Super User

Super User

Κυριακή, 20 Ιούλιος 2014 03:00

Γα 3,27

Τά προσωπεῖα καί τό πρόσωπο

kolymbithraΣτόν ἄνθρωπο τῆς ἐποχῆς μας, πού νιώθει τήν ἀνάγκη πιά νά φορᾶ μάσκα, γιά νά κινεῖται ἄνετα καί "καθώς πρέπει" στήν κοινωνία μας, στόν ἄνθρωπο τῆς ἐποχῆς μας, πού ἀριθμεῖ ἀναρίθμητα προσωπεῖα τοῦ ἑαυτοῦ του γιά κάθε περίσταση, σ’ αὐτόν τόν ἄνθρωπο, πού ἔχασε πιά τό πρόσωπό του, χρειάζεται προπάντων ἡ ὑπενθύμιση· «Ὅσοι εἰς Χριστόν ἐβαπτίσθητε, Χριστόν ἐνεδύσασθε» (Γα 3,27). Δοκίμασες, ἀδελφέ, ὅλη τήν πίκρα τῆς κάθε ἀπάτης τοῦ συνανθρώπου ἀπέναντί σου· δοκίμασες ὅλη τήν ἀηδία τοῦ κάθε δικοῦ σου ψεύδους ἀπέναντί του. Εἶναι καιρός νά θυμηθεῖς κι ἐκείνη τήν ξεχασμένη ὥρα τῆς ζωῆς σου, πού στό ὄνομα τοῦ Πατρός καί τοῦ Υἱοῦ καί τοῦ ἁγίου Πνεύματος βυθιζόσουν στά νερά τῆς κολυμβήθρας, ἐνῶ τό ἅγιο Πνεῦμα βυθιζόταν στήν ὕπαρξή σου καί σοῦ ἔδινε τό μεγάλο δικαίωμα νά ντυθεῖς τό θεανθρώπινο πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ. 

 Οἱ μάσκες οἱ ὕπουλες, πού μᾶς ξεγελοῦν, σχίζονται. Δέν ἀντέχουν μπρός στή δύναμη τῆς ἀληθινῆς λαχτάρας μας, μπρός στήν ὁρμή τῆς γνήσιας ἀναζητήσεώς μας. Καυτή ἡ πνοή πού βγαίνει ἀπό τά στήθη μας τά ἀνήσυχα γιά ἐλευθερία, γιά εἰρήνη, γιά ἀγάπη, γιά ἀλήθεια, καί καίει τό ψεύτικο καί τό ὑποκατάστατο. Ἡ ἐλευθερία, πού μᾶς πουλᾶ ὁ «νῦν αἰώνας», ἀποδεικνύεται σκέτη σκλαβιά, ἡ εἰρήνη ὑποκρισία, ἡ ἀγάπη μόνο ἀπάτη, ἡ ἀλήθεια ψέμα. Κι ἐμεῖς ἔχουμε τόσο ἀλλοτριωθεῖ οἱ ταλαίπωροι, πού τίς φορέσαμε κι οἱ ἴδιοι αὐτές τίς μάσκες· γιά νά συνθλίψουμε ἀκόμη περισσότερο τήν προδομένη μας καρδιά, νά κάνουμε ἀκόμη πιό δυστυχισμένο τόν δύσπιστο πλησίον. Τώρα, ἄν κάτω ἀπό τόσες στάχτες ζῆ ἀκόμη μέσα μας ἡ σπίθα ἡ ἀρχέγονη τῆς προσδοκίας ἑνός Σωτήρα, δέν μένει παρά νά ἀρνηθοῦμε τήν ἄρνησή μας, νά ἀπορρίψουμε τήν ὑποκρισία μας καί νά ἐπιστρέψουμε στόν Χριστό.
 Ἀλλά ὁ Χριστός δέν εἶναι προσωπεῖο, γιά νά τόν φορέσουμε· εἶναι πρόσωπο. Καί τό νά ντυθεῖς ἕνα πρόσωπο σημαίνει νά ἀποκτήσεις τά χαρακτηριστικά του, νά ἀφομοιώσεις τή νοοτροπία του, νά κάνεις τούς στόχους του στόχους σου, τήν ὑπόθεσή του δική σου. Νοῦς, καρδιά, θέληση, ὅλα νά χρωματισθοῦν, νά ἐμβολιασθοῦν ἀπό τό δικό του νεῦρο. Γι’ αὐτό κι ὅταν ὁ ἀπόστολος Παῦλος προτρέπει «ἐνδύσασθε τόν Κύριον Ἰησοῦν Χριστόν» (Ρω 13, 14), ἐννοεῖ αὐτό πού λέει ἀλλοῦ μέ περισσότερα λόγια σαφέστερα· «ἀποθέσθαι ὑμᾶς κατά τήν προτέραν ἀναστροφήν τόν παλιόν ἄνθρωπον τόν φθειρόμενον κατά τάς ἐπιθυμίας τῆς ἀπάτης, ἀνανεοῦσθαι δέ τῷ πνεύματι τοῦ νοός ὑμῶν καί ἐνδύσασθαι τόν καινόν ἄνθρωπον τόν κατά Θεόν κτισθέντα ἐν δικαιοσύνῃ καί ὁσιότητι τῆς ἀλήθειας» (Ἐφ 4,21). Καινούργιος ἄνθρωπος! Νά, τί θά πεῖ φορῶ τό πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ· γίνομαι ἕνας μικρός Χριστός, ἕνας ἀληθινός χριστιανός.
 
Ἴσως μᾶς τρομάζει στήν ἀρχή μιά τέτοια ἀλλαγή. Δύσκολο νά παραιτηθεῖς ἀπό τόν ἑαυτό σου, νά σπρώξεις μακριά σου ὅσα τόσα χρόνια ἀγκάλιαζες, νά διώξεις τά ὄνειρα πού σέ ἔτρεφαν μέχρι τώρα, τούς στηριγμούς πού σέ ἔφεραν μέχρις ἐδῶ. Κι ἔπειτα, σκληρό κι ἀπάνθρωπο νά χάσεις τό δικό σου πρόσωπο, γιά νά ντυθεῖς τόν Ἄλλο -ἔστω κι ἄν αὐτός γράφεται με κεφαλαῖο Α-, νά ξεχάσεις καί νά καταργήσεις τό ἐγώ σου, γιά νά ζήσεις στό ἐγώ τοῦ Ξένου. Κι ὅμως -ἐδῶ εἶναι τό παράδοξο-, μόλις τολμήσεις, θά καταλάβεις ὅτι αὐτός ἦταν ὁ μόνος δρόμος γιά νά βρεῖς τόν ἑαυτό σου καί προπάντων γιά νά τόν σώσεις, ὁ μόνος τρόπος γιά νά μείνεις πράγματι πρόσωπο καί, κάτι περισσότερο, γιά νά γίνεις προσωπικότης. Γιατί ὁ Χριστός δέν πολτοποιεῖ ἀλλά πλάθει, δέν ἀφανίζει ἀλλά ἀναγεννᾶ. Τό ἔργο του εἶναι θετικό, καί τό ὑλικό μας, τό πρόσωπό μας, τοῦ χρειάζεται γιά νά ἀποτυπώσει πάνω του τή σφραγίδα "τοῦ ἀρχαίου κάλλους". Ναί, ἕνας καινούργιος ἄνθρωπος ἀλλά καί ἕνας ἀληθινός ἄνθρωπος γεννιέται μέ τό πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ!
 Δέν ὑπάρχει, νομίζω, μεγαλύτερη προσφορά ἀπ’ αὐτήν γιά τόν ἄνθρωπο τῆς ἐποχῆς μας. Μέσα στούς δαιδάλους τῆς νέας φιλοσοφίας, ὅπου πλανᾶται χαμένος, φτάνουν σάν ἀκτῖνες ὁδηγητικοῦ φωτός οἱ λάμψεις τοῦ προσώπου τοῦ Θεοῦ ἀνάμεσά μας. Ὑπόσχεται ἐλευθερία ἐσωτερική, εἰρήνη οὐσιαστική, ἀγάπη εἰλικρινῆ, ἀλήθεια γνήσια καί ἀνόθευτη. Καί δίνει, δίνει σ’ ὅσους ἀκολουθοῦν, σ’ ὅσους ἀποφασίζουν καί πετοῦν πέρα τά ἀπαίσια προσωπεῖα, πού χαλάσαν τή ζωή μας, δίνει τό δικό του πρόσωπο, γιά νά κάνει τό δικό μας, ἐπί τέλους, ἀληθινό.

 Στέργιος Ν. Σάκκος
Ἀπολύτρωσις 36 (1981) 2-3
Σάββατο, 20 Φεβρουάριος 2021 02:00

Πίστη καί μετάνοια

025-LΣτό ἔργο τῆς σωτηρίας μας, πού εἶναι τό δυσκολώτερο καί τό σημαντικώτερο ἔργο αὐτοῦ τοῦ κόσμου, ἡ πίστη καί ἡ μετάνοια ἀποτελοῦν τίς δύο μοναδικές δυνάμεις πού μπορεῖ νά διαθέσει ὁ ἄνθρωπος γιά τήν ἐπίτευξή του. Εἶναι ἡ πόρτα πού ἀνοίγει καί ὁ δρόμος πού ἁπλώνεται, γιά νά περάσει στήν ψυχή μας ὁ Τριαδικός Θεός, ὁ ὁποῖος καί θά καλλιεργήσει τή σωτηρία μας.
  Ὁ σπόρος τῆς πίστεως δίνεται ἀπό τόν Θεό σέ ὅλους τούς ἀνθρώπους, ἀφοῦ ὁ Θεός «πάντας ἀνθρώπους θέλει σωθῆναι καί εἰς ἐπίγνωσιν ἀληθείας ἐλθεῖν» (Α’ Τι 2, 4). Ἀλλά ὁ σπόρος μένει ἀνενέργητος καί ἄχρηστος, ἄν, ὅπως λέει ἡ παραβολή, δέν πέσει σέ «γῆ ἀγαθή» (Μθ 13,8· Μρ 4,8· Λκ 8,8). Καί τό στοιχεῖο πού κάνει τήν καρδιά μας εὔφορη εἶναι ἡ μετάνοια. Αὐτή ἡ δύναμη τῆς μετανοίας γίνεται συγχρόνως καί ὁ μοχλός πού δραστηριοποιεῖ τή δύναμη τῆς πίστεως.
 Μέσα ἀπ’ αὐτές τίς προδιαγραφές σχετικά μέ τήν πίστη καί τή μετάνοια τό πρόβλημα, γιατί δέν σώζονται ὅλοι οἱ ἄνθρωποι λύνεται ἤ μᾶλλον κατανοεῖται. Οἱ ἄνθρωποι μποροῦν νά πιστέψουν -ἐξ ἄλλου ἡ πίστη εἶναι λογικώτερη ἀπό τήν ἀπιστία-, ἀλλά δέν μποροῦν νά μετανοήσουν, ἤ σωστότερα δέν θέλουν νά μετανοήσουν. Στήν πίστη, πού ἐπισκέπτεται ὅλες τίς καρδιές, χρειάζεται ἡ ταπεινή καί γενναία μορφή τῆς μετανοίας, γιά νά τήν καλωσορίσει. Ἀλλά μετάνοια σημαίνει ἀπάρνηση τοῦ ἐγώ, σημαίνει ἀλλαγή ζωῆς καί ἀλλοίωση νοοτροπίας, μεταβολή καί μεταστροφή βαθειά καί εἰλικρινῆ. Γι’ αὐτό, ὅσοι κουβαλοῦν μέσα τους τήν ὑστεροβουλία καί τήν ἰδιοτέλεια, τήν ἐπιφύλαξη πού σέ κάνει νά βλέπεις μέ ὕποπτο μάτι καθένα πού ζητᾶ κάτι ἀπό τόν ἑαυτό σου, αὐτοί δυσκολεύονται νά ἀνοίξουν τήν πόρτα στό χτύπημα τοῦ Κυρίου. Ταμπουρώνονται πίσω ἀπό τά «δικά τους» κι ἔτσι διώχνουν καί τήν πίστη.
  Ὅσοι ὅμως νιώθουν ὁρμητικά μέσα τους τήν ἀναζήτηση τῆς λυτρώσεως κι ἔχουν κρατήσει ἀνοιχτούς τούς δέκτες τῆς ψυχῆς τους -ἀνοιχτούς μέ τό φρόνημα τῆς προσδοκίας τοῦ Σωτῆρος, ὅ,τι κι ἄν τούς στοιχήσει-, αὐτοί μποροῦν νά συλλαμβάνουν τήν πίστη καί σώζονται. Μέσα τους μπορεῖ νά συντελεσθεῖ ἡ μετάνοια, μπορεῖ νά περπατήσει ἡ πίστη καί μαζί της ὁ ἴδιος ὁ Θεός. Καί βλέπεις πώς ὅσο προκόβει μιά τέτοια ψυχή στή μετάνοια, τόσο δυναμώνει στήν πίστη· κι ὅσο δυναμώνει στήν πίστη τόσο περισσότερο θέλει νά μετανοεῖ. Πλησιάζεις τόν Θεό μέ ἐπιθυμία νά Τόν γνωρίσεις; Αἰσθάνεσαι ἀμέσως τήν ἀνάγκη νά καθαρισθεῖς, γιατί «ἀνήρ ἁμαρτωλός» εἶσαι. Λούζεσαι μές στό λουτρό τῆς μετανοίας; Ὅλο καί γλυκύτερη σοῦ γίνεται ἡ συντροφιά μέ τό Θεό.
 Ἀδελφέ μου, ἐδῶ βρίσκεται τό μυστήριο καί τό μυστικό τῆς σωτηρίας· πίστη καί μετάνοια, δύο δυνάμεις συγγενεῖς μά καί παράλληλες. Ἡ πίστη εἶναι εὔκολη, γιατί τή δίνει ὁ Θεός. Ἡ μετάνοια εἶναι δύσκολη, γιατί τή ζητᾶ ἀπό μᾶς, μά τόν τρόπο νά τή δώσουμε μᾶς ἔδειξε ὁ ἴδιος. «Δός μοι, υἱέ, σήν καρδίαν», λέει (Πρμ 23, 26). Δέν ἔχουμε παρά νά τοῦ δώσουμε τήν καρδιά μας, κι αὐτός θά τήν γεμίσει μετάνοια, θά τῆς χαρίσει πίστη. Σέ τελευταία ἀνάλυση ἡ μόνη δυσκολία βρίσκεται στήν ταπείνωσή μας καί στήν παράδοση τοῦ ἑαυτοῦ μας μ’ ἐμπιστοσύνη στά χέρια Του. Ἐξ ἄλλου αὐτά τά χέρια εἶναι τά χέρια πού μᾶς ἔπλασαν, εἶναι τά χέρια πού μᾶς ἀνέπλασαν, ἀφοῦ τρύπησαν καί μάτωσαν γιά νά μᾶς χαρίσουν τό ζωογόνο αἷμα, τό αἷμα τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ, τοῦ Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ, τό αἷμα πού μᾶς καθαρίζει ἀπό κάθε ἁμαρτία καί μᾶς λούζει στή θεία ἀγάπη καί μᾶς δίνει αἰώνια ζωή. Γιά νά χυθεῖ, νά μεταγγισθεῖ ὅμως αὐτό τό αἷμα στόν ὀργανισμό μας, εἶναι ἀνάγκη ν’ ἀνοίξουμε κι ἐμεῖς τίς φλέβες μας· νά ὁμολογήσουμε τίς ἁμαρτίες μας, νά μετανοήσουμε καί νά ἐξομολογηθοῦμε.
 Καί ἡ Ἐκκλησία, τό θεῖο αὐτό ἰατρεῖο, πάντοτε, καί ἰδιαίτερα τώρα μέ τήν περίοδο τοῦ Τριωδίου καί τῆς Μ. Τεσσαρακοστῆς, μᾶς καλεῖ στόν πνευματικό αὐτό ἀγώνα, στόν ἀγώνα πού ξεκινᾶ μέ πίστη καί μετάνοια, προχωρεῖ μέ πίστη καί μετάνοια καί τερματίζει στή νίκη καί σωτηρία μέ πίστη καί μετάνοια. Αὐτή τήν πίστη κι αὐτή τή μετάνοια συνοψίζουν καί ἐκφράζουν οἱ φωνές, τοῦ τελώνου «ὁ Θεός ἱλάσθητί μοι τῷ ἁμαρτωλῷ» (Λκ 18,13), τοῦ ἀσώτου «Πάτερ, ἥμαρτον εἰς τόν οὐρανόν καί ἐνώπιόν σου· οὐκέτι εἰμί ἄξιος κληθῆναι υἱός σου· ποίησόν με ὡς ἕνα τῶν μισθίων σου» (Λκ 15,18-19), καί ἡ φωνή τοῦ ληστοῦ· «μνήσθητί μου, Κύριε, ὅταν ἔλθῃς ἐν τῇ βασιλείᾳ σου» (Λκ 23,42).

Στέργιος Ν. Σάκκος
Ἀπολύτρωσις 36 (1981) 17-18
Κυριακή, 05 Μάιος 2024 03:00

Νίκη καί δόξα

arnion esfagmenon Ἡ ἐξουθένωση τοῦ Σταυροῦ καί ἡ δόξα τῆς Ἀναστάσεως εἶναι οἱ δύο ἄξονες τῆς πορείας τοῦ Θεανθρώπου Κυρίου μας πάνω στή γῆ. Ταπεινώθηκε τόσο πολύ, ὥστε ἔγινε «ὑπήκοος μέχρι θανάτου, θανάτου δέ σταυροῦ» (Φι 2,8). «Χωρίς νά ἔλθει σέ ἐπαφή μέ τήν οὐσία τοῦ θανάτου, κατέβηκε στό χῶμα τοῦ θανάτου», γράφει ὁ ἅγιος Ἀθανάσιος. Ἐντούτοις, συνεχίζει ὁ ἅγιος πατέρας, δέν παρέμεινε νεκρό τό σῶμα του. Κάτι τέτοιο «δέν ἦταν δυνατόν, διότι αὐτό (τό σῶμα του) εἶχε γίνει ναός ζωῆς. Γι᾿ αὐτό, πέθανε μέν ὡς θνητό, ἀνέζησε ὅμως λόγῳ τῆς ζωῆς πού εἶχε μέσα του».
  Ἡ πιό ἐκφραστική εἰκόνα, ὅπου παρουσιάζεται ὁ Χριστός σταυρωμένος καί ἀναστημένος ταυτόχρονα, εἶναι ἐκείνη τήν ὁποία καταχωρίζει ὁ ἅγιος ἀπόστολος Ἰωάννης στό ἱερό βιβλίο τῆς Ἀποκαλύψεως. Ὁ Ἰησοῦς, ὁ «λέων» ἐκ τῆς φυλῆς τοῦ Ἰούδα (Γε 49,9), ὁ δυνατός βασιλιάς τῶν βασιλιάδων καί Κύριος τῶν κυρίων ἐμφανίζεται μέ τή μορφή ἑνός ἀρνίου, τό ὁποῖο μάλιστα ἔχει δύο παράδοξα χαρακτηριστικά: Εἶναι «ἐσφαγμένο», σφαγιασμένο, ἀλλά καί «ἑστηκός», στέκει ὄρθιο (Ἀπ 5,6).
 Ὁ συμβολισμός τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ ὡς ἀρνίου ξεκινᾶ ἀπό τήν Παλαιά Διαθήκη. Ὁ πασχάλιος ἀμνός πού συνδέεται μέ τήν ἀπελευθέρωση τῶν Ἑβραίων ἀπό τή σκλαβιά τῆς Αἰγύπτου, ὁ ἀποδιοπομπαῖος τράγος πού θυσιαζόταν στή γιορτή τοῦ ἐξιλασμοῦ, μαζί μέ πολλές ἄλλες σχετικές ἀναφορές ἀποτελοῦν προτυπώσεις τοῦ λυτρωτικοῦ ἔργου τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ. Τό ἀποκορύφωμα ὅλων αὐτῶν τῶν προφητειῶν εἶναι ἡ προφητεία τοῦ Ἠσαΐα γιά τόν πάσχοντα δοῦλο τοῦ Θεοῦ, ὁ ὁποῖος «ὡς πρόβατον ἐπί σφαγήν ἤχθη καί ὡς ἀμνός ἐναντίον τοῦ κείροντος αὐτόν ἄφωνος» (53,7) ὑπομένει τίς κακοποιήσεις καί θυσιάζεται ἑκούσια. Ὅλες τίς μεσσιανικές προφητεῖες τίς συνοψίζει ὁ τελευταῖος προφήτης, ὁ πρόδρομος τοῦ Κυρίου. Ἐκεῖνος δείχνει μέ τό δάκτυλό του τόν Ἰησοῦ κι ἀναφωνεῖ· «δε ὁ ἀμνός τοῦ Θεοῦ ὁ αρων τήν ἁμαρτίαν τοῦ κόσμου» (Ἰω 1,29). Διακηρύττει ἔτσι τήν ἀκριβῆ ἐφαρμογή τῶν παλαιοδιαθηκικῶν προφητειῶν στό πρόσωπο τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ.
 Ὁ Ἰησοῦς Χριστός εἶναι ὁ πασχάλιος ἀμνός τῶν Χριστιανῶν (Α΄ Κο 5,7· Α΄ Πε 1, 19). Συνδυάζοντας τήν ὑπέρτατη δύναμη μέ τήν ἔσχατη ἀδυναμία «τό ἀρνίον τό ἐσφαγμένον ὡς ἑστηκός» ἔσωσε τόν κόσμο ὄχι μέ τή θεϊκή του παντοδυναμία ἀλλά μέ τήν ἔσχατη ταπείνωση καί ἀδυναμία, μέ τή σταυρική του θυσία.
 Ἔτσι μᾶς λυτρώνει ἀπό τή δουλεία τῆς ἁμαρτίας καί τοῦ θανάτου, καί μᾶς ἀνοίγει τό δρόμο γιά νά διαβοῦμε ἀπό τή γῆ στόν οὐρανό. «Εἴχαμε ἀνάγκη ἀπό Θεό πού σαρκώθηκε καί πέθανε, γιά νά ζήσουμε», θεολογεῖ ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος.
 Στή μακροχρόνια πορεία τῆς ἱστορίας τοῦ κόσμου τό ἐσφαγμένο καί ἑστηκός ἀρνίο δέχεται τίς σκληρότερες ἐπιθέσεις. Ἐναντίον του διεξάγεται μάχη κραταιά. Καί τό ἀποτέλεσμα τῆς μάχης; Παράδοξο: Ἐνῶ ὅλοι περιμένουν νά κατασπαραχθεῖ τό ἀρνίο ἀπό τά φοβερά θηρία πού ὁρμοῦν πάνω του, αὐτό κυριαρχεῖ ὡς νικητής. «Ἐξῆλθε νικῶν καί ἵνα νικήσῃ» (Ἀπ 6,2). Νίκησε τό θάνατο, τήν ἁμαρτία, τόν ἴδιο τόν κοσμοκράτορα τοῦ αἰῶνος τούτου. Αὐτή ἡ νικηφόρα πορεία τοῦ ἀρνίου μέσα στίς ἀντιθέσεις καί ἐπιθέσεις τῆς ἱστορίας ἀποτελεῖ τή διαρκῆ μαρτυρία τῆς Ἀναστάσεως.
  Ὁ ἀναστημένος Χριστός, πού ἐπί σαράντα ἡμέρες ἐμφανιζόταν στούς μαθητές του (Πρξ 1,3), ἐξακολουθεῖ νά ἐμφανίζεται μέχρι τή συντέλεια τοῦ αἰῶνος «ἐν ἑτέρᾳ μορφῇ» (Μρ 16,12). Εἶναι ἡ Ἐκκλησία. Παρότι μέ μύριους τρόπους βάλλεται, προσβάλλεται, διαβάλλεται καί ἐκβάλλεται ἀπό τή ζωή πολλῶν σάν ἕνα ἀπεχθές κατεστημένο, ἡ Ἐκκλησία ὁδεύει νικηφόρα στό διάβα τοῦ χρόνου. Ἡ πίστη στόν ἐσταυρωμένο καί ἀναστημένο Κύριο καί ἡ πορεία στά δικά του ἴχνη εἶναι ἡ ἐγγύηση καί βεβαιότητα γιά τή νίκη της.
 Τό ἴδιο ἰσχύει καί γιά τόν κάθε πιστό πού καθημερινά διαπλέει πελάγη θλίψεων, διασχίζει ὠκεανούς κινδύνων, ἀντιμετωπίζει φουρτοῦνες πειρασμῶν καί λογισμῶν, περνᾶ ἀπό συμπληγάδες διλημμάτων, παθῶν καί ἀδυναμιῶν. Βγαίνοντας ἀπό τόν τάφο ὁ ἀναστημένος Χριστός, «πού γιά χάρη μας ἐπισκέφθηκε τόν κόσμο», χαρίζει στούς πιστούς του τή δύναμη καί τή χάρη του, λέγει ὁ ἅγιος Κύριλλος Ἀλεξανδρείας.
  Τήν πρακτική αὐτῆς τῆς οἰκειοποιήσεως τῆς νίκης ἐκ μέρους τῶν πιστῶν ὑποδεικνύει ἁπλά ἡ ἁγία Γραφή (Γα 5,18· Ἐφ 4,1ἑ· Φι 2,12· Κλ 3,1-2 κ.ἄ.) καί οἱ σεπτοί πατέρες τῆς Ἐκκλησίας μας. «Ἔχουμε πεθάνει μαζί του (μέ τόν Χριστό) κατά τό βάπτισμά μας, γιά νά καθαρισθοῦμε. Ἔχουμε ἀνασυσταθεῖ μαζί του ἐπειδή ἔχουμε συναποθάνει, καί ἔχουμε δοξασθεῖ ἐπειδή ἔχουμε συναναστηθεῖ», γράφει ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος. Καί ὁ ἄλλος Θεολόγος, ὁ ἅγιος Συμεών ὁ νέος, συνιστᾶ νά μιμοῦνται οἱ χριστιανοί τά Πάθη τοῦ Κυρίου μέ τή μετάνοια καί τήν ὑπακοή τους. «Αὐτοί πού δέν θά μιμηθοῦν τά Πάθη τοῦ Χριστοῦ μέ τή μετάνοια καί τήν ὑπακοή», γράφει, «δέν θά γίνουν μέτοχοι τοῦ θανάτου του... αὐτοί οὔτε τῆς πνευματικῆς του ἀναστάσεως θά γίνουν συμμέτοχοι οὔτε Πνεῦμα ἅγιο θά λάβουν».
 Ἐφαρμογή τῆς πατερικῆς διδασκαλίας προσφέρουν οἱ βίοι τῶν ἁγίων. Ἄνθρωποι ἦταν κι αὐτοί. Πολλοί μάλιστα ὑπῆρξαν φοβερά ἁμαρτωλοί. Κι ὅμως, ὄχι μόνο λυτρώθηκαν, ἀλλά ἔγιναν ἅγιοι καί μάρτυρες. Μέ τήν πίστη στήν ἀνάσταση τοῦ Κυρίου νίκησαν καί ἐξευτέλισαν τόν πονηρό. Ζοῦσαν πραγματοποιημένη τήν ὑπόσχεση τοῦ ἀναστημένου Κυρίου· «ἰδού ἐγώ μεθ᾿ ὑμῶν εἰμι πάσας τάς ἡμέρας» (Μθ 28,20), τήν ὑπόσχεση πού ἔγινε θριαμβευτική ἰαχή στά χείλη τῆς Ἐκκλησίας· «Ὤ θείας, ὤ φίλης, ὤ γλυκυτάτης σου φωνῆς· μεθ᾿ ἡμῶν ἀψευδῶς γάρ ἐπηγγείλω ἔσεσθαι, μέχρι τερμάτων αἰῶνος, Χριστέ...».
 Μέ τήν ἀνάστασή του ὁ Κύριος ὑπόσχεται, βεβαιώνει, ἐγγυᾶται τή νίκη, τή σωτηρία μας, τή δόξα μας, τή συνάντησή μας μαζί του στόν οὐρανό. Μέ μία ἀπαραίτητη προϋπόθεση ὅμως: νά μείνουμε μέσα στήν Ἐκκλησία, σ᾿ αὐτή τή συνοδοιπορία καί συστράτευση μέ τόν ἐσταυρωμένο καί ἀναστημένο Κύριο, πού ἐγγυᾶται τή νίκη καί τή δόξα.
Στέργιος Ν. Σάκκος
Ἀπολύτρωσις 58 (2003) 76-77
Παρασκευή, 11 Αύγουστος 2023 03:00

Μήνυμα - ἔκκληση

 Δύο μῆνες γεμάτοι μνῆμες καί γιορτές οἱ καλοκαιρινοί μῆνες, Ἰούλιος καί Αὔγουστος. Τονώνουν τό φρόνημα, θερμαίνουν τήν πίστη, ἀναζωογονοῦν τήν ἐλπίδα κι ὑποδεικνύουν τό χρέος, καθώς ἐκπέμπουν ἄφθονα, ἐπίκαιρα καί ἐνθαρρυντικά τά μηνύματά τους. Θά σταθοῦμε σέ κάτι ἀπ᾿ αὐτά πού ἡ μορφή τῆς Παναγίας μας ὑπαγορεύει, κάτι πού ἀπό τή μνήμη τῆς σεπτῆς Κοιμήσεώς της ἀπορρέει.
panagia 2 Εἶναι ἡ ἱκεσία στήν ὁποία καταλήγει τό Δοξαστικό τοῦ Ἑσπερινοῦ τῆς γιορτῆς, ἕνα ποίημα σπάνιας τέχνης καί ἰδιότροπης μουσικῆς σύνθεσης, ὅπου συναρμόζονται οἱ ὀκτώ ἦχοι τῆς βυζαντινῆς μουσικῆς. Ἐκεῖ ὁ ἀνώνυμος, ἀλλά ὁπωσδήποτε ἱκανός καί εὐλαβής ὑμνογράφος, μεταφέρει στήν «Παντάνασσα θεόπαιδα» τήν ἀγωνία τῆς Ἐκκλησίας γιά τό πιό τρυφερό καί ὄμορφο ἀλλά καί τό πιό δυσκολοκυβέρνητο, «δυσήνιον», κατά τόν ἅγιο Χρυσόστομο, μέρος της, τή νεότητα. Καταλήγει, λοιπόν, τό Δοξαστικό: «Διό ἄχραντε Θεοτόκε, ἀεί σύν ζωηφόρῳ βασιλεῖ καί τόκω ζῶσα, πρέσβευε διηνεκῶς περιφρουρῆσαι καί σῶσαι ἀπό πάσης προσβολῆς ἐναντίας τήν νεολαίαν σου· τήν γάρ σήν προστασίαν κεκτήμεθα».
 Ἡ δέηση συγκινεῖ. Ὅλοι τρέφουμε μιά ἰδιαίτερη στοργή καί συμπάθεια γιά τούς νέους μας καί λίγο ἤ περισσότερο κατανοοῦμε πώς ἄν πάψουμε νά συμπαθοῦμε τή νεότητα, ὁ ρόλος μας στόν κόσμο αὐτό ἔχει πιά ὁριστικά τελειώσει». Ὅλοι νοιαζόμαστε νά δοῦμε τά παιδιά μας νά πετυχαίνουν στή ζωή, νά προκόβουν. Διότι αὐτά τά παιδιά εἶναι «ἡ ζωή» μας, ὅπως συχνά τούς τό λέμε, ξεχειλίζοντας ἀπό στοργή γι᾿ αὐτά. Εἶναι ἡ χρυσή μας ἐλπίδα, ὁ θησαυρός καί τό χρηματιστήριο, πού ἀξιώνει τίς μεγαλύτερες ἐπενδύσεις καί τό πιό καυτό ἐνδιαφέρον μας.
 Σημαντική καί ἀναγκαία γιά τούς νέους ἡ ἔγνοια μας! Τήν χρειάζονται ὄχι μόνο αὐτοί πού μέ τήν ἄκριτη ὁρμή τῆς ἡλικίας τους ἀφήνιασαν κι ἐγκαταλείποντας τή θαλπωρή καί τήν ἀσφάλεια τῆς πατρικῆς στέγης περιφέρονται ἀνέστιοι καί ἀνερμάτιστοι, εὔκολη λεία γιά τούς πάσης φύσεως κακοποιούς. Οὔτε μόνο ἐκεῖνοι πού ξεστράτισαν καί παραπαίουν μεθυσμένοι ἀπό τά δελεάσματα τῶν ψεύτικων παραδείσων, ὅπου ἔντεχνα τούς παρασύρουν οἱ ἐπιτήδειοι. Κινδυνεύουν κι ἐκεῖνοι οἱ νέοι πού, κι ἄν δέν φαίνονται παραστρατημένοι, εἶναι κοντά στήν καταστροφή καί στό γκρεμοτσάκισμα τό πνευματικό, διότι μένουν μακριά ἀπό τή χάρη τοῦ Θεοῦ, ἀκοινώνητοι κι ἀλειτούργητοι, χωρίς τό λόγο τοῦ Θεοῦ χωρίς τό φόβο τῶν ἐντολῶν του, ἀκατήχητοι κι ἄγευστοι ἀπό πνευματική ζωή. Πῶς θά ἀντέξουν στίς προσβολές τοῦ πονηροῦ καί πῶς θά παλαίψουν τή ζωή; Μέ ποιά ἐφόδια, μέ ποιά χειραγωγία; Μέ ποιό στήριγμα καί ποιά φόντα;
  Ἡ δέηση τοῦ ὑμνωδοῦ γιά τήν ἀσφάλεια τῆς νεολαίας μας «ἀπό πάσης προσβολῆς ἐναντίας» μᾶς συγκινεῖ καί μᾶς χρεώνει νά τήν ἐπαναλαμβάνουμε ὅλοι πάντοτε καί ἰδιαίτερα αὐτό τόν καιρό. Στήν ἄχραντη Θεοτόκο, πού βρίσκεται κοντά στόν ζωοδότη Κύριο, τόν Υἱό της καί Θεό, ν᾿ ἀποθέσουμε τίς ἀγωνίες καί τούς πόθους γιά τούς νέους μας. Ἡ Μεγαλόχαρη Μάνα ἔχει τόν τρόπο νά ἀσφαλίσει τούς νέους μας κάτω ἀπό τήν περιφρούρηση καί τήν προστασία τοῦ παντοδύναμου Κυρίου μας.
Στέργιος Ν. Σάκκος
Ἀπολύτρωσις 56 (2001) 147
Κυριακή, 20 Ιούλιος 2014 03:00

Α΄ Βα 15,22

Ὑπακοή καί θυσίες

 thysies Εἶναι μιά ἱστορία σκληρή ὅσο καί ἀποκαλυπτική. Ὁ Κύριος μήνυσε μέ τόν προφήτη του Σαμουήλ στό βασιλιά Σαούλ νά πάει νά πατάξει τούς ἐχθρούς Ἀμαληκῖτες καί νά ἐξολοθρεύσει τούς πάντες καί τά πάντα τῆς χώρας τους. Τίποτε νά μην κρατήσει καί κανέναν νά μή λυπηθεῖ, ἀπό ἄνδρα μέχρι γυναίκα καί ἀπό νήπιο μέχρι βρέφος καί ἀπό μοσχάρι μέχρι πρόβατο καί ἀπό καμήλα μέχρι ὄνο (Α’ Βα 15,3). Ὁ Σαούλ ὅμως θέλησε νά φανεῖ σπλαχνικότερος ἀπό τόν Γιαχβέ καί καλύτερος ἀπό ὅ,τι ἐκεῖνος ἤθελε. Ἔτσι, εἰδοποίησε τούς συμμάχους του Κιναίους, πού ζοῦσαν ἀνάμεσα στούς Ἀμαληκῖτες, καί τούς ἀπομάκρυνε ἀπό τή σφαγή· συνέλαβε τό βασιλιά Ἀγάγ ζωντανό, γιά νά στολίσει τό θρίαμβό του, καί φύλαξε τά ἐκλεκτότερα ἀγαθά τῆς χώρας, ζῶα καί καρπούς γιά νά τά προσφέρει θυσία στόν Θεό.
   Ἀλλά τότε σάν κεραυνός ἔπεσε πάνω του τό ρῆμα τοῦ Κυρίου καί τόν κατέκαψε καί τόν ξεγύμνωσε καί τόν πέταξε ἔξω ἀπό τό σχέδιο καί τήν ὑπόθεσή του. «Καί εἶπε Σαμουήλ· εἰ θελητόν τῷ Κυρίῳ ὁλοκαυτώματα καί θυσίας ὡς τό ἀκοῦσαι φωνῆς Κυρίου; Ἰδού ἀκοή ὑπέρ θυσίαν ἀγαθήν καί ἡ ἐπακρόαση ὑπέρ στέαρ κριῶν» (Α’ Βα 15,22). Νομίζεις ὅτι ὁ Κύριος προτιμᾶ ὁλοκαυτώματα καί θυσίες ἀπό τό νά ὑπακούσεις στή φωνή του; Ὄχι, ἡ ὑπακοή εἶναι ἀνώτερη ἀπό κάθε ἐκλεκτή θυσία, καί ἡ ὑποταγή ἀπό τό λίπος τῶν κριαριῶν. Πίστεψες, Σαούλ, ὅτι θα εὐχαριστήσεις τόν Κύριο μέ τό δικό σου αἴσθημα καί τή δική σου λογική, πίστεψες ὅτι θα τόν ξεγελάσεις μέ προσφορές καί κολακεῖες, παραβαίνοντας τήν ἐντολή του μέ τό ἀζημίωτο; Ἀλλά ὁ Κύριος δέν θέλει τά δικά μας, θέλει ἐμᾶς.
  Γνήσιο γνώρισμα τοῦ ἀληθινοῦ Θεοῦ καί ζωντανοῦ Θεοῦ εἶναι νά ζητᾶ ἀπό τό πλάσμα του, πού αἰώνια ἀγαπᾶ, τήν ὁλοτελῆ καί ἐντελῆ ὑποταγή στό θέλημά του. Ἀλλά καί γιά τόν ἄνθρωπο δέν ὑπάρχει εἰλικρινέστερος τρόπος νά ἐκφράσει τήν ἀγάπη του στόν Θεό ἀπό τό νά τοῦ δείξει ἀπόλυτη καί εὐχάριστη ὑπακοή. Μέ τίς ἄλλες θυσίες, πού συνηθίζουμε, ὅσο ἀκριβές καί σπουδαῖες κι ἄν εἶναι, θυσιάζουμε μόνο τό βιό μας καί ὑπηρετοῦμε ἁπλᾶ τό θρησκευτικό μας ἔνστικτο. Ἀντίθετα, μέ τήν ὑπακοή μας θυσιάζουμε αὐτόν τόν ἑαυτό μας καί ἀσκοῦμε τήν ἀληθινή πίστη ἀπέναντι στόν Κύριο τῆς ζωῆς μας, ὅ,τι κι ἄν μᾶς στοιχίσει – καί συνήθως στοιχίζει τό αἷμα τῆς καρδιᾶς σου. Εἶναι πολύ εὐκολότερο, πράγματι, νά φέρεις ἕνα μοσχάρι ἤ ἕνα ἀρνί νά καεῖ πάνω στό βωμό ἀπό τό νά φέρεις «πᾶν ὕψωμα ἐπαιρόμενον» τῆς σκέψεώς σου σέ ὑπακοή στόν Θεό, νά θυσιάσεις κάθε σου θέλημα στό θέλημά του.
  «Ἔλεος θέλω καί οὐ θυσίαν», λέει ἀλλοῦ (Ὠσ 6,6). Ἡ ἀγάπη πρός τό συνάνθρωπο, πού ἀποτελεῖ κύρια ἐντολή τοῦ θείου νόμου, τό ἔλεος καί τά σπλάγχνα τῶν οἰκτιρμῶν, εἶναι προτιμότερα ἀπό τά ἐκλεκτότερα σφάγια.
 «Βλέπεις μέ ποιές θυσίες εὐαρεστεῖται ὁ Θεός;», κηρύττει ὁ ἱ. Χρυσόστομος. «Διότι ἐκεῖνες μέν εἶναι τοῦ πλούτου καί τῶν πλουσίων, ἐνῶ αὐτές τῆς ἀρετῆς· ἐκεῖνες ἀπό ἔξω, αὐτές ἀπό μέσα· ἐκεῖνες μπορεῖ νά τίς κάνει καί ὁ τυχών, αὐτές ὅμως λίγοι. Ὅσο εἶναι καλύτερος ὁ ἄνθρωπος ἀπό τό πρόβατο, τόσο εἶναι αὐτή ἀπό ἐκείνη τή θυσία· διότι ἐδῶ τήν ψυχή σου προσφέρεις θῦμα… Νά, θυσία καλή, πού δέν χρειάζεται ἱερέα, ἀλλά αὐτόν πού τήν προσφέρει· θυσία καλή, πού ἐπιτελεῖται μέν κάτω, ἀλλά ἀμέσως ἀναλαμβάνεται πάνω» (PG 63,164-165).
  Αὐτό δέν σημαίνει, βέβαια, ὅτι ὁ Θεός καταργεῖ τίς προσφορές καί τίς θυσίες· τίς δέχεται, τίς ἀπαιτεῖ μάλιστα καί τίς ζηλεύει. Ἀλλά τίς θέλει ὡς ἐκδηλώσεις πίστεως, ὡς ἐκφράσεις ἀγάπης καί εὐγνωμοσύνης. Ἡ ταπεινή κι ὁλόψυχη συμμόρφωσή μας μέ τίς ἐντολές του ἀποτελεῖ τήν προϋπόθεση καί τόν ὅρο γιά νά γίνουν εὐάρεστες καί δεκτές οἱ ἄλλες μας προσφορές. Ὅταν αὐτή λείπει, τότε οἱ θυσίες μας εἶναι στάχτη στά μάτια, μάσκα καί ὑπόκριση, προπέτασμα καπνοῦ, κάλυψη καί παραλλαγή, πού δέν ἀνέχεται ὁ Κύριος ἀπό τούς πιστούς του. Τίποτε δέν εἶναι τόσο προκλητικό στόν Θεό ὅσο τό νά βάζουμε τό θέλημά μας σέ ἀνταγωνισμό μέ τό δικό του. Αὐτό καλεῖται ἐπανάσταση, ἀνταρσία, καί λέγεται ἐδῶ μέ τό στόμα τοῦ Σαμουήλ ὅτι εἶναι τόσο κακό ὅσο ἡ μαγεία καί ἡ εἰδωλολατρία (στίχ. 23). Διότι στό τέλος–τέλος ἡ κακοήθεια καί ἡ οὐσία τῆς ἁμαρτίας εἶναι ἀκριβῶς ἡ ἀνυπακοή. Αὐτή μᾶς ἔκανε ἁμαρτωλούς, παραβάτες τοῦ νόμου καί ἐχθρούς μέ τόν Θεό, ὅπως ἀποδεικνύει ὁ ἀπόστολος Παῦλος στήν πρός Ρωμαίους Ἐπιστολή.
  Ἡ ὑπακοή ἦταν ὁ νόμος τῆς ἀθωότητος, αὐτός πού ρύθμιζε τίς σχέσεις Θεοῦ καί πρωτοπλάστων. Ἀντίθετα, οἱ θυσίες προϋποθέτουν τήν ἁμαρτία πού ἦλθε στόν κόσμο καί δέν εἶναι παρά μιά ἀδύναμη προσπάθεια τοῦ ἀνθρώπου νά ἀπομακρύνει ἐκεῖνο πού ἡ ὑπακοή δέν θά ἄφηνε κἄν νά συμβεῖ. Ἀλλά «ὥσπερ διά τῆς παρακοῆς τοῦ ἑνός ἀνθρώπου ἁμαρτωλοί κατεστάθησαν οἱ πολλοί, οὕτω καί διά τῆς ὑπακοῆς τοῦ ἑνός δίκαιοι κατασταθήσονται οἱ πολλοί», λέει ὁ ἀπόστολος Παῦλος (Ρω 5,19). Μέ τή θυσία τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ ἡ ὑπακοή γίνεται καί πάλι ὁ νόμος τῆς χάριτος, πού ρυθμίζει τίς σχέσεις τοῦ λυτρωμένου ἀνθρώπου μέ τόν Θεό. Στό πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ συναντᾶμε τήν τέλεια περίπτωση. Ἐδῶ θυσία καί ὑπακοή ταυτίζονται. Μέ πρότυπο καί ὑπόδειγμα, λοιπόν, τόν Κύριο ὁ κάθε πιστός ζῆ τή χριστιανική ζωή, πού ἀποτελεῖ ἕνα συνεχές μαρτύριο, καθώς συνεχῶς, ὑπακούοντας στό Εὐαγγέλιο, ἀποκεφαλίζει τό θέλημά του, σταυρώνει τό ἐγώ του, κατακαίει τόν ἑαυτό του. Ἔτσι, μέ τό φῶς τῆς ἀλήθειας καί μέ τή φωτιά τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ, ἐξασφαλίζουμε τήν πιό «θελητή» θυσία, τό ὁλοκαύτωμα τῆς καρδιᾶς μας.

Στέργιος Ν. Σάκκος

Ἀπολύτρωσις 45 (1990) 145-146

Τετάρτη, 20 Δεκέμβριος 2023 03:00

Μή ἀποδεκτή προσφορά

  Ἀσύλληπτο καί ἀπροσπέλαστο τό μυστήριο τῆς ἐνανθρωπήσεως τοῦ Θεοῦ. Γίνεται ὡστόσο προσιτή στούς ἀνθρώπους ἡ παρουσία του στό πρόσωπο τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ. Γι᾿ αὐτόν ἀκριβῶς τό λόγο ἐνανθρώπησε ὁ ἄπειρος Θεός, γιά νά συνευρεθεῖ μέ τόν ἄνθρωπο καί νά τόν θεώσει. Μέ συντομία καί θεολογική ἀκρίβεια ὁ Μέγας Βασίλειος περιγράφει τό σκοπό τῆς σαρκώσεως τοῦ Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ: «Ὁ Θεός πῆρε σάρκα, διότι ἔπρεπε νά ἁγιάσει αὐτή τή σάρκα μας τήν καταραμένη, νά ἐνδυναμώσει τήν ἐξασθενημένη, τήν ἀποξενωμένη ἀπό τόν Θεό νά τήν καταστήσει οἰκεία σ᾿ αὐτόν, τήν πεσμένη ἀπό τόν παράδεισο νά τήν ἀνεβάσει στούς οὐρανούς». Δέχθηκε νά γίνει ταπεινός ἄνθρωπος γιά νά δώσει στούς ἀνθρώπους τή δυνατότητα νά ἐνταχθοῦν στήν ἱστορία τοῦ Θεοῦ, νά πολιτογραφηθοῦν στή βασιλεία του, νά οἰκειωθοῦν τή θέωση. Περπάτησε ὁ Θεός στή γῆ, γιά νά κυριαρχήσει πάνω στή γῆ ἡ παρουσία του, ἡ δικαιοσύνη του, ἡ ἀγάπη του· νά γίνει ἡ γῆ παράδεισος!
  Κι ὅμως σήμερα, διανύοντας ἤδη τόν εἰκοστό πρῶτο αἰώνα ἀπό ἐκείνη τή μοναδική νύχτα τῆς Βηθλεέμ, ἔχουμε συχνά τήν αἴσθηση πώς ἡ ζωή μας ἔγινε κόλαση. Δέν ἀπολαμβάνουμε, δέν νιώθουμε τά πολύτιμα δῶρα τοῦ Θεοῦ καί συχνά διαπιστώνουμε ὅτι ἔχουν ξεθωριάσει πολύ τά ἴχνη ἀπό τό περπάτημά του στή γῆ: Τά ἔθνη ταράσσονται, οἱ λαοί ἀλληλοσπαράσσονται, ἡ κοινωνία σαλεύεται, οἱ συνάδελφοι ἀνταγωνίζονται, ἡ οἰκογενειακή ἑστία διαλύεται, οἱ ἀδελφοί μισοῦνται. Ἡ φιλία ὑπονομεύεται, ἡ ἀλληλεγγύη σπανίζει, ἡ ἀνθρωπιά ἐκλείπει. Ποῦ εἶναι, λοιπόν, ἡ εἰρήνη τήν ὁποία ἔψαλαν οἱ ἄγγελοι; Ποῦ ἡ χαρά καί τά ἄλλα δῶρα πού ἔφερε ὁ Θεός στή γῆ;
  Ἡ εἰλικρινής ἀπάντηση στόν παραπάνω προβληματισμό ἀπαιτεῖ δύο προϋποθέσεις: Πρῶτον, νά μελετήσουμε τήν ἱστορία ἀπό τότε πού «ὁ Λόγος σάρξ ἐγένετο καί ἐσκήνωσεν ἐν ἡμῖν» (Ἰω 1,14) καί δεύτερον, νά σκύψουμε στά βάθη τοῦ εἶναι μας, νά ἀνιχνεύσουμε τήν ἀνθρώπινη ὕπαρξη.
  Ἡ ἐνανθρώπηση τοῦ Θεοῦ χώρισε τήν παγκόσμια ἱστορία σέ πρό Χριστοῦ καί μετά Χριστόν, ἀλλά καί τήν ἀνθρωπότητα σέ ἀνθρώπους μέ Χριστό ἤ χωρίς Χριστό. Καί τό κριτήριο τοῦ χωρισμοῦ τό κλείνει μέσα της ἡ κάθε ἀνθρώπινη ψυχή. Ὁ Ἰησοῦς Χριστός, πού ὑπαντήθηκε ἀπό τόν θεοδόχο Συμεών ὡς «σημεῖον ἀντιλεγόμενον», ἀναγγέλθηκε ἀπό τούς προφῆτες ὡς «λίθος προσκόμματος καί πέτρα σκανδάλου». Προσφέρει σέ ὅλους τό ἔλεος καί τήν ἀλήθεια του. Ἄλλοι μ᾿ αὐτά οἰκοδομοῦν θεϊκό στόχο κι ἄλλοι τά παραθεωροῦν σάν πέτρες τοῦ δρόμου. Οἱ πρῶτοι χαίρονται τήν οἰκείωση μέ τόν Θεό· οἱ ἄλλοι γεύονται ἀναπόφευκτα τά ὀδυνηρά ἀποτελέσματα τῆς ἐπιλογῆς τους.
xristougenna  Βρέφος νεογέννητο ὁ Χριστός κι ἦρθαν νά τόν προϋπαντήσουν οἱ ἀγράμματοι καί ταπεινοί βοσκοί τῆς Βηθλεέμ, ἐνῶ οἱ πολυδιαβασμένοι καί γνῶστες τῶν Γραφῶν φαρισαῖοι καί σαδδουκαῖοι στάθηκαν στήν ἀρχή ἀδιάφοροι καί ἐπιφυλακτικοί κι ἔπειτα ἐκτόξευσαν ἐναντίον του ὅλη τήν ἐχθρότητα καί τήν κακία τῆς ψυχῆς τους. Ἀπό τά βάθη τῆς Ἀνατολῆς ξεκίνησαν γιά νά τόν προσκυνήσουν οἱ σοφοί μάγοι, ἐνῶ στά Ἰεροσόλυμα ὁ Ἡρώδης σχεδίαζε νά σφάξει τόν τεχθέντα βασιλέα καί -νήπιο ἀκόμη- τόν ἀνάγκασε νά πάρει τό δρόμο τῆς ἐξορίας καί τῆς προσφυγιᾶς.
  Στή συνέχεια ὁ Κύριος κήρυξε τό εὐαγγέλιο τῆς βασιλείας του καί «διῆλθεν εὐεργετῶν καί ἰώμενος» (Πρξ 10,38) κάθε ἀνθρώπινο πόνο. Δέν ἦταν λίγοι ἐκεῖνοι πού τόν πίστεψαν. Ἔγιναν οἱ μαθητές, τά παιδιά του κι ἐξάρτησαν ἀπ᾿ αὐτόν τή ζωή καί τή σωτηρία τους. Ἀνάμεσά τους οἱ δαιμονισμένοι πού ἀπελευθερώθηκαν ἀπό τά δαιμόνια, οἱ παράλυτοι πού ἀνορθώθηκαν, οἱ τυφλοί πού ἀνέβλεψαν, οἱ ἀσθενεῖς πού βρῆκαν τήν ὑγεία κοντά στόν μέγα ἰατρό. Μέ εὐγνωμοσύνη τό ὁμολογεῖ ἡ ἱκεσία τοῦ πρώην δαιμονισμένου τῶν Γαδαρηνῶν νά τόν ἀκολουθήσει, τήν ὥρα πού οἱ συντοπίτες του ἐνοχλημένοι ἀπό τήν ἀπώλεια τῶν χοίρων τόν παρακαλοῦσαν νά ἀπομακρυνθεῖ ἀπό τόν τόπο τους (βλ. Λκ 8,37-38).
  Δέν ἀποστράφηκε ὁ Ἰησοῦς τούς βδελυρούς τελῶνες καί τίς μιαρές πόρνες πού τόν πλησίασαν. Ἦταν ὁ γιατρός, πού ἦρθε γιά νά θεραπεύσει τούς νοσοῦντες ἀπό κάθε νόσημα, σωματικό καί πνευματικό. Οἱ ἁμαρτωλοί πού ὁμολογοῦσαν τήν ἀσθένειά τους ἔπαιρναν τή θεραπεία σώματος καί ψυχῆς, ζοῦσαν τόν παράδεισο. Ἀντίθετα, οἱ φαρισαῖοι καί οἱ σαδδουκαῖοι, μέ τήν ψευδαίσθηση τῆς πνευματικῆς ὑγείας καί τήν τύφλωση τῆς ἀλαζονείας τους, δέν ἐπέτρεπαν στόν Θεραπευτή νά τούς πλησιάσει. Καί παρέμεναν στήν ἀσθένεια, στήν ἀθλιότητα, στό σκοτάδι τῆς ἁμαρτίας.
  Ἄν σήμερα, ἀπουσιάζουν ἀπό τήν κοινωνία μας τά σημάδια τῆς παρουσίας τοῦ Χριστοῦ, μή βιαστοῦμε νά κατηγορήσουμε Ἐκεῖνον. Ἐφόσον ἡ στάση μας ἀπέναντί του εἶναι ἀδιάφορη ἤ καί ἀπορριπτική, δέν φταίει ὁ Χριστός γιά τήν κατάντια μας. Μπορῶ νά κατηγορήσω τόν γιατρό, ὅταν δέν χρησιμοποίησα τίς ὁδηγίες καί τά φάρμακα πού μοῦ ἔδωσε καί, φυσικά, παραμένω ἀσθενής; Ἔτσι δέν ἔχω δικαίωμα νά κατηγορήσω τόν Χριστό, ὅταν δέν ἐφαρμόζω τό Εὐαγγέλιό του, δέν κοινωνῶ στά ἱερά μυστήρια, ἀδιαφορῶ γιά τό θέλημά του.
   Ἀλλά κι ἄν εἶμαι βαφτισμένος χριστιανός, ἄν κάποτε ξεκίνησα τή χριστιανική ζωή, ἀλλά τώρα νιώθω πώς αὐτή δέν μέ «χορταίνει», δέν φταίει γι᾿ αὐτό ὁ Χριστός. Μή βιαστῶ νά τόν κατηγορήσω, ἀλλά νά ἐλέγξω πρῶτα τήν ποιότητα τοῦ Χριστιανισμοῦ μου. Μήπως ὑποβόσκει μέσα μου κάποια θρησκευτική αὐτάρκεια; Μήπως ἡ πεποίθηση στά κατορθώματά μου μέ ὁδηγεῖ διά μέσου τῆς ὑπερηφανίας σέ μία πνευματική τύφλωση; Ἡ ὑπεροψία ἐξουδετερώνει ἀκόμη καί τή χάρη τοῦ Θεοῦ, δέν τήν ἀφήνει νά ἐνεργήσει στήν ψυχή.
   Ὁ ἀπόστολος Παῦλος ἐπισημαίνει ἕνα φοβερό ἱστορικό παράδειγμα, τούς Ἰουδαίους. Ἦταν ὁ ἐκλεκτός λαός, πού αἰῶνες τόν ἀφύπνιζε καί τόν προετοίμαζε ὁ Θεός μέ τό προφητικό κήρυγμα γιά νά περιμένει τόν Μεσσία. Μά ὅταν ἐκεῖνος ἦλθε κοντά τους, δέν τόν δέχθηκαν. Ἰταμότατα ἀπέκρουσαν τό κάλεσμά του καί ἀρνήθηκαν νά τόν παραλάβουν. Γιατί; Δέν τούς ἄρεσε! Εἶχε ἔλθει, ὅπως τό ἀπεδείκνυε, «ἐν τῷ ὀνόματι τοῦ Πατρός», ἀλλά αὐτοί ἐπιθυμοῦσαν ἕναν Μεσσία κατά τό δικό τους θέλημα. Δέν ἀναγνώριζαν τή θεϊκή δύναμη στά σημεῖα πού ἐπιτελοῦσε· τά ἀπέδιδαν στόν Βεελζεβούλ, τόν ἄρχοντα τῶν δαιμονίων. Ζητοῦσαν νά στήσουν τή δική τους δικαιοσύνη, πάνω ἀπό τή δικαιοσύνη τοῦ Θεοῦ. Ἀλλά πίστη σημαίνει πλήρης ἐξάρτηση ἀπό τόν Θεό. Σημαίνει ὅτι μποροῦμε νά δεχθοῦμε αὐτό πού θέλει νά μᾶς δώσει, κι ὅταν αὐτό δέν μᾶς ἐξυπηρετεῖ, δέν μᾶς ἀρέσει. Διαφορετικά, δείχνουμε πώς δέν τόν χρειαζόμαστε καί ἀναπόφευκτα μένουμε ἔξω ἀπό τήν εὐλογία, ἔξω ἀπό τήν ἀγάπη του.
   Εἶναι θλιβερό ὅτι καί σήμερα ἀνάμεσα στούς χριστιανούς ὑπάρχουν ἄνθρωποι πού θά γιορτάσουν τά Χριστούγεννα ἀνεξομολόγητοι καί ἀκοινώνητοι. Ἔχουν τήν πεποίθηση ὅτι εἶναι ἄνθρωποι τῆς Ἐκκλησίας. Ἐκκλησιάζονται ἀρκετά συχνά, κάνουν καί κάποιες ἐλεημοσύνες. Ἄν ὅμως τούς μιλήσεις γιά ἐξομολόγηση, σηκώνουν ἀδιάφορα τούς ὤμους. «Μά ἐγώ εἶμαι ἄνθρωπος τοῦ Θεοῦ. Δέν ἔκλεψα, δέν σκότωσα, δέν βλάπτω κανέναν», εἶναι ἡ ἀπάντηση πίσω ἀπό τήν ὁποία ὀχυρώνονται. Καί δέν ἀντιλαμβάνονται οἱ ταλαίπωροι ὅτι τό μεγαλύτερο ἁμάρτημα εἶναι ὁ φαρισαϊσμός, ἡ αὐτοδικαίωση. Ἐξισώνει τόν πιστό μέ τούς ἀρνητές τοῦ Χριστοῦ, δέν ἀποδέχεται ἀλλά ἀπωθεῖ στά ἀζήτητα τή θεία χάρη καί ἀρνεῖται νά δεχθεῖ τά δῶρα τοῦ ἐνανθρωπήσαντος Θεοῦ.
   Ἐπίκαιρη καί διδακτική ἡ διδαχή τοῦ ἁγίου Μακαρίου τοῦ Αἰγυπτίου προσφέρεται γιά ἕνα γόνιμο προβληματισμό: «Ἄν μποροῦσες μόνος σου νά σωθεῖς, ποιά ἀνάγκη νά ἔλθει ὁ Κύριος; Ὅπως δέν ἔχει ὅραση τό μάτι χωρίς φῶς οὔτε μπορεῖ κανείς νά μιλήσει χωρίς γλώσσα ἤ νά ἀκούσει χωρίς αὐτιά ἤ νά περπατήσει χωρίς πόδια ἤ νά ἐργάζεται χωρίς χέρια, ἔτσι χωρίς τόν Ἰησοῦ δέν μπορεῖς νά σωθεῖς ἤ νά μπεῖς στή βασιλεία τῶν οὐρανῶν!».
Στέργιος Ν. Σάκκος
Ἀπολύτρωσις 62 (2007) 324-326
Παρασκευή, 23 Δεκέμβριος 2016 03:00

Ἡ λύση - λύτρωση

82263952HmcrdV phΠερπατώντας μέσα στήν ἱστορία τοῦ ἀνθρωπίνου γένους μένουμε συχνά προβληματισμένοι μπροστά σέ κάποια σκοτεινά αἰνίγματα, σέ κάποιες ἀδιεξόδους καί σέ κάποιους κόμπους, πού προβάλλουν μέσα ἀπό τίς δοξασίες τῶν λαῶν ἐπίμονα καί ἐπιβλητικά. Ἄν περιορισθοῦμε μόνο στή δική μας ἀρχαία ἐλληνική ἱστορία -ἡ ὁποία ὡστόσο εἶναι ἡ πλουσιότερη καί ἀντιπροσωπευτικότερη τοῦ κόσμου-, βρίσκουμε ἕνα πλῆθος τέτοιων γρίφων, μέ τίς ρίζες τους νά βυθίζονται μέσα στούς χώρους τῆς μυθολογίας καί τά κλαδιά τους νά ἁπλώνονται πάνω στά γεγονότα τῆς ἱστορίας. Ὁ λαβύρινθος τοῦ Μίνωα καί τό αἴνιγμα τῆς Σφίγγας, ὁ πίθος τῶν Δαναΐδων καί ὁ λίθος τοῦ Σισύφου, τό μαρτύριο τοῦ Ταντάλου καί τοῦ Προμηθέα δεσμώτη εἶναι μερικοί ἀπό τούς μύθους μέ τούς ὁποίους ὁ φιλόσοφος νοῦς τοῦ Ἕλληνα ἐξέφραζε τά δύσκολα καί ἀπαιτητικά προβλήματα πού θέτει ἡ ζωή καί δήλωνε τίς τραγικές καί ἀπεγνωσμένες προσπάθειες πού ἐπιχειρεῖ ὁ ἄνθρωπος γιά νά τά λύσει.
 Πράγματι, σέ ὅλες αὐτές καί τίς παρόμοιες ὑποθέσεις ὁ πυρήνας εἶναι μία κατάσταση ἀνυπέρβλητης δυσκολίας, ἀπό τήν ὑπέρβαση τῆς ὁποίας ὅμως ἐξαρτᾶται ἡ εὐτυχία προσώπων καί λαῶν. Τό πρόβλημα τοῦ μύθου ἤ μένει ἄλυτο ἤ λύνεται μέ ἕναν τρόπο ὑπερφυσικό. Λέει ὁ θρύλος πώς βρέθηκε ἕνας ἄνθρωπος πού θέλησε νά δώσει τή λύση καταργώντας τόν μύθο καί ἀπαντώντας στήν πρόκλησή του μέ τίς δικές του ἀνθρώπινες δυνάμεις. Ἦταν ὁ μέγας Ἀλέξανδρος, πού πάνω στήν ὁρμή τῶν νεανικῶν του χρόνων καί μέσα στή μέθη τῶν νικηφόρων ἐκστρατειῶν του συνάντησε μπροστά του τόν Γόρδιο δεσμό, τόν ἄλυτο ἐκεῖνο κόμπο πού κρατοῦσε δεμένη τή Μ. Ἀσία, γιά νά τήν δώσει σέ ὅποιον τόν ἔλυνε. Τότε ὁ περήφανος ἕλληνας στρατηλάτης δέν δίστασε νά ὑψώσει τό ξίφος του καί νά τόν κόψει· νά τόν λύσει ὅμως δέν μπόρεσε οὔτε αὐτός. Καί τή Μ. Ἀσία τήν κατέκτησε ὄντως, ἀλλά δέν πρόλαβε νά τήν χαρεῖ, διότι τό νῆμα τῆς ζωῆς του τό ἔκοψε καί τοῦ ἴδιου ὁ θάνατος, ἀδίστακτος καί ἀνελέητος· ὁ θάνατος ἀκριβῶς, πού κρύβεται πίσω ἀπό ὅλα τά προσωπεῖα καί τά σχήματα τῶν μύθων, αὐτός πού ἀποτελεῖ τόν κόμπο τῆς ζωῆς μας, πού κρατᾶ τήν ψυχή μας σέ ἀγωνία καί τήν ὕπαρξή μας σέ ταραχή.
 Διότι τό μεγαλύτερο πρόβλημα τῆς ζωῆς εἶναι ὁ θάνατος. Ἄν συμπυκνώσουμε ὅλους τούς φόβους μας, περιλαμβάνονται μέσα στόν φόβο τοῦ θανάτου. Ἄν ἀποστάξουμε ὅλους τούς πόθους μας, ἡ οὐσία εἶναι ὁ πόθος τῆς καταργήσεώς του. Ὅσο βαθειά φθάνει μές στούς αἰῶνες τοῦ παρελθόντος ἡ ἱστορική συνείδηση τοῦ ἀνθρώπου, ὁ θάνατος προβάλλει πίσω ἀπό ὅλα τά δεινά του σάν τό κεντρί πού συνέχεια τόν πληγώνει, τόν ταράσσει καί τόν σπρώχνει ἄλλοτε στήν ἀπελπισία κι ἄλλοτε στήν ὑπεροψία. Ζώντας τήν ἀπειλή τῆς φθορᾶς καί τῆς καταστροφῆς μας γινόμαστε ἐπιθετικοί, ἅρπαγες καί ἄδικοι, ἀλαζόνες καί καταφρονητές, πολεμόχαροι. Νιώθοντας πάνω μας τήν ἀποπνικτική ὀσμή τῆς ἀποσυνθέσεως καί τήν παγερή πνοή τῆς νεκρώσεως γεμίζουμε πανικό, ἄγχος γιά τά μικροπράγματα πού μᾶς συνδέουν μ’ αὐτόν τόν κόσμο, μελαγχολία, διότι τίποτε δέν μᾶς ἱκανοποιεῖ, κενό, διότι τίποτε δέν μᾶς χορταίνει. Ἔτσι μένει ἡ ψυχή μας χωρίς εἰρήνη καί χωρίς ἀνάπαυση.
 Ἐμεῖς ψάχνουμε τήν εἰρήνη στήν κατάπαυση τῶν πολέμων, τήν γυρεύουμε στίς καλές σχέσεις τῶν ἐθνῶν. Πιστεύουμε ὅτι ἐξασφαλίζεται μέ τά ἀνθρώπινα δικαιώματα, νομίζουμε ὅτι καλλιεργεῖται μέ τόν πολιτισμό καί τή διανόηση. Ἀλλά εἰρήνη δέν βρίσκουμε, διότι τήν ἀγνοοῦμε. Πῶς νά ἀναγνωρίσεις κάτι, ὅταν δέν γνωρίσεις πῶς εἶναι ἤ ὅταν -τό χειρότερο- ἔχεις λανθασμένη γνώση γι’ αυτό; Κάποιοι φιλόσοφοι καί κάποιοι θρησκευτές εἶναι ἀλήθεια ὅτι ἔφθασαν στόν πυρήνα τοῦ προβλήματος· σχίζοντας τά πέπλα τῆς ἀνθρώπινης ματαιοδοξίας ἀντίκρυσαν τό ἀποτρόπαιο πρόσωπο τοῦ θανάτου. Κατάλαβαν ὅτι τό τρομερό του σκέλεθρο μᾶς κλέβει τήν εἰρήνη καί… παραδόθηκαν κι αὐτοί στήν ἀδυσώπητη κυριαρχία του. Ναί, ἡ εἰρήνη εἶναι ὑπόθεση πρῶτα ἐσωτερική καί ἔπειτα ἐξωτερική, εἶναι τό καθεστώς, στό ὁποῖο ἀναπαύεται ἡ καρδιά μας, ὅταν ἐλευθερωθεῖ ἀπό τό κράτος τοῦ θανάτου καί κερδίσει τήν αἰώνια ζωή. Ποιός εἶναι ὅμως ἐκεῖνος πού μπορεῖ νά μᾶς χαρίσει αὐτή τή νίκη;
 Στό βιβλίο τῆς Ἀποκαλύψεως στίς πρῶτες σελίδες του, πρίν ἀκόμη ἀρχίσει νά προβάλλεται μέ εἰκόνες ἡ ἱστορία τῆς Ἐκκλησίας μέσα στόν κόσμο, συναντοῦμε πάλι τό μεγάλο αἴνιγμα τῆς ζωῆς. «Καί εἶδον», γράφει ὁ εὐαγγελιστής Ἰωάννης, «ἐπί τήν δεξιάν τοῦ καθημένου ἐπί τοῦ θρόνου βιβλίον γεγραμμένον ἔσωθεν καί ἔξωθεν, κατεσφραγισμένον σφραγῖσιν ἑπτά. Καί εἶδον ἄγγελον ἰσχυρόν κηρύσσοντα ἐν φωνῇ μεγάλῃ· τίς ἄξιός ἐστιν ἀνοῖξαι τό βιβλίον καί λῦσαι τάς σφραγῖδας αὐτοῦ; Καί οὐδείς ἐδύνατο ἐν τῷ οὐρανῷ οὔτε ἐπί τῆς γῆς οὔτε ὑποκάτω τῆς γῆς ἀνοῖξαι τό βιβλίον οὔτε βλέπειν αὐτό. Καί ἐγώ ἔκλαιον πολύ, ὅτι οὐδείς ἄξιος εὑρέθη ἀνοῖξαι τό βιβλίον οὔτε βλέπειν αὐτό. Καί εἷς ἐκ τῶν πρεσβυτέρων λέγει μοι· Μή κλαῖε· Ἰδού ἐνίκησεν ὁ λέων ὁ ἐκ τῆς φυλῆς Ἰούδα, ἡ ρίζα Δαυΐδ, ἀνοῖξαι τό βιβλίον καί τάς ἑπτά σφραγῖδας αὐτοῦ. Καί εἶδον ἐν μέσῳ τοῦ θρόνου καί τῶν τεσσάρων ζῴων καί ἐν μέσῳ τῶν πρεσβυτέρων ἀρνίον ἑστηκός ὡς ἐσφαγμένον…» (Ἀπ 5,1-6). Αὐτό τό ἀρνάκι, πού ἄν καί σφαγμένο στεκόταν ὄρθιο, πῆρε στά χέρια του τόν κόμπο τῆς ζωῆς μας καί τόν ἔλυσε, ὄχι κόβοντάς τον μέ τή δύναμη τοῦ λιονταριοῦ, πού εἶχε, ἀλλά διαλύοντάς τον μέ τό αἷμα τῆς θυσίας του. Γι’ αὐτό οἱ ἅγιοι στόν οὐρανό τοῦ τραγουδοῦν «ᾠδήν καινήν λέγοντες· ἄξιος εἶ λαβεῖν τό βιβλίον καί ἀνοῖξαι τάς σφραγῖδας αὐτοῦ, ὅτι ἐσφάγης καί ἠγόρασας τῷ Θεῷ ἡμᾶς ἐν τῷ αἵματί σου ἐκ πάσης φυλῆς καί γλώσσης καί λαοῦ καί ἔθνους» (Ἀπ 5,9).
 Αὐτή τή φορά δέν πρόκειται γιά μύθο. Μπροστά μας παρουσιάζεται, ἁπλῶς μέ σύμβολα, ἡ ἀληθινή πραγματικότητα. Ἑπτασφράγιστο βιβλίο εἶναι ἡ δεμένη ἀπό τόν διάβολο καί σκλαβωμένη στόν θάνατο ἀνθρωπότητα, πού κανένας δέν μπορεῖ νά τήν ἐλευθερώσει. Εἶμαι ἐγώ καί εἶσαι ἐσύ, πού παλεύουμε ἀνειρήνευτοι μές στά δεσμά τῆς φθορᾶς, ἀνίκανοι νά συμφιλιωθοῦμε μαζί της, καί κλαῖμε πολύ μαζί μέ τόν Ἰωάννη γι’ αὐτό. Κι ὁ παράδοξος ἐλευθερωτής, λιοντάρι καί ἀρνάκι συγχρόνως ὁ ἴδιος, εἶναι ἀπόγονος τοῦ Δαυΐδ, ἀπό τή φυλή Ἰούδα, ἕνα πρόσωπο τῆς ἱστορίας μοναδικό, ὁ γιός τῆς παρθένου Μαρίας καί τοῦ Θεοῦ ὁ Υἱός, ὁ Ἰησοῦς Χριστός. Εἶναι «ἀρνίον ἐσφαγμένον», ἀλλά εἶναι «ἑστηκός»· θυσιάστηκε, ἀλλά ὑπάρχει. Εἶναι ἐσταυρωμένος, ἀλλά εἶναι καί ἀναστάς· πέθανε, ἀλλά ζῆ. Μή κλαῖς, Ἰωάννη, κι ἐσύ, μή κλαῖς, ψυχή μου!
Ὁ θάνατος νικήθηκε, ἡ εἰρήνη βρέθηκε. Ὁ καθένας μας, σέ ὅποιο λαό κι ἄν ἀνήκει, ὅποια γλῶσσα κι ἄν μιλᾶ, μπορεῖ νά λυτρωθεῖ, ἀρκεῖ νά πιστέψει στόν Χριστό καί νά ἐνταχθεῖ στή βασιλεία του· μπορεῖ νά κάνει κτῆμα του τήν εἰρήνη, ἀρκεῖ νά δεχθεῖ στή ζωή του τόν Ἄρχοντα τῆς εἰρήνης.
 «Ὁ ἄρχων τῆς εἰρήνης» (Ἠσ 9,6) ἔρχεται ἐπίσημα καί πάλι αὐτά τά Χριστούγεννα. Ἕνα «παιδίον» μικρό καί ἀδύναμο, πού ἀνακλίνεται μέσα στά ἄχυρα μιᾶς φάτνης, κρατᾶ στά παιδικά του χέρια τό πολύτιμο ἀγαθό μας. Αὐτό γιορτάζουμε, γι’ αὐτό χαιρόμαστε, σ’ αὐτό προσβλέπουμε. Γύρω μας βέβαια πλανιέται μία εἰρήνη, ἀλλά εἶναι μόνο τό φάντασμά της... Στήν ἐλεύθερη χώρα μας δέν μπορεῖς νά ζῆς μέ εἰρήνη· μέρα μεσημέρι ἀνεξέλεγκτα σέ σημαδεύουν μέ τήν καραμπίνα καί σέ ρίχνουν νεκρό, ἐνῶ ἐργάζεσαι τά ἔργα τῆς εἰρήνης καί τῆς ἐπιστήμης. Στά χρόνια τοῦ πολέμου εἴχαμε τά καταφύγια γιά ἀσφάλεια ἀπό τόν βομβαρδισμό· σήμερα στήν εἰρήνη ἔχουμε καταφύγια τά στέκια, ὅπου μέσα σ’ αὐτά βομβαρδίζονται οἱ νέοι μέ τά ναρκωτικά. Ἑκατοντάδες οἱ νεκροί στά πεδία τῶν μαχῶν, ἀλλά καί χιλιάδες τά βρέφη πού σφάζονται μές στίς κοιλιές τῶν μητέρων τους. Γιά ποιά εἰρήνη μποροῦμε νά μιλᾶμε; Καί ἔχουμε εἰρήνη, ὅταν τά νιάτα ἔξαλλα βρυχῶνται καί πηδοῦν ἀλλόφρονα, γιά νά διασκεδάσουν; Πότε θά τό καταλάβουμε ὅτι ἡ εἰρήνη χωρίς τόν Ἄρχοντα τῆς εἰρήνης χάνει τήν ἀρχοντιά της καί εἶναι ψεύτικη καί γίνεται ἐπικίνδυνη;
 
Δεῖξε μας, Κύριε, τόν δρόμο νά φθάσουμε κοντά σου, μάθε μας τόν τρόπο νά σέ προσκυνήσουμε μέ λατρεία καί δέξου μας ἀνάμεσα στούς δικούς σου, στούς μάγους, στούς βοσκούς, στούς ἁγίους καί στούς ἀγγέλους, μέ τίς εὐχές τῆς Παναγίας Θεοτόκου, ὅλοι μαζί μέσα στήν Ἐκκλησία σου νά ζήσουμε τά Χριστούγεννα «ἐν εἰρήνη»!
Στέργιος Ν. Σάκκος
Ἀπολύτρωσις 45 (1990) 161-163
Κυριακή, 30 Δεκέμβριος 2018 03:00

Πέντε παραγγέλματα

papyrosἩ καινούργια χρονιά ἦλθε στή ζωή μας καί ἀρχίσαμε πλέον νά κινούμαστε στό ρυθμό της. Ὅσοι μέ φόβο καί τρόμο θέλουμε νά κατεργαζόμαστε τή σωτηρία μας, μέσα σ’ ὅλες τίς ἀγωνίες πού μᾶς γεννᾶ τό ἄγνωστο ζοῦμε ἔντονα καί τούτη· μή χάσουμε τό στόχο μας, μή ξεκλίνουμε ἀπό τήν πορεία μας καί πλανηθοῦμε στά δελεαστικά ὅσο καί ἐπικίνδυνα μονοπάτια τοῦ κόσμου. Γι’ αὐτό ταπεινά στρεφόμαστε σ’ Αὐτόν στόν ὁποῖο ἔχουμε ἐμπιστοσύνη, στόν Κύριο τῆς ζωῆς μας καί τοῦ χρόνου μας, καί δυνατά ζητοῦμε τήν ἀγαθή του καθοδήγηση. Ἀνοίγουμε τά αὐτιά μας στό λόγο του, ἀφήνουμε τόν ἑαυτό μας στά χἐρια του καί περιμένουμε νά λαλήσει στούς δούλους του.
 Μέσα ἀπό τόν πλοῦτο τῶν συμβουλῶν του ξεχωρίζουμε γιά τόν ἀγώνα τῆς νέας χρονιᾶς πέντε παραγγέλματα, πού μᾶς ὑπενθυμίζουν ὅτι ἡ ζωή μας ἡ χριστιανική εἶναι ἕνας πόλεμος, ἡ Ἐκκλησία μας στρατευομένη καί ἐμεῖς στρατιῶτες τοῦ Πνεύματος. Εἶναι πέντε παραγγέλματα πού ἀπευθύνει ὁ ἀπόστολος Παῦλος στούς πιστούς τῆς ἐποχῆς του, ἀλλά φθάνουν μέχρι ἐμᾶς, τούς σημερινούς χριστιανούς, ἠχοῦν ζωηρά καί παρηγορητικά μέσα στίς καρδιές μας καί μᾶς βοηθοῦν νά ἀντιπαλαίσουμε τούς σύγχρονους πειρασμούς μας· «Γρηγορεῖτε, στήκετε ἐν τῇ πίστει, ἀνδρίζεσθε, κραταιοῦσθε, πάντα ὑμῶν ἐν ἀγάπῃ γινέσθω!» (Α’ Κορ. 16,13-14).
 Τό πρῶτο· «Νά εἶστε ἄγρυπνοι!». Ὅπως ὁ φύλακας στή βάρδια του, ὅπως ὁ στρατιώτης στή σκοπιά του, ὅπως ὁ καραβοκύρης στό τιμόνι του, ἔτσι κι ὁ χριστιανός στή ζωή του πρέπει νά μένει ἄγρυπνος, ξύπνιος καί ἕτοιμος. Ὁ ἐχθρός του εἶναι πονηρός, ὕπουλος καί δέν κάνει ποτέ ἀνακωχή. Γι’ αὐτό, τό «γρηγορεῖτε!» ἀκούγεται συχνά μέσα στήν ἁγία Γραφή καί δίνει τό ρυθμό στόν ἀγώνα μας. Τό λέει ὁ Παῦλος ἐδῶ στούς Κορινθίους, τό εἶπε ἀργότερα στούς ποιμένες τῆς Ἐκκλησίας, πρεσβυτέρους καί ἐπισκόπους τῆς Ἐφέσου, στή Μίλητο (Πρξ 20,31), τό παρήγγειλε ὁ ἵδιος ὁ Κύριος στούς μαθητές του μέσα στόν κῆπο τῆς Γεθσημανῆ λίγο πρίν ἀπό τήν προδοσία (Μθ 26,38-41) καί τό ἄφησε αἰώνιο παράγγελμα σέ ὅλους τούς χριστιανούς μέχρι τή συντέλεια· «Ἅ δέ ὑμῖν λέγω, πᾶσι λέγω· γρηγορεῖτε!» (Μρ 13,37).
 Ὁ κόσμος γύρω μας θέλει νά μᾶς κοιμίσει· μᾶς ἀποχαυνώνει μέ τά θεάματα, μᾶς νανουρίζει μέ τίς φιλοσοφίες του, μᾶς ναρκώνει μέ τά ὑποκατάστατα τοῦ πολιτισμοῦ μας. Ἡ πρώτη ἐπιτυχία καί νίκη τοῦ διαβόλου εἶναι νά μᾶς πείσει ὅτι δέν διατρέχουμε κανένα κίνδυνο, δέν ὑπάρχει πόλεμος, δέν ὑπάρχει οὔτε ὁ ἴδιος, κι ἔτσι μποροῦμε νά κοιμόμαστε ἥσυχοι. Ἀλίμονο, ὅμως, ἄν πιστέψουμε στήν ψεύτικη εἰρήνη του. Κινδυνεύουμε νά μᾶς πιάσει ὁ πανοῦργος στόν ὕπνο καί νά μᾶς νικήσει χωρίς νά τό καταλάβουμε καί –τί ντροπή!– πρίν νά δώσουμε κἄν τή μάχη μας. Κύριε, μέσα στή νύχτα τῆς ἁμαρτίας καί τῆς ἀσέβειας φώτιζε τά μάτια μου καί κράτα τα πάντα ἀνοιχτά, «μήποτε ὑπνώσω εἰς θάνατον, μήποτε εἴπῃ ὁ ἐχθρός μου, ἴσχυσα πρός αὐτόν!».
 Καί ποιός εἶναι ὀ λόγος νά βρισκόμαστε ἕτοιμοι πάντοτε στήν πρώτη γραμμή τῆς μάχης; Γιά νά ὑπερασπίσουμε ἀσφαλῶς τό ἔδαφός μας, νά μείνουμε σταθεροί στήν πίστη, μέλη τῆς Ἐκκλησίας, πιστοί στόν Χριστό. Γι’ αὐτό, τό δεύτερο παράγγελμα λέει: «Μείνετε σταθεροί στήν πίστη!». Εἶναι πολλοί ἐκεῖνοι πού ζητοῦν νά νοθεύσουν τό δόγμα, νά διαφθείρουν τό ἦθος, νά μᾶς διδάξουν ἄλλο εὐαγγέλιο, πού ἱκανοποιεῖ τίς ἐπιθυμίες μας, ἀλλά δέν εἶναι ἡ ἀλήθεια. Γιά τούς πρώτους χριστιανούς ἦταν οἱ ψευδάδελφοι, πού δημιουργοῦσαν τά σχίσματα, οἱ αἱρετικοί, οἱ ἀνήθικοι εἰδωλολάτρες. Στούς καιρούς μας μόνο τά πρόσωπα καί τά σχήματα ἀλλάζουν. Ὑπάρχει ἡ ἴδια ἀγωνία κι ἀπαιτεῖται ὀ ἴδιος ἀγώνας νά μήν ἀφήσουμε τή νοοτροπία τοῦ κόσμου, οὔτε τή σοφία του, οὔτε τήν εὐδαιμονία του νά ἐπηρεάσει στό ἐλάχιστο τήν πίστη μας, νά μᾶς σαλέψει καί νά ἀλλοιώσει τήν ὀρθοδοξία μας.
 Ἀκλόνητοι καί ἀμετακίνητοι στήν Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ, στό καθεστώς τοῦ Πνεύματος, ἔχουμε τή μεγαλύτερη ἀσφάλεια, τή δυνατότερη προστασία, τή βεβαιότητα τῆς σωτηρίας. Παράδειγμα οἱ ἀπόστολοι καί οἱ πατέρες μας, ὅλοι οἱ ἅγιοι, πού ἔμειναν ἑδραῖοι στήν «ἅπαξ παραδοθεῖσαν πίστιν» (Ἰδ 3) καί δέν κάμφθηκαν οὔτε ἀπό διωγμούς οὔτε ἀπό τά δελεάσματα τοῦ κόσμου. Αὐτοί νίκησαν, αὐτοί δοξάστηκαν. Ὅπως τό σπίτι πού ξεθεμελιώνεται πέφτει, κι ὅπως τό δέντρο πού ξερριζώνεται ξεραίνεται, ἔτσι κι ὁ χριστιανός χωρίς τήν πίστη οὔτε αὐξάνει οὔτε καρποφορεῖ. Ἡ σταθερότητά του εἶναι ἐγγύηση δόξας καί σωτηρίας.
 Κι ὅταν ὁ ἐχθρός ἐπιτίθεται, τό σάλπισμα πού ἀκούγεται εἶναι· «Ἀνδρίζεσθε, κραταιοῦσθε!». «Πολεμῆστε σάν ἄνδρες, δῶστε στόν ἀγώνα ὅλη τή δύναμή σας!». Εἶναι ἀλήθεια ὅτι ὁ ἀντίπαλος φαίνεται δυνατός, ἀλλά αὐτό δέν πρέπει νά μᾶς φοβίζει. Καί ὁ φλογερότερος πειρασμός σβήνει μέσα στή δροσιά τῆς χάριτος τοῦ Θεοῦ, φτάνει ἐμεῖς νά μή δειλιάσουμε καί παραδοθοῦμε. Ὁ Κύριος θέλει φρόνημα λεβέντικο καί ἡρωικό, πού ὄχι μόνο θά ἀντιστέκεται στίς ἐπιθέσεις τοῦ πονηροῦ μέ ἀνδρεία, ἀλλά θά κάνει καί ἀντεπίθεση κατά κράτος. Ὁλοένα νά ἐξασθενεῖ πάνω μας ἡ κυριαρχία τοῦ κακοῦ, νά μειώνεται μέσα μας ἡ ἕλξη τοῦ κόσμου, γιά νά ἀνδρώνεται ἡ πίστη, νά δυναμώνει ἡ ἐλπίδα, νά νικᾶ ὁ Χριστός.
 Θυμηθεῖτε τήν ἀνδρεία καί κραταιά ἀντίσταση ἀπέναντι στήν ἁμαρτία τοῦ Ἰωσήφ, τῶν τριῶν παίδων, τοῦ Δανιήλ, ἀλλά καί τῶν ἄλλων μαρτύρων καί ὁμολογητῶν τῆς πίστεως, τῶν ἀσκητῶν καί ὅλων τῶν ἀγωνιστῶν τοῦ Θεοῦ, πού, ὅπως λέει ἀλλοῦ ὁ Παῦλος, «ἐνεδυναμώθησαν ἀπό ἀσθενείας, ἐγενήθησαν ἰσχυροί ἐν πολέμῳ» (Ἑβρ 11,34). Δέν δείλιασαν οὔτε ὀπισθοχώρησαν μπροστά στόν «λέοντα τόν ὠρυόμενον» (Α’ Πέ 5,8), ἀλλά γενναῖοι ὑπήκουσαν στό θεόπνευστο παράγγελμα τοῦ ἁγίου Ἰακώβου καί τό πραγμάτωσαν στή ζωή τους· «Ἀντίστητε τῷ διαβόλῳ, καί φεύξεται ἀφ' ὑμῶν» (Ἰα 4,7).
 Ἐκτός ὅμως ἀπό τήν ἀκεραιότητα τῆς πίστεως, χρειάζεται καί ἡ ἑνότητα τῶν πιστῶν. Σ’ αὐτήν ἀφορᾶ τό τελευταῖο παράγγελμα πού ἀκοῦμε· «Ὅλα σας νά γίνονται μέ ἀγάπη!». Ἡ ἀγάπη εἶναι τό γνώρισμα πού ὁ ἴδιος ὁ Κύριος ἔδωσε στούς μαθητές του γιά διακριτικό ἀνάμεσα στόν κόσμο. «Ἐν τούτῳ γνώσονται πάντες ὅτι ἐμοί μαθηταί ἐστε», εἶπε, «ἐάν ἀγάπην ἔχητε ἐν ἀλλήλοις» (Ἰω 13,35). Καί ὅλη ἡ διδαχή τοῦ εὐαγγελίου γύρω ἀπό δύο πόλους στρέφεται· τήν πίστη καί τήν ἀγάπη. Ἀλλά ὅπως προκειμένου γιά τήν πίστη, ἐκεῖνο πού ἐξασφαλίζει τήν ὀρθοδοξία της εἶναι ἡ ἀλήθεια γιά τό πρόσωπο τοῦ Κυρίου, ἔτσι καί προκειμένου γιά τήν ἀγάπη, ἐκεῖνο πού ἐξασφαλίζει τήν ἑνότητα τῶν πιστῶν εἶναι ἡ παρουσία τοῦ Κυρίου μέσα στίς καρδιές τους. Γι’ αὐτό, τό παράγγελμα γιά ἀγάπη μεταξύ μας καταλήγει νά εἶναι προτροπή γιά ἀγάπη πρός τόν Κύριο.
 Ὅποιος δέν ἀγαπᾶ τόν Κύριο Ἰησοῦ Χριστό καί δέν τόν ἀγαπᾶ τρυφερά καί πάνω ἀπό κάθε τι ἄλλο, δέν μπορεῖ νά ἀνήκει στήν ἁγία του Ἐκκλησία. Δέν εἶναι νεκροταφεῖο ἡ Ἐκκλησία, γιά νά ἔχει μέσα πτώματα, ἀνθρώπους πού δέν χτυπᾶ ἡ καρδιά τους γιά τόν Χριστό. Οὔτε εἶναι μουσεῖο, γιά νά συντηρεῖ ἀπολιθώματα, χριστιανούς πού ἦταν κάποτε καλοί καί τώρα δέν εἶναι. Ἡ Ἐκκλησία εἶναι τό ζωντανό σῶμα τοῦ Χριστοῦ καί θέλει ζωντανά τά μέλη της ἀπό τήν ἀγάπη του.
 Καί δέν ἀγαπᾶ τόν Ἰησοῦ, ὅποιος δέν ἀγαπᾶ τό νόμο του καί τίς ἐντολές του, ὅποιος ἑλκύεται περισσότερο ἀπό τήν ἁμαρτία καί ἐνδίδει στίς ἀπαιτήσεις της. Δέν ἀγαπᾶ τόν Ἰησοῦ, ὅποιος δέν ἔχει τήν ὀρθόδοξη ὁμολογία, ὅποιος δέν πιστεύει ὅτι ὁ Ἰησοῦς εἶναι Κύριος, εἶναι ὁ ἐνσαρκωθείς Γιαχβέ, πού πρῶτος αὐτός μᾶς ἀγάπησε καί ταπεινώθηκε καί θυσιάστηκε γιά τήν ἀγάπη μας. Ἔχει, λοιπόν, κάθε δικαίωμα νά διεκδικεῖ τήν ἀγάπη μας πάνω ἀπ' ὅλα, ἔχει ἀπαίτηση, ὅπως ἡ νύμφη στολίζεται καί περιμένει τό νυμφίο της, ἔτσι κι ἐμεῖς νά προσμένουμε. «Μαράν ἀθά!», ἔλα Κύριε! Αὐτός νά εἶναι ὁ χτῦπος τῆς καρδιᾶς μας, πού θά ρυθμίζει τή σκέψη μας, τήν πράξη μας, τή ζωή μας.
 Κύριε, ἄναψε καί μέσα στίς δικές μας καρδιές τόν θεῖο σου ἔρωτα! Πυρπόλησε τά σπλάγχνα μας, ὥστε καί τό τελευταῖο μας κύτταρο νά θέλγεται καί νά εὐφραίνεται ἀπό τή δική σου ἀγάπη, πού εἶναι «κραταιά ὑπέρ τόν θάνατον», πού γλυκαίνει καί ξεκουράζει καί δυναμώνει. Καί πιστεύουμε πώς ἄν σε ἀγαπήσουμε ὅπως σύ τό ζητᾶς, πιστεύουμε, Κύριε, ὅτι καί ἄγρυπνοι θά μείνουμε, νά μή μᾶς αἰχμαλωτίσει ὁ σατανᾶς καί σταθεροί στήν πίστη μας θά εἴμαστε, ὥστε νά μή καταντήσουμε προδότες καί λιποτάκτες, καί ἀνδρεῖοι καί κρατεροί θά γινόμαστε, γιά νά ἀντιστεκόμαστε στίς ἐπιθέσεις τοῦ ἐχθροῦ καί νά ἐπεκτείνουμε τή βασιλεία σου, καί σέ ὅλα ἀγαπημένοι καί ἀδελφωμένοι θά μένουμε, ζώντας ἀπό τώρα τή βασιλεία σου, ὥσπου νά σέ δοῦμε καί νά σέ ἀπολαύσουμε στήν αἰωνιότητα.
Στέργιος Ν. Σάκκος
Ἀπολύτρωσις 45 (1990) 1-3
Κυριακή, 20 Ιούλιος 2014 03:00

Πελέκι καί φωτιά

agia grafiὉ λόγος τοῦ Θεοῦ, τό κύριο μέσο μέ τό ὁποῖο ἐργάζεται ἡ Ἐκκλησία στόν κόσμο, τό κύριο ὅπλο τό ὁποῖο ἀντιπαραθέτει στίς ἐπιθέσεις τῶν ἐχθρῶν της, δέν εἶναι κάτι τό ἀσήμαντο καί ἐπουσιῶδες. Ὅσο ταπεινή εἶναι ἡ μορφή του -λόγια, «ἔπεα πτερόεντα», κατά τόν ἀρχαῖο ποιητή- τόσο κραταιή εἶναι ἡ ἐνέργεια καί ἡ παρουσία του. Ὁ προφήτης Ἰερεμίας, τόν ὁποῖο ὁ ἴδιος ὁ Θεός ἄγγιξε μέ τό χέρι του γιά νά τοῦ ἐμπιστευθεῖ ἔτσι τόν θεῖο λόγο, διατυπώνει τήν συγκλονιστική ἐμπειρία του παρομοιάζοντας τόν λόγο τοῦ Θεοῦ μέ φωτιά καί πελέκι. Μᾶς μεταφέρει τήν φωνή τοῦ Κυρίου· «Δέν βλέπεις πού τά λόγια μου εἶναι σάν τήν φωτιά πού καίει, λέει ὁ Κύριος, καί σάν τό πελέκι πού κόβει τόν βράχο;» (Ἰε 23,29).
 Τήν δύναμη τῆς φωτιᾶς ποιός δέν τήν θαύμασε καί ποιός δέν τήν φοβήθηκε; Ξεκινάει μιά σπίθα καί φουντώνει κι ἁπλώνεται κι ὑψώνεται σέ θέαμα φοβερό καί λαμπρό. Κατακαίει τά πάντα, καθαρίζει τόν τόπο, κι ἐκεῖνα τά λύματα πού δέν μποροῦν ἀλλιῶς νά ἐξαφανισθοῦν ἡ φωτιά τά ἀφανίζει. Φωτίζει μέ τήν λάμψη της τά πιό πηχτά σκοτάδια καί διώχνει τά ἀγρίμια μακριά ἀπ’ τόν νυχτωμένο ὁδοιπόρο, τόν φόβο ἔξω ἀπό τήν σκιαγμένη καρδιά. Θερμαίνει τίς παγωμένες μέρες καί ζωογονεῖ τά ἄρρωστα καί κουρασμένα σώματα, γλυκαίνει τά πρόσωπα σάν ἡ θαλπωρή της τά θωπεύει ἀγαπημένα νά μαζεύονται γύρω της. Ζωντανό πρᾶγμα ἡ φωτιά.
 Πύρινος καί ζωντανός κι ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ. Ξαπλώνεται ἀπό καρδιά σέ καρδιά μέ τήν ζέση καί τόν ζῆλο τοῦ ἁγίου Πνεύματος. Κατακτᾶ καί τόν πιό σκληρό ἄνθρωπο, πού τόν ἀγγίζει ἡ χάρη τῆς πίστεως καί τῆς μετανοίας. Καθαρίζει τήν ψυχή μας ἀπό βρομερά πάθη καί ἄχρηστες ἀδυναμίες, φωτίζει τήν σκέψη μας μέ τήν ἀλήθεια τοῦ Εὐαγγελίου, γλυκαίνει τήν ὕπαρξή μας μέ τήν χάρη καί τήν εἰρήνη.  Ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ ἀνάβει φωτιά ἀγάπης καί ἐν-θουσιασμοῦ γιά τόν Θεό, πού τοῦτο τό καλό ἔχει· «ὕδωρ πολὺ οὐ δυνήσεται σβέσαι τὴν ἀγάπην καὶ ποταμοὶ οὐ συγκλύσουσιν αὐτήν» (Ἆσ 8,7).
 Ἀλλά δέν εἶναι μόνο δύναμη ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ, εἶναι καί σοφία. Δέν εἶναι μόνο φλόγα καί δυναμίτιδα, πού ἀνατινάζει καί σπάει τά βράχια, εἶναι καί πελέκι πού τά πελεκάει. Ὅταν ὁ ἐργάτης πιάνει στά χέρια του τό κοπίδι, ξέρεις πώς ἡ ἄμορφη μάζα πού ἔχει μπροστά του θά πάρει μορφή καί κάλλος, θά μεταμορφωθεῖ σέ κομψοτέχνημα.
 Κι ὅταν ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ ἀκουμπήσει πάνω στόν βράχο τῆς ψυχῆς, εἶναι βέβαιο ὅτι θά τήν σμιλεύσει «καθ’ ὁμοίωσιν» τοῦ Πλάστη της. Μέ ἐπιμονή τό Εὐαγγέλιο σφυροκοπᾶ μέσα μας τό κήρυγμά του: «Μετανοεῖτε»! Κι ἔπειτα μέ ὑπομονή σκύβει πάνω μας ὁ διάκονός του καί δουλεύει τήν συντετριμμένη μας καρδιά. Πετᾶ τούς ὄγκους τοῦ ἐγωισμοῦ, στρογγυλεύει τίς ὀξύτητες τῆς εὐαισθησίας, ἀπολεπίζει τήν βρομιά τῆς ἀκαθαρσίας, ἀναδεικνύει τά χαρίσματα καί ἀναπτύσσει καινούργιες χάρες. Ὅποιος ἄφησε τόν ἑαυτό του μέ ἐμπιστοσύνη κάτω ἀπό τό πελέκι τοῦ λόγου τοῦ Θεοῦ, τόν εἶδε καί τόν χάρηκε μεταμορφωμένο, ὡραῖο καί δόκιμο.
 Φωτιά καί πελέκι ἦταν ἡ σφραγίδα πού ἔβαλε ὁ Κύριος πάνω στόν λόγο του, γιά νά τόν ξεχωρίσει ἀπό τά ψεύτικα λόγια πού πουλοῦσαν πολλοί σάν λόγο Θεοῦ, στά χρόνια τοῦ Ἰερεμία. Φωτιά καί πελέκι ἀναγνωρίζουμε μέχρι σήμερα τό Εὐαγγέλιο τῆς ἀλήθειας, πού κρατᾶ ἡ Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ.
 Ὁ ἅγιος Χρυσόστομος συνήθιζε νά λέει γιά τόν λόγο τοῦ Θεοῦ: «Ἔχω στά χέρια μου ἕνα ὅπλο θερμότερο ἀπό τήν φωτιά, πιό κοφτερό ἀπό τό σπαθί». Καί ὅσοι ἔχουμε προσωπική πεῖρα δοξάζουμε τόν Θεό γιά τό φῶς πού ἔλαμψε μέσα μας, Τόν εὐχαριστοῦμε γιά τό ἔργο πού ἔκανε γιά χάρη μας.
Στέργιος Ν. Σάκκος
Παρασκευή, 17 Φεβρουάριος 2023 02:00

Πίστωση αἰωνιότητος

 Ἡ κυριαρχία τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ πάνω στό θάνατο ἐγγυᾶται ὅτι δέν χάθηκαν ὅλοι ἐκεῖνοι πού ἔφυγαν ἀπό τόν κόσμο αὐτό. Τούς ἀποκαλοῦμε νεκρούς, μά δέν πέθαναν· ἀναπαύονται, κοιμοῦνται ἐν Κυρίῳ. Γι᾿ αὐτό καί ἡ Ἐκκλησία μας τούς ὀνομάζει κεκοιμημένους. Ἡ καθημερινή ἐκκλησιαστική πράξη μᾶς συνδέει ὄχι μόνο μέ τούς ἁγίους, πού σημειώνονται στό ἡμερολόγιο καί σηματοδοτοῦν τήν πορεία τῆς ζωῆς μας. Μᾶς φέρνει ἐπίσης σέ ἐπαφή μέ ὅλους τούς προσφιλεῖς μας κεκοιμημένους, πού ἀναπαύονται στόν Κύριο· αὐτός εἶναι «ἡ χώρα τῶν ζώντων».
kollyba Αὐτή τή θεολογική ἀλήθεια βιώνει ὡς καθημερινή πράξη ἡ Ἐκκλησία μας, πού κατά τή ρήση τοῦ ἁγίου Ἰγνατίου εἶναι «ἑνότης πίστεως καί ἀγάπης». Γι᾿ αὐτό μᾶς ὑπαγορεύει τήν προσευχή ὄχι μόνο γιά τούς ζωντανούς ἀλλά καί γιά τούς κεκοιμημένους. Σέ ἑβδομαδιαία βάση ἀφιερώνει τήν ἡμέρα τοῦ Σαββάτου στήν προσευχή ὑπέρ ἀναπαύσεως τῶν κεκοιμημένων, ἐνῶ σέ ἐτήσια βάση ὅρισε γιά τό λόγο αὐτό τά δύο μεγάλα Ψυχοσάββατα: τῆς Ἀποκριᾶς καί τῆς Πεντηκοστῆς. Τό πρῶτο μᾶς δίνει τήν ἀφορμή γιά τό μήνυμά μας, καθώς φέτος γιορτάζεται κατά τό πρῶτο Σάββατο τοῦ Μαρτίου.
 Ἡ Κυριακή τῆς Ἀποκριᾶς εἶναι ἀφιερωμένη στή Δευτέρα Παρουσία τοῦ Κυρίου, ἐκείνη τή φοβερή ἡμέρα κατά τήν ὁποία ὅλοι θά σταθοῦμε μπροστά στό θρόνο τοῦ μεγάλου Κριτῆ. Γιά τό λόγο αὐτό, μέ τό μνημόσυνο τῶν κεκοιμημένων τήν προηγούμενη μέρα, ζητοῦμε ἀπό τόν Κύριο νά γίνει ἵλεως καί νά δείξει συμπάθεια καί μακροθυμία σ᾿ αὐτούς πού ἔχουν φύγει. Νά τούς κατατάξει -κι ἐμᾶς μαζί- μεταξύ τῶν υἱῶν τῆς βασιλείας του.
 Εἶναι μία μεγάλη ἡμέρα τῆς Ἐκκλησίας τό Ψυχοσάββατο καί μᾶς δίνει τήν εὐκαιρία νά πλατύνουμε τήν καρδιά μας, γιά ν᾿ ἀγκαλιάσουμε μέ τήν ἀγάπη της πολλούς. Καλούμαστε σέ παγκόσμια ἀνάμνηση ὅλων «τῶν ἀπ᾿ αἰῶνος κοιμηθέντων εὐσεβῶς ἐπ᾿ ἐλπίδι ἀναστάσεως ζωῆς αἰωνίου». Θυμόμαστε κι εὐχόμαστε ὄχι μονάχα γι᾿ αὐτούς πού ξεπροβοδίσαμε ἀπό τό στενό μας περιβάλλον ἀλλά καί γιά κάθε ἀνθρώπινη ψυχή. Γιά ὅσους ἀπρόσμενα θέρισε ὁ θάνατος κάπου μακριά, σέ ξένη γῆ, καί γιά ὅσους τά μάτια τους σφράγισε ἀσθένεια λοιμική ἤ πόλεμος ἤ παγετός ἤ θεομηνία ἤ ὅποια ἄλλη αἰτία.
 Θά ἦταν ὅμως λάθος νά νομίσουμε ὅτι ἡ ὠφέλεια ἀπό τήν ἀνάμνηση αὐτή ἀφορᾶ μόνο στούς μνημονευόμενους νεκρούς. Ἀφορᾶ καί σέ μᾶς διότι μᾶς χαρίζει μία ἐγγυημένη ἐπικοινωνία μ᾿ ἐκείνους πού ἔφυγαν ἀπό τή ζωή ἀλλά παραμένουν στήν καρδιά μας. Ὠφελούμαστε κυρίως, διότι μετέχουμε στήν ἀπέραντη ἀγάπη τοῦ Θεοῦ· «ἡ γάρ ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ συνέχει ἡμᾶς» (Β΄ Κο 5,14). Αὐτός ὁ πλατυσμός ἡμερεύει τόν πόνο τοῦ χωρισμοῦ ἀπό τούς ἀγαπητούς μας κεκοιμημένους· ἀρδεύει μυστικά μέ ἀγάπη τήν καρδιά· θεριεύει τήν ἐλπίδα γιά τήν αἰώνια ζωή, ὅπου μιά μέρα θά χαιρόμαστε μαζί μέ ὅλες τίς ψυχές πού τώρα μνημονεύουμε. Εἶναι μία... πίστωση αἰωνιότητος.

Στέργιος Ν. Σάκκος