Συνήθως τήν Πρωτοχρονιά ἀπορροφοῦν τήν προσοχή μας οἱ πανηγυρισμοί γιά τήν ἀλλαγή τοῦ χρόνου, ἕνα γεγονός χωρίς ἰδιαίτερο πνευματικό νόημα, ἀφοῦ ἐκκλησιαστικά ἡ ἀρχή τοῦ ἔτους γιορτάζεται τήν 1η Σεπτεμβρίου, ἤ -στήν καλύτερη περίπτωση- στρέφουμε τή σκέψη μας στήν ὄντως μεγάλη μορφή τοῦ οὐρανοφάντορα ἁγίου ἐπισκόπου Καισαρείας Βασιλείου τοῦ Μεγάλου. Λησμονοῦμε ὅμως οἱ περισσότεροι τή μεγαλύτερη γιορτή τῆς μέρας, πού εἶναι μάλιστα καί δεσποτική γιορτή, τήν περιτομή τοῦ Δεσπότου Κυρίου μας ᾿Ιησοῦ Χριστοῦ, τοῦ ἄναρχου καί ὑπέρχρονου Θεοῦ, ὁ ὁποῖος ἔπλασε, συντηρεῖ καί ἁγιάζει τά σύμπαντα.
῾Η γιορτή τῆς περιτομῆς πιστοποιεῖ τήν ἀνθρώπινη φύση πού γιά τή σωτηρία μας προσέλαβε ὁ Θεός. «Συγκαταβαίνων ὁ Σωτήρ τῷ γένει τῶν ἀνθρώπων... οὐκ ἐβδελύξατο σαρκός τήν περιτομήν», διακηρύττει ὁ ἐκκλησιαστικός ὕμνος. ᾿Επίσης ὅμως, ἡ περιτομή στοιχειοθετεῖ ἕνα κύριο γνώρισμα τῆς ταυτότητας τῶν ἀνθρώπων τοῦ Θεοῦ, ὅπως ἡ συνέχεια θά δείξει.
Σημάδι διαθήκης τοῦ Θεοῦ
῾Η περιτομή, ὅπως καί ὅλα τά γεγονότα πού συνδέονται μέ τό πρόσωπο τοῦ Θεανθρώπου Κυρίου μας, ἔχει προϊστορία. Τή μελετοῦμε στήν Παλαιά Διαθήκη. Πολύ παλιά, πρίν ἀκόμη ἀνακαλύψει τά μέταλλα ὁ πολιτισμός, οἱ ἄνθρωποι ἔκαναν περιτομή μέ πέτρινα μαχαίρια (῎Εξ 4,25· ᾿Ιη 5,2-3). Γιά τόν ᾿Ισραήλ, τόν ἐκλεκτό κι ἀγαπημένο λαό τοῦ Θεοῦ, ἡ περιτομή εἶχε κοινωνική ἀλλά καί θρησκευτική σημασία. ῾Ο ἴδιος ὁ Θεός ἀπαιτώντας την ἀπό τόν πατριάρχη ᾿Αβραάμ τήν ὀνομάζει «σημεῖον διαθήκης ἀνά μέσον ἐμοῦ καί ὑμῶν» (Γε 17,11). Τήν προσδιορίζει, δηλαδή, ὡς γνώρισμα τῆς ἀδιάρρηκτης συμφωνίας, τοῦ πνευματικοῦ γάμου τόν ὁποῖο συνάπτει ὁ Γιαχβέ μέ τό λαό του.
Κανείς ἀπερίτμητος δέν μποροῦσε νά γιορτάσει τό Πάσχα, τή γιορτή πού ἀπαθανάτιζε τήν ἐκλογή καί σωτηρία πού χάρισε στόν ᾿Ισραήλ ὁ Γιαχβέ (῎Εξ 12,44-48). ῾Η περιτομή ἦταν δείκτης τῆς ἰδιοκτησίας τοῦ Γιαχβέ πάνω στόν περιτμημένο ἀλλά καί σημάδι τῆς ἑνότητας τῶν πιστῶν του σέ μία κοινωνία, σ᾿ ἕνα λαό, τόν δικό του. Δέν ἦταν μία ἐθιμοτυπική, ἔστω ἁπλή θρησκευτική πράξη. ῏Ηταν πρωτίστως ὑπόθεση καρδιᾶς, δήλωση τῆς πίστης καί ἐκδήλωση τῆς ὑπακοῆς τοῦ πιστοῦ. Γι᾿ αὐτό ὁ Θεός ζητᾶ τήν «περιτομή» τῆς καρδιᾶς (᾿Ιε 4,4), τήν ἀπαλλαγή της ἀπό τή σκληρότητα. Κι ἐπειδή γνωρίζει ὁ Παντογνώστης ὅτι αὐτό δέν εἶναι εὔκολο γιά τόν ἄνθρωπο, παρηγορεῖ ἤδη ἀπό τήν παλαιοδιαθηκική ἐποχή τό λαό του· ῾Ο ἴδιος ὁ Θεός θά καθαρίσει τίς καρδιές τῶν πιστῶν του καί τῶν ἀπογόνων τους, γιά νά μποροῦν ν᾿ ἀγαποῦν τόν Κύριο «ἐξ ὅλης τῆς καρδίας» (Δε 30, 6).
«᾿Αχειροποίητη περιτομή»
Μετά ἀπό ὅλη αὐτή τήν προϊστορία εἶναι πράγματι συγκλονιστικά καταπληκτικό τό γεγονός ὅτι καί αὐτός ὁ ᾿Ιησοῦς Χριστός, πού ὡς ἄνθρωπος προῆλθε ἀπό τή γενιά τοῦ ᾿Αβραάμ, ὑποτάσσεται στή διάταξη τῆς περιτομῆς. Βρέφος ὀκταήμερο δέχεται στό ἄχραντο σῶμα του τήν περιτομή (Λκ 2,21), γιά νά ἀπαλλάξει ἀπό τήν ταλαιπωρία της ὅλους ἐμᾶς, πού μέ τό ἅγιο Βάπτισμα πολιτογραφόμαστε στή βασιλεία του καί ἀποτελοῦμε τόν νέο ᾿Ισραήλ, τήν ᾿Εκκλησία του.
«᾿Οδύνη καί ἕλκος (=πληγή)» ἦταν τά γνωρίσματα τῆς παλιᾶς περιτομῆς, λέει ὁ Μ. Βασίλειος, ἐνῶ τοῦ Βαπτίσματος ἡ προσφορά εἶναι «δρόσος ψυχῆς καί ἴαμα (=θεραπεία)» τοῦ ἕλκους τῆς καρδιᾶς. Καί γίνεται ἡ περιτομή τοῦ Χριστοῦ στοιχεῖο τῆς ταυτότητας τοῦ χριστιανοῦ· Καθώς ἐντάσσεται στήν ᾿Εκκλησία ὁ πιστός μέ τό μυστήριο τοῦ ἁγίου Βαπτίσματος, πού εἶναι ἡ «ἀχειροποίητη περιτομή» (Κλ 2,11), πετᾶ ἀπό πάνω του «τό σῶμα τῶν ἁμαρτιῶν τῆς σαρκός», κάθε ἐπήρεια τοῦ πονηροῦ καί κάθε ἀπαίτηση τοῦ σαρκικοῦ φρονήματος. ᾿Ενστερνίζεται τό φρόνημα τοῦ σταυροῦ, γιά νά ζήσει στό ἑξῆς καί γιά πάντα μέ τόν Χριστό.
Τό δεύτερο σημάδι τοῦ Θεοῦ
Σ᾿ αὐτή τήν ἐν Χριστῷ ζωή ἔρχεται νά στηρίξει καί χειραγωγήσει τόν πιστό ἕνα δεύτερο θεόσδοτο «σημεῖον», πού εἶναι ἐπίσης στοιχεῖο τῆς χριστιανικῆς ταυτότητας, ἡ ἀργία τῆς ἕβδομης ἡμέρας. ῎Εχει κι αὐτή τήν προϊστορία της στήν Παλαιά Διαθήκη. Μόλις ὁλοκλήρωσε τή δημιουργία τοῦ κόσμου ὁ Θεός «κατέπαυσε... ἀπό πάντων τῶν ἔργων αὐτοῦ ὧν ἐποίησε» (Γε 2,2). Σταμάτησε τό δημιουργικό του ἔργο καί ἄρχισε τή σχέση κοινωνίας μέ τά πλάσματά του. Γι᾿ αὐτό τήν ἡμέρα ἐκείνη τήν εὐλόγησε καί τήν ἁγίασε, τήν ξεχώρισε ἀπό τίς ἄλλες ἡμέρες καί τήν καθιέρωσε ὡς ἡμέρα λατρείας του (᾿Εξ 20,8-10).
«῾Ορᾶτε, καί τά σάββατά μου φυλάξεσθε· σημεῖόν ἐστι παρ᾿ ἐμοί καί ἐν ἐμοί εἰς τάς γενεάς ὑμῶν, ἵνα γνῶτε ὅτι ἐγώ Κύριος ὁ ἁγιάζων ὑμᾶς» (᾿Εξ 31,13) παραγγέλλει ὁ Γιαχβέ. Τό Σάββατο, λέει, θά εἶναι τό σημάδι ὅτι ἐγώ εἶμαι ὁ Κύριος πού σᾶς ἁγιάζει, μπαίνει στή ζωή σας καί γίνεται δικός σας.
Στήν καινή κτίση
῾Η περιτομή καί ἡ τήρηση τοῦ Σαββάτου εἶναι δύο αἰσθητά στοιχεῖα. Τό πρῶτο δείχνει ὅτι ὁ περιτμημένος ἀνήκει στόν Θεό, εἶναι δικός του· τό δεύτερο ὅτι ὁ Θεός ἀνήκει στόν πιστό, εἶναι δικός του.
Στήν καινή κτίση, τήν ᾿Εκκλησία, μετά ἀπό τό ριζοσπαστικό κήρυγμα τοῦ ἀποστόλου Παύλου ἡ περιτομή γίνεται πνευματική. Εἶναι ἡ μυστική μετοχή τοῦ πιστοῦ στό σταυρό τοῦ Κυρίου μέ τήν ἀποκοπή τῶν παθῶν καί τήν ἀγάπη πρός τούς ἀδελφούς. Πρίν ἀπ᾿ αὐτό ὁ Κύριος ᾿Ιησοῦς Χριστός καταργεῖ τό ἑβραϊκό Σάββατο καί μεταφέρει τόν ἁγιασμό στή «μία τῶν σαββάτων», τήν πρώτη τῆς ἑβδομάδας, τήν Κυριακή. Τήν ἡμέρα πού ἀναστήθηκε ὁ Χριστός κι ἀνέστησε τήν ἀνθρώπινη φύση μας, τήν ἁγίασε καί τήν εὐλόγησε. Τήν ἀνέδειξε ἕνα καινούργιο σάββατο, πού ἀντικατέστησε τό παλιό καί πῆρε ὅλα τά γνωρίσματά του, ἐνῶ ἐπιπλέον ἀπέκτησε καινούργιες χάρες.
Τά δῶρα τῆς Κυριακῆς
Τό παλιό σάββατο ἀπαιτοῦσε θυσίες καί προσφορές στόν Θεό· τό καινούργιο μᾶς προσφέρει τή θυσία τοῦ Κυρίου καί μᾶς τρέφει μ᾿ αὐτήν. Πολύ πρίν καθιερώσει ἡ πολιτεία τήν ἀργία τῆς Κυριακῆς, καθιερώθηκε καί θεσπίσθηκε ἀπό τόν ἴδιο τόν Κύριο ὁ ἁγιασμός της. ῾Η ἐπίσκεψη τῆς Κυριακῆς κάθε ἑβδομάδα μέσα στόν ἡμερολογιακό μας χρόνο εἶναι ἐπίσκεψη τοῦ ἴδιου τοῦ Θεοῦ. Μᾶς πλησιάζει ὁ Κύριος τήν Κυριακή. Σπάει τούς γήινους φραγμούς κι ἀνοίγει γιά μᾶς τό δρόμο πρός τόν οὐρανό, τό δρόμο πού μᾶς φέρνει στή συντροφιά του.
Κι ἐνῶ φαίνεται ὅτι ζητᾶ ἀπό μᾶς ὁ Θεός νά τοῦ δώσουμε μία ἡμέρα ἀφιερωμένη στή λατρεία του, στήν πραγματικότητα μᾶς δίνει τήν ἡμέρα τή σημαδεμένη μέ τ᾿ ὄνομά του. Γιά ἐκείνους πού ἐπάξια τήν τιμοῦν καί πνευματικά τήν ἀξιοποιοῦν, ἡ ἡμέρα τῆς Κυριακῆς γίνεται τό σημάδι πού τούς «σημειώνει» ὡς «σημεῖον Χριστοῦ» μέσα στόν κόσμο, ὡς ζύμη ἅγια μέσα στήν ἄγρια κοινωνία μας.
Κοινωνοί θείας φύσεως
῾Αγιασμός τῆς Κυριακῆς καί καθημερινή προσπάθεια γιά τήν κατάργηση τῆς δυναστείας τῶν παθῶν μέσα μας εἶναι δύο ἀνεξίτηλα «σημεῖα» τοῦ Κυρίου πάνω στήν κάθε ψυχή πού ἐξαγόρασε μέ τή λυτρωτική θυσία του. Εἶναι δύο ἀλληλένδετα στοιχεῖα τῆς ταυτότητας τοῦ χριστιανοῦ, γνωρίσματα τῆς πνευματικῆς ζωῆς του, ἀλλά καί δύο ἀδιάψευστες ἀποδείξεις ὅτι ἡ πίστη τοῦ Χριστοῦ εἶναι ἡ μόνη δύναμη πού μπορεῖ νά ἀλλάξει τόν κόσμο μας καί νά μᾶς ἀπαλλάξει ἀπό τή φθορά.
῾Αγιασμένοι μέ τίς θεόσδοτες εὐλογίες τῆς Κυριακῆς καί μάλιστα μέ τήν ὑψηλότερη ἀπ᾿ αὐτές, τή μέθεξή μας στό σῶμα καί τό αἷμα τοῦ Κυρίου μέ τή θεία Μετάληψη, μπαίνουμε στόν ἀγώνα τῆς ἑβδομάδας. Καί πάλι, ἁγνισμένοι μέ τόν καθημερινό ἀγώνα γιά τήν περιτομή τῶν παθῶν μας, φτάνουμε στήν ἑπόμενη Κυριακή, ὅπου ἀνανεώνουμε τόν ἁγιασμό. ῎Ετσι ἁγιάζεται ὅλη ἡ ἑβδομάδα, γίνεται ἅγιος ὅλος ὁ χρόνος τῆς ζωῆς μας. Γινόμαστε ἅγιοι, δηλαδή τοῦ Θεοῦ, ἐμεῖς οἱ ἴδιοι.
Στέργιος Ν. Σάκκος
Καλή χρονιά! Εὐλογημένο τό νέο ἔτος, καρποφόρο καί νικηφόρο γιά τήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία μας. Μέ ὑγεία, χαρά, εἰρήνη στίς καρδιές, στίς οἰκογένειες, στήν πατρίδα μας καί σ᾿ ὅλο τόν κόσμο.
Στό κατώφλι τῆς νέας χρονιᾶς, πού καθιερώθηκε ν᾿ ἀρχίζει τήν 1η Ἰανουαρίου, ἄν καί ἐκκλησιαστικά ἡ ἀρχή τοῦ ἐτησίου κύκλου τοποθετεῖται τήν 1η Σεπτεμβρίου, εἶναι φυσικό ὁ καθένας νά σκέπτεται πῶς θά ἀξιοποιήσει τό χρόνο καί ὅσα μ᾿ αὐτόν συνδέονται. Ὑποθέτω ὅτι καί σύ, φίλε μου, ἔχεις τά ὄνειρα καί τίς ἐπιδιώξεις σου, τά προγράμματα καί τά προβλήματά σου κι εὔχομαι νά βροῦν ὅλα τήν καλύτερη καί συμφερότερη γιά σένα λύση.
Θά ἤθελα ὅμως μαζί μέ τήν εὐχή νά σοῦ προτείνω καί τόν ὅρο πού ἐγγυᾶται τήν ἐκπλήρωσή της. Εἶναι ὁ ὅρος τόν ὁποῖο ἔθεσε ὁ Κύριός μας Ἰησοῦς Χριστός, ὁ ἄχρονος Θεός, πού κρατᾶ στά χέρια του τό χρόνο καί τόν κόσμο ὅλο, ἐσένα καί τά δικά σου μαζί. Μιλώντας στά πλήθη τοῦ λαοῦ πού κρέμονταν ἀπό τά χείλη του, στήν περίφημη ἐπί τοῦ ὄρους ὁμιλία ὁ Ἰησοῦς Χριστός παραγγέλλει· «ζητεῖτε δέ πρῶτον τήν βασιλείαν τοῦ Θεοῦ καί τήν δικαιοσύνην αὐτοῦ καί ταῦτα πάντα προστεθήσεται ὑμῖν» (Μθ 6,33). Μέ ἁπλά λόγια· «Ἀναζητῆστε πρῶτα ἀπ᾿ ὅλα καί πάνω ἀπ᾿ ὅλα τή βασιλεία τοῦ Θεοῦ καί τή δική του δικαιοσύνη καί ὅλα αὐτά πού ἐπιθυμεῖτε θά τά ἔχετε». Διαβάζουμε σέ ἄλλο σημεῖο τοῦ ἱεροῦ Εὐαγγελίου ὅτι ἡ βασιλεία τοῦ Θεοῦ εἶναι αὐτός ὁ διος ὁ Ἰησοῦς Χριστός. Ὅταν, λοιπόν, ὁ Χριστός κατέχει τήν πρώτη θέση στά σχέδια, στά ὄνειρα, στίς ἐπιδιώξεις καί στίς ἐπιλογές μας, θά ἔχουμε μαζί του καί ὅλα τά καλά. Διαφορετικά, χωρίς τόν Χριστό, τόν κόσμο ὅλο νά κατέχουμε, φτωχοί καί ταλαίπωροι θά παραμένουμε.
Ἀπόλυτος σοῦ φαίνεται ὁ λόγος, ἀγαπητέ μου. Σ᾿ ἀκούω ἤδη νά ἐπιχειρηματολογεῖς ἀπαριθμώντας τά σοβαρά σου προβλήματα, τίς μεγάλες ἀνάγκες σου, τίς ἐλλείψεις καί τά ἐλλείμματα, πού σοῦ κατατρῶνε τήν καρδιά καί σέ κρατοῦν ἄγρυπνο τή νύχτα. Σέ μία κοινωνία κατά κόρον καταναλωτική, ὅπου οἱ ἀνάγκες -πραγματικές ἤ πλασματικές- αὐξάνουν μέ γεωμετρική πρόοδο, ὁ πληθωρισμός καλπάζει, ἡ ἀνεργία μαίνεται, ἡ ἀνασφάλεια ἀπειλεῖ, πῶς μπορῶ -σκέπτεσαι- νά δώσω τήν προτεραιότητα στόν Χριστό;
Κατανοῶ τή δυσπιστία σου. Κι ὅμως ἐπιμένω. Νομίζεις πώς δέν γνώριζε ὁ παντογνώστης Κύριος τίς σημερινές μας ἀνάγκες, ὅταν διατύπωνε τήν παραγγελία αὐτή; Ἤ μήπως φαντάζεσαι ὅτι οἱ εἴκοσι καί πλέον αἰῶνες πού πέρασαν εἶναι ἀρκετοί, ὥστε νά θεωρεῖται σήμερα ξεπερασμένος ὁ εὐαγγελικός λόγος;
Δέν ἀγνοεῖ ἀσφαλῶς τίς ἀνάγκες μας, οὔτε ἀποκλείει τή μέριμνα ὁ Χριστός. Δέν ἀνέχεται ὅμως αὐτή νά γίνεται ἐρήμην τοῦ Θεοῦ. Ὁ αἰώνιος λόγος του χαραγμένος μέ τήν πένα τοῦ ἀδελφοθέου Ἰακώβου μᾶς θυμίζει πολύ ρεαλιστικά ὅτι ἡ ζωή μας εἶναι μία ἀτμίδα «ἡ πρός ὀλίγον φαινομένη, ἔπειτα δέ καί ἀφανιζομένη» (Ἰα 4,14). Εἶναι ἀνόητο νά μᾶς τυφλώνει ἡ ἀλαζονεία γιά τίς ἐπιτυχίες μας ἤ νά μᾶς ἀγχώνει ἡ ἀποτυχία. Κι εἶναι φρόνιμο νά προγραμματίζουμε πάντοτε μέ τήν προϋπόθεση «ἐάν ὁ Κύριος θελήσῃ» (Ἰα 4,15), πού δίνει στήν προσωρινότητα τή διάσταση τῆς αἰωνιότητας.
Ἀδελφέ μου, μπῆκες στή νέα χρονιά μέ ἀγωνίες καί προσδοκίες. Πρίν σέ παρασύρει ἡ δίνη τῆς καθημερινότητας, σκέψου· πῶς ἀξιολογεῖς τά θέματά σου; Πῶς προγραμματίζεις τή μέρα σου; Ποῦ δίνεις τήν προτεραιότητα;
Στέργιος Ν. Σάκκος
Καλή χρονιά! Καλή κι εὐλογημένη νά ᾿ναι ἡ κάθε μέρα τοῦ νέου ἔτους. Καί νά μᾶς χαρίζει ὁ Κύριος τό φωτισμό καί τή σοφία του, ὥστε ἀπ᾿ ὅλα καί μέ ὅλα, πού τήν κάθε ὥρα τοῦ νέου ἔτους θά ἀντιμετωπίσουμε, νά προαγόμαστε καί νά ἁγιαζόμαστε. Νά ᾿χουμε, δηλαδή, στή νέα χρονιά πολλά κέρδη πνευματικά.
῾Ο χρόνος εἶναι χρῆμα, λέει ἡ ἀγγλική παροιμία. ᾿Αλλά ἡ χριστιανική πίστη ἀποκαλύπτει κάτι πολύ μεγαλύτερο· πώς μέ τήν ἀξιοποίηση ἤ μή τοῦ περιορισμένου χρόνου τῆς ἐπίγειας ζωῆς μας κερδίζουμε ἤ χάνουμε τήν αἰωνιότητα, δηλαδή τήν ἀτέλειωτη χαρά καί καταξίωσή μας. «᾿Επιλαβοῦ τῆς αἰωνίου ζωῆς!», ἄδραξε τήν αἰώνια ζωή, συστήνει ὁ ἀπόστολος (Α´ Τι 6,12). Καί μᾶς θυμίζει ἔτσι τό μεγάλο κι ἀκριβό μυστικό τῆς χριστιανικῆς ζωῆς, πώς μέσα στήν ᾿Εκκλησία, στό καθεστώς τῆς χάριτος τοῦ Θεοῦ, ὁ χριστιανός ἔχει τή δυνατότητα νά κάνει τήν πιό ἀπίθανη καί σκανδαλιστικά κερδοφόρα ἐπένδυση· νά ἐπενδύει τόν πεζό γήινο χρόνο του στό αἰώνιο.
Σωστά γράφτηκε ὅτι «ὁ χρόνος ἀκολουθεῖ διαφορετικό βηματισμό, καθόσον ἀφορᾶ σ᾿ ἀλλιότικους ἀνθρώπους». ῾Ο χριστιανός ἀποτελεῖ ἕνα ἀλλιότικο εἶδος ἀνθρώπου μές στόν κόσμο. Μέ τό βάπτισμά του ἔχει ἀποταχθεῖ τήν πομπή τοῦ πονηροῦ -ἔφτυσε τό σατανᾶ μέ τό στόμα τοῦ ἀναδόχου του- κι ἔχει ἐνταχθεῖ στήν καλή στρατεία τῆς ᾿Εκκλησίας, τοῦ σώματος τοῦ Χριστοῦ, ὅπου μέ τήν πίστη κάνει τό μεγάλο ἅλμα δίνοντας στή γήινη ζωή του τήν πνευματική διάσταση. Πῶς; Μέ τή συνεχῆ ἀνανέωση τῆς ἀποταγῆς του ἀπό τόν πονηρό, μέ τήν ἀδιάκοπη ὑποταγή του στόν Χριστό καί τήν ἀναβάθμιση τῆς ζωῆς του ἐν Χριστῷ.
Ἐδῶ βρίσκεται τό μυστικό τοῦ μυστικοῦ πού προανέφερα. Τό διατυπώνει ὁ ἀπόστολος Παῦλος μέ μιά πρόταση παράδοξη, μιλώντας γιά «τόν νέον (ἄνθρωπον), τόν ἀνακαινούμενον εἰς ἐπίγνωσιν κατ᾿ εἰκόνα τοῦ κτίσαντος αὐτόν» (Κλ 3,10). ῾Η ἀποταγή τοῦ ἀνθρώπου ἀπό τό κακό καί ἡ συμπόρευσή του μέ τόν Χριστό δέν γίνεται ἅπαξ διά παντός. Δηλαδή, ὁ χριστιανός -πού μέ τό βάπτισμά του ἔγινε νέος, καινούργιος ἄνθρωπος- ὀφείλει νά ξανακαινουργιώνεται καθημερινά. Νά κατοχυρώνει καί ἐπαναβεβαιώνει τόν ἀνακαινισμό τῆς χάριτος, συσφίγγοντας τή συνεργασία του μαζί της. «Οὐ... τετελείωμαι, διώκω δέ εἰ καί καταλάβω ἐφ᾿ ᾧ καί κατελήφθην ὑπό τοῦ Χριστοῦ» (Φι 3,12), ἐξομολογεῖται ὁ μεγάλος Παῦλος πού κατέκτησε τίς ἀκρώρειες τῆς ἀνθρώπινης τελειότητας κι ἔφθασε μέχρι τρίτου οὐρανοῦ. Μᾶς διαβεβαιώνει δέ ὅτι ἡ τελειότητα βρίσκεται στόν ἀγώνα γιά τήν τελείωση καί ἡ ἁγιότητα προσψαύεται στήν προσπάθεια γιά τόν ἁγιασμό.
Αὐτή ἡ προσπάθεια, πού δέν εἶναι τίποτε ἄλλο παρά ἡ συνειδητή χριστιανική ζωή, μέ νόμο κι ὁδηγό τό εὐαγγέλιο, μέ μόνιμο χορηγό καί τροφοδότη τά ἄχραντα μυστήρια, πού ταμιεύονται στήν ἁγία μας ᾿Εκκλησία, συνιστᾶ τή συμφερότερη ἐπένδυση. ᾿Αλλά καί νοηματίζει μέ μιά ἐντελῶς ἰδιαίτερη σημασία τό κάθε λεπτό τῆς ζωῆς μας, ἀφοῦ τοῦ δίνει ἕνα μοναδικό καί καίριο ρόλο στή σωτηρία μας.
Στέργιος Ν. Σάκκος
Πολλές φορές ἡ ἁγία Γραφή παρομοιάζει τόν ἄνθρωπο μέ δένδρο καί τή δράση, τά ἔργα του, μέ τόν καρπό. Αὐτό γίνεται καί στήν παραβολή τῆς ἀκάρπου συκῆς (Λκ 13,6-9). Ὅσοι βαπτισθήκαμε στό ὄνομα τῆς ἁγίας Τριάδος, ὅσοι ζοῦμε μέσα στήν ὀρθόδοξη Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ, κάτω ἀπό τή ζωογόνο ἐπίδραση τοῦ ἁγίου Πνεύματος, μέσα στό φῶς τοῦ εὐαγγελίου, εἴμαστε δένδρα φυτεμένα μέσα στόν ἀμπελώνα τοῦ Κυρίου, σάν τή συκιά τῆς παραβολῆς. Ὅπως κάθε γεωργός πού κοπιάζει καί μοχθεῖ στήν καλλιέργεια τῶν δένδρων του ἔχει μία δίκαιη ἀπαίτηση, ζητᾶ καρπούς ἀπ’ αὐτά, ἔτσι κι ὁ Θεός ζητᾶ νά δεῖ στή ζωή μας τούς καρπούς τῆς πίστεως, τῆς ἐλπίδος, τῆς ἀγάπης. Διαφορετικά, θά μᾶς ξερριζώσει, θά κόψει τό νῆμα τῆς ζωῆς μας. Γιατί, ἄν εἶναι ἄξιο καταστροφῆς ἕνα δένδρο πού παρ’ ὅλες τίς περιποιήσεις τοῦ γεωργοῦ μένει ἄκαρπο, πολύ περισσότερο δέν ἔχει λόγο ὑπάρξεως μιά ἄκαρπη ζωή.
Ὅλοι μας ἔχουμε ἕνα παρελθόν σημαδεμένο ἀπό τίς εὐλογίες τοῦ Θεοῦ. Μποροῦμε ὅμως νά παρουσιάσουμε στόν θεῖο γεωργό μας ἀνάλογους καρπούς; Πόσοι ἀλήθεια ἀπό τούς χριστιανούς πέρασαν τή χρυσή τους νιότη χωρίς νά φέρουν στόν Θεό καρπό! Πόσοι ἄλλοι ἔφθασαν ἤδη στήν ὥριμη ἡλικία χωρίς κανένα καρπό εὐσεβείας, ἀγάπης, δικαιοσύνης! Πόσοι, ἀκόμη, λευκασμένοι ἀπό τά πολλά χρόνια, διανύουν τό τελευταῖο τμῆμα τῆς ζωῆς τους κι ἐξακολουθοῦν νά ζοῦν μιά στεῖρα, ἄκαρπη καί ἄγονη ζωή! Πρίν ἀπό τό νέο ἔτος, μᾶς ἔχει δώσει ὁ Θεός πολλά ἄλλα ἔτη χάριτος. Ἐπί πολλά ἔτη ὥς τώρα γευόμαστε τά ἀγαθά τῆς μακροθυμίας καί τῆς χρηστότητος τοῦ Κυρίου. Πῶς ζήσαμε τά ἔτη αὐτά; Τί καρπούς ἔχουμε;
Ὁ ἀμπελουργός τῆς παραβολῆς παρακαλεῖ τόν κύριό του γιά τή συκιά· «Ἄφες αὐτήν καί τοῦτο τό ἔτος». Πόσο ἔλεος ὑπάρχει στήν παράκληση αὐτή! Πόση μακροθυμία, πόση ἀνοχή, πόση ὑπομονή! Δέεται καί μεσιτεύει γιά μᾶς στόν Θεό Πατέρα ὁ «μεσίτης Θεοῦ καί ἀνθρώπων» Ἰησοῦς Χριστός. Ζητᾶ παράταση τοῦ χρόνου τῆς ζωῆς μας καί μαζί ἐντείνει τήν πνευματική καλλιέργεια τῆς ψυχῆς μας, αὐτῆς τῆς συκῆς πού δέν ἔδωσε μέχρι τώρα τούς καρπούς πού περίμενε ὁ Κύριός της. Τί μεγάλη χάρη μᾶς κάνει ὁ Κύριος ἀνοίγοντας μπροστά μας ἕνα ἀκόμη ἔτος! Κάθε μήνα, κάθε ἑβδομάδα, κάθε μέρα, κάθε λεπτό τοῦ νέου ἔτους εἶναι ἕνα δῶρο τοῦ Θεοῦ στά χέρια μας, τό ὁποῖο περιμένει ὁ Κύριος νά τό ἀξιοποιήσουμε μέ σύνεση. Αὔξηση καί καρποφορία ζητᾶ ἀπό μᾶς, γιά νά φανοῦμε ἀντάξιοι τῆς ἀγάπης καί τῆς φροντίδας του.
Πόσο καιρό θά κρατήσει ἡ παράταση τοῦ ἐλέους καί τῆς μακροθυμίας τοῦ Θεοῦ, δέν ξέρουμε. Ὁπωσδήποτε ὅμως εἶναι περιορισμένος ὁ χρόνος τῆς ζωῆς μας. Ὁ ἀμπελουργός τῆς παραβολῆς ζήτησε γιά τή συκιά τήν ἄκαρπη ἕνα ἔτος. Ἄν καί στό ἔτος αὐτό, παρ’ ὅλες τίς περιποιήσεις, ἐξακολουθοῦσε νά παραμένει ἄκαρπη, ἦταν προορισμένη νά κοπεί «ἵνα μή τήν γῆν καταργῇ». Κι ἐμεῖς, στήν ἀρχή τῆς καινούργιας χρονιᾶς, εἶναι ἀνάγκη, μαζί μέ τήν εὐγνωμοσύνη καί τή χαρά μας γιά τήν παράταση πού μᾶς ἔδωσε ὁ Θεός, νά θυμηθοῦμε καί τήν ἀποτομία του. Ὁ Κύριός μας εἶναι αὐτός πού εἶπε ὅτι θά ἔρθει «ὡς κλέπτης ἐν νυκτί», γιά νά ζητήσει λογαριασμό γιά τή ζωή μας. Ἄν τήν ἐπίσκεψή του αὐτή θελήσει νά τήν κάνει μέσα στό νέο ἔτος, εἴμαστε ἕτοιμοι νά τόν δεχθοῦμε;
«Νά δουλεύεις κάθε μέρα σάν νά πρόκειται νά ζήσεις αἰώνια πάνω στή γῆ καί νά προσεύχεσαι σάν νά πρόκειται νά πεθάνεις ἐκείνη τήν ἴδια μέρα», λέει κάποιος. Εἶναι νομίζω ἕνας πολύ ὡραῖος στόχος τή νέα χρονιά, ν’ ἀναπτύξουμε τήν πιό μεγάλη δραστηριότητα, ἀλλά καί τήν πιό μεγάλη πνευματικότητα. Κι ἄν μέχρι τώρα μοιάσαμε στήν ἄκαρπη συκιά, κι ἄν εἶναι φτωχή καί ἄκαρπη ἡ ζωή μας, ἡ μακροθυμία τοῦ Κυρίου μᾶς καλεῖ· «ἰδού νῦν καιρός εὐπρόσδεκτος, ἰδού νῦν ἡμέρα σωτηρίας».
Κ. Π.
Ἀπολύτρωσις 37 (1982) 13
«Ἡ βασιλεία τοῦ Θεοῦ ἐντός ὑμῶν ἐστι»
Νέα κατάσταση ζωῆς
«Ἡ βασιλεία τοῦ Θεοῦ ἐντός ὑμῶν ἐστι». Αὐτήν τήν ἀπάντηση ἔδωσε ὁ Χριστός στό ἐρώτημα τῶν φαρισαίων «πότε ἔρχεται ἡ βασιλεία τοῦ Θεοῦ;». «Ἡ βασιλεία τοῦ Θεοῦ» εἶναι ἡ κατάσταση τῶν ἐν Χριστῶ λυτρωμένων, οἱ ὁποῖοι μέ εὐγνωμοσύνη καί χαρά γιά τήν ἀλήθεια πού ζοῦν, ἑκούσια, πρόθυμα καί εὐχάριστα ὑποτάσσονται στό θέλημα τοῦ Θεοῦ, γίνονται πολίτες καί μέτοχοι τῆς οὐρανίου βασιλείας του. Διευκρινίζεται δέ ὁλοκάθαρα στήν Κ. Διαθήκη ὅτι ἡ βασιλεία τοῦ Θεοῦ ἀρχίζει στήν γῆ, ὅπου κατέβηκε ὁ Θεός γιά νά λυτρώσει τόν ἄνθρωπο, ἀλλά ὁλοκληρώνεται στόν οὐρανό, ὅπου ἡ ἀγάπη καί ἡ χάρη τοῦ Θεοῦ ἀνεβάζει τόν ἄνθρωπο. Ὀνομάζεται ἀκόμη στήν Κ. Διαθήκη ἡ βασιλεία τοῦ Θεοῦ, «βασιλεία τῶν οὐρανῶν» ἤ «βασιλεία τοῦ Χριστοῦ».
«Μέσα σας»
Ἡ ἀπάντηση τοῦ Κυρίου δέν παρουσιάζει κανένα ἑρμηνευτικό πρόβλημα, διότι εἶναι ἁπλή καί κατανοητή. Ἐντούτοις, ἀρχαῖοι καί νεώτεροι ἑρμηνευτές διχάζονται σέ δύο ἑρμηνεῖες, οἱ ὁποῖες καθορίζονται ἀπό τήν σημασία τοῦ ἐμπροθέτου προσδιορισμοῦ «ἐντός ὑμῶν ἐστιν».
Ἕνα πλῆθος πατέρων καί ἀρχαίων ἐκκλησιαστικῶν συγγραφέων (Μ. Βασίλειος, Δίδυμος Ἀλεξ., Γρηγόριος Νύσσης, Μᾶρκος ἐρημίτης, Κύριλλος Ἀλεξ., Ἁγ. Νεῖλος, Ἰωάννης Κλίμακος, Ἀναστάσιος Β΄ Ἀντιοχείας, Μάξιμος ὁμολογητής, Ἰωάννης Δαμασκηνός, πατριάρχης Φώτιος, Ἀρέθας Καισαρείας κ.ἄ.), πού χρησιμοποιοῦν τό χωρίο, ἀποδίδουν τόν ἐμπρόθετο προσδιορισμό μέ τό «μέσα σας», «στήν ψυχή σας». Ἐνδεικτικά ἀναφέρω τήν ἑρμηνεία τοῦ ἁγίου Γρηγορίου Νύσσης· «Βασιλείαν δέ τήν ἄνωθεν ταῖς ψυχαῖς διά τοῦ Πνεύματος ἐγγινομένην εὐφροσύνην ἐκάλεσεν, ἥτις ἐστίν ἀρραβών τῆς αἰωνίου χαρᾶς, ἧς ἀπολαύουσι τότε αἱ τῶν ἁγίων ψυχαί».
Κατά τούς συγγραφεῖς τῆς ὁμάδας αὐτῆς, τό χωρίο μας (Λκ 17,20-21) ἔχει περίπου τήν σημασία πού ἔχουν καί τά ἀντίστοιχα χωρία τῶν ἐπιστολῶν τοῦ ἀπ. Παύλου, ὅπου ὁ πιστός ἀποτελεῖ τόν ζωντανό ναό τοῦ Θεοῦ, τό κατοικητήριο τῆς ἁγίας Τριάδος (βλ. Α΄ Κο 3,16· 6,19· Β΄ Κο 6,16· Ἐφ 2,21 καί μάλιστα τό Ἐφ 3,17, ὅπου ὁ ἀπόστολος διδάσκει ὅτι διά τῆς πίστεως ὁ Χριστός κατοικεῖ μέσα στίς καρδιές τῶν πιστῶν).
Ἠθική διδασκαλία
Ἡ ἑρμηνεία αὐτή δίνει στούς διδασκάλους τῆς Ἐκκλησίας μας ἄφθονο ὑλικό γιά ἠθική διδασκαλία. Ἀλλά αὐτό ἀκριβῶς εἶναι ἕνα σημεῖο πού πρέπει ἰδιαίτερα νά προσεχθεῖ. Οἱ πατέρες καί διδάσκαλοι, πού δίνουν στό χωρίο τήν παραπάνω ἑρμηνεία, δέν τό ἐξετάζουν στήν συνάφειά του καί μάλιστα δέν ἔχουν κἄν τήν πρόθεση νά ἑρμηνεύσουν τό χωρίο. Ἁπλῶς, σέ ἔργα τους μή ἑρμηνευτικά, σέ λόγους ἤ ἐπιστολές τους, ὅπου ἀναπτύσσουν πνευματικά ἤ ἠθικά θέματα, καί συγκεκριμένα ὅταν μιλοῦν γιά θέματα ἐσωτερικῆς πνευματικῆς ζωῆς, ἀναφέρουν καί τήν διαβεβαίωση τοῦ Κυρίου· «ἡ βασιλεία τοῦ Θεοῦ ἐντός ὑμῶν ἐστι», γιά νά στηρίξουν τήν διδασκαλία τους ὅτι μέσα στήν καρδιά καί τήν ὕπαρξη τοῦ πιστοῦ κατοικεῖ ὁ Χριστός, τό ἅγιο Πνεῦμα, ἡ ἁγία Τριάδα γενικά.
Ὁπωσδήποτε, στόν χῶρο τῆς Ἐκκλησίας καί στήν ἐποχή πού ἡ Ἐκκλησία ἀποτελεῖ μία ἱστορική πραγματικότητα, ἡ παραπάνω ἑρμηνεία εἶναι ἀπόλυτα σωστή καί μάλιστα εἶναι ἡ μόνη σωστή.
«Ἀνάμεσά σας»
Ὅταν ὅμως δοῦμε τό χωρίο στήν ὅλη συνάφειά του, κατανοοῦμε τό ἐμπρόθετο «ἐντός ὑμῶν ἐστι» μέ τήν σημασία «ἐν μέσῳ ὑμῶν», «ἀνάμεσά σας». Πράγματι ἔτσι ἑρμηνεύουν τό χωρίο ἀρχαῖοι καί νεώτεροι ἑρμηνευτές (πρβλ. Knabenbauer), οἱ ὁποῖοι δέν τό ἀποκόπτουν ἀπό τήν συνάφειά του, ἀλλά ὑπομνηματίζουν καί ἑρμηνεύουν ὅλη τήν περικοπή ἤ καί ὅλο τό κατά Λουκᾶν εὐαγγέλιο. Παραθέτω μόνο τήν ἄποψη τοῦ Ζιγαβηνοῦ ἀπό τούς ἑρμηνευτές αὐτῆς τῆς ὁμάδας. «Βασιλείαν τοῦ Θεοῦ ἑαυτόν (= τόν Χριστόν) λέγει, ὡς βασιλέα καί Θεόν. Ἐντός δέ αὐτῶν ἦν ὡς ἐν μέσῳ αὐτῶν ἀναστρεφόμενος». Ἀναφέρει μάλιστα ὁ Ζιγαβηνός σάν παράλληλο χωρίο τά λόγια τοῦ Προδρόμου· «Μέσος δέ ὑμῶν ἕστηκεν, ὅν ὑμεῖς οὐκ οἴδατε» (Ἰω 1,26).
Πρός τούς φαρισαίους
Ἡ ἑρμηνεία αὐτή, ἐκτός τοῦ ὅτι συμφωνεῖ μέ τήν ὅλη συνάφεια, ἐνισχύεται καί ἀπό τό γεγονός ὅτι ὁ Ἰησοῦς ἀπευθύνει τά λόγια αὐτά πρός τούς φαρισαίους. Ὁπωσδήποτε, δέν ὑπῆρχε περίπτωση νά τοποθετήσει ὁ Κύριος τήν βασιλεία του στήν καρδιά τῶν φαρισαίων. Βέβαια οἱ ἑρμηνευτές πού ἀποδίδουν τό «ἐν μέσῳ ὑμῶν» ὡς «μέσα σας» ἀντικρούουν τήν παραπάνω ἀντίρρηση μέ διάφορα ἐπιχειρήματα. Ἀναφέρω μερικά:
α) Ὁ Κύριος μέ τό «ἐν μέσῳ ὑμῶν» δέν ἐννοεῖ ὅλους τούς φαρισαίους, ἀλλά ἕνα μέρος ἐκλεκτῶν.
β) Ἐννοεῖ τούς φαρισαίους γενικά, οἱ ὁποῖοι εἶχαν ὄντως στήν καρδιά τους τήν πίστη τοῦ ἑνός Θεοῦ.
γ) Ἐννοεῖ ὅλους τούς φαρισαίους, διότι πολύ σύντομα θά ἦταν καί μέσα σ' αὐτούς ἡ βασιλεία τοῦ Θεοῦ, μετά τήν ἀποστολή τοῦ ἁγίου Πνεύματος κτλ.
Ὅλα αὐτά ὅμως εἶναι ἀσθενικά καί βεβιασμένα καί ἁπλῶς ἐνισχύουν τήν ἄποψη ὅτι τά λόγια τοῦ Κυρίου σημαίνουν· «ἡ βασιλεία τοῦ Θεοῦ βρίσκεται ἀνάμεσά σας». Ἐντούτοις, ἡ ἀπόδοση τῆς προθέσεως «ἐντός» μέ τό νεοελληνικό «ἀνάμεσα» δέν μαρτυρεῖται σέ κανένα ἄλλο χωρίο τῆς Κ. Διαθήκης, οὔτε καί τῆς Παλαιᾶς. Μερικά παραδείγματα ἀπό τούς θύραθεν, πού θά μποροῦσαν νά χρησιμοποιηθοῦν ὡς παράλληλα, εἶναι πενιχρά καί ἀμφισβητούμενα.
Ἡ σωστή ἑρμηνεία
Ἀπό ὅσα ἀναφέρθηκαν μέχρι ἐδῶ, φαίνεται ὅτι ὑπάρχουν δύο ἑρμηνεῖες τοῦ χωρίου μας. Νομίζω ὅμως ὅτι ὁ φαινομενικός αὐτός διχασμός στήν πραγματικότητα εἶναι ἀνύπαρκτος. Τό χωρίο μας ἔχει μία μόνο ἑρμηνεία, ἡ ὁποία παρουσιάζει μία προοδευτική ἐξέλιξη, ἀποτέλεσμα τῆς σχέσεως τοῦ Θεοῦ μέ τούς ἀνθρώπους. Τήν κατανοοῦμε ἀπόλυτα, ὅταν τήν συνδυάσουμε μέ τό σχέδιο τῆς θείας οἰκονομίας. Ὁ Θεός προαιώνια ἀποφάσισε τήν σωτηρία τοῦ ἀνθρώπου, τήν ἵδρυση τῆς αἰωνίου βασιλείας του. Ἡ πραγματοποίηση τῆς οὐρανίου βασιλείας τοῦ Θεοῦ προετοιμάζεται στήν παλαιά διαθήκη μέ μία ἐπίγεια βασιλεία, τήν θεοκρατία τοῦ Ἰσραήλ καί τήν γνωστή διαθήκη, πού καθόριζε τίς σχέσεις λαοῦ καί Θεοῦ. Ὁ μωσαϊκός νόμος καί τό τελετουργικό τῆς λατρείας στήν περίοδο αὐτή λειτουργοῦν σάν τό φρούριο πού διαχωρίζει τόν λαό τοῦ Θεοῦ ἀπό τά ἔθνη καί τόν κρατᾶ ὡς τό ἐκλεκτό κατάλοιπο, τό ὁποῖο κατέχοντας τήν ὑπόσχεση τοῦ Θεοῦ περιμένει μέ λαχτάρα τήν ἐκπλήρωσή της.
Ἡ ἐκπλήρωση πραγματοποιεῖται στήν ἐποχή τῆς καινῆς διαθήκης, ὁπότε μπαίνουμε στήν δεύτερη φάση τοῦ σχεδίου τῆς θείας οἰκονομίας, τήν ἐνανθρώπηση τοῦ Λόγου. Ὁ Θεός γίνεται ἄνθρωπος καί ἡ βασιλεία του ἔρχεται στήν γῆ, ὄχι σάν μία ἐγκόσμια καί ἐπίγεια βασιλεία, ἀλλά σάν πνευματική. Τόν πνευματικό χαρακτήρα τῆς βασιλείας τοῦ Θεοῦ τόν ἐγγυᾶται τό πρόσωπο τοῦ θεανθρώπου Ἰησοῦ Χριστοῦ, ὁ ὁποῖος εἶναι ὁ βασιλεύς ἀλλά καί τό πρῶτο μέλος τῆς βασιλείας τῶν οὐρανῶν. Ἡ ἐνανθρώπησή του ἔδωσε τίς προϋποθέσεις γιά τήν ἀνόρθωση καί θεοποίηση τοῦ ἀνθρώπου. Τώρα ἡ βασιλεία τοῦ Θεοῦ εἶναι κοντά στούς ἀνθρώπους, κινεῖται ἀνάμεσά τους. Μέ τήν ἐπιφοίτηση τοῦ ἁγίου Πνεύματος καί τήν ἵδρυση τῆς Ἐκκλησίας ἡ βασιλεία τοῦ Θεοῦ «ἔρχεται ἐν δυνάμει», ἀποτελεῖ μία ἱστορική πραγματικότητα. Μέλη της τώρα δέν εἶναι μόνον ὁ βασιλεύς Χριστός, ἀλλά καί ἕνα πλῆθος ἀνθρώπων μέ πρώτη καί ἐκλεκτή τήν Παναγία μητέρα τοῦ Κυρίου καί τούς μαθητές του. Οἱ ὑπήκοοι τῆς βασιλείας τοῦ Χριστοῦ ὅλο καί αὐξάνουν, καί ἑνωμένοι μέ τόν βασιλέα Χριστό συνδέονται καί μεταξύ τους, ἀποτελώντας ἔτσι τό σῶμα Του. Ὁ Χριστός ἐνοικεῖ στό σῶμα τῆς Ἐκκλησίας, στό σύνολο τῶν πιστῶν, ἀλλά καί στήν καρδιά τοῦ κάθε πιστοῦ, διότι ὁ Κύριος ἔκανε βασιλεῖς τούς ὑπηκόους του «καί ἔζησαν καί ἐβασίλευσαν μετά τοῦ Χριστοῦ χίλια ἔτη» (Ἀπ 20,4). Ἡ στρατευομένη Ἐκκλησία συνεχίζει τήν ζωή της καί μετά τόν θάνατο τῶν πιστῶν ὡς θριαμβεύουσα Ἐκκλησία στόν οὐρανό.
* * *
Μετά ἀπό τήν ἱστορική αὐτή παρουσίαση τῆς βασιλείας τοῦ Θεοῦ, ἐπανέρχομαι στό χωρίο μας, γιά νά καταλήξω ὅτι τά λόγια τοῦ Κυρίου «ἡ βασιλεία τοῦ Θεοῦ ἐντός ὑμῶν ἐστι» δέν ἀναφέρονται μόνο στήν χρονική στιγμή κατά τήν ὁποία λέγονται. Ὁ λόγος τοῦ Χριστοῦ ὡς αἰώνιος ἀπευθύνεται καί στούς παρόντες ἀκροατές, ἀλλά καί στήν αἰώνια Ἐκκλησία τους, σέ ὅλους ἐκείνους πού στό διάβα τῶν αἰώνων θά πολιτογραφηθοῦν διά τῆς πίστεως στήν βασιλεία τοῦ Θεοῦ. Καί σημαίνει ὅτι ἡ βασιλεία τοῦ Θεοῦ βρίσκεται ἀνάμεσα στούς ἀνθρώπους τοῦ κόσμου καί μέσα στίς καρδιές τῶν πιστῶν.
Στέργιος Σάκκος, Ἀπολύτρωσις 41 (1986) 74-76
ΜΕΝΟΥΝΓΕ
Τό περιστατικό ἱστορεῖται ἁπλά στό κατά Λουκᾶν Εὐαγγέλιο. ᾿Ακούγοντας τήν καταπληκτική διδασκαλία τοῦ Κυρίου μία γυναίκα τοῦ ὄχλου ἀναφωνεῖ μέ ἐνθουσιασμό· «Μακαρία ἡ κοιλία ἡ βαστάσασά σε καί μαστοί οὕς ἐθήλασας!» (Λκ 11,27). Μακαρίζει, δηλαδή, τή μητέρα τοῦ Κυρίου. Κι ᾿Εκεῖνος τῆς ἀπαντᾶ· «Μενοῦνγε μακάριοι οἱ ἀκούοντες τόν λόγον τοῦ Θεοῦ καί φυλάσσοντες αὐτόν» (Λκ 11,28).
Πολλές μεταφράσεις ἀποδίδουν τήν φράση ὡς ἑξῆς· «Μακάριοι μᾶλλον εἶναι ἐκεῖνοι πού ἀκοῦν τό λόγο τοῦ Θεοῦ καί τόν φυλάττουν». ᾿Αλλά, εἶναι πιό μακάριοι ἀπό τή μητέρα τοῦ Κυρίου οἱ ἀκροατές καί τηρητές τοῦ θείου λόγου;
Βεβαίως, κανείς δέν ἀμφισβητεῖ τή σπουδαιότητα καί σοβαρότητα τῆς ἀκροάσεως τοῦ θείου λόγου, ὅταν μάλιστα αὐτή συνοδεύεται ἀπό τήν ἐφαρμογή του. ῾Ωστόσο, εἶναι ἐσφαλμένη ἡ πρόταση ὅτι «μακάριοι μᾶλλον» εἶναι οἱ τηρητές τοῦ θείου λόγου παρά ἡ Παναγία.
Τό σφάλμα, νομίζω, ἐπικεντρώνεται στήν ἄστοχη μετάφραση τῆς πρώτης λέξεως τῆς προτάσεως, τοῦ συνθέτου μορίου «μενοῦνγε». Ποιά εἶναι ἡ σημασία του; Σύμφωνα μέ τά λεξικά, τό μόριο αὐτό ἀποτελεῖται ἀπό τρεῖς λέξεις· ᾿Από τόν ἀντιθετικό σύνδεσμο μέν, τόν συμπερασματικό οὖν καί τό βεβαιωτικό μόριο γέ. Στή σύνθεση, οἱ ἐπί μέρους λέξεις δέν διατηροῦν τήν ἀρχική τους σημασία. ῾Ο τύπος μενοῦν χρησιμοποιεῖται κυρίως στήν ἀρχή μιᾶς ἀπαντήσεως. Δηλώνει ἄλλοτε ἰσχυρή βεβαίωση καί ἄλλοτε βεβαίωση ἡ ὁποία κατά κάποιο τρόπο διορθώνει καί συμπληρώνει τή σημασία τῶν προηγουμένων. Τό μόριο γέ, ἐξάλλου, ἐπιτείνει τή σημασία τῆς λέξεως στήν ὁποία προστίθεται. ῎Ετσι στό συγκεκριμένο χωρίο τῆς Καινῆς Διαθήκης τό «μενοῦνγε» θά μποροῦσε νά ἰσοδυναμεῖ μέ τά νεοελληνικά «πράγματι», «ναί, μάλιστα», «βεβαιότατα»! Εἶναι δέ ἀξιοσημείωτο ὅτι μέ τήν ἴδια σημασία ἀναφέρεται τό «μενοῦνγε» καί σέ ἄλλα τρία χωρία τῆς Καινῆς Διαθήκης· Ρω 9,19· 10,18· Φι 3,8. Σέ ὅλες τίς περιπτώσεις ἡ λέξη «μενοῦνγε» ἐπιβεβαιώνει τή σημασία τῆς προηγούμενης προτάσεως καί ἐπεκτείνει τό νόημά της.
Γιά νά περιορισθῶ στό Λκ 11,28, στό στίχο πού ἀποτέλεσε τήν ἀφορμή τοῦ σχολίου αὐτοῦ, ὁ Κύριος ἀπαντώντας στόν μακαρισμό τῆς γυναίκας προτάσσει τό «μενοῦνγε» ὄχι γιά νά ἀρνηθεῖ ἤ νά μειώσει τό θαυμασμό πρός τή μητέρα του. «Οὐκ ἀρνεῖται τήν κατά φύσιν συγγένειαν, ἀλλά προστίθησι τήν κατ᾿ ἀρετήν», σχολιάζει ὁ ἅγιος ᾿Ιωάννης ὁ Χρυσόστομος, (Εἰς τό κατά Ματθαῖον 45,1). Θέλει νά πεῖ ὁ Κύριος ὅτι συμφωνεῖ ἀπόλυτα καί ἀποδέχεται ὡς εἰλικρινῆ καί ἄδολη τή λαϊκή ἔκφραση τοῦ θαυμασμοῦ πρός τή μητέρα του. ᾿Επιπλέον, μέ ὅσα λέγει στή συνέχεια θέλει νά ὁδηγήσει τή σκέψη τῶν ἀκροατῶν του σέ κάτι ὑψηλότερο. Τό νόημα τῶν λόγων του εἶναι· «Ναί, μάλιστα, βέβαια! Μακαρία ἡ μητέρα μου, ὅπως λές, ἀλλά κι ἐγώ σοῦ λέω ὅτι μακάριος εἶναι ἐκεῖνος πού ἀκούει τόν θεῖο λόγο μου καί τόν τηρεῖ».
«Τά λόγια αὐτά τοῦ Κυρίου», λέγει ὁ ἅγιος Χρυσόστομος, «δέν δείχνουν ὅτι ἀπωθεῖ τή μητέρα του· ἐπισημαίνουν ὅτι σέ τίποτε δέν θά ὠφελοῦσε τήν Παναγία ὁ τοκετός, ἄν δέν ἦταν συγχρόνως πολύ ἀγαθή καί πιστή» (Εἰς τό κατά ᾿Ιωάννην 21, 3). ῎Ετσι, ὁ Κύριος ἐνθαρρύνει τή γυναίκα νά ἐλπίζει ὅτι κι αὐτή ἀλλά καί κάθε χριστιανός μπορεῖ νά γίνει εὐτυχισμένος, ὅπως ἡ μητέρα του, ἄν ἀκούσει τό λόγο του καί τόν τηρήσει. Τό ἴδιο νόημα ἔχει καί μία ἄλλη σχετική ἀπάντηση τοῦ ᾿Ιησοῦ, ὅταν, καθώς μιλοῦσε, τοῦ ἀνήγγειλαν ὅτι τόν ζητοῦν ἡ μητέρα καί οἱ ἀδελφοί του κι αὐτός ἀπάντησε· «Μήτηρ μου καί ἀδελφοί μου οὗτοί εἰσιν οἱ τόν λόγον τοῦ Θεοῦ ἀκούοντες καί ποιοῦντες αὐτόν» (Λκ 8,21· πρβλ. Μθ 12,48-50· Μρ 3,34-35).
Ἡ μακαριότητα τῆς Παρθένου, ἡ ὑψίστη δόξα της συνίσταται στό ὅτι ἐκλέχθηκε, νά γίνει μητέρα τοῦ Κυρίου, ἀκριβῶς, διότι παρέμεινε αἰώνιος φύλακας τοῦ θεϊκοῦ λόγου. ῾Η ἴδια ἀνοίγει τήν ψυχή της καί ὑποτάσσεται σ᾿ αὐτόν· «ἰδού ἡ δούλη Κυρίου» (Λκ 1,38)· καί ἡ ᾿Ελισάβετ φωτισμένη ἀπό τό Πνεῦμα τό ἅγιο μακαρίζει τήν Παναγία γιά τήν πίστη της στό λόγο τοῦ Θεοῦ· «μακαρία ἡ πιστεύσασα ὅτι ἔσται τελείωσις τοῖς λελαλημένοις αὐτῇ παρά Κυρίου» (Λκ 1,45).
Στέργιος Ν. Σάκκος, Ἀπολύτρωσις 60 (2005) 22-23
Ἡ ἀγαθή μερίδα
Φιλοξενούμενος ὁ Κύριος στήν Βηθανία, ἕνα προάστιο τῶν Ἰεροσολύμων, στό γνωστό καί φιλικό σπίτι τῶν ἀδελφῶν Μάρθας, Μαρίας καί Λαζάρου -ὁ πατέρας τῆς οἰκογένειας, Σίμων ὁ λεπρός (βλ. Μθ 26,6· Μρ14,3), εἶχε πεθάνει- ἀξιοποιεῖ τήν εὐκαιρία γιά νά διδάξει τούς παρευρισκομένους. Ἡ Μάρθα ὡς οἰκοδέσποινα καταγίνεται μέ τήν περιποίηση τοῦ φιλοξενουμένου, ἐνῶ ἡ μικρότερη ἀδελφή της, Μαρία, καθισμένη κοντά στά πόδια τοῦ Ἰησοῦ ἀκούει μέ προσοχή τήν διδασκαλία του (Λκ 10,39). Αὐτό ἐνόχλησε τήν Μάρθα, ἡ ὁποία «περιεσπᾶτο περί πολλήν διακονίαν», καταγινόταν ὑπερβολικά μέ τήν φροντίδα τῆς φιλοξενίας. Πιθανόν ἑτοίμαζε πλούσιο τραπέζι μέ πολλά φαγητά, πού μάλιστα ἀπαιτοῦσαν ἰδιαίτερο κόπο καί χρόνο γιά τήν προετοιμασία. Ἐπειδή ὅμως δέν μποροῦσε νά τά προλάβει ὅλα μόνη της, ἔρχεται στόν Κύριο πού δίδασκε καί κάνει τά παράπονά της· «Κύριε, δέν σέ μέλει πού ἡ ἀδελφή μου μέ ἄφησε μόνη νά διακονῶ; Πές της, σέ παρακαλῶ, νά μέ βοηθήσει». Ἀξίζει νά προσέξουμε ὅτι ἡ Μάρθα δέν ἀπευθύνεται στήν ἀδελφή της ἀλλά στόν Κύριο. Στό παράπονο τῆς Μάρθας ὁ Κύριος ἀπαντᾶ· «Μάρθα Μάρθα, μεριμνᾷς καί τυρβάζῃ περί πολλά· ἑνός δέ ἐστι χρεία· Μαρία δέ τήν ἀγαθήν μερίδα ἐξελέξατο, ἥτις οὐκ ἀφαιρεθήσεται ἀπ᾿ αὐτῆς» (Λκ 10,41-42). Σ᾿ αὐτά ἀκριβῶς τά λόγια τοῦ Κυρίου ἑστιάζεται ἡ ἀπορία μας.
Τά λόγια τοῦ Κυρίου πρός τήν Μάρθα ἔχουν παρεξηγηθεῖ ἀπό πολλούς καί ἑρμηνεύθηκαν ὡς ἑξῆς: «Ταλαίπωρη Μάρθα, βυθίστηκες στίς πολλές μέριμνες τοῦ κόσμου. Ἕνα μόνο σοῦ χρειάζεται· νά ἐγκαταλείψεις τά κοσμικά καί νά στραφεῖς πρός τά πνευματικά, ὅπως ἡ Μαρία. Ἀπό τίς δύο ἀσχολίες ἡ ἀγαθή εἶναι αὐτή τήν ὁποία διάλεξε ἡ Μαρία». Ἐπίσης, ἡ διαμαρτυρία τῆς Μάρθας θεωρήθηκε ὡς ἐκδήλωση ζηλοτυπίας πρός τήν ἀδελφή της. Μέ τίς ἑρμηνεῖες αὐτές ἀδικεῖται ἡ ἀλήθεια καί ὑποτιμᾶται τό πρόσωπο τῆς Μάρθας, διότι τάχα ἀσχολεῖται μόνο μέ τήν ὕλη καί δέν ἔχει ἀνώτερες πνευματικές πτήσεις ὅπως ἡ Μαρία. Ἐντούτοις, ὁ διάλογος τῆς Μάρθας μέ τόν Ἰησοῦ Χριστό, ὅπως τόν διασώζει ὁ εὐαγγελιστής Ἰωάννης (βλ. Ἰω 11,21-28), ἀποκαλύπτει τόν θεῖο φωτισμό καί τό πνευματικό μεγαλεῖο τῆς ἀνδρείας αὐτῆς γυναίκας.
Ἡ ἀπάντηση τοῦ Κυρίου, ὅπως φαίνεται κι ἀπό τήν ἐπανάληψη τοῦ ὀνόματος τῆς Μάρθας, «Μάρθα Μάρθα, μεριμνᾷς καί τυρβάζῃ περί πολλά», ἦταν μία ἐλαφρά ἐπίπληξη, πού φανέρωνε ταυτόχρονα ὅλη τήν συμπάθεια καί τήν εὔνοιά του. Τό ρῆμα «μεριμνῶ» ὑποδηλώνει ἐσωτερική ἀνησυχία, ἐνῶ τό «τυρβάζομαι» ἀναφέρεται σέ ἐξωτερικές ἐκδηλώσεις ταραχῆς. Ὁ Κύριος θέλει νά καθησυχάσει τήν Μάρθα. Τήν βλέπει νά καταπιάνεται μέ πολλά, καί τήν συμβουλεύει· «ἑνός δέ ἐστι χρεία», εἶναι, δηλαδή, ἀρκετό ἕνα φαγητό. Ὁ Ἰησοῦς προτιμᾶ νά τρέφει αὐτούς πού τόν φιλοξενοῦν μέ τήν διδασκαλία του παρά νά ἀπολαμβάνει τά πολλά τους ἐδέσματα. Δέν θέλει νά στερεῖται οὔτε ἡ Μάρθα οὔτε ἡ Μαρία τήν ἀγαθήν μερίδα, τήν θεία διδασκαλία του, πού εἶναι ἡ τροφή τῆς ψυχῆς, ἀνώτερη ἀπό ὁποιαδήποτε ἄλλη τροφή καί προσφορά.
Ὁπωσδήποτε, ὅπως σημειώνει ὁ ἅγιος Μακάριος, ὁ Κύριος δέν ἀποποιεῖται, δέν ἀπορρίπτει τό ἔργο τῆς διακονίας. Ἁπλῶς μιλᾶ «ὡς τό μεῖζον τοῦ ἐλάττονος προτιθείς». Δίδει τήν πρώτη θέση στήν διδαχή καί τήν δεύτερη στήν διακονία τοῦ φαγητοῦ. Μέ τήν δια νοοτροπία οἱ ἀπόστολοι, ὅταν δημιουργήθηκε πρόβλημα στήν πρώτη ἐκκλησία, ἀνέθεσαν στούς διακόνους τήν διακονία τῶν τραπεζῶν, γιά νά ἔχουν οἱ διοι τήν ἄνεση νά διακονοῦν ἀπερίσπαστα τό κήρυγμα τοῦ θείου λόγου (Πρξ 6,1-6). Ἐξάλλου, στήν συγκεκριμένη περίπτωση δέν τίθεται θέμα συγκρίσεως μεταξύ ἀκροάσεως τοῦ θείου λόγου καί διακονίας. Ὁ Κύριος τονίζει τήν ἀξία τοῦ πρώτου, διότι αὐτό θά κινητοποιήσει γιά τό δεύτερο, τήν διακονία.
Ὅπως καθαρά φαίνεται στίς σχετικές εὐαγγελικές διηγήσεις, ἡ Μάρθα δέν ὑστερεῖ πνευματικά ἔναντι τῆς Μαρίας. Λαχταροῦσε κι αὐτή νά ἀκούσει τόν Διδάσκαλο. Ὑπερνικᾶ, ὡστόσο, τήν προσωπική της ἐπιθυμία καί εὐχαρίστηση, μεριμνώντας γιά τήν ἐξυπηρέτηση τῶν ἄλλων. Ὡς μεγαλύτερη καί ὡριμότερη θυσιάζεται, γιά νά ἐκφράσει τήν ἀγάπη καί τήν στοργή της στούς κουρασμένους ἐπισκέπτες. Φιλότιμα μάλιστα, καταπιάνεται μέ πολλές φροντίδες καί δουλειές, ὥστε νά τούς περιποιηθεῖ πλούσια καί νά τούς εὐχαριστήσει μέ πολλά καί ἀξιόλογα φαγητά. Μέ τήν συμπεριφορά της μιμεῖται τόν Κύριο, πού, ἐνῶ ἔφθασε στό σπίτι της κατάκοπος ἀπό τήν ὁδοιπορία, δέν σκέπτεται τήν δική του ἀνάπαυση, δέν ἐνδιαφέρεται γιά τό φαγητό, ἀλλά διδάσκει γιά νά ὠφελήσει τούς ἀκροατές. Ἡ Μαρία, ἡ ὁποία ἦταν καί μικρότερη, κάθησε ἀμέριμνη καί ἀπολάμβανε τήν διδασκαλία τοῦ Κυρίου. Ἡ Μάρθα προχώρησε στήν ἐφαρμογή, στήν θυσία.
Ἡ ἀγαθή μερίδα, λοιπόν, στήν ὁποία ἀναφέρεται ὁ Κύριος εἶναι ἡ ἴδια ἡ διδαχή του. Ἡ Μαρία τήν ἀπολαμβάνει, ἡ Μάρθα τήν στερεῖται, ὄχι ἀπό ἀδιαφορία ἤ ἄλλη αἰτία ἀλλά ἀπό τόν πόθο τῆς προσφορᾶς. Δηλαδή ἐφαρμόζει ἤδη τήν διδασκαλία τοῦ Κυρίου, ἀκολουθώντας τό δικό του παράδειγμα, πού «οὐκ ἦλθε διακονηθῆναι, ἀλλά διακονῆσαι» (Μθ 20, 28).
Στέργιος Σάκκος, Ἀπολύτρωσις 63 (2008) 212-213
῾Η Μάρθα καί ἡ Μαρία (Λκ 10,38-42)
Περιοδεύοντας στήν ᾿Ιουδαία ὁ ᾿Ιησοῦς ἐπισκέπτεται τήν οἰκογένεια τῶν τριῶν ἀδελφῶν, Μάρθας, Μαρίας καί Λαζάρου. Διατηροῦσε φιλικούς δεσμούς μέ τήν οἰκογένεια αὐτή, συχνά μάλιστα φιλοξενοῦνταν στό σπίτι τους, στήν Βηθανία, προάστιο τῶν ᾿Ιεροσολύμων. ῾Η Βηθανία ἀπεῖχε σχεδόν δεκαπέντε στάδια (βλ. ᾿Ιω 11,18), περίπου τρία χιλιόμετρα, ἀπό τήν ἁγία πόλη. ᾿Από ἐκεῖ ὁ ᾿Ιησοῦς εἶχε τήν δυνατότητα νά πηγαινοέρχεται στόν ναό καθημερινά (βλ. Μθ 21,17· Μρ 11,11).
10,38. ᾿Εγένετο δὲ ἐν τῷ πορεύεσθαι αὐτοὺς καὶ αὐτὸς εἰσῆλθεν εἰς κώμην τινά. Γυνὴ δέ τις ὀνόματι Μάρθα ὑπεδέξατο αὐτὸν εἰς τὸν οἶκον αὐτῆς.
Κατά τήν διάρκεια τῆς πορείας τοῦ ᾿Ιησοῦ καί τῶν μαθητῶν του πρός τά ᾿Ιεροσόλυμα (βλ. Λκ 9,51), ἐν τῷ πορεύεσθαι αὐτούς, ἔκαναν μία στάση εἰς κώμην τινά, σέ μία κωμόπολη. Δέν δηλώνεται τό ὄνομά της, ἀλλά ἀπό τά ὀνόματα τῶν μελῶν τῆς οἰκογενείας πού τόν φιλοξένησε, καταλαβαίνουμε ὅτι πρόκειται γιά τήν Βηθανία.
῾Ως οἰκοδέσποινα ὑποδέχεται τόν Κύριο ἡ Μάρθα· γυνὴ δέ τις ὀνόματι Μάρθα ὑπεδέξατο αὐτὸν εἰς τὸν οἶκον αὐτῆς. Προφανῶς ἡ Μάρθα ἦταν ἡ μεγάλη ἀδελφή, ἡ ὁποία προστάτευε τά μικρότερα ὀρφανά ἀδέλφια της. ῾Ο πατέρας τους Σίμων φαίνεται ὅτι εἶχε πεθάνει προσβεβλημένος ἀπό τήν φοβερή ἀσθένεια τῆς λέπρας, γι᾿ αὐτό τό σπίτι του ἦταν γνωστό ὡς «οἰκία Σίμωνος τοῦ λεπροῦ» (βλ. Μθ 26,6· Μρ14,3). ῾Ορισμένοι ταυτίζουν αὐτόν τόν Σίμωνα μέ τόν φαρισαῖο Σίμωνα, ὁ ὁποῖος κάλεσε τόν ᾿Ιησοῦ σέ τραπέζι, καί τήν Μαρία τήν ἀδελφή τοῦ Λαζάρου μέ τήν ἀνώνυμη ἁμαρτωλή γυναίκα, ἡ ὁποία στό σπίτι αὐτοῦ τοῦ φαρισαίου ἄλειψε τόν Κύριο μέ μῦρο (βλ. Λκ 7,36-50). ῾Υπάρχουν, ἐντούτοις, πολλά στοιχεῖα τά ὁποῖα ἀποκλείουν ἐντελῶς τήν ταύτιση αὐτή καί διακρίνουν σαφῶς πρόσωπα καί γεγονότα.
10,39. Καὶ τῇδε ἦν ἀδελφὴ καλουμένη Μαρία, ἣ καὶ παρακαθίσασα παρὰ τοὺς πόδας τοῦ ᾿Ιησοῦ ἤκουε τὸν λόγον αὐτοῦ.
῾Η Μαρία εἶναι ἐκείνη ἡ ὁποία, λίγο πρίν ἀπό τό πάθος τοῦ Κυρίου, τοῦ ἄλειψε τά πόδια μέ μύρο 300 δηναρίων καί τά σκούπισε μέ τά μαλλιά της, ἐκδηλώνοντας ἔτσι τήν ἀγάπη, τήν ἀφοσίωση, ἀλλά καί τήν εὐγνωμοσύνη της πρός τόν Διδάσκαλο (᾿Ιω 12,1-5), πού εἶχε ἀναστήσει τόν ἀδελφό της Λάζαρο. ᾿Από τόν τρόπο μέ τόν ὁποῖο ἀναφέρεται, καὶ τῇδε ἦν ἀδελφὴ καλουμένη Μαρία, φαίνεται ὅτι δέν εἶχε γίνει προηγουμένως καμία ἄλλη ἀναφορά στό πρόσωπό της. Αὐτή ἡ παρατήρηση ἐνισχύει τήν θέση ὅτι δέν μπορεῖ ἡ ἀδελφή τοῦ Λαζάρου νά ταυτισθεῖ μέ τήν πόρνη πού ὁ Λουκᾶς ἀνέφερε στό 7ο κεφάλαιο. ῾Η Μαρία, παρακαθίσασα παρὰ τοὺς πόδας τοῦ ᾿Ιησοῦ, καθισμένη κοντά στά πόδια τοῦ ᾿Ιησοῦ, ἤκουε τὸν λόγον αὐτοῦ, ἄκουγε μέ προσοχή τήν διδασκαλία του. ῾Η ἔκφραση «κάθημαι παρὰ τοὺς πόδας», ὅπως τήν βρίσκουμε ἀργότερα στίς Πράξεις (βλ. 22,3) σήμαινε γενικά τήν μαθητεία σ᾿ ἕναν διδάσκαλο. Μέ τήν στάση της ἡ Μαρία ἐξέφραζε ὅλο της τόν θαυμασμό καί τόν σεβασμό πρός τόν Διδάσκαλο.
10,40. ῾Η δὲ Μάρθα περιεσπᾶτο περὶ πολλὴν διακονίαν· ἐπιστᾶσα δὲ εἶπε· Κύριε, οὐ μέλει σοι ὅτι ἡ ἀδελφή μου μόνην με κατέλιπε διακονεῖν; εἰπὲ οὖν αὐτῇ ἵνα μοι συναντιλάβηται.
᾿Ενῶ, λοιπόν, ἡ Μαρία ἄκουγε μέ ζῆλο τήν διδασκαλία τοῦ ᾿Ιησοῦ, ἡ Μάρθα περιεσπᾶτο περὶ πολλὴν διακονίαν, καταγινόταν ὑπερβολικά μέ τήν φροντίδα νά ἑτοιμάσει φιλοξενία γιά τόν Διδάσκαλο καί τήν συνοδεία του. ῾Η μεγάλη ἀγάπη της γιά τόν Διδάσκαλο ἐκφράζεται ὡς ἔγνοια νά εἶναι πλούσιο τό τραπέζι, μέ πολλά φαγητά, τά ὁποῖα μάλιστα ἀπαιτοῦσαν ἰδιαίτερο κόπο καί χρόνο γιά τήν προετοιμασία. ῎Ετσι δέν εἶχε τήν δυνατότητα νά μαθητεύσει καί αὐτή κοντά στόν Κύριο, ὅπως πολύ θά τό ἤθελε.
Προφανῶς θά εἶχε κάνει κάποιο νεῦμα στήν μικρότερη ἀδελφή της ζητώντας τήν βοήθειά της. ᾿Εκείνη, συνεπαρμένη ἀπό τήν ἀπόλαυση τῆς μαθητείας, δέν ἀνταποκρίθηκε. Βλέποντας ἡ Μάρθα ὅτι δέν μποροῦσε νά τά προλάβει ὅλα μόνη της, ἔρχεται νά ζητήσει τήν παρέμβαση τοῦ Διδασκάλου ἐκφράζοντας σ᾿ αὐτόν τήν ἀπαρέσκειά της γιά τήν Μαρία· Κύριε, οὐ μέλει σοι ὅτι ἡ ἀδελφή μου μόνην με κατέλιπε διακονεῖν; εἰπὲ οὖν αὐτῇ ἵνα μοι συναντιλάβηται· «Κύριε, δέν σέ μέλει πού ἡ ἀδελφή μου μέ ἄφησε μόνη νά διακονῶ; Πές της, σέ παρακαλῶ, νά μέ βοηθήσει»!
Δέν ἀπευθύνει τόν λόγο στήν ἀδελφή της ἡ Μάρθα, ἀλλά στόν Κύριο. ῎Αν αὐτή εἶναι ἡ οἰκοδέσποινα πού τόν φιλοξενεῖ, ὡστόσο ᾿Εκεῖνον ἀναγνωρίζει νοικοκύρη τοῦ σπιτιοῦ της. ᾿Εκεῖνος κυβερνᾶ καί ρυθμίζει τά πάντα. ᾿Εκεῖνος μπορεῖ ἀξιωματικά νά ἀνακαλέσει στήν τάξη τήν Μαρία. Τό ἔντονο ὕφος της δέν πρέπει νά ἐκληφθεῖ ὡς αὐθάδεια. Δείχνει ἁπλά τήν μεγάλη οἰκειότητα καί τήν ἄνετη σχέση μαζί του.
10,41-42. ᾿Αποκριθεὶς δὲ εἶπεν αὐτῇ ὁ ᾿Ιησοῦς· Μάρθα Μάρθα, μεριμνᾷς καὶ τυρβάζῃ περὶ πολλά· ἑνὸς δέ ἐστι χρεία· Μαρία δὲ τὴν ἀγαθὴν μερίδα ἐξελέξατο, ἥτις οὐκ ἀφαιρεθήσεται ἀπ᾿ αὐτῆς.
῾Η ἀπάντηση τοῦ Κυρίου, ὅπως φαίνεται καί ἀπό τήν ἐπανάληψη τοῦ ὀνόματος Μάρθα Μάρθα, μεριμνᾷς καὶ τυρβάζῃ περὶ πολλά, ἦταν μία ἐλαφρά ἐπίπληξη, πού φανέρωνε ταυτόχρονα ὅλη τήν συμπάθεια καί τήν εὔνοιά του γιά τήν συνετή καί φιλότιμη μαθήτριά του.
Τό ρῆμα «μεριμνῶ» ὑποδηλώνει ἐσωτερική ἀνησυχία, ἐνῶ τό «τυρβάζομαι» ἀναφέρεται σέ ἐξωτερικές ἐκδηλώσεις ταραχῆς. ῾Ο Κύριος θέλει νά καθησυχάσει τήν Μάρθα. Τήν βλέπει νά καταπιάνεται μέ πολλά, καί τήν συμβουλεύει· ἑνὸς δέ ἐστι χρεία, εἶναι, δηλαδή, ἀρκετό ἕνα φαγητό. ῾Ο ᾿Ιησοῦς προτιμᾶ νά τρέφει αὐτούς πού τόν φιλοξενοῦν μέ τήν διδασκαλία του παρά νά ἀπολαμβάνει τά πολλά τους ἐδέσματα. Δέν θέλει νά στερεῖται οὔτε ἡ Μάρθα οὔτε ἡ Μαρία τὴν ἀγαθὴν μερίδα, τήν θεία διδασκαλία του, πού εἶναι ἡ τροφή τῆς ψυχῆς, ἀνώτερη ἀπό ὁποιαδήποτε ἄλλη τροφή καί προσφορά.
Στούς λόγους τοῦ Κυρίου πρός τήν Μάρθα δόθηκε καί ἡ ἑξῆς ἑρμηνεία· «Ταλαίπωρη Μάρθα, βυθίστηκες στίς πολλές μέριμνες τοῦ κόσμου. ῞Ενα μόνο σοῦ χρειάζεται· νά ἐγκαταλείψεις τά κοσμικά καί νά στραφεῖς πρός τά πνευματικά, ὅπως ἡ Μαρία. ᾿Από τίς δύο ἀσχολίες ἡ ἀγαθή εἶναι αὐτή τήν ὁποία διάλεξε ἡ Μαρία». ῾Η διαμαρτυρία τῆς Μάρθας ἐπίσης θεωρήθηκε ὡς ἐκδήλωση ζηλοτυπίας πρός τήν ἀδελφή της. Μέ τίς ἑρμηνεῖες αὐτές ἀδικεῖται ἡ ἀλήθεια καί παρεξηγεῖται τό πρόσωπο τῆς Μάρθας, ὅτι τάχα ἀσχολεῖται μόνο μέ τήν ὕλη καί δέν ἔχει ἀνώτερες πνευματικές πτήσεις ὅπως ἡ Μαρία. ᾿Εντούτοις, τά Εὐαγγέλια παρουσιάζουν τήν Μάρθα ὡς γυναίκα ἀνδρεία καί ὑψιπέτη θεολόγο (βλ. ᾿Ιω 11,21-28).
῾Η Μάρθα ὑπερνικᾶ τήν προσωπική της ἐπιθυμία καί εὐχαρίστηση νά ἀκούσει τόν Διδάσκαλο, μεριμνώντας γιά τήν ἐξυπηρέτηση καί εὐχαρίστηση τῶν ἄλλων. ῾Ως μεγαλύτερη καί ὡριμότερη θυσιάζεται, γιά νά ἐκφράσει τήν ἀγάπη καί τήν στοργή της στούς κουρασμένους ἐπισκέπτες. Μάλιστα, καταπιάνεται μέ πολλές φροντίδες καί δουλειές, ὥστε νά τούς περιποιηθεῖ πλούσια καί νά τούς εὐχαριστήσει μέ πολλά καί ἀξιόλογα φαγητά. Μέ τήν συμπεριφορά της μιμεῖται τόν Κύριο πού, ἐνῶ ἔφθασε στό σπίτι της κατάκοπος ἀπό τήν ὁδοιπορία, δέν σκέπτεται τήν δική του ἀνάπαυση, δέν ἐνδιαφέρεται γιά τό φαγητό, ἀλλά διδάσκει γιά νά ὠφελήσει τούς ἀκροατές (πρβλ. 4,34). ῾Η Μαρία, ἡ ὁποία ἦταν καί μικρότερη, κάθισε ἀμέριμνη καί ἀπολάμβανε τήν διδασκαλία τοῦ Κυρίου. ῾Η Μάρθα προχώρησε στήν ἐφαρμογή τῶν λόγων τοῦ Διδασκάλου, στήν θυσία.
῾Ο μακαρισμός τῆς μητέρας τοῦ ᾿Ιησοῦ (Λκ 11,27-28)
᾿Ενῶ οἱ φαρισαῖοι καί οἱ γραμματεῖς συκοφαντοῦν τόν ᾿Ιησοῦ ὡς συνεργάτη τοῦ σατανᾶ, μία ἁπλῆ καί ἄδολη γυναίκα ἀπό τό ἀνώνυμο πλῆθος διακρίνει τήν σοφία καί τήν δύναμη τοῦ λόγου του, παραδέχεται τήν ἁγιότητά του καί αὐθόρμητα τόν ἐγκωμιάζει μακαρίζοντας τήν μητέρα του. Τό περιστατικό ἀποτελεῖ ἐκπλήρωση τῆς προφητείας τῆς Παρθένου· «ἀπὸ τοῦ νῦν μακαριοῦσί με πᾶσαι αἱ γενεαί» (Λκ 1,48). ῾Ο θεόπνευστος Λουκᾶς, πού σάν ψήγματα χρυσοῦ συνέλεξε ὅ,τι εἶχε σχέση μέ τό πρόσωπο τῆς παναγίας Μητέρας, δέν θέλησε νά παρατρέξει οὔτε αὐτή τήν λεπτομέρεια. ῎Ετσι μᾶς διέσωσε καί μία πολύ σπουδαία διδασκαλία τοῦ Κυρίου, πού δέν ἀναφέρεται ἀπό τούς ἄλλους εὐαγγελιστές.
11,27. ᾿Εγένετο δὲ ἐν τῷ λέγειν αὐτὸν ταῦτα ἐπάρασά τις γυνὴ φωνὴν ἐκ τοῦ ὄχλου εἶπεν αὐτῷ· μακαρία ἡ κοιλία ἡ βαστάσασά σε καὶ μαστοὶ οὓς ἐθήλασας.
Καθώς ὁ ᾿Ιησοῦς δίδασκε, ἐν τῷ λέγειν αὐτὸν ταῦτα, ὕψωσε τήν φωνή της μία γυναίκα ἀπό τό πλῆθος πού τόν ἄκουγε, ἐπάρασά τις γυνὴ φωνὴν ἐκ τοῦ ὄχλου, καί ἀπευθυνόμενη πρός τόν Διδάσκαλο εἶπε· μακαρία ἡ κοιλία ἡ βαστάσασά σε καὶ μαστοὶ οὓς ἐθήλασας. Συνεπαρμένη ἀπό τήν διδασκαλία του ἐκφράσθηκε ὅπως θά ἐκφραζόταν καί σήμερα μία ἁπλῆ γυναίκα τοῦ λαοῦ· «Παλληκάρι μου, καλότυχη ἡ μάνα πού σέ γέννησε καί σέ ἀνέθρεψε!».
Μέ διάκριση καί σεμνότητα ἡ ἀνώνυμη γυναίκα δέν ἀπευθύνεται ἄμεσα στό πρόσωπο τοῦ ᾿Ιησοῦ· αὐτό θά μποροῦσε ἴσως νά θεωρηθεῖ ὡς κολακεία. Τόν ἐπαινεῖ μακαρίζοντας τήν μητέρα του. ᾿Από τόν ἔπαινο τῆς μητέρας εὔκολα ἀνάγεται κανείς στόν ἔπαινο τοῦ υἱοῦ. ῎Αν μακαρίζεται ἡ μητέρα χάριν τοῦ υἱοῦ, εἶναι ἐμφανές πόσο ἀξιομακάριστος θά εἶναι ὁ ἴδιος.
11,28. Αὐτὸς δὲ εἶπε· μενοῦνγε μακάριοι οἱ ἀκούοντες τὸν λόγον τοῦ Θεοῦ καὶ φυλάσσοντες αὐτόν.
Αὐτὸς δέ, ὁ Κύριος, ἀπαντᾶ ὅτι συμφωνεῖ ἀπόλυτα καί ἀποδέχεται τήν εἰλικρινῆ καί ἄδολη, τήν αὐθόρμητη ἔκφραση τοῦ θαυμασμοῦ πρός τήν μητέρα του. Αὐτό δηλώνουν μέ ἔμφαση τά τρία βεβαιωτικά μόρια, μὲν-οὖν-γε. ᾿Αλλά μέ ὅσα προσθέτει στήν συνέχεια θέλει νά ὁδηγήσει τήν σκέψη τῶν ἀκροατῶν του καί σέ μία ἄλλη ἀλήθεια, πού προβάλλει τήν παναγία Μητέρα του ὡς πρότυπο τῶν πιστῶν. Λέγει· μενοῦνγε μακάριοι οἱ ἀκούοντες τὸν λόγον τοῦ Θεοῦ καὶ φυλάσσοντες αὐτόν, δηλαδή, «ναί, μάλιστα, βέβαια! εἶναι μακαρία ἡ μητέρα μου, ἀλλά μακάριοι εἶναι καί ἐκεῖνοι πού ἀκοῦν καί τηροῦν τόν λόγο τοῦ Θεοῦ».
῾Η ἀνώνυμη γυναίκα μακάρισε -καί πολύ σωστά- τήν Παναγία γιά τήν συγγένειά της μέ τόν ᾿Ιησοῦ. ῎Ηδη ὅμως ὁ Κύριος εἶχε κάνει λόγο γιά τούς δεσμούς τῆς πνευματικῆς συγγένειας πού εἶναι ἡ ἀνώτερη (βλ. Λκ 8,21). Τονίζει, λοιπόν, ὅτι ἡ μακαριότητα τῆς Παρθένου, ἡ ὕψιστη δόξα της συνίσταται στό ὅτι ἐκλέχθηκε νά γίνει μητέρα του, διότι δέχθηκε νά ἐκτελέσει τόν λόγο τοῦ Θεοῦ. Σ᾿ αὐτό καλοῦνται νά τήν μιμηθοῦν ὅλοι ὅσοι ἐπιθυμοῦν νά γίνουν μέτοχοι τῆς μακαριότητός της (πρβλ. ᾿Απ 1,3).
Στεργίου Σάκκου, Ἑρμηνεία στό κατά Λουκᾶν Εὐαγγέλιο, τόμ. B΄, σελ.136-140 & 166-167
Ὁ Ἰησοῦς στήν Ναζαρέτ
Τήν ἐπίσκεψη τοῦ Ἰησοῦ στήν Ναζαρέτ ἐξιστορεῖ λεπτομερῶς ὁ εὐαγγελιστής Λουκᾶς, ἐνῶ οἱ ἄλλοι εὐαγγελιστές τήν μνημονεύουν μέ συντομία (βλ. Μθ 13,53-58· Μρ 6,1-6).
4,16. Καὶ ἦλθεν εἰς τὴν Ναζαρέτ, οὗ ἦν τεθραμμένος, καὶ εἰσῆλθε κατὰ τὸ εἰωθὸς αὐτῷ ἐν τῇ ἡμέρᾳ τῶν σαββάτων εἰς τὴν συναγωγήν, καὶ ἀνέστη ἀναγνῶναι.
Ὁ Ἰησοῦς γεννήθηκε στήν Βηθλεέμ, ἀλλά μετά τήν ἐπιστροφή του ἀπό τήν Αἴγυπτο ἐγκαταστάθηκε καί ἔζησε στήν Ναζαρέτ· γι’ αὐτό τοῦ δόθηκε ἡ προσωνυμία «Ναζωραῖος» (Μθ 2,23). Στό ξεκίνημα τῆς δημόσιας δράσεώς του καί ἀφοῦ προηγουμένως εἶχε κηρύξει καί θαυματουργήσει στήν εὐρύτερη περιοχή τῆς Ἰουδαίας καί τῆς Γαλιλαίας, ἦλθεν εἰς Ναζαρέτ, οὗ ἦν τεθραμμένος. Θέλησε νά ἐπισκεφθεῖ τούς συμπατριῶτες του, νά ἀποδώσει τά τροφεῖα στόν τόπο πού τόν μεγάλωσε· «ἵνα καὶ ἡμᾶς διδάξῃ», γράφει ὁ ἅγιος Θεοφύλακτος, «πρότερον τοὺς οἰκείους εὐεργετεῖν καὶ τούτους ἐκδιδάσκειν, εἶτα καὶ εἰς τοὺς λοιποὺς τὴν φιλανθρωπίαν ἐκχέειν».
Στήν Ναζαρέτ, τήν ἡμέρα τοῦ Σαββάτου πῆγε στήν συναγωγή κατὰ τὸ εἰωθὸς αὐτῷ. Συνήθιζε ὁ Ἰησοῦς, καθ’ ὅλο τό διάστημα πού ἔμενε στήν Ναζαρέτ, νά πηγαίνει στήν συναγωγή κάθε Σάββατο. Ἡ συνήθειά του αὐτή φανερώνει ὅτι εἶναι θεάρεστη ἡ συμμετοχή στίς ἱερές συνάξεις τῶν πιστῶν.
Στήν συναγωγή οἱ ὁμιλητές διάβαζαν ὄρθιοι τήν περικοπή ἐκφράζοντας ἔτσι τόν σεβασμό τους πρός τό ἱερό κείμενο. Ὁ Ἰησοῦς, πού γιά χρόνια ἦταν ἕνας ἁπλός ἀκροατής καί μαθητής στόν χῶρο ἐκεῖνο, σηκώνεται ὡς διδάσκαλος αὐτή τήν φορά νά διαβάσει, ἀνέστη ἀναγνῶναι, καί στήν συνέχεια νά κηρύξει μέ παρρησία στούς συμπατριῶτες του.
4,17. Καὶ ἐπεδόθη αὐτῷ βιβλίον Ἠσαΐου τοῦ προφήτου, καὶ ἀναπτύξας τὸ βιβλίον εὗρε τὸν τόπον οὗ ἦν γεγραμμένον.
Τά βιβλία τῆς ἐποχῆς ἐκείνης εἶχαν τήν μορφή ρολοῦ, ὁ ὁποῖος φυλασσόταν μέσα σέ κύλινδρο. Ὁλόκληρη ἡ Παλαιά Διαθήκη συμπεριλαμβανόταν σέ εἰκοσιδύο ρολούς. Ὁ ὑπηρέτης τῆς συναγωγῆς ἔδωσε στόν Κύριο βιβλίον Ἠσαΐου τοῦ προφήτου, δηλαδή τόν ἀντίστοιχο ρολό. Ὁ Κύριος ἀφοῦ ξετύλιξε, ἀναπτύξας τόν ρολό, βρῆκε τήν προγραμματισμένη περικοπή τῆς ἡμέρας· ἦταν οἱ δύο πρῶτοι στίχοι τοῦ 61ου κεφαλαίου τῆς προφητείας τοῦ Ἠσαΐα.
4,18-19. Πνεῦμα Κυρίου ἐπ’ ἐμέ, οὗ εἵνεκεν ἔχρισέ με, εὐαγγελίσασθαι πτωχοῖς ἀπέσταλκέ με, ἰάσασθαι τοὺς συντετριμμένους τὴν καρδίαν, κηρῦξαι αἰχμαλώτοις ἄφεσιν καὶ τυφλοῖς ἀνάβλεψιν, ἀποστεῖλαι τεθραυσμένους ἐν ἀφέσει, κηρῦξαι ἐνιαυτὸν Κυρίου δεκτόν.
Ἡ περικοπή τήν ὁποία διάβασε ὁ Ἰησοῦς στήν συναγωγή τῆς Ναζαρέτ ἀφοροῦσε στό πρόσωπο τοῦ Μεσσία, στήν σωτηρία καί στήν δόξα πού θά προσφέρει στόν λαό τοῦ Θεοῦ. Ὁ Μεσσίας μιλᾶ μέ τό στόμα τοῦ προφήτη Ἠσαΐα καί λέγει· Πνεῦμα Κυρίου ἐπ’ ἐμέ, οὗ εἵνεκεν ἔχρισέ με. Σ’ αὐτόν ἀναπαύεται τό ἅγιο Πνεῦμα καί τόν καθιστᾶ τόν κατεξοχήν «Χριστόν». Ἡ ἀποστολή του παρουσιάζεται συνοπτικά ὡς ἑξῆς·
α) Εὐαγγελίσασθαι πτωχοῖς ἀπέσταλκέ με· φέρνει ἄγγελμα χαρᾶς στούς πτωχούς, δηλαδή στούς ταπεινούς καί καταφρονημένους πού ἀναζητοῦν τόν Θεό καί περιμένουν τήν θεία λύτρωση.
β) Ἰάσασθαι τοὺς συντετριμμένους τὴν καρδίαν· χαρίζει τήν θεραπεία σέ ἐκείνους πού ἔχουν συντετριμμένη καρδιά, στούς ἀπελπισμένους καί ἀπογοητευμένους.
γ) Κηρῦξαι αἰχμαλώτοις ἄφεσιν· κηρύττει τήν ἀπελευθέρωση ἀπό τόν ζυγό τῆς αἰχμαλωσίας τοῦ σατανᾶ καί τῆς ἁμαρτίας.
δ) Καὶ τυφλοῖς ἀνάβλεψιν· δίνει στούς τυφλούς φῶς, φυσικό καί πνευματικό.
ε) Ἀποστεῖλαι τεθραυσμένους ἐν ἀφέσει· παρέχει τήν ἄφεση, τήν θεραπεία καί τήν ἀνόρθωση στούς τσακισμένους καί ἐξουθενωμένους, στούς ἀποτυχημένους. Τούς παρέχει ἐλπίδα κι ἀνοίγει διέξοδο στό ἀδιέξοδό τους.
Εἶναι ἀξιοσημείωτο ὅτι τόν πέμπτο στόχο τῆς ἀποστολῆς του τόν διατυπώνει ὁ Κύριος χρησιμοποιώντας χωρίο ἀπό προηγούμενο κεφάλαιο τοῦ Ἠσαΐα (βλ. 58,6) καί ὄχι ἀπό τήν συγκεκριμένη περικοπή (Ἠσ 61,1-2), τήν ὁποία χρησιμοποίησε γιά τούς ἄλλους στόχους. Ὡς κύριος καί κάτοχος τῆς ἁγίας Γραφῆς μποροῦσε, φυσικά, νά τήν χρησιμοποιεῖ ἐλεύθερα. Τέλος, στήν ἑπόμενη φράση συνοψίζει ὅλους τούς στόχους τῆς ἀποστολῆς του·
στ) Κηρῦξαι ἐνιαυτὸν Κυρίου δεκτόν· κηρύττει τό ἰωβηλαῖο τοῦ Θεοῦ. Οἱ ἰουδαῖοι κάθε πενήντα χρόνια κήρυτταν μέ σάλπιγγες καί τύμπανα τήν ἔναρξη τοῦ ἰωβηλαίου ἔτους, κατά τό ὁποῖο διαγράφονταν τά χρέη, ἐλευθερώνονταν οἱ δοῦλοι, ἀφήνονταν ἀκαλλιέργητοι οἱ ἀγροί (βλ. Λε 25,8-13). Ἡ γιορτή αὐτή εἶχε ὡς σκοπό τήν διατήρηση τῆς ἰσότητος μεταξύ τῶν Ἰσραηλιτῶν καί τήν ἀγρανάπαυση. Συνιστοῦσε προτύπωση τῆς μεσσιακῆς ἐποχῆς, κατά τήν ὁποία οἱ πιστοί θά ἀπολαμβάνουν τήν πατρική ἀγαθότητα, πού διαγράφει τίς ἁμαρτίες, ἐλευθερώνει ἀπό τά πάθη, χαρίζει φῶς καί πνευματική ἀνόρθωση, τήν ἀληθινή ἀνάπαυση καί εἰρήνη.
4,20. Καὶ πτύξας τὸ βιβλίον ἀποδοὺς τῷ ὑπηρέτῃ ἐκάθισε· καὶ πάντων ἐν τῇ συναγωγῇ οἱ ὀφθαλμοὶ ἦσαν ἀτενίζοντες αὐτῷ.
Μετά τήν ἀνάγνωση τῆς περικοπῆς ὁ Κύριος πτύξας τὸ βιβλίον, τύλιξε τό ρολό-βιβλίο, καί ἀποδοὺς τῷ ὑπηρέτῃ, ἀφοῦ τό ἐπέστρεψε γιά νά μπεῖ ξανά στήν θέση του (βλ. σχόλια στό 4,15), ἐκάθισε· μόνο κατά τήν ἀνάγνωση ὄφειλε νά μένει ὄρθιος ὁ ἀναγνώστης. Τό παράστημα τοῦ Ἰησοῦ, ὁ τρόπος μέ τόν ὁποῖο διάβασε τήν περικοπή -εἶχε προηγηθεῖ ἤδη καί ἡ φήμη του- τράβηξαν τήν προσοχή ὅλων. Ἔτσι πάντων ἐν τῇ συναγωγῇ οἱ ὀφθαλμοὶ ἦσαν ἀτενίζοντες αὐτῷ, ὅλοι κάρφωσαν τό βλέμμα τους ἐπάνω του.
4,21. ῎Ηρξατο δὲ λέγειν πρὸς αὐτοὺς ὅτι σήμερον πεπλήρωται ἡ γραφὴ αὕτη ἐν τοῖς ὠσὶν ὑμῶν.
Μέ σαφήνεια καί ἁπλότητα ὁ Κύριος ἀνέπτυξε τήν προφητεία πού διάβασε, διαβεβαιώνοντας ὅτι ἐκπληρώνεται σήμερον στό πρόσωπό του. Αὐτός εἶναι ὄχι ἁπλῶς «χριστός Κυρίου» ἀλλά «Χριστός Κύριος» (βλ. Λκ 2,11)· δέν χρειάζεται νά χρισθεῖ, διότι -ἤδη ἀπό τήν ὥρα τῆς σαρκώσεώς του- ἔχει δικό του ὅλο τό ἅγιο Πνεῦμα ὡς θεάνθρωπος, ὁμοούσιος μέ τόν Πατέρα καί τόν Παράκλητο (βλ. σχόλια στό 4,1). Ἡ προφητεία τοῦ Ἠσαΐα ἀποτελεῖ τό διάγγελμα τοῦ Μεσσία. Καθώς ὁ Ἰησοῦς τήν ἐφαρμόζει στό πρόσωπό του ἀποκαλύπτει ὅτι εἶναι·
α) ὁ διδάσκαλος πού μέ τήν σοφία του θά διδάξει τήν ἀλήθεια καί θά ἐλευθερώσει τούς ἀνθρώπους ἀπό τήν ἄγνοια, τήν πλάνη καί τόν πόνο·
β) ὁ ἀρχιερέας πού μέ τήν θυσία του θά λυτρώσει τόν κόσμο ἀπό τήν ἁμαρτία, τήν φθορά καί τόν θάνατο·
γ) ὁ βασιλιάς πού μέ τήν δύναμή του θά δημιουργήσει μιά αἰώνια βασιλεία, στήν ὀποία οἱ πιστοί θά ἀπολαμβάνουν τήν εὐτυχία τῆς μεσσιακῆς ἐποχῆς.
4,22. Καὶ πάντες ἐμαρτύρουν αὐτῷ καὶ ἐθαύμαζον ἐπὶ τοῖς λόγοις τῆς χάριτος τοῖς ἐκπορευομένοις ἐκ τοῦ στόματος αὐτοῦ καὶ ἔλεγον· οὐχ οὗτός ἐστιν ὁ υἱὸς Ἰωσήφ;
Στήν συναγωγή τῆς Ναζαρέτ δικαιώθηκε ἡ φήμη τήν ὁποία εἶχε ὁ Ἰησοῦς ὡς θαυμαστός διδάσκαλος. Ὅλοι οἱ παρευρισκόμενοι ἐμαρτύρουν αὐτῷ, ἔδιναν τήν μαρτυρία τους ὅτι μένουν κατάπληκτοι ἀπό ὅσα ἀκοῦν καί βλέπουν. Τό ρῆμα ἐθαύμαζον ἐκφράζει αὐτήν ἀκριβῶς τήν ἔκπληξή τους. Ἀναγνώριζαν τήν χάρη, τήν γλυκύτητα τῶν λόγων του. Ἐξέφραζαν ὅμως ἔντονα καί τήν ἀπορία τους· οὐχ οὗτός ἐστιν ὁ υἱὸς Ἰωσήφ; Κατά τήν συνήθεια τῆς ἐποχῆς τό πατρώνυμο «υἱὸς Ἰωσὴφ» ἐπέχει θέση ἐπωνύμου. Γνώριζαν οἱ κάτοικοι τῆς Ναζαρέτ τήν οἰκογένεια τοῦ Ἰησοῦ. ῎Ηξεραν, ἐπίσης, ὅτι αὐτός μεγάλωσε ἀνάμεσά τους, χωρίς νά ἔχει λάβει ἰδιαίτερη μόρφωση. Δέν μποροῦσαν, λοιπόν, νά ἑρμηνεύσουν τήν σοφία καί τήν παρρησία πού χαρακτήριζε τήν διδασκαλία του. Ἐξάλλου, δέν ἦταν γι’ αὐτούς εὔκολο νά παραδεχθοῦν ὅτι ἐφαρμόζεται στόν συγχωριανό τους ὅ,τι εἶχε προφητεύσει ὁ Ἠσαΐας.
4,23. Καὶ εἶπε πρὸς αὐτούς· πάντως ἐρεῖτέ μοι τὴν παραβολὴν ταύτην· ἰατρέ, θεράπευσον σεαυτόν· ὅσα ἠκούσαμεν γενόμενα ἐν τῇ Καπερναούμ, ποίησον καὶ ὧδε ἐν τῇ πατρίδι σου.
Ὁ καρδιογνώστης Κύριος γνωρίζει τούς διαλογισμούς τῶν συμπατριωτῶν του. Ἦταν ἕτοιμοι νά τοῦ ποῦν τήν παραβολήν, τήν παροιμία πού συνηθίζονταν στούς Ἰουδαίους ἀλλά καί στούς Ρωμαίους καί στούς Ἕλληνες· ἰατρέ, θεράπευσον σεαυτόν. Ἄν δέν μπορεῖς νά ἐπιτελέσεις καί στήν Ναζαρέτ κάποια ἀπό τά σημεῖα πού ἔκανες στήν Καπερναούμ, ὥστε ἔτσι νά βοηθήσεις τόν ἑαυτό σου καί νά τόν ἀπαλλάξεις ἀπό τήν περιφρόνηση τῶν συμπατριωτῶν σου, πῶς ἰσχυρίζεσαι ὅτι θά θεραπεύσεις ἄλλους ἐφαρμόζοντας στό πρόσωπό σου τό «ἰάσασθαι τοὺς συντετριμμένους»;
Ὁ Κύριος, ὡστόσο, ἐπιτελοῦσε σημεῖα μόνο γιά τούς πιστούς, οἱ ὁποῖοι θά μποροῦσαν νά καρπωθοῦν ἀπό αὐτά κάποια ὠφέλεια. Ἀρνεῖται νά κάνει σημεῖο στόν τόπο του, ἐπειδή διακρίνει τήν ἀπιστία τῶν Ναζαρηνῶν· δέν θέλει νά κερδίσει τήν πίστη τους μέ τρόπο δυναμικό καί ἐντυπωσιακό. Περιορίζεται νά τούς θυμίσει τήν προφητεία, ὥστε συνδυάζοντάς την μέ ὅσα γνώριζαν γιά τό πρόσωπό του, νά καταλάβουν ποιός πραγματικά εἶναι. Ἐκεῖνοι, ἀπεναντίας, ἐνῶ ἔχουν ὅλα τά τεκμήρια πού θά ἔπρεπε νά τούς ὁδηγήσουν σέ εἰλικρινῆ θαυμασμό, ἐκφράζονται γι’ αὐτόν μέ περιφρόνηση. Ἔτσι ἀποκαλύπτεται ἡ κακότητα τῶν κατοίκων τῆς Ναζαρέτ (πρβλ. Ἰω 1,47).
4,24. Εἶπε δέ· ἀμὴν λέγω ὑμῖν ὅτι οὐδεὶς προφήτης δεκτός ἐστιν ἐν τῇ πατρίδι αὐτοῦ.
Ἀρχίζοντας μέ τό ἀμὴν ὁ Ἰησοῦς δίδει ἐπισημότητα στόν λόγο του. Ἡ παροιμία πού μνημονεύει, οὐδεὶς προφήτης δεκτὸς ἐν τῇ πατρίδι αὐτοῦ, εἶχε τήν ἐφαρμογή της καί στούς προφῆτες τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης (βλ. Ἰε 11,21). Σέ μιά κλειστή κοινωνία εὐκολώτερα προβάλλεται ἡ προσωπικότητα κάποιου ξένου. Ὁ γνωστός καί οἰκεῖος στερεῖται συνήθως τήν τιμή πού τοῦ ἁρμόζει, διότι δέν ἀναγνωρίζεται ἡ ἀνωτερότητά του, ἀλλά ἀντίθετα προκαλεῖ τόν φθόνο.
4,25-27. Ἐπ’ ἀληθείας δὲ λέγω ὑμῖν, πολλαὶ χῆραι ἦσαν ἐν ταῖς ἡμέραις Ἠλιοὺ ἐν τῷ Ἰσραήλ, ὅτε ἐκλείσθη ὁ οὐρανὸς ἐπὶ ἔτη τρία καὶ μῆνας ἕξ, ὡς ἐγένετο λιμὸς μέγας ἐπὶ πᾶσαν τὴν γῆν, καὶ πρὸς οὐδεμίαν αὐτῶν ἐπέμφθη Ἠλίας εἰ μὴ εἰς Σάρεπτα τῆς Σιδωνίας πρὸς γυναῖκα χήραν. Καὶ πολλοὶ λεπροὶ ἦσαν ἐπὶ Ἐλισαίου τοῦ προφήτου ἐν τῷ Ἰσραήλ, καὶ οὐδεὶς αὐτῶν ἐκαθαρίσθη εἰ μὴ Νεεμὰν ὁ Σύρος.
Ὁ Ἰησοῦς θέλει νά φέρει τούς συμπατριῶτες του σέ συναίσθηση καί μετάνοια. Γι’ αὐτό τούς ἐλέγχει αὐστηρά, χρησιμοποιώντας δύο παραδείγματα ἀπό τήν Παλαιά Διαθήκη, πού ἑρμηνεύουν τήν στάση του ἀπέναντί τους.
Τό πρῶτο περιστατικό ἀναφέρεται στόν προφήτη Ἠλία (βλ. Γ´ Βα 17,1-16· πρβλ. Ἰα 5,17-18). Στίς ἡμέρες του ἔκλεισε ὁ οὐρανός καί δέν ἔβρεξε ἐπί τρία χρόνια καί ἕξι μῆνες. Ἡ ἀνομβρία ἐπηρέασε τίς καλλιέργειες καί ἔπεσε πείνα σέ ὅλη τήν χώρα. Τότε, λοιπόν, καί ἐνῶ ἡ ἀλλοεθνής βασίλισσα Ἰεζάβελ προσπαθοῦσε νά παρασύρει τόν ἰσραηλιτικό λαό στήν εἰδωλολατρία, ὁ Θεός ἔστειλε τόν προφήτη Ἠλία στά Σάρεπτα τῆς Σιδωνίας· φιλοξενήθηκε στό σπίτι μιᾶς ἀλλοεθνοῦς χήρας καί μέ σημεῖο κατέστησε ἀμείωτο τό ἀλεύρι καί τό λάδι τῆς οἰκογένειας. Πρόκειται γιά μιά στροφή στά ἔθνη τήν ἐποχή τῆς αὐστηρῆς ἐθνικιστικῆς νοοτροπίας τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης.
Τό δεύτερο παράδειγμα ἀφορᾶ στόν προφήτη Ἐλισαῖο (βλ. Δ´ Βα κεφ. 5). Στήν ἐποχή του ὑπῆρχαν πολλοὶ λεπροὶ (βλ. Δ´ Βα 7,3), ἀλλά ἀπό ὅλους αὐτούς θεραπεύθηκε μόνον ὁ Νεεμὰν ὁ Σύρος, ἕνας εἰδωλολάτρης. Ὁ Θεός δέν εἶναι προσωπολήπτης. Ἐπιτελεῖ σημεῖα σέ ὅσους δείχνουν πίστη στήν δύναμή του, ἔστω καί ἄν αὐτοί εἶναι ἐθνικοί. Καί ὁ Ἰησοῦς συνάντησε ἐθνικούς μέ μεγάλη πίστη, τήν ὁποία θαύμασε καί ἐπιβράβευσε (βλ. Μθ 8,10· 15,28).
Τά δύο παλαιοδιαθηκικά παραδείγματα ἐπισημαίνουν ὅτι·
α) Οἱ κάτοικοι τῆς Ναζαρέτ εἶναι ἀνάξιοι νά δοῦν σημεῖα, ἐξαιτίας τῆς πεισματικῆς ἀπιστίας τους.
β) Τό κήρυγμα τοῦ εὐαγγελίου θά ἀγκαλιάσει τούς ἐθνικούς ὄχι γιά νά ἀλλοιωθεῖ ἀπό αὐτούς, ἀλλά γιά νά τούς μεταβάλει σέ πιστούς, νά τούς ἐκχριστιανίσει. Εἶναι τό μήνυμα πού μέ ἰδιαίτερη συγκίνηση καί ἐπιμονή μεταφέρει ὁ εὐαγγελιστής Λουκᾶς.
γ) Μετά τήν ἀνάστασή του ὁ Κύριος θά ἐγκαταλείψει ὄχι μόνο τούς συμπατριῶτες του ἀλλά καί ὅλον τόν Ἰσραήλ καί θά στραφεῖ πλέον στά ἔθνη. Τό ἴδιο νόημα ἔχει καί «τὸ σημεῖον Ἰωνᾶ τοῦ προφήτου» (Μθ 12,39-40· Λκ 11,29-30), μέ τό ὁποῖο ἀργότερα ὁ Κύριος ἀπείλησε τούς σκληρόκαρδους γραμματεῖς καί φαρισαίους, πού ἀπαιτοῦσαν νά τούς δείξει σημεῖο. Ἡ διακήρυξη αὐτή ὄχι μόνο φόβιζε ἀλλά καί ἐξόργιζε τούς Ἰουδαίους, διότι θεωροῦσαν ὅτι εἶναι οἱ μόνοι καί ἀποκλειστικοί δέκτες τῶν εὐλογιῶν τοῦ Θεοῦ.
4,28. Καὶ ἐπλήσθησαν πάντες θυμοῦ ἐν τῇ συναγωγῇ ἀκούοντες ταῦτα.
Ἀκούγοντας τά τελευταῖα λόγια τοῦ Ἰησοῦ οἱ Ναζαρηνοί θύμωσαν πολύ. Δέν μπόρεσαν νά ἀνεχθοῦν τόν ἔλεγχό του. Ἀπαιτοῦσαν μιά ἐξαιρετική εὔνοια ἀπό τόν συμπατριώτη τους. Ἡ συμπεριφορά τους ἀπέδειξε ὅτι πολύ σωστά καί δίκαια τούς ἀντιμετώπισε ὁ Κύριος. «Ἔδειξαν ἐντεῦθεν ἀναξίους σημείων ἑαυτοὺς καὶ τὸν περὶ τούτου λόγον τοῦ Σωτῆρος ἐβεβαίωσαν, ἀφ’ ὧν ἐπεχείρησαν», σχολιάζει ὁ Ζιγαβηνός.
4,29-30. καὶ ἀναστάντες ἐξέβαλον αὐτὸν ἔξω τῆς πόλεως καὶ ἤγαγον αὐτὸν ἕως ὀφρύος τοῦ ὄρους, ἐφ’ οὗ ἡ πόλις αὐτῶν ᾠκοδόμητο, εἰς τὸ κατακρημνίσαι αὐτόν· αὐτὸς δὲ διελθὼν διὰ μέσου αὐτῶν ἐπορεύετο.
Ὁ θυμός τῶν Ναζαρηνῶν ἦταν τόσο ἔντονος, ὥστε παρ’ ὅτι ἐντυπωσιάσθηκαν ἀπό τήν διδασκαλία τοῦ Ἰησοῦ (βλ. στ. 22) ἀποφάσισαν νά τόν ἐκδικηθοῦν ἀμέσως γιά τήν προσβολή πού τούς ἔκανε. Τόν ἔβγαλαν, λοιπόν, ἔξω ἀπό τήν πόλη καί τόν ὁδήγησαν ἕως ὀφρύος τοῦ ὄρους, στήν κορυφή τοῦ βουνοῦ ἐπάνω στό ὁποῖο ἦταν κτισμένη ἡ Ναζαρέτ, γιά νά τόν γρεμίσουν ἀπό ἐκεῖ.
Πῶς γλύτωσε ἀπό τόν βέβαιο θάνατο ὁ Κύριος δέν ἀναφέρεται. Τό πιθανότερο εἶναι ὅτι, ὅταν τόν ἔφεραν ὥς τό χεῖλος τοῦ γκρεμοῦ, παρέλυσαν τά χέρια τους. Τότε ὁ Ἰησοῦς πέρασε διά μέσου αὐτῶν καί ἔφυγε, ὅπως ὁ βασιλιάς ἀνάμεσα ἀπό τούς παραστάτες πού τοῦ ἄνοιξαν δρόμο ἤ ὅπως ὁ νικητής ἀνάμεσα ἀπό ἡττημένους ἀντιπάλους του.
Ὁ Ἰησοῦς ἦταν «φρουρούμενος τῇ ἡνωμένῃ αὐτῷ θεότητι»14. Εἶχε τήν ἐξουσία νά «καταθέσει» τήν ζωή του ἤ νά τήν «λάβει», ὅταν ὁ ἴδιος τό θελήσει (βλ. Ἰω 10,18). Βρισκόταν, ἐξάλλου, στήν ἀρχή τοῦ κηρύγματός του. Θά ἦταν ἄκαιρο νά ὁδηγηθεῖ στόν θάνατο πρίν κηρύξει τόν λόγο τῆς ἀληθείας. Ἀργότερα, ἔγιναν ἀπό τούς ἐχθρούς του καί κάποιες ἄλλες ἀπόπειρες νά τόν συλλάβουν, ἀλλά ἀπέτυχαν, «ὅτι οὔπω ἐληλύθει ἡ ὥρα αὐτοῦ» (βλ. Ἰω 7,30). Ὁ Ἰησοῦς βάδισε πρός τό ἑκούσιο πάθος του τηρώντας ἕνα πρόγραμμα, ἕνα προκαθορισμένο σχέδιο. Ὅταν Ἐκεῖνος ἔκρινε κατάλληλη τήν στιγμή, παρέδωσε τόν ἑαυτό του στά χέρια τῶν ἐχθρῶν του, καί τέλος, παρέδωσε τό πνεῦμα του ἐπάνω στόν σταυρό λέγοντας· «τετέλεσται» (Ἰω 19,30).
Στεργίου Σάκκου, Ἑρμηνεία στό κατά Λουκᾶν Α΄, σελ. 183-191