Φωτεινή παρακαταθήκη
Εἶναι τῶν λίγων, τῶν ἐξαιρετικά προικισμένων ἀνθρώπων γνώρισμα νά συνδυάζουν τήν κορυφαία ἔκφραση τοῦ νοῦ, τή σοφία, μέ τήν ὕψιστη ἐπίδοση τῆς καρδιᾶς, τήν ἁγιότητα. Μιά τέτοια ἐξαιρετικά προικισμένη προσωπικότητα προβάλλει ἡ ᾿Εκκλησία μας τό μήνα αὐτό. Εἶναι ὁ πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως ὁ Μέγας Ἅγιος Φώτιος, πού τιμοῦμε στίς 6 Φεβρουαρίου.
῎Ανδρας μέ φωτισμένη σκέψη καί φωτεινή ζωή, ὄνομα καί πράγμα Φώτιος, ἀναλαμπή Χριστοῦ καί ἀνταύγεια τοῦ ἀκτίστου φωτός, πρύτανης τῶν σοφῶν καί καθηγητῶν τῆς οἰκουμένης ὁ Φώτιος ἐνσαρκώνει τό μήνυμα πού ἰδιαίτερα χρειάζεται ἡ ἐποχή μας. ῾Ο πολυτάλαντος καί χαρισματοῦχος Φώτιος καταύγασε μέ τό φῶς τῆς σοφίας του ποικίλους τομεῖς τῆς ἐπιστήμης. Κυρίως ὅμως τήν θεοπρεπῆ λάμψη του ἀπήλαυσε ἡ ᾿Εκκλησία, πού τόν ἀνέβασε στό ἀρχιερατικό ἀξίωμα σέ μία ἐποχή ἐξαιρετικά σημαντική καί δύσκολη. ῏Ηταν τότε πού ἡ κεντρική καί βόρεια Εὐρώπη διψοῦσε νά γνωρίσει τή χάρη τοῦ Θεοῦ, ἐνῶ ἡ παπική Δύση πρόβαλλε ἀλαζονικές ἀξιώσεις πού ἀπειλοῦσαν τήν εἰρήνη καί τήν ἑνότητα τῆς ᾿Εκκλησίας.
Διαλλακτικός ἀλλά καί μαχητικός, εὔστροφος καί διορατικός, ταπεινός καί δυναμικός, συνετός ἀλλά καί ἀποφασιστικός ὁ πατριάρχης Φώτιος ἀναδείχθηκε ὁ πρῶτος ἐμπνευστής καί ἐργάτης τῆς ἑνωμένης Εὐρώπης. ᾿Απέστειλε τούς ἱεραποστόλους Κύριλλο καί Μεθόδιο γιά νά ἐκχριστιανίσουν τούς Σλάβους. ῎Ανοιξε διάλογο καί μέ τούς ἀλλοπίστους, μέ ἑβραίους καί μουσουλμάνους. ῎Ακουσε μέ κατανόηση τίς ἀπόψεις τῶν δυτικῶν. Κανείς ὅμως δέν τόν δελέασε οὔτε τόν φόβισε, ὥστε νά ὑποστείλει τή σημαία τῆς ἀλήθειας. Εἶναι ὁ παγκόσμιος καί οἰκουμενικός διδάσκαλος πού ἀγκάλιασε ὅλους μέ ἀληθινή ἀγάπη, χωρίς νά ἀποστεῖ ἀπό τήν ἀλήθεια τοῦ Χριστοῦ!
Πολίτες τῆς ἑνωμένης Εὐρώπης ἐμεῖς, μετά ἀπό τούς πρώτους ἐντυπωσιασμούς, βρισκόμαστε ἤδη ἀντιμέτωποι μέ ποικίλα διλήμματα καί σοβαρά προβλήματα. Σαφής διαγράφεται ἡ ἀπειλή τοῦ οἰκουμενισμοῦ νά χάψει καί νά θάψει ὅ,τι ὀρθόδοξο· αἰσθητός ὁ κίνδυνος νά χάσουμε τή θρησκευτική καί τήν ἐθνική μας ταυτότητα. ᾿Επίκαιρο, λοιπόν, ὅσο ποτέ προβάλλει τό μήνυμα τοῦ σοφοῦ ἁγίου Φωτίου· ῾Η ᾿Ορθοδοξία εἶναι ἀγαθό πρώτης ἀνάγκης γιά ὅλο τόν κόσμο· μήν τήν προδώσουμε! Ν᾿ ἁπλώσουμε τό χέρι μέ ἁπλότητα καί γενναιοδωρία γιά νά δώσουμε σέ ὅλους τήν ἀλήθεια καί τήν ἀγάπη τοῦ Εὐαγγελίου. Νά βαδίζουμε ὅμως ἀταλάντευτα στή γραμμή τῆς ῾Ιερῆς Παραδόσεώς μας· ἀνυποχώρητοι στό δόγμα καί μετριοπαθεῖς στήν τακτική. Αὐτή εἶναι ἡ παρακαταθήκη πού μᾶς ἀφήνει ὁ Μέγας Φώτιος!
Στέργιος Ν. Σάκκος
Ἀπολύτρωσις 62 (2007) 35
Ἑστίες παραμυθητικές στῆς ζωῆς τή δίνη οἱ μνῆμες τῶν ἁγίων. Στά δεινά πού μᾶς μαστίζουν ὁ βίος τους γίνεται ἐνθάρρυνση. Δέν εἴμαστε μόνοι! Στούς πειρασμούς μᾶς κυκλώνει ἐνισχυτικά τό δικό τους νέφος. Πόσα μηνύματα σκύβουν καί ψιθυρίζουν στίς ἀνήσυχες ἀπό τίς μέριμνες τοῦ βίου καρδιές μας τοῦτες οἱ εὐλογημένες ὑπάρξεις, πού ἡ πίστη τίς πλούτισε μέ αὐτάρκεια καί στό πέρασμά τους ἀπό τή γῆ ἕνα μονάχα λαχτάρησαν, νά φτάσουν γρήγορα στόν οὐρανό!
Μιά τέτοια καρδιά κρύβει κάτω ἀπό τά φτωχικά του ροῦχα καί τό δωδεκάχρονο ἀγόρι πού βρίσκει δουλειά σέ κάποιον Ἀρβανίτη Τοῦρκο στήν Ἀθήνα τοῦ 1770.
Μπρός σέ τοῦτο τό παλληκάρι μέ τήν ἀδούλωτη καρδιά θά σταθεῖ μέ θαυμασμό καί ὁ τοῦρκος δικαστής, ὅταν μέ ψεύτικες κατηγορίες θά βρεθεῖ μπροστά του ὁ Ἀντώνιος. Ἀπορεῖ ὁ κριτής: ποιά εἶναι αὐτά τά φτωχοντυμένα παιδιά τῆς Ἑλλάδας πού ἔχουν φορεσιά τους ἀκριβή τή λεβεντιά, πού ᾿ναι σκλάβοι κι ὅμως μένουν ἀδούλωτοι, πού νικοῦν τούς κατακτητές τους; Ἀπορεῖ, διότι ἀγνοεῖ πώς εἶναι ἡ κολυμβήθρα τῆς Ὀρθοδοξίας ἡ μήτρα πού γεννᾶ τέτοιες ὑπέροχες ὑπάρξεις.
Ὁ Ἀντώνιος ἀνδρώθηκε περνώντας μέσα ἀπό πολλές περιπέτειες. Πέντε φορές πουλήθηκε δοῦλος σέ ἀγαρηνούς ἐμίρηδες. Ἄλλαζε ἀφεντικά, μά δέν ἄλλαζε τόν Κύριό του. Μέσα στή μακαριότητα τῆς φλογερῆς ἀγάπης γιά τόν Χριστό φάνταζαν φτωχικά μπρός του τά πλούτη τῶν κυρίων του. Κι ἄς μήν τά ᾿χε ξαναδεῖ, δέν τά λιμπίστηκε ποτέ του. Τά ἀφεντικά του κάθε φορά μέ δελεάσματα προσπαθοῦν νά τόν ἀλλαξοπιστήσουν. Ἡ γενναία του ἄρνηση συναντᾶ τή δική τους σκληρότητα. Πόσα τά παθήματα, οἱ κακουχίες καί οἱ ἐξευτελισμοί πού δέχθηκε ὁ μικρός μαρτυρικός μας ἀδελφός! Μά τό πόσο ἀντέχουν στίς μπόρες καί στήν παγωνιά τά λουλούδια τοῦ Χριστοῦ τό μαρτυρεῖ μιά θαυμαστή ἱστορία αἰώνων. Μέσα στήν ἀσέβεια καί τή διαφθορά τοῦ ἀλλόθρησκου περιβάλλοντος, τό παλληκάρι τοῦ Χριστοῦ φύλαγε ἁγνό τόν ἑαυτό του καί ἀνῆκε, ὅπως τό εἶπε ὁ Κύριος, στούς «καθαρούς τῇ καρδίᾳ» πού τά μάτια τους ἀτενίζουν τό πρόσωπο τοῦ Θεοῦ.
Οἱ μαρτυρίες ἀναφέρουν πώς σάν τόν ἔρριξαν στή φυλακή, ὁ ἅγιος ἦταν θαυμαστά χαρούμενος, μιλοῦσε γιά τόν ἀγαπημένο του Ἰησοῦ, δίδασκε τήν ὑπομονή καί φώναζε πώς δέν ὑπάρχει στόν κόσμο πιό γλυκειά χαρά ἀπό τό νά πεθαίνει κανείς γιά τόν Χριστό. Χαρακτηριστικά σημειώνει ὁ ἅγιος Νικόδημος στό συναξάριό του τήν ἀντίδραση τοῦ ἁγίου, ὅταν πληροφορήθηκε τή θανατική του καταδίκη: «Τότε ὁ τοῦ Χριστοῦ ἀληθής μάρτυς Ἀντώνιος, εὐφρανθείς εἰς τό πρᾶγμα καθώς χαίρουσιν οἱ εὑρίσκοντες θησαυρόν, ἐδέθη ὀπίσω τάς χεῖρας, καί μέ χαροποιόν πρόσωπον ἔτρεχεν εἰς τόν θάνατον ὡσάν εἰς πανήγυριν...».
Συνεχιστής τῶν πρώτων μαρτύρων τοῦτος ὁ νεαρός βλαστός τῆς Ἐκκλησίας μας μέ τά λόγια τῶν παλιῶν ἁγίων κλείνει τό σύντομο πέρασμά του ἀπό τοῦτο τόν κόσμο: «Κύριε, εἰς χεῖρας σου παρατίθημι τό πνεῦμα μου». Εἶναι 5 Φεβρουαρίου 1774. Τρεῖς φορές τόν χτυπᾶ στόν τράχηλο μέ τό σπαθί ὁ τοῦρκος τζελάτος, μήπως καί τήν τελευταία στιγμή τόν κάνει νά δειλιάσει. Σάν ἀρνίο ἄκακο λαμβάνει τό στεφάνι τοῦ μαρτυρίου. «Σφαγείς ὁ Ἀντώνιος ὥσπερ ἡ ὄις (= πρόβατο) Χριστῷ παρέστη ἀκολουθῶν ὡς ὄις». Τό σῶμα του, πού τόσες φορές εἶχε ἀγοραστεῖ καί πουληθεῖ ὅσο ζοῦσε, τώρα ἔχει ἀτίμητη ἀξία. Μέ σέβας καί τιμές τό ἐνταφιάζουν οἱ χριστιανοί. Ἡ μνήμη του στερεώνει τήν ἐλπίδα μας στόν οὐρανό. Στόν αἰώνα μας, μέ τά πολλά φῶτα ἀλλά καί τίς πάμπολλες σκιές, φωτίζει μέ φῶς ἱλαρό τίς ψυχές μας, γιά νά μήν τίς σκιάζει ἡ ὀλιγοπιστία, γιά νά προσμένουν ἀνέφελες τή χαραυγή τῆς αἰωνιότητας.
Ἰχνηλάτης
Ἀπολύτρωσις 62 (2007) 40
Τήν καθολική χρησιμότητα τῶν λόγων τῆς ἁγίας Γραφῆς καί τήν ἄμεση χρηστικότητα καί ὠφέλειά τους γιά κάθε περίπτωση προβάλλει μέ τρόπο πειστικό ἡ ὁσιακή μορφή τοῦ ἁγίου ᾿Ισιδώρου τοῦ Πηλουσιώτη (4 Φεβρουαρίου). Στό πρόσωπο τοῦ ἁγίου συναρμόζονται θαυμαστά τό ἀπόκοσμο τοῦ ἐρημίτη καί ἡ προσήνεια τοῦ κοινωνικοῦ ἐργάτη· ἡ εὐρυμάθεια τοῦ ἐπιστήμονα καί ἡ ἁπλότητα τοῦ ἁγίου· ἡ αὐστηρότητα τοῦ ἀσκητῆ καί ἡ τρυφερότητα τοῦ πνευματικοῦ πατέρα. Καί ὅλα αὐτά ἐμπνέονται καί τροφοδοτοῦνται ἀπό τήν ἁγία Γραφή κι ἀκτινοβολοῦν ὄχι μόνο στό ἱστορικό Πηλούσιο τῆς ἀνατολικῆς Αἰγύπτου ὅπου ἔζησε (360-440 μ.Χ.), ἀλλά σέ ὅλο τόν κόσμο.
Μένει δέ ἀμείωτη κι ἀθάμπωτη ἡ ἀκτινοβολία αὐτή μές στούς αἰῶνες, ἀποτυπωμένη στίς χιλιάδες τῶν ἐπιστολῶν πού ἔγραψε ὁ ἅγιος. Καταλαμβάνουν τόν 78ο τόμο τῆς Πατρολογίας τοῦ Μigne κι εἶναι εὐτύχημα ὅτι στίς μέρες μας κυκλοφοροῦν μεταφρασμένες στή νεοελληνική, καί ἔτσι γίνονται προσιτές σέ ὅλους. ᾿Εκτός ἀπό τά ἄλλα σπάνια χαρίσματά τους οἱ ἐπιστολές αὐτές ἔχουν καί τοῦτο τό μοναδικό· Χειραγωγοῦν τούς παραλῆπτες στή βίωση καί ἐφαρμογή τῶν εὐαγγελικῶν ἀληθειῶν. ᾿Εφαρμόζουν τήν ἁγία Γραφή στά ἐνδιαφέροντα καί τίς ἀπορίες τοῦ φιλομαθοῦς μελετητῆ, στά ἐρωτήματα τοῦ θεολόγου, στίς δογματικές καί διοικητικές ἀπορίες τοῦ ἐπισκόπου, στόν καταρτισμό τοῦ κληρικοῦ, στά ζητήματα τοῦ πολιτικοῦ ἄρχοντα -ὁ αὐτοκράτορας Θεοδόσιος Β´ καί πολλοί κρατικοί λειτουργοί εἶναι παραλῆπτες ἐπιστολῶν-, στά ποικίλα προβλήματα τοῦ ἀγωνιζόμενου χριστιανοῦ.
Κάτοχος τῆς σοφίας τοῦ κόσμου ἀλλά καί τῆς ἁγιοπατερικῆς γραμματείας ὁ ἅγιος ᾿Ισίδωρος σκύβει μέ περίσκεψη στή ζωοδότρα πηγή τῆς ἁγίας Γραφῆς, γιά νά ἀντλήσει ἀπό ἐκεῖ ἀπαντήσεις γιά ὅλα τά θέματα· ἑρμηνευτικά, δογματικά, ἀπολογητικά, πνευματικά, ἠθικά, κοινωνικά. Μέ τά μαθήματα τῆς ἁγίας Γραφῆς διδάσκει καί καθοδηγεῖ πλήθη ἀνθρώπων, πού προέρχονται ἀπό ποικίλα κοινωνικά στρώματα καί μορφωτικά ἐπίπεδα. Μέ τίς δικές της ἀλήθειες συμβουλεύει τόν πολιτικό ἄρχοντα, ἐπαινεῖ τόν δίκαιο, ἐλέγχει τόν παραβάτη, συζητᾶ μέ τόν φιλόλογο, διδάσκει τόν ἐπίσκοπο, στηρίζει τόν ἱερέα, ἐνισχύει τόν διάκονο, ἀπαντᾶ στόν μοναχό, νουθετεῖ τόν ἀναγνώστη, ἐνθαρρύνει τόν πνευματικό ἀγωνιστή, χειραγωγεῖ τόν ἁπλό χριστιανό.
Αὐτό εἶναι τό μήνυμα πού ἀπευθύνει ὁ ἅγιος σέ ὅλους ἐκείνους πού τάχθηκαν νά παιδαγωγοῦν καί νά καλλιεργοῦν τό λαό τοῦ Θεοῦ, ἀλλά καί στόν κάθε χριστιανό, ἀφοῦ ὁ καθένας ὀφείλει πρῶτα ἀπ᾿ ὅλα νά εἶναι δάσκαλος τοῦ ἑαυτοῦ του. ῾Ο λόγος τοῦ Θεοῦ, πού μᾶς προσφέρεται πλουσιοπάροχα μέ τήν αὐθεντική ἑρμηνεία τῆς ἁγίας μας ᾿Εκκλησίας, εἶναι ὁδηγός ζωῆς. Χύνει ἐλπίδα καί φῶς στά ἀδιέξοδα κι ἀνοίγει ὁρίζοντες ἐκεῖ πού ἡ ἀνθρώπινη σκέψη σταματᾶ ἀνίκανη καί ἡ ἀνθρώπινη σοφία σιωπᾶ νικημένη. Εἶναι ὁδηγός γιά τήν τέλεια ζωή πού ποθοῦμε. ᾿Απαιτεῖ ὅμως τό ἐνδιαφέρον τῆς προσεκτικῆς μελέτης, τήν ἐμπιστοσύνη στή διδαχή του καί τή φιλότιμη προσπάθεια γιά τήν ἐφαρμογή του.
Στ. Σάκκος
Ἀπολύτρωσις 59 (2004) 27
Μέ συγκλονιστική ἁπλότητα περιγράφει τό ἱερό Εὐαγγέλιο τήν Ὑπαπαντή τοῦ Κυρίου (Λκ 2,22-38): Ὁ Ἰωσήφ μαζί μέ τήν Μαρία καί τό βρέφος Ἰησοῦ ἔρχονται στά Ἰεροσόλυμα γιά νά ἐκπληρώσουν τό διπλό καθῆκον πού ἐπέβαλλε ὁ νόμος σέ κάθε Ἰσραηλίτη: τήν προσφορά περί τοῦ καθαρισμοῦ αὐτῶν (Λε 12,67) καί τήν ἀφιέρωση τοῦ νεογεννήτου πρωτοτόκου ἀρσενικοῦ «τῷ Κυρίῳ» (Ἔξ 13,2.12). Κατάπληκτοι οἱ ὑμνογράφοι ὑμνοῦν τήν ἄκρα συγκατάβαση τοῦ Ἰησοῦ, πού ἐνῶ εἶναι ὁ «νομοδότης Θεός», ὁ «παλαιός τῶν ἡμερῶν», σπεύδει νά ἐκπληρώσει τόν νόμο. Καί τοῦτο γιά τήν δική μας λύτρωση καί σωτηρία· «Βουληθείς ὁ Πλαστουργός ἵνα σώσῃ τόν Ἀδάμ...».
Τήν συγκατάβαση τοῦ Κυρίου θαυμάζουμε καί στό γεγονός ὅτι οἰκονομεῖ ἔτσι τά πράγματα ὥστε νά παρίστανται στήν Ὑπαπαντή δύο ἐκπρόσωποι τῶν λυτρουμένων, ὁ πρεσβύτης Συμεών καί ἡ σώφρων Ἄννα. Ὁ πρῶτος δοξάζει τόν Θεό, πού τόν ἀξιώνει νά ἰδεῖ «τό σωτήριον», τήν ἐκπλήρωση τῆς σωτηρίας, καί φωτισμένος ἀπό τό ἅγιο Πνεῦμα προφητεύει σχετικά μέ τό προσφερόμενο παιδί.
Κοντά στόν γέροντα Συμεών καί ἡ προφήτις Ἄννα συνιστᾶ τόν δεύτερο μάρτυρα, πού ἐγγυᾶται τήν ἀλήθεια τῶν λαληθέντων περί τοῦ Χριστοῦ. Ἐφαρμόζεται ἔτσι ὁ γραφικός λόγος ὅτι «ἐπί στόματος δύο μαρτύρων σταθῇ πᾶν ῥῆμα» (Μθ 18,16).
Σεμνή καί ταπεινή ἡ μορφή τῆς Ἄννας περνᾶ στήν αἰωνιότητα καθώς πέφτει πάνω της τό φῶς τῆς παρουσίας τοῦ Θεοῦ σέ μία δεδομένη στιγμή. Ἔζησε ὅλη της τήν ζωή περιμένοντας, ὅπως ὁ Συμεών·καί ὅπως ἐκεῖνος «οὐ γῆς ἀπῆρεν.. ἕως ἐπ᾿ αὐτῆς τόν Θεόν εἶδεν βρέφος».
Μέ ξεχωριστή ἐκτίμηση καί σεβασμό οἱ ὕμνοι τῆς Ἐκκλησίας μας ἐπισημαίνουν τήν σωφροσύνη τῆς Ἄννας. Ἀποκαλεῖται «σώφρων» καί «ἄμεμπτος», ἀλλά καί «πρεσβυρά». Ὁ τελευταῖος χαρακτηρισμός ἀναφέρεται ὄχι τόσο στήν ἡλικία της ὅσο στό ὅτι ἦταν ἕνα σεβαστό πρόσωπο. Ὀνομάζεται ἐπίσης «σεπτή», «ὁσία», «ἔνδοξος» καί «πανεύφημος». Δίδοντάς της καί τό χάρισμα τῆς προφητείας ὁ Θεός τήν κατέστησε καί θεόπνευστη, ὅπως τόν Συμεών. Δέν δεσμεύεται ὁ Πλαστουργός ἀπό τήν ἀσθένεια τοῦ φύλου.
Κάπως αὐθαίρετα ὄχι ὅμως ἀβάσιμα οἱ ὑμνογράφοι ἐπιχειροῦν νά προσδιορίσουν τό περιεχόμενο τῶν λόγων τῆς Ἄννας, γιά τό ὁποῖο ὁ εὐαγγελιστής χρησιμοποιεῖ τήν γενική φράση «ἐλάλει περί αὐτοῦ» (Λκ 2,38). Σέ τροπάριο τοῦ προεορτίου κανόνα τῆς Ὑπαπαντῆς λέγεται ὅτι ὁ Συμεών προφητεύει «τῆ Μητρί καί Παρθένῳ, ἡ δέ (Ἄννα) τῷ ἐκ Παρθένου ἀναδειχθέντι σαρκί». Σέ Θεοτοκίο τοῦ ἴδιου Κανόνα ἡ προφητεία τῆς Ἄννας εἶναι ὅτι «τόν ἐκ τῆς μήτρας τῆς Θεοτόκου ὡς Θεόν προανηγόρευσεν», ἐνῶ σέ ἄλλα τροπάρια ἡ Ἄννα προφητεύει τόν Ἰησοῦν ὡς «τῶν ἐθνῶν προσδοκίαν», «τῶν βροτῶν σωτηρίαν», «Σωτῆρα λυτρωτήν τοῦ Ἰσραήλ», «θεῖον λύτρον» κ.ἄ. Γι᾿ αὐτό εὐφημοῦνται μαζί μέ τόν Συμεών «οἷα Θεοῦ θεράποντες», ὡς ὑπηρέτες τοῦ Θεοῦ.
Σοφία Καρακασίδου
Δρ. Θεολογίας
Τόν συνάντησα στό Συναξάρι τῆς 3ης Φεβρουαρίου, νά βόσκει τά πάμπολλα ζῶα τῆς οἰκογενείας του στά λιβάδια τῆς Καισάρειας τῆς Καππαδοκίας. Κι εὐθύς ἀναλογίστηκα τόν μετέπειτα συγχωριανό του, τόν Μέγα τόν Βασίλειο, πού ᾿ταν κι αὐτός ἐκεῖ ποιμένας... Τρανός καί ξακουστός στή μόρφωση, στή δράση καί στή χάρη.
Μά δές, πού ὁ ἁπλός καί ἄσημος ὁ Βλάσιος πρόλαβε τόν Βασίλειο σέ τόσα. Καί γίνονταν τά κέρδη τ᾿ ἄφθονα ἀπό τά ζωντανά ἡ βρῶσις τῶν πενήτων. Ἡ ἐλεήμων ψυχή του, λευκή ἀμνάς τοῦ μεγάλου Ποιμένος, ἦταν ἀπ᾿ τή μικρή του ἡλικία ἀναπαυμένη στά χλοερά λιβάδια τῆς χριστιανικῆς πίστης, πού τότε διώκονταν.
Πολλή ἐντύπωση μοῦ ἔκανε διαβάζοντάς το: Σάν βγῆκαν οἱ διῶκτες στά βουνά νά ψάξουν νά τόν βροῦν, νά τόν συλλάβουν, ἐκεῖνος -λέει- τούς ὑπεδέχθη μέ χαρά, κατά πῶς ὑποδέχεται κανείς σέ δεῖπνο φίλους καρδιακούς καί εὐεργέτες. Μακάρι, σκέφτηκα, νά ὑποδεχόμουνα κι ἐγώ τίς ὅποιες θλίψεις ἔτσι: εὐεργεσίες τοῦ Θεοῦ καί τῆς ψυχῆς ὠφέλη.
Δέρεται ἀλύπητα ὁ ταπεινός βοσκός, μά ἡ πίστη του θαυματουργεῖ καί τίποτα δέν νιώθει. Εὐθύς γιατρεύονται οἱ πληγές κι ὁ πωρωμένος ἡγεμών μαγεία τ᾿ ὀνομάζει.
Προστάζει τότε νά ριχθεῖ ὁ Βλάσιος σέ καζάνι μέ βραστό νερό γιά πέντε μέρες. Μά τοῦ Θεοῦ οἱ ἄγγελοι τοῦ μεταφέραν τή δροσιά τοῦ οὐρανοῦ στήν ψυχή καί στό σῶμα.
Σάν πέρασαν οἱ πέντε μέρες κι ἦρθαν οἱ στρατιῶτες νά τόν βγάλουν, ἔκπληκτοι τόν βλέπουν ζωντανό, νά ψάλλει μαζί μέ τούς ἀγγέλους. «Παρευθύς ἐκήρυξαν ἑαυτούς χριστιανούς!», λέει ὁ συναξαριστής. Τί χαρά! Τί δόξα!
Μόλις τό ἔμαθε ὁ ἡγεμών, στέλνει ἄλλους στρατιῶτες, οἱ ὁποῖοι συγκαταλέγονται μέ τούς προηγούμενους σέ ἕνα καινούργιο πλέον στράτευμα: τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ!
Καί νά, ὁ ἡγεμών αὐτοπροσώπως σπεύδει. Θέλοντας νά ἀποδείξει στούς στρατιῶτες του πώς λάθος πίστεψαν σέ θαῦμα, ζητᾶ νερό ἀπ᾿ τό καζάνι καί τό χύνει στό πρόσωπό του νά πλυθεῖ, βέβαιος πώς τό νερό εἶχε κρυώσει. Μά τό νερό καυτό, τοῦ τύφλωσε τά μάτια καθώς τυφλή εἶχε καί τήν ψυχή.
Καί τότε, ὁ μάρτυς τοῦ Χριστοῦ βγαίνει ἀπό τό καζάνι, γιά νά μποῦν οἱ στρατιῶτες καί νά τούς βαπτίσει! Τό νερό τοῦ μαρτυρίου του γίνεται τό νερό τοῦ ἁγιασμοῦ τῶν ἐχθρῶν.
Ἔπειτα, ἐρχόμενος στούς ἀγρούς, στή μάντρα τῶν ζώων του, παράγγειλε στή μήτερα του καί στούς συγγενεῖς του ὅσα ἔπρεπε γιά τή σωτηρία τους καί παρέδωσε τήν ψυχή του στά χέρια τοῦ Θεοῦ.
Ἐτάφη ἀκριβῶς ἐκεῖ. Τό σῶμα του ἀναπαύτηκε στά ἀγαπημένα του βοσκοτόπια κι ἡ ψυχή του σέ τόπο χλοερό, οὐράνιο. Κι ὅπως στιχογραφεῖ ὁ βιογράφος του,
«Τῶν ζώων οἱ αὐλές εἶχαν πρῶτα τόν Βλάσιο. Τοῦ Κυρίου οἱ αὐλές τόν ἔχουν τώρα».
Τό δέ ραβδί του, ἡ ἀγκλίτσα του, βλάστησε κι ἔγινε δέντρο εὐσκιόφυλλο πού σκίαζε τόν τάφο του, ἐπισφραγίζοντας ἔτσι μ᾿ ἕνα τελευταῖο θαῦμα τήν πίστη τοῦ νεαροῦ βοσκόπουλου τῆς Καισάρειας.
Ἄς ἔχουμε τήν πίστη του καί τήν εὐχή του. Ἀμήν.
Μ. Ἰ. Λαμψίδου
Ἀπολύτρωσις 63 (2008) 40-41
Ὁ εὐσεβής Συμεών καί ἡ προφήτιδα Ἄννα ὑπῆρξαν οἱ ἄνθρωποι πού εὐλογήθηκαν ἀπό τόν Θεό νά δοῦν καί νά πιάσουν στά χέρια τους τόν Μεσσία, πού ἦταν ἡ λαχτάρα καί ἡ νοσταλγία ὅλης τους τῆς ζωῆς. Χρόνια μέσα στό ναό ζοῦσαν καί τρέφονταν μέ τόν πόθο τοῦ Λυτρωτῆ, πού θά ἐλευθέρωνε καί θά δόξαζε τόν Ἰσραήλ. Λές κι αὐτός ὁ πόθος τούς κρατοῦσε στή ζωή μέχρι πού ἡ ἐλπίδα τους βραβεύτηκε καί ὁ Συμεών σηκώνοντας ψηλά τό θεῖο βρέφος ἀνέκραξε· «Νῦν ἀπολύεις τόν δοῦλόν σου, Δέσποτα».
Τό περιστατικό αὐτό ἔγινε κατά τήν τελετή τῆς ἀφιερώσεως τοῦ Ἰησοῦ στό ναό, πού ἦταν μία ἀπό τίς καθιερωμένες διατάξεις τοῦ μωσαϊκοῦ νόμου γιά ὅλα τά πρωτότοκα τῶν Ἰουδαίων. Κατά τήν ἔξοδο τῶν Ἰσραηλιτῶν ἀπό τήν Αἴγυπτο (Ἔξ κεφ. 13), ὁ Κύριος θέσπισε νά ἀφιερώνουν σ’ αὐτόν οἱ Ἰσραηλῖτες τά πρωτότοκά τους «ἀντί τῶν πρωτοτόκων τῶν Αἰγυπτίων ᾗ ἡμέρᾳ ἐπάταξεν πᾶν πρωτότοκον ἐν γῇ Αἰγύπτου ἀπό ἀνθρώπου ἕως κτήνους». Μέσα στήν ἐπίγεια ζωή τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ, ἡ πράξη αὐτή ἀποτελεῖ ἀκόμη μία μαρτυρία γιά τό πόσο τέλειος ἄνθρωπος ἦταν, ἀκόμη μία ἀπόδειξη γιά τό πόσο ταπεινός ἔγινε, ἀκόμη μία ἀφορμή εὐγνωμοσύνης καί δοξολογίας γιά ὅσους πίστεψαν στ’ ὄνομά του. Τά βιώματα πού δημιουργεῖ στήν Ἐκκλησία αὐτό τό γεγονός εἶναι ἀποτυπωμένα στούς ὕμνους πού ψάλλονται τήν ἡμέρα αὐτῆς τῆς γιορτῆς.
* Ὁ «παλαιός τῶν ἡμερῶν», ὁ ἀΐδιος καί ἄχρονος, πού ὑπῆρχε πάντοτε μαζί μέ τόν Πατέρα, ἐναποτίθεται σάν ἕνα σαρανταήμερο παιδί στά χέρια τοῦ σεβάσμιου λευΐτη. Ὁ δημιουργός τοῦ κόσμου, ἐκεῖνος πού μέ τά θεϊκά του χέρια ἔπλασε τόν ἄνθρωπο καί ἀπό τήν ἀρχή τῆς δημιουργίας κρατᾶ στήν παλάμη του τό σύμπαν, κάνει τήν πρώτη δημόσια ἐμφάνισή του στόν κόσμο. Ἀναγαλλιάζοντας ἀπό εὐφροσύνη ὁ γέροντας δέχεται αὐτόν πού κινεῖται πάνω στά Χερουβίμ καί δοξολογεῖται ἀκατάπαυστα ἀπό τά Σεραφίμ. Κόλπος τοῦ Πατρός καί θρόνος τῆς χάριτος γίνεται ἡ ἀγκαλιά τοῦ πρεσβύτη Συμεών, καθώς κλείνει μέσα της Ἐκεῖνον πού μ’ ἕνα του βλέμμα σείει τή γῆ καί μ’ ἕνα ἄγγιγμά του κάνει τά ὄρη νά καπνίζονται. Ὁ χορός τῶν ἀγγέλων γεμάτος κατάπληξη παρακολουθεῖ τό θαῦμα· αὐτόν πού τρέμουν οἱ οὐράνιες δυνάμεις τώρα τόν ἐναγκαλίζονται τά γηρασμένα χέρια τοῦ Συμεών.
* Ὁ Νομοδότης, πού χάραξε κάποτε πάνω σέ πλάκες τόν νόμο καί ἔσεισε τό Σινά ὅταν τόν παρέδιδε στόν Μωϋσῆ, ἔρχεται τώρα νά ἐκπληρώσει πειθαρχικά αὐτόν τόν νόμο σάν ἕνας ἁπλός καί ταπεινός ὑπήκοός του. Κι ὁ λευκασμένος λευΐτης, πόσο ἀνώτερος ἀπό τόν Μωϋσῆ ἀναδεικνύεται! Ἐκεῖνος ἀξιώθηκε νά δεῖ πολύ ἀμυδρά τά ὀπίσθια τοῦ Θεοῦ μέσα στό γνόφο καί τή θύελλα κι αὐτός τώρα κρατᾶ «σωματωθέντα τόν προαιώνιον Λόγον τοῦ Πατρός».
* Ὅλα αὐτά τά ὑπομένει ὁ Κύριος «ἵνα μου πιστώσῃ τήν σάρκα», γιά νά μοῦ ἐπιβεβαιώσει τήν ἐνανθρώπησή του.
* Στό πρόσωπο τοῦ γέροντα Συμεών ὁ ὑμνωδός βλέπει τόν γηρασμένο ἀπό τήν ἁμαρτία κόσμο, πού ὑποδέχεται τόν Θεό μέ μορφή νηπίου.
Ἄν καί «προβεβηκώς τῇ ἡλικίᾳ» καί ὑπέρακμος ἀπό τό γῆρας ὁ Συμεών, διατηροῦσε τό νεανικό φρόνημα τῆς πίστεως θέλοντας νά δεῖ τόν Παντέλειο Θεό, πού μέ τόν ἐρχομό του στή γῆ, ἀνακαίνισε τόν κόσμο τόν γηρασμένο ἀπό τίς ἐπιθέσεις καί τούς πολέμους τοῦ παλαιοῦ ἐχθροῦ. Μπροστά σ’ αὐτή τή θεία συγκατάβαση ἔκθαμβος ὁ ὑμνωδός ἀνακράζει· «πάρτε κουράγιο χέρια τοῦ Συμεών, κουρασμένα ἀπό τά γηρατειά, καί πόδια τοῦ πρεσβύτη ἀποσταμένα, τρέξτε γιά νά ὑπαντήσετε τόν Χριστό. Κι ὅλη ἡ ἀνθρωπότητα ἑνωμένη σέ χορωδία μαζί μέ τά ἀσώματα πλάσματα ἄς ψάλλουμε στόν Κύριο, πού ἀπέραντα δοξάσθηκε». Τά λόγια του, «νῦν ἀπολύεις τόν δοῦλόν σου, Δέσποτα, κατά τό ρῆμά σου ἐν εἰρήνῃ», δίδουν ἀφορμή στόν ὑμνωδό νά μᾶς μιλήσει γιά τήν κάθοδο τοῦ Συμεών στόν Ἅδη, πού ἔφθασε σάν δροσιά στούς νεκρούς, σάν εὐχάριστη εἴδηση, εὐαγγέλιο στόν Ἀδάμ καί στήν Εὔα. «Μοῦ ἔδωσες, ἀναφώνησε ὁ Συμεών, τήν ἀγαλλίαση τοῦ σωτηρίου σου, Χριστέ. Παράλαβε τόν λάτρη σου, πού κουράσθηκε στή σκιά, νέο κήρυκα καί μύστη τῆς χάριτος, πού σέ ὑμνεῖ καί σέ δοξάζει».
* Φωτισμένοι ἀπό τήν προφητεία ἡ εὐτυχής Ἄννα καί ὁ θεόπνευστος Συμεών καί ἐνῶ εἶχαν ἀποδειχθεῖ ἄμεμπτοι κατά τόν νόμο, εἶδαν καί προσκύνησαν τόν δοτῆρα τοῦ νόμου, πού ἔγινε βρέφος σάν καί μᾶς. Αὐτῶν τήν μνήμη χαρούμενοι γιορτάζουμε σήμερα δοξάζοντας ὅπως πρέπει τόν φιλάνθρωπο Ἰησοῦ.
«Ἀπολύτρωσις» 37 (1982) 24-25
Μέ μύρια περιστατικά καί παραδείγματα ἡ ἱστορία ἐπιβεβαίωσε κι ἐξακολουθεῖ νά ἐπιβεβαιώνει ὥς τίς μέρες μας τήν προφητεία τοῦ γέροντα Συμεών, πού κρατώντας στήν ἀγκαλιά τόν Ἰησοῦ Χριστό ὡς «βρέφος τεσσαρακονθήμερον» τόν ὀνομάζει «σημεῖον ἀντιλεγόμενον» (Λκ 2,34).
Ἀπό τήν πρώτη στιγμή πού ἄνοιξε τά μάτια του σ᾿ αὐτό τόν κόσμο ὁ Θεάνθρωπος Κύριος εἵλκυσε τή λατρευτική ἀγάπη ἀλλά καί τήν ἀσίγαστη ἐχθρότητα, ἀκόμη καί τό μίσος τῶν ἀνθρώπων, πού μάλιστα φάνηκε νά θριαμβεύει, ἀφοῦ τόν ὕψωσε στό σταυρό τοῦ Γολγοθᾶ. Πρίν ὅμως σηκώσει στούς ἀχράντους ὤμους του ἐκεῖνον τό σταυρό, ὁ Ἰησοῦς Χριστός ὑπέμεινε καί δύο ἄλλους: τό σταυρό τῆς ἀντιλογίας καί ἀντίρρησης καί τό σταυρό τῆς καταφρόνιας καί ἀποδοκιμασίας. Τόν καταφρόνησαν καί τόν ἀποδοκίμασαν οἱ συντοπίτες του Ναζαρηνοί, πού μέ δυσπιστία ἀναρωτιοῦνταν: «Δέν εἶναι αὐτός ὁ γιός τῆς Μαρίας καί τοῦ Ἰωσήφ; Ποῦ τή βρῆκε τόση σοφία;» (βλ. Μθ 13,54-55). Ἀλλά τόν ἀποδοκίμασαν σκληρά καί οἱ φαρισαῖοι, οἱ πρωτοκλασάτοι τῆς πνευματικῆς κοινωνίας καί οἱ σαδδουκαῖοι, οἱ κορυφαῖοι τοῦ θρησκευτικοῦ κατεστημένου. Ὅλοι αὐτοί εἶναι, θά λέγαμε, οἱ πρόδρομοι τῶν ἀντιθέων καί ἀντιχρίστων ἀνά τούς αἰῶνες· τῶν ποικιλώνυμων πού ἐπίμονα καί μανιακά ἐπιστράτευσαν κάθε δύναμη καί χρησιμοποίησαν κάθε μέσον γιά νά πολεμήσουν τόν Ἰησοῦ Χριστό.
Ἀλλά καί οἱ ἐγγύς τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ δέν κατενόησαν καί δέν ἐνστερνίσθηκαν ὅλοι τους τή διδασκαλία του οὔτε δέχθηκαν ἀνεπιφύλακτα τό σχέδιό του. Ἡ ἀντιλογία εἰσχώρησε καί σ᾿ αὐτή τή συντροφιά τῶν δώδεκα. Πρίν ἀκόμη ἐκδηλωθεῖ ἡ προδοσία τοῦ Ἰούδα, ὁ πρωτοκορυφαῖος Πέτρος ἐκδήλωσε τή συνειδητή ἀντίστασή του στό σχέδιο τοῦ Διδασκάλου καί γι᾿ αὐτό χαρακτηρίσθηκε «σατανᾶς», πού θά πεῖ ἀντιρρησίας, πνεῦμα ἀντιλογίας.
Ἐπί εἴκοσι αἰῶνες τώρα δέν ἔπαυσαν νά ἐμφανίζονται στή σκηνή τῆς ἱστορίας οἱ ψυχές πού σαγηνευμένες ἀπό τή μορφή τοῦ γλυκυτάτου Ναζωραίου τά θυσίασαν ὅλα γιά τήν ἀγάπη του καί ἀδιαμαρτύρητα τόν ἀκολούθησαν ἀκόμη καί στό θάνατο. Ἀλλά δέν ἔπαυσαν νά παρουσιάζονται ἐπίσης τόσο οἱ καταφρονητές, πού ἀναφανδόν ἀποδοκιμάζουν τόν Ἰησοῦ Χριστό καί τήν Ἐκκλησία του, ὅσο καί οἱ ἀντιρρησίες, πού ἀντιλέγουν καί ἀντιστέκονται στό θέλημά του. Ὑπάρχουν οἱ χριστιανοί καί οἱ ἀντίχριστοι, οἱ τοῦ Χριστοῦ καί οἱ ἀντιλέγοντες.
Τό ἄρθρο αὐτό θέλει νά ἑστιάσει σέ μία εἰδική μερίδα ἀντιλεγόντων. Βρίσκονται πλησιέστερα στόν Χριστό καί εἶναι οἱ πιό ἐπικίνδυνοι. Αὐτοί δέν ἀπέρριψαν, ἀλλά δέχθηκαν τόν Χριστό καί ὡς χριστιανούς τούς ξέρει ὁ κόσμος. Δέν τούς ἀποδεικνύει ὅμως τέτοιους ἡ ζωή τους. Δέν ἔχουν τά διαπιστευτήρια τοῦ πιστοῦ στήν καθημερινή τους πράξη. Καί τοῦτο ὄχι ἀπό συγγνωστή ἀδυναμία, ἀλλά ἀπό προσωπική τους ἐπιλογή καί φιλοσοφία. Γιά παράδειγμα, κριτήριο τῆς ἀγάπης στό πρόσωπό του ὅρισε ὁ Κύριος τήν τήρηση τῶν ἐντολῶν του· καί οἱ πατέρες τῆς Ἐκκλησίας, ἐπαναλαμβάνοντας τό ἀποστολικό κήρυγμα, προτρέπουν· «Εἰ ἀνεδέξω (ἄν δέχθηκες) τό εἶναι χριστιανός, ἐπείχθητι (σπεῦσε) γενέσθαι ὅμοιος Θεῷ, ἔνδυσαι Χριστόν» (Μ. Βασίλειος). Οἱ ἀντιλέγοντες «χριστιανοί» ὅμως, πού ἔχουν τόν χριστιανισμό ὡς ὄνομα καί ὄχι ὡς τρόπο ζωῆς, δέν θέλουν νά μοιάσουν στόν Χριστό. Ὁδηγό τους δέν δέχονται τό θέλημα τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ, ἀλλά τή δική τους λογική. Σέ κάθε λόγο τοῦ Εὐαγγελίου προβάλλουν τόν δικό τους ἀντίλογο. Ὅλα τά κρίνουν, ὅλα τά ἀμφισβητοῦν καί τά ὑπονομεύουν. Σοφίζονται μύριους τρόπους νά ἀποφύγουν τίς θεϊκές ἐντολές. Σαρκάζουν μάλιστα ὡς «εὐσεβισμό» τήν τήρηση αὐτῶν τῶν ἐντολῶν.
Φυσικά, αὐτοῦ τοῦ εἴδους οἱ «χριστιανοί» στεροῦνται τήν εὐλογία τῆς θείας χάριτος. Δέν νιώθουν τήν πληρότητα τῆς ἀναστροφῆς μέ τόν Θεό. Ἀλλά καί στό περιβάλλον τους γίνονται ἀνασταλτικοί καί συχνά ἀποτρεπτικοί καί ἀνατρεπτικοί. Τό ὀλέθριο ἔργο αὐτῶν τῶν ἀντιλεγόντων «χριστιανῶν» τό ἐπισημαίνει ἡ χρυσόφθογγη γλώσσα τοῦ ἁγίου Χρυσοστόμου, πού μέ πόνο ἀποκαλύπτει: «Ἐμεῖς εἴμαστε αἰτία, ἐμεῖς, πού μένουν στήν πλάνη τόσοι ἄνθρωποι. Ὅταν σέ βλέπουν ἐσένα, τόν λεγόμενο χριστιανό, νά ἐκδηλώνεις πλεονεξία, νά ἁρπάζεις, νά ἀντιμετωπίζεις τούς ἄλλους ἀνθρώπους σάν θηρία, ἐσύ πού ἔχεις τήν ἐντολή νά ἀγαπᾶς καί τούς ἐχθρούς, (μέ τό δίκιο τους) λένε ὅτι εἶναι ἀνυπόστατα λόγια τό Εὐαγγέλιο».
Γιορτάζοντας καί φέτος τήν Ὑπαπαντή τοῦ Κυρίου (2/2), ἄς σκεφθοῦμε μήπως ἡ ἀντιλογία, γιά τήν ὁποία μίλησε ὁ Συμεών, δέν βρίσκεται μακριά μας. Μήπως κάποιες φορές βρίσκει τόπο καί στή δική μας ψυχή. Λέω, μήπως...
Στέργιος Ν. Σάκκος
Ἀπολάμβανα μυστικά τά ὑπέροχα βυζαντινά μελωδήματα στήν ὀρθρινή ἀκολουθία τῆς 3ης τοῦ Γενάρη. Ἐκεῖ, κάπου ἀνάμεσα στούς ὕμνους, πού συνεπαίρνουν τήν ψυχή, μνημόνευσε καί πάλι ἡ Ἐκκλησία τά ὀνόματα ἐκείνων πού τώρα ὑμνοῦν τόν Θεό μαζί μέ τούς ἀγγέλους του στή συντροφιά τοῦ παραδείσου: «Τῇ τρίτῃ τοῦ αὐτοῦ μηνός μνήμη τῶν ἁγίων...». Μέσα στά τόσα ἀτίμητα ὀνόματα ὁσίων, προφητῶν, μαρτύρων σκάλωσε ἡ προσοχή μου στήν περίεργη φράση πού ἔκλεινε τό συναξάρι τῆς μέρας: «Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ οἱ ἅγιοι μάρτυρες, Μήτηρ καί δύο τέκνα, πυρί τελειοῦνται».
Στάλαξαν μιά-μιά στήν ψυχή μου οἱ λέξεις,τόσο ἱερές μέσα στ᾿ ἁπλό τους νόημα. Ἄγνωστη ἡ καταγωγή, ἡ ἡλικία, ἡ κοινωνική θέση τῆς μάρτυρος· ἄγνωστο κάθε ἐπεισόδιο τῆς ζωῆς της πέρα ἀπ᾿ τό «πυρί τελειοῦνται». Ἀτίμητο δικό της ὄνομα μονάχα ἡ λέξη πού τή λέν κομματιαστά στά πρῶτα τους ψελλίσματα τ᾿ ἀθῶα νήπια καί πού τήν κράζουνε σάν τά παιδιά οἱ μεγάλοι μές στόν πόνο τους· ἡ λέξη πού τήν τραγουδοῦν τά χείλη τῶν ἀνθρώπων, αἶνο μαζί καί προσευχή, στή Δέσποινα τοῦ κόσμου: Μητέρα. Ἔτσι τήν ξέρει ἡ Ἐκκλησία τήν ἄγνωστη μάρτυρα μές στούς ἁγίους της· ἔτσι ζητᾶ καί τίς ἀσίγαστες πρεσβεῖες της στόν Οὐρανό...
...Τή βλέπω ἐκεῖ ν᾿ ἀποθέτει ἀντίδωρο στά χέρια τοῦ Θεοῦ ὅ,τι πιό ἀκριβό τῆς εἶχε Αὐτός δωρήσει: τά παιδιά της· αὐτά πού ὕφαναν τά σπλάχνα της, πού λίκνισαν τά χέρια της καί βάσταξαν, βάρος γλυκό, τά γόνατά της· αὐτά πού τῆς ματῶσαν τή θηλή καί τήν καρδιά της.
Τά φέρνει καμένα στή φωτιά τοῦ μαρτυρίου τους μπροστά στό θρόνο τοῦ Θεοῦ «θυσίαν ὁλοκαυτώματος», λιβάνι ἀτίμητο πού καίει ἀπό τό θυμιατήρι τῆς ψυχῆς της ὡς «ὀσμή εὐωδίας». Τοῦ τά προσφέρει ταπεινά, γιά νά τά στέψει ἁγίους, νά χαίρονται αἰώνια τήν παιδική μακαριότητα μέσα στήν ἀγκαλιά της στήν ἄρρητη εὐφροσύνη τοῦ παραδείσου.
Ἐκεῖ ἀνταμώνει ἡ Μητέρα μάρτυς κι ὅλες τίς ἀδελφές της, ἐπώνυμες κι ἀνώνυμες, πού ἔφθασαν στόν Θεό φέρνοντας δῶρο τόν ἀκριβό βλαστό τους: τή Μόνικα, πού τά πληγωμένα γόνατά της Τοῦ ἔφεραν πίσω γονατιστό τόν Αὐγουστίνο της, γιά νά τόν κάνει πατέρα καί διδάσκαλο τῆς Ἐκκλησίας· τήν Ἀνθούσα, πού ἡ ὑπομονή μές στή χηρεία της Τοῦ ἀνέθρεψε τόν Ἰωάννη της, γιά νά τόν κάνει χρυσορρήμονα Ἱεράρχη· τήν Εὐνίκη, πού ἡ ἀνυπόκριτη πίστη της Τοῦ παρέδωσε τόν Τιμόθεο, γιά νά τόν ἀναδείξει ἀπόστολο· τήν Ἰουλίττα, πού ἡ ἀγάπη της Τοῦ χάρισε τόν τρίχρονό της Κήρυκο, γιά νά τόν στεφανώσει παιδομάρτυρα· τίς τόσες ἄλλες πού δέν λατρέψαν τά παιδιά τους ματαιόδοξα σάν ἄλλα εἴδωλα, μά τά προσφέρανε λατρεία ἀγάπης στόν Θεό νά τά δοξάσει αἰώνια. Καί συνευφραίνονται τώρα ὅλες μαζί αἰώνια στήν ἀτέρμονη γιορτή τοῦ παραδείσου πλάι στή Μητέρα τοῦ Θεοῦ, πού ὁδήγησε τό θεῖο της Παιδί κι αὐτή σάν κάθε ἁπλή μητέρα στό ναό μέσα στήν ἀγκαλιά της, τάμα στόν Οὐράνιο Πατέρα καί τήν εὐλόγησε ὁ πρεσβύτης Συμεών...
Μήνυμα ζωντανό ἡ Μητέρα τοῦ Θεοῦ καί κατόπιν ἡ Μόνικα, ἡ Ἀνθούσα, ἡ μάρτυς τῆς 3ης τοῦ Γενάρη σ᾿ ὅλες τίς μάνες τῶν καιρῶν μας: ν᾿ ἀκουμπήσουν τά παιδιά πού κλείνουν οἱ μητρικές τους ἀγκαλιές στήν ἀγκάλη τοῦ Θεοῦ Πατέρα. Σήμερα δέν τ᾿ ἀπειλεῖ τά παιδιά μήτε τό ξίφος τῶν διωγμῶν μήτε ἡ φωτιά τοῦ μαρτυρίου. Τά ζώνει τό καμίνι τοῦ πειρασμοῦ, πού ὁρμᾶ ἀπειλητικά νά μαραζώσει τήν ψυχή τους. Τά δέρνει ἡ καταιγίδα τοῦ κακοῦ μέ τά χίλια ὀνόματα: οἰνόπνευμα, ναρκωτικά, ΑΙDS, διαφθορά... Κι ἀνοίγει σήμερα ὁ Θεός καταφυγή γιά τά παιδιά τήν ἀγκαλιά του, ὅπως καί τότε πού τά εὐλόγησε. Καλεῖ τίς μητέρες τους μέ τά ἴδια ἐκεῖνα λόγια: «Ἄφετε τά παιδία ἐλθεῖν πρός με»· «Ἀφῆστε, μητέρες, τά παιδιά σας στή στοργική καί παντοδύναμη ἀγκαλιά μου, πού λέγεται “Ἐκκλησία”, στήν ἁγιοπλάστρα Κιβωτό πού θά φυλάξει ἀπ᾿ τόν κατακλυσμό τόσου κακοῦ τό μητρικό σας ὄνειρο, νά ᾿ναι ἡ ζωή τῶν νιόβγαλτων ἀνθῶν σας τραγούδι παιδικῆς χαρᾶς, σήμερα, αὔριο, αἰώνια...».
Ζηναίδα
Κάθισα βιαστικά στή μόνη θέση τοῦ λεωφορείου πού ἀπόμενε ἀδειανή, κρατώντας προστατευτικά τ᾿ ὁλόφρεσκο μπουκέτο τριαντάφυλλα· θά τ᾿ ἄφηνα στά χέρια αὐτῆς πού ἀπό μικρό παιδί μ᾿ ἀκούμπησε στά χέρια τοῦ Θεοῦ. Μές στ᾿ ἀνοιγμένα ροδοπέταλα μετροῦσε ἡ μνήμη τίς στιγμές πού ἔσκυψε ἡ εὐλογημένη κατηχήτρια πάνω ἀπ᾿ τή διψασμένη μου ψυχή, γιά νά ζωντανέψει μαραμένα τριαντάφυλλα. Πάνω στή χρυσαφένια δέση τοῦ μπουκέτου μου ἔμενε ἀκόμα ἄγραφη ἡ εὐχετήρια κάρτα τῆς γιορτῆς κι ὅλες οἱ λέξεις φάνταξαν λειψές...
«Ὑπάρχει καί ἡ γλώσσα τῆς καρδιᾶς», σκέφτηκα μ᾿ ἀνακούφιση· κι ἔσκυψα νά συγκεντρωθῶ στούς στίχους ἀπ᾿ τήν τραγωδία τοῦ Εὐριπίδη, πού ἔμενε ἀνώφελα ἀνοιχτή πάνω στά γόνατα. Αὔριο παρουσίαζα τήν ἐργασία μου, πρωτοετής φοιτήτρια τῆς φιλοσοφικῆς... «φιλότεκνόν πως πᾶν γυναικεῖον γένος» (Εὐριπίδη, Φοίνισσαι, στ. 356)
Ἔρριξα μιά ματιά στίς σημειώσεις τῆς μετάφρασης: «Φιλότεκνη πάντα ἡ ψυχή τῆς γυναίκας» (μτφ. Ν. Ποριώτη)... Πίσω ἀπ᾿ τίς λέξεις ἡ Ἰοκάστη μέ τά μαλλιά λυτά πάνω ἀπ᾿ τά ἑτοιμοθάνατα παιδιά της, ἀφανισμένη ἀπ᾿ τήν ἀκούσια ἁμαρτία της, παγιδευμένη μές στά δίχτυα τῶν θεῶν, πού ὁ μεγάλος τραγικός πάσχιζε ἀπελπισμένα νά τρυπήσει, κατά πώς τό ᾿πε ὁ Σεφέρης μας. Πίσω ἀπ᾿ τίς λέξεις ἡ Ἰοκάστη, μορφή βγαλμένη ἀπό τό θρύλο τόν πανάρχαιο...
Τούς συνειρμούς μου ἔκοψε ἀπότομα μία χαρούμενη καί θριαμβευτική φωνή παιδιοῦ:
- Πρῶτος! ἀλάφιαζε λαχανιασμένα ὁ μπόμπιρας, καί πίσω του ἕνα, δύο, τρία, τέσσερα προσωπάκια ξαναμμένα καί ἀνάστατα.
- Δέν ἤσουν πρῶτος! Μ᾿ ἔσπρωξες! Μοῦ πῆρες τή σειρά! φώναξε μέ θυμό ἕνα ἀγοράκι κοκκινόμαλλο πού ἄσθμαινε πίσω ἀπό τό λιλιπούτειο νικητή.
- Ἄχ, Κωνσταντίνε, Ἄγγελε! ἀκούστηκε ξοπίσω τους γλυκειά μαζί καί αὐστηρή ἡ μητρική φωνή. Πάλι τά ἴδια! Πῶς θά στεναχωριοῦνται τώρα τ᾿ ἀγγελούδια σας!
- Μαμά, διψάω, κλαψούρισε γκρινιάρικα ἕνα μικρό γαλανομάτικο, κρυμμένο στό φουστάνι της.
- Κι ἐγώ, μαμά! Νερό! πετάχτηκε μιά ἀκόμη πιό λεπτή φωνούλα κοριτσιοῦ. Ξεφύτρωναν σάν μανιτάρια δίπλα της, ἔτσι κοντά καί τοσοδούλικα μέσα στόν κόσμο πού τά κύκλωνε.
Βόλεψε τίς μικρές στά γόνατα εὐχαριστώντας γιά τίς θέσεις πού τῆς δώσαμε.
- Μά... πόσα ἔχετε; ρώτησε ἔκπληκτα ὁ συνεπιβάτης μου, βλέποντας παιδικά κορμάκια νά στρυμώχνονται στό πλάι της.
- Ἕξι, ἀπάντησε, καί βάθυναν περίεργα τά δυό μεγάλα σκοῦρα μάτια της. Πάνω στό στῆθος της εἶχαν ἀποκαρώσει τά μικρά· καί κεῖ ὅπου χτύπαγε ἡ καρδιά σμίγαν ἀπ᾿ τά γερμένα κεφαλάκια τους μπουκλίτσες μαῦρες καί ξανθές, τόσο πού δύσκολα θά τό ᾿λεγες πώς ἦταν ἀδελφές, ἄν καί τά δυό δέν τή φωνάζανε «μαμά». Ἔμεινα νά κοιτῶ τοῦτο τ᾿ ἀγαπημένο σύμπλεγμα: τή μάνα τή σκυμμένη στοργικά πάνω ἀπ᾿ τίς δύο παρθενικές εἰκόνες τοῦ Θεοῦ, πού ζύμωσαν οἱ ὠδίνες τοῦ κορμιοῦ της... «Φιλότεκνη πάντα ἡ ψυχή τῆς γυναίκας»· σάλευαν μέσα μου οἱ λέξεις τοῦ Εὐριπίδη.
Ξάφνου:
- Φτάσαμε! ξεφώνισε ὁ Ἄγγελος κολλώντας τό μουτράκι του στό τζάμι τοῦ παράθυρου. Νά, περιμένει τ᾿ αὐτοκίνητο!
Γύρισα αὐθόρμητα γιά νά κοιτάξω τόν πατέρα τους. Ἀπέναντι στήν ἄκρη τῆς στροφῆς εἶδα ἕνα μικρό λεωφορειάκι, ἄσπρο καί μικρό· πάνω στή μισανοιγμένη πόρτα του τρία παιδιά ζωγραφιστά κάτω ἀπό μιά κυρτή χρωματιστή γραμμή· δίπλα ἡ γνώριμη λεζάντα τῆς εἰκόνας: Ἑλληνικό Παιδικό Χωριό... Ὥστε...
- Ἄχ, τά πουλάκια μου· ἀπό τό Παιδικό Χωριό, ἔκανε συμπονετικά μία μεσόκοπη κυρία... -
Δέν ἤτανε δικά της τά παιδιά;
- Ὄχι! Αὐτά εἶναι ὀρφανά, ἐγκαταλελειμμένα...
- Τί λές! Κι αὐτή;
- Αὐτή ἁπλά τά μεγαλώνει.
- Καί τή φωνάζανε «μαμά»! Μιά σκεφτική σιγή ἁπλώθηκε στίς λέξεις μας. Ἔσκυψα πάλι στίς σελίδες μου: «Φιλότεκνόν πως πᾶν γυναικεῖον γένος». Ἡ Ἰοκάστη -μορφή βγαλμένη ἀπό τό θρύλο τόν πανάρχαιο· ἀπό τόν πόνο τόν ἀσώπαστο, πού ἔγινε θρύλος γιά ν᾿ ἀντέξουμε τό βάρος του- μέ τά μαλλιά λυτά πάνω ἀπ᾿ τά ἑτοιμοθάνατα παιδιά, πού πλήρωναν τ᾿ ἀκούσιο λάθος της...
Κι εἶδα πίσω ἀπ᾿ τίς λέξεις τίς πανάρχαιες μιά μητρική μορφή μέ τήν καρδιά λυτή πάνω ἀπ᾿ τῆς Ἰοκάστης τά παιδιά· τό στῆθος της μιά ἀγκαλιά, γιά νά θηλάσουν τή ζωή, ὅπως ἐκείνου τοῦ πουλιοῦ πού τρέφει τά μικρά του μέ τό αἷμα του...
Κι εἶδα πίσω ἀπ᾿ τίς λέξεις τίς πανάρχαιες ἄλικα τριαντάφυλλα κι ἕνα συγκινημένο δάκρυο, στά μάτια ἐκείνης πού τά δέχτηκε, ζεστό καί τρυφερό, ὅπως τό δάκρυο τῆς προσευχῆς της πού τά πότισε μέσα σέ μιά ἀτιθάσευτη νεανική ψυχή.
Κι εἶδα νά ἀνταμώνουνε μές στή δεκαοκτάχρονη ψυχή μου οἱ δύο μορφές, ἡ ἄγνωστη «μητέρα» ἀπό τό Παιδικό χωριό κι ἡ ἀγαπημένη κατηχήτρια, νά σμίγουν μυστικά τά χέρια τους κάτω ἀπ᾿ τό βλέμμα τοῦ Σταυροῦ καί νά σκορπίζονται, γιά νά ἀγκαλιάσουνε τά ἑτοιμοθάνατα παιδιά μιᾶς Ἰοκάστης· νά τ᾿ ἀναστήσουν μέ τό λόγο τοῦ Θεοῦ καί μέ τήν ἔγνοια τους... μάνες αὐτές τοῦ ὀρφανεμένου κόσμου μας.
Ἔμενε ἀκόμη ἄγραφη ἡ εὐχετήρια κάρτα τῆς γιορτῆς, μά τώρα οἱ λέξεις σκίρταγαν στούς κτύπους τῆς καρδιᾶς:
Μητέρες τοῦ κόσμου,
πού βάλατε τόν ἄγγελο νά σκέπει τά ὀρφανά μας βήματα καί νά ζεσταίνει στίς φτεροῦγες του τίς πληγωμένες μας καρδιές, ἔτσι πού νά μή νιώθεται τό βάθος τῆς πληγῆς!
Μητέρες τοῦ κόσμου,
πού μᾶς κυοφορήσατε μέ τίς ὠδίνες τῆς καρδιᾶς, γιά νά μορφώσετε μέ μόχθο μές στά σπλάχνα μας τή λατρευτή μορφή Ἐκείνου πού μᾶς λύτρωσε!
Μητέρες τοῦ κόσμου,
πού ἀνοίξατε τά χέρια σας, δυό χοῦφτες τῆς στοργῆς, γιά νά κουρνιάσουνε πουλάκια ὀρφανά, νά βροῦν μιά ἄνοιξη στίς χειμωνιές τοῦ κόσμου μας, μία γωνιά μέ τριαντάφυλλα στίς γειτονιές τοῦ αὔριο...
Μητέρες τοῦ κόσμου,
σάν θά ἀνοίξουμε φτερά μέσ᾿ ἀπ᾿ τά χέρια σας, γιά νά μαζέψουμε χάδια ἀπό φῶς στά χρυσοφόρα πλάτια τοῦ οὐρανοῦ, θά ᾿ρθοῦμε φέρνοντας μιά ἀγκαλίδα τριαντάφυλλα ἀπό τήν ἄνοιξη πού ἐσεῖς μᾶς δώσατε·θά τ᾿ ἀποθέσουμε στά χέρια σας μετρώντας τό συγκινημένο δάκρυ σας, ξεχύνοντας τά μύρα μας ἀπάνω στ᾿ ἀνοιχτά τους ροδοπέταλα, πού θά ψελλίσουνε βουβά στή γλώσσα τῆς καρδιᾶς:
«Μητέρες τοῦ κόσμου,
εὐχαριστοῦμε!».
Ζηναΐδα
Σήμερα, τῆς Ὑπαπαντῆς τοῦ Κυρίου, ξετυλίχτηκε τό μεσημέρι στό σπίτι μία ὄμορφη τρυφερή σκηνή, πού ζέστανε τά φυλλοκάρδια μου.
Χτυπᾶ τό κουδούνι. Ἀνοίγω τήν πόρτα καί βλέπω τά πέντε μου παιδιά νά κρατοῦν στό ἕνα τους χέρι τή σχολική τους τσάντα καί στό ἄλλο ἕνα κόκκινο τριαντάφυλλο. Ἦταν σάν μιά ζωγραφιά. Δέν πρόλαβα νά συνέλθω ἀπό τήν ἔκπληξη καί τ᾿ ἀκούω ὅλα μαζί συντονισμένα νά μοῦ εὔχονται: «Σήμερα στή γιορτή σου, μαμά, θέλουμε νά σοῦ ποῦμε χρόνια πολλά καί σ᾿ εὐχαριστοῦμε γιά ὅ,τι κάνεις γιά μᾶς».
Τούτη ἡ χαριτωμένη χειρονομία τῶν παιδιῶν διαπότισε τήν ὑπόλοιπη μέρα μου. Ἑστίασα τή σκέψη μου σ᾿ ὅλες τίς χριστιανές μητέρες, πού τέτοια μέρα ἔχουν τήν τιμητική τους. Στήν καθεμιά ἔστειλα καρδιόβγαλτη τήν εὐχή μου:
«Χριστιανή μάνα, μήν ἀποκάμεις. Κράτα καλά τό μετερίζι σου.
Χριστιανή μάνα, πού μαζί μέ τήν κούνια τοῦ παιδιοῦ σου κινεῖς τά νήματα τοῦ αὔριο, συνέχιζε ν᾿ ἀνατρέφεις τά παιδιά σου "ἐν παιδείᾳ καί νουθεσίᾳ Κυρίου".
Χριστιανή μάνα, τώρα πού τό κακό ἔρχεται κατακλυσμιαῖο νά καταπιεῖ τά βλαστάρια σου, κλίνε πιό συχνά τά γόνατα καί δεήσου θερμά στόν Κύριο γιά τήν πνευματική προκοπή τους.
Χριστιανή μάνα, ἡ Ἐκκλησία περιμένει πολλά ἀπό σένα».
Κι ἡ σκέψη μου ἁπλώθηκε κι ἀγκάλιασε μαζί μέ τίς χριστιανές μάνες κι ὅλες ἐκεῖνες τίς ἐκλεκτές μορφές, πού διάλεξαν τήν ὑψηλή ἀποστολή νά διακονήσουν ἀπερίσπαστα στό ἔργο τῆς Ἐκκλησίας.
Λαχεῖο στή ζωή μας πού σᾶς ἀνταμώσαμε, πνευματικές μας μάνες.
Δέν μᾶς θηλάσατε μέ γάλα φυσικό, ἀλλά μᾶς γαλουχήσατε μέ τά νάματα τῆς πίστεως.
Δέν μᾶς ταΐσατε ψωμί, ἀλλά μᾶς θρέψατε πλούσια μέ τό λόγο τοῦ Θεοῦ.
Δέν μᾶς προσφέρατε νερό, ἀλλά μᾶς ξεδιψάσατε μέ τό νέκταρ τῆς ἀλήθειας τοῦ Χριστοῦ.
Δέν μᾶς συνδέσατε μέ τόν ἑαυτό σας ἀλλά μέ τή μάνα Ἐκκλησία καί μέσῳ αὐτῆς μᾶς μάθατε ν᾿ ἀφηνόμαστε μ᾿ ἐμπιστοσύνη στήν ἀγκαλιά τοῦ Θεοῦ Πατέρα.
Δέν μᾶς κληροδοτήσατε περιουσίες ὑλικές, ἀλλά μᾶς ἀφήσατε ἱερή παρακαταθήκη νά κάνουμε τά σπίτια μας «κατ᾿ οἶκον» ἐκκλησίες καί νά στοχεύουμε στήν οὐράνια πατρίδα.
Δέν μᾶς ντύσατε μέ ροῦχα ὑλικά, ἀλλά μᾶς μεταγγίσατε τήν ἀγωνία τῆς καρδιᾶς σας νά κοσμήσουμε τόν ἑαυτό μας μέ στολίδια πνευματικά, μέ ταπεινοφροσύνη, πραότητα, μακροθυμία, ἀνοχή, ἀγάπη, ἀνεξικακία. Καί μ᾿ αὐτό τό ἰσχυρό ὁπλοστάσιο μπήκαμε στό στίβο τῆς οἰκογένειας.
Καθώς βλέπω τήν εἰκόνα τῆς Ὑπαπαντῆς, τήν Παναγία Μητέρα μας νά προσάγει στό ναό τό σαραντάμερο βρέφος της, τόν Ἰησοῦ, θέλω κι ἐγώ ν᾿ ἀποθέσω σήμερα λουλούδια εὐγνωμοσύνης σ᾿ ὅλες ἐκεῖνες πού χρόνια τώρα, μυστικά καί ἀθόρυβα, ἀναλώνουν τόν ἑαυτό τους σέ κατηχητικές αἴθουσες, σέ χριστιανικά φοιτητικά οἰκοτροφεῖα, σέ χριστιανικές κατασκηνώσεις, σέ κύκλους μελέτης ἁγίας Γραφῆς, σέ προσπάθειες φιλανθρωπίας καί σέ ποικίλους ἄλλους ἀφανεῖς τομεῖς· πού στέκονται δίπλα σ᾿ ἐμᾶς καί στά παιδιά μας καί μᾶς προσάγουν στόν Νυμφίο τῆς Ἐκκλησίας· πού πυροδοτοῦν πνευματικά τίς καρδιές μας, γιά νά μήν παρασυρθοῦμε ἀπό τό ρεῦμα τῆς ἀσωτείας καί νά κρατήσουμε, σ᾿ αὐτούς τούς δύσκολους καιρούς, τή λαμπάδα τῆς πίστεως ἀναμμένη· πού μέ τόν κόπο τῆς ἀγάπης τους νοστιμίζουν τή ζωή μας κι ἀνακόπτουν τή σήψη τῆς κοινωνίας μας.
«Αἰωνία ἡ μνήμη» καί ἐκείνων, πού παρέδωσαν τή σκυτάλη τῆς θυσίας καί τῆς προσφορᾶς στίς ἑπόμενες καί ἀναπαύονται μακαριστές στή βασιλεία τοῦ Θεοῦ. Ἄς εἶναι ἡ ταπεινή αὐτή μνεία ἕνα ἁγιοκέρι στή μνήμη τους.
Μαρία Γούδα
Φιλόλογος - Θεολόγος
Ἀπολύτρωσις 55 (2000) 33-34