Super User

Super User

Πέμπτη, 30 Απρίλιος 2015 03:00

Θυσία Ἄβελ

xeirotoniaΚατάμεστη ἡ ἐκκλησιά, μελιά ἀπ᾿ τίς ἀντιφεγγιές τοῦ πολυέλαιου, πού λάξευαν μέ σμίλες τοῦ φωτός τό τέμπλο της· ἐκεῖ στήν πύλη τοῦ ἱεροῦ μέ τό κεφάλι του γερμένο ταπεινά στή γῆ καί μέ τούς κόμπους τῶν δακρύων νά γλιστροῦν ἀπάνω στό συγκινημένο πρόσωπο στεκότανε ὁ ὑποψήφιος ἱερέας τοῦ Θεοῦ. Πιό πέρα οἱ γονεῖς του τόν κοιτοῦσαν μέ συγκίνηση. Ἄκουγαν τόν ἀρχιερέα, πού συμβούλευε σάν ἄλλος Παῦλος τό καινούργιο του παιδί: «Ἄφησες τήν ἐγκόσμια ἰατρική, γιά νά ἰατρεύεις τώρα τίς ψυχές...».
 Ἕνα μουρμουρητό -ἔκπληξη μαζί καί θαυμασμός- σύρθηκε στό ἐκκλησίασμα στό μέρος πού στεκόμουνα:
 - Τί λές! Εἶναι γιατρός;
 - Ναί, δέν τό ἤξερες; Καί τί γιατρός μάλιστα! Μέ «ἄριστα» τελείωσε!
 - Σώπα! Καί γίνεται παπάς! Κοίτα νά δεῖς!
 - Δές τούς γονεῖς του, πῶς κοιτοῦν· τή μάνα του. Ἄλλοι δέ θά ᾿θελαν. Θά ἔλεγαν: «χαράμι τό παιδί»...
 Σταμάτησα στά τελευταῖα σχόλια, καθρέφτης ἑνός κόσμου πού ὑποτιμᾶ τόν ἱερέα τοῦ Θεοῦ μέσα στήν ἀπνευμάτιστη ἱεράρχηση ἀξιῶν πού συνηθίσαμε.
 Κοίταξα τίς τοιχογραφίες στήν ἀπέναντι γωνία τοῦ ναοῦ: «Ὁ ἅγιος ἱερομάρτυς Ἐλευθέριος μετά τῆς μητρός αὐτοῦ Ἀνθίας».
 Ὁ ἱερέας τοῦ Θεοῦ, ὁ λειτουργός, μέ ἡμαγμένο στό μαρτύριο τό ἄμφιο-ρανίδες στάζουσες, γιά νά ποτίσουνε τήν Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ... Σήκωνε ἡ Ἀνθία τά εὐλογημένα χέρια της, θαρρεῖς νά προσκομίσει τό παιδί της στό θυσιαστήριο...
 Ὁ λειτουργός, τό ζωντανό μας πρόσφορο· τίμιος καρπός ἀπό τήν ἄμπελο τοῦ ἱεροῦ πληρώματος τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ, αὐτήν πού φύτεψε ἡ ματωμένη δεξιά τοῦ αἰώνιου Φυτουργοῦ· ἄμπελος εὐθυνοῦσα καί πολύκαρπος, πού στίς παραφυάδες της βλαστήσανε Πολύκαρποι καί Ἐλευθέριοι· πού στά κλαδιά της ἀναθάλησαν Βασίλειοι καί Γρηγόριοι καί Χρυσόστομοι, μέ τετριμμένο τό ἀρχιερατικό τους ἄμφιο στήν ἅγια ἔνδεια τῆς κλήσης τους, μέ τήν ἐγκόσμια σοφία ξοδεμένη γιά τή δόξα τοῦ Θεοῦ καί τό κορμί κακουχημένο στόν ἀγώνα νά ὀρθοτομήσουνε τό λόγο τῆς ἀλήθειας Του· βλαστοί μιᾶς Νόννας, μιᾶς Ἀνθούσας, μιᾶς Ἐμμέλειας...
 Ὁ λειτουργός μας, ἀκροθίνιο· δικό μας βλάστημα, θυσία ἀπαρχῆς πού ξεδιαλέγουμε ἀπ᾿ τούς καρπούς πού μᾶς ἐχάρισε ὁ Θεός, ἀπ᾿ τά παιδιά πού μεγαλώνουμε στά χέρια μας.
Θυμήθηκα τά πρῶτα ἀδέλφια αὐτῆς τῆς γῆς, τόν Κάιν καί τόν Ἄβελ, πού ζυγίστηκαν αἰώνια στά δῶρα τῆς θυσίας τους, ἔτσι ὅπως ζυγιζόμαστε καί μεῖς, σάν προσκομίζουμε στό βῆμα Του τόν ἱερέα τοῦ Θεοῦ...
 Σφετεριζόμαστε μέσα στή ματαιόδοξη μωρία μας ὅ,τι ἐκλεκτό κι ἀνθρώπινα πολύτιμο. Εἴπαμε τήν ἱεροσύνη «εὔκολη βολή», χαρίσαμε συχνά τά περισσεύματα τοῦ Κάιν στό θυσιαστήριο, κάποτε γιά νά εἰσπράξουμε τό ὀδυνώμενο παράπονο τοῦ Ἐσταυρωμένου μας Θεοῦ: «Ποιμένες πολλοί ἐμόλυναν τόν ἀμπελῶνα μου», ψυχές πού σκανδαλίζονται, ἀδύναμες ψυχές ἐφήβων καί παιδιῶν, λελυτρωμένες μέ τό αἷμα μου...
 Καί μεῖς κάνουμε τοῦτο τό παράπονο ἐπιπόλαια βολή στήν Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ, ξεχνώντας πώς ὁ λειτουργός εἶναι κομμάτι ἀπ᾿ τό δικό μας φύραμα, εἶναι ἡ λειτουργιά πού ἐμεῖς ἀφήνουμε πάνω στήν Ἅγια Τράπεζα.
 Γινόταν τό Μυστήριο· γονατιστή ἡ Ἐκκλησία ἱκέτευε τήν εὐσπλαγχνία τοῦ Θεοῦ μέσα στά «Κύριε ἐλέησον»...
 Γονατισμένη προσευχόμουν στόν Παράκλητο, πού ἐνέδυε τά ἄμφια στόν νέο ἱερουργό: νά μᾶς χαρίσει ἕνα δάκρυ, νερό γιά νά ποτίσουμε τή μυστική Του ἄμπελο· δάκρυ ἀγάπης καί μετάνοιας, ζέση γιά νά ζυμώσουμε τό ζωντανό μας πρόσφορο, τόν ἱερέα τοῦ Θεοῦ, μέ πόθο, μέ λαχτάρα, μέ ἐπίγνωση... Νά μᾶς χαρίσει Νόννες καί Ἀνθίες καί Ἐμμέλειες, ψυχές ἐνδεδυμένες τ᾿ ἄμφια τῆς καρδιακῆς λατρείας τους, ἐγκολπωμένες τό μυστήριο τῆς γενικῆς ἱεροσύνης πού ὅλοι μοιραζόμαστε, μέτοχοι στόν Ἀρχιερέα μας Χριστό, γιά νά «χειροτονήσουμε» στά πατρικά καί μητρικά μας γόνατα, στά γόνατα μιᾶς ζώσας προσευχῆς γιά τή Μητέρα - Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ, κάποιους μελλούμενους Βασίλειους καί Χρυσόστομους καί Ἐλευθέριους· τούς λειτουργούς πού θά ὁδοιποροῦνε μυστικά συνέκδημοι στά χνάρια μιᾶς καινούργιας Κουκουσοῦ, σέ περιπέτειες ἀγάπης καί ταπείνωσης· δῶρο γιά τίς ψυχές πού περιμένουνε...
 Γιατί πίσω ἀπ᾿ τά σκάνδαλα, τίς ἐπιπόλαιες βολές, τά σχόλια, εἶναι ἕνας κόσμος πού μετράει τίς πληγές μέσα στα πολυτελῆ του ἐνδιαιτήματα: Παιδιά πού ξεστρατίσανε, ψυχές πού φθάνουν τσακισμένες στά ἐξομολογητήρια... Μετράει τίς πληγές του περιμένοντας τήν Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ ν᾿ ἁπλώσει χέρι ἰαματικό στή χρεία του τόν ἱερέα της· τόν ἱερέα της, γιά νά σφουγγίσει μέ τό ράσο του τά δάκρυα· τόν ἱερέα της, γιά νά προσφέρει λόγο στηριγμοῦ καί παρακλήσεως· τόν ἱερέα της γιά νά σαρκώσει ἐλεήμονα τήν ἔγνοια τοῦ Θεοῦ μας γιά τόν κόσμο Του, γιά νά ταπεινωθεῖ, νά ἀφανίσει τό «ἐγώ» πίσω ἀπ᾿ τό ράσο του, γιά νά σηκώσει στούς γερμένους ὤμους του τό ποίμνιο-σταυρό, κρυμμένος ἀχθοφόρος τῆς ὀδύνης μας...
 Εἶναι οἱ λειτουργοί πού χρειαζόμαστε· ἐκεῖνοι πού παραπονιόμαστε πώς λιγοστέψανε κι ἐκεῖνοι πού ὀφείλουμε νά πολλαπλασιάσουμε στόν κόσμο μας. Ὅλοι ἐμεῖς πού ἀγαπήσαμε τήν Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ, πού τό Μυστήριό της μᾶς ἀνάστησε, ἄς νιώσουμε τό χρέος μας· νά προσκομίσουμε ὅ,τι πιό ἐκλεκτό, τούς πιό πανάκριβους βλαστούς μας γιά νά ἐνδυθοῦν τά ἄμφια· θυσία ζῶσα, ἐκλεκτή, εὐωδιάζουσα ἀγάπη κι ἀφοσίωση, θυσία Ἄβελ στόν Θεό...
Ζηναΐδα

 

 

Παρασκευή, 01 Αύγουστος 2014 03:00

Γιατί;

 deilinoΓλυκό χειμωνιάτικο δειλινό κι ὁ ἥλιος κόκκινος σβήνει στόν ὁρίζοντα. Ὅλα τά μάτια βυθισμένα σ’ αὐτή τή φωτιά, σ’ αὐτή τήν ὀμορφιά πού καίει τά σύννεφα. Δυό μάτια μόνο δέν βλέπουν ἐκεῖ -ἥλιοι σβησμένοι, μάτια νεκρά. Ὁ τυφλός νεαρός κάθεται δίπλα μου στό λεωφορεῖο πού ταξιδεύει. Μοῦ θυμίζει ἔρημο στό χειμώνα πουλί. Μολυβένιο σύννεφο ἡ μορφή του. Στήν ἔκφρασή του ἁπλωμένο ἀμείλικτο «γιατί» σέ μαστιγώνει. Ἔνιωσα ἔνοχος. Ἔκλεισα τά μάτια μου νά μή βλέπω τόν κόκκινο ἥλιο. Ἤ θέλω νά βρῶ κάτι πιό ὄμορφο ἀπό κείνη τήν ὀμορφιά πού ὁ νεαρός στεροῦνταν -ἀπάντηση στό «γιατί» πού εἶχε μπεῖ πιά μέσα μου. Ἔκλεισα τά μάτια μου… κι ἄρχισα νά προσεύχομαι.
 «Γιατί;». Σκοτεινό, βαρύ, πιεστικό ὑψώνεται μέσα μας κάθε φορά πού ἀγγίζουμε τόν πόνο. Τῶν ἄλλων ἤ τόν δικό μας. Τόν σωματικό ἤ τόν ψυχικό. Τόν πόνο τόν μεγάλο ἤ τόν μικρό· τήν ἀναπηρία, τήν ἀρρώστια, τό πένθος. Τήν πεῖνα, τή σκλαβιά, τή μοναξιά. Τήν προδοσία, τόν διωγμό. Ἀλλά καί τίς ἀποτυχίες, τήν ἀνικανοποίηση, τή διάψευση. Ὅλα αὐτά πού περιμέναμε καί δέν ἦρθαν. Ὅλα ἐκεῖνα πού δέν θέλαμε κι ἦρθαν στή ζωή μας.
 Κάθε ἄνθρωπος καί μιά ἱστορία. Προσωπική ἱστορία φτιαγμένη ἀπό μᾶς κι ἀπό τόν Θεό. Ἀπ’ τήν εὐθύνη μας κι ἀπ’ τή βούλησή του. Ἀπ’ τίς πράξεις μας κι ἀπ’ τό θέλημά του. Κάθε ἱστορία καί μιά πληγή μεγάλη ἤ μικρή. Εἶναι κάποιες τέτοιες ἱστορίες τόσο πικρές πού σέ κάνουν νά πεῖς «γιατί;». Κι ἄλλες τόσο θολές, μπερδεμένες, πού σέ κάνουν νά τίς βρεῖς παράλογες. Ἄν τότε δεῖς τή ζωή μέ τή λογική, ἀστόχησες. Θά σοῦ φανεῖ σχεδία ταλαντευόμενη στό χάος. Καί μακριά στόν ὁρίζοντα ἕνα τίποτα. Πίστη. Τότε χρειάζεται πίστη. Κι ἡ ἀκυβέρνητη σχεδία τῆς ζωῆς σου θά γίνει σοφό σχέδιο κατευθυνόμενο ἀπ’ τόν Θεό στήν ἑτοίμη σωτηρία. Καί μακριά στόν ὁρίζοντα ἕνας Σταυρός.
 Εἶν’ ὁ Σταυρός μόνο πού μπορεῖ νά σέ βαστάζει στόν πόνο νά μή ζήσεις τήν ἐγκατάλειψη. Ἄν πονᾶμε σήμερα ἐμεῖς, πόνεσε πρίν ἀπό μᾶς ὁ Θεός. Πονᾶμε γιά νά συντροφέψουμε τόν πόνο του. Πονᾶμε γιατί ὁ Θεός εἶναι ἀγάπη καί μέ τόν πόνο μας εἶναι πιό κοντά μας. Μᾶς ἀγαπάει πολύ. Μᾶς ἀγάπησε πρῶτος καί μᾶς ἀγάπησε «εἰς τέλος». Πόνεσε πρῶτος καί πόνεσε «μέχρι θανάτου, θανάτου δέ σταυροῦ». Ἄν πονᾶμε σήμερα, δέν θά πονᾶμε γιά πάντα. Αὔριο θά Τόν συντροφεύουμε στήν Ἀνάσταση.
 Ἀπ’ τή μιά ἱστορίες πικρές. Κι ἀπ’ τήν ἄλλη θολές, ἀνεξήγητες, σκοτεινές. Γιά τή λογική μας παράλογες. Τότε μᾶς χρειάζεται πίστη γιά νά δοῦμε πώς ὁ Θεός δέν εἶναι παράλογος. Παράδοξος, ναί. Ξεπερνάει τή λογική μας. Ὁ Θεός ἐργάζεται σωτηρία καί γι’ αὐτό μακρόπνοα, μυστικά, αἰνιγματικά κι ἀνεξιχνίαστα. Σοφά. Ποιός φανταζόταν πώς γιά χρόνους ἑφτά δέν ἔβγαζε στάχυα ἡ γῆ γιά τή δόξα τοῦ Ἰωσήφ; Μέσα ἀπ’ τά ἀνερμήνευτα τῆς ζωῆς μας ὁ Θεός ἑτοιμάζει πάντα τό καλύτερο.
 …Πέρα ἀπ’ τόν κόκκινο ἥλιο ὑπάρχει μιά πατρίδα οὐράνια, αἰώνια, ὡραία, ὅπου «οἱ δίκαιοι ἐκλάμψουσιν ὡς ὁ ἥλιος». Ὑπάρχει Αὐτός πού, ὅταν φανέρωσε ποιός εἶναι, «ἔλαμψε τό πρόσωπον αὐτοῦ ὡς ὁ ἥλιος» κι οἱ μαθητές ἔπεσαν μέ τό πρόσωπο στή γῆ, γιατί δέν ἄντεχαν νά βλέπουν. Νά μπορούσαμε γιά τή δική Του ἀγάπη νά ψελλίζουμε μέσα στόν πόνο «δόξα τῷ Θεῷ πάντων ἕνεκεν»! Νά μπορούσαμε γι’ αὐτά πού μᾶς ἑτοίμασε ν’ ἀναφωνοῦμε στά ἀνερμήνευτα τῆς ζωῆς μας: «Ὦ βάθος πλούτου καί σοφίας καί γνώσεως Θεοῦ! Ὡς ἀνεξερεύνητα τά κρίματα αὐτοῦ καί ἀνεξιχνίαστοι αἱ ὁδοί αὐτοῦ».

Ζωή Γούλα
Φιλόλογος
Παρασκευή, 08 Αύγουστος 2014 03:00

Εἶχα ἕναν φονιά μέσα μου

embrio «Ἔκανα ἀπό 48.000 ἕως 62.000 ἐκτρώσεις!!!», ἀκούγεται στό διαδίκτυο ἡ σπαραξικάρδια οἰμωγή τοῦ Στογιάν Ἀδάσεβιτς, γνωστοῦ χειρούργου - γυναικολόγου στή Σερβία, σέ συνέντευξή του στό περιοδικό τῆς Σερβικῆς Ἐκκλησίας «Ὀρθοδοξία». Ἡ συνέντευξη εἶναι ἡ περίληψη τοῦ βιβλίου πού τελευταῖα ἐξέδωσε ὁ γιατρός Ἀδάσεβιτς στά σερβικά, μέ τίτλο «Ἡ ἁγιότης τῆς ζωῆς». Μεταφέρουμε κάποια σημεῖα ἀπό τή συνέντευξή του, ὅπως δημοσιεύεται στό forum «Ἀρχονταρίκι»:
«Εἶμαι γιατρός, γνωρίζω τίς πράξεις μου, καί εἶμαι ἔνοχος γιά ὅλες τίς φρικαλεότητες πού διέπραξα ἐργαζόμενος ὡς γυναικολόγος. Εἶμαι ὅμως ὑποχρεωμένος νά μαρτυρήσω, νά ἀφυπνίσω, νά προειδοποιήσω τόν κόσμο ὅτι ἡ διακοπή τῆς ἐγκυμοσύνης εἶναι στήν πραγματικότητα φόνος ἑνός ἀνυπεράσπιστου παιδιοῦ...
Τότε δέν γνώριζα ὅτι διέπραττα φόνους, τώρα ὅμως ὑποστηρίζω καί γνωρίζω ὅτι ἡ ἁμαρτία μου ἀπέναντι τοῦ Θεοῦ εἶναι πολύ μεγάλη. Στό Πανεπιστήμιο μᾶς ἔλεγαν ὅτι τό παιδί θεωρεῖται ζωντανό μόλις γεννηθεῖ, μέ τό πρῶτο κλάμα. Πρίν τό πρῶτο κλάμα στήν οὐσία δέν εἶναι τίποτα, ἀλλά εἶναι ὅπως ἕνα ἐσωτερικό ὄργανο τῆς γυναίκας, ὅπως τό νεφρό, ἡ σκωληκοειδής ἀπόφυση ἤ ὅπως ἕνα δόντι. Αὐτά μᾶς δίδασκαν...
Ἔκανα ἀπό 48.000 ἕως 62.000 ἐκτρώσεις!!! Αὐτό εἶναι σάν νά ἔχω ἐξαφανίσει μία ὁλόκληρη πολιτεία... Τό Βελιγράδι ἔχει πολλά Νοσοκομεῖα ἀλλά καί ἰδιωτικές κλινικές, ὅπου γίνονται καθημερινά ἑκατοντάδες ἐκτρώσεις.
Στά τέλη τῆς δεκαετίας τοῦ ᾿80 ἐμφανίστηκε τό ὑπερηχογράφημα καί μέ τή διαγνωστική του δυνατότητα μοῦ δημιούργησε πολλές ἐκπλήξεις. Εἶδα ζωντανό πιά τό ἔμβρυο, ἄκουγα τούς κτύπους τῆς καρδιᾶς του, ἔβλεπα τίς κινήσεις του, τό στόμα του, καθώς τό ἀνοιγόκλεινε...
Στά μεγαλύτερα ἔμβρυα παρατηροῦσα ἀκόμη τό πιπίλισμα τῶν δακτύλων τους, μία συνήθεια πού ἔχουν καί τά παιδιά, ὅταν εἶναι ἤδη γεννημένα. Ἔβλεπα ἀκόμη ὅτι τό ἔμβρυο σκεπτόταν καί καταλάβαινε, μιά καί ἀντιδροῦσε ἐνεργά στούς βαθεῖς καί διαπεραστικούς ἤχους, ἐπιταχύνοντας τίς κινήσεις του... Καί ὕστερα ἀπό 4-5 λεπτά, ὅσο διαρκεῖ ἡ λεγόμενη διακοπή κυήσεως, τό ἔμβρυο αὐτό τό ἔβλεπα τεμαχισμένο, κομματιασμένο στά νυστέρια, ἀνάμεσα στά ἐργαλεῖα, πεταμένο στό τραπέζι...
Πρός θλίψη καί δυστυχία μου, τό 1988 ἔκανα μία ἄμβλωση σέ μία προχωρημένη ἐγκυμοσύνη τῶν 4,5 μηνῶν. Κατά τή διάρκεια τῆς ἐπέμβασης, πού ὅταν τή θυμᾶμαι μοῦ φέρνει πάντοτε ταραχή, μέ φρίκη κατάλαβα ὅτι εἶχα ἕναν φονιά μέσα μου. Μία ἐγχείρηση, πού ἦταν πάντοτε γιά μένα πράξη ρουτίνας, μοῦ ἔγινε τελικά ἕνας πραγματικός ἐφιάλτης...
Μέ τήν πρώτη κίνηση τῆς λαβίδας συνθλίψεως ἔβγαλα τό χεράκι καί τό πέταξα ματωμένο πάνω στό τραπέζι τῶν ἐργαλείων... Καί ξαφνικά παρατήρησα ὅτι τό νεῦρο τοῦ χεριοῦ πού κρεμόταν, καθώς ἀκούμπησε στό βαμβάκι μέ τό ἰώδιο πάνω στό τραπέζι, ἐρεθίστηκε ἀπό τήν ὀξύτητα τοῦ ἰωδίου κι ἄρχισε ἔντονα τό μικρούλικο χεράκι νά συσπᾶται... Μέ τήν ἑπόμενη κίνηση ἔβγαλα καί τό ποδαράκι. Συνέβη πάλι τό ἴδιο. Τώρα ἔτρεμε καί ταρακουνιόταν τό πόδι. Τέτοιο πράγμα δέν μοῦ εἶχε ποτέ ξαναγίνει. Ὕστερα μέ τήν ἁρπάγη τῆς λαβίδας ἔπιασα τήν καρδιά τοῦ μωροῦ, ἡ ὁποία κτυποῦσε ἀκόμη. Ἔβλεπα τίς συσπάσεις της, ὁλοένα πιό ἀργά μέχρι πού στό τέλος σταμάτησε... Τότε συνειδητοποίησα ὅτι εἶχα διαπράξει φόνο, ὅτι εἶχα θανατώσει ἕναν ζωντανό ἄνθρωπο!
Ἡ γυναίκα παρουσίασε ἀκατάσχετη αἱμορραγία, κινδύνευε πιά ἡ ζωή της... Προσευχήθηκα στόν Θεό καί τοῦ εἶπα: “Κύριε, βοήθησέ με νά σώσω αὐτή τή γυναίκα καί τιμώρησε ἐμένα!”.
Ἀπό τότε ποτέ μου δέν ξανάκανα ἔκτρωση. Καί ἔτυχε ἡ νέα μου γνώση νά συμπίπτει μέ τή θέση τῆς Ἐκκλησίας, ὅτι τό ἔμβρυο εἶναι ζωντανό ἀνθρώπινο πλάσμα ἀπό τήν πρώτη στιγμή γονιμοποίησης τοῦ ὠαρίου.
Ἡ ἐνδομήτριος παιδοκτονία εἶναι πολύ μεγαλύτερη καί βαρύτερη ἁμαρτία ἀπό ἕναν ἁπλό φόνο, ἀπέναντι ἑνός ἀδύναμου παιδιοῦ πού δέν μᾶς φταίει σέ τίποτα.
Λέγονται πολλά γιά τά ὑπολείμματα τῶν ἐκτρώσεων, τί τά κάνουν καί ποῦ χρησιμοποιοῦνται. Ὁ κόσμος δέν ξέρει, καί σπανίως διερωτᾶται τί τά κάνουν τά Νοσοκομεῖα. Ἐδῶ στή Σερβία κανείς δέν λέει τίποτε. Ἡ φαρμακευτική ἐμπορική βιομηχανία -πού συνήθως τά χρησιμοποιεῖ γιά γυναικεῖα καλλυντικά προσώπου- δέν ἔχει τήν κατάλληλη ὑποδομή χρήσεως. Ἐμεῖς στά Νοσοκομεῖα ἐδῶ τά βάζουμε σέ μαύρους σάκκους, μαζί μέ τά ἀπόβλητα χειρουργικῶν ἐπεμβάσεων, καί τά πᾶμε γιά ἀποτέφρωση».

Σάββατο, 19 Ιούλιος 2014 03:00

Μέ τό "Φῶς ἱλαρόν"

fos-ilaron Ὁ ἥλιος ἀποχαιρετοῦσε τή μικρή μας πόλη· ὥρα Ἑσπερινοῦ! Ὁδηγήσαμε τά βήματά μας ἀπό τίς διάφορες γειτονιές στό μητροπολιτικό ναό. Ψάλαμε τό «Φῶς ἱλαρόν» μέσα στό ἁπαλό φῶς τῶν καντηλιῶν ἀντικρύζοντας τή φωτεινή μορφή Ἐκείνου πού εἶπε: «Ἐγώ εἰμι τό φῶς τοῦ κόσμου». Καί ξεκινήσαμε γιά μιά ἐπίσκεψη στό νοσοκομεῖο καί τό γηροκομεῖο τῆς πόλης μας.
 Στό νοσοκομεῖο ἀφοῦ ψάλαμε μερικούς ὕμνους στό διάδρομο, μπήκαμε στούς θαλάμους νά δώσουμε τό χριστιανικό μας περιοδικό, μία εἰκόνα, ἕνα ἀδελφικό χαμόγελο καί μία θερμή εὐχή: «Περαστικά σας!».
 Ἦταν παραμονές τῆς γιορτῆς τοῦ «ΟΧΙ» καί μοιράζαμε τήν εἰκόνα τῆς Ἁγίας Σκέπης. Συγκινήθηκα, ὅταν μία ἡλικιωμένη κυρία ἀνασηκώθηκε, πῆρε τήν εἰκόνα, τήν ἔσφιξε στήν ἀγκαλιά της καί εἶπε: «Μήπως τήν ἔχετε σέ ξύλο, νά τήν κρατήσω νά μή μοῦ χαλάσει;».
 Αὐτό τό ἀγκάλιασμα τῆς εἰκόνας αὐθόρμητα μοῦ ἔφερε στό νοῦ τίς Ἑλληνίδες τοῦ ᾿40. Ἐκεῖνες πού τήν ἐλπίδα τους τή στήριζαν στήν Σκέπη τῆς Παναγίας· σφιχταγκάλιαζαν τήν εἰκόνα της κι ἔκαναν τήν πιό δυνατή προσευχή γιά τά παιδιά τους στό μέτωπο.
 - Τί ἔχετε; Εἶστε μέρες ἐδῶ; τή ρώτησα.
 -Μέ δάγκωσε ἕνα φίδι καθώς συμμάζευα τόν κῆπο. Μόλις πού μέ πρόλαβαν. Λίγο ἀκόμα ἄν ἀργοῦσα, δέν θά ζοῦσα τώρα. Ἡ χάρη τῆς Παναγιᾶς μέ φύλαξε...
 Στό διάδρομο, στήν πόρτα τοῦ διπλανοῦ θαλάμου μᾶς περίμενε ἕνα ζευγάρι.
 -Ἄν σᾶς χειροκροτήσουμε, θά παρεξηγηθοῦμε; Πρίν δώσουμε ἀπάντηση ἄρχισαν αὐθόρμητα νά χειροκροτοῦν. Ἦταν ἀπό ἄλλη πόλη. Μέρα Κυριακή, μόνοι, ἀνάμεσα σέ ἀγνώστους. Ἡ γυναίκα καθηλωμένη σέ μία ἀναπηρική καρέκλα...
 -Μπορεῖτε νά μᾶς πεῖτε τό «Φῶς ἱλαρόν»;
 Ἀπό τό διάδρομο τοῦ Νοσοκομείου ξεχύθηκε ἡ ψαλμωδία σέ ὅλους τούς θαλάμους. Κι ἄλλες φωνές ἑνώθηκαν μέ τίς δικές μας.
 Πρίν λίγο στό ναό νιώσαμε τό ἱλαρό γλυκό φῶς νά πληρώνει τίς καρδιές μας. Τώρα, στό ναό τοῦ πόνου ἱκετεύσαμε τό φῶς τό ἀληθινό, τόν Κύριό μας, νά θερμάνει τίς πονεμένες καρδιές τῶν ἀσθενῶν καί νά φωτίσει ὅλους μας.
 Συνεχίσαμε τήν πορεία ἀγάπης μέ μία ἐπίσκεψη καί στό γηροκομεῖο, ὅπου φιλοξενοῦνται ὀγδόντα ἄνθρωποι. Σκορπίσαμε τά τραγούδια μας σέ ὅλους τούς ὀρόφους. Ἀνοίξαμε τίς πόρτες καί ἀντικρύσαμε τόν πόνο καί τή μοναξιά ζωγραφισμένη ἔντονα σέ κάποια πρόσωπα· τούς χαρίσαμε ἕνα μικρό δωράκι. Κάποια χαμόγελα ζωγραφίστηκαν, καί στό τέλος τοῦ διαδρόμου πάλι μία ἔκπληξη: Καθώς πλησιάζαμε ἄνοιξε ἡ πόρτα τοῦ τελευταίου δωματίου, καί ἐμφανίστηκε μία γιαγιά πού συνόδευε τήν τυφλή συγκάτοικό της. Ἔβγαλε μία καρέκλα καί τήν ἔβαλε νά καθίσει στό διάδρομο. Ἀρχίσαμε συγκινημένες νά ψέλνουμε γιά μία ἀκόμη φορά τό «Φῶς ἱλαρόν»· μαζί μας καί ἡ τυφλή γιαγιά.
 Τό πρόσωπό της σάν νά φωτίστηκε καί γλύκανε. Μέ τό τέλος τοῦ ὕμνου μᾶς γέμισε εὐχές: «Ὁ Θεός νά σᾶς φυλάει· νά σᾶς δίνει τίς εὐλογίες του· τό φῶς του νά σᾶς δίνει νά πορεύεστε!».
 Κάθε φορά πού ψάλλω τό «Φῶς ἱλαρόν», αὐθόρμητα λέω:. «Κύριε, λοῦσε μας μέσα στό Φῶς σου καί φώτισε τό σκότος τῆς καρδιᾶς μας, γιά νά μποροῦμε νά σέ δοξάζουμε!».

A.A., Kαρπενήσι
Πέμπτη, 22 Νοέμβριος 2018 02:00

Ὁ πλοῦτος τῆς ἐλεημοσύνης

eleimosini Ἡ ἐλεημοσύνη δέν εἶναι γιά τόν πιστό ἕνα ξερό κοινωνικό ἔργο οὔτε ἕνα τυπικό καθῆκον, ἀλλά συνδέεται μέ τό ἔργο τῆς Ἐκκλησίας καί μέ τό θέλημα τοῦ Θεοῦ. Τό εὐαγγέλιο τοῦ Χριστοῦ μας στοχεύει βέβαια νά ἱκανοποιήσει τίς πνευματικές ἀνάγκες τοῦ ἀνθρώπου, ἀλλά δέν ἀδιαφορεῖ καί γιά τίς ὑλικές. Ἀντίθετα, τίς ἐντάσσει μέσα στό σχέδιο τοῦ Θεοῦ καί τίς κατοχυρώνει μέ πνευματικούς λόγους. Μέσα στίς σελίδες τῆς Καινῆς Διαθήκης ἡ ἔμπρακτη ἀγάπη καί εὐσπλαγχνία ντύνονται μέ αἰώνια ἀξία, ζωντανεύουν ἀπό τήν ἴδια τήν ἀνάσα τοῦ Θεοῦ.
 Ἡ ἐλεημοσύνη ὀνομάζεται σπορά (Β΄Κο 9,6) καί περιγράφεται, πράγματι, πολύ παραστατικά ἔτσι ἡ ἔννοιά της. Ὅπως στή σπορά παίρνεις ἐνῶ δίνεις, κερδίζεις ἐνῶ πετᾶς, μαζεύεις ἐνῶ σκορπίζεις, ἔτσι καί στήν ἐλεημοσύνη· σπέρνεις, γιά νά θερίσεις. Κι ὅποιος σπείρει μέ τσιγγουνιά, μέ τσιγγουνιά καί θά θερίσει, ὅποιος ὅμως σπείρει ἁπλόχερα, ἁπλόχερα καί θά θερίσει. Ὁ καρπός τῆς ἐλεημοσύνης ἐπιστρέφεται μέ τό ἴδιο τό χέρι τοῦ Θεοῦ, τό χέρι πού κρατᾶ τά σύμπαντα στήν παλάμη, τό χέρι πού τρυπήθηκε ἀπό τά καρφιά τοῦ σταυροῦ γιά τή σωτηρία μας, τό χέρι πού μᾶς εὐλογεῖ καί μᾶς φυλάσσει. Ὤ, τό ἁπλωμένο χέρι τοῦ Θεοῦ! Πόσο πολύ μᾶς συμφέρει νά θερίζει γιά μᾶς ἄφθονη τή συγκομιδή τῆς ἐλεημοσύνης μας!
 Δέν φθάνει ὅμως νά δώσεις ἀτσιγγούνευτα· χρειάζεται νά ἐλεήσεις μέ τήν καρδιά σου, ἀβίαστα κι ἐλεύθερα, καί μέ ἱλαρότητα, χαρούμενα κι εὐχάριστα. Πιστεύεις ὅτι ὁ Θεός εἶναι δυνατός νά σοῦ ἐξασφαλίσει κάθε ἀνάγκη σου, ὥστε πάντοτε νά ἔχεις τήν εὐχέρεια νά ἀγαθοποιεῖς; Ἅπλωσε τότε τό χέρι σου στόν φτωχό ἀδελφό σου μέ προθυμία καί γενναιοδωρία. Κοίταξε γύρω σου! Ὁ Κύριος «ἐσκόρπισεν, ἔδωκε τοῖς πένησιν· ἡ δικαιοσύνη αὐτοῦ μένει εἰς τόν αἰῶνα!» (Β΄Κο 9,9). Εἶναι αὐτός πού δίνει τά σπέρματα, πού ἑτοιμάζει τό ψωμί, πού πληθαίνει τά ἀγαθά πάνω στή γῆ. Καί θά τά πληθαίνει τόσο περισσότερο, ὅσο περισσότερο ἐμεῖς ἐλεοῦμε.
  Ἀλλά ὁ πλοῦτος πού κερδίζουμε ἐπιτελώντας τήν ἐλεημοσύνη δέν εἶναι μόνο οἱ εὐλογίες τοῦ Θεοῦ, οὔτε ἀκόμη ἡ εὔνοιά του καί ἡ χάρη του. Δέν εἶναι μόνο ὅσα παίρνουμε ὑλικά καί πνευματικά ἀγαθά. Μέ τήν ἐλεημοσύνη γινόμαστε τόσο πλούσιοι, ὥστε νά πλουτίζουμε καί τόν Θεό, νά προσφέρουμε σ’ αὐτόν ἀκριβά καί πλούσια δῶρα. Πῶς; Ὅταν γινόμαστε αἰτία νά τόν εὐχαριστοῦν καί νά τόν δοξολογοῦν οἱ συνάνθρωποί μας, νά τόν ὁμολογοῦν καί νά τοῦ ἀναθέτουν μέ εὐγνωμοσύνη τίς καρδιές τους. Ἕνα δάκρυ εὐχαριστίας ζυγίζει στή ζυγαριά τοῦ Θεοῦ πολύ περισσότερο ἀπ’ ὅλα τά πλούτη καί τά ἀγαθά τοῦ κόσμου, ἀξίζει πολύ περισσότερο ἀπό τούς λαμπροστόλιστους ναούς. Καί μιά πράξη ἐλεημοσύνης, πού προκαλεῖ τέτοια δάκρυα, ἑλκύει πολλή τή θεία χάρη πάνω στόν ἐλεήμονα.
 Ὁ Κύριος μᾶς προτρέπει· «Γίνεσθε οὖν οἰκτίρμονες, καθώς καί ὁ πατήρ ὑμῶν οἰκτίρμων ἐστί» (Λκ 6,36). Ὅπως τά γνήσια παιδιά μοιάζουν μέ τόν πατέρα τους στά χαρακτηριστικά, ἔτσι τά γνήσια παιδιά τοῦ Θεοῦ ὀφείλουν νά μοιάζουν μέ τόν Θεό στήν οἰκτιρμοσύνη, νά ἔχουν σπλάγχνα ἐλέους καί οἰκτιρμῶν γιά ὅλους τούς ἀνθρώπους. Καί αὐτό ἀποτελεῖ τήν καλύτερη ἀποταμίευση τῆς περιουσίας μας, ἀφοῦ τήν καταθέτουμε στά χέρια τοῦ Θεοῦ καί στήν τράπεζα τοῦ οὐρανοῦ, ἀλλά ἀποτελεῖ καί τήν πρακτικότερη δοξολογία μας· δίνοντας ὅλο καί περισσότερο, πλουτίζουμε ὅλο καί περισσότερο καί ὅλο καί περισσότερο πλουτίζει ὁ Θεός σέ εὐχαριστίες.

Στέργιος Σάκκος
«Ἀπολύτρωσις» 37 (1982) 129-130

Σάββατο, 19 Ιούλιος 2014 03:00

Ἡ νέα ἅλωση

kerkoportaἩ ἅλωση τῆς Κωνσταντινούπολης ὑπῆρξε ἡ κατάληξη μίας πορείας παρακμῆς τοῦ ἑλληνισμοῦ. Ἀνάξιοι καί διεφθαρμένοι, πλήν ἐξαιρέσεων, αὐτοκράτορες, αὐλικοί, ἀνώτεροι κληρικοί, ἄνθρωποι τῶν γραμμάτων καί ἄπληστοι γιά πλοῦτο, οἰκονομικά ἰσχυροί συνέθεταν τήν εἰκόνα τῆς ἡγέτιδας ὁμάδας. Τά ἔσοδα σπαταλοῦνταν, γι’ αὐτό καί ἐπιβάλλονταν νέοι φόροι.
 Ἡ συσσώρευση τοῦ πλούτου ἦταν κύριο μέλημα καί ὄχι ἡ διάθεσή του γιά τήν ἄμυνα τῆς χώρας, παρά τίς ἐξωτερικά δυσμενεῖς συγκυρίες.
 Τήν ἔλλειψη ὑπερασπιστῶν τῆς ἐλευθερίας ἀναπλήρωνε μισθοφορικός στρατός, ὁ ὁποῖος εὔκολα μεταπηδοῦσε στό στρατόπεδο τοῦ ἐχθροῦ σέ περίπτωση ἀδυναμίας πληρωμῆς.
 Ὁ ἔλεγχος τοῦ ἐμπορίου, μέ ἀντιστάθμισμα τήν παροχή ἐκδουλεύσεων, εἶχε περιέλθει στίς ἀνταγωνιστικές δυνάμεις τῆς Βενετίας καί τῆς Γένουας μέ συνέπεια τή δραματική συρρίκνωση τῶν δημοσίων πόρων. Καί τά στίφη τῶν ἐπιδρομέων διαδέχονταν τό ἕνα τό ἄλλο.
 Ὅπως σέ κάθε περίοδο παρακμῆς, πρίν ἀπό τήν τελική κατάρρευση εἶχαν πάψει νά ἐναποθέτουν τίς ἐλπίδες στόν Θεό. Τίς εἶχαν στηρίξει στή Δύση, πού ζητοῦσε ὡς ἀντάλλαγμα τή θρησκευτική ὑποταγή, τήν ψευτοένωση τῶν ἐκκλησιῶν.
 Ὁ λαός ἔχοντας ὡς ὁδηγούς φωτισμένους κληρικούς ἀντιστεκόταν στό ξεπούλημα τῆς πίστης του. Εἶναι ἄκρως ἐντυπωσιακό ὅτι δέχθηκε μέ ἐνθουσιασμό κατά τήν ἐπάνοδό του στήν Κωνσταντινούπολη τόν Μᾶρκο, τόν μητροπολίτη τῆς ὑπό δουλείαν πλέον Ἐφέσου, πού δέν εἶχε ὑποκύψει στίς πιέσεις τῶν παπικῶν, ἐνῶ ἀποδοκίμασε τούς ὑπογράψαντες τήν ψευτοένωση. Εἶναι ἐπίσης ἐντυπωσιακό τό ὅτι ὁ τελευταῖος «μέγας δούξ», τρόπον τινά πρωθυπουργός, Λουκᾶς Νοταρᾶς ἔμεινε γνωστός γιά τή φράση του: «Προτιμότερο εἶναι νά δῶ νά βασιλεύει στήν Πόλη τό τουρκικό τουρμπάνι παρά ἡ καθολική τιάρα». Ἡ στάση τῶν ἀνθενωτικῶν δέχθηκε αὐστηρή τήν κριτική πολλῶν ἱστορικῶν, ξένων καί Ἑλλήνων. Χαρακτηρίστηκαν συλλήβδην ὡς ὄχλος φανατικῶν καί ἐμπαθῶν, οἱ ὁποῖοι συνετέλεσαν στό νά χαθεῖ τελικά ἡ αὐτοκρατορία· ἡ αὐτοκρατορία πού, πρέπει νά ἐπισημάνουμε, δέν χαίρει ἐκτιμήσεως ἀπό πλείστους ὅσους δικούς μας ἱστορικούς πού προβαίνουν σέ ἱστορικές ἀναλύσεις μέ βάση δυτικές ἰδεολογίες.
 Ἐκεῖνο πού ἀποκρύπτεται μέ ἐπιμέλεια εἶναι ἡ στάση πού κράτησε κάποιος ἄλλος ἀπό ἐκείνους πού μετεῖχαν στίς συνόδους Φερράρας καί Φλωρεντίας, ὁ νεοπλατωνικός φιλόσοφος (μή χριστιανός) Γεώργιος Γεμιστός (Πλήθων), σύμβουλος τοῦ αὐτοκράτορα. Ὑπῆρξε μεταξύ τῶν ἐλαχίστων πού ἀρνήθηκαν νά ὑπογράψουν τό κείμενο τῆς ψευτοένωσης, ὄχι βέβαια γιά λόγους θρησκευτικούς, ἀφοῦ τά δόγματα τῆς πίστεως τόν ἄφηναν ἀδιάφορο, ἀλλά γιά λόγους ἀξιοπρέπειας! Τελικά «ἡ πόλις ἑάλω», παρά τή βοήθεια (μικρή ἀσφαλῶς) πού ἔλαβε ἀπό τή Δύση μετά τό δραματικό συλλείτουργο στόν ναό τῆς τοῦ Θεοῦ Σοφίας τόν Δεκέμβριο τοῦ 1452.
 Ἐκεῖνο πού δέν κατάφεραν οἱ ἑνωτικοί νά ἐπιτύχουν τότε τό πέτυχαν μετά τήν ἀνασύσταση τοῦ ἑλληνικοῦ κράτους μέ τήν παρέμβαση, διπλωματική καί πολεμική (βλ. Ναυαρίνο), τῶν μεγάλων Δυνάμεων. Ὁ λαός, ὅσος δέν λύγισε κατά τή μακραίωνη σκλαβιά, παρέμενε σταθερά προσηλωμένος στήν παράδοση τῆς ρωμιοσύνης. Πολιτειακοί καί πολιτικοί παράγοντες, δια- νόηση δυτικοσπουδαγμένη καί μέρος τοῦ ἀνώτερου κλήρου ἐπέτυχαν μετά ἀπό αἰώνα καί πλέον νά ξερριζώσουν ἀπό τήν καρδιά τοῦ λαοῦ τήν παράδοση τή θεμελιωμένη στήν ὀρθόδοξη πίστη καί νά τόν κατευθύνουν πρός τόν δυτικό τρόπο ζωῆς. Καμιά φωνή διαμαρτυρίας δέν ἀκούστηκε ὅταν ρίχτηκε τό σύνθημα «ἀνήκομεν εἰς τήν Δύσιν», σύνθημα πού ἔκανε νά τρίζουν τά κόκκαλα ἐκείνων πού εἶχαν δεχθεῖ στό διάβα τῆς ἱστορίας τό δολοφονικό μαχαίρι της. Ὁ λαός παραδόθηκε μέ μικρή σχετικά ἀντίσταση στό ἐκμαυλιστικό τραγούδι τῶν σειρήνων, πού ἄλλωστε δέν ζητοῦσαν, ὅπως τότε, νά νοθεύσει τήν πίστη του, ἀφοῦ στή Δύση ἡ θρησκευτική πίστη ἔχει πάψει ἀπό καιρό νά διαδραματίζει ρόλο σημαντικό στή δημόσια ζωή τῶν χωρῶν καί ἔχει καταπέσει σέ προσωπική ὑπόθεση μικρῆς μειοψηφίας.
 Ὁ λαός δέν ρωτήθηκε πρίν ὑπογράψουν οἱ ἐκπρόσωποί του τίς συμβάσεις ἔνταξής του στή Δύση (ΕΟΚ–ΕΕ). Δέν ἐνημερώθηκε γιά τίς συνέπειές της. Ἀπεναντίας αἰσθάνθηκε ἐπιτέλους τή ζωή του νά ἀλλάζει μέ τήν αὔξηση τῆς ἀγοραστικῆς του δύναμης καί ὁ καταναλωτισμός ἔγινε ἡ νέα του θρησκεία! Κύλησαν 30 ἔτη «ὀνειρεμένα» καί ξαφνικά ξύπνησε σέ πραγματικότητα ἀδυσώπητη! Ἐκεῖνοι πού μᾶς ἐκμαύλισαν διά τῶν «ἑνωτικῶν» ἐντολοδόχων - ἐκπροσώπων μας ἄρχισαν νά ζητοῦν πίσω τά δανεικά. Μάλιστα ἔχουν θαυμαστούς τρόπους νά τά ὑπολογίζουν μέ τόκους καί πανωτόκια καί νά τά πολλαπλασιάζουν. Καί αὐτοί πού μᾶς ὁδήγησαν στή συμφορά μέ τό «ἑνωτικό» παραλήρημα προβάλλουν τώρα ὡς οἱ ἀγωνιστές γιά νά ἐξέλθει ἡ χώρα μας ἀπό τήν κρίση. Μία κρίση πού βαθαίνει μέρα μέ τήν ἡμέρα, πού ὁδηγεῖ στήν ἐκποίηση τῆς περιουσίας τοῦ δημοσίου, στόν ἀφανισμό τῆς μικρῆς ἐπιχείρησης, στή διόγκωση τῆς ἀνεργίας καί στό νέο κύμα μετανάστευσης πλήθους ἐπιστημόνων, ἐνῶ ἡ χώρα πλημμυρίζει ἀπό μετανάστες ἀπόκληρους ἀπό τίς χῶρες πού γεύτηκαν πρίν ἀπό μᾶς τίς ἀγαθές προσφορές τοῦ πολιτισμένου δυτικοῦ ἀνθρώπου! Μία κρίση πού δέν ἀντιλαμβανόμαστε ὅτι εἶναι πρωτίστως ἠθική.
 Καί ἐνῶ ἡ χώρα μας δοκιμάζεται, ὅπως καί τότε πού ἡ παρακμή τοῦ λαοῦ ὁδήγησε στήν ἅλωση τή βασιλεύουσα τῶν πόλεων, ὅλοι ἀναζητοῦμε ἐναγωνίως τόν ἡγέτη πού θά ὀρθώσει τό ἀνάστημά του ἀπέναντι στούς οἰκονομικά ἰσχυρούς πού καταδυναστεύουν τούς λαούς καί θά χαρακτηρίσει τό χρέος ἐπαχθές! Εἶναι ὅμως πρόθυμος ὁ λαός νά ἀκολουθήσει γιά λόγους ἀξιοπρέπειας ἕναν τέτοιο ἡγέτη;
 Τί εἶναι πιθανότερο; Νά ἐπιβιώσουμε στήν ἱστορία ταυτιζόμενοι ἀπόλυτα μέ τή Δύση ἤ διαχωρίζοντες πλήρως τή θέση μας ἀπό τούς ὀλετῆρες τοῦ πλανήτη; Ἑνωτικοί ἤ ἀνθενωτικοί; Τό κύριο δίλημμα τοῦ Νεοέλληνα στήν περίοδο πού ἐπιχειρεῖται ἡ ἐπανεγγραφή τῆς ἱστορίας τοῦ μακροβιότατου ἔθνους μας.
Ἀπόστολος Παπαδημητρίου
Πέμπτη, 13 Μάιος 2021 03:00

Ἀληθῶς ἀνέστη

Οἱ κατήγοροι γίνονται συνήγοροι

  anesth  Παντοῦ ἡ πλάνη καταφέρεται ἐναντίον τοῦ ἑαυτοῦ της καί ἄθελά της γίνεται συνήγορος τῆς ἀλήθειας. Πρόσεξε· ἔπρεπε νά πιστέψουν οἱ ἄνθρωποι ὅτι ὁ Χριστός πέθανε καί τάφηκε καί ἀναστήθηκε καί ὅλα αὐτά τά κάνουν ἀξιόπιστα οἱ ἐχθροί… Ἀφοῦ ὁ τάφος σφραγίσθηκε, δέν μποροῦσε νά γίνει καμιά κλοπή. Κι ἄν δέν ἔγινε καμία κλοπή ὁ τάφος ὅμως βρέθηκε ἄδειος, εἶναι φανερό ὅτι σίγουρα ἀναστήθηκε χωρίς καμία ἀντίρρηση. Εἶδες πῶς καί χωρίς νά τό θέλουν γίνονται συναγωνιστές γιά τήν ἀπόδειξη τῆς ἀλήθειας;
    Πρόσεξε, σέ παρακαλῶ, καί τήν φιλαλήθεια τῶν μαθητῶν. Πῶς δέν ἀποκρύπτουν τίποτε ἀπό αὐτά πού ἔλεγαν οἱ ἐχθροί, ἄν καί ἦσαν εἰς βάρος τους. Πράγματι, καί «πλάνο» τόν ἀποκαλοῦν καί αὐτοί δέν τό ἀποσιωποῦν αὐτό. Ἐπιπλέον καί τό ἑξῆς δεἰχνει τήν σκληρότητα ἐκείνων ὅτι δέν σταμάτησε ἡ ὀργή τους μέ τό θάνατο. Ἀξίζει νά συζητήσουμε κι ἐκεῖνο πού εἶπε ὁ Ἰησοῦς ὅτι «μετά τρεῖς ἡμέρας ἐγείρομαι». Δέν μπορεῖ κανείς νά βρεῖ ὅτι τό ἔχει πεῖ ἔτσι ξεκάθαρα παρά μόνο μέ τό παράδειγμα τοῦ Ἰωνᾶ, ὥστε οἱ ἀγνώμονες Ἰουδαῖοι καταλάβαιναν τά λόγια του καί θεληματικά ἔκαναν τό κακό. Τί τούς εἶπε ὁ Πιλᾶτος; «Ἔχετε κουστωδίαν ἀσφαλίσασθαι ὡς εἴδατε». Καί ἀσφάλισαν τόν τάφο καί σφράγισαν τόν λίθο μαζί μέ τή φρουρά. Ὁ Πιλᾶτος δέν ἀφήνει μόνο τούς στρατιῶτες νά τόν σφραγίσουν, ἀλλά λέει· Ἐσεῖς σφραγίστε τον ὅπως θέλετε, γιά νά μην ἔχετε νά κατηγορεῖτε ἄλλους.
    Ἄν τόν ἐσφράγιζαν μόνο οἱ στρατιῶτες, θά μποροῦσαν νά λένε ἄν καί θά 'ταν ἀπίθανα καί ψεύτικα τά λόγια τους, ἐντούτοις ὅπως καί στ’ ἄλλα μιλοῦσαν ξεδιάντροπα ἔτσι καί γι’ αὐτό μποροῦσαν νά ποῦν ὅτι οἱ στρατιῶτες ἄφησαν νά κλαπεῖ τό σῶμα κι ἔδωσαν στούς μαθητές τή δυνατότητα νά πλάσουν τήν ὑπόθεση τῆς ἀναστάσεως. Τώρα ὅμως, πού οἱ ἴδιοι ἀσφάλισαν τόν τάφο, δέν μποροῦν νά ποῦν οὔτε αὐτό. Εἶδες πῶς φροντίζουν γιά τήν ἀλήθεια χωρίς νά θέλουν; Γιατί οἱ ἴδιοι παρουσιάσθηκαν στόν Πιλᾶτο, οἱ ἴδιοι ζήτησαν, οἱ ἴδιοι σφράγισαν τόν τάφο μαζί μέ τή φρουρά, ὥστε οἱ ἴδιοι κατηγοροῦν καί ἐλέγχουν τόν ἑαυτό τους.

Οἱ μαθητές οὔτε ἀπατήθηκαν οὔτε ἀπάτησαν

    Ἀλλά καί πότε θά ἔκλεβαν τό σῶμα οἱ μαθητές; Τό Σάββατο; Μά πῶς, ἀφοῦ δέν ἐπιτρεπόταν οὔτε νά βγοῦν ἔξω; Κι ἄν ἀκόμη παρέβαιναν τό νόμο, πῶς θά τολμοῦσαν νά πλησιάσουν τόν τάφο αὐτοί, οἱ τόσοι δειλοί; Καί πῶς θά κατόρθωναν νά πείσουν τόν ὄχλο; Τί θά ἔλεγαν;
    Τί θά ἔκαναν; Καί ποιά προθυμία θά εἶχαν νά ὑπερασπισθοῦν τόν νεκρό; Ποιά ἀνταπόδοση θά περίμεναν; Ποιά ἀμοιβή; Αὐτοί πού ὅταν ἦταν ἀκόμη ζωντανός, καί μόνο πού εἶδαν νά τόν συλλαμβάνουν ἔφυγαν, μετά τόν θάνατό του θά κήρυτταν μέ παρρησία ἄν δέν εἶχε ἀναστηθεῖ; Μποροῦν νά 'χουν αὐτά λογική; Ὅτι οὔτε θά ἤθελαν οὔτε θά μποροῦσαν νά πλάσουν τήν ἀνάσταση ἄν δέν εἶχε γίνει, γίνεται φανερό ἀπό ὅλα αὐτά. Πολλά τούς εἶχε πεῖ γιά τήν ἀνάσταση καί συνεχῶς τούς ἔλεγε, ὅπως τό λένε καί οἱ ἴδιοι, ὅτι «Μετά τρεῖς ἡμέρας ἐγείρομαι».
    Ἄν, λοιπόν, δέν ἀναστήθηκε, εἶναι φανερό ὅτι ἀφοῦ ἀπατήθηκαν καί πολεμήθηκαν ἀπό ἕνα ὁλόκληρο ἔθνος κι ἔχασαν σπίτια καί πόλεις ἐξ αἰτίας του, θά τόν μισοῦσαν καί δέν θά ἤθελαν νά τόν περιβάλλουν μέ τόση δόξα, ἀφοῦ ἦταν ἀπατημένοι καί εἶχαν πέσει ἐξ αἰτίας του στούς πιό μεγάλους κινδύνους.
    Ὅσο γιά τό ὅτι, ἄν δέν ἦταν ἀληθινή ἡ ἀνάσταση, δέν θά μποροῦσαν νά τή φαντασθοῦν, δέν χρειάζεται νά γίνει λόγος. Σέ τί θά στηρίζονταν; Στή δύναμη τοῦ λόγου τους; Ἦταν οἱ πιό ἀμαθεῖς ἀπό ὅλους. Στά πολλά τους χρήματα; Αὐτοί δέν εἶχαν οὔτε ραβδί οὔτε ὑποδήματα. Στήν ἔνδοξη καταγωγή τους; Μά ἦταν ταπεινοί καί ἀπό ταπεινή γενιά. Μήπως στή μεγάλη τους πατρίδα; Ἀλλά ἦταν ἀπό ἀσήμαντα χωριά. Στό πλῆθος τους; Ἀλλά δέν ἦταν περισσότεροι ἀπό ἔνδεκα, κι αὐτοί διασκορπίσθηκαν. Μήπως στίς ὑποσχέσεις τῶν φίλων τους; Ποιές; Γιατί, ἄν δέν ἀναστήθηκε, οὔτε καί έκεῖνες θά ἦταν ἀξιόπιστες γι’ αὐτούς. Καί πῶς θά ἀντιμετώπιζαν ἕναν ἐξαγριωμένο λαό;
    Ἄν ὁ κορυφαῖος τους δέν ὑπέφερε τόν λόγο μιᾶς γυναίκας θυρωροῦ κι ὅλοι οἱ ἄλλοι ὅταν τόν εἶδαν δεμένο διασκορπίσθηκαν, πῶς θά σκέφτονταν νά τρέξουν στά πέρατα τῆς οἰκουμένης καί νά φυτέψουν τήν πλαστή ὑπόθεση τῆς ἀναστάσεως; Ἄν ἐκεῖνος δέν μπόρεσε νά ἀντιμετωπίσει τήν ἀπειλή μιᾶς γυναίκας καί οἱ ἄλλοι οὔτε τή θέα τῶν δεσμῶν, πῶς θά μποροῦσαν νά σταθοῦν μπροστά σέ βασιλεῖς καί ἄρχοντες καί λαούς, ὅπου ξίφη καί τηγάνια καί καμίνια καί μύριοι θάνατοι καθημερινά, ἄν δέν εἶχαν ἀπολαύσει τή δύναμη καί τήν ἕλξη τοῦ Ἀναστημένου; Ἔγιναν τόσα σημεῖα καί τόσο μεγάλα καί κανένα ἀπ’ αὐτά δέν ντράπηκαν οἱ Ἰουδαῖοι, ἀλλά σταύρωσαν αὐτόν πού τά εἶχε κάνει· καί θά πείθονταν σ’ αὐτούς ἄν ἁπλῶς μιλοῦσαν γιά ἀνάσταση; Δέν γίνονται αὐτά. Ὄχι. Ἡ δύναμη τοῦ Ἀναστημένου τά κατόρθωσε.

Ἰω. Χρυσόστομος, Εἰς Ματθαῖον 89·
 PG 58,781-783

Πέμπτη, 31 Δεκέμβριος 2015 02:00

Μέ τό βλέμμα στήν αἰωνιότητα

   Οἱ ψυχές πού ἀγάπησαν τόν Χριστό καί γεύθηκαν ὅτι «χρηστός ὁ Κύριος», ποθοῦν καί λαχταροῦν τήν τέλεια ἕνωση μαζί του. Ἀπό τήν κοιλάδα αὐτή τοῦ κλαυθμῶνος συχνά στρέφουν γεμᾶτο νοσταλγία τό βλέμμα πρός τήν οὐράνια χώρα τῆς αἰωνιότητος, ὅπου θά γίνει ἡ ποθητή συνάντηση. Ἡ ἐνατένιση αὐτή τούς δίνει δύναμη καί κουράγιο γιά τούς ἀγῶνες τῆς ζωῆς ἀλλά καί θερμαίνει τήν ἐπιθυμία νά βρεθοῦν γρήγορα στήν αἰωνιότητα. Τά αἰσθήματα αὐτά ἐξομολογεῖται ὁ ἅγιος Αὐγουστῖνος σέ μιά προσευχή του, ἀπόσπασμα τῆς ὁποίας παραθέτουμε σέ ἐλεύθερη ἀπόδοση.

  basilia Ἔλα Σωτήρα μας, ποθητέ σέ ὅλους. Φανέρωσε τό πρόσωπό σου καί θά σωθοῦμε. Ἔλα φῶς μου, λυτρωτή μου. Βγάλε με ἀπό τή φυλακή γιά νά δοξολογήσω τ’ ὄνομά Σου. Μέχρι πότε ὁ δυστυχής θά ρίχνομαι στά κύματα αὐτῆς τῆς θνητῆς ζωῆς; Σοῦ κραυγάζω, Κύριε, δέν θά μ’ ἀκούσεις; Ἄκουσέ με πού σέ κράζω ἀπό τήν μεγάλη αὐτή θάλασσα καί βγάλε με στό λιμάνι τῆς αἰωνίου μακαριότητος.
   Εὐτυχεῖς ἐκεῖνοι πού ἀπαλλάχθηκαν ἀπό τούς κινδύνους αὐτῆς τῆς θάλασσας καί ἀξιώθηκαν νά φθάσουν σέ σένα, τό ἀσφαλέστατο λιμάνι. Ὤ, πράγματι, εἶναι εὐτυχεῖς ὅσοι ἔφθασαν ἀπ’ τό πέλαγος στό γιαλό, ἀπό τήν ξενιτιά στήν πατρίδα, ἀπό τήν φυλακή στά ἀνάκτορα!... Μακάριοι ἐκεῖνοι, πού ἀπό αὐτή τή ζωή, τή γεμάτη ναυάγια, ἀξιώθηκαν νά φθάσουν σέ τέτοια εὐφροσύνη, καί δυστυχισμένοι ἐμεῖς, πού σέρνουμε τό σκάφος μας ἀνάμεσα στά κύματα, στήν καταιγίδα καί τή φουρτούνα αὐτῆς τῆς μεγάλης θάλασσας. Δέν ξέρουμε ἄν μπορέσουμε νά φθάσουμε στό λιμάνι τῆς σωτηρίας. Δυστυχισμένοι, γιατί ἡ ζωή μας περνᾶ στήν ξενιτιά, σέ κίνδυνο κι ἔχει ἀμφίβολο τό τέλος της. Δέν ξέρουμε ποῦ θά καταλήξουμε, γιατί ὅλα τά μελλοντικά εἶναι ἄγνωστα, ἀλλά ἐνῶ ταλαιπωρούμαστε ἀπό τά κύματα μέσα στό πέλαγος, ἀγκαλιάζουμε μέ τή σκέψη μας τό λιμάνι. Ὦ πατρίδα μας, γεμάτη ἀσφάλεια, ἀπό μακριά σέ βλέπουμε, σέ χαιρετοῦμε ἀπό τή θάλασσα αὐτή· ἀπ’ αὐτή τήν κοιλάδα τοῦ κλαυθμῶνος ὑψώνουμε σέ σένα τό πνεῦμα μας καί ἀγωνιζόμαστε μέ δάκρυα, μήπως μπορέσουμε ν’ ἀράξουμε σέ σένα, ἐλπίδα τοῦ ἀνθρωπίνου γένους.
   Χριστέ, Θεέ μας, δύναμη καί καταφύγιό μας, πού τό φῶς σου στέλνει τίς ἀκτῖνες του στά μάτια μας σάν ἄστρο μέσα στά σκοτεινά σύννεφα τῆς θαλασσοταραχῆς, ὁδήγησέ μας στό λιμάνι, κυβέρνησε τό πλοῖο μας μέ τό δεξί σου χέρι καί μέ τά καρφιά τοῦ σταυροῦ σου, γιά νά μή χαθοῦμε στά κύματα, γιά νά μή μᾶς βυθίσει ἡ ταραχή τοῦ νεροῦ καί νά μή μᾶς καταπιεῖ ὁ βυθός. Ἀλλά μέ τό ἀγκίστρι τοῦ σταυροῦ σου τράβηξέ μας ἀπ’ αὐτό τό πέλαγος. Σέ σένα, τή μόνη μας παρηγοριά, πού σάν ἄστρο τῆς αὐγῆς καί ἥλιος δικαιοσύνης στέκεσαι στό γιαλό τῆς πατρίδας μας καί μᾶς περιμένεις, ὑψώνουμε τά δακρυσμένα μάτια μας.
   Δῶσ' μας, Κύριε, ἔτσι νά περάσουμε ἀνάμεσα ἀπό τή σκύλλα καί τή χάρυβδη, ὥστε ξεφεύγοντας καί τούς δύο κινδύνους, μαζί μέ τό σκάφος καί τήν πραμάτεια του, νά φθάσουμε μέ ἀσφάλεια στό λιμάνι.

Ἀπολύτρωσις 37 (1982) 21

Παρασκευή, 14 Ιούλιος 2023 03:00

Οἱ θυρίδες τοῦ σώματος

    Τό ἀνθρώπινο σῶμα, γράφει ὁ ἅ­γι­ος Νικόδημος, εἶναι ὅμοιο μέ βασιλικό ἀνά­κτο­ρο, τό βασιλικότερο τῶν ἀνα­κτό­ρων κα­θώς εἶναι κατασκευασμένο «τῇ ὑπερ­τά­τῃ ἀρχιτεκτονικῇ ἀπειροσόφου τινός δημι­ουργοῦ».

   Βασιλιάς τοῦ ἀνακτόρου αὐτοῦ εἶναι ἡ ψυχή ἤ ὁ νοῦς. Γιά νά μήν εἶναι ὅμως ἀπο­κλεισμένος στό σῶμα ὁ νοῦς, ὁ δημιουργός μερίμνησε ὥστε νά ὑπάρχουν «τά πέν­τε αἰ­σθητήρια», οἱ θυρίδες τοῦ σώ­ματος. Κύ­­­ριος λόγος τῆς ὕπαρξης τῶν διόδων αὐ­τῶν πρός τόν ἔξω κόσμο εἶναι ἡ «νοητή τρο­φή» καί «ἡδονή» τοῦ νοός. Δηλαδή, ἐξη­­γεῖ ὁ ἅ­γιος, διά τῶν αἰσθήσεων ὁ νοῦς ἀν­τιλαμβάνεται τά τῆς αἰ­σθη­τῆς κτίσεως, καθώς ἐ­πί­σης καί τίς θεῖες Γραφές, καί ὁδη­γεῖται ἔτσι, μέ τή βοήθεια τῆς λογικῆς, στή σοφία, ἀγα­θότητα, δύναμη, χάρη, ἀ­λή­θεια, γλυκύτητα καί ὅλα τά θαυμάσια τοῦ Θεοῦ πού μπορεῖ κα­νείς νά δεῖ μέσα στήν κτίση ἀλλά καί στήν ἁγία Γραφή.

    Τέλος διά τῆς μελέτης τῶν θαυμασίων τοῦ Θεοῦ ἀνάγεται ὁ νοῦς, ἡ ψυχή, πρός τόν σοφό δημιουργό τῆς κτίσεως καί δοτήρα κά­θε ἀγαθοῦ.

    5aistiseisΣυνεχίζοντας τή μελέτη τῶν φωτι­σμέ­νων λόγων τοῦ ἁγίου, ἀντιλαμβανόμαστε πό­­­σο μεγάλη εἶναι ἡ εὐλογία τῶν πέντε αὐ­τῶν αἰσθητηρίων, ἀλλά καί πόσο μεγάλη ἡ εὐθύνη μας γιά τή φυλακή αὐ­τῶν τῶν θυρίδων τοῦ πολυτιμότερου τῶν ἀνακτόρων. Ὅ­­πως χαρακτηριστικά παρατηρεῖ ὁ ἅγιος, διά μέσου τῶν θυρίδων αὐ­τῶν «εἰσέρχεται εἰς τήν ψυχήν ἡ ζωή καί ὁ θάνατος».

    Ἡ ἄφατος σοφία καί ἀγαθότης τοῦ δη­μιουργοῦ τοῦ σύμπαντος κόσμου, εὐ­δό­κη­σε ὥστε, στό βασιλικότερο τῶν ἀνα­κτόρων, τό σῶμα μας, νά ὑπάρχουν θυρίδες γιά τήν ἐ­­πι­­κοινωνία, εὐχαρίστηση, τροφή τοῦ βασιλέως-νοός. Ἀπό τόν κα­θ­έ­να μας ὅμως, ἤ ἀπό τόν βασιλέα νοῦ μας, ἐ­ξαρ­τᾶται κατά πό­σον καθιστοῦμε τόν ἑαυτό μας κατοικητήριο τῆς Ζωῆς ἤ τοῦ θανάτου.

 

Νικοδήμου Ἁγιορείτου, Συμβουλευτικόν Ἐγχειρίδιον, Βόλος 1983 σ. 31-34.

Ἀπόδοση Δέσποινα Καλογεράκη

Δρ. Θεολογίας

Πέμπτη, 08 Οκτώβριος 2015 03:00

Πορεία καθημερινή

Sunset

ΑΠ᾿ ΤΟΝ ΟΡΘΡΟ...
Πρωί· κι ὑπόσχεση δίνω στόν Θεό μου:
σκοτεινό μήτε νά πράξω τίποτε μήτε νά ἐπαινέσω·
τή μέρα τούτη θυσία εὐάρεστη νά Σοῦ προσφέρω,
ἄσειστος μένοντας, κυρίαρχος στά πάθη.
Ντρέπομαι τ᾿ ἄσπρα μου μαλλιά, κακός σάν εἶμαι,
καί τήν ἁγία Τράπεζα πού ὑπηρετῶ.
Στούς πόθους μου, Χριστέ, ἐσύ τό δρόμο ἄνοιξε!

...ΩΣ ΤΟ ΔΕΙΛΙ
Μπροστά σου ψεύτης βρέθηκα, πού εἶσαι ἡ ἀλήθεια, Λόγε!
Σέ σένα θέλησα ἁγνή τούτη τή μέρα νά χαρίσω,
μά ἡ νύχτα δέν μέ βρῆκε ὁλόφωτο...
Ἐντούτοις προσευχήθηκα καί τό περίμενα νά γίνει·
μά κάπου μπλέχτηκαν τά πόδια μου καί σκόνταψα,
κι ἦρθε σκοτάδι καί μέ τύλιξε τῆς σωτηρίας μου ἐχθρός.
Λάμψε τό φῶς σου μέσα μου, Χριστέ, καί πάλι νά σέ δῶ!

...ΚΑΙ ΠΑΛΙ ΑΠ᾿ ΤΗΝ ΑΡΧΗ!
Τήν ἔχασα, Χριστέ, τή μέρα μου τή χθεσινή·
ἦρθε ὁ θυμός καί μ᾿ ἅρπαξε ἀπρόοπτα.
Ἄς εἶναι τή σημερινή νά τή δεχτῶ ὁλοφώτεινη!
Πρόσεχε, ψυχή μου! Μήν ξεχνᾶς νά βλέπεις τόν Θεό!
Ὑπόσχεση ἔδωσες· φρόντιζε τή σωτηρία σου!

Γρηγορίου Θεολόγου, Ἔπη εἰς ἑαυτόν ΚΔ΄, ΚΕ΄, ΚΣΤ΄,
Ε.Π.Ε. 10,266-269