13 Δεκεμβρίου 1943. Βάφονται στό αἷμα τά ἱστορικά Καλάβρυτα. Τά χιτλερικά πολυβόλα ἀφανίζουν τό πιό εὔρωστο κομμάτι τοῦ πληθυσμοῦ, 1.300 ἄνδρες. Βυθίζεται στό πένθος καί ὀρφανεύει ἡ μαρτυρική πόλη. Στόν τόπο τῆς θυσίας, στό χωράφι τοῦ Καπῆ, τά 1.300 καντήλια πού σιγοκαῖνε σήμερα ζωντανεύουν στόν κάθε ἐπισκέπτη τό στυγερό ὁλοκαύτωμα.
Καθώς βλέπουν οἱ μοναχοί τῆς Ἁγίας Λαύρας νά λαμπαδιάζουν τά Καλάβρυτα, ἀντιλαμβάνονται πώς καί τό μοναστήρι τους δέν θά γλυτώσει ἀπό τή γερμανική θηριωδία. Μέ βιάση, λοιπόν, πολλοί ἀπ' αὐτούς μεταφέρουν στό δάσος ἱερά κειμήλια κι ἀποφασίζουν νά μείνουν ἐκεῖ. Τήν ἄλλη μέρα τό πρωί, 14 Δεκεμβρίου, πενήντα Γερμανοί κυκλώνουν τό ἔνδοξο μοναστήρι καί τό τυλίγουν στίς φλόγες. Ὅσους πατέρες βρίσκουν τούς σκοτώνουν κάτω ἀπό τό πλατάνι τῆς μονῆς. Τραγική ἡ θέση τῶν μοναχῶν πού εἶχαν κρυφτεῖ στό δάσος. Ἐπιστρέφουν δακρύβρεχτοι. Ἕνας ἀπ' αὐτούς κάπως ἔτσι διεκτραγωδεῖ τήν κατάσταση:
«Οἱ Γερμανοί εἶχαν ἐγκαταλείψει τόν τόπον περί τήν μεσημβρίαν. Ἐπλησιάσαμεν. Θεέ μου, τί κακό! Τό πᾶν εἶχε ἀποτεφρωθῆ. Ἡ μεγαλοπρεπής καί ἐπιβλητική ἱστορική μονή μας δέν ὑπῆρχε πλέον. Μόνον ὁ ἱερός ναός παρέμεινεν ἄθικτος. Τό πῦρ πού ἔθεσαν εἰς αὐτόν δέν ἤναψεν. Ἡ Παναγία ἔκαμε καί πάλιν τό θαῦμα της. Δέν εἴχομεν συνέλθει ἀπό τό θλιβερόν αὐτό θέαμα καί εὑρέθημεν πρό ἑτέρου ἔτι ὀδυνηροτέρου: Κατά γῆς, γύρω ἀπό τόν ἱστορικόν πλάτανον, ἔκειντο οἱ ἐκτελεσθέντες πατέρες, Βασίλειος, Νεόφυτος, Εὐθύμιος, Ἀγαθάγγελος καί ὁ ὑπηρέτης τῆς μονῆς Π. Μπράτσικας. Ἐγονατίσαμεν μέ πόνον ἄφατον πρό τῶν πτωμάτων καί μέ λυγμούς ἠσπαζόμεθα αὐτά εὐλαβῶς».
Ὁ ἱερομόναχος ἐξομολόγος καί κατηχητής π. Βασίλειος Νασιόπουλος ἔμεινε στό μοναστήρι, γιά νά συμπαρασταθεῖ στόν παράλυτο π. Εὐθύμιο Χρυσανθακόπουλο. Μιά ἐχθρική σφαῖρα βρίσκει τόν π. Βασίλειο στόν κρόταφο, «ἔχοντα τήν χεῖρα εἰς σχῆμα σταυροῦ μέ τούς τρεῖς δακτύλους ἡνωμένους, εἰς δέ τόν κόλπον του εὑρέθη τό μικρόν Ἀρτοφόριον μέ τόν Ἅγιον Ἄρτον καί εἰς τήν τσέπην του τό ἅγιον Μύρον». Ὁ καθηλωμένος ἱερομόναχος π. Εὐθύμιος δέχεται πολλαπλές γερμανικές σφαῖρες πού τοῦ τρυποῦν τήν καρδιά.
Τήν ἴδια μέρα γεύεται τή γερμανική λαίλαπα κι ἕνα ἄλλο ἔνδοξο μοναστήρι, κοντά στά Καλάβρυτα, τό Μέγα Σπήλαιο. Οἱ ἀνίεροι κατακτητές τό καῖνε. Σχηματίζεται μιά ὁλόκληρη σειρά ἀπό μελλοθάνατους μοναχούς, δόκιμους, λαϊκούς πού τούς στήνουν ἀπέναντι ἀπό τά πολυβόλα, στόν τόπο «Κισσωτή». Ὁ γερμανός ἀξιωματικός ἀποθρασύνεται. Τούς διατάσσει νά ἐπευφημήσουν τόν Χίτλερ. Καί τότε, σέ κείνη τή γραφική τοποθεσία, μιά συγκινητική σκηνή ξετυλίγεται. Ὁ 96χρονος χαρισματοῦχος ἡγούμενος π. Γαβριήλ Κόσσυφας φωνάζει:
«Ὄχι, παιδιά μου. Ἐμεῖς εἴμεθα Χριστιανοί καί Ἕλληνες. Ἄς σηκώσουμε τά μάτια στόν οὐρανό καί ἄς φωνάξουμε: Ζήτω ἡ Ἑλλάδα μας!».
Ὅλοι τους μέ πρόσωπα αὐλακωμένα ἀπό τά δάκρυα ἀλληλοσυγχωροῦνται. Κι ὕστερα, στραμμένοι πρός τόν οὐρανό, σείονται οἱ πλαγιές ἀπό τίς ἐναρμονισμένες βροντώδεις φωνές τους: «Ζήτω ἡ Ἑλλάδα μας!». Ὁ αἱμοδιψής τύραννος ἐνεργοποιεῖ τά πολυβόλα. «Ἔπεσαν ὅλοι στό χῶμα. Ἕναν-ἕναν παίρνοντάς τους οἱ βάρβαροι, τούς πέταξαν μέσα στή χαράδρα, 150 μέτρα βάθος. Ὁ μικρός Ἠλίας προσπαθοῦσε νά τραβήξει τόν γέροντα ἡγούμενο. Προφταίνει ὁ βάρβαρος, ἁρπάζει τόν μικρό, τόν ταλαντεύει καί τόν πετᾶ ζωντανό στό χάος τοῦ φαραγγιοῦ», σημειώνει ὁ μητροπολίτης Λήμνου Διονύσιος στό βιβλίο του «Πιστοί ἄχρι θανάτου».
Ξένε, σάν βρεθεῖς προσκυνητής στό μοναστήρι τοῦ Μεγάλου Σπηλαίου, μή λησμονήσεις νά ἐπισκεφθεῖς κι αὐτόν τόν αἱματοβαμμένο μαρτυρικό τόπο καί νά σιγοψάλεις «μνήσθητι, Κύριε, τῶν δούλων σου...», ὅλων αὐτῶν τῶν πολύπαθων πατέρων, πού κοσμοῦν τή θριαμβεύουσα Ἐκκλησία μέ τό ἀμάραντο στεφάνι τῆς δόξας.
Ἑλληνίς
Ἀπολύτρωσις, Δεκ. 2016
Τό χτυποκάρδι τῆς πρό Χριστοῦ ἐποχῆς ἀποτυπωμένο στά ἱερά κείμενα τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης συνοψίζεται στήν προφητική διαβεβαίωση «ἔρχεται ὁ Λυτρωτής»! Καί ἡ ἁγία μας Ἐκκλησία, καθώς μᾶς χειραγωγεῖ πρός τή φάτνη τῆς Βηθλεέμ, φέρνει στ᾿ αὐτιά μας αὐτή τή διαβεβαίωση, πού ἀνοίγει δρόμο γιά τήν ὑποδοχή τοῦ Λυτρωτῆ στήν καρδιά μας. Ἡ τριάδα τῶν προφητῶν, πού μᾶς εἰσάγει στό Δεκέμβριο μήνα, γίνεται μία πρόκληση γιά τόν πιστό ἀλλά καί γιά τόν κάθε σκεπτόμενο ἄνθρωπο νά προβληματισθεῖ σχετικά μέ τό πρόσωπο τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ. Μνήμη Ναούμ τοῦ προφήτου, ἀναγγέλλει τό Συναξάριο τῆς 1ης Δεκεμβρίου, γιά νά ἀκολουθήσει τήν ἑπομένη ἡ μνήμη τοῦ Ἀββακούμ καί τήν 3η τοῦ Σοφονία.
Ἀνήκουν καί οἱ τρεῖς στήν ὁμάδα τῶν δώδεκα προφητῶν, πού ὀνομάζονται «μικροί» ὄχι διότι εἶναι μικροί σέ ἀξία, ἀλλά διότι ἔχουν μικρή ἔκταση τά βιβλία πού αὐτοί συνέγραψαν. Φωτισμένοι ἀπό τό Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ οἱ ἅγιοι αὐτοί ἄνθρωποι, βυθίζουν τό βλέμμα τους πέρα ἀπό τή σύγχρονή τους πραγματικότητα, τήν ὁποία ἄριστα κατέχουν καί ζωντανά περιγράφουν, στήν αἰώνια πραγματικότητα τοῦ Θεοῦ. Καί -τί θαῦμα!- μέσα στή μικρή ἔκταση τῶν προφητειῶν τους ξεδιπλώνουν τό μεγάλο σχέδιο τοῦ Θεοῦ γιά τή σωτηρία τοῦ κόσμου κι ἀποκαλύπτουν στήν ἀνθρωπότητα πολύτιμα μυστικά γιά τήν ἀναγνώριση καί προσέγγιση τοῦ Σωτήρα. Ἕνα δεῖγμα ἀπό τήν πείρα τους αὐτή θά δοῦμε στήν συνέχεια.
Προλέγοντας τήν ἐπικείμενη καταστροφή τῆς Νινευΐ, ὁ Ναούμ (=Παρηγορημένος) διακηρύττει ὅτι «χρηστός (=συγκαταβατικός) Κύριος τοῖς ὑπομένουσιν αὐτόν» (1,7). Δέν διαψεύδει ὁ Κύριος ἐκείνους πού στηρίζουν σ᾿ Αὐτόν τήν ἐλπίδα τῆς σωτηρίας τους.
Μιλώντας πιό ξεκάθαρα ὁ Ἀββακούμ (=Ἀγκαλιά τοῦ Θεοῦ) στήν ἀρχή τοῦ τρίτου κεφαλαίου τῆς προφητείας του βλέπει ἐνσαρκωμένη τήν ἐλπίδα, συνομιλεῖ μέ τόν ἴδιο τόν Θεό: «Ἄκουσα τή φωνή σου, Κύριε, καί φοβήθηκα· μελέτησα τά ἔργα σου καί ἔμεινα κατάπληκτος... Νά, ὁ Θεός θά ᾿ρθεῖ ἀπό τή Θαιμάν, ὁ ἅγιος ἀπό ὄρος πυκνοφυτευμένο καί κατάσκιο», τήν Παρθένο Μαρία, ἐξηγοῦν οἱ ἑρμηνευτές.
Κι ὁ Σοφονίας (= Θεοφύλακτος), σαγηνευμένος ἀπό τήν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ, διαβεβαιώνει τόν πιστό λαό· «περιεῖλε (=παραμέρισε) Κύριος τά ἀδικήματά σου. Λελύτρωταί σε ἐκ χειρός ἐχθρῶν σου... οὐκ ὄψῃ κακά οὐκέτι» (3,15). Λυτρώνεται ἀπό τό φόβο τοῦ κακοῦ ἡ ἀνθρωπότητα ἀπό τήν ὥρα πού ὁ ἴδιος ὁ Θεός προσέλαβε τήν ἀνθρώπινη φύση καί μ᾿ αὐτήν συνέτριψε τόν πιό μεγάλο ἐχθρό τοῦ ἀνθρώπου, τό θάνατο.
Τί πλοῦτος, ἀλήθεια, τί θησαυρός πολύτιμος οἱ θεῖες Γραφές! Μακάριοι ὅσοι τίς μελετοῦν. Εἰδικά αὐτή τήν περίοδο, εἶναι ἡ πιό καλή προετοιμασία γιά τά Χριστούγεννα. Οἱ προφητεῖες, ἐκπληρωμένες ἤδη μέσα στήν ἱστορία τῆς ἐνανθρωπήσεως τοῦ Θεοῦ, ὄντως «βιάζουν» τόν σκεπτόμενο ἄνθρωπο νά πιστέψει. Καί γιά τόν πιστό γίνονται τό ἀλάθητο μονοπάτι, ὥστε νά πορευθεῖ μέ ἀσφάλεια καί νά γονατίσει μέ ἐπίγνωση στό λίκνο τοῦ αἰωνίου Θεοῦ, πού γιά χάρη μας γεννᾶται ὡς «παιδίον νέον».
Στέργιος Σάκκος
Ἀπολύτρωσις 57 (2002) 243
«Δέν τρώω πτώματα ἤ ὁτιδήποτε παράγεται ἀπό αὐτά!», μοῦ ἀπάντησε μία συμφοιτήτριά μου, ἀρνούμενη νά πάρει τό ἀρτύσιμο κέρασμα πού τῆς προσέφερα. Καί προτοῦ προλάβω νά πῶ κάτι, συμπλήρωσε: «Εἶμαι vegan!», χωρίς νά ἀφήσει περιθώριο γιά ὁποιαδήποτε ἄλλη συζήτηση…
Ψάχνοντας πληροφορίες διαπίστωσα πώς vegan λέγονται ὅσοι υἱοθετοῦν ἕναν συγκεκριμένο τρόπο ζωῆς πού ἀπαγορεύει τή χρήση ζώων ἤ ζωικῶν προϊόντων γιά τροφή, ἔνδυση ἤ ἄλλους σκοπούς. Ἀποκλείουν, ὡς ἐκ τούτου, ἀπό τή διατροφή τους ὅλα τά ζωικά προϊόντα ὅπως τό κρέας, τό ψάρι, τά πουλερικά, τό μέλι, τά αὐγά, καί ὅλα τά γαλακτοκομικά προϊόντα.
Μάλιστα, ἔχουν καθιερώσει καί Παγκόσμια Ἡμέρα Αὐστηρᾶς Χορτοφαγίας, τήν 1η Νοεμβρίου. Πίσω ἀπό τόν συγκεκριμένο τρόπο ζωῆς κρύβεται μία ὁλόκληρη φιλοσοφία καί ἠθική σχετικά μέ τή μακροζωία, τήν ἀγάπη στή μητέρα-φύση καί στό περιβάλλον.
Προβληματίστηκα καί ἀναρωτήθηκα: «Ἐγώ γιατί νηστεύω; Γιά λόγους μακροζωίας, ὑγιεινῆς διατροφῆς ἤ λόγῳ κάποιας φιλοσοφίας;». Τότε θυμήθηκα τόν λόγο τοῦ Χριστοῦ πού εἶχα πολλές φορές διαβάσει στήν Καινή Διαθήκη ἀπό μικρή: «Τοῦτο τὸ γένος οὐκ ἐκπορεύεται εἰ μὴ ἐν προσευχῇ καὶ νηστείᾳ» (Μθ 17,21). Μέ τή νηστεία ἀπό τίς τροφές καί τά πάθη μας, μέ τήν προσευχή καί τόν καθημερινό μας ἀγώνα πολεμᾶμε τόν διάβολο, ζητοῦμε τή χάρη τοῦ Θεοῦ καί νικοῦμε τούς πειρασμούς. Ἀπέχουμε ἀπό ὁρισμένες τροφές σέ συγκεκριμένες μέρες καί περιόδους, γιατί προετοιμαζόμαστε πνευματικά γιά κάποιο μεγάλο γεγονός…
Καί ὅταν κάποιοι στίς ἀρχές Νοεμβρίου γιορτάζουν καί νηστεύουν ἀπό τά «πτώματα» στό ὄνομα μίας ὑγιεινῆς διατροφῆς, ἐμεῖς, στά μέσα Νοεμβρίου (15/11) ἀρχίζουμε τή νηστεία-προετοιμασία γιά τό παγκόσμιο κοσμοσωτήριο γεγονός τῆς Γέννησης Ἐκείνου πού ἦρθε στή γῆ γιά τόν καθένα ξεχωριστά καί ὅλους μαζί. Ἦρθε κι ἔρχεται ὡς πραγματικός Πατέρας νά μᾶς σώσει ἀπό τήν ἁμαρτία, νά μᾶς μετατρέψει ἀπό νεκρά πτώματα, δούλους τῆς ἁμαρ- τίας, σέ ἀνθρώπους ἀναγεννημένους ψυχῇ τε καὶ σώματι.
Ἡ σωματική νηστεία γιά τή Γέννηση τοῦ Χριστοῦ μᾶς βοηθᾶ καί πνευματικά. Δίνοντας λιγότερα δικαιώματα στήν ὕλη μποροῦμε νά ἀσχοληθοῦμε μέ τήν προσευχή, τήν πνευματική μελέτη, τήν προσφορά τῆς ἀγάπης, μέ τόν πνευματικό ἀγώνα, ὥστε νά ζήσουμε ἀληθινά μέσα μας τά Χριστούγεννα. Ἄς εὐχηθοῦμε, τώρα πού ἡ Σαρακοστή τῶν Χριστουγέννων ξεκινᾶ, νηστεύοντας μέ χαρά, προσευχόμενοι μέ καθαρή καρδιά, ἀσκώντας γύρω μας τήν ἀγάπη, νά ὑποδεχτοῦμε μέσα μας τόν νεογέννητο Κύριο.
Ἀγριππίνα
Ἀπολύτρωσις 71 (2016) 286
Ποιός μπορεῖ νά καυχηθεῖ πώς κατέχει κάθε σελίδα τοῦ ἀπελευθερωτικοῦ Ἀγώνα τοῦ 1821; Σέ κάθε τόπο τῆς πατρίδας μας διαδραματίστηκαν μάχες ἡρωικές. Μιά τέτοια λαμπρή σελίδα γράφτηκε ἐκεῖ στό Δίστομο καί στήν Ἀράχωβα μέ πρωταγωνιστή τόν «ἀετό τῆς Ρούμελης».
Νοέμβριος τοῦ 1826. Οἱ Τοῦρκοι, ὑπό τήν ἀρχηγία τοῦ περιβόητου ἀλβανοῦ Μουσταφάμπεη Κιαφεζέζη, ἑνώνονται μέ τίς δυνάμεις τοῦ Κεχαγιάμπεη στή Δομβραίνα. Ὁ Καραϊσκάκης μέ σώματα Ρουμελιωτῶν καί Σουλιωτῶν περνᾶ ἀπό τή μονή τοῦ Ἁγίου Σεραφείμ στή Δομπό καί τοῦ Ὁσίου Λουκᾶ στό Στείρι. Φτάνει τέλος στήν Ἀράχωβα καί στήνει τό στρατηγεῖο του στό Δίστομο.
Βράδυ 17ης Νοεμβρίου. Στό στρατηγεῖο καταφτάνει ὁ μοναχός Παφνούτιος Χαρίτος καί τοῦ φανερώνει τά σχέδια τοῦ ἐχθροῦ. Οἱ Τοῦρκοι διανυκτερεύουν στή μονή Ἰερουσαλήμ στή Δαύλεια. Ὁ ὑποτακτικός πού τούς ἐξυπηρετοῦσε στήν τραπεζαρία γνώριζε τουρκικά. Ἄκουσε πώς σκοπεύουν, μέσῳ Ἀράχωβας, νά πᾶνε στήν Ἄμφισσα, γιά νά λύσουν τήν πολιορκία τῶν δικῶν τους. Ὁ ἡγούμενος βεβαίωσε τόν Κεχαγιάμπεη πώς ὁ Καραϊσκάκης βρίσκεται ἀκόμη στή Δομβραίνα.
Ὁ ἀτρόμητος ἀρχιστράτηγος ἀποχαιρετᾶ τόν μοναχό, τονίζοντάς του: «Νά ἐπιστρέψεις στό μοναστήρι καί νά μεταφέρεις τίς εὐχαριστίες μου στόν ἡγούμενο. Νά τοῦ πεῖς νά ὁρίσει εὐχές καί παρακλήσεις γιά ἐμᾶς καί γιά τόν ἀγώνα πού κάνουμε γιά τήν πίστη καί τήν πατρίδα». Ἀκόμη κι ὁ πλέον ἀθυρόστομος ἥρωας ἤξερε νά ζητάει τήν προσευχή τῆς Ἐκκλησίας ὡς ἐνίσχυση καί προστασία στίς μάχες.
Κι ἐνῶ οἱ Ὀθωμανοί σχεδιάζουν τήν ἐξουδετέρωση τοῦ ἀγώνα στή Ρούμελη, ὁ Καραϊσκάκης δίνει διαταγή στούς ὁπλαρχηγούς του νά ἑτοιμαστοῦν.
19 Νοεμβρίου. Οἱ Τοῦρκοι κατεβαίνουν ἀπό τόν Παρνασσό μέ στόχο τήν Ἀράχωβα. Δυστυχῶς, διαπιστώνουν πώς εἶναι ἤδη «πιασμένη» ἀπό τούς Ἕλληνες κι ἀρχίζουν πεισματικό πόλεμο. Τότε ὁρμᾶ ὁ Χατζηπέτρου ἀπό τήν ἀντικρινή πλαγιά, ἄλλο σῶμα ἀπό τά δυτικά κι ὁ Καραϊσκάκης μέ 800 παλληκάρια χτυπᾶ ἀπό τά ἀνατολικά. Οἱ ἐχθροί χτυπιοῦνται ἀπό παντοῦ. Τά χάνουν. Προσπαθοῦν νά σωθοῦν μέ τή φυγή κατά τούς Δελφούς. Μά στό στενό τούς περιμένουν ὁ Δυοβουνιώτης μέ τόν Πανουργιᾶ καί τόν Πανομαρᾶ, ὑπακούοντας στό κάλεσμα τοῦ Καραϊσκάκη. Τό κρύο ἀνερμηνεύτως γίνεται ὁλοένα καί πιό τσουχτερό. Δριμύ ψύχος, σύννεφα, ὀμίχλη. Οἱ κάτοικοι τό ἀποδίδουν στή θεία πρόνοια. Ὅλα τά γράμματα ἀπό τό στρατόπεδο πρός τή Διοίκηση δηλώνουν πώς ἡ κακοκαιρία εἶναι ὁλοφάνερο σημάδι τοῦ Θεοῦ.
Ταπεινωμένοι οἱ μπέηδες ἐκλιπαροῦν γιά ἀνακωχή. Σύμφωνα μέ τή μαρτυρία τοῦ Χρ. Περραιβοῦ, ὁμολογοῦν: «Ἡμεῖς ἐκινήσαμεν μέ σκοπόν νά σᾶς χαλάσωμεν, ὁ Θεός ὅμως δέν ἤθελε. Διά τόν κακόν μας σκοπόν ἀρκετά μᾶς ἐπαίδευσε καί μᾶς ἐντρόπιασε». Τάζουν 5.000 γρόσια στόν ἕλληνα στρατηγό, ἄν τούς ἀφήσει νά περάσουν. Ὁ Καραϊσκάκης ζητᾶ, πέρα ἀπό τά χρήματα, τ ᾽ ἄρματά τους, τά Σάλωνα, τή Λιβαδειά καί ὁμήρους τούς δύο μπέηδες. Οἱ Τοῦρκοι χρονοτριβοῦν, προσδοκώντας τήν ἄφιξη ἐνισχύσεων.
24 Νοεμβρίου. Ἀρχίζει φοβερή χιονοθύελλα. Οἱ Τοῦρκοι μέ πολλαπλά κρυοπαγήματα ἐπιχειροῦν γιουρούσι. Τά θαυμαστά γεγονότα ἐκείνων τῶν ἡμερῶν χαράσσονται ἀνεξίτηλα στίς καρδιές τῶν Ἀραχωβιτῶν, γιά νά θυμίζουν πώς τή νίκη οἱ Ἕλληνες τήν κέρδισαν μέ τή συνδρομή τοῦ μεγάλου στρατηλάτη, τοῦ ἁγίου Γεωργίου, τόν ναό τοῦ ὁποίου εἶχαν καταστήσει στρατηγεῖο τους. Πολλοί πολεμιστές βεβαιώνουν πώς «μέσα σ᾽ αὐτή τή χιονούρα καί τῆς μάχης τή χλαπαταγή βλέπανε κάποιο χρυσοφορεμένο καβαλάρη νά κυνηγάει κι αὐτός τόν ἐχθρό καί νά παρακινάει τούς Ἕλληνες νά τόν ἀκολουθήσουν». Ἡ νίκη λοιπόν ἀνήκει στόν Ἅγιο τοῦ ὁποίου τό ὄνομα ἔφερε ὁ Καραϊσκάκης. Ὁ ἁι-Γιώργης προστατεύει τόν ὁπλαρχηγό στή μάχη, μέ τό χέρι ἑνός στρατιώτη. Ἕνας Τοῦρκος, καθώς ἐπιχειροῦσαν ἔξοδο, βρίσκεται πολύ κοντά στόν Καραϊσκάκη καί ρίχνεται νά τόν ἀποκεφαλίσει. Ὅμως ὁ πιστός ἀκόλουθός του Μάραθος προφταίνει καί χτυπᾶ τόν Τοῦρκο, πρίν κατεβάσει τό σπαθί στό κεφάλι τοῦ στρατηγοῦ.
Μετά τή μάχη, οἱ Ἀραχωβίτισσες ἔστελναν τά παιδιά τους νά φιλήσουν τό χέρι τοῦ Καραϊσκάκη, διδάσκοντας ἔτσι τήν εὐγνωμοσύνη στούς ἀγωνιστές τῆς πατρίδας.
28 Νοεμβρίου. Στήν τότε πρωτεύουσα Αἴγινα τελεῖται ἐπινίκια δοξολογία. Ὁ Σπ. Τρικούπης καλεῖ τόν λαό νά ψάλει τρεῖς φορές «Τίς Θεὸς μέγας». Ὁ Καραϊσκάκης ὁμολογεῖ: «Διὰ τῆς δυνάμεως τοῦ Ὑψίστου Θεοῦ πέμπομεν τὰς χαρωπὰς ἀγγελίας περὶ τῆς λαμπρᾶς νίκης εἰς Ράχωβαν».
Τήν ἔκθεση τῆς μάχης τήν ὑπογράφουν 94 μικροί καί μεγάλοι καπεταναῖοι, καθώς ὁ μεγαλόψυχος ὁπλαρχηγός ἤθελε ὅλοι νά συμμερισθοῦν τή δόξα. Ὡστόσο ὁ ἱστορικός Κ. Παπαρρηγόπουλος σημειώνει: «Τό κατόρθωμα ὠφείλετο κυρίως εἰς τήν στρατηγικήν περίνοιαν, εἰς τήν σύνεσιν καί τήν δραστηριότητα ἑνός καί μόνου ἀνδρός».
Μακάρι αὐτές οἱ «μικρολεπτομέρειες» εὐσέβειας καί συνεργασίας, ἀπό τίς λαμπρές σελίδες τῆς ἑλληνικῆς μας ἱστορίας, νά μᾶς ἐμπνέουν σήμερα στίς νέες μάχες πού δίνει ἡ πατρίδα κι ὁ καθένας μας γιά τήν ὄντως ἐλευθερία. Ὁ πόλεμος σέ κάθε ἐποχή θέλει καρδιά. Θεμελιώνεται στήν πίστη καί στήν ἑνότητα.
Ἀγγελική Τσιραμπίδου
φιλόλογος
Ἀπολύτρωσις 71 (2016) 282-283
Στήν ἐποχή μας τή γεμάτη βιάση, δράση καί ἀνταγωνισμό μοιάζει ἴσως ἀταίριαστο τόλμημα ὁ λόγος γιά τόν «πατέρα τοῦ ἡσυχασμοῦ», τόν ἅγιο Γρηγόριο Παλαμᾶ (1296 -1359). Θά ἐπιχειρήσουμε ὡστόσο τό τόλμημα ὄχι μόνο διότι τόν μήνα αὐτόν (14/11) συμπίπτει μία ἀπό τίς δύο γιορτές μέ τίς ὁποῖες τιμᾶ ἡ Ἐκκλησία μας τόν ἅγιο Γρηγόριο Παλαμᾶ ἀρχιεπίσκοπο Θεσσαλονίκης -ἡ ἄλλη γιορτή του εἶναι τή δεύτερη Κυριακή τῶν Νηστειῶν- ἀλλά καί διότι θεωροῦμε ὅτι τό μήνυμά του εἶναι ἀπόλυτα ἀναγκαῖο γιά μᾶς τούς σημερινούς χριστιανούς: ἡ ἀνανέωση τῆς πνευματικῆς μας ζωῆς, ὥστε νά μή βουλιάζουμε στό τέλμα τῆς τυπικότητας. Σ᾽ αὐτό οὐσιαστικά ἀπέβλεπε ἡ ἡσυχαστική κίνηση.
Βέβαια ὁ ἅγιος Γρηγόριος Παλαμᾶς δέν ὑπῆρξε μόνον ἕνας αὐστηρός ἀσκητής, ἕνας ἀπομονωμένος μοναχός. Διατήρησε ἐπίσης ἄμεση σχέση μέ τήν κοινωνία τῆς ἐποχῆς του καί ὥς ἕνα βαθμό τήν ἐπηρέασε θετικά. Μέ τήν ἄρτια θεολογική του κατάρτιση καί τόν φωτισμό τοῦ ἁγίου Πνεύματος ἀπέκρουσε τίς αἱρετικές πλάνες καί ἰδιαίτερα τίς κακοδοξίες τῶν λατινοφρόνων. Ἡ θεμελιώδης διδασκαλία του γιά τή διάκριση τῆς οὐσίας καί τῶν ἐνεργειῶν τοῦ Θεοῦ καθώς καί τό ἄκτιστο φῶς ἀποτελοῦν σημεῖο ἀναφορᾶς γιά τήν ὀρθόδοξη θεολογία. Μέ τό πλούσιο θεολογικό καί συγγραφικό του ἔργο ἀλλά καί τά ἀναρίθμητα θαύματά του ὁ Γρηγόριος Παλαμᾶς ἀναδείχθηκε ἅγιος καί ἕνας ἀπό τούς μεγαλύτερους πατέρες τῆς Ἐκκλησίας μας.
Στή διάρκεια τῆς πολυκύμαντης ζωῆς του χρειάσθηκε πολλές φορές νά ἀφήσει τό ἡσυχαστήριό του, ὅπου ἀφοσιωνόταν στήν προσευχή, τή μελέτη καί τή συγγραφή. Ποτέ ὅμως δέν ἔχασε τήν ἐσωτερική ἐπικοινωνία του μέ τόν Θεό. Ἡ προσευχή «Κύριε, φώτισόν μου τὸ σκότος» ἀναπεμπόταν ἀδιάλειπτα ἀπό τή θεοφιλῆ ψυχή του. Στίς ἀλλεπάλληλες ἀναμετρήσεις του μέ τούς αἱρετικούς, στήν ποιμαντορία τῆς συμβασιλεύουσας, στίς φυλακίσεις, στίς ποικίλες περιπέτειες καί ταλαιπωρίες πού ἀντιμετώπισε -ἀκόμη καί αἰχμάλωτος τῶν κουρσάρων καί τῶν Τούρκων διατέλεσε-, κατόρθωσε νά ἔχει ἀκατάπαυστη ἐπικοινωνία μέ τόν Θεό.
Μέ αὐτό τό μεγάλο δῶρο ἡ θεία χάρη βράβευσε τήν ἄσκηση, τόν ἀγώνα καί τήν προσπάθεια τοῦ Ἁγίου ὑποδεικνύοντας καί σέ μᾶς τή ζωντανή προσευχή: Χωρίς νά καταργοῦμε τίς τακτές Ἀκολουθίες τῆς Ἐκκλησίας, νά καλλιεργοῦμε τή συνεχῆ ἐπικοινωνία μέ τόν Κύριο, πού εἶναι πανταχοῦ παρών, σέ ὅλους δίνει τή χάρη του καί μποροῦμε νά τόν ἐπικαλούμαστε κάθε στιγμή. Ἔτσι ἀποφεύγεται ἡ ἐξοικείωση μέ τά θεϊκά πράγματα ἀλλά καί ἡ σύγχυση στήν καθημερινότητά μας, καθώς τό καθετί ἁγιάζεται μέσα στή ζωντανή παρουσία τοῦ Θεοῦ.
Ἀπολύτρωσις 71 (2016) 267
Ἀνασταίνει τήν ἐλπίδα μας, παρηγορεῖ βαθιά τήν καρδιά μας ὁ νεομάρτυρας Ἀναστάσιος ἀπό τήν Παραμυθία τῆς Ἠπείρου. Νέος καί ἀνδρεῖος τόλμησε νά συμπαραταχθεῖ μέ τούς γενναίους ὀπαδούς τοῦ Χριστοῦ σέ δύσκολες σκοτεινές μέρες, ὅπου οἱ ἀλλόθρησκοι ἀγαρηνοί δέν σέβονταν τίποτε. Φύλαξε τήν ὀρθόδοξη πίστη, μέ τή μαρτυρία καί τό μαρτύριό του. Ἄφοβα τήν κράτησε ὁλόφωτη λαμπάδα γιά νά φωτίζει τίς ψυχές ὅσων ἀναζητοῦν τήν αἰώνια Ἀλήθεια στό τότε καί στό τώρα.
Ἁπλή, ἀλλά καί κοπιαστική ἦταν ἡ ἀγροτική ζωή του. Μαζί μέ τήν ἀδελφή του καλλιεργοῦσαν τή λιγοστή τους γῆ. Εἶχαν μάθει στά ἄγουρα ἐφηβικά τους χρόνια τή σπορά, τό ὄργωμα, τόν θερισμό. Σέ ὥρα θερισμοῦ βρῆκαν οἱ ἀγαρηνοί τά δύο παιδιά καί θέλησαν νά ἀτιμάσουν τό ἁγνό κορίτσι. Ὁ Ἀναστάσιος ἔξυπνα καί γρήγορα τούς ἀπασχόλησε. Δέν δίστασε νά συμπλακεῖ μαζί τους, γιά νά δώσει τόν χρόνο στήν ἀδελφή του νά ἀπομακρυνθεῖ.
Γιά τήν τόλμη νά τούς ἐπιτεθεῖ τόν ἔσυραν στόν πασά. Ποιά δύναμη νά καταφέρει νά λυγίσει τόν εὐλογημένο Ἀναστάσιο; Οἱ κολακεῖες καί οἱ ὑποσχέσεις; Οἱ ἀπειλές καί οἱ τιμωρίες; Μέ παρρησία ὁμολογεῖ: «Χριστιανός ἐγεννήθην καί χριστιανός θά ἀποθάνω μέ τή βοήθεια τοῦ Χριστοῦ μου. Ὅσο γιά τά ἀγαθά πού μοῦ ὑπόσχεσθε δέν μ᾽ ἐνδιαφέρουν. Ἔχω πολλά ἀγαθά αἰώνια στούς οὐρανούς. Δέν συγκρίνονται!» Τόν συκοφαντοῦν ὅτι ἔταξε νά γίνει ἀγαρηνός. Ἀντιστέκεται μέ θάρρος: «Οὔτε εἶπα τέτοιο λόγο οὔτε κἄν σκέφθηκα κάτι τέτοιο οὔτε ἀρνοῦμαι τήν πίστη μου». Τόν δέρνουν ἀλύπητα. Τόν ρίχνουν στή φυλακή. Στούς βοριάδες ὁλάναφτη μένει ἡ λαμπάδα τῆς ἀναστημένης του ψυχῆς.
Ἀθέατος θαυμαστής σέ ὅλη τήν ὁμολογία του ὁ γιός τοῦ πασᾶ, ὁ Μουσάς. Στούς ἀγρούς εἶδε τόν νέο ἡρωικό. Τώρα τόν βλέπει τολμηρό, σταθερό. Τόν παρακολουθεῖ. Τόν ἐλευθερώνουν ἀπό τή φυλακή, μήπως καί τόν μεταπείσουν. Στά δελεάσματα τοῦ πασᾶ γιά μία πλούσια κληρονομιά ἀντιστέκεται μέ ἀποστροφή. Τήν ὑπόσχεση νά τοῦ δώσει σύζυγο τή θυγατέρα ἑνός φίλου του μωαμεθανοῦ, μέ ἵππους καί κοσμήματα, τή θεωρεῖ ματαιολογία. «Τά αἰώνια μέ τά φθαρτά συγκρίνονται; Τιμιώτερα εἶναι καί ἀτελεύτητα», ἀπολογεῖται μέ εὐτολμία. Καί πάλι ὁ Ἀναστάσιος στή φυλακή.
Ἡ ἕλξη τῆς ἀληθινῆς ὀρθόδοξης πίστης στήν ψυχή τοῦ Μουσᾶ εἶναι τόσο ἰσχυρή, πού δέν ἐμποδίζεται νά διαβεῖ κρυφά τό κατώφλι τοῦ ταπεινοῦ, ὑγροῦ κελλιοῦ τῆς φυλακῆς. Πλούσιος αὐτός ἀποζητᾶ ἀπό τόν φτωχό Ἀναστάσιο τόν κρυμμένο Θησαυρό. «Τί εἶναι αὐτό πού δέν ἀνταλλάσσει αὐτός ὁ νέος μέ ὅλα τά ἀγαθά πού τοῦ προτείνουν;», σκέφτεται καλοπροαίρετα ὁ γιός τοῦ πασᾶ. «Καί βάσανα καί τιμωρίες καί θάνατο δέν φοβᾶται;».
Στή φυλακή ἐνισχύει τόν μάρτυρα ὁ ἀναστημένος του Κύριος μέ δύο ἀστραπόμορφους ἀγγέλους. Μέσα στή χαρά αὐτῆς τῆς οὐράνιας ἐπίσκεψης τόν συναντᾶ ὁ Μουσάς. Φόβος καί ἔκπληξη -στήν ἀρχή- ρίχνουν κάτω τόν νεαρό μουσουλμάνο κι ἔπειτα ἡ διάθεση γιά μαθητεία τόν κρατᾶ πλάι στόν Ἀναστάσιο καί στό τέλος φουντώνει ἡ λαχτάρα νά γίνει χριστιανός. Τό χῶμα τῆς φυλακῆς δέχεται τά δάκρυα τῆς μετάνοιάς του. Τό χῶμα τῆς καρδιᾶς του δέχεται τόν σπόρο τῆς αἰώνιας Ἀλήθειας. Τά πληγωμένα χέρια τοῦ Ἀναστασίου πιάνουν μέ εὐλάβεια τά ἄμαθα δάχτυλα τοῦ μωαμεθανοῦ. Τοῦ διδάσκει τό σημεῖο τοῦ τιμίου Σταυροῦ. Τό γνωρίζει ὁ Ἅγιος τοῦ Θεοῦ πώς ὁ Σταυρός φέρνει τήν Ἀνάσταση. Καί ὁ Μουσάς ἀξιώθηκε -μετά ἀπό πολλές περιπλανήσεις- μ᾽ ἀναστημένη τήν ψυχή νά φτάσει στό τέλος τῆς ζωῆς του.
Τήν ἑπομένη ἀποκεφαλίζουν τόν Ἅγιο μέ ἐντολή τοῦ πασᾶ. Μέ φῶς τυλίγει ὁ οὐρανός τό ἱερό του λείψανο πού μένει ἄθαφτο. Μά ὁ Ἅγιος -σέ ὄνειρο- συμβουλεύει τόν πασά νά παραδώσει τό λείψανό του στό γειτονικό μοναστήρι. Μέ λαμπάδες καί θυμιάματα κατευοδώνουν τό ἱερό λείψανο οἱ μοναχοί στήν τελευταία του κατοικία. Ὁ δεσπότης Χριστός ὑποδέχεται πανηγυρικά τόν ἀθλητή του στή Βασιλεία του στίς 18 Νοεμβρίου τοῦ 1750. Μαζί του εὐφραίνεται σίγουρα καί ὁ μοναχός Δανιήλ -ὁ Μουσάς- πού πῆρε φῶς ἀπό τήν ὁλόφωτη λαμπάδα τοῦ Ἀναστασίου. Εἶναι τό Φῶς πού ἀντέχει σέ ὅλους τούς καιρούς καί διαλύει ὅλα τά σκοτάδια.
Οὐρανοδρόμος
Ἀπολύτρωσις 71 (2016) 272-273
Οἱ πειρασμοί παραχωροῦνται γιά νά φανερωθοῦν τά κρυμμένα πάθη, νά καταπολεμηθοῦν κι ἔτσι νά θεραπευθεῖ ἡ ψυχή. Εἶναι καί αὐτοί δεῖγμα τοῦ θείου ἐλέους. Γι᾽ αὐτό ἄφη- σε μέ ἐμπιστοσύνη τόν ἑαυτό σου στά χέρια τοῦ Θεοῦ καί ζήτησε τή βοήθειά του, ὥστε νά σέ δυναμώσει στόν ἀγώνα σου. Ἡ ἐλπίδα στόν Θεό δέν ὁδηγεῖ ποτέ στήν ἀπελπισία. Οἱ πειρασμοί φέρνουν ταπεινοφροσύνη. Ὁ Θεός ξέρει τήν ἀντοχή τοῦ καθενός μας καί παραχωρεῖ τούς πειρασμούς κατά τό μέτρο τῶν δυνάμεών μας. Νά φροντίζουμε ὅμως κι ἐμεῖς νά εἴμαστε ἄγρυπνοι καί προσεκτικοί, γιά νά μή βάλουμε μόνοι μας τόν ἑαυτό μας σέ πειρασμό.
Ἐμπιστευθεῖτε στόν Θεό τόν Ἀγαθό, τόν Ἰσχυρό, τόν Ζῶντα, καί Αὐτός θά σᾶς ὁδηγήσει στήν ἀνάπαυση. Μετά τίς δοκιμασίες ἀκολουθεῖ ἡ πνευματική χαρά. Ὁ Κύριος παρακολουθεῖ ὅσους ὑπομένουν τίς δοκιμασίες καί τίς θλίψεις γιά τή δική του ἀγάπη. Μή λιποψυχεῖτε λοιπόν καί μή δειλιάζετε!
Δέν θέλω νά θλίβεστε καί νά συγχύζεστε γιά ὅσα συμβαίνουν ἀντίθετα στή θέλησή σας, ὅσο δίκαιη κι ἄν εἶναι αὐτή. Μία τέτοια θλίψη μαρτυρεῖ τήν ὕπαρξη ἐγωισμοῦ. Προσέχετε τόν ἐγωισμό, πού κρύβεται κάτω ἀπό τή μορφή τοῦ δικαιώματος. Προσέχετε καί τήν ἄκαιρη λύπη, δημιουργεῖται ὕστερ᾽ ἀπό ἕναν δίκαιο ἔλεγχο. Ἡ ὑπερβολική θλίψη γιά ὅλα αὐτά εἶναι τοῦ πειρασμοῦ. Μία εἶναι ἡ ἀληθινή θλίψη, αὐτή πού δημιουργεῖται, ὅταν γνωρίσουμε καλά τήν ἄθλια κατάσταση τῆς ψυχῆς μας. Ὅλες οἱ ἄλλες θλίψεις δέν ἔχουν καμιά σχέση μέ τή χάρη τοῦ Θεοῦ.
Φροντίζετε νά περιφρουρεῖτε στήν καρδιά σας τή χαρά τοῦ ἁγίου Πνεύματος καί νά μήν ἐπιτρέπετε στόν πονηρό νά χύνει τό φαρμάκι του. Προσέχετε! Προσέχετε μήπως ὁ παράδεισος, πού ὑπάρχει μέσα σας, μετατραπεῖ σέ κόλαση.
(Ἀπό τίς διδαχές τοῦ ἁγ. Νεκταρίου)
Νοέμβριος. Χειμωνιάζει σιγά-σιγά. Καί καθώς ὅλοι προετοιμαζόμαστε γιά νά ἀντιμετωπίσουμε τίς δυσκολίες τοῦ κρύου καί τῆς κακοκαιρίας, ἄς ἀναλογισθοῦμε: Πόσοι ἀπό μᾶς σκέφτονται τούς ἀδύναμους ἀδελφούς μας; Πόσοι λογαριάζουμε στά ἔξοδα τοῦ χειμώνα καί τούς συνανθρώπους μας πού δέν ἔχουν χρήματα, πού θά στερηθοῦν ἀκόμη καί τά ἀναγκαῖα, ὅπως φαγητό, θέρμανση καί ρουχισμό; Στήν χώρα μας φιλοξενοῦνται χιλιάδες πρόσφυγες μέ σοβαρά προβλήματα ἐπιβίωσης• ποιός τούς σκέφτεται αὐτούς; Κάποιοι βέβαια ἀπό μᾶς θά ποῦν ὅτι οἱ καιροί εἶναι δύσκολοι. Ὅτι ἡ οἰκονομική κρίση πού σοβεῖ ἐδῶ καί χρόνια, γίνεται μέρα μέ τήν μέρα ὁλοένα καί ἀσφυκτικώτερη, καί δέν ἐπιτρέπει φιλανθρωπίες. Καί σ᾽ ἕνα μέρος τῆς λογικῆς τους θά ἔχουν δίκιο. Ἐκεῖ ὁδήγησαν τά πράγματα ἡ πλεονεξία καί τό κυνήγι τοῦ ἀλόγιστου πλούτου πού μάστιζαν τίς προηγούμενες δεκαετίες τόν Ἕλληνα καί ἰδίως τούς ἔχοντες καί κυβερνῶντες. Ὡστόσο, δόξα τῷ Θεῶ!, οἱ περισσότεροι ἔτσι ἤ ἀλλιῶς, ἄλλοι μέ δυσκολία καί ἄλλοι μέ σχετική ἄνεση, βολευόμαστε. Δέν πρέπει λοιπόν νά σκεφτοῦμε καί νά βοηθήσουμε, ὅπως μποροῦμε, καί τούς ἀνήμπορους συνανθρώπους μας;
Εἶπα προηγουμένως γιά τήν μάστιγα τῆς πλεονεξίας. Πρόκειται γιά φοβερή ἀρρώστια. Ὁ πλεονέκτης ἐνδιαφέρεται μόνο γιά τόν ἑαυτό του. Στόν βωμό τοῦ χρήματος καί τοῦ κέρδους μπορεῖ νά θυσιάσει τά πάντα, ἀκόμη καί τά πιό ἀγαπητά του πρόσωπα. Δέν τήν χαρακτήρισε τυχαῖα ὁ ἀπόστολος Παῦλος εἰδωλολατρία (Κλ 3,5). Εἶναι θρησκεία. Μιά θρησκεία σατανική, ἡ ὁποία ἔχει ὀπαδούς σ᾽ ὅλους τούς αἰῶνες καί ἀπ᾽ ὅλα τά κοινωνικά στρώματα. Ἀκόμη χειρότερα, ἔχει ὀπαδούς, ἀνεπίγνωστα, καί εὐσεβεῖς. Πόσο συμπαθής μᾶς εἶναι ἡ φυσιογνωμία ἐκείνου τοῦ ἁγνοῦ νέου, πού πλησίασε τόν Κύριο καί τόν ρώτησε εἰλικρινά: «Τί νά κάνω γιά νά κερδίσω τήν αἰώνια ζωή;»! Ὁ πάνσοφος καί παντογνώστης Κύριος, ὅπως ἐπισημαίνει ὁ εὐαγγελιστής Μᾶρκος, τόν εἶδε καί τόν «ἠγάπησε», τόν συμπάθησε βαθιά. Διεῖδε ὅμως ταυτόχρονα καί τήν ἀρρώστια ἀπό τήν ὁποία ἔπασχε: ἦταν προσκολλημένος στά πλούτη του. Λάτρευε χωρίς νά τό συνειδητοποιεῖ μαζί μέ τόν Θεό καί τόν ψευτοθεό πλοῦτο. Γι᾽ αὐτό καί ἡ εὐσέβειά του ἦταν ἀναιμική, ἄψυχη, στήν πραγματικότητα ἀνύπαρκτη. Γι᾽ αὐτό καί ὅταν ὁ Κύριος τοῦ πρότεινε τό σωτήριο γι᾽ αὐτόν φάρμακο νά πουλήσει τά πάντα, νά μοιράσει τά χρήματα στούς φτωχούς καί ὕστερα νά γίνει μαθητής του, λυπήθηκε κι ἔφυγε σκυθρωπός (βλ. Μρ 10,17-22). Ὁ ψευτοθεός του τόν κρατοῦσε γερά στά νύ- χια του. Γιά τέτοιες περιπτώσεις ὁ Κύριος τό ξεκαθάρισε μιά γιά πάντα: «Οὐ δύνασθε Θεῷ δουλεύειν καὶ μαμωνᾷ» (Μθ 6, 24). Αὐτός πού ἔχει θεό καί ἀφεντικό του τό χρῆμα δέν μπορεῖ νά εἶναι καί τοῦ Θεοῦ, δέν ἀνήκει στούς δικούς Του.
Ὁ πλοῦτος, λέει ὁ ἅγιος Ἰωάννης Χρυσόστομος, ὁ ἅγιος τῆς ἐλεημοσύνης, εἶναι ὡς πρός τήν φύση του οὐδέτερος. Οὔτε ὠφελεῖ οὔτε βλάπτει. Αὐτό πού ὠφελεῖ ἤ βλάπτει εἶναι ὁ τρόπος πού τόν χειριζόμαστε. Ὁ Θεός χαρίζει στόν ἄνθρωπο τά ἀγαθά, καί σέ ὁρισμένους ὑπερεκπερισσοῦ, ὄχι γιά νά τά χαίρεται μόνος του, ἀλλά καί γιά νά συντρέχει ὅσους ἔχουν ἀνάγκη. Χρειάζομαι φαγητό, ναί. Σπίτι καί ροῦχα, ναί. Καί ὅ,τι ἄλλο εἶναι τῆς ἀνάγκης. Τά ὑπόλοιπα ὅμως εἶναι τοῦ φτωχοῦ, τοῦ δυστυχῆ ἀδελφοῦ. Ἔτσι δικαιώνεται καί σώζεται ὁ πλούσιος. Ὁ Ἰώβ, συνεχίζει ὁ ἅγιος, ἦταν πλούσιος. Εἶχε ἀγαθά πολλά. Αὐτό ὅμως δέν τόν ἐμπόδιζε νά εἶναι ἄνθρωπος τοῦ Θεοῦ. Πῶς; Ὅπως εἴπαμε: μέ τήν ἐλεημοσύνη. «Κανένας ξένος», λέει ὁ ἴδιος, «δέν κοιμόταν ἔξω. Τό σπίτι μου ἦταν ἀνοιχτό σέ κάθε ἐπισκέπτη» (Ἰβ 31,32). Βοηθοῦσε μέ τά ἀγαθά του ὅλους ὅσοι ἦταν ἀνήμποροι. «Ἤμουν», λέει πάλι, «τό μάτι τῶν τυφλῶν, τό πόδι τῶν χωλῶν, ὁ πατέρας καί ὑποστηρικτής τῶν ἀδυνάτων. Κανείς φτωχός πού μοῦ ζήτησε, δέν βγῆκε ἀπό τήν πόρτα μου μέ τά χέρια ἀδειανά» (Ἰβ 29,15-16· 31,16). Κι ἄν ὁ Ἰώβ ἄντεξε στούς πειρασμούς τοῦ Σατανᾶ καί δέν ἔπεσε, ἦταν καί γι᾽ αὐτό: ἐπειδή τήν προσευχή του στόν Θεό συντρόφευαν οἱ πλούσιες ἐλεημοσύνες του. Διότι, ὅπως λέει πάλι ὁ ἱερός Χρυσόστομος, τίποτε δέν ἐνισχύει τόσο τήν προσευχή καί δέν τήν ἀνεβάζει ἀμέσως στόν θρόνο τοῦ Θεοῦ ὅσο ἡ ἐλεημοσύνη. Ἡ ἐλεημοσύνη εἶναι γιά τόν ἴ-διο ἀνώτερη ἀπό κάθε ἄλλη ἀρετή, διότι μᾶς κάνει νά μοιάζουμε μ᾽ αὐτόν τόν παντελεήμονα καί πανοικτίρμονα Κύριο (πρβλ. Λκ 6,36).
Νά προσέξουμε ὡστόσο κάτι βασικό καί οὐσιῶδες. Ὅλα αὐτά ἰσχύουν ὑπό ἕναν ὅρο: ὅτι ἡ ἐλεημοσύνη θά γίνεται ὄχι ἀπό ὑπολογισμό, οἶκτο ἤ, ἀκόμη χειρότερα, ἀπό ἐπιδειξιομανία, ἀλλά ἀπό ἀγάπη καί μόνο. Αὐτό σημαίνει ὁ λόγος τοῦ Παύλου ὅτι «ἱλαρὸν γὰρ δότην ἀγαπᾶ ὁ Θεὸς» (Β΄ Κο 9,7) καί ὅτι αὐτός πού ἐλεεῖ πρέπει νά τό κάνει «ἐν ἱλαρότητι» (Ρω 12,8). Διότι, ὅπως πάλι λέει ὁ ἀπόστολος, «Καί ἄν ὅλα τά ὑπάρχοντά μου τά κάνω μπουκιές καί τά μοιράσω στούς φτωχούς... δέν ἔχω ὅμως ἀγάπη, τίποτε δέν κερδίζω» (βλ. Α´ Κο 13,3). Γιατί ὁ Κύριος μᾶς ἐλέησε καί σαρκώθηκε καί ἔγινε ἄνθρωπος γιά νά μᾶς πλουτίσει μέ τήν θεότητά του; Διότι μᾶς ἀγάπησε. Γιά κανέναν ἄλλο λόγο. Ἔτσι λοιπόν πρέπει νά κάνουμε κι ἐμεῖς. Διαφορετικά εἶναι καλύτερα νά μήν ἐλεοῦμε. «Θεὸς οὐ μυκτηρίζεται» (Γα 6,7). Ὁ ἅγιος Κοσμᾶς ὁ Αἰτωλός μέ τόν ἁπλό ἀλλά δυναμικό λόγο του τονίζει ἀφοπλιστικά αὐτή τήν ἀλήθεια: «Χίλιες χιλιάδες καλά νά κάμωμεν, ἀδελφοί μου, νηστεῖες, προσευχές, ἐλεημοσύνες, καί τό αἷμα μας νά χύσωμεν διά τήν ἀγάπην τοῦ Χριστοῦ, ἀνίσως καί δέν ἔχωμεν αὐτές τές δύο ἀγάπες (πρός τόν Θεό καί πρός τούς ἀδελφούς μας),… ὅλα ἐκεῖνα τά καλά, ὁπού ἐκάμαμεν, τοῦ Διαβόλου εἶναι καί εἰς τήν κόλασιν πηγαίνομεν».
Νά ἐλεεοῦμε λοιπόν, ἀδελφοί. Νά ἐλεοῦμε ἀφειδώλευτα καί ἀπό ἀγάπη.
Εὐάγγελος Ἀλ. Δάκας
Ἀπολύτρωσις 71 (2016) 268-270
Στήν ὑπ᾽ ἀριθμ. 139808/Δ1/31-08-2016 ἐγκύκλιο, πού ἀφορᾶ στή λειτουργία τῶν σχολικῶν μονάδων πρωτοβάθμιας ἐκπαίδευσης γιά τό σχολικό ἔτος 2016-2017, τό Ὑπουργεῖο Παιδείας ἔχει ἀπαλείψει τήν ἀναφορά στήν πρωινή προσευχή• διαφοροποεῖται ἔτσι ἀπό παρόμοιες ἐγκυκλίους προηγουμένων ἐτῶν (πρβλ. Φ.3./1105/ 141440/Δ1/10-09-2015).
Ἡ ἀπόφαση αὐτή ἐπισφράγισε ὅσα εἶχε ἀποκαλύψει ὁ ὑπουργός Παιδείας στό Δημοτικό Σχολεῖο Ξυλοκέριζας Κορίνθου πρίν μερικούς μῆνες: «Ἄν σέ ἕνα σχολεῖο γίνεται προσευχή καί σέ ἄλλο ὄχι, καί τί ἔγινε; Θέλουμε νά δοθεῖ ἡ εὐθύνη, ἡ ἐμπιστοσύνη στούς ἐκπαιδευτικούς κάθε σχολείου νά ἀποφασίζουν γιά τό ζήτημα αὐτό. Δέν θέλουμε νά ὑπάρχει εἰδικά μία ἐκπορευόμενη γραμμή νά δεσμεύει ὅλο τόν κόσμο σέ τέτοια ζητήματα. Σέ θέματα, δηλαδή, ἐκπαιδευτικῆς καθημερινότητας, δίνουμε τήν εὐκαιρία στόν Σύλλογο νά ἀποφασίζει γιά αὐτά τά ζητήματα».
Δέν θά περίμενε, ἐπίσης, κανείς ἀπό ἐκεῖνον πού θά ἔπρεπε νά εἶναι ὁ θεματοφύλακας τοῦ νόμου νά ἀκούσει: «Δέν θεωρῶ ἀσπίδα μου νά κάνω τόν σταυρό μου ἐν παρατάξει κάθε πρωί». Σέ τί καιρούς ἀποδόμησης ζοῦμε! Ὁπωσδήποτε μία τέτοια δήλωση ὑποκρύπτει ἀπαξίωση καί περιφρόνηση πρός τούς μαθητές καί τούς ἐκπαιδευτικούς πού ἐνσυνείδητα συμμετέχουν στήν πρωινή προσευχή. Αὐτοί πού φραστικά πολεμοῦν τό bullying, ἔχουν υἱοθετήσει μέ τίς πράξεις τους καί τίς ἐπιλογές τους τό bullying κατά τῆς πίστης.
Ὅλα αὐτά συμβαίνουν, ἐνῶ σύμφωνα μέ τό Π.Δ. 201/98 -μνημονεύεται καί στή φετινή ἐγκύκλιο- ἡ προσευχή παραμένει ἀκόμα ὑποχρεωτική. Ἀσφαλῶς, πιθανή κατάργηση τῆς προσευχῆς συνιστᾶ κατάφωρη παραβίαση τῆς ἐλευθερίας τῆς θρησκευτικῆς συνείδησης, δηλαδή συμπερι- φορά καί πράξη ἀντισυνταγματική.
Πέρα ὅμως ἀπό τή νομική πλευρά τοῦ θέματος, ὑπάρχουν κι ἄλλες παράμετροι, πού πρέπει νά ληφθοῦν ὑπ᾽ ὄψιν. Ὅσοι πρεσβεύουν τήν κατάργηση τῆς προσευχῆς δέν ἔχουν συνειδητοποιήσει ὅτι πρόκειται γιά ἀνάγκη τῆς ψυχῆς• δέν γνωρί- ζουν τά ὀφέλη της οὔτε τή μεγάλη της παιδαγωγική ἀξία. Ἐάν σέ κάποια σχολεῖα δέν γίνεται μέ τή δέουσα ἱερότητα, αὐτό δέν σημαίνει ὅτι πρέπει νά καταργηθεῖ, ἀλλά νά ἀναβαθμισθεῖ.
Ἀλήθεια, τί εἶναι ἐκεῖνο πού δίνει νόημα καί ὑποστασιάζει τήν πρωινή μαθητική σύνταξη; Χάριν τῆς προσευχῆς ἐθίζονται οἱ μαθητές στήν ἔγκαιρη προσέλευση στό σχολεῖο, στή σύνταξη, στήν τάξη καί στήν πειθαρχία. Ἐκείνη τή στιγμή τό σχολεῖο δίνει τήν εἰκόνα τοῦ συντεταγμένου συνόλου καί ὄχι τοῦ ἄτακτου ὄχλου ἤ τῆς τυχαίας μάζωξης.
Μέ τήν προσευχή γίνεται συνείδηση ὅτι δέν εἴμαστε μόνον ἄτομα ἀλλά μέλη μιᾶς κοινότητας. Δηλώνουμε μέ τόν τρόπο αὐτό ὅτι ἀνήκουμε σέ μιά κοινότητα πού προσεύχεται, γιατί χωρίς τήν προσευχή δέν μπορεῖ νά ὑπάρχουν δεσμοί ἑνότητας ἀνάμεσα στά μέλη της. Γι᾽ αὐτό καί εἶναι καλό στήν προσευχή ὅλοι νά παρευρίσκονται.
Ἡ προσευχή ἀποτελεῖ μιά μορφή ἔκφρασης τῆς παράδοσης στόν τόπο μας. Αὐτές οἱ λίγες στιγμές ἀρκοῦν γιά νά συνδέσουν τό σχολεῖο μέ τό χθές καί νά τοῦ δώσουν προοπτική στήν αἰωνιότητα. Κάθε σχολική αὐλή γίνεται οὐρανός, γιά νά στεγάσει τούς πόθους καί τίς ἀγωνίες παιδιῶν καί ἐκπαιδευτικῶν. Ἐκεῖνο τόν ἐλάχιστο χρόνο οἱ παιδικές ψυχές ἀναπέμπουν λόγια δεητικά πρός τόν Κύριο, καταθέτοντας ἐνώπιόν του τά μεγάλα ἤ μικρά προβλήματα πού τά ἀπασχολοῦν. Ὡραία πού ᾽ναι ἡ προσευχή, ὅταν τά παιδικά χείλη προφέρουν τό «Πάτερ ἡμῶν», σέ μιά ἐποχή μάλιστα πού πολλά παιδιά μαστίζονται ἀπό τήν κοινωνική μοναξιά ἤ τήν ὅποια ὀρφάνια! Δημιουργεῖται, ἀκόμη, τό αἴσθημα τῆς ἀδελφοσύνης, ἠρεμοῦν γιά λίγο οἱ ἀνήσυχες καρδιές, καθησυχάζουν ἔστω καί ἐλά- χιστα οἱ ταραγμένες σκέψεις. Μπορεῖ νά λειτουργήσει ὡς ἀνάχωμα παραβατικῶν συμπεριφορῶν, ὡς θεμέλιο τῆς ἐσωτερικῆς εἰρήνης καί ὡς δυναμική τοῦ πολιτισμοῦ μας. Καί ἄν ἀναλογισθοῦμε ὅτι σέ ὅλη τήν ὀρθόδοξη Ἑλλάδα μαθητές καί ἐκπαιδευτικοί προσεύχονται, πρίν ξεκινήσουν τό μάθημα, τότε πλαταίνει ἀκόμη περισσότερο ἡ καρδιά, γιά νά ἀγκαλιάσει ὅλους αὐτούς μέ τούς ὁποίους ἀγωνιζόμαστε στό ἴδιο στρατί.
Αὐτά τά βιώματα δέν σβήνονται μέ μία μονοκοντυλιά. Ἡ προσευχή μας ἔχει ρίζες βαθειές. Δέν ξερριζώνεται εὔκολα. Οἱ πρόγονοί μας διά στόματος Κολοκοτρώνη ὁμολογοῦν: «Ὅταν ἐπιάσαμε τά ἄρματα, εἴπαμε πρῶτα ὑπέρ πίστεως κι ἔπειτα ὑπέρ πατρίδος». Ἐμεῖς γιατί ντρεπόμαστε νά κάνουμε προσευχή; Ἀκόμη καί σέ αὐτό τό Κοινοβούλιο τῶν ΗΠΑ μέ τήν ἀπαγγελία τοῦ «Πάτερ ἡμῶν» ἀρχίζουν τίς ἐργασίες τους.
Γενικά ἡ προσευχή εἶναι τό μεγάλο δῶρο τοῦ Θεοῦ στόν ἄνθρωπο, μοναδικό προνόμιο γιά τήν ἀνθρώπινη ὕπαρξη. Κρίμα νά σοῦ στεροῦν τό ὀξυγόνο! Πολύ περισσότερο κρίμα νά σοῦ στεροῦν τό πνευ- ματικό ὀξυγόνο, τήν προσευχή. Καί ὕστερα, ἄν καταργηθεῖ ἡ σχολική προσευχή, εἶναι πολύ πιθανόν νά συμπαρασύρει κι ἄλλες ἄυλες ἀξίες, πολύτιμες γιά τό σχολεῖο καί τούς μαθητές.
Ἐπιτέλους, ἄς ἀφυπνισθοῦμε. Ζοῦμε τραγικές καταστάσεις! Αὐτή τήν ὥρα περνάει πάνω ἀπό τήν πατρίδα μας ὁ καταστρεπτικός χείμαρρος τῆς Νέας Τάξης Πραγμάτων, παρασύροντας καί καταστρέφοντας τά πάντα. Ὁροθέσια καί θεμέλια, τά ὁποῖα καθιερώθηκαν μέ αἵματα καί θυσίες, κινδυνεύουν νά διαγραφοῦν. Ἔτσι, ὅμως, στεγνώνει ἡ ζωή τοῦ ἀνθρώπου, ἀποθηριώνεται ἡ κοινωνία μας καί ἰσοπεδώνονται τά πάντα στόν τόπο μας. Αὐτό εἶναι πού περισσότερο πρέπει νά προσέξουμε καί γιά τό ὁποῖο ὀφείλουμε νά ἀνησυχήσουμε.
Κι ἐμεῖς τί μποροῦμε νά κάνουμε; Μπροστά σέ ὅλες αὐτές τίς προκλήσεις τῆς ἀποστασίας τοῦ καιροῦ μας δέν ἔχουμε παρά νά ἐπιτεθοῦμε μέ προσευχή. Καθῆκον τῆς οἰκογένειας καί τῆς Ἐκκλησίας εἶναι νά διδάξει ἔμπρακτα καί ἔμπονα τήν προσευχή, «ἐξοπλίζοντας» μέ αὐτήν τή νέα γενιά. Ἔτσι μόνον θά γίνει κατανοητό ὅτι ἐκεῖνες οἱ ἱερές στιγμές δέν ἀποτελοῦν συμβολικό συστατικό στοιχεῖο καί ἀνιαρό βαρίδιο τοῦ παρελθόντος• ἀντιθέτως συνιστοῦν οὐσιαστικό στοιχεῖο γιά τή συλλογική μας ταυτότητα καί ἀσφαλῆ πυξίδα γιά τή μελλοντική μας πρόοδο.
Εὐδοξία Αὐγουστίνου
Μέσα στούς παιάνες καί στίς δάφνες πού συνοδεύουν τόν Ὀκτώβριο ἀξίζει νά σταθοῦμε σέ μία μορφή ἅγια καί ἡρωική, πού προβάλλει ἕναν ἡρωισμό μέ διάσταση ἄλλου εἴδους, τή διάσταση τοῦ Πνεύματος. Εἶναι ὁ ἅγιος εὐαγγελιστής Λουκᾶς ὁ ἰατρός, τόν ὁποῖο τιμᾶ ἡ Ἐκκλησία μας στίς18 τοῦ μήνα.
Δέν ἦταν ἄσημο πρόσωπο ὁ ἱερός Λουκᾶς. Ἐπιστήμονας, ὁ πρῶτος χριστιανός γιατρός, ζωγράφος τοῦ λόγου, μέ φιλολογική κατάρτιση ὄχι τυχαία καί ἐξαίρετο ταλέντο ἱστορικοῦ, μέ πνεῦμα εὐρύ, χαρακτήρα γλυκύ καί ἤρεμο, σκέψη πειθαρχημένη καί ἰσορροπημένη, προσόντα πολύτιμα καί ζηλευτά γιά μία ἐπιφανῆ καριέρα. Κι ὅμως, ὅταν τό φῶς τοῦ Εὐαγγελίου διαπέρασε τήν καρδιά τοῦ Λουκᾶ, ἐκεῖνος τά προσφέρει ὅλα στόν Κύριο• προσφέρεται ὁ ἴδιος γιά νά διακονήσει τή νεοσύστατη Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ ὡς συνέκδημος καί συνεργός τοῦ ἀποστόλου τῶν ἐθνῶν.
Πρωτότυπος, πνευματικός ὁ ἡρωισμός τοῦ Λουκᾶ. Μέ τά προσόντα καί τίς προϋποθέσεις πού εἶχε θά μποροῦσε νά διαπρέψει μέσα στήν κοινωνία, νά κερδίσει πλοῦτο καί δόξα. Ἀλλά καί ὡς χριστιανός γιατρός θά μποροῦσε νά ὑπηρετήσει τήν Ἐκκλησία θεάρεστα καί νά κερδίσει ψυχές γιά τόν Χριστό. Ἐκεῖνος ὅμως, χωρίς κανείς νά τό ἀπαιτήσει, διάλεξε νά «θάψει» τόν ἑαυτό του καί τήν καριέρα του, νά ἀναλωθεῖ στή διακονία τοῦ μεγάλου ἀποστόλου πού θαύμασε• νά ριχθεῖ στήν περιπέτεια τοῦ εὐαγγελίου. Παραιτήθηκε ἀπό κάθε δικαίωμα, ἀπό κάθε προσωπικό ὄνειρο καί σχέδιο, γιά νά γίνει ἀπόλυτα εὔχρηστος στόν ἀπόστολο. Ἡ καρδιά του χτυποῦσε μέ τούς χτύπους τῆς καρδιᾶς τοῦ Παύλου. Ἡ φιλία τῶν δύο μεγάλων ἀνδρῶν ὑπῆρξε ἀπό τίς πιό εὐεργετικές γιά τήν Ἐκκλησία καί τήν ἀνθρωπότητα.
Ἄν ὁ ἀπόστολος Παῦλος μέ τά φτερά τοῦ ζήλου του ἔφερε τό εὐαγγέλιο τοῦ Χριστοῦ στήν Ἑλλάδα καί στή Ρώμη, ὁ Λουκᾶς, σύντροφος αὐτοῦ τοῦ ἀετοῦ, θησαύρισε τούς πολύτιμους μαργαρίτες τῆς θείας ἀποκαλύψεως καί τή δρόσο τοῦ ἁγίου Πνεύματος στό Εὐαγγέλιό του καί στίς Πράξεις τῶν Ἀποστόλων. Μέ χάρη, λιτότητα καί ἁρμονία ἐκθέτει τά γεγονότα ὡς ἱστορικός καί καλλιτέχνης τοῦ λόγου, χωρίς πουθενά νά ἀναφέρει τό ὄνομά του. Κι ὅμως ὁ Θεός τοῦ ἐπιφύλασσε τήν πιό καταξιωμένη ἀναγνώριση: Τό ἐγκώμιό του γράφτηκε ἀνεξίτηλα στήν ἁγία Γραφή ἀπό τό χέρι τοῦ δέσμιου στή Ρώμη Παύλου: «Λουκᾶς ὁ ἰατρὸς ὁ ἀγαπητός», «συνεργός» (βλ. Κλ 4,14• Φλμ 24). Καί τό ἅγιο Πνεῦμα τόν ἀνέδειξε μέτοχο τεράστιας περιουσίας: Ἀπό τούς 7.908 στίχους τῆς Καινῆς Διαθήκης οἱ 2.361 ἀνήκουν στή γραφίδα τοῦ Λουκᾶ.
Ἀπολύτρωσις 71 (2016) 235