μία μετοίκηση σέ ἄλλη πόλη, συνάπτουν μία γνωριμία, ἐπειδή αὐτό προωθεῖ τίς δουλειές τους, τίς σπουδές τῶν παιδιῶν τους κτλ. καί μόνο ἕνα δέν λογαριάζουν· τί συνέπειες θά ἔχει αὐτό ἀπό ἠθική καί πνευματική ἄποψη. Ρωτοῦν καί συμβουλεύονται φίλους, ἐμπειρογνώμονες, εἰδικούς. Μά γιά τή γνώμη τοῦ Θεοῦ δέν ἐκδηλώνουν ἐνδιαφέρον. Κι ὅμως, ἔχει λόγο καί στίς λεπτομέρειες τῆς ζωῆς μας ὁ Θεός. Ἡ ἐξάρτησή μας ἀπό τό θέλημά του δέν εἶναι λεπτομέρεια. Συμφωνεῖτε;
Στέργιος Ν. Σάκκος
Ἀπολύτρωσις 57 (2002) 195
Στά ἴχνη τῶν ἁγίων! Πορεία καί συνάντηση! Ἀσφάλεια καί λύτρωση! Ἴχνη πού δέν ἀποτυπώθηκαν στήν ἀμμουδιά ἤ στή λάσπη. Ἴχνη πού δέν μπορεῖ νά τά σβήσει οὔτε τό κύμα τῆς ἀνθρώπινης ἀδυναμίας οὔτε ἡ ξέρα τῆς γύρω ἀπιστίας. Ὅμως, ΖΗΤΟΥΝΤΑΙ ΙΧΝΗΛΑΤΕΣ! Ἀγγελία διαχρονική κι ἐπείγουσα. Δέν εἶναι πού ἔλειψαν τά ἴχνη· εἶναι πού κινδυνεύουν νά ἐκλείψουν οἱ καρδιές πού θαυμάζουν, ἐμπνέονται κι ἀκολουθοῦν.
Ὅσοι ποθοῦν νά ἀναζωπυρώσουν τούτη τή σωτήρια ἰχνηλασία, ἄς ἔρθουν νά σταθοῦν μαζί μας μπροστά στά ἴχνη πού ἄφησε μιά ἁγία καί χαριτωμένη ὕπαρξη: «ἡ θεία χάριτι κραταιωθεῖσα, ἡ πηγή χαρίτων ἀναβλύζουσα, ἡ θεϊκῆς χάριτος τρυφήσασα» Χαριτίνη.
Δούλη σέ πιστό ἀφεντικό ἡ νεαρή Χαριτίνη ζῆ δουλεύοντας καί στό ἔργο τοῦ Θεοῦ. Ἡ φλογερή ἱεραποστολική καί κατηχητική της δράση, μέσα στά ἄγρια χρόνια τοῦ Διοκλητιανοῦ, δέν περνᾶ ἀπαρατήρητη. Ἔτσι ὁ κόμης Δομέτιος ζητᾶ ἐπιτακτικά μέ ἐπιστολή ἀπό τόν κύριό της Κλαύδιο νά σταλεῖ ἡ Χαριτίνη γιά ἀνάκριση. Γεγονός πού κάνει τόν Κλαύδιο νά ἀρχίσει θρῆνο γοερό. Μά ἡ πιστή κοπέλα προσπαθεῖ νά τόν παρηγορήσει. Κι αὐτός στό τέλος -τί ἄλλο τοῦ ἀπομένει;- ζητᾶ ἀπό τή Χαριτίνη νά τόν θυμηθεῖ στήν οὐράνια βασιλεία.
Ἡ πιστή δούλη ἁλυσοδεμένη ὁδηγεῖται βιαίως μπροστά στόν ἀνακριτή καί στά τιμωρητικά ὄργανα πού σκόπιμα βρίσκονται ἀραδιασμένα δίπλα του. Τῆς ζητᾶ νά ἀρνηθεῖ τόν Χριστό. «Οὔτε τά λόγια σου οὔτε αὐτά πού βλέπω ἐλαττώνουν τήν προθυμία πού ἔχω νά βασανιστῶ γιά τόν Θεό μου, γιατί σ’ Αὐτόν ἀφιέρωσα τή ζωή μου», λέει θαρρετά ἡ κόρη. «Μή λυπᾶσαι τά νιάτα μου, ἀλλά τόν ἑαυτό σου λυπήσου πού ζῆ μέσα στήν πλάνη». Ὀργισμένος ὁ κριτής διατάζει νά ξυρίσουν τό κεφάλι της, μά -ὤ τοῦ θαύματος- εὐθύς τά μαλλιά της ξαναβγαίνουν. Ἡ ὀργή του μεγαλώνει. Ἀναμμένα κάρβουνα τοποθετοῦνται στό κεφάλι της καί πυρωμένα σουβλιά διατρυποῦν τούς μαστούς της, ἐνῶ μέ λαμπάδες καῖνε τά πλευρά της. Μά ἡ διάπυρη φλόγα τῆς ἀγάπης τοῦ Χριστοῦ ἀνάβει περισσότερο στήν καρδιά της καί πυρωμένη βγαίνει ἀπό τά χείλη ἡ προσευχή της: «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, ὁ τούς ἁγίους σου Τρεῖς Παῖδας ἐκ φλογός σώσας, αὐτός καί νῦν ἐλθών δυνάμωσόν με εἰς τάς βασάνους, τάς ὁποίας διά τῆς ἀγάπης σου πάσχω, διά νά μή εἴπουν οἱ ἐχθροί ποῦ ἐστιν ὁ Θεός αὐτῶν». Καί φεύγει ὁ πόνος πάραυτα. Καί τίποτα δέν νιώθει. Ὁ κριτής τή βιάζει νά θυσιάσει. Ἡ ἄρνησή της τήν ὁδηγεῖ στόν πυθμένα τῆς θάλασσας μέ μιά βαρειά πέτρα στό λαιμό. Ὅμως ἀπύθμενη ἡ εὐγνωμοσύνη τῆς Χαριτίνης, ἀκόμη καί σέ τούτη τή φοβερή ὥρα: «Εὐχαριστῶ σοι, Κύριε, ὅτι ἠθέλησας διά τό ὄνομά σου νά περάσω διά μέσου ὕδατος θαλασσίου, διά νά εὑρεθῶ καθαρά εἰς τήν ἡμέραν τῆς Ἀναστάσεως». Νά, πῶς ἀναδεικνύονται οἱ ἀληθινά πιστοί! Μά δέν τελειώνει ἐδῶ ἡ ζωή της, διότι ὁ Θεός τή χρησιμοποιεῖ πρός δόξα τοῦ ὀνόματός του καί σωτηρία ψυχῶν.
Μπροστά στά ἔκπληκτα μάτια ὅλων, ἡ μάρτυς ἀναδύεται ἀπό τά νερά καί περπατώντας πάνω σ’ αὐτά βγαίνει στή στεριά. Ἀλλά τοῦ ἡγεμόνα ἡ σκληροκαρδία τή στέλνει δίχως καθυστέρηση στόν ἀποτρόπαιο τροχό. Μά συγχρόνως κι ὁ Θεός στέλνει τόν ἄγγελό του, ἐμπόδιο θαυμαστό. Ἀσυγκίνητος ὁ Δομέτιος προχωρεῖ σέ ξερίζωμα νυχιῶν καί δοντιῶν, δίχως ὅμως νά μπορέσει καί πάλι νά κάνει τή μάρτυρα νά λυγίσει. Τό σατανικό μυαλό του τότε στέλνει κήρυκες σέ ὅλο τόν τόπο, νά διαλαλήσουν νά συναθροιστοῦν ὅσοι θέλουν νά μολύνουν τή μάρτυρα καί νά καταισχύνουν τό σῶμα της. Ἡ ἁγνή μάρτυς, μόνο μπροστά σ’ αὐτό τό μαρτύριο ἐκλιπαρεῖ τόν Κύριο νά τό ἐμποδίσει, προτιμώντας τό θάνατο. Κι ὁ Κύριος βραβεύοντάς την, ἐκπληρώνει τήν ἅγια ἐπιθυμία της. Κι ἡ πολύαθλος μάρτυς παραδίδει τό πνεῦμα της προσευχόμενη.
Μά μέχρι τέλους τή δόξασε ὁ Θεός -ἀφοῦ τόσο κι αὐτή τόν δόξασε- ὥστε ὁ ἴδιος ὁ ἀφέντης της ὁ Κλαύδιος νά βρεῖ τό σῶμα της, πού τό εἶχαν ρίξει στή θάλασσα. Μέ εὐλάβεια ἔρρανε καί ἐνταφίασε τήν ἁγία μάρτυρα Χαριτίνη, πού ἄφησε σ’ αὐτόν ὁλοζώντανο παράδειγμα πρός μίμηση, καί σέ μᾶς ἴχνη σταθερῆς πίστης καί ἀφοσίωσης στόν Χριστό, τά ὁποῖα καλούμαστε νά ἀκολουθήσουμε γιά νά φτάσουμε στό ἴδιο μακάριο τέρμα μ’ ἐκείνην.
Μαρία Ἰ. Λαμψίδου
Ἀπολύτρωσις 62 (2007) 268-269
Ἑκατό καί πλέον χρόνια πέρασαν ἀπό τότε πού στή δασωμένη περιοχή μεταξύ Σνιχόβου (Δεσπότη) καί Γκριντάδων (σήμερα Αἰμιλιανοῦ) Γρεβενῶν ἄφηνε μαρτυρικά τήν τελευταία του πνοή τήν 1η Ὀκτωβρίου τοῦ 1911 ὁ τότε μητροπολίτης Γρεβενῶν Αἰμιλιανός Λαζαρίδης μαζί μέ τό διάκο του Δημήτριο Ἀναγνώστου καί τόν ἀγωγιάτη τους Ἀθανάσιο.
Γεννημένος τό 1877 στά Πέρματα τῆς Μ. Ἀσίας, γόνος πολύτεκνης οἰκογένειας μέ ἐννιά παιδιά, ὁ Αἰμιλιανός Λαζαρίδης ἀφοῦ ὁλοκλήρωσε τίς σπουδές του στή Θεολογική Σχολή της Χάλκης, ὑπηρέτησε ὡς διάκονος τοῦ Μητροπολίτη Πελαγονίας Ἰωακείμ Φορόπουλου, μέ ἕδρα τό Μοναστήρι καί ὡς καθηγητής τῶν Θρησκευτικῶν τοῦ ἐκεῖ ἑλληνικοῦ Γυμνασίου. Μέ τή μορφή του, τό ἦθος του καί τό χαρακτήρα του εἶχε ἐπιβληθεῖ καί ἀποτελοῦσε πρότυπο ζωῆς σύμφωνα μέ τίς μαρτυρίες ἐκείνων πού τόν συναναστρέφονταν: «Μέ τά λεπτά καί κανονικά χαρακτηριστικά του ... ὡμοίαζε γνησίαν βυζαντινήν ἁγιογραφίαν τῆς κλασσικῆς περιόδου, ὥριμον σχεδόν διά τόν φωτοστέφανον τοῦ μαρτυρίου. Γλυκύς, πρᾶος, μειλίχιος, ταπεινός... πάντοτε γαλήνιος καί μετριόφρων... ἤξευρεν ἐν ἀνάγκῃ νά ὑποχωρῇ πολλάκις καί μέ ἀβαρίαν τοῦ ἐγωισμοῦ του, ἀλλ’ εἰς τάς κρισίμους στιγμάς ἀνέπτυσσε σθένος καί ἀποφασιστικότητα». Δικαίωνε ἔτσι τήν παρατήρηση τοῦ ἁγίου Γρηγορίου Νύσσης: «Ἡ τῆς ψυχῆς καθαρότης διά τοῦ φαινομένου διέλαμπε καί ὁ φαινόμενος ἄνθρωπος ἄξιον ἦν τοῦ ἀφανοῦς οἰκητήριον».
Κάτοχος εὐρείας καί βαθειᾶς μορφώσεως, προικισμένος μέ ἀγωνιστικό φρόνημα, ἀφιέρωσε ὅλες του τίς δυνάμεις, γιά νά κρατήσει καί νά μεταλαμπαδεύσει τήν χριστιανική πίστη. Ὡς ἐπίσκοπος Πέτρας ἀναδείχτηκε «ἀληθής τῆς πίστεως καί τοῦ ἔθνους ἡμῶν ... Πέτρα». Ὡς ἀντικαταστάτης τοῦ μητροπολίτη Πελαγονίας ἀνέπτυξε πλούσια ἐθνικοθρησκευτική δράση σέ μιά περίοδο τόσο ζοφερή, γιά τήν ὁποία ἡ Βρετανική κυανῆ Βίβλος μαρτυρεῖ: «Ἡ δολοφονία εἶναι τό κυριώτερον ὅπλον τῶν βουλγαρικῶν Κομιτάτων. Πρό οὐδενός ὑποχωροῦσιν. Οἱ Ἕλληνες εἶναι κυρίως τά θύματά των. Κατά χιλιάδας ἐφονεύθησαν οἱ Ἕλληνες κατά τά τελευταῖα πέντε ἤ ἕξ ἔτη.... ἀθώων καί ἀόπλων ἐκβιάσεις, ληστεῖαι, δολοφονίαι, ἀνδρῶν καί γυναικῶν, ἀνελεήμονα βασανιστήρια ἱερέων, ἰατρῶν, διδασκάλων κατακρεουργήσεις, ναῶν ἐμπρησμοί... καταστροφή χριστιανῶν Ὀρθοδόξων... γενική τρομοκρατία, πλήμμυρα αἵματος».
Θά μποροῦσε καί ὁ ἀοίδιμος Αἰμιλιανός γιά τήν πολυκύμαντη διακονία του στήν περιοχή αὐτή μαζί μέ τόν ἀπόστολο Παῦλο νά ἀναφωνήσει: «Ἐλθόντων ἡμῶν εἰς Μακεδονίαν οὐδεμίαν ἔσχηκεν ἄνεσιν ἡ σὰρξ ἡμῶν, ἀλλ’ ἐν παντὶ θλιβόμενοι· ἔξωθεν μάχαι, ἔσωθεν φόβοι» (Β’ Κο 7,5).
Τό 1908 στήν Ὀθωμανική Αὐτοκρατορία ἐπικράτησαν οἱ Νεότουρκοι, οἱ ὁποῖοι ἐπαγγέλλονταν ἐλευθερία, ἰσότητα, δικαιοσύνη. Στήν ἀρχή πίστεψε στό κίνημα καί τίς ἐξαγγελίες τους. Ἦταν μάλιστα ὁ πρῶτος μή μουσουλμάνος ἱερωμένος πού χαιρέτησε τήν νεοτουρκική μεταπολίτευση, γιά νά γίνει σύντομα μάρτυρας καί θύμα τοῦ ἀπηνοῦς διωγμοῦ πού ἄσκησε τό νεοτουρκικό κομιτᾶτο γιά καθετί ἑλληνικό. Στή συνέχεια ὅμως οἱ Νεότουρκοι μέ συμμάχους τούς Βουλγάρους κομιτατζῆδες καί τούς Ρουμάνους ἐργάζονταν μεθοδικά καί μέ ποικίλα μέσα· τρομοκρατοῦσαν, ἔσπερναν τόν ὄλεθρο, ἐκδήλωναν τή μανία τους κατά γυναικῶν καί παιδιῶν, κατά ναῶν καί σχολείων καί κυρίως ἀπέναντι σέ ὅποιον τολμοῦσε νά ἀντιδράσει.
Tό Μάρτιο τοῦ 1910, ὁ νεαρός ἐπίσκοπος Αἰμιλιανός προάγεται καί τοποθετεῖται στήν ἱστορική Μητρόπολη Γρεβενῶν, ἡ ὁποία δοκιμαζόταν κυρίως ἀπό τή ρουμανική προπαγάνδα, τά ὄργια τοῦ βουλγαρικοῦ κομιτάτου καί ἀπό τίς ληστρικές συμμορίες τῶν Νεοτούρκων.
Ὁ Μητροπολίτης Αἰμιλιανός, ἀγωνίζεται μέ ἐνθουσιασμό καί ἀποφασιστικότητα. Περιοδεύει στά χωριά, τονώνει τούς ἱερεῖς καί τούς δασκάλους, ἐμψυχώνει τούς τρομαγμένους κατοίκους. Παράλληλα γνωστοποιεῖ την κατάσταση πού ἐπικρατοῦσε στό Πατριαρχεῖο καί τήν ἑλληνική Κυβέρνηση. Πρός τόν νομάρχη Τρικάλων ἔγραφε: «Παρακαλῶ θερμῶς, θερμότατα γράφων, νά μεριμνήσητε περί τῆς τύχης τῶν χωρικῶν μας, τῶν ὁποίων ἡ θέσις κατέστη ἐσχάτως ἀπελπιστική... Πῶς νά ἐμπνεύσω ζωήν εἰς ἀνθρώπους, οἴτινες ὑπό ἠθικήν καί ὑλικήν ἄποψιν ἕνεκα τῆς ἀπογυμνώσεως αὐτῶν κατέστησαν πτώματα;... Τί ἀναμένετε παρ’ ἀνθρώπων ἀπηλπισμένων; Διατί ὑποθέτετε ὅτι ἄνθρωποι καταδυναστευόμενοι καί πάσχοντες τά πάνδεινα θά εἶναι εἰς θέσιν νά σκεφθῶσι περί τοῦ ἀπωτερου αὐτῶν μέλλοντος;»
Μέ πόνο ἀνακοινώνει στόν Οἰκουμενικό Πατριάρχη Ἰωακείμ τόν Γ’: Τό μισό κτήριο τῆς σχολῆς τῆς Κρανιᾶς «κατελήφθη ὑπό τοῦ βασιλέως τῆς Κρανιᾶς, τοῦ πανισχύρου Τσακαμᾶ, ὅστις ... δέρει, φυλακίζει», μέ ἀποτέλεσμα 80 μαθητές νά εἶναι στό δρόμο. Ζητοῦν οἱ ρουμανίζοντες–λέγει- στήν κεντρική μεγάλη ἐκκλησία νά ψάλουν δεξιά ἑλληνικά, ἀριστερά βλάχικα· σέ ἑπόμενη ἐπιστολή μαρτυρεῖ ὅτι στήν Κρανιά λειτουργοῦν στίς ἑλληνικές ἐκκλησίες. Στό Περιβόλι κατέλαβαν τόν κεντρικό ναό. Στή Σαμαρίνα πού ἀριθμοῦσε 600 ἑλληνικές οἰκογένειες 10 ρουμανίζοντες μέ τούς 3 δασκάλους τους καί 10 μαθητές τους κατέλαβαν τήν νέα ἑλληνική σχολή. Μέριμνα τοῦ ἀειμνήστου ἱεράρχη ἦταν ἀκόμη καί ὁ ἐναρμονισμός τῆς διδακτέας ὕλης μεταξύ τῶν σχολείων τῆς πόλης καί αὐτῶν τῆς ἐπαρχίας, ἡ ἐπιλογή καί ἡ διάθεση βιβλίων στούς μαθητές, ἡ πρόσληψη καί ἡ ἀμοιβή δασκάλου γιά τήν Ἀστική Σχολή τῶν Γρεβενῶν. Ἐπιπλέον τόνιζε: «Δέν ἔπρεπε νά περιορισθῇ ὁ μισθός τῶν διδασκάλων. Ἐν τούτοις δέον νά φροντίσωμεν».
Μέ θάρρος ἐπίσης καί εὐτολμία κατήγγειλε τήν βία καί τούς ξυλοδαρμούς πού ὑφίσταντο οἱ χριστιανοί. Τόλμησε μάλιστα μαζί μέ τόν ἀρχιερατικό του ἐπίτροπο νά ἐπισκεφθεῖ τόν φοβερό Μπεκήρ Ἀγᾶ, γιά νά τόν συνετίσει: «Ἀπευθυνόμενος πρός τόν Μπεκήρ ἐφ. τόν ἠρώτησα· εἶναι δίκαιον, βέη, ἀξιωματικός ἐγγράμματος, φιλελεύθερος κλπ. νά δέρη τόσον ἀγρίως τούς Χριστιανούς ἐν μέσῃ ἀγορᾷ;» Σηκώθηκε ἀμέσως ὁ καϊμακάμης καί ζωηρά τοῦ ἀπάντησε: «Δι’ αὐτήν ἀκριβῶς τήν πρᾶξιν του ἡ Κυβέρνησις δι’ ἐμοῦ συγχαίρει τόν Μπεκήρ ἐφ.». Καί ὁ τελευταῖος κραδαίνοντας τό ξῖφος εἶπε στόν μητροπολίτη: «Εἶπες, Δεσπότ ἐφ., ὅτι ἔχω τήν πέννα μου καί γράφεις, πρέπεις νά ξεύρῃς ὅμως ὅτι καί ἐγώ ἔχω τό σπαθί μου».
Ἡ δυναμική καί ἀτρόμητη στάση του προκάλεσε τήν ὀργή τῶν ἐχθρῶν. «Μ’ ἔφερον δέ προσβλητικῶς ἐκ τῶν χωρίων μέ δύο χωροφύλακας», ἀνακοίνωνε. Ἔγραφε μάλιστα ὅτι συναντοῦσε ἐμπόδια στίς περιοδεῖες του καί ὅτι μέ κάθε τρόπο ἐπιδίωκαν νά τόν ἐνοχοποιήσουν. Τίποτε ὅμως δέν ἦταν ἀρκετό νά ἀνακόψει τόν φλογερό καί ἀπτόητο Μητροπολίτη. Στίς συστάσεις τοῦ περιβάλλοντός του νά μήν ἐξέλθει ἀπό τήν πόλη, διότι ἡ ζωή του κινδύνευε, ἀπάντησε: «Ὁ ποιμήν ὁ καλός τήν ψυχήν αὐτοῦ τίθησιν ὑπέρ τῶν προβάτων» (Ἰω 10, 11).
Σάββατο, 1η Ὀκτωβρίου 1911 λειτούργησε στό χωριό Σνίχοβο καί ἀναχώρησε γιά τούς Γκριντάδες, ὅπου θά λειτουργοῦσε τήν ἑπομένη. Στό δρόμο, σέ μιά χαράδρα, οἱ ἐχθροί περίμεναν· τόν συνέλαβαν, τόν βασάνισαν καί στή συνέχεια τόν κατακρεούργησαν μέ τόν πιό φρικτό καί ἀπάνθρωπο τρόπο. Ἔτσι ὁ Δεσπότης μας ἀφοῦ τέλεσε τήν τελευταία του Λειτουργία, προσέφερε τόν ἑαυτό του θυσία στόν βωμό τῆς πίστεως καί τῆς πατρίδος. «Πρότερον μέν καί προθυόμενος, νῦν δέ καί τελεώτατον θῦμα προσάγων ἑαυτόν τῷ Θεῷ, ... καί ποιήσας τήν τελευτήν τελευταῖον μυστήριον», ὅπως θά ἔλεγε ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος. Ἦταν μόλις τριάντα τεσσάρων ἐτῶν. Ἀπό τούς συνοδούς του ὁ διάκος -πρός τιμήν του Διάκος όνομάστηκε παρακείμενο χωριό- βρέθηκε μέ ἀνοιγμένο τό κρανίο· τόν ἀγωγιάτη τόν σκότωσαν, γιά νά μήν ἀποκαλύψει τούς δράστες.
«Δέν σέ εἶδε κανείς, φωτεινέ Δεσπότη, νά πέφτης βαρύς καί ἄψυχος εἰς τό ὑγρόν χῶμα, τό νοτισμένον ἀπό τόν ἱδρῶτα καί τό αἷμα τοῦ ποιμνίου σου. Τό μαῦρο σου ράσον ὅμως, πού ἔκρυβε πίπτον ἕνα ἀτίμητον καί ἡρωικόν σῶμα, ἐπέρασε σάν σκιά συννεφιᾶς μέ τήν ἀπειλήν καί τόν τρόμον τῆς καταιγίδος πού φθάνει», διαβάζουμε σέ ἐφημερίδα τῆς ἐποχῆς. (Ἐφημ. Ἀθηνῶν «Χρόνος», 16 Ὀκτ. 1911, 1).
Στίς 9 Ὀκτωβρίου, ἡμέρα Κυριακή, τελέστηκε ἡ κηδεία τοῦ ἀοιδίμου Αἰμιλιανοῦ, ἀφοῦ χρειάστηκαν μέρες, γιά νά ἐντοπιστοῦν τά σώματα τῶν μαρτύρων. Τήν ἴδια ἡμέρα ὁ Οἰκουμενικός Πατριάρχης συμπαραστατούμενος ἀπό ὀκτώ Μητροπολῖτες τέλεσε ἐπιμνημόσυνη δέηση καί ἐκφώνησε πύρινο λόγο. Τόνισε μάλιστα: «Μή νομίσωμεν ὅτι ἔληξεν ἡ σειρά τῶν μελλόντων νά ὑποστῶσι τόν θάνατον. Ἀπό αἰώνων ἤρχισεν αὕτη, ἔχομεν δέ ἀναριθμήτους μάρτυρας, οἱ ὁποῖοι μᾶς ἀφῆκαν κληρονομίαν νά ἀγωνιζώμεθα ἀφωσιωμένοι μετά φρονήσεως καί ἄνευ θορύβου καί ἐπιδείξεως... Ἀνθρωπίνως κλαίομεν, ἀλλ’ εἶμαι βέβαιος ὅτι οὐκ ἐκλείψουσι στρατιῶται τῆς Ἐκκλησίας καί πρέπει νά δοξάζωμεν τόν Θεόν. Ἡ Ἐκκλησία θά ἐξακολουθήσῃ ἀγωνιζομένη τόν δίκαιον ἀγῶνα της». Ἀφοῦ μοίρασε ἀντίδωρο, ὁ Πατριάρχης ἐξαναγκάσθηκε ἀπό τούς πιστούς νά ξαναμιλήσει: «Ἤδη προσέρχομαι νά σᾶς εὐλογήσω διά τοῦ Σταυροῦ τούτου, ὅστις ἀνήκει εἰς τόν ἀείμνηστον Πατριάρχην Γρηγόριον τόν Ε’, ὁ ὁποῖος ὑπέστη μαρτυρικόν θάνατον». Καί ὁ μητροπολίτης Ἀθηνῶν Θεόκλητος στόν ἐπιμνημόσυνο λόγο του ἔλεγε ὅτι ὁ Οἰκουμενικός Πατριάρχης Ἰωακείμ ὁ Γ’ εἶχε ἀναρτήσει τήν εἰκόνα τοῦ Πατριάρχου Γρηγορίου τοῦ Ε’ στήν θέση τῆς ἀγχόνης: «Ἡ εἰκών ἐπί τῆς θέσεως τῆς ἀγχόνης συμβολίζει τήν Ἱεραρχίαν πᾶσαν, οὖσαν πάντοτε ἐν μαρτυρικῇ θέσει, ὡς ὑποδεικνύει τό αἷμα τοῦ θυσιασθέντος ἀειμνήστου Κορυτσᾶς Φωτίου, ἡ δολοφονία τοῦ Γρεβενῶν Αἰμιλιανοῦ καί τοῦ ἀρχιδιακόνου αὐτοῦ».
«Ἐσείσθη ὁ οὐρανός καί ἡ γῆ τῆς Μακεδονίας καί συνεταράχθη πᾶσα ἑλληνική ψυχή», ἀνέγραφε κάποια ἐφημερίδα. Πράγματι, σέ ὅλα τά μήκη καί τά πλάτη τῆς γῆς, ὅπου παρεπιδημοῦσαν Ἕλληνες, τελέστηκαν μνημόσυνα. Ἀπό τούς πολλούς ἐπιμνημόσυνους λόγους πού ἐκφωνήθηκαν πρός τιμήν του παραθέτω ἕνα ἀπόσπασμα ἀπό λόγο τοῦ Χρυσοστόμου Σμύρνης, τοῦ ὁποίου τό αἷμα λίγα χρόνια ἀργότερα ἔβαψε τά καλντερίμια τῆς πόλης: «Ὅταν ἀρχιερεῖς καίωσιν ἑαυτούς ὡς λαμπάδας ἐνώπιον τοῦ εἰδώλου τῆς πατρίδος, ὁ δέ μαρτυρικός θάνατός των γίνεται ζωῆς καί δόξης ὑπόθεσις καί θεμέλιον ἁγιωτέρου βίου, τό μνημόσυνόν των δέν ἐναρμονίζεται μέ δάκρυα καί θλῖψιν, ἀλλά μέ ὑπερηφάνειαν καί ἀγαλλίασιν. Ἡμῖν ἐξ ὅλων ἐχαρίσθη ὄχι μόνον τό εἰς Χριστόν ὀρθῶς πιστεύειν, ἀλλά καί τό ὑπέρ Αὐτοῦ ἀγογγύστως πάσχειν, γενναίως μαρτυρεῖν καί ἐνδόξως θνήσκειν». Ἐλπίζουμε, ὅπως ἡ θυσία τοῦ Αἰμιλιανοῦ ἔφερε τή λευτεριά μετά ἀπό ἕνα χρόνο στή Μακεδονία μας, ἔτσι καί ἡ θυσία τοῦ Χρυσοστόμου Σμύρνης νά φέρει κάποτε τήν ζωή καί τήν Ἀνάσταση στίς ἀλησμόνητες πατρίδες.
Παντοῦ καί στήν Ἑλλάδα καί στόν ἑλληνισμό τῆς διασπορᾶς καί πέρα ἀκόμη ἀπό τόν Ἀτλαντικό διενεργήθηκαν ἔρανοι γιά τήν οἰκονομική στήριξη τῆς πάμφτωχης οἰκογενείας τοῦ Αἰμιλιανοῦ. Συγκινητική εἶναι μεταξύ ἄλλων ἡ συνδρομή τοῦ πρότυπου παρθεναγωγείου Θεσσαλονίκης. Συνεισέφερε ἕξι λίρες, τίς ὁποῖες συνόδευε μία ὡραία ἐπιστολή, ὑπογεγραμμένη ἀπό τή φημισμένη διευθύντριά του Ἀγλαΐα Σχινᾶ· μεταξύ ἄλλων δήλωνε: «Παναγιώτατε, ... Αἱ παιδικαί ψυχαί τῶν μαθητριῶν αἵτινες ἀρχίζουσιν ἤδη νά ζῶσι διά τήν Ἐκκλησίαν καί τήν Πατρίδα, ἔχουσι στήσει βωμόν εἰς τήν μνήμην τοῦ ἐνδόξου Αἰμιλιανοῦ».
Ἀξίζει ἐπίσης νά σταθοῦμε μέ θαυμασμό μπροστά στό ψυχικό μεγαλεῖο τῆς μητέρας τοῦ ἐθνομάρτυρα, ἡ ὁποία μέ τηλεγράφημά της πρός τόν Οἰκουμενικό Πατριάρχη ἔγραφε: «Καίτοι ὁ φρικώδης φόνος τοῦ υἱοῦ μου Αἰμιλιανοῦ Μητροπολίτου Γρεβενῶν, ἐβύθισεν εἰς ἄφατον πένθος τήν οἰκογένειαν ἡμῶν, οὐχ ἧττον ἐκ τοῦ γεγονότος ὅτι ἐθυσιάσθη ἐν τῇ ἐκτελέσει τῶν πνευματικῶν αὐτοῦ καθηκόντων παρηγορουμένη, ὑποβάλλω μετά κατωδύνου ψυχῆς τῇ Ὑμετέρᾳ Σεπτῇ Παναγιότητι τάς θερμάς εὐχαριστίας μου, ἐπί ταῖς πατρικαῖς, ὑπέρ ἀναπαύσεως τῆς ψυχῆς αὐτοῦ, δεήσεις...». Διαβάζοντας κανείς τήν ἐπιστολή της ἔχει τήν αἴσθηση ὅτι ζωντανεύουν μπροστά του σκηνές ἀπό τήν ἀρχαία Σπάρτη κι ἄς ζοῦσε ἡ κυρία Θεανώ Λαζαρίδου στήν καρδιά τῆς Ὀθωμανικῆς Αὐτοκρατορίας.
Στήν προσπάθεια γιά τόν ἐντοπισμό τῶν δολοφόνων σημαντική ἦταν ἡ συμβολή τοῦ καταγομένου ἀπό τά Γρεβενά βουλευτῆ τῆς τουρκικῆς Βουλῆς Γεωργίου Μπουσίου, ὁ ὁποῖος μέ θάρρος καί παρρησία ἔλεγε: «Ἐν τῷ προσώπῳ τοῦ Μητροπολίτου -ἐφονεύθη ἡ ἰδιότης του ὡς θρησκευτικοῦ ἀρχηγοῦ χριστιανικῆς ἐθνότητος... Παρακαλῶ νά ἀνακαλύψετε τούς φονεῖς ἤ νά ἀπομακρυνθῆτε τῆς ἀρχῆς, διότι εἶσθε ἀνάξιοι νά κυβερνᾶτε τό Κράτος». Καί ὁ «Μεσολογγίτης» σάλπιζε: «Ὑπῆρξέ ποτε ἐποχή καθ’ ἥν οἱ λαοί ἐνταῦθα ἐθεώρουν τό κράτος ἐχθρόν». Δυστυχῶς, τό ἴδιον συμβαίνει καί σήμερα. Στ’ ἀλήθεια, πόσο μοιάζουν οἱ ἐποχές!
Ἀντίθετα στήν Κωνσταντινούπολη τουρκικές ἐφημερίδες ἔγραφαν: «Ἔχομεν ἄλλως τε σήμερον ζητήματα πολλά καί πολύ σοβαρότερα δυνάμενα νά ἐπισπάσωσι τήν προσοχή τῶν ἀρχῶν καί ν’ ἀπασχολήσωσι σοβαρῶς αὐτάς. Τί εἶναι ἐπί τέλους ἡ δολοφονία ἑνός Μητροπολίτη καί ἑνός διακόνου καί ἑνός ὑπηρέτου, τί εἶναι ἡ δολοφονία καί δύο ἀκόμη Μητροπολιτῶν;»
Εἰς πεῖσμα ὅλων αὐτῶν ὅμως στή συνείδηση τοῦ λαοῦ τοῦ Θεοῦ ὁ Αἰμιλιανός ἐπέχει θέση μάρτυρος τῆς πίστεως, ὅπως διαβάζουμε σέ ἔντυπο τῆς ἐποχῆς: «Τό αἷμα τῶν χριστιανῶν, ὅπερ κατά τά τελευταῖα ἔτη καταπλημμυρεῖ τήν συνταγματικήν Τουρκίαν, χύνεται καί νῦν, ὡς καί ἐπί Διοκλητιανοῦ, διά τό ὄνομα τοῦ Χριστοῦ ... Ὁ τοσοῦτον ὠμῶς κατασπαραχθείς ὑπό τῶν ἐχθρῶν τοῦ Χριστοῦ καί τοῦ γένους ἡμῶν ἱεράρχης καί ὅσοι ἄλλοι πρό αὐτοῦ κατά τούς τελευταίους χρόνους ὅμοιον ἔλαβον θάνατον, ἔχουσι παρά Θεοῦ τόν μαρτυρικόν στέφανον καί ὀφείλομεν νά τιμῶμεν αὐτούς ὡς μάρτυρας» («Μακεδ. Ἡμερολόγιον» 1912, 190-191).
Ὁ Αἰμιλιανός, τό τελευταῖο θύμα τῆς θηριωδίας τῶν ἐχθρῶν τοῦ Γένους, πρίν ἔρθει ἡ λευτεριά στόν τόπο αὐτό, μέ τό μαρτυρικό του τέλος προστέθηκε στήν ἔνδοξη χορεία πού τήν εἶχε καθαγιάσει τό σχοινί καί ἡ πέτρα τοῦ Κυρίλλου Λούκαρη, ἡ θυσία τοῦ Ἀθανασίου Διάκου, ὁ δαυλός τοῦ Γαβριήλ, τό μαρτύριο τοῦ Κυπριανοῦ Κύπρου, ἡ ἀθάνατη φάλαγγα ἀναρίθμητων θυσιασθέντων ἱερέων· παράλληλα ὑπῆρξε πρόδρομος τῆς θυσίας τοῦ προσφάτως ἀνακηρυχθέντος ἁγίου Χρυσοστόμου Σμύρνης καί τοῦ Κυδωνιῶν Γρηγορίου.
«Μή κλαίετε, ἀδελφοί χριστιανοί, ἀλλά θαρρεῖτε. Ὁ Δεσπότης μας δέν ἀπέθανεν, ἀλλά ζῇ. Ζῇ ἐνθρονισμένος εἰς τάς καρδίας ὅλων μας, εἰς τάς καρδίας ὅλων τῶν χριστιανῶν», παρηγοροῦσε ὁ Ν. Κουσίδης, πρόκριτος τῶν Γρεβενῶν τούς συμπατριῶτες του. Ζῆ πράγματι μέχρι καί σήμερα καί μέσα στίς δικές μας τίς καρδιές μας, ἄν καί -ὀφείλουμε νά τό ὁμολογήσουμε- δέν τόν τιμοῦμε ὅσο καί ὅπως πρέπει. Μέ τήν γλυκύτητα καί τήν πραότητα πού τόν χαρακτήριζε ἄς μᾶς συγχωρεῖ· καί μέ τήν παρρησία πού ἔχει στόν Κύριο ἄς πρεσβεύει γιά μᾶς, γιά τούς νέους, γιά τήν πατρίδα μας.
Πηγές
1. Μητροπολίτου Γρεβενῶν Σεργίου, Πρακτικά τοῦ πνευματικοῦ Δικαστηρίου, τῆς Δημογεροντίας, τῆς Ἐφοροεπιτροπῆς τῆς Ὀρθοδόξου Κοινότητος Γρεβενῶν καί Διαθῆκες Ἰδιωτῶν ἐπί ... Αἰμιλιανοῦ (1910 -1911), Γρεβενά 2008.
2. Μητροπολίτου Γρεβενῶν Σεργίου, Αἰμιλιανός, ὁ ἐθνομάρτυς Μητροπολίτης Γρεβενῶν (1877-1911), Γρεβενά 2008.
Εὐδοξία Αὐγουστίνου
Φιλόλογος - Θεολόγος
Ἀπολύτρωσις 66 (2011) 278-280
Τέλη τοῦ 5ου αἰ. μ.Χ. στή Συρία συναντοῦμε τήν οἰκογένεια τοῦ μικροῦ Ρωμανοῦ, μιά ἀπ᾿ τίς πολλές ἑλληνικές οἰκογένειες τῆς χώρας. Τό μικρό Ἑλληνόπουλο μεγαλώνει πολύ μακριά ἀπ᾿ τήν πατρίδα, μά πολύ κοντά στή γλῶσσα καί στή θρησκεία της, ὅπως θά ἀποδείξει στή συνέχεια ἡ ἴδια ἡ ζωή του.
Στήν πρωτεύουσα, τή Βηρυτό, θά γίνει φοιτητής καί κατόπιν θά εἰσέλθει στόν ἱερό κλῆρο τῆς τοπικῆς ἐκκλησίας. Στάδιο μεγάλο ἀνοίγεται μπροστά του, ὅπως ὁ ἴδιος θά ὁμολογήσει, κι ἀγῶνες σκληροί θά διεξαχθοῦν, πού ὅμως θά τόν ἀνεβάσουν στό βάθρο τῶν νικητῶν μέ τόν τίτλο τοῦ «δόκιμου ἐργάτη τῆς ἀρετῆς». Στεφάνωμα ἀπ᾿ τό χέρι τοῦ Θεοῦ, ἀφανές γιά τούς πολλούς μά χειροπιαστό καί πολυπόθητο γιά τούς ἀθλητές τῆς πίστεως ὅλων τῶν αἰώνων.
Ὁ Ρωμανός ὅμως ἔτυχε διπλοῦ στεφανώματος. Ἔλαβε κι ἐδῶ στή γῆ τίτλο περίλαμπρο: Ρωμανός ὁ μελωδός! Ὁ μέγιστος τῶν ποιητῶν τῆς χριστιανικῆς Ἑλλάδας. Ὁ Πίνδαρος τῆς ἐκκλησιαστικῆς ποίησης. Δόξα μεγάλη γιά τόν ταπεινό ἐργάτη τοῦ Θεοῦ, πού δέν τόν ἄγγιξε ὅμως, διότι -ὤ! τοῦ θαύματος- τό χάρισμα αὐτό τοῦ δόθηκε ἀπό τήν Παναγία... Ναί! Ὁ Ρωμανός, ὅσο δόκιμος ἦταν στήν ἀρετή τόσο ἀδόκιμος, πρός μεγάλη του λύπη, ἦταν στή μουσική! «Ἄμουσος παντελῶς καί ἀηδής κατά τήν φωνήν καί τά ἄσματα, περιεπαίζετο ἀπό τούς πολλούς», λέει χαρακτηριστικά ὁ συναξαριστής.
Κι ἔτσι, ὅταν στά χρόνια τοῦ Ἀναστασίου τοῦ βασιλέως ὑπηρετοῦσε στήν Κωνσταντινούπολη στό ναό τῆς Θεοτόκου τῶν ἐν τοῖς Κύρου, στή νυχτερινή Λειτουργία τῶν Χριστουγέννων τοῦ παρουσιάστηκε ἡ Παναγία, τήν ὁποία διακαῶς ἱκέτευε γιά τό θέμα αὐτό, καί δίνοντάς του ἕνα τυλιγμένο χαρτί -κοντάκιο ὀνομαζόταν- τόν πρόσταξε νά τό φάει. Λίγα λεπτά ἀργότερα, τόν ἄκουσαν ἔκπληκτοι οἱ πιστοί νά ψάλλει ἐκ τοῦ ἄμβωνος τό κοντάκιο «Ἡ Παρθένος σήμερον», πού μόλις εἶχε συνθέσει καί μελοποιήσει. Ἀπό τή νύχτα ἐκείνη καί μέχρι τό 560 μ.Χ. πού ἐξεδήμησε, ὁ Ρωμανός πλούτισε τήν ὑμνολογία μας μέ ἀμέτρητους ὕμνους καί γύρω στά 1.000 κοντάκια -ὁρολογία πού ὁ ἴδιος καθιέρωσε εἰς ἀνάμνησιν τοῦ θαύματος. Μέ τά κοντάκια αὐτά ἀσχολήθηκε ἐπισταμένως καί φρόντισε γιά τήν ἔκδοσή τους ὁ σοφός καθηγητής βυζαντινῆς φιλολογίας Τωμαδάκης.
Πηγή τῶν ὕμνων του ἡ Κ. Διαθήκη, ὁ ἅγιος Ἰωάννης Χρυσόστομος κι ὁ φυσικός κόσμος. Σέ πολλούς ἀπ᾿ αὐτούς ὁ διάλογος Θεοῦ καί ἀνθρώπου εἶναι πολύ ζωντανός. Ὁ Ρωμανός αἰσθάνεται ὅτι εἶναι ἡ γλῶσσα καί τό στόμα τῶν πιστῶν. Οἱ στίχοι στά χείλη του γίνονται ἔκφραση τοῦ πόνου του καί τοῦ πόνου μας. Ἡ μουσική του θρῆνος ἤ ἀγαλλίαση δική του καί τῶν πιστῶν. Ἡ δέ ταπείνωσή του τόν κατεβάζει τόσο κοντά μας, ὥστε μαζί του νά ψάλλουμε: «Ρερύπωται ἡ ψυχή μου, ἐνδεδυμένη τόν χιτώνα τῶν πταισμάτων μου».
Συγκλονιστική καί ἀξιοθαύμαστη στ᾿ ἀλήθεια ἡ ζωή τοῦ ἁγίου Ρωμανοῦ τοῦ μελωδοῦ, πού ἀνοίγει δρόμο μίμησης «εἰς σωτηρίαν καί ἡμῶν τῶν μελωδούντων: Λυτρωτά ὁ Θεός, εὐλογητός εἶ!».
Μ.Ι.Λ.
Ἀπολύτρωσις 61 (2006) 274-275
Ἡ Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ χάρισε μάρτυρες στόν οὐρανό τά πρῶτα χρόνια τῶν διωγμῶν. Τό αἷμα τῶν παιδιῶν της χύθηκε ἄφθονο ἀπό τόν Νέρωνα καί τόν Διοκλητιανό, πού σάν τό δεκακέρατο θηρίο τῆς Ἀποκαλύψεως πολέμησαν τή νύμφη τοῦ Χριστοῦ. Κι ἦταν ἐκεῖνες οἱ μέρες σκληρές γιά τήν Ἐκκλησία. Μά ἦταν ἀκόμη πιό χαλεπές κάποιες ἄλλες μέρες αἰῶνες μετά. Τότε ὁ ἐχθρός ἐμφανίσθηκε ὡς θηρίο μέ ἔνδυμα προβάτου. Ἡρωικές καί μεγαλειώδεις ἐκτυλίσσονται οἱ σελίδες τῆς ἐκκλησιαστικῆς ἱστορίας ἐκείνης τῆς ἐποχῆς.
Ἦταν τότε πού ἡ Δύση ἀποσπάσθηκε ἀπό τή μία οἰκουμενική Ἐκκλησία καί ὁ πάπας ζητοῦσε ἐπίμονα τήν ὑποδούλωση τῆς Ὀρθοδοξίας. Ἡ αἵρεση ἀπειλοῦσε τήν Ἐκκλησία, ἡ παραχάραξη ἐναντιωνόταν στήν ἀλήθεια. Σκοτεινιά καί ἀντάρα φάνηκε νά σκεπάζει τήν ἀτμόσφαιρα. Ὡραιοποιήθηκε τό κακό, ἡ συμφορά παρουσιάσθηκε ὡς ἐπιτυχία. Πολλοί παρασύρθηκαν. Τί φοβερό! Κι ὁ αὐτοκράτορας Μιχαήλ Παλαιολόγος. Κι αὐτός ἀκόμη ὁ πατριάρχης Ἰωάννης Βέκκος. Οἱ λατινόφρονες αὐξάνονταν καί ἐξαπέλυαν ἐπιθέσεις μέ διωγμούς, ἀπειλές, ἐκφοβισμούς ἐναντίον τῶν Ὀρθοδόξων. Μά ὁ γενναῖος λαός τοῦ Θεοῦ ἀποφασιστικά ἔμενε πιστός στήν παράδοση. Δέν πρόδιδε τήν ἅπαξ παραδοθεῖσα πίστη.
Οἱ λατινόφρονες ἔβαλαν στόχο νά ἐκπορθήσουν ἀκόμα καί τό πιό ἰσχυρό προπύργιο τῆς Ὀρθοδοξίας, τό Ἅγιο Ὄρος. Καταφθάνουν στήν πολιτεία τῆς ἡσυχίας καί τῆς προσευχῆς. Ἔχουν στά χείλη χαμόγελο καί στά χέρια κρατοῦν δῶρα. Προτείνουν φιλία, καλοῦν σέ διάλογο, προθυμοποιοῦνται νά βοηθήσουν. Τό Ἅγιο Ὄρος ἀντιστέκεται σθεναρά. Οἱ ἐχθροί βρίσκονται τώρα μπροστά στήν Ἱ. Μονή Ζωγράφου. Οἱ εἰκοσιέξι μοναχοί της εἶναι προετοιμασμένοι. Ἀρνοῦνται ἀκόμα καί νά ἀνοίξουν τή θύρα τοῦ μοναστηριοῦ. Τήν ἔνδακρυ σιωπή τῆς μετανοίας διαδέχεται ἡ σθεναρή ὁμολογία τῆς πίστεως. Ἡ ρητορική δεινότητα τῶν Λατίνων, οἱ ὁποῖοι προσπαθοῦν νά τούς πείσουν, πέφτει στό κενό. Ἡ πόρτα θά παραμείνει κλειστή. Μανιασμένοι οἱ Δυτικοί ἀπειλοῦν μέ ἐκδίκηση, μέ φωτιά, μέ θάνατο. Μά οἱ γενναῖοι ἀγωνιστές τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ ἀντιστέκονται μέ εὐψυχία. Θά κρατήσουν τήν ὑπόσχεση πού ἔδωσαν, νά μείνουν ἄχρι τέλους στήν ὑπηρεσία τοῦ Κυρίου. Πόσο ἀκριβό εἶναι τοῦτο τό τίμημα τό καταθέτει ἡ ματωμένη ἱστορία τῶν τιμημένων ἀγωνιστῶν κάθε ἐποχῆς.
Οἱ σκηνές πού ἐκτυλίσσονται δέν θυμίζουν ἁπλῶς τά χρόνια τῶν πρώτων διωγμῶν. Εἶναι ἀκόμα πιό φοβερές, διότι οἱ δήμιοι τώρα θέλουν νά ὀνομάζονται χριστιανοί, φοροῦν τό προσωπεῖο τῶν ἀδελφῶν. Τά δικά τους χέρια κρατοῦν κλαδί ἀδελφοσύνης καί εἰρήνης. Κι ὅμως αὐτά τά χέρια πυρπολοῦν τήν Ἱερά Μονή. Ἐκεῖ πού ἀντηχοῦσαν χρόνια οἱ προσευχές καί οἱ ὕμνοι τῶν εἰκοσιέξι μοναχῶν, ὑψώνεται τώρα ἡ τελευταία τους εὐχή στόν Κύριο πύρινη, καθώς τά κορμιά τους λαμπαδιάζουν. Ὑπογράφουν μέ τό μαρτύριο τοῦ αἵματος τή μαρτυρία τῆς συνειδήσεως.
«Ὡς πυρίκαυστοι θυσίαι τῷ Κυρίῳ οἱ εἰκοσιέξ ὡράθησαν εἰκότως», σημειώνει ὁ ἅγιος Νικόδημος στό συναξάρι τῆς 22ας Σεπτεμβρίου. Εἶναι 13ος αἰώνας μ.Χ. Οἱ παπικοί μέ δελεάσματα καί ἀπειλές, μέ ὑποσχέσεις καί ἐκφοβισμούς δέν πετυχαίνουν τό σκοπό τους. Ἡ Ὀρθοδοξία πιό καθάρια καί λαμπρή συνεχίζει τήν πορεία της μέσα στούς αἰῶνες.
Ἰχνηλάτης
Ἀπολύτρωσις 60 (2005) 230-231