Super User

Super User

Κυριακή, 20 Ιούλιος 2014 03:00

Ὁ ἄνθρωπος τοῦ Θεοῦ

 Ὁ ἄρτιος ἄνθρωπος, ὁ ὁλοκληρωμένος καί πεπληρωμένος, ὁ ἄξιος ἡγέτης καί κύριος τῆς δημιουργίας, δέν εἶναι φαινόμενο συνηθισμένο. Ἀπό τήν ἐποχή τοῦ κυνικοῦ Διογένη, πού μέ ἀναμμένο τό φανάρι μές στό καταμεσήμερο διέσχιζε τήν πολυάνθρωπη πολιτεία «ἄνθρωπον ζητῶν», μέχρι τίς μέρες μας, ὅπου τόσες εἰδικές ἐπιστῆμες ἐρευνοῦν πρός τήν κατεύθυνση αὐτή, παραμένει ζητούμενο ὁ ἄρτιος ἄνθρωπος. 
 Παρ᾿ ὅλες τίς μελέτες καί τίς προσπάθειες καμία παιδαγωγική, κανένα φιλοσοφικό σύστημα δέν ἔχει νά παρουσιάσει ὀντολογικά ἕνα πραγματικό πρότυπο ἀρτίου ἀνθρώπου. Ὅλοι περιορίζονται στό δεοντολογικό προσδιορισμό. Πρέπει, λένε, νά ἔχει ὁ ἄνθρωπος σοφία καί ἀνδρεία, νά διαθέτει δικαιοσύνη καί σύνεση, ὥστε νά θεωρεῖται «καλός κἀγαθός». Ἀλλά πῶς θά ἀποκτήσει κανείς αὐτές τίς ἀρετές; Μέ ποιά μέσα καί μέ ποιές προϋποθέσεις καί σέ ποιό μέτρο θά τίς ἀσκήσει; Μύρια ἐρωτήματα αὐτοῦ τοῦ εδους παραμένουν ἀναπάντητα, μέ ἀποτέλεσμα νά διευρύνεται τό κενό στήν ψυχή καί νά ἐντείνεται ἡ διάσταση καί τό χάος στήν ἀνθρώπινη κοινωνία.
 Μιλᾶ καί ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ γιά τόν ἄρτιο ἄνθρωπο ἀλλά μέ μία οὐσιώδη διαφορά: Τόν προσδιορίζει ὡς ἄρτιο ἄνθρωπο τοῦ Θεοῦ. Ἄρτιος μέ τά κριτήρια τῆς ἀνθρώπινης σκέψης καί νοοτροπίας θεωρεῖται ὁ τίμιος, ὁ εἰλικρινής, ὁ ἠθικός, ὁ ἐργατικός, ὁ οἰκονόμος, ὁ φιλάνθρωπος, γενικά ὁ ἐνάρετος. Ὁ ἄρτιος ἄνθρωπος τοῦ Θεοῦ ἔχει ὅλα αὐτά τά στοιχεῖα καί ἐπιπλέον μία ἄμεση ἐξάρτηση ἀπό τόν Θεό καί τό θέλημά του. Ὁ πρῶτος εἶναι καλός ἄνθρωπος· κατευθύνεται ἀπό τήν ἀγαθή καί ἄγρυπνη συνείδησή του. Ὁ δεύτερος εἶναι πιστός· ἔχει ὁδηγό τήν ἀγαθή του συνείδηση, ἡ ὁποία ἐμπνέεται ἀπό τό Πνεῦμα τό ἅγιο (πρβλ. Ρω 9,1).
 Ἡ ὑλιστική καί ἀπνευμάτιστη ἐποχή μας δέν παρουσιάζει, βέβαια, ἰδιαίτερο ἐνδιαφέρον γιά τίς ὑποδείξεις τοῦ ἁγίου Πνεύματος. Γι᾿ αὐτό, ἐνῶ πολυτρόπως συζητᾶ καί διακαῶς ἀποζητᾶ τόν ἄρτιο ἄνθρωπο, κάθε ἄλλο παρά φιλόφρονη εἶναι γιά τόν ἄρτιο ἄνθρωπο τοῦ Θεοῦ. Τόν ἀντιμετωπίζει σάν ἕνα ἄλλο, παράδοξο εἶδος ἀνθρώπου. Ἡ παρουσία τοῦ ἀρτίου ἀνθρώπου τοῦ Θεοῦ προκαλεῖ συχνά τίς εἰρωνεῖες, τά σχόλια, ἴσως καί τήν πολεμική τοῦ περιβάλλοντος. Ὡστόσο, ὄχι σπάνια, ὁ ἄρτιος ἄνθρωπος τοῦ Θεοῦ ἀποσπᾶ τήν ἀναγνώριση καί τό θαυμασμό καί αὐτῶν τῶν ἐχθρῶν. Ἡ μακραίωνη ἱστορία τῆς Ἐκκλησίας εἶναι γεμάτη ἀπό παραδείγματα διωκτῶν καί δημίων, πού λύγισαν καί συγκλονίσθηκαν, ὅταν βρέθηκαν ἀντιμέτωποι μέ τήν ἁγιότητα τῶν ἀρτίων ἀνθρώπων τοῦ Θεοῦ.
 Ἀπό τότε πού περπάτησε στόν κόσμο μας ὁ Θεάνθρωπος Ἰησοῦς Χριστός, ἔπαυσε νά εἶναι μιά ἄψυχη θεωρία, ἕνα ἄπιαστο ἰδεῶδες ὁ ἄρτιος ἄνθρωπος τοῦ Θεοῦ. Στό πρόσωπο τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ Χριστοῦ εἶδε καί γνώρισε ἡ ἀνθρωπότητα τόν «τύπο καί ὑπογραμμό» τοῦ ἀρτίου ἀνθρώπου. Ἀναγεννημένος στήν ἐν Χριστῷ καινή κτίση, στήν Ἐκκλησία, ὁ πιστός χειραγωγεῖται ἀπό τή σοφία τοῦ θείου λόγου καί ἐνισχύεται ἀπό τήν ἁγιαστική χάρη τῶν μυστηρίων. Ἔτσι καθίσταται ἕνας μικρός Χριστός μέσα στήν κοινωνία. Δέν εἶναι τέλειος ἀλλά τελειούμενος, καταρτιζόμενος καί ἁγιαζόμενος. Μ᾿ αὐτή τήν ἰδιότητά του ἀποπνέει τό ἄρωμα τοῦ οὐρανοῦ καί ἀντανακλᾶ τήν ὀμορφιά τῆς αἰωνιότητας.
Καί ποιός ἄλλος θά μποροῦσε νά γίνει ὁδηγός γιά τήν τελειότητα παρά ὁ ἴδιος ὁ Θεός, πού φύτεψε στήν ψυχή μας αὐτή τή λαχτάρα; Σαφής καί ἁπλός ὁ λόγος τοῦ ἁγίου Εὐαγγελίου χειραγωγεῖ τούς πιστούς στήν ἁγιότητα· «ἅγιοι γίνεσθε», δηλαδή, ἀπομακρυνθεῖτε ἀπό τήν ἀντίθεη νοοτροπία τοῦ κόσμου καί ἀφοσιωθεῖτε σέ μένα, «ὅτι ἐγώ ἅγιός εἰμι» (Α΄ Πε 1,16). Βαδίστε ἀποφασιστικά πρός τήν τελειότητα· «Ἔσεσθαι οὖν ὑμεῖς τέλειοι, ὥσπερ ὁ πατήρ ὑμῶν... τέλειος ἐστίν» (Μθ 5,48). Ἀλλά, γιά νά μή νομίσει κανείς ὅτι ἄρτιος ἄνθρωπος σημαίνει ἕνας νάρκισσος ἐγωιστικά ἀπορροφημένος ἀπό τόν ἑαυτό του, ἀπόκοσμος κι ἀντικοινωνικός, καθορίζεται ὡς ἀνυπέρθετο γνώρισμά του ἡ ἀγάπη πρός τόν συνάνθρωπο· «γίνεσθε οὖν οἰκτίρμονες, καθώς καί ὁ πατήρ ὑμῶν οἰκτίρμων ἐστί» (Λκ 6,36).
 paidia-leitourgiaὍσο κι ἄν προοδεύσεις πνευματικά, ὅσο κι ἄν προσεγγίσεις τόν Θεό, δέν μπορεῖς νά εἶσαι ἄρτιος ἄνθρωπος τοῦ Θεοῦ ἐρήμην τῶν συνανθρώπων σου. Διότι ὁ Χριστός ἦλθε στόν κόσμο γιά νά ἱδρύσει Ἐκκλησία, σῶμα. Ἀπαιτεῖ νά εἴμαστε ἅγιοι καί τέλειοι ὄχι μεμονωμένα ἀλλά ὡς μέλη τῆς κοινωνίας, τοῦ σώματος τῆς Ἐκκλησίας· νά συμβαδίζουμε μέ τούς ἀδελφούς πρός τήν τελειότητα. Μόνο ἔτσι θά γίνουμε δεκτοί στήν ἄρρητη τελειότητα τοῦ παραδείσου.
 Ἀλλά σ᾿ αὐτή τή συμπόρευση συναντοῦμε συχνά τό πιό μεγάλο ἐμπόδιο γιά τήν τελείωσή μας. Εἶναι ἡ συμπεριφορά τῶν ἄλλων, πού μᾶς γεμίζει πόνο, θλίψεις καί ὀδύνες. Ἔπειτα εἶναι καί τά τόσα ἄλλα δυσάρεστα καί δύσκολα περιστατικά τῆς ζωῆς: ἀποτυχίες, ἀρρώστιες, θάνατος. Πῶς νά τά ξεπεράσεις ὅλα αὐτά, χωρίς νά χάσεις τόν προσανατολισμό σου πρός τόν ἁγιασμό;
Ὁ θεῖος λόγος δίδει στό ἐρώτημα αὐτό μία καταπληκτική ἀπάντηση. Τίς θλίψεις, λέει, τῆς ζωῆς τίς ἐπιτρέπει ὁ Θεός «εἰς τό μεταλαβεῖν τῆς ἁγιότητος αὐτοῦ» (Ἑβ 12,10). Εἶναι, δηλαδή, οἱ θλίψεις ἕνας ἄριστος τρόπος γιά νά καταρτισθεῖ καί νά γίνει τέλειος ὁ ἄνθρωπος. Διότι μέσα ἀπ᾿ αὐτές ἀσκεῖται στήν καρτερία, αὐξάνει στήν ὑπομονή, στεριώνει στήν ἐλπίδα. Μ᾿ ἕνα λόγο, ἁγιάζεται. Ἀκόμη καί οἱ ἐνδογενεῖς ἀδυναμίες, τά πάθη μέ τά ὁποῖα ὁ καθένας παλεύει, κι αὐτές οἱ παγίδες τοῦ σατανᾶ καθίστανται ἕνα πολύτιμο στάδιο. Καί μ᾿ αὐτά ὁ πιστός ἀσκεῖται καί γυμνάζεται, καταρτίζεται καί ἁγιάζεται, ἐφόσον δέν συμβιβάζεται, ἀλλά ἀγωνίζεται νά ὑποτάξει τή σάρκα στό πνεῦμα, τά θελήματα καί τά ἁμαρτωλά καπρίτσια του στό θέλημα τοῦ Χριστοῦ.
 Ἡ κατανυκτική περίοδος τῆς Μ. Τεσσαρακοστῆς, ἰδιαίτερα πρόσφορη γιά τήν ἐπίταση τοῦ πνευματικοῦ ἀγώνα, γίνεται μία ἔντονη ὑπόμνηση τῆς πορείας πρός τήν ἁγιότητα κι ἕνα πολύτιμο στάδιο ἄσκησης. Μέ τίς πυκνές ἱερές ἀκολουθίες, μέ τή νηστεία καί τήν ὅλη ἄσκηση ἐξοικειώνει τόν πιστό πρός τίς τόσες μορφές θλίψης καί τόν χειραγωγεῖ νά τίς ἀξιοποιεῖ γιά τόν καταρτισμό του, πλησιάζοντας δι᾿ αὐτῶν στόν τελικό προορισμό «μέχρι καταντήσωμεν... εἰς ἄνδραν τέλειον εἰς μέτρον ἡλικίας τοῦ πληρώματος τοῦ Χριστοῦ» (Ἐφ 4,13).

Στέργιος Ν. Σάκκος
Πέμπτη, 25 Απρίλιος 2024 03:00

Συνοδοιπόροι καί συμμέτοχοι

pasxon Kyrios  Πολλά τροπάρια, ἐμπνευσμένα ἀπό τίς μαρτυρίες τῶν εὐαγγελιστῶν, καλοῦν τά μέλη τῆς Ἐκκλησίας σέ μία ἄμεση καί προσωπική ἐπαφή μέ τά γεγονότα τοῦ θείου δράματος. Εἶναι ἡ ἐλάχιστη ἔκφραση εὐγνωμοσύνης πού ὀφείλει ὁ κάθε πιστός.
  Σέ στιχηρό ἰδιόμελο τοῦ Ὄρθρου τῆς Μ. Δευτέρας ψάλλουμε: «Ἐρχόμενος ὁ Κύριος πρός τό ἑκούσιον πάθος, τοῖς Ἀποστόλοις ἔλεγεν ἐν τῇ ὁδῷ· Ἰδού ἀναβαίνομεν εἰς Ἰεροσόλυμα... Δεῦτε οὖν καί ἡμεῖς κεκαθαρμέναις διανοίαις συμπορευθῶμεν αὐτῷ καί συσταυρωθῶμεν καί νεκρωθῶμεν δι’ αὐτόν ταῖς τοῦ βίου ἡδοναῖς· ἵνα καί συζήσωμεν αὐτῷ...».
 Σέ ἄλλο στιχηρό τῆς ἴδιας ἀκολουθίας μᾶς παροτρύνει ἡ Ἐκκλησία μέ τά λόγια τοῦ ὑμνογράφου: «Φθάσαντες, πιστοί, τό σωτήριον πάθος Χριστοῦ τοῦ Θεοῦ, τήν ἄφατον αὐτοῦ μακροθυμίαν δοξάσωμεν». Καί ἐξηγεῖ τά ὀφέλη πού θά ’χει γιά μᾶς αὐτή ἡ συμμετοχή: «ὅπως τῇ αὐτοῦ εὐσπλαγχνίᾳ συνεγείρῃ καί ἡμᾶς νεκρωθέντας τῇ ἁμαρτίᾳ, ὡς ἀγαθός καί φιλάνθρωπος».
 Δέν θέλει ὁ Ἰησοῦς νά γιορτάζουμε τά ἄχραντα Πάθη του σάν ἕνα γεγονός πού συντελέσθηκε στό παρελθόν καί παραμένει ἄσχετο πρός τήν προσωπική μας ζωή. Οὔτε νά ἀρκούμαστε σέ κάποιες συναισθηματικές ἐκδηλώσεις, πού ἐξατμίζονται μέ τό πέρασμα τῶν ἁγίων ἡμερῶν. Ἐπιθυμεῖ, κατά τήν τέλεση τῶν ἀκολουθιῶν τῆς Μεγάλης Ἑβδομάδος, ὅλοι οἱ πιστοί νά ἔχουμε μία σχέση οὐσιαστική μαζί του. Νά συμμετέχουμε

  • στήν ἀγωνία του,
  • στούς ἐξευτελισμούς,
  • στά ραπίσματα,
  • στήν ἀποδοκιμασία καί
  • στό μαρτύριό του.

   Νά σταθοῦμε κάτω ἀπό τόν σταυρό του ὡς ἀφοσιωμένοι μαθητές του, γιά νά κοινωνήσουμε ὕστερα ἀπό τά παθήματά του καί στήν δόξα τῆς Ἀναστάσεώς του.
  Δέν θέλει ὁ Κύριος νά εἴμαστε ἁπλῶς φιλακόλουθοι, ἀλλά συνακόλουθοι καί συνοδοιπόροι του, ὀπαδοί καί κοινωνοί στό φοβερό καί μοναδικό δρᾶμα πού πραγματοποιήθηκε στήν ἱστορία τῆς ἀνθρωπότητος. Ἔτσι ἡ σχέση μας μαζί του δέν θά περιορισθεῖ στίς λίγες αὐτές ἡμέρες, ἀλλά θά διαποτίσει τήν ζωή μας, γιά νά τήν φωτίσει καί νά τήν καθοδηγήσει. Ἡ γιορτή θά εἶναι μία ἐπαναβίωση τῆς ἱστορίας πού θά συνεχίζεται στήν ζωή μας. Αὐτό εἶναι τό νόημα καί ἡ σημασία τοῦ ἑορτασμοῦ.
 Εἶναι ὅμως εὔκολη ὑπόθεση αὐτή ἡ συμμετοχή; Ἀσφαλῶς ὄχι, διότι ἀπαιτεῖ νά κάνουμε μία ὑπέρβαση μέσα μας. Γιά ν’ ἀνεβοῦμε στήν πνευματική αὐτή κορυφή καί νά ἔχουμε μία ἀληθινή συμμετοχή στά σεπτά Πάθη, χρειάζεται νά δημιουργηθεῖ μία ἀλληλέγγυα σχέση ἀνάμεσα στόν πάσχοντα Θεό καί σ’ ἐμᾶς γιά τούς ὁποίους πάσχει, μία εὐλογημένη συνεργασία ἀνάμεσα στόν Πλάστη καί στό πλάσμα του. Καί πρίν ἀπ’ αὐτό, χρειάζεται νά συνειδητοποιήσουμε τό μέγεθος τῆς δωρεᾶς πού μᾶς προσφέρει ὁ Κύριος μέ τά Πάθη του.
 Γιά νά νοήσουμε τήν σημασία τῆς μεγάλης δωρεᾶς τοῦ Κυρίου καί νά μή μένουμε ψυχροί κι ἀδιάφοροι στήν ἀγάπη του, ὀφείλουμε νά μελετήσουμε τήν ἀσύλληπτη προσφορά του. Ἄν, γιά νά προσεγγίσει κανείς τά θέματα τῆς ἐπιστήμης ἤ τῆς τέχνης, ὀφείλει νά ἐξειδικευθεῖ καί ν’ ἀσχοληθεῖ μέ τήν συστηματική ἔρευνα, πολύ περισσότερο τά καυτά θέματα, πού συνδέονται μέ τό αἰώνιο μέλλον μας, τήν λύτρωση καί τήν σωτηρία μας, ἀπαιτοῦν ἐντρύφηση καί ἐμβάθυνση, φρόνημα ταπεινό καί πνεῦμα μαθητείας.
  Εἶναι ἀναγκαῖο νά διευκρινίσω στό σημεῖο αὐτό ὅτι ἡ μελέτη τῶν γεγονότων τῆς ἱερᾶς ἱστορίας δέν εἶναι μία ξηρή διανοητική ἐνέργεια ἀλλά μία μέθεξη στά μελετώμενα. Αὐτή μᾶς προετοιμάζει, γιά νά δεχθοῦμε κατόπιν μέ τό ἱερό μυστήριο τῆς θείας Εὐχαριστίας τόν ἴδιο τόν Κύριο πού μᾶς ἁγιάζει. Ὅπως σέ ὅλα τά θέματα τῆς πνευματικῆς ζωῆς, ἔτσι καί στήν βίωση τῶν Παθῶν τοῦ Κυρίου ἡ ἁγία Γραφή μᾶς καλλιεργεῖ καί τό μυστήριο μᾶς τελειοποιεῖ. Στήν προσπάθεια πού ἐμεῖς καταβάλλουμε μέ τήν μελέτη, προσθέτει ὁ Θεός τήν χάρη τοῦ Πνεύματος τοῦ ἁγίου μέ τό μυστήριο τῆς θείας Εὐχαριστίας. Μ’ αὐτήν τήν ὑπερφυᾶ συνεργασία μποροῦμε νά συμμετάσχουμε στά παθήματα τοῦ Χριστοῦ.

Παρασκευή, 14 Οκτώβριος 2022 03:00

Πίστη καί ζωή

3 Ἕνα ἀπό τά κύρια γνωρίσματα τῶν καιρῶν μας εἶναι καί ἡ σύγχυση γιά τά μεγάλα καί καίρια ὑπαρξιακά ζητήματα. Κάθε σκεπτόμενος ἄνθρωπος, εἴτε τό ὁμολογεῖ εἴτε ὄχι, ἔχει στιγμές κατά τίς ὁποῖες προβληματίζεται κι ἀναρωτιέται: «Ποιός εἶμαι; Ἀπό ποῦ προέρχομαι; Ποιός εἶναι ὁ προορισμός μου;». Στούς αἰῶνες πού πέρασαν, ἡ ἀνθρώπινη κρίση πῆρε ποικίλες θέσεις πάνω σ’ ὅλα αὐτά, γιά νά καταλήξει, ἀναπόφευκτα σχεδόν, στήν ἀπελπιστική ὁμολογία: «Δέν μπορῶ νά ξέρω τίποτε. Δέν εἶμαι σίγουρος γιά τίποτε!». Ποτέ ἀπάντηση ἄλλη δέν ὑπῆρξε τόσο βασανιστική γιά τήν ψυχή μας, τόσο θλιβερή καί τόσο καταθλιπτική. Πουθενά φῶς, πουθενά ἀνάπαυση, πουθενά εἰρήνη.
  Κι ὅμως! Εἰρήνη καί ἀνάπαυση ἀληθινή καί φῶς ζωοποιό προσφέρει καί θά προσφέρει στούς αἰῶνες ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ. Στέκει φάρος στά σκοτάδια τῆς ἀμφιβολίας, πυξίδα στά πελάγη τῆς ἀβεβαιότητας καί γνώση τέλεια, ἐγγυημένη ἀπό τήν πηγή τῆς ἀλήθειας, τόν Κύριο τοῦ κόσμου καί Πατέρα μας, τόν Θεό. Δέν ὑπάρχουν γι’ αὐτόν ἄλυτα προβλήματα. Μπροστά του ὅλα φανερώνονται «γυμνὰ καὶ τετραχηλισμένα» (Ἑβ 4,13).
  Αὐτό τό σημαντικό καί αἰσιόδοξο μήνυμα ὑπογραμμίζει κατεξοχήν καί πολλές φορές ὁ ἀπόστολος Παῦλος. «Πιστὸς ὁ λόγος», γράφει στόν μαθητή του Τῖτο, στήν περικοπή (Ττ 3,8-15) πού διαβάζεται ὡς ἀποστολικό ἀνάγνωσμα τήν Κυριακή τῶν Πατέρων τῆς Ζ΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου ἤ τοῦ Σπορέως. Εἶναι ἀξιόπιστος ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ. Ὅ,τι αὐτός ἀποκαλύπτει ἀξίζει τήν ἐμπιστοσύνη μας, ἀξίζει νά τό παραδεχθοῦμε ἄφοβα, νά τό ἐνστερνισθοῦμε ἀνεπιφύλακτα. Καί ὁ σοφώτερος ἄνθρωπος μπορεῖ νά κάνει λάθος καί νά ἀστοχήσει στήν ἀλήθεια, διότι ἡ ἀνθρώπινη γνώση καί διάνοια εἶναι περιορισμένη. Καί ὁ εἰλικρινέστερος μπορεῖ νά πεῖ ψέματα ἀπό ἄγνοια, μπορεῖ νά ἐξαπατήσει ἀπό ἀδυναμία. Μόνον ὁ Θεός εἶναι ἀξιόπιστος καί μόνον ὁ Ἰησοῦς Χριστός εἶναι «ὁ μάρτυς ὁ πιστὸς καὶ ἀληθινός» (Ἀπ 3,14) μέ τήν ἀπόλυτη ἔννοια πού ζητᾶ ἡ καρδιά μας γιά νά ἀναπαυθεῖ. Αὐτός δέν ὑπάρχει περίπτωση νά λαθέψει, δέν ὑπάρχει περίπτωση νά ψευσθεῖ, διότι εἶναι ἡ ἴδια ἡ Ἀλήθεια καί εἶναι σέ θέση νά μᾶς τήν γνωρίσει. Γι’ αὐτό μπῆκε στήν ἱστορία μας καί μᾶς μίλησε μέ ἀγγέλους, γι’ αὐτό ἔστειλε τούς προφῆτες καί τούς ἁγίους του, γι’ αὐτό, τέλος, ἔγινε ἄνθρωπος καί μᾶς συναναστράφηκε. Τά λόγια του καί τά ἔργα του καταγράφηκαν καί φυλάσσονται ἀπό τήν Ἐκκλησία του μέσα στήν ἁγία Γραφή, πού εἶναι ἡ ζωντανή φωνή του. Εἶναι ὁ «πιστός λόγος».
 Ἀλλά πῶς ἡ ἀνθρωπότητα θά μάθει τήν σωτήρια ἀλήθεια; Οἱ ἄνθρωποι πού ζοῦν καί κινοῦνται ἀνάμεσά μας, μέ τά μεγάλα ἐρωτηματικά καί τά ἀξεπέραστα ἀδιέξοδα, πῶς θά μάθουν τόν «πιστὸν λόγον»; Ἀσφαλῶς μέ τό κήρυγμα, μέ τό ἔργο τῶν ἀποστόλων κι ὅλων ἐκείνων πού διαλέγει ὁ Θεός γιά συνεργάτες του. Καί ὅταν λέμε «κήρυγμα» δέν ἐννοοῦμε τυπικούς καί ἄψυχους μονολόγους, ἀλλά λόγο δυνάμεως «περὶ τῆς ἐν ἡμῖν ἐλπίδος» (Α΄ Πέ 3,15). «Καὶ περὶ τούτων βούλομαί σε διαβεβαιοῦσθαι», παραγγέλλει ὁ ἀπόστολος Παῦλος στόν Τῖτο· δηλαδή «νά κηρύττεις μέ δύναμη καί νά μήν ἀφήνεις καμιά ἀμφιβολία γιά τήν ἀλήθεια τῶν λόγων σου». Καί τί ὀφείλει νά κηρύττει ὁ Τῖτος; Λίγο παραπάνω τοῦ ἀνέφερε ὁ διδάσκαλός του πῶς ἐπιτεύχθηκε ἡ λύτρωση τοῦ ἀνθρώπου· μέ τήν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ Πατέρα, τήν θυσία τοῦ Υἱοῦ καί τήν χάρη τοῦ ἁγίου Πνεύματος, πού μᾶς ἐξασφαλίζουν τήν αἰώνια ζωή καί εὐτυχία (στ. 4-7). Αὐτό θέλει νά κηρύττει καί ὁ μαθητής του· τήν σύνοψη καί οὐσία ὅλης τῆς ἁγίας Γραφῆς. Τήν «ἅπαξ παραδοθεῖσαν τοῖς ἁγίοις πίστιν» (βλ. Ἰδ,4).
 Ὡστόσο, ἡ γνήσια ἔκφραση τῆς πίστεως καί ἡ καρποφορία της εἶναι τά καλά ἔργα, ἡ ὀρθή ζωή. Ὁ ἀπόστολος Παῦλος λέει ξεκάθαρα ὅτι «οἱ πεπιστευκότες τῷ Θεῷ», οἱ πιστοί, αὐτοί πού ἔχουν δεχθεῖ καί κατέχουν ὡς κτῆμα καί θησαυρό τους τόν «πιστὸν λόγον», ὀφείλουν νά φροντίζουν νά εἶναι πρῶτοι στά καλά ἔργα. Τέτοια πρέπει νά καρποφορήσουν. Διότι, ὅπως ἑρμηνεύει ὁ ἅγιος Χρυσόστομος, κανένα κίνητρο δέν εἶναι τόσο δυνατό καί τόσο ἀσφαλές γιά τήν κοινωνική εὐποιία ὅσο ἡ θεογνωσία, ἡ πίστη ὅτι ὑπάρχει Θεός πού θυσιάστηκε γιά μᾶς. Ἔτσι οἱ πιστοί βρίσκουν τήν διάθεση καί τήν δύναμη νά θυσιασθοῦν γιά τούς ἄλλους. Καί τό σπουδαῖο εἶναι ὅτι δέν ἀσκοῦν ἁπλῶς τήν ἀγάπη, ἀλλά «φροντίζουσιν» καί «προΐστανται», πού σημαίνει ὅτι τήν ἐπιδιώκουν καί μάλιστα πρωτοποροῦν στά ἔργα της. Δέν περιμένουν τούς ἐνδεεῖς ἀδελφούς τους νά ’ρθοῦν σ’ αὐτούς, ἀλλά αὐτοί τρέχουν νά τούς βροῦν. Δέν ἀκολουθοῦν τίς εὐκαιρίες, ἀλλά οἱ ἴδιοι τίς δη-μιουργοῦν.
  Ἀδελφοί μου, γύρω μας ἡ σύγχυση ὅλο καί μεγαλώνει, ἡ ἀβεβαιότητα σφίγγει ὅλο καί περισσότερο τίς καρδιές μας στόν κλοιό της, ἡ πλάνη παραμονεύει ὅλο καί συχνότερα στόν δρόμο μας. Δέν θέλουμε νά σκεπάσουν τήν σκέψη μας τά σύννεφα τοῦ σκεπτικισμοῦ· λαχταροῦμε τό φῶς τῆς ἀλήθειας. Δέν θέλουμε νά βυθίσουν τήν ψυχή μας τά βαρίδια τῆς ἀπελπισίας· λαχταροῦμε τήν ἄνεση τῆς ἐσωτερικῆς χαρᾶς. Ἄς ἀνοίξουμε, λοιπόν, τά μάτια μας στόν ἥλιο-Χριστό! Μέσα στό βιβλίο του, στήν ἁγία Γραφή, μᾶς προσκαλεῖ νά γνωρίσουμε τήν πίστη, πού καθοδηγεῖ καί σώζει. Μέσα στήν Ἐκκλησία του μᾶς προσφέρει ὅλα τά μέσα γιά νά καταλάβουμε, γιά νά ποθήσουμε καί νά ζήσουμε τήν ζωή τῆς ἀλήθειας. Καί μέσα στήν ζωή μας ἀπαιτεῖ ἀπό μᾶς, πού μᾶς γέννησε μέ τόν λόγο του καί μᾶς ἔθρεψε μέ τά Μυστήριά του, νά γίνουμε πρωτοπόροι καλῶν ἔργων, νά μήν μείνουμε ἄκαρποι. Μᾶς παίρνει ξερές καί φτωχές ρίζες καί μᾶς φυτεύει στό περιβόλι του, μᾶς ποτίζει καί μᾶς περιποιεῖται· γίναμε δένδρα ψηλά καί θαλερά. Ἀλλά ποῦ εἶναι οἱ καρποί μας; Ἀλίμονο, ἄν ξοδέψουμε τόν χυμό μας σέ μικρόλογους ὑπολογισμούς. Ὁ Κύριος περιμένει νά καρποφορήσουμε μία ζωή γεμάτη ἀγάπη, δικαιοσύνη καί ἐλπίδα. Καί αὐτό εἶναι τό συμφέρον μας, τό πραγματικό καί αἰώνιο!
Στέργιος Ν. Σάκκος (ἀπό ἀπομαγνητοφωνημένη ὁμιλία)
Κυριακή, 20 Ιούλιος 2014 03:00

Κυριακή: ἡ θεολογία της

 aggeloiὉ ἐρχομός καί τό πέρασμα τοῦ Θεοῦ ἀπό τή γῆ ἄφησε τά ἴχνη καί τά ἀποτυπώματά του πάνω στό χῶρο καί μέσα στό χρόνο τῶν ἀνθρώπων. Τό σπήλαιο τῆς Βηθλεέμ, ὅπου γεννήθηκε μέσα σέ μιά φάτνη, ἡ λίμνη τῆς Γαλιλαίας, ὅπου περπάτησε καί ἁλίευσε τούς πρώτους μαθητές του, οἱ πλαγιές καί οἱ πεδιάδες, πού ἄκουσαν τή φωνή του νά διδάσκει τά πλήθη, τό βουνό τῆς Μεταμορφώσεως, πού εἶδε τή θεότητά του νά λάμπει σάν ἥλιος, ὁ κῆπος τῆς Γεθσημανῆ, ποτισμένος ἀπό τά δάκρυα καί τήν ἀγωνία του, ὁ τόπος τοῦ Γολγοθᾶ, βαμμένος μέ τό αἷμα του, τό ἄδειο μνῆμα του, ἡ Παλαιστίνη ὅλη, πού τήν διέσχισε «εὐεργετῶν καί ἰώμενος» (Πρξ 10,38), εἶναι ἡ ἁγία γῆ, πού κρατᾶ αἰχμάλωτη μέ τά θυμητάρια της τήν ἐπίσκεψη τοῦ Θεανθρώπου. Αὐτή τήν ἁγία γῆ μποροῦμε, ἄν θέλουμε, νά τήν ἐπισκεφθοῦμε καί νά προσκυνήσουμε τά ἱερά της χώματα. Μποροῦμε ὅμως νά τή βροῦμε καί μέσα στό χῶρο κάθε ναοῦ, ἐκεῖ ὅπου ἡ Ἐκκλησία μας ἀναπαριστᾶ μυστηριακά τή ζωή τοῦ Χριστοῦ. Στήν Πρόθεση ἀντικρύζουμε τή Βηθλεέμ καί στήν Ἁγία Τράπεζα ἀτενίζουμε τόν Γολγοθᾶ· στήν κολυμβήθρα τῆς βαπτίσεως βλέπουμε τόν Ἰορδάνη καί ἀπό τήν καντήλα τοῦ Ἱεροῦ παίρνουμε τό φῶς τῆς Ἀναστάσεως.
  Ἀπό τήν ἄλλη, ἔχουμε τά θεϊκά σημάδια μέσα στό χρόνο μας. Τά Θεοφάνια, ὅταν ὁ Πατέρας ἔδειχνε τόν Υἱό καί τό Πνεῦμα ἀναπαυόταν πάνω του μέ μορφή περιστεριοῦ, τό Πάσχα τῶν παθῶν, ὅταν ὁ Ἰησοῦς ὁδηγοῦνταν βῆμα μέ βῆμα πρός τήν ἀτίμωση καί τό θάνατο, ἡ Ἀνάσταση, πού γέμισε φῶς καί χαρά τίς καρδιές τῶν πιστῶν, ἡ Ἀνάληψη, πού δόξασε τήν ἀνθρώπινη φύση, ἡ Πεντηκοστή, ὅταν τό Πνεῦμα τό ἅγιο ἵδρυσε τήν Ἐκκλησία, ὅλα ἐκεῖνα τά ὑπερφυσικά γεγονότα πού ἔφεραν τή λύτρωση στόν ταλαίπωρο ἄνθρωπο, εἶναι οἱ ἑορτές τῆς Ἐκκλησίας μας, πού κρατοῦν ζωντανή μέ τή χάρη τῶν μυστηρίων τήν παρουσία τοῦ Χριστοῦ ἀνάμεσά μας. Ἔτσι, οἱ πιστοί μποροῦμε νά συναντήσουμε σέ ὅποια ἐποχή κι ἄν ἀνήκουμε, τόν θεάνθρωπο Κύριό μας· νά γίνουμε μαθητές του, νά περπατήσουμε μαζί του, νά ἀκούσουμε τό λόγο του, νά δοῦμε τά θαύματά του, νά ζήσουμε τήν ἀνάστασή του, νά τόν κάνουμε δικό μας.
  Ὅλα αὐτά τά ἅγια καί τά ἱερά, πού σώζονται γιά χάρη μας, τούς ἅγιους τόπους καί τίς ἱερές μας ἑορτές, τά συμπυκνώνει σέ μία θαυμαστή ἑνότητα καί μᾶς τά προσφέρει μέ ἕναν τρόπο πού μόνον ὁ Θεός μποροῦσε νά ἐπινοήσει καί νά ἐπιτύχει, ἡ Κυριακή ἡμέρα. Μέ τή θεία Λειτουργία, πού ἀποτελεῖ ἀναπόσπαστο καί οὐσιῶδες γνώρισμά της, μᾶς συγκεντρώνει στόν τόπο ὅπου ἔρχεται ὁ Κύριος σωματικά ἐν μυστηρίῳ, καί μᾶς βοηθᾶ νά συμμετάσχουμε στή ζωή του ἀπό τή φάτνη ὥς τό μνημεῖο τό κενό. Ἐκεῖ, στό ναό, μπροστά στά Ἅγια τῶν Ἁγίων καί ἀνάμεσα στά πνεύματα τῶν ἀγγέλων καί τῶν ἁγίων ἀγκαλιάζουμε τό χῶρο τοῦ Θεοῦ, καί ἡ ψυχή μας ἀναπαύεται, διότι νιώθει νά ἁπλώνεται στό ἄπειρο. Τότε, στό μυστήριο τῆς Θείας Εὐχαριστίας, καθώς ὁ Χριστός ἀνακλίνεται στούς ἄρτους τῆς Προθέσεως, καθώς διδάσκει μέσα ἀπό τίς σελίδες τοῦ Εὐαγγελίου, καθώς σταυρώνεται πάνω στήν Ἁγία Τράπεζα καί ἀνασταίνεται μέσα στό δισκοπότηρο, μπαίνουμε στό χρόνο τοῦ Θεοῦ καί ἡ ψυχή μας ἀναγαλλιάζει, διότι νιώθει νά χορταίνει αἰωνιότητα. Ἕναν χῶρο χωρίς πέρατα κι ἕναν χρόνο χωρίς τέρματα, τόν ἄπειρο χῶρο καί τόν αἰώνιο χρόνο τοῦ Θεοῦ, μᾶς προσφέρει ἡ Κυριακή καί φέρνει στή ζωή μας καί στήν καρδιά μας τόν Θεό.
  Ἡ θεολογική ἀξία καί ἡ θεϊκή αὐτή δυναμική τῆς Κυριακῆς συνίσταται στό γεγονός τῆς Ἀναστάσεως, πού συνέβη στό χρόνο της ἱστορικά καί πραγματώνεται κάθε φορά στή θεία Λειτουργία της μυστηριακά. Γίνεται ἔτσι ἡ Κυριακή μία ἄμεση ἐμπειρία τοῦ παρόντος γιά τήν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ, πού ἐκφράζεται καί πραγματοποιεῖται χειροπιαστά μέσα στή θεία λατρεία. Ἀλλά εἶναι καί ἕνα ζωντανό μνημεῖο τοῦ παρελθόντος, ἕνα εἶδος μάρτυρος τοῦ χρόνου, μοναδικοῦ κι ἀνεπανάληπτου μέσα στήν ἀνθρώπινη ἱστορία, πού μαρτυρεῖ ἀδιάκοπα μέχρι σήμερα τό λυτρωτικό ἔργο τοῦ ἀναστημένου Χριστοῦ. Ἐπί πλέον ὅμως ἡ Κυριακή ἀποτελεῖ καί ἕναν εὔγλωττο τύπο τοῦ μέλλοντος, ὅπως φωτισμένα ἔχουν ἐπισημάνει οἱ πατέρες τῆς Ἐκκλησίας μας. Ὁ παρών κόσμος περικλείεται μέσα στίς ἑπτά ἡμέρες τῆς ἑβδομάδος, πού ἀνακυκλώνονται διαρκῶς μέχρι τή συντέλεια τῶν αἰώνων. Ἡ Κυριακή θεωρεῖται ἡ ὀγδόη ἡμέρα, πού διαδέχεται τήν ἑβδόμη καί προτυπώνει τή μέλλουσα ζωή, ἡ ὁποία ἐγκαινιάζεται μέ τήν ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ. Αὐτή ἡ ὀγδόη ἡμέρα εἶναι ἡ γλυκειά αἰωνιότητα τῆς βασιλείας τοῦ Θεοῦ, πού ἀρχίζει ἀπό τώρα μέσα στήν Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ καί ἐπεκτείνεται στό διάστημα μετά τό χρόνο τοῦ κόσμου αὐτοῦ, μιά γεύση της δέ μᾶς δίνει προκαταβολικά ἡ Κυριακή. Ὅταν ὁ Θεός ἔκανε ἀρχή τῆς δημιουργίας τοῦ κόσμου φέρνοντας τό φῶς μέσα στήν ἄβυσσο, ἦταν ἡ πρώτη ἡμέρα τοῦ χρόνου· «Καί ἐγένετο ἑσπέρα καί ἐγένενο πρωΐ, ἡμέρα μία» (Γέ 1,5). Κι ὅταν ὁ Χριστός ἔκανε ἀρχή τῆς ἀναπλάσεως τοῦ ἀνθρωπίνου γένους νικώντας τό θάνατο μέσα στόν ἅδη, ἦταν ἡ πρώτη ἡμέρα τῆς ἑβδομάδος, «τῇ μιᾷ τῶν σαββάτων» (Λκ 24,1). Ὥστε οἱ πιστοί τήν Κυριακή γιορτάζουμε συγχρόνως τά γενέθλια τῆς δημιουργίας καί τήν ἐν Χριστῷ ἀναγέννηση τῆς ἀνθρωπότητος, ἐνῶ προγευόμαστε ἀπό τώρα τόν μέλλοντα κόσμο τῆς αἰωνιότητος, τήν οὐράνια παλιγγενεσία.
  Ἁδρογραφώντας τίς θεολογικές σημασίες τῆς Κυριακῆς προβάλλει μπροστά μας τό πρόσωπό της μέ χαρακτηριστικά τίς μεγάλες ἀλήθειες τῆς πίστεώς μας. Εἶναι ἡ πρώτη ἡμέρα τῆς δημιουργίας τοῦ κόσμου, ἡ εὐαγγελική ἡμέρα τῆς Ἀναστάσεως καί τῆς ἀναδημιουργίας τοῦ ἀνθρώπου, ἡ προφητική ἡμέρα τοῦ μελλοντικοῦ αιῶνος, καί τό πιό πρόσφορο γιά μᾶς, εἶναι ἡ ἐκκλησιαστική ἡμέρα τῆς θείας Εὐχαριστίας, μέσα στήν ὁποία εἰσρέουν ὅλα τά θαυμάσια τοῦ Θεοῦ καί ἀρδεύουν καί ζωογονοῦν τήν ὕπαρξή μας. Προσβλέποντας στήν Κυριακή καί στά γνωρίσματά της νιώθουμε, πράγματι, τήν ἀνάγκη νά εὐχαριστοῦμε τόν Θεό γιά τόν κόσμο πού μᾶς χάρισε, νά τόν δοξολογοῦμε γιά τήν Ἐκκλησία του, νά τόν λατρεύουμε γιά τήν ἀνάστασή του, καί νά λαχταροῦμε τήν εὐλογημένη βασιλεία του. Ἡ ἐπίσκεψη τῆς Κυριακῆς κάθε ἑβδομάδα μέσα στόν ἡμερολογιακό μας χρόνο εἶναι ἐπίσκεψη τοῦ ἴδιου τοῦ Θεοῦ, πού πλησιάζοντάς μας σπάει τούς γήινους φραγμούς καί ἀνοίγει γιά μᾶς τό δρόμο πρός τόν οὐρανό, τό δρόμο πού μᾶς φέρνει στή συντροφιά του.

Στέργιος Σάκκος
Ἀπολύτρωσις 42 (1987) 97-99
Κυριακή, 20 Ιούλιος 2014 03:00

Κυριακή: ἡ ἱστορία της

ΚΥΡΙΟΣ ΑΝΑΣΤΠόσο γλυκά ἀκούγεται στ’ αὐτιά μας καί ἠχεῖ στήν καρδιά μας τό ὄνομα τῆς Κυριακῆς ἡμέρας! Τό ἄγγιγμά της ἀφήνει καί στούς πιό πωρωμένους ἕνα ἁπαλό χάδι καί φέρνει στή θύμιση ὅλων μας τά ὀμορφότερα καί γλυκύτερα κομμάτια τῆς ζωῆς μας. Εἶναι ντυμένη μέ τή λαμπράδα τῆς γιορτῆς καί στολισμένη μέ τή χάρη τῆς εὐφρόσυνης κοινωνίας μέ πρόσωπα ἀγαπητά. Μά πάνω ἀπ’ ὅλα εἶναι στεφανωμένη μέ πολύτιμα δῶρα θεϊκά, εἶναι ὁλόκληρη ἕνα δῶρο τοῦ Θεοῦ στόν ἄνθρωπο.
 Μιλώντας γιά τήν Κυριακή εἶναι σάν νά μιλᾶμε γιά τόν ἴδιο τόν Κύριο, γιά τήν Ἐκκλησία, γιά τό Εὐαγγέλιο, γιά τό μυστήριο. Τήν ἱστορία της καί τή θεολογία της τή βρίσκουμε μέσα στήν ἁγία Γραφή πλεγμένη ἀπό τήν ἀρχή τοῦ χρόνου ἀκόμη μέ τήν ἱστορία τοῦ Θεοῦ. Μόλις τέλειωσαν οἱ ἕξι ἡμέρες τῆς δημιουργίας, ὁ Θεός «κατέπαυσε τῇ ἡμέρᾳ τῇ ἑβδόμῃ ἀπό πάντων τῶν ἔργων αὐτοῦ ὧν ἐποίησε» (Γέ 2,2), σταμάτησε, δηλαδή, τήν ἑβδόμη ἡμέρα τό ἔργο τῆς δημιουργίας. Δέν σταμάτησε νά ἐργάζεται, διότι ὅπως ὁ Ἰησοῦς Χριστός, ὁ Υἱός του, μαρτυρεῖ, «ὁ Πατήρ μου ἕως ἄρτι ἐργάζεται» (Ἰω 5,17), συνεχίζει νά ἐργάζεται διακυβερνώντας καί συντηρώντας τόν κόσμο. Αὐτή ἡ διακυβέρνηση καί ἡ συντήρηση τοῦ κόσμου, πού δέν εἶναι κατώτερο ἔργο ἀπό τή δημιουργία, αὐτή ἡ ἀκατάπαυστη πρόνοια τοῦ Θεοῦ εἶναι ἡ κατάπαυσή του, ἡ ἀνάπαυσή του. Ἀφοῦ μᾶς ἔκτισε πανέμορφο σπίτι τό σύμπαν, γιά νά τό ἀπολαμβάνουμε, καί μᾶς δημιούργησε κι ἐμᾶς, πλάσμα τῆς ἀγάπης του, ἀναπαύθηκε, ἡσύχασε, καί εὐχαριστημένος χαίρεται νά μᾶς φροντίζει καί νά μᾶς χαρίζει τήν παρουσία του μέσα στόν κόσμο μέ ποικίλους τρόπους.
 Τήν ἡμέρα ἐκείνη, τήν ἑβδόμη, πού σταμάτησε ὁ Κύριος τό δημιουργικό του ἔργο καί ἄρχισε τή σχέση κοινωνίας μέ τά πλάσματά του, τήν εὐλόγησε καί τήν ἁγίασε, τήν ξεχώρισε ἀπό τίς ἄλλες ἡμέρες καί τήν καθιέρωσε ὡς ἡμέρα λατρείας του. «Μνήσθητι τήν ἡμέραν τῶν σαββάτων ἁγιάζειν αὐτήν», παρήγγειλε στόν περιούσιο λαό του. «Ἕξ ἡμέρας ἐργᾷ καί ποιήσεις πάντα τά ἔργα σου· τῇ δέ ἡμέρᾳ τῇ ἑβδόμῃ σάββατα Κυρίῳ τῷ Θεῷ σου· οὐ ποιήσεις ἐν αὐτῇ πᾶν ἔργον» (Ἔξ 20,8-10). Ὅπως γιά τόν Θεό ἡ ἑβδόμη ἡμέρα σημαίνει τή συνεχῆ φροντίδα του καί πρόνοια γιά μᾶς, ἔτσι γιά τό λαό του ἡ ἡμέρα τοῦ σαββάτου σημαίνει τήν ἀποκλειστική ὑπηρεσία καί λατρεία τοῦ Θεοῦ. Ὁ Κύριος τά ἔκανε ὅλα γιά τόν ἄνθρωπο, τόν ἄνθρωπο ὅμως τόν ἔκανε γιά τόν ἑαυτό του καί ζητᾶ ἀπ’ αὐτόν νά τοῦ ἀφιερώνει μία ἡμέρα σχολῆς καί ἀργίας ἀπό ὅλες τίς βιοτικές του μέριμνες, καί ἐνασχολήσεως καί σπουδῆς μέ τά τοῦ Θεοῦ. Καί εἶναι χαρακτηριστικό ὅτι χρειάζεται νά σταματήσει ὁ ἄνθρωπος τίς ἀσχολίες του, γιά νά μπορέσει νά συναντηθεῖ μέ τόν Θεό. «Σχολάσατε καί γνῶτε ὅτι ἐγώ εἰμι ὁ Θεός» (Ψα 45,10), συστήνει ὁ ψαλμωδός. Νά, ἡ πρώτη ἔννοια τῆς «σχόλης» τοῦ λαοῦ, τῆς γιορτῆς του· ἀπερίσπαστη ἐπικοινωνία μέ τόν Θεό.
 Βέβαια, πολύ σύντομα μετά τή δημιουργία τοῦ κόσμου καί μετά τήν εὐλογία τοῦ σαββάτου ἡ παράβαση τῶν πρωτοπλάστων διασάλευσε τίς σχέσεις τῶν ἀνθρώπων μέ τόν Δημιουργό. Ἔπειτα, ὁ σπόρος της, πού διαιωνίσθηκε μέσα στό ἀνθρώπινο γένος, ὕψωνε πάντοτε ἐμπόδιο τά ἀγκάθια του ἀνάμεσά τους, παρ’ ὅλο πού ὁ νόμος προσπαθοῦσε νά κρατᾶ ἀνοιχτό τό δρόμο μεταξύ οὐρανοῦ καί γῆς. Ἐν τούτοις, ὁ δεσμός Θεοῦ καί ἀνθρώπου συντηρήθηκε ἔτσι, ἡ διαθήκη διαφυλάχθηκε, μέχρις ὅτου ἐγκαθιδρύθηκε ἡ νέα οἰκονομία, ἡ καινούργια τάξη πραγμάτων, πού ἔφερε στή γῆ ὁ θεάνθρωπος Κύριός μας Ἰησοῦ Χριστός. Μέ τό ἔργο του καί τή θυσία του συντελέσθηκε μία νέα κοσμογονία, δημιουργήθηκε ἡ καινούργια κτίση, ἡ πνευματική, ἡ Ἐκκλησία του. Κι ὅπως τήν πρώτη δημιουργία τοῦ κόσμου ἀκολούθησε ἡ ἀνάπαυση τοῦ Θεοῦ, πού σημαίνει τήν ἀγαπητική φροντίδα του γιά τόν κόσμο, ἔτσι τή δεύτρη δημιουργία τῆς Ἐκκλησίας σφράγισε ἡ ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ, πού καθορίζει νέα σχέση οἰκειότητος τοῦ Θεοῦ μέ τόν κόσμο.
 Τήν ἡμέρα ἐκείνη, «τήν μίαν τῶν σαββάτων», πού ἀναστήθηκε ὀ Χριστός καί ἀνέστησε τήν ἀνθρώπινη φύση μας, τήν ἁγίασε ὁ Θεός καί τήν εὐλόγησε, τήν ἀνέδειξε ἔνα καινούργιο σάββατο, πού ἀντικατέστησε τό παλιό καί πῆρε ὅλα τά γνωρίσματά του, ἐνῶ ἐπί πλέον ἀπέκτησε καινούργιες χάρες. Τό παλιό σάββατο καθιερώθηκε μέ ἐντολές, διότι δέν εἴδαμε τόν Θεό οὔτε νά δημιουργεῖ οὔτε νά ἀναπαύεται· τό καινούργιο θεμελιώθηκε πάνω σέ ἕνα γεγονός, διότι τήν ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ τή μαρτυρεῖ ἡ ἱστορία. Τό παλιό σάββατο ἀπαιτοῦσε θυσίες καί προσφορές στόν Θεό· τό καινούργιο μᾶς προσφέρει τή θυσία τοῦ Κυρίου καί μᾶς τρέφει μ’ αὐτήν. Μέσα στήν καινή κτίση τοῦ Χριστοῦ ἔχουμε πλέον μιά καινούργια ἡμέρα. Σάν νά ἄνοιξαν οἱ οὐρανοί καί νά ἀνέτειλε στή γῆ μας ἕνα εὐωδιαστό λουλούδι, νά ἔπεσε στά χέρια μας ἕνα πολύτιμο πετράδι, σάν νά μᾶς ἦλθε ἀπό τόν Κύριο ἕνα πανάκριβο δῶρο. Καί γιά νά τό ξεχωρίζουμε καί νά μήν τό θεωροῦμε ὅπως τά ἄλλα τῆς γῆς μας, μία ἡμέρα σάν ὅλες τίς ἄλλες, ἔγραψε πάνω της τό ὄνομά του· Κυριακή. Ὅπως γράφουμε τό ὄνομά μας πάνω στά ἀντικείμενά μας, γιά νά τά ἀναγνωρίζουμε, παρόμοια ὁ Κύριος σημάδεψε τήν ἡμέρα του καί μᾶς τήν χάρισε.
Στεργίου Σάκκου
Ἀπολύτρωσις 42 (1987) 81-82
 
 
Κυριακή, 20 Ιούλιος 2014 03:00

Λκ 14,26

Τό μῖσος τοῦ Χριστοῦ

Κύριος2  Φαίνεται ἴσως παράδοξο, ἀλλά εἶναι ἀληθινό: Ὁ διδάσκαλος τῆς ἀγάπης, ἤ μᾶλλον αὐτός ὁ γεννήτοράς της καί ἡ ἴδια ἡ Ἀγάπη, κηρύττει τό μῖσος! «Εἴ τις ἔρχεται πρός με καί οὐ μισεῖ τόν πατέρα ἑαυτοῦ καί τήν μητέρα καί τήν γυναῖκα καί τά τέκνα καί τούς ἀδελφούς καί τάς ἀδελφάς, ἔτι δέ καί τήν ἑαυτοῦ ψυχήν, οὐ δύναταί μου μαθητής εἶναι» (Λκ 14,26). Καί αὐτός πού σπούδασε ὅσο κανείς τήν ἀγάπη καί ἔγινε ὁ «ἠγαπημένος» συμβουλεύει: «Μή ἀγαπᾶτε τόν κόσμον, μηδέ τά ἐν τῷ κόσμῳ». Μιά τόσο ἀπροκάλυπτη καί δυναμική ἐπίδειξη μίσους ἀσφαλῶς δέν θά βροῦμε καί στόν πιό φανατικό μισαλλόδοξο. Καί αὐτό εἶναι κάτι πού μᾶς κάνει νά σταθοῦμε μέ περίσκεψη μπρός στό παράδοξο, καί νά θεολογήσουμε.
  Ὁ Χριστιανισμός δέν φοβᾶται νά πεῖ τή λέξη «μῖσος» οὔτε διστάζει νά κηρύξει τήν ἔχθρα, γιατί ἀκριβῶς ἔζησε ἀπόλυτα τήν ἀγάπη καί ἐφάρμοσε μοναδικά τήν εἰρήνη. Ποιός μπορεῖ νά τόν ἐλέγξει γιά μιά τέτοια ἁμαρτία; Πάνω στό σῶμα του φέρνει τό πιό ἔγκυρο σημάδι φιλανθρωπίας καί ἐλέους: τό αἷμα αὐτοῦ τοῦ ἱδρυτῆ του, πού μέ ἀγάπη ρέει ὡς ἡ μεγαλύτερη εὐλογία πάνω στούς σταυρωτές του. Ἐντούτοις, τό μῖσος κρατᾶ μιά καίρια θέση μέσα στή διδασκαλία του, καί ἡ ἑρμηνεία του γίνεται κλειδί γι’ αὐτόν πού θέλει νά ξεκλειδώσει τά οὐράνια μυστικά.
  Ἀλλά ἤδη ἔχουμε κάνει ἕνα πρῶτο βῆμα κατανόησης: Ὁ χαρακτηρισμός πού δώσαμε -μῖσος τοῦ Χριστοῦ- μᾶς προϊδεάζει γιά κάτι ἄλλο ἀπό αὐτό πού ξέρουμε· δέν πρόκειται γιά τό μῖσος τοῦ κόσμου, λοιπόν. Ὁ Ἰησοῦς ἦλθε στόν κόσμο μας καί τοῦ χάρισε μιά ἄλλη διάσταση· πῆρε τίς λέξεις μας, τίς ἔννοιές μας, καί τίς φόρτισε μ’ ἕνα ἄλλο νόημα. Ἀκόμη κι αὐτή ἡ ἀγάπη πού κήρυξε καί πού τή νιώθουμε ὅλοι σάν τό πιό κοινό ὅσο καί θεϊκό σκίρτημα μέσα μας, ἦταν κάτι διαφορετικό, ἴσως καί ξένο, στήν ἐμπειρία μας: Ἡ ἀγάπη τοῦ Ἰησοῦ δέν εἶναι συναισθηματική κατάσταση ἀλλά ἀγώνας γιά τήν τήρηση τῶν ἐντολῶν του στή ζωή μας καί στή ζωή τῶν ἄλλων. Εἴμαστε ἕτοιμοι, λοιπόν, νά δεχθοῦμε καί τήν πιό παράξενη ταυτότητα τοῦ μίσους· ὅτι πρόκειται -ἄς τό ποῦμε- γιά μιά ἄλλη μορφή ἀγάπης!
  Τό μῖσος τοῦ Χριστοῦ μεταφράζεται ὡς παραίτηση ἀπό τόν κόσμο τοῦ διαβόλου καί ὡς ἀπέχθεια στόν τρόπο τῆς ζωῆς του. Σέ καμιά περίπτωση τό Εὐαγγέλιο δέν συνιστᾶ νά μισήσουμε τόν συνάνθρωπο, ὅσο ἁμαρτωλός κι ἄν εἶναι· πάντοτε ὅμως ἐννοεῖ νά μισήσουμε τήν κοσμική νοοτροπία, πού εἶναι ἁμαρτωλή. Αὐτός εἶναι ὁ κόσμος πού δέν πρέπει νά ἀγαπᾶμε: ἡ ἁμαρτία. Καί εἶναι εὐνόητο πόσο ὠφέλιμη εἶναι αὐτή ἡ προσταγή, πού τόσο ἐξυπηρετεῖ τήν ἀγάπη καί πρός τόν ἑαυτό μας καί πρός τούς ἄλλους, ἀφοῦ στρέφεται ἐνάντια στόν χειρότερο δολιοφθορέα τῆς ἀνθρώπινης ψυχῆς καί μόνον σ’ αὐτόν.
  Ἄν μέ ταπείνωση ἀκούσουμε τόν θεῖο λόγο καί ἄν μέ ὑπευθυνότητα δοῦμε τόν ἀγώνα τοῦ πιστοῦ, θά διαπιστώσουμε πώς αὐτό τό μῖσος ἀποτελεῖ προϋπόθεση καί ἀσφάλεια γιά τή σωτηρία μας. Μισώντας τήν ἁμαρτία προφυλαγόμαστε ἀπό τά βρόχια της καί διαφυλαγόμαστε στήν ἀγκαλιά τοῦ Θεοῦ. Ἀλλά ἀποτελεῖ καί ἐχέγγυο γνήσιας ἀγάπης πρός τούς ἄλλους. Γιά τόν πλησίον ἰσχύει βέβαια ὁ νόμος «ἀγάπα τον σάν τόν ἑαυτό σου». Ἀλλά αὐτή ἡ ἀγάπη εἶναι σωστή μόνο ὅταν περνᾶ ἀπό τό φίλτρο τοῦ ἐν Χριστῷ μίσους. Ὅταν ὅπως ὁ γιατρός ἀγαπήσουμε τόν ἄρρωστο, ἀλλά μισήσουμε τήν ἀρρώστια του, τότε μποροῦμε νά μεγαλουργήσουμε σέ ἔργα αὐταπάρνησης καί οἰκτιρμῶν.
 Οἱ «εἰρηνιστές» τῆς ἐποχῆς μας μιλοῦν γιά ἀγάπη, ἐνῶ τά χέρια τους στάζουν τό αἷμα τῶν ἀδικημένων. Ἡ ἀγάπη τους ἔχει μέσα τό ψέμα, γι’ αὐτό καταντᾶ μῖσος. Ἀντίθετα, ὁ Χριστός μιλᾶ γιά μῖσος, ἐνῶ ἁπλώνει τά χέρια του νά ματώσουν γιά χάρη μας. Τό μῖσος του εἶναι μῖσος ὄχι στόν ἄνθρωπο ἀλλά στά πάθη του. «Μεμίσηκα δέ κἀγώ διεστραμμένας ὁδούς κακῶν», διακηρύττει. Ναί, θέλει νά μισήσουμε τόν πατέρα μας, τή μητέρα μας, ἀκόμη καί τή ζωή μας, γιά νά τούς ἀγαπήσουμε ὅμως σωστά γι’ αὐτούς καί ὄχι γιά τόν ἑαυτό μας, γιά νά τούς ἀγαπήσουμε «ἐν ἀληθείᾳ». Ὅταν ἡ καρδιά μας ὑπακούσει σ’ αὐτό τό κάλεσμα, τότε θά δοῦμε πόσο ἀληθινοί γίναμε ἀλλά καί πόσο ἐλεύθεροι. Ἔτσι τό μῖσος τοῦ Χριστοῦ ἀποδεικνύεται σέ τελευταία ἀνάλυση ἕνα μῖσος γεμάτο ἀγάπη.

Στέργιος Σάκκος
Ἀπολύτρωσις 33 (1978) 161-162
Παρασκευή, 23 Δεκέμβριος 2022 02:00

Ἡ βασιλική ὁδός

metanoia  Τό μήνυμά μας εἶναι τό μήνυμα τῶν ἀγγέλων πρός τούς ταπεινούς βοσκούς τῆς Βηθλεέμ· «ἐτέχθη ὑμῖν σήμερον σωτήρ» (Λκ 2,11). Ἀπευθύνεται σέ ὅλους τούς ἀγαπητούς μας ἀναγνῶστες ἀλλά καί σέ κάθε ἄνθρωπο τῆς γῆς, ἀφοῦ γι᾿ αὐτό κατέβηκε στή γῆ, ἔλαβε ἀρχή ὁ ἄναρχος καί σάρκα ὁ ἄσαρκος Θεός· γιά νά χαρίσει στόν ἄνθρωπο τή λύτρωση, τή σωτηρία.
  Ὡστόσο, εἶναι ἀλήθεια διαπιστωμένη, πού καθημερινά καί πολλαπλά ἐπιβεβαιώνεται, ὅτι εἶναι ἀνησυχητικά πολλοί οἱ ἀλύτρωτοι, οἱ ἄνθρωποι πού παραμένουν μακριά ἀπό τή σωτηρία. Αὐθόρμητο καί εὔλογο ἀνεβαίνει στά χείλη μας τό ἐρώτημα: τάχα γιατί; Ἡ ἀπάντηση ἀποκαλύπτει πολλές καί βαθειές αἰτίες, ὅσο βαθειά καί πολυποίκιλη εἶναι ἡ ἀνθρώπινη ψυχή, ὅσο πλατειά καί ἀνερμήνευτη εἶναι ἡ ἐλευθερία, τήν ὁποία ὁ Θεός ἀναγνωρίζει στό πλάσμα του. Ἐμεῖς θά ἐπισημάνουμε μόνο μία -θεμελιακή, κατά τή γνώμη μας- αἰτία, πού καθιστᾶ ἐπίπονο καί γι᾿ αὐτό ἀνεπιθύμητο τό δρόμο πρός τήν πολυπόθητη σωτηρία. Καί θά μιλήσουμε παραβολικά:
  Ὅταν ὁ βασιλιάς Πτολεμαῖος κράτησε στά χέρια του τήν περίφημη «Γεωμετρία», ἔργο τοῦ διάσημου μαθηματικοῦ Εὐκλείδη, θαύμασε τό ἐπίτευγμα. Διαπίστωσε ὅμως πώς τοῦ ἦταν τελείως ἀδύνατο νά κατανοήσει τά γραφόμενα φυλλομετρώντας ἁπλῶς τό βιβλίο. Κάλεσε, λοιπόν, τόν Εὐκλείδη καί τοῦ εἶπε:
  - Δέν ὑπάρχει κάποιος εὐκολότερος τρόπος γιά νά γνωρίσει κανείς αὐτά τά σπουδαῖα πράγματα πού γράφεις ἐδῶ; Καί ὁ σοφός μαθηματικός τοῦ ἀπάντησε:
  - Μεγαλειότατε, δέν ὑπάρχει βασιλική λεωφόρος πού νά ὁδηγεῖ στή γεωμετρία!
   Ἀναμφίβολα εἶναι ποθητή καί περιζήτητη ἀπό ὅλους ἡ σωτηρία. Ἀπαιτεῖ ὅμως τήν τόλμη τῆς μετάνοιας, πού συνεπάγεται τήν πορεία στή «στενή ὁδό» τῆς πίστεως. Αὐτός εἶναι ὁ μοναδικός δρόμος· δέν ὑπάρχει «βασιλική λεωφόρος», πού θά μᾶς φέρει ἄκοπα καί ἄνετα στή σωτηρία. Ἡ μετάνοια προϋποθέτει ταπείνωση, συντριβή, ἀπόθεση τῶν σφαλμάτων, τῶν παθῶν καί τῶν ἀδυναμιῶν ἀλλά καί τῶν ἀρετῶν, τῶν καυχημάτων καί τῶν ἐπιτευγμάτων μας στά πόδια τοῦ ἐνανθρωπήσαντος Θεοῦ. Ἐπιβάλλει ὁλόψυχη ὑποταγή στό θέλημά του. Μόνο στίς ψυχές πού τόν πλησιάζουν μέ τήν ταπείνωση τῶν σοφῶν μάγων, πού τόν ὑποδέχονται μέ τήν ἁπλότητα τῶν ταπεινῶν ποιμένων τῆς Βηθλεέμ χαρίζει ὁ Κύριος τή δυνατότητα νά τόν δοξολογήσουν μαζί μέ τούς ἀγγέλους. Μόνο ὅσοι μετανοοῦν καλοδέχονται στήν καρδιά τους τόν Σωτήρα. Καί σ᾿ αὐτούς ἀποκαλύπτεται τό μεγάλο μυστικό ὅτι εἶναι εὐφρόσυνη κι εὐλογημένη ἡ ὁδός τοῦ Κυρίου.
  Ἀδελφέ μου, τό θέμα εἶναι ἁπλό καί ξεκάθαρο: Ὁ Χριστός τά δίνει ὅλα μόνο σ᾿ ἐκείνους πού τοῦ παραδίδουν τόν ἑαυτό τους μέ τή μετάνοια. Ἄς εἶναι αὐτή τό γνώρισμα τῶν Χριστουγέννων πού πλησιάζουν, γιά νά τά ζήσουμε λυτρωτικά, εὐλογημένα. Ἀμήν!

Στέργιος Ν. Σάκκος
Ἀπολύτρωσις 62 (2007) 323
Πέμπτη, 31 Δεκέμβριος 2020 02:00

Τελεία, ἁγία, εἰρηνική

aggelos Εἶναι μία ἀγαθή συγκυρία ὅτι ἡ πρωτοχρονιά συμπεριλαμβάνεται στό ἅγιο Δωδεκαήμερο, ὅπου ἡ Ἐκκλησία μας γιορτάζει μεγάλα γεγονότα τῆς θείας οἰκονομίας: Προηγοῦνται τά Χριστούγεννα, συμπίπτει ἡ Περιτομή τοῦ Κυρίου καί ἀκολουθοῦν τά ἅγια Θεοφάνια. Ἔτσι, παίρνει μία ἄλλη, πνευματική, χροιά καί διάσταση ἡ ἀλλαγή τοῦ χρόνου, πού καθαυτή δέν εἶναι γεγονός θρησκευτικό, καί φυσικά γιά κανέναν ἐνήλικο δέν ἀποτελεῖ εὐχάριστη οὔτε κἄν ἀνώδυνη ὑπόθεση.
 Ὡστόσο, μέσα στήν Ἐκκλησία ὁ πεπερασμένος ἄνθρωπος, πού ὑπόκειται στή φθορά καί στήν παροδικότητα τοῦ χρόνου, ἔχει τή δυνατότητα νά ὑπερνικᾶ τό χρόνο. Εἶναι τό δῶρο πού μᾶς χάρισε ἡ ἐνανθρώπηση τοῦ ὑπέρχρονου καί ἄπειρου Θεοῦ. Μπαίνοντας στήν ἀνθρώπινη ἱστορία ὁ Υἱός καί Λόγος τοῦ Θεοῦ, ὁ Κύριός μας Ἰησοῦς Χριστός, ἔσπασε τά στεγανά της καί μᾶς ἄνοιξε τό δρόμο γιά τό ὑπέρχρονο, τό αἰώνιο, τό τέλειο καί ἅγιο. Μᾶς ἔδωσε τή δυνατότητα μέ τήν πίστη νά βιώνουμε τό παρελθόν, νά προσεγγίζουμε τόν ἄναρχο καί προαιώνιο Θεό· μέ τήν ἀγάπη νά ἀγκαλιάζουμε τό παρόν, τόν ἐνανθρωπήσαντα Θεό πού παραμένει κοντά μας μέσα στήν Ἐκκλησία· μέ τήν ἐλπίδα νά ἀτενίζουμε τό μέλλον, τήν αἰώνια δόξα πού μᾶς περιμένει στόν οὐρανό. Μ᾿αὐτή τήν προοπτική ἡ Ἐκκλησία μας εὔχεται, ὄχι μόνο κατά τίς γιορτές ἀλλά καί στίς καθημερινές ἀκολουθίες (Ὄρθρο - Ἑσπερινό) καί κατ᾿ ἐπανάληψη στή θεία Λειτουργία, γιά τόν ἁγιασμό τῆς ζωῆς μας. Θά σταθῶ σέ δύο αἰτήματα τῆς Συναπτῆς ἤ τῶν Πληρωτικῶν, ὅπως λέγονται. Μεγάλα αἰτήματα πού τόσο ἁπλά διατυπώνονται, ὥστε νά μπορεῖ ὁ καθένας νά τά συμπεριλαμβάνει στήν προσωπική του προσευχή!
 Ζητοῦμε ἀπό τόν Κύριο νά μᾶς χαρίζει «τήν ἡμέραν πᾶσαν τελείαν, ἁγίαν, εἰρηνικήν καί ἀναμάρτητον». Νά εἶναι τέλεια ὅλη ἡ ἡμέρα, πού σημαίνει νά εἶναι ἅγια, εἰρηνική καί ἀναμάρτητη. Ἡ ἁμαρτία σαλεύει τήν εἰρήνη καί μᾶς ἀπομακρύνει ἀπό τόν ἁγιασμό. Νά μπορούσαμε νά ἀπαλλαγοῦμε ἀπό τά δόκανά της! Δέν εἶναι ὑπόθεση ἁπλή οὔτε εὔκολη. Γι᾿ αὐτό καταφεύγουμε στή θεϊκή ἐπικουρία, ἱκετεύοντας νά μᾶς χαρίσει ἐπίσης ὁ Κύριος «ἄγγελον εἰρήνης, πιστόν ὁδηγόν, φύλακα τῶν ψυχῶν καί τῶν σωμάτων ἡμῶν». Μέσα στήν καθημερινή προσπάθεια τά πνεύματα τοῦ κακοῦ μέ τόσες μεθοδεῖες προσπαθοῦν νά μᾶς ἀποπροσανατολίσουν καί νά μᾶς παρασύρουν στό χαμό. Ὁ ἄγγελος εἰρήνης νά ἀσφαλίζει τήν εἰρήνη τοῦ Θεοῦ στήν καρδιά μας, νά ὁδηγεῖ τά βήματά μας, νά φυλάγει ἀπό κάθε πειρασμό τήν ψυχή μας. Κι ἐπειδή δέν εἴμαστε μόνο ψυχές ἀλλά καί γήινα σώματα, πού τόσοι κίνδυνοι τά ἀπειλοῦν, νά προστατεύει ὁ ἄγγελος καί τό σῶμα μας ἀπό κάθε κακό. Αὐτή τήν προσευχή τῆς Ἐκκλησίας ἀναπέμπουμε ταπεινά ὡς εὐχή γιά τόν ἑαυτό μας καί γιά τόν κάθε ἀναγνώστη μας. Καλή χρονιά, ἀδελφοί μου! Νά ᾿ναι ἡ κάθε μέρα της τέλεια, ἅγια καί εἰρηνική, προσανατολισμένη στό αἰώνιο μέλλον, γιά τό ὁποῖο ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ μᾶς προόρισε καί μᾶς κατευθύνει.
Στἐργιος Ν. Σάκκος

peirama cernΠρόσφατα τό βραβεῖο Nobel Φυσικῆς 2013 ἀπονεμήθηκε στούς Φρανσουά Ἐνγκλέρ καί Πίτερ Χίγκς γιά τή θεωρία πού διατύπωσαν πρίν ἀπό περίπου 50 χρόνια, πού ἀφορᾶ στήν ὕπαρξη ἑνός στοιχειώδους ὑλικοῦ σωματιδίου πού μεταγενέστερα ὀνομάστηκε (ἀπό δημοσιογράφους καί ἐκδότες) «σωμάτιο τοῦ Θεοῦ».
 Στό εὐρωπαϊκό κέντρο CERN (Centre Européen pour la Recherche Nucléaire) πρίν περίπου δύο δεκαετίες ἄρχισε νά κτίζεται μία κυκλική ὑπόγεια σήραγγα μήκους 27 χμ. Δύο δέσμες πρωτονίων ἐπιταχύνονται μέσα σ’ αὐτήν κυκλικά καί στή συνέχεια συγκρούονται δημιουργώντας τρομερά ὑψηλές ἐνέργειες, δηλαδή συνθῆκες πού εἰκάζεται ὅτι ἐπικράτησαν τό πρῶτο δευτερόλεπτο τῆς Δημιουργίας τοῦ Σύμπαντος.
 Πρόσφατα, τά ἀποτελέσματα τοῦ πειράματος τοῦ CERN, πού στοίχισε περίπου 10 δισεκατομμύρια εὐρώ, ἦταν θετικά: Τό «σωμάτιο τοῦ Θεοῦ» ὑπάρχει! Ὁ χρησιμοποιούμενος συχνά ὅρος «σωμάτιο τοῦ Θεοῦ» εἶναι βασικά ἐσφαλμένος καί μπορεῖ νά δημιουργήσει παρανοήσεις, ἀφοῦ ὅλα τά στοιχειώδη σωμάτια εἶναι τοῦ Θεοῦ, καί ὄχι μόνο αὐτό πού ἡ ὕπαρξή του ἐπιβεβαιώθηκε πρόσφατα ἀπό τό πείραμα τοῦ CERN. Ἐπιστημονικά ὀνομάζεται «μποζόνιο» ἤ «πεδίο Χίγκς», καί ἀνήκει στήν κατηγορία τῶν στοιχειωδῶν σωματιδίων πού εἶναι οἱ «ἀγγελιοφόροι» τῶν δυνάμεων μεταξύ τῶν σωματιδίων.
 Μέ ἁπλά λόγια, ἡ κατανόηση τοῦ πολύ σημαντικοῦ ρόλου του μπορεῖ νά γίνει μέ μία παραπομπή σέ μακροσκοπικά φαινόμενα, πού εἶναι κατανοητά ἀπ’ ὅλους: Ὅπως ἕνα γνωστό μαγνητικό πεδίο ἀλληλεπιδρᾶ διαφορετικά μέ ἕνα κομμάτι ξύλου ἤ μετάλλου, ἔτσι καί τό πεδίο Χίγκς ἀλληλεπιδρᾶ διαφορετικά μέ τά φωτόνια ἤ τά ἠλεκτρόνια, πρωτόνια κτλ. Τά φωτόνια εἶναι ἀδιάφορα μέσα σέ αὐτό τό πεδίο, ἐνῶ τά ἠλεκτρόνια (καθώς ἐπίσης καί ἄλλα στοιχειώδη σωμάτια) χάριν αὐτοῦ τοῦ πεδίου ἀποκτοῦν ἀδράνεια, καί κατά συνέπεια μάζα (σύμφωνα μέ τή Γενική Θεωρία Σχετικότητας ὑπάρχει ἀπόλυτη ἰσοδυναμία μεταξύ τῆς μάζας βαρύτητας καί τῆς μάζας ἀδράνειας, πού εἶναι ἀκριβῶς ἴσες). Κατά συνέπεια, τό πεδίο Χίγκς εἶναι ἐκεῖνο πού εἶναι ὑπεύθυνο γιά τήν ὕπαρξη τῆς μάζας, καί ἄρα τῆς ὕλης τοῦ κτιστοῦ κόσμου ὅπως τή γνωρίζουμε σήμερα.
 Ἡ ὀνομασία «σωμάτιο τοῦ Θεοῦ», ἄν καί κατά βάση ἀτυχής, ἔχει ὡς σκοπό νά δείξει τό πόσο σημαντ-κό εἶναι γιά τήν ὕπαρξη τοῦ κτιστοῦ κόσμου. Χωρίς αὐτό τό σωμάτιο, ὅλος ὁ φυσικός κόσμος -πλανῆτες, γῆ, ἀνόργανη φύση, ζῶα καί ἄνθρωποι (ἐάν φυσικά ὑπῆρχαν)- θά ἦταν μία συγκεχυμένη «ἠλεκτρομαγνητική σούπα» χωρίς μάζα (ὅπως συμβαίνει π.χ. μέ τό φῶς), καί κατά συνέπεια χωρίς δομή καί ὀργάνωση. Ἡ ὕπαρξη τοῦ πεδίου Χίγκς δείχνει ὅτι ἀπό τά πρῶτα κλάσματα τοῦ πρώτου δευτερολέπτου τῆς δημιουργίας τοῦ φυσικοῦ κόσμου ὑπῆρχε ἕνα «ἀρχιτεκτονικό σχέδιο» δημιουργίας, καί κυρίως ἕνας ἰθύνων νοῦς πού κατεύθυνε (καί κατευθύνει) τά πάντα, γιά νά κτιστεῖ ἕνας κόσμος μέ δομή καί ὀργάνωση. Ὁ Δημιουργός χρησιμοποίησε καί ἐκφράστηκε μέ τό πεδίο Χίγκς γιά νά δώσει τή δομή καί τήν ὀργάνωση τοῦ Φυσικοῦ κόσμου, πού ἐμεῖς σήμερα παρατηροῦμε μακροσκοπικά.
Ἐπίσης, δείχνει ὅτι οἱ βασικοί κανόνες μέ τούς ὁποίους λειτουργεῖ ὅλος ὁ κτιστός κόσμος εἶναι διαχρονικοί καί προκαθορισμένοι ἀπό τό πρῶτο δευτερόλεπτο τῆς Δημιουργίας. Οἱ ἴδιοι κανόνες ἰσχύουν στό ἀχανές διάστημα, στή μικρή γῆ, ἀλλά καί μέσα σέ κάθε κύτταρό μας. Κατά τόν ἅγιο Γρηγόριο Παλαμᾶ, ἡ οὐσία τοῦ Θεοῦ δέν εἶναι προσιτή στόν ἄνθρωπο καί στή λογική του, ἄλλ’ ὅμως ὁ ἄνθρωπος μπορεῖ νά μετέχει στίς ἄκτιστες ἐνέργειες τοῦ Θεοῦ. Ἕνας ἀπό τούς τρόπους πού μπορεῖ νά ἐπιτευχθεῖ αὐτή ἡ μέθεξη (χωρίς νά εἶναι ὁ μοναδικός) εἶναι ἡ παρατήρηση καί ἡ μελέτη τοῦ τρόπου μέ τόν ὁποῖο λειτουργεῖ ὁ φυσικός κόσμος καί τῶν νόμων πού τόν διέπουν. Τό πεδίο Χίγκς μπορεῖ νά βοηθήσει κάποιον στό νά ἀντιληφθεῖ τή βούληση τοῦ Δημιουργοῦ νά δημιουργήσει (ἀπό τήν πρώτη στιγμή τῆς Δημιουργίας) ἕναν ὑλικό κόσμο πού νά ἔχει δομή καί ὀργάνωση.
 Τό πεδίο Χίγκς εἶναι ἕνα πολύ σημαντικό κομμάτι ἑνός μεγάλου πάζλ πού ἀποτελεῖ ἡ θεωρία πού εἶναι γνωστή ὡς «Μεγάλη Ἔκρηξη» (Big Bang), ἡ ὁποία ἀκόμα δέν ἔχει συμπληρωθεῖ τελείως. Ἡ ἐπιβεβαίωση τῆς ὕπαρξης τοῦ πεδίου Χίγκς ἀποτελεῖ μία ἀκόμα (πολύ ἰσχυρή) ἔνδειξη γιά τήν ὀρθότητα τῆς θεωρίας τῆς Μεγάλης Ἐκρήξεως. Σύμφωνα μέ αὐτή (ὅπως ἀφηγεῖται ἡ Ἐπιστήμη), πρίν ἀπό περίπου 13,7 δισεκατομμύρια χρόνια ὑπῆρξε μία χρονική στιγμή μηδέν (t = 0), πρίν ἀπό τήν ὁποία δέν ὑπῆρχε οὔτε ἕνα ἠλεκτρόνιο οὔτε ἕνα πρωτόνιο (καί γενικότερα κανένα ὑλικό σωμάτιο), ἀλλά οὔτε ἀκόμα καί ὁ συγκλονιστικά τεράστιος χῶρος πού καταλαμβάνει τό ἡλιακό μας σύστημα καί ὅλοι οἱ γαλαξίες. Ἡ ὕπαρξη τοῦ χωροχρόνου καί τῆς ὕλης εἶναι ἀπόλυτα συνυφασμένα, ὅπως ὁμολογεῖ ἡ Ἐπιστήμη. Μετά τή χρονική στιγμή t =0 δημιουργήθηκαν τά πρῶτα ἠλεκτρόνια καί πρωτόνια. Ἔτσι ἀρχίζει ἡ ἱστορία τοῦ σύμπαντος, τό ὁποῖο ἄν καί ἀπό ἐκείνη τή στιγμή διαρκῶς αὐξάνεται (σάν μία διαρκῶς αὐξανόμενη χιονοστιβάδα), ξεκίνησε ἀπό τήν ἀπόλυτη ἠρεμία τοῦ κβαντικοῦ κενοῦ. Ἀργότερα, μέσα σέ αὐτό τό ὀνομαζόμενο «πληθωριστικό σύμπαν», διάφορες πυρηνικές ἀντιδράσεις, πού ὑπακοῦν στούς ἴδιους φυσικούς νόμους πού καθορίστηκαν ἀπό τήν ἀρχή, θά δημιουργήσουν τά χημικά στοιχεῖα τοῦ περιοδικοῦ πίνακα (δηλ. τά ἄτομα), τά ὁποῖα ἀποτελοῦν τά βασικά στοιχεῖα τῆς μακροσκοπικῆς ὕλης. Ἡ μή-ὕπαρξη μέσα στό κβαντικό κενό, πρίν ἀπό τή χρονική στιγμή t = 0, οὔτε ἑνός ὑλικοῦ σωματιδίου, καί κατά συνέπεια οἱουδήποτε ὑλικοῦ σώματος, καθώς ἐπίσης καί ἡ μή-ὕπαρξη τοῦ τεράστιου χώρου μέσα στόν ὁποῖο ὑπάρχουμε συνάδουν ἀπόλυτα μέ τήν ἐπίκληση τοῦ Θεοῦ σέ κάθε θεία Λειτουργία (ἐδῶ καί πολλούς αἰῶνες): «... ὁ ἐκ τοῦ μὴ ὄντος εἰς τὸ εἶναι παραγαγὼν τὰ σύμπαντα...».
 Γιά ὅποιον πιστεύει σέ Θεό Δημιουργό κατά τρόπο ἀποφατικό, τό πεδίο Χίγκς καί ἡ Μεγάλη Ἔκρηξη δέν εἶναι χρήσιμα. Ὅποιος ὅμως ἀμφιβάλλει καί, σάν τόν ἀπόστολο Θωμᾶ, γιά νά πιστέψει θέλει νά «δεῖ» τούς «τύπους τῶν ἥλων» γιά τή θεϊκή δημιουργία, ἔχει σήμερα αὐτή τή δυνατότητα. Τό πεδίο τοῦ Χίγκς καί τά πειραματικά ἀποτελέσματα τοῦ CERN ἀποτελοῦν τά ἀποτυπώματα ὑπάρξεως ἑνός ἰθύνοντος νοός καί τῆς βουλήσεώς του νά δημιουργήσει ἐκ τοῦ μή ὄντος ἕναν κτιστό κόσμο μέ μάζα, καί κατά συνέπεια μέ δομή καί ὀργάνωση.

Παντ. Καραφίλογλου
Ἀν. Καθ. Κβαντικῆς Χημείας Α.Π.Θ.

 

Σάββατο, 19 Ιούλιος 2014 03:00

Γιά σένα προσωπικά...

roloiΤό ρολόι χτυπᾶ. Τί ὥρα εἶναι; Γιά τούς ἄλλους δέν ξέρω, ξέρω μόνον γιά σένα. Γιά σένα εἶναι ἡ ὥρα νά καταλάβεις. Τί ἔκανες, τί κάνεις, πῶς προχωρᾶς. Πῶς καταλαβαίνει κανείς; Μόνος του. Οἱ ἄλλοι εἶναι ἀπόντες. Μόνος του αὐτός κι ὁ ἑαυτός του. Νά ᾿ρθεῖ εἰς ἑαυτόν, νά συναντήσει τόν ἑαυτό του. Συνάντηση ἀνεπιθύμητη, δύσκολη καί πολλές φορές ἀκατόρθωτη. Γιατί ἡ εἰκόνα τοῦ ἑαυτοῦ μας πού δημιουργοῦμε μέ αὐταρέσκεια καί συντηροῦμε μέ μανία δέν ὑπάρχει. Καί τό ξέρουμε. Δέν θέλουμε ὅμως νά τό ξέρουμε οὔτε ἐμεῖς οὔτε οἱ ἄλλοι.
 Ὁ ἄνθρωπος γλιστρᾶ εὔκολα στήν πονηρία, τοῦ εἶναι γνώριμος χῶρος. Μπορεῖ νά ξεγελάσει τούς πάντες γύρω του. Ἀκόμη καί στήν ὥρα τῆς ἐξομολογήσεως. Τό φοβερό εἶναι ὅτι ξεγελάει καί τόν ἴδιο τόν ἑαυτό του. Καί τό ἀκόμη φοβερότερο, ὅτι πασχίζει νά ξεγελάσει τόν Θεό. Πιασμένοι, λοιπόν, σ᾿ ἕνα τέτοιο δίχτυ πῶς μποροῦμε νά καταλάβουμε; Ξεκινώντας ἀπ᾿ τό σημεῖο μηδέν: βάζοντας τόν ἑαυτό μας κάτω ἀπό μία μόνο ὀπτική γωνία. Τίς ἐντολές τοῦ Θεοῦ. Αὐτές εἶναι τό μόνο ἀσφαλές κριτήριο κι ἡ ζυγαριά ἀκριβείας. Ὅλα τ᾿ ἄλλα μᾶς ξαναμπάζουν σέ θολά κι ὀμιχλώδη τοπία.
 Οἱ ἐντολές τοῦ Θεοῦ καί ᾿μεῖς ἀπέναντι ἀπογυμνωμένοι χωρίς προκατασκευασμένα εἴδωλα γιά τόν ἑαυτό μας, χωρίς στερεότυπα, χωρίς προφάσεις, χωρίς προθέσεις, χωρίς πείσματα, χωρίς ἐμμονές, χωρίς προσωπεῖα, χωρίς βολικές ἐξηγήσεις, χωρίς ἐγωκεντρικές ἀπαντήσεις, χωρίς ἀποποίηση τῶν εὐθυνῶν, χωρίς μετακύλιση τῶν ἐνοχῶν. Ἀπέναντι στίς ἐντολές πού πολλές φορές μᾶς φαίνονται ξερές, ὀχληρές, ἁπλοϊκές ἤ ἀκατανόητες. Τίς ἐντολές τίς εὔκολες πού ᾿ναι παιχνιδάκια γιά μᾶς - ἐγώ ψέματα δέν λέω ποτέ ἀπό φυσικοῦ μου, ἀλλά πόσες ἀναρίθμητες παραποιήσεις τῆς ἀλήθειας κάνω καθημερινά μέσα μου κι ἔξω. Ἤ τίς ἐντολές τίς δύσκολες πού μᾶς φαίνονται εὔκολες, γιατί δέν τίς ἀγγίξαμε κἄν - ὅπως, ἄς ποῦμε, τό νά συμπάσχουμε καί νά συγχαίρουμε ἀληθινά. Γιατί τό συμπάσχειν μπορεῖ νά μήν εἶναι γιά μᾶς παρά κρυμμένη χαιρεκακία καί τό συγχαίρειν φτιασιδωμένη ζηλοτυπία.
 Ὁ πάταγος πού ἀκούγεται εἶναι τρομερός. Τό οἰκοδόμημα τοῦ ἑαυτοῦ μας καταρρέει. Κι ἡ ἐξήγηση εἶναι ἁπλή. Στή ζωή μας δέν βαδίζαμε μέ βάση τίς ἐντολές, βαδίζαμε μέ βάση τίς ἀπόψεις μας.
Τό ρολόι χτυπᾶ. Πιᾶσε αὐτόν τό χτύπο, εἶναι γιά σένα. Εἶναι ὁ καιρός ὁ εὐπρόσδεκτος, ἡ ὥρα τῆς συναίσθησης, ἡ ἡμέρα τῆς σωτηρίας. Αὔριο ἴσως γιά σένα χρόνος «οὐκέτι ἔσται». Τό ρολόι σταμάτησε.

Ζωή Γούλα
Φιλόλογος