Super User

Super User

Τετάρτη, 20 Σεπτέμβριος 2023 03:00

Λειτουργός Θεοῦ

  class «῎Α! ᾿Εκπαιδευτικός! Σπουδαία δουλειά! Πᾶς - ἔρχεσαι, δέν κάνεις τίποτα...». Τήν κοίταξα γιά λίγο σιωπηλή, δίχως νά δώσω ἀπάντηση. Στά χείλη της ἄκουγα ἀκόμη μιά φορά τό σχόλιο, πού συμμερίζεται σχεδόν μιά κοινωνία ὁλόκληρη, γιά κείνους πού διδάσκουν τά παιδιά της...
    ῎Εμεινα μόνο σκεφτική μπροστά στήν ἐπιπόλαιη ἀφέλεια τοῦ κόσμου μας, πού τόσο ἀστόχαστα ξεγύμνωσε τίς λέξεις... Κάποτε «ἐκπαιδευτικός» σήμαινε «λειτουργός». Μά τώρα τούτη ἡ λέξη ἡ ὑπέροχη, πού ξεπηδᾶ κελαρυστή ἀπό τή νερομάνα τῆς ἀρχαίας γλώσσας μας κι ἀπό τό ἀλληλέγγυο πολίτευμα τῆς δημοκρατικῆς ᾿Αθήνας, μίκρυνε θλιβερά μέσα στίς ἀλειτούργητες ψυχές μας.
    Κι ὅμως -μ᾿ ὅλες τίς ἀβαρίες πού φορτώσαμε τή γλώσσα μας καί τήν ψυχή μας- θά ἤθελα νά πῶ στή νεαρή μου φίλη πώς νά ᾿σαι ἐκπαιδευτικός σημαίνει ἀκόμα νά ᾿σαι λειτουργός. Εἶναι ἡ ἀλήθεια πού μοῦ μάθανε κεῖνοι πού διάλεξαν νά μείνουνε πιστοί στήν ὀμορφιά τῆς ἑλληνίδας λέξης μας καί πρόσθεσαν σ᾿ αὐτήν ἕνα συμπλήρωμα, γιά νά φυλάγει ἀμόλευτη τούτη τήν ὀμορφιά ἀπ᾿ τή φθορά τοῦ μέσα καί τοῦ ἔξω κόσμου τους. Εἶναι ἐκεῖνοι πού μοῦ δίδαξαν, σάν μοῦ χαρίστηκε νά κοινωνήσω στήν ψυχή τους, πώς νά ᾿σαι ἐκπαιδευτικός θά πεῖ νά εἶσαι λειτουργός Θεοῦ· νά τοῦ προσφέρεις τήν ἀσίγαστη λατρεία σου· ὅλος σου ὁ ἑαυτός σάν ἕνα πρόσφορο, πού τεμαχίζεται ἀξόδευτο στό μυστικό θυσιαστήριο τῆς καρδιᾶς σου.
     Νά ᾿σαι ἐκπαιδευτικός θά πεῖ νά ξεφυλλίζουνε οἱ νύχτες σου σκυφτές τίς ἀνοιχτές σελίδες τῶν βιβλίων σου... νά ξαγρυπνοῦν σκυφτές οἱ νύχτες σου, γιά νά ἑτοιμάσουνε τόν ἥλιο, νά ζωγραφίσει μέσα στίς ψυχές μαντατοφόρους οὐρανούς στό αὔριό μας.
    Νά ᾿σαι ἐκπαιδευτικός θά πεῖ νά κουβαλᾶς στούς ὤμους σου ἐτοῦτες τίς ψυχές, βάρος γλυκό καί σταυρικό στά λυγισμένα γόνατά σου, καί νά τίς ἀκουμπᾶς στόν Κυρηναῖο σου. Νά ξεφορτώνεις ἕναν-ἕναν τούς σταυρούς σου ἀπάνω στόν δικό του· ἐκεῖνο τό παιδί πού τό σαλεύει τό κακό· κι αὐτό πού ἦρθε σήμερα ἀφρόντιστο ἀπό τά χέρια μιᾶς μητέρας· καί τ᾿ ἄλλο πού σέ ἱκέτεψε μέ πεινασμένα μάτια γιά ἕνα χαμόγελο...
    Νά ᾿σαι ἐκπαιδευτικός θά πεῖ νά στέκεσαι ἀνοχύρωτος μέσα σέ τόση πεινασμένη ὀδύνη μέ μόνο σου ἐφόδιο ἕνα ἀπροσμάχητο χαμόγελο, πού τό ταΐζεις θρυμματίζοντας στά μάτια τῶν παιδιῶν· μά τόση πείνα γιά στοργή πῶς νά χορτάσει;
    Κι ἐσύ ἀκουμπᾶς τό ἐλάχιστό σου ἀντίδωρο στά χέρια του κραυγάζοντας τή βασανιστική σου ἔνδεια· «Κύριε, τί ἐστι ταῦτα εἰς τοσούτους;», προσμένοντας νά δεῖς μέσα στό θαῦμα του πολλαπλασιασμένα τά χαμόγελα στά πεινασμένα μάτια τῶν παιδιῶν ἀπό τό ἐλάχιστο μοιράδι τῆς ψυχῆς σου.
    Νά ᾿σαι ἐκπαιδευτικός θά πεῖ νά περπατᾶς μέ τήν καρδιά ξεγύμνωτη στ᾿ ἀγκάθια τῆς ἀχάριστης ἀναίδειας ἐκείνου τοῦ παιδιοῦ, πού τό κουβάλαγες στούς ὤμους σου... καί σύ νά δέχεσαι ἀγόγγυστα ἐτοῦτες τίς πληγές, ὅπως ὁ Κύριός σου τίς δικές του, εὐγνωμονώντας μοναχά π᾿ ἀξιώθηκες νά μοιραστεῖς τ᾿ ἀκάνθινο στεφάνι του, γιά ν᾿ ἁπαλύνεις τόν δικό του πόνο.
    Νά ᾿σαι ἐκπαιδευτικός θά πεῖ νά κοινωνᾶς ἐσύ στόν πόνο τοῦ σταυροῦ, γιά νά γευτοῦν ἐκεῖνα τήν ἀνάσταση· νά λιγοστεύεις μέρα-μέρα μές στήν τάξη σου, σάν τό κερί πού τό κυρτώνει ἡ φλόγα, γιά ν᾿ ἀτενίσουνε ἐκεῖνα πάνω ἀπό σένα, πίσω ἀπό σένα, πού ξοδεύεσαι στόν πίνακα, Αὐτόν πού τά προσμένει μέ τά χέρια ἀνοιχτά, γιά νά σκορπίσει τή μετέωρη εὐλογία του.
    Νά ᾿σαι ἐκπαιδευτικός θά πεῖ νά  τοῦ τά πᾶς ἐσύ στήν ἀγκαλιά, ὅπως τίς πρῶτες ἀγκαλιές τῆς καρποφόρας γῆς. Κι ἄν τώρα ἀνώφελα προσμένουνε τά χέρια σου νά δεματιάσουν ἀγκαλιές ἀπό τήν πεισματάρα γῆ πού ξεπετάει ἀγκάθια, νά ᾿χεις τήν πίστη πώς θ᾿ ἀτενίσεις κάποτε μέ δάκρυα κάτω ἀπ᾿ τό χρυσωμένο δειλινό χρυσός νά λαμπυρίζει ὁ καρπός πάνω στά θημωνιασμένα στάχυα σου.
    Σάν γέρνει ὁ ἥλιος μές στά μάτια σου, νά ᾿χεις τήν πίστη πώς θά σέ πάρουν ἀγκαλιά χέρια παιδιῶν στόν οὐρανό, θά σέ κυκλώσουνε σάν ἄγγελοι μέ τά λευκά φτερά στό νοερό θυσιαστήριο, γιά νά ντυθεῖς ἐκεῖ τά ἄμφια τῆς λαμπροφόρου Κυριακῆς ἐσύ, ὁ λειτουργός τοῦ ῎Ορθρου τῆς Μ. Πέμπτης, καί ν᾿ ἀνακράξεις ἀναστάσιμα προσφέροντας τή λειτουργία τῆς σταυρωμένης σου ζωῆς· «᾿Ιδού ἐγώ καί τά παιδία, ἅ μοι ἔδωκεν ὁ Θεός».

Μαρία Παστουρματζῆ
Φιλόλογος

Τετάρτη, 25 Ιούνιος 2014 03:00

Γ. Βερίτης (Β΄)

  ΒΕΡΙΤΗΣ Τό προηγούμενο σημείωμα τό εἶχα κλείσει μ' ἕνα σχόλιο γιά τό πρῶτο ποίημα τοῦ Γ. Βερίτη «Πασχαλινό». Τό τελευταῖο ποίημά του (Μάρτιος τοῦ 1946) ἔχει τόν τίτλο «Μαζί θά περπατήσουμε». Πρόκειται γιά τήν πνευματική παρακαταθήκη τοῦ ποιητῆ. Ἕνα τό αἴτημα: Ἡ ἑνότητα τῶν ἀγωνιστῶν τοῦ καλοῦ ἀγώνα. Κάτι πού τόσο συχνά τό ξεχνᾶμε.
   Μαζί θά περπατήσουμε χέρι μέ χέρι
   στό δρόμο τοῦτον πού στή θέωση θά μᾶς φέρει.
   Μαζί θά περπατήσουμε χειμῶνες, καλοκαίρια
   καί στῆς γαλήνης τίς στιγμές καί στ' ἀγριοκαίρια...
   Ἀνάμεσα στά δύο ὁριακά αὐτά ποιήματα ξετυλίγεται ἡ λογοτεχνική παραγωγή τοῦ Βερίτη. Σέ μιά ἐποχή ὅπου στήν ποίησή μας κυριαρχοῦσε ἡ ὑποτονικότητα, ὁ ἀρρωστημένος ρομαντισμός καί ἡ πεισιθάνατη μελαγχολία, ἕνα πνεῦμα δηλαδή παρακμῆς (Ρῶμος Φιλύρας, Κώστας Οὐράνης, Ναπολέων Λαπαθιώτης, Μῆτσος Παπανικολάου, Τέλλος Ἄγρας), τά ποιήματα τοῦ Βερίτη ἄνοιγαν καινούργιους ὁρίζοντες. Στόν θρηνητικό ἀπόηχο τῶν στίχων τοῦ Λαπαθιώτη,
   Μονάχα ἐμεῖς στεκόμαστε θλιμμένοι
   - ἐμεῖς, ἐμεῖς, τῆς ζωῆς οἱ νικημένοι
   μέ τά βασιλεμένα ἰδανικά,
ἀπαντοῦσε ἡ χαρούμενη φωνή τοῦ Βερίτη·
   Πλάκες πού στέκατε βαρειές
   στά μνήματα καί στίς καρδιές
   σᾶς ἔσπασε ὁ Χριστός μου!
   Γι' αὐτό καί στάθηκε ὁ ποιητής μας γιά δεκαετίες ὁλόκληρες ἡ καθαρή φωνή -παλμός καί τραγούδι- τῆς χρυσῆς ἑλληνικῆς νιότης. Ὁ Βερίτης εἶχε τό σπάνιο χάρισμα τοῦ βάρδου. Τά ποιήματά του ἔγιναν θούρια καί ἐνέπνευσαν γενιές γενιῶν. Κανένας νεοέλληνας ποιητής δέν εἶχε τό προνόμιο νά ἀγαπηθεῖ καί νά τραγουδηθεῖ μέ τόσο ἐνθουσιασμό ἀπό τά νιάτα. Μόνο ὁ Ρήγας Βελεστινλής γνώρισε μιά ἀνάλογη δόξα, ἀλλά πιό περιορισμένη. Οἱ ἀνθολόγοι καί οἱ γραμματολόγοι μας μένουν δυστυχῶς ἀνυποψίαστοι. Ὡστόσο ὁ χρόνος θά ἀποκαθάρει τόν νεοελληνικό Παρνασσό ἀπό τή σαβούρα πού τοῦ στοιβάζουν.
   Στό ποιητικό ἔργο τοῦ Βερίτη μπορεῖ κανείς νά ξεχωρίσει δύο κατηγορίες ποιημάτων. Ἐκεῖνα πού ἐκφράζουν τά συναισθήματα τοῦ χριστιανικοῦ πληρώματος, τῆς Ἐκκλησίας. Καί τά ἄλλα, τά πολύ προσωπικά, μέ τήν ἔντονη ὑποκειμενική συγκίνηση. Τά πρῶτα ἔχουν ἀγωνιστικό, μαχητικό χαρακτήρα μέ κάποια στοιχεῖα ρητορισμοῦ. Εἶναι ὁ ὁμαδικός λόγος πού ἀκούγεται ἐνίοτε σάν βροντή. Στά δεύτερα ὁ ποιητής γίνεται πιό λυρικός, πιό χαμηλόφωνος, πιό ἐσωτερικός, πιό μουσικός. Π.χ.
   Τ' ὀρνίθι λάλησε, μά ἐγώ δέν κλείνω μάτι·
   εἶναι ἡ ψυχή μου προσευχή γεμάτη.
                          ἤ
   Θά 'ρθης πάλι τώρα, Πολυαγαπημένε,
   νά μέ συναντήσης κάτω στά χωράφια.
   Δρόμο μές στά στάχυα
   ἀνοίγω καί περνῶ,
   δρόμο μές στά στάχυα.
   Ὡστόσο ὁ ἐμπνευσμένος δημιουργός τῆς «Ὠδῆς τοῦ Ἀγαπητοῦ», πολύπλευρο ταλέντο, δοκίμασε μέ ἐπιτυχία τίς δυνάμεις του καί σέ ἄλλες μορφές λόγου. Ἀξιοπρόσεκτη εἶναι ἡ προσφορά του στό δύσκολο χῶρο τοῦ δοκιμίου. Οἱ μελέτες του, πού δημοσιεύτηκαν στίς «Ἀκτῖνες», μαρτυροῦν τή φωτεινή του κρίση, τή δύναμη τοῦ στοχασμοῦ καί τήν πλήρη ἐνημέρωση στά λογοτεχνικά πράγματα τοῦ τόπου. Ἐξάλλου φαίνεται ὅτι παρακολουθοῦσε ἀπό κοντά καί τή γαλλική πνευματική κίνηση.
   Κι ἕνας σύγχρονος ἀναγνώστης ἔχει νά πάρει πολλά μελετώντας τά πρωτότυπα δοκίμια· «Ἡ καλλιτεχνική δημιουργία καί ὁ καλλιτέχνης», «Ἡ τέχνη γιά τόν ἄνθρωπο», «Ὁ ποιητής χθές καί σήμερα», «Ὁ θάνατος τοῦ λυρισμοῦ», «Ὁ λυρισμός θά ξαναζήση». Θά μνημονεύσω ἀκόμα τό θαυμάσιο ἀντιρρητικό κείμενό του «Ἀλεξικέραυνο» καί τή μελέτη του, δημοσιευμένη μετά τό θάνατό του, «Λογοτεχνία καί ἰδανικά».
   Δυό λόγια καί γιά τά τρία διηγήματα τοῦ Βερίτη, ὑπογεγραμμένα μέ τό ψευδώνυμο Α. Λαμπρινός, «Κάθε Πάσχα», «Ὁ Φαροφύλακας», «Ὁ Γησίλας». Ἐδῶ εἶναι φανερή ἡ ἐπίδραση τοῦ Παπαδιαμάντη. Στά δύο τελευταῖα βρίσκουμε τόν ὡραῖο νησιώτικο περίγυρο τῆς φύσης καί τῶν ἀνθρώπων. Πυρήνας τους, τό αἰώνιο θέμα τῆς λύτρωσης.
   Σημαντικές εἶναι καί κάποιες μελέτες καί μονογραφίες τῆς ἱστορικῆς φύσεως. Ὁ χῶρος ὅμως δέν μοῦ ἐπιτρέπει νά γράψω περισσότερα.
   Ἐνῶ ὁ Γ. Βερίτης συνέχιζε τό πολυεδρικό συγγραφικό ἔργο του, ξαφνικά σήμανε ἡ καμπάνα τοῦ τέλους. Τόν Φεβρουάριο τοῦ 1946 τόν βρῆκε μιά βαρειά ἐγκεφαλική συμφόρηση. Ἐπέζησε δύο χρόνια καί στίς 5 Μαΐου τοῦ 1948 ὁ «ἀγαθός καί πιστός δοῦλος» παρέδωσε τό πνεῦμα. Τότε, χωρίς ὑπερβολή, ὁλόκληρη ἡ Ἑλλάδα, ἀπό τόν Ἕβρο ὥς τήν Κύπρο, συγκλονίστηκε βαθιά. Εἶχε χάσει τόν δυνατό ποιητή, τόν μεγάλο ἀγωνιστή, τόν ἐξαίρετο ἄνθρωπο.
 
   Τό ψευδώνυμο Γ. Βερίτης δέν σημαίνει Γεώργιος Βερίτης, ὅπως πολλοί νομίζουν, ἀλλά Γεωργός Βερίτης (= ἀληθινός). Διάλεξε δηλαδή ὁ Ἀλέξανδρος Γκιάλας νά ὀνομάζεται καλός σποριάς.
 

Ἰ. Ἀ. Νικολαΐδης

Τετάρτη, 25 Ιούνιος 2014 03:00

Γ. Βερίτης (Α΄)

Ὁ λογοτέχνης, ὁ ἀγωνιστής

 

  Gkialas Ὁ Ἀλέξανδρος Γκιάλας, πού πολιτογραφήθηκε στά νεοελληνικά γράμματα μέ τό λογοτεχνικό ψευδώνυμο Γεωργίου Βερίτη, στάθηκε ὁ προικισμένος ἐκφραστής μιᾶς ἐποχῆς. Θεολόγος, ἱστορικός, φιλόλογος, δοκιμιογράφος, ποιητής. Ἡ δυναμική προσωπικότητά του μέ τήν πνευματική ὑποδομή πού διέθετε, τήν ἱστορικοφιλολογική κατάρτιση καί τό γνήσιο ποιητικό ταλέντο, τόν ἐπέβαλε πολύ γρήγορα μέσα στό χῶρο τοῦ νεοελληνικοῦ χριστιανικοῦ κινήματος καί τόν ἀνέδειξε ἐμπνευστή καί ὁδηγητή τῆς ἑλληνικῆς νεολαίας. Μιά φωτιά, ἡ φλόγα τοῦ ἁγίου Πνεύματος, λαμπάδιαζε μέσα του καί θέρμαινε καί φώτιζε καί πυροδοτοῦσε καί, ὅπου χρειαζόταν, ἔκαιγε.
   Ὁ Ἀλέξανδρος Γκιάλας γεννήθηκε τό 1915 στήν Ἐλάτα τῆς Χίου, ἕνα ἀπό τά γνωστά μαστιχοχώρια τοῦ αἰγαιοπελαγίτικου νησιοῦ μας. Γιός τοῦ εὐλαβικοῦ παπαδάσκαλου Ἰωάννη Γκιάλα καί τῆς πρεσβυτέρας Ἀμαλίας, τό γένος Μπιλίρη. Κοντά στόν ἱερέα πατέρα του ἔζησε τήν λειτουργική ζωή τῆς Ἐκκλησίας. Ἀλλά καί μέσα στό πατρικό σπίτι γνώρισε βιωματικά τήν πίστη, τήν ἀγάπη, τήν ἐλπίδα καί τή θυσία. Γι' αὐτό διακήρυξε:
Χριστιανό μέ κάματε,
μητέρα καί πατέρα.
   Στό Δημοτικό Σχολεῖο γράφτηκε μόλις πέντε ἐτῶν καί, καθώς τό Γυμνάσιο τῆς Χίου ἦταν τότε πεντατάξιο, ὁ Ἀλέξανδρος ἀποφοίτησε ἀπό αὐτό τό 1930. Ὡστόσο τό 1926 εἶχε δεχτεῖ ἕνα καίριο πλῆγμα στήν ὑγεία του. Ξαφνικά τόν βρῆκε ἕνας ὑψηλός πυρετός. Ἡ ἀρρώστια ἀποδείχτηκε ὅτι ἦταν ὀξεῖς ρευματισμοί. Ὅμως ἡ μή ἔγκαιρη διάγνωση καί ἡ καθυστέρηση τῆς κατάλληλης θεραπευτικῆς ἀγωγῆς προκάλεσαν ἀνεπανόρθωτη βλάβη στήν καρδιά, μέ ἀποτέλεσμα τόν ἀποφασιστικό περιορισμό στά ὅρια τῆς ζωῆς του.
   Πάντως, μόλις ὁ Ἀλέξανδρος πῆρε τό ἀπολυτήριο τοῦ Γυμνασίου μέ Ἄριστα, πῆγε στήν Ἀθήνα γιά νά σπουδάσει Θεολογία. Τό 1935, σέ ἡλικία 20 χρόνων, ἦταν κιόλας ἀριστοῦχος πτυχιοῦχος τῆς Θεολογικῆς Σχολῆς. Ἔτσι ἐντάχθηκε στούς κόλπους τῆς Ἀδελφότητος Θεολόγων «Ἡ Ζωή».
   Τό ποιητικό ταλέντο τοῦ Ἀλεξάνδρου Γκιάλα ἐκδηλώθηκε πολύ νωρίς. Ἀπό μαθητής ἀκόμα ἔγραφε στίχους πού δημοσιεύονταν σέ τοπικά φύλλα τῆς Χίου μέ τό ψευδώνυμο «Ἀλέκος Πέτασσος». Τό δημιουργικό του ὅμως ἔργο ἄρχισε μέ τήν ἔκδοση τοῦ περιοδικοῦ «Ἀκτῖνες». Τότε ξεδιπλώθηκε μέ ὁρμή τό πολύπλευρο λογοτεχνικό τάλαντο τοῦ νεαροῦ θεολόγου καί ἔτσι ὁ Ἀλέξανδρος Γκιάλας καθιερώθηκε ἀνά τό Πανελλήνιο ὡς Γ. Βερίτης. Τό πιό ἐντυπωσιακό εἶναι ὅτι τό ἀπαράμιλλο ἔργο τοῦ Γ. Βερίτη ὁλοκληρώθηκε στό βραχύτατο διάστημα ὀκτώ μόνο χρόνων, ἀπό τό 1938 ὥς τό 1946, σέ ἡλικία νεαρώτατη ἀπό τά 23 ὥς τά 31 χρόνια του. Ποῦ θά ἔφτανε ἄραγε ὁ φωτισμένος αὐτός λογοτέχνης ἄν ζοῦσε ἄλλα 20, 30, 40 χρόνια;
   Τό Φεβρουάριο τοῦ 1946 μιά βαρειά ἐγκεφαλική συμφόρηση διέκοψε ἀπό­τομα τό ἐμπνευσμένο ἔργο, ἀχρηστεύοντας ὁριστικά τήν δημιουργική πνοή τοῦ λογοτέχνη, καί στίς 5 Μαΐου τοῦ 1948 ὁ «ἀγαθός καί πιστός δοῦλος» μέ τά δέκα τάλαντα παρέδωσε τό πνεῦμα του.
   Τό πρῶτο κριτικό κείμενο γιά τόν ποιητή δημοσιεύτηκε στίς «Ἀκτῖνες» τόν Ἰούνιο τοῦ 1948 ἀπό τόν Σ. Καλησπέρη. Διαβάζουμε μεταξύ ἄλλων· «Πρίν ἀπ' ὅλα οἱ "Ἀκτῖνες" αἰσθάνθηκαν τόν Βερίτη ὡσάν ἀγωνιστή. Ἀπό τῆς πρώτης στιγμῆς ἐγνώρισαν τόν πιστό πού μόλις ἄρχισε ὁ ἀγώνας "ἀναλαβών τόν θυρεόν τῆς πίστεως καί περιζωσάμενος ἐν ἀληθείᾳ τήν ὀσφύν", ἐμπῆκε στόν στίβο "ἔμπλεως ζήλου καί παρρησίας". Καί διηκόνησε καί "ἠγωνίσθη τόν καλόν ἀγῶνα" μέχρι τῆς τελευταίας ἡμέρας του, μέ πλήρη συναίσθησι τῆς εὐθύνης. Ἐπολέμησε μέ ὅλη τή δύναμί του. Μέ τήν πίστι του, τόν στοχασμό, τό ταλέντο, τήν θεολογική καί φιλολογική του κατάρτισι, μέ ὅλη του τήν ψυχή».
   Ἀγωνιστής, λοιπόν, ὁ Βερίτης, μαχητής τῆς πρώτης γραμμῆς μέσα στά πλαίσια τῆς ὀρθόδοξης στρατευομένης Ἐκκλησίας, μέ τή σκέψη του καί τήν καρδιά ὡστόσο προσανατολισμένη ἀταλάντευτα πρός τήν αἰωνιότητα, τή μακαριότητα τῆς θριαμβεύουσας Ἐκκλησίας:
Κι ὅταν στερνά θά πέφτη ἀπάνω μου,
θά πέφτη ὁ ἴσκιος τοῦ θανάτου,
στό φῶς μιᾶς νέας ζωῆς, ἀθάνατης,
θ' ἀνοίγη ὁ νοῦς τά βλέφαρά του.
   Τό ἀγωνιστικό χριστιανικό φρόνημα τοῦ Βερίτη φανερώθηκε προπαντός στόν ὡραῖο χῶρο τῆς ποίησης. Εἶναι ἐνδιαφέρον νά γνωρίσει κανείς τό ξεκίνημα καί τό τέρμα τοῦ ποιητικοῦ αὐτοῦ κατορθώματος. Τό πρῶτο ποίημα πού δημοσίευσε στίς «Ἀκτῖνες» ὁ Βερίτης τό Πάσχα τοῦ 1938 ἔχει τόν τίτλο «Πασχαλινό». Πρόκειται γιά ἕνα λυρικό νεανικό τραγούδι, ὅπου κάτω ἀπό τό ντύμα μιᾶς φαινομενικῆς συναισθηματικῆς ἀτμόσφαιρας σπαρταρᾶ ἡ πίστη στήν ἀθανασία. Μπορεῖ τό ποίημα νά ἀρχίζει μέ μιά νότα ρομαντικῆς μελαγχολίας -εἶναι ἡ καθημερινή φθορά τοῦ κόσμου:
Στό στερνό τό ξεψύχισμα
δειλινοῦ μυρωμένου
κάποια ρόδα μαραίνονται,
κάποια ρόδα πεθαίνουν.
   Καταλήγει ὅμως μέ ἕνα θριαμβευτικό τόνο, πού δηλώνει σαφῶς τήν ὑπέρβαση καί τῆς φθορᾶς καί τοῦ θανάτου:
Νύχτα-νύχτα τό μήνυμα
τό τρανό θά κηρύξω,
τοῦ Χριστοῦ τήν Ἀνάστασι,
στούς νεκρούς πού θά σμίξω.
   Ἀναστάσιμος, λοιπόν, ὁ ποιητής μας. Ἐπαληθεύει μέ λόγο καί μέ πράξη τή ρήση τοῦ ἀποστόλου Παύλου· «Εἰ Χριστός οὐκ ἐγήγερται ματαία ἡ πίστις ἡμῶν».

Ἰ. Ἀ. Νικολαΐδης

Τρίτη, 08 Ιούλιος 2014 03:00

Ποτέ δουλειά τήν Κυριακή

ΚΛΕΙΣΤΟ- Καλημέρα, Γιαννούλα!

- Ἄχ καλή μου Λαμπρινή, τί κάνεις; Φώναξε ἡ Γιαννούλα καί τραβήχτηκε μήν τήν πατήσει ἡ ρόδα τοῦ κάρου πού σταμάτησε δίπλα της.

- Πρωί-πρωί στήν ἐκκλησιά πᾶς, καημένη, ρώτησε ἡ Λαμπρινή. Δέν βλέπεις τά χωράφια σέ τί κατάσταση εἶναι; Τά ᾽πνιξε ἡ μουχρίτσα, τό καλάμι κι ἡ ἀγριάδα. Μά τί χόρτο εἶναι αὐτό φέτος! Πάει, χάθηκε τό βαμβάκι. Τέτοια χρονιά ἄς μήν ξαναρχόταν!

- Μά Λάμπρω, εἶναι Κυριακή, πῶς θά πάω στό χωράφι; Δέν πῆγα ποτέ μέχρι σήμερα.

- Σήμερα ὅμως, Γιαννούλα, πρέπει νά πᾶς στό χωράφι! Ὁ ἄντρας σου εἶναι ξαπλωμένος ἀπ’ τή μέση του καί δέν δουλεύει στ’ ἁλώνια ὅπως ἄλλες χρονιές. Ἄν δέν ὑπάρχει σοδειά, τά παιδιά σου θά πεινάσουν. Ἐγώ λέω σήμερα νά πᾶς στό χωράφι, ὅπως καί ὅλες τίς μέρες πού θά ’ρθουν, καθημερινές καί Κυριακές. Τά χορτάρια δέν περιμένουν. Καλή καί ἅγια ἡ ἐκκλησιά, ἀλλά γι’ αὐτούς πού κάθονται. Μιά ζωή μές στίς ἐκκλησιές εἶσαι, καημένη, ἄν δέν πᾶς καί κάνα δυό φορές δέν χάλασε ὁ κόσμος!

Ἔδωσε μιά καμτσικιά στ’ ἄλογα ἡ Λάμπρω καί τό κάρο ὅρμησε τραβώντας μέ δύναμη πέτρες, χόρτα καί χῶμα, πνίγοντας ὅλα γύρω στή σκόνη.

Ἡ Γιαννούλα ἔμεινε γιά λίγο ἀκίνητη κοιτάζοντας νά φεύγει μέσα στή σκόνη μιά καλή ψυχή, συγγενής της. Κράτησε μέ τά δυό χέρια της τή μαντήλα τοῦ κεφαλιοῦ της καί τήν ἔσφιξε ἀποφασιστικά, ὅπως ἔκανε πάντα ὅταν δυσκολευόταν, λές καί ἤθελε νά κρατήσει γερά τό κεφάλι μέ τίς σκέψεις της καί τό μυαλό της. Ἔκανε τόν σταυρό της καί προχώρησε βιαστική πρός τήν ἐκκλησιά. Γύρω τό καλοκαίρι παντοῦ μέ τόν ἥλιο νά ζεματάει, πρωτόβγαλτο χαμηλά στόν ὁρίζοντα τῆς ἀνατολῆς ἀκόμη.

Ἡ μέρα ὅμως προχώρησε. Ἔγινε μεσημέρι καί πολλά κάρα ἐπέστρεφαν γιά τόν μεσημεριανό ἐφοδιασμό τῶν ξωμάχων. Ἡ Γιαννούλα ἑτοίμαζε τό φτωχικό κυριακάτικο τῶν παιδιῶν της καί τοῦ ἄντρα της, πού ἦταν ξαπλωμένος. Ἀκριβῶς τότε ἦρθε κι ἕνας συγχωριανός πού ἐπέμενε νά πάρει μαζί του τόν ἄντρα της γιά τή Σουηδία καί ἡ ψυχή τῆς δόλιας Γιαννούλας σφίχτηκε ἀφάνταστα. Τάχα εἶναι θέλημα Θεοῦ νά ξενιτευτεῖ ὁ ἄντρας της; «Παναγιά μου», ψιθύρισε, «ἀπό τήν κοιλιά τῆς μάνας μου εἶμαι ὀρφανούλα χωρίς πατέρα, ἄς μή μέ ἀφήσει τώρα κι ὁ ἄντρας μου μέ τέσσερα παιδιά».

- Εἶναι ὁ Κώστας μέσα; ρώτησε.

- Εἶναι, μά σήμερα εἶναι ἀνήμπορος καί δέν θά βγεῖ. Ὅταν γίνει καλά, θά σᾶς βρεῖ στό καφενεῖο, εἶπε ἡ Γιαννούλα κατακόκκινη. Τώρα δέν μπορεῖ νά σηκωθεῖ, ἔχει τή μέση του...

Μέσα στήν ἀγωνία της γιά τό πῶς νά πορευτοῦν μέ τά χρήματα πού λείπουν καί μέ τόν ἄντρα ξαπλωμένο, βράδιασε κρατώντας του πολύ σκεπτική λίγη συντροφιά.

- Γιαννούλα, εἶπε κάποια στιγμή αὐτός, τά χρήματα φαίνεται θά μᾶς λείψουν. Φέτος δέν δουλεύω κι ἐγώ, εἶπε ἀναθεματίζοντας νευρικά μέ φοβέρα.

- Ἔχει ὁ Θεός, Κώστα μου, ἀπάντησε χαμηλόφωνα αὐτή.

- Ἔχει, μά δέν δίνει, ἀπάντησε αὐτός ὀργισμένα.

- Ἄχ, Κώστα μου, γιατί βλαστημᾶς; Τί μᾶς ἔλειψε μέχρι τώρα; Στό μαχαλά τέσσερα παιδιά μόνο ἐσύ ἔχεις. Εἶναι γερά καί δέν τούς λείπει τίποτα. Νά λές μόνο «δόξα σοι ὁ Θεός», Κώστα μου. Ἔτσι νά λές.

Νύχτωσε γιά καλά ἡ Κυριακή καί ὁ καιρός στήν πλάση καλός, μαλακός. Γλυκειά θαλπωρή γιά τούς φτωχούς καί ἀνήμπορους.

Ἡ Γιαννούλα συμμάζεψε κι ἔβαλε γιά ὕπνο τά μικρά της κι ὅπως ἑτοιμαζόταν κι αὐτή νά πέσει, μέσα στό τρυφερό νανούρισμα τῶν τριζονιῶν καί τοῦ καλοκαιρινοῦ ἀγέρα, χτύπησε δυνατά ἡ ἐξώπορτα καί, χωρίς νά πάρει τήν ἄδεια, ἕνας πανύψηλος ἄντρας πέρασε μέσα, γελώντας δυνατά.

- Γιαννούλα, τί κάνεις; Τί κάνει ὁ Κωτσιάκος; Εἶμαι ὁ ξάδελφος ὁ Κώστας ἀπό τόν Ἅγιο Λουκᾶ. Φέτος δέν μᾶς ἦρθε. Ἔχει τή μέση του. Ἄς εἶναι. Ἄς γίνει καλά κι ἔρχεται τοῦ χρόνου, εἶπε δυνατά καί προχώρησε μέσα στό σπίτι φωνάζοντας: «Ποῦ εἶσαι μωρέ Κωτσιάκο! Δέν πιστεύω πώς εἶσαι ἐσύ ξαπλωμένος!».

Γυρίζοντας στή Γιαννούλα, πού ἀκολουθοῦσε ἀμήχανη, τῆς εἶπε γελαστά.

- Ἤμουνα στό Κιλκίς καί τό ᾽χα νά περάσω νά ἰδῶ τόν Κωτσιάκο. Συγγνώμη γιά τήν ὥρα. Χασομέρησα. Ξέρεις, φέτος δέν δουλεύουμε πλέον Κυριακή μετά τή ζημιά πού πάθαμε πέρυσι, Κυριακή μέρα. Πέρυσι ντέ, πού ἔμεινε ἡ κομπίνα μέσα στό χωράφι καί εἴδαμε καί πάθαμε νά τή φτιάξουμε καί κρατήσαμε ἀπό ὅλους χρήματα γιά τή ζημιά. Τώρα ὅμως ἀποφασίσαμε ὅλα τ’ ἀδέλφια νά ἐπιστρέψουμε τά χρήματα στούς ἐργάτες καί τά περισσότερα νά τά δώσουμε στόν Κωτσιάκο, μιᾶς καί εἶναι ἀνήμπορος φέτος καί δέν μπόρεσε νά ’ρθεῖ. Γι’ αὐτό εἶμαι ἐδῶ. Ἔλα, πᾶρε. Καί μέ μιά δρασκελιά πλησίασε καί τῆς ἔδωσε τά χρήματα.

- Τόσα πολλά! ψιθύρισε.

- Τόσα, τῆς ἀπάντησε καί προχώρησε στό δωμάτιο φωνάζοντας: «Ποῦ εἶσαι ὠρέ Κωτσιάκο; Περαστικά!».

 Ἡ Γιαννούλα πλησίασε τήν εἰκόνα τῆς Παναγίας μέ τόν μικρό Χριστό στήν ἀγκαλιά καί ψιθύρισε μέ δάκρυα... «Σ’ εὐχαριστῶ, Παναγιά μου, πού βρέθηκαν χρήματα γιά τό σπιτικό μου σ’ αὐτή τή δύσκολη ὥρα. Μά πιό πολύ σ’ εὐχαριστῶ γιά τόν ἄντρα μου. Νά πάψει νά βλαστημάει καί ἄν γίνεται νά μή μᾶς φύγει μακριά!».

Βασίλης Βασιλάκος

Δάσκαλος

Στῆς κατασκήνωσης τίς κορυφές,
ἀντιλαλοῦν
οἱ προσευχές καί τά τραγούδια.
Ὁ λόγος τῆς Γραφῆς
διαμάντια κι εὐωδιά ἀπ᾽ τά λουλούδια,
ζεστό ψωμί, γλυκός σάν μέλι,
φλόγα πού μέσα στήν καρδιά πηγαίνει.

Τά πρόσωπα τά γελαστά
γεμάτα ξεγνοιασιά κι εἰρήνη.
Τό μάθημα τ᾽ ἀπόγευμα
Θεοῦ πνοή σοῦ δίνει.
Τό βράδυ μέ τήν προσευχή
 πού ὅλα τ᾽ ἀστέρια λάμπουν,
τήν παρουσία τοῦ Θεοῦ
μέσα ἀπ᾽ τήν ἁρμονία τους
καί τή σιωπή φωνάζουν.

Αὐτή εἶναι ἡ κατασκήνωση·
μεθᾶς μέ τ᾽ ἄρωμά της,
γεμίζεις ἀπό φῶς Θεοῦ
καί εὔχεσαι κοντά της
κάθε φορά νά βρίσκεσαι
καί ἀστείρευτα νά γεύεσαι
τ᾽ ἅγια μηνύματά της.
 katask
 Ἑλένη Μουρουζίδου


  Prodromos Ἕνα ἀπό τά αἰσχρά ἐγκλήματα πού στιγματίζουν τήν ἱστορία τοῦ κόσμου μας εἶναι ἡ ἀποτομή τῆς τιμίας κεφαλῆς τοῦ Προφήτου Προδρόμου καί Βαπτιστοῦ ᾿Ιωάννου (29 Αὐγούστου). Τόν ἄνθρωπο τόν ὁποῖο ὁ ἴδιος ὁ Κύριος χαρακτήρισε ὡς «μείζονα ἐν γεννητοῖς γυναικῶν» (Μθ 11,11 πρβλ. Λκ 7,28) τόν ἀποκεφάλισε τό καπρίτσιο μιᾶς διεφθαρμένης γυναίκας, πού κατόρθωσε νά ξεμυαλίσει ἕναν ἀσύνετο βασιλιά. Εἶναι ἀξιοσημείωτη ἡ λιτότητα μέ τήν ὁποία ἀποδίδουν τό γεγονός τά ἱερά Εὐαγγέλια (Μθ 14,3-12· Μρ 6,16-29· Λκ 3,19-20· 9,7-9), σέ ἀντίθεση πρός τόν τρόπο μέ τόν ὁποῖο τό προσεγγίζει ἡ ὑμνογραφία τῆς ᾿Εκκλησίας μας. ᾿Αξίζει νά παραθέσουμε ἕνα δεῖγμα· Πῶς ἀποδίδει ἡ ἐκκλησιαστική μας ποίηση τά ἱστορούμενα στό κατά Ματθαῖον Εὐαγγέλιο (14,3-4).
    Ἡ ἐνέργεια τοῦ ῾Ηρώδη νά συζευχθεῖ τή γυναίκα τοῦ ἀδελφοῦ του Φιλίππου, ἐνῶ ἀκόμη ἐκεῖνος ζοῦσε, ἦταν παράνομη (πρβλ. Λε 18,16· 20,21). Μέ ἐκφραστικά ἐπίθετα καί ἀρνητικά φορτισμένες λέξεις οἱ ὑμνογράφοι διατυπώνουν πληθωρικά τόν ἀποτροπιασμό τους γι᾿ αὐτή τήν παρανομία. Τήν ὀνομάζουν γενικά «ἄνομον πρᾶξιν» ἤ «παρανομίαν» καί εἰδικότερα «συζυγίαν τήν ἄσεμνον» ἤ «παράνομον μῖξιν», τονίζοντας τήν ἠθική ἀπαξία καί τήν πνευματική ἐκτροπή μέ τίς ἐκφράσεις «παρανόμου μοιχείας τήν πρᾶξιν» καί «θεοστυγῆ μῖξιν».
    Ἀλλά δέν ἀρκεῖται ἡ ὑμνογραφία μόνο στό χαρακτηρισμό τῆς πράξεως. Χαρακτηρίζει ἐπίσης -καί μάλιστα μέ σκληρούς χαρακτηρισμούς- τά πρόσωπα, πράγμα πού ἀποφεύγει ἡ εὐαγγελική διήγηση. ῾Ο ῾Ηρώδης, «ὁ τοῦ νόμου ταῖς ποιναῖς ὑπεύθυνος», συλλαμβάνεται «παρανομῶν» καί «πράττων ἀσέμνως τά ἀσελγῆ». Χαρακτηρίζεται ὡς «δεινός», «δείλαιος», «ἄνομος», «δυσσεβής», «ἀσελγής», «ἄφρων» ἀλλά καί «παράφρων», ὅπως σημειώνει τό Συναξάρι. «῎Εχθιστος», «ἄδικος», «ψεύδους ἔκγονος», «ἔκφρων οἴστρῳ» ἤ «μαινόμενος οἴστρῳ» πάσχει ἀπό «ψυχοβλαβῆ μέθην καί οἶστρον ἀκόλαστον». «Θελγόμενος ἀκολασίᾳ γυναικείᾳ» καί «κεντούμενος ἀσεβεῖ θηλυμανίᾳ ἀπέτεμε κεφαλήν προδρομικήν».
    Ἡ ῾Ηρωδιάς χαρακτηρίζεται ἐπίσης μέ ἀντίστοιχα πρός τήν πράξη της ἐπίθετα· «μοιχαλίς», «ἀνοσιουργότροπος», «κακοδαίμων», «ὠμή λέαινα», πού γιά τήν ἐκπλήρωση τοῦ σατανικοῦ της σχεδίου χρησιμοποίησε καί τή θυγατέρα της «φονοτρόπῳ συμβουλῇ».
    Μέ ἔντονη συναισθηματική φόρτιση οἱ ὑμνογράφοι, καθώς ἐκφράζουν τήν ὀργή καί τόν ἀποτροπιασμό τους γιά τά πρόσωπα τῶν ἐνόχων (῾Ηρώδη καί ῾Ηρωδιάδας), ἀφήνουν νά φανεῖ μέσα στίς συνθέσεις τους ὅλη ἡ ἐπιδοκιμασία καί ὁ θαυμασμός τους γιά τόν ᾿Ιωάννη. Στήν περίπτωση τῆς ἀντίθεσής του πρός τόν ῾Ηρώδη ὁ ᾿Ιωάννης εἶναι ὄχι μόνο γνώστης τοῦ νόμου, μέ τόν ὁποῖο ἔχει ἐκτραφεῖ, ἀλλά καί «νόμου σφραγίς». Γι᾿ αὐτό, ὅπως σημειώνει ὁ μοναχός ᾿Ιωάννης «προκινδυνεύει τῶν ἐντολῶν τοῦ νόμου». Αὐτό τό φρόνημα, τοῦ ὑπερασπιστοῦ τῶν ἐντολῶν τοῦ Θεοῦ, τοῦ δίνει τό δικαίωμα νά ἐλέγχει «παρρησίᾳ ἀμέμπτῳ».
    Μέ πολλούς καί ποικίλους τρόπους οἱ ὑμνογράφοι ἐξυμνοῦν τήν παρρησία καί τό θάρρος τοῦ ᾿Ιωάννη, νά στηλιτεύσει μέ δύναμη τήν παρανομία τοῦ ῾Ηρώδη «οὐκ ἔξεστι λέγων μοιχεύειν τοῦ ἀδελφοῦ σου Φιλίππου τήν γυναῖκα». Μάλιστα, κατά τό δεύτερο τροπάριο τῆς στ´ ὠδῆς τοῦ πρώτου κανόνα στή μνήμη τῆς ἀποτομῆς τῆς τιμίας κεφαλῆς τοῦ Προδρόμου, ὁ ἔλεγχος τοῦ παρανόμου βασιλιᾶ συνεχίζεται καί «μετά τό τέλος», μετά τό θάνατο, τοῦ προφήτη. ῾Ο «τῆς παρανομίας κατήγορος» ἐξακολουθεῖ νά διασύρει, καί θά διαπομπεύει τούς ὑπευθύνους στούς αἰῶνες. Καί πρό τῆς ἐκτομῆς καί μετά ἀπ᾿ αὐτήν ἐλέγχει καί καταισχύνει «τῆς ἁμαρτίας τήν φάλαγγα». Καί μέ τόν ἔλεγχο αὐτό «τρανώνει τόν νόμον τοῦ Θεοῦ», δηλαδή κάνει μία πιστή μετάφραση, ἑρμηνεία καί ἀνάπτυξη τοῦ νόμου τοῦ Θεοῦ γιά ὅλους.

   Σοφία Καρακασίδου
   Διδάκτωρ Θεολογίας

Παρασκευή, 25 Φεβρουάριος 2022 03:00

Τά Μνημόσυνα

  keria manouali Γιά τό κάθε δικό μας πρόσωπο πού ἔφυγε ἀπό τόν κόσμο αὐτό ὡς μέλος τῆς ᾿Εκκλησίας συνηθίζουμε νά τελοῦμε τά ὁρισμένα Μνημόσυνα· τριήμερα, ἐννιάμερα, τεσσαρακονθήμερα, τρίμηνα, ἑξάμηνα, ἐτήσια. Τό καθένα ἀπό αὐτά ἔχει τό συμβολισμό καί τό νόημά του (βλ. Ἀποστολικαί Διαταγαί 8,42· PG 1,1145B-1148A). Εἶναι ὄχι μόνο μία πράξη τιμῆς καί μνήμης γιά τόν κεκοιμημένο μας ἀλλά καί μία εὐκαιρία γιά τή δική μας πνευματική ἀνανέωση καί ἐνίσχυση. Παρηγοριόμαστε γιά τήν ἀπουσία τῶν ἀγαπητῶν μας, ἀλλά καί ἐνθαρρυνόμαστε στόν ἀγώνα καί ἐνισχυόμαστε στήν πίστη, καθώς αἰσθανόμαστε τίς ψυχές στή χώρα τῶν ζώντων.
   Κανονικά τά Μνημόσυνα τελοῦνται κατά τή θεία Λειτουργία τοῦ Σαββάτου, τῆς ἡμέρας πού εἶναι ἀφιερωμένη στή μνήμη τῶν κεκοιμημένων. Γιά λόγους πρακτικούς ὅμως ἐπικράτησε ἡ συνήθεια νά τελοῦνται καί κατά τήν Κυριακή.
   ῾Η ᾿Εκκλησία τελεῖ Μνημόσυνα μόνο ὑπέρ τῶν μελῶν της, δηλαδή, γιά ὅσους ἔφυγαν ἀπό τόν κόσμο αὐτό ὡς χριστιανοί ὀρθόδοξοι, διότι αὐτοί βρίσκονται στή δικαιοδοσία της. Δέν τελεῖ Μνημόσυνα γιά μή χριστιανούς, γιά αἱρετικούς, γιά ἀφορισμένους καί γιά ἀνθρώπους πού αὐτοκτόνησαν ἔχοντας συναίσθηση τῆς πράξεώς τους (Τελοῦνται π.χ. Μνημόσυνα γιά ψυχοπαθεῖς οἱ ὁποῖοι αὐτοκτόνησαν, διότι αὐτοί δέν ἔχουν συναίσθηση τῶν πράξεών τους). ῞Ολους αὐτούς τούς ἀφήνει ἡ ᾿Εκκλησία στήν κρίση τοῦ πανάγαθου καί πολυεύσπλαγχνου Θεοῦ.
   Γιά τήν τέλεση εἰδικοῦ Μνημοσύνου ὁ κάθε ἐνδιαφερόμενος συνεννοεῖται μέ τόν ἱερέα τῆς ἐνορίας του καί φροντίζει νά φέρει στό ναό τό πρόσφορο καί τό νάμα, πού θά χρησιμοποιηθοῦν γιά τό Μυστήριο τῆς θείας Εὐχαριστίας. Φέρνει ἐπίσης τό θυμίαμα, τά κεριά, τά κόλλυβα. ῞Ολα αὐτά, πού χρησιμοποιοῦνται καί κατά τήν Κηδεία, ἔχουν τό συμβολικό νόημά τους:
   * Τά κεριά, ἐξηγεῖ ὁ ἅγιος Χρυσόστομος, σημαίνουν «ὅτι προπέμπουμε ἀθλητή» (Εἰς Ἑβραίους 4,5· ΕΠΕ 24,310).
  * Τά θυμιάματα προσφέρονται «εἰς ἱλασμόν», γιά τή συγχώρεση, τοῦ κεκοιμημένου καί ὡς δεῖγμα τῆς εὐσεβοῦς καί ὀρθοδόξου ζωῆς του (Συμεών Θεσ/νίκης, Περί τοῦ τέλους ἡμῶν καί τῆς ἱερᾶς τάξεως τῆς κηδείας 361· PG 155,676C).
   * Τά κόλλυβα εἶναι σύμβολο τῆς ἐλπίδας μας στήν ἀνάσταση. Τό μελετήσαμε ἤδη ἀναλύοντας τή διδαχή τοῦ ἀποστόλου Παύλου· ῞Οπως ἀπό τό σπόρο τοῦ σιταριοῦ βλαστάνει τό νέο φυτό, ἔτσι τό νεκρό σῶμα πού θάψαμε στή γῆ θά ἀναστηθεῖ ἄφθαρτο. Αὐτή τήν πίστη μας διατρανώνουμε μέ τά κόλλυβα πού κάνουμε στίς Κηδεῖες καί στά Μνημόσυνα. ᾿Επιπλέον τά κόλλυβα, πού τά μοιράζουμε κατόπιν στόν κόσμο, εἶναι ἕνα λείψανο τῆς ἐλεημοσύνης, πού πρέπει νά συνοδεύει τά Μνημόσυνα τῶν κεκοιμημένων μας. Γιά τόν ἴδιο λόγο πολλοί συνηθίζουν νά παραθέτουν καί γεῦμα καί νά κάνουν δωρεές στή μνήμη τῶν κεκοιμημένων.
   Εἶναι ἀναγκαῖο νά κάνουμε δωρεές καί ἐλεημοσύνες εἰς μνήμην τῶν κεκοιμημένων μας. ῾Η ἀνακούφιση τῶν πτωχῶν καί ἐνδεῶν φθάνει στό θρόνο τοῦ Θεοῦ ὡς μία εὐπρόσδεκτη προσευχή γιά τίς ψυχές. Εἶναι σάν νά ἐξοφλοῦμε τά μικροχρέη πού ἄφησαν σ᾿ αὐτή τή γῆ, διότι ὅλοι καί πάντοτε ὀφείλουμε τό  ἀνεξόφλητο χρέος τῆς ἀγάπης πρός τόν ἀδελφό, πού εἶναι ἡ εἰκόνα τοῦ Θεοῦ. ᾿Επειδή, λοιπόν, οἱ κεκοιμημένοι μας, ὅσο ἐλεήμονες κι ἄν ὑπῆρξαν κατά τήν ἐπίγεια ζωή τους, θά μποροῦσαν νά κάνουν περισσότερα καλά ἔργα, πού δέν τά ἔκαναν, ἐμεῖς μέ τίς δωρεές εἰς μνήμην τους συμπληρώνουμε αὐτά τά καλά ἔργα καί πληρώνουμε γιά δικό τους λογαριασμό τό χρέος τῆς ἀγάπης.
  ῾Ο ἅγιος ᾿Ιωάννης ὁ Δαμασκηνός γράφει σχετικά· «Κάθε ἄνθρωπος, πού ἀπέκτησε μικρή ζύμη ἀρετῶν, ἀλλά δέν πρόφθασε νά τήν κάνει ψωμί· πού ἐπιθύμησε, ἀλλά δέν μπόρεσε νά κάνει πράξη τήν καλή ἐπιθυμία του -εἴτε ἀπό ραθυμία εἴτε ἀπό ἀμέλεια εἴτε ἀπό ἀνανδρία ἤ ἀπό ἀναβολή-, πού θερίστηκε ἀπό τόν κόσμο αὐτό πρίν προλάβει νά κάνει τό καλό. Αὐτός δέν θά κατακριθεῖ ἀπό τόν δίκαιο κριτή καί δεσπότη, ἀλλά μετά τό θάνατό του θά διεγείρει ὁ Κύριος τούς οἰκείους, τούς συγγενεῖς καί φίλους του... ὥστε αὐτοί νά ἀναπληρώσουν τά ὑστερήματα αὐτοῦ πού ἔφυγε» (Περί τῶν ἐν πίστει κεκοιμημένων 21· PG 95,268A-B).
  ῾Ωστόσο, νά μή λησμονοῦμε ποτέ ὅτι οἱ δωρεές ὑπέρ τῶν κεκοιμημένων γίνονται «ἀντί στεφάνου» κι ὄχι ἀντί Μνημοσύνου. Τίποτε δέν ἀντικαθιστᾶ τήν προσευχή τῆς ᾿Εκκλησίας γιά τήν ἀνάπαυση τῶν «ἐπ᾿ ἐλπίδι ἀναστάσεως ζωῆς αἰωνίου κεκοιμημένων» ἀδελφῶν μας.

Στέργιος Ν. Σάκκος

Δευτέρα, 25 Αύγουστος 2014 03:00

Νεανικές σελίδες

P19 Ἐπισκεφθεῖτε τίς νέες Νεανικές Σελίδες:

"Λύχνος"    καί

"Χριστιανική Ἐλπίς" ("Ελπιδικό Φοιτητικό Σώμα")

 

Πέμπτη, 16 Ιούνιος 2022 03:00

Νά γίνουμε ἅγιοι!

Νά γίνουμε ἅγιοι!

  226854-1athos-cross Παράδοξη, ἀπρόβλεπτη καί προφανῶς ἀδιάφορη γιά τήν σημερινή κοινωνία φαίνεται ἡ πρόταση «νά γίνουμε ἅγιοι». Σήμερα οἱ περισσότεροι ἐπιδιώκουν οἰκονομική εὐμάρεια, κοινωνική ἐπιφάνεια, ἐπιστημονική ἀνάδειξη, ἐπαγγελματική καταξίωση, πρόσβαση στίς τεχνολογικές ἀνέσεις, καί μύρια ἄλλα παρόμοια, ὄχι ὅμως ἁγιότητα.

   Ὡστόσο, ἡ ἁγιότητα δέν στέκει ἔξω ἀπό τόν προορισμό οὔτε ἀπό τά ὅρια τῆς δυνατότητας τοῦ ἀνθρώπου. Ἀντίθετα, ὅλοι εἴμαστε καλεσμένοι νά γίνουμε ἅγιοι. «Καὶ ἔσεσθε ἅγιοι, ὅτι ἅγιος ἐγὼ Κύριος ὁ Θεός ὑμῶν» (Λε 20,7· πρβλ. Α΄ Πέ 1,16), εἶναι ἡ ἐπιθυμία καί πρόσκληση τοῦ Θεοῦ πρός κάθε πλάσμα του, μάλιστα πρός τόν χριστιανό. Ἡ Ἐκκλησία μας τιμᾶ καθημερινά σμήνη ἁγίων καί ὅλους αὐτούς τούς προβάλλει ὡς πρότυπα ζωῆς μέ τήν Κυριακή τῶν Ἁγίων Πάντων. Ὑπογραμμίζει ὅτι οἱ ἅγιοι δέν ἔπεσαν ἀπό τόν οὐρανό, δέν εἶναι ἐξαιρέσεις στήν κοινωνία. Ὑπῆρξαν ἄνθρωποι ὅπως ἐμεῖς, ὅμως ἔγιναν ἅγιοι.

  Βέβαια, ἀπόλυτα καί ἐκ φύσεως ἅγιος εἶναι μόνον ὁ Θεός. Ἀπό τότε ὅμως πού κατέβηκε στήν γῆ ὁ Θεός καί μέ τήν θεία ἀνάληψή του ὁ Ἰησοῦς Χριστός, ὁ «εἷς ἅγιος, φύσει ἅγιος» κατά τόν ἅγιο Κύριλλο Ἰεροσολύμων, ἀνέβασε τήν ἀνθρώπινη φύση μας στόν οὐρανό, μᾶς ἄνοιξε πρόσβαση στήν ἁγιότητα. Γιά τόν ἄνθρωπο ἡ ἁγιότητα, θά λέγαμε σχηματικά, ἔχει δύο στάδια: ἕνα θεωρητικό, θεολογικό, καί ἕνα πρακτικό, ἠθικό. Τό πρῶτο τοῦ δίδεται ἀπό τόν Θεό, στό δεύτερο συνεργάζεται ὁ ἴδιος μέ τήν δωρεά τοῦ Θεοῦ.

  Τό πρῶτο στάδιο θά μπορούσαμε νά τό ὀνομάσουμε ἀφιέρωση. Ἅγιος λέγεται ὁ ἀφιερωμένος, αὐτός πού ξεχωρίζει ἀπό τούς ὑπόλοιπους ἀνθρώπους τοῦ ἀντίθεου κόσμου καί προσφέρεται στόν Θεό. Στήν Παλαιά Διαθήκη φέρ’ εἰπεῖν «ἅγιος» λεγόταν ὁ ναός τοῦ Σολομῶντα, διότι ἦταν ἀφιερωμένος ἐξ ὁλοκλήρου στήν λατρεία τοῦ Θεοῦ. Καί ὁ Ἰσραήλ λέγεται «ἅγιος λαός», «ἔθνος ἅγιον», διότι ὁ Θεός τόν ξεχώρισε ἀνάμεσα σ’ ὅλα τά ὑπόλοιπα ἔθνη, γιά νά εἶναι δικός του λαός. Στήν Καινή Διαθήκη ὁ ἀπόστολος Παῦλος στέλνει τίς Ἐπιστολές του στούς ἁγίους, δηλαδή σ’ αὐτούς πού εἶναι ἀφιερωμένοι στόν Θεό. Καί ποιοί εἶναι αὐτοί; Ὅσοι εἶναι βαπτισμένοι στόν θάνατο καί στήν ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ, δηλαδή ἐμεῖς οἱ χριστιανοί. Κάθε πιστός εἶναι ἅγιος· «πᾶς γὰρ πιστὸς ἅγιος, καθὸ πιστός ἐστι· κἂν κοσμικὸς ᾖ τις (= κι ἄν ζῆ μέσα στόν κόσμο), ἅγιός ἐστιν», τονίζει ὁ ἅγιος Χρυσόστομος. Στό πρῶτο στάδιο τῆς ἁγιότητος, λοιπόν, μᾶς εἰσάγει ἡ Ἐκκλησία καί μᾶς προετοιμάζει νά προχωρήσουμε στό δεύτερο στάδιο, τό ὁποῖο νοηματίζει καί ὁλοκληρώνει τό πρῶτο.

  Τό δεύτερο στάδιο θά μπορούσαμε νά τό ὀνομάσουμε ἀφομοίωση μέ τόν Υἱό τοῦ Θεοῦ. Ὁ ἀπόστολος Παῦλος ὑπενθυμίζει ὅτι εἴμαστε «κλητοὶ ἅγιοι», δηλαδή ἀφιερωμένοι στόν Θεό, ἀλλά καί προσκεκλημένοι νά γίνουμε ἅγιοι μέ τήν ἠθική σημασία τοῦ ὅρου, νά γίνουμε δηλαδή ὅμοιοι μέ τόν Υἱό τοῦ Θεοῦ. Αὐτό σημαίνει νά ἀποκτήσουμε, ὅπως λέει πάλι ὁ ἀπόστολος Παῦλος, «νοῦν», δηλαδή φρόνημα, Χριστοῦ, «σπλάγχνα», δηλαδή ἀγάπη, καί βούληση Χριστοῦ.

  Καί πῶς θά ἀποκτήσουμε νοῦ καί σπλάγχνα, ἀγάπη καί φρόνημα Χριστοῦ; Ἡ Ἐκκλησία, ἡ μήτρα τῆς ἁγιότητος, πού μᾶς βγάζει θεολογικά ἁγίους ἀπό τήν κολυμβήθρα τοῦ βαπτίσματος, εἶναι ἐπίσης καί τό ἐργαστήριο τῆς ἁγιότητος. Μᾶς προσφέρει τά μέσα, τά ἐργαλεῖα μέ τήν χρήση τῶν ὁποίων θά γίνουμε καί ἠθικά ἅγιοι. Ποιά εἶναι αὐτά; Εἶναι ἡ μαθητεία στόν λόγο τοῦ Θεοῦ καί ἡ μετοχή στά ἅγια Μυστήρια.

  Ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ μᾶς ἁγιάζει καί μᾶς καθαρίζει. Τό ἀποκαλύπτει ὁ Κύριος στήν ἀρχιερατική του προσευχή. Ἀπευθυνόμενος στόν Πατέρα του λέει γιά τούς μαθητές του ὅτι «ἐγώ τούς ἁγίασα (βλ. Ἰω 17,12), διότι “δέδωκα αὐτοῖς τὸν λόγον σου”» (Ἰω 17,14). Δέν εἶναι ἁπλό πράγμα νά μαθητεύεις στόν λόγο τοῦ Θεοῦ. Ἡ μαθητεία αὐτή ἀπαιτεῖ προσωπικό κόστος, διότι ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ δουλεύει στήν ὕπαρξή σου σάν μαχαίρι. Πετάει ἀπό πάνω σου κάθε σάπιο καί βρόμικο, σέ καθαρίζει. Κατόπιν ἡ μετοχή στά ἅγια Μυστήρια, ἡ μυστηριακή ζωή, σοῦ προσφέρει αὐτόν τόν ἴδιο τόν Χριστό, τό «ἄχραντον σῶμα» του καί τό «τίμιον αἷμα» του. ῎Ετσι ἀποκτᾶς ὄχι μόνο νοῦν καί καρδιά, φρόνημα καί νοοτροπία Χριστοῦ, ἀλλά καί «σπλάγχνα Χριστοῦ», φλέβες καί αἷμα καί κύτταρα Χριστοῦ!

  Γιά νά χρησιμοποιήσουμε τόν λόγο καί τά μυστήρια τοῦ Θεοῦ κατά τέτοιο τρόπο, ὥστε πραγματικά νά ἀφομοιωθοῦμε μέ τόν Υἱό τοῦ Θεοῦ, ἀπαιτεῖται μία θυσία ἀπό μέρους μας. Ὅπως ἀποκαλύπτεται πάλι στήν ἀρχιερατική προσευχή «ἁγιάζω ἐμαυτόν» (Ἰω 17,19) σημαίνει σφαγιάζω, θυσιάζω τόν ἑαυτό μου. Ὁ Κύριος θυσιάζεται χάριν τῶν μαθητῶν του. Καί ἐμεῖς ὡς μαθητές του, γιά νά μπορέσει νά λειτουργήσει μέσα μας ὁ λόγος του, γιά νά λειτουργήσει τό μυστήριο τοῦ Κυρίου μέσα μας, γιά νά γίνουμε -κατά χάριν βέβαια, ὄχι κατά φύσιν- ὅμοιοι μέ τόν Χριστό καί νά ἑτοιμαστοῦμε νά μποῦμε στή βασιλεία τοῦ Θεοῦ, πρέπει κάτι νά θυσιάσουμε, νά σφαγιάσουμε κάτι, νά «ἁγιάσουμε» κάτι: τόν «παλαιὸν ἄνθρωπον» (Ἐφ 4, 22). Νά θυσιάσουμε τό θέλημα τοῦ παλιοῦ ἀνθρώπου καί νά ὑπακούσουμε στίς ἐντολές τοῦ Θεοῦ. Νά τίς ἐφαρμόζουμε καί νά εἶναι πυξίδα στήν ζωή μας οἱ ἐντολές τοῦ Θεοῦ. Ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ καί τό μυστήριο δέν λειτουργοῦν μέσα μας μηχανικά, μαγικά. Πρέπει κι ἐμεῖς νά συνεισφέρουμε αὐτό ἀκριβῶς, νά πάρουμε τήν ἀπόφαση νά πετάξουμε ἀπό μέσα μας τόν παλαιό ἄνθρωπο, γιά νά ἀρχίσει νά κτίζεται καί νά οἰκοδομεῖται καί νά μορφώνεται ὁ καινούργιος ἄνθρωπος, ὁ ἅγιος.

  Αὐτό ἔκαναν οἱ ἅγιοι· ἀσκήθηκαν πάρα πολύ στήν ὑπακοή τοῦ θελήματος τοῦ Θεοῦ. Γι’ αὐτό ἡ Ἐκκλησία μας τούς προβάλλει ὡς ὑποδείγματα, ὡς πρότυπα ἀνθρώπων πού μπῆκαν στή βασιλεία τοῦ Θεοῦ, ὡς ἐμπνευστές καί καθοδηγητές ἀλλά καί πρεσβευτές γιά ἐκείνους πού ποθοῦν τόν οὐρανό.

Εὐάγγελος Ἀλ. Δάκας

Τετάρτη, 14 Ιούλιος 2021 03:00

Ὅσιος Παμβώ

 Κατάκαρπο δένδρο

PAMVO-c Ὁδοιπόροι στά καυτά μονοπάτια τοῦ καλοκαιριοῦ στεκόμαστε νά ξεδιψάσουμε στά βαθύσκιωτα καί κατάκαρπα δένδρα τοῦ Πνεύματος. Στίς ἀείζωες πηγές τοῦ θείου λόγου φυτεμένοι οἱ ἅγιοι δροσίζουν, ἀναπαύουν καί εὐφραίνουν τούς κατάκοπους διαβάτες τῆς ἄνυδρης στράτας τοῦ κόσμου.

 Κι ἄν διάλεξαν γιά τόν ἑαυτό τους κάποιοι ἀπό αὐτούς τήν ἀφάνεια καί τήν ἐρημία, τούς πλούτισε ὁ οὐρανός μέ τή δροσιά του καί τούς στόλισε μέ πλούσιους καί εὔχυμους καρπούς.

 Στά μέσα τοῦ 4ου αἰώνα, τότε πού ἀνθοβολοῦσε θαυμαστά ἡ ἔρημος τοῦ ὄρους τῆς Νιτρίας, χαρίζει στήν Ἐκκλησία τούς ὑπέροχους καρπούς του ὁ ὅσιος Παμβώ. «Μεγάλος σέ ὅλα του», σημειώνει μέ θαυμασμό ὁ βιογράφος του, στήν εὐσέβεια καί στήν ἄσκηση, στή σοφία καί στήν ἁπλότητα. Πολυάριθμοι μαθητές τόν κυκλώνουν, ὅπως ὁ ἐπίσκοπος Διόσκορος, ὁ Ἄμμωνας καί ὁ Ἰωάννης, ὁ ἀνεψιός τοῦ Δρακοντίου. Κι ὁ ἅγιος τοῦ Θεοῦ διδάσκει ἄλλοτε μέ τή σιωπή κι ἄλλοτε μέ τόν λόγο, πάντοτε ὅμως μέ τό παράδειγμά του.

 Βαθιά ἀγάπησε τήν ἔρημο καί τόν βίο τῆς ἀσκήσεως ὁ ἄοκνος πνευματικός ἐργάτης. Μά σάν τόν κάλεσε ὁ πνευματικός ἀδελφός του, ὁ Μέγας Ἀθανάσιος, ὁ πολύπαθος ἀγωνιστής τῆς ἀλήθειας, στήν πόλη τῆς Ἀλεξάνδρειας γιά νά στηρίξει τούς πιστούς στήν ὀρθόδοξη πίστη, ὁ ὅσιος «ἔκανε ἀγάπη». Δέν ἐφείσθη τοῦ κόπου, δέν μέτρησε τήν ἀπόσταση καί κίνησε μέ προσευχή μυστική γιά τήν ἀνάγκη τῶν ἀδελφῶν. «Εὐλογημένος ὁ κόπος πού γίνεται γιά τούς ἀδελφούς», συνήθιζε νά λέει.

 Ὁ πρῶτος ἄνθρωπος πού συναντᾶ ὁ ὅσιος, περνώντας τά τείχη τῆς μεγαλούπολης, εἶναι μία γυναίκα διεφθαρμένη. Στεκόταν προκλητικά καλλωπισμένη γιά νά παγιδέψει θύματα. Βλέποντάς την ὁ Γέροντας σταματᾶ. Δάκρυα πλημμυρίζουν τό ἀσκητικό του πρόσωπο. Δάκρυα πού πηγάζουν ἀπό τά βάθη τῆς καρδιᾶς.

 - Γιατί κλαῖς, ἀββᾶ; τόν ρωτᾶ μέ ἔκπληξη ὁ ἀδελφός πού τόν συνόδευε.

 - Γιά δύο λόγους, ἀποκρίθηκε στενάζοντας ἐκεῖνος. Πρῶτα ἀπ᾽ ὅλα γιά τήν ἀπώλεια τῆς ψυχῆς αὐτῆς καί ἔπειτα ἐπειδή ἐγώ δέν δείχνω τόση ἐπιμέλεια νά ἀρέσω στόν Κύριό μου, ὅση δείχνει αὐτή ἡ γυναίκα γιά νά ἀρέσει σέ ἀκόλαστους ἀνθρώπους.

 Ἡ εὐαισθησία τῆς ψυχῆς τοῦ ὁσίου μᾶς συγκινεῖ καί μᾶς διδάσκει. Βαθειά ἡ μετάνοιά του, φλογερή ἡ ἀγάπη του γιά τόν Κύριο, πηγαία ἡ συμπάθεια γιά τόν ἁμαρτωλό. Ἡ ὕπαρξή του προικισμένη μέ γνήσια φιλοθεΐα καί φιλαδελφία προσφέρει γιά τό ἀπολωλός θυσία εὐάρεστη τῆς ψυχῆς τό δάκρυ, τήν ἔμπονη καρδιακή προσευχή. Καρποφορία μιᾶς ζωῆς ποτισμένης μέ τόν πόθο τοῦ οὐρανοῦ.

 Τρία χρόνια παρακαλοῦσε τόν Θεό ὁ ὅσιος λέγοντας: «Μή μέ δοξάσεις πάνω στή γῆ». Μά ὅσο ἐκεῖνος κρυβόταν ἀπό τά μάτια τῶν ἀνθρώπων ποθώντας τή βαρύτιμη ἀρετή τῆς ταπεινοσύνης, τόσο τόν δόξαζε ὁ Θεός. Στό τέλος τῆς ζωῆς του, μαρτυροῦν οἱ μαθητές του, δέν μποροῦσε κανείς νά τόν ἀντικρύσει κατά πρόσωπο ἀπό τή λάμψη πού εἶχε στήν ὄψη του.

 Μέσα στόν λίβα τοῦ κακοῦ πού χερσώνει τίς καρδιές, στίς 18 Ἰουλίου πού τιμοῦμε τή μνήμη τοῦ ὁσίου Παμβώ, ἄς ἀφήσουμε τήν ψυχή μας νά ἀναπαυθεῖ καί νά ἐμπνευστεῖ στήν πλατειά δροσιά τῆς ὁσιακῆς του μορφῆς.

Ἰχνηλάτης

Ἀπολύτρωσις 69 (2014) 172-173