Super User

Super User

Κυριακή, 20 Ιούλιος 2014 03:00

Πολλά ἤ αἰώνια;

xronia polla«Χρόνια πολλά», μιά εὐχή πού πλη­θωρικά ἀκούγεται στήν ἀρχή τοῦ νέου ἔτους –καί ὄχι μόνο- σέ ὅλα τά πλάτη καί μήκη τῆς γῆς. Διατυπωμένη προφορικά σέ ποιητικό ἤ πε­ζό λόγο ἤ γραπτά μέ ἁπλά ἤ καλλιγραφικά γράμ­ματα, σέ μιά κόλλα χαρτί ἤ σέ κάρτες ἐντυ­πωσιακές, σέ διάφορα ἔντυπα ἤ σέ ἠ­λεκτρονική μορφή, προβάλλει μέ­σα ἀπό τίς δύο λέ­ξεις της τόν κοινό παν­α­θρώπινο πό­θο, τήν δίψα μας γιά ζωή. Καθώς δια­χέ­ον­ται ἀ­κόμη γύρω μας οἱ ἀ­πόηχοι τῆς ἑορ­τα­στικῆς ἀτμό­σφαιρας ταιριάζει νά ἀπο­τολμή­σου­με ἕναν σχολιασμό στό νό­ημα τῆς εὐ­χῆς.
 Καί πρῶτα-πρῶτα, τί σημαίνει αὐτό τό «χρό­νια πολλά»; Πόσα εἶναι τά πολλά χρόνια πού εὐχό­μαστε; Δέν χορταί­νου­με οὔτε μέ ἑκατό οὔτε μέ χίλια χρόνια, διότι εἴμαστε πλασμένοι γιά τήν αἰωνιό­τητα. Κι ἄν ὅλοι θέλουμε πολλά, ἀτέ­­λειωτα χρόνια ζωῆς, ποιός ἀπό μᾶς ἀ­γνοεῖ ὅτι ἀργά ἤ γρή­γο­ρα τελειώνει ἡ ζωή μας σ' αὐτόν τόν κόσμο; Τό νέο ἔ­τος, πού μέ χαρές καί ἐλ­πί­δες ὑπο­δε­χθή­καμε, ἤδη προχωρεῖ καί ἡ δύση τῆς κά­θε μέρας μειώνει τόν χρόνο πού ἀ­πο­­μέ­νει νά διανύσει ὁ καθένας μας πάνω στήν γῆ. Ρεαλιστικό ὅσο καί τρα­γικό ὀρ­θώνεται τό ἐ­ρώτημα: «Ποῦ πᾶς, ἄν­θρω­πε; Μέ κάθε σου βῆμα τρέ­χεις γοργά-γοργά πρός τό μνῆμα». Διψοῦμε γιά ζωή καί ζώντας προ­χω­ροῦμε καθη­με­ρινά πρός τόν θάνατο!
 Ὡστόσο, ἄν «ὁ κόσμος πα­ράγεται (=περ­νᾶ καί φεύγει) καί ἡ ἐπιθυμία αὐ­τοῦ» (Α´ Ἰω 2,17), ἡ δύναμη τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ μένει εἰς τόν αἰῶνα. Αὐτός εἶναι «χθές καί σήμερον ὁ αὐτός καί εἰς τούς αἰῶνας» (Ἑβ 13,8). Νά τό στα­θερό σημεῖο, ἡ βάση ὅπου μπο­ρεῖ νά σταθεῖ ἡ εὐχή, γιά νά μήν μετα­βάλλεται σέ κούφια λόγια, γιά νά μήν καταν­τοῦμε ἀνε­δαφικοί ἀε­ρο­λό­γοι ὅταν τήν ἐπαναλαμβά­νου­με. Ὡς Θε­ός ὁ Ἰησοῦς Χριστός δέν εἶναι μόνο αἰώνιος, πού θά πεῖ ὅτι δέν ἔχει τέ­λος. Εἶναι καί ἀΐδιος, δη­λα­δή δέν ἔχει ἀρχή. Οἱ ἄνθρωποι καί τά πνεύματα (ἄγγελοι, δαίμονες) ἔ­χουν ἀρχή, δέν εἶ­ναι ἀΐδι­οι, εἶ­ναι ὅ­μως αἰώνιοι, διότι θά ὑ­πάρχουν πάν­τα.
 Πλασθήκαμε «κατ᾿ εἰ­κό­να καί καθ᾿ ὁμοίωσιν τοῦ Θεοῦ». Στό «κατ' εἰκόνα» κρύβεται ἡ δύναμη τῆς αἰωνιότητος, ὁ σπόρος τῆς αἰωνιότητος πού ἀπό τήν δημιουργία μας φύτεψε μέσα μας ὁ Θεός. Στό «καθ᾿ ὁμοίωσιν» βρί­σκεται ἡ ποιότητα τῆς αἰωνιότητος, ἄν, δηλαδή, θά εἴμα­στε μαζί μέ τόν Θεό στήν αἰω­νιό­τη­τα ἤ χωρίς τόν Θε­ό. Χωρίς τόν Θεό σημαίνει κόλα­ση ἤ, καλύτερα, σημαίνει ἀδυναμία τοῦ ἀνθρώπου νά προσλάβει τήν ἀγα­πη­τική παρουσία τοῦ Θεοῦ, ὁ ὁποῖος βέβαια εἶναι πανταχοῦ πα­ρών. Ὁ Θε­ός εἶναι φῶς, ἀλλά τό φῶς αὐτό τό προσλαμβάνει καθένας ἀνάλογα μέ τήν ἐσωτερική του πνευματική κατά­σταση. Τούς πιστούς τούς φωτίζει καί τούς εὐφραίνει τό φῶς τοῦ Θεοῦ, ἐνῶ τούς ἀμετανόητους ἀπίστους τούς σκοτίζει καί τούς κατακαίει. Αὐτό εἶναι κόλαση! Δέν χρειάζονται οὔτε φωτιές οὔτε ἄλλα βασανιστήρια. Εἶ­ναι, γιά νά χρη­σιμοποιήσω παρά­­­δει­γ­μα ἀπό τήν αἰσθητή ἀν­θρώπινη πρα­γματικότητα, ἕνα αἴσθημα σάν ἐ­κεῖνο πού θά ἔνιωθε κάποιος κλει­σμένος σ' ἕναν χῶρο, ἔστω ἕνα εὐρύχωρο καί πλούσιο σαλόνι, ὅπου ὅ­μως δέν θά εἶχε τήν δυνατότητα νά ἐπι­κοι­νω­νήσει μέ κανένα ἀγαπη­μέ­νο του πρόσωπο.  Καί νά εἶναι αὐτή ἡ κατά­σταση ἀτέλειωτη, αἰώνια! Ποιός θά ἐ­πιθυμοῦ­σε νά ζήσει χρόνια πολ­λά σέ ἕνα τόσο τρα­γικό καί ἀκατά­παυστο μαρτύριο; Κανείς!Ἡ εὐχή μας «χρό­νια πολλά» ἀποκτᾶ περιεχό­με­νο, ἀ­ποπνέει γλυκύτητα, ὡραιότη­τα καί εὐφροσύνη, ὅταν τά χρόνια πού εὐ­χόμαστε εἶναι μέ τόν Χριστό, μέσα στήν δική του παρουσία καί χά­ρη. Μέ ἁπλά λόγια, «χρόνια πολλά» σημαίνει χρόνια αἰώ­νια.
 Οἱ πολλοί σηκώνουν ἀδιάφορα τούς ὤμους ὅταν ἀκούσουν γιά αἰ­ωνιότητα. Νομίζουν πώς εἶναι κάτι τό ὀμιχλῶδες καί ἀβέβαιο, πού θά ξεκα­θαρισθεῖ μετά τόν θάνατο καί ποιός περιμένει μέχρι τότε γιά νά βεβαι­ω­θεῖ ἄν ὑπάρχει μετά θάνατον ζωή, ἄν εἶναι πραγματικότητα ὁ παράδεισος καί ἡ κόλαση; Ἐδῶ εἶναι τό μεγάλο λάθος! Ἡ αἰωνιότητα ἀρχίζει ἀπό αὐ­τό τόν κόσμο, ἀπό τήν στιγμή τῆς ἔν­ταξης τοῦ πιστοῦ στό μυστικό σῶμα τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ, στήν Ἐκκλησία. Ὅπως μέ τήν γέννηση τοῦ παιδιοῦ ἀρχίζει ἡ φυσική ζωή, πού τελειώνει μέ τόν θάνατο, ἔτσι μέ τήν πνευμα­τική ἀναγέννηση πού συντελεῖται στό μυστήριο τοῦ Βαπτίσματος ἀρχίζει ἡ πνευματική ζωή, πού ὀνομάζεται καί ἐν Χριστῷ, καί αἰώνια ζωή ἤ, ὅπως διαβάζουμε στήν ᾿Αποκάλυψη, χιλιό­χρονη ζωή. Αὐτή ἡ ζωή δέν τελειώνει ποτέ, προσφέρεται δέ στούς πιστούς σέ τρεῖς δόσεις:
* Τήν πρώτη δόση τῆς αἰώνιας ζωῆς τήν ἀπολαμβάνουμε σ᾿ αὐτόν τόν κό­σμο, ὅταν ζοῦ­με ὡς ζων­τανά μέλη τῆς Ἐκκλησίας. Μέ τήν μελέτη τῆς ἁ­γίας Γραφῆς, μέ τήν προσευχή, μέ τήν ἐνσυνείδητη συμμετοχή μας στά ἱερά μυστήρια, μέ τήν ὅλη χρι­στιανική βιοτή, πού στηρίζεται στήν ἐφαρμογή τοῦ θεϊκοῦ παραγγέλ­μα­τος «ἔκκλινον ἀπό κακοῦ καί ποίησον ἀγαθόν» (Ψα 33,15), ψηλαφοῦμε τήν παρουσία τοῦ Χρι­στοῦ, τοῦ πατέρα μας, συνο­μι­λοῦ­με μαζί του καί χαι­ρόμαστε τά δῶρα τῆς ἀγάπης του. Δέν ἔχουμε θλίψεις καί πειρασμούς, ἀρρώστιες, συ­κο­φαν­τίες καί τόσα ἄλλα χτυπή­μα­τα; Καί βέ­βαια ἔχουμε! Δέν τά ἐξα­λείφει αὐτά ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ. Μᾶς ὁπλίζει ὅμως μέ τήν χάρη του, ὥστε ὅ­λα τά δυσάρεστα νά γί­νονται σκα­λο­πά­τι πού μᾶς ἀνεβάζει στήν δόξα του, διαπιστευτήρια πού ἀπο­δε­ικνύ­ουν τήν συγγέ­νει­ά μας μέ τόν ἐσταυ­ρω­μένο Κύριο. Μέσα ἀπό τίς θλίψεις ὁ πιστός κοινωνεῖ στό πά­θος τοῦ Χρι­στοῦ, «μεταλαμβάνει τῆς ἁγιό­τητος τοῦ Θεοῦ» (βλ. Ἑβ 12,10). Παίρ­νει δύνα­μη καί κουράγιο, ὥστε νά ἀπολαμ­βά­νει γλυκύτερα, πιό χορ­τα­στι­κά τήν αἰώνια ζωή.
* Μετά τόν θάνατο ἀρχίζει ἡ δεύτε­ρη δόση τῆς αἰώνιας ζωῆς. Γιά τούς λυτρωμένους, δηλαδή γιά ἐκεί­νους πού μετανοημένοι καί ἐξο­μο­λογη­μένοι κλείνουν τά μάτια στόν μάταιο αὐτό κόσμο, ἡ μετά θάνατον πρα­γματικότητα εἶναι τέλεια. Ἐδῶ δέν ὑ­πάρχουν πλέον θλίψεις καί δο­κιμασίες, ἀλλά μία συ­νεχής καί ἀνεμ­πό­διστη κοινωνία τῆς ψυχῆς μέ τόν Χριστό, μέ τήν Παναγία, μέ τούς ἁ­γί­ους, μέ τούς ἀγγέ­λους. Εἶναι τέ­λεια, ὄχι ὅμως ὁλοκληρωμένη, διότι λείπει τό σῶμα.
* Ἡ χαρά τῆς αἰωνιότητος ὁλο­κλη­ρώνεται μέ τήν τρίτη δόση τῆς αἰ­ώ­νιας ζωῆς, πού ἀρ­χίζει μέ τήν Δευ­τέρα Παρουσία τοῦ Κυρίου καί τήν τελική κρίση. Τότε ὁ πιστός, ψυχή καί σῶμα ἀναστημένο καί ἄφθαρτο σάν τό σῶμα τοῦ ἀναστημένου Ἰη­σοῦ Χριστοῦ, θά χαίρεται καί θά ἀ­πολαμ­βάνει τήν θεϊκή παρουσία καί μακα­ρι­ότητα. Ἔτσι ἐκπλη­ρώ­νε­ται στήν τελειότερη μορφή της ἡ εὐχή «χρό­νια πολλά».
 Ἡ ἐκπλήρωση τῆς εὐχῆς αὐτῆς εἶναι δεδομένη γιά τούς χριστιανούς, διότι σ' αὐτούς ἡ πίστη παρέχει ὡς κεκτημένο δικαίωμα τήν αἰωνιότητα. Ἀπό πλευρᾶς Θεοῦ, τά χρόνια τῶν πιστῶν εἶναι ὄχι ἁπλῶς πολλά, ἀλλά αἰώνια. Τό πόσο ἐμεῖς ἀξιοποιοῦμε αὐτό τό δι­καίωμα ἐξαρτᾶται ἀπό τό πόσο ἐνεργοποιοῦμε, πόσο βιώ­νου­με τήν πίστη στήν ζωή μας. Πό­σο τῆς ἐπιτρέπουμε νά μᾶς ἀνοίξει τά μάτια γιά νά ἀποκρυπτογραφήσουμε τήν σκο­πι­μό­τη­τα τῶν εὐ­χά­ριστων καί δυσά­ρε­στων τῆς καθημερινότητας μέ τήν βεβαιότητα ὅτι γιά τήν χαρά καί τήν δόξα τοῦ παραδείσου μᾶς ἑ­τοι­μάζει ὁ Θεός. Ἄς συμπλη­ρώ­σου­με, λοιπόν, τήν εὐχή «χρόνια πολλά» μέ τήν προσευχή· «Κύριε, πρόσθεσέ μας πίστη, γιά νά ζοῦμε μέ συνεχῆ καί ἀληθινή μετάνοια»!

Στέργιος Ν. Σάκκος
Ἀπολύτρωσις 66 (2011) 4-6
Παρασκευή, 23 Δεκέμβριος 2022 03:00

Οἱ τρεῖς παρουσίες τοῦ Θεοῦ

 Πολλές οἱ μέριμνες τῆς ζωῆς. ᾿Απορροφοῦν συνήθως ὅλο τό ἐνδιαφέρον μας καί στρέφουν ὅλη τήν προσοχή μας στά καθημερινά, στά γήινα καί ὑλικά. Ξεχνοῦμε πώς ἔχουμε κι ἄλλες ἀνάγκες, ὑπέρ-γήινες, καί ἐκμηδενίζουμε ἔτσι τά πνευματικά, τά θεολογικά μας ἐνδιαφέροντα ἤ, στήν καλύτερη περίπτωση, τά... φορτώνουμε στούς εἰδικούς, στούς θεολόγους. ῾Ωστόσο, ὅπως π.χ. γιά τά ἰατρικά θέματα ἔχουμε ὅλοι ἐνδιαφέρον καί θέλουμε νά ἐνημερωνόμαστε, διότι ὠφελούμαστε σωματικά, ἔτσι καί γιά τά θεολογικά ὀφείλουμε νά εἴμαστε ἐνήμεροι, ὥστε νά ὠφελεῖται ἡ ψυχή μας. Μ᾿ αὐτή τήν προοπτική ἀγγίζει ὅλων τά ἐνδιαφέροντα τό θέμα τοῦ ἄρθρου. Στήν ἱερή ἱστορία τῆς ἁγίας Γραφῆς μελετοῦμε τρεῖς παρουσίες, Θεοφάνειες ἤ ᾿Επιφάνειες τοῦ Θεοῦ.Εἶναι τρεῖς σταθμοί-ὁρόσημα, πού σημαδεύουν τή φανέρωση τοῦ Θεοῦ στόν κόσμο. Ποιές εἶναι αὐτές;

Πρώτη παρουσία, στήν ἱστορία
  Ἡ πρώτη «ἐπιφάνεια», φανέρωση τοῦ Θεοῦ στόν κόσμο, ἐξελίσσεται σταδιακά· Προβάλλει στή φυσική δημιουργία, μές στήν ὁποία διαφαίνεται ὁ παντοδύναμος, πάνσοφος, πανάγαθος Δημιουργός. Διακρίνεται καθαρότερα στήν ὑπόσταση τοῦ ἀνθρώπου, καθώς εἶναι πλασμένος «κατ᾿ εἰκόνα Θεοῦ» μέ τήν προοπτική καί τή δυνατότητα νά φθάσει στό «καθ᾿ ὁμοίωσιν», στή θέωση. Στήν ἴδια τήν ὕπαρξή του θά βρεῖ ὁ καθένας μας μιά κραυγαλέα μαρτυρία τῆς φανέρωσης τοῦ Θεοῦ.
gennisi 2  Ἀλλά ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ δέν σταματᾶ ἐδῶ. ᾿Από τήν ὥρα πού ἡ παράβαση καί παρακοή τῶν πρωτοπλάστων θρυμμάτισε τήν ἀμεσότητα τῆς σχέσεώς τους μέ τόν Πλάστη καί τόν ἔκρυψε ἀπό τά μάτια τους, ᾿Εκεῖνος σχεδίασε τή φανέρωσή του. Εὐκρινέστατα προαναγγέλλεται ἡ πρώτη, ἡ ἱστορική φανέρωση τοῦ Θεοῦ μέ τό προφητικό κήρυγμα. ῞Ολη ἡ Παλαιά Διαθήκη καί μάλιστα οἱ προφητεῖες συνοψίζονται στήν ἐπαγγελία· «ἔρχεται ὁ Μεσσίας»! Καί ἡ ἐπαγγελία γίνεται ἱστορικό γεγονός μέσα στή μήτρα τῆς Παρθένου Μαρίας. ᾿Εκ Πνεύματος ἁγίου «σαρκοῦται ὁ ἄσαρκος», ὁ ῞Ενας τῆς Τριάδος. Συλλαμβάνει ἡ Παρθένος καί, ὅπως κάθε μάνα, κυοφορεῖ τόν Υἱό καί Λόγο τοῦ Θεοῦ! Τόν γεννᾶ μέσα στό ταπεινό σπήλαιο τῆς Βηθλεέμ, Τόν σπαργανώνει σάν ἕνα κοινό νεογέννητο βρέφος, Τόν ἀνακλίνει μές στή φάτνη τῶν ἀλόγων σάν τόν πιό φτωχό τῆς γῆς· Αὐτόν πού εἶναι ὁ Κύριος τοῦ παντός!
 Στό πρόσωπο τοῦ υἱοῦ τῆς Μαρίας, τοῦ ᾿Ιησοῦ ἀπό τή Ναζαρέτ, ὁ «Θεός ἐφανερώθη ἐν σαρκί» (Α´ Τι 3,16). Αὐτός εἶναι «ὁ ἐπιφανείς Θεός»· σημειώνει τήν παρουσία ὅλης τῆς ἁγίας Τριάδος. ῎Ετσι, στά ρεῖθρα τοῦ ᾿Ιορδάνη, ὅταν ὁ ᾿Ιησοῦς βαπτίζεται, ὁ κόσμος ἀκούει τή φωνή τοῦ Πατρός καί βλέπει τό ἅγιο Πνεῦμα «ἐν εἴδει περιστερᾶς». ᾿Αλλά καί σέ ἄλλα γεγονότα τῆς ἱερῆς ἱστορίας -Μεταμόρφωση, Πεντηκοστή- ἀποκαλύπτονται καί τά τρία πρόσωπα τῆς ἁγίας Τριάδος. Οἱ ἄνθρωποι ἔτσι κατανοοῦν αὐτό πού ὁ ἴδιος ὁ Κύριος ἀποκάλυψε στόν Φίλιππο· «῾Ο ἑωρακώς ἐμέ ἑώρακε τόν πατέρα» (᾿Ιω 14,9). Καταπληκτική Θεοφάνεια!
 Εὔλογα, κατά τούς πρώτους χριστιανικούς χρόνους, ἡ ἀνατολική ᾿Εκκλησία πρό τοῦ ἁγίου Χρυσοστόμου, ὅταν δέν εἶχε καθιερώσει ἀκόμη τή γιορτή τῆς Γεννήσεως τοῦ Χριστοῦ, γιόρταζε τά «᾿Επιφάνια». ῾Η γιορτή αὐτή συμπεριλάμβανε γεγονότα μέ κύριο χαρακτηριστικό τή φανέρωση τῆς δόξης τοῦ ᾿Ιησοῦ Χριστοῦ· τή Γέννηση τοῦ Κυρίου, τήν προσκύνηση τῶν ποιμένων καί τῶν μάγων καί τό ἐν ᾿Ιορδάνῃ Βάπτισμα.
Δεύτερη παρουσία, στά ἔσχατα
  Ἡ διδασκαλία τῆς Καινῆς Διαθήκης συνοψίζεται σέ δύο ρήματα· «῏Ηλθε καί θά ξαναέλθει ὁ Μεσσίας». Μέ τήν ἐμπειρική βεβαιότητα ὅτι «ἐπεσκέψατο ἡμᾶς ἐξ ὕψους ὁ Σωτήρ ἡμῶν» περιμένουμε καί τήν «ἐπιφάνειαν τῆς δόξης τοῦ μεγάλου Θεοῦ καί σωτῆρος ἡμῶν ᾿Ιησοῦ Χριστοῦ» (Ττ 2,13). Τό μαρτύρησε ὁ ἴδιος στούς δώδεκα ὅτι θά ξαναέλθει ὁ «Υἱός τοῦ ἀνθρώπου ἐν τῇ δόξῃ αὐτοῦ» (Μθ 25,31). Τό βεβαίωσαν οἱ λευκοντυμένοι ἄγγελοι στούς ἔκθαμβους μαθητές, πού παρακολουθοῦσαν τήν ἀνύψωση τοῦ θεανθρώπου ᾿Ιησοῦ Χριστοῦ ἀπό τή γῆ, κατά τή θεία ᾿Ανάληψή του· «ἄνδρες Γαλιλαῖοι, τί στέκεσθε καί κοιτάζετε τόν οὐρανό; Αὐτός ὁ ᾿Ιησοῦς... θά ἔλθει κατά τόν ἴδιο τρόπο, ὅπως τόν εἴδατε νά ἀνεβαίνει στόν οὐρανό» (Πρξ 1,11).
  Πότε θά συμβεῖ αὐτό; Κατά τή Δευτέρα Παρουσία τοῦ Κυρίου, στά ἔσχατα. Τότε ἀναστημένοι καί μεῖς θά δοῦμε τόν Θεό, θά ἀντικρύσουμε τή δόξα του καί θά καθίσουμε κοντά του (βλ. ᾿Ιω 14,2ἑ· 17,24). Θά ἀπολαύσουμε μέσα μας τήν τέλεια παρουσία τοῦ Πατέρα καί τοῦ Υἱοῦ διά τῆς δωρεᾶς τοῦ ἁγίου Πνεύματος (βλ. Α´ ᾿Ιω 1,3·3,24). Αὐτή εἶναι ἡ δεύτερη παρουσία τοῦ Θεοῦ, ἡ ἐσχατολογική.
Ἐνδιάμεση παρουσία, στήν ᾿Εκκλησία
   Ἀνάμεσα στήν ἱστορική καί στήν ἐσχατολογική παρουσία τοῦ Κυρίου, πού εἶναι ἑστιασμένες σέ συγκεκριμένες ἱστορικές στιγμές, βρίσκεται ἡ τρίτη καί συνεχής παρουσία του στήν ᾿Εκκλησία.
  Ὁ ἐνανθρωπήσας Κύριος, ὁ «καταβάς ἐκ τοῦ οὐρανοῦ», ἐνῶ ἔχει ἀναληφθεῖ ἀπό τή γῆ καί εἶναι ἤδη «ἐρχόμενος ἐν σαρκί» (βλ. Β´ ᾿Ιω 7) γιά τή Δευτέρα Παρουσία του, ταυτόχρονα παραμένει «μεθ᾿ ἡμῶν πάσας τάς ἡμέρας ἕως τῆς συντελείας τοῦ αἰῶνος» (βλ. Μθ 28,20). Τό ἔχει ὑποσχεθεῖ στούς μαθητές, στό ὄρος τῆς Γαλιλαίας. Καί τό πραγματοποιεῖ μέσα στήν ᾿Εκκλησία του, ἡ ὁποία -κατά τή διατύπωση τοῦ ἁγίου Αὐγουστίνου- εἶναι «ὁ ᾿Ιησοῦς Χριστός παρατεινόμενος εἰς τούς αἰῶνας», ἡ «ἐν ἑτέρᾳ μορφῇ» παρουσία τοῦ ἀναστημένου Κυρίου. Μέσα στήν ᾿Εκκλησία ἐμφανίζεται ὁ Κύριος καί μπορεῖ νά Τόν δεῖ κάθε πιστός πού συμμετέχει στήν ἐκκλησιαστική ἐμπειρία. ῾Η ἀληθινή, ἡ ζωντανή σχέση μας μέ τήν ᾿Εκκλησία ἐξασφαλίζει καί τήν προσωπική μας σχέση μέ τόν Κύριο. ῾Η ἀγωνία, ἡ προσευχή καί ἡ ἔμπρακτη συμμετοχή στό ἔργο της εἶναι συνεργασία μέ τόν Θεό· ἀνανεώνει καί πυροδοτεῖ τή λαχτάρα γιά τή δόξα τοῦ Θεοῦ καί τήν ἐξάπλωση τῆς βασιλείας του. ῾Ο ἀπόστολος Παῦλος βεβαιώνει πώς ὁ στέφανος τῆς ἀφθαρσίας θά ἀποδοθεῖ «πᾶσι τοῖς ἠγαπηκόσι τήν ἐπιφάνειαν αὐτοῦ» (Β´ Τι 4,8).
  Ὁ Χριστός ἔγινε ἄνθρωπος! Τόν εἶδαν καί Τόν προσκύνησαν οἱ ταπεινοί βοσκοί καί οἱ σοφοί μάγοι στήν ἄσημη Βηθλεέμ. Τόν ἀναγνώρισαν οἱ ψαράδες τῆς Γαλιλαίας κι ἄφησαν τά δίχτυα τους, γιά νά Τόν ἀκολουθήσουν. Τόν ὁμολόγησαν τυφλοί καί χωλοί καί παράλυτοι καί οἱ τόσοι ἀσθενεῖς πού πῆραν ἀπ᾿ Αὐτόν τή θεραπεία. ᾿Αλλά καί μές στούς αἰῶνες, μέχρι σήμερα, ὅλοι οἱ πιστοί ζοῦμε τήν παρουσία τοῦ Χριστοῦ μέσα στήν ᾿Εκκλησία του. Μέ τή χάρη τοῦ Βαπτίσματος ἡ ᾿Εκκλησία μᾶς καθαρίζει καί μᾶς καθιστᾶ μέλη τοῦ σώματός της, μέλη Χριστοῦ. Μέ τά ἱερά μυστήρια καί μέ ὅλη τήν ἐν Χριστῷ παιδεία μᾶς καθιστᾶ ἱκανούς νά βλέπουμε τόν Χριστό. ῾Ο Κύριος ᾿Ιησοῦς Χριστός, ὁ ταπεινωθείς καί ἐνανθρωπήσας Θεός, χαρίζει τή θεϊκή του παρουσία σέ ὅλους τούς ἀνθρώπους. Τήν ἀπολαμβάνουν ὅμως μόνο ὅσοι εἶναι «καθαροί τῇ καρδίᾳ» (Μθ 5,8). ῞Οσο περισσότερο καθαρίζει τόν ἑαυτό του ὁ πιστός, τόσο καθαρότερα ἀπολαμβάνει τήν ἐπιφάνεια τοῦ Κυρίου μας καί γεύεται τήν εὐλογία τῆς παρουσίας Του. Καί ὅσο περισσότερο λαχταρᾶ τή συνάντηση μέ τόν Κύριο, τόσο ἑτοιμάζεται καί καθαρίζεται· «῾Ο ἔχων τήν ἐλπίδα ταύτην ἐπ᾿ αὐτῷ ἁγνίζει ἑαυτόν» (Α´ ᾿Ιω 3, 3).
  Ὁ Θεός ἐμφανίστηκε ὡς ἄνθρωπος, γιά νά μᾶς προσφέρει τή λύτρωση. Θά ξαναέλθει ὡς κριτής καί, ἀναλόγως μέ τή στάση μας ἀπέναντί του, ἤ θά δικαιωθοῦμε ἤ θά καταδικαστοῦμε. ᾿Ανάμεσα στίς δύο παρουσίες του ὁ Κύριος βρίσκεται κοντά μας «ἐν ἑτέρᾳ μορφῇ». Χτυπᾶ τήν πόρτα τῆς καρδιᾶς μας (᾿Απ 3,20) μέ τό ἔργο τῆς ᾿Εκκλησίας του. Μέ τόν θεόπνευστο λόγο του καί τό ζωήρρυτο αἷμα του προσφέρεται νά καθαρίσει τά τυφλά μας μάτια, γιά νά Τόν βλέπουμε ἐδῶ στή γῆ καί νά περιμένουμε τήν συνάντηση μαζί του στόν οὐρανό.
Στ. Ν. Σάκκος
Ἀπολύτρωσις 60 (2005) 324-326
Πέμπτη, 20 Ιανουάριος 2022 03:00

Ἡ προοπτική τῆς πίστεως

triantafylloΖυμωμένος μέ τήν ἴδια τήν ὑπόσταση καί τή ζωή τοῦ πεσμένου ἀνθρώπου ὁ πόνος δέν ἔπαυσε νά ἀποτελεῖ τό μεγάλο πρόβλημα, πού ἀναστατώνει τίς καρδιές καί ταράσσει τίς συνειδήσεις. Θλίψεις καί συμφορές δημόσιες καί ἰδιωτικές, πόλεμοι καί δουλεῖες, φυλακίσεις καί ἐξορίες, κατατρεγμοί καί βάσανα, ἀρρώστιες καί θάνατοι προκαλοῦν μία πελώρια συναυλία κραυγῶν καί παραπόνων, πού ἁπλώνεται σέ ὅλη τή γῆ, ἀπ᾿ τό καλύβι τοῦ ταπεινοῦ ξωμάχου μέχρι τό ἀρχοντικό τοῦ πλουσίου. Κανείς δέν μπορεῖ νά συμβιβασθεῖ μέ τόν πόνο, νά τόν ἀποδεχθεῖ ὡς συνοδοιπόρο ἀχώριστο τῆς ζωῆς του. Ἡ ἀπέραντη χορεία τῶν δυστυχισμένων, πού λιτανεύουν τόν πόνο τους μές στούς αἰῶνες, δέν ἔπαυσε νά ἐκφράζει τό πικρό της παράπονο γιατί νά ὑποφέρουμε;
 Ἀλλά ἐκεῖ πού τό πρόβλημα φαίνεται ἄλυτο, καί τό παράπονο ἐξελίσσεται σέ σκάνδαλο, εἶναι ὅταν ὁ πόνος ἐπιλέγει ἀποκλειστικά τούς εὐσεβεῖς καί θεοφοβούμενους, ἐνῶ ἀφήνει ἐλεύθερους ἀπό τήν ὀδυνηρή παρουσία του τούς ἀσεβεῖς. Γιατί οἱ ἀσεβεῖς, οἱ ἄδικοι, νά καλοπερνοῦν καί οἱ εὐσεβεῖς νά ὑποφέρουν; Τοῦτος ὁ προβληματισμός γίνεται συχνά σκληρός πειρασμός γιά τούς ἀνθρώπους τοῦ Θεοῦ. Ἔντονα διατυπώνεται ἀπό τούς δικαίους καί τούς προφῆτες τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης, ὅπου δεῖγμα τῆς θεϊκῆς εὐλογίας ἦταν ἡ εὐημερία τῶν εὐσεβῶν, ἐνῶ ἔκφραση τῆς κατάρας ἡ ταλαιπωρία τῶν ἀσεβῶν.
 Ἡ ρήτρα πού ἐπισφράγιζε τή συμφωνία τοῦ Θεοῦ μέ τόν Ἰσραήλ ὅριζε: «Ἐάν θέλητε καί εἰσακούσητέ μου τά ἀγαθά τῆς γῆς φάγεσθε, ἐάν δέ μή θέλητε, μηδέ εἰσακούσητέ μου, μάχαιρα ὑμᾶς κατέδεται» (Ἠσ 1,19· πρβλ. Λε 26). Ἐντούτοις, ἡ ἱστορία καί ἡ καθημερινή πραγματικότητα μέ μύρια περιστατικά ἀποδεικνύουν τό ἐντελῶς ἀντίθετο: Ὁ ἀσεβής ζῆ βολευμένος καί ἀσφαλισμένος μέσα στά πλούτη του, κι ὅσο περισσότερο εὐημερεῖ τόσο περισσότερο ἀδικεῖ. Ὅσο κυκλώνεται ἀπό τήν εὐτυχία, τόσο ἀδιάντροπα ἐκφράζει τήν ὕβρη καί τήν ἰταμότητά του ἐναντίον τοῦ διου τοῦ Θεοῦ. Καταπατᾶ τίς θεῖες ἐντολές, σχεδιάζει καί πραγματοποιεῖ ἀνεμπόδιστα τήν ἀδικία, περιφρονώντας τό θέλημα τοῦ Θεοῦ καί ἀδιαφορώντας γιά τήν ὕπαρξή του.
 Αὐτή ἡ πραγματικότητα τῆς ζωῆς σκανδαλίζει καί ἐμπυρίζει τούς εὐσεβεῖς. Ὁ Ἰώβ, ὁ Δαυΐδ, ὁ Ἀββακούμ, ὁ Ἰερεμίας καί ἄλλοι προφῆτες μπαίνουν σέ ἀντιδικία μέ τόν Θεό, τοῦ ζητοῦν μία ἐξήγηση. Ὡστόσο, ὑποφώσκει ἡ ἐλπίδα ὅτι ὁ Θεός θά φέρει τήν ἀνάσταση καί τήν τελική ἀποκατάσταση. Συντριμμένοι ἀπό τόν πόνο ἀλλά ἐνισχυμένοι ἀπό τήν πίστη τους, οἱ δίκαιοι εἰσέρχονται προοδευτικά στό «ἁγιαστήριον τοῦ Θεοῦ» (Ψα 72,17). Ἀνακαλύπτουν τήν ἐξαγνιστική δύναμη τοῦ πόνου, τήν παιδαγωγική του ἀξία, τήν κεντρική θέση του μέσα στό σχέδιο τοῦ Θεοῦ. Μέσα στά πλαίσια τῆς θείας οἰκονομίας ἡ θλίψη γίνεται μία ὕψιστη δοκιμασία καί μεσολαβεῖ γιά τήν ἀπολύτρωση, τήν ὁποία θά πραγματοποιήσει ὁ Μεσσίας. «Αὐτός ἁμαρτίας πολλῶν ἀνήνεγκε καί διά τάς ἁμαρτίας αὐτῶν παρεδόθη» (Ἠσ 53,12). Ὁ ἀθῶος Θεάνθρωπος θά σηκώσει πάνω του ὅλο τόν πόνο πού ἔφερε ἡ ἁμαρτία, καί θά χαρίσει τή λύτρωση καί τήν εἰρήνη.
 Στήν καινούργια πραγματικότητα πού ἐγκαθιστᾶ στόν κόσμο ὁ Ἰησοῦς Χριστός καταργεῖται ὁ πόνος, ἀφοῦ ἐξαλείφεται ἡ ρίζα του, ἡ ἁμαρτία, καί νεκρώνεται ὁ φοβερότερος φορέας του, ὁ θάνατος. Κι ὅμως, καί στήν πραγματικότητα τῆς Ἐκκλησίας ἐξακολουθοῦμε νά πονοῦμε, νά θλιβόμαστε μέ τόσους τρόπους, νά πεθαίνουμε. Καί μάλιστα, συνήθως πονοῦν καί θλίβονται καί διώκονται περισσότερο οἱ εὐσεβεῖς. Πῶς θά κατανοήσουμε τό πρόβλημα καί πῶς θά ξεπεράσουμε τό σκάνδαλο;
 Εἶναι ἀδύνατον νά κατανοήσει κανείς τό ἀνεξερεύνητο σχέδιο τοῦ Θεοῦ μέ μόνο ὁδηγό τή λογική του. Ὅποιος ἐπιχειρεῖ κάτι τέτοιο μοιάζει μ᾿ ἐκεῖνον πού προσπαθεῖ νά χωρέσει σ᾿ ἕνα ποτήρι τόν ὠκεανό. Ὑπάρχει, ὡστόσο, διέξοδος στό ἀδιέξοδο. Ἀνοίγεται μπροστά σ᾿ ἐκεῖνον πού θά γονατίσει καί θά ζητήσει τή λύση αὐτοῦ τοῦ δράματος ἀπό τόν ἴδιο τόν Θεό: Ἡ ζωή αὐτή κατανοεῖται καί ἑρμηνεύεται μέ τήν προοπτική τοῦ ὑπερπέραν, μέ τήν προσμονή τῶν ἐσχάτων. Μ᾿ αὐτή τήν προοπτική ὁ ἀδελφόθεος Ἰάκωβος συνιστᾶ στούς χριστιανούς νά νιώθουν «πᾶσαν χαράν», ὅταν περιπέσουν σέ πειρασμούς καί θλίψεις· ἔτσι καλλιεργοῦνται στήν ὑπομονή καί γίνονται «δόκιμοι», κατάλληλοι γιά τή δόξα τοῦ οὐρανοῦ (βλ. Ἰα 1,2-11). Καί ὁ ἀπόστολος Παῦλος, βιώνοντας ἤδη αὐτή τή δόξα, διαβεβαιώνει ὅτι «οὐκ ἄξια τά παθήματα τοῦ νῦν καιροῦ» γιά νά τήν ἀντισταθμίσουν (Ρω 8,18). Διότι αὐτά εἶναι πρόσκαιρα καί μικρά, ἐνῶ ἡ δόξα τοῦ οὐρανοῦ αἰώνια, ἄπειρη καί ἀπερίγραπτη (βλ. Β΄ Κο 4, 17-18).
 Δοκιμασμένος σκληρά καί πολύ ἄδικα ἀπό τά βάσανα αὐτῆς τῆς ζωῆς ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος, φωτισμένος ἀπό τό ἅγιο Πνεῦμα διατυπώνει ἕναν ἐνδιαφέροντα συλλογισμό, ὅπου προτείνει τρεῖς πιθανότητες προκειμένου νά ἐξηγήσει τήν ἐπικρατοῦσα ἀδικία: 1) Δέν ὑπάρχει Θεός. 2) Ὁ Θεός εἶναι ἄδικος ἤ ἀδιάφορος γιά τή ζωή τοῦ κόσμου. 3) Εἶναι δίκαιος ὁ Θεός καί ἐπιφυλάσσεται νά κάνει στό μέλλον τήν τελική κρίση. Ἀναιροῦνται οἱ δύο πρῶτοι συλλογισμοί, διότι πῶς θά δικαιολογήσουμε τήν πάνσοφη δημιουργία καί τήν ἁρμονική λειτουργία τοῦ κόσμου; Ὁπωσδήποτε, λοιπόν, ἰσχύει ἡ τρίτη πιθανότητα: Ὑπάρχει ὁ Θεός καί δέν ἀδιαφορεῖ γιά τήν τύχη τοῦ κόσμου, ἀλλά δέν ἔκανε ἀκόμη τήν τελική κρίση. Ἄς ἔχουμε, ἑπομένως, ὑπομονή! Κι ἄς μήν ἐπιτρέπουμε στήν πεπερασμένη διάνοιά μας νά σκοτίζεται ἀπό λογισμούς ἀμφιβολίας. Τό κενό μνῆμα τοῦ ἀναστημένου Χριστοῦ ρίχνει φῶς καί ξεκαθαρίζει τά πράγματα: Δέν σταματᾶ ἡ ζωή μας στό φτυάρι τοῦ νεκροθάφτη κι οὔτε τό σύνορό της τό ὁρίζει ἕνα κυπαρίσσι.
 Αὐτή ἡ ἀλήθεια δίνει λύση στό δράμα τῆς ἀνθρώπινης ζωῆς. Ἡ ἀμοιβή γιά τόν ἐπίγειο ἀγώνα μας θά ἀκολουθήσει μετά τό θάνατο. Μ᾿ αὐτή τήν πεποίθηση ὁ πιστός βαδίζει μέ τό σταυρό στόν ὤμο τό στενό μονοπάτι, τόν ἀνηφορικό δρόμο. Καί ὄχι μόνο μένει ἀσάλευτος στίς θλίψεις, δέν σκανδαλίζεται, ἀλλά ἀναγνωρίζει ἐπίσης τή μεγάλη παιδαγωγική καί σωστική ἀξία τοῦ πόνου. Μέσα στή θλίψη καί στά παθήματα, πού σηκώνουμε μέ ὑπομονή καί πίστη, λέγει ὁ ἅγιος Μακάριος ὁ Αἰγύπτιος, εἶναι κρυμμένες οἱ ἐπαγγελίες τοῦ Θεοῦ, ἡ δόξα καί ἡ ἀπολαβή τῶν οὐρανίων ἀγαθῶν. Διότι ἡ ζωή μας μοιάζει σάν τό σιτάρι, πού ἀφοῦ πέσει στή γῆ καί σαπίσει, ἔπειτα ἀποδίδει πολλαπλάσιο καρπό. Καί ὁ ἅγιος Μᾶρκος ὁ ἀσκητής ἀποφαίνεται ὅτι οἱ ἀπροσδόκητοι πειρασμοί τῆς ζωῆς μᾶς κάνουν φιλόπονους καί μᾶς ὁδηγοῦν στή μετάνοια. Ἀλλά καί τίς θλίψεις πού «τῶν ἰδίων κακῶν εἰσίν ἔγγονα», πού τίς ἐπισύρει δηλαδή ἡ δική μας κακία καί ἁμαρτία, «ὅταν διά προσευχῆς ὑπομείνωμεν», θά καταλάβουμε ὅτι γίνονται πρόξενοι πολλῶν ἀγαθῶν. Μ᾿ αὐτό τό σκεπτικό ἕνας ἀπό τούς σύγχρονους πατέρες τῆς Ἐκκλησίας μας, ὁ π. Σωφρόνιος τοῦ Ἔσσεξ ἔγραφε: «Τί θά γινόμασταν, ἄν δέν εχαμε τίς θλίψεις!». Καί σέ πολλούς βίους ἁγίων ἀναφέρεται ὅτι αὐτοί θεωροῦσαν τίς θλίψεις ὡς ἐπίσκεψη τοῦ Θεοῦ καί θλίβονταν πιστεύοντας ὅτι τούς ἐγκατέλειψε ὁ Θεός, ὅταν δέν εἶχαν κάποιο πρόβλημα.
  Ἡ παρουσία καί ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ εἶναι γιά τόν πιστό ἡ ἀκατάβλητη δύναμη καί ἡ ἀστείρευτη χαρά τῆς ζωῆς. Γι' αὐτό δέν ξυπάζεται ἀπό τά πλούτη καί τίς ἐπιτυχίες, ἀλλά καί στήν ἀντίθετη περίπτωση δέν ἀπελπίζεται ἀπό τή φτώχια καί τήν ἀποτυχία. Ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ εἶναι ὁ ἀδαπάνητος πλουτισμός του. Δέν ξεθαρρεύει ὅταν εἶναι ὑγιής, ἀλλά καί στήν ἀσθένεια νιώθει πληρότητα καί εἰρήνη, διότι ἡ παρουσία τοῦ Θεοῦ εἶναι ἀνώτερη ἀπό τήν ὑγεία. Δέν κομπάζει γιά τή δύναμή του, ἀλλά κι ὅταν εἶναι ἀδύναμος δέν μειονεκτεῖ ἀπέναντι στή δύναμη τῶν δυνατῶν. Προσκολλημένος στόν Κύριο, μέ τήν ἐλπίδα στηριγμένη σ᾿ Αὐτόν, ὁ πιστός ξεπερνᾶ τίς δυσκολίες αὐτῆς τῆς ζωῆς. Κάτι περισσότερο: εἰσπράττει τίς δυσκολίες ὡς πρόγευση τοῦ αἰωνίου παραδείσου.
Στέργιος Ν. Σάκκος
Ἀπολύτρωσις 59 (2004) 220-222
Τρίτη, 07 Οκτώβριος 2014 03:00

Καλή σπορά!

sporiasΣυνήθως τόν Ὀκτώβριο ξεκινᾶ ἡ ἐτήσια καλλιέργεια τῶν σιτηρῶν. Καί ἡ Ἐκκλησία μας ἐπίκαιρα τό μήνα αὐτό, τήν Κυριακή τῶν 365 Πατέρων τῆς Ζ΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου, μᾶς θυμίζει τήν παραβολή τοῦ σπορέως. Εἶναι, λοιπόν, σέ ὅλους μας ταιριαστή ἡ εὐχή πού ἀνταλλάσσουν αὐτή τήν ἐποχή οἱ γεωργοί μας: «καλή σπορά!».
 Πνευματική εἶναι ἡ σπορά πού ἐπιτελεῖται στήν Ἐκκλησία. Ὁ ἴδιος ὁ Ἀρχηγός καί Κύριός της Ἰησοῦς Χριστός, ὁ Θεός πού ἔσπειρε τά ἄστρα καί τούς γαλαξίες στόν οὐρανό, πού φύτεψε τά λουλούδια καί τά δένδρα στή γῆ, ἦλθε στόν κόσμο σάν ἕνας ταπεινός Διδάσκαλος, ἕνας πνευματικός σποριάς. Ὄχι μέ διαταγή ἀλλά μέ ἀγωγή, μέ τήν ὑπομονετική καλλιέργεια, πραγματοποιεῖ τήν ἀλλοίωση τῶν ἀνθρώπων, τήν ἀναμόρφωση τοῦ κόσμου σέ «καινή κτίσι».
 Εἶναι μία πρόσκληση καί ἀποστολή γιά σπορά ἡ ἐντολή τοῦ Κυρίου πρός τούς ἀποστόλους καί τούς μαθητές του· «πορευθέντες μαθητεύσατε πάντα τά ἔθνη» (Μθ 28,19). Ἡ ἀναγκαιότητα τῆς μαθητείας αὐτῆς εἶναι ἄμεση καί ἀνυπέρθετη γιά τό πρῶτο ξεκίνημα ἀλλά καί γιά τή συνέχεια τῆς πνευματικῆς ζωῆς. «Ὅπως ἡ γῆ πού δέν καλλιεργεῖται», διδάσκει ὁ ἅγιος Χρυσόστομος, «μεταβάλλεται σέ χερσότοπο καί γεμίζει ἀπό ἀγκάθια κι ἀγριόκλαδα, ἔτσι καί ἡ ψυχή πού δέν ἀπολαμβάνει πνευματική διδασκαλία, βλαστάνει ἀγκάθια καί τριβόλια».
 Ρηχή, ἀνούσια καί ἄκαρπη καταντᾶ ἡ ζωή τοῦ χριστιανοῦ χωρίς τήν καλλιέργεια τοῦ θείου λόγου. «Ὅποιος δέν προσέχει τούς θεόπνευστους λόγους οὔτε φραγμό βάζει γύρω ἀπό τά χείλη του οὔτε τό αὐτί του ἀποστρέφει ἀπό μάταιους λόγους», παρατηρεῖ ὁ ἅγιος Συμεών ὁ νέος Θεολόγος, ἐπισημαίνοντας δύο ἁπλές ἀλλά ἐμφανεῖς ἐκδηλώσεις τῆς ἀληθινῆς πνευματικότητος. Ὁ χριστιανός ἀκούει τόν θεῖο λόγο, δέχεται μέσα του τή θεία σπορά καί καρποφορεῖ ἐφαρμόζοντας αὐτά πού ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ διδάσκει. Ἕνας ἀπό τούς καρπούς εἶναι καί ἡ ἀνάγκη πού νιώθει ὁ πιστός νά γίνει κι ὁ ἴδιος, στά μέτρα τῶν δυνατοτήτων του, πνευματικός σποριάς. Νά μιλήσει στούς ἄλλους γιά τήν πηγή πού τόν ξεδίψασε, νά βάλει καί στά δικά τους χέρια τό ψωμί πού χόρτασε τήν πείνα του, νά τούς γνωρίσει τήν ἀλήθεια πού τόν φώτισε, νά τούς συνδέσει μέ τό λόγο τοῦ Θεοῦ!
 Νομίζουμε ὅτι ἡ σπορά τοῦ θείου λόγου εἶναι ἔργο μόνο ὁρισμένων, τῶν κληρικῶν, τῶν θεολόγων, τῶν κατηχητῶν. Ὁπωσδήποτε ὑπάρχουν οἱ εἰδικοί, οἱ ἄξιοι καί ἐκλεκτοί τοῦ Θεοῦ, οἱ χαρισματικές μορφές, πού βαδίζουν στά χνάρια τῶν ἀποστόλων καί συνεχίζουν τή διακονία τοῦ Πατροκοσμᾶ. Ἀλλά δέν περιορίζεται σ᾿ αὐτούς τό ἔργο τῆς ἱεραποστολῆς. Εἶναι πόθος τῆς κάθε καρδιᾶς πού ἀγαπᾶ τόν Χριστό· ἕνα ἐλάχιστο ἀνταπόδομα στά θεϊκά του δῶρα, μία εἰλικρινής καί αὐθόρμητη κίνηση ἀγάπης πρός τά πλάσματά του, τούς συνανθρώπους μας.
 Ἐσύ, ἀδελφέ μου, μιλᾶς στούς ἄλλους γιά τόν Θεό; Μεταφέροντας κάτι πού ἄκουσες ἤ διάβασες, προσφέροντας ἕνα χριστιανικό ἔντυπο, μία πρόσκληση γιά τό κήρυγμα, κυρίως ὅμως κάνοντας πράξη τό θέλημα τοῦ Θεοῦ, γίνεσαι ἕνας μικρός εὐλογημένος σποριάς τοῦ θείου λόγου. Καλή σπορά, λοιπόν!

Στέργιος Ν. Σάκκος
Ἀπολύτρωσις 60 (2005) 259

 

Παρασκευή, 11 Νοέμβριος 2022 02:00

"Δόξα τῷ Θεῷ..."

  Τό εὐγενέστερο καί πιό θεάρεστο εἶδος προσευχῆς εἶναι ἡ δοξολογία. Ὄχι διότι μ᾿ αὐτή κάτι προσφέρουμε στόν οὕτως ἤ ἄλλως ὑπερτέλειο καί ἀνενδεῆ Θεό. Ἀποδίδοντας ὅμως δόξα στό ἅγιο ὄνομά του γινόμαστε ἐμεῖς, οἱ μικροί καί φθαρτοί ἄνθρωποι, κοινωνοί τῆς ἄφθαρτης δόξας του, μετέχουμε στό μεγαλεῖο του.
  Διότι ὁ πιστός πού δοξολογεῖ τόν Κύριο αἴρεται πάνω ἀπό τά ὁρατά, στή σφαίρα τῆς ἀόρατης παρουσίας του, στό χῶρο τῆς ὑπερκόσμιας δόξας του. Αὐτή τήν ἁγιογραφική καί πατερική διδασκαλία πρακτικά ἐφαρμοσμένη προβάλλει ἡ ζωή τοῦ ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου, τοῦ ὁποίου ἡ μνήμη σημαδεύει τό μήνα αὐτό. Πολλά μεγάλα καί θαυμαστά καταγράφει ἡ ἱστορία τοῦ φλογεροῦ μαχητῆ τοῦ Χριστοῦ: Τό κολοσσιαῖο συγγραφικό του ἔργο -ἑρμηνευτικό καί κηρυκτικό-, τήν εὐαγγελική του φιλανθρωπία, τή σπάνια ὀργάνωση τῆς ἱεραποστολῆς ἐπί τῶν ἡμερῶν του. Ἐμεῖς θά λάβουμε τό μήνυμά μας ἀπό μία μόνο φράση, μέ τήν ὁποία ὁ ἅγιος Χρυσόστομος ἄρχιζε καί ἐπισφράγιζε τήν κάθε πράξη, τό κάθε περιστατικό τῆς ζωῆς του: «Δόξα τῷ Θεῷ πάντων ἕνεκεν!».
  paulos-xrysostomosΓνήσιος μαθητής καί μιμητής τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ ὁ χρυσολόγος ἅγιος πατέρας διασώζει στή ζωή του μία μικρογραφία τῆς ζωῆς Ἐκείνου. Ὅπως ὁ Ἰησοῦς Χριστός ὑπῆρξε «σημεῖον ἀντιλεγόμενον», ἔτσι καί ὁ Ἰωάννης. Ἀγαπήθηκε σφοδρά, ἀλλά καί μισήθηκε παράφορα. Σάν τόν ἀπόστολο Παῦλο, τοῦ ὁποίου ὑπῆρξε θαυμαστής, σ᾿ ὅλη του τή ζωή περιέφερε τό θάνατο καί τήν ἀνάσταση, τό σταυρό καί τή δόξα. Μία σειρά ἀντιθέσεων χαρακτηρίζει τό βίο του: Δύναμη καί ἀσθένεια, ἀναγνώριση καί παραγκωνισμός, δόξα καί καταφρόνια, καταξίωση καί διωγμός. Καί ἡ δύναμη πού συνέθετε τίς μεγάλες αὐτές ἀντιθέσεις; Ἡ δοξολογική προσευχή του!
  Πολύ πρίν τόν ἀνεβάσει στόν ἀρχιεπισκοπικό θρόνο ἡ θεία πρόνοια καί ἡ ἀγάπη τοῦ λαοῦ, εἶχε διαλέξει γιά τόν ἑαυτό του τό θρόνο τοῦ σταυροῦ, γνωρίζοντας πώς αὐτός εἶναι ἡ δόξα τοῦ πιστοῦ. Γι’ αὐτό μποροῦσε σ᾿ ὅλα τά περιστατικά καί τίς δοκιμασίες νά ἐπαναλαμβάνει μ᾿ ἐμπιστοσύνη: «Δόξα τῷ Θεῶ πάντων ἕνεκεν!». Μ᾿ αὐτόν τόν γλυκύτατο ἐπίλογο ἔκλεισε τήν πολυβασανισμένη καί πολυώδυνη ἐπίγεια ζωή του, μέρα τοῦ Τιμίου Σταυροῦ, στίς 14 Σεπτεμβρίου τοῦ 407· ἐκ τῶν ὑστέρων ἡ Ἐκκλησία μετέφερε τή μνήμη τῆς κοίμησής του στή 13η Νοεμβρίου.
  «Δόξα τῷ Θεῷ πάντων ἕνεκεν!». Ἕνα μήνυμα μέ διαχρονικότητα, μέ ἐπικαιρότητα, μέ δύναμη καί χάρη. Ὅταν δοξάζεις τόν Θεό, ὅλα γίνονται ἔνδοξα καί ἱερά. Ζῆς τή χαρά, ὄχι μόνο στά εὐχάριστα ἀλλά καί στίς θλίψεις. Νιώθεις ὡς δῶρο τοῦ Θεοῦ, ὄχι μόνο τήν ὑγεία ἀλλά καί τήν ἀρρώστια. Βλέπεις τήν ἀγάπη του στήν ἐπιτυχία, ἀλλά καί στήν ἀποτυχία δέν δυσκολεύεσαι νά διακρίνεις τό θεῖο σχέδιό του. Δοξάζοντας τόν Θεό γιά ὅλα, ἔχεις τή δύναμη καί σ᾿ αὐτόν τό θάνατο νά ἀνιχνεύεις τή γλυκύτητα τῆς ζωῆς καί ν᾿ ἀντλεῖς ἔτσι τή μεγαλύτερη χαρά, αὐτή πού ἦλθε διά τοῦ Σταυροῦ σ᾿ ὅλο τόν κόσμο.
  Δόξα τῷ Θεῷ! Μιά προσευχή ἡ ὁποία ἐκφράζει εἰλικρινῆ ἐμπιστοσύνη στόν Θεό, ἀνεπιφύλακτο ἄφημα στά πατρικά του χέρια, κι ἀποπνέει ἄρωμα ἁγιότητος. Ἄς μάθουμε νά τή λέμε συχνότερα!

 Στέργιος Ν. Σάκκος
Ἀπολύτρωσις 57 (2002) 219
Κυριακή, 20 Ιούλιος 2014 03:00

Ἀπό τό ἐρωτηματικό στό θαυμαστικό

erotimatikoΠολλά, ἀμέτρητα τά ἐρωτηματικά πού τριβελίζουν τό μυαλό τοῦ ἀνθρώπου ἀπό τή γέννα του ὥς τή θανή του. Ἀπό τήν ὥρα πού ἀντιλαμβάνεται τόν κόσμο γύρω του τό παιδί «πυροβολεῖ» τούς μεγάλους μέ ἐρωτηματικά. Συχνά τούς φέρνει σέ δύσκολη θέση, καθώς ἐπίμονα ζητᾶ ἀπάντηση στά πιό ἀπίθανα καί περίπλοκα ἐρωτήματα. Μεγαλώνοντας αὐξάνει ἡ γνώση του. Μελετᾶ, μορφώνεται, μαθαίνει. Μήπως ὅμως περιορίζονται τά ἄγνωστα καί λιγοστεύουν τά ἐρωτηματικά του; Κάθε ἄλλο. Ὅσο αὐξάνει ἡ γνώση, ἄλλο τόσο μεγαλώνει ἡ ἄγνοια, γιά νά φθάσουμε στήν ταπεινόφρονα ὅσο καί σοφή ὁμολογία: ignoramus et ignorabimus, ἀγνοοῦμε καί θά ἀγνοοῦμε.
 Ἄν στόν κόσμο τοῦ αἰσθητοῦ καί ἐπιστητοῦ ἀποδεικνύεται ἀνεπαρκής ἡ ἀνθρώπινη διάνοια, πολύ περισσότερο ἀδυνατεῖ νά στοιχειοθετήσει ἀπαντήσεις γιά θέματα τοῦ ὑπεραισθητοῦ καί ἄυλου. Ἐρωτήματα σχετικά μέ τόν Δημιουργό καί τή δημιουργία τοῦ κόσμου, τήν προέλευση καί τόν προορισμό τοῦ ἀνθρώπου, τήν ὑφή καί ζωή τῆς ψυχῆς, τήν ἐνανθρώπηση τοῦ Θεοῦ, τό θάνατο καί τήν ἀνάστασή Του γιά τή λύτρωσή μας, τή μετά θάνατον πραγματικότητα δέν βρίσκουν ἀπάντηση ἀπό τόν ἀνθρώπινο νοῦ.
 Σέ ὅλα αὐτά ἡ λύση ἀποκαλύπτεται μέ τήν πίστη, ἡ ὁποία στηρίζεται στήν ἀποκάλυψη τοῦ Θεοῦ, πού βεβαιώνεται ἱστορικά. Ἡ πίστη εἶναι «ἐλπιζομένων ὑπόστασις, πραγμάτων ἔλεγχος οὐ βλεπομένων» (Ἑβ 11,1). Αὐτή μέ τήν ἐνανθρώπηση τοῦ Θεοῦ θέτει στή διάθεση τοῦ πιστοῦ τά μή βλεπόμενα, τά ἀόρατα, ὅπως ὁ Θεός, οἱ ἄγγελοι, ὁ πνευματικός κόσμος. Μέ τήν ἀνάσταση τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ δίνει ὑπόσταση, καθιστᾶ χειροπιαστά, τά ἐλπιζόμενα καί μελλούμενα, ὅπως ἡ Δευτέρα Παρουσία, ἡ ἀνάσταση τῶν νεκρῶν, ἡ μέλλουσα κρίση.
  Ἡ πίστη δέν καταργεῖ, ἀλλά ὑπερβαίνει τή λογική καί τά ἐρωτηματικά της. Γιά νά ζήσεις ὅμως αὐτή τήν ὑπέρβαση, δέν ἀρκεῖ ἡ θεωρητική παραδοχή ὅσων ἡ πίστη ὑπαγορεύει. Ἀπαιτεῖται μία δυναμική ἐνέργεια: ἡ ἀναστροφή τοῦ ἐρωτηματικοῦ καί ἡ εὐθυγράμμιση τῆς καμπύλης του. Ἡ ἀναστροφή πραγματοποιεῖται μέ τή μετάνοια, τήν ἀλλαγή νοῦ, φρονήματος καί νοοτροπίας. Ἡ ἐξομάλυνση τῆς καμπύλης γραμμῆς ἐπιτυγχάνεται μέ τή συμμόρφωση καί εὐθυγράμμιση τῆς ζωῆς μας στήν ἐντολή τῆς ἁγίας Γραφῆς, ἡ ὁποία ἐξάλλου χαρακτηρίζεται «κανόνας», δηλαδή χάρακας, πού μᾶς βοηθᾶ νά βαδίζουμε ἴσια. Ἔτσι πλησιάζουμε τόν Ἰησοῦ Χριστό, γνωρίζουμε τόν Θεό καί τά δικά του καί τότε τά ἐρωτηματικά μετατρέπονται σέ θαυμαστικά.
 Ἕνα ἀπό τά πιό δυνατά μυαλά αὐτοῦ τοῦ κόσμου, ὁ μεγάλος ἐπιστήμονας τοῦ 17ου αἰώνα Μπλαίζ Πασκάλ, καταθέτει τό ἀξίωμα ὅτι ἡ ἐμπειρία εἶναι τό ἰσχυρότερο, τό πιό ἀδιαμφισβήτητο ἐπιχείρημα. Δέν βιάζει οὔτε ἐκβιάζει, ἁπλῶς πείθει. Δέν ἐκφυλίζεται σέ λεκτικές περιγραφές, βιώνεται. Δέν διαλαλεῖται, ἀλλά ψηλαφᾶται. Κι αὐτή ἀκριβῶς ἡ ψηλάφηση πραγματοποιεῖ τήν ἐσωτερική ἀλλοίωση τοῦ ἀνθρώπου. Προϋποθέτει ὅμως τόλμη καί ἀποφασιστικότητα ἡ ἐμπειρία. Εἶναι χαρακτηριστική ἡ περίπτωση τοῦ Ναθαναήλ (βλ. Ἰω 1,46-50). Ὁ Φίλιππος, πού εἶχε γνωρίσει τόν Ἰησοῦ, θέλει νά μοιρασθεῖ τή μοναδική ἐμπειρία μέ τόν φίλο του, τόν Ναθαναήλ. Ἐκεῖνος προβάλλει τίς ἀντιρρήσεις, τά ἐρωτηματικά του, λογικά καί δικαιολογημένα· «Μπορεῖ νά προέλθει κάτι καλό ἀπό τή Ναζαρέτ», τήν ὁποία οὔτε κἄν ἀναφέρουν οἱ προφῆτες;». Ὁ Φίλιππος δέν κάθεται νά τοῦ ἐξηγήσει. Δέν ἀναπτύσσει θεωρίες, δέν προβάλλει ἐπιχειρήματα. Τοῦ προτείνει τήν ἐμπειρία· «ἔρχου καί ἴδε». Ἐκεῖνος πλησιάζει καλοπροαίρετα ὡς ἄδολος καί ἀληθινός Ἰσραηλίτης Καί τότε τό μεγάλο ἐρωτηματικό του γίνεται θαυμαστικό, καθώς διαπιστώνει ὅτι ὁ Ἰησοῦς Χριστός δέν προέρχεται ἀπό τή Ναζαρέτ οὔτε κατάγεται ἀπό τόν Ἰωσήφ, ἀλλά εἶναι ὁ υἱός τοῦ Θεοῦ, ὁ ἀναμενόμενος Μεσσίας.
 Λίγο ἀργότερα μία ἁπλή καί πολύ ἁμαρτωλή γυναίκα, ἡ Σαμαρείτις, προσεγγίζοντας τόν Ἰησοῦ Χριστό ἀλλάζει ζωή καί μεταβάλλει τά ἐρωτηματικά της σέ θαυμαστικά (βλ. Ἰω 4,1-42). Μέ τήν καρδιά της φλογισμένη ἀπό τό θάμπος τοῦ Χριστοῦ ὁμολογεῖ τήν ἐμπειρία της στούς συμπολίτες της, τούς καλεῖ νά πλησιάσουν. Κι ὅταν ἐκεῖνοι ἀποκτοῦν προσωπική ἐμπειρία, γεμάτοι θαυμασμό καταθέτουν·«οὐκέτι διά τήν σήν λαλιάν πιστεύομεν». Τώρα πλέον μόνοι τους ἔχουν καταλάβει ὅτι «οὗτός ἐστιν ἀληθῶς ὁ σωτήρ τοῦ κόσμου ὁ Χριστός».
 Πρίν ἀπό ὅλους αὐτούς μεγάλα καί θαυμαστά εἶδε καί ἔζησε ἡ ἄσημη Παρθένος τῆς Ναζαρέτ, ἡ Μαρία. Ἐρωτηματικά γέμισαν τήν ψυχή της καθώς ὁ ἄγγελος Γαβριήλ τῆς ἀπηύθυνε τόν χαιρετισμό «Χαῖρε κεχαριτωμένη»! Ἀνατράπηκαν ὅμως, ὅταν δέχθηκε τή διαβεβαίωσή του: «Πνεῦμα ἅγιον ἐπελεύσεται ἐπί σέ καί δύναμις ὑψίστου ἐπισκιάσει σοι» (Λκ 1,35). Ὅταν δέ ταπεινά ἡ Παναγία μας δήλωσε τήν ὑπακοή της «ἰδού ἡ δούλη Κυρίου· γένοιτό μοι κατά τό ρῆμά σου» (Λκ 1,38), συνέλαβε στά σπλάχνα της τόν ἴδιο τόν Θεό.
 Αὐτό εἶναι γιά τόν κάθε χριστιανό ἡ πνευματική ἐμπειρία, μία σύλληψη τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ. Οἱ ἅγιοι πατέρες διδάσκουν ὅτι αὐτό πού συνέβη σωματικά στήν Παρθένο Μαρία συντελεῖται πνευματικά στόν κάθε πιστό, τοῦ ὁποίου ἡ ψυχή παρθενεύει, δηλαδή εἶναι καθαρή ἀπό τά πάθη. «Ὅποιος ζῆ τή μετάνοια καί ὑπακούει στό θεῖο θέλημα, ὅταν ἐπικαλεῖται τό ὄνομα τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ», λέγει ὁ ἅγιος Διάδοχος Φωτικῆς, «νιώθει μέσα του σκιρτήματα βρεφοπρεπῆ», αἰσθάνεται τόν ἴδιο τόν Χριστό νά σκιρτᾶ στήν καρδιά του. Ὁ Χριστός πού κυοφοροῦμε καί γεννοῦμε μέσα μας εἶναι ὁ ἀναγεννημένος, ὁ πνευματικός ἑαυτός μας, πού γίνεται καινούργιος καί ἀνακαινούμενος ἄνθρωπος (βλ. Κλ 3,10), «καινή κτίσις» (Β΄ Κο 5,17· Γα 6,15). Μέ τήν προϋπόθεση βέβαια ὅτι θά δεχθοῦμε νά ἀλλάξουμε ζωή μέ τή μετάνοια καί νά «ἰσιάξουμε» τή ζωή μας ὑποτασσόμενοι στό θέλημα τοῦ Θεοῦ.
Στέργιος Ν. Σάκκος
Ἀπολύτρωσις 60 (2005) 292-294
Παρασκευή, 23 Δεκέμβριος 2016 03:00

Ὑψωθεῖτε!

gennisi 4Τό γεγονός τοῦ μήνα, τοῦ ἔτους, τῆς προσωπικῆς μας καί τῆς πανανθρώπινης ἱστορίας εἶναι φυσικά ἡ ἐνανθρώπηση τοῦ Θεοῦ, πού σημειώνεται στό ἡμερολόγιο τῆς ἀνθρωπότητος ὡς Γέννηση τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ. Ὁ ἐπουράνιος Θεός κατέβηκε ἀπό τόν οὐρανό στή γῆ. Προσέλαβε τήν ἀνθρώπινη φύση, γιά νά προσεγγίσει τόν πεσμένο καί ἀποστάτη ἄνθρωπο, νά τόν ἀνορθώσει καί νά τόν ξαναδεχθεῖ στήν πατρική του ἀγκαλιά, χαρίζοντάς του τή λύτρωση!
 Συγκλονίζει τήν ὕπαρξή μας ἡ ἀσύλληπτη θεϊκή συγκατάβαση: Κατέβηκε ὁ Θεός, γιά νά συναντήσει τόν ἄνθρωπο! Καί γίνεται ὁ συγκλονισμός συντριβή καί δέος, ὅταν συνειδητοποιήσουμε τήν καθοριστική σημασία τῆς ἀνθρώπινης ἀνταπόκρισης στή θεϊκή προσφορά: Μένει ἀπραγματοποίητη ἡ ποθητή συνάντηση καί ἀτελέσφορη ἡ προσφορά τοῦ Θεοῦ, ἄν δέν συγκατανεύσει ὁ ἄνθρωπος, ἄν δέν θελήσει ἐλεύθερα καί ἀβίαστα, πλήν ὁλόψυχα καί εἰλικρινά, νά ἀποδεχθεῖ καί νά ὑποδεχθεῖ τόν ἐνανθρωπήσαντα Θεό!
 Ἀλλά πῶς μπορεῖ νά γίνει αὐτό; Τό ἐκφράζει ἁπλά, σχεδόν συνθηματικά, ὁπωσδήποτε ὅμως σαφέστατα, μία φράση πατερικοῦ λόγου· τήν ἀκοῦμε στό πρῶτο τροπάριο τοῦ Κανόνα τῶν Χριστουγέννων: «Χριστός ἐπί γῆς, ὑψώθητε»! Ἡ γέννηση τοῦ Χριστοῦ, ἡ ἐνανθρώπηση τοῦ Θεοῦ καί ἡ κάθοδός του στή γῆ, γιά νά γίνει ἀντιληπτή, ἀπαιτεῖ τήν ἀνύψωση τοῦ ἀνθρώπου, τόν προσανατολισμό του πρός τά ἄνω.
Καθώς πλησιάζουν τά Χριστούγεννα, ἄς προσέξουμε τό μήνυμα τῆς ἁγίας μας Ἐκκλησίας. Νά ὑψωθοῦμε! Νά ἀποσπασθοῦμε ἀπό τόν ἁμαρτωλό ἑαυτό μας, γιά νά ὑποδεχθοῦμε τόν ἐξ οὐρανοῦ Θεό μας. Νά ξεκολλήσουμε ἀπό τό χῶμα! Καί χῶμα δέν εἶναι μόνο ἡ φθορά καί τά τόσα πάθη ὅπου μᾶς ἔχει ρίξει ἡ ἁμαρτία. Καί τά ἐπιτεύγματα καί οἱ κατακτήσεις μας στόν τομέα τῆς ἐπιστήμης ἤ τῆς τεχνολογίας καί κάθε καλό χῶμα εἶναι, ὅταν δέν ἐξυπηρετεῖ τήν πνευματική μας ἄνοδο, ὅταν καταλαμβάνει τήν πρώτη θέση μέσα μας καί γίνεται ὁ θεός, τό εδωλό μας.
 Χρειάζονται ἀποδείξεις; Ὑπῆρξε τάχα ποτέ ὁ ἄνθρωπος τόσο ἀνερμάτιστος καί ἀνασφαλής ἐσωτερικά ὅσο σήμερα; Θυμηθεῖτε τόν πανικό πού ζήσαμε πρίν λίγα χρόνια μέ τήν κατάρρευση τῶν διδύμων πύργων καί πρόσφατα μέ τό ξέσπασμα τοῦ τσουνάμι καί τοῦ τυφώνα Κατρίνα. Ἀναλογισθεῖτε τή φρενίτιδα πού ξεσήκωσε τελευταῖα ὁ φόβος τῆς γρίπης... τῶν πουλερικῶν. Γιατί ὅλα αὐτά; Διότι εμαστε ἐγκλωβισμένοι στά γήινα. Κι ὅμως, ὁ Υἱός τοῦ Θεοῦ μέ τήν ἐνανθρώπησή του μᾶς εἰσήγαγε στήν πνευματική μας διάσταση. Συνανέστησε μαζί του «τό πρόσλημμα», τήν ἀνθρώπινη φύση καί τή συνεκάθισε στή δόξα τοῦ οὐρανοῦ. Μᾶς ἄνοιξε τό δρόμο γιά τόν οὐρανό καί μᾶς καλεῖ νά ὑψωθοῦμε. Πῶς; Πορευόμενοι μέ τήν καθοδήγηση τοῦ ἁγίου Πνεύματος στή γραμμή τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας μας.

Στέργιος Ν. Σάκκος
Ἀπολύτρωσις 60 (2005) 323
Παρασκευή, 24 Δεκέμβριος 2021 02:00

Ἡ πρόκληση

gennisi 3Εἶναι, πράγματι, πρόκληση φοβερή γιά τή σκέψη μας, ἐμπόδιο ἀξεπέραστο γιά τήν «τετράγωνη λογική» μας ὅτι ὁ Σωτήρας ἦρθε στόν κόσμο μέ τήν πιό ταπεινή μορφή, σάν ἕνα ἀδύναμο βρέφος. Καί σ᾿ αὐτό τό ἀδιανόητο προστίθεται καί τό ἄλλο: Ὁ Ἰησοῦς Χριστός, πού «θέλει πάντας ἀνθρώπους σωθῆναι» καί πού γι᾿ αὐτόν ἀκριβῶς τό λόγο σταυρώθηκε καί ἀναστήθηκε, δέν ἐξαναγκάζει κανέναν. Δέν δίνει ὑποχρεωτικά τή σωτηρία. Μέ ἀπόλυτο σεβασμό πρός τήν ἀνθρώπινη ἐλευθερία, περιμένει ἀπό τόν κάθε ἄνθρωπο ἀνεξαιρέτως νά συγκατατεθεῖ ἐλεύθερα στή θεϊκή προσφορά.
 Αὐτή ἡ θεϊκή συγκατάβαση εἶναι καί ἡ μεγαλύτερη πρόκληση γιά τήν ἐλευθερία τοῦ ἀνθρώπου, διότι ἀπαιτεῖ τήν ἑκούσια ὑποταγή του στό θέλημα τοῦ Θεοῦ. Εἶναι ὑπόθεση προσωπική τοῦ καθενός ἡ σωτηρία. Ἀπαιτεῖ τή συνάντηση τοῦ ἀνθρώπου μέ τόν ἴδιο τόν Θεό. Καί δέν εἶναι ἀνώδυνη αὐτή ἡ συνάντηση. Ἄν καί ἔχει γίνει τό πρῶτο καί σπουδαιότερο βῆμα ἀπό τόν Θεό -πού γι᾿ αὐτό ἀκριβῶς κατέβηκε στή γῆ, γιά νά συναντήσει τόν ἄνθρωπο- μένει ἀπραγματοποίητη ἡ σωτηρία γιά τό κάθε συγκεκριμένο πρόσωπο, ἐφόσον αὐτό δέν ἀποδέχεται τήν προσφορά τοῦ Θεοῦ, δέν ἀνταποκρίνεται στήν υἱοθεσία πού Ἐκεῖνος τοῦ προτείνει.
 Εἶναι διαφωτιστικό τό μεγαλειῶδες διάγγελμα τοῦ ἱεροῦ Εὐαγγελίου· «Εἰς τά ἴδια ἦλθε (ὁ Χριστός), καί οἱ ἴδιοι αὐτόν οὐ παρέλαβον. Ὅσοι δέ ἔλαβον αὐτόν, ἔδωκεν αὐτοῖς ἐξουσίαν τέκνα Θεοῦ γενέσθαι, τοῖς πιστεύουσιν εἰς τό ὄνομα αὐτοῦ» (Ἰω 1,11 -12). Ὁ Χριστός ἔρχεται ὄχι σέ τόπο ξένο καί ἄγνωστο ἀλλά στήν καρδιά τοῦ ἀνθρώπου, τόν ὁποῖο ὁ ἴδιος ἔπλασε. Καί περιμένει νά τοῦ ἀνοίξει αὐτόβουλα ὁ ἄνθρωπος, νά τοῦ προσφέρει κατάλυμα. Τότε -καί μόνο τότε- μπαίνει φέρνοντας μαζί του ὅλα τά θεϊκά του δῶρα: τή χαρά, τήν εἰρήνη, τή λύτρωση, τή σωτηρία. Ἄν δέν τόν δεχθεῖ καί δέν τόν παραλάβει ὁ ἄνθρωπος, δέν θά μπεῖ ποτέ μόνος Του! Σέβεται ἀπαράβατα τίς κλειστές πόρτες, ὅπως τίς σεβάστηκε ἐκείνη τή νύχτα τῆς Γέννησης πού δέν προσφέρθηκε κατάλυμα στήν ἁγία οἰκογένεια.
 Πῶς ἀνοίγει κανείς τήν πόρτα στόν Χριστό καί πῶς τόν παραλαμβάνει; Μέ τήν ἀποδοχή τοῦ θείου λόγου καί τῆς ἁγιαστικῆς χάρης τῶν μυστηρίων. Ἤδη μέ τό Βάπτισμα λάβαμε ὅλοι τό χάρισμα καί τήν ἐξουσία τῆς υἱοθεσίας. Ἔχουμε δική μας τή χάρη τοῦ Θεοῦ. Ἔχουμε τίς προϋποθέσεις νά φθάσουμε ἀπό τό κατ᾿ εἰκόνα στό καθ᾿ ὁμοίωσιν Θεοῦ. Ἐνταγμένοι στήν οἰκογένεια τῆς Ἐκκλησίας του εἴμαστε «οἱ ἴδιοι», οἱ δικοί του. Ἀλλά αὐτή ἀκριβῶς ἡ ἰδιότητα συνεπάγεται καί τή μεγάλη μας εὐθύνη· τήν ἑκούσια παράδοση τῆς ἐλευθερίας μας στόν Σωτήρα σέ καθημερινή βάση, τήν ὁλόψυχη ὑποταγή μας στό θέλημά του σέ κάθε συγκεκριμένη περίπτωση.
 Μ᾿αὐτή καί μόνο τήν προϋπόθεση ἀξιοποιοῦμε τή Γέννηση τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ καί τήν ἀπολαμβάνουμε ὡς προσωπική μας ἀναγέννηση. Ἔτσι γίνονται τά Χριστούγεννα ὄχι μιά γιορτινή μέρα τοῦ χρόνου ἀλλά ἡ ἀπαρχή μιᾶς γιορτινῆς, νέας ζωῆς. Τέτοια, εὐχόμαστε, νά ᾿ναι τά φετινά Χριστούγεννα!
Στέργιος Ν. Σάκκος
Ἀπολύτρωσις 55 (2000) 243

Παρασκευή, 23 Δεκέμβριος 2022 02:00

Εὐδοκία Θεοῦ καί ἀνθρώπων

gennisi 2 Στήν ἁλυσίδα τῶν θείων παροχῶν καί δωρημάτων τήν ὕψιστη θέση κατέχει ἡ ἐνανθρώπηση τοῦ Θεοῦ. Ἀποκαλύπτει τό ἀπώγειο τῆς θεϊκῆς δυνάμεως σ᾿ ἕναν ἀπίθανο συνδυασμό μέ τήν ἄκρα συγκατάβαση. Ὁ φωστήρας τῆς οἰκουμένης Μέγας Βασίλειος θεολογεῖ· «Οὐ γάρ τοσοῦτον οὐρανοῦ καί γῆς σύστασις καί θαλάσσης καί ἀέρος καί τῶν μεγίστων στοιχείων ἡ γένεσις καί εἴ τι ὑπερκόσμιον νοεῖται καί εἴ τι καταχθόνιον, τήν δύναμιν παρίστησι τοῦ Θεοῦ Λόγου, ὅσον ἡ περί τήν ἐνανθρώπησιν οἰκονομία καί ἡ πρός τό ταπεινόν καί ἀσθενές συγκατάβασις». Δηλαδή, ὅλη ἡ φυσική δημιουργία μέ τά μεγάλα καί θαυμαστά της δέν ἀπεικονίζει τή δύναμη τοῦ Θεοῦ Λόγου τόσο ἐκφραστικά ὅσο ἡ ἐνανθρώπησή του.
 Αὐτεξούσια, μέ τό δικαίωμα τοῦ ἰδιοκτήτη πού κινεῖται στό ἀνάκτορο ἀλλά καί στό σταῦλο του, ἦλθε «εἰς τά ἴδια» (Ἰω 1, 11) ὁ Θεός Λόγος. Δέν εἶχε νά ρωτήσει κανέναν, δέν χρειαζόταν κανενός τήν ἄδεια. Ἡ ἐπίσκεψή του, βέβαια, ἐνόχλησε ἀφάνταστα τόν σατανᾶ· αὐτός ἔνιωσε νά σαλεύεται ἡ πανίσχυρη κοσμοκρατορία του, τήν ὁποία δόλια καί αὐθαίρετα εἶχε στήσει πάνω στή γῆ. Δέν βλάφθηκε ὅμως σέ τίποτε ὁ ἄνθρωπος, ὁ διορισμένος ἀπό τόν Θεό κυρίαρχος τῆς δημιουργίας. Σεβάσθηκε ἀπόλυτα τήν ἐλευθερία τοῦ πλάσματός του ὁ Θεός. Ἄφησε στόν ἄνθρωπο τήν πρωτοβουλία τοῦ συνδέσμου καί τῆς σχέσεως μαζί του.
 Ταπεινά καί ἀθόρυβα συντελέσθηκε τό μεγάλο γεγονός τῆς θείας ἐνανθρωπήσεως. Χωρίς κανένα ἀπό τά στοιχεῖα ἐκεῖνα πού θά μποροῦσαν νά καταπιέσουν ἤ ἁπλῶς νά ἐπηρεάσουν τήν ἀνθρώπινη συνείδηση. Δέν ἦταν βέβαια δυνατόν νά ἀποσιωπηθεῖ ἡ δόξα καί νά μή γίνει ἀντιληπτό τό φῶς τοῦ Θεοῦ. Ἔλαμψε στή γῆ ὁ ἥλιος τῆς Δικαιοσύνης. Τή λάμψη του ὅμως τήν εἶδαν λίγοι· οἱ ἄγγελοι τοῦ οὐρανοῦ καί ἐλάχιστοι ἀπό τούς ἀνθρώπους. Ἦταν ἀπό ἐκείνους πού κράτησαν ἀνοιχτά τά μάτια τῆς ψυχῆς, δεκτική τήν καρδιά στή θεία ἐπίσκεψη: οἱ «ἀγραυλοῦντες», ταπεινοί βοσκοί στή γῆ τῆς Βηθλεέμ ἀλλά καί οἱ σοφοί μάγοι, πού μελετοῦσαν τόν οὐρανό στήν Ἀνατολή. Παρά τίς πολλές ἀντιθέσεις τους οἱ δύο αὐτές τάξεις συναντῶνται καί ταυτίζονται σ᾿ ἕνα σημεῖο θεμελιακό γιά τή σχέση τοῦ ἀνθρώπου μέ τόν Θεό: στή λαχτάρα τῆς σωτηρίας, στήν ἀναζήτηση τοῦ σωτήρα καί τήν ἀναμονή τοῦ ἐρχομένου Λυτρωτῆ.
 Μέ τήν ἐνανθρώπησή του ὁ Ἰησοῦς Χριστός πραγματοποίησε «δυνάμει» τή σωτηρία τοῦ ἀνθρωπίνου γένους. Σάν ἦλθε στή γῆ μας ὁ Κύριος, λέγει ὁ ἅγιος Ἀθανάσιος, καί κατοίκησε μέσα σ᾿ ἕνα ἀνθρώπινο σῶμα, ὅμοιο μέ τά δικά μας, «πᾶσα ἡ κατά τῶν ἀνθρώπων παρά τῶν ἐχθρῶν ἐπιβουλή πέπαυται», ἐξαφανίσθηκε ἡ φθορά τοῦ θανάτου. Αὐτά «δυνάμει», δηλαδή ὡς δυνατότητα δοσμένη ἀπό τόν Θεό σ᾿ ὅλους. Ὁ καθένας ὅμως θά ἀποφασίσει προσωπικά μόνος του, ἄν θά ἐνεργοποιήσει ἤ ὄχι τή σωτηρία στήν προσωπική του ζωή. Περιμένει ὁ Θεός τήν καλόγνωμη συγκατάθεση καί τήν εἰλικρινῆ συνεργασία τοῦ ἀνθρώπου. Τοῦ συμπεριφέρεται, δηλαδή, ὡς πρός σο. Ὅπως εὐδόκησε ὁ Θεός νά κατεβεῖ στή γῆ, πρέπει νά εὐδοκήσει καί ὁ ἄνθρωπος νά τοῦ ἀνοίξει τήν καρδιά του καί νά τόν δεχθεῖ σ᾿ αὐτήν.
 Αὐτή ἡ εὐδοκία, ἡ ἀγαθή προαίρεση, ὅπως τήν ὀνομάζουν οἱ ἅγιοι πατέρες, εἶναι τό ἀναντικατάστατο κλειδί, γιά νά μπεῖ κανείς στή βασιλεία τοῦ Θεοῦ καί νά ἀπολαύσει τή σωτηρία. Νά οἰκειωθεῖ καί νά οἰκειοποιηθεῖ τά πλούσια δῶρα πού προσφέρει ἡ ἐνανθρώπηση τοῦ Θεοῦ. Νά βιώσει τή λύτρωση, τήν υἱοθεσία, τή μετοχή στήν οὐράνια δόξα. «Ὅσοι δέ ἔλαβον αὐτόν, ἔδωκεν αὐτοῖς ἐξουσίαν τέκνα Θεοῦ γενέσθαι» (Ἰω 1,12).
 Ἡ ἐξουσία τῆς υἱοθεσίας ἀποτελεῖ τό μεγαλειῶδες διάγγελμα τοῦ Θεοῦ ἀλλά καί τή μυστική ἑρμηνεία τοῦ γεγονότος τῆς σωτηρίας. Ἀπό πλευρᾶς Θεοῦ δίδεται σ᾿ ὅλους. Ἀπό πλευρᾶς ἀνθρώπου ἀξιοποιεῖται μόνο ἀπό ἐκεῖνον πού τό ἐπιθυμεῖ καί τό ἐπιδιώκει. Ἔτσι σήμερα, δρασκελώντας το κατώφλι τῆς τρίτης χιλιετίας μετά Χριστόν, βλέπουμε γύρω μας πρόσωπα καί γεγονότα καί καταστάσεις, πού μοιάζουν ἀπαράλλακτα μέ τήν πρό Χριστοῦ πραγματικότητα.
 Ἀπό τή μιά ὁ καταναλωτικός εὐδαιμονισμός γιορτάζοντας τά Χριστούγεννα, ἐπιδεικνύει φιλάρεσκα τή χλιδή του. Εἶναι ἱκανοποιημένοι οἱ ἄνθρωποι. Γι᾿ αὐτούς κάθε μέρα εἶναι γιορτινή, ἀφοῦ ἔχουν ὅ,τι ἐπιθυμοῦν. Φυσικά, οὔτε κἄν ὑποψιάζονται τό νόημα τῆς γέννησης τοῦ Χριστοῦ. Ὄχι μόνο δέν εὐδοκοῦν ν᾿ ἀνταποκριθοῦν στήν προσφορά τοῦ Θεοῦ, ἀλλά οὔτε κἄν ἐννοοῦν τή σημασία της. Γι᾿ αὐτούς δέν ὑπάρχει πρόβλημα σωτηρίας. Δέν ὑπάρχει ἀνάγκη καί δίψα σωτηρίας. Εἶναι πολύ ἀπασχολημένοι καί καλά βολευμένοι σ᾿ αὐτή τή ζωή. Δέν πολυσκοτίζονται γιά τήν ἄλλη.
 Ἀπό τήν ἄλλη μεριά οἱ στερημένοι τῆς γῆς, φτωχοί καί πεινασμένοι, βυθισμένοι στή μιζέρια τους πιστεύουν πώς γι᾿ αὐτούς εἶναι ἀνώφελη ἡ γέννηση τοῦ Χριστοῦ. Τάχα τί ἄλλαξε στόν κόσμο ἐδῶ καί τόσα χρόνια; Ὅλα εἶναι τόσο μίζερα καί τραγικά, ὅπως καί πρίν γεννηθεῖ ὁ Χριστός.
 Ἀλλά -τί τραγικό!- ὑπάρχει καί μία ἄλλη τάξη, πολύ ὑπεύθυνη ὄχι μόνο γιά τήν ἐσφαλμένη θέση της ἔναντι τοῦ Χριστοῦ ἀλλά καί γιά τήν ἀπατηλή συμπεριφορά της ἔναντι τοῦ κόσμου. Εἶναι οἱ «χριστιανοί», γιά τούς ὁποίους λέγαμε στό προηγούμενο τεῦχος. Οἱ δεδηλωμένοι χριστιανοί μέ τήν ἀχρίστιανη, ἄν ὄχι ἀντίχριστη ζωή. Αὐτοί γιορτάζουν καί μάλιστα μέ ἔμφαση τά Χριστούγεννα. Πιθανόν καί θά ἐκκλησιαστοῦν τή μέρα ἐκείνη. Κάποιοι, μάλιστα, μπορεῖ καί νά κοινωνήσουν τῶν ἀχράντων μυστηρίων ἀλλά τελείως τυπικά καί ἀπροετοίμαστοι. Αὐτό πού κυρίως θέλουν, αὐτό πού παίρνουν καί «χαίρονται» ἀπό τή μεγάλη γιορτή εἶναι τό φαγοπότι, τό γλέντι, ἡ διασκέδαση. Αὐτά τούς ἱκανοποιοῦν καί δέν ἀναζητοῦν κάτι περισσότερο, αὐτό πού ὁ Χριστός ἦρθε νά φέρει στόν κόσμο. Ρηχή ἡ πίστη τους, πονηρή ἡ καρδιά τους «βολεύτηκε» σ᾿ ἕναν Χριστό κομμένο στά δικά τους μέτρα. Ἔτσι, μέσα στό χρόνο πού λήγει, εδαμε «χριστιανούς» νά βομβαρδίζουν ἀσυνείδητα καί νά σκοτώνουν χωρίς ἀναστολές ἄλλους χριστιανούς -καί μάλιστα σέ μέρες γιορτινές. Ὁ Χριστός γι᾿ αὐτούς ἔγινε μάσκα, γιά νά ξεγελοῦν τούς ἄλλους καί κυρίως τόν ἑαυτό τους. Γιά νά αὐτοκτονοῦν στήν πραγματικότητα, ἀφοῦ μέ τήν ἰδέα ὅτι εἶναι χριστιανοί, δέν ἀναζητοῦν τόν Χριστό, δέν ἀφήνουν στόν ἑαυτό τους περιθώρια γιά μετάνοια καί πίστη.
 Μέσα σ᾿ αὐτή τή ζοφερή κατάσταση τοῦ κόσμου μας δέν ἔλειψαν -δόξα τῷ Θεῷ- κι ἐκεῖνοι πού μέ συναίσθηση καί ἐπίγνωση γιορτάζουν τή γέννηση τοῦ Λυτρωτῆ. Οἱ ἐλεημένοι τοῦ Θεοῦ, οἱ λυτρωμένοι ἁμαρτωλοί, πού εὐγνώμονα δέχονται τή θεϊκή προσφορά καί φιλότιμα ἀγωνίζονται νά σταθοῦν ἀντάξιοί της. Εἶναι οἱ εὐλογημένοι τοῦ Πατρός, τό «μικρό ποίμνιο», πού καταθέτει στόν κόσμο τή δική του προσωπική καί ἀδιάψευστη μαρτυρία ὅτι «ἐτέχθη ἡμῖν σήμερον σωτήρ, ὅς ἐστιν Χριστός».
 Ὁ Ἰησοῦς Χριστός, ὁ Λυτρωτής καί Σωτήρας τοῦ κόσμου, ἐξακολουθεῖ νά προσφέρει τή σωτηρία, νά χαρίζει τή λύτρωση. «Ἔρχου καί δε», μαρτυροῦν ὅσοι ἀληθινά τοῦ χάρισαν τήν καρδιά τους. Τό πρόβλημα γίνεται τελείως προσωπικό καί ἀπολύτως σοβαρό γιά τόν καθένα. Μόνο ὅποιος διά τῆς πίστεως παραλαμβάνει τόν Χριστό, δηλαδή ὅποιος τόν ὁμολογεῖ καί τόν δέχεται Κύριο, ἀποκρυπτογραφεῖ τό μυστικό τοῦ Θεοῦ, ἀποδέχεται τή θεϊκή υἱοθεσία καί κάνει δική του τή δόξα τοῦ Θεοῦ. Ἀπαντᾶ στήν εὐδοκία τοῦ Θεοῦ μέ τή δική του εὐδοκία.

Στέργιος Ν. Σάκκος
Ἀπολύτρωσις 54 (1999) 244-247
Κυριακή, 20 Ιούλιος 2014 03:00

Ἐν τῷ φωτί σου ὀψόμεθα φῶς

ilios Κορώνα καί στολίδι ἀλλά καί ἀπαραίτητος παράγοντας γιά τήν ζωή τῆς φυσικῆς δημιουργίας ὁ ἥλιος. Στήν τροχιά του βλέπει ὁ Ψαλμωδός τήν ὀμορφιά τοῦ νυμφίου πού προβάλλει ἀπό τήν νυμφική παστάδα καί τήν λεβεντιά τοῦ «γίγαντα». Καθώς διατρέχει καθημερινά τό οὐράνιο στερέωμα, θερμαίνει μέ τό πέρασμά του, ζωογονεῖ, λαμπρύνει τήν πλάση. Ἀλλά καί στόν κόσμο τοῦ ὑπεραισθητοῦ μᾶς ἀνάγει τό λαμπρό ἄστρο τῆς ἡμέρας μέ ἕναν ἐντελῶς ἰδιαίτερο τρόπο. Ἄν σέ ὅλα τά δημιουργήματα «καθορᾶται» (Ρω 1,20), γίνεται ὁρατή σάν σέ καθρέφτη, ἡ αἰσθητή παρουσία τοῦ ἀοράτου Θεοῦ καί οἱ θεῖες ἰδιότητές του, πολύ πιό ζωηρά νιώθουμε τήν παρουσία Του στόν ἥλιο.
 Ἤδη στήν Παλαιά Διαθήκη ὁ Θεός συνδέεται ἄμεσα μέ τό φῶς, συμβολικά καί προφητικά. Εἶναι ὁ δημιουργός τοῦ φυσικοῦ φωτός, ἀλλά καί ὁ ἴδιος κατοικεῖ μές σ' αὐτό «φῶς οἰκῶν ἀπρόσιτον» καί ντύνεται τό φῶς, «ὁ ἀναβαλλόμενος φῶς ὡς ἱμάτιον» (Ψα 103,2). Ὁ νόμος του λυχνάρι θά φωτίζει τά μονοπάτια τοῦ πιστοῦ καί θά τόν προφυλάγει ἀπό κάθε κίνδυνο καί κακοτοπιά (Ψα 118,105). Ὁ ἀναμενόμενος Μεσσίας θά εἶναι τό «μέγα φῶς» (Ἠσ 9,2), ὁ «Ἥλιος τῆς δικαιοσύνης» (Μλ 4,2), ἡ Ἀνατολή ἀνατολῶν (βλ. Ζα 3,9). Θά καταυγάσει καί θά δοξάσει τόν λαό τοῦ Ἰσραήλ, ἀλλά θά εἶναι ἐπίσης καί «φῶς ἐθνῶν» (Ἠσ 42,6· 49,6).
Τό ἐσχατολογικό φῶς τῆς προφητείας γίνεται πραγματικότητα στήν Καινή Διαθήκη. Ὁ Ἰησοῦς Χριστός, ὁ πανωραῖος «κάλλει» Νυμφίος, πού δημιούργησε τόν ἥλιο καί ὅλη τήν κτιστή δημιουργία, καταδέχτηκε νά γίνει κτιστός ὁ ἄκτιστος, ὁρατός ὁ ἀόρατος. Μέ τήν σάρκωση καί ἐνανθρώπησή του ὁ Λόγος τοῦ Θεοῦ φωτίζει τόν νοῦ μας, ὥστε καί τήν κτιστή δημιουργία νά ἑρμηνεύσουμε καί τήν ἄκτιστη νά προσεγγίσουμε. Χαιρετίζεται στήν ἀνθρώπινη ἱστορία ὡς «τό φῶς τό ἀληθινόν, ὅ φωτίζει πάντα ἄνθρωπον ἐρχόμενον εἰς τόν κόσμον» (Ἰω 1,9). Μέ τίς πράξεις καί τά λόγια του ἀποκαλύπτεται ὡς «φῶς τοῦ κόσμου» (Ἰω 8,12· 9,5· 12,46). Σ' Αὐτόν ἔχει τήν ἀρχή του κάθε τι πού σχετίζεται μέ τό φῶς. Αὐτός ἔδωσε ὑπόσταση στό φυσικό φῶς, ὅταν μέ τόν δημιουργικό λόγο του εἶπε «γενηθήτω φῶς! καί ἐγένετο φῶς» (Γέ 1,3). Αὐτός παρέχει τόν πνευματικό φωτισμό, πού φωτίζει τίς καρδιές μας γιά νά γνωρίσουμε στό πρόσωπό του τόν ἔνδοξο Θεό (βλ. Β΄ Κο 4,6). Μᾶς καθιστᾶ «φωτισθέντας» (Ἑβ 6,4) μέ τό Βάπτισμα, ὥστε νά ἐγκαταλείψουμε τό σκότος καί νά γίνουμε «φῶς ἐν Κυρίῳ» (Ἐφ 5,8), πού σημαίνει νά πολιτευόμαστε «ὡς τέκνα φωτός» (Ἐφ 5,8· Α΄ Θε 5,5). Στήν δική του παρουσία εἶναι ὅλα φῶς καί ζωή καί χαρά, ἀσκίαστη εὐτυχία καί ἐκπλήρωση κάθε εὐγενικοῦ πόθου τῆς ἀνθρώπινης ψυχῆς, πού μόνο κοντά στόν Χριστό βρίσκει τόν προορισμό καί τήν πληρότητά της.
 Παρ’ ὅλα αὐτά, ὅπως ὁ κτιστός ἥλιος ὄχι μόνο δέν εὐχαριστεῖ, δέν ἐξυπηρετεῖ, ἀλλά καί ἐνοχλεῖ ἐκείνους πού ἔχουν ἄρρωστα μάτια, ἔτσι καί ὁ Ἥλιος-Χριστός ἐνοχλεῖ ὅσους ἔχουν βλάβη στά μάτια τῆς ψυχῆς, ὅσους κατευθύνονται ἀπό «διεφθαρμένον νοῦν» (Α΄ Τι 6,5) καί «ἀδόκιμον» (Ρω 1,28). Μάλιστα πολλοί ἐνοχλούμενοι ἀπό τόν Ἥλιο-Χριστό, ἀντί νά ζητήσουν τήν θεραπεία καί ἀποκατάσταση τῆς πνευματικῆς τους ὁράσεως, ἀντιστέκονται στό φῶς του· φλυαροῦν, συκοφαντοῦν καί μέ κάθε τρόπο προσπαθοῦν νά τόν περιθωριοποιήσουν. Θέλουν νά τόν ἀντικαταστήσουν μέ ἄλλες δικῆς τους ἀποτιμήσεως πηγές φωτός.
 Τό ἀποτέλεσμα; Ἁπλῶς βυθίζονται σέ βαθύτερα σκοτάδια. Εἶναι, βέβαια, ἀδύνατη ἡ ἀντικατάσταση καί ἡ κατάργηση τοῦ φυσικοῦ ἡλίου. Κανείς νουνεχής δέν διανοήθηκε ποτέ νά σβήσει ἤ νά γκρεμίσει τόν ἥλιο φτύνοντας ἤ πετροβολώντας πρός τό μέρος του ἤ πετώντας χῶμα καί δημιουργώντας ἀντάρα στήν ἀτμόσφαιρα, οὔτε ἐπιχείρησε κανείς νά ἀντικαταστήσει τόν ἥλιο μέ κάποια ἀπό τίς τεχνητές πηγές φωτός. Παρόμοια ἀδυνατοῦν νά σβήσουν τό φῶς τοῦ Χριστοῦ τά νέφη τῶν παθῶν καί ἡ μυωπική αὐταρέσκεια τοῦ ἐγωισμοῦ, πού τροφοδοτοῦν τόν κουρνιαχτό τῆς ἀμφιβολίας καί τῆς ἀπιστίας. Ἀπό τότε πού ἀνέτειλε ὁ Ἥλιος τῆς δικαιοσύνης, ἐδῶ καί δυό χιλιάδες χρόνια, παραμένει Αὐτός ἡ μοναδική καί ἐγγυημένη πηγή φωτός, ἡ ἀκατάπαυστη γεννήτρια φωτισμοῦ, ἡ μόνη ἐλπίδα γιά τήν σωτηρία τοῦ κόσμου. Παντοδύναμο τό φῶς τοῦ προσώπου Του διαλύει κάθε σκοτάδι πού τυφλώνει τόν νοῦ καί ἀναστατώνει τήν καρδιά.
  Αὐτή εἶναι ἡ κατάθεση τῆς ἱστορίας, ἡ μαρτυρία ὅλων ἐκείνων πού ἀποδέχθηκαν τό Φῶς-Χριστό καί μέ τόν δικό του φωτισμό πορεύονται. Οἱ ἄλλοι, ὅσοι δέν θέλησαν νά ἡλιαστοῦν στό φῶς τοῦ ἀνεσπέρου Ἡλίου-Χριστοῦ καί ὅσοι ἀρκέσθηκαν σέ μία ἐπιδερμική, τυπική σχέση μαζί του, χωρίς οὐσιαστική ἔνταξη στήν Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ, στόν χῶρο ὅπου Ἐκεῖνος ἀκτινοβολεῖ καί καταυγάζει τίς ψυχές, δέν ἔχουν λόγο. Οἱ πρῶτοι, διότι παραμένουν ἄπιστοι, ἐνίοτε καί ἀντίχριστοι. Οἱ δεύτεροι, διότι βολεύονται στόν τύπο καί ἀγνοοῦν ἤ ἀδιαφοροῦν γιά τήν οὐσία τῆς πίστεως. Τραγικές καί οἱ δύο ὁμάδες ἐπαναλαμβάνουν θλιβερό μοιρολόγι τήν ἐμπειρία τους· «Ἰδού ἐγώ μέ τόσα φῶτα τυφλός, τυφλός ὅπως καί πρῶτα». Αὐτοί δέν μποροῦν νά μιλοῦν γιά τόν Χριστό πού δέν γνώρισαν ἤ παραποίησαν κατά τήν δική τους βουλή καί βολή. Μυριάδες ὅμως πιστῶν, πού δέχονται τήν εὐεργετική, τήν ζωογόνο καί σωστική ἐπίδραση τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ μέσα στήν ἁγία του Ἐκκλησία, παλιά καί σήμερα καί σέ κάθε ἐποχή, εὐγνώμονα καταθέτουν τήν πλούσια καί ἀδιαμφισβήτητη ἐμπειρία τους ὅτι διατέλεσαν κάποτε σκότος, «νῦν δέ φῶς ἐν Κυρίῳ» (Ἐφ 5,8). Ὁ Χριστός τούς εἵλκυσε ἀπό τό σκοτάδι, τούς φώτισε καί τούς ζωογονεῖ μέσα στό φῶς τῆς χάριτος. Κι αὐτοί εὐφρόσυνα ὁμολογοῦν ὅτι «ἐν τῷ φωτί σου ὀψόμεθα φῶς» καί εὐγνώμονα τοῦ ἀναπέμπουν τήν καρδιόβγαλτη δοξολογία τους «δόξα σοι, τῷ δείξαντι τό φῶς»!
Αὐτό τό νόημα ἔχει ἡ γιορτή τῶν Χριστουγέννων, πού τήν γιορτάζουν οἱ πιστοί ἐπίσημα, λαμπρά καί πνευματικά κάθε χρόνο. Ἐκφράζουν τήν λατρεία τους στόν ἀνατείλαντα Ἥλιο τῆς Δικαιοσύνης. Τόν προσκυνοῦν μέ τήν ἁπλότητα τῶν ποιμένων καί μέ τήν λαχτάρα τῶν μάγων. Καί δέν περιορίζεται ἡ προσκύνηση μόνο στήν ἡμέρα τῆς γιορτῆς, μιά φορά τόν χρόνο. Κάθε πρωί, πού ἀντικρίζουν τήν ἀνατολή νά πυρώνει τόν ὁρίζοντα, κάθε ἑσπέρα, ὅταν τό φῶς τοῦ ἥλιου ἱλαρό χρυσώνει τήν ἀτμόσφαιρα, ἀλλά καί κάθε στιγμή μέ τά μάτια τῆς πίστεως βλέπουν στό φυσικό φῶς τόν κατοπτρισμό τοῦ ἀνεσπέρου φωτός Χριστοῦ κι Ἐκεῖνον δοξολογοῦν καί ὑμνοῦν καί προσκυνοῦν. Τροφοδοτεῖται δέ καί ἀνανεώνεται αὐτή ἡ ἀκατάπαυστη καί ἀέναη λατρεία στήν μυστηριακή σύναξη τῆς Ἐκκλησίας, πού κατακλείεται κάθε φορά μέ τήν πανηγυρική διακήρυξη «Εἴδομεν τό φῶς τό ἀληθινόν». Καί κορυφώνεται ἡ ἄμεση κοινωνία μέ τόν Κύριο, «τό φῶς τό ἀληθινόν ὅ φωτίζει πάντα ἄνθρωπον ἐρχόμενον εἰς τόν κόσμον» (Ἰω 1,9), μέσα στό εὐλογημένο Δωδεκαήμερο, ὅπου μαζί μέ τήν λατρεία τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ, πού εἶναι ἡ ἐξ ὕψους Ἀνατολή, ἔχουμε καί τήν προσκύνηση τῆς ἁγίας Τριάδος, τῆς τρισηλίου Θεότητος.
Στέργιος Ν. Σάκκος
Ἀπολύτρωσις 66 (2011) 324-326