Super User

Super User

Τρίτη, 20 Μάιος 2014 03:00

Λκ 10,41-42

Ἡ ἀγαθή μερίδα


  Φιλοξενούμενος ὁ Κύριος στήν Βηθανία, ἕνα προάστιο τῶν Ἰεροσολύμων, στό γνωστό καί φιλικό σπίτι τῶν ἀδελφῶν Μάρθας, Μαρίας καί Λαζάρου -ὁ πατέρας τῆς οἰκογένειας, Σίμων ὁ λεπρός (βλ. Μθ 26,6· Μρ14,3), εἶχε πεθάνει- ἀξιοποιεῖ τήν εὐκαιρία γιά νά διδάξει τούς παρευρισκομένους. Ἡ Μάρθα ὡς οἰκοδέσποινα καταγίνεται μέ τήν περιποίηση τοῦ φιλοξενουμένου, ἐνῶ ἡ μικρότερη ἀδελφή της, Μαρία, καθισμένη κοντά στά πόδια τοῦ Ἰησοῦ ἀκούει μέ προσοχή τήν διδασκαλία του (Λκ 10,39). Αὐτό ἐνόχλησε τήν Μάρθα, ἡ ὁποία «περιεσπᾶτο περί πολλήν διακονίαν», καταγινόταν ὑπερβολικά μέ τήν φροντίδα τῆς φιλοξενίας. Πιθανόν ἑτοίμαζε πλούσιο τραπέζι μέ πολλά φαγητά, πού μάλιστα ἀπαιτοῦσαν ἰδιαίτερο κόπο καί χρόνο γιά τήν προετοιμασία. Ἐπειδή ὅμως δέν μποροῦσε νά τά προλάβει ὅλα μόνη της, ἔρχεται στόν Κύριο πού δίδασκε καί κάνει τά παράπονά της· «Κύριε, δέν σέ μέλει πού ἡ ἀδελφή μου μέ ἄφησε μόνη νά διακονῶ; Πές της, σέ παρακαλῶ, νά μέ βοηθήσει». Ἀξίζει νά προσέξουμε ὅτι ἡ Μάρθα δέν ἀπευθύνεται στήν ἀδελφή της ἀλλά στόν Κύριο. Στό παράπονο τῆς Μάρθας ὁ Κύριος ἀπαντᾶ· «Μάρθα Μάρθα, μεριμνᾷς καί τυρβάζῃ περί πολλά· ἑνός δέ ἐστι χρεία· Μαρία δέ τήν ἀγαθήν μερίδα ἐξελέξατο, ἥτις οὐκ ἀφαιρεθήσεται ἀπ᾿ αὐτῆς» (Λκ 10,41-42). Σ᾿ αὐτά ἀκριβῶς τά λόγια τοῦ Κυρίου ἑστιάζεται ἡ ἀπορία μας.
   Τά λόγια τοῦ Κυρίου πρός τήν Μάρθα ἔχουν παρεξηγηθεῖ ἀπό πολλούς καί ἑρμηνεύθηκαν ὡς ἑξῆς: «Ταλαίπωρη Μάρθα, βυθίστηκες στίς πολλές μέριμνες τοῦ κόσμου. Ἕνα μόνο σοῦ χρειάζεται· νά ἐγκαταλείψεις τά κοσμικά καί νά στραφεῖς πρός τά πνευματικά, ὅπως ἡ Μαρία. Ἀπό τίς δύο ἀσχολίες ἡ ἀγαθή εἶναι αὐτή τήν ὁποία διάλεξε ἡ Μαρία». Ἐπίσης, ἡ διαμαρτυρία τῆς Μάρθας θεωρήθηκε ὡς ἐκδήλωση ζηλοτυπίας πρός τήν ἀδελφή της. Μέ τίς ἑρμηνεῖες αὐτές ἀδικεῖται ἡ ἀλήθεια καί ὑποτιμᾶται τό πρόσωπο τῆς Μάρθας, διότι τάχα ἀσχολεῖται μόνο μέ τήν ὕλη καί δέν ἔχει ἀνώτερες πνευματικές πτήσεις ὅπως ἡ Μαρία. Ἐντούτοις, ὁ διάλογος τῆς Μάρθας μέ τόν Ἰησοῦ Χριστό, ὅπως τόν διασώζει ὁ εὐαγγελιστής Ἰωάννης (βλ. Ἰω 11,21-28), ἀποκαλύπτει τόν θεῖο φωτισμό καί τό πνευματικό μεγαλεῖο τῆς ἀνδρείας αὐτῆς γυναίκας.
  Ἡ ἀπάντηση τοῦ Κυρίου, ὅπως φαίνεται κι ἀπό τήν ἐπανάληψη τοῦ ὀνόματος τῆς Μάρθας, «Μάρθα Μάρθα, μεριμνᾷς καί τυρβάζῃ περί πολλά», ἦταν μία ἐλαφρά ἐπίπληξη, πού φανέρωνε ταυτόχρονα ὅλη τήν συμπάθεια καί τήν εὔνοιά του. Τό ρῆμα «μεριμνῶ» ὑποδηλώνει ἐσωτερική ἀνησυχία, ἐνῶ τό «τυρβάζομαι» ἀναφέρεται σέ ἐξωτερικές ἐκδηλώσεις ταραχῆς. Ὁ Κύριος θέλει νά καθησυχάσει τήν Μάρθα. Τήν βλέπει νά καταπιάνεται μέ πολλά, καί τήν συμβουλεύει· «ἑνός δέ ἐστι χρεία», εἶναι, δηλαδή, ἀρκετό ἕνα φαγητό. Ὁ Ἰησοῦς προτιμᾶ νά τρέφει αὐτούς πού τόν φιλοξενοῦν μέ τήν διδασκαλία του παρά νά ἀπολαμβάνει τά πολλά τους ἐδέσματα. Δέν θέλει νά στερεῖται οὔτε ἡ Μάρθα οὔτε ἡ Μαρία τήν ἀγαθήν μερίδα, τήν θεία διδασκαλία του, πού εἶναι ἡ τροφή τῆς ψυχῆς, ἀνώτερη ἀπό ὁποιαδήποτε ἄλλη τροφή καί προσφορά.
   Ὁπωσδήποτε, ὅπως σημειώνει ὁ ἅγιος Μακάριος, ὁ Κύριος δέν ἀποποιεῖται, δέν ἀπορρίπτει τό ἔργο τῆς διακονίας. Ἁπλῶς μιλᾶ «ὡς τό μεῖζον τοῦ ἐλάττονος προτιθείς». Δίδει τήν πρώτη θέση στήν διδαχή καί τήν δεύτερη στήν διακονία τοῦ φαγητοῦ. Μέ τήν δια νοοτροπία οἱ ἀπόστολοι, ὅταν δημιουργήθηκε πρόβλημα στήν πρώτη ἐκκλησία, ἀνέθεσαν στούς διακόνους τήν διακονία τῶν τραπεζῶν, γιά νά ἔχουν οἱ διοι τήν ἄνεση νά διακονοῦν ἀπερίσπαστα τό κήρυγμα τοῦ θείου λόγου (Πρξ 6,1-6). Ἐξάλλου, στήν συγκεκριμένη περίπτωση δέν τίθεται θέμα συγκρίσεως μεταξύ ἀκροάσεως τοῦ θείου λόγου καί διακονίας. Ὁ Κύριος τονίζει τήν ἀξία τοῦ πρώτου, διότι αὐτό θά κινητοποιήσει γιά τό δεύτερο, τήν διακονία.
   Ὅπως καθαρά φαίνεται στίς σχετικές εὐαγγελικές διηγήσεις, ἡ Μάρθα δέν ὑστερεῖ πνευματικά ἔναντι τῆς Μαρίας. Λαχταροῦσε κι αὐτή νά ἀκούσει τόν Διδάσκαλο. Ὑπερνικᾶ, ὡστόσο, τήν προσωπική της ἐπιθυμία καί εὐχαρίστηση, μεριμνώντας γιά τήν ἐξυπηρέτηση τῶν ἄλλων. Ὡς μεγαλύτερη καί ὡριμότερη θυσιάζεται, γιά νά ἐκφράσει τήν ἀγάπη καί τήν στοργή της στούς κουρασμένους ἐπισκέπτες. Φιλότιμα μάλιστα, καταπιάνεται μέ πολλές φροντίδες καί δουλειές, ὥστε νά τούς περιποιηθεῖ πλούσια καί νά τούς εὐχαριστήσει μέ πολλά καί ἀξιόλογα φαγητά. Μέ τήν συμπεριφορά της μιμεῖται τόν Κύριο, πού, ἐνῶ ἔφθασε στό σπίτι της κατάκοπος ἀπό τήν ὁδοιπορία, δέν σκέπτεται τήν δική του ἀνάπαυση, δέν ἐνδιαφέρεται γιά τό φαγητό, ἀλλά διδάσκει γιά νά ὠφελήσει τούς ἀκροατές. Ἡ Μαρία, ἡ ὁποία ἦταν καί μικρότερη, κάθησε ἀμέριμνη καί ἀπολάμβανε τήν διδασκαλία τοῦ Κυρίου. Ἡ Μάρθα προχώρησε στήν ἐφαρμογή, στήν θυσία.
   Ἡ ἀγαθή μερίδα, λοιπόν, στήν ὁποία ἀναφέρεται ὁ Κύριος εἶναι ἡ ἴδια ἡ διδαχή του. Ἡ Μαρία τήν ἀπολαμβάνει, ἡ Μάρθα τήν στερεῖται, ὄχι ἀπό ἀδιαφορία ἤ ἄλλη αἰτία ἀλλά ἀπό τόν πόθο τῆς προσφορᾶς. Δηλαδή ἐφαρμόζει ἤδη τήν διδασκαλία τοῦ Κυρίου, ἀκολουθώντας τό δικό του παράδειγμα, πού «οὐκ ἦλθε διακονηθῆναι, ἀλλά διακονῆσαι» (Μθ 20, 28).


Στέργιος Σάκκος, Ἀπολύτρωσις 63 (2008) 212-213

῾Η Μάρθα καί ἡ Μαρία (Λκ 10,38-42)
  

Περιοδεύοντας στήν ᾿Ιουδαία ὁ ᾿Ιησοῦς ἐπισκέπτεται τήν οἰκογένεια τῶν τριῶν ἀδελφῶν, Μάρθας, Μαρίας καί Λαζάρου. Διατηροῦσε φιλικούς δεσμούς μέ τήν οἰκογένεια αὐτή, συχνά μάλιστα φιλοξενοῦνταν στό σπίτι τους, στήν Βηθανία, προάστιο τῶν ᾿Ιεροσολύμων. ῾Η Βηθανία ἀπεῖχε σχεδόν δεκαπέντε στάδια (βλ. ᾿Ιω 11,18), περίπου τρία χιλιόμετρα, ἀπό τήν ἁγία πόλη. ᾿Από ἐκεῖ ὁ ᾿Ιησοῦς εἶχε τήν δυνατότητα νά πηγαινοέρχεται στόν ναό καθημερινά (βλ. Μθ 21,17· Μρ 11,11).

 10,38. ᾿Εγένετο δὲ ἐν τῷ πορεύεσθαι αὐτοὺς καὶ αὐτὸς εἰσῆλθεν εἰς κώμην τινά. Γυνὴ δέ τις ὀνόματι Μάρθα ὑπεδέξατο αὐτὸν εἰς τὸν οἶκον αὐτῆς.
   Κατά τήν διάρκεια τῆς πορείας τοῦ ᾿Ιησοῦ καί τῶν μαθητῶν του πρός τά ᾿Ιεροσόλυμα (βλ. Λκ 9,51), ἐν τῷ πορεύεσθαι αὐτούς, ἔκαναν μία στάση εἰς κώμην τινά, σέ μία κωμόπολη. Δέν δηλώνεται τό ὄνομά της, ἀλλά ἀπό τά ὀνόματα τῶν μελῶν τῆς οἰκογενείας πού τόν φιλοξένησε, καταλαβαίνουμε ὅτι πρόκειται γιά τήν Βηθανία.
   ῾Ως οἰκοδέσποινα ὑποδέχεται τόν Κύριο ἡ Μάρθα· γυνὴ δέ τις ὀνόματι Μάρθα ὑπεδέξατο αὐτὸν εἰς τὸν οἶκον αὐτῆς. Προφανῶς ἡ Μάρθα ἦταν ἡ μεγάλη ἀδελφή, ἡ ὁποία προστάτευε τά μικρότερα ὀρφανά ἀδέλφια της. ῾Ο πατέρας τους Σίμων φαίνεται ὅτι εἶχε πεθάνει προσβεβλημένος ἀπό τήν φοβερή ἀσθένεια τῆς λέπρας, γι᾿ αὐτό τό σπίτι του ἦταν γνωστό ὡς «οἰκία Σίμωνος τοῦ λεπροῦ» (βλ. Μθ 26,6· Μρ14,3). ῾Ορισμένοι ταυτίζουν αὐτόν τόν Σίμωνα μέ τόν φαρισαῖο Σίμωνα, ὁ ὁποῖος κάλεσε τόν ᾿Ιησοῦ σέ τραπέζι, καί τήν Μαρία τήν ἀδελφή τοῦ Λαζάρου μέ τήν ἀνώνυμη ἁμαρτωλή γυναίκα, ἡ ὁποία στό σπίτι αὐτοῦ τοῦ φαρισαίου ἄλειψε τόν Κύριο μέ μῦρο (βλ. Λκ 7,36-50). ῾Υπάρχουν, ἐντούτοις, πολλά στοιχεῖα τά ὁποῖα ἀποκλείουν ἐντελῶς τήν ταύτιση αὐτή καί διακρίνουν σαφῶς πρόσωπα καί γεγονότα.

 10,39. Καὶ τῇδε ἦν ἀδελφὴ καλουμένη Μαρία, ἣ καὶ παρακαθίσασα παρὰ τοὺς πόδας τοῦ ᾿Ιησοῦ ἤκουε τὸν λόγον αὐτοῦ.
   ῾Η Μαρία εἶναι ἐκείνη ἡ ὁποία, λίγο πρίν ἀπό τό πάθος τοῦ Κυρίου, τοῦ ἄλειψε τά πόδια μέ μύρο 300 δηναρίων καί τά σκούπισε μέ τά μαλλιά της, ἐκδηλώνοντας ἔτσι τήν ἀγάπη, τήν ἀφοσίωση, ἀλλά καί τήν εὐγνωμοσύνη της πρός τόν Διδάσκαλο (᾿Ιω 12,1-5), πού εἶχε ἀναστήσει τόν ἀδελφό της Λάζαρο. ᾿Από τόν τρόπο μέ τόν ὁποῖο ἀναφέρεται, καὶ τῇδε ἦν ἀδελφὴ καλουμένη Μαρία, φαίνεται ὅτι δέν εἶχε γίνει προηγουμένως καμία ἄλλη ἀναφορά στό πρόσωπό της. Αὐτή ἡ παρατήρηση ἐνισχύει τήν θέση ὅτι δέν μπορεῖ ἡ ἀδελφή τοῦ Λαζάρου νά ταυτισθεῖ μέ τήν πόρνη πού ὁ Λουκᾶς ἀνέφερε στό 7ο κεφάλαιο. ῾Η Μαρία, παρακαθίσασα παρὰ τοὺς πόδας τοῦ ᾿Ιησοῦ, καθισμένη κοντά στά πόδια τοῦ ᾿Ιησοῦ, ἤκουε τὸν λόγον αὐτοῦ, ἄκουγε μέ προσοχή τήν διδασκαλία του. ῾Η ἔκφραση «κάθημαι παρὰ τοὺς πόδας», ὅπως τήν βρίσκουμε ἀργότερα στίς Πράξεις (βλ. 22,3) σήμαινε γενικά τήν μαθητεία σ᾿ ἕναν διδάσκαλο. Μέ τήν στάση της ἡ Μαρία ἐξέφραζε ὅλο της τόν θαυμασμό καί τόν σεβασμό πρός τόν Διδάσκαλο.

 10,40. ῾Η δὲ Μάρθα περιεσπᾶτο περὶ πολλὴν διακονίαν· ἐπιστᾶσα δὲ εἶπε· Κύριε, οὐ μέλει σοι ὅτι ἡ ἀδελφή μου μόνην με κατέλιπε διακονεῖν; εἰπὲ οὖν αὐτῇ ἵνα μοι συναντιλάβηται.
   ᾿Ενῶ, λοιπόν, ἡ Μαρία ἄκουγε μέ ζῆλο τήν διδασκαλία τοῦ ᾿Ιησοῦ, ἡ Μάρθα περιεσπᾶτο περὶ πολλὴν διακονίαν, καταγινόταν ὑπερβολικά μέ τήν φροντίδα νά ἑτοιμάσει φιλοξενία γιά τόν Διδάσκαλο καί τήν συνοδεία του. ῾Η μεγάλη ἀγάπη της γιά τόν Διδάσκαλο ἐκφράζεται ὡς ἔγνοια νά εἶναι πλούσιο τό τραπέζι, μέ πολλά φαγητά, τά ὁποῖα μάλιστα ἀπαιτοῦσαν ἰδιαίτερο κόπο καί χρόνο γιά τήν προετοιμασία. ῎Ετσι δέν εἶχε τήν δυνατότητα νά μαθητεύσει καί αὐτή κοντά στόν Κύριο, ὅπως πολύ θά τό ἤθελε.
   Προφανῶς θά εἶχε κάνει κάποιο νεῦμα στήν μικρότερη ἀδελφή της ζητώντας τήν βοήθειά της. ᾿Εκείνη, συνεπαρμένη ἀπό τήν ἀπόλαυση τῆς μαθητείας, δέν ἀνταποκρίθηκε. Βλέποντας ἡ Μάρθα ὅτι δέν μποροῦσε νά τά προλάβει ὅλα μόνη της, ἔρχεται νά ζητήσει τήν παρέμβαση τοῦ Διδασκάλου ἐκφράζοντας σ᾿ αὐτόν τήν ἀπαρέσκειά της γιά τήν Μαρία· Κύριε, οὐ μέλει σοι ὅτι ἡ ἀδελφή μου μόνην με κατέλιπε διακονεῖν; εἰπὲ οὖν αὐτῇ ἵνα μοι συναντιλάβηται· «Κύριε, δέν σέ μέλει πού ἡ ἀδελφή μου μέ ἄφησε μόνη νά διακονῶ; Πές της, σέ παρακαλῶ, νά μέ βοηθήσει»!
   Δέν ἀπευθύνει τόν λόγο στήν ἀδελφή της ἡ Μάρθα, ἀλλά στόν Κύριο. ῎Αν αὐτή εἶναι ἡ οἰκοδέσποινα πού τόν φιλοξενεῖ, ὡστόσο ᾿Εκεῖνον ἀναγνωρίζει νοικοκύρη τοῦ σπιτιοῦ της. ᾿Εκεῖνος κυβερνᾶ καί ρυθμίζει τά πάντα. ᾿Εκεῖνος μπορεῖ ἀξιωματικά νά ἀνακαλέσει στήν τάξη τήν Μαρία. Τό ἔντονο ὕφος της δέν πρέπει νά ἐκληφθεῖ ὡς αὐθάδεια. Δείχνει ἁπλά τήν μεγάλη οἰκειότητα καί τήν ἄνετη σχέση μαζί του.
 

10,41-42. ᾿Αποκριθεὶς δὲ εἶπεν αὐτῇ ὁ ᾿Ιησοῦς· Μάρθα Μάρθα, μεριμνᾷς καὶ τυρβάζῃ περὶ πολλά· ἑνὸς δέ ἐστι χρεία· Μαρία δὲ τὴν ἀγαθὴν μερίδα ἐξελέξατο, ἥτις οὐκ ἀφαιρεθήσεται ἀπ᾿ αὐτῆς.
   ῾Η ἀπάντηση τοῦ Κυρίου, ὅπως φαίνεται καί ἀπό τήν ἐπανάληψη τοῦ ὀνόματος Μάρθα Μάρθα, μεριμνᾷς καὶ τυρβάζῃ περὶ πολλά, ἦταν μία ἐλαφρά ἐπίπληξη, πού φανέρωνε ταυτόχρονα ὅλη τήν συμπάθεια καί τήν εὔνοιά του γιά τήν συνετή καί φιλότιμη μαθήτριά του.
   Τό ρῆμα «μεριμνῶ» ὑποδηλώνει ἐσωτερική ἀνησυχία, ἐνῶ τό «τυρβάζομαι» ἀναφέρεται σέ ἐξωτερικές ἐκδηλώσεις ταραχῆς. ῾Ο Κύριος θέλει νά καθησυχάσει τήν Μάρθα. Τήν βλέπει νά καταπιάνεται μέ πολλά, καί τήν συμβουλεύει· ἑνὸς δέ ἐστι χρεία, εἶναι, δηλαδή, ἀρκετό ἕνα φαγητό. ῾Ο ᾿Ιησοῦς προτιμᾶ νά τρέφει αὐτούς πού τόν φιλοξενοῦν μέ τήν διδασκαλία του παρά νά ἀπολαμβάνει τά πολλά τους ἐδέσματα. Δέν θέλει νά στερεῖται οὔτε ἡ Μάρθα οὔτε ἡ Μαρία τὴν ἀγαθὴν μερίδα, τήν θεία διδασκαλία του, πού εἶναι ἡ τροφή τῆς ψυχῆς, ἀνώτερη ἀπό ὁποιαδήποτε ἄλλη τροφή καί προσφορά.
    Στούς λόγους τοῦ Κυρίου πρός τήν Μάρθα δόθηκε καί ἡ ἑξῆς ἑρμηνεία· «Ταλαίπωρη Μάρθα, βυθίστηκες στίς πολλές μέριμνες τοῦ κόσμου. ῞Ενα μόνο σοῦ χρειάζεται· νά ἐγκαταλείψεις τά κοσμικά καί νά στραφεῖς πρός τά πνευματικά, ὅπως ἡ Μαρία. ᾿Από τίς δύο ἀσχολίες ἡ ἀγαθή εἶναι αὐτή τήν ὁποία διάλεξε ἡ Μαρία». ῾Η διαμαρτυρία τῆς Μάρθας ἐπίσης θεωρήθηκε ὡς ἐκδήλωση ζηλοτυπίας πρός τήν ἀδελφή της. Μέ τίς ἑρμηνεῖες αὐτές ἀδικεῖται ἡ ἀλήθεια καί παρεξηγεῖται τό πρόσωπο τῆς Μάρθας, ὅτι τάχα ἀσχολεῖται μόνο μέ τήν ὕλη καί δέν ἔχει ἀνώτερες πνευματικές πτήσεις ὅπως ἡ Μαρία. ᾿Εντούτοις, τά Εὐαγγέλια παρουσιάζουν τήν Μάρθα ὡς γυναίκα ἀνδρεία καί ὑψιπέτη θεολόγο (βλ. ᾿Ιω 11,21-28).
    ῾Η Μάρθα ὑπερνικᾶ τήν προσωπική της ἐπιθυμία καί εὐχαρίστηση νά ἀκούσει τόν Διδάσκαλο, μεριμνώντας γιά τήν ἐξυπηρέτηση καί εὐχαρίστηση τῶν ἄλλων. ῾Ως μεγαλύτερη καί ὡριμότερη θυσιάζεται, γιά νά ἐκφράσει τήν ἀγάπη καί τήν στοργή της στούς κουρασμένους ἐπισκέπτες. Μάλιστα, καταπιάνεται μέ πολλές φροντίδες καί δουλειές, ὥστε νά τούς περιποιηθεῖ πλούσια καί νά τούς εὐχαριστήσει μέ πολλά καί ἀξιόλογα φαγητά. Μέ τήν συμπεριφορά της μιμεῖται τόν Κύριο πού, ἐνῶ ἔφθασε στό σπίτι της κατάκοπος ἀπό τήν ὁδοιπορία, δέν σκέπτεται τήν δική του ἀνάπαυση, δέν ἐνδιαφέρεται γιά τό φαγητό, ἀλλά διδάσκει γιά νά ὠφελήσει τούς ἀκροατές (πρβλ. 4,34). ῾Η Μαρία, ἡ ὁποία ἦταν καί μικρότερη, κάθισε ἀμέριμνη καί ἀπολάμβανε τήν διδασκαλία τοῦ Κυρίου. ῾Η Μάρθα προχώρησε στήν ἐφαρμογή τῶν λόγων τοῦ Διδασκάλου, στήν θυσία.

 ῾Ο μακαρισμός τῆς μητέρας τοῦ ᾿Ιησοῦ (Λκ 11,27-28)


  ᾿Ενῶ οἱ φαρισαῖοι καί οἱ γραμματεῖς συκοφαντοῦν τόν ᾿Ιησοῦ ὡς συνεργάτη τοῦ σατανᾶ, μία ἁπλῆ καί ἄδολη γυναίκα ἀπό τό ἀνώνυμο πλῆθος διακρίνει τήν σοφία καί τήν δύναμη τοῦ λόγου του, παραδέχεται τήν ἁγιότητά του καί αὐθόρμητα τόν ἐγκωμιάζει μακαρίζοντας τήν μητέρα του. Τό περιστατικό ἀποτελεῖ ἐκπλήρωση τῆς προφητείας τῆς Παρθένου· «ἀπὸ τοῦ νῦν μακαριοῦσί με πᾶσαι αἱ γενεαί» (Λκ 1,48). ῾Ο θεόπνευστος Λουκᾶς, πού σάν ψήγματα χρυσοῦ συνέλεξε ὅ,τι εἶχε σχέση μέ τό πρόσωπο τῆς παναγίας Μητέρας, δέν θέλησε νά παρατρέξει οὔτε αὐτή τήν λεπτομέρεια. ῎Ετσι μᾶς διέσωσε καί μία πολύ σπουδαία διδασκαλία τοῦ Κυρίου, πού δέν ἀναφέρεται ἀπό τούς ἄλλους εὐαγγελιστές.

11,27. ᾿Εγένετο δὲ ἐν τῷ λέγειν αὐτὸν ταῦτα ἐπάρασά τις γυνὴ φωνὴν ἐκ τοῦ ὄχλου εἶπεν αὐτῷ· μακαρία ἡ κοιλία ἡ βαστάσασά σε καὶ μαστοὶ οὓς ἐθήλασας.
   Καθώς ὁ ᾿Ιησοῦς δίδασκε, ἐν τῷ λέγειν αὐτὸν ταῦτα, ὕψωσε τήν φωνή της μία γυναίκα ἀπό τό πλῆθος πού τόν ἄκουγε, ἐπάρασά τις γυνὴ φωνὴν ἐκ τοῦ ὄχλου, καί ἀπευθυνόμενη πρός τόν Διδάσκαλο εἶπε· μακαρία ἡ κοιλία ἡ βαστάσασά σε καὶ μαστοὶ οὓς ἐθήλασας. Συνεπαρμένη ἀπό τήν διδασκαλία του ἐκφράσθηκε ὅπως θά ἐκφραζόταν καί σήμερα μία ἁπλῆ γυναίκα τοῦ λαοῦ· «Παλληκάρι μου, καλότυχη ἡ μάνα πού σέ γέννησε καί σέ ἀνέθρεψε!».
   Μέ διάκριση καί σεμνότητα ἡ ἀνώνυμη γυναίκα δέν ἀπευθύνεται ἄμεσα στό πρόσωπο τοῦ ᾿Ιησοῦ· αὐτό θά μποροῦσε ἴσως νά θεωρηθεῖ ὡς κολακεία. Τόν ἐπαινεῖ μακαρίζοντας τήν μητέρα του. ᾿Από τόν ἔπαινο τῆς μητέρας εὔκολα ἀνάγεται κανείς στόν ἔπαινο τοῦ υἱοῦ. ῎Αν μακαρίζεται ἡ μητέρα χάριν τοῦ υἱοῦ, εἶναι ἐμφανές πόσο ἀξιομακάριστος θά εἶναι ὁ ἴδιος.
11,28. Αὐτὸς δὲ εἶπε· μενοῦνγε μακάριοι οἱ ἀκούοντες τὸν λόγον τοῦ Θεοῦ καὶ φυλάσσοντες αὐτόν.
   Αὐτὸς δέ, ὁ Κύριος, ἀπαντᾶ ὅτι συμφωνεῖ ἀπόλυτα καί ἀποδέχεται τήν εἰλικρινῆ καί ἄδολη, τήν αὐθόρμητη ἔκφραση τοῦ θαυμασμοῦ πρός τήν μητέρα του. Αὐτό δηλώνουν μέ ἔμφαση τά τρία βεβαιωτικά μόρια, μὲν-οὖν-γε. ᾿Αλλά μέ ὅσα προσθέτει στήν συνέχεια θέλει νά ὁδηγήσει τήν σκέψη τῶν ἀκροατῶν του καί σέ μία ἄλλη ἀλήθεια, πού προβάλλει τήν παναγία Μητέρα του ὡς πρότυπο τῶν πιστῶν. Λέγει· μενοῦνγε μακάριοι οἱ ἀκούοντες τὸν λόγον τοῦ Θεοῦ καὶ φυλάσσοντες αὐτόν, δηλαδή, «ναί, μάλιστα, βέβαια! εἶναι μακαρία ἡ μητέρα μου, ἀλλά μακάριοι εἶναι καί ἐκεῖνοι πού ἀκοῦν καί τηροῦν τόν λόγο τοῦ Θεοῦ».
   ῾Η ἀνώνυμη γυναίκα μακάρισε -καί πολύ σωστά- τήν Παναγία γιά τήν συγγένειά της μέ τόν ᾿Ιησοῦ. ῎Ηδη ὅμως ὁ Κύριος εἶχε κάνει λόγο γιά τούς δεσμούς τῆς πνευματικῆς συγγένειας πού εἶναι ἡ ἀνώτερη (βλ. Λκ 8,21). Τονίζει, λοιπόν, ὅτι ἡ μακαριότητα τῆς Παρθένου, ἡ ὕψιστη δόξα της συνίσταται στό ὅτι ἐκλέχθηκε νά γίνει μητέρα του, διότι δέχθηκε νά ἐκτελέσει τόν λόγο τοῦ Θεοῦ. Σ᾿ αὐτό καλοῦνται νά τήν μιμηθοῦν ὅλοι ὅσοι ἐπιθυμοῦν νά γίνουν μέτοχοι τῆς μακαριότητός της (πρβλ. ᾿Απ 1,3).

Στεργίου Σάκκου, Ἑρμηνεία στό κατά Λουκᾶν Εὐαγγέλιο, τόμ. B΄, σελ.136-140 & 166-167

Δευτέρα, 19 Μάιος 2014 03:00

Λκ 4,16-30

Ὁ Ἰησοῦς στήν Ναζαρέτ


 Τήν ἐπίσκεψη τοῦ Ἰησοῦ στήν Ναζαρέτ ἐξιστορεῖ λεπτομερῶς ὁ εὐαγγελιστής Λουκᾶς, ἐνῶ οἱ ἄλλοι εὐαγγελιστές τήν μνημονεύουν μέ συντομία (βλ. Μθ 13,53-58· Μρ 6,1-6).


 4,16. Καὶ ἦλθεν εἰς τὴν Ναζαρέτ, οὗ ἦν τεθραμμένος, καὶ εἰσῆλθε κατὰ τὸ εἰωθὸς αὐτῷ ἐν τῇ ἡμέρᾳ τῶν σαββάτων εἰς τὴν συναγωγήν, καὶ ἀνέστη ἀναγνῶναι.
    Ὁ Ἰησοῦς γεννήθηκε στήν Βηθλεέμ, ἀλλά μετά τήν ἐπιστροφή του ἀπό τήν Αἴγυπτο ἐγκαταστάθηκε καί ἔζησε στήν Ναζαρέτ· γι’ αὐτό τοῦ δόθηκε ἡ προσωνυμία «Ναζωραῖος» (Μθ 2,23). Στό ξεκίνημα τῆς δημόσιας δράσεώς του καί ἀφοῦ προηγουμένως εἶχε κηρύξει καί θαυματουργήσει στήν εὐρύτερη περιοχή τῆς Ἰουδαίας καί τῆς Γαλιλαίας, ἦλθεν εἰς Ναζαρέτ, οὗ ἦν τεθραμμένος. Θέλησε νά ἐπισκεφθεῖ τούς συμπατριῶτες του, νά ἀποδώσει τά τροφεῖα στόν τόπο πού τόν μεγάλωσε· «ἵνα καὶ ἡμᾶς διδάξῃ», γράφει ὁ ἅγιος Θεοφύλακτος, «πρότερον τοὺς οἰκείους εὐεργετεῖν καὶ τούτους ἐκδιδάσκειν, εἶτα καὶ εἰς τοὺς λοιποὺς τὴν φιλανθρωπίαν ἐκχέειν».
   Στήν Ναζαρέτ, τήν ἡμέρα τοῦ Σαββάτου πῆγε στήν συναγωγή κατὰ τὸ εἰωθὸς αὐτῷ. Συνήθιζε ὁ Ἰησοῦς, καθ’ ὅλο τό διάστημα πού ἔμενε στήν Ναζαρέτ, νά πηγαίνει στήν συναγωγή κάθε Σάββατο. Ἡ συνήθειά του αὐτή φανερώνει ὅτι εἶναι θεάρεστη ἡ συμμετοχή στίς ἱερές συνάξεις τῶν πιστῶν.
   Στήν συναγωγή οἱ ὁμιλητές διάβαζαν ὄρθιοι τήν περικοπή ἐκφράζοντας ἔτσι τόν σεβασμό τους πρός τό ἱερό κείμενο. Ὁ Ἰησοῦς, πού γιά χρόνια ἦταν ἕνας ἁπλός ἀκροατής καί μαθητής στόν χῶρο ἐκεῖνο, σηκώνεται ὡς διδάσκαλος αὐτή τήν φορά νά διαβάσει, ἀνέστη ἀναγνῶναι, καί στήν συνέχεια νά κηρύξει μέ παρρησία στούς συμπατριῶτες του.
 

4,17. Καὶ ἐπεδόθη αὐτῷ βιβλίον Ἠσαΐου τοῦ προφήτου, καὶ ἀναπτύξας τὸ βιβλίον εὗρε τὸν τόπον οὗ ἦν γεγραμμένον.
   Τά βιβλία τῆς ἐποχῆς ἐκείνης εἶχαν τήν μορφή ρολοῦ, ὁ ὁποῖος φυλασσόταν μέσα σέ κύλινδρο. Ὁλόκληρη ἡ Παλαιά Διαθήκη συμπεριλαμβανόταν σέ εἰκοσιδύο ρολούς. Ὁ ὑπηρέτης τῆς συναγωγῆς ἔδωσε στόν Κύριο βιβλίον Ἠσαΐου τοῦ προφήτου, δηλαδή τόν ἀντίστοιχο ρολό. Ὁ Κύριος ἀφοῦ ξετύλιξε, ἀναπτύξας τόν ρολό, βρῆκε τήν προγραμματισμένη περικοπή τῆς ἡμέρας· ἦταν οἱ δύο πρῶτοι στίχοι τοῦ 61ου κεφαλαίου τῆς προφητείας τοῦ Ἠσαΐα.
 

4,18-19. Πνεῦμα Κυρίου ἐπ’ ἐμέ, οὗ εἵνεκεν ἔχρισέ με, εὐαγγελίσασθαι πτωχοῖς ἀπέσταλκέ με, ἰάσασθαι τοὺς συντετριμμένους τὴν καρδίαν, κηρῦξαι αἰχμαλώτοις ἄφεσιν καὶ τυφλοῖς ἀνάβλεψιν, ἀποστεῖλαι τεθραυσμένους ἐν ἀφέσει, κηρῦξαι ἐνιαυτὸν Κυρίου δεκτόν.
   Ἡ περικοπή τήν ὁποία διάβασε ὁ Ἰησοῦς στήν συναγωγή τῆς Ναζαρέτ ἀφοροῦσε στό πρόσωπο τοῦ Μεσσία, στήν σωτηρία καί στήν δόξα πού θά προσφέρει στόν λαό τοῦ Θεοῦ. Ὁ Μεσσίας μιλᾶ μέ τό στόμα τοῦ προφήτη Ἠσαΐα καί λέγει· Πνεῦμα Κυρίου ἐπ’ ἐμέ, οὗ εἵνεκεν ἔχρισέ με. Σ’ αὐτόν ἀναπαύεται τό ἅγιο Πνεῦμα καί τόν καθιστᾶ τόν κατεξοχήν «Χριστόν». Ἡ ἀποστολή του παρουσιάζεται συνοπτικά ὡς ἑξῆς·
  α) Εὐαγγελίσασθαι πτωχοῖς ἀπέσταλκέ με· φέρνει ἄγγελμα χαρᾶς στούς πτωχούς, δηλαδή στούς ταπεινούς καί καταφρονημένους πού ἀναζητοῦν τόν Θεό καί περιμένουν τήν θεία λύτρωση.
  β) Ἰάσασθαι τοὺς συντετριμμένους τὴν καρδίαν· χαρίζει τήν θεραπεία σέ ἐκείνους πού ἔχουν συντετριμμένη καρδιά, στούς ἀπελπισμένους καί ἀπογοητευμένους.
  γ) Κηρῦξαι αἰχμαλώτοις ἄφεσιν· κηρύττει τήν ἀπελευθέρωση ἀπό τόν ζυγό τῆς αἰχμαλωσίας τοῦ σατανᾶ καί τῆς ἁμαρτίας.
  δ) Καὶ τυφλοῖς ἀνάβλεψιν· δίνει στούς τυφλούς φῶς, φυσικό καί πνευματικό.
  ε) Ἀποστεῖλαι τεθραυσμένους ἐν ἀφέσει· παρέχει τήν ἄφεση, τήν θεραπεία καί τήν ἀνόρθωση στούς τσακισμένους καί ἐξουθενωμένους, στούς ἀποτυχημένους. Τούς παρέχει ἐλπίδα κι ἀνοίγει διέξοδο στό ἀδιέξοδό τους.
   Εἶναι ἀξιοσημείωτο ὅτι τόν πέμπτο στόχο τῆς ἀποστολῆς του τόν διατυπώνει ὁ Κύριος χρησιμοποιώντας χωρίο ἀπό προηγούμενο κεφάλαιο τοῦ Ἠσαΐα (βλ. 58,6) καί ὄχι ἀπό τήν συγκεκριμένη περικοπή (Ἠσ 61,1-2), τήν ὁποία χρησιμοποίησε γιά τούς ἄλλους στόχους. Ὡς κύριος καί κάτοχος τῆς ἁγίας Γραφῆς μποροῦσε, φυσικά, νά τήν χρησιμοποιεῖ ἐλεύθερα. Τέλος, στήν ἑπόμενη φράση συνοψίζει ὅλους τούς στόχους τῆς ἀποστολῆς του·
  στ) Κηρῦξαι ἐνιαυτὸν Κυρίου δεκτόν· κηρύττει τό ἰωβηλαῖο τοῦ Θεοῦ. Οἱ ἰουδαῖοι κάθε πενήντα χρόνια κήρυτταν μέ σάλπιγγες καί τύμπανα τήν ἔναρξη τοῦ ἰωβηλαίου ἔτους, κατά τό ὁποῖο διαγράφονταν τά χρέη, ἐλευθερώνονταν οἱ δοῦλοι, ἀφήνονταν ἀκαλλιέργητοι οἱ ἀγροί (βλ. Λε 25,8-13). Ἡ γιορτή αὐτή εἶχε ὡς σκοπό τήν διατήρηση τῆς ἰσότητος μεταξύ τῶν Ἰσραηλιτῶν καί τήν ἀγρανάπαυση. Συνιστοῦσε προτύπωση τῆς μεσσιακῆς ἐποχῆς, κατά τήν ὁποία οἱ πιστοί θά ἀπολαμβάνουν τήν πατρική ἀγαθότητα, πού διαγράφει τίς ἁμαρτίες, ἐλευθερώνει ἀπό τά πάθη, χαρίζει φῶς καί πνευματική ἀνόρθωση, τήν ἀληθινή ἀνάπαυση καί εἰρήνη.

 4,20. Καὶ πτύξας τὸ βιβλίον ἀποδοὺς τῷ ὑπηρέτῃ ἐκάθισε· καὶ πάντων ἐν τῇ συναγωγῇ οἱ ὀφθαλμοὶ ἦσαν ἀτενίζοντες αὐτῷ.
   Μετά τήν ἀνάγνωση τῆς περικοπῆς ὁ Κύριος πτύξας τὸ βιβλίον, τύλιξε τό ρολό-βιβλίο, καί ἀποδοὺς τῷ ὑπηρέτῃ, ἀφοῦ τό ἐπέστρεψε γιά νά μπεῖ ξανά στήν θέση του (βλ. σχόλια στό 4,15), ἐκάθισε· μόνο κατά τήν ἀνάγνωση ὄφειλε νά μένει ὄρθιος ὁ ἀναγνώστης. Τό παράστημα τοῦ Ἰησοῦ, ὁ τρόπος μέ τόν ὁποῖο διάβασε τήν περικοπή -εἶχε προηγηθεῖ ἤδη καί ἡ φήμη του- τράβηξαν τήν προσοχή ὅλων. Ἔτσι πάντων ἐν τῇ συναγωγῇ οἱ ὀφθαλμοὶ ἦσαν ἀτενίζοντες αὐτῷ, ὅλοι κάρφωσαν τό βλέμμα τους ἐπάνω του.
 

4,21. ῎Ηρξατο δὲ λέγειν πρὸς αὐτοὺς ὅτι σήμερον πεπλήρωται ἡ γραφὴ αὕτη ἐν τοῖς ὠσὶν ὑμῶν.
   Μέ σαφήνεια καί ἁπλότητα ὁ Κύριος ἀνέπτυξε τήν προφητεία πού διάβασε, διαβεβαιώνοντας ὅτι ἐκπληρώνεται σήμερον στό πρόσωπό του. Αὐτός εἶναι ὄχι ἁπλῶς «χριστός Κυρίου» ἀλλά «Χριστός Κύριος» (βλ. Λκ 2,11)· δέν χρειάζεται νά χρισθεῖ, διότι -ἤδη ἀπό τήν ὥρα τῆς σαρκώσεώς του- ἔχει δικό του ὅλο τό ἅγιο Πνεῦμα ὡς θεάνθρωπος, ὁμοούσιος μέ τόν Πατέρα καί τόν Παράκλητο (βλ. σχόλια στό 4,1). Ἡ προφητεία τοῦ Ἠσαΐα ἀποτελεῖ τό διάγγελμα τοῦ Μεσσία. Καθώς ὁ Ἰησοῦς τήν ἐφαρμόζει στό πρόσωπό του ἀποκαλύπτει ὅτι εἶναι·
  α) ὁ διδάσκαλος πού μέ τήν σοφία του θά διδάξει τήν ἀλήθεια καί θά ἐλευθερώσει τούς ἀνθρώπους ἀπό τήν ἄγνοια, τήν πλάνη καί τόν πόνο·
  β) ὁ ἀρχιερέας πού μέ τήν θυσία του θά λυτρώσει τόν κόσμο ἀπό τήν ἁμαρτία, τήν φθορά καί τόν θάνατο·
  γ) ὁ βασιλιάς πού μέ τήν δύναμή του θά δημιουργήσει μιά αἰώνια βασιλεία, στήν ὀποία οἱ πιστοί θά ἀπολαμβάνουν τήν εὐτυχία τῆς μεσσιακῆς ἐποχῆς.
 

4,22. Καὶ πάντες ἐμαρτύρουν αὐτῷ καὶ ἐθαύμαζον ἐπὶ τοῖς λόγοις τῆς χάριτος τοῖς ἐκπορευομένοις ἐκ τοῦ στόματος αὐτοῦ καὶ ἔλεγον· οὐχ οὗτός ἐστιν ὁ υἱὸς Ἰωσήφ;
   Στήν συναγωγή τῆς Ναζαρέτ δικαιώθηκε ἡ φήμη τήν ὁποία εἶχε ὁ Ἰησοῦς ὡς θαυμαστός διδάσκαλος. Ὅλοι οἱ παρευρισκόμενοι ἐμαρτύρουν αὐτῷ, ἔδιναν τήν μαρτυρία τους ὅτι μένουν κατάπληκτοι ἀπό ὅσα ἀκοῦν καί βλέπουν. Τό ρῆμα ἐθαύμαζον ἐκφράζει αὐτήν ἀκριβῶς τήν ἔκπληξή τους. Ἀναγνώριζαν τήν χάρη, τήν γλυκύτητα τῶν λόγων του. Ἐξέφραζαν ὅμως ἔντονα καί τήν ἀπορία τους· οὐχ οὗτός ἐστιν ὁ υἱὸς Ἰωσήφ; Κατά τήν συνήθεια τῆς ἐποχῆς τό πατρώνυμο «υἱὸς Ἰωσὴφ» ἐπέχει θέση ἐπωνύμου. Γνώριζαν οἱ κάτοικοι τῆς Ναζαρέτ τήν οἰκογένεια τοῦ Ἰησοῦ. ῎Ηξεραν, ἐπίσης, ὅτι αὐτός μεγάλωσε ἀνάμεσά τους, χωρίς νά ἔχει λάβει ἰδιαίτερη μόρφωση. Δέν μποροῦσαν, λοιπόν, νά ἑρμηνεύσουν τήν σοφία καί τήν παρρησία πού χαρακτήριζε τήν διδασκαλία του. Ἐξάλλου, δέν ἦταν γι’ αὐτούς εὔκολο νά παραδεχθοῦν ὅτι ἐφαρμόζεται στόν συγχωριανό τους ὅ,τι εἶχε προφητεύσει ὁ Ἠσαΐας.
 

4,23. Καὶ εἶπε πρὸς αὐτούς· πάντως ἐρεῖτέ μοι τὴν παραβολὴν ταύτην· ἰατρέ, θεράπευσον σεαυτόν· ὅσα ἠκούσαμεν γενόμενα ἐν τῇ Καπερναούμ, ποίησον καὶ ὧδε ἐν τῇ πατρίδι σου.
   Ὁ καρδιογνώστης Κύριος γνωρίζει τούς διαλογισμούς τῶν συμπατριωτῶν του. Ἦταν ἕτοιμοι νά τοῦ ποῦν τήν παραβολήν, τήν παροιμία πού συνηθίζονταν στούς Ἰουδαίους ἀλλά καί στούς Ρωμαίους καί στούς Ἕλληνες· ἰατρέ, θεράπευσον σεαυτόν. Ἄν δέν μπορεῖς νά ἐπιτελέσεις καί στήν Ναζαρέτ κάποια ἀπό τά σημεῖα πού ἔκανες στήν Καπερναούμ, ὥστε ἔτσι νά βοηθήσεις τόν ἑαυτό σου καί νά τόν ἀπαλλάξεις ἀπό τήν περιφρόνηση τῶν συμπατριωτῶν σου, πῶς ἰσχυρίζεσαι ὅτι θά θεραπεύσεις ἄλλους ἐφαρμόζοντας στό πρόσωπό σου τό «ἰάσασθαι τοὺς συντετριμμένους»;
   Ὁ Κύριος, ὡστόσο, ἐπιτελοῦσε σημεῖα μόνο γιά τούς πιστούς, οἱ ὁποῖοι θά μποροῦσαν νά καρπωθοῦν ἀπό αὐτά κάποια ὠφέλεια. Ἀρνεῖται νά κάνει σημεῖο στόν τόπο του, ἐπειδή διακρίνει τήν ἀπιστία τῶν Ναζαρηνῶν· δέν θέλει νά κερδίσει τήν πίστη τους μέ τρόπο δυναμικό καί ἐντυπωσιακό. Περιορίζεται νά τούς θυμίσει τήν προφητεία, ὥστε συνδυάζοντάς την μέ ὅσα γνώριζαν γιά τό πρόσωπό του, νά καταλάβουν ποιός πραγματικά εἶναι. Ἐκεῖνοι, ἀπεναντίας, ἐνῶ ἔχουν ὅλα τά τεκμήρια πού θά ἔπρεπε νά τούς ὁδηγήσουν σέ εἰλικρινῆ θαυμασμό, ἐκφράζονται γι’ αὐτόν μέ περιφρόνηση. Ἔτσι ἀποκαλύπτεται ἡ κακότητα τῶν κατοίκων τῆς Ναζαρέτ (πρβλ. Ἰω 1,47).
 

4,24. Εἶπε δέ· ἀμὴν λέγω ὑμῖν ὅτι οὐδεὶς προφήτης δεκτός ἐστιν ἐν τῇ πατρίδι αὐτοῦ.
   Ἀρχίζοντας μέ τό ἀμὴν ὁ Ἰησοῦς δίδει ἐπισημότητα στόν λόγο του. Ἡ παροιμία πού μνημονεύει, οὐδεὶς προφήτης δεκτὸς ἐν τῇ πατρίδι αὐτοῦ, εἶχε τήν ἐφαρμογή της καί στούς προφῆτες τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης (βλ. Ἰε 11,21). Σέ μιά κλειστή κοινωνία εὐκολώτερα προβάλλεται ἡ προσωπικότητα κάποιου ξένου. Ὁ γνωστός καί οἰκεῖος στερεῖται συνήθως τήν τιμή πού τοῦ ἁρμόζει, διότι δέν ἀναγνωρίζεται ἡ ἀνωτερότητά του, ἀλλά ἀντίθετα προκαλεῖ τόν φθόνο.

 4,25-27. Ἐπ’ ἀληθείας δὲ λέγω ὑμῖν, πολλαὶ χῆραι ἦσαν ἐν ταῖς ἡμέραις Ἠλιοὺ ἐν τῷ Ἰσραήλ, ὅτε ἐκλείσθη ὁ οὐρανὸς ἐπὶ ἔτη τρία καὶ μῆνας ἕξ, ὡς ἐγένετο λιμὸς μέγας ἐπὶ πᾶσαν τὴν γῆν, καὶ πρὸς οὐδεμίαν αὐτῶν ἐπέμφθη Ἠλίας εἰ μὴ εἰς Σάρεπτα τῆς Σιδωνίας πρὸς γυναῖκα χήραν. Καὶ πολλοὶ λεπροὶ ἦσαν ἐπὶ Ἐλισαίου τοῦ προφήτου ἐν τῷ Ἰσραήλ, καὶ οὐδεὶς αὐτῶν ἐκαθαρίσθη εἰ μὴ Νεεμὰν ὁ Σύρος.
   Ὁ Ἰησοῦς θέλει νά φέρει τούς συμπατριῶτες του σέ συναίσθηση καί μετάνοια. Γι’ αὐτό τούς ἐλέγχει αὐστηρά, χρησιμοποιώντας δύο παραδείγματα ἀπό τήν Παλαιά Διαθήκη, πού ἑρμηνεύουν τήν στάση του ἀπέναντί τους.
   Τό πρῶτο περιστατικό ἀναφέρεται στόν προφήτη Ἠλία (βλ. Γ´ Βα 17,1-16· πρβλ. Ἰα 5,17-18). Στίς ἡμέρες του ἔκλεισε ὁ οὐρανός καί δέν ἔβρεξε ἐπί τρία χρόνια καί ἕξι μῆνες. Ἡ ἀνομβρία ἐπηρέασε τίς καλλιέργειες καί ἔπεσε πείνα σέ ὅλη τήν χώρα. Τότε, λοιπόν, καί ἐνῶ ἡ ἀλλοεθνής βασίλισσα Ἰεζάβελ προσπαθοῦσε νά παρασύρει τόν ἰσραηλιτικό λαό στήν εἰδωλολατρία, ὁ Θεός ἔστειλε τόν προφήτη Ἠλία στά Σάρεπτα τῆς Σιδωνίας· φιλοξενήθηκε στό σπίτι μιᾶς ἀλλοεθνοῦς χήρας καί μέ σημεῖο κατέστησε ἀμείωτο τό ἀλεύρι καί τό λάδι τῆς οἰκογένειας. Πρόκειται γιά μιά στροφή στά ἔθνη τήν ἐποχή τῆς αὐστηρῆς ἐθνικιστικῆς νοοτροπίας τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης.
   Τό δεύτερο παράδειγμα ἀφορᾶ στόν προφήτη Ἐλισαῖο (βλ. Δ´ Βα κεφ. 5). Στήν ἐποχή του ὑπῆρχαν πολλοὶ λεπροὶ (βλ. Δ´ Βα 7,3), ἀλλά ἀπό ὅλους αὐτούς θεραπεύθηκε μόνον ὁ Νεεμὰν ὁ Σύρος, ἕνας εἰδωλολάτρης. Ὁ Θεός δέν εἶναι προσωπολήπτης. Ἐπιτελεῖ σημεῖα σέ ὅσους δείχνουν πίστη στήν δύναμή του, ἔστω καί ἄν αὐτοί εἶναι ἐθνικοί. Καί ὁ Ἰησοῦς συνάντησε ἐθνικούς μέ μεγάλη πίστη, τήν ὁποία θαύμασε καί ἐπιβράβευσε (βλ. Μθ 8,10· 15,28).
   Τά δύο παλαιοδιαθηκικά παραδείγματα ἐπισημαίνουν ὅτι·
α) Οἱ κάτοικοι τῆς Ναζαρέτ εἶναι ἀνάξιοι νά δοῦν σημεῖα, ἐξαιτίας τῆς πεισματικῆς ἀπιστίας τους.
β) Τό κήρυγμα τοῦ εὐαγγελίου θά ἀγκαλιάσει τούς ἐθνικούς ὄχι γιά νά ἀλλοιωθεῖ ἀπό αὐτούς, ἀλλά γιά νά τούς μεταβάλει σέ πιστούς, νά τούς ἐκχριστιανίσει. Εἶναι τό μήνυμα πού μέ ἰδιαίτερη συγκίνηση καί ἐπιμονή μεταφέρει ὁ εὐαγγελιστής Λουκᾶς.
γ) Μετά τήν ἀνάστασή του ὁ Κύριος θά ἐγκαταλείψει ὄχι μόνο τούς συμπατριῶτες του ἀλλά καί ὅλον τόν Ἰσραήλ καί θά στραφεῖ πλέον στά ἔθνη. Τό ἴδιο νόημα ἔχει καί «τὸ σημεῖον Ἰωνᾶ τοῦ προφήτου» (Μθ 12,39-40· Λκ 11,29-30), μέ τό ὁποῖο ἀργότερα ὁ Κύριος ἀπείλησε τούς σκληρόκαρδους γραμματεῖς καί φαρισαίους, πού ἀπαιτοῦσαν νά τούς δείξει σημεῖο. Ἡ διακήρυξη αὐτή ὄχι μόνο φόβιζε ἀλλά καί ἐξόργιζε τούς Ἰουδαίους, διότι θεωροῦσαν ὅτι εἶναι οἱ μόνοι καί ἀποκλειστικοί δέκτες τῶν εὐλογιῶν τοῦ Θεοῦ.

 4,28. Καὶ ἐπλήσθησαν πάντες θυμοῦ ἐν τῇ συναγωγῇ ἀκούοντες ταῦτα.
   Ἀκούγοντας τά τελευταῖα λόγια τοῦ Ἰησοῦ οἱ Ναζαρηνοί θύμωσαν πολύ. Δέν μπόρεσαν νά ἀνεχθοῦν τόν ἔλεγχό του. Ἀπαιτοῦσαν μιά ἐξαιρετική εὔνοια ἀπό τόν συμπατριώτη τους. Ἡ συμπεριφορά τους ἀπέδειξε ὅτι πολύ σωστά καί δίκαια τούς ἀντιμετώπισε ὁ Κύριος. «Ἔδειξαν ἐντεῦθεν ἀναξίους σημείων ἑαυτοὺς καὶ τὸν περὶ τούτου λόγον τοῦ Σωτῆρος ἐβεβαίωσαν, ἀφ’ ὧν ἐπεχείρησαν», σχολιάζει ὁ Ζιγαβηνός.

 4,29-30. καὶ ἀναστάντες ἐξέβαλον αὐτὸν ἔξω τῆς πόλεως καὶ ἤγαγον αὐτὸν ἕως ὀφρύος τοῦ ὄρους, ἐφ’ οὗ ἡ πόλις αὐτῶν ᾠκοδόμητο, εἰς τὸ κατακρημνίσαι αὐτόν· αὐτὸς δὲ διελθὼν διὰ μέσου αὐτῶν ἐπορεύετο.
    Ὁ θυμός τῶν Ναζαρηνῶν ἦταν τόσο ἔντονος, ὥστε παρ’ ὅτι ἐντυπωσιάσθηκαν ἀπό τήν διδασκαλία τοῦ Ἰησοῦ (βλ. στ. 22) ἀποφάσισαν νά τόν ἐκδικηθοῦν ἀμέσως γιά τήν προσβολή πού τούς ἔκανε. Τόν ἔβγαλαν, λοιπόν, ἔξω ἀπό τήν πόλη καί τόν ὁδήγησαν ἕως ὀφρύος τοῦ ὄρους, στήν κορυφή τοῦ βουνοῦ ἐπάνω στό ὁποῖο ἦταν κτισμένη ἡ Ναζαρέτ, γιά νά τόν γρεμίσουν ἀπό ἐκεῖ.
   Πῶς γλύτωσε ἀπό τόν βέβαιο θάνατο ὁ Κύριος δέν ἀναφέρεται. Τό πιθανότερο εἶναι ὅτι, ὅταν τόν ἔφεραν ὥς τό χεῖλος τοῦ γκρεμοῦ, παρέλυσαν τά χέρια τους. Τότε ὁ Ἰησοῦς πέρασε διά μέσου αὐτῶν καί ἔφυγε, ὅπως ὁ βασιλιάς ἀνάμεσα ἀπό τούς παραστάτες πού τοῦ ἄνοιξαν δρόμο ἤ ὅπως ὁ νικητής ἀνάμεσα ἀπό ἡττημένους ἀντιπάλους του.
   Ὁ Ἰησοῦς ἦταν «φρουρούμενος τῇ ἡνωμένῃ αὐτῷ θεότητι»14. Εἶχε τήν ἐξουσία νά «καταθέσει» τήν ζωή του ἤ νά τήν «λάβει», ὅταν ὁ ἴδιος τό θελήσει (βλ. Ἰω 10,18). Βρισκόταν, ἐξάλλου, στήν ἀρχή τοῦ κηρύγματός του. Θά ἦταν ἄκαιρο νά ὁδηγηθεῖ στόν θάνατο πρίν κηρύξει τόν λόγο τῆς ἀληθείας. Ἀργότερα, ἔγιναν ἀπό τούς ἐχθρούς του καί κάποιες ἄλλες ἀπόπειρες νά τόν συλλάβουν, ἀλλά ἀπέτυχαν, «ὅτι οὔπω ἐληλύθει ἡ ὥρα αὐτοῦ» (βλ. Ἰω 7,30). Ὁ Ἰησοῦς βάδισε πρός τό ἑκούσιο πάθος του τηρώντας ἕνα πρόγραμμα, ἕνα προκαθορισμένο σχέδιο. Ὅταν Ἐκεῖνος ἔκρινε κατάλληλη τήν στιγμή, παρέδωσε τόν ἑαυτό του στά χέρια τῶν ἐχθρῶν του, καί τέλος, παρέδωσε τό πνεῦμα του ἐπάνω στόν σταυρό λέγοντας· «τετέλεσται» (Ἰω 19,30).

Στεργίου Σάκκου, Ἑρμηνεία στό κατά Λουκᾶν Α΄, σελ. 183-191

Δευτέρα, 27 Μάρτιος 2017 03:00

Λκ 1,34

«Ἐπεί ἄνδρα οὐ γινώσκω» (Λκ 1,34)


  euaggelismos2  Στόν ἱστορικό διάλογο πού διαμείφθηκε στή Ναζαρέτ ἀνάμεσα στόν ἄγγελο Γαβριήλ καί τήν παρθένο Μαρία (Λκ 1,28-38) περιέχεται ἡ φράση τῆς ὁποίας ζητήθηκε ἡ ἑρμηνεία. Φαίνεται ἁπλή ἡ φράση αὐτή, διότι οἱ λέξεις καί ἡ σύνταξή της κατανοοῦνται μέ τήν πρώτη ἀνάγνωση. Εἶναι ὅμως ἀπό τά δυσερμήνευτα χωρία τῆς ἁγίας Γραφῆς, διότι συνδέεται μέ τό μέγα μυστήριο τῆς Θείας Οἰκονομίας, καί μάλιστα, μ᾿ ᾿Εκείνη πού εἶναι τό ὕψος τό «δυσανάβατον ἀνθρωπίνοις λογισμοῖς».

   Ἡ Μαρία δέν δέχεται ἄκριτα τό ἀγγελικό μήνυμα. Δέν ἀμφιβάλλει, βέβαια, γιά τήν πραγματοποίησή του, ἀλλά ζητᾶ νά μάθει τόν τρόπο, προβάλλοντας μία σοβαρή ἔνσταση· «πῶς ἔσται μοι τοῦτο, ἐπεί ἄνδρα οὐ γινώσκω;».

   Ἡ ἔκφραση «ἄνδρα οὐ γινώσκω» σημαίνει «δέν ἔχω συζυγικές σχέσεις μέ ἄνδρα». ῾Ο ἐνεστώτας τοῦ ρήματος δηλώνει πρόθεση γιά ἰσόβια παρθενία. Τό «οὐ γινώσκω» δέν ἀφορᾶ μόνο στό χρονικό διάστημα μέχρι τή στιγμή τοῦ εὐαγγελισμοῦ -δέν θά εἶχε τότε νόημα ἡ ἔνσταση τῆς Παρθένου-, ἀλλά ἀγκαλιάζει καί τό μέλλον. ῞Οπως ἐκεῖνος πού ἀποφάσισε νά μήν πιεῖ ποτέ στή ζωή του κρασί ἐκφράζεται σέ ἐνεστώτα χρόνο λέγοντας «δέν πίνω»· ὅπως ὁ μή καπνιστής λέγει «δέν καπνίζω» ἐννοώντας ὅτι οὔτε καί στό μέλλον ἔχει πρόθεση νά καπνίσει, ἔτσι καί ἡ Παρθένος χρησιμοποιεῖ τόν λεγόμενο «βουλητικό» ἐνεστώτα, ὑποδηλώνοντας τή σταθερή της βούληση νά ἀπέχει τελείως ἀπό τήν κοινωνία τοῦ γάμου.

     Γνώριζε, βέβαια, ἡ Μαρία τήν προφητεία τοῦ ᾿Ησαΐα· «ἰδού ἡ παρθένος ἐν γαστρί ἕξει, καί τέξεται υἱόν, καί καλέσεις τό ὄνομα αὐτοῦ ᾿Εμμανουήλ» (7,14). Δέν πέρασε ὅμως ποτέ ἀπό τή σκέψη της ἡ ὑπόνοια ὅτι σ᾿ αὐτήν ἀναφέρεται ὁ προφήτης. ῾Η βαθειά της ταπεινοφροσύνη δέν ἐπέτρεψε ἕναν τέτοιο λογισμό οὔτε καί μετά ἀπό ὅσα τῆς ἀποκάλυψε ὁ οὐράνιος ἀπεσταλμένος (βλ. στ. 30-33). Αὐτό πού κυρίαρχα ἔνιωσε μέσα της καί ἀμέσως αὐθόρμητα ἐκδηλώθηκε ἦταν ἡ ἀγωνία μήπως λυθεῖ ὁ μυστικός της γάμος μέ τόν Κύριο, τό ἱερό της τάμα· μήπως χάσει αὐτό πού ἀπό μικρή δέχθηκε ὡς κλήση ἀπό τόν Θεό καί στό ὁποῖο ἀνταποκρίθηκε μέ ὅλο της τό εἶναι.

   Ἑρμηνεύοντας τό χωρίο ὁ ἅγιος Αὐγουστίνος παρατηρεῖ· «Αὐτό δέν θά τό ἔλεγε, ἄν ἀπό πρίν δέν εἶχε κάνει τάμα στόν Θεό νά μείνει παρθένος» (De sancta Virginitate 1,4· PL 40,398). ῾Ο ἅγιος Γρηγόριος Νύσσης, ἐπίσης, παρατηρεῖ ὅτι τό ἐρώτημα τῆς Μαρίας ἀποδεικνύει ὅσα κρυφά εἶχαν συντελεσθεῖ μέσα της. Διότι, σκέπτεται ὁ ἅγιος πατέρας, ἄν ὁ ᾿Ιωσήφ τήν εἶχε παραλάβει γιά νά τήν κάνει γυναίκα του, γιατί νά διατυπώσει ἡ Μαρία μέ τόση ἔκπληξη μία τέτοια ἀπορία, ἀφοῦ καί ἡ ἴδια θά περίμενε νά γίνει μητέρα κατά τόν φυσικό νόμο; Καί ὁ ἴδιος δίνει τήν ἀκόλουθη ἐξήγηση· «’Επειδή δέ τήν ἀφιερωθεῖσαν τῷ Θεῷ σάρκα, οἷόν τι τῶν ἁγίων ἀναθημάτων ἀνέπαφον ἔδει φυλάττεσθαι, διά τοῦτο, φησί, κἄν ἄγγελος ἦς, κἄν οὐρανόθεν ἥκῃς, καί ὑπέρ ἄνθρωπον τό φαινόμενον ᾖ, ἀλλά τό γνῶναί με ἄνδρα τῶν ἀμηχάνων ἐστί. Πῶς ἔσομαι μήτηρ ἄνευ ἀνδρός; Τόν γάρ ᾿Ιωσήφ μνηστῆρα μέν οἶδα, ἄνδρα δέ οὐ γινώσκω». ᾿Επειδή, δηλαδή, ἔπρεπε νά διαφυλαχθεῖ τό ἀφιερωμένο στόν Θεό σῶμα της ἀνέγγιχτο σάν ἅγιο ἀφιέρωμα, γι᾿ αὐτό λέγει· «Παρ᾿ ὅτι εἶσαι ἄγγελος καί ἔχεις ἔλθει ἀπό τόν οὐρανό καί ἡ ἐμφάνισή σου εἶναι κάτι τό ὑπερφυσικό, ἐντούτοις εἶναι ἀδύνατο νά ἔχω συζυγικές σχέσεις μέ ἄνδρα. Πῶς, λοιπόν, θά γίνω μητέρα δίχως ἄνδρα; Διότι ἀναγνωρίζω τόν ᾿Ιωσήφ ὡς μνηστήρα, ὄχι ὅμως ὡς σύζυγο» (PG 46,1140D-1141Α· ΕΠΕ 10,346-348).

   Γιά νά ἀσφαλίσει, προφανῶς, ἡ Μαρία τό μυστικό ἱερό τάμα της μνηστεύθηκε τόν ᾿Ιωσήφ, πού ἦταν ἤδη μεσήλικας καί μετά τό θάνατο τῆς συζύγου του εἶχε τήν εὐθύνη τῶν παιδιῶν του. Φαίνεται ὅτι συμφώνησαν νά κάνουν ἕναν ἰδιότυπο γάμο, ἀπαλλαγμένο ἀπό συζυγικές σχέσεις· ἐκείνη θά τόν βοηθοῦσε στήν ἀνατροφή τῶν παιδιῶν του καί αὐτός, καθώς θά ἐμφανιζόταν στόν κόσμο ὡς σύζυγός της, θά πρόσφερε τήν ἀναγκαία κοινωνική κάλυψη γιά νά διατηρήσει τήν παρθενία της. Διότι ἡ ἀπόφαση γιά ἰσόβια παρθενία ἦταν τελείως ξένη πρός τά ἰουδαϊκά ἤθη, ἀκατανόητη καί προκλητική γιά τήν ἐποχή ἐκείνη.

   Στήν Παλαιά Διαθήκη, μετά τόν ῎Αβελ, ὁ ὁποῖος δέν πρόλαβε νά κάνει γάμο, ἀναφέρονται ὡς παρθένοι τρεῖς μόνο ἄνδρες, ὁ ᾿Ηλίας, ὁ ᾿Ελισαῖος καί ὁ ᾿Ιερεμίας. ῾Η σεμνή κόρη τῆς Ναζαρέτ ἦταν ἡ πρώτη γυναίκα πού ἀγάπησε τόσο τόν Θεό, ὥστε νά ἐπιθυμήσει νά τοῦ ἀφιερώσει τήν παρθενία της. Κι ἦταν τόσο δυνατός ὁ πόθος της ὥστε νά μένει ἀμετάκλητος καί μετά τήν καταπληκτική προαγγελία τοῦ ἀγγέλου. ῎Ετσι, πράγματι, ἅρμοζε στήν ἐκλεκτότερη ψυχή πού γνώρισαν οἱ αἰῶνες· σ᾿ αὐτήν πού ἀνῆλθε στό ὕψιστο ἀξίωμα νά γίνει ἡ μητέρα τοῦ Θεοῦ· στήν ἀειπάρθενο Μαρία, ἡ ὁποία δικαίως χαρακτηρίστηκε ὡς «τό τεῖχος» καί ἡ «καλή κουροτρόφος» τῶν παρθένων.

Στέργιος Ν. Σάκκος, Ἀπολύτρωσις 63 (2008) 83-84

Σάββατο, 21 Αύγουστος 2021 03:00

Κυρ. Θ΄ Ματθαίου Μθ 14,22-34

Ο ΙΗΣΟΥΣ ΕΠΙ ΤΩΝ ΚΥΜΑΤΩΝ

Ἡ προσευχή τοῦ Ἰησοῦ

   

  xristos petros kymata Τό σημεῖο πού μᾶς διηγεῖται τό εὐαγγέλιο τῆς Θ΄ Κυριακῆς τοῦ Ματθαίου (Μθ 14,22-34) παρουσιάζει αὐτό τό καταπληκτικό καί σπουδαῖο ἔργο· τόν Κύριο νά βρίσκεται σέ μιά στιγμή ἀπό τήν κορυφή τοῦ βουνοῦ πάνω στά ἀφρισμένα κύματα καί μέ ἕνα του λόγο νά σώζει ἀπό τή μανία τῆς θάλασσας τή βάρκα μέ τούς μαθητές του.

    Μετά τό χορτασμό περισσοτέρων ἀπό 5.000 ἀνθρώπων ὁ Χριστός κουρασμένος, κατάκοπος ἀποτραβήχτηκε στήν κορυφή ἑνός βουνοῦ γιά νά ξεκουραστεῖ. Ἀλλά ποιά εἶναι ἡ ξεκούραση καί ἡ ἀνάπαυσή του; «Ἦν διανυκτερεύων ἐν τῇ προσευχῇ», ὅπως λέει καί ὁ εὐαγγελιστής Λουκᾶς· ἔμεινε προσευχόμενος ὅλη τή νύχτα. Μετά ἀπό κόπους, ἀπό διδασκαλία καί περιοδεία, ὁ Κύριος βρίσκει ἀνάπαυση ὄχι στόν ὕπνο οὔτε στό ξάπλωμα, ἀλλά στήν προσευχή καί στό γονάτισμα. Ὤ, νά μπορούσαμε ἐκείνη τήν ὥρα νά πλησιάζαμε τόν Ἰησοῦ στήν κορυφή τοῦ ὄρους καί νά ἀκούγαμε τήν προσευχή του! Μέ συντριβή καρδίας -τό πιστεύω!- θά ἀκούγαμε τότε τό ὄνομά μας, τόν Κύριο νά προσεύχεται γιά μᾶς, πού δέν εἴχαμε γεννηθεῖ ἀκόμη, ἀλλά βρισκόμασταν στή σκέψη του καί στήν ἀγωνία του. Ναί, ἀδελφοί μου! Ὅπως προσευχήθηκε γιά τόν Πέτρο, πού θά τόν χορέψει ὁ διάβολος στό ταψί, νά μή χαθεῖ ἡ πίστη του, ἔτσι ὁ Ἰησοῦς προσευχήθηκε καί γιά μένα καί γιά σᾶς. Καί ὅπως έκείνη τήν ὥρα ἔβλεπε στήν ταραγμένη λίμνη τή βάρκα μέ τούς μαθητές του νά σαλεύεται, ἔτσι ἔβλεπε μπροστά ἀπό χρόνια καί καιρούς τούς πιστούς ὅλων τῶν αἰώνων νά σείονται μέσα στή θάλασσα τῆς ζωῆς, νά κινδυνεύουν ἀπό τά κύματα τῶν πειρασμῶν καί τῶν παθῶν, καί προσευχήθηκε γιά ὅλους μας.

Ἀβύθιστη ἡ Ἐκκλησία

    Μέσα στό καραβάκι ἐκεῖνο ἦταν ὅ,τι προσφιλέστερο εἶχε πάνω στή γῆ ὁ Θεάνθρωπος. Ἦταν οἱ δώδεκα μαθητές του, ἦταν ἐν δυνάμει ὁλόκληρη ἡ Ἐκκλησία, τήν ὁποία ἦλθε νά ἱδρύσει. Καί σήμερα ἡ Ἐκκλησία δέν εἶναι κάτι ἄλλο παρά ἕνα πλοῖο, πού παλεύει μέ ποικιλώνυμα κύματα. Κατάρτι της εἶναι ὁ σταυρός, πηδάλιο ὁ νόμος τοῦ Θεοῦ καί οἱ κανόνες τῶν πατέρων, καραβοκύρης ὁ Χριστός, ναῦτες οἱ ἀπόστολοι καί πλήρωμα ὅλοι οἱ χριστιανοί.

    Ὁ κόσμος μαίνεται, οἱ ἄνεμοι τῆς ἀπιστίας, τῆς ἀσπλαγχνίας καί τῆς διαφθορᾶς σφυρίζουν γύρω της, τά κύματα τῶν σκοτεινῶν δυνάμεων χτυποῦν τά πλευρά της καί, τό χειρότερο, ἡ ὀλιγοπιστία τῶν ἴδιων τῶν χριστιανῶν σαλεύει τήν Ἐκκλησία. Ὅμως ἡ Ἐκκλησία δέν καταποντίζεται. Μυριάδες οἱ ἐχθροί της, ἀλλά δέν χάνεται. Ὁ Κύριος προσεύχεται γι' αὐτήν. Σ' ἕνα του λόγο πρό τῆς ἐξορίας ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος λέει· «Πολλά τά κύματα καί χαλεπόν τό κλυδώνιον, ἀλλ' οὐ δεδοίκαμεν μή καταποντισθῶμεν. Μαινέσθω ἡ θάλασσα, πέτραν Χριστοῦ διαλύσαι οὐκ ἰσχύει· ἐγειρέσθω τά κύματα, πλοῖον Χριστοῦ καταποντίσαι οὐ δύναται». Ἡ Ἐκκλησία μένει ἀλώβητη ἀπό τήν ἀπιστία τῶν ἐχθρῶν της καί ἀκέραιη ἀπό τήν ὀλιγοπιστία τῶν μελῶν της.

Μή φοβεῖσθε!

    Ὅταν ἡ λαίλαπα δυναμώνει, ὅταν ἡ τρικυμία μᾶς πανικοβάλλει καί ἡ θύελλα μᾶς τρομάζει, ὁ Ἰησοῦς ἀφήνει τό ὄρος, κατεβαίνει καί περπατᾶ πάνω στά κύματα καί μᾶς λέει· «Θαρσεῖτε, ἐγώ εἰμι· μή φοβεῖσθε!». Ὤ, νά μποροῦσαν αὐτές οἱ λέξεις νά σφραγιστοῦν μέσα μας καί νά μᾶς σημαδέψουν, ὅπως σημαδεύουν οἱ νοικοκυραῖοι τά ζῶα τους μέ καυτό σίδερο! Νά χαρασσόταν μέσα στήν καρδιά μας πώς ἀνήκουμε στόν Θεό, ἀφοῦ εἴμαστε ἡ Ἐκκλησία του, καί τίποτε δέν ἔχουμε νά φοβηθοῦμε. Ποιά φουρτούνα μᾶς βρίσκει; Ποιός σεισμός μᾶς κλυδωνίζει; Εἶναι συκοφαντία; Εἶναι ψέμα; Εἶναι δόλος καί ἀπάτη;

    - Ἔχετε θάρρος! Μή φοβᾶστε! Ἐγώ εἶμαι!

    Ὅσο γλυκειά καί παρήγορη ἀκούγεται ἡ φωνή τοῦ πατέρα, τοῦ ἀδελφοῦ, τοῦ συζύγου, κάποιου πού μᾶς ἀγαπᾶ καί μᾶς προστατεύει μέσα στήν ἀπειλή καί τήν φοβέρα, «Ἐγώ εἶμαι!», ἔτσι γλυκειά καί παρήγορη εἶναι ἡ φωνή τοῦ Χριστοῦ γιά τήν Ἐκκλησία του μέσα στή δοκιμασία καί τόν κίνδυνο.

    Ἀλλά καί σύ, ψυχή μου, πού ἔχεις νά παλέψεις μέ τόσα κύματα στή ζωή σου, ἔχε θάρρος καί μή φοβᾶσαι! Σέ χτυπᾶ ἡ φτώχια, ἡ δυστυχία, ὁ θάνατος; Σέ ἀγριεύει ἡ ἀποτυχία, ἡ κακία, ὁ κατατρεγμός; Πές δυνατά· «Ἐάν γάρ καί πορευθῶ ἐν μέσῳ σκιᾶς θανάτου, οὐ φοβηθήσομαι κακά ὅτι σύ μετ' ἐμοῦ εἶ». Ὁ Κύριος κατέβηκε καί περπατᾶ μαζί σου πάνω στά κύματα. Καί ὅταν οἱ πειρασμοί σέ κυκλώνουν, ὅταν ἡ ἁμαρτία σέ ζαλίζει καί ὑψώνεται μπροστά σου μ' ὅλη της τήν τρομερή δύναμη, ὅταν μέσα σου ξεσποῦν θύελλα τά πάθη καί τρικυμίζουν τά ἔνστικτα, ἄκου, ψυχή μου, τήν ἐνθαρρυντική φωνή τοῦ Κυρίου σου· «Ἐγώ εἰμι! Μήν τά χάνεις, παιδί μου! Κι ἄν ἀκόμη ὁ σατανᾶς σέ τύλιξε μέ τά πλοκάμια του, κι ἄν ἀκόμη σέ ἔχει ρίξει μέσα στή λάσπη κι ἔχει ἀφαιρέσει ἀπό μέσα σου κάθε σκέψη γιά Θεό, κι ἄν ἀκόμη ἐμένα, πού εἶμαι ὁ Κύριός σου, μέ βλέπεις σάν φάντασμα καί μέ σκιάζεσαι, μήν ἀπελπίζεσαι!».

    Ὁ Πέτρος θέλησε κι αὐτός νά περπατήσει πάνω στή θάλασσα. Ὅσο εἶχε τό βλέμμα του καρφωμένο στόν Ἰησοῦ, ὅσο εἶχε τήν καρδιά του στερεωμένη στήν ἐμπιστοσύνη του σ' αὐτόν, ἦταν κι αὐτός ἕνας μικρός θεός· ἔκανε θαύματα καί περπατοῦσε πάνω στά κύματα. Μόλις ὅμως τράβηξε τήν προσοχή του ὁ ἄνεμος, μόλις ἀποσπάστηκε ἀπό τήν ἐπαφή του μέ τόν Χριστό καί φοβήθηκε, ἄρχισε νά καταποντίζεται. Σώθηκε μόνον ὅταν «ἔκραξε λέγων· Κύριε, σῶσον με!».

Κύριε, σῶσε μας!

    Ὁ ἄνθρωπος μπορεῖ νά γίνει παντοδύναμος, νά γίνει ἕνας μικρός θεός, μιμητής τοῦ Χριστοῦ, ἄν μείνει συνδεδεμένος μ' αὐτόν, σέ στενή καί ἀπόλυτη ἐπαφή μαζί του. Πόσες φορές, ἀλήθεια, δέν μᾶς ἔδωσε ὁ Κύριος τή δύναμη νά πατοῦμε πάνω σέ φίδια καί σέ σκορπιούς, νά περνοῦμε μπόρες καί καταιγίδες, νά περπατοῦμε πάνω στά κύματα; Πόσες φορές δέν ἄκουσε τή φωνή μας, τό S.O.S. πού ἐκπέμψαμε στίς θύελλες τῆς ζωῆς μας, καί δέν μᾶς ἔσωσε; Ἡ ἴδια ἡ ἱστορία μας εἶναι ἐκείνη πού μᾶς βεβαιώνει ὅτι ὁ Ἰησοῦς Χριστός εἶναι ὁ Θεός μας καί μᾶς σπρώχνει νά τόν προσκυνήσουμε. Ἄν ὅλα αὐτά τά σκεφθοῦμε, τότε αὐθόρμητη θά βγεῖ ἀπό μέσα μας ἡ προσευχή·

    «Κύριε, παντοδύναμε Θεέ, Δημιουργέ καί Κυβερνήτα τοῦ σύμπαντος, Πλάστη μας καί Λυτρωτά μας, σ' εὐχαριστοῦμε πού πάνω στόν οὐρανό προσεύχεσαι γιά μᾶς. Θερμά σέ παρακαλοῦμε ὅλη ἡ Ἐκκλησία σου, πού δέρνεται μέσα στούς ὠκεανούς τῆς ψεύτικης καί διεστραμμένης ζωῆς, ἔλα, κατέβα ἀπό τό ὄρος, νά περπατήσεις μαζί μας πάνω στή θάλασσα πού διαπλέουμε, νά διατάξεις τούς ἀνέμους νά ἠρεμήσουν, νά μᾶς διασώσεις. Ἔλα, Κύριε, νά σέ δοῦμε ζωντανό νά μᾶς ἐνθαρρύνεις, ν' ἁπλώνεις τό χέρι σου καί νά μᾶς βοηθᾶς, μέσα στήν καρδιά μας, μέσα στήν οἰκογένειά μας, μέσα στήν κοινωνία, μέσα στόν κόσμο. Ἀμήν».

Στέργιος Ν. Σάκκος, Ἀπολύτρωσις 41 (1986) 109-110

Πέμπτη, 12 Ιούνιος 2014 03:00

Μθ 10,34

ΕΙΡΗΝΗ ΚΑΙ ΜΑΧΑΙΡΑ
 

   Κύριος2 «Μή νομίσητε ὅτι ἦλθον βαλεῖν εἰρήνην ἐπί τήν γῆν· οὐκ ἦλθον βαλεῖν εἰρήνην ἀλλά μάχαιραν» (Μθ 10,34). Ἀκριβέστερον μάλιστα ἐζητήθη νά ἀπαντήσομεν εἰς τό ἐρώτημα πῶς συμβιβάζεται τό χωρίο αὐτό πρός τό καθολικό πνεῦμα τῆς Γραφῆς, τό ὁποῖον εἶναι πνεῦμα εἰρήνης καί ἀγάπης. Τό θέμα τῶν φαινομενικῶν ἀντιφάσεων εἶναι σοβαρό ὅσο καί τό θέμα τῶν δυσνοήτων χωρίων. Εἶναι δυνατόν δύο χωρία νά φαίνονται εὐνόητα ἀλλά καί ἀσύμφωνα. Ἤ ἀκόμη συνθετώτερον πολλά χωρία νά φαίνονται ἀσύμφωνα πρός πολλά ἄλλα. Τότε ἄν ὄχι ὅλα τουλάχιστον ὁρισμένα ἔχουν νόημα διαφορετικό ἀπ' ὅ,τι φαίνεται ἐκ πρώτης ὄψεως.
   Ἡ εἰρήνη εἶναι πράγματι θεία δωρεά. Καί ὡς κατάσταση καί ὡς ἀρετή θεωρεῖται στήν Γραφή ὡς μέγα τι καί θεμελιῶδες γιά τήν ζωή τῶν πιστῶν. Ὁ Θεός ὀνομάζεται «Θεός τῆς εἰρήνης» (Ρω 15,33· Α΄ Κο 14,33· Ἑβρ 13,20). Ὁ Κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστός προφητεύθηκε ἀπό τόν προφήτη Ἠσαΐα ὡς ἄρχων τοῦ ὁποίου «τῆς εἰρήνης οὐκ ἔστιν ὅριον» (Ἠσ 9,7). Ὅταν γεννήθηκε, οἱ ἄγγελοι ψάλλοντες εὐηγγελίζοντο ὅτι ἦλθε «ἐπί γῆς εἰρήνη» (Λκ 2,14). Οἱ ἀπόστολοί του εὐηγγελίζοντο τήν εἰρήνη (Ρω 10,15· Ἐφ 2,17). Καί τό εὐαγγέλιό του εἶναι τό μόνο καί τό κατ' ἐξοχήν «εὐαγγέλιον εἰρήνης» (Ἐφ 6,15). Τήν βασιλεία τοῦ ἄρχοντος τῆς εἰρήνης τήν ἀποδέχονται οἱ «υἱοί τῆς εἰρήνης» (Λκ 10,5). Καί μόνο αὐτοί εἶναι ἄξιοι ὀπαδοί του. Τό πρῶτο δῶρο τό ὁποῖο χάρισε εὐθύς μετά τήν ἀνάστασή του στούς μαθητές του καί διά τῶν μαθητῶν του σέ ὅλους τούς πιστούς του εἶναι ἡ εἰρήνη. «Εἰρήνη ὑμῖν», ἦταν ὁ πρῶτος χαιρετισμός τοῦ Ἀναστάντος (Λκ 24,36· Ἰω 20,19). Αὐτός ὁ «Κύριος τῆς εἰρήνης» χαρίζει σ' ἐμᾶς «τήν εἰρήνην διά παντός» (Β΄ Θε 3,16). Οἱ ἁπανταχοῦ ἐκκλησίες εὐδοκιμοῦν ὅταν ἔχουν εἰρήνη (Πρξ 9,31). Ἡ εἰρήνη μετά τῆς χάριτος καί τοῦ ἐλέους ἀποτελοῦν τίς τρεῖς ὕψιστες δωρεές τίς ὁποῖες παρέχει ὁ Θεός στούς ἀνθρώπους. «Χάριν, ἔλεος καί εἰρήνην» εὔχεται ὁ ἀπόστολος Παῦλος στούς πιστούς στά προοίμια ὅλων σχεδόν τῶν ἐπιστολῶν του (Α΄ Κο 1,3· Β΄ Κο 1,2· Ἐφ 1,2· Φι 1,2· Κλ 1,2· Α΄ Θε 1,1· Β΄ Θε 1,2· Α΄ Τι 1,2· Β΄ Τι 1,2· Ττ 1,4· Φλμ 3). Τό ἴδιο καί οἱ ἄλλοι ἀπόστολοι (Β΄ Πέ 1,2· Β΄ Ἰω 3· Ἰδ 2). Θεός εἰρήνης, λοιπόν, εὐαγγέλιον εἰρήνης, βασιλεία εἰρήνης, υἱοί εἰρήνης, τά πάντα πάντοτε εἰρήνη. Αὐτό εἶναι ὁ Χριστιανισμός.
   Καί ὅμως ὁ ἀρχηγός τοῦ Χριστιανισμοῦ ὁ Κύριος ἡμῶν εἶπε· «Μή νομίσητε ὅτι ἦλθον βαλεῖν εἰρήνην ἐπί τήν γῆν· οὐκ ἦλθον βαλεῖν εἰρήνην, ἀλλά μάχαιραν» (Μθ 10,34). Τήν ἴδια ἀλήθεια παραδίδει καί ὁ ἱερός Λουκᾶς μέ διαφορετικές λέξεις· «Δοκεῖτε ὅτι εἰρήνην παρεγενόμην δοῦναι ἐν τῇ γῇ; Οὐχί λέγω ὑμῖν ἀλλ' ἤ διαμερισμόν» (Λκ 12,51). Δύο δέ στίχους ἀνωτέρω λέγει πάλι ὁ Κύριος· «Πῦρ ἦλθον βαλεῖν ἐπί τήν γῆν» (αὐτόθι 49). Ὁ ἄρχων τῆς εἰρήνης ὁ ὁποῖος δοξολογεῖται ὡς φέρων «καί ἐπί γῆς εἰρήνην» κηρύσσει ὁ ἴδιος ὅτι δέν ἦλθε νά φέρει «εἰρήνην ἐπί τήν γῆν», ἀλλά πῦρ, μάχαιραν, διαμερισμόν, διχασμόν, πόλεμον! Διά νά μή παρερμηνεύσουμε μάλιστα τήν μάχαιραν ἐξηγεῖ ὁ ἴδιος· «ἦλθον γάρ διχάσαι ἄνθρωπον κατά τοῦ πατρός αὐτοῦ» (Μθ 10,35). Τό εὐαγγέλιο τῆς εἰρήνης φέρει διχασμόν. Ἐκεῖνος πού εὔχεται στούς μαθητές «εἰρήνη ὑμῖν» κηρύσσει ὅτι δέν φέρει τήν εἰρήνη στήν γῆ. Πῶς συμβιβάζονται αὐτά; Ἡ Γραφή ἀντιφάσκει; Ἡ Γραφή δέν ἀντιφάσκει. Μόνον ἡ κακόβουλη καί ἡ ἐπιπόλαιη μελέτη τῆς Γραφῆς συνάγουν ἐξ αὐτῆς ἀντιφατικά συμπεράσματα. Ἐδῶ δέν πρόκειται γιά μία καί τήν αὐτή εἰρήνη. Δύο καταστάσεις ἀντίθετες χαρακτηρίζονται ἡ κάθε μιά ὡς εἰρήνη. Ὁ Χριστός διχάζει τήν ἱστορία, διχάζει καί τήν ἀνθρωπότητα. Διχάζει τήν ἱστορία στήν πρό Χριστοῦ καί μετά Χριστόν, στήν βασιλεία τοῦ Θεοῦ καί στόν κόσμο, στό φῶς καί στό σκότος. Ὁ Χριστός ἐδίχασε τήν ἀνθρωπότητα σέ δύο ἀντιμαχόμενα στρατόπεδα. Αὐτή εἶναι ἡ «μάχαιρα». Αὐτός εἶναι ὁ «διχασμός» τόν ὁποῖο ἔφερε ὁ Χριστός καί ὁ ὁποῖος δέν ὑπῆρχε προηγουμένως. Διέσπασε τήν ἑνότητα καί τήν ὁμόνοια τοῦ κόσμου, ὁ ὁποῖος ἀπό συμφώνου ἡμάρτανε καί παρέμενε στήν πλάνη.
   Γιατί ὅμως αὐτό; Διότι ἡ εἰρήνη δέν εἶναι πάντοτε ἀγαθόν. Ὑπάρχουν περιπτώσεις κατά τίς ὁποῖες εἶναι ὄλεθρος καί καταστροφή. Οἱ ἀρχαῖοι ἑρμηνευτές ἀναφέρουν ὁρισμένα χαρακτηριστικά παραδείγματα τέτοιας εἰρήνης. «Οὐ γάρ πανταχοῦ ἡ ὁμόνοια καλόν», λέγει ὁ ἱερός Χρυσόστομος. «Καί ἐπί τοῦ πύργου ἐκείνου (τῆς Βαβέλ) τήν κακήν εἰρήνην ἡ καλή διαφωνία ἔλυσε καί ἐποίησεν εἰρήνην». Καί ἄλλος ἑρμηνευτής λέγει ὅτι «οὐ πᾶσα εἰρήνη ἄψογος καί καλή», ἀλλ' ὑπάρχει καί εἰρήνη βλαβερά, εἰρήνη πού μᾶς ἀπομακρύνει ἀπό τόν Θεό. Τέτοια εἰρήνη εἶναι «ὅταν εἰρηνεύουμε καί συμφωνοῦμε ἐπί καταλύσει τῆς ἀληθείας», ὅταν ἐν γένει πολλοί μαζί συμφωνήσουμε νά κάνουμε κάτι κακό. Καί ἄλλος παρατηρεῖ· «Ἔστι καί πόλεμος εὐαγής καί εἰρήνη πάσης ἀσπόνδου μάχης ἀργαλεωτέρα (= πονηροτέρα). Λησταί μέν γάρ πρός ἀλλήλους σπένδονται (= ἔχουν εἰρήνη) καί μοιχός πρός τήν μοιχευομένην, ὁ δέ πόρνος πρός τήν πορνευομένην». Αὐτοῦ τοῦ εἴδους τήν εἰρήνη ὁ Χριστός τήν πολέμησε καί τήν διέσπασε ὅπως θά διασποῦσε μία κακή συνωμοσία.
   Καί ἡ μάχαιρα τοῦ διχασμοῦ τήν ὁποία ἔφερε ὁ Χριστός δέν ἐχώρισε μόνο ἔθνη καί πόλεις καί κοινωνίες καί τάξεις. Ἔσεισε καί αὐτό ἀκόμη τό κύτταρο τῆς κοινωνίας, τήν οἰκογένεια. Ὅπως λέγει στή συνέχεια τῶν λόγων του ὁ Κύριος, ἦλθε νά φέρει διχασμόν ἀκόμη καί μεταξύ συζύγων, μεταξύ γονέων καί τέκνων, μεταξύ ἀδελφῶν, μεταξύ νύμφης καί πενθερᾶς (Μθ 10,35· Λκ 12,52-53). Κριτήριο ἐπί τῇ βάσει τοῦ ὁποίου γίνεται ὁ διαχωρισμός εἶναι ἡ πίστη.
   Ὁ Χριστός θέλει οἱ ἄνθρωποί του νά ἔχουν μεταξύ τους εἰρήνη. Ἡ εἰρήνη ὅμως τήν ὁποία δίδει αὐτός οὐδέν κοινόν ἔχει μέ τήν ἐπαίσχυντη εἰρήνη τοῦ κόσμου ἡ ὁποία εἶναι αἰσχρή συνεννόηση γιά τήν διάπραξη κάθε κακοῦ. Ἡ εἰρήνη τῶν πιστῶν εἶναι ἡ ἄνωθεν εἰρήνη, εἶναι ἡ εἰρήνη ἐν Χριστῷ (Ἰω 16,33). Τήν διάκριση αὐτή μεταξύ τῆς μιᾶς καί τῆς ἄλλης εἰρήνης ἔκαμε σαφῶς ὁ ἴδιος ὁ Κύριος λέγοντας στούς μαθητές του· «Εἰρήνην ἀφίημι ὑμῖν· εἰρήνην τήν ἐμήν δίδωμι ὑμῖν· οὐ καθώς ὁ κόσμος δίδωσιν ἐγώ δίδωμι ὑμῖν» (Ἰω 14,27). Τήν ἐν Χριστῷ εἰρήνη διακρίνει ἡ ἐπ' ἀγαθῷ ὁμοφροσύνη καί ἑνότης τῶν υἱῶν τῆς εἰρήνης. Κατά τήν ἐν Χριστῷ εἰρήνην εἰρηνεύοντες εἶναι μόνον ὅσοι ἔχουν τό αὐτό φρόνημα. Τό δέ φρόνημα τοῦτο εἶναι ἡ ἀλήθεια τήν ὁποία ἐκήρυξε ὁ Χριστός. Ἄνευ τῆς κοινῆς πίστεως εἰς τήν ἀλήθειαν αὐτήν ἡ εἰρήνη ὄχι μόνον δέν ἔχει ἀξίαν ἀλλ' εἶναι καί ἐπιβλαβής. Εἶναι ἡ εἰρήνη «ἐπί καταλύσει τῆς ἀληθείας».
   Τό ἰδανικόν εἰς τό ὁποῖον ἀγωνίζονται νά φθάσουν οἱ πιστοί εἶναι κατά τόν ἀπόστολο Παῦλο ἡ «ἑνότης τῆς πίστεως καί τῆς ἐπιγνώσεως τοῦ υἱοῦ τοῦ Θεοῦ» (Ἐφ 4,13). Οἱ τείνοντες πρός τό ἰδανικόν τοῦτο πρέπει νά «σπουδάζουν», νά ἀγωνίζονται δηλαδή νά τηροῦν μεταξύ των «τήν ἑνότητα τοῦ πνεύματος ἐν τῷ συνδέσμῳ τῆς εἰρήνης» (Ἐφ 4,3). Ἡ ἐν Χριστῷ λοιπόν εἰρήνη συνυπάρχει μέ τήν κοινήν πίστιν, τήν ἰδεολογικήν ἑνότητα.
   Προηγεῖται ἡ ὁμοφροσύνη καί ἀκολουθεῖ ἡ εἰρήνη. Χάριν τῆς ὁμοφροσύνης καί ἡ εἰρήνη θυσιάζεται καί ὁ διχασμός ἐπιβάλλεται, ἀκόμη καί εἰς αὐτήν τήν οἰκογένειαν. Ὅταν ἕνας πιστεύει διαφορετικά στόν Χριστό, ἤ δέν πιστεύει καθόλου, δέν δυνάμεθα μετ' αὐτοῦ οὔτε εἰρήνην νά ἔχομε ἀλλά οὔτε καί χαιρετισμόν νά ἀνταλλάσσουμε. Ὅπως ἐκήρυξε αὐτός ὁ μαθητής τῆς ἀγάπης (Β΄ Ἰω 10). «Τό αὐτό φρονεῖτε, εἰρηνεύετε», γράφει πρός τούς Κορινθίους ὁ Παῦλος (Β΄ Κο 13,11. Βλ. καί Ρω 12,16· 15,5 καί Φι 2,2· 3,16· 4,2).
   Ὅταν, ἀγαπητοί μας, ὁ Χριστός φέρει τόν διχασμό χάριν τῆς ἀληθείας, πῶς ἐμεῖς μποροῦμε νά συνάψουμε εἰρήνη εἰς βάρος τῆς ἀληθείας; Δέν μποροῦμε νά ἔχουμε συγχρόνως εἰρήνη καί μέ τόν Θεό καί μέ τόν κόσμο καί μέ τήν ἀλήθεια καί μέ τήν πλάνη. Εἰρήνη μέ τούς ἀπίστους, τούς ἀσεβεῖς, τούς αἱρετικούς σημαίνει ἔχθρα πρός τόν Θεό. Εἰρήνη μέ τόν Θεό σημαίνει ἔχθρα πρός τούς ποικίλους ἐχθρούς τοῦ Θεοῦ καί τούς παραχαράκτες τῆς ἀληθείας, γιά τήν ὁποία Ἐκεῖνος σταυρώθηκε. «Κρείσσων πόλεμος εἰρήνης χωριζούσης ἀπό Θεοῦ».


 
Στεργίου Ν. Σάκκου, Ἡ ἔρευνα τῆς Γραφῆς, 22-26

Δευτέρα, 19 Μάιος 2014 03:00

Μθ 5,5

ΟΙ ΠΡΑΟΙ ΚΛΗΡΟΝΟΜΟΙ ΤΗΣ ΓΗΣ (Μθ 5,5)
 

   Ἡ ἐπί τοῦ ὄρους ὁμιλία τοῦ Κυρίου, τήν ὁποία παραδίδει ὁ εὐαγγελιστής Ματθαῖος, ἀρχίζει μέ τούς ἐννέα γνωστούς μακαρισμούς. Στόν τρίτο μακαρισμό ὁ Κύριος μακαρίζει τούς πράους. «Μακάριοι οἱ πραεῖς, ὅτι αὐτοί κληρονομήσουσι τήν γῆν» (Μθ 5,5).
   Τί εἶναι ὁ πρᾶος καί οἱ πρᾶοι ἄνθρωποι ὅλοι γνωρίζουμε. Αὐτός ὁ ὁποῖος δέν ὀργίζεται, δέν θυμώνει, δέν ἐκνευρίζεται, δέν προβαίνει σέ πράξεις κινούμενος ἀπό τήν ὀργή του, αὐτός ὁ ὁποῖος ὑπομένει μέ καρτερία, γενναιοφροσύνη καί ἀκακία τίς ὕβρεις καί τίς ἀδικίες τῶν ἄλλων, αὐτός εἶναι ὁ πρᾶος. Ἀλλά μέ μία διάκριση. Δέν εἶναι πρᾶος ἐκεῖνος ὁ ὁποῖος οὐδέποτε καί σέ καμιά περίπτωση δέν ὀργίζεται, ἐκεῖνος ὁ ὁποῖος ἐκ φύσεως καί ἰδιοσυγκρασίας δέν ὀργίζεται γιά τίποτε, δέν ἀνησυχεῖ γιά τίποτε, ἀλλά μένει ἤρεμος, ὅ,τι κι ἄν συμβεῖ, ἐκεῖνος ὁ ὁποῖος δέν γνωρίζει τί εἶναι θυμός καί ὀργή. Ἐκεῖνος εἶναι ἀναίσθητος, ψυχρή καί δυσκίνητη καί ἀδιάφορη φύση. Οὔτε εἶναι πρᾶος ἐκεῖνος ὁ ὁποῖος γιά λόγους ἐξωτερικούς δέν μπορεῖ νά ἐκδηλώσει τήν ὀργή του, ὁ κατ' ἀνάγκην πρᾶος. Πρᾶος εἶναι αὐτός πού ἔχει μέν ζωηρόν χαρακτήρα καί ὀργή καί θυμό, ἀλλά γιά λόγους πίστεως καί ἠθικῆς μπορεῖ νά ἀντιτάσσει στήν κακία τῶν ἄλλων τήν ἀκακία του, εἶναι ἱκανός νά συγκρατεῖ καί νά χαλιναγωγεῖ τήν ὀργή του, ὀργίζεται δέ ὅταν πρέπει.
   Διότι ὑπάρχουν περιπτώσεις κατά τίς ὁποῖες ἡ ὀργή ἐπιβάλλεται, ἡ δέ ἠρεμία καί ἡ ἀπάθεια στίς περιπτώσεις αὐτές εἶναι ἄξιες κατακρίσεως. Καί αὐτός ὁ Κύριος, τό πρότυπο τῆς πραότητος, ὀργίστηκε ἐπανειλημμένως, ὡς ἄνθρωπος καί ὄχι ὡς Θεός, ἅρπαξε φραγγέλιο (Μθ 21,12-13· Μρ 11,15-17· Λκ 19,45-46· Ἰω 2,14-16), ἤλεγξε μέ ὀργή (Μρ 3,5), καυτηρίασε τήν ὑποκρισία (Μθ 23,13-39). Εἶναι δέ γνωστό καί τό χωρίο τῶν ψαλμῶν «ὀργίζεσθε καί μή ἁμαρτάνετε» (Ψα 4,5), τό ὁποῖο ἐπαναλαμβάνει καί ὁ ἀπόστολος Παῦλος ὡς συμβουλή πρός τούς χριστιανούς (Ἐφ 4,26).
   Ἡ πραότητα στήν Γραφή προβάλλεται ὡς μία ἀπό τίς μεγαλύτερες ἀρετές, ὡς ἀρετή πού ἔχει πολλή σχέση μέ τήν ταπεινοφροσύνη, ὡς ἀπαραίτητο γνώρισμα τοῦ χριστιανοῦ, ὡς καρπός τοῦ ἁγίου Πνεύματος (Α΄ Κο 4,21· Β΄ Κο 10,1· Γα 5,22· 6,1· Ἐφ 4,2· Κλ 3,12· Β΄ Τι 2,25· Ττ 3,2· Ἰα 1,21· 3,13· Α΄ Πέ 3,4· 3,15). Ὁ Κύριος προφητεύθηκε ὡς «βασιλεύς πραΰς» (Ζα 9,9· Μθ 21,5) καί ὁ ἴδιος προβάλλει σ' ἐμᾶς τούς πιστούς του ὡς πρότυπο πραότητος τόν ἑαυτόν του· «Ἄρατε τόν ζυγόν μου ἐφ' ὑμᾶς καί μάθετε ἀπ' ἐμοῦ, ὅτι πρᾶός εἰμι καί ταπεινός τῇ καρδίᾳ» (Μθ 11,29). Ἡ ὑπομονή, ἡ αὐτοθυσία καί ἡ ταπείνωση, ὅπως φαίνεται ἀπό τούς λόγους αὐτούς τοῦ Κυρίου, εἶναι τό ἔδαφος, ὅπου ἀνθίζει τό ἄνθος τῆς πραότητος. Πῶς μακαρίζει ὁ ἴδιος τούς πράους καί τί ὑπόσχεται ὡς ἔπαθλο σ' αὐτούς, τό βλέπουμε στόν μακαρισμό πού ἑρμηνεύουμε· «Μακάριοι οἱ πραεῖς, ὅτι αὐτοί κληρονομήσουσι τήν γῆν».
   Ἀλλά ποιά εἶναι ἡ «γῆ» πού ὑπόσχεται; Ποιό τό βραβεῖο τῆς πραότητος; Προτάθηκαν πολλές ἀλληγορικές ἑρμηνεῖες καί μία ἱστορική. Οἱ Ἀλεξανδρινοί θεολόγοι τοῦ γ΄ καί δ΄ αἰῶνος καθώς καί ὁρισμένοι ἀπό τούς πατέρες τῆς Ἐκκλησίας, Μ. Βασίλειος, Γρηγόριος Νύσσης, Ἱερώνυμος, Κύριλλος Ἀλεξανδρείας, ἐξηγώντας τό χωρίο δέχθηκαν ὅτι ἡ «γῆ» πού ἀναφέρεται ἐδῶ εἶναι νοητή, εἶναι ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν, ἡ πνευματική γῆ τῆς ἐπαγγελίας, ἡ ἄνω Ἰερουσαλήμ.
Τρεῖς Λατῖνοι πατέρες, ὁ Ἱλάριος, ὁ Ἀμβρόσιος καί ὁ Λέων, εἶπαν ὅτι «γῆ» στό χωρίο αὐτό εἶναι τό ἔνδοξο σῶμα τοῦ πιστοῦ μετά τήν κοινή ἀνάσταση καί κατ' ἐπέκτασιν τό ἀναστημένο σῶμα τοῦ Χριστοῦ, τοῦ ὁποίου γίνονται μέτοχοι καί τρόπον τινά κατακτοῦν καί κληρονομοῦν διά τῆς θείας Κοινωνίας καί τῆς συμμορφώσεως πρός αὐτό. Κοινωνοῦντες δηλαδή τό ἄχραντο σῶμα καί τό τίμιο αἷμα, ἀγωνιζόμενοι καί ἀσκοῦντες κάθε ἀρετή, γίνονται «σύμμορφοι» πρός τό ἔνδοξο σῶμα τοῦ Κυρίου κατά τήν διδασκαλία τοῦ ἀποστόλου Παύλου (Ρω 8,29· Φι 3,21).
   Σύμφωνα μέ ἄλλη, νεώτερη ἑρμηνεία, «γῆ» εἶναι τό σῶμα καί ὁ ὅλος ἄνθρωπος, τῶν ὁποίων ὁ πρᾶος εἶναι κύριος καί καλός ἡνίοχος διά τῆς πραότητος. Χαλιναγωγεῖ μέ αὐτήν τά πάθη του καί τήν ὀργή του καί μπορεῖ νά χαρακτηρισθεῖ ὡς κύριος καί κληρονόμος τοῦ ἑαυτοῦ του.
   Μία τέταρτη, ἐπίσης νεώτερη, ἑρμηνεία δέχεται ὅτι «γῆ» εἶναι κάθε ἄνθρωπος, πάνω στόν ὁποῖο ἐπιβάλλεται καί τόν ὁποῖο κατακτᾶ ὁ πρᾶος μέ τήν πραότητά του.
   Ἡ πέμπτη καί ἱστορική ἑρμηνεία ἐπικρατεῖ καί ἐπιδοκιμάζεται περισσότερο ἀπό κάθε ἄλλη στήν Ἐκκλησία καί κατά τήν ἀρχαιότητα καί μεταγενέστερα. Εἶναι ἡ ἑρμηνεία τοῦ ἁγίου Χρυσοστόμου, τήν ὁποία δέχονται καί ἐπιδοκιμάζουν μετά ἀπό αὐτόν ὁ Θεοφύλακτος, ὁ Εὐθύμιος Ζιγαβηνός καί τέσσερις ἄλλοι ἀνώνυμοι ἀρχαῖοι ἑρμηνευτές. Κατά τήν ἑρμηνεία αὐτή τό χωρίο εἶναι ἁπλό. Ἡ «γῆ» δέν εἶναι καμία νοερή γῆ, ἀλλά αὐτή ἡ γῆ πού κατοικοῦμε τώρα. Ὁ μακαρισμός τῶν πράων ἀποδίδει ἐπιγραμματικά τό νόημα τοῦ 36 ψαλμοῦ. Στόν ψαλμό αὐτό, καί ἰδιαίτερα στούς στίχους 3, 9, 11, 20, 22, 28, 29, 34, 37, 38, ὁ Δαβίδ ψάλλει διδάσκοντας ὅτι οἱ μέν φαῦλοι καί ἄδικοι καί ἀσεβεῖς, παρ' ὅλες τίς προσπάθειές τους νά ἐπικρατήσουν καί νά ποδοπατήσουν τούς δικαίους καί νά ἁρπάσουν γιά τούς ἑαυτούς τους, εἰ δυνατόν, ὅλα τά ἀγαθά τῆς γῆς, ἀφανίζονται «ὡσεί καπνός» καί «τό σπέρμα αὐτῶν ἐξολοθρευθήσεται», οἱ δέ «πραεῖς», «οἱ ποιοῦντες χρηστότητα», «οἱ ὑπομένοντες τόν Κύριον», δηλαδή τούς πειρασμούς πού ἐπιτρέπει ὁ Κύριος, «οἱ εἰρηνικοί», «οἱ εὐλογοῦντες τόν Κύριον», αὐτοί «κληρονομήσουσι γῆν». Ὁ Δαβίδ ἐννοεῖ τήν γῆ τήν παροῦσα, τά ἀγαθά αὐτῆς, τήν μακροζωία, καί κατ' ἐπέκτασιν τήν ἐπικράτηση καί προκοπή τῶν ἀπογόνων τοῦ πράου.
   Τό ἴδιο νόημα δίδει καί ὁ Κύριος στόν μακαρισμό αὐτό. Ὑποδεικνύει αἰσθητό ἔπαθλο. Ἡ Καινή Διαθήκη δέν ἀποκλείει τά αἰσθητά ἔπαθλα τῶν ἀρετῶν οὔτε τίς αἰσθητές ποινές τῶν κακιῶν. Ὁ Κύριος στήν ἴδια ὁμιλία του θεωρεῖ ὡς ἔνοχο ἐνώπιον τοῦ ἰουδαϊκοῦ συνεδρίου αὐτόν πού θά ἀποκαλέσει τόν ἀδελφό του «ρακά». Αὐτό εἶναι μία τιμωρία στήν παροῦσα ζωή. Στήν Κυριακή προσευχή μᾶς διδάσκει νά ζητᾶμε καί ὑλικά ἀγαθά, ὅπως εἶναι ὁ ἐπιούσιος ἄρτος. Ὁ Παῦλος ὡς ἔπαθλο τοῦ παρθενικοῦ βίου, ἐκτός ἀπό τά πνευματικά ἔπαθλα στήν μέλλουσα ζωή, ὑποδεικνύει καί γιά τήν παροῦσα ζωή τήν ἀμεριμνησία (Α΄Κο 7,26. 28. 32). Καί πάλι ὁ Κύριος λέγει γι' αὐτούς πού ἀπαρνοῦνται τόν ἑαυτόν τους ὅτι «οὐδείς ἐστιν ὅς ἀφῆκεν οἰκίαν ἤ ἀδελφούς ἤ ἀδελφάς ἤ πατέρα ἤ μητέρα ἤ γυναῖκα ἤ τέκνα ἤ ἀγρούς ἕνεκεν ἐμοῦ..., ἐάν μή λάβῃ ἑκατονταπλασίονα νῦν ἐν τῷ καιρῷ τούτῳ... καί ἐν τῷ αἰῶνι τῷ ἐρχομένῳ ζωήν αἰώνιον» (Μρ 10,29-30). Ἡ χαρά δηλαδή καί ἡ εὐτυχία τήν ὁποία θά αἰσθανθεῖ αὐτός πού θά ἀπαρνηθεῖ ὅλα αὐτά, πού θεωροῦνται ὅτι φέρνουν χαρά, θά εἶναι μεγάλη καί στήν παροῦσα ζωή.
   Ἀλλά μή νομίσει κανείς ὅτι οἱ ὑλικές ἀμοιβές ἐκ μέρους τοῦ Κυρίου εἶναι σκοπός τῆς χριστιανικῆς ἁγιότητος. Σέ καμιά περίπτωση. Στούς περισσότερους ἄλλωστε μακαρισμούς μακαρίζονται ἐκεῖνοι οἱ ὁποῖοι ἀδικοῦνται καί ὑποφέρουν στόν παρόντα κόσμο γιά τό ὄνομα τοῦ Χριστοῦ καί γιά τήν ἐλπίδα τῶν μελλόντων ἀγαθῶν. Τό βαθύτερο νόημα τοῦ παρόντος μακαρισμοῦ, στόν ὁποῖο δέν ἀποκλείεται ἡ ὑλική ἀμοιβή, εἶναι ἄλλο. Κατ' ἀρχήν ὁ Κύριος θέλει νά πεῖ· Μήν νομίσετε ὅτι οἱ ἅρπαγες, οἱ ἄδικοι, οἱ κυλιόμενοι στίς ἀπολαύσεις τῆς παρούσης ζωῆς, ἀπολαμβάνουν αὐτά πού φαίνονται ὅτι ἀπολαμβάνουν καί στά ὁποῖα ρίπτονται ὡς κόρακες πειναλέοι. Ὄχι. Αὐτοί ἀπολαμβάνουν πολύ λιγώτερο τά ἀγαθά τῆς γῆς καί τήν ἐδῶ χαρά παρά οἱ δίκαιοι πού τά στεροῦνται. Ὁ ἁμαρτωλός δέν ἀποκομίζει χαρά ἀπό τήν ἁμαρτία του, καί ὁ ἄδικος δέν ἀποκομίζει ἱκανοποίηση ἀπό τήν ἀδικία του, καί ὁ ἅρπαγας δέν βρίσκει ἀπόλαυση στήν ἁρπαγή του. Πολύ περισσότερο αἰσθάνεται χαρά καί ἱκανοποίηση καί ἀθώα ὑλική ἀπόλαυση ὁ στερούμενος μέσα στήν στέρησή του, ὁ ἀδικούμενος στήν καταδίωξή του, καί ὁ πρᾶος στήν ὑπομονή του.
   Ἄλλο βαθύ νόημα τοῦ μακαρισμοῦ εἶναι ὅτι ἡ παροῦσα ζωή, ὅταν εἶναι ὅπως τήν θέλει ὁ Κύριος, εἶναι τμῆμα τῆς αἰωνίου ζωῆς καί ἔχει ἐξ ἀρχῆς τόσο τίς πνευματικές ὅσο καί τίς ὑλικές ἀπολαύσεις, ἐφ' ὅσον ζοῦμε ἐν σώματι. Μόνο πού οἱ ὑλικές ἀπολαύσεις πρῶτον μέν εἶναι πάντοτε ἁπλές καί ἀθῶες, δεύτερον δέ ὑποχωροῦν ἔναντι τῶν πνευματικῶν, διότι στήν ζωή τήν κατά Χριστόν κυριαρχεῖ τό πνεῦμα. Ὁ πιστός, καλῶς ἐχόντων τῶν πραγμάτων, δέν εἶναι ἀμέτοχος τῶν ἀναγκαίων καί ἀθώων ὑλικῶν ἀπολαύσεων. Τίς ἀπαρνεῖται ὅμως, ὅταν ἡ διατήρησή τους συνεπάγεται ἄρνηση τῆς πίστεως, ἀπώλεια τῶν πνευματικῶν ἀγαθῶν, συμβιβασμό πρός τήν ἁμαρτωλή ζωή τοῦ κόσμου.
 

Στεργίου Ν. Σάκκου, Ἡ ἔρευνα τῆς Γραφῆς, 17-21

Πέμπτη, 16 Δεκέμβριος 2021 03:00

Μθ 1,25

«Καί οὐκ ἐγίνωσκεν αὐτήν, ἕως οὗ ἔτεκε τόν υἱόν αὐτῆς τόν πρωτότοκον» (Μθ 1,25)

 

   Ἡ γνώση τῆς ὀρθῆς ἑρμηνείας τοῦ ἐν λόγῳ χωρίου εἶναι κατ' ἐξοχήν ἀναγκαία, καθ' ὅσον παλαιότεροι καί σύγχρονοι αἱρετικοί διαστρεβλώνουν καί παρερμηνεύουν τό χωρίο καί τό χρησιμοποιοῦν κατά τῆς ἀειπαρθενίας τῆς μητέρας τοῦ Κυρίου.

 xristougenna c  Τό χωρίο αὐτό βρίσκεται στό τέλος τοῦ α΄ κεφαλαίου τοῦ κατά Ματθαῖον Εὐαγγελίου, ὅπου ἀναφέρεται ἡ γενεαλογία καί ἡ γέννηση τοῦ Κυρίου καί Σωτῆρος ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ. Ὁ εὐαγγελιστής μέ πολλή ἁπλότητα σημειώνει ὅτι ὁ δίκαιος Ἰωσήφ ταράχτηκε ὅταν ἀντιλήφθηκε τήν ἐγκυμοσύνη τῆς μνηστῆς του. Ἄγγελος Κυρίου ὅμως βεβαίωσε τόν Ἰωσήφ γιά τήν ἐκ Πνεύματος ἁγίου σύλληψη τῆς παρθένου, σύμφωνα καί μέ τήν προφητεία τοῦ Ἠσαΐα, καί τοῦ γνωστοποίησε ὅτι διορίζεται ἀπό τόν Θεό προστάτης τῆς παρθένου.

   Ἡ φράση «οὐκ ἐγίνωσκεν αὐτήν» σημαίνει ὅτι δέν εἶχε μαζί της συζυγικές σχέσεις. Ἡ φράση ὅμως πού ἀκολουθεῖ εἶναι ἐκείνη στήν ὁποία βασιζόμενοι οἱ αἱρετικοί ὑποστήριξαν τήν βλάσφημη ἰδέα ὅτι ἡ Μαριάμ ἦταν μέν παρθένος μέχρι τήν γέννηση τοῦ Χριστοῦ, ἀλλά στήν συνέχεια ἀπέκτησε καί ἄλλα παιδιά μέ τόν Ἰωσήφ. Ἡ μετάφραση τοῦ χωρίου κατά λέξιν εἶναι: «Καί δέν εἶχε μαζί της συζυγικές σχέσεις, ἕως ὅτου γέννησε τόν υἱό της τόν πρωτότοκο». Ἡ δεύτερη πρόταση παρεξηγήθηκε, διότι δέν ἔγινε κατανοητό τό πνεῦμα μέ τό ὁποῖο τήν λέγει ὁ εὐαγγελιστής καί δέν ἐλήφθη ὑπ' ὄψιν ὁ τρόπος μέ τόν ὁποῖο συνηθίζει νά ἐκφράζεται ἡ Γραφή. Ἀπό τό «ἕως οὗ ἔτεκε τόν υἱόν αὐτῆς» συμπεραίνουν οἱ αἱρετικοί ὅτι μέχρι τότε ἡ παρθένος Μαρία ἦταν χωρίς ἄνδρα, ἐνῶ μετά εἶχε συζυγικές σχέσεις. Καί ἀπό τήν λέξη «πρωτότοκος» συμπεραίνουν ὅτι ἀπέκτησε καί ἄλλα παιδιά.

   Κατ' ἀρχήν εἶναι ὁλοφάνερο ὅτι ὁ εὐαγγελιστής διηγούμενος τήν γέννηση τοῦ Χριστοῦ θέλει νά τονίσει τήν ἄσπορη σύλληψή του ἐκ Πνεύματος ἁγίου καί τήν ἐκ παρθένου γέννησή του. Δέν προτίθεται καθόλου νά μᾶς πληροφορήσει γιά τόν προσωπικό βίο τῆς Παρθένου. Ὅταν ἔγραφε ὁ εὐαγγελιστής, πιθανόν νά ζοῦσε καί ἡ Παρθένος, ὁπωσδήποτε ὅμως ζοῦσαν ἄνθρωποι μέ τούς ὁποίους αὐτή συναναστράφηκε. Ὅλοι οἱ ἄνθρωποι τῆς γενιᾶς ἐκείνης δέν γνώριζαν μέν τήν ζωή τῆς Μαρίας πρίν ἀπό τήν γέννηση τοῦ Χριστοῦ, ἀλλά γνώριζαν τήν ζωή της μετά τήν γέννηση ἐκείνου. Γνώριζαν ὅτι δέν εἶχε ἄλλα παιδιά, καί συνεπῶς δέν ὑπῆρχε ἀνάγκη γιά περισσότερες ἐξηγήσεις. Ἔπειτα τό «ἕως οὗ» δέν περιέχει ἄρνηση τῆς ἀειπαρθενίας τῆς Μαρίας. Μέ αὐτό ὁ εὐαγγελιστής ἐννοεῖ ὅτι κατά τό διάστημα τό ὁποῖο μᾶς ἐνδιαφέρει ἡ Μαρία ἦταν παρθένος. Δέν ἐννοεῖ μέ κανένα τρόπο ὅτι κατά τό ὑπόλοιπο διάστημα συνέβαινε τό ἀντίθετο. Εἶναι πολύ αὐθαίρετο ἕνα τέτοιο συμπέρασμα. Ἄλλωστε ἡ λέξη «ἕως» στήν Γραφή εἰδικά δέν σημαίνει ἀποκλειστικά καί πάντοτε ἕνα χρονικό ὅριο. Δέν σημαίνει ὅτι μέχρις ἑνός χρονικοῦ ὁρίου γίνεται κάτι καί μετά ἀπό αὐτό παύει νά γίνεται. Ἀλλά σημαίνει ὅτι μέχρι τό σημεῖο γιά τό ὁποῖο ἐνδιαφέρεται ὁ θεόπνευστος συγγραφέας γίνεται κάτι, ἀλλά τό τί γίνεται στήν συνέχεια ἀφήνεται ἀκαθόριστο, διότι δέν ἐνδιαφέρει τόν συγγραφέα.

   Κάνοντας τήν παρατήρηση αὐτή ὁ Μ. Βασίλειος, ὁ Χρυσόστομος, ὁ Δαμασκηνός, ὁ Ζιγαβηνός καί ἄλλοι πατέρες καί ἐκκλησιαστικοί συγγραφεῖς ἀναφέρουν ἀρκετά παραδείγματα ἀπό τήν ἁγία Γραφή, γιά νά ἀποδείξουν ὅτι αὐτή ἡ χρήση τοῦ «ἕως» εἶναι συνηθισμένη στήν Γραφή.

 * Στήν Γένεση π.χ. λέγεται ὅτι ὁ Νῶε, ἐνῶ ἦταν ἀκόμη στήν κιβωτό, ἔστειλε τόν κόρακα γιά νά δεῖ ἄν ὑποχώρησαν τά νερά, καί ὁ κόρακας «οὐκ ἀνέστρεψεν, ἕως τοῦ ξηρανθῆναι τό ὕδωρ» (Γέ 8,7). Βεβαίως οὔτε κατόπιν ἐπέστρεψε, καί περί αὐτοῦ κανείς δέν ἔχει ἀντίρρηση.

* Στήν Γένεση ἐπίσης ὁ Θεός λέγει στόν Ἰακώβ· «Οὐ μή σε ἐγκαταλίπω, ἕως τοῦ ποιῆσαί με πάντα ὅσα ἐλάλησά σοι» (Γέ 28,15). Ὁπωσδήποτε τό χωρίο δέν θέλει νά πεῖ ὅτι μετά τήν ἐκπλήρωση τῶν λόγων του ὁ Θεός θά ἐγκατέλειπε τόν Ἰακώβ.

* Γιά τήν Μελχόλ, θυγατέρα τοῦ Σαούλ, ἡ Γραφή λέγει: «Καί τῇ Μελχόλ οὐκ ἐγένετο παιδίον (= δέν γεννήθηκε παιδί ἀπό τήν Μελχόλ), ἕως τῆς ἡμέρας τοῦ ἀποθανεῖν αὐτήν» (Β΄ Βα 6,23). Τοῦτο βεβαίως δέν σημαίνει ὅτι μετά τόν θάνατό της ἡ Μελχόλ γέννησε.

* Στούς Ψαλμούς ὁ Δαβίδ λέγει γιά τήν βασιλεία τοῦ Μεσσία· «Ἀνατελεῖ ἐν ταῖς ἡμέραις αὐτοῦ δικαιοσύνη καί πλῆθος εἰρήνης, ἕως οὗ ἀνταναιρεθῇ ἡ σελήνη» (Ψα 71,7). Ἀλλά μήπως, ὅταν παρέλθει ἡ σελήνη καί ὅλος ὁ ὑλικός κόσμος, θά παύσει νά ὑπάρχει ἡ βασιλεία τοῦ Χριστοῦ;

* Καί πάλι ὁ Δαβίδ λέγει ἐν Πνεύματι ἁγίῳ· «Εἶπεν ὁ Κύριος τῷ Κυρίῳ μου· Κάθου ἐκ δεξιῶν μου, ἕως ἄν θῶ τούς ἐχθρούς σου ὑποπόδιον τῶν ποδῶν σου» (Ψα 109,1). Ποιός ὅμως ἀμφιβάλλει ὅτι καί ὅταν τεθοῦν οἱ ἐχθροί τοῦ Χριστοῦ ὑπό τούς πόδας του δέν θά παύσει αὐτός νά κάθεται ἐκ δεξιῶν τοῦ Πατρός; Περί αὐτοῦ ὁ ἀπόστολος Παῦλος γράφει ὅτι ὁ Χριστός «εἰς τό διηνεκές ἐκάθισεν ἐν δεξιᾷ τοῦ Θεοῦ» (Ἑβ 10,12).

* Ἐξάλλου ὁ ἴδιος εὐαγγελιστής Ματθαῖος στό τέλος τοῦ Εὐαγγελίου του ἀναγράφει τούς τελευταίους λόγους τοῦ Κυρίου πρός τούς μαθητές του· «Καί ἰδού ἐγώ μεθ' ὑμῶν εἰμι πάσας τάς ἡμέρας, ἕως τῆς συντελείας τοῦ αἰῶνος» (Μθ 28,20). Νά ὑποθέσει κανείς ὅτι ὁ Κύριος μετά τήν συντέλεια τοῦ αἰῶνος θά ἐγκαταλείψει τούς μαθητές του; Ἀσφαλῶς ὄχι.

   Ὅπως βλέπουμε, λοιπόν, τό «ἕως» σέ κανένα ἀπό τά προηγούμενα χωρία δέν σημαίνει ὅτι γίνεται κάτι μέχρις ἑνός χρονικοῦ σημείου καί μετά τό σημεῖο αὐτό παύει νά γίνεται. Αὐτή ἡ χρήση τοῦ συνδέσμου «ἕως» συναντᾶται καί στόν καθημερινό μας λόγο. Λέγει π.χ. ὁ γιατρός στόν ἄρρωστο· «Δέν θά καπνίσεις, ἕως ὅτου (μέχρι νά) πεθάνεις». Καί ἡ μητέρα λέει στά παιδιά της· «Καθῆστε ἥσυχα, ἕως ὅτου (μέχρι νά) ἐπιστρέψω».

   Ἀπό τά παραδείγματα αὐτά ἀποδεικνύεται ὅτι τό «ἕως οὗ» κατ' οὐσίαν σημαίνει τό «διά παντός» ἤ τό «οὐδέποτε», διότι διά παντός ὁ Ἰησοῦς κάθεται ἐκ δεξιῶν τοῦ Πατρός, διά παντός ἡ βασιλεία του ὑπάρχει, διά παντός εἶναι μαζί μέ τούς ἐκλεκτούς του, ὅπως ἐπίσης οὐδέποτε ὁ κόρακας ἐπέστρεψε στήν κιβωτό, οὐδέποτε ἡ Μελχόλ γέννησε. Συνεπῶς τό «οὐκ ἐγίνωσκεν αὐτήν, ἕως οὗ ἔτεκε τόν υἱόν αὐτῆς τόν πρωτότοκον» σημαίνει, ὅπως ἑρμηνεύει καί ὁ πολύς Νικηφόρος Θεοτόκης, ὅτι «οὐδέποτε ὁ Ἰωσήφ συνεμίγη τῇ ἁγίᾳ παρθένῳ, ἀλλ' αὐτή παρθένος ἦν καί πρό τόκου καί ἐν τόκῳ καί μετά τόκον καί διά παντός».

   Κακῶς ἐπίσης ἀπό τήν φράση «τόν υἱόν αὐτῆς τόν πρωτότοκον» συμπεραίνουν ὅτι, ἀφοῦ ὁ Ἰησοῦς ἦταν πρωτότοκος, ἡ Παρθένος εἶχε καί ἄλλα παιδιά μικρότερα. Διότι στήν ἁγία Γραφή πρωτότοκος κυρίως ὀνομάζεται ὄχι ὁ μεγαλύτερος μεταξύ τῶν ἀδελφῶν, ἀλλά αὐτός πού πρῶτος διανοίγει τήν μήτρα, εἴτε γεννηθοῦν καί ἄλλοι ἀδελφοί εἴτε δέν γεννηθοῦν. Ὅταν χρειάζεται νά ἀντιδιασταλεῖ ὁ μεγαλύτερος ἀδελφός ἀπό τούς μικρότερους, ὀνομάζεται «μείζων» ἤ « πρεσβύτερος». Σαφῶς ἡ Γραφή μᾶς δίδει τήν ἐξήγηση τοῦ ὅρου «πρωτότοκος» λέγοντας· «Ἁγίασόν μοι πᾶν πρωτότοκον πρωτογενές διανοῖγον πᾶσαν μήτραν ἐν τοῖς υἱοῖς Ἰσραήλ ἀπό ἀνθρώπου ἕως κτήνους» (Ἔξ 13,2· πρβλ. 34,19). Καί ἀλλοῦ δύο ἀγελάδες ὀνομάζονται «πρωτοτοκοῦσαι», ἄν καί θυσιάζονται χωρίς νά προλάβουν νά γεννήσουν γιά δεύτερη φορά (Α΄ Βα 6,10.14). Ἀπό τά χωρία αὐτά ὁ Μ. Βασίλειος συμπεραίνει ὅτι «οὐ πάντως ὁ πρωτότοκος πρός τούς ἐπιγιγνομένους ἔχει τήν σύγκρισιν, ἀλλ' ὁ πρῶτος διανοίγων μήτραν πρωτότοκος ὀνομάζεται». Ὀνομάζεται δηλαδή ἕνας πρωτότοκος, ὄχι ἐπειδή ἔχει ἐξάπαντος μικροτέρους ἀδελφούς, ἀλλ' ἐπειδή πρῶτος διανοίγει τήν μήτρα τῆς μητέρας του. Καί ἀλλοῦ πάλι λέγει ὁ Θεός· «Ἰδού ἐγώ εἴληφα τούς Λευΐτας ἐκ μέσου τῶν υἱῶν Ἰσραήλ ἀντί παντός πρωτοτόκου διανοίγοντος μήτραν παρά τῶν υἱῶν Ἰσραήλ» (Ἀρ 3,12).

   Ἀπό τά προηγούμενα χωρία συνάγεται, ἐκτός τῶν ἄλλων, καί ὅτι ἡ λέξη «πρωτότοκος» στήν Γραφή εἶναι ὅρος ὁ ὁποῖος ἀρχικά χαρακτήριζε τά πρωτότοκα τῶν ἀνθρώπων καί τῶν κτηνῶν, τά ὁποῖα ἀνῆκαν στόν Θεό, καί κατόπιν σήμαινε καί κάθε διαλεγμένο καί ἀφιερωμένο σ' αὐτόν, ἀνεξάρτητα ἀπό γενεαλογική σειρά ἤ ὕπαρξη ἄλλων ἀδελφῶν. Διότι ἡ φυλή τοῦ Λευΐ, γιά τήν ὁποία μιλᾶ τό τελευταῖο χωρίο, οὔτε ἀπό τόν πρωτότοκο υἱό τοῦ Ἰακώβ καταγόταν, διότι πρωτότοκος ἦταν ὁ Ρουβήν, οὔτε ἦταν αὐτή πού ἐξαρχῆς ἔλαβε τά πνευματικά πρωτοτόκια, διότι αὐτά τά ἔλαβε ἡ φυλή τοῦ Ἰούδα.

   Μ' αὐτό τό πνεῦμα μιλᾶ ὁ Θεός καί γιά τήν φυλή τοῦ Ἐφραίμ διά τοῦ προφήτου Ἰερεμίου· «Ἐγενόμην τῷ Ἰσραήλ εἰς πατέρα, καί Ἐφραίμ πρωτότοκός μού ἐστι» (Ἰε 38,9).

   Ὁμοίως καί γιά τόν Δαβίδ· «Κἀγώ πρωτότοκον θήσομαι αὐτόν, ὑψηλόν παρά τοῖς βασιλεῦσι τῆς γῆς» (Ψα 88,28). Ὁ Δαβίδ κατά σάρκα δέν ἦταν πρωτότοκος γιός τοῦ πατέρα του. Ἀλλά ὁ Θεός τόν διάλεξε καί τόν κατέστησε πρωτότοκο. Γι' αὐτό ἄλλωστε δέν λέγει «εἶναι πρωτότοκος» ἀλλά «πρωτότοκον θήσομαι αὐτόν», θά τόν κάνω πρωτότοκο.

   Μ' αὐτήν τήν ἔννοια καί ὁ ἀπόστολος Παῦλος ὀνομάζει τόν λαό τῆς Ἐκκλησίας «Ἐκκλησίαν πρωτοτόκων» (Ἑβ 12,23), δηλαδή ἐκλεκτῶν.

   Ὁ ἴδιος τέλος ὁ Κύριος, ὁ ὁποῖος λόγῳ τῆς κατά σάρκα γεννήσεώς του καλεῖται πρωτότοκος γιός τῆς Παρθένου, ὀνομάζεται καί ὡς Θεός πρωτότοκος τοῦ Πατρός του. Διότι λέγει πάλι ὁ ἀπόστολος Παῦλος στήν πρός Ἑβραίους Ἐπιστολή· «Ὅταν δέ πάλιν εἰσαγάγῃ (ὁ Πατήρ) τόν πρωτότοκον εἰς τήν οἰκουμένην, λέγει· Καί προσκυνησάτωσαν αὐτῷ πάντες ἄγγελοι Θεοῦ» (Ἑβ 1,6). Τί συμβαίνει λοιπόν; Ὅτι ὁ Χριστός εἶναι μονογενής υἱός τῆς Μαρίας δύναται ὁ κακόπιστος νά ἀμφιβάλλει. Ποιός ὅμως μπορεῖ νά ἀμφιβάλλει ὅτι εἶναι μονογενής υἱός τοῦ Θεοῦ Πατρός; Κανείς. Καί ὅμως στό ἀνωτέρω χωρίο καλεῖται πρωτότοκος τοῦ Θεοῦ Πατρός. Ὁ Χριστός λέγεται πρωτότοκος. Ὁ ὅρος ἑπομένως «πρω­τότοκος» δέν σημαίνει κατ' ἀνάγκην ὅτι ὑπάρχουν καί δευτε­ρό­τοκοι. Ἀλλά σημαίνει τόν πρῶτο πού διανοίγει μήτρα, καί λαμβάνοντας ὑψη­λότερο νόημα στήν Καινή Διαθήκη ὁ ὅρος, σημαίνει τόν ἐκλεκτό καί κυρίαρχο στήν κληρονομία τοῦ Θεοῦ, τόν κατ' ἐξοχήν ἀγαπητό, καί τόν μονογενῆ.

   Ἡ Παρθένος, λοιπόν, ἕνα μόνον υἱό γέννησε, τόν Θεάνθρωπο Κύριο. Ἀλλά γιά τό θέμα τῆς ἀειπαρθενίας τῆς μητέρας τοῦ Κυρίου θά μιλή­σουμε καί σέ ἑπόμενο ἄρθρο.

Στεργίου Ν. Σάκκου, Ἡ ἔρευνα τῆς Γραφῆς, 185-190

Δευτέρα, 19 Μάιος 2014 03:00

Μνήμη γενοκτονίας Ποντίων

    genoktonia pontionΣινώπη, ᾿Αμάσεια, Σαμψούντα, Κερασούντα, Τραπεζούντα... πόλεις πανάρχαιες τῆς ἑλληνικῆς γῆς τοῦ Πόντου. Μία στατιστική στίς ἀρχές τοῦ 20οῦ αἰώνα, τό 1913, σηματοδοτεῖ τήν πνευματική τους ἄνθηση· 700.000 ὀρθόδοξοι ῞Ελληνες, 1459 ἱερεῖς, 1131 ἐκκλησιές, 1057 σχολεῖα, 1236 δάσκαλοι καί δασκάλες καί 75.953 μαθητές καί μαθήτριες. Δυστυχῶς τό ζηλευτό τοῦτο σκηνικό ἀμαυρώνει ἡ προέλαση τῶν Νεοτούρκων. Πίσω ἀπό τά παραπλανητικά συνθήματά τους «ἐλευθερία-δικαιοσύνη-ἀδελφοσύνη» πρός τούς ῞Ελληνες χριστιανούς κρύβεται ἕνα πανοῦργο σχέδιο, ἡ γενοκτονία τους.
    Σέ δύο φάσεις πραγματοποιεῖται ἡ ὁλοκληρωτική ἐξόντωση τῶν ῾Ελλήνων τοῦ Πόντου. ῾Η πρώτη ἀπό τό 1914 ὥς τό τέλος τοῦ Α' Παγκοσμίου πολέμου (1918) καί ἡ δεύτερη ἀπό τό 1919 ὥς τό 1923 (κεμαλική περίοδος- πόλεμος Μικρᾶς ᾿Ασίας). Οἱ Νεότουρκοι ὄχι μόνο ἀκολουθοῦν τ᾿ ἀχνάρια τῶν προγόνων τους -συνεχίζουν τίς δολοφονίες, τούς βιασμούς καί τίς κλοπές-, ἀλλ᾿ ἐφαρμόζουν καί δύο ἀπάνθρωπους τρόπους ἐξόντωσης, γερμανικῆς ἐπινόησης.
    Πόσοι ῞Ελληνες δέν ψυχορραγοῦν στά βάθη τῆς Μ. ᾿Ασίας, σ᾿ ἐκεῖνα τά ὀνομαστά τάγματα ἐργασίας «Ameles tabour», ἀκριβέστερα «τάγματα θανάτου»; ῾Ο Τοῦρκος δυνάστης τούς χρησιμοποιεῖ τάχα σέ διάφορα ἔργα διάνοιξης δρόμων, σέ λατομεῖα, ὀρυχεῖα· στήν πραγματικότητα ὅμως κάτω ἀπό ἐξοντωτικές συνθῆκες, βροχές καί χιόνια, μέ βρισιές, ξύλο καί λιτή τροφή λιγοστεύει τό νῆμα τῆς ζωῆς τους. «῞Οπλα δέ μᾶς ἔδωσαν, μόνη στρατιωτική μας ἐξάρτηση ἦταν μιά ἄθλια χλαίνη, αὐτή γιά στρῶμα, αὐτή καί γιά παλτό. Βρισκόμασταν στό τέλος ᾿Οκτωβρίου καί τό χιόνι ἄρχισε νά πέφτει στήν περιοχή. ᾿Από τό πρωί μέχρι τά μεσάνυχτα κουβαλούσαμε πυρομαχικά... ῞Ενα κομμάτι ψωμί καί μιά νερόβραστη σούπα, δυό φορές τήν ἡμέρα, ἦταν τό φαγητό μας. Κάθε μέρα πέθαινε κάποιος ἀπό τήν ἐξάντληση ἤ τό ξυλοκόπημα. Πολλές φορές τά παλιά μας τσαρούχια τά ψήναμε στή φωτιά, τά ἁλατίζαμε καί τά τρώγαμε. Τό Νοέμβριο ἄρχισε νά μᾶς θερίζει καί ὁ τύφος, ὅμως τό ἄνοιγμα τῶν δρόμων ἀπό τά χιόνια συνέχιζε καί πολλές φορές ἀντικαθιστούσαμε τά ζῶα στό νά τραβᾶμε κάρρα ἤ πυροβόλα», ἀφηγεῖται ἕνας αὐτόπτης μάρτυρας.
    ᾿Αλλά καί ὁ δεύτερος τρόπος ἀφανισμοῦ τοῦ ποντιακοῦ ῾Ελληνισμοῦ εἶναι τό ἴδιο ὕπουλος καί φοβερός. Κατά τή διάρκεια τοῦ Α' Παγκοσμίου πολέμου καί μέ τό πρόσχημα τῆς «στρατιωτικῆς ἀσφάλειας» τῶν τουρκικῶν πόλεων ἐκτοπίζουν ἕνα πλῆθος ῾Ελλήνων ἀπό τά παράλια στό ἐσωτερικό. Καί σχηματίζεται τότε μιά ἀτέλειωτη σειρά ἀπό λευκασμένους γέροντες, πονεμένες γυναῖκες καί σκιαγμένα παιδιά πρός τή μικρασιατική ἐνδοχώρα. Μέ ληστεῖες, μέ τρελές πορεῖες πίσω-μπρός, μέ ξαφνικές ἐπιθέσεις καί βιασμούς τούς ὁδηγοῦν ταχύτερα στό θάνατο, ἀφήνοντάς τους ἄταφους γιά τροφή τῶν πουλιῶν καί τῶν θηρίων. «Ποῦ εἶστε ζωγράφοι νά ἀποτυπώσετε τόν πόνο στούς πίνακές σας! Ποῦ εἶστε ποιητές νά ἐρεθιστεῖ ἡ πένα καί ἡ φαντασία σας! Ποῦ εἶστε μουσικές ἰδιοφυΐες νά θρηνήσετε μέ τά μουσικά σας ὄργανα τή μεγάλη ντροπή καί τό ἀποτρόπαιο ἔγκλημα τοῦ αἰώνα μας!», σημειώνει στό βιβλίο του «῾Η γενοκτονία τῶν ῾Ελλήνων τοῦ Πόντου» ὁ Χάρης Τσιρκινίδης.
    ῾Η γενοκτονία φτάνει στό ἀποκορύφωμά της, σάν ξεσπᾶ ἡ μανιακή κεμαλική λαίλαπα. Σαρώνει τούς χριστιανικούς πληθυσμούς μέ τά περίφημα «Δικαστήρια ᾿Ανεξαρτησίας». Πυκνώνουν οἱ ἀποστολές τῶν ἐξορίστων. ᾿Αγνοεῖται ἡ τύχη τῶν περισσοτέρων. Οἱ πόλεις καί τά χωριά τοῦ μαρτυρικοῦ Πόντου γεύονται διαρκῶς τίς βιαιότητες καί φρικαλεότητες τῶν Τούρκων ἐνόπλων, πού ἱκανοποιοῦν τά ζωώδη ἔνστικτά τους. Καταδικάζονται ἐρήμην σέ θάνατο ἐξέχοντες ῞Ελληνες, μεταξύ τῶν ὁποίων ὁ μητροπολίτης Τραπεζούντας Χρύσανθος  -μετέπειτα ᾿Αρχιεπίσκοπος ᾿Αθηνῶν καί πάσης ῾Ελλάδος- καί ὁ μητροπολίτης ᾿Αμάσειας Γερμανός Καραβαγγέλης. Κι ἐνῶ ὁ Κεμάλ ἐξορίζει, λεηλατεῖ, σκοτώνει, πυρπολεῖ, σέ ἀναφορά του δίνει μία τελείως ἀντίστροφη εἰκόνα τῆς πραγματικότητας, πού δικαιολογημένα ἐξανίσταται ἡ ψυχή τοῦ ῞Ελληνα· «... Μῖσος γιά τούς ῞Ελληνες δέν ἔχουμε καί ἐπιπλέον εἶμαι πεπεισμένος ὅτι αὐτοί θά εἶναι οἱ καλύτεροι φίλοι μας σέ λίγο. Κανένα μέτρο δέν πάρθηκε κατά τῶν ῾Ελλήνων, ἁπλῶς τούς ἀφήσαμε ἐλεύθερους νά φύγουν ἤ νά μείνουν...».
    Αὐτά ἰσχυρίζεται ὁ Κεμάλ. ῾Ο ἐπίλογος ὅμως αὐτῆς τῆς τραγωδίας εἶναι θλιβερός. ῞Ενας ὁλόκληρος λαός ξερριζώνεται ἀπό τά πάτρια χώματά του. ῞Οσοι γλύτωσαν ἀπό τή λεπίδα τῶν κεμαλικῶν, καταφεύγουν στή μάνα ῾Ελλάδα ἤ σέ ἄλλα κράτη. Μέ χαρά ὁ Κεμάλ στίς 13 Αὐγούστου 1923 διακηρύττει στή Μεγάλη ᾿Εθνοσυνέλευση· «᾿Επιτέλους τούς ξερριζώσαμε τούς ῞Ελληνες ἀπό τόν Πόντο».
    Κι ἐμεῖς θρηνοῦμε γιά τήν ἐξόντωση τῶν προγόνων μας. Πονοῦμε, γιατί χάσαμε τήν ἔνδοξη ποντιακή γῆ. Οἱ ἀλησμόνητες ἀλύτρωτες πατρίδες, πληγές ἀνοιχτές στήν ἱστορία μας, δέν μᾶς ἐπιτρέπουν νά ξεχνοῦμε τό χρέος μας ἀπέναντι στή μνήμη. Μά κι ἄν ἔσβησε ὁ Πόντος, δέν χάθηκε ὁ ῾Ελληνισμός κι ἡ Ρωμιοσύνη. Εὐτυχῶς ἔχουμε ἀνάμεσά μας τήν ψυχή τοῦ Πόντου, τούς Πόντιους ἀδελφούς μας. Αὐτοί, πού ὅταν ἦρθαν στόν τόπο μας, τόνωσαν τόν πληθυσμό μας κι ἀνέβασαν πολιτισμικά, πνευματικά καί οἰκονομικά τό ἐπίπεδο τῆς χώρας μας. ῾Η παρουσία τους ἐμφυσᾶ πνοή δημιουργική, ἐμποτισμένη ὅμως μέ τό δράμα τοῦ ξερριζωμοῦ καί τῆς προσφυγιᾶς. Γιατί «ἡ Ρωμανία κι ἄν πέρασεν, ἀνθεῖ καί φέρει κι ἄλλο». Μπορεῖ νά πέρασε ἀπό πάνω της ὁ ὁδοστρωτήρας τοῦ ἐχθροῦ, ἀλλ᾿ ἀνθίζει καί ξαναγεννιέται.
῾Ελληνίς