Super User

Super User

Κυριακή, 04 Σεπτέμβριος 2016 23:31

Μετά τήν Κατασκήνωση ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΩΝ

oikogenion c 

Ὑπάρχει κάποιος στήν οἰκογένεια πού περίμενε ὅλο τόν χρόνο μέ λαχτάρα νά πᾶμε στήν κατασκήνωση οἰκογενει­ῶν: ἡ τετράχρονη Ἐλπίδα μας!...
 «Πότε θά πᾶμε;», ρωτοῦσε πολύ συ­χνά καί ὑπολόγιζε μέ τό μυαλουδάκι της πότε εἶναι τό καλοκαίρι.
 Τό καλοκαίρι ἔφτασε καί προχω­ροῦ­σε, μέ τό Ἐλπιδάκι νά περιμένει τό «πότε»…
 Μόνο ἐγώ ἔνιωθα φορτωμένη καί εἶ­χα τόν λογισμό μήπως νά μήν πᾶμε φέ­τος... Τελικά, πῆγα καί πήγαμε ὅλοι.
 Σ’ εὐχαριστῶ, Θεέ μου, γι’ ἄλλη μία φορά!
 Αὐτό τό πανηγύρι νά ’μαστε ὅλοι μαζί, νεαροί οἰκογενειάρχες καί μεγαλύτεροι, παιδιά ὅλων τῶν ἡλικιῶν, στήν ξενοιασιά τῆς κατασκήνωσής μας...
 Ἡ εὐφροσύνη τοῦ κατασκηνωτικοῦ προγράμματος, πού μᾶς ἔθρεψε μέ τήν προσευχή καί τή μελέτη τῆς ἁγίας Γρα­φῆς…
 Τό συναίσθημα ὅτι ὁ Διδάσκαλος τῆς Ἀδελφότητος, ὁ μακαριστός Στέργιος Σάκκος πού μόχθησε νά στεριώσει αὐτό τό ἔργο, εἶναι κάπου ἀνάμεσά μας…
 Ὅλα σοῦ δημιουργοῦσαν τήν αἴ­σθη­ση ὅτι ὁ Θεός θέλει νά γίνεται αὐτή ἡ συνάντηση, μιά πραγματική ἐπισυναγω­γή μέ στόχο τήν ἀνασυγκρότηση τῆς συζυγίας μας, τήν ἀναζωπύρωση τῆς ἀ­γάπης μας, τήν ἀναδιοργάνωση τῆς οἰ­κογένειάς μας, γιά νά συνεχιστεῖ ἡ κατά Θεόν οἰκογενειακή πορεία…
 Δέν γίνεται νά ἀποτυπωθοῦν στό χαρτί ὅλα ὅσα ζήσαμε ἐκεῖ…
 Τά ἐμπνευσμένα μαθήματα ἦταν γιά ὅλους μας πηγή ζωῆς. Κι ἐκεῖνα τά «εὐ­λογημένα πηγαδάκια», ὅπως τά ἔλεγε ὁ διδάσκαλος, ἦταν μία ἀνάσα δροσιᾶς… Δέν εἶσαι μόνος… καί ἄλλοι ζοῦν ὅ,τι κι ἐσύ! Ἀγωνίζονται, ὅπως κι ἐσύ! Ἀ­κό­μη, ἡ χαρά καί ὁ ἐνθουσιασμός τῶν παιδιῶν μέ τά παιχνίδια τους στά γήπεδα καί τό τραγούδι τους στήν τραπεζαρία ἦταν τονωτική ἐμπειρία γιά ὅλους μας…
 Τί ἀνόητη πού ἤμουν νά ἔχω λογισμό νά μήν πάω φέτος…
 Εὐγνωμονῶ τό μικρό μου τό Ἐλπιδάκι γιά τήν ἐπιμονή του. Ἀλλά καί πό­ση εὐγνωμοσύνη νιώθω γιά τόν Διδά­­σκαλο, καθώς καί γιά τούς ἀδελφούς, πού τόσα χρόνια ὑπηρετοῦν αὐτό τό ἔρ­γο γιά νά τό βρίσκω ἐγώ ἕτοιμο, νά τό ἀπολαμβάνω καί νά στηρίζομαι στόν καθημερινό μου ἀγώνα…
 Χρέος δικό μου εἶναι νά φυλάξω αὐ­τή τήν κληρονομιά… Κύριε, «ἐλθέτω ἡ βασιλεία Σου» καί στή δική μου ζωή…

Χ.Μ.Δ.

Πέμπτη, 26 Οκτώβριος 2023 02:07

Ὁ ἡγέτης καί τό ἔπος τοῦ 1940

metaxas 1 c   28η Ὀκτωβρίου 1940. Δευτέρα, τρεῖς μετά τά με­σά­νυχτα. Κάποιες σκιές κι­νοῦνται μές στή νύχτα. Ὁ ἰταλός πρεσ­βευτής Γκράτσι κατευ­θύνεται στό σπίτι τοῦ πρωθυ­πουρ­γοῦ Ἰ. Μεταξᾶ στήν Κηφισιά. Πρέ­πει ἐπειγόντως νά τοῦ ἐπιδώσει τό ἰταλικό τελε­σί­γραφο. «Σκε­φτό­μουν ὅτι τή στιγμή ἐκείνη γι­νό­μουν συν­ένοχος μιᾶς ἀτιμίας», γράφει ὁ ἴδιος ὁ κόμης Γκράτσι στό βιβλίο του «Ἡ ἀρχή τοῦ τέλους». Καί συνεχίζει:
  «Μόλις καθίσαμε, τοῦ ἔδωσα τό ἔγγραφο. Ἄρ­χισε μέ προσοχή νά τό διαβάζει. Παρακολούθησα τή συγκί­νησή του στά χέρια του καί στά μά­τια. Μόλις τελείωσε ἡ ἀνάγνω­ση, ἀκολούθησε ὁ ἑξῆς διά­λο­γος:
  - Κύριε πρόεδρε, ἔχω ἐντολή νά σᾶς ἀνακοινώσω ὅτι σέ περίπτωση πού δέν δεχτεῖτε τούς ὅρους τοῦ τελεσιγράφου, τά ἰταλικά στρα­­­τεύ­ματα θά μποῦν στό ἑλληνικό ἔδαφος, στίς 6 τό πρωί.
  - Καί ποιά εἶναι τά στρα­τηγικά ση­μεῖα πού θέ­λει νά καταλάβει ἡ Ἰτα­λία;
  - Δέν γνωρίζω...
  - Κύριε πρεσβευτά, τό πε­ριεχό­με­νο τοῦ τελεσι­γρά­φου καί ὁ τρόπος μέ τόν ὁ­ποῖο μοῦ δόθηκε σημαί­νουν πόλεμο ἐκ μέρους τῆς Ἰτα­λίας.
  - Θά ἦταν δυνατό νά ἀ­ποφευχθεῖ ὁ πόλεμος, ἄν δίνατε διαταγή στά στρα­τεύ­ματά σας νά ἀφήσουν ἐλεύ­θερη τή δίοδο.
  - Εἶναι περιττό νά προ­χω­ρήσετε. Ὄχι! Ἀδύνατο! Δέν πρόκειται νά δώ­σω τέ­τοιες διαταγές.
  Δέν ἤξερα τί ν᾽ ἀπαντή­σω σ᾽ αὐτά τά λόγια. Ἔφυ­γα, ἀφοῦ ὑποκλίθηκα μέ βα­­θύτατο σεβασμό μπροστά στόν περή­φανο γέροντα, ὁ ὁποῖος δέν δίστασε οὔτε στιγμή νά ἐκλέξει γιά τήν πατρίδα του τό δρόμο τῆς θυσίας, ἀντί τῆς ἀτί­μωσης».
  Ταχύτατα ἐνεργεῖ ὁ πρω­θυ­πουρ­γός. Πρέπει νά «ξυ­πνήσει» τούς Ἕλ­ληνες. Συγ­καλεῖ στίς 5 τό πρωί τό ὑπουργικό συμβούλιο. Ἐνη­μερώνει. Ὕστερα παίρ­νει τό διά­ταγμα τῆς γε­νικῆς ἐπι­στρα­τεύ­σεως, κάνει τό ση­μεῖο τοῦ σταυροῦ καί τό ὑπογράφει μέ τήν εὐχή: «Ὁ Θεός σώζοι τήν Ἑλ­λάδα». Μέσα σ᾽ ἕνα κλίμα συγκί­νησης, τό ὑπογράφουν ὅλοι οἱ ὑ­πουργοί.
  Στό διάγγελμά του πρός τόν ἑλ­ληνικό λαό τονίζει:
  «Ἡ στιγμή ἐπέστη πού θά ἀγω­νι­σθῶμεν διά τήν ἀνεξαρτησίαν τῆς Ἑλ­λάδος, τήν ἀκεραιότητα καί τήν τιμήν της... Ἀγωνισθεῖτε διά τήν πα­τρίδα, τάς γυναῖκας, τά παιδιά σας καί τάς ἱεράς μας παραδόσεις. Νῦν ὑπέρ πάντων ὁ ἀγών».
  Ἔτσι, τά ξημερώματα τῆς 28ης Ὀκ­τωβρίου, ὁ Ἕλληνας ἀπό κάθε γωνιά τῆς πατρίδας μας, ἀπό τά βουνά τῆς Ἠ­πεί­ρου, τούς κάμπους τῆς Μα­κεδονίας, τά ποτάμια τῆς Θράκης μέ­χρι τόν νότο καί τά δαντελωτά νησιά τοῦ Αἰγαίου, δίνει δυναμικό τό «Πα­ρών», ἀμύνεται πεισματικά καί μέ τήν ὁμοψυχία, τήν αὐταπάρνηση καί τίς θυσίες του βρον­τοφωνάζει στόν ἀδίστακτο εἰσβολέα «Ὄχι».  
  Εἶναι ἀξιοσημείωτα ὅσα σημειώ­νει στό βιβλίο του «Τά χρόνια τοῦ Μεγάλου Πολέμου» ὁ πολιτικός Παν. Κανελ­λό­πουλος, τοποθετώντας τά πράγματα στή σωστή τους θέση:
  «Πρέπει νά εἴμεθα χωρίς ἄλλο εὐ­γνώμονες εἰς τόν Ἰωάννην Μεταξᾶν, διότι εἶπε ὁλομόναχος στό σκοτάδι τῆς νυκτός τό μέγα "Ὄχι". Λέγουν ὅσοι ἀν­τιμετωπίζουν μέ ἐμπάθειαν καί αὐτά τά ἀνάγλυφα γεγονότα τῆς ἱστορίας ὅτι τό "Ὄχι" δέν τό εἶπεν ὁ Μεταξᾶς, ὅτι τό εἶπεν ὁ λαός. Ναί, τό εἶπεν ὁ λαός, ἀλλά ἀφοῦ τό εἶχεν εἰπεῖ ὁ Μεταξᾶς... Ἄς εἴ­μεθα λοιπόν τίμιοι ἀπέναντι τῆς ἱστο­ρίας. Τό με­γάλο "Ὄχι" εἶναι πρᾶξις τοῦ Ἰ. Με­ταξᾶ».
  Ὁ Πρωθυπουργός εἶναι αὐτός πού στούς βαλκανικούς πολέμους τοῦ 1912-13 ὡς νεαρός ἀξιωματικός τότε κατέ­στρωσε μέ ἐπιτυχία τά σχέ­δια ὅλων τῶν ἐπιχειρήσεων· εἶναι ἕνας ἀπ᾽ αὐτούς πού διεξήγαγε τίς δια­πραγματεύσεις μέ τόν Ταξίν πασά γιά τήν παράδοση τῆς Θεσ­σαλονί­κης στούς Ἕλληνες ἀνήμερα τοῦ ἁγίου Δημη­τρίου· εἶναι αὐτός πού ὅσο ἔβλε­πε νά ζυγώνει ἡ μικρασιατική κατα­στροφή τό 1922, τόσο φώναζε συνεχῶς στήν κυβέρνηση νά ἀσφα­λίσει τή Θρά­κη μέ ἱκανό στρατό. Χάρη στή διορα­τικότητά του ἡ Θρά­κη σώθηκε ἀπό τά νύχια τοῦ Κεμάλ καί παρέμεινε ἑλ­λη­νική. Κι ἀπό τόν Ἀπρίλιο τοῦ 1936 πού ἀναλαμβάνει τήν πρωθυ­πουργία, δια­βλέ­πει πώς ἄρχισαν νά φαίνονται  τά πρῶτα σύν­νεφα μιᾶς παγκόσμιας σύρ­ραξης στόν οὐρανό τῆς Εὐρώπης. Πρῶ­το, λοι­πόν, ὕψι­στο μέλημά του ἡ ἀμυντική θω­ρά­κιση τῆς χώρας μας. Ἔτσι, ὅταν ξη­­­μερώνει ἡ 28η Ὀκτωβρίου 1940, ἡ μι­κρή Ἑλλάδα εἶναι πανέτοιμη νά ἀντιμε­τω­πίσει τήν ἰταλική πρόκλη­ση. Πρός κα­τάπληξη ὅλων, κεῖ πάνω στίς Πίνδου τίς κορφές γράφονται μέρα μέ τή μέρα οἱ χρυσές σελίδες τῆς ἔνδοξης ἐποποιΐας τοῦ 1940, γρά­φεται τό ἀλη­σμόνητο βο­ρειοη­πει­ρω­τικό ἔπος.

Ἑλληνίς

Ἀπολύτρωσις, Ὀκτώβριος 2016

Δευτέρα, 10 Οκτώβριος 2016 03:01

Ἕνα γράμμα στούς γονεῖς μου

kid writting cἈγαπημένοι μου μαμά καί μπαμπά,
 Θά σᾶς πῶ κάποια μυστικά πού θά σᾶς βοηθήσουν νά μέ μεγαλώσετε μέ τόν πιό σωστό τρόπο:
1ο. Μοῦ εἶναι ἀπαραίτητο νά ἔχω τή βεβαιότητα ὅτι μέ ἀγαπᾶτε. Ὅταν μοῦ λέ­τε ὅτι μέ ἀγαπᾶτε, αἰσθάνομαι ἀ­σφα­λής. Ὅταν δείχνετε ὅτι μέ ἀγαπᾶτε, ἐγώ νιώ­θω αὐτοπεποίθηση. Αἰσθάνομαι ὅτι εἶμαι ἀξιαγάπητος, ὅταν μέ προσέχετε. Ὅταν ἔρχομαι στό σπίτι ἀπό τό σχολεῖο καί βλέ­πω ὅτι ἀποφεύγετε ἀκόμη καί νά μιλᾶτε στό τηλέφωνο, ἐπειδή θέλετε νά ἀφιε­ρώνετε τόν χρόνο σας σ᾽ ἐμένα, αἰ­σθά­νομαι μοναδικός. Βλέπω ὅτι εἶμαι πιό ση­μαντικός γιά σᾶς ἀπό τούς ἄλλους ἀν­θρώπους καί τά ἄλλα πράγματα. Ὅ­ταν μοῦ λέτε « Φτιάξαμε γιά σένα τό κέικ πού ἀγαπᾶς», « Φτιάξαμε τό φαγητό πού σοῦ ἀρέσει», «Εἴδαμε αὐτό τό πουλόβερ στό κατάστημα καί ἐπειδή ἔχει τό ἀγα­πη­μένο σου χρῶμα τό ἀγοράσαμε γιά σέ­να», ξέ­ρω ὅτι σᾶς εἶμαι πολύτιμος καί νιώθω ὅτι τήν ἀξίζω αὐτή τήν ἀγάπη. Αὐ­τό μοῦ δίνει περισσότερη αὐτοπεποί­θη­ση γιά νά ἀντιμετωπίσω τόν κόσμο.
2ο. Ἐσεῖς εἶστε τό θεμέλιο τῆς ζωῆς μου. Θέλω νά σᾶς εὐαρεστῶ καί νά νιώ­θετε ὑπερήφανοι γιά μένα. Αἰ­σθά­νομαι καλά, ὅταν ξέρω ὅτι σᾶς ἀρέσει αὐτό μέ τό ὁποῖο κάθε φορά καταπιάνομαι.
3ο. Μέ χαροποιεῖ πολύ, ὅταν δια­θέ­τε­τε τόν χρόνο σας γιά νά τόν περά­σου­με μαζί. Μποροῦμε νά βγαίνουμε ἔξω γιά πί­τσα μία φορά τόν μήνα ἤ μπορεῖτε νά μέ ἀγκαλιάζετε στό κρεβάτι μου λίγα λε­πτά κάθε βράδυ καί ν᾽ ἀσχολεῖσθε μό­νο μαζί μου αὐτή τήν ὥρα.  Ἔτσι δέν θά αἰ­σθά­νο­μαι παραμελημένος, γιατί ξέρω ὅτι θά πρέπει νά ἀσχοληθεῖτε ἐπίσης μέ τούς ἀδελφούς καί τίς ἀδελφές μου. Ὑ­πάρ­χουν τόσοι πολλοί τρόποι ὥστε νά μέ κάνετε νά νιώθω μοναδικός.
4ο.  Ἔχω ἀνάγκη νά μέ ἀκοῦτε. Τό σχο­λεῖο, οἱ σχολικές ἐργασίες καί οἱ κοι­νωνικές ἀλληλεπιδράσεις μπορεῖ νά εἶ­ναι τόσο ἀγχωτικές γιά μένα ὥστε κά­ποιες φορές αἰσθάνομαι ὅτι ὁ κόσμος θά ἐκραγεῖ. Ὅταν ἔρχομαι στό σπίτι, σᾶς πα­ρακαλῶ ἀκοῦστε με μέ καλοπρο­αί­ρετη διάθεση καί χωρίς κριτική. Ἄν συνέ­βη κάτι στό σχολεῖο καί ὁ δάσκαλος εἶχε ἄδικο, δέν θέλω νά τόν καταδικάσετε. Αὐτό θά ἦταν ἐπιζήμιο γιά μένα, γιατί μει­ώνετε τό κύρος του στή συνείδησή μου. Ἐσᾶς σᾶς χρειάζομαι γιά νά συμ­πάσχετε μαζί μου, γιά νά μέ καταλάβετε καί νά μέ στηρίξετε. Ἐάν ἤμουν ἐγώ ὑπαίτιος στό συμβάν, σᾶς παρακαλῶ μή μέ κατη­γο­ρή­σετε. Νιώθω ἤδη ἀρκετά ἄσχημα. Βο­η­θῆ­στε με νά μάθω ἀπό αὐτό ἀπευθύνον­τάς μου τήν ἐρώτηση: «Τί νομίζεις ὅτι θά μποροῦσε νά γίνει κα­λύτερα;» καί «Πῶς νομίζεις ὅτι μποροῦν νά διορθω­θοῦν τά πράγματα τώρα;».
5ο. Ὅταν μοῦ φωνάζετε, ὁ κόσμος μου καταρρέει. Αἰσθάνομαι φοβισμένος. Ἡ μόνη μου σκέψη εἶναι: « Θέλω αὐτό νά σταματήσει». Δέν μπορῶ ἐκείνη τή στι­γμή νά μάθω τίποτα, εἶμαι τόσο φοβι­σμέ­νος.
6ο. Βλέπω πῶς ἀντιμετωπίζετε ὁ ἕνας τόν ἄλλο. Ὅταν οἱ δυό σας συζη­τᾶτε δια­φωνώντας, φοβᾶμαι ὅτι μπορεῖ νά χωρί­σετε ἤ ὅτι κάτι ἄλλο τρομακτικό μπο­ρεῖ νά συμβεῖ. Ὅταν ἐσεῖς σέβεστε ὁ ἕνας τόν ἄλλο, θά μάθω κι ἐγώ νά σᾶς σέβομαι. Ὅταν βλέπω νά ἐπιλύετε τίς διαφορές σας μέ φιλικό καί ἀγαπη­τικό τρόπο, μαθαίνω νά εἶμαι ἀλτρουϊ­στής καί εὐγε­νής. Παίρνω ἔτσι τό μήνυμα ὅτι εἶναι δυ­νατόν ἡ διαφωνία νά λύ­νε­ται καί χωρίς θυμό.
7ο. Μή μέ μπερδεύετε. Εἶμαι ἕνας θησαυρός γιά σᾶς ἤ ἕνα βάρος; Με­ρι­κές φορές λέτε ὅτι μέ ἀγαπᾶτε καί ἄλ­λες ὅτι σᾶς τρελαίνω. Ἀναρωτιέμαι τότε ἄν εἶστε εὐχαριστημένοι πού γεννή­θη­κα…
8ο. Νά εἶστε ὑπομονετικοί μαζί μου. Φυσικά δέν εἶμαι τέλειος! Ἦρθα στόν κό­σμο μ᾽ ἕνα σωρό ἐλαττώματα. Πρέπει νά μάθω, νά μεγαλώσω καί νά ξεπεράσω τά ἀρνητικά. Σᾶς παρακαλῶ νά μέ βοηθή­σε­τε, ἐνισχύοντας τά καλά στοιχεῖα μου. Δεῖξτε μου μέ στοργικό τρόπο πῶς ὑπο­τί­θεται ὅτι πρέπει νά ἐνεργήσω. Σᾶς πα­ρα­καλῶ νά εἶστε ὑπομονετικοί καί νά πα­ραμείνετε ὁ ἐνήλικας στή σχέση αὐτή. Σᾶς παρακαλῶ νά θυμάστε πόσο δύσκο­λο εἶναι νά ἀλλάξει κανείς. Βοηθῆστε με νά δουλέψω γιά ἕνα πράγμα κάθε φο­ρά. Δέν μπορῶ νά ἀλλάξω ὅλες τίς ἀτέ­λειές μου μονομιᾶς. Καί ἄν εἶμαι ἐπα­να­στάτης, σᾶς παρακαλῶ ἐρευνῆστε τί εἶ­ναι αὐτό πού μέ ἐνοχλεῖ κι ἐπαναστατῶ.
9ο. Σᾶς παρακαλῶ ποτέ μή μέ ὑπο­τι­μήσετε καί ποτέ μή μέ φωνάξετε μέ μει­ω­τικούς χαρακτηρισμούς. Ὅταν τό κά­νε­τε, σᾶς πιστεύω. Ἐάν μέ ἀποκαλεῖτε πα­- ­λιό­παιδο, ἀγενῆ, ἠλίθιο… θέλω μεγα­λώ­νοντας νά ταιριάζω ἀκριβῶς μέ αὐ­τή τήν περιγραφή.
10ο. Κάνετέ με νά νιώθω ἀρκετά ἀ­σφαλής ὥστε νά ἔχω τό δικαίωμα νά κά­νω λάθη. Σᾶς παρακαλῶ μήν ἐκνευ­ρίζεσθε, ὅταν χυθεῖ ἤ σπάσει κάτι ἀπό ἀ­τύχημα• εἶναι ἀπό ἀδεξιότητα κι ὄχι ἀπό πρόθεση. Μέ μιά τέτοια ἀντιμετώπιση ὅταν μεγα­λώσω θά γίνω ἕνας τελειο­μα­νής, πού θά φοβᾶται νά κάνει λάθος κί­νηση. Ὅλοι κάνουμε λάθη. Οἱ ἔξυπνοι ἄν­θρω­ποι μαθαίνουν ἀπό τά λάθη τους καί προσπαθοῦν νά μήν τά ἐπανα­λά­βουν.
11ο. Χρειάζομαι συνέπεια καί σταθε­ρότητα στόν κόσμο μου. Ὅταν ἐσεῖς πάν­τοτε μοῦ ἐπιβάλλετε τούς ἴδιους κα­νόνες, ἡ ζωή εἶναι πιό προβλέψιμη. Νιώ­θω πιό ἀσφαλής γνωρίζοντας ὅτι ὑπάρ­- χει ἕνας ἐνήλικας ὁ ὁποῖος μέ φροντίζει.
12ο. Μπορεῖτε νά ζητᾶτε ἀπό μένα ὅ,τι ζητᾶτε κι ἀπό τόν ἑαυτό σας. Δέν μαθαίνω ἀπό τίς διαλέξεις σας καί οἱ τι­μωρίες σας μέ χολώνουν καί μέ κάνουν μνησίκακο. Σᾶς παρατηρῶ συνεχῶς καί ἀπορροφῶ καθετί δικό σας.  Ἔτσι, ἄν μοῦ δείξετε ἀγάπη καί καλοσύνη, θά γίνω κι ἐγώ σάν κι ἐσᾶς. Ἄν στήν πορεία κάνω κάτι λάθος, μπορεῖτε νά μοῦ μιλήσετε ἤ­ρεμα γι᾽ αὐτό καί νά μοῦ ἐξηγήσετε μέ σωστό τρόπο πῶς νά διορθώσω τά πρά­γματα.
Μπορεῖ νά μήν κάνω πάντα ὅ,τι μοῦ λέτε, ἀλλά πιθανότατα θά μιλῶ ὅπως μι­λᾶτε καί θά πράττω ὅπως πράττετε.

Σᾶς φιλῶ,
Τό παιδί σας.
(γιά τήν ἀντιγραφή Κλήμης)

Ἀπολύτρωσις 71 (2016) 246-247

Τρίτη, 04 Οκτώβριος 2016 22:53

2016: ἐπετειακό ἔτος Ἀριστοτέλη

 aristotelis cΤό ἔτος 2016 ἀνακηρύχθηκε ἀπό τήν Unesco «Ἔτος Ἀριστοτέλη» μέ ἀφορμή τή συμπλήρωση 2.400 χρό­νων ἀπό τή γέννηση τοῦ μεγάλου ἕλληνα φιλοσόφου. Ἀξίζει, λοιπόν, νά σκιαγραφήσουμε ἁδρά τήν προσ­ωπικότητά του.

 Γεννήθηκε τό 384 π.Χ. στά Στά­γειρα τῆς Χαλκιδικῆς. Ὁ πατέρας του Νικό­μα­χος ἦταν γιατρός τοῦ βασιλιᾶ τῆς Μακε­δονίας Ἀμύντα Γ΄, πατέρα τοῦ Φιλίππου, καί θεωροῦσε πρό­γο­νό του τόν ὁμηρικό ἥρωα καί γιατρό Μαχάονα, τόν γιό τοῦ Ἀσκληπιοῦ. Ἡ μητέρα του Φαιστίδα ἀπό τή Χαλ­κίδα εἷλκε καί αὐτή τήν καταγωγή της ἀπό τό γένος τῶν Ἀσκληπιαδῶν. Ἔ­χασε νωρίς τούς γονεῖς του καί τήν κηδε­μονία του ἀνέλαβε ὁ φίλος τοῦ πατέρα του Πρόξενος, ὁ ὁποῖος σέ ἡλικία 17 ἐτῶν τόν ἔστειλε στήν Ἀ­θήνα νά μαθητεύσει στήν Ἀκαδημία τοῦ Πλάτωνα. Σπούδασε ἐκεῖ ἐπί 20 χρόνια (367 π.Χ. - 347 π.Χ.), μέχρι τή χρονιά δηλαδή πού πέθανε ὁ δάσκαλός του. Γιά τήν εὐφυΐα καί τή φιλοπονία του ὁ Πλά­τωνας τόν ἀποκαλοῦσε «νοῦν» καί «ἀνα­γνώστην».
Τό 347 π.Χ., ὅταν πέθανε ὁ Πλά­τωνας, ὁ Ἀριστοτέλης ἐγκαταστά­θη­κε γιά τρία χρόνια στή μικρασιατική παραλιακή πόλη Ἄσσο, ὅπου λει­τουργοῦσε φιλοσοφική σχολή, ὡς παράρτημα τῆς Ἀκαδημίας. Ἑ­πόμε­νος σταθμός του ἡ Μυτιλήνη μέχρι τό 342 π.Χ. Στό μεταξύ εἶχε νυμ­φευ­θεῖ τήν Πυθιάδα, ἀπό τήν ὁποία ἀπέ­κτησε κόρη, πού ἔλαβε τό ὄνομα τῆς μητέρας της. Μετά τόν θάνατο τῆς πρώτης συζύ­γου του ὁ Ἀριστοτέλης νυμφεύθηκε τή σταγειρί­τισ­σα Ἑρ­πυλλίδα, μέ τήν ὁποία ἀπέκτησε ἕνα γιό, τόν Νικόμαχο. Τό 342 π.Χ. τόν προσκάλεσε ὁ βασιλιάς τῆς Μα­κε­δο­νίας Φίλιππος, γιά νά ἀναλάβει τή δια­παι­δα­γώγηση τοῦ γιοῦ του Ἀλε­ξάνδρου, πού ἦταν τότε μόλις 13 ἐ­τῶν. Ἄλλοτε στήν Πέλλα καί ἄλλοτε στή Μίεζα γιά κά­ποια χρόνια, ὁ γί­γαντας τῆς ἑλληνικῆς διανόη­σης με­τέδιδε τό πανελλήνιο πνεῦ­μα στόν νεαρό διάδοχο, χρησιμοποιώντας ὡς παι­δευ­τι­κό ὄργανο τά ὁμηρικά ἔπη.
 Στή συνέχεια μετέβη στήν Ἀθήνα (335 π.Χ.) καί ἵδρυσε τή δική του φι­λοσοφική σχολή, τό Λύκειο. Διέ­θετε μεγάλη βιβλιο­θήκη ὀργανωμένη ἄρ­τια, ἡ ὁποία καί χρη­σίμευσε ἀργό­τερα ὡς πρότυπο γιά τήν ἵδρυση τῶν βι­βλιοθηκῶν τῆς Ἀλεξάν­δρει­ας καί τῆς Περγάμου. Σύντομα ἡ σχολή ἀνα­δεί­χθηκε σέ περίφημο κέντρο ἐπιστη­μο­νικῆς ἔρευνας, καθώς γιά τή διδασκαλία τῶν φυσικῶν μαθη­μά­των ὁ Ἀριστοτέλης εἶ­χε συγκεν­τρώ­σει χάρ­τες καί χρήσιμα ὄρ­γανα. «Ὑπῆρξε ὁ πρῶτος γνήσιος ἐπι­στή­μο­νας στήν ἱστορία». Στά δεκατρία χρό­νια πού δίδαξε ὁ Ἀριστοτέλης στήν Ἀθήνα ἀπο­θησαύρισε τό μεγαλύτερο μέ­ρος τοῦ ἔρ­γου του, γεγονός πού προ­κα­λεῖ τόν θαυ­μασμό μας μέ τόν ὄγκο καί τήν ποιο­τι­κή του ἀξία.
 Τό 323 π.Χ., ἀμέσως μετά τόν θά­νατο τοῦ Μ. Ἀλεξάνδρου, προλαμ­βάνοντας «τήν μῆνιν» τοῦ ἀντι­μακεδονικοῦ κόμματος ἔ­φυγε μέ τήν οἰ­κογένειά του γιά τή Χαλ­κίδα (323 π.Χ.), ἀφήνοντας διευθυντή στή σχο­­λή τόν μαθητή του Θεόφραστο. Ἔτσι τό πνευματικό ἵδρυμα τοῦ Ἀ­ριστοτέλη συνέχισε νά ἀκτινοβολεῖ καί μετά τήν ἀ­πομάκρυνση καί τόν θάνατο τοῦ μεγάλου δασκάλου. Στή Χαλκίδα «ἐξεμέτρησε τό ζῆν» τόν Ὀ­κτώβριο τοῦ 322 π.Χ. Τό σῶ­μα του μεταφέρθηκε στά Στά­γει­ρα, ὅπου θάφτηκε μέ ἐξαιρετικές τι­μές.
 Ὁ Ἀριστοτέλης, ὁ ὑμνητής τῆς ἀρε­τῆς, ὑπῆρξε ἡ ἐνσάρκωση τῆς «μεσό­τη­τος» σέ ὅλες τίς ἐκφάνσεις τῆς ζωῆς. Ἡ διαθήκη του διακρίνεται γιά τήν ἔμφυτη εὐγένεια καί τρυφε­ρότητα. Φροντίζει γιά τήν οἰ­κο­γένειά του, γιά τή μνήμη τῶν γο­νέων καί τοῦ ἀδελφοῦ του, καθώς καί γιά τήν οἰκο­γένεια τοῦ πατρικοῦ του φίλου Προξένου, πού τόν ἀνέθρεψε. Ἡ μεγάλη του ὅμως καρδιά φαίνεται στόν τρόπο πού ἀντιμε­τωπίζει τούς δούλους του σέ μιά δουλο­κτητική κοινωνία: Νά μήν που­ληθεῖ κανείς ἀπό τούς δούλους πού τόν ὑπηρέ­τη­σαν, ὁρίζει, ἀλλά νά ἐλευθερώ­νονται μόλις ἐνηλικιώνονται.
 Σχετικά μέ τά συγγράμματά του: Ὅσο ζοῦσε ὁ πολυγραφότατος Ἀριστοτέλης -τό ἔργο του ἀνέρχεται συνολικά σέ πάνω ἀπό 400 μελέτες- δημοσίευσε ἕναν περιορισμέ­νο ἀ­ριθμό ἔργων, ἀπό τά ὁποῖα κανένα δέν σώθηκε ὁλόκληρο. Ἔφτασαν ὅ­μως στά χέρια μας τά ἀδημοσίευτα ἔργα του ἤ μᾶλ­λον οἱ προσωπικές του σημειώσεις, στίς ὁποῖες στήριζε τή διδασκαλία του. Οἱ ἀρ­χαῖες πηγές μᾶς παραδίδουν μία μυθιστορηματική ἐκδοχή τῆς διάσωσής τους. Τά χειρόγραφα τοῦ Ἀριστοτέλη κληροδοτήθηκαν μετά τόν θάνατό του στούς διαδόχους του στό Λύκειο. Μετα­φέρ­θη­καν στή συνέχεια στή Σκήψη τῆς Μικρᾶς Ἀσίας, ὅπου ἔμειναν θαμμένα σέ μία σπηλιά καί ξεχασμένα γιά περισσότερο ἀπό διακόσια χρόνια, ὥσπου ἀγοράστηκαν ἀπό κάποιον πλούσιο Ἀθηναῖο στίς ἀρχές τοῦ 1ου αἰώνα π.Χ. καί ἐπέστρεψαν στήν Ἀ­θήνα. Μετά τήν κατάληψη τῆς Ἀθήνας ἀπό τούς Ρω­μαί­ους τό 86 π.Χ. μεταφέρθηκαν σάν πολύτιμη λεία στή Ρώμη. Πενήντα περίπου χρόνια ἀργότερα ἐκδόθηκαν ἀπό τόν Ἀν­δρόνικο τόν Ρόδιο, προι­κισμένο φιλόλο­γο καί γνώστη τῆς φιλοσοφίας τοῦ Ἀρι­στοτέλη.
 Πάντως, ἡ μεγάλη διάδοση τῆς ἀριστοτελικῆς σκέψης ἀρχίζει μόνο ὅταν ἐκ­δί­δονται τά συγγράμματά του, τρεῖς αἰῶνες μετά τόν θάνατό του. Ἄν τά χειρόγραφα εἶ­χαν χαθεῖ, ἡ ἱστορία τῆς μεταγενέστερης φιλοσοφίας θά ἦταν διαφορετική, ἀφοῦ τό ἔργο του ἀποτέλεσε τή βάση τῆς φιλοσοφίας τῶν Βυζαντινῶν, τῶν Ἀράβων καί τῶν Σχολαστικῶν τῆς Δύσης. Ἀναντίλεκτα, σχεδόν δέν ὑπάρχει ἐπιστημονικός κλάδος πού νά μήν ἔχει θεμελιωτή του τόν Ἀριστοτέλη.
 Ἀξίζει, ἐπίσης, νά θυμίσουμε ὅτι εἶναι ὁ τέταρτος συγγραφέας σέ ἀ­ριθ­μό παρα­δεδομένων ἀπό τό Βυζάντιο χειρογράφων μετά τήν Καινή Διαθήκη, τόν Χρυσόστο­μο καί τόν Δαμασκηνό. Τήν ἀναγνωρισι­μότητα αὐ­τή ἴσως προδίδει καί τό γεγονός ὅτι στούς νάρθηκες τῶν ἐκκλησιῶν ἀνάμεσα στούς ἄλλους ἀρχαίους ποιητές, ἱστορικούς, φιλοσόφους, κάτω ἀπό τούς προφῆ­τες τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης, ἀπεικονίζεται καί ὁ Ἀριστοτέλης. Ἡ γενικότερη θεώρη­ση καί φι­λοσοφία του τόν ἀνέδειξε πρό­δρομο τοῦ Χριστιανισμοῦ καί προφή­τη στόν ἐθνικό κόσμο. Καί σήμερα, πού ἡ ἀ­θεΐα φαίνεται νά καλπάζει, ἀκούγεται ἐπίκαιρη ἡ μαρτυρία τοῦ φιλοσόφου, πού τόσα εἰσηγήθηκε γιά τό «πρῶτον κινοῦν ἀκίνητον»: «Ὑπάρχει μία ἀρχαία παράδο­ση, ἡ ὁποία ἔχει μεταφερθεῖ παντοῦ ἀπ’ τούς πατέρες στά παιδιά, ὅτι ὅλα πηγάζουν ἀπ᾽ τόν Θεό καί ὅτι ὅλα ἔγιναν ἀπ᾽ αὐτόν γιά μᾶς».

Εὐδοξία Αὐγουστίνου

Φιλόλογος - Θεολόγος

Τετάρτη, 26 Οκτώβριος 2016 03:48

Ἀναμμένες λαμπάδες

  martyres cΤαξιδευτές στά μονοπάτια τῆς γῆς, στίς πολύβουες πολιτεῖες τῶν ἀνθρώπων, μέ τούς δρόμους καί τά μνημεῖα τους, ἄς σταθοῦμε γιά λίγο σέ μία πλατεία. Ἐκεῖ ἀξίζει νά μαθητεύσουμε, νά θαυμάσουμε καί νά ἐμ­πνευστοῦμε. Εἶ­ναι ἡ Πλατεία τῶν Τεσσάρων Μαρ­τύρων. Στό Ρέθυμνο, στή μεγαλύτερη καί κεντρικότερη πλατεία τῆς πόλης οἱ Κρη­τικοί ἀποτίνουν φόρο τιμῆς καί εὐ­γνωμοσύνης. Ἀξίζει νά κάνουμε μία στάση. Περικαλλής τρίκλιτος ὑψώνε­ται ὁ ναός νά σκέπει καί  ν᾽ ἁγιάζει τόν τόπο. Μπαίνοντας ἀντικρύζου­με τούς Τέσσερις Μάρτυρες ἐνδεδυμένους μέ τίς κρητικές παραδοσιακές φορεσιές, ἔκ­φραση ἀ­διά­φθορου γενναίου φρονήματος, πνευματικῆς ἀρχοντιᾶς καί λεβεντιᾶς. Σέ περίτεχνη λειψανοθή­κη, στό Ἱερό Βῆ­μα, φυλάσσονται οἱ τίμιες κά­ρες τῶν τριῶν ἀπό τούς Τέσσερις Νεομάρτυρες.
   Οἱ τάφοι τῶν ἁγίων Τεσσάρων Μαρ­­­τύρων ἀνακαλύφθηκαν τόν Ἀπρίλιο τοῦ ἔτους 2002 γεμίζοντας χαρά καί συγκίνηση ὅλους τους ὀρθοδόξους καί ἰδιαίτερα τούς κατοίκους τοῦ τόπου πού μέσα στά σπλάχνα του κράτησε τά ἅγια λείψανά τους.
   Οἱ Τέσσερις Νεομάρτυρες, Μανου­ήλ, Γεώργιος, Ἀγγελής καί Νικόλαος κατάγονταν ἀπό τό Μέλαμπες, χωριό στά νότια τοῦ νομοῦ Ρεθύμνου, καί εἶ­χαν συγγενικούς δεσμούς. Ἦταν ἔγγαμοι, ἐνάρετοι στόν βίο ἀλλά κρυ­πτοχριστια­νοί. Τή συνείδησή τους ὅμως ἔτυπτε ὁ λόγος τοῦ Κυρίου· «πᾶς οὖν ὅστις ὁ­μο­λογή­σει ἐν ἐμοὶ ἔμπροσθεν τῶν ἀν­θρώ­πων, ὁμολογήσω κἀγὼ ἐν αὐτῷ ἔμ­προ­σθεν τοῦ πατρός μου τοῦ ἐν οὐρα­νοῖς» (Μθ 10,32). Γι᾽ αὐτό ζητοῦσαν εὐ­καιρία νά φανερώσουν τήν κρυφή ἀλ­λά καλά φυλαγμέ­νη χριστιανική τους πίστη.
   Τό 1821 στό ξεκίνημα τῆς ἡρωικῆς ἐπανάστασης τῶν Ἑλλήνων συμμετεῖ­χαν μέ ἐνθουσιασμό καί οἱ Κρῆτες. Οἱ τέσσερις βλαστοί τῆς λεβεντογέννας Κρήτης ἐντάχθηκαν στόν ἀγώνα, πολεμώντας γενναῖα «ὑπὲρ πίστεως καὶ  πατρίδος». Τό 1824 κατεστάλη ἡ ἐπανάσταση στήν Κρήτη. Τότε οἱ Τοῦρκοι συν­έλαβαν τούς ἁγίους Τέσσερις Μάρτυρες καί τούς ὁδήγησαν στόν Μεχμέτ, τοῦρκο πασά τοῦ Ρεθύμνου, ὁ ὁποῖος προσπάθησε μέ ὑποσχέσεις νά τούς πείσει νά ἐπιστρέψουν στόν Μωαμεθανισμό. Οἱ λεβέντες Κρητικοί στάθηκαν μπροστά στόν δικαστή μέ ἅγια παρρησία καί θαυμαστή ἀποφασιστικότητα. Ἡ ἀπάντησή τους ἦταν γενναία καί σταθερή: «Ἐμεῖς χριστιανοί γεννηθήκαμε καί χριστιανοί θά ἀποθάνομε». Ἡ φρικτή φυλακή καί τά βασανιστήρια μέχρι τήν τελική καταδίκη τους στόν δι’ ἀποκεφαλισμοῦ θάνατο ἦταν ἡ ἀρχή τῆς θυ­σί­ας πού πρόσφεραν μέ ἀγάπη στόν Ἰησοῦ Χριστό, τόν Θεό τῶν πα­τέρων τους.
   Στή θέση Μεγάλη Πόρτα τοῦ Ρεθύμνου στίς 28 Ὀκτωβρίου 1824 οἱ Τέσσερις Μάρτυρες ἀποκεφαλίστηκαν ὡς δη­μόσιο θέαμα γιά ἐκφοβισμό τῶν χριστιανῶν.. «Τό αἷμα αὐτῶν ἐθελουσίως διὰ τὴν τοῦ Κυρίου πίστιν ἐξέχεαν».
  Τήν ἴδια ἡμέρα τοῦ ἀποκεφαλισμοῦ τους, ὁ τοῦρκος δήμιος πῆγε στό σπίτι του καί σκούπισε τό ματωμένο γιαταγάνι του μέ μία πετσέτα. Ἡ τυφλή μητέρα του, χωρίς νά ἔχει ἰδέα γιά τά γε­γονότα, ἄγγιξε τήν πετσέτα καί αἰ­φνι­δίως βρῆκε τό φῶς της! Ρώτησε τόν γιό της γιά τήν προέλευση τοῦ αἵματος καί, ὅταν ἔμαθε γιά τή σφαγή τῶν χρι­στια­νῶν μαρτύρων, συγκλονισμένη τοῦ εἶ­πε: «Εἶναι ὁλοφάνερο πώς αὐτοί οἱ ἄν­­θρωποι ἦταν ἅγιοι». Ἡ μουσουλμανική οἰκογένεια φύλαξε τό γιαταγάνι ὡς ἱε­ρό κειμήλιο. Πέρασε ἀπό χέρι σέ χέρι καί ἑκατό χρόνια μετά, τό 1924, ὅταν ἔ­φευγαν οἱ μουσουλμάνοι μέ τήν ἀν­ταλ­λαγή τῶν πληθυσμῶν, κάποιος ἀπό­γονός τους τό παρέδωσε σέ χριστιανικά χέρια. Σήμερα φυλάσσεται στόν ἱερό ναό τοῦ Ἁγίου Νικολάου στή Σπλάντζια, μέσα στήν παλιά πόλη τῶν Χανί­ων, ὅπου οἱ τέσσερις ἅγιοι τι­μῶ­ν­ται μέ ἰδιαίτερη λαμπρότητα.
   Ἀμέσως μετά τό μαρτυρικό τους τέ­λος, οἱ χριστιανοί ἐνταφίασαν τά ἱε­ρά τους λείψανα μέ περισσή κατάνυ­ξη πλάι στόν ἱερό ναό τοῦ Ἁγίου Γεωργίου στά Περβόλια τοῦ Ρεθύμνου. Τίς νύχτες μουσουλμάνοι καί χριστιανοί ἔβλεπαν στόν τάφο τους φῶς «σάν ἀπό ἀναμμένες λαμπάδες» καί καταξιώθηκαν ἀμέσως ὡς ἅγιοι στή συνείδηση τῶν ὀρ­θοδόξων. Πολύ νωρίς, πιθανόν ἀπό τόν ἑπόμενο χρόνο τοῦ μαρτυρίου τους, οἱ ρεθυμνιῶτες χριστιανοί τελοῦσαν Λειτουργίες ἀφιερωμένες στή μνήμη τους, φυλάγοντας τήν ἱερή παράδοση τῶν πρώτων μαρτυρικῶν χρόνων τοῦ Χριστιανισμοῦ. Ἀργότερα μέ σεμνή περηφάνια τούς ἀναγνώρισαν ὡς προ­στάτες τῆς σύγχρονης πόλης.
   Σήμερα ἱερά λείψανά τους βρίσκονται θησαυρισμένα στήν Κρήτη καί στήν Ἀθήνα.
   Ἡ παλαιότερη γνωστή φορητή εἰκόνα τῶν ἁγίων Τεσσάρων Μαρτύ­ρων εἶναι «ποίημα Ἰωάννου Φρανγκο­­πού­λου Ζακυνθίου», φιλοτεχνημένη τό 1836, λίγα χρόνια μετά τό μαρτύριό τους.
   Ποτισμένη ἡ πατρίδα μας σέ κάθε της γωνιά μέ τό ἅγιο αἷμα τῶν μαρτύρων τῆς πίστης. Τήν καλλύνουν μέ μυστική ὀμορφιά καί τήν πλουτίζουν μέ ἄφθαρτο πλοῦτο. Στό σκαρί της πού ταξιδεύει στά πελάγη τῆς Ἱστορίας στέκουν κωπηλάτες ἀκούραστοι γιά νά μήν γκρεμιστεῖ πάνω στά βράχια τῆς ἄρνησης, γιά νά μή χαθεῖ στῆς ἀθεΐας τήν ἄγρια θαλασσοταραχή. Τή δική τους πρεσβεία ἄς ζητοῦμε ταπεινά γιά νά μένει τούτη ἡ γῆ Ὀρθόδοξη καί Ἑλ­ληνική.

Ἰχνηλάτης

Δευτέρα, 10 Οκτώβριος 2016 22:36

Ἡ Ἑλλάδα μίλησε· τήν ἀκούσαμε;

olympic champions c 

Οἱ Ὀλυμπιακοί Ἀγῶνες στό Ρίο τῆς Βραζιλίας ὁλοκληρώθηκαν καί ἡ χώρα μας μετράει ἕξι μετάλλια καί πολλές διακρίσεις. Ἡ μικρή Ἑλλάδα ἀνάμεσα σέ 206 χῶρες κατέκτησε τήν 26η θέση, σημειώνοντας τήν πέμπτη πιό πετυχη­μέ­νη παρουσία της στήν ἱστορία τῶν Ὀλυμπιακῶν Ἀγώνων!
 Δέν θά σταθῶ στόν ἀριθμό τῶν μεταλλίων καί τῶν διακρίσεων. Θά χαρῶ τίς ἐπιτυχίες μέ ἕναν τρόπο ἀναγωγικό.
 Καθώς παρατηρῶ τά συγκεκριμένα ἀθλήματα στά ὁποῖα διακριθήκαμε παγκοσμίως, διαπιστώνω πώς αὐτό πού θριαμβευτικά κομίσανε οἱ ἡρωικοί ἀθλητές μας στήν ταλαίπωρη χώρα μας εἶναι ὅ,τι ἀκριβῶς τῆς χρειάζεται:
 Ἡ «χρυσοχάλκινη» σκοπεύτρια Ἄν­να Κορακάκη, σημαδεύοντας τήν ἀπραξία μας, μᾶς παρακινεῖ νά ἐπαναπροσ­­διορίσουμε στόχους καί ἰδανικά καί νά σκοπεύσουμε μέ καρδιά ἀποφασιστική.
 Ἡ «χρυσή» Κατερίνα Στεφανίδη προ­καλεῖ νά σηκώσουμε καί πάλι ψηλά τόν πήχη καί μέ κοντάρι τό ἡρωικό μας παρελθόν νά ἐκτοξευθοῦμε κι ἐμεῖς στά ὕ­ψη, ἐκεῖ πού μᾶς συναντοῦσε πάντα ἡ ἱστορία.
 Ὁ «ἀργυρός» κολυμβητής Σπύρος Γιαννιώτης, παλεύοντας μέ δεινούς ἀν­τιπάλους στήν ἀνοιχτή θάλασσα, φωνάζει: «Ἀκολουθεῖτε, μή σταματήσετε νά πα­λεύετε μέ τά ὅποια κύματα. Εἶναι ἡ τελευταία μας εὐκαιρία».
 Οἱ  «χαλκέντεροι» ἱστιοπλόοι Τάκης Μάντης καί Παῦλος Καγιαλής ἀνοίγουν ἀσπρογάλανα πανιά μέ σύνθημα: «Ἐμπρός, ἀνήσυχε λαέ τῆς θάλασσας, γιά ἕνα νέο ἀποικισμό μετανάστευσης, γιά μόρφωση καί ἐργασία, μέ τό ἱερό πῦρ τῆς μητρόπολης πατρίδας στά χέ­ρια καί τήν ὑπόσχεση τῆς καρποφόρας ἐπιστροφῆς στήν καρδιά».
 Κι ὁ χρυσαετός Λευτέρης Πετρούνιας, πετυχαίνοντας μέ ἀπόλυτη ἠρεμία τήν ὁριακά κατορθωτή μέ ἀνθρώπινες δυνάμεις ἄσκηση τοῦ «σταυροῦ» στούς κρίκους, καθώς αἰωρεῖται «σταυρωμένος» κοιτάζει τόν καθένα μας στά μάτια καί τοῦ ψιθυρίζει: «Δέν ὑπάρχουν ἄλλα στηρίγματα. Ἀγαπῆστε τόν Σταυρό καί θελῆστε νά στηριχθεῖτε πάνω του».
 Βουβός ὁ πόνος τῆς βασανισμένης πατρίδας μας, ὅμως κάποιες φορές, αὐ­τή πού γέννησε τήν ἐφευρετικότητα καί τή λύση σέ κάθε πρόβλημα, βρίσκει τρόπους νά μιλήσει, ὅπως τώρα, καί νά πεῖ: «Παιδιά μου, βάλτε στόχους, ση­κῶ­στε ψηλά τόν πήχη, παλέψτε μέ τά κύματα, ἀνοῖξτε πανιά, ἀγκαλιάστε τόν σταυρό τοῦ Χριστοῦ, ἀνεβάστε ξανά τή σημαία μου περήφανη στό ψηλότερο βάθρο τῆς ἱστορίας γιά νά σᾶς ἀνεβάζει κι αὐτή στή σταυρόσχημη κορυφή τοῦ κονταριοῦ της, ἐκεῖ πού ἀναπαύονται οἱ ἥρωες καί οἱ ἅγιοι πού ἀνέδειξα στούς αἰῶνες».

Δια-κριτικός

Ἀπολύτρωσις 71 (2016) 239

Πέμπτη, 28 Οκτώβριος 2021 00:27

ΤΟ ΘΑΥΜΑ ΤΟΥ 1940

 mana fantaros c  Ὁ θρίαμβος τῶν Ἑλλήνων ἐναντίον τῶν Ἰταλῶν τό 1940 εἶναι ἕνα ἀπό τά θαυμαστά ἐκεῖνα γεγονότα πού λαμπρύνουν τίς σελίδες ὄχι μόνο τῆς ἑλληνικῆς ἀλλά καί τῆς παγ­κό­σμιας ἱστορίας. Ἡ νίκη τοῦ μικροῦ καί ἀδύ­να­μου ἑλληνικοῦ στρατοῦ ἐπί τοῦ πανίσχυ­ρου ἰταλικοῦ ἦταν νίκη τοῦ Δικαίου ἐπί τῆς Ἀδικίας, νίκη τοῦ ἀνθρώπου ἐπί τοῦ ἀλαζόνα καί καυχώμενου γιά τήν δύναμή του «ὑ­περανθρώπου».
 Ἡ νίκη ὡστόσο αὐτή δέν ἦταν ἕνα ξά­φνιασμα, μιά ἀπροϋπόθετη ἐπιτυχία. Ὁ ἐνθουσιασμός τῶν Ἑλλήνων πού κινοῦσαν χα­μογελώντας καί πανηγυρίζοντας γιά τό μέτωπο καί ἡ ἀκατάβλητη ὁρμή τους μπρο­στά στήν ὑπερδύναμη τῶν Ἰταλῶν, ἡ ὑπερνίκηση κάθε ἀντιξοότητας καί ἡ ἀντιμετώ­πιση τοῦ θανάτου μέ ἀπαράμιλλη γενναιότητα εἶναι ἕνα θαῦμα πού εἶχε ρίζες καί θε­μέλια. Ἕνα θαῦμα πού ξεπήδησε ἀπό τρεῖς κυρίως πη­γές: τήν πίστη στόν Χριστό, τήν φιλοπατρία καί τήν ἀγάπη καί τόν σεβασμό πρός τήν οἰ­κογενειακή ἑστία.
  Τήν πίστη καί τήν ἐλπίδα στό ἅγιο ὄνομα τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ Χριστοῦ ὁ Ἕλληνας τοῦ 1940 τήν εἶχε βυζάξει μαζί μέ τό γάλα τῆς μά­νας του. Μαζί μέ τίς πρῶτες λέξεις πού ψέλ­λισε σάν παιδί, ἔμαθε καί λογάκια προσ­­ευχῆς, ὅπως ἐπίσης καί νά κάνει τόν σταυρό του μέ εὐλάβεια μπροστά στό εἰκονοστάσι τοῦ σπιτιοῦ του. Στό τραπέζι ἄρχιζε καί τε­λείωνε τό φαγητό του μέ προσευχή εὐχα­ρι­στίας γιά τά ἀγαθά πού ἔδωσε ὁ Θεός, ἔστω κι ἄν αὐτά ἦταν λιγοστά. Μέ προσευχή ἀ­κό­μη ἄρχιζε καί τελείωνε τήν σπορά καί τό θέ­ρος καί κάθε σημαντική ἐκδήλωση τῆς ζωῆς του. Ὁ ναός ἦταν γι’ αὐτόν τό σπί­­τι τοῦ Θεοῦ. Ἡ συμμετοχή στήν θεία Λειτουργία ἦταν αὐτονόητη καί ἀποτελοῦσε εὐλογημένη οἰκογενειακή παράδοση. Ὁ ἱερέας ἦταν πρόσωπο σεβαστό· ἦταν αὐτός πού πρωτοά­κουγε τόν πόνο του καί τήν χαρά του καί πρέσβευε γι’ αὐτόν στόν Θεό. Κι αὐ­τός ὁ ἱερέας, ὁ ὀλιγογράμματος καί ἁπλός ἴσως, πάνω στά βορειοηπειρωτικά βουνά μετάγγιζε μέ τόν σταυρό καί τό πετραχήλι του στούς στρα­τι­ῶ­τες θάρρος, εὐψυχία καί καρτερία. Κι ἄς βομβάρδιζε ὁ ἐχθρός. Ὁ ἕλ­λη­νας φαντάρος δέν φοβόταν τίποτε...
   Ἡ δεύτερη πηγή τοῦ θαύματος τοῦ 1940, ἡ φιλοπατρία, ἦταν κι αὐτή ἕνα ἀπό τά χαρακτηριστικά τοῦ Ἕλληνα ἐκείνης τῆς ἐποχῆς. Τήν αἰσθανόταν γιά πρώτη φορά νά τόν ἐμπνέει σάν ἄκουγε ἀπό τόν πατέρα ἱστορίες γιά τίς νίκες τοῦ στρατοῦ μας στήν Θεσσαλονίκη, στό Μπιζάνι, στά Γιάννενα. Σάν ἀφουγκραζόταν τά δάκρυα τῆς μάνας γιά τόν χαμό τῆς Σμύρνης καί τῆς Ἰωνίας. Καί ὅταν ξεδίπλωναν τήν ἑλληνική σημαία -πού ἀπαραίτητα εἶχε κάθε σπίτι- στίς ἐθνικές ἐπετείους, καί τήν ἔστηναν σέ περίοπτη θέση στό μπαλκόνι τοῦ σπιτιοῦ, γινόταν ζωντα­νή γαλανόλευκη εἰκόνα στά παιδικά του μάτια πού τόν ἔκανε νά ὁρα­μα­τίζεται κι αὐτός ἀγῶνες καί νίκες. Ἡ φιλοπατρία ὅμως διδασκόταν καί στό σχολεῖο. Μέ τά βιβλία νά γράφουν τήν ἀληθινή ἱστορία κι ὄχι φληναφήματα περί «συνωστισμοῦ». Μέ ἔπαρση καί ὑποστολή τῆς σημαίας συνοδευόμενη ἀπό τόν ἐθνικό μας ὕμνο καθημερινά. Μέ γιορτές πού μιλοῦσαν καί ὑμνοῦσαν τήν ἑλληνική λεβεντιά, καί χορούς ζυμωμένους μέ θυμάρι καί λιβάνι. Ὄχι σάν τίς γιορτές πού κατά κανόνα γίνονται σήμερα στά σχολεῖα μας, τίς ξέπνοες καί «ξενέρωτες», ὅπως εἶπε εὔστοχα κάποιος ἑλληνόψυχος ἔφη­βος. Τότε συμμετεῖχαν ὅλοι, δάσκαλοι, μαθητές, ἀλλά καί γονεῖς, μέ παλμό καί ἐνθουσιασμό. Ἔτσι φτιάχνονται πατριῶτες.
   Ἡ τρίτη πηγή τοῦ θαύματος τοῦ 1940 ἦταν, ὅπως εἶπα, ἡ ἀγάπη καί ὁ σεβασμός πρός τήν οἰκογενειακή ἑ­στί­α, πρός τήν οἰκογένεια. Ὁ ἀγώνας ἐ­κεῖ­νος ἔγινε, ὅπως καί ὅλοι οἱ ἀμυν­­τι­κοί πόλεμοι στήν ἱστορία μας, «ὑπὲρ βωμῶν καὶ ἑστιῶν». Ὁ Ἕλληνας τοῦ 1940 πάλεψε ὄχι μόνο γιά τήν πατρίδα του, ἀλλά καί γιά τήν οἰκογενειακή του τιμή πού μέσα του στεκόταν πολύ ψηλά. Ἡ γυναίκα του, τά παιδιά του, τό σπίτι του ἦταν ὁ ἴδιος του ὁ ἑαυτός, τό εἶναι του. Δέν στέριωνε τό σπιτικό του σέ σαθρά θεμέλια, ὅπως δυστυ­χῶς γίνεται συχνά σήμερα. Ἀντιλαμ­βανόταν τό μέγεθος τῆς εὐθύνης γι’ αὐτό καί προχωροῦσε σέ τοῦτο τό ἔρ­γο προσεκτικά. Δέν γινόταν λόγος γιά εὔκολα διαζύγια. Αὐτοί πού ἔ­φτα­ναν στό διαζύγιο ἦταν μετρημένοι καί δα­κτυλοδεικτούμενοι. Οὔτε φυσι­κά δια­νο­οῦνταν κανείς ἐλεύθερες συμ­βιώσεις ἤ «σύμφωνα συμβίωσης» ἤ «μονο­γο­νεϊκές οἰκογένειες». Δέν εἶχαν ἀκόμη σαρώσει τήν οἰκογενειακή γαλήνη καί εὐστάθεια τά κύματα τοῦ «μετα­μο­ν­­τερνισμοῦ», ὅπως συμ­βαίνει στόν τόπο μας ἐδῶ καί κάμπο­σες δεκαετίες. Ὁ πατέρας ἦταν πατέρας, προστάτης τῆς οἰκογένειας, καί ἡ μητέρα μητέρα, ἡ βα­σίλισσα τοῦ σπιτιοῦ. Γι’ αὐτό καί τά παιδιά εἶχαν ὑγιῆ πρότυ­πα.
  Θά ρωτήσει βέβαια κανείς: «Ἦταν λοιπόν τότε ὅλα τέλεια, ὅλα καλά;». Ἀ­σφαλῶς ὄχι. Οὔτε προσπάθησα ἐδῶ νά «ἁγιο­γρα­φήσω» τόν Ἕλληνα τοῦ ᾿40. Ὑ­πῆρχαν καί τότε καί προβλήμα­­- τα καί στρεβλώσεις καί ἀποκλί­σεις καί ἀποτυχίες. Ὡστόσο αὐ­τός ἦταν ὁ κανόνας. Περισσό­τε­ρο ἴ­σως στήν ὕ­παι­θρο καί λι­γότερο στίς πόλεις, ἀλλά πάντως ὁ κανόνας.
   Ἀκούω κι ἄλλες φωνές. Αὐ­τές πού σπεύδουν νά χαρακτη­ρίσουν ὅλα τά παραπάνω ὡς «ἀνα­χρο­νισμούς», «ὀ­πισθοδρό­μηση» καί... «χουντικά σύν­δρο­μα». Δέν πρόκειται βέβαια νά ἀ­πολογηθῶ γιά ὅσα πιστεύω. Θέλω μόνο νά πῶ σ’ ὅλους αὐ­τούς τούς ὑπερα­σπιστές τῆς «προ­όδου», ὅπως τήν ὁ­ρί­ζουν, πώς εὐχῆς ἔργον θά ἦταν νά μᾶς ὑποδείξουν δικές τους ἀξίες καί ἰδανι­κά, πού θά μπο­ροῦσαν νά γεννήσουν μιά γενιά ὅπως ἐκείνη τῶν ἀγωνιστῶν τοῦ 1940. Καί τότε τά ξαναλέμε...

Εὐάγγελος Ἀ. Δάκας

Ἀπολύτρωσις, Ὀκτώβριος 2016

Κυριακή, 02 Οκτώβριος 2016 16:47

Μετακατασκηνωτική συνάντηση

 meta boys cΣτίς 18 Σεπτεμβρί­ου πραγματοποιή­θηκε ἡ μετα­κατασκηνωτική συνάντηση ὅλων τῶν κατασκηνωτῶν τῶν μα­­θητικῶν περιόδων τῆς κατασκήνωσης Καστανούσας. Προηγήθηκε ἡ συμμετοχή μας στή θεία Λειτουργία στόν ἱερό ναό Ἁγίου Δημητρίου καί στή συνέχεια ἀκολούθησε ἑορταστικό πρόγραμμα στήν αἴθουσα τῆς Ο.Χ.Α. «Ἀπολύτρωσις». Τό πλούσιο πρόγραμμα μέ κατασκηνωτικά τραγούδια, θεατρικά, φωτογραφίες καί βίντεο μᾶς θύμισε ὄμορφες στιγμές κοινῆς κατασκηνωτικῆς ζωῆς καί προσωπικῶν ἀποφάσεων. Ταυτόχρονα μᾶς ὑπενθύμισε ὅτι ἡ κατασκήνωση δέν εἶναι ἁπλῶς τόπος, ἀλλά τρόπος ζωῆς. Ἕνας τρόπος ζωῆς πού δίνει νόημα καί χαρά στήν καθημερινότητά μας καί μποροῦμε νά τόν βιώσουμε στήν ἀγκαλιά τῆς Ἐκκλησίας. Ἑπόμενη συνάντησή μας, στά κατηχητικά καί στίς ὁμάδες...

Κυριακή, 02 Οκτώβριος 2016 16:44

Ἐνημέρωση-πρόσκληση

epainos c Νιώθουμε τήν ἀνάγκη νά μοι­ρα­σθοῦ­με μαζί σας, ἀγαπη­τοί ἀνα­γνῶστες, τή χαρά γιά τή διάκριση πού ἀπονεμή­θηκε στήν Τράπεζα Αἵματος τῆς Ἀδελφότη­τός μας κατά τήν παγκόσμια ἡμέρα ἐθε­λον­τῆ αἱμοδότη, τήν 11η Ἰουνίου τρέχοντος ἔτους. Στήν ὄμορφη ἐκδήλωση πού ὀργάνωσαν οἱ νοσοκομειακές ὑπηρεσίες αἱμοδοσίας τῆς Θεσσαλονίκης στό συνεδριακό κέντρο «Ἰ. Βελλίδης», μᾶς τίμησαν μέ χάλκινο μετάλλιο καί ἔπαινο. Ἡ διάκριση ἀποτελεῖ ἐνθάρρυνση ἀλλά καί χρέος νά συνεχίσουμε τή φιλότιμη προσπάθειά μας: Νά προσφέρουμε γιά τίς ἀνάγκες τῶν συνανθρώπων μας λίγο ἀπό τό αἷμα μας, αὐτό τό πολύτιμο ἀγαθό πού δωρεάν μᾶς δόθηκε ἀπό τόν Θεό.
 Ἀνανεώνουμε, λοιπόν, τό ραντεβού μας καί σᾶς περιμένουμε τήν Τρίτη 1 Νοεμβρίου, ὥρα 4:00-7:30 μ.μ. στό «Δημητρούλειο», σέ ἕνα ἀδελφικό ἀν­τά­μω­μα προσφορᾶς καί ἀγάπης.

Παρασκευή, 02 Σεπτέμβριος 2016 16:39

Στά σκαλοπάτια τοῦ Ἁγίου Δημητρίου

 skala cΤά σκαλοπάτια τοῦ Ἁγίου Δημητρίου ἦταν γεμάτα ἀπό κόσμο. Καί δέν ἦταν μονάχα οἱ συνηθισμένοι προσκυνητές οὔτε μονάχα οἱ ἀμέτρητοι ζητιάνοι πού μ᾽ ἁ­πλωμένο τό χέρι ἔλεγαν καί ξαναέλεγαν τήν ἴδια κουβέντα: «Νά πάρω γάλα γιά τό παιδάκι μου!». Σήμερα στά σκαλοπάτια τοῦ Ἁγίου ἦταν μαζεμένα παιδιά, πολλά παιδιά!
Κοντοστάθηκε ὁ Βαγγέλης και ἐν­τελῶς ἀσυναίσθητα ἑστίασε τό βλέμμα του στά παιδιά.
 Ὁ Ἀντώνης πού περπατοῦσε δίπλα του τόν κοίταξε μέ ἀπορία. «Τί συμβαίνει;», τόν ρώτησε μέ ἕνα κούνημα τοῦ κεφαλιοῦ του, μά ὁ Βαγγέλης δέν ἀπάντησε.
- Νά, ρέ Βαγγέλη, αὐτό δέν τό χωνεύω! εἶπε ὁ Ἀντώνης. Νά κουβαλᾶνε σάν πρόβατα τά παιδιά στίς ἐκκλησίες καί νά τά κάνουν πλύση ἐγκεφάλου γιά τούς ἁγίους!
- Ναί, ἀπάντησε ὁ Βαγγέλης οὔτε κι ἐγώ! μά ὁ τόνος τῆς φωνῆς του δέν ἔδειχνε, δέν ἀποτύπωνε τό περιεχόμενο τῶν λόγων του.
Τά σκαλοπάτια τοῦ Ἁγίου Δημητρίου χάθηκαν ἀπό τά μάτια τοῦ Βαγγέλη, ὄχι ὅμως ἀπό τή σκέψη του. Ἐκεῖ ἔμειναν τυπωμένα, σκαλωμένα θαρρεῖς, καί ὅταν ἀκόμα γύρισε στό δωμάτιό του.
Πῶς τή θυμᾶται τή μέρα πού ἦρθε ἀπό τό μικρό χωριό του στή Θεσσαλονίκη γιά νά σπουδάσει δικηγόρος!
- Θά πᾶς, γιέ μου, ὁλόισια στόν Ἁι-Δημήτρη καί θά ἀνάψεις πρῶτα κερί στή χά­ρη του! Ἄ, νά μ᾽ ἀξιώσει ὁ Θεός μιά μέ­ρα νά πάω κι ἐγώ νά προσκυνήσω! Ἡ γιαγιά Σοφία σταύρωσε, ξανασταύρωσε τόν ἐγ­γονό της καί τοῦ ἔβαλε στό χέρι ἕνα δεκά­ευρο.
- Θά τό ἀνάψεις ὅλο στόν Ἅγιο, τοῦ εἶπε καί τόν φίλησε.
 Ἐκεῖ, στά σκαλοπάτια τοῦ Ἁγίου, τόν συνάντησαν ὁ Στράτος καί ὁ Νῖκος. Ἀπό κεῖ ξεκίνησε ἡ γνωριμία του μέ τήν ὁμάδα τῶν Χριστιανῶν Φοιτητῶν πού τόσο τόν ἀγάπησαν ἀλλά καί τόσο ἀγάπησε!
Καί ὕστερα ἦρθαν κάποια ἄλλα σκαλοπάτια πού τά κατέβηκε σιγά-σιγά δίχως νά τό καταλάβει. Ἦταν ὁ Ἀντώνης, ὁ Γιάννης, ἡ Ζωή. Ἦταν ἡ τόσο δυναμική παρουσία τους στόν χῶρο τοῦ Πανεπιστημίου. Ἦταν οἱ ἰδέες γιά τήν ἰσότητα καί τήν ἐπανάσταση. Ἦταν ἡ κολακεία πώς ἕνα μυαλό σάν τό δικό του ἤτανε κρίμα νά τό κρατάει γεμάτο μέ σκουριασμένες ἰδέες. Ἦταν... ἦταν...
Κοίταξε ἄκεφος τό ρολόι του ὁ Βαγγέλης. Σέ μιά ὥρα ἔπρεπε νά εἶναι στό Πανεπιστήμιο. Θά πήγαινε στήν πρώτη φε­- τινή παράδοση. Στό πρῶτο ἔτος τόν συν­όδεψαν ὥς τό ἀμφιθέατρο τῆς σχο­λῆς του ὁ Νῖκος καί ὁ Στράτος! Τρία χρόνια πέρασαν ἀπό τότε.
Μά τί τόν ἔπιασε σήμερα! Παντοῦ μπροστά του ὁ Νῖκος καί ὁ Στράτος!
Τό κινητό του κτύπησε πολλές φορές ὥς νά τό ἀκούσει ὁ Βαγγέλης.
- Ἔλα, Βαγγέλη, νά περάσω νά σέ πά­ρω γιά τό μάθημα; Ἡ φωνή τοῦ Ἀν­τώ­νη τοῦ φάνηκε τόσο ξένη, τόσο μακρινή.
- Πήγαινε καλύτερα μόνος σου καί   θά συναντηθοῦμε ἐκεῖ! ἀπάντησε ὁ Βαγγέλης καί ἔκλεισε δίχως ἄλλη ἐξήγηση      τό τηλέφωνο.
 Τεταρτοετής φοιτητής τῆς Νομικῆς! Ἐνεργό μέλος τοῦ φοιτητικοῦ κινήματος! Καί;
Βγῆκε συλλογισμένος ὁ Βαγγέλης. Τά βήματά του τόν ἔφεραν δίχως νά τό καταλάβει καί πάλι στήν Ἁγίου Δημητρίου. Στάθηκε ἀπέναντι ἀπό τόν ἐπι­βλη­τικό ναό καί κοίταξε μέ κρυφή λαχτάρα τά σκαλοπάτια. Τά παιδιά δέν ἦταν πιά ἐκεῖ. Οἱ ἄνθρωποι ἀνέβαιναν καί κατέβαιναν, οἱ ζητιάνοι ἦταν ἐκεῖ στή θέση τους, μά τά σκαλοπάτια ἦταν ἄδεια ἀπό παιδιά.
 Πέρασε ἀπέναντι ὁ Βαγγέλης καί κάθησε σ᾽ ἕνα σκαλί. Ἐκεῖ πού πρίν τρία χρό­νια κάθονταν τά παιδιά τῶν Κατηχητικῶν τοῦ Στράτου καί τοῦ Νί­κου τή μέρα πού τούς γνώρισε.
 Τί ὄμορφη εἰκόνα! Καί ὁ Νῖκος ὄρ­θιος ἀνάμεσα τους νά τούς μιλᾶ γιά τόν καβαλάρη ἅγιο πού ἦταν κατηχητής!
 Πόσα δέν εἶπε στό τηλέφωνο στούς δικούς του ἐκείνη τή μέρα! Πόσο χαρούμενος γύρισε στό μικρό του δωμάτιο.
- Ἄμ, τί νόμισες, παιδί μου! τοῦ εἶπε χαρούμενη ἡ γιαγιά. Τζάμπα τ᾽ ἀνάβω κά­θε μέρα τό καντήλι τοῦ Ἁγίου; Τοῦ παρήγ­γειλα νά σέ περιμένει ἐκεῖ καί σέ περίμενε, παλληκάρι μου!
Τό ἐλαφρύ διακριτικό σπρώξιμο στόν ὦμο τόν ἔκανε νά σηκώσει ξαφνιασμένος τό κεφάλι. Τό μικρό ἀγόρι πού στεκόταν μπροστά του τόν κοιτοῦσε μέ συμπάθεια.
- Πάρε, τοῦ εἶπε καί τοῦ ἔχωσε στή χούφτα ἕνα δίευρο!
 Πρίν προλάβει ὁ Βαγγέλης νά συνειδητοποιήσει τί ἔκανε τό παιδί, ἐκεῖνο εἶχε ἐξαφανιστεῖ μέσα στόν κόσμο!
 Στήν ἀρχή σοκαρίστηκε. Ὁ μικρός τόν πέρασε γιά ζητιάνο! Ὅμως γρήγορα συν­ῆλθε!
 Καί μήπως δέν ἦταν; Ζητιάνος ἦ­ταν! Ζητιάνος στά σκαλοπάτια τοῦ Ἁ­γί­ου, ζητιάνευε λίγη ἀπό τή χαμένη του χαρά, ζητιάνευε τήν πίστη πού πρόδω­σε! Ζη­τιά­- νευε τούς φίλους πού ἐγκατέλειψε!
 Πολλές φορές χτύπησε τό κινητό του καί ὅλες τίς φορές τό ὄνομα τοῦ Ἀντώνη ξεπρόβαλλε στήν ὀθόνη του. Δέν τό σήκωσε ὁ Βαγγέλης. Ὄχι! Ὁ Ἀν­τώνης καί ἡ παρέα του δέν χωροῦσαν σέ τούτη τήν ὥρα.
 Ἔσφιξε τό νόμισμα τῆς «ζητιανιᾶς του» στή χούφτα του τήν ἱδρωμένη. Σηκώθηκε καί ἀνέβηκε σταθερά τά σκαλιά. Μπῆκε δακρυσμένος στόν ναό καί ἔριξε τό νόμισμα στό παγκάρι. Ἄναψε τό κερί καί σιγομουρμούρισε.
- Σ᾽ εὐχαριστῶ πού μέ περίμενες!
 Οἱ δέκα ἀναπάντητες κλήσεις πού βρῆκε στό κινητό του, ὅλες ἀπό τόν Ἀν­τώνη, τόν ἔκαναν νά χαμογελάσει πικρά!
«Δέν πειράζει», σκέφτηκε, «ὅταν γιά χάρη σας ἐγκατέλειπα τόν Θεό καί τούς δικούς του εἶχα ἄπειρες κλήσεις ἀπό τόν Νῖκο καί τόν Στράτο καί δέν τούς ἀπάντησα! Καιρός νά τό κάνω!» εἶπε ἀποφασισμένος καί ψάχνοντας στίς «ἐπαφές» του βρῆκε τό ὄνομα τοῦ Νίκου.
- Ὁ Βαγγέλης εἶμαι, Νῖκο!
- Ποῦ εἶσαι; ἀκούστηκε χαρούμενη ἡ φωνή τοῦ Νίκου.
- Ἐκεῖ πού συναντηθήκαμε γιά πρώτη φορά, εἶπε συγκινημένος ὁ Βαγγέλης.
- Στά σκαλοπάτια τοῦ Ἁγίου Δημητρίου! ἀναφώνησε ὁ Νῖκος. Ἔρχομαι!
 Ἔκλεισε τό κινητό του χαρούμενος καί τότε εἶδε πώς εἶχε ἕνα μήνυμα.
«Βαγγέλη,  ἔπαθες τίποτε, σοῦ συνέβη κάτι;». Χαμογέλασε ὁ Βαγγέλης στό μήνυμα τοῦ Ἀντώνη.
«Ναί, μοῦ συνέβη! Μόλις ἀνέβηκα τά σκαλοπάτια πού μαζί σας κατέβη­κα!», τοῦ ἀπάντησε καί ἀπενεργοποίησε τό τηλέφωνό του.
- Ξαναγυρνῶ ἐκεῖ ἀπ᾽ ὅπου ξεκίνησα, ψιθύρισε καί ἔνιωσε ὅτι ἤδη βρισκόταν στό «πρῶτο σκαλί»!

Ἑλένη Βασιλείου