Super User

Super User

Δευτέρα, 26 Μάιος 2014 03:00

Προσκυνητές ἤ διῶκτες;

Στήν ταπεινή φάτνη τῆς Βηθλεέμ εἶδε ὁ κόσμος τό πιό παράδοξο ἀπ᾿ ὅσα συνέβησαν ποτέ: Νά κείτεται ὡς «παιδίον νέον», μικρό κι ἀδύναμο βρέφος, «ὁ πρό αἰώνων Θεός»! «Ὁ Θεός ἦλθε στή γῆ, ὄχι ὅπως Ἐκεῖ­νος μπο­ροῦσε, ἀλλά ὅπως ἐμεῖς μπορούσαμε νά τόν δοῦ­με. Ἐξαιτίας τῆς νηπιότητος τοῦ ἀν­θρώπου ἔγινε κι ἐκεῖ­νος νήπιον», θεολογεῖ ὁ ἅγι­ος Εἰρηναῖος. Καί ἡ αἰτία αὐτῆς τῆς ἄ­φατης συγκαταβάσεως; «Ἁμαρ­τω­λούς σῶ­σαι, ὧν πρῶτός εἰμι ἐ­γώ» (Α΄ Τι 1,15), ὁμο­λο­γεῖ εὐ­γνώμονα ὁ ἀπό­στολος Παῦλος. Τό εἶχε ἤδη ἀπο­καλύψει ὁ ἄγγελος στόν Ἰω­σήφ, ὅ­­ταν τόν πληροφόρησε ὅτι τό «παιδί­ον» θά ὀ­νο­μασθεῖ  Ἰησοῦς, «Αὐ­τός γάρ σώ­σει τόν λα­όν αὐτοῦ ἀπό τῶν ἁ­μαρτιῶν αὐ­τῶν» (Μθ 1,21).

 Ὁ Θεός γίνεται Θεάνθρωπος, κοινωνεῖ στήν ἀν­θρώπινη φύση μας γιά νά καταστήσει ἐμᾶς κοινωνούς τῆς θείας φύσεως. «Καί ὁ πλουτίζων πτωχεύει», θαυμάζει ὁ ἅγιος Γρη­γόριος ὁ Θεολόγος. «Πτωχεύει, παίρ­­νον­τας τή δική μου σάρκα, γιά νά πλουτήσω ἐγώ μέ τή δική του θεότητα. Ὁ πλήρης κενοῦται· ἀδειάζει γιά λί­γο ἀπό τή δική του δόξα, γιά νά μεταλάβω ἐγώ τή δική του πληρότητα. Τί πλοῦτος ἀγαθότητος! Τί μυ­στήριο συντελέσθηκε γιά χάρη μου! Ἐγώ πλάσθηκα κατ᾿ εἰ­κόνα Θεοῦ καί δέν φύλαξα τήν εἰ­κό­να. Ἐ­κεῖ­νος παίρνει τή δική μου σάρκα, ὥστε καί τήν εἰκόνα νά σώσει καί τή σάρκα νά καταστήσει ἀ­θάνατη».

 Ἀλλά γιά νά ἀξιοποιηθεῖ ἡ θεϊκή δωρεά, γιά νά γίνει ὁ ἄνθρωπος κοινωνός στό μυστήριο τῆς ἀ­θα­νασίας, πρέπει πρῶτα νά ἀπαλλαγεῖ ἀπό τούς ψεύτικους θε­ούς καί θεές πού λάτρευε, νά ἀπομακρυνθεῖ ἀπό τά πάθη. Δια­φορετικά, δέν παραμένει ἁπλῶς ξένος κι ἀ­δι­ά­φορος γιά τόν Λυτρωτή Ἰησοῦ Χρι­στό· γίνεται ἐ­χθρός, ἀντίπαλ­ος καί δι­ώκτης του.
  Παράδειγμα κλασικό ὁ φί­λαρχος βασιλιάς Ἡ­ρώδης. Ὅταν οἱ μάγοι ἐξ ἀνατο­λῶν ρωτοῦσαν «ποῦ ἐ­στιν ὁ τεχθείς βασιλεύς τῶν Ἰου­δαί­ων;» (Μθ 2,2), «ἐ­τα­ρά­χθη» αὐτός ὁ πανίσχυρος δυνάστης, καί διέταξε στήν περιοχή τῆς Βηθλεέμ γε­νική σφαγή τῶν νη­­­πίων «ἀπό διετοῦς καί κατωτέρω». Ἔλαβε σκλη­­ρά μέτρα μή τυ­χόν καί δι­ασωθεῖ τό νεογέννητο, διότι τό ἔνι­ω­θε ἀντεραστή καί δι­εκδικητή τοῦ βα­σιλικοῦ θρόνου του.
 
 Πα­ρά­δει­γμα ἄλ­λο οἱ κά­τοικοι τῆς χώ­ρας τῶν Γα­δα­ρη­νῶν· δέν ἀνέχθηκαν τήν καταστροφή τῶν χοίρων τους. Ἄν ἐ­πρό­κειτο νά ζημιωθοῦν οἰκο­νο­μικά, καλύτερα νά λείψει ἀπό ἀ­νάμεσά τους ὁ Ἰησοῦς Χριστός, κι ἄς ἦ­ταν Αὐ­τός πού μόλις εἶχε ἀπαλλάξει τήν περιοχή τους ἀπό τό φόβητρο τοῦ δαιμονίου, θε­ραπεύοντας τόν δυστυχισμένο συντοπίτη τους.
  Στό πέρασμα τῶν χρόνων πολλοί οἱ μι­μητές τοῦ Ἡρώδη καί τῶν Γαδα­ρη­νῶν· θυσιάζουν τόν Ἰησοῦ Χριστό καί τή δική τους αἰώνια σωτηρία στό βω­μό κά­ποιας σκοπιμότητας ἤ μιᾶς ὁποιασδήποτε ὀν­τό­τητας -ὑπαρκτῆς ἤ φανταστικῆς- πού οἱ ἴδιοι ἔ­χουν θε­ο­ποι­ήσει.
 
 Δέν εἶναι μόνο οἱ εἰ­δωλο­λά­τρες, οἱ ὁ­ποῖοι γύρισαν τήν πλάτη στό Εὐαγγέλιο τοῦ Χρι­στοῦ γιά νά παραμείνουν ἀν­ε­νό­χλητοι στή λατρεία ἀν­ύ­παρ­κτων θε­ο­τή­των πού εὐνοοῦ­σαν τήν ἱ­κα­νο­ποίηση ἀ­κατονόμαστων πα­θῶν. Εἶναι καί οἱ τό­σοι ἄλλοι τῶν ἡ­μερῶν μας, πού παραδομένοι στά πά­θη τους πασχίζουν νά ἐπαναφέρουν στή ζωή τά νε­κρά εδωλα. Εἶ­ναι βέ­βαιο ὅτι οἱ νε­ο­πα­γα­νι­στές δέν «καί­γον­ται» γιά τόν Δία καί τήν Ἀ­φροδίτη. Γνω­­ρίζουν πολύ κα­λά ὅτι δέν ὑπῆρξαν πο­­τέ Διόνυσος καί Βάκ­χος. Ἐξυπηρε­τοῦ­ν­­ται ὅμως ντύ­νοντας μέ θρησκευτικό μαν­δύα τίς ἠ­θικές ἀτασθαλίες καί ἀσχημίες. Βο­λεύ­ον­ται νά λατρεύουν θεότητες προστάτιδες τῆς πορ­νείας, τῆς μοιχείας, τῆς μέθης καί κά­θε ἀσχημίας, πού ὁ πο­νη­ρός τούς ὑ­ποβάλλει. Ὁ ὑπαρκτός διάβολος εἰ­σ­η­γεῖται, οἱ ἀνύπαρκτοι «θε­οί» πατρονάρουν καί ἐπευλογοῦν ὅ­σα ἐ­κεῖνος ὑ­παγορεύει καί οἱ ταλαίπωροι «λά­­­­τρεις» ἐνασμενίζονται στά ξυλοκέρατα τῆς ἁμαρτί­ας, ἐξευτελίζον­τας κά­θε ἔν­νοια λο­γι­κῆς καί καταρρακώνον­τας τήν ἀν­θρώ­πινη ἀξιοπρέπεια.

 Ἀλλά, θά ἔλεγε κανείς, ἐκεῖνοι πού θε­­ληματικά ἐπιλέγουν γιά τόν ἑαυτό τους τήν ἔχθρα πρός τόν Χριστό χάριν τῆς φιλίας τοῦ σατανᾶ, ἔχουν κάθε δι­καίωμα νά φθείρονται καί νά διαφθείρον­ται μόνοι τους. Τί γίνεται ὅ­μως ὅ­ταν τό ἀν­τιχριστιανικό πνεῦμα προωθεῖται εὔ­σχημα καί ἐπίσημα ἀ­πει­λών­τας νά γίνει κατεστημένο; Μία τέτοια ἐ­πίθεση, ὕ­που­λη ἀλλά δυναμική καί θρασύτατη, δε­χθή­καμε πρό καιροῦ μέ στόχο μάλιστα τήν εὐ­αίσθητη καί εὐ­παθῆ νεότητα. Πρόκειται γιά τά σχολικά βιβλία καί μάλιστα τά βι­βλία θρησκευτικῶν τοῦ Γυμνα­σί­ου. Χω­ρίς νά κα­τα­φέρον­ται φανερά ἐν­αν­τί­ον τῆς ὀρ­θο­δόξου πί­στεως, τῆς συν­ταγμα­τικά κα­τοχυ­ρω­μέ­νης, ἐ­πι­χει­ροῦν νά ἀνα­τρέψουν θεμελιώδη δεδομένα τῆς ἐκ­κλησιαστικῆς μας παράδοσης· νά ὑ­πο­καταστήσουν τό αἰ­ώνιο κι ἀ­ληθινό Εὐ­αγ­γέλιο τοῦ Χρι­στοῦ προ­βάλλον­τας ἕ­να «ἕ­­τερον εὐ­­αγ­γέ­λι­ον», ὅπως θά ἔ­λε­γε ὁ ἀπό­στολος Παῦλος. Οἱ μέν διηγήσεις τῆς Παλαιᾶς Δια­θή­κης (Θρη­σκευ­τικά Α΄ Γυμνασίου) ἀπογυμνώνονται ἀ­πό καθετί τό ὑπερφυσικό καί ἀντιμετωπίζονται οὔ­τε λίγο οὔτε πολύ σάν ἕ­να παραμύθι πού χρει­άζεται ἀπομυθοποίηση. Ὅσο γιά τή διδασκαλία τῆς Καινῆς Διαθήκης (Β΄ Γυ­μνασίου), μά­ταια θά ψάξει κα­νείς νά βρεῖ σ᾿ αὐτήν ἀναφορές στή θε­ότητα τοῦ Χριστοῦ, στό ἀπολυτρωτικό του ἔρ­γο, στόν πα­ράδεισο, στήν κόλαση, στόν σα­τανᾶ, στήν ἁμαρτία, στή με­τάνοια, στήν ἀ­νά­σταση τῶν νεκρῶν. Δεσπόζει ἡ ἔννοια τῆς ἀνατροπῆς καί τῆς ἐπανάστασης, τό κοινωνικό κήρυγμα καί ἕνας Ἰη­σοῦς-ἡ­γέ­της, πού ἐγκαινιάζει ἕναν ἀ­προσ­δι­όρι­στο καινούργιο κόσμο εἰ­ρή­νης, ἀγάπης καί συμφιλίωσης. Θεωρίες τῆς ἀρνητι­κῆς κριτικῆς, πού ἔχουν πα­­ταγωδῶς ἀ­πορριφθεῖ, παρουσιάζον­ται ὡς ἐπιστη­μο­νική μέθοδος προσέγγισης τοῦ ἱεροῦ κειμένου, μέ μόνο στόχο τήν ὑποκίνηση τῆς ἀμφισβήτησης καί τῆς ἄρνησης στίς ἐφηβικές ψυχές.

 Δέν εἶναι δυνατόν νά παρουσιασθεῖ ἐδῶ μί­α ἀναλυτική ἔκθεση τῶν κακο­δοξι­ῶν πού προωθοῦν τά ἐν λόγῳ σχολικά βι­βλία. Ἔχουν γίνει κινήσεις καί ὑπο­μνή­ματα πρός τό Παιδαγωγικό Ἰν­στι­τοῦ­το γιά τή διόρθωση τῶν βι­βλί­ων καί τήν ἀπαλλαγή τους ἀπό τά ἀρ­νητικά στοιχεῖα.

 Εἶναι χρέος ὄχι μόνο τῶν θεολόγων καθηγητῶν, ἀλλά καί ὅλων τῶν ἐκπαιδευτικῶν καί τῶν γονέων, ὅλων ὅσοι νοιαζόμαστε γιά τά νιάτα, νά μήν ἀδιαφορή­σου­με γιά τό σο­βαρό αὐτό θέμα. Προ­σκυ­νών­τας τό θεῖο Βρέ­φος στή φάτνη ἄς μήν ἀ­φή­σουμε νά θριαμβεύουν οἱ συν­ειδητά ἤ ἀσυνείδητα διῶκτες του, ἄς μή γι­νό­μα­στε συνεργοί τους.

Στέργιος Ν. Σάκκος

gennissi Τά Χριστούγεννα ἔχουν πάνω τους τή γλύκα τῆς γιορτῆς ἑνός παιδιοῦ. Ἕνας καινούργιος ἄνθρωπος γεννιέται ἀνάμεσά μας, ἕνα καινούργιο παιδί μᾶς χαμογελάει. Κι αὐτό τό παιδί δέν εἶναι ξένο γιά κανένα μας· εἶναι ὁ ἑαυτός μας πού γεννιέται μέ τήν πρώτη του ὀμορφιά, μέ τήν ὡραιότερη μορφή του, στό πρόσωπο τοῦ Θεανθρώπου Ἰησοῦ Χριστοῦ. Γιορτάζοντας ὁ πιστός τά Χριστούγεννα ζῆ κάθε φορά ἕνα μεγάλο μυστήριο· τή γέννηση τῆς καινούργιας ἀνθρωπότητας.
 Αὐτά δέν εἶναι σχῆμα λόγου οὔτε κἄν λόγια. Σημαίνουν τήν ἴδια τήν ἱστορία τοῦ ἀνθρώπου στό πιό βαθύ καί οὐσιαστικό της μέρος, τήν ἱστορία τῆς ψυχῆς του. Σημαίνουν τή λύση πού ἔδωσε ὁ Θεός στό δρᾶμα τοῦ ἀνθρώπου, ὅταν δίπλα στό δρόμο τῆς ἐξορίας του ἀπό τόν παράδεισο, χάραξε γι’ αὐτόν παράλληλα καί τό δρόμο τῆς λυτρώσεώς του. Τά Χριστούγεννα οἱ δυό αὐτοί δρόμοι συναντῶνται κι ἀνοίγει φωτεινό γιά τούς πιστούς τό μονοπάτι τῆς νέας ζωῆς. Ἐδῶ, στό σταυροδρόμι τῶν Χριστουγέννων, μαθαίνουμε ἀπό ἀγγέλων χείλη ὅτι ἐπιτέλους φανερώθηκε στή γῆ μας ἡ δόξα τοῦ Θεοῦ, ἡ εἰρήνη τοῦ κόσμου, καί ἡ εὐδοκία τοῦ ἀνθρώπου· «Δόξα ἐν ὑψίστοις Θεῷ καί ἐπί γῆς εἰρήνη, ἐν ἀνθρώποις εὐδοκία».
 Μέ τή γέννηση τοῦ Χριστοῦ ὁ Θεός ἀπεκάλυψε τόν ἑαυτό του στόν ἄνθρωπο. Μπρός στά ἔκθαμβα μάτια μας ξεδίπλωσε τά μυστικά του, ἔδειξε τό πλάτος τῆς ἀγάπης του, τό βάθος τῆς σοφίας του, ἄφησε νά δοῦμε τό πρόσωπό του -ὅσο μπορούσαμε. Ἡ φυσική δημιουργία ἀλλά κι ἡ ἱστορία τοῦ ἐκλεκτοῦ λαοῦ εἶχαν ἤδη μιλήσει γιά τήν ἀρετή καί τή θεότητά του, γιά τή δύναμη καί τό μεγαλεῖο του. Ἀλλά ποτέ πρίν δέν φάνηκε ἔτσι ἡ δόξα του, ὅπως στό σπήλαιο τῆς Βηθλεέμ, γιατί ποτέ πρίν δέν ἐκφράσθηκε ἔτσι ἡ ἀγάπη του. Ἔρριξε τό μονάκριβο παιδί του στή μεγαλύτερη περιπέτεια, γιά νά μᾶς ἀναγγείλει μέ σάρκα καί στόμα ἀνθρώπινο τό ὄνομά του, τοῦ Πατρός καί τοῦ Υἱοῦ καί τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, νά μᾶς διδάξει ποιός εἶναι ὁ ἀληθινός Θεός καί τί εἶναι ἀληθινός Θεός. Αὐτή ἡ ἀποκάλυψη ἀποτελεῖ ἀπό μόνη της δόξα Θεοῦ. Ὅπως δόξα γιά τό διαμάντι εἶναι αὐτή ἡ λάμψη του, καθώς στραφταλίζει κάτω ἀπό τό ἔμπειρο βλέμμα, ὅπως δόξα γιά τό βασιλιά εἶναι αὐτό τό ἀξίωμά του, ὅταν ἀσκεῖται ἐπάξια, ἀνάλογα δόξα γιά τό Θεό εἶναι αὐτό τό ἴδιο τό φανέρωμά του, καθώς «ἔκλινε οὐρανούς καί κατέβη» καί πλάγιασε σάν βρέφος μέσα στή φάτνη.
 Ἡ δόξα τοῦ Θεοῦ εἶναι ἕνα καθρέφτισμα τοῦ οὐρανοῦ πάνω στό πρόσωπο τῆς γῆς, ἀλλά εἶναι καί μιά ἀντανάκλαση τοῦ οὐρανοῦ μέσα στό πρόσωπο τῆς γῆς. Ὅπως μποροῦμε νά καταλάβουμε τή λαμπρότητα τοῦ ἥλιου κοιτάζοντας πρός αὐτόν, ἀλλά καί βλέποντας τήν πλάση νά φωτίζεται ἀπό τό φῶς του, ἔτσι μποροῦμε νά θαυμάσουμε τή δόξα τοῦ Θεοῦ μελετώντας τίς φανερώσεις του, άλλά καί ἐκτιμώντας τά ἀποτελέσματά τῆς ἐπισκέψεώς του στή γῆ. Ἡ ἐπίσκεψη τοῦ Χριστοῦ σημαίνει τήν ἐπίσκεψη τῆς εἰρήνης στόν κόσμο, πού τόν εἶχε ἐγκαταλείψει ντροπιασμένη γιά τήν ἀπιστία τοῦ ἀνθρώπου στήν πρώτη ἐκείνη συνθήκη μέ τόν Θεό μέσα στόν παράδεισο. Τώρα πού ἡ συνθήκη ἀνανεώνεται, πού μέ τό πολύ του ἔλεος ὁ Πλάστης γίνεται Πατέρας, ἡ εἰρήνη ξανάρχεται στή γῆ, ὄχι ἀφηρημένα σάν κατάσταση, άλλά συγκεκριμένα σάν πρόσωπο· εἶναι ὁ Ἐμμανουήλ. Μεθ’ ἡμῶν ὁ Θεός· τό σῶμα του γίνεται σῶμα μας, καθώς ὅλοι οἱ πιστοί συναρμολογοῦνται πάνω του ὡς μέλη, κι ὁ ἴδιος γίνεται ὁ ὀργανικός σύνδεσμος τοῦ ἀνθρώπου μέ τό συνάνθρωπο, ἀφοῦ ἑνώνει καί τούς πιό ἀντίθετους μέσα στόν ὀργανισμό τῆς Ἐκκλησίας του. Τό πανανθρώπινο αἴτημα τῆς ἀγάπης καί τῆς ἀδελφωσύνης παίρνει σάρκα καί ὀστᾶ μ’ αὐτήν τήν κοινωνία εἰρήνης τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, τήν Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ. Κι ἡ εἰρήνη, πού ἔτσι κατοικεῖ πάνω στή γῆ, δοξάζει τό Θεό ἀνταποδίδοντας τή δόξα του.
 Ἀλλά ἡ εἰρήνη τοῦ Χριστοῦ δέν εἶναι μόνο μιά εἰρήνη τοῦ ἀνθρώπου μέ τό συνάνθρωπο, εἶναι ἐπίσης μιά εἰρήνη τοῦ ἀνθρώπου μέ τό Θεό. Ὁ Ἰησοῦς ὡς τέλειος ἄνθρωπος καί Θεός μαζί γίνεται ὁ ζωντανός δεσμός μεταξύ τους καί εἰρηνεύει τήν ἐπαναστατημένη καρδιά μας. Μᾶς προσφέρει τήν εὐδοκία τοῦ Θεοῦ, τήν ἀμνηστία καί τήν εὔνοιά του. Μᾶς συμφιλιώνει μαζί του καί ζητᾶ νά δεχθοῦμε αὐτή τή συμφιλίωση. Δέν ζητᾶ νά κάνουμε κάτι, ἀλλά μόνο νά δεχθοῦμε τήν εὐδοκία, πού ὁ ἴδιος ἀντιπροσωπεύει. Θέλει ἕναν τόπο νά γεννηθεῖ μέσα μας, γιά νά μᾶς ἀναγεννήσει στή χάρη καί στή λύτρωση. Ἡ χαρά μας καί ἡ ἁρμονία μας τότε θά συνθέσουν μέ τή σειρά τους τήν πιό ἀληθινή δοξολογία στό Θεό. Στό σταυροδρόμι τῶν Χριστουγέννων οἱ φωνές τῶν ἀγγέλων σκεπάζονται σήμερα ἀπό ἀπαίσιες κραυγές. Ὁ ἄνθρωπος ὑβρίζει τόν Θεό· φασκελώνει τή δόξα του κι ἐπιδεικνύει αὐτάρεσκα τά δικά του ἐπιτεύγματα. Χλευάζει τήν εἰρήνη του· τήν ἀγνοεῖ καί δέν τήν ἐννοεῖ. Ἀπορρίπτει τήν εὐδοκία του· γι’ αὐτό μένει δυστυχισμένος καί βασανιζόμενος. Τί Χριστούγεννα θά κάνει φέτος ἡ ἀνθρωπότης; Ποιός θά ἀκούσει τόν ὕμνο τῶν ἀγγέλων; Ἄν μέ ἀγάπη ζητᾶς «ἐλθέτω ἡ βασιλεία σου», θά νιώσεις τό «ἐπί γῆς εἰρήνη». Κι ἄν μέ χαρά καί ἀφοσίωση ὁμολογεῖς «γενηθήτω τό θέλημά σου», πηγαῖα θά ἀναφωνήσεις τό «ἐν ἀνθρώποις εὐδοκία». Αὐτός πού γιορτάζει ἀληθινά τή γέννηση τοῦ Χριστοῦ, γιορτάζει πράγματι τή δική του ἀναγέννηση, τή γέννηση ἑνός καινούργιου καί λυτρωμένου ἀνθρώπου.
 

Σ. Ν. Σάκκος

Δευτέρα, 26 Μάιος 2014 03:00

Ἐμμανουήλ

 Παραμονές Χριστούγεννα! Πλημμύρα φῶτα στούς πολύβοους δρόμους μας. Πλημμύρα κόσμος συναζότανε στά ἀστικά. Ἀνέβαινα σπρωγμένη ἀπό σακκοῦλες καί τεράστια κουτιά πού ᾿κλειναν μέσα τά καινούργια δῶρα τῶν παιδιῶν.
 - Χριστούγεννα, μουρμούρισε μιά νεαρή κυρία πίσω μου. Νά τρέχεις καί νά μή φτάνεις!
 - Νά σοῦ πῶ, Δέσποινα, ἀναστέναξε ἀπαντώντας της μιά ἐπίσης νεαρή φωνή. Τά Χριστούγεννα νιώθω ἀκόμα πιό μόνη. Τό λένε ἄλλωστε· εἶναι ἡ μελαγχολία τῶν γιορτῶν.
 Γύρισα φευγαλέα καί κοίταξα τό νεαρό κορίτσι πού πρόφερε τούτη τήν πρόταση. Ἤτανε γύρω στά 25 της -ἕνα ὄμορφο πρόσωπο στεφανωμένο μέ μεταξωτά μαλλιά· καί δυό μεγάλα μάτια πού κοιτούσανε μ’ ἀφηρημένη κούραση καί μέ μελαγχολία ἀκαθόριστη.
 «Τά Χριστούγεννα νιώθω ἀκόμα πιό μόνη»...
 Τό γνώριζα τοῦτο τό αἼσθημα -λογίστηκα- ὅπως τό γνώριζαν οἱ περισσότεροι ἀπό μᾶς, πού φορτωμένοι μέ σακκοῦλες καί μέ δῶρα τρέχαμε νά γιορτάσουμε Χριστούγεννα· ὅπως τό γνώριζε ὁ φωταγωγημένος κόσμος μας, πού τό ὀνομάτισε στά ψυχολογικά βιβλία του «ἡ μοναξιά καί ἡ μελαγχολία τῶν γιορτῶν».
 Μοναξιά! Κάποτε περισφίγγει ὅλους μας· εἶναι ἐκεῖνο πού σηκώνουμε στά βάθη μας, πού δέν μοιράζεται μήτε καί μέ τούς πιό ἀγαπημένους μας. Εἶναι ἐκεῖνο πού περίσσεψε στόν κόσμο μας, πού ἔφερε -κατά πώς τό ᾿πε ὁ λογοτέχνης μας- τίς στέγες μας τόσο κοντά καί τίς καρδιές μας τόσο μακριά. Κι ἔτσι ἀπομείναμε ἀσυντρόφιαστοι, καθείς νά περπατᾶ σέ δρόμους πού δέν τέμνονται, στήν ἐρημία καί στό ἄγχος τῆς σιωπῆς, πού μεγαλώνει ἀπειλητικά τοῦτες τίς μέρες πού ὅλα ἔξω μας φωτίζονται.
 «Τά Χριστούγεννα νιώθω ἀκόμα πιό μόνη»· μιά πρόταση τόσο ἀταίριαστη στά εἰκοσιπέντε χρόνια πού τήν πρόφεραν.
 Περνοῦσε τό λεωφορεῖο μας ἔξω ἀπό μία ἐκκλησιά· ἔκανα τό σταυρό μου, ὅπως συνήθιζα. Μόνο πού τούτη τή φορά μιά εὐγνωμοσύνη χύθηκε μέσα μου· εὐγνωμοσύνη, γιατί σέ λίγες μέρες θ’ ἀξιωνόμουν νά βρεθῶ μές στό ναό· ν’ ἀκούσω ἐκεῖ τό εὐλογημένο μήνυμα τοῦ λυτρωμοῦ, πού ᾿χει τή δύναμη νά λιγοστεύει τή δική μου μοναξιά: «Ἐτέχθη ὑμῖν σήμερον σωτήρ·... Καί καλέσουσι τό ὄνομα αὐτοῦ Ἐμμανουήλ, ὅ ἐστι μεθερμηνευόμενον μεθ’ ἡμῶν ὁ Θεός».
 Γεννήθηκε! Ἐκεῖνος πού ἐμεῖς οἱ ἄνθρωποι τόν εἴπαμε «Ἐμμανουήλ», τόν εἴπαμε «συνοδοιπόρο» μας καί «συντροφιά», γιατί ἐκεῖνο ψάχναμε: μιά συντροφιά νά συνοδοιπορήσει ὥς τά κεκλεισμένα ἔγκατα τοῦ κόσμου μας, νά μοιραστεῖ αὐτό πού δέν μοιράζεται· μιά συντροφιά νά βάλει στή ζωή μας ἕνα «σύν»· νά πεῖ τόν ἄλλο ἄνθρωπο «συνάνθρωπο», «συνοδοιπόρο», «ἀδελφό».
 Ἦρθε Ἐκεῖνος, ὁ μεγάλος μας Συνάνθρωπος, ὁ Ἐμμανουήλ, γιά νά σκορπίσει τή γαλήνη ἀπό τά μειδιάματα τῆς φάτνης του στίς κουρασμένες μας ψυχές· χάδι παρηγορητικό νά μᾶς θωπεύσει στήν ἀγάπη του, γιά νά ἀκοῦμε πάντοτε ᾿κείνη τήν ἅγια ὑπόσχεση πού στάζει θαλπωρή: «Εἶμαι ἐδῶ γιά σένα! Εἶμαι πάντα ἐδῶ! Ἀκόμα κι ἄν ἡ μάνα ἐγκαταλείψει τά μικρά της, ὅμως ἐγώ θά ᾿μαι κοντά σου πάντοτε!» (Ψα 26,10)· νά σβήσει ἡ μοναξιά μας μές στή θεία ἀγκαλιά.
 Κοίταξα πάλι τό κορίτσι μέ τή μελαγχολική ματιά. Κι ἔνιωσα τήν ἀνάγκη νά τῆς πῶ ἀπό καρδιᾶς· σέ ᾿κείνην καί στόν κάθε πληγωμένο ἀπό τή μοναξιά συνάνθρωπο: «Ἀδελφέ μου, ἄγνωστε κι ὅμως τόσο γνώριμε, δέν εἴμαστε πιά μόνοι, οὔτε ἐγώ οὔτε ἐσύ. Γεννήθηκε ὁ Ἐμμανουήλ! Ἔγινε ὁ Θεός μας “μεθ’ ἡμῶν”! Αὐτό μᾶς λένε τά Χριστούγεννα. Ἔλα νά περπατήσουμε μαζί στή Βηθλεέμ, νά πᾶμε στό ναό, στή φάτνη τήν ἀληθινή, νά γονατίσουμε στό λίκνο Του· νά λυτρωθοῦμε· νά Τόν προσκυνήσουμε.Ἀμήν».

Μ. Σωτηρίου

Δευτέρα, 26 Μάιος 2014 03:00

Γεννέθλια

 25 ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΥ. Κάθε χρόνο τέτοια μέρα ἔρχομαι, συλλογισμένος ἐπισκέπτης, στά γενέθλιά Σου, Κύριε. Ἔρχομαι ἀπό τότε, πού μικρό παιδί μ’ ἔφερνε ἀπ’ τό χεράκι ἡ μαμά, νά προσκυνήσω τή φάτνη τοῦ μικροῦ Χριστοῦ. Μέσα ἀπ’ τά πολύχρωμα δῶρα καί τά φανταχτερά λαμπιόνια, ἡ παιδική μου καρδιά ἀνεκάλυπτε τή φτωχή σπηλιά κι ἐρχόταν μέ χαριτωμένη ἁπλότητα ν’ ἀποθέσει στή γιορτή Σου τό δῶρο της: ἕνα χριστουγεννιάτικο τραγουδάκι στήν ἀρχή, κάποια καλή πράξη, ἡ πρώτη παιδική ἐξομολόγηση, ἡ πρώτη συνειδητή Θ. Κοινωνία ἀργότερα. Καί μέσα στήν ἁπλοϊκή της διάθεση, ὅλα φαίνονταν φυσικά, ἁπλά, φωτεινά καί ὄμορφα.
 Ὅμως, σιγά-σιγά ἡ διάθεση ἄλλαξε. Καί ἡ γέννησή Σου δέν ἦταν πιά κάτι ἁπλό γιά μένα. Ἐρχόταν νά ταράξει τή φυσική τάξη τῶν πραγμάτων γύρω μου καί τήν ὑποκειμενική αἰτιότητα τῆς λογικῆς μέσα μου. Ἡ σιωπηλή ἀποδοχή τοῦ θαύματος δέν ἱκανοποιοῦσε πιά τήν ταραγμένη μου ὕπαρξη, καί στεκόμουν ἀπέναντι στή γέννησή Σου μέ πνεῦμα δύσπιστο καί κριτικό. Ἔφερνα μπροστά στή φάτνη σου ὅλη τήν ἀνθρώπινη λογική καί σοφία, γιά νά Σέ καταλάβω καί νά Σ΄ ἑρμηνεύσω, κι ὅλη τήν ἀνθρώπινη γνώση καί ἠθική, γιά νά μπορέσω νά Σέ δεχτῶ. Καί χανόμουν μέσα σ’ ἕνα πλῆθος ἀμφισβητήσεων καί διαλογισμῶν. Κι Ἐσύ ὅλο ἀπομακρυνόσουν, Κύριε, κι ἐγώ ὅλο προσπαθοῦσα μέσα ἀπ΄ τήν ἀνθρώπινη διάνοια, γεμάτος ἀγωνία, νά Σέ φτάσω, νά Σέ φτάσω, νά Σέ φτάσω, Κύριε… ὥσπου ἔφτασα στά ὅρια τῆς ἀνθρώπινης φύσεώς μου, καί κουρασμένος κι ἀπογοητευμένος τώρα πιά, παραδέρνω μέσα σ΄ ἕνα ἀδιέξοδο παραλογισμοῦ καί ἀπελπισίας.
 25 ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΥ. Καί φέτος τέτοια μέρα ἔρχομαι, ἕνας κουρασμένος ἄνθρωπος στά γενέθλιά Σου, Κύριε. Ἔρχομαι μόνος, χωρίς δῶρα, μέ τήν ψυχή γυμνή ἀπ΄ τ΄ ἀνθρώπινα, χωρίς γνώση, χωρίς σοφία, χωρίς ἀρετή, χωρίς ἀξιοπρέπεια. Ἔξω ἀπό τήν πόρτα τῆς φάτνης Σου ἀφήνω -ὄχι δίχως πόνο-ὅλη τήν πολύτιμη περιουσία μου· τή μόρφωσή μου, τήν κουλτούρα μου, τήν ἠθική μου, τήν οἰκογενειακή μου ἀγωγή, ὅλο τόν μόχθο τῆς ζωῆς μου. Μιᾶς ζωῆς, πού μάταια περιπλανήθηκε στά σταυροδρόμια τοῦ κόσμου καί ἀστόχαστα δαπανήθηκε σ΄ἕνα σωρό ξένες ἀπό μένα σκοπιμότητες.
 Κι ἔρχομαι, Κύριε, μέ ὅ,τι μοῦ ἀπέμεινε, ἀποκλειστικά δικό μου, στή μέχρι τώρα πολιτεία μου. Τήν ἀθλιότητά μου. Τήν ἀποθέτω μπροστά στή φάτνη Σου. Καί Σέ παρακαλῶ νά τή δεχτεῖς. Καί μαζί Σοῦ προσφέρω καί τή ζωή μου. Μιά ζωή τόσο μικρή καί τόσο εὔθραυστη, ἀλλά τόσο πολύτιμη κοντά Σου. Καί Σέ παρακαλῶ ν΄ ἀναγεννήσεις τή ζωή μου, Κύριε. Στά δικά Σου γενέθλια θέλω νά γιορτάζω καί τά γενέθλια τῆς δικῆς μου ψυχῆς. Ζητῶ μιά θέση δίπλα στή φάτνη Σου, ἀνάμεσα σέ ὅλους τούς δικούς Σου, βοσκούς καί μάγους, πού Σέ προσκυνοῦν. Σήμερα πού ἐσύ πολιτογραφεῖσαι στή γῆ, ἐγώ ζητῶ νά πολιτογραφηθῶ στόν οὐρανό. Γιατί σήμερα, νιώθω νά γεννιέμαι μέσα στήν Ἐκκλησία ἀπό Σένα, Κύριε, καί ἀποδέχομαι τή σχέση τῆς πατρότητας μέ τήν ὑποταγή μου στό θέλημά Σου.

 25 ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΥ. Κάθε χρόνο τέτοια μέρα θά ἔρχομαι ταπεινός προσκυνητής στά γενέθλιά Σου, Κύριε. Θά ἔρχομαι ὅπως τότε, σάν μικρό παιδί, νά προσκυνήσω τή φάτνη τοῦ μεγάλου Θεοῦ. Μέσα ἀπ΄ τίς ὀρθολογιστικές σκέψεις καί τίς πομπώδεις ἀμφισβητήσεις, ἡ νεανική μου ψυχή θ΄ ἀνακαλύπτει τήν περιφρονημένη ἀπ΄ τούς ἀνθρώπους φάτνη, καί θά ΄ρχεται γεμάτη δέος μυστικό, γιά προσευχή καί δοξολογία.
 25 ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΥ. Στά γενέθλιά Σου, Κύριε, Σοῦ προσφέρω τά δῶρα μου· ἀθλιότητα καί ἀδυναμία.
Στά γενέλια τῆς ψυχῆς μου, Κύριε, ἱκετεύω τή δική Σου Δωρεά· Ἔλεος καί Χάρη.
 

Νίκη Ραφαηλίδου
    
    

Δευτέρα, 26 Μάιος 2014 03:00

Γιορτάζουμε Χριστούγεννα

Θαῦμα ἐξαίσιο καί μυστήριο παράδοξο γιά τή ζωή μας ἡ ἐνανθρώπηση τοῦ Θεοῦ. Κατάπληκτος ὁ ἅγιος ᾿Ιωάννης ὁ Χρυσόστομος ἀναφωνεῖ· «Τί εἴπω καί τί λαλήσω;... ῾Εκούσια ὁ Θεός ντύνεται τό δικό μου σῶμα, γιά νά χωρέσω ἐγώ τόν δικό του Λόγο καί παίρνοντας τή δική μου σάρκα μοῦ δίνει τό δικό του Πνεῦμα... Παίρνει τή σάρκα μου, γιά νά μέ ἁγιάσει· μοῦ δίνει τό Πνεῦμα του, γιά νά μέ διασώσει» (Λόγος εἰς τήν γενέθλιον ἡμέραν τοῦ Σωτῆρος, ΡG 56,388).
᾿Αλλά τί εἶναι ὁ Θεός καί πῶς γίνεται ἄνθρωπος; Πῶς χωρᾶ στήν πεπερασμένη ἀνθρώπινη ὕπαρξη ὁ Λόγος τοῦ Θεοῦ; «Παραπληκτίσωμεν εἰς τά τοῦ Θεοῦ μυστήρια ἐρευνῶντες», λέει ὁ Θεολόγος Γρηγόριος. ῾Η μόνη ἀσφαλής διέξοδος, ὅπως τονίζουν οἱ πατέρες, εἶναι νά πλησιάζουμε τό μυστήριο τῆς ἁγίας Τριάδος μέ τή φώτιση τοῦ ἁγίου Πνεύματος, μέ τόν θεῖο λόγο καί μέ μυστηριακή ζωή.
Γιά νά κατανοήσουμε τό νόημα τῶν Χριστουγέννων, μᾶς χρειάζεται Πνεῦμα ἅγιο. Καί σ᾿ αὐτό ἀκριβῶς ἔρχεται νά μᾶς βοηθήσει ὡς μάνα φιλόστοργη ἡ ἁγία ᾿Εκκλησία τοῦ Χριστοῦ. Μέ τόν τρόπο της μᾶς παίρνει ἀπό τό χέρι ὡς παιδιά της καί μᾶς ὁδηγεῖ στή Βηθλεέμ· μᾶς βάζει μέσα στό σπήλαιο καί μᾶς γονατίζει μπροστά στή φάτνη. ᾿Εκεῖ, ὅταν ἐμεῖς μέ ταπείνωση δεχθοῦμε νά γίνουμε μαθητές της, μᾶς διδάσκει τό μεγάλο γεγονός, ὅτι ὁ Θεός ἔγινε ἄνθρωπος. ῞Οταν μέ συναίσθηση ὑπακούσουμε στό λόγο της καί οἰκειωθοῦμε τά μυστήριά της, μᾶς καθιστᾶ κοινωνούς στό θαῦμα· Γεμίζουμε εὐφροσύνη, καθώς ἀντιφεγγίζει μέσα μας ἡ λάμψη τοῦ νεογέννητου Χριστοῦ καί ἐγγίζει τήν ψυχή μας ἡ θαλπωρή πού σκορποῦν τά χαμόγελά του.
 Βέβαια, ἴσως κάποιος ἀντιτείνει ὅτι ὅλος ὁ κόσμος σχεδόν τά ξέρει τά Χριστούγεννα καί μάλιστα οἱ περισσότεροι τά γιορτάζουν κιόλας ὡς χριστιανοί. ᾿Εντούτοις, δέν πρόκειται γι᾿ αὐτό. ῾Η γέννηση τοῦ Χριστοῦ δέν ἔχει καμιά σχέση μέ τήν κοσμική γιορτή, πού φέρει τό ὄνομά της καί περιορίζεται σέ ὁρισμένα τυπικά θρησκευτικά καθήκοντα. Αὐτή εἶναι ἴσως μία θαυμάσια γιορτή γιά τό πεπτικό μας σύστημα ἤ γιά τίς ἐθιμοτυπίες μας. Δέν προσφέρει ὅμως τίποτε σ᾿ αὐτούς πού πεινοῦν καί διψοῦν τή δικαιοσύνη, σ᾿ αὐτούς πού μ᾿ ὅλες τίς ἀνέσεις καί τά ἀγαθά τους μένουν ἀνικανοποίητοι, διότι τούς λείπει ὁ Θεός. Χρειάζεται, τάχα, νά μνημονεύσουμε τίς τραγικές διαστάσεις πού παίρνει στίς μέρες μας αὐτή ἡ ἔλλειψη τοῦ Θεοῦ ἀπό τίς λεγόμενες χριστιανικές κοινωνίες; ᾿Εναγώνιοι καί συγκλονισμένοι παρακολουθοῦμε τίς ἀπρόβλεπτες τρομοκρατικές ἐκδηλώσεις πού θρυμματίζουν τή μυριοπόθητη εἰρήνη, ἐντείνουν τήν ἀνασφάλεια καί παραβιάζουν κάθε ἔννοια ἠθικῆς, βάζοντας σέ δοκιμασία τό νευρικό μας σύστημα καί ἐξαχρειώνοντας ἀπαράδεκτα τήν ἀνθρώπινη προσωπικότητα.
 Κι ὅμως, γιά τό μικρό ποίμνιο, γιά τούς χριστιανούς -ὄχι τῆς τυπικότητας ἀλλά τῆς συνειδήσεως- τά Χριστούγεννα εἶναι μία γιορτή, πού θά τούς βοηθήσει νά ζήσουν τήν ἐνανθρώπηση τοῦ Χριστοῦ ὄχι ὡς ἕνα γεγονός τοῦ καιροῦ ἐκείνου ἀλλά ὡς μία πραγματικότητα τοῦ σήμερα. Διότι αὐτό θά πεῖ γιορτάζω· φεύγω ἀπό τό χρόνο μου καί ἀπό τόν τόπο μου καί μπαίνω στήν αἰώνια ὥρα τοῦ Θεοῦ, στή ζωντανή παρουσία του, γιά νά ζήσω τήν ἱστορία του σάν ἱστορία μου. «Σήμερον ὁ Χριστός γεννᾶται», ψάλλει ἡ ᾿Εκκλησία μας, σπάζοντας τά χρονικά καί τοπικά ὅρια καί μεταφέροντας τούς πιστούς σέ ἕνα διαρκές θεῖο παρόν.
 Αὐτός ἀκριβῶς εἶναι καί ὁ κυριότερος τρόπος πού διαθέτει ἡ ᾿Εκκλησία, γιά νά μᾶς μυήσει στό σχέδιο τῆς θείας Οἰκονομίας. ῾Η λατρεία, ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ, τά μυστήρια, ὅλα ἀποβλέπουν στό νά μᾶς ἐλευθερώσουν ἀπό τά δεσμά τοῦ τόπου καί τοῦ χρόνου καί ἤ νά φέρουν τό γεγονός κοντά μας, στήν ἐποχή μας, ἤ νά μεταφέρουν ἐμᾶς κοντά του, στήν ἐποχή του. Αὐτή τή δυνατότητα τή δίνει μόνο ἡ ᾿Εκκλησία, διότι μόνο αὐτή ἔχει θεανθρώπινο χαρακτήρα, χαρακτήρα πού ἀγκαλιάζει καί τόν ἄνθρωπο καί τόν Θεό, οὕτως ὥστε νά βρίσκεται καί μέσα καί ἔξω ἀπό τό χρόνο. ᾿Αφ᾿ ἑνός στέκεται κοντά καί στόν πιό μεγάλο ἁμαρτωλό, καί ἀφ᾿ ἑτέρου ζῆ στήν αἰωνιότητα τοῦ Θεοῦ.
 ῞Οταν αὐτό εἶναι τό βαθύτερο νόημα κάθε γιορτῆς, μποροῦμε πολύ καλά νά καταλάβουμε πόσο ἀνταποκρίνεται ὁ ἑορτασμός τῶν περισσοτέρων μας στή σημασία τῶν Χριστουγέννων. Μακριά ἀπό τήν ᾿Εκκλησία, ἄγευστοι τῶν ἱερῶν μυστηρίων καί ἀδιάφοροι πρός τίς ἀλήθειες τοῦ θείου λόγου τί Χριστούγεννα μποροῦμε νά γιορτάσουμε; Μοιάζουμε μ᾿ ἐκείνη τήν ὁλόχρυση περίτεχνη λάμπα, πού παραμένει ἄχρηστη, διότι δέν φωτίζει, δέν ἔχει ἐπαφή μέ τήν ἠλεκτρική πηγή. ῎Ετσι ἐκφυλίζουμε τή γιορτή σέ μία ἀκόμη εὐκαιρία ἐθιμοτυπίας, μία γιορτή ρουτίνας καί ἕνα κατεστημένο ἁμαρτίας, πού σιγά-σιγά μᾶς ἀηδιάζει καί μᾶς σπρώχνει στίς πιό ἀντιχριστιανικές ἐκδηλώσεις, μέ τή μάταιη ἐλπίδα νά σπάσουμε τή μονοτονία μας.
 ῎Αν εἶναι κακό μέσα στήν πρόοδο τοῦ 21ου αἰώνα νά πιστεύει κάποιος στά εἴδωλα, πόσο χειρότερο εἶναι νά πιστεύει στά εἴδωλα καί νά νομίζει ὅτι εἶναι χριστιανός; Κι ὁπωσδήποτε, δέν μπορεῖ νά λογίζεται χριστιανός ἐκεῖνος πού περιορίζει τή χριστιανική του ἰδιότητα στά ἐθιμοτυπικά καί στή ρουτίνα τοῦ κατεστημένου. ῞Οσο κι ἄν δαπανήσουμε καί ἐκδαπανηθοῦμε γιά νά γιορτάσουμε τά Χριστούγεννα, θά μείνουμε μακριά ἀπό τό νόημά τους, ἄν οἱ μέρες αὐτές δέν γίνουν ἀφορμή γιά τήν πνευματική μας ἀνανέωση, γιά τήν ἀναθέρμανση τῶν σχέσεών μας μέ τόν ἐνανθρωπήσαντα Θεό.
 ῾Η γιορτή τῶν Χριστουγέννων μᾶς ἀποκαλύπτει τόν Θεό καί μᾶς καλεῖ νά θεωθοῦμε, ν᾿ ἀνυψωθοῦμε ἀπό τή γῆ στόν οὐρανό, ὅπως ὁ Θεός κατέβηκε ἀπό τόν οὐρανό στή γῆ. Μέ τήν ἀναβάθμιση τῆς πνευματικῆς μας ζωῆς, μέ τή συνεχῆ ἀνανέωση καί πρόοδο τῆς ἀγαπητικῆς σχέσεώς μας πρός τόν Θεό παίρνουν νόημα οἱ γιορτές, παίρνει νόημα καί χρῶμα ὅλη ἡ ζωή μας.
 

Στέργιος Ν. Σάκκος

Δευτέρα, 26 Μάιος 2014 03:00

Συντεταγμένες

 Τί εἶναι ἕνα ὄνομα; Τίποτα. Μιά λέξη καί πάνω της ὅλη ἡ σκόνη τοῦ χρόνου. Δισεκατομμύρια ὀνόματα στοιβαγμένα σέ μητρῶα, δημοτολόγια, λεξικά, βιογραφίες, γενεαλογίες πασχίζουν νά ζήσουν. Τά παιδιά τοῦ Ἀδάμ ξέρουν καλά ὅτι εἶναι χῶμα καί τρέμουν τήν ἀπροσδιοριστία, τόν ἀφανισμό, τή λήθη. Τό ὄνομα ἔγινε τά πάντα, ἡ ἱστορία μας.
 Ἐκεῖνο τό πρωί στή Βηθλεέμ ἐπί Καίσαρος Αὐγούστου, ἡγεμονεύοντος τῆς Συρίας Κυρηνίου, ἐν ἡμέραις Ἡρώδου τοῦ βασιλέως, ἕνα ἀκόμη ὄνομα στριμώχθηκε στούς καταλόγους τῶν ἀνθρώπων: Ἰησοῦς, τοῦ Ἰωσήφ καί τῆς Μαρίας, τῆς φυλῆς τοῦ Ἰούδα, τοῦ οἴκου καί τῆς γενιᾶς Δαβίδ.
 Νικομήδεια 312 μ.Χ. Αὐτοκράτορας ὁ Μαξιμῖνος καί ἀπέναντί του δέσμιος ὁ Λουκιανός.
- Ποιό εἶναι τ' ὄνομά σου;
- Εἶμαι χριστιανός.
- Ἀπό ποιά πόλη εἶσαι;
- Εἶμαι χριστιανός.
- Ποιοί εἶναι οἱ πρόγονοί σου;
- Εἶμαι χριστιανός.
- Τί δουλειά κάνεις;
- Εἶμαι χριστιανός.
 Στή φάτνη ἀνατρέπονται τά πάντα. Κι ἀρχίζει ἀπ' τήν ἀρχή ἡ ἱστορία μας, ὁρίζεται ξανά ἡ ταυτότητά μας, ἀνακαινίζεται ἡ φύση μας. Ὅσα ζήσαμε πρίν ἦταν σκιά, ὄνειρο, φευγαλέο καί ἀνυπόστατο σχῆμα. Ἐδῶ μπαίνουμε στό ἀπόλυτο τοῦ Θεοῦ, πού βρέφος μικρό σπαργανωμένο μπαίνει στή σχετικότητά μας. Ὅ,τι ἤμασταν πρίν ἦταν διχασμός, διάσταση, σύγχυση. Ἐδῶ βρίσκουμε τήν ἀναφορά μας, τό χαμένο μας πρόσωπο στόν σαρκωμένο Υἱό τοῦ ἀνθρώπου, τόν Θεό πού ἔγινε ἄνθρωπος, γιά νά πάψει τό θηρίο πού βρυχᾶται μέσα μας καί ν' ἀκουστεῖ τό τραγούδι τῶν ἀγγέλων. Ὅλες οἱ γενιές τῶν ἀνθρώπων μαραμένα φύλλα ξαναπαίρνουν ζωή ἀπ' αὐτή τή ρίζα, τή ρίζα Ἰεσσαί πού βλάστησε μές στή σπηλιά.
 Στή φάτνη ἀνακεφαλαιώνονται τά πάντα: οἱ αἰῶνες, τό σύμπαν, οἱ ἄνθρωποι. Ὁ δοῦλος τῆς ἀπογραφῆς Ὀκταβιανοῦ ἀπογράφει ὅλα τά ἔθνη ἀπό κτίσεως μέχρι συντελείας κόσμου.
Στή Βηθλεέμ ἐκείνη τή νύχτα γεννήθηκε αὐτός πού γιά τήν τρομακτική του κένωση τοῦ χαρίστηκε ἀπ' τόν Πατέρα τό ὑπέρ πᾶν ὄνομα. Ἀπό τότε τ' ὄνομά μας δέν εἶναι μόνο μιά λέξη στό ἀρχεῖο τοῦ χρόνου. Εἶναι μιά σχέση μέ τόν Ἄχρονο. Ὅσοι βρήκαμε τή φάτνη καί προσκυνήσαμε, κληθήκαμε παιδιά Θεοῦ, πήραμε ὄνομα ἄλλο, καινούργιο, λαμπρό σάν ἀστρικό θραῦσμα στό στερέωμα τοῦ χρόνου, θραῦσμα ἀπ' τό δικό του τό ἀνέσπερο ὄνομα, γραμμένο στή βίβλο τῆς ζωῆς, σωσμένο γιά πάντα στήν ἀγκαλιά τῆς μνήμης του. Ὅσοι τήν καταφρονήσαμε, μένουμε μόνο παιδιά τῆς γῆς καί τ' ὄνομά μας βουλιάζει σιγά-σιγά γιά πάντα στή Νεκρά Θάλασσα τῆς ἀπουσίας τοῦ Ἐμμανουήλ.
 

Ζωή Γούλα
Φιλόλογος

Δευτέρα, 26 Μάιος 2014 03:00

Γιορτή χωρίς τιμώμενο

 Εἶναι γεγονός ὅτι οἱ μεγάλες γιορτές στόν κόσμο τῆς Δύσης ἔχουν συνδεθεῖ μέ φαντασμαγορικό φωτισμό καί πλούσιο διάκοσμο σέ δημόσιους καί ἰδιωτικούς χώρους, ἄφθονα δῶρα καί ταξίδια. ᾿Αναμφισβήτητα ἡ γιορτή πού κατέχει τήν πρώτη θέση στόν δυτικό κόσμο εἶναι τά Χριστούγεννα. Καί ἐπειδή, καθώς περνοῦν τά χρόνια στή χώρα μας γιγαντώνεται ὁ μιμητισμός τοῦ τρόπου ἑορτασμοῦ, φαίνεται ὅτι πορευόμαστε σταθερά πρός τά δυτικά πρότυπα.
 Πολύ διαφορετικός εἶναι ὁ τρόπος ἑορτασμοῦ πού ἔχει καθιερώσει ἡ ᾿Εκκλησία μας, στήν ὁποία δικαιωματικά ἀνήκει ἡ πρωτοβουλία τοῦ ἑορτασμοῦ τῶν Χριστουγέννων. ᾿Αρχίζει τήν προετοιμασία πρίν σαράντα ἡμέρες (μικρή σαρακοστή). Τό πρῶτο μήνυμα πού μᾶς στέλνει αὐτή τήν περίοδο εἶναι ἡ νηστεία. Βέβαια στήν ἐποχή μας, πού ἡ ἀποχή ἀπό κάποιες τροφές φαντάζει ὡς τρομερή καταπίεση καί στέρηση ἀπό τίς χαρές τῆς ζωῆς, πολλοί χριστιανοί ἀναλαμβάνουν ρόλο διαιτολόγου, τονίζοντας τό εὐεργετικό ἀποτέλεσμα τῆς νηστείας γιά τήν ὑγεία τοῦ σώματός μας. Καλό βέβαια αὐτό, ἀφοῦ οἱ κατά χρέος ὀφείλοντες νά τονίζουν τίς συνέπειες τῆς καταναλωτικῆς ἀπληστίας σιωποῦν- ἄν δέν ἐνθαρρύνουν τή γαστριμαργία, ἡ ὁποία ἔχει ἀναχθεῖ σέ μάστιγα στίς κοινωνίες τῆς ἀφθονίας. ῞Ομως ἡ νηστεία δέν ἔχει ὡς πρώτιστο σκοπό τή διατήρηση τῆς ὑγείας τοῦ σώματος. Κύριος σκοπός της εἶναι νά μᾶς ἑτοιμάσει νά νιώσουμε ὅτι ὁ βασιλιάς τῶν βασιλιάδων ἐπέλεξε γιά τόπο τῆς γέννησής του ἕνα στάβλο, ἕνα ἀχούρι νά γράψουμε καλύτερα, μήπως καί συνειδητοποιήσουμε τό μέγεθος τῆς ταπείνωσης ᾿Εκείνου, πού ἦλθε νά μᾶς λυτρώσει ἀπό τή φθορά τῆς ἁμαρτίας καί τό θάνατο.
 Αὐτή ἡ κίνηση συγκατάβασης τοῦ Θεοῦ πρός τόν ἄνθρωπο εἶναι ξένη καί ἀκατανόητη γιά τήν ὑλιστική νοοτροπία μας. ᾿Εμεῖς θέλουμε τόν βασιλιά ἰσχυρό, πάμπλουτο, βουτηγμένο στή χλιδή καί ἀπαθῆ γιά τήν ἀθλιότητα πού τόν περιβάλλει. Δέν ἔχει σημασία πού δέν τόν ἀποκαλοῦμε πιά βασιλιά ἀλλά πρωθυπουργό ἤ πρόεδρο δημοκρατίας, μεγιστάνα τοῦ χρήματος, ἠθοποιό ἤ ποδοσφαιριστή. ᾿Εμεῖς θέλουμε τό ἴνδαλμά μας νά ζῆ μέ χλιδή, κι ἄς εἶναι πλῆθος τά προβλήματα πού μᾶς περιτριγυρίζουν κι ἄς ἐξαπλώνεται ἡ ἀθλιότητα στόν κόσμο. ᾿Εμεῖς κάνουμε ἀποδεκτά τά ἰνδάλματα, γιατί τρέφουμε ἄσβεστη τήν ἐλπίδα μέσα μας· Νά γυρίσει ὁ τροχός τῆς τύχης καί νά γίνουμε κάποτε καί μεῖς σάν κι αὐτά. Γι᾿ αὐτό καί τό λαχεῖο ἔγινε μόνιμος σύντροφός μας, γι᾿ αὐτό καί πέσαμε μέ τά μοῦτρα στό ἄγνωστό μας παιχνίδι τοῦ χρηματιστηρίου.
 ῎Εχοντας αὐτόν τόν προσανατολισμό γιορτάζουμε τά Χριστούγεννα ἀπό κεκτημένη ταχύτητα καί περισσή ἀδράνεια. Βέβαια, τηροῦμε κάποιες ἀναλογίες. ῎Αν ὄχι σαράντα, τριάντα μέρες πρίν ξεκινοῦμε μέ πλούσιο φωτεινό διάκοσμο καί μιά φάτνη στήν κεντρική πλατεία. Καί καθώς οἱ μέρες περνοῦν, μεγαλώνει ἡ κίνηση. ῾Η ἀγορά, λέμε, ζεσταίνεται, καθώς τό καταναλωτικό αἰσθητήριο, κυρίως τῶν παιδιῶν πού ἔχουν τό πρῶτο δικαίωμα, διεγείρεται ἀπό τίς προκλητικές βιτρίνες. Καθώς μάλιστα πλησιάζει ἡ ἡμέρα τῆς γιορτῆς, ἡ δραστηριότητα ἐντείνεται. ᾿Από τούς παραδομένους ἄνευ ὅρων στήν καταναλωτική μανία ἄλλοι κανονίζουν τό χριστουγεννιάτικο ρεβεγιόν σέ στενό ἤ εὐρύτερο κύκλο, ἐνῶ ἄλλοι ἑτοιμάζονται νά καταβροχθίσουν τά εὐρωπαϊκά χιλιόμετρα συμμετέχοντας σέ ὀργανωμένες ὁμάδες ἐκδρομέων.
 Στούς πολλούς, πού ἀδυνατοῦν νά προβοῦν σέ παρόμοιες σπατάλες, θά προσφερθεῖ ἄφθονο τηλεθέαμα, τό ὁποῖο θά χαρακτηριστεῖ ἐκ τῶν ὑστέρων χειρότερο ἀπό τό ἄθλιο περσινό. ῎Ετσι, ἀφοῦ κατά τά ξημερώματα ὁδηγηθοῦμε βεβαρημένοι ἀπό τή νύστα στό κρεβάτι μας, θά πέσουμε σάν ξεροί καί κανένα χτύπημα καμπάνας δέν θά καταφέρει νά φθάσει στά αὐτιά μας. Κάπως ἀργά μᾶς ἀναγγέλλουν οἱ καμπάνες τή γιορτή. ᾿Εμεῖς ἔχουμε γιορτάσει ἀποβραδίς! Τό πολύ κάποιοι ἀρκετά ἀργοπορημένοι στήν ἐπιστροφή τους νά συναντηθοῦν καθ᾿ ὁδόν μέ τούς ἄλλους πού σπεύδουν πρός τόν ναό ἀπό τόν ὄρθρο. Αὐτοί οἱ τελευταῖοι εἶναι οἱ «βοσκοί» πού ἔλαβαν ἀπό τούς ἀγγέλους τό μήνυμα ὅτι γεννήθηκε ὁ Χριστός. ᾿Αργότερα θά φανοῦμε καί ἄλλοι, καί ἄλλοι στούς δρόμους. Εἴμαστε ἐκεῖνοι πού παλεύουμε ἀνάμεσα στά τηλεοπτικά δρώμενα καί τό δρώμενο στή φάτνη. ᾿Ανάμεσά μας καί κάποιοι πού προσεγγίζουμε τό νεογέννητο μέ τή διάθεση τοῦ φαρισαίου ἀλλά καί τήν ἐκδικητική μανία τοῦ ῾Ηρώδη.
 ῎Αν ἔτσι περάσουν κι αὐτά τά Χριστούγεννα, θά μείνει μέσα μας ἡ στυφή γεύση τῆς ἀνίας καί τῆς πλήξης, διότι στήν καρδιά μας δέν θά ἔχει βρεῖ κατάλυμα ἡ συμπόνια πρός τόν ἀδελφό μας πού γεύεται τή φρίκη τοῦ πολέμου, πού σφαδάζει στό κρεβάτι τοῦ πόνου, πού μένει ἄστεγος, γυμνός, πεινασμένος. Καί θά περνοῦν τά Χριστούγεννα τό ἕνα μετά τό ἄλλο καί ἡ γεύση τους θά γίνεται ὅλο καί πιό στυφή, ἀφοῦ δέν γνωρίζουμε τί γιορτάζουμε ἤ καλύτερα ποιόν γιορτάζουμε. ᾿Αξίζει νά ἐνδιαφερθοῦμε γι᾿ Αὐτόν πού γιορτάζει τά δισχιλιοστά καί πλέον γενέθλιά Του!
 

᾿Απόστολος Παπαδημητρίου  

Δευτέρα, 26 Μάιος 2014 03:00

Ἡ ἀπογραφή

 Ἡ ἀπογραφή, γεγονός ἰδιαίτερα ταπεινωτικό κατά τήν ἐποχή τῆς γέννησης τοῦ Κυρίου, συγκινεῖ τούς ὑμνογράφους τῆς Ἐκκλησίας καί τούς δίδει τήν ἀφορμή νά ἐμβαθύνουν στό μυστήριο τῆς ἐνανθρώπησης. «Ἐγένετο δέ ἐν ταῖς ἡμέραις ἐκείναις ἐξῆλθε δόγμα παρά Καίσαρος Αὐγούστου ἀπογράφεσθαι πᾶσαν τήν οἰκουμένην» (Λκ 2,1), σημειώνει ὁ ἱερός εὐαγγελιστής. Κι ὁ ὑμνωδός, συγκλονισμένος μπρός στό σχέδιο πού κατέστρωσε γιά τή σωτηρία μας ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ, ὑμνολογεῖ μέ βαθειά κατάνυξη τή θεία εὐσπλαγχνία:
 "Δούλου φορέσαι σχῆμα ἠθέλησας, ὅπως με τῆς δουλείας τοῦ πονηροῦ λυτρώσῃ· ὑμνολογῶ σου τό εὔσπλαγχνον...".
 Ἡ ἀρχαία ἀπογραφή δέν ἦταν ἁπλῶς ἡ καταμέτρηση τοῦ πληθυσμοῦ μιᾶς χώρας. Οἱ ἀπογραφόμενοι τότε λογίζονταν ὡς δοῦλοι τοῦ αὐτοκράτορα. Ὁ ἐνανθρωπήσας Θεός γεννήθηκε ὡς δοῦλος, καί ἡ πρώτη ὑποχρέωση τῆς ζωῆς του ἦταν νά ἐξαγοράσει τόν ἑαυτό του γιά ἕνα χρόνο! Ὁ βασιλεύς τῶν βασιλευόντων καί κύριος τῶν κυριευόντων δηλώθηκε κατά τήν ἀπογραφή ὡς μέρος τῆς περιουσίας τοῦ Αὐγούστου! «Ἄνω ἐλεύθερος, καί κάτω ἐνυπόγραφος· ἄνω Υἱός καί κάτω δοῦλος... ἄνω προσκυνούμενος καί κάτω φορολογούμενος», ἀναφωνεῖ ὁ Μ. Ἀθανάσιος. Μᾶς γονατίζει ἡ θεία κένωση! «Πρός σέ ὀρθρίζω», ψάλλει ἡ Ἐκκλησία, «τόν δι᾿ εὐσπλαγχνίαν σεαυτόν τῷ πεσόντι κενώσαντα ἀτρέπτως, καί δούλου μορφήν ἐκ Παρθένου φορέσαντα».
 Γιατί, ἄραγε, θέλησε ὁ Κύριος νά ὑπομείνει μιά τέτοια ταπείνωση; Γιά νά χαρίσει σέ μᾶς τίς πνευματικές συνέπειες τῆς ἀπογραφῆς του. Οἱ ὕμνοι τονίζουν ὅτι ὁ παμβασιλεύς Χριστός ἀπογράφηκε ὡς δοῦλος τοῦ Αὐγούστου,

  •  γιά νά μᾶς ἐλευθερώσει ἀπό τή δουλεία τῆς ἁμαρτίας:

 «Ἐν δούλοις τῷ Καίσαρος δόγματι ἀπεγράφης πειθήσας, καί δούλους ἡμᾶς ἐχθροῦ καί ἁμαρτίας ἠλευθέρωσας, Χριστέ...»,

  •  γιά νά μᾶς ἀπογράψει στό βιβλίο τῆς ζωῆς:

 «Ἀπεγράφης Καίσαρος θεσμῷ θέλων ἀπογράψασθαι βίβλῳ ζωῆς, παμβασιλεῦ, τόν ἄνθρωπον...»,   

  •  γιά νά μᾶς ἐπιγράψει μέ τό δικό του ὄνομα ὡς χριστιανούς:

 «Ἀπεγράφημεν οἱ λαοί τῷ δόγματι τοῦ Καίσαρος· ἐπεγράφημεν οἱ πιστοί ὀνόματι Θεότητος σοῦ τοῦ ἐνανθρωπήσαντος Θεοῦ ἡμῶν...».
 Ἑκούσια, λοιπόν, ὁ Κύριος ἀπογράφηκε στά φορολογικά βιβλία τοῦ Αὐγούστου, ὥστε νά πληρώνει χρηματικό φόρο. Ἄς θελήσουμε μέ τή σειρά μας οἱ πιστοί νά πληρώνουμε ἰσόβια σ᾿ Αὐτόν, τόν μονοκράτορα τῆς καρδιᾶς μας, φόρο πίστεως καί ἀγάπης.

Σ. Καρακασίδου
Δρ. Θεολογίας

Σάββατο, 23 Δεκέμβριος 2017 02:00

Κυριακή πρό τῆς Χριστοῦ Γεννήσεως

 genealogia XristouΖοφερή ἀποτυπώνεται ἡ εἰκόνα τῆς ἐποχῆς μας: ὁ ἄνθρωπος ὑψώνει χέρι φονικό καί σκοτώνει ἀνελέητα τόν ἀδελφό· μέ ἀλαζονεία οἰκοδομεῖ πύργο νά ξεπεράσει τόν Θεό· λατρεύει τά εἴδωλα καί πολεμᾶ τόν Δημιουργό.
 Σέ τοῦτο τό σκοτεινό τοπίο, πού θυμίζει τόν τρόπο ζωῆς στόν κόσμο, πρίν τόν ἐπισκιάσει ἡ λυτρωτική χάρη τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ, ἡ Ἐκκλησία μᾶς καλεῖ νά κάνουμε τούς παραλληλισμούς καί τίς ἐπιλογές μας, προβάλλοντάς μας τούς ἁγίους καί δικαίους τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης «Τῇ Κυριακῇ πρό τῆς Χριστοῦ γεννήσεως μνήμην ἄγειν ἐτάχθημεν παρά τῶν ἁγίων καί θεοφόρων πατέρων ἡμῶν, πάντων τῶν ἀπ᾿ αἰῶνος Θεῷ εὐαρεστησάντων ἀπό Ἀδάμ ἄχρι καί Ἰωσήφ τοῦ μνήστορος τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου».
 Προσπαθῶ νά φέρω στό νοῦ μου ὅλες αὐτές τίς ἱερές μορφές. Ἡ γήινη ὕπαρξή τους χάνεται στά βάθη τῶν αἰώνων. Ἐξάντλησαν τό χρόνο τῆς ζωῆς τους σέ κάποιο συγκεκριμένο τόπο, σέ μιά χρονική περίοδο, σ᾿ ἕνα κοινωνικό περιβάλλον. Ἀπό τόν Ἀδάμ, πού ἔκλαυσε σταθείς κατέναντι τοῦ Παραδείσου, μέχρι τόν Ἰωσήφ τόν σώφρονα, πού πληροφοροῦνταν ἀπό τούς ἀγγέλους τό μυστήριο τῆς θείας ἐνανθρωπήσεως.
 Εἶναι ὅλοι αὐτοί γιά τούς ὁποίους «οὐκ ἐπαισχύνεται αὐτούς ὁ Θεός Θεός ἐπικαλεῖσθαι αὐτῶν» (Ἑβρ. 11,16), ὅπως γράφει τό θεόπνευστο χέρι τοῦ ἀποστόλου Παύλου. Μέ ἁγνή καί ξεκαθαρισμένη εὐλάβεια, ἀφοσιωμένοι ἀπόλυτα στήν ἐντολή τοῦ Θεοῦ νικοῦν τούς πειρασμούς τῆς διαφθορᾶς κάθε ἐποχῆς.
 Ἀνήκουν σ᾿ ἕναν κόσμο, πού προκαλεῖ τήν ὁλοκληρωτική καταστροφή του μέ τόν κατακλυσμό. Ζοῦν ἀνάμεσα σέ κείνους, πού μέ ὕβρη ὑψώνουν πύργο ἀλαζονείας νά φθάσουν πιό πάνω ἀπό τόν Ὕψιστο. Εἶναι γέννημα ἑνός λαοῦ, πού τό ἔλεος τοῦ Θεοῦ τόν ἀποστρέφεται, «διά τό εἶναι αὐτούς σάρκας». Κι ὅμως ὁ ὕψιστος Θεός ἔχει κατακτήσει τήν καρδιά τους καί ἡ ὕπαρξή τους ὁλόκληρη εἶναι δοσμένη σ᾿ Αὐτόν.
 Δίπλα τους ἕνας Κάιν γίνεται ἀδελφοκτόνος, ἕνας Ἠσαῦ ξεπουλᾶ τά πρωτοτόκια ἀντί πινακίου φακῆς, ὁ Δαθάν κι ὁ Ἀβειρών γίνονται ἀντάρτες κι ἡ γῆ ἀνοίγει νά τούς καταπιεῖ. Μά αὐτοί μένουν σταθεροί στή βαθιά προσωπική τους ἐπιλογή.
 Μέσα στήν ὁμίχλη δέν παραπαίουν στήν ἀβεβαιότητα. κρατοῦν τό χέρι τοῦ Θεοῦ, ζοῦνε μέσα στά θαύματα τοῦ οὐρανοῦ, συνομιλοῦν μέ τούς ἀγγέλους, ἀτενίζουν μέ τά μάτια τῆς πίστης τήν ἐποχή τοῦ Μεσσία. Μένουν στήν αἰωνιότητα μ᾿ αὐτόν τόν τόσο περιεκτικό μές στήν ἁπλότητά του τίτλο: «τῷ Θεῷ εὐαρεστήσαντες». Πέρα ἀπό τούς τύπους καί τά ἐξωτερικά στοιχεῖα, προχώρησαν στό βάθος, ἔφθασε ἡ καρδιά τους ὥς τήν καρδιά τοῦ Θεοῦ καί στάθηκαν εὐάρεστοι ἐνώπιόν του.
 Καθώς τούς μνημονεύουμε πορευόμενοι πρός τό γεγονός τῆς θείας ἐνανθρωπήσεως, σκύβουμε νά μελετήσουμε τήν ἁγία βιοτή τους. Ἡ μίμησή τους θά ἀναστήσει τόν Ἄβελ καί τόν Ἀβραάμ, τόν Νῶε καί τόν Δαυΐδ τοῦ 21ου αἰώνα!
 

Ἰχνηλάτης
    

Σάββατο, 21 Δεκέμβριος 2019 02:00

Σιδηρόκαυστη εὐλογία

osios paulos Ἐκεῖνο τό δειλινό τοῦ 325 μ.Χ. τό ὁποῖο ἔμεινε στήν ἱστορία συγκέντρωσε στήν πόλη τῆς Βιθυνίας τούς παλαίμαχους ἀγωνιστές τῆς πίστεως. Ἐκείνους πού εἶχαν βγεῖ θριαμβευτές ἀπό τή μάχη τῶν διωγμῶν· πού εἶχαν σταθεῖ ἀντιμέτωποι μέ τήν κραταιά αὐτοκρατορία, κρατώντας ὅπλο μοναδικό τήν ἀγάπη πού συγχωρεῖ καί τούς ἐχθρούς. Οἱ ἀνταύγειες τῆς ἁλουργίδας τῶν μαρτύρων ἀντανακλοῦσαν καί στή δική τους ζωή, καθώς τοῦτοι οἱ 318 κρατοῦσαν πάνω τους «τά στίγματα τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ» (Γα 6,17)· ἔφεραν στό γηρασμένο τους σῶμα τά σημάδια τῆς ἡρωικῆς τους ὁμολογίας. Τρεῖς αἰῶνες τώρα πάλευαν ἀδυσώπητα οἱ σκοτεινές δυνάμεις νά νικήσουν τά «τέκνα τοῦ φωτός». Ἀλλά μάταια! Κι εἶχε δώσει σέ τοῦτο τόν ἀγώνα ἡ μάνα Ἐκκλησία τά πιό διαλεχτά της λουλούδια προσφορά στόν κῆπο τοῦ οὐρανοῦ, εἶχε προσφέρει τά πιό ἱερά της σφάγια «θυσία ζῶσα» στόν Κύριο τῆς δόξης. Σέ τούτη τήν ἱερή σύναξη, τήν Α΄Οἰκουμενική, ὁ κάθε ἱεράρχης ἔδειχνε στόν ἄλλο τά πληγιασμένα του μέλη. Κομμένα χέρια καί αὐτιά, μάτια καί γλῶσσες. Οὐλές ἀπό ἐγκαύματα, τραύματα ἀπό σκληρούς ραβδισμούς. Ἀνάμεσα σ᾿ ὅλους αὐτούς καί ὁ Παῦλος, ἀρχιεπίσκοπος Νεοκαισαρείας. Ὀνομαστή εἶχε γίνει ἡ ἀρετή του, ὅταν μέ ὑπομονή καί ζῆλο ποίμαινε τό λαό τοῦ Θεοῦ καί ἡ γλυκύτητα τῆς ἁγιοσύνης του ὁδηγοῦσε κι ἄλλες ψυχές στό φῶς τῆς ἀλήθειας.
 Ὁ βασιλιάς τῆς περιοχῆς Λικίνιος διέταξε νά ὁδηγηθεῖ μπροστά του ὁ ἡγέτης τῶν χριστιανῶν. Τά μαρτύρια, πού διαδέχθηκαν τή σθεναρή ὁμολογία τοῦ σεβάσμιου ποιμένα, ἦταν φοβερά. Ἡ σατανική ἐφευρετικότητα τῶν δημίων τούς ὑποδείκνυε ὅλο καί πιό φοβερούς τρόπους. Ἡ ἐγκαρτέρηση τοῦ ἁγίου ὁμολογητῆ ἐντυπωσίαζε τούς θεατές. Τότε ἕνας χαλκουργός πυράκτωσε ἕνα κομμάτι σίδερο, καί κατακόκκινο καί μαλακό ἀπό τή φωτιά τό ἔβαλε στήν παλάμη τοῦ ἁγίου. Τά δυό του χέρια τά ἔδεσε μετά μέ μανία σφιχτά, μέχρι πού τό πυρακτωμένο σίδερο κρύωσε. Τά δυό καμένα χέρια τοῦ ὁσίου ἔμειναν πιά ἰσόβια σημαδεμένα καί νεκρά, ἀφοῦ τά νεῦρα κάηκαν καί παρέλυσαν.
  Ὅταν ὁ Μ. Κωνσταντίνος ἀνέβηκε στό θρόνο, ἐλευθερώθηκαν οἱ φυλακισμένοι καί ἐξόριστοι χριστιανοί. Ὁ μάρτυρας ἀρχιεπίσκοπος ἀποτελοῦσε τώρα λαμπρό μέλος τῆς Α΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου. Σάν σήμανε ἡ λήξη της καί οἱ ἀγωνιστές ἱεράρχες ἔπαιρναν τό δρόμο τῆς ἐπιστροφῆς, διαδραματίστηκε μιά συγκλονιστική σκηνή, τήν ὁποία ὁ φακός τῆς ἱστορίας μᾶς παρουσιάζει. Ὁ αὐτοκράτορας Μ. Κωνσταντίνος στέκει εὐλαβικά μπρός στόν γέροντα ἱεράρχη Παῦλο. Πιάνει τά παράλυτα χέρια του, τά σφίγγει καί τά καταφιλᾶ μέ σεβασμό, τά βάζει στά μάτια του καί ἀναφωνεῖ μέ ἱερό δέος: «Δέν χορταίνω νά καταφιλῶ αὐτά τά χέρια, πού ἔγιναν νεκρά καί παράλυτα γιά τόν Χριστό μου!».
  Ἀσπαζόμαστε κι ἐμεῖς τά ἅγια χέρια τοῦ ὁσίου πατέρα μας, καθώς τιμοῦμε τή μνήμη του στίς 23 Δεκεμβρίου, καί δεόμαστε νά ἁπλώνει τοῦτα τά σιδηρόκαυστα χέρια καί νά εὐλογεῖ τό μικρό ποίμνιο τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας. Κι ἄς πρεσβεύει νά ἀναδεικνύει ὁ Κύριος ἄξιους διαδόχους τῶν ὁσίων ὁμολογητῶν, οἱ ὁποῖοι θά κρατοῦν ἀναμμένη τή δάδα τῆς ἀλήθειας στούς βοριάδες κάθε ἐποχῆς μέχρι τή συντέλεια τῶν αἰώνων.

 Ἰχνηλάτης

Ἀπολύτρωσις 58 (2003) 248